ΥΑ Ζ3/2810/2004 - ΦΕΚ
Β 1885/20.12.2004
Γενική
Ασφάλεια των Προϊόντων - Εναρμόνιση με την οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
και του Συμβουλίου 2001/95/ΕΚτης 3ης Δεκεμβρίου 2001.
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ - ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ -
ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΎΗΣ - ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ- ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ
Εχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του
άρθρου 1 παρ. 1, 2, 3 και 4 και του άρθρου 2 παρ. 1 περ. (η) του Ν. 1338/1983
"Εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου" (ΦΕΚ
34/Α/17.3.1983) όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 1440/1984
"Συμμετοχή της Ελλάδος στο κεφάλαιο, στα αποθεματικά και στις προβλέψεις
της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, στο κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ανθρακος και Χάλυβος και του Οργανισμού Εφοδιασμού EURATOM" (ΦΕΚ
70/τ.Α//21.5.1983) και το άρθρο 65 του Ν. 1892/1990 "Για τον εκσυγχρονισμό
και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ101/Α).
2. Τις διατάξεις του Ν.
2251/1994 "Προστασία των καταναλωτών" (ΦΕΚ
191/Α/1994) και ειδικότερα των άρθρων 7 και 14 παρ. 3 και 4.
3. Το άρθρο 29Ατου Ν.
1558/1985 (ΦΕΚ 137/Α) όπως αυτό προσετέθη με το άρθρο
27 του Ν. 2081/1992 (ΦΕΚ 154/Α).
4. Την ΚΥΑ Φ1-503/15-2-1995 (Φ Ε Κ 98/19-2-1996) "Γενική
Ασφάλεια των Προϊόντων - Εναρμόνιση με την οδηγία 92/59/ΕΟΚτης 29 Ιουνίου
1992", των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών, Ανάπτυξης και
Δικαιοσύνης.
5. Την Οδηγία 2001/95/ΕΚ
του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Δεκεμβρίου 2001 για τη
γενική ασφάλεια των προϊόντων, (ΕΕ L11 της 15-1-2002
σ.4) προς εναρμόνιση με την οποία εκδίδεται η παρούσα.
6. Το γεγονός ότι από
τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού
προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:
Αρθρο 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
Στόχος - Πεδίο εφαρμογής
- Ορισμοί
1. Σκοπός της παρούσας
είναι η ενσωμάτωση της οδηγίας 2001/95/ΕΚ "Γενική Ασφάλεια Προϊόντων"
(EEL 11, 15.1.2002) στην ελληνική νομοθεσία και στόχο
έχει να εξασφαλίσει ότι τα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά είναι ασφαλή.
2. Η παρούσα απόφαση
εφαρμόζεται σε όλα τα προϊόντα που ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο (α). Καθεμία
από τις διατάξεις της εφαρμόζεται εφόσον δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις με τον
ίδιο στόχο στους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, οι οποίες διέπουν την ασφάλεια
των συγκεκριμένων προϊόντων.
Όσον αφορά τα προϊόντα
που υπόκεινται σε ειδικές επιταγές ασφάλειας, επιβαλλόμενες από την κοινοτική
νομοθεσία, η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται μόνον για τις πτυχές, τους κινδύνους ή
τις κατηγορίες κινδύνων που δεν καλύπτονται από τις επιταγές αυτές. Συνεπώς:
α) το άρθρο 2 στοιχεία
(β) και (γ) και τα άρθρα 3 και 4 δεν εφαρμόζονται στα προϊόντα αυτά, όσον αφορά
τους κινδύνους ή τις κατηγορίες κινδύνων που διέπονται από ειδική νομοθεσία.
β) τα άρθρα 5 έως 15
εφαρμόζονται, εκτός εάν υφίστανται ειδικές διατάξεις οι οποίες διέπουν το
αντικείμενο των άρθρων αυτών και έχουν τον ίδιο στόχο.
Αρθρο 2
Για τους σκοπούς της
παρούσας απόφασης, νοείται ως:
α) "Προϊόν":
κάθε προϊόν που -και στο πλαίσιο επίσης μιας παροχής υπηρεσιών- προορίζεται για
τους καταναλωτές ή ενδέχεται, υπό ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες, να
χρησιμοποιηθεί από τους καταναλωτές ακόμη και αν δεν προορίζεται για αυτούς,
και το οποίο παρέχεται ή διατίθεται στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας,
έναντι τιμήματος ή δωρεάν, είτε είναι καινουργές,
είτε μεταχειρισμένο, είτε ανακαινισμένο, είτε ανακατασκευασμένο.
Ο ορισμός αυτός δεν
περιλαμβάνει τα μεταχειρισμένα προϊόντα που διατίθενται ως αντίκες ή ως
προϊόντα που πρέπει να επισκευαστούν ή να ανακαινιστούν, ανακατασκευαστούν πριν
από τη χρήση τους, εφόσον ο προμηθευτής ενημερώνει σαφώς το πρόσωπο στο οποίο
προμηθεύει το προϊόν για το σκοπό αυτό.
β) "ασφαλές
προϊόν": κάθε προϊόν το οποίο, υπό τις συνήθεις ή ευλόγως προβλέψιμες
συνθήκες χρήσης, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειας χρήσης, και στις περιπτώσεις
που είναι εφαρμόσιμο, της θέσης σε λειτουργία, της εγκατάστασης και των αναγκών
της συντήρησης, δεν παρουσιάζει κανένα κίνδυνο ή μόνον ελάχιστους κινδύνους που
συμβιβάζονται με τη χρήση του προϊόντος και οι οποίοι θεωρούνται αποδεκτοί και
συμβατοί προς ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των
προσώπων, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των ακόλουθων σημείων:
i) των χαρακτηριστικών
του προϊόντος, και ιδίως της σύνθεσης του, της συσκευασίας, των οδηγιών
συναρμολόγησης, και, στην περίπτωση προϊόντος που είναι εφαρμόσιμο, της
εγκατάστασης και συντήρησής του,
ii) της επίδρασης που έχει
το προϊόν αυτό σε άλλα, όταν είναι ευλόγως δυνατόν να προβλεφθεί ότι το προϊόν
αυτό θα χρησιμοποιηθεί μαζί με άλλα προϊόντα·
iii) της παρουσίασης του
προϊόντος, της επισήμανσης του, των προειδοποιήσεων και των οδηγιών χρήσης και
διάθεσης του, καθώς και κάθε άλλης οδηγίας ή πληροφορίας σχετικής με το προϊόν
iν) των κατηγοριών
καταναλωτών που εκτίθενται σε κίνδυνο λόγω της χρησιμοποίησης του προϊόντος,
ιδίως των παιδιών και των ηλικιωμένων
Η δυνατότητα επίτευξης
υψηλότερου βαθμού ασφάλειας ή προμήθειας άλλων προϊόντων που παρουσιάζουν
μικρότερο κίνδυνο, δεν συνιστά επαρκή λόγο για τον χαρακτηρισμό ενός προϊόντος
ως "επικινδύνου".
γ) "Επικίνδυνο
προϊόν": κάθε προϊόν που δεν ανταποκρίνεται στον ορισμό του ασφαλούς προϊόντος,
κατά την έννοια του εδαφίου (β) του παρόντος άρθρου.
δ) "Σοβαρός
κίνδυνος": κάθε σοβαρός κίνδυνος, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που δεν
έχουν άμεσες επιπτώσεις, ο οποίος απαιτεί ταχεία επέμβαση των δημοσίων αρχών.
