ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ 124/2009 - ΦΕΚ 171/Α'/4.9.2009
Πειθαρχικό
δίκαιο αγρονομικού προσωπικού.
Ο
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Έχοντας
υπόψη:
1. Το άρθρο 23 παρ.2 του ν. 3585/2007 «Προστασία
του περιβάλλοντος, αγροτική ασφάλεια και άλλες διατάξεις» (Α' - 148).
2. Το άρθρο 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την
Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα, που κωδικοποιήθηκε με το άρθρο πρώτο του
π.δ/τος 63/2005 (Α'- 98).
3. Την υπ' αριθμ. Υ357/7.1.2009 απόφαση του
Πρωθυπουργού «Κατάργηση θέσης υφυπουργού και σύσταση θέσης αναπληρωτή υπουργού
Εσωτερικών» (Β'-3).
4. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις του
παρόντος διατάγματος δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού
Προϋπολογισμού.
5. Την
υπ' αριθμ. 164/2009 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ύστερα από
πρόταση του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών, αποφασίζουμε:
’ρθρο
1
Γενικά
περί πειθαρχίας.
ΜΕΡΟΣ
ΠΡΩΤΟ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Α'
Έννοια
1. Με τον όρο πειθαρχία νοείται:
α. Η
πιστή συμμόρφωση προς το Σύνταγμα και τους νόμους και η ενσυνείδητη, πρόθυμη
και χωρίς αντιλογία υπακοή των κατωτέρων στους ανωτέρους, ως και η άμεση
εκτέλεση των νομίμων διαταγών τους.
β. Ο
σεβασμός των κατωτέρων προς τους ανωτέρους εντός και εκτός υπηρεσίας.
γ. Η
αξιοπρεπής και κόσμια συμπεριφορά των ανωτέρων προς τους κατωτέρους.
δ. Η
πολιτισμένη και αξιοπρεπής συμπεριφορά του αγρονομικού προσωπικού προς τους
πολίτες, καθώς και ο σεβασμός και η προστασία των δικαιωμάτων τούτων, που προβλέπονται
από το Σύνταγμα και τους νόμους.
2. Η πειθαρχία αποτελεί την αναγκαία
προϋπόθεση για τη διατήρηση της συνοχής και της ομαλής λειτουργίας της
Ελληνικής Αγροφυλακής και την εξασφάλιση της αρμονικής συνεργασίας του
προσωπικού της, προς εκπλήρωση της υψηλής αποστολής της.
3. Οι διαταγές πρέπει να είναι νόμιμες,
σαφείς και να διατυπώνονται με ευπρέπεια και σοβαρότητα.
Οι
αναφορές πρέπει να είναι σύντομες, σαφείς, ακριβείς και να διατυπώνονται με
σεβασμό.
4. Ο ανώτερος είναι υπεύθυνος για τις
συνέπειες της διαταγής του, ο δε κατώτερος έχει υποχρέωση να εκτελεί με
ακρίβεια τη διαταγή που πήρε και είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση αυτής και για
τις συνέπειες της μη εκτέλεσής της. Ο κατώτερος δεν δικαιούται να τύχει
ακρόασης και να υποβάλει τα παράπονά του αν προηγουμένως δεν υπακούσει. Όταν ο
κατώτερος λαμβάνει διαταγή, την οποία θεωρεί παράνομη, οφείλει, πριν την
εκτελέσει, να αναφέρει εγγράφως την αντίθετη γνώμη του και να εκτελέσει τη
διαταγή χωρίς καθυστέρηση. Σε περιπτώσεις κατεπείγουσας ανάγκης η αναφορά
υποβάλλεται αμέσως προφορικά και εκ των υστέρων εγγράφως. Η διαταγή δεν
προσκτάται νομιμότητα εκ του ότι ο κατώτερος οφείλει να υπακούσει σε αυτήν.
5. Η μεταξύ ομοιόβαθμων αρχαιότητα στις
υπηρεσιακές σχέσεις εξομοιούται με διαφορά βαθμού, εφόσον υφίσταται διοικητική
υπαγωγή. Η ίδια σχέση υπάρχει μεταξύ ομοιοβάθμων και όταν ενεργούν από κοινού
προς εκτέλεση υπηρεσίας.
’ρθρο 2
Έννοια
πειθαρχικού παραπτώματος
1. Πειθαρχικό παράπτωμα αποτελεί κάθε
παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος που συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη
και μπορεί να καταλογισθεί στο αγρονομικό προσωπικό.
2. Το υπηρεσιακό καθήκον προσδιορίζεται από
τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στο αγρονομικό προσωπικό από τις ισχύουσες
διατάξεις νόμων, τους κανονισμούς και τις διαταγές της Υπηρεσίας και
περιλαμβάνει την υποχρέωση πολιτισμένης και αξιοπρεπούς συμπεριφοράς εντός και
εκτός της υπηρεσίας.
’ρθρο 3
Πειθαρχικές
ποινές
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Β'
Πειθαρχικές
ποινές και πειθαρχική ευθύνη
1. Στο αγρονομικό προσωπικό επιβάλλονται οι
ακόλουθες πειθαρχικές ποινές, οι οποίες καταχωρίζονται στον οικείο ατομικό
φάκελο:
α.
Επίπληξη.
β.
Πρόστιμο μέχρι τρεις βασικούς μηνιαίους μισθούς. γ. Αργία με πρόσκαιρη παύση,
διαρκείας 15 ημερών έως 4 μηνών. δ. Αργία με απόλυση, διαρκείας 2 έως 6 μηνών.
ε. Απόταξη.
2. Η επίπληξη και το πρόστιμο είναι
κατώτερες πειθαρχικές ποινές. Οι αργίες και η απόταξη είναι ανώτερες
πειθαρχικές ποινές.
3. Οι πειθαρχικές ποινές, πλην της
επίπληξης, επιβάλλονται και σε όσους έχουν εξέλθει της υπηρεσίας. Οι ανώτερες
πειθαρχικές ποινές δεν επιβάλλονται σε όσους εξήλθαν, λόγω ορίου ηλικίας ή
σωματικής ανικανότητας.
4. Οι πειθαρχικές ποινές επιβάλλονται και στο
αγρονομικό προσωπικό που τελεί σε κατάσταση μόνιμης διαθεσιμότητας. Στην
περίπτωση αυτή δεν εκτίονται οι ποινές της αργίας με απόλυση ή αργίας με
πρόσκαιρη παύση, επέρχονται όμως οι συνέπειες των άρθρων 18 και 19.
’ρθρο 4
Διάρκεια
πειθαρχικής ευθύνης
1. Η πειθαρχική ευθύνη αρχίζει με την
κατάταξη, εκλείπει δε με την αποχώρηση με οποιοδήποτε τρόπο από την Υπηρεσία,
οπότε παύει και η τυχόν ασκηθείσα πειθαρχική δίωξη, με την επιφύλαξη των
διατάξεων των επομένων παραγράφων.
2. Πράξεις που τελέστηκαν από αγρονομικό
προσωπικό πριν από την κατάταξή του, εφόσον αυτές συνιστούν πειθαρχικό
παράπτωμα κατά την έννοια των διατάξεων του παρόντος, διώκονται πειθαρχικά στις
ακόλουθες περιπτώσεις:
α. Αν
τελέστηκαν κατά τη διάρκεια προγενέστερης υπηρεσίας του στο δημόσιο τομέα, όπως
αυτός ορίζεται στο ν.1256/1982 όπως εκάστοτε ισχύει, αλλά δεν εκδικάστηκαν,
ούτε παραγράφηκαν.
β. Αν
εμπίπτουν στις διατάξεις των περιπτώσεων στ' και θ' του άρθρου 9 και τελέστηκαν
από αυτόν, όταν ήταν ιδιώτης.
γ. Αν
τελέστηκαν κατά τη διάρκεια της διαγωνιστικής διαδικασίας για την κατάταξή του
και σχετίζονται με τη συμμετοχή του στη διαδικασία αυτή ή με τις προϋποθέσεις
κατάταξής του.
3. Η πειθαρχική δίωξη για παραπτώματα που
συνεπάγονται την παραπομπή ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου συνεχίζεται και
μετά την έξοδο του αγρονομικού προσωπικού από την Υπηρεσία, εφόσον η διαταγή
για διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης εκδόθηκε προ της εξόδου και η
έξοδος δεν έγινε λόγω ορίου ηλικίας ή σωματικής ανικανότητας. Στις περιπτώσεις
επιβολής της ποινής απόταξης ή αργίας η σχετική ποινή καταχωρείται στον
ατομικό φάκελο του τιμωρουμένου. Οι ποινές αυτές εκτελούνται αν αυτός
επανέλθει στην ενεργό υπηρεσία. Αν το Συμβούλιο αποφασίσει την επιβολή της
ποινής του προστίμου, η ποινή αυτή εκτελείται η δε είσπραξη του προστίμου
γίνεται σε βάρος των αποδοχών ή της περιουσίας εν γένει του τιμωρουμένου.
4. Η πειθαρχική δίωξη συνεχίζεται επίσης και
μετά την έξοδο του αγρονομικού προσωπικού από την Υπηρεσία, ανεξάρτητα από την
αιτία εξόδου του, για τα παραπτώματα που αναφέρονται στην παράγραφο 20 του
άρθρου 12 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή η πειθαρχική δίωξη μπορεί να
κινηθεί και μετά τη διαγραφή του αγρονομικού προσωπικού από την Υπηρεσία. Για
τις τυχόν δε επιβαλλόμενες ποινές προστίμου εφαρμόζεται το τελευταίο εδάφιο της
προηγούμενης παραγράφου.
’ρθρο 5
Παραγραφή
των πειθαρχικών παραπτωμάτων
1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα που
προβλέπονται από τα άρθρα 12 και 13 του παρόντος διατάγματος παραγράφονται μετά
δύο έτη από τότε που διαπράχθηκαν. Αυτά που προβλέπονται από τα άρθρα 9, 10
και 11 παραγράφονται μετά πέντε έτη από τότε που διαπράχθηκαν.
2. Ο χρόνος που μεσολαβεί από την κίνηση της
πειθαρχικής δίωξης για τη βεβαίωση του παραπτώματος μέχρι την εκδίκασή του και
την έκδοση εκτελεστής πράξης επιβολής ποινής αναστέλλει την παραγραφή το πολύ
για ένα έτος.
3. Πειθαρχικό παράπτωμα, που αποτελεί
παράλληλα και την πραγματική βάση ποινικού αδικήματος ακολουθεί το χρόνο
παραγραφής του ποινικού αδικήματος, εφόσον η παραγραφή που προβλέπεται για το
ποινικό αδίκημα είναι μεγαλύτερη απ' αυτή που προβλέπεται για το πειθαρχικό
παράπτωμα, διαφορετικά ισχύει η μεγαλύτερης διάρκειας παραγραφή του πειθαρχικού
παραπτώματος. Στις περιπτώσεις αυτές, η παραγραφή των πειθαρχικών παραπτωμάτων
αναστέλλεται υπό τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που προβλέπονται και για το
ποινικό αδίκημα.
4. Για τον υπολογισμό του χρόνου παραγραφής
των παραπτωμάτων που αναφέρονται στην παρ. 2α'του προηγουμένου άρθρου δεν
λαμβάνεται υπόψη ο τυχόν εκτός υπηρεσίας χρόνος που μεσολάβησε από την έξοδο
του υπαιτίου από την προγενέστερη Υπηρεσία μέχρι την κατάταξή του, εφόσον ο
χρόνος αυτός δεν υπερβαίνει την 2ετία.
5. Η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος
διακόπτεται με την τέλεση άλλου παραπτώματος που αποσκοπεί στην απόκρυψη του
πρώτου ή στη ματαίωση της πειθαρχικής δίωξης γι' αυτό.
’ρθρο 6
Λόγοι
μη αίροντες την πειθαρχική ευθύνη
Η προαγωγή του αγρονομικού προσωπικού δεν
αίρει την πειθαρχική ευθύνη αυτού για παράπτωμα προγενέστερο της προαγωγής. Στην
περίπτωση αυτή, ως προς μεν το διαδικαστικό μέρος εφαρμόζονται οι διατάξεις που
ισχύουν για το βαθμό που φέρει ο εγκαλούμενος, ως προς δε το ουσιαστικό,
εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για το βαθμό που αυτός κατείχε κατά το
χρόνο τέλεσης του παραπτώματος.
’ρθρο 7
Δεδικασμένο
- Μη συρροή ποινών
1. Το αγρονομικό προσωπικό δεν διώκεται
δεύτερη φορά για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα.
2. Για συρρέοντα παραπτώματα που τελέσθηκαν
στον ίδιο τόπο και χρόνο από το ίδιο αγρονομικό προσωπικό επιβάλλεται μία
ποινή. Αν ένα ή περισσότερα από τα συρρέοντα παραπτώματα περιέλθουν σε γνώση
της Υπηρεσίας μετά την επιβολή ποινής για μερικά από αυτά, αίρεται η ποινή που
επιβλήθηκε και επιβάλλεται μια συνολική ποινή για όλα τα συρρέοντα παραπτώματα.
Αν τα παραπτώματα αυτά είναι, κατά την κρίση αυτού που ασκεί την πειθαρχική
εξουσία, ασήμαντα σε σχέση με το παράπτωμα ή τα παραπτώματα για τα οποία
επιβλήθηκε η ποινή, δεν αίρεται αυτή ούτε επιβάλλεται άλλη ποινή.
’ρθρο 8
Επιμέτρηση
της ποινής
Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται
υπόψη:
α. Η
βαρύτητα του παραπτώματος, για την εκτίμηση της οποίας λαμβάνονται υπόψη κυρίως
οι επιπτώσεις που είχε τούτο στην εύρυθμη λειτουργία της Υπηρεσίας και το
γόητρο αυτής, η φύση, το είδος και το αντικείμενο του παραπτώματος, το μέγεθος
της βλάβης ή του κινδύνου που προκλήθηκε απ' αυτό, καθώς και η ένταση του δόλου
ή ο βαθμός της αμέλειας του υπαιτίου.
β. Η
προσωπικότητα του υπαιτίου, για την εκτίμηση της οποίας λαμβάνονται υπόψη
κυρίως ο βαθμός, η πείρα, ο χρόνος υπηρεσίας, ο χαρακτήρας, η προηγούμενη
διαγωγή και ιδιαίτερα η κατ' επανάληψη διάπραξη του αυτού πειθαρχικού
παραπτώματος, η μόρφωση, η ψυχική κατάσταση αυτού, καθώς και τα αίτια που οδήγησαν
στην τέλεση του παραπτώματος, ο σκοπός που επιδίωκε, η δοθείσα αφορμή, η
επιδειχθείσα μεταμέλεια και η προθυμία για επανόρθωση των συνεπειών της πράξεώς
του.
γ. Οι
περιστάσεις, κάτω από τις οποίες έγινε το παράπτωμα και κυρίως ο χρόνος, ο
τόπος, τα μέσα και ο τρόπος διάπραξης αυτού, καθώς και οι συνθήκες που
επικρατούσαν κατά την τέλεσή του.
’ρθρο 9
Παραπτώματα
που επισύρουν ποινή απόταξης
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Γ'
ΔΙΑΚΡΙΣΗ
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΩΝ
Τα πειθαρχικά παραπτώματα που επισύρουν την
ποινή της απόταξης είναι τα κατωτέρω περιοριστικώς αναφερόμενα, ανεξάρτητα από
το αξιόποινο ή όχι αυτών:
α.
Πράξεις οι οποίες υποδηλώνουν έλλειψη πίστης, σεβασμού και αφοσίωσης στο
Σύνταγμα και στο Δημοκρατικό Πολίτευμα της Χώρας.
β.
Κάθε ενέργεια που στρέφεται άμεσα ή έμμεσα στην υπονόμευση της έννομης τάξης, καθώς
και η συμμετοχή σε προπαγάνδα τείνουσα προς το σκοπό αυτό.
γ. Η
πρόκληση βασάνων, οποιασδήποτε σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας, η άσκηση
ψυχολογικής βίας και κάθε άλλη ενέργεια ή συμπεριφορά, που συνιστά προσβολή
της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας ή εκτός αυτής.
δ. Η
απείθεια ή η άρνηση εκτέλεσης διαταγής ανωτέρων που αφορούν την εκτέλεση των
υπηρεσιακών καθηκόντων.
ε. Η
εκμετάλλευση της ιδιότητας του ως άνω αγρονομικού προσωπικού για την ανάληψη
χρεών προς όφελός του ή προσκειμένων σ' αυτό προσώπων, καθώς και η μη έγκαιρη
εξόφληση των κατ' επανάληψη συναφθέντων χρεών.
στ. H διάπραξη ή απόπειρα διάπραξης εγκλημάτων σε βαθμό κακουργήματος, η
διάπραξη εγκλημάτων κλοπής (άρθρο 372 Π.Κ.), υπεξαίρεσης κοινής και στην υπηρεσία
(άρθρα 375, 258 Π.Κ.), απάτης (άρθρο 386 Π.Κ.), απάτης σχετικής με τις
ασφάλειες (άρθρο 388 Π.Κ.), εκβίασης (άρθρο 385 Π.Κ.), εγκληματικής οργάνωσης
(άρθρο 187 Π.Κ.), πλαστογραφίας (άρθρο 216 Π.Κ.), πλαστογραφίας πιστοποιητικών
(άρθρο 217 Π.Κ.), πλαστογραφίας και κατάχρησης ενσήμων (άρθρο 218 Π.Κ.),
δωροδοκίας (άρθρα 235 - 236 Π.Κ.), τοκογλυφίας (άρθρο 404 Π.Κ.), καταπίεσης
(άρθρο 244 Π.Κ.), απιστίας περί την υπηρεσία (άρθρο 256 Π.Κ.), υπεξαγωγής
εγγράφου (άρθρο 222 Π.Κ.), ψευδούς βεβαίωσης και νόθευσης (άρθρο 242 Π.Κ.),
υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης (άρθρο 220 Π.Κ.), εκμετάλλευσης εμπιστευμένων
πραγμάτων (άρθρο 257 Π.Κ.), παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 Π.Κ.), παρότρυνσης
υφισταμένων και ανοχή (άρθρο 261 Π.Κ.), παράλειψης λύτρωσης από κίνδυνο ζωής
(άρθρο 307 Π.Κ.), ελευθέρωσης φυλακισμένου από πρόθεση (άρθρο 172 παρ. 1 Π.Κ.),
παραχάραξης (άρθρο 207 Π.Κ.), υπόθαλψης εγκληματία (άρθρο 231 Π.Κ.), αποδοχής
και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος (άρθρο 394 Π.Κ.), εμπόριο δούλων (άρθρο 323
Π.Κ.), εμπορίας ανθρώπων (άρθρο 323Α), παράνομης κατακράτησης (άρθρο 325 Π.Κ.),
κατακράτησης παρά το Σύνταγμα (άρθρο 326 Π.Κ.), παράνομης βίας (άρθρο 330
Π.Κ.), κατάχρησης εξουσίας (άρθρο 239 Π.Κ.), εμπρησμού από πρόθεση (άρθρο 264
Π.Κ.), έκθεσης (άρθρο 306 Π.Κ.), παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και
της προφορικής συνομιλίας (άρθρο 370Α Π.Κ.), αντίστασης (άρθρο 167 Π.Κ.),
ψευδούς καταμήνυσης (άρθρο 229 Π.Κ.), ψευδορκίας (άρθρο 224 Π.Κ.), ψευδούς
ανώμοτης κατάθεσης (άρθρο 225 Π.Κ.), συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρο 363 Π.Κ.),
εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλημάτων οικονομικής
εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής (άρθρα 336 έως 353 Π.Κ.),ζωοκλοπής και
ζωοκτονίας, ναρκωτικών, αλλοδαπών, αρχαιοτήτων και λαθρεμπορίας καθώς και
παραβάσεων της νομοθεσίας περί όπλων και εκρηκτικών κατά των οποίων απειλείται
στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον ενός έτους και η διάπραξη από
πρόθεση κάθε εγκλήματος που στρέφεται κατ' ανωτέρου και σχετίζεται με την
εκτέλεση της υπηρεσίας.