ε)
"Παραγωγός":
i) ο κατασκευαστής του
προϊόντος, όταν είναι εγκατεστημένος στην Κοινότητα, και οποιοδήποτε άλλο
πρόσωπο εμφανίζεται ως κατασκευαστής, αναγράφοντας στο προϊόν το όνομα του, το
εμπορικό του σήμα ή οποιοδήποτε άλλο διακριτικό σήμα, ή το πρόσωπο που
ανακαινίζει ή ανακατασκευάζει το προϊόν,
ii) ο αντιπρόσωπος του
κατασκευαστή, εφόσον ο κατασκευαστής δεν είναι εγκατεστημένος στην Κοινότητα, ή
ελλείψει αντιπροσώπου εγκατεστημένου στην Κοινότητα, ο εισαγωγέας του
προϊόντος,
iii) οι άλλοι επαγγελματίες
στην αλυσίδα του εφοδιασμού, εφόσον οι δραστηριότητες τους μπορούν να
επηρεάσουν τα χαρακτηριστικά ασφαλείας του προϊόντος.
στ)
"Διανομέας": κάθε επαγγελματίας στην αλυσίδα του εφοδιασμού, η
δραστηριότητα του οποίου δεν επηρεάζει τα χαρακτηριστικά ασφαλείας του
προϊόντος.
ζ) "Ανάκληση":
κάθε μέτρο που αποβλέπει στην επιστροφή ενός επικίνδυνου προϊόντος, το οποίο ο
παραγωγός ή ο διανομέας του έχει ήδη προμηθεύσει ή διαθέσει στους καταναλωτές.
η) "Απόσυρση":
κάθε μέτρο με στόχο να εμποδιστεί η διανομή, η έκθεση και η προσφορά επικίνδυνου
προϊόντος στους καταναλωτές.
θ) "Αρμόδιες
Αρχές": αρχές με αρμοδιότητα τη συμμόρφωση των προϊόντων με τη γενική
επιταγή ασφάλειας όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 6 της παρούσας.
Αρθρο 3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II
Γενική επιταγή
ασφάλειας, κριτήρια αξιολόγησης της συμμόρφωσης και ευρωπαϊκά πρότυπα
1. Οι παραγωγοί
υποχρεούνται να διαθέτουν στην αγορά μόνον ασφαλή προϊόντα.
2. Ένα προϊόν θεωρείται
ασφαλές, ως προς τις πτυχές που καλύπτονται από την ελληνική νομοθεσία όταν,
ελλείψει ειδικών κοινοτικών διατάξεων που διέπουν την ασφάλεια του, τηρεί τους
ειδικούς κανόνες του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους όπου διατίθεται στο
εμπόριο, οι οποίοι έχουν θεσπισθεί σύμφωνα με τη συνθήκη, και ιδίως τα άρθρα 28
και 30, και οι οποίοι καθορίζουν τις απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας που πρέπει
να τηρεί το προϊόν προκειμένου να διατεθεί στο εμπόριο.
Ένα προϊόν θεωρείται
ασφαλές ως προς τους κινδύνους και τις κατηγορίες κινδύνων που καλύπτονται από
τα αντίστοιχα ελληνικά πρότυπα, όταν τηρεί τα μη υποχρεωτικά ελληνικά πρότυπα
που αποτελούν μεταφορά ευρωπαϊκών προτύπων, τα στοιχεία αναφοράς των οποίων
έχουν δημοσιευθεί από την Επιτροπή στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 4 της παρούσης. Το υπουργείο Ανάπτυξης μέσω του
Ελληνικού Οργανισμού Τυποποίησης (ΕΛ.Ο.Τ.) δημοσιεύει
τα στοιχεία αναφοράς αυτών των εθνικών προτύπων.
3. Σε περιπτώσεις άλλες
από τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 2, η συμμόρφωση ενός προϊόντος προς τη
γενική επιταγή ασφάλειας κρίνεται, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τα ακόλουθα
στοιχεία, εφόσον υπάρχουν:
α) τα μη υποχρεωτικά
ελληνικά πρότυπα που αποτελούν μεταφορά αντίστοιχων ευρωπαϊκών προτύπων, πλην
εκείνων της παραγράφου 2,
β) τα πρότυπα που
ισχύουν στην Ελλάδα,
γ) τις συστάσεις της
Επιτροπής με τις οποίες ορίζονται οι κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση
της ασφάλειας προϊόντος,
δ) τους κώδικες ορθής
πρακτικής για την ασφάλεια του προϊόντος, οι οποίοι ισχύουν στον συγκεκριμένο
τομέα,
ε) τις υφιστάμενες
γνώσεις και τεχνικές,
στ) την ασφάλεια την
οποία δικαιούνται ευλόγως να προσδοκούν οι καταναλωτές.
4. Η συμμόρφωση ενός
προϊόντος προς τα κριτήρια που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της γενικής επιταγής
ασφαλείας, ιδίως προς τις διατάξεις των παραγράφων 2 ή 3, δεν εμποδίζει τις
αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν τα ενδεικνυόμενα μέτρα για να περιορίσουν τη
διάθεση του στο εμπόριο ή να ζητούν την απόσυρση του από την αγορά ή την
ανάκληση του εάν, παρά τη συμμόρφωση αυτή, αποδεικνύεται ότι το προϊόν είναι
επικίνδυνο. Κατά συνέπεια οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 7 του Ν.
2251 /94 εφαρμόζονται και για προϊόντα τα οποία παρ' όλο ότι ανταποκρίνονται
προς τα προβλεπόμενα από τις παραγράφους 2 ή 3 του παρόντος άρθρου,
αποδεικνύεται ότι είναι επικίνδυνα για την υγεία και την ασφάλεια των
καταναλωτών.
Αρθρο 4
Τα ευρωπαϊκά πρότυπα που
αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο της παρούσης απόφασης,
εκπονούνται και δημοσιεύονται σύμφωνα με το Παράρτημα III
της παρούσας.
Αρθρο 5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III
Αλλες υποχρεώσεις παραγωγών
και υποχρεώσεις διανομέων
1. Οι παραγωγοί,
προκειμένου να εκπληρώσουν τη γενική υποχρέωση διάθεσης στην αγορά ασφαλών
προϊόντων που έχουν δυνάμει και της παραγράφου 1, του άρθρου 7του Ν. 2251/1994,
οφείλουν στα πλαίσια των αντιστοίχων δραστηριοτήτων τους:
Να παρέχουν στον
καταναλωτή τις κατάλληλες πληροφορίες στην Ελληνική γλώσσα που θα του
επιτρέψουν να αξιολογήσει και να προφυλάσσεται από τους εγγενείς κινδύνους που
παρουσιάζει το προϊόν, κατά τη διάρκεια της συνήθους ή ευλόγως προβλέψιμης
χρήσης του, εφόσον οι κίνδυνοι αυτοί δεν είναι αμέσως αντιληπτοί χωρίς
κατάλληλη προειδοποίηση.
Η ύπαρξη προειδοποίησης
δεν απαλλάσσει κανένα πρόσωπο από την τήρηση των άλλων απαιτήσεων που
καθορίζονται στην παρούσα απόφαση.
Εντός των ορίων των
οικείων δραστηριοτήτων τους, οι παραγωγοί λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, ανάλογα
με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων που προμηθεύουν, τα οποία τους επιτρέπουν:
α) να είναι ενήμεροι για
τους κινδύνους που πιθανώς παρουσιάζουν τα προϊόντα αυτά,
β) να αναλαμβάνουν τις
κατάλληλες ενέργειες, συμπεριλαμβανόμενης, αν είναι αναγκαίο για την πρόληψη
των κινδύνων αυτών, της απόσυρσης από την αγορά, της επαρκούς και
αποτελεσματικής προειδοποίησης των καταναλωτών ή της ανάκλησης από τους
καταναλωτές.
Τα μέτρα που οφείλουν να
λαμβάνουν οι παραγωγοί περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:
i) την αναγραφή, μέσω του
προϊόντος ή της συσκευασίας του, της ταυτότητας και των στοιχείων του παραγωγού
καθώς και των στοιχείων αναφοράς του προϊόντος ή, ενδεχομένως, της οικείας
παρτίδας, εκτός εάν η μη αναγραφή είναι δικαιολογημένη και
ii) τη διενέργεια, οσάκις
ενδείκνυνται, δειγματοληπτικών δοκιμών στα προϊόντα που διατίθενται στο
εμπόριο, την εξέταση καταγγελιών και, εφόσον απαιτείται, την τήρηση μητρώου
καταγγελιών καθώς και την ενημέρωση των διανομέων σχετικά με τον έλεγχο των
προϊόντων.