ζ. Η
αυθαίρετη απουσία τουλάχιστον επί πέντε (5) συνεχείς ημέρες ή δέκα (10) ημέρες
συνολικά σ' ένα έτος.
η. H χρήση ναρκωτικών ουσιών ή η ροπή στη χρήση οινοπνευματωδών ποτών.
θ. Οι
πράξεις που μαρτυρούν διαφθορά χαρακτήρα.
ι. H διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων, για τα οποία προβλέπεται η επιβολή
αργίας με απόλυση, εφόσον ο υπαίτιος έχει τιμωρηθεί τελεσίδικα κατά την τελευταία
πενταετία ή με την ποινή αυτή ή με δύο ποινές αργίας με πρόσκαιρη παύση.
2. Για τα πειθαρχικά παραπτώματα της τέλεσης
ή απόπειρας τέλεσης των εγκλημάτων αντίστασης (άρθρο 167 Π.Κ.), υφαρπαγής
ψευδούς βεβαίωσης (άρθρο 220 Π.Κ.), ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης (άρθρο 225
Π.Κ.), ψευδούς καταμήνυσης (άρθρο 229 Π.Κ.), ψευδούς βεβαίωσης και νόθευσης
(άρθρο 242 Π.Κ.), εκμετάλλευσης εμπιστευμένων πραγμάτων (άρθρο 257 Π.Κ.),
παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 Π.Κ.), παράλειψης λύτρωσης από κίνδυνο ζωής
(άρθρο 307 Π.Κ.), παράνομης κατακράτησης (άρθρο 325 Π.Κ.), κατακράτησης παρά
τω Σύνταγμα (άρθρο 326 Π.Κ.), παράνομης βίας (άρθρο 330 Π.Κ.) και συκοφαντικής
δυσφήμησης (άρθρο 363 Π.Κ.) που προβλέπονται από το εδάφιο στ' της παρ. 1, το
αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο, εκτιμώντας τη βαρύτητα του παραπτώματος κατά τα
οριζόμενα στο άρθρο 8, την προσωπικότητα του υπαιτίου και τις περιστάσεις υπό
τις οποίες τελέσθηκαν, μπορεί να επιβάλλει αντί της ποινής της απόταξης ποινή
αργίας με απόλυση.
’ρθρο
10
Παραπτώματα
που επισύρουν ποινή αργίας με απόλυση
1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα, τα οποία
επισύρουν την ποινή της αργίας με απόλυση είναι τα κατωτέρω περιοριστικώς
αναφερόμενα, ανεξάρτητα από το αξιόποινο ή όχι αυτών:
α. Η
παράβαση της υπηρεσιακής εχεμύθειας, που μπορεί να επιφέρει βλάβη της
Υπηρεσίας ή τρίτων ή να δυσχεράνει το έργο της ή σχετίζεται με άλλα σοβαρά
υπηρεσιακά θέματα.
β. Οι
οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικών κομμάτων ή πολιτικών
προσώπων κατά την άσκηση των καθηκόντων.
γ. Η
δημόσια προφορικώς ή εγγράφως άσκηση κριτικής των πράξεων της Ιεραρχίας με
προσβλητικές ή υποτιμητικές εκφράσεις ή με την επίκληση ψευδών δεδομένων.
δ. Η
μέθη κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας.
ε. Η
συμμετοχή σε παράνομα παίγνια, που διενεργούνται κυρίως σε δημόσια κέντρα ή
άλλους δημόσιους χώρους, καθώς και η παραμονή σε τέτοιους χώρους, όπου
διενεργούνται παράνομα παίγνια.
στ. Η
ελευθέρωση κρατουμένου από βαρεία αμέλεια.
ζ. Η
από πρόθεση διάπραξη εγκλημάτων, κατά των οποίων απειλείται στερητική της
ελευθερίας ποινή τουλάχιστον τριών μηνών, εφόσον η πράξη αυτή δεν εμπίπτει στις
περιπτώσεις του προηγουμένου άρθρου.
η. Η
αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων από μία έως τέσσερις
συνεχείς ημέρες ή μέχρι εννέα (9) συνολικά ημέρες σε ένα έτος.
θ. Η
από βαρεία αμέλεια απώλεια οπλισμού και άλλων δημοσίων ειδών και εγγράφων.
ι. H βαρεία παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος από πρόθεση, εφόσον δεν
συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 9 περίπτωση στ'.
ια. Η
διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, που προβλέπεται από το άρθρο 11 του
παρόντος, εφόσον μέσα σ' ένα χρόνο ο υπαίτιος έχει τιμωρηθεί με ποινή προστίμου,
τρεις φορές για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα ή πέντε φορές για διαφορετικά
παραπτώματα.
ιβ. Η
παρότρυνση σε απείθεια κατά των νόμων, των κανονισμών ή των διαταγών της
υπηρεσίας.
2. Η αναρρωτική άδεια και η οποιαδήποτε άλλη
αποχή από τα καθήκοντα για λόγους υγείας δεν κωλύει την έκτιση της αργίας με απόλυση.
Στην περίπτωση αυτή ο τιθέμενος στην αργία εξακολουθεί να παραμένει και στην
προτέρα κατάσταση, υφίσταται όμως τις συνέπειες της αργίας. Το ίδιο
εφαρμόζεται και στην περίπτωση κατά την οποία το κώλυμα για λόγους υγείας
ανακύψει κατά το χρόνο έκτισης της ποινής.
3. Εάν ο τιθέμενος σε αργία με απόλυση
εκτίει ποινή αργίας για άλλο παράπτωμα, η έκτιση της ποινής αυτής αρχίζει από
την επομένη της λήξεως της προηγουμένης ποινής.
’ρθρο 11
Παραπτώματα
που επισύρουν ποινή αργίας με πρόσκαιρη παύση
1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα που επισύρουν
την ποινή της αργίας με πρόσκαιρη παύση είναι τα κατωτέρω περιοριστικώς
αναφερόμενα, ανεξάρτητα από το αξιόποινο ή όχι αυτών:
α. Η
βάναυση συμπεριφορά προς υφισταμένους, συναδέλφους ή πολίτες.
β. H συγκάλυψη
σοβαρών παραπτωμάτων κατωτέρων ή νεοτέρων του στο βαθμό.
γ. Η
απώλεια υπηρεσιακών εγγράφων ή η μη έγκαιρη διεκπεραίωση αυτών, εφόσον
οδήγησαν στην πρόκληση σοβαρής υπηρεσιακής ανωμαλίας ή στην παραγραφή ποινικών
αδικημάτων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων.
δ.
Κάθε πράξη ή παράλειψη, που αντιβαίνει στο υπηρεσιακό καθήκον ή συνιστά σοβαρή
παραμέληση αυτού ή ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του αγρονομικού προσωπικού
διαγωγή.
ε. Η
ελευθέρωση κρατουμένου από ελαφρά αμέλεια.
στ. Η
παράλειψη αναφοράς πληροφορίας, που αφορά στη διάπραξη αδικήματος που
εντάσσεται στο πλαίσιο της αποστολής της Ελληνικής Αγροφυλακής ή το δράστη
αυτού.
ζ. Η
παράβαση της υπηρεσιακής εχεμύθειας, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής
των διατάξεων του άρθρου 10 παρ. 1α' του παρόντος διατάγματος.
2. Οι παράγραφοι 2 και 3 του προηγουμένου
άρθρου έχουν ανάλογη εφαρμογή και στις περιπτώσεις του παρόντος άρθρου.
’ρθρο
12
Παραπτώματα
που επισύρουν ποινή προστίμου
Τα πειθαρχικά παραπτώματα, που επισύρουν την
ποινή του προστίμου είναι τα κατωτέρω ενδεικτικώς αναφερόμενα, ανεξάρτητα από
το αξιόποινο ή όχι αυτών:
1. Η άσκηση άλλου επαγγέλματος και η κατ'
επάγγελμα άσκηση εμπορίας ή τέχνης και η χωρίς άδεια του Αρχηγού της Ελληνικής
Αγροφυλακής άσκηση δραστηριοτήτων, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4
του π.δ/τος 180/2007 (Α'-218).
2. Η έλλειψη αμεροληψίας και
αντικειμενικότητας στις υπηρεσιακές ενέργειες.
3. H
αναξιοπρεπής εμφάνιση και παράσταση στα πλαίσια υπηρεσιακής δραστηριότητας και
το αντικανονικό της στολής.
4. Η χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων για
ευνοϊκή υπηρεσιακή μεταχείριση.
5. Η ανάληψη υπηρεσίας με βραδύτητα, η χωρίς
έγκριση προσωρινή απομάκρυνση από διαταγμένη υπηρεσία και η πρόωρη αποχώρηση
από αυτή.
6. H
πλημμελής ή η μη έγκαιρη εκτέλεση της υπηρεσίας, καθώς και η παράλειψη ή η
παρέλκυση εκτέλεσης αυτής.
7. H μέθη
εκτός υπηρεσίας, εφόσον προκαλούνται δυσμενή σχόλια σε βάρος του ιδίου ή της
Υπηρεσίας, και η χρήση οινοπνευματωδών ποτών κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας.
8. Η δημόσια, προφορικώς ή εγγράφως, άσκηση
κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης Υπηρεσίας ή προσωπικού της Ελληνικής
Αγροφυλακής με εκφράσεις ή λόγους, που αποδεικνύουν έλλειψη σεβασμού και
υπηρεσιακής αγωγής ή με σκόπιμη χρήση αβάσιμων επιχειρημάτων.
9. Η χαλαρότητα, η αδράνεια, η παράλειψη και
η αμέλεια στη διοίκηση και η ανεπαρκής επίβλεψη και έλεγχος των υφισταμένων.
10. Η μη απονομή του οφειλόμενου χαιρετισμού και η
μη τήρηση των τύπων εκδήλωσης σεβασμού προς τους ανώτερους και τα εθνικά
σύμβολα.
11. Η συγκάλυψη ελαφρών παραπτωμάτων κατωτέρων ή ανακριβής περιγραφή
αυτών και γενικά η πλημμελής διαχείριση της πειθαρχικής δικαιοδοσίας.
12. Η αποσιώπηση παραπόνων κατωτέρων και η
ανάρμοστη συμπεριφορά προς αυτούς.
13. Η αδικαιολόγητη εμμονή στην υποβολή
αίτησης για θέμα για το οποίο έχει ήδη αποφανθεί αρνητικά η υπηρεσία.
14. Η ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους
πολίτες, τους συναδέλφους και τους υπαλλήλους άλλων Υπηρεσιών.
15. Η υπέρβαση της ιεραρχίας, κατά παράβαση
των κειμένων διατάξεων.
16. Ο
χρηματισμός με τη μορφή δώρου και η αποδοχή οποιασδήποτε υλικής παροχής που
δεν συνιστά δωροληψία, αλλά όμως προέρχεται από πρόσωπα που ανήκουν στον κύκλο
της υπηρεσιακής δράσης του αγρονομικού προσωπικού.
17. H από πρόθεση
ψευδής αναφορά, κατάθεση ή δήλωση, καθώς και οι κακόβουλοι υπαινιγμοί ή γνώμες
ενώπιον οποιασδήποτε Υπηρεσίας ή τρίτου, κατά οποιουδήποτε μέλους της
Αγροφυλακής, εφόσον δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.
18. Η παράλειψη παροχής συνδρομής σε
αγρονομικό προσωπικό, που δεν συνιστά ποινικό αδίκημα.
19. H
αναρμόδια παρέμβαση υπέρ ή κατά τρίτου προσώπου που σχετίζεται με την εκτέλεση
υπηρεσιακών καθηκόντων.
20. Η λόγω ασυνήθιστης χρήσης φθορά του
Υπηρεσιακού Δελτίου Ταυτότητας, του οπλισμού και των άλλων δημοσίων ειδών,
κάθε πράξη ή παράλειψη με την οποία επέρχεται βλάβη ή φθορά ή απώλεια των
δημοσίων αυτών ειδών, η παράλειψη αναφοράς τέτοιας βλάβης, φθοράς ή απώλειας,
καθώς και η μη ακριβής συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις συντήρησης, χρήσης ή
διαχείρισης των υλικών και εγκαταστάσεων της Υπηρεσίας, εφόσον δεν συντρέχει
περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 10 παρ. 1η' του παρόντος
διατάγματος.
21. Η αδικαιολόγητη μη μετάβαση για ιατρική
εξέταση, καθώς και η δήλωση ασθενείας προς αποφυγή εκτέλεσης υπηρεσίας ή
μετακίνησης αυτού, εφόσον κατά την εξέταση του αγρονομικού προσωπικού από Ιατρό
του Δημοσίου, κριθεί αυτό ικανό για την εκτέλεση υπηρεσίας
22. Κάθε άλλη παράβαση υποχρέωσης που
απορρέει από τους νόμους, τους κανονισμούς και τις διαταγές της Υπηρεσίας.
’ρθρο 13
Παραπτώματα
που επισύρουν ποινή επίπληξης
1. Η επίπληξη επιβάλλεται για όλως ελαφρά
παραπτώματα, τα οποία διαπράττονται κυρίως από αμέλεια και αφορούν την
εκτέλεση των καθηκόντων, τη συμπεριφορά, την τάξη, την εμφάνιση και την
παράσταση γενικά του αγρονομικού προσωπικού, εντός και εκτός Υπηρεσίας.
2. Επίσης, η ποινή της επίπληξης επιβάλλεται
και για τα παραπτώματα του προηγούμενου άρθρου, εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές
ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8.
’ρθρο 14
Διαθεσιμότητα
για λόγους πειθαρχίας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Δ'
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ
ΜΕΤΡΑ
1. Σε διαθεσιμότητα δύναται να τίθεται το
αγρονομικό προσωπικό, όταν ασκείται σε βάρος του ποινική δίωξη για ποινικό
αδίκημα για το οποίο απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον (3) μηνών ή
διατάσσεται σε βάρος του Ε.Δ.Ε. για πειθαρχικό παράπτωμα, για το οποίο
απειλείται απόταξη ή αργία με απόλυση.
H διάρκεια της διαθεσιμότητας δε δύναται να
υπερβαίνει το ένα έτος. Αν όμως πρόκειται για ποινικό αδίκημα προβλεπόμενο
από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 2713/1999, για το οποίο
απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, η ανωτέρω κατάσταση δεν
δύναται να υπερβαίνει τους δέκα οκτώ (18) μήνες. Σε κάθε περίπτωση η διαθεσιμότητα
δύναται να παύσει και πριν τη συμπλήρωση των παραπάνω χρονικών ορίων με πράξη
του οργάνου που την αποφάσισε.
2. Σε διαθεσιμότητα τίθεται υποχρεωτικώς το αγρονομικό προσωπικό για
όλο το χρονικό διάστημα που εκτίει στερητική της ελευθερίας ποινή ή τελεί σε
προσωρινή κράτηση, και για ένα το πολύ έτος εκείνο του οποίου αντικαθίσταται η
προσωρινή του κράτηση με περιοριστικούς όρους.
Η
διάρκεια της υποχρεωτικής διαθεσιμότητας δεν υπολογίζεται στη διάρκεια της
διαθεσιμότητας της παραγράφου 1.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου
10 έχουν ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση της διαθεσιμότητας.
4. Η θέση του αγρονομικού προσωπικού σε
διαθεσιμότητα δεν κωλύει την εκ νέου θέση αυτού στην ίδια κατάσταση για άλλο
πειθαρχικό παράπτωμα ή ποινικό αδίκημα, στην περίπτωση όμως αυτή η νέα
διαθεσιμότητα αρχίζει μετά τη λήξη της πρώτης.
5. Σε περίπτωση επιβολής ποινής αργίας για
άλλο πειθαρχικό παράπτωμα, κατά το χρόνο που το αγρονομικό προσωπικό τελεί σε
διαθεσιμότητα, διακόπτεται η κατάσταση της διαθεσιμότητας από την έναρξη
εκτίσεως της ποινής και συνεχίζεται μετά την έκτιση αυτής, εφόσον συντρέχει
περίπτωση.
6. Το αγρονομικό προσωπικό τίθεται στην
κατάσταση της διαθεσιμότητας με απόφαση:
α.
Του Υπουργού Εσωτερικών, αν πρόκειται για τον Αρχηγό.
β.
Του Αρχηγού της Ελληνικής Αγροφυλακής, αν πρόκειται για το Βοηθό Αρχηγού και
τους Αγρονομικούς Διευθυντές ή Αγρονομικούς Υποδιευθυντές.
γ.
Του Βοηθού Αρχηγού της Ελληνικής Αγροφυλακής αν πρόκειται για το λοιπό
αγρονομικό προσωπικό.
7. Οι τελούντες στην κατάσταση της
διαθεσιμότητας δεν εκτελούν υπηρεσία από της επιδόσεως σ' αυτούς της σχετικής
απόφασης, υποχρεούνται όμως να εμφανίζονται προς εξέταση ενώπιον των αρμοδίων
δικαστικών και ανακριτικών αρχών, εφόσον κλητεύονται νομίμως προς τούτο. Στην
περίπτωση αυτή έχουν τα ίδια σχετικά δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχουν και
οι εν ενεργεία συνάδελφοί τους, χωρίς να διακόπτεται η κατάσταση στην οποία
τελούν.