Οι ενέργειες που
αναφέρονται στο στοιχείο (β), αναλαμβάνονται επί εθελοντικής βάσεως ή κατόπιν
αιτήσεως των αρμοδίων αρχών, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο (στ).
Η ανάκληση πραγματοποιείται σε έσχατη περίπτωση, όταν οι άλλες ενέργειες δεν
επαρκούν για την πρόληψη των ενδεχόμενων κινδύνων, όταν οι παραγωγοί την
κρίνουν αναγκαία ή όταν τους επιβάλλεται με μέτρο που λαμβάνει η αρμόδια αρχή.
Η ανάκληση μπορεί να εφαρμόζεται στο πλαίσιο των σχετικών κωδίκων καλής
πρακτικής, εφόσον υπάρχουν τέτοιοι κώδικες στην Ελλάδα.
2. Οι διανομείς
υποχρεούνται να ενεργούν επιμελώς ώστε να συμβάλλουν στην τήρηση των
εφαρμοστέων απαιτήσεων ασφάλειας, ιδίως με το να μην προμηθεύουν προϊόντα, για
τα οποία γνωρίζουν ή για τα οποία έπρεπε να γνωρίζουν, βάσει των πληροφοριών
που έχουν στην κατοχή τους και της επαγγελματικής τους πείρας, ότι δεν
συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις αυτές. Εξάλλου, οι διανομείς, εντός των
ορίων των οικείων δραστηριοτήτων τους, συμμετέχουν στην παρακολούθηση της
ασφάλειας των προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο, ιδιαίτερα με τη διαβίβαση
πληροφοριών που αφορούν τους κινδύνους των προϊόντων, με τη φύλαξη και την
παροχή των αναγκαίων εγγράφων για τον εντοπισμό της προέλευσης των προϊόντων
και με τη συνεργασία τους στις δράσεις που αναλαμβάνονται από τους παραγωγούς
και τις αρμόδιες αρχές για την αποφυγή των κινδύνων. Εντός των ορίων των
οικείων δραστηριοτήτων τους, λαμβάνουν μέτρα τα οποία τους επιτρέπουν να
συνεργάζονται αποτελεσματικά.
3. Όταν οι παραγωγοί και
οι διανομείς γνωρίζουν ή πρέπει να γνωρίζουν, βάσει των πληροφοριών που
διαθέτουν και της επαγγελματικής τους πείρας, ότι κάποιο προϊόν που έχουν
διαθέσει στην αγορά παρουσιάζει κινδύνους για τον καταναλωτή ασυμβίβαστους με
τη γενική επιταγή ασφάλειας, ενημερώνουν αμέσως τις αρμόδιες αρχές, υπό τους
όρους του παραρτήματος Ι της παρούσας απόφασης και αναφέρουν λεπτομέρειες ιδίως
για τις ενέργειες που έχουν αναλάβει προκειμένου να προληφθούν οι κίνδυνοι για
τους καταναλωτές.
4. Οι παραγωγοί και οι
διανομείς, στο πλαίσιο των οικείων δραστηριοτήτων τους, συνεργάζονται με τις
αρμόδιες αρχές, κατόπιν αιτήσεως των τελευταίων, σε δράσεις με στόχο την
αποτροπή των κινδύνων που παρουσιάζουν προϊόντα που προμηθεύουν ή έχουν
προμηθεύσει. Οι διαδικασίες συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών
διαλόγου με τους παραγωγούς και τους διανομείς για τα θέματα ασφάλειας των
προϊόντων, καθορίζονται από τις αρμόδιες αρχές.
Αρθρο 6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
Ειδικές υποχρεώσεις και
εξουσίες των αρμοδίων αρχών
1. Οι αρμόδιες αρχές, εξασφαλίζουν ότι οι
παραγωγοί και οι διανομείς τηρούν τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο της παρούσας
απόφασης, ώστε τα προϊόντα που διαθέτουν στην αγορά να είναι ασφαλή.
2. Αρμόδια αρχή για την
εφαρμογή της παρούσας απόφασης ορίζεται η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του
Υπουργείου Ανάπτυξης πλην των ειδικών προϊόντων, για τα οποία βάσει διατάξεων
της κείμενης νομοθεσίας ορίζεται άλλη κατά περίπτωση αρμόδια αρχή. Ενδεικτικά
αναφέρεται η Γενική Γραμματεία
Βιομηχανίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, το Γενικό Χημείο του Κράτους του
Υπουργείου Οικονομικών, ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων, το Υπουργείου Υγείας και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών καθώς και άλλες
κατά περίπτωση αρμόδιες αρχές.
Ειδικότερα βάσει της
κείμενης νομοθεσίας έχουν ορισθεί αρμόδιες αρχές για την ασφάλεια των κατωτέρω
προϊόντων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα IV της
παρούσας το οποίο δεν αποτελεί εξαντλητικό κατάλογο και ανάλογα με την εκάστοτε
ισχύουσα νομοθεσία συμπληρώνεται και τροποποιείται.
3. Ο έλεγχος της
ασφάλειας των καταναλωτικών προϊόντων που υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας
διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της παρούσας και ανατίθεται
στις αρμόδιες αρχές δια των Υπηρεσιών τους ή και των αντιστοίχων Υπηρεσιών της
Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ή με άλλο τρόπο ο οποίος ήθελε οριστεί από αυτές, με
την συνδρομή των κατά περίπτωση εργαστηρίων.
4. Για την εφαρμογή του συστήματος της ταχείας
ανταλλαγής πληροφοριών για τα μη ασφαλή προϊόντα για τα οποία δεν προβλέπεται
άλλο σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών από ειδική κοινοτική νομοθεσία, ορίζεται ως
σημείο επαφής με την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Γενική Γραμματεία
Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης.
Στο Παράρτημα II αναφέρονται οι διαδικασίες για την εφαρμογή του
συστήματος ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών (RAPEX) και
οι κατευθυντήριες γραμμές για τις κοινοποιήσεις.
5. Οι αρμόδιες αρχές της
παρ. 2, όταν λαμβάνουν ή αποφασίζουν να λάβουν επείγοντα μέτρα για να
εμποδίσουν ή να περιορίσουν ή να υποβάλουν σε ιδιαίτερους όρους την εμπορία ή
τη μετέπειτα χρήση ενός προϊόντος ή μιας παρτίδας προϊόντος στην ελληνική
επικράτεια λόγω του σοβαρού και άμεσου κινδύνου που παρουσιάζουν για την υγεία
και την ασφάλεια των καταναλωτών ενημερώνουν επειγόντως τη Γενική Γραμματεία
Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης προκειμένου να ενημερώσει σχετικά την
Επιτροπή εφόσον η υποχρέωση αυτή δεν προβλέπεται στα πλαίσια άλλων κοινοτικών
πράξεων, σύμφωνα με την διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 11, 12, 13 του
κεφαλαίου V "Ανταλλαγές πληροφοριών και
καταστάσεις ταχείας επέμβασης" της παρούσας. Σε περιπτώσεις μη ασφαλών
προϊόντων που εισάγονται από τρίτες χώρες ή εξάγονται από αυτές οι αρμόδιες
αρχές της παραγράφου 2 ενημερώνουν άμεσα τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές.
6. Οι αρμόδιες αρχές της
παρ. 2, συνεργάζονται με στόχο την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της
υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 9
της παρούσας απόφασης.