8. Οι τελούντες στην κατάσταση της διαθεσιμότητας
δεν δύνανται να φέρουν τη στολή τους, ούτε να απομακρύνονται από την έδρα της
Υπηρεσίας τους, χωρίς έγκριση των αρμοδίων, κατά περίπτωση, οργάνων που
προβλέπονται από την παράγραφο 7 και υπόκεινται στις διατάξεις περί πειθαρχίας,
στις οποίες υπόκεινται και το εν ενεργεία αγρονομικό προσωπικό, υποχρεούνται δε
να παραδίδουν τον ατομικό τους οπλισμό και το υπηρεσιακό δελτίο ταυτότητας.
9. Ο χρόνος που διανύθηκε σε διαθεσιμότητα ένεκα πειθαρχικού
παραπτώματος, για τον οποίο επακολούθησε η επιβολή της ποινής της απόταξης,
καθώς και αυτός που διανύθηκε λόγω έκτισης στερητικής της ελευθερίας ποινής ή
λόγω προσωρινής κράτησης, δεν θεωρείται ως χρόνος υπηρεσίας. Αν μετά τη
διαθεσιμότητα επακολούθησε η επιβολή άλλης πειθαρχικής ποινής ή δεν επιβλήθηκε
καμιά ποινή, ο χρόνος της διαθεσιμότητας λογίζεται ως χρόνος υπηρεσίας και
αίρονται οι συνέπειες αυτής. Σε περίπτωση επιβολής ποινής αργίας, ο χρόνος της
διαθεσιμότητας, που αντιστοιχεί στο χρόνο διάρκειας της ποινής της αργίας,
λογίζεται ως χρόνος έκτισης της ποινής αυτής.
’ρθρο 15
Προσωρινή
μετακίνηση
1. Όταν σε βάρος αγρονομικού προσωπικού
διατάσσεται Ένορκη Διοικητική Εξέταση (Ε.Δ.Ε.) για σοβαρό πειθαρχικό
παράπτωμα, είναι δυνατόν να διατάσσεται παράλληλα και η προσωρινή μετακίνηση
αυτού σε μια από τις προϊστάμενες Υπηρεσίες του για όλο το χρονικό διάστημα
που διαρκεί η εξέταση, εφόσον κρίνεται αναγκαίο το μέτρο αυτό για την
εξασφάλιση ομαλής διεξαγωγής των διοικητικών ερευνών ή για την προστασία του
υπηρεσιακού συμφέροντος.
2. Το ανωτέρω μέτρο λαμβάνεται, είτε από τον
διατάζοντα την ενέργεια της Ε.Δ.Ε., είτε από οποιονδήποτε ιεραρχικά προϊστάμενό
του.
3. Ο αρμόδιος να αποφασίσει επί της Ε.Δ.Ε.
αποφαίνεται, παράλληλα, και για την άρση του παραπάνω μέτρου, εφόσον κρίνει
ότι η Ε.Δ.Ε. δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης.
’ρθρο 16
Θέση
εκτός υπηρεσίας
1. Στο αγρονομικό προσωπικό είναι δυνατόν να
επιβάλλεται το διοικητικό μέτρο της θέσης εκτός υπηρεσίας μέχρι ένα 8ωρο, σε
περίπτωση κατά την οποία λόγω απείθειας ή μέθης ή ακανονίστου της στολής
κρίνεται ότι δεν μπορεί να εκτελέσει υπηρεσία.
2. Το μέτρο αυτό επιβάλλεται από τους
αρμόδιους για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης και είναι ανεξάρτητο από τις
πειθαρχικές κυρώσεις που προβλέπονται για το συγκεκριμένο πειθαρχικό παράπτωμα.
3. Ο αρμόδιος για τον έλεγχο της πειθαρχικής
ποινής, που επιβάλλεται για το παράπτωμα, συνεπεία του οποίου αγρονομικό
προσωπικό τέθηκε εκτός υπηρεσίας, κρίνει ταυτόχρονα και το μέτρο που επιβλήθηκε
και αποφαίνεται για την επικύρωση ή την άρση του. Σε περίπτωση επικύρωσης του
μέτρου, το αγρονομικό προσωπικό στερείται των ανάλογων αποδοχών του, ανεξάρτητα
από την επιβολή ή όχι πειθαρχικής ποινής.
’ρθρο 17
Συνέπειες
απόταξης
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ε'
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΠΟΙΝΩΝ
1. Το αποτασσόμενο αγρονομικό προσωπικό
διαγράφεται από τη δύναμη της υπηρεσίας μετά 15νθήμερο από τη δημοσίευση στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του σχετικού προεδρικού διατάγματος ή απόφασης, κατά
περίπτωση. Το 15νθήμερο αυτό θεωρείται ως χρόνος υπηρεσίας του αγρονομικού
προσωπικού με όλες τις συνέπειες.
2. Το τιθέμενο στην κατάσταση της απόταξης
αγρονομικό προσωπικό δεν μπορεί να επανέλθει στην ενέργεια, με εξαίρεση την
περίπτωση κατά την οποία εκδίδεται απαλλακτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή
ακυρωτική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου.
’ρθρο 18
Συνέπειες
αργίας με απόλυση
1. Το τιθέμενο στην κατάσταση της αργίας με
απόλυση αγρονομικό προσωπικό:
α.
Δεν εκτελεί υπηρεσία από την επομένη της επιδόσεως σ' αυτό της σχετικής
απόφασης, υποχρεούται όμως να εμφανίζεται προς εξέταση ενώπιον των αρμοδίων
δικαστικών και ανακριτικών αρχών, εφόσον κλητεύεται νομίμως προς τούτο.
β. Δε
δύναται να φέρει τη στολή του και υπόκειται σε όλες τις περί πειθαρχίας διατάξεις,
στις οποίες υπόκειται και το εν ενεργεία αγρονομικό προσωπικό. Υποχρεούται να
παραδίδει τον ατομικό του οπλισμό και το υπηρεσιακό δελτίο ταυτότητας και
εφοδιάζεται με σχετική υπηρεσιακή βεβαίωση η οποία φέρει φωτογραφία με
πολιτική περιβολή και τα στοιχεία ταυτότητας.
2. Ο χρόνος της αργίας με απόλυση σε καμιά
περίπτωση δεν λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας και το προσωπικό που
τελεί στην κατάσταση αυτή λαμβάνει το 50% του συνόλου των αποδοχών του.
3. Το αγρονομικό προσωπικό που τίθεται σε
κατάσταση αργίας με απόλυση υποβιβάζεται κατά αρχαιότητα στην επετηρίδα στις
προβλεπόμενες για κάθε βαθμό οργανικές θέσεις, οι μεν Αγρονομικοί Διευθυντές,
Αγρονομικοί Υποδιευθυντές και Αγρονόμοι κατά 4%, οι δε Αρχιφύλακες κατά 2%,
για κάθε μήνα αργίας με απόλυση, επί των προβλεπομένων για το βαθμό τους
οργανικών θέσεων. Οι κλασματικοί αριθμοί και τα κλασματικά υπόλοιπα, που
προκύπτουν κατά τον υπολογισμό του ανωτέρω ποσοστού, υπολογίζονται στην αμέσως
επομένη μονάδα, ασχέτως του μεγέθους τους. Αν ο αριθμός των νεότερων
ομοιόβαθμων δεν επαρκεί για τη συμπλήρωση των θέσεων απώλειας αρχαιότητας, ο
αριθμός αυτός συμπληρώνεται με θέσεις του αμέσως κατωτέρου βαθμού. Στην
περίπτωση όμως αυτή και προκειμένου περί Αγρονόμων και Αρχιφυλάκων, ο τιθέμενος
σε αργία με απόλυση εντάσσεται στο τέλος των ομοιοβάθμων του και χάνει τις
υπολειπόμενες θέσεις αμέσως μετά την προαγωγή αγρονομικών υπαλλήλων του αμέσως
κατώτερου βαθμού.
4. Η κατά τις διατάξεις της προηγούμενης
παραγράφου απώλεια των θέσεων υπολογίζεται σύμφωνα με την αρχαιότητα που
ισχύει κατά το χρόνο επιβολής της ποινής. Κατ' εξαίρεση, σε περίπτωση αναβολής
οφειλόμενης κρίσης ή παράλειψης από κρίση, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις,
εξαιτίας της υπόθεσης για την οποία επιβλήθηκε η ποινή, ο κατά τα ανωτέρω
υπολογισμός απώλειας των θέσεων γίνεται στην επετηρίδα που ίσχυε προ της
οφειλόμενης κρίσης.
5. H
ποινή της αργίας με απόλυση εκτίεται στον τόπο διαμονής του τιμωρημένου ή
κατόπιν αιτήσεως αυτού σε άλλο τόπο που ορίζεται από:
α.
Τον Αρχηγό της Ελληνικής Αγροφυλακής, αν αφορά το Βοηθό Αρχηγού και τους
Αγρονομικούς Διευθυντές.
β. Το
Βοηθό Αρχηγού της Ελληνικής Αγροφυλακής, αν αφορά το λοιπό αγρονομικό
προσωπικό.
’ρθρο 19
Συνέπειες
αργίας με πρόσκαιρη παύση
1. Ο χρόνος της αργίας με πρόσκαιρη παύση
θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας.
2. Οι τελούντες στην κατάσταση της αργίας με
πρόσκαιρη παύση λαμβάνουν το 60% του συνόλου των αποδοχών τους.
3. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 5 του
προηγουμένου άρθρου έχουν ανάλογη εφαρμογή και στην προκειμένη περίπτωση.
’ρθρο 20
Βεβαίωση
πειθαρχικών παραπτωμάτων
ΜΕΡΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Α'
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ
ΔΙΩΞΗ
1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα διαπιστώνονται
με αυτοπρόσωπη αντίληψη από αυτόν που ασκεί την πειθαρχική δίωξη ή κατόπιν
αναφοράς του λοιπού προσωπικού ή εγγράφων αρχών ή αναφορών ιδιωτών ή με
οποιοδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο.
2. Τα πειθαρχικά παραπτώματα του αγρονομικού
προσωπικού, λόγω της φύσης της ανατιθεμένης σ' αυτό υπηρεσίας και της
ιδιαίτερης επίδρασής τους στην εκπλήρωση της αποστολής της υπηρεσίας, πρέπει να
βεβαιώνονται το ταχύτερο δυνατό.
’ρθρο 21
’σκηση
πειθαρχικής δίωξης
1. Η δίωξη των πειθαρχικών παραπτωμάτων του
αγρονομικού προσωπικού ενεργείται αυτεπάγγελτα, με βάση τα στοιχεία που
περιέρχονται στους αρμοδίους για την άσκησης αυτής.
2. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται με έναν από
τους κατωτέρω αναφερόμενους τρόπους:
α. Με
απ' ευθείας κλήση προς απολογία.
β. Με
την έκδοση διαταγής για διενέργεια Ένορκης ή Προφορικής Διοικητικής Εξέτασης
προς βεβαίωση πειθαρχικών παραπτωμάτων.
3. Ο αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής
δίωξης δύναται να διατάσσει ή να ενεργεί προκαταρκτική έρευνα για τη συλλογή
και καταγραφή στοιχείων προκειμένου να διαπιστωθεί η τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος.
Στα πλαίσια αυτής υποχρεούται να ζητεί την παροχή εξηγήσεων, προφορικώς ή
εγγράφως, απ' αυτόν που φέρεται ότι υπέπεσε σε πειθαρχικό παράπτωμα.
4. Ο αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής
δίωξης υποχρεούται στην άσκηση αυτής, αν τα στοιχεία που περιέρχονται σ' αυτόν
ή αυτά που προέκυψαν από την ενέργεια της έρευνας κρίνονται ικανά για τη
θεμελίωση πειθαρχικού παραπτώματος, διαφορετικά θέτει την υπόθεση στο αρχείο με
αιτιολογημένη πράξη του. Αν, στην τελευταία περίπτωση, ο αρμόδιος για την
άσκηση της πειθαρχικής δίωξης φέρει βαθμό Αγρονομικού Υποδιευθυντή ή
Αγρονόμου, η πράξη της αρχειοθέτησης, με όλη τη σχετική αλληλογραφία
υποβάλλεται ιεραρχικά στο διευθυντή της προϊστάμενης Διεύθυνσης Αγροφυλακής
Περιφέρειας, ο οποίος αποφασίζει τελεσίδικα για την άσκηση ή όχι της
πειθαρχικής δίωξης.
5. Για ελαφρά παραπτώματα, τα οποία προδήλως
δικαιολογούν μόνο ποινή επίπληξης, η δίωξη απόκειται στη διακριτική ευχέρεια
του αρμόδιου για την άσκησή της, ο οποίος για την απόφασή του αυτή, λαμβάνει
υπόψη το συμφέρον της Υπηρεσίας και την καθόλου διαγωγή του αγρονομικού
προσωπικού, εντός και εκτός υπηρεσίας, αιτιολογώντας τη σχετική απόφασή του.
’ρθρο 22
Αρμόδιοι
για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης
1. Αρμόδιοι για την άσκηση πειθαρχικής
δίωξης, στην περίπτωση της παρ. 2 εδάφ. β' του προηγούμενου άρθρου είναι ο
Υπουργός Εσωτερικών και ο Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Τάξης του Υπουργείου
Εσωτερικών, ο Αρχηγός της Ελληνικής Αγροφυλακής, και ο Βοηθός Αρχηγού για όλο
το αγρονομικό προσωπικό, ο Διευθυντής της Αγρονομικής Ακαδημίας, οι Αγρονομικοί
Διευθυντές Περιφερειών, Διοικητές Αγρονομικών Τμημάτων για το προσωπικό των
υπηρεσιών τους.
Κατ'
εξαίρεση, Διοικητές Αγρονομικών Τμημάτων δεν έχουν αρμοδιότητα για την άσκηση
πειθαρχικής δίωξης για παραπτώματα που προβλέπονται από το άρθρο 9 περίπτωση
γ'.
2. Αρμόδιοι για την άσκηση της πειθαρχικής
δίωξης στην περίπτωση του εδαφίου α' της παρ. 2 του προηγουμένου άρθρου είναι,
εκτός των αναφερομένων στην προηγούμενη παράγραφο, και οι Αγρονομικοί Διευθυντές,
Αγρονομικοί Υποδιευθυντές και Αγρονόμοι για όλο το κατώτερο ή νεότερο από
αυτούς αγρονομικό προσωπικό και ανεξάρτητα από το αν αυτοί υπάγονται ή όχι
διοικητικά σ' αυτούς, καθώς επίσης και οι Αρχιφύλακες εφόσον είναι έστω και
προσωρινά διοικητές Υπηρεσιών, για το προσωπικό τους.
3. Οι Αγρονομικοί Διευθυντές, Αγρονομικοί
Υποδιευθυντές και Αγρονόμοι δύνανται, όταν δεν είναι διοικητές Υπηρεσιών, αντί
να ασκήσουν πειθαρχική δίωξη, να υποβάλουν αναφορά κατά του αγρονομικού
προσωπικού. Την ίδια δυνατότητα έχουν και όταν είναι διοικητές Υπηρεσιών, αλλά
ο ελεγχόμενος δεν υπάγεται διοικητικά σ' αυτούς.
’ρθρο 23
Καταγγελίες
κατά του αγρονομικού προσωπικού
1. Η εξέταση των πειθαρχικών παραπτωμάτων,
που διαπράττονται από το αγρονομικό προσωπικό σε βάρος των πολιτών, προηγείται
της εξέτασης των άλλων πειθαρχικών παραπτωμάτων.
2. Όταν η εναντίον αγρονομικού προσωπικού
καταγγελία γίνεται προφορικά, ο αρμόδιος Αγρονομικός Διευθυντής, Αγρονομικός
Υποδιευθυντής και Αγρονόμος προσκαλεί τον καταγγέλλοντα να εκθέσει τα
καταγγελλόμενά του εγγράφως, συντασσομένης σχετικής έκθεσης.
3. Ανώνυμες καταγγελίες δεν δύνανται να
θεμελιώσουν πειθαρχικό παράπτωμα, δύνανται όμως να δώσουν αφορμή για την
εξέταση των συγκεκριμένων στοιχείων που τυχόν περιέχουν.
4. Όποιος υποβάλλει καταγγελία εναντίον
αγρονομικού προσωπικού, που δικαιολογεί σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις
ενέργεια προκαταρκτικής έρευνας ή προφορικής ή ένορκης διοικητικής εξέτασης,
δικαιούται ύστερα από αίτημά του να πληροφορείται για το αποτέλεσμα αυτών.
’ρθρο 24
Απ'
ευθείας κλήση σε απολογία
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Β'
ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ
1. Η άσκηση της πειθαρχικής δίωξης με απ'
ευθείας κλήση γίνεται στις περιπτώσεις που ο αρμόδιος για την άσκησή της έχει
αυτοπρόσωπη αντίληψη του παραπτώματος ή τα στοιχεία που περιέρχονται σ' αυτόν
ή συλλέγονται στο πλαίσιο της διοικητικής έρευνας κρίνονται ικανά για θεμελίωση
πειθαρχικού παραπτώματος, εφόσον στις περιπτώσεις αυτές τα παραπτώματα
επισύρουν κατώτερη πειθαρχική ποινή. Ο εγκαλούμενος έχει δικαίωμα να λάβει
γνώση των παραπάνω στοιχείων και αντίγραφα των εγγράφων του φακέλου.
2. Στις περιπτώσεις της προηγούμενης
παραγράφου ο ασκών την πειθαρχική δίωξη υποχρεούται να εκδίδει σχετική κλήση σε
απολογία, η οποία πρέπει να περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία:
α. Τα
στοιχεία του διωκόμενου αγρονομικού προσωπικού (βαθμός, αριθμός μητρώου,
επώνυμο, όνομα και πατρώνυμο).
β.
Πλήρη και ακριβή προσδιορισμό των πράξεων, οι οποίες στοιχειοθετούν το
αποδιδόμενο στο αγρονομικό προσωπικό παράπτωμα.
γ.
Τον τόπο και χρόνο τέλεσης της πράξης.
δ.
Την αναγραφή τυχόν ειδικών περιστατικών ή συνθηκών κάτω από τις οποίες
τελέσθηκαν οι πράξεις.
ε.
Τις διατάξεις που προβλέπουν τα παραπτώματα.
στ. Την
προθεσμία προς υποβολή έγγραφης απολογίας, η οποία δεν μπορεί να είναι
μικρότερη των πέντε (5) πλήρων ημερών από την επίδοση της κλήσης.
ζ.
Τον τόπο και την ημερομηνία σύνταξης της κλήσης, την υπογραφή του ασκούντος την
πειθαρχική δίωξη, το ονοματεπώνυμο και το βαθμό του, καθώς και τη σφραγίδα της
Υπηρεσίας.
η. Το
δικαίωμα του εγκαλουμένου να λάβει γνώση των στοιχείων καθώς και αντίγραφα των
εγγράφων του φακέλου.
3. Η κλήση σε απολογία συντάσσεται σε δύο
αντίτυπα, από τα οποία το πρώτο παραμένει στο αρχείο της Υπηρεσίας και το
δεύτερο επιδίδεται στον εγκαλούμενο με αποδεικτικό επίδοσης, που συντάσσεται
επί του σώματος του πρώτου αντιτύπου.
4. Σε περίπτωση που ο εγκαλούμενος αρνείται
να παραλάβει την κλήση ή να υπογράψει το αποδεικτικό, αυτός που ενεργεί την
επίδοση κάνει σχετική μνεία σ' αυτό, παρουσία ενός μάρτυρα, ο οποίος προσυπογράφει
στο αποδεικτικό. Αν ο εγκαλούμενος αρνείται να προσέλθει προς παραλαβή της
κλήσης, αυτή επιδίδεται στην κατοικία του, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις
του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Κ.Π.Δ.).
5. Αν ο εγκαλούμενος δεν υποβάλει την
απολογία του μέσα στην προθεσμία που του τάχθηκε, δεν κωλύεται η εκδίκαση της
πειθαρχικής υπόθεσης. Η απολογία που υποβάλλεται εκπρόθεσμα, αλλά πριν από την
εκδίκαση της υπόθεσης ή την επικύρωση της ποινής, λαμβάνεται υπόψη.
6. Η απολογία υποβάλλεται πάντοτε εγγράφως
και συντάσσεται στο προσήκον ύφος, ο δε απολογούμενος πρέπει να περιορίζεται
στο ερώτημα που τίθεται σ' αυτόν και να μην εκτρέπεται σε κρίσεις και σχόλια σε
βάρος των προϊσταμένων του ή άλλες αντιπειθαρχικές εκφράσεις ούτε να αναφέρεται
σε άσχετα με το παράπτωμά του θέματα.
7. Αν στην απολογία περιέχονται ανάρμοστες
εκφράσεις, κρίσεις ή σχόλια σε βάρος προϊσταμένων, αυτά αποτελούν ξεχωριστό
πειθαρχικό παράπτωμα.
’ρθρο 25
Προφορική
Διοικητική Εξέταση (Π.Δ.Ε.)
1. Η άσκηση της πειθαρχικής δίωξης με έκδοση
διαταγής για διενέργεια Π.Δ.Ε. γίνεται:
α.
Για τη βεβαίωση πειθαρχικών παραπτωμάτων τα οποία επισύρουν κατώτερες πειθαρχικές
ποινές, εφόσον τα στοιχεία που περιέρχονται στον ασκούντα την πειθαρχική δίωξη
δεν είναι επαρκή για τη στήριξη κατηγορίας και η υπόθεση έχει ανάγκη περαιτέρω
διοικητικής διερεύνησης για τη συλλογή σχετικών αποδεικτικών στοιχείων.
β.
Για κλοπή, απώλεια ή φθορά του υπηρεσιακού δελτίου ταυτότητας.
2. Η Π.Δ.Ε. ενεργείται από Αγρονομικό
Διευθυντή ή Αγρονομικό Υποδιευθυντή ή Αγρονόμο της Ελληνικής Αγροφυλακής,
ανώτερο ή αρχαιότερο του διωκομένου αγρονομικού υπαλλήλου. Σε περίπτωση που
διατάσσεται συμπλήρωση της Π.Δ.Ε. αυτή ανατίθεται στον ίδιο υπάλληλο ή άλλον
ανώτερο ή αρχαιότερο αυτού.
3. Κατά τη διενέργεια της Π.Δ.Ε. δεν
συντάσσονται ανακριτικές εκθέσεις για τη χρήση των αποδεικτικών μέσων. Η
εξέταση του καταγγέλλοντος, των μαρτύρων, καθώς και αυτών που έχουν οποιαδήποτε
ανάμιξη στην υπόθεση γίνεται προφορικά. Δύναται αυτός που ενεργεί την Π.Δ.Ε. να
ζητά ή να δέχεται έγγραφα στοιχεία ή αναφορές των ανωτέρω προσώπων.
4. Αν από την Π.Δ.Ε. προκύψουν ευθύνες σε
βάρος αγρονομικού προσωπικού, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 24
παρ. 2 έως 7. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να μνημονεύεται στο προοίμιο της
κλήσης η διαταγή με βάση την οποία διενεργείται η Π.Δ.Ε.
5. Οι διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 2, 4, 5
και 9 έχουν και στην προκειμένη περίπτωση ανάλογη εφαρμογή.
6. Η Προφορική Διοικητική Εξέταση ενεργείται
και στις ακόλουθες περιπτώσεις, για τις οποίες η διαταγή προς διενέργειά της
δεν συνιστά άσκηση πειθαρχικής δίωξης:
α.
Για την εξακρίβωση των συνθηκών ελαφρών τραυματισμών αγρονομικού προσωπικού
και της σχέσης αυτών προς την Υπηρεσία.
β.
Για την εξακρίβωση περιστατικών ή συμβάντων που ενδιαφέρουν την Υπηρεσία.
7. Σε περίπτωση κατά την οποία από την
διενέργεια της Π.Δ.Ε. με βάση τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου
βεβαιωθεί πειθαρχικό παράπτωμα εφαρμόζονται για τον υπαίτιο οι διατάξεις της
παραγράφου 4.
’ρθρο 26
Ένορκες
Διοικητικές Εξετάσεις (Ε.Δ.Ε.)
1. Η άσκηση της πειθαρχικής δίωξης με έκδοση
διαταγής για διενέργεια Ε.Δ.Ε. γίνεται:
α.
Για τη βεβαίωση πειθαρχικών παραπτωμάτων που προβλέπονται από τα άρθρα 9, 10
και 11.
β.
Για τη διερεύνηση τυχόν πειθαρχικών ευθυνών σε περιπτώσεις απωλειών ή φθορών
υλικού ή άλλων αξιών του δημοσίου και τον καταλογισμό της αξίας αυτών, όταν
προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις.
γ.
Για τη διερεύνηση τυχόν πειθαρχικών ευθυνών σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος
στο οποίο εμπλέκεται υπηρεσιακό όχημα, την αποτίμηση των προκληθεισών ζημιών
και τον καταλογισμό αυτών, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.
2. α. Με τη διαταγή διενέργειας της Ε.Δ.Ε.
ορίζεται και ο Αγρονομικός Διευθυντής ή ο Αγρονομικός Υποδιευθυντής ή ο
Αγρονόμος που θα τη διενεργήσει. Κατ' εξαίρεση, στις περιπτώσεις που η Ε.Δ.Ε.
διατάσσεται από τον Υπουργό, το Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας
Δημόσιας Τάξης του Υπουργείου Εσωτερικών ή τον Αρχηγό μπορεί να ανατίθεται ο
ορισμός εκείνου που θα διενεργήσει την Ε.Δ.Ε. στον προϊστάμενο της Υπηρεσίας
στην οποία απευθύνεται η διαταγή. Αν όμως πρόκειται για την περίπτωση του
δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 22, η Ε.Δ.Ε. ανατίθεται σε βαθμοφόρο
ανώτερο ή αρχαιότερο διαφορετικής Υπηρεσίας από εκείνη στην οποία υπάγεται
διοικητικά το διωκόμενο αγρονομικό προσωπικό.
β. Ο
Υπουργός μπορεί σε κάθε περίπτωση να αναθέτει τη διενέργεια Ε.Δ.Ε. στο Γενικό
Γραμματέα ή στον Αρχηγό.
3. Η Ε.Δ.Ε. ανατίθεται πάντοτε σε Αγρονομικό
Διευθυντή ή Αγρονομικό Υποδιευθυντή ή Αγρονόμο, ο οποίος είναι ανώτερος του
διωκομένου κατά το χρόνο άσκησης της πειθαρχικής δίωξης. Προκειμένου για τους
Αγρονομικούς Διευθυντές η Ε.Δ.Ε. διενεργείται από τον Αρχηγό, για δε τον
Αρχηγό από το Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Τάξης του
Υπουργείου Εσωτερικών. Σε περίπτωση που διατάσσεται συμπλήρωση της Ε.Δ.Ε.,
αυτή ανατίθεται στον ίδιο υπάλληλο που την ενήργησε ή σε άλλο ανώτερο ή
αρχαιότερο αυτού.
Όταν
κατά τη διάρκεια της Ε.Δ.Ε. ανακύψει λόγος που κωλύει ή καθιστά δυσχερή την
περαίωσή της από τον ενεργούντα αυτήν, η συνέχισή της είναι δυνατό να
ανατίθεται και σε νεότερο ή κατώτερο αυτού, όχι όμως και του εγκαλουμένου,
εφόσον ο αρχικά ορισθείς δεν έχει εκδώσει την κλήση σε απολογία.
4. Η ανάκριση είναι μυστική και ουδείς
δύναται να λάβει γνώση των στοιχείων αυτής, εκτός του εγκαλουμένου και του
συνηγόρου του. Κατά τη διενέργεια των ανακριτικών πράξεων ο εγκαλούμενος έχει
δικαίωμα να παρίσταται αυτοπροσώπως ή με το συνήγορό του.
5. Η ανάκριση δύναται να επεκταθεί στην
έρευνα και άλλων πειθαρχικών παραπτωμάτων του αυτού ή άλλου αγρονομικού
προσωπικού για το οποίο προκύπτουν στοιχεία στην πορεία της ανάκρισης, μόνο με
ειδική διαταγή αυτού που διέταξε την ενεργούμενη Ε.Δ.Ε., εκτός αν κατά την
αρχική διαταγή για την ενέργεια της Ε.Δ.Ε. παρασχέθηκε τέτοια εξουσιοδότηση.
6. Ο εγκαλούμενος, από τη στιγμή που θα
κληθεί σε απολογία και πριν ακόμη απολογηθεί, δικαιούται:
α. Να
λαμβάνει γνώση των εγγράφων της δικογραφίας. Προς απόδειξη άσκησης του
δικαιώματος αυτού, ο εγκαλούμενος μονογράφει κάθε έγγραφο, γίνεται δε σχετική
μνεία στην έκθεση εξέτασης του εγκαλουμένου. Με γραπτή αίτηση του εγκαλουμένου
και με δαπάνη του χορηγούνται σ' αυτόν αντίγραφα των εγγράφων της δικογραφίας,
πλην εκείνων τα οποία από ειδικές διατάξεις χαρακτηρίζονται ως απόρρητα εκτός
αν αυτά αφορούν την προσωπική του κατάσταση και συνδέονται με τη συγκεκριμένη
υπόθεση. Σε περίπτωση περισσότερων του ενός εγκαλουμένων στην ίδια υπόθεση,
κανένας δεν δικαιούται να λαμβάνει γνώση της απολογίας των συνεγκαλουμένων του.
β. Να
εμφανίζει ενώπιον του ανακρίνοντος μάρτυρες υπεράσπισής του, με μέριμνα και
δαπάνη του. Από τους εμφανιζόμενους μάρτυρες, ο ανακρίνων δεν υποχρεούται να
εξετάζει περισσότερους από τρεις.
γ. Να
παρίσταται κατά την απολογία του με συνήγορο. Ο διορισμός του συνηγόρου
γίνεται, είτε με προφορική δήλωσή του, που καταχωρίζεται στην έκθεση εξέτασης
του εγκαλουμένου, είτε με απλή έγγραφη αναφορά που τίθεται στη δικογραφία. Το
δικαίωμα αυτό έχει ο εγκαλούμενος και σε κάθε μεταγενέστερη εξέτασή του, για
την οποία προσκαλείται εικοσιτέσσερις ώρες πριν από αυτή.
7. H
κλήση σε απολογία είναι γραπτή και περιλαμβάνει τα στοιχεία που αναφέρονται
στο άρθρο 24 παρ. 2 περιπτώσεις α', β', γ', δ', ε' και ζ' τη διαταγή δυνάμει
της οποίας ενεργείται η Ε.Δ.Ε. και μνεία των προαναφερόμενων δικαιωμάτων του
εγκαλουμένου, επιδίδεται δε σ' αυτόν πέντε (5) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν
την απολογία του.
8. Οι διατάξεις των παραγράφων 3, 4, 5 και 7
του άρθρου 24, έχουν ανάλογη εφαρμογή εν προκειμένω.
9. Σε περίπτωση που διαταχθεί συμπλήρωση της
ενεργηθείσης Ε.Δ.Ε. και προκύψουν νέα στοιχεία, αν μεν αυτά επιβαρύνουν το
κατηγορητήριο, ο εγκαλούμενος καλείται εκ νέου σε απολογία για όλα τα
διαπραχθέντα παραπτώματα, δυνάμενος ν ασκήσει εκ νέου όλα τα προαναφερόμενα
δικαιώματά του, διαφορετικά καλείται να λάβει γνώση, καθώς και αντίγραφα, αν
επιθυμεί, όλων των μεταγενέστερων της απολογίας του εγγράφων,
συμπεριλαμβανομένου και του αρχικώς συνταχθέντος Πορίσματος, χωρίς να καλείται
στην περίπτωση αυτή εκ νέου σε απολογία, εκτός και αν ο ίδιος υποβάλλει ρητά
τέτοιο αίτημα, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 6 του παρόντος
άρθρου. Σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός εγκαλουμένων από τη γνώση και τη
χορήγηση αντιγράφων εξαιρούνται οι απολογίες των συνεγκαλουμένων.
10. Αυτός που διενεργεί την Ε.Δ.Ε. δύναται,
αν το κρίνει αναγκαίο, να καλεί κάθε ανώτερο ή κατώτερό του, που έχει
οποιαδήποτε ανάμιξη στην υπόθεση που ερευνά, να υποβάλει σ' αυτόν εφόσον
επιθυμεί σχετική έγγραφη αναφορά.
11. Ένορκη Διοικητική Εξέταση ενεργείται και
στις ακόλουθες περιπτώσεις για τις οποίες η διαταγή προς ενέργειά της δεν
συνιστά άσκηση πειθαρχικής δίωξης:
α.
Για την εξακρίβωση των συνθηκών σοβαρών τραυματισμών ή αιτίων πάθησης του
αγρονομικού προσωπικού και της σχέσης αυτού προς την υπηρεσία.
β. Σε
περίπτωση θανάτου του αγρονομικού προσωπικού κατά τη διάρκεια διατεταγμένης
υπηρεσίας ή εκτός υπηρεσίας, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο θάνατος δεν
οφείλεται σε παθολογικά αίτια.
γ. Σε
κάθε άλλη περίπτωση που προβλέπουν ειδικές διατάξεις.
12. Σε περίπτωση κατά την οποία, από την
διενέργεια της Ε.Δ.Ε, με βάση τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου,
βεβαιωθεί πειθαρχικό παράπτωμα εφαρμόζονται για τον υπαίτιο οι διατάξεις της
παραγράφου 6.
’ρθρο 27
Κωλύματα
προς ενέργεια διοικητικών εξετάσεων
1. Δε δύναται να ενεργήσει Προκαταρκτική
Έρευνα, Π.Δ.Ε. ή Ε.Δ.Ε.:
α.
Όποιος είναι συγγενής εξ αίματος του εγκαλουμένου ή του εγκαλούντος κατ'
ευθεία μεν γραμμή απεριόριστα, εκ πλαγίου δε μέχρι τετάρτου βαθμού και εξ
αγχιστείας μέχρι δευτέρου ή σύζυγος αυτών. Τα κωλύματα της εξ αγχιστείας
συγγένειας και της συζυγικής σχέσεως υφίστανται και μετά τη λύση του γάμου.
β.
Όποιος κατά το χρόνο έναρξης της διοικητικής εξέτασης, έχει ιδιαίτερη φιλία ή
έχθρα με τον εγκαλούμενο ή τον εγκαλούντα ή γενικά συντρέχουν στο πρόσωπό του
γεγονότα ικανά να δικαιολογήσουν εύλογη δυσπιστία για την αμερόληπτη κρίση
του.
γ.
Όποιος κατήγγειλε την πράξη, για την οποία διατάσσεται η ενέργεια της
διοικητικής εξέτασης, εφόσον ο καταγγέλλων είχε αυτοπρόσωπη αντίληψη της καταγγελλόμενης
πράξης.
δ.
Εκείνος κατά του οποίου υπάρχουν ενδείξεις ότι φέρει ευθύνη για την πράξη που
αποτελεί αντικείμενο της διοικητικής ερεύνης.
ε.
Όποιος έχει συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης.
στ.
Όποιος έχει εξετασθεί ως μάρτυρας ή έχει γνωμοδοτήσει ως πραγματογνώμων στην
ίδια υπόθεση.
2. Εκείνος στον οποίο ανατίθεται η ενέργεια
της διοικητικής εξέτασης, σε περίπτωση συνδρομής κωλύματος της προηγούμενης
παραγράφου, υποχρεούται να αναφέρει αμέσως μετά τη λήψη της διαταγής την ύπαρξη
του κωλύματος αυτού σ' αυτόν που τον όρισε με αναφορά του, στην οποία εκθέτει
λεπτομερώς τους λόγους εξαιρέσεως από την ενέργεια της εξέτασης επισυνάπτοντας
και τα απαραίτητα στοιχεία για την απόδειξη των λόγων αυτών. Την ίδια υποχρέωση
έχει ο ενεργών τη διοικητική εξέταση και όταν ο λόγος εξαίρεσης ανακύψει κατά
την πορεία αυτής.
3. Η από πρόθεση αποσιώπηση κωλύματος και η
αναληθής επίκληση αυτού με σκοπό την αποφυγή της διενέργειας της εξέτασης,
συνιστούν πειθαρχικά παραπτώματα, χωρίς να αποκλείεται και εφαρμογή του άρθρου
254 του Π.Κ.
4. Αν η πειθαρχική δίωξη με ενέργεια Ε.Δ.Ε.
ή Π.Δ.Ε. έχει ασκηθεί ρητά σε βάρος συγκεκριμένου προσώπου από το αγρονομικό
προσωπικό, η σχετική διαταγή για τη διενέργειά της επιδίδεται στον εγκαλούμενο,
ο οποίος, μέσα σε τρεις μέρες από την επίδοση, δικαιούται να ζητήσει εφάπαξ, με
έγγραφη αναφορά του, την εξαίρεση του ενεργούντα την Ε.Δ.Ε., στον οποίο
ανατέθηκε η ανάκριση, για κάποιον από τους αναφερομένους στην παρ. 1 του
παρόντος άρθρου λόγους, επισυνάπτοντας και τα απαραίτητα στοιχεία για την
απόδειξη των προβαλλόμενων ισχυρισμών του. Αν ο λόγος εξαίρεσης ανακύψει κατά
την πορεία της εξέτασης, το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί μέχρι και την
προσέλευσή του προς απολογία. Η από πρόθεση επίκληση αναληθών λόγων εξαίρεσης
συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα που τιμωρείται κατά τις διατάξεις του παρόντος.