7. Οι αρμόδιες αρχές της παρ. 2, μέσω της
Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή του Υπ. Ανάπτυξης, από κοινού με την Επιτροπή,
συμμετέχουν στη λειτουργία Ευρωπαϊκού δικτύου των αρχών που είναι αρμόδιες στα
κράτη μέλη για την ασφάλεια προϊόντων, ιδίως υπό την μορφή διοικητικής
συνεργασίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 της παρούσας.
Αρθρο 7
1. Με την επιφύλαξη των
διατάξεων του ποινικού ή Αγορανομικού κώδικα ή άλλων ειδικών διατάξεων,
επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 14 παράγραφος 3 του
Ν. 2251/1994, σε οποιονδήποτε:
α) παραβιάζει τις
διατάξεις του άρθρου 5 της παρούσας,
β) δεν συμμορφώνεται
προς τα μέτρα που ορίζει το άρθρο 8 της παρούσας και ιδίως:
i) κατασκευάζει, εισάγει,
εξάγει, διαθέτει στην αγορά ένα προϊόν για το οποίο έχει επιβληθεί απαγόρευση,
ii) παραλείπει να
προειδοποιεί και να ενημερώνει έγκαιρα και κατάλληλα τους καταναλωτές για τις
επιβαλλόμενες προφυλάξεις κατά τη χρήση ενός προϊόντος,
iii) δεν προχωρεί στην
υποδεικνυόμενη από τις κρατικές αρχές και εντός των προβλεπομένων προθεσμιών
αντικατάσταση ή τροποποίηση ενός προϊόντος,
iν) δεν προχωρεί στην
απόσυρση ή την καταστροφή ενός προϊόντος,
ν) δε συμμορφώνεται προς
τα μέτρα έκτακτης ανάγκης που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση ενός άμεσου και
σοβαρού κινδύνου που παρουσιάζει ένα προϊόν,
νi) δε συμμορφώνεται προς
τα μέτρα περιοριστικού χαρακτήρα σχετικά με τη διάθεση προϊόντος που ενδέχεται
να παρουσιάσει άμεσο και σοβαρό κίνδυνο.
Αρθρο 8
1. Για τους σκοπούς της
παρούσας απόφασης, και ιδίως του άρθρου 6, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να
λαμβάνουν τα εξής, μεταξύ άλλων, μέτρα των στοιχείων (α) έως (στ), ανάλογα με
την περίπτωση:
α) για κάθε προϊόν:
i) τη διοργάνωση, έστω
και μετά τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά ως ασφαλούς, κατάλληλων ελέγχων
των χαρακτηριστικών ασφαλείας του προϊόντος σε επαρκή κλίμακα, μέχρι το
τελευταίο στάδιο της χρήσης ή της κατανάλωσης του,
ii) την απαίτηση όλων των
αναγκαίων πληροφοριών από τα ενδιαφερόμενα μέρη,
iii) τη λήψη δειγμάτων προϊόντων
για να υποβληθούν σε εξετάσεις ασφαλείας
β) για κάθε προϊόν που
ενδέχεται να παρουσιάσει κινδύνους υπό ορισμένες προϋποθέσεις:
i) την απαίτηση να φέρει
τις ενδεδειγμένες προειδοποιήσεις όσον αφορά τους κινδύνους που ενδέχεται να
παρουσιάσει, διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και ευκόλως κατανοητό στην ελληνική
γλώσσα,
ii) την υπαγωγή της
εμπορίας του σε συνθήκες ώστε να καθίσταται ασφαλές,
γ) για κάθε προϊόν που
ενδέχεται να παρουσιάσει κινδύνους για ορισμένα άτομα την εντολή να
προειδοποιούνται εγκαίρως τα άτομα αυτά για τον κίνδυνο με τον κατάλληλο τρόπο,
συμπεριλαμβανομένης της δημοσίευσης ειδικών προειδοποιήσεων,
δ) για κάθε προϊόν το
οποίο ενδέχεται να είναι επικίνδυνο την προσωρινή απαγόρευση της διάθεσης στην
αγορά, της πρότασης προς διάθεση ή της έκθεσης του προϊόντος, για την περίοδο
που απαιτείται για τους διάφορους ελέγχους, εξακριβώσεις ή εκτιμήσεις της
ασφάλειας,
ε) για κάθε επικίνδυνο
προϊόν
την απαγόρευση της
εμπορίας του προϊόντος και τη θέσπιση των απαραίτητων συνοδευτικών μέτρων για
να εξασφαλιστεί η τήρηση της απαγόρευσης αυτής,
στ) για κάθε επικίνδυνο
προϊόν που ήδη κυκλοφορεί στην αγορά:
i) την εντολή ή τη
διοργάνωση της αποτελεσματικής και άμεσης απόσυρσης του προϊόντος, και της
προειδοποίησης των καταναλωτών για τους κινδύνους που παρουσιάζει,
ii) την εντολή ή το
συντονισμό ή, ενδεχομένως, τη διοργάνωση με τους παραγωγούς και διανομείς, της
ανάκλησης του από τους καταναλωτές και της καταστροφής του υπό τις κατάλληλες
συνθήκες.
2. Οσάκις οι αρμόδιες
αρχές λαμβάνουν μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, ιδίως μέτρα τα
οποία αναφέρονται στα στοιχεία (δ) έως (στ), ενεργούν, σύμφωνα με τη Συνθήκη
για την ίδρυση των Ευρ. Κοινοτήτων, και ιδίως τα
άρθρα 28 και 30, κατά τρόπον ώστε τα μέτρα αυτά να εφαρμόζονται αναλόγως της
σοβαρότητας του κινδύνου, και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την αρχή της πρόληψης.
Στο πλαίσιο αυτό,
ενθαρρύνουν και ευνοούν την εθελοντική δράση των παραγωγών και των διανομέων,
σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλονται δυνάμει της παρούσας απόφασης,
και ιδίως του άρθρου 5 ενδεχομένως και με την κατάρτιση κωδίκων καλής
πρακτικής, ανάλογα με την περίπτωση.
Εάν παραστεί ανάγκη,
διοργανώνουν ή διατάσσουν τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχείο
(στ), όταν η δράση που έχουν αναλάβει οι παραγωγοί και οι διανομείς, σε
εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους, δεν είναι ικανοποιητική ή επαρκής. Η ανάκληση
πραγματοποιείται σε έσχατη περίπτωση και μπορεί να εφαρμόζεται στο πλαίσιο των
σχετικών κωδίκων καλής πρακτικής, εφόσον τέτοιοι κώδικες υπάρχουν στην Ελλάδα.
3. Ειδικότερα, οι
αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να προβαίνουν στις αναγκαίες ενέργειες ώστε να
εφαρμόζουν με τη δέουσα ταχύτητα, κατάλληλα μέτρα, όπως αυτά της παραγράφου 1
στοιχεία (β) έως (στ), στην περίπτωση προϊόντων που παρουσιάζουν σοβαρό
κίνδυνο. Οι περιπτώσεις αυτές καθορίζονται και αξιολογούνται από τις αρμόδιες
αρχές, κατά περίπτωση ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της κάθε περίπτωσης,
λαμβανομένων υπόψη των κατευθυντήριων γραμμών του παραρτήματος II της παρούσας σημείο 8.
Τα προαναφερθέντα μέτρα
εφαρμόζονται σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παραγράφου 5, του άρθρου 7 του
Ν. 2251 /1994 και τις διατάξεις περί αρμοδιοτήτων του Ανωτάτου Χημικού
Συμβουλίου.
4. Τα μέτρα που πρέπει
να λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές δυνάμει του παρόντος άρθρου απευθύνονται,
κατά περίπτωση:
α) στον παραγωγό·
β) εντός των ορίων των
οικείων δραστηριοτήτων τους, στους διανομείς, και ιδίως στον υπεύθυνο του
πρώτου σταδίου διανομής στην εθνική αγορά·
γ) σε κάθε άλλο πρόσωπο,
όταν απαιτείται, με στόχο τη συνεργασία σε δράσεις που αναλαμβάνονται
προκειμένου να αποφευχθούν οι κίνδυνοι που απορρέουν από ένα προϊόν.