5. Αν κατά την πορεία της διοικητικής
εξέτασης προκύψουν ευθύνες σε βάρος προσώπου από το αγρονομικό προσωπικό, κατά
του οποίου δεν είχε ασκηθεί αρχικά η πειθαρχική δίωξη, επιδίδεται σ' αυτό, κατά
περίπτωση, η διαταγή διενέργειας της Ε.Δ.Ε. ή της Π.Δ.Ε., με την οποία είχε
παρασχεθεί στον ενεργούντα την εξέταση η εξουσιοδότηση για επέκταση της
ανάκρισης και στην έρευνα παραπτωμάτων άλλου αγρονομικού υπαλλήλου, ή η ειδική
διαταγή επέκτασης αυτής, που εκδόθηκε από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο κατά
τους ορισμούς των άρθρων 26 παρ. 5 και 25 παρ. 5. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται
οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
6. Οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος
άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και στις περιπτώσεις διενέργειας Προκαταρκτικής
Έρευνας, Π.Δ.Ε. ή Ε.Δ.Ε. κατά τα άρθρα 21 παρ. 3, 25 παρ. 6 και 26 παρ. 11. Ο
αρμόδιος προς άσκηση πειθαρχικής δίωξης που ενεργεί αυτεπαγγέλτως Προκαταρκτική
Έρευνα κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 21 παρ. 3 υποχρεούται να
γνωστοποιήσει στον εγκαλούμενο την έναρξη ή την επέκταση αυτής καθώς και το
αντικείμενό της.
7. Αν η Ε.Δ.Ε., η Π.Δ.Ε. ή η Προκαταρκτική
Έρευνα στρέφεται σε βάρος δύο ή περισσότερων προσώπων από το αγρονομικό
προσωπικό, το τυχόν κώλυμα, που συντρέχει στο πρόσωπο του ενεργούντος τη
διοικητική εξέταση σε σχέση με τον ένα εγκαλούμενο, λογίζεται ως κώλυμα και ως
προς τους λοιπούς εγκαλουμένους.
8. Επί των κωλυμάτων και των λόγων εξαίρεσης
αποφαίνονται οριστικά και τελεσίδικα:
α.
Προκειμένου περί Προκαταρκτικών Ερευνών, ο Διευθυντής της οικείας Διεύθυνσης
στην οποία υπάγεται διοικητικά ο ενεργών τη διοικητική εξέταση.
β.
Προκειμένου περί Π.Δ.Ε. και Ε.Δ.Ε. που ενεργούνται κατ' εφαρμογή του άρθρου 26
παρ. 1 εδαφ. β' και γ' και 11, εκείνοι που διέταξαν τη διενέργειά τους.
γ.
Προκειμένου περί Ε.Δ.Ε. που ενεργούνται κατ' εφαρμογή του άρθρου 26 παρ. 1
εδαφ. α':
(1) Ο
Αρχηγός της Ελληνικής Αγροφυλακής αν ο διωκόμενος είναι Αγρονομικός
Διευθυντής.
(2) Ο
Βοηθός Αρχηγού για το λοιπό αγρονομικό προσωπικό.
9. Η δήλωση κωλύματος και η αίτηση εξαίρεσης
αναστέλλουν τη διενέργεια της διοικητικής εξέτασης μέχρι να εκδοθεί σχετική
απόφαση. Σε περίπτωση που αυτές απορριφθούν, συνεχίζεται η εξέταση από το ίδιο πρόσωπο,
διαφορετικά ορίζεται άλλος για τη διενέργειά της, οι ανακριτικές όμως πράξεις
που διενεργήθηκαν παραμένουν έγκυρες.
’ρθρο 28
Πόρισμα
διοικητικών εξετάσεων
1. Οι ενεργούντες τις διοικητικές εξετάσεις
συντάσσουν, μετά το πέρας αυτών, πόρισμα, το οποίο περιλαμβάνει τα εξής μέρη:
α. Το
προοίμιο, στο οποίο αναγράφεται ο τύπος του εγγράφου (Εκθεση πορίσματος Ε.Δ.Ε.
ή Π.Δ.Ε.), ο τόπος και ο χρόνος σύνταξης αυτών, ο βαθμός, το ονοματεπώνυμο και
η ιδιότητα αυτού που το συντάσσει, η διαταγή με την οποία διατάχθηκε η εξέταση
και οι διατάξεις με βάση τις οποίες αυτή ενεργείται.
β. Το
ιστορικό, το οποίο περιλαμβάνει την αιτία που έδωσε την αφορμή προς ενέργεια
της εξέτασης και την περιληπτική περιγραφή της υπόθεσης.
γ. Το
αιτιολογικό, το οποίο περιλαμβάνει σαφή και ακριβή περιγραφή των ενεργειών του
ενεργήσαντα την εξέταση, το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε από την
εξέταση, αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων και αιτιολογημένες
διαπιστώσεις και κρίσεις, σχετικά με το αντικείμενο της εξέτασης. Κατά τη
σύνταξη του μέρους αυτού δεν είναι αναγκαία η απαρίθμηση των εγγράφων της
δικογραφίας που λαμβάνονται υπόψη και αξιολογούνται από τον ενεργούντα την
Ε.Δ.Ε.
δ. Το
συμπέρασμα, το οποίο περιλαμβάνει τις τελικές σκέψεις και εκτιμήσεις, στις οποίες
καταλήγει ο ενεργή-σας την εξέταση, με βάση τις αναλυτικές διαπιστώσεις και την
αιτιολογημένη κρίση, που παρέθεσε στο αιτιολογικό μέρος. Σε περίπτωση που
προκύψει πειθαρχική ευθύνη, το πόρισμα περιλαμβάνει με σαφήνεια και ακρίβεια
τα στοιχεία του πειθαρχικού παραπτώματος, τις διατάξεις που το προβλέπουν καθώς
και τα στοιχεία του υπαιτίου.
ε.
Τις προτάσεις. Στο μέρος αυτό διατυπώνεται η τελική πρόταση του ενεργήσαντος
την εξέταση, σχετικά με το αντικείμενο για το οποίο ενεργήθηκε αυτή με βάση τη
σχετική διαταγή. Σε περίπτωση καταλογισμού ευθυνών σε βάρος αγρονομικού
προσωπικού, παρατίθενται με σαφήνεια και ακριβή τοπικό και χρονικό
προσδιορισμό τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το πειθαρχικό
παράπτωμα, καθώς και ο νομικός χαρακτηρισμός αυτών.
2. Η παράλειψη αναφοράς ενός ή περισσοτέρων
εκ των ανωτέρω στοιχείων στο πόρισμα δεν επιφέρει ακυρότητα, εκτός αν από την
παράλειψη προκλήθηκε βλάβη στον εγκαλούμενο.
3. Στο τέλος του πορίσματος τίθεται η
υπογραφή του συντάκτη και σε κάθε φύλλο του τίθεται η μονογραφή αυτού.
’ρθρο 29
Ταξινόμηση
και αρίθμηση των εγγράφων της διοικητικής εξέτασης
1. Η δικογραφία της διοικητικής εξέτασης
αποτελείται από τα έγγραφα, τα λοιπά στοιχεία του αποδεικτικού υλικού και από
το πόρισμα, προκειμένου δε περί Ε.Δ.Ε., η δικογραφία περιλαμβάνει και πίνακα
περιεχομένων εγγράφων, ο οποίος συντάσσεται σε τετρασέλιδο φύλλο χάρτου και
περιέχει τις εξής στήλες: αύξοντα αριθμό (α/α) εγγράφων, αριθμό και ημερομηνία
εγγράφου, είδος εγγράφου και σελίδα της δικογραφίας.
2. Όλα τα έγγραφα της Ε.Δ.Ε. ταξινομούνται
και αριθμούνται κατ' αύξοντα αριθμό εγγράφων και κατ' αύξοντα αριθμό σελίδων.
Η ταξινόμηση και η αρίθμηση των εγγράφων γίνεται με την εξής σειρά. Πρώτη
τίθεται η διαταγή με την οποία διατάχθηκε η διενέργεια της Ε.Δ.Ε., η οποία
παίρνει τον αριθμό (1).
Τα
επισυναπτόμενα στη διαταγή υπηρεσιακά και μη έγγραφα παίρνουν τους αριθμούς 1α,
1β, 1γ κ.ο.κ.
Το
πόρισμα παίρνει τον αριθμό 2 και όλα τα λοιπά έγγραφα τους αριθμούς 3 και επόμενους
μέχρι την εξάντλησή τους. Ο αριθμός αυτός τίθεται με γραφίδα, ερυθρού χρώματος,
στην άνω δεξιά γωνία των εγγράφων.
Επίσης
όλες οι σελίδες των εγγράφων, ακόμη και αυτών που επισυνάπτονται στη διαταγή
διενέργειας της εξέτασης, αριθμούνται σε συνεχή αρίθμηση, με γραφίδα χρώματος
μπλε ή μαύρου, που τίθεται στο μέσον του επάνω μέρους της σελίδας. Οι λευκές
σελίδες διαγράφονται και δεν αριθμούνται.
3. Όλα τα έγγραφα της Ε.Δ.Ε. καταχωρούνται
στον πίνακα περιεχομένων εγγράφων, με τη σειρά που αριθμήθηκαν, σύμφωνα με τα
οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο.
4. Σε περίπτωση συμπλήρωσης της Ε.Δ.Ε. και
σύνταξης νέου πορίσματος, η ταξινόμηση και αρίθμηση των εγγράφων γίνεται ως
ακολούθως: Η διαταγή επιστροφής της Ε.Δ.Ε. για συμπλήρωση με όλο το συνημμένο
σ' αυτή φάκελο της Ε.Δ.Ε. αριθμείται με τον αριθμό 1, χωρίς όμως να
σελιδομετρείται. Το νέο πόρισμα αριθμείται με τον αριθμό 2 και όλα τα υπόλοιπα
έγγραφα που προστίθενται στη δικογραφία κατά τη συμπλήρωσή της αριθμούνται με
τους αριθμούς 3 και επομένους μέχρι την εξάντλησή τους. Η σελιδομέτρηση των
νέων εγγράφων στην προκειμένη περίπτωση συνεχίζεται από τον αριθμό που είχε
καταλήξει η αρχική αρίθμηση. Μετά τη συμπλήρωση της Ε.Δ.Ε. συντάσσεται
συμπληρωματικός πίνακας περιεχομένων εγγράφων, στον οποίο με αύξοντα αριθμό 1
καταχωρείται η διαταγή συμπλήρωσης της Ε.Δ.Ε. με όλο το συνημμένο σ' αυτή
φάκελο της επιστραφείσης δικογραφίας και στη συνέχεια με αύξοντα αριθμό 2 και
επομένους όλα τα νεώτερα έγγραφα με τη σειρά που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο
της παρούσας παραγράφου.
’ρθρο 30
Αρμόδιοι
να αποφασίσουν επί των διοικητικών εξετάσεων
1. Αρμόδιοι να αποφασίσουν, σύμφωνα με τα
οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 36 και 37, επί των διοικητικών εξετάσεων,
είναι:
α.
Προκειμένου περί Π.Δ.Ε. αυτοί που διέταξαν τη δι-ενέργειά τους.
β.
Προκειμένου περί Ε.Δ.Ε., που διενεργούνται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του
άρθρου 26 παρ. 1 εδάφ. α' του παρόντος:
(1) Ο
Υπουργός Εσωτερικών, αν αφορά τον Αρχηγό ή διενεργήθηκε από το Γενικό Γραμματέα
της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Τάξης του Υπουργείου Εσωτερικών και τον
Αρχηγό της Ελληνικής Αγροφυλακής.
(2) Ο
Γενικός Γραμματέας της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Τάξης του Υπουργείου
Εσωτερικών, αν αφορούν το Βοηθό Αρχηγού και τους Αγρονομικούς Διευθυντές ή
διενεργήθηκαν από τον Αρχηγό.
(3) Ο
Βοηθός Αρχηγού:
(α)
Αν αφορούν αγρονομικό προσωπικό μέχρι και το βαθμό του Αγρονομικού Υποδιευθυντή
και ενεργήθηκαν από βαθμοφόρους του Αρχηγείου, ή της Αγρονομικής Ακαδημίας.
(β)
Αν διενεργήθηκαν από τους Διευθυντές Αγροφυλακής Περιφερειών ή το Διευθυντή
της Αγρονομικής Ακαδημίας.
(4)
Οι Διευθυντές Αγροφυλακής Περιφερειών και ο Διευθυντής της Αγρονομικής
Ακαδημίας, αν αφορά αγρονομικό προσωπικό μέχρι και το βαθμό του Αγρονομικού Υποδιευθυντή
και διενεργήθηκαν από βαθμοφόρους της δικαιοδοσίας τους.
γ.
Προκειμένου περί Ε.Δ.Ε., που ενεργούνται κατ' εφαρμογή των διατάξεων των παρ.
1 εδάφ. β' και γ' και 11 του άρθρου 26, τα ακόλουθα κατά περίπτωση όργανα:
(1) Ο
Υπουργός Εσωτερικών και ο Γενικός Γραμματέας της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας
Τάξης του Υπουργείου Εσωτερικών, ο Αρχηγός και ο Βοηθός Αρχηγού για τις Ε.Δ.Ε.
που διέταξαν οι ίδιοι.
(2)
Οι Διευθυντές Αγροφυλακής Περιφερειών και ο Διευθυντής της Αγρονομικής
Ακαδημίας, αν η Ε.Δ.Ε. διατάχθηκε από τους ίδιους.
(3)
Οι Διευθυντές των Υπηρεσιών επιπέδου Διεύθυνσης, για τις Ε.Δ.Ε. που διέταξαν
οι ίδιοι.
2. Σε περίπτωση εμπλοκής Αγρονομικού
Διευθυντή ή Αγρονομικού Υποδιευθυντή ή Αγρονόμου και λοιπού Αγρονομικού
προσωπικού στην ίδια υπόθεση που έχει διερευνηθεί με Ε.Δ.Ε., η αποφασιστική
αρμοδιότητα επί της Ε.Δ.Ε. ασκείται από το όργανο που είναι αρμόδιο να
αποφασίσει για τον φέροντα τον υψηλότερο βαθμό
3. Ο Αρχηγός της Ελληνικής Αγροφυλακής
δύναται σε κάθε περίπτωση που έχει διενεργηθεί Ε.Δ.Ε., κατ' εφαρμογή των
διατάξεων του άρθρου 26 παρ. 1 εδάφ. α' του παρόντος, να διατάσσει την υποβολή
της δικογραφίας της Ε.Δ.Ε. στον ίδιο, για την άσκηση αποφασιστικής
αρμοδιότητας, εφόσον η υπόθεση δεν παραπέμφθηκε στο πειθαρχικό συμβούλιο και
δεν έχει παρέλθει τρίμηνο από την τελική κρίση της υπόθεσης από τα αρμόδια
κατά περίπτωση όργανα που αναφέρονται στην παρ. 1 εδάφ. β' περίπτωση (4).
4. Οι κατά τα ανωτέρω αρμόδιοι να
αποφασίσουν επί των Ε.Δ.Ε. και των Π.Δ.Ε. καθώς και οι ενδιάμεσα γνωματεύοντες
επί των πορισμάτων αυτών, δύνανται να επιστρέφουν τη σχετική δικογραφία για
συμπλήρωση, αν από τη μελέτη αυτής κρίνουν ότι υπάρχουν τυπικές ή ουσιαστικές
ελλείψεις που έχουν ανάγκη συμπλήρωσης.
’ρθρο 31
Γνωματεύσεις
επί των πορισμάτων των διοικητικών εξετάσεων
1. Τα πορίσματα των διοικητικών εξετάσεων
υπόκεινται σε κάθε περίπτωση σε γνωμάτευση από τα προϊστάμενα του
ενεργήσαντος την εξέταση ιεραρχικά όργανα πριν το αρμόδιο όργανο αποφασίσει επί
των διοικητικών εξετάσεων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 36 και 37.
2. Κατ' εξαίρεση, δεν υπόκεινται σε
γνωμάτευση τα πορίσματα των διοικητικών εξετάσεων που ενεργούνται από τον Βοηθό
Αρχηγού, τον Αρχηγό, το Γενικό Γραμματέα και τον Υπουργό Εσωτερικών.
’ρθρο 32
Αποδεικτικά
μέσα - επιδόσεις εγγράφων
1. Για τα επιτρεπόμενα στο στάδιο της
προδικασίας αποδεικτικά μέσα, την κλήτευση, τον όρκο, την εξέταση και τις
συνέπειες της μη εμφάνισης των μαρτύρων, τον τρόπο εξέτασης του εγκαλουμένου,
καθώς και τον τύπο των εκθέσεων εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του Κ.Π.Δ.
Κατά τη σύνταξη όμως των εκθέσεων αντί δευτέρου ανακριτικού υπαλλήλου
προσλαμβάνεται για σύμπραξη ως γραμματέας άλλος βαθμοφόρος. Σε περίπτωση που ο
διωκόμενος είναι αγροφύλακας, δύναται να προσλαμβάνεται ως γραμματέας και αγροφύλακας.
2. Η κατά παραγγελία λήψη κατάθεσης ή
ενέργεια άλλης ανακριτικής πράξης, όταν παρίσταται ανάγκη, γίνεται από άλλο
βαθμοφόρο ανώτερο ή αρχαιότερο του εγκαλουμένου.
3. Οι επιδόσεις εγγράφων της προδικασίας
στον εγκαλούμενο γίνονται στον ίδιο, μέσω του προϊσταμένου της υπηρεσίας του.
Αν ο εγκαλούμενος βρίσκεται σε παράνομη απουσία, η επίδοση γίνεται στον
προϊστάμενο της υπηρεσίας, στην οποία υπηρετούσε τελευταία. Αν τελεί σε
κατάσταση διαθεσιμότητας ή ετήσιας άδειας λόγω νοσήματος ή αργίας ή έχει
απομακρυνθεί από την υπηρεσία και είναι ιδιώτης, η επίδοση γίνεται στην
κατοικία του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 155 του Κ.Π.Δ. Αν ο
εγκαλούμενος είναι αγνώστου διαμονής, η επίδοση γίνεται στο σύζυγο ή τους
συγγενείς αυτού που προβλέπονται από το άρθρο 156 του Κ.Π.Δ. και σε περίπτωση
μη ανεύρεσης αυτών, στην αστυνομική αρχή της τελευταίας γνωστής διαμονής του.
4. Σε περίπτωση που ο εγκαλούμενος διαμένει
στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον τυχόν διορισθέντα αντίκλητο και αν αυτός
δεν υπάρχει στον προϊστάμενο της υπηρεσίας στην οποία ανήκει οργανικά, εφόσον ο
εγκαλούμενος είναι στην ενέργεια. Σε κάθε άλλη περίπτωση ο εγκαλούμενος
θεωρείται ότι είναι άγνωστης διαμονής και εφαρμόζεται το τελευταίο εδάφιο της
προηγούμενης παραγράφου.
5. Σε όλα τα στάδια της πειθαρχικής
διαδικασίας επιτρέπεται στον εγκαλούμενο να παρίσταται με συνήγορο.