Αρθρο 9
1. Για την
αποτελεσματική παρακολούθηση της αγοράς με στόχο την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου
προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών, οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται
μεταξύ τους. Προς τούτο στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου
Ανάπτυξης συνιστάται επιτροπή αποτελούμενη από τους διευθυντές των αρμοδίων
αρχών της παραγράφου 2 του άρθρου 6 της παρούσας. Η ανωτέρω επιτροπή
συγκροτείται με απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης επί τη βάση υποδείξεων των
αρμοδίων αρχών. Αντικείμενο της επιτροπής είναι ο συντονισμός των κατ' ιδίαν
ενεργειών των αρμοδίων αρχών σε θέματα που μπορούν να περιλαμβάνουν ιδίως:
α) την κατάρτιση, την
περιοδική ανανέωση και την υλοποίηση προγραμμάτων τομεακής
παρακολούθησης, ανά κατηγορίες προϊόντων ή κινδύνων, καθώς και την
παρακολούθηση των ενεργειών επιτήρησης, των παρατηρήσεων και των αποτελεσμάτων
β) την παρακολούθηση και
την ενημέρωση των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων που άπτονται της ασφάλειας
των προϊόντων
γ) περιοδικές εξετάσεις
και αξιολογήσεις της λειτουργίας των δραστηριοτήτων ελέγχου και της
αποτελεσματικότητας τους, καθώς και, αν χρειάζεται, αναθεώρηση της
εφαρμοζόμενης προσέγγισης και οργάνωσης της παρακολούθησης.
2. Οι αρμόδιες αρχές
οφείλουν να δέχονται και να εξετάζουν δεόντως τα παράπονα και τις καταγγελίες
που υποβάλλονται από καταναλωτές και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, σε σχέση με
την ασφάλεια προϊόντος και τις δραστηριότητες ελέγχου και παρακολούθησης και να
τους ενημερώνουν για τις διαδικασίες που θεσπίζονται για το σκοπό αυτό.
Αρθρο 10
1. Οι αρμόδιες αρχές της
παρ. 2, του άρθρου 6 της παρούσης από κοινού με την Επιτροπή συμμετέχουν στη
λειτουργία ευρωπαϊκού δικτύου των αρχών που είναι αρμόδιες στα κράτη μέλη για
την ασφάλεια προϊόντων, ιδίως υπό μορφή διοικητικής συνεργασίας.
2. Η λειτουργία του
δικτύου αυτού αναπτύσσεται σε συντονισμό με τις άλλες υφιστάμενες κοινοτικές
διαδικασίες, ιδίως το Rapex. Στοχεύει, δε να
διευκολύνει:
α) την ανταλλαγή
πληροφοριών σχετικά με την εκτίμηση των κινδύνων, τα επικίνδυνα προϊόντα, τις
μεθόδους δοκιμής και τα αποτελέσματα των δοκιμών, τις πρόσφατες επιστημονικές
εξελίξεις καθώς και άλλες συναφείς πτυχές για τις δραστηριότητες ελέγχου·
β) τον καθορισμό και την
εκτέλεση κοινών έργων παρακολούθησης και δοκιμής·
γ) την ανταλλαγή
εμπειρογνωμοσύνης και βέλτιστων πρακτικών και τη συνεργασία σε δραστηριότητες
κατάρτισης·
δ) τη βελτίωση της
συνεργασίας, σε κοινοτικό επίπεδο, όσον αφορά τον εντοπισμό, την απόσυρση και
την ανάκληση επικίνδυνων προϊόντων.
Αρθρο 11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
Ανταλλαγές πληροφοριών
και καταστάσεις ταχείας επέμβασης
1. Όταν μία αρμόδια αρχή
λαμβάνει μέτρα που περιορίζουν τη διάθεση προϊόντων στην αγορά ή επιβάλλουν την
απόσυρση ή την ανάκληση τους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1
στοιχεία (β) έως (στ), ενημερώνει το εθνικό σημείο επαφής που είναι η Γεν Γραμ. Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης η οποία στη
συνέχεια ενημερώνει την Επιτροπή για τα μέτρα αυτά, εφόσον η κοινοποίηση αυτή
δεν απαιτείται δυνάμει του άρθρου 12 ή ειδικής κοινοτικής νομοθεσίας,
παραθέτοντας τους λόγους για τους οποίους τα έλαβε. Επίσης, ενημερώνει, μέσω
της Γεν Γραμ Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης, την
Επιτροπή για την τροποποίηση ή την άρση των μέτρων αυτών.
Εάν η αρμόδια αρχή
κρίνει ότι, οι επιπτώσεις του κινδύνου δεν υπερβαίνουν ή δεν είναι δυνατόν να
υπερβούν το έδαφος της ελληνικής επικράτειας, προβαίνει στην κοινοποίηση των
σχετικών μέτρων, εφόσον αυτά περιέχουν πληροφορίες που ενδέχεται να
παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τα κράτη μέλη από άποψη ασφάλειας του προϊόντος,
ιδίως εάν ανταποκρίνονται σε έναν νέο κίνδυνο που δεν έχει ακόμη επισημανθεί σε
άλλες κοινοποιήσεις.
2. Η Επιτροπή διαβιβάζει την κοινοποίηση στα
άλλα κράτη μέλη, εκτός εάν διαπιστώσει, κατόπιν εξέτασης βάσει των πληροφοριών
που περιέχονται στην κοινοποίηση, ότι το μέτρο δεν συνάδει με την κοινοτική
νομοθεσία. Στην περίπτωση αυτή, ενημερώνει αμέσως το κράτος μέλος που ξεκίνησε
τις ενέργειες.
Αρθρο 12
1. Όταν μια αρμόδια αρχή
της παραγράφου 2 του άρθρου 6 της παρούσας λαμβάνει ή διεξάγει ή αποφασίζει να
λάβει ή να διεξάγει, να συστήσει ή να συμφωνήσει με τους παραγωγούς και
διανομείς, μέτρα ή ενέργειες, υποχρεωτικού ή μη χαρακτήρα, προκειμένου να
εμποδίσει, να περιορίσει ή να υποβάλει σε ιδιαίτερους όρους, στην ελληνική
επικράτεια, την ενδεχόμενη εμπορία ή τη χρήση προϊόντων, λόγω σοβαρού κινδύνου,
απευθύνει δια της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή του Υπ. Ανάπτυξης αμέσως
κοινοποίηση στην Επιτροπή, μέσω του Rapex. Ενημερώνει
επίσης την Επιτροπή, αμελλητί, για την τροποποίηση ή την άρση κάθε τέτοιου
μέτρου ή ενέργειας.
Εάν η αρμόδια αρχή
θεωρεί ότι, οι επιπτώσεις του κινδύνου δεν υπερβαίνουν ή δεν μπορούν να
υπερβούν την ελληνική επικράτεια, ενεργεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου
11, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά κριτήρια που προτείνονται στις κατευθυντήριες
γραμμές του παραρτήματος II σημείο 8.
Με την επιφύλαξη του
πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές μπορούν, προτού αποφασίσουν να λάβουν τέτοια
μέτρα ή να δρομολογήσουν τέτοιες ενέργειες, να ανακοινώσουν μέσω της Γενικής Γραμματείας
Καταναλωτή του Υπ. Ανάπτυξης στην Επιτροπή τις πληροφορίες που διαθέτουν
σχετικά με την ύπαρξη σοβαρού κινδύνου.
Στην περίπτωση σοβαρού
κινδύνου, κοινοποιούν ομοίως μέσω της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή στην
Επιτροπή τα προαιρετικά μέτρα τα οποία ορίζονται στο άρθρο 5 της παρούσας
απόφασης και τα οποία έχουν ληφθεί από παραγωγούς και διανομείς.
2. Μόλις λάβει τις
κοινοποιήσεις αυτές, η Επιτροπή ελέγχει τη συμμόρφωση τους με το παρόν άρθρο
και με τις απαιτήσεις λειτουργίας του Rapex και τις διαβιβάζει
στα λοιπά κράτη μέλη, τα οποία, στη συνέχεια, γνωστοποιούν αμέσως στην Επιτροπή
τα μέτρα που λαμβάνουν.
3. Οι λεπτομερείς
διαδικασίες του Rapex παρατίθενται στο παράρτημα II της παρούσας.
4. Η πρόσβαση στο Rapex είναι ανοικτή στις υποψήφιες χώρες, τις τρίτες χώρες
ή τους διεθνείς οργανισμούς, στο πλαίσιο συμφωνιών μεταξύ της Κοινότητας και
των εν λόγω χωρών ή διεθνών οργανισμών, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που
καθορίζονται στις συμφωνίες αυτές. Οι συμφωνίες βασίζονται στην αμοιβαιότητα
και περιλαμβάνουν διατάξεις περί εμπιστευτικότητας αντίστοιχες με τις ισχύουσες
στην Κοινότητα.
Αρθρο 13
1. Αν η Επιτροπή λάβει
γνώση της ύπαρξης σοβαρού κινδύνου για την υγεία και την ασφάλεια των
καταναλωτών από ορισμένα προϊόντα σε διάφορα κράτη μέλη, δύναται, κατόπιν
διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη και, εφόσον τίθενται επιστημονικά ζητήματα τα
οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα κοινοτικής επιστημονικής επιτροπής, με την
επιστημονική επιτροπή που είναι αρμόδια για τον συγκεκριμένο κίνδυνο, να
λαμβάνει απόφαση, βάσει των αποτελεσμάτων των διαβουλεύσεων αυτών, σύμφωνα με
τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2 της οδηγίας 2001/95/ΕΚ (Παράρτημα III της παρούσας), η οποία υποχρεώνει τις αρμόδιες αρχές να
λάβουν μέτρα, μεταξύ εκείνων που απαριθμούνται στο άρθρο 8 παράγραφος 1
στοιχεία (β) έως (στ) της παρούσας, εάν συγχρόνως:
α) από τις προηγηθείσες
διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη προκύπτει ότι, μεταξύ των κρατών μελών υπάρχει
αποδεδειγμένη διαφορά όσον αφορά την προσέγγιση που υιοθετήθηκε ή θα υιοθετηθεί
για την αντιμετώπιση του κινδύνου και
β) ο κίνδυνος είναι
αδύνατον, ενόψει της φύσης του προβλήματος ασφαλείας που θέτει το προϊόν και με
τρόπο που συνάδει με το βαθμό επείγοντος της κατάστασης, να αντιμετωπιστεί στο
πλαίσιο άλλων διαδικασιών που
προβλέπονται από την
ειδική κοινοτική νομοθεσία που ισχύει για το συγκεκριμένο προϊόν και
γ) ο κίνδυνος είναι
δυνατόν να εξαλειφθεί αποτελεσματικά μόνον με τη λήψη κατάλληλων μέτρων
εφαρμοστέων σε κοινοτικό επίπεδο, προκειμένου να διασφαλιστεί ενιαίος και
υψηλός βαθμός προστασίας της υγείας και της ασφαλείας των καταναλωτών και η
ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
2. Η ισχύς των αποφάσεων που αναφέρονται στην
παράγραφο 1 δεν υπερβαίνει το ένα έτος και μπορεί να ανανεώνεται, βάσει της
ίδιας διαδικασίας, για πρόσθετες περιόδους που δεν υπερβαίνουν το ένα έτος η
καθεμία.
Ωστόσο, οι αποφάσεις για
ειδικά και κατά τεμάχιο αναγνωριζόμενα προϊόντα ή παρτίδες προϊόντων, ισχύουν επ' αόριστον.
3. Απαγορεύεται η
εξαγωγή από την Κοινότητα επικίνδυνων προϊόντων για τα οποία έχει ληφθεί απόφαση
η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1, εκτός εάν η απόφαση προβλέπει άλλως.
4. Η Γενική Γραμματεία
Καταναλωτή του Υπ. Ανάπτυξης λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή
των αποφάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, σε διάστημα μικρότερο των 20
ημερών, εκτός εάν στις αποφάσεις αυτές προβλέπεται διαφορετική προθεσμία.
5. Η Γενική Γραμματεία
Καταναλωτή του Υπ. Ανάπτυξης και οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την
εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχουν, εντός μηνός, τη
δυνατότητα στα ενδιαφερόμενα μέρη να διατυπώσουν τις απόψεις τους και
ενημερώνουν ανάλογα μέσω της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή του Υπ. Ανάπτυξης
την Επιτροπή.
Αρθρο 14
1. Οιοδήποτε μέτρο το οποίο λαμβάνεται δυνάμει
της παρούσας απόφασης και περιορίζει τη διάθεση στο εμπόριο συγκεκριμένου
προϊόντος ή επιβάλλει την απόσυρση του ή την ανάκληση του, πρέπει να είναι
επαρκώς αιτιολογημένο Τα μέτρα αυτά κοινοποιούνται, το συντομότερο δυνατό, στο
ενδιαφερόμενο μέρος, και αναφέρουν τα ένδικα μέσα που προβλέπονται από τις
ισχύουσες εθνικές διατάξεις καθώς και τις προθεσμίες άσκησης τους.
Στο μέτρο του δυνατού,
παρέχεται στα ενδιαφερόμενα μέρη η δυνατότητα να παρουσιάσουν τις απόψεις τους,
πριν από τη λήψη του μέτρου. Εάν αυτό δεν συνέβη έκτων προτέρων, λόγω του
επείγοντος χαρακτήρα των ληπτέων μέτρων, η δυνατότητα αυτή τους παρέχεται, εν ευθέτω χρόνω, μετά τη θέση σε
εφαρμογή του μέτρου.
Τα μέτρα που επιβάλλουν
την απόσυρση ενός προϊόντος ή την ανάκληση του, λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη να
παροτρύνονται οι διανομείς, οι χρήστες και οι καταναλωτές να συμβάλλουν στην
υλοποίηση των μέτρων αυτών.
2. Τα μέτρα που
λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές και συνεπάγονται περιορισμούς ως προς τη
διάθεση ενός προϊόντος στην αγορά ή επιβάλλουν την απόσυρση ή ανάκληση του,
μπορούν να προσβάλλονται από τους ενδιαφερόμενους ενώπιον των αρμόδιων
δικαστηρίων.
3. Οι αποφάσεις με τις οποίες περιορίζεται η
διάθεση ενός προϊόντος στην αγορά ή επιβάλλεται η απόσυρση του ή η ανάκληση
του, δεν επηρεάζουν την ποινική ευθύνη που τυχόν προβλέπεται από εθνικές
διατάξεις.
Αρθρο 15
1. Οι πληροφορίες που
έχουν στη διάθεση τους οι αρμόδιες αρχές σχετικά με τους κινδύνους που
παρουσιάζουν προϊόντα για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, είναι
γενικά προσιτές στο κοινό σύμφωνα με τις απαιτήσεις της διαφάνειας, με την
επιφύλαξη των περιορισμών που απαιτούνται για τις δραστηριότητες ελέγχου και
έρευνας. Ειδικότερα το κοινό έχει πρόσβαση για τα χαρακτηριστικά του προϊόντος,
τη φύση του κινδύνου και τα ληφθέντα μέτρα.
Οι υπάλληλοι και το
προσωπικό των υπηρεσιών του άρθρου 6 απαγορεύεται να κοινολογούν πληροφορίες
που συλλέγονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας και οι οποίες, λόγω της
φύσεως τους, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, εκτός από τις
πληροφορίες που αφορούν τα χαρακτηριστικά ασφαλείας ενός συγκεκριμένου
προϊόντος, οι οποίες πρέπει να δημοσιοποιούνται εάν οι περιστάσεις το απαιτούν,
προκειμένου να προστατεύεται η υγεία και η ασφάλεια των προσώπων.