’ρθρο 33
Πειθαρχικά
όργανα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Γ'
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
1. Την πειθαρχική εξουσία στο αγρονομικό
προσωπικό ασκούν:
α. Τα
αρμόδια πειθαρχικά συμβούλια.
β. Οι
αρμόδιοι για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, που προβλέπονται από το άρθρο
22 παράγραφοι 1 έως 3.
2. Τα πειθαρχικά συμβούλια είναι:
α. Το
Πρωτοβάθμιο και Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο που είναι αρμόδια για την
εκδίκαση σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, αντιστοίχως, των πειθαρχικών υποθέσεων,
που παραπέμπονται σε αυτά και αφορούν αγρονομικό προσωπικό.
β. Το
Πρωτοβάθμιο και Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, λειτουργούν στην Αθήνα,
έχουν ετήσια θητεία και συγκροτούνται το μήνα Απρίλιο κάθε έτους, με απόφαση
του Αρχηγού της Ελληνικής Αγροφυλακής. Με την απόφαση συγκρότησης ορίζονται
ονομαστικώς οι πρόεδροι και οι αναπληρωτές τους, τα τακτικά και ισάριθμα
αναπληρωματικά μέλη και οι γραμματείς.
3. Τα πειθαρχικά συμβούλια απαρτίζονται από
βαθμοφόρους γενικών καθηκόντων, ως ακολούθως:
α. Το
Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο από τρεις Αγρονομικούς Διευθυντές, ο
αρχαιότερος των οποίων ορίζεται ως Πρόεδρος.
β. Το
Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο από τον Βοηθό Αρχηγού και από δύο Αγρονομικούς
Διευθυντές.
4. Δεν μπορεί να συμμετέχει στις εργασίες του Συμβουλίου
όποιος:
α.
Διενήργησε την Ε.Δ.Ε. για την υπόθεση που πρόκειται να εκδικασθεί.
β.
Γνωμάτευσε για την παραπομπή του εγκαλουμένου στο Συμβούλιο.
γ.
Εμπίπτει στα κωλύματα που αναφέρονται στο άρθρο 27 παρ. 1.
δ.
'Εχει τιμωρηθεί έστω και σε πρώτο βαθμό με ανώτερη πειθαρχική ποινή.
ε.
Προκειμένου περί Δευτεροβαθμίου Συμβουλίου, όποιος συμμετείχε στη σύνθεση του
Πρωτοβαθμίου Συμβουλίου.
’ρθρο 34
Δικαιοδοσία
πειθαρχικών οργάνων
1. Τα πειθαρχικά συμβούλια δύνανται να
επιβάλλουν οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, για τις πειθαρχικές υποθέσεις που
παραπέμπονται σ' αυτά. Οι ποινές της απόταξης, της αργίας με απόλυση και της
αργίας με πρόσκαιρη παύση επιβάλλονται μόνο από τα πειθαρχικά συμβούλια.
2. Οι ποινές που επιβάλλονται από τα
πειθαρχικά συμβούλια εκτελούνται:
α. Με
απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, αν αφορούν απόταξη.
β. Με
απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αγροφυλακής, αν αφορούν οποιαδήποτε άλλη
ποινή.
3. Οι ποινές του προστίμου και της επίπληξης
για τις πειθαρχικές υποθέσεις που δεν έχουν παραπεμφθεί στα πειθαρχικά
συμβούλια, επιβάλλονται από τα ακόλουθα όργανα:
α. Το
πρόστιμο επιβάλλεται από τον Υπουργό Εσωτερικών, το Γενικό Γραμματέα Δημόσιας
Τάξης και τους αρμόδιους για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης Βαθμοφόρους, με
τις εξής διακρίσεις:
(1) Ο
Υπουργός Εσωτερικών, ο Γενικός Γραμματέας και ο Αρχηγός της Ελληνικής
Αγροφυλακής, μέχρι τρεις (3) μηνιαίους βασικούς μισθούς (M.B.M.).
(2) Ο
Βοηθός Αρχηγού, μέχρι 2 M.B.M.
(3)
Οι Αγρονομικοί Διευθυντές μέχρι 1 M.B.M.
(4)
Οι Αγρονομικοί Υποδιευθυντές μέχρι 5/6 ενός M.B.M.
(5)
Οι Αγρονόμοι που ασκούν διοίκηση μέχρι 3/6 ενός M.B.M.
(6)
Οι Αγρονόμοι που δεν ασκούν διοίκηση μέχρι 2/6 ενός M.B.M.
β. H ποινή
της επίπληξης επιβάλλεται από τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο πρόσωπα,
καθώς και από τους Αρχιφύλακες, που ασκούν έστω και προσωρινή διοίκηση.
4. Οι Αγρονόμοι δεν μπορούν να επιβάλλουν σε
νεωτέρους τους Αγρονόμους τις αναφερόμενες στην προηγουμένη παράγραφο ποινές
της δικαιοδοσίας τους, εφόσον δεν ασκούν διοίκηση.
’ρθρο 35
Εκδίκαση
παραπτωμάτων μετά από απ' ευθείας κλήση σε απολογία
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Δ'
ΕΚΔΙΚΑΣΗ
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΜΟΝΟΜΕΛΗ ΟΡΓΑΝΑ
Σε περίπτωση που η πειθαρχική δίωξη έχει
ασκηθεί με απ' ευθείας κλήση σε απολογία, αυτός που άσκησε τη δίωξη συνεκτιμά
το περιεχόμενο της απολογίας και τα λοιπά στοιχεία που σχετίζονται με τη
βεβαίωση του παραπτώματος και προβαίνει στις ακόλουθες ενέργειες:
α. Αν
κρίνει ότι τα πραγματικά περιστατικά που αποδόθηκαν στον εγκαλούμενο δεν
συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα ή δεν αποδείχθηκαν ή ότι γι' αυτά δεν μπορεί να
επιβληθεί πειθαρχική ποινή, λόγω παραγραφής ή λήξης της πειθαρχικής ευθύνης,
θέτει την υπόθεση στο αρχείο με αιτιολογημένη πράξη του, η οποία μπορεί να
συντάσσεται και επί του σώματος της απολογίας. Στην περίπτωση αυτή, η πράξη της
αρχειοθέτησης με όλη τη σχετική αλληλογραφία υποβάλλεται ιεραρχικά στον αρμόδιο
για την επικύρωση της ποινής, ο οποίος αποφασίζει τελεσίδικα για την
αρχειοθέτηση της υπόθεσης ή την επιβολή ποινής.
β. Αν
κρίνει ότι τα υπάρχοντα στοιχεία στοιχειοθετούν πειθαρχική ευθύνη:
(1)
Επιβάλλει την προσήκουσα ποινή και συντάσσει πίνακα ποινής, τον οποίο υποβάλλει
με αναφορά στην προϊσταμένη του Υπηρεσία, μαζί με την κλήση σε απολογία, την
απολογία και κάθε άλλο σχετικό έγγραφο.
Στον
πίνακα ποινής αναγράφεται ο βαθμός, ο αριθμός μητρώου, το ονοματεπώνυμο, το
πατρώνυμο, το είδος της ποινής και σε περίπτωση επιβολής ποινής προστίμου, το
ύψος αυτού, το αιτιολογικό της ποινής, το οποίο πρέπει να είναι συνοπτικό,
σαφές και να αποδίδει απόλυτα τα πραγματικά περιστατικά του παραπτώματος,
τοπικά και χρονικά προσδιορισμένα, καθώς και τη σχετική διάταξη που προβλέπει
το παράπτωμα. Ο πίνακας υπογράφεται από αυτόν που ασκεί τον πειθαρχικό έλεγχο
και σφραγίζεται με τη σφραγίδα της Υπηρεσίας.
Όταν
η ποινή επιβάλλεται από τον Υπουργό, το Γενικό Γραμματέα, τον Αρχηγό του
Σώματος, τον Βοηθό Αρχηγού και τους Αγρονομικούς Διευθυντές, αντί πίνακα ποινής,
συντάσσεται σχετική απόφαση επιβολής ποινής.
(2)
Σε περίπτωση που κατά την κρίση του η ποινή που πρέπει να επιβληθεί υπερβαίνει
τη δικαιοδοσία του, υποβάλλει όλη τη σχετική αλληλογραφία στον ιεραρχικά
προϊστάμενό του, ο οποίος κρίνει για το παράπτωμα, σύμφωνα με τα
προαναφερόμενα.
’ρθρο 36
Εκδίκαση
παραπτωμάτων μετά από Π.Δ.Ε.
Σε περίπτωση που η πειθαρχική δίωξη έχει
ασκηθεί με ενέργεια Π.Δ.Ε., αυτός που άσκησε τη δίωξη, αμέσως μετά τη λήψη του
πορίσματος της Π.Δ.Ε. και της συνημμένης σ' αυτό αλληλογραφίας, προβαίνει στις
ακόλουθες ενέργειες:
α. Αν
κρίνει ότι τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την εξέταση, συνιστούν
πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο ο διωκόμενος έχει κληθεί ήδη σε απολογία,
ενεργεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση β' του προηγουμένου άρθρου.
β. Αν
κρίνει ότι ο διωκόμενος, παρά την κλήση του σε απολογία, δεν φέρει τελικά
πειθαρχική ευθύνη, είτε διότι τα πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν πειθαρχικό
παράπτωμα ή δεν αποδείχθηκαν, είτε διότι γι' αυτά δεν μπορεί να επιβληθεί
πειθαρχική ποινή, λόγω παραγραφής ή λήξης της πειθαρχικής ευθύνης, θέτει την
υπόθεση στο αρχείο με αιτιολογημένη πράξη του, η οποία συντάσσεται επί του
πορίσματος της εξέτασης.
γ. Αν
ο διωκόμενος δεν έχει κληθεί σε απολογία, επειδή ο ενεργήσας την εξέταση δεν
τον έκρινε πειθαρχικά ελεγκτέο και ο ίδιος συμφωνεί με την απαλλακτική πρόταση
που διατυπώνεται στο πόρισμα, θέτει την υπόθεση στο αρχείο με πράξη που
συντάσσεται επί του πορίσματος.
δ. Αν
στην αμέσως προηγούμενη περίπτωση κρίνει ότι η απαλλακτική κρίση του
ενεργήσαντος την Π.Δ.Ε. δεν είναι αιτιολογημένη και ο διωκόμενος φέρει τελικά
πειθαρχική ευθύνη, διατυπώνει αιτιολογημένα τη διαφωνία του επί του πορίσματος
και διατάσσει τη λήψη της απολογίας του διωκομένου, με συγκεκριμένο αιτιολογικό
που καθορίζει ο ίδιος και μετά τη λήψη της απολογίας ενεργεί σύμφωνα με τα
οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο.
’ρθρο 37
Εκδίκαση
πειθαρχικών παραπτωμάτων μετά από Ε.Δ.Ε.
1. Προκειμένου περί Ε.Δ.Ε. που έχουν
ενεργηθεί κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 26 παρ. 1 εδάφ. α' του
παρόντος, οι κατά το άρθρο 30 παρ. 1 εδάφ. β' αρμόδιοι να αποφασίσουν, μέσα σε
προθεσμία τριών (3) μηνών, που αρχίζει από την ημερομηνία της εισόδου της
δικογραφίας στο αρμόδιο Τμήμα της Διεύθυνσης Διοικητικού και Οικονομικοτεχνικών
Μέσων του Αρχηγείου ή της Διεύθυνσης Αγροφυλακής Περιφέρειας ή της Αγρονομικής
Ακαδημίας, εκτιμούν τα περιστατικά, που βεβαιώθηκαν από την Ε.Δ.Ε. και αν μεν
κρίνουν ότι δεν υπάρχει παράπτωμα, θέτουν τη δικογραφία στο αρχείο, αν δε
κρίνουν ότι υπάρχει παράπτωμα, που πρέπει να τιμωρηθεί με κατώτερη πειθαρχική
ποινή, επιβάλλουν με απόφασή τους την ποινή αυτή, χωρίς να απαιτείται στην
περίπτωση αυτή νέα κλήση σε απολογία. Αν κρίνουν ότι το παράπτωμα επισύρει
ανώτερη πειθαρχική ποινή, παραπέμπουν τον υπαίτιο στο αρμόδιο Πειθαρχικό
Συμβούλιο.
Η
ανωτέρω προθεσμία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες, αν το
παράπτωμα για το οποίο διενεργήθηκε Ε.Δ.Ε. έχει σχέση με τη διαφθορά χαρακτήρα,
τη σοβαρή αντιπειθαρχική συμπεριφορά προς τους ανωτέρους, την παραβίαση των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη βάναυση προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας,
την έλλειψη πίστεως προς το Σύνταγμα και το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας,
την παραβίαση υπηρεσιακής εχεμύθειας και ιδίως τα παραπτώματα που διαλαμβάνονται
στο άρθρο 9 παρ. 1 εδάφια α', β', γ', δ', στ' και θ' και άρθρο 10 παρ. 1 εδάφιο
α' του παρόντος.
Στην
παραπεμπτική διαταγή περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το
πειθαρχικό παράπτωμα του διωκομένου, τίθεται το ερώτημα στο οποίο καλείται το
συμβούλιο να αποφανθεί και τάσσεται ανάλογη προθεσμία, μέσα στην οποία πρέπει
να συγκληθεί το συμβούλιο, που στην περίπτωση του προηγουμένου εδαφίου δεν
μπορεί να είναι ανώτερη των τριάντα (30) ημερών.
2. Η διαταγή παραπομπής αγρονομικού προσωπικού
ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου σε καμιά περίπτωση δεν ανακαλείται.
3. Αντίγραφα της παραπεμπτικής διαταγής, με
το φάκελο της δικογραφίας, το ατομικό βιβλιάριο του εγκαλουμένου και κάθε
άλλο στοιχείο που σχετίζεται με την υπόθεση, διαβιβάζονται στον πρόεδρο του
αρμοδίου πειθαρχικού συμβουλίου.
4. Προκειμένου περί Ε.Δ.Ε. που έχουν
ενεργηθεί κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 26 παρ. 1β' και γ', οι
αναφερόμενοι στο άρθρο 30 παρ. 1 εδάφ. γ' αρμόδιοι να αποφασίσουν, ενεργούν
σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 36, εκτός αν κατά την κρίση τους το παράπτωμα,
λόγω της βαρύτητάς του και των συνθηκών τέλεσης αυτού, επισύρει ανώτερη
πειθαρχική ποινή, οπότε υποβάλλουν ιεραρχικά την Ε.Δ.Ε. στο αρμόδιο για την
επιβολή της ποινής αυτής όργανο.
5. Στην περίπτωση που η Ε.Δ.Ε. αφορά τον
Αρχηγό, ο Υπουργός Εσωτερικών, εκτιμώντας τα στοιχεία που προέκυψαν, θέτει την
πειθαρχική δικογραφία στο αρχείο ή εισηγείται στο Κυβερνητικό Συμβούλιο
Εξωτερικών και 'Αμυνας (ΚΥ.Σ.Ε.Α.), την αποστρατεία του.
’ρθρο 38
Ελεγχος
ποινών
1. Οι ποινές του προστίμου και της επίπληξης
που επιβάλλονται από μονομελή όργανα, πλην αυτών που επιβάλλουν ο Υπουργός, ο
Γενικός Γραμματέας και ο Αρχηγός της Ελληνικής Αγροφυλακής, υπόκεινται σε
έλεγχο από ιεραρχικώς προϊστάμενα όργανα, σύμφωνα με τις διατάξεις των επομένων
παραγράφων.
2. Οι ποινές που επιβάλλονται σε Αγροφύλακες
και Αρχιφύλακες, υποβάλλονται προς έλεγχο στο διευθυντή της Υπηρεσίας, στην
οποία υπάγονται οι επιβάλλοντες την ποινή. Αν οι επιβάλλοντες την ποινή είναι
Διευθυντές Υπηρεσιών, υποβάλλονται στη Διεύθυνση Διοικητικού και
Οικονομικοτεχνικών Μέσων του Αρχηγείου Ελληνικής Αγροφυλακής.
3. Οι ποινές που επιβάλλονται σε Αγρονόμους
ή Αγρονομικούς Υποδιευθυντές από ομοιόβαθμους προ-Ιστάμενους υπηρεσιών
υποβάλλονται για έλεγχο στο διευθυντή της οικείας Διεύθυνσης Αγροφυλακής Περιφέρειας.
Αν οι επιβάλλοντες την ποινή είναι Διευθυντές Υπηρεσιών, υποβάλλονται στη
Διεύθυνση Διοικητικού και Οικονομικοτεχνικών Μέσων του Αρχηγείου Ελληνικής
Αγροφυλακής.
4. Οι ποινές που επιβάλλονται από τον Αρχηγό
στο Βοηθό Αρχηγού και τους λοιπούς Αγρονομικούς Διευθυντές, δεν υπόκεινται σε
έλεγχο.
5. Οι αρμόδιοι για τον έλεγχο:
α.
Εξετάζουν αν για την επιβολή της ποινής τηρήθηκαν οι σχετικές διατάξεις του
παρόντος διατάγματος και αν η επιβληθείσα ποινή αιτιολογείται επαρκώς, δικαιούμενοι
να ενεργήσουν ή να διατάξουν την ενέργεια σχετικής έρευνας για την εξακρίβωση
περιστατικού προς διαμόρφωση πληρέστερης γνώμης.
β.
Επικυρώνουν την επιβληθείσα ποινή, εφόσον συμφωνούν με το είδος, το ύψος και
το αιτιολογικό της.
γ.
Επαυξάνουν, μειώνουν ή αίρουν την επιβληθείσα ποινή ή τροποποιούν το
αιτιολογικό της ή το νομικό χαρακτηρισμό του παραπτώματος, εφόσον δεν συμφωνούν
με τον επιβάλλοντα, μεριμνώντας πάντοτε ώστε να εξασφαλίζεται ορθή και
ομοιόμορφη άσκηση της πειθαρχικής δικαιοδοσίας.
6. Στις περιπτώσεις των εδαφίων β' και γ'
της προηγούμενης παραγράφου συντάσσεται επί του πίνακα επιβολής της ποινής
σχετική, κατά περίπτωση, πράξη, με επαρκή αιτιολογία σε περίπτωση μεταβολής της
ποινής ή του νομικού χαρακτηρισμού του παραπτώματος.
7. Σε περίπτωση μεταβολής της ποινής ή του
αιτιολογικού της ή του νομικού χαρακτηρισμού του παραπτώματος, θεωρείται ότι
επέβαλε την ποινή ο ενεργήσας την μεταβολή.
’ρθρο 39
Δικαιώματα
παραπεμπομένου ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ε'
ΕΚΔΙΚΑΣΗ
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ
1. Το αγρονομικό προσωπικό που παραπέμπεται
ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου δικαιούται:
α. Να
εμφανίζει ενώπιον του συμβουλίου, με μέριμνα και δαπάνες του, μάρτυρες
υπεράσπισης, από τους οποίους το συμβούλιο υποχρεούται να εξετάζει τουλάχιστον
τρεις.