2. Η προστασία του
επαγγελματικού απόρρητου δεν εμποδίζει τη διαβίβαση χρήσιμων πληροφοριών στις
αρμόδιες αρχές με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των
δραστηριοτήτων ελέγχου και εποπτείας της αγοράς. Οι αρχές που λαμβάνουν
πληροφορίες οι οποίες καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, εξασφαλίζουν
την προστασία τους.
Αρθρο 16
Προσαρτώνται και
αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσης τα Παραρτήματα Ι, II,
III και IV τα οποία έχουν
ως εξής:
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ
ΤΙΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΗΡΟΥΝ ΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΙΣ
ΟΠΟΙΕΣ ΟΙ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΝΟΜΕΙΣ ΟΦΕΙΛΟΥΝ ΝΑ ΠΑΡΕΧΟΥΝ ΣΤΙΣ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ.
1. Οι πληροφορίες που
προβλέπονται από το άρθρο 5 παράγραφος 3 ή, ενδεχομένως, από συγκεκριμένες
προδιαγραφές της κοινοτικής νομοθεσίας που αφορά το εξεταζόμενο προϊόν,
διαβιβάζονται στις ορισθείσες αρμόδιες αρχές στα κράτη μέλη όπου τα εν λόγω
προϊόντα τίθενται ή έχουν τεθεί σε εμπορία ή προμηθεύονται με άλλον τρόπο στους
καταναλωτές.
2. Η Επιτροπή,
επικουρούμενη από την επιτροπή του άρθρου 15 της οδηγίας 2001/95/ΕΚ, καθορίζει
το περιεχόμενο και συντάσσει το τυποποιημένο έγγραφο κοινοποίησης που
προβλέπεται στο παρόν παράρτημα και μεριμνά ώστε να εξασφαλίζονται η
αποτελεσματικότητα και η καλή λειτουργία του συστήματος. Συγκεκριμένα,
προτείνει, ενδεχομένως υπό μορφή οδηγού, απλά και σαφή κριτήρια για τον
καθορισμό ειδικών προϋποθέσεων, ιδίως εκείνων που αφορούν μεμονωμένα προϊόντα ή
περιστάσεις, η κοινοποίηση των οποίων δεν αφορά το παρόν παράρτημα.
3. Σε περίπτωση σοβαρών κινδύνων, οι πληροφορίες
αυτές περιέχουν τουλάχιστον:
α) τις πληροφορίες που
επιτρέπουν ακριβή εντοπισμό του συγκεκριμένου προϊόντος ή παρτίδας προϊόντων
β) πλήρη περιγραφή του
κινδύνου που ενέχουν τα οικεία προϊόντα·
γ) όλες τις διαθέσιμες
πληροφορίες προς ανίχνευση του προϊόντος·
δ) περιγραφή της δράσης
που έχει αναληφθεί με σκοπό την πρόληψη των κινδύνων για τους καταναλωτές.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΕΦΑΡΜΟΓΗ TOY RAPEX ΚΑΙ
ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
1. To
Rapex καλύπτει τα προϊόντα, όπως ορίζονται στο άρθρο
2 στοιχείο (α), που παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια
των καταναλωτών.
Τα φαρμακευτικά
προϊόντα, τα οποία διέπονται από τις οδηγίες 75/319/ΕΟΚ1 και 81/851/ΕΟΚ2,
εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του Rapex.
2. To
Rapex αποσκοπεί κυρίως στην ταχεία ανταλλαγή πληροφοριών
σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου. Οι κατευθυντήριες γραμμές που αναφέρονται στο
σημείο 8 καθορίζουν συγκεκριμένα κριτήρια για τον εντοπισμό των σοβαρών
κινδύνων.
3. Το κράτος μέλος που
προβαίνει στην κοινοποίηση βάσει του άρθρου 12, προσκομίζει όλες τις
λεπτομέρειες που διαθέτει. Ιδίως, η κοινοποίηση περιέχει τις πληροφορίες που
ορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές, που αναφέρονται στο σημείο 8, και
τουλάχιστον:
α) πληροφορίες για την
αναγνώριση του προϊόντος·
β) περιγραφή του
ενδεχόμενου κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης και μιας σύνοψης των αποτελεσμάτων
τυχόν δοκιμών / αναλύσεων και των πορισμάτων τους, που συμβάλλουν στην εκτίμηση
του μεγέθους του κινδύνου·
γ) τη φύση και τη
διάρκεια των μέτρων ή των δράσεων που έχουν αναληφθεί ή αποφασιστεί, αν
υπάρχουν
δ) πληροφορίες για τις
αλυσίδες εφοδιασμού καιτη διανομή του προϊόντος,
ιδίως για τις χώρες προορισμού.
Οι πληροφορίες αυτές
πρέπει να διαβιβάζονται με χρήση του ειδικού τυποποιημένου έντυπου κοινοποίησης
και με τα μέσα που ορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές που αναφέρονται στο
σημείο 8.
Όταν το μέτρο που
κοινοποιείται σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 12 επιδιώκει τον περιορισμό της
εμπορίας ή της χρήσης κάποιας χημικής ουσίας ή παρασκευάσματος, τα κράτη μέλη
προσκομίζουν, το συντομότερο δυνατό, είτε μια σύνοψη είτε τα στοιχεία αναφοράς
των αντίστοιχων δεδομένων που σχετίζονται με την υπό εξέταση ουσία ή
παρασκεύασμα και τα γνωστά και διαθέσιμα υποκατάστατα του, όταν οι πληροφορίες
αυτές υπάρχουν. Γνωστοποιούν επίσης τις αναμενόμενες συνέπειες του μέτρου στην υγεία
και την ασφάλεια των καταναλωτών σε συνδυασμό με την εκτίμηση του κινδύνου που
πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τις γενικές αρχές για την αξιολόγηση κινδύνου
των χημικών ουσιών, όπως αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 4του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93(3), για τις υπάρχουσες ουσίες, και στο
άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ(4), για τις νέες ουσίες. Οι
κατευθυντήριες γραμμές που αναφέρονται στο σημείο 8 ορίζουν τις λεπτομέρειες
και τις διαδικασίες για τις πληροφορίες που απαιτούνται για τον σκοπό αυτό.
4. Όταν ένα κράτος μέλος
έχει ενημερώσει την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο,
σχετικά με κάποιο σοβαρό κίνδυνο, πριν αποφασίσει τη λήψη μέτρων, πρέπει να
ενημερώσει την Επιτροπή, εντός 45 ημερών, εάν επιβεβαιώνει ή τροποποιεί τη
συγκεκριμένη πληροφορία.
5. Η Επιτροπή ελέγχει,
το συντομότερο δυνατό, τη συμφωνία των πληροφοριών που λαμβάνει στα πλαίσια του
Rapex, με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και, εάν
το κρίνει απαραίτητο και προκειμένου να αξιολογήσει την ασφάλεια του προϊόντος,
διεξάγει έρευνα με δική της πρωτοβουλία. Στην περίπτωση τέτοιας έρευνας, τα
κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή, στο μέτρο του δυνατού, τις απαιτούμενες
πληροφορίες.
6. Τα λοιπά κράτη μέλη
καλούνται, μόλις παραλαμβάνουν μια κοινοποίηση δυνάμει του άρθρου 12, να
ενημερώνουν την Επιτροπή, το αργότερο μέσα στην περίοδο που ορίζεται στις
κατευθυντήριες γραμμές που αναφέρονται στο σημείο 8, σχετικά με τα ακόλουθα:
α) αν το προϊόν έχει
διατεθεί στο εμπόριο στην επικράτειά τους·
β) ποια μέτρα μπορούν να
λάβουν σχετικά με το συγκεκριμένο προϊόν, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων
συνθηκών τους, αναφέροντας τους λόγους, όπως π.χ. τη διαφορετική εκτίμηση του
κινδύνου ή οποιαδήποτε άλλη περίσταση που αιτιολογεί την απόφαση τους, ιδίως τη
μη διεξαγωγή ενεργειών ή την έλλειψη παρακολούθησης·
γ) κάθε χρήσιμη
συμπληρωματική πληροφορία που έχουν λάβει σχετικά με τον συγκεκριμένο κίνδυνο,
συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων τυχόν δοκιμών ή αναλύσεων που
διεξήχθησαν.