β. Να
ζητήσει την εξαίρεση τόσων μόνο τακτικών και αναπληρωματικών μελών του
συμβουλίου, ώστε να είναι δυνατή η συγκρότησή του.
γ. Να
παρίσταται με δύο το πολύ συνηγόρους κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον
του Συμβουλίου.
δ. Να
ζητά με δικές του δαπάνες τη χορήγηση αντιγράφων των εγγράφων της δικογραφίας,
συμπεριλαμβανομένου του πορίσματος, πλην εκείνων τα οποία από ειδικές
διατάξεις χαρακτηρίζονται ως απόρρητα εκτός αν αυτά αφορούν την προσωπική του
κατάσταση και συνδέονται με τη συγκεκριμένη υπόθεση. Σε περίπτωση περισσοτέρων
του ενός εγκαλουμένου, από τη χορήγηση αντιγράφων εξαιρούνται οι απολογίες των
συνεγκαλουμένων.
2. Τα δικαιώματα που αναφέρονται στα εδάφια
β' και δ' της προηγούμενης παραγράφου ασκούνται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία
τριών (3) ημερών από την επίδοση στον εγκαλούμενο της παραπεμπτικής διαταγής.
Τα υπόλοιπα δικαιώματα της παραγράφου αυτής ασκούνται μέχρι την έναρξη της
ακροαματικής διαδικασίας.
’ρθρο 40
Προπαρασκευαστική
διαδικασία
1. Ο πρόεδρος του οικείου πειθαρχικού
συμβουλίου αμέσως μετά τη λήψη της παραπεμπτικής διαταγής και του φακέλου της
υπόθεσης προβαίνει, στις ακόλουθες ενέργειες:
α.
Κοινοποιεί την πράξη της παραπομπής στα λοιπά μέλη του συμβουλίου, τακτικά και
αναπληρωματικά, και την επιδίδει στον εγκαλούμενο, προς τον οποίο επιδίδει
επιπλέον και την απόφαση συγκρότησης του συμβουλίου.
β.
Γνωστοποιεί στον εγκαλούμενο τα αναφερόμενα στο προηγούμενο άρθρο δικαιώματα
και καλεί αυτόν να ασκήσει, εφόσον επιθυμεί, τα δικαιώματα, που αναφέρονται
στα εδάφια β' και δ' της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου.
γ.
Συγκαλεί το συμβούλιο σε συνεδρίαση, σε ορισμένο τόπο και χρόνο, και καλεί τον
εγκαλούμενο, προ πέντε τουλάχιστον ημερών, επί ποινή ακυρότητας, προκειμένου
να προσέλθει και παραστεί στη συνεδρίαση και απολογηθεί, αφού λάβει υπόψη του
την απόσταση διαμονής του εγκαλούμενου από την έδρα του συμβουλίου. Αν ο εγκαλούμενος
κρατείται σε φυλακή διατάσσεται η μεταγωγή του ενώπιον του συμβουλίου.
δ.
Καλεί τους μάρτυρες, που κρίνει αναγκαίους προς διαφώτιση του συμβουλίου. Αν οι
μάρτυρες διαμένουν μακριά από την έδρα του συμβουλίου και ο Πρόεδρος κρίνει ότι
η μαρτυρία τους είναι ουσιώδης για το σχηματισμό πληρέστερης κρίσης, ζητεί την
ένορκη εξέταση αυτών από την κατά τόπο αρμόδια αγρονομική υπηρεσία,
αναβάλλοντας, αν απαιτείται, την εκδίκαση της υπόθεσης για δεκαπέντε το πολύ
ημέρες.
2. Αν έχει υποβληθεί αίτηση εξαίρεσης μελών
του συμβουλίου, ο πρόεδρος διαβιβάζει αυτή στα μέλη, στα οποία αφορά, για να
εκφέρουν εγγράφως τις απόψεις τους για τους προβαλλόμενους λόγους εξαίρεσης
πριν από την έναρξη της συνεδριάσεως.
3. Στο Τμήμα Διοικητικού της Διεύθυνσης
Διοικητικού και Οικονομικοτεχνικών Μέσων του Αρχηγείου Ελληνικής Αγροφυλακής,
τηρείται Βιβλίο εισερχομένων υποθέσεων, στο οποίο καταχωρίζονται ο αριθμός της
παραπεμπτικής διαταγής, τα στοιχεία του παραπεμπομένου αγρονομικού προσωπικού,
συνοπτικά το αιτιολογικό της πράξης παραπομπής και το ερώτημα που διατυπώνεται
σ' αυτήν, καθώς και η ημερομηνία της δικασίμου. Επίσης, τηρείται βιβλίο
δικασίμου στο οποίο ο Πρόεδρος καταχωρεί τον αριθμό της παραπεμπτικής διαταγής,
τα στοιχεία του παραπεμπομένου, το ερώτημα που διατυπώνεται στην πράξη
παραπομπής, την ημερομηνία της δικασίμου και τη ληφθείσα απόφαση.
’ρθρο 41
Εξαίρεση
μελών πειθαρχικού συμβουλίου
1. Τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου,
τακτικά και αναπληρωματικά, συνέρχονται στον τόπο και χρόνο, που ορίσθηκε από
τον πρόεδρο για τη συνεδρίαση.
2. Προκειμένου να εξετασθεί αίτηση
εξαιρέσεως, τα μέλη στα οποία αφορά απέχουν προσωρινά από τις εργασίες του
συμβουλίου, επί ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, και αντικαθίστανται από τα
αντίστοιχα αναπληρωματικά και μόνο για την εκδίκαση της αιτήσεως εξαιρέσεως.
Αν ζητηθεί η εξαίρεση του προέδρου, την προεδρία αναλαμβάνει το ανώτερο ή
αρχαιότερο μέλος μεταξύ των τακτικών και αναπληρωματικών μελών.
3. Το συμβούλιο, συγκροτούμενο σύμφωνα με τα
αναφερόμενα στην προηγουμένη παράγραφο, αποφασίζει αμέσως επί της εξαιρέσεως,
αφού λάβει υπόψη του την αίτηση και τα τυχόν προσκομισθέντα έγγραφα. Η
συνεδρίαση είναι μυστική και δεν παρίστανται κατ' αυτή άλλα πρόσωπα, πλην των
μελών του συμβουλίου. Η αίτηση εξαίρεσης, που αφορά αναπληρωματικά μέλη,
εξετάζεται μόνο στην περίπτωση που τα μέλη αυτά κληθούν να αναπληρώσουν τακτικό
μέλος.
4. Μέλος του συμβουλίου, για το οποίο
συντρέχει κώλυμα συμμετοχής του στις εργασίες του συμβουλίου από τα αναφερόμενα
στην παράγραφο 4 του άρθρου 33, οφείλει πριν από την έναρξη της συνεδριάσεως να
γνωστοποιήσει αυτό στο συμβούλιο και να ζητήσει την εξαίρεσή του με έγγραφη
αναφορά του, στην οποία εκθέτει λεπτομερώς τους λόγους εξαιρέσεως και επισυνάπτει
τα τυχόν υπάρχοντα στοιχεία για την απόδειξη των προβαλλόμενων λόγων. Το
συμβούλιο αποφασίζει περί της εξαιρέσεως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις
προηγούμενες παραγράφους.
5. Αν η αίτηση εξαιρέσεως γίνει δεκτή, τα
εξαιρεθέντα μέλη απέχουν από τις εργασίες του συμβουλίου και στη θέση τους
παραμένουν οριστικά τα αναπληρωματικά μέλη για την εκδίκαση της υποθέσεως. Αν
όμως η αίτηση απορριφθεί, το συμβούλιο συνεχίζει τις εργασίες του με την
αρχική σύνθεσή του.
6. Για την κρίση των αιτημάτων εξαίρεσης
συντάσσεται σχετικό πρακτικό, στο οποίο καταχωρείται και η απόφαση του
συμβουλίου.
7. Η από πρόθεση αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης
από μέλος του συμβουλίου ή η αναληθής επίκληση τέτοιου λόγου με σκοπό την
απαλλαγή του από τις εργασίες του συμβουλίου, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα, τιμωρούμενο
σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, με την επιφύλαξη εφαρμογής και των
διατάξεων του άρθρου 254 του Π.Κ.
8. Η αναληθής επίκληση λόγου εξαίρεσης εκ
μέρους του εγκαλουμένου, με σκοπό την παρέλκυση των εργασιών του συμβουλίου,
συνιστά επίσης πειθαρχικό παράπτωμα, τιμωρούμενο σύμφωνα με τα οριζόμενα στην
προηγούμενη παράγραφο.
’ρθρο 42
Βασικές
αρχές της ακροαματικής διαδικασίας
1. Οι συνεδριάσεις των συμβουλίων γίνονται
κεκλεισμένων των θυρών. Κατά τις συνεδριάσεις παρίσταται μόνο ο εγκαλούμενος,
ο τυχόν διοριζόμενος από αυτόν συνήγορος και οι εξεταζόμενοι μάρτυρες. Τον
συνήγορο διορίζει ο εγκαλούμενος είτε με έγγραφη δήλωσή του, που υποβάλλει στον
Πρόεδρο του συμβουλίου μέχρι την έναρξη της κυρίας διαδικασίας, είτε με προφορική
δήλωσή του ενώπιον του συμβουλίου, κατά την έναρξη της ίδιας διαδικασίας.
2. Η διαδικασία διεξάγεται προφορικά και
διευθύνεται από τον πρόεδρο.
3. Οι συνεδριάσεις δεν διακόπτονται παρά
μόνο για την εμφάνιση ουσιώδους μάρτυρα, την εξακρίβωση ουσιώδους γεγονότος ή
την ανάπαυση των μελών του συμβουλίου. Η διακοπή αυτή περιορίζεται στον
απολύτως αναγκαίο για κάθε περίπτωση χρόνο. Για την διακοπή αποφασίζει το
συμβούλιο, για την οποία γίνεται σχετική μνεία στο πρακτικό.
’ρθρο 43
Ακροαματική
διαδικασία
1. Με την έναρξη της συνεδρίασης ο πρόεδρος
καλεί τον εγκαλούμενο να παρουσιασθεί ενώπιον του συμβουλίου.
2. Ο εγκαλούμενος εμφανίζεται ενώπιον του
συμβουλίου άοπλος και παραμένει στην αίθουσα συνεδριάσεως μέχρι το πέρας της ακροαματικής
διαδικασίας.
3. Στην περίπτωση που ο νομίμως κλητευθείς
εγκαλούμενος δεν εμφανισθεί ενώπιον του συμβουλίου η διαδικασία διεξάγεται
κανονικά, εκτός εάν η μη εμ-φάνισή του οφείλεται κατά την κρίση του συμβουλίου
σε ανυπέρβλητο κώλυμα ή ανώτερη βία, που έχουν γνωστοποιηθεί μέχρι την έναρξη
της συνεδριάσεως στο συμβούλιο, οπότε με απόφασή του αναβάλλεται η εκδίκαση της
υπόθεσης σε νέα δικάσιμο, που ορίζεται εντός δέκα πέντε (15) ημερών.
4. Ο πρόεδρος, εφόσον ο εγκαλούμενος είναι
παρών, γνωστοποιεί σ' αυτόν τη σύνθεση του συμβουλίου και το περιεχόμενο της
απόφασης που τυχόν έχει εκδοθεί επί αιτήματος εξαίρεσης. Στη συνέχεια ο
γραμματέας, με εντολή του προέδρου αναγιγνώσκει την πράξη παραπομπής και τα
έγγραφα εκείνα των οποίων η ανάγνωση κρίνεται αναγκαία από τον πρόεδρο για τη
διαφώτιση του συμβουλίου. Το συμβούλιο δύναται μετά από αίτηση μέλους του ή
του εγκαλούμενου να αποφασίσει την ανάγνωση ορισμένων εγγράφων του φακέλου ή
και όλων των εγγράφων.
5. Μετά το πέρας της ανάγνωσης των εγγράφων
ο Πρόεδρος καλεί για εξέταση τους μάρτυρες, που τυχόν έχουν κληθεί
αυτεπάγγελτα από τον ίδιο ή έχουν εμφανισθεί με μέριμνα του εγκαλουμένου. Σε
περίπτωση μη εμφάνισης του μάρτυρα, η εξέταση του οποίου θεωρείται απόλυτα
αναγκαία από το συμβούλιο, τούτο αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης για άλλη
ημέρα εντός της προθεσμίας που τάσσεται με την πράξη παραπομπής προκειμένου να
καταστεί δυνατή και η εξέταση του μάρτυρα αυτού. Στην περίπτωση αυτή, οι
παριστάμενοι μάρτυρες και ο εγκαλούμενος καλούνται προφορικά να προσέλθουν κατά
τη νέα δικάσιμο. Οι διατάξεις του άρθρου 229 του Κ.Π.Δ. έχουν και στην
προκειμένη περίπτωση εφαρμογή.
6. Το συμβούλιο δύναται και κατά τη διάρκεια
της ακροαματικής διαδικασίας να καλεί και να εξετάζει κάθε πρόσωπο του οποίου
την εξέταση θεωρεί αναγκαία.
7. Οι μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως και ο
καθένας χωριστά. Τους μάρτυρες εξετάζει κατά σειρά ο πρόεδρος και στη συνέχεια
τα μέλη του συμβουλίου. Ο εγκαλούμενος και ο συνήγορος αυτού δύνανται να
απευθύνουν ερωτήσεις στο μάρτυρα με την άδεια του προέδρου. Οι μάρτυρες κατά τη
διάρκεια της εξέτασής τους δεν διακόπτονται, εφόσον δεν εξέρχονται από το θέμα
και μετά το πέρας της εξέτασής τους αποχωρούν από την αίθουσα συνεδριάσεως.
8. Μετά το πέρας της απολογίας ο πρόεδρος,
τα μέλη του συμβουλίου και ο συνήγορος δια του προέδρου μπορούν να απευθύνουν
σ' αυτόν ερωτήσεις.
9. Ο εγκαλούμενος κατά τη διάρκεια της
ακροαματικής διαδικασίας μπορεί να συνεννοείται με το συνήγορό του, ο οποίος
δεν δικαιούται να απαντά αντί του εγκαλουμένου στις προς αυτόν απευθυνόμενες
ερωτήσεις.
10. Μετά το πέρας της εξέτασης του
εγκαλουμένου, ο συνήγορός του δικαιούται να εκθέτει σύντομα τις απόψεις του επί
του κατηγορητηρίου. Στη συνέχεια ο Πρόεδρος κηρύσσει περαιωμένη την αποδεικτική
διαδικασία, καλώντας τον εγκαλούμενο και το συνήγορό του να αποχωρήσουν από
την αίθουσα.
11. Οι καταθέσεις των μαρτύρων και η
απολογία του εγκαλουμένου καταχωρούνται συνοπτικά στο πρακτικό συνεδρίασης του
συμβουλίου. Στο ίδιο πρακτικό καταχωρείται το τελικό αίτημα του συνηγόρου που
τυχόν διατύπωσε στην αγόρευσή του
’ρθρο 44
Διάσκεψη
συμβουλίου
1. Το συμβούλιο διασκέπτεται για την έκδοση
της απόφασης. Κατά τη διάρκεια της διάσκεψης τα μέλη του συμβουλίου δεν
επιτρέπεται να επικοινωνούν με άλλα πρόσωπα εκτός της αίθουσας ούτε να
αποχωρίζονται μεταξύ τους.
2. Προκειμένου να εκδοθεί απόφαση του
συμβουλίου, ο πρόεδρος καλεί τα μέλη να αποφανθούν επί του ερωτήματος που
διατυπώνεται στην πράξη παραπομπής για τα αναγραφόμενα στην πράξη αυτή
παραπτώματα, με φανερή ψηφοφορία, αρχής γενομένης από το νεότερο μέλος. Η
απάντηση των μελών δίδεται με τις λέξεις «ναι» ή «όχι», οι οποίες εκφράζουν
αντίστοιχα, την κατά του εγκαλουμένου και την υπέρ αυτού γνώμη. Η απόφαση
λαμβάνεται κατά πλειοψηφία και αιτιολογείται επαρκώς. Οι γνώμες των τυχόν
μειοψηφούντων μελών αιτιολογούνται χωριστά. Σε περίπτωση έκδοσης καταδικαστικής
απόφασης πρέπει να προκύπτουν σαφώς οι αποδιδόμενες στον εγκαλούμενο πράξεις.
3. Εάν το συμβούλιο αποφαίνεται αρνητικώς
επί του ερωτήματος, ο πρόεδρος θέτει στο συμβούλιο το ερώτημα της επιβολής της
αμέσως κατώτερης πειθαρχικής ποινής και εάν και επ' αυτού το συμβούλιο
αποφανθεί αρνητικώς συνεχίζεται η διαδικασία της θέσεως διαδοχικών ερωτημάτων
μέχρι την εξάντληση όλων των προβλεπομένων από τις διατάξεις του παρόντος πειθαρχικών
ποινών, εφόσον το συμβούλιο αποφαίνεται κάθε φορά αρνητικώς.
4. Εφόσον το συμβούλιο αποφανθεί υπέρ της
επιβολής ποινής αργίας ή προστίμου στη συνέχεια αποφαίνεται για τη διάρκεια της
αργίας ή το ύψος του προστίμου, κατά περίπτωση, με δεύτερη φανερή ψηφοφορία που
διεξάγεται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2. Η απόφαση λαμβάνεται με
απόλυτη πλειοψηφία. Αν σχηματισθούν τρεις διαφορετικές γνώμες ο Πρόεδρος του
συμβουλίου καλεί τα μέλη ξεκινώντας από το νεότερο, να προσχωρήσουν σε μια από
τις υπόλοιπες γνώμες. Αν κανένα μέλος δεν προσχωρήσει στη γνώμη άλλου, το μέλος
που έχει την αυστηρότερη γνώμη οφείλει να προσχωρήσει στην αμέσως
επιεικέστερη.
5. Μετά τη λήψη απόφασης και τη λήξη της
συνεδρίασης, ο Πρόεδρος του συμβουλίου καταχωρίζει στο τηρούμενο από το
συμβούλιο βιβλίο δικασίμων την απόφαση, θέτοντας στην οικεία στήλη την
υπογραφή του και την ατομική του σφραγίδα. Ο παραπεμπόμενος δύναται να
πληροφορείται από τη Διεύθυνση Διοικητικού και Οικονομικοτεχνικών Μέσων του
Αρχηγείου Ελληνικής Αγροφυλακής τη ληφθείσα απόφαση, εμφανιζόμενος προς τούτο
αυτοπροσώπως ή δια του συνηγόρου του, μετά τη λήξη των εργασιών των συμβουλίων
και υπογράφοντας σε οικεία ένδειξη του ανωτέρω βιβλίου. Σε κάθε περίπτωση η
προθεσμία για την άσκηση προσφυγής αρχίζει από την επίδοση της απόφασης
σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 52.