Οι κατευθυντήριες
γραμμές που αναφέρονται στο σημείο 8, προτείνουν συγκεκριμένα κριτήρια
κοινοποίησης των μέτρων η εμβέλεια των οποίων περιορίζεται στην εθνική
επικράτεια και τον τρόπο αντιμετώπισης των κοινοποιήσεων που αφορούν κινδύνους
οι οποίοι θεωρούνται από το κοινοποιούν κράτος μέλος ότι δεν επεκτείνονται
πέραν της επικράτειάς του.
7. Τα κράτη μέλη
ενημερώνουν πάραυτα την Επιτροπή για κάθε τροποποίηση ή άρση του/ των εν λόγω
μέτρου/ μέτρων ή ενεργειών.
8. Η Επιτροπή εκπονεί
και ενημερώνει τακτικά, με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 15
παράγραφος 3, τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη διαχείριση Rapex από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη.
9. Η Επιτροπή δύναται να
ενημερώνει τα εθνικά σημεία επαφής σχετικά με τα προϊόντα που παρουσιάζουν
σοβαρούς κινδύνους και εισάγονται ή εξάγονται από την Κοινότητα και τον
Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.
10. Η ευθύνη για τις παρεχόμενες πληροφορίες
εμπίπτει στο κοινοποιούν κράτος μέλος.
11. Η Επιτροπή εξασφαλίζει την ορθή λειτουργία
του συστήματος, προβαίνοντας ιδίως στην ταξινόμηση και την ευρετηρίαση των
κοινοποιήσεων ανάλογα με τον βαθμό επείγοντος. Οι λεπτομερείς διαδικασίες
καθορίζονται από τις κατευθυντήριες γραμμές, που αναφέρονται στο σημείο 8.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III
Αρθρο 4 της Οδηγίας 2001/95
Για τους σκοπούς της
παρούσης οδηγίας τα ευρωπαϊκά πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2
δεύτερο εδάφιο, εκπονούνται ως εξής:
α) οι απαιτήσεις, βάσει
των οποίων εξασφαλίζεται ότι τα προϊόντα που συμμορφώνονται με τα πρότυπα αυτά
πληρούν τη γενική επιταγή ασφάλειας, καθορίζονται με τη διαδικασία του άρθρου
15 παράγραφος 2.
β) βάσει των απαιτήσεων
αυτών, η Επιτροπή, σύμφωνα με την οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας
πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων
σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών, ζητά από τους
ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης να καταρτίσουν πρότυπα που να καλύπτουν τις
απαιτήσεις αυτές.
γ) βάσει των εντολών
αυτών, οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί τυποποίησης εκδίδουν τα πρότυπα αυτά σύμφωνα με
τις αρχές που περιέχονται στις γενικές κατευθυντήριες γραμμές για τη συνεργασία
μεταξύ της Επιτροπής και των οργανισμών αυτών.
δ) η Επιτροπή υποβάλλει
έκθεση ανά τριετία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, εντός του
πλαισίου της έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 2 της οδηγίας 2001
/95, για τα προγράμματα καθορισμού των απαιτήσεων και των εντολών τυποποίησης
που προβλέπονται στα στοιχεία (α) και (β). Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει ιδίως
ανάλυση των λαμβανομένων αποφάσεων όσον αφορά τις απαιτήσεις και τις εντολές
τυποποίησης που αναφέρονται στα στοιχεία (α) και (β) και τα πρότυπα που
αναφέρονται στο εδάφιο (γ). Περιλαμβάνει επίσης ενημέρωση για τα προϊόντα για
τα οποία η Επιτροπή προτίθεται να ορίσει τις εν λόγω απαιτήσεις και εντολές,
τους κινδύνους των προϊόντων που πρέπει να εξεταστούν και τα αποτελέσματα κάθε
προπαρασκευαστικής εργασίας η οποία αρχίζει στον τομέα αυτό.
2. Η Επιτροπή δημοσιεύει
στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τα στοιχεία αναφοράς των κατ'
αυτό τον τρόπο εγκρινομένων ευρωπαϊκών προτύπων, που καταρτίζονται σύμφωνα με
τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
Εάν κάποιο πρότυπο που
εξέδωσαν οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί τυποποίησης πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας
οδηγίας εξασφαλίζει την τήρηση της γενικής επιταγής ασφάλειας, η Επιτροπή
αποφασίζει τη δημοσίευση των στοιχείων αναφοράς του στην Επίσημη Εφημερίδα.
Εάν κάποιο πρότυπο δεν
εξασφαλίζει την τήρηση της γενικής επιταγής ασφάλειας, η Επιτροπή αποσύρει από
τη δημοσίευση τα στοιχεία αναφοράς του, εν όλω ή εν
μέρει.
Στις περιπτώσεις που
αναφέρονται στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο, η Επιτροπή, ιδία πρωτοβουλία ή
αιτήσει κράτους μέλους, αποφασίζει, με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος
2, της οδηγίας 2001/95, αν το συγκεκριμένο πρότυπο τηρεί τη γενική επιταγή
ασφάλειας. Η Επιτροπή αποφασίζει αν θα προβεί σε δημοσίευση ή απόσυρση αφού
συμβουλευθεί την επιτροπή του άρθρου 5 της οδηγίας 98/34/ΕΚ. Η Επιτροπή
κοινοποιεί την απόφαση της στα κράτη μέλη.
Αρθρο 14 της Οδηγίας 2001 /95
1. Τα απαιτούμενα μέτρα εφαρμογής της παρούσας
οδηγίας όσον αφορά τα κατωτέρω θέματα, θεσπίζονται με την κανονιστική
διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2:
α) τα μέτρα που
αναφέρονται στο άρθρο 4 σχετικά με πρότυπα που εκδίδουν οι ευρωπαϊκοί
οργανισμοί τυποποίησης·
β) οι αποφάσεις που
αναφέρονται στο άρθρο 13, οι οποίες επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να
λάβουν μέτρα απαριθμούμενα στο άρθρο 8 παράγραφος 1
στοιχεία (β) έως (στ).
2. Τα απαιτούμενα μέτρα εφαρμογής της παρούσας
οδηγίας όσον αφορά όλα τα άλλα θέματα, θεσπίζονται με τη συμβουλευτική
διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 3.
Αρθρο 15 της Οδηγίας 2001 /95
1. Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.
2. Στις περιπτώσεις όπου
γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της
απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8.
Η περίοδος που
προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται σε
δεκαπέντε ημέρες.
3. Στις περιπτώσεις όπου
γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της
απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8.
4. Η επιτροπή θεσπίζει
τον εσωτερικό κανονισμό της.
(Ακολουθεί Παράρτημα IV, βλέπε οικείο ΦΕΚ).
Αρθρο 17
1. Οι διατάξεις της παρούσας
εφαρμόζονται ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 2251 /1994 όπως
ισχύει εκάστοτε για την ευθύνη του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα.
2. Από την έναρξη ισχύος
της παρούσας καταργείται η κοινή υπουργική απόφαση Φ1 - 503/1995 των υπουργών
Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης
(ΦΕΚ98/Β/19.2.1996) καθώς και κάθε αντίθετη διάταξη σε θέματα που ρυθμίζονται
με την απόφαση αυτή.
Αρθρο 18
Η ισχύς της παρούσας
αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να
δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 14 Δεκεμβρίου
2004