’ρθρο 45
Πρακτικό
πειθαρχικού συμβουλίου
1. Για την ενώπιον του συμβουλίου διαδικασία
και λήψη αποφάσεως συντάσσεται πρακτικό, το οποίο υπογράφεται από όλα τα μέλη
του συμβουλίου που μετείχαν στη διαδικασία.
2. Το πρακτικό περιλαμβάνει:
α.
Τον τόπο και το χρόνο της συνεδριάσεως.
β.
Την απόφαση συγκρότησης του συμβουλίου, τα ονοματεπώνυμα και το βαθμό των
μελών του συμβουλίου και σε περίπτωση αναπλήρωσης τακτικού μέλους, το λόγο της
αναπλήρωσης.
γ. Το
ονοματεπώνυμο και το βαθμό του εγκαλουμένου, το ονοματεπώνυμο του τυχόν
παρισταμένου συνηγόρου και το τελικό αίτημά του, καθώς και μνεία των τυχόν
κατατιθεμένων εγγράφων ή υποβαλλομένων αιτημάτων τους.
δ.
Την απόφαση παραπομπής στο συμβούλιο (αριθμός, ημερομηνία και αιτιολογικό).
ε. Τα
ονοματεπώνυμα των ενώπιον αυτού εξετασθέντων μαρτύρων, των πραγματογνωμόνων,
των διορισθέντων διερμηνέων, με μνεία της όρκισης αυτών, καθώς επίσης και τα
ονοματεπώνυμα των ενώπιον αυτού εξετασθέντων τεχνικών συμβούλων.
στ.
Συνοπτικά το περιεχόμενο της καταθέσεως των μαρτύρων και της απολογίας του
εγκαλουμένου, εφόσον αυτός παρέστη κατά τη συνεδρίαση.
ζ. Τα
τεθέντα στο Συμβούλιο ερωτήματα και τις επ' αυτών λαμβανόμενες αποφάσεις, την
τελική απόφαση του συμβουλίου, τον αριθμό των ψήφων της πλειοψηφίας και της
μειοψηφίας σε κάθε περίπτωση και την αιτιολογία κάθε απόφασης.
’ρθρο 46
Εφαρμογή
αρχών του Ποινικού Δικαίου -Αποδεικτικά μέσα - Επιδόσεις εγγράφων
1. Οι κανόνες και οι αρχές του ουσιαστικού
και δικονομικού ποινικού δικαίου, ιδίως αυτές που αφορούν στους λόγους άρσης
του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως και του αποκλεισμού της ικανότητας προς
καταλογισμό, στην έμπρακτη μετάνοια, στο δικαίωμα σιγής του διωκομένου, στο
τεκμήριο της αθωότητας και στην επιείκεια υπέρ του διωκομένου, εφαρμόζονται
ανάλογα και στο πειθαρχικό δίκαιο, εφόσον συνάδουν με τη φύση και το σκοπό της
πειθαρχικής διαδικασίας και δεν αντίκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος.
2. Για τα επιτρεπόμενα ενώπιον των
πειθαρχικών συμβουλίων αποδεικτικά μέσα, την κλήτευση, τον όρκο, την εξέταση
και τις συνέπειες της μη εμφάνισης των μαρτύρων, την κλήτευση και την εξέταση
του εγκαλουμένου, την παράσταση αυτού μετά συνηγόρου, καθώς και για τις
επιδόσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου
εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 32.
’ρθρο 47
Γραμματειακή
υποστήριξη πειθαρχικών συμβουλίων
Για τη γραμματειακή εξυπηρέτηση των πειθαρχικών
συμβουλίων, αρμόδιο είναι το Τμήμα Διοικητικού και Υλικοτεχνικών της Διεύθυνσης
Διοικητικού και Οικονομικοτεχνικών Μέσων του Αρχηγείου Ελληνικής Αγροφυλακής.
’ρθρο 48
Σχέση
πειθαρχικής προς ποινική δίκη
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΣΤ'
ΣΧΕΣΗ
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΠΡΟΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΗ
1. Η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και
ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη.
2. Το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την
κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε
αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, μόνο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία
πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση
πειθαρχικού παραπτώματος, εφόσον υφίσταται πλήρης ταύτιση των περιστατικών που
οδήγησαν στην ποινική και πειθαρχική δίωξη.
3. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την
πειθαρχική διαδικασία, όμως οι αρμόδιοι να ασκήσουν την πειθαρχική δίωξη που
προβλέπονται από το άρθρο 22 παρ. 1 - 2 και τα αρμόδια να εκδικάσουν τα
πειθαρχικά παραπτώματα μονομελή πειθαρχικά όργανα μπορούν με απόφασή τους, που
ανακαλείται ελευθέρως, να διατάξουν αν το κρίνουν αναγκαίο, την αναστολή της
πειθαρχικής διαδικασίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος.
Σε
κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται αναστολή όταν το πειθαρχικό παράπτωμα προκάλεσε
δημόσιο σκάνδαλο ή θίγει σοβαρά το κύρος της Υπηρεσίας.
Ο
χρόνος της αναστολής δεν υπολογίζεται για τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου, από
τις διατάξεις του άρθρου 5, χρόνου παραγραφής κάθε παραπτώματος.
’ρθρο 49
Επανάληψη
πειθαρχικής δίκης
1. Σε περίπτωση που μετά την πειθαρχική
απόφαση, με την οποία απηλλάγη ο αγρονομικός υπάλληλος ή επιβλήθηκε σ' αυτόν
κατώτερη πειθαρχική ποινή ή ποινή αργίας με πρόσκαιρη παύση, εκδοθεί
αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, με την οποία
διαπιστώνονται πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση
πειθαρχικού παραπτώματος που επισύρει ποινή απόταξης ή αργίας με απόλυση,
επαναλαμβάνεται η πειθαρχική δίκη για τυχόν επιβολή των ποινών αυτών. Σε
περίπτωση όμως που έχει επιβληθεί ποινή αργίας με απόλυση αλλά από την
αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου διαπιστώνονται
πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού
παραπτώματος που επισύρει την ποινή της απόταξης, επαναλαμβάνεται η πειθαρχική
δίκη για τυχόν επιβολή της ποινής αυτής.
2. Σε περίπτωση που μετά την έκδοση
πειθαρχικής απόφασης με την οποία επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή, εκδοθεί
αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητο απαλλακτικό
βούλευμα για την πράξη για την οποία διώχθηκε πειθαρχικά ο αγρονομικός
υπάλληλος, επαναλαμβάνεται η πειθαρχική δίκη, εφόσον υφίσταται πλήρης ταύτιση
των περιστατικών που οδήγησαν στην ποινική και πειθαρχική δίωξη.
3. Σε περίπτωση συρροής πειθαρχικών
παραπτωμάτων, η πειθαρχική δίκη επαναλαμβάνεται μόνο για τα πειθαρχικά
παραπτώματα για τα οποία τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν αυτά
αναφέρονται στην καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ή
το απαλλακτικό βούλευμα. Στη συνέχεια το πειθαρχικό όργανο επιβάλει νέα πειθαρχική
ποινή λαμβάνοντας υπόψη όλα τα συρρέοντα πειθαρχικά παραπτώματα.
4. Η πειθαρχική δίκη επαναλαμβάνεται ενώπιον
του πειθαρχικού οργάνου που εξέδωσε την προηγούμενη απόφαση.
5. Η επανάληψη της πειθαρχικής δίκης στην περίπτωση
της παραγράφου 1 είναι υποχρεωτική και διατάσσεται από τον Αρχηγό της Ελληνικής
Αγροφυλακής, ο οποίος και εισάγει την υπόθεση για εκδίκαση στο αρμόδιο
πειθαρχικό όργανο. Στην περίπτωση της παραγράφου 2 η πειθαρχική δίκη
επαναλαμβάνεται μόνο μετά από αίτηση του εγκαλουμένου και η σχετική υπόθεση
εισάγεται προς εκδίκαση είτε με την απευθείας υποβολή της αίτησής του στο
αρμόδιο μονομελές πειθαρχικό όργανο που είχε επιβάλλει την πειθαρχική ποινή
είτε με την παραπομπή της υπόθεσης στο πειθαρχικό συμβούλιο από εκείνον που
είχε διατάξει την αρχική παραπομπή.
6. H
επανάληψη της πειθαρχικής δίκης σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να ζητηθεί μετά
την παρέλευση έτους από την έκδοση της αμετάκλητης αθωωτικής ή καταδικαστικής
απόφασης ή του απαλλακτικού βουλεύματος.
’ρθρο 50
Συνεκδίκαση
1. Περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα του
ίδιου αγρονομικού προσωπικού, τα οποία διώκονται πριν εκδοθεί απόφαση για
ορισμένα από αυτά, συνεκδικάζονται, εφόσον διαπράχθηκαν κατά την υπηρεσία του
στην Ελληνική Αγροφυλακή και επιβάλλεται ενιαία ποινή.
2. Κατ' εξαίρεση, επιτρέπεται ο διαχωρισμός
της εκδίκασης εκείνων των πειθαρχικών παραπτωμάτων των οποίων η συνεκδίκαση
δύναται να προκαλέσει βλάβη.
’ρθρο 51
Προσφυγές
κατά αποφάσεων μονομελών πειθαρχικών οργάνων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ζ'
ΕΝΔΙΚΑ
ΜΕΣΑ
1. Αντίγραφο της πράξης επιβολής ποινής μετά
τη διαδικασία επικύρωσής της, όπου αυτή απαιτείται, κατά το άρθρο 38,
επιδίδεται με αποδεικτικό στο τιμωρούμενο αγρονομικό προσωπικό, το οποίο
δικαιούται εντός αποκλειστικής προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση
να υποβάλει ιεραρχικώς σχετική προσφυγή με σκοπό την άρση ή το μετριασμό της
ποινής ή τη μεταβολή του είδους ή του αιτιολογικού αυτής. Οι προσφυγές κατά των
αποφάσεων των μονομελών πειθαρχικών οργάνων έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα ως
προς την επιβολή της ποινής μέχρι να ολοκληρωθεί είτε η διοικητική, είτε η
δικαστική διαδικασία.
2. Η προσφυγή συντάσσεται στο προσήκον ύφος.
Το προσωπικό που προσφεύγει οφείλει να εκφράζεται με τον προσήκοντα σεβασμό, να
εκθέτει τους ισχυρισμούς του χωρίς κρίσεις και σχόλια σε βάρος προϊσταμένων και
γενικά να μην επεκτείνεται σε γεγονότα άσχετα με το παράπτωμα και την ποινή που
του επιβλήθηκε.
Προσφυγές
με αντιπειθαρχικό περιεχόμενο προωθούνται κανονικά στους αρμόδιους για την εξέτασή
τους, πλην όμως αποτελούν αντικείμενο ξεχωριστού πειθαρχικού παραπτώματος.
3. Η προσφυγή υποβάλλεται ιεραρχικά, από
αυτόν που τη δέχεται, στον αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του επομένου
άρθρου για την εκδίκασή της. Σε περίπτωση που την ποινή έχει επιβάλει ο ίδιος ο
παραλήπτης της προσφυγής ή κατώτερός του, διατυπώνονται στην υποβαλλόμενη
αναφορά και ανάλογες προτάσεις.
4. Οι αρμόδιοι κατά τις διατάξεις του
επομένου άρθρου για την εκδίκαση των προσφυγών αποφαίνονται για τη βασιμότητα
ή όχι αυτών, αφού συνεκτιμήσουν τους ισχυρισμούς και τα στοιχεία που
επικαλείται ο προσφεύγων και τις τυχόν απόψεις και προτάσεις των ιεραρχικά
προϊσταμένων, καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από τους οικείους
υπηρεσιακούς φακέλους, δικαιούμενοι να άρουν ή να μειώσουν την ποινή ή να
μεταβάλλουν το είδος ή το αιτιολογικό αυτής, χωρίς να καθιστούν δυσμενέστερη τη
θέση του προσφεύγοντος.
5. Για την απόφαση επί της προσφυγής
εκδίδεται σχετική πράξη, η οποία επιδίδεται στον ενδιαφερόμενο με αποδεικτικό.
6. Κατά την εκδίκαση των προσφυγών δεν είναι
υποχρεωτική η παρουσία μαρτύρων ή του προσφεύγοντος.
7. Κάθε ποινή, που επιβάλλεται σύμφωνα με
τις διατάξεις του παρόντος καθίσταται τελεσίδικη, αν παρέλθει άπρακτη η
προθεσμία για την υποβολή προσφυγής ή αν η προσφυγή που υποβλήθηκε εκδικάστηκε.
’ρθρο 52
Αρμόδιοι
για την εκδίκαση των προσφυγών
Αρμόδιοι για την εκδίκαση των προσφυγών
είναι:
α. Ο
Υπουργός για τις ποινές που επέβαλε ο Γενικός Γραμματέας της Γενικής
Γραμματείας Δημόσιας Τάξης.
β. Ο
Γενικός Γραμματέας της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Τάξης για τις ποινές που
επέβαλε ή επικύρωσε ο Αρχηγός της Ελληνικής Αγροφυλακής.
γ. Ο
Αρχηγός για τις ποινές που επέβαλε ή επικύρωσε ο Βοηθός Αρχηγού.
δ. Ο
Βοηθός Αρχηγού για τις ποινές που επέβαλαν ή επικύρωσαν οι Αγρονομικοί
Διευθυντές.
ε. Οι
Διευθυντές Αγροφυλακής Περιφερειών για τις ποινές που επέβαλαν ή επικύρωσαν οι
υφιστάμενοί τους.
’ρθρο 53
Προσφυγές
κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων
1. Οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών
συμβουλίων επιδίδονται με αποδεικτικό στον εγκαλούμενο, ο οποίος, στην
περίπτωση που του επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή, δικαιούται εντός αποκλειστικής
προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την επίδοση να υποβάλει προσφυγή στο
δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο. Οι προσφυγές κατά των αποφάσεων των
πειθαρχικών συμβουλίων έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα ως προς την επιβολή της
ποινής μέχρι να ολοκληρωθεί είτε η διοικητική, είτε η δικαστική διαδικασία.
2. Προσφυγή κατά των αποφάσεων των
πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων δικαιούται να ασκήσει και το όργανο που
παρέπεμψε την υπόθεση στο συμβούλιο, εφόσον το συμβούλιο αποφάνθηκε αρνητικώς
επί του τεθέντος σ' αυτό ερωτήματος. Η προσφυγή αυτή ασκείται μέσα σε
αποκλειστική προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την ημερομηνία που περιήλθε η
απόφαση στην Υπηρεσία του.
3. Οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών
συμβουλίων καθίστανται τελεσίδικες, εφόσον παρέλθει άπρακτη η προθεσμία
ασκήσεως προσφυγής.
4. Σε περίπτωση άσκησης προσφυγής, το
δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο επανεξετάζει την υπόθεση εφαρμόζοντας τις
διατάξεις που αναφέρονται στα άρθρα 39 έως και 46. Αν η προσφυγή ασκήθηκε από
τον εγκαλούμενο, η απόφαση του συμβουλίου σε καμιά περίπτωση δε δύναται να
είναι δυσμενέστερη γι' αυτόν. Αν η προσφυγή ασκήθηκε από το όργανο παραπομπής,
το συμβούλιο δεν μπορεί να επιβάλει ελαφρότερη ποινή απ' αυτή που επιβλήθηκε.
Αν όμως, παράλληλα με τον εγκαλούμενο, άσκησε προσφυγή και το όργανο παραπομπής,
το συμβούλιο δύναται να λάβει οποιαδήποτε απόφαση, με βάση το ερώτημα που έχει
διατυπωθεί στην αρχική πράξη παραπομπής.
’ρθρο 54
Εκτέλεση
ποινών
1. Οι τελεσίδικες αποφάσεις των πειθαρχικών
συμβουλίων, είναι υποχρεωτικές για τη διοίκηση. Τα αρμόδια κατά περίπτωση
όργανα υποχρεούνται μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την περιέλευση των αποφάσεων
στο αρμόδιο Τμήμα της Διεύθυνσης Διοικητικού και Οικονομικοτεχνικών Μέσων του
Αρχηγείου της Ελληνικής Αγροφυλακής να εκδίδουν τις αναγκαίες διοικητικές
πράξεις για την υλοποίηση των αποφάσεων των συμβουλίων.
2. Αντίγραφο της πράξης επιβολής ποινής που
έχει καταστεί τελεσίδικη επιδίδεται με αποδεικτικό στον τιμωρούμενο και
κοινοποιείται στις Υπηρεσίες που τηρούν τα ατομικά βιβλιάρια των τιμωρουμένων
για την ενημέρωσή τους, καθώς και στη Διεύθυνση Διοικητικού και Οικονομικοτεχνικών
Μέσων-Τμήμα Οικονομικού και Υλικοτεχνικών για την ενέργεια των χρηματικών
κρατήσεων, εφόσον το είδος της ποινής συνεπάγεται κρατήσεις.
3. Για την εκτέλεση των ποινών που
επιβάλλονται στο αγρονομικό προσωπικό που έχει εξέλθει της υπηρεσίας, έχουν
εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3 και 4 του παρόντος διατάγματος.
4. Οι πειθαρχικές αποφάσεις και το
περιεχόμενό τους αποτελούν υπηρεσιακό απόρρητο και δεν επιτρέπεται να λαμβάνουν
γνώση τρίτα πρόσωπα, εκτός αν το προβλέπει ειδικά ο νόμος.
’ρθρο 55
Διαδικασία
μετά την ακύρωση πειθαρχικής απόφασης
Σε περίπτωση που ακυρώθηκε από τα διοικητικά
δικαστήρια πειθαρχική απόφαση με την οποία επιβλήθηκε ποινή, η υπόθεση
αναπέμπεται στο πειθαρχικό όργανο που εξέδωσε την απόφαση αυτή ως εξής:
α. Αν
η ακυρωθείσα απόφαση εκδόθηκε από πειθαρχικό συμβούλιο, η αναπομπή ενεργείται
από το όργανο που ενήργησε την αρχική παραπομπή μέσα σε ένα (1) μήνα από την
περιέλευση της απόφασης στην Υπηρεσία του και
β. Αν
η ακυρωθείσα απόφαση εκδόθηκε από μονομελές πειθαρχικό όργανο, η υπόθεση
επανεξετάζεται από το πειθαρχικό όργανο που είχε εκδώσει την ακυρωθείσα πράξη,
μέσα σε ένα (1) μήνα από την περιέλευσή της στην Υπηρεσία του.
’ρθρο 56
Διαγραφή
ποινών
1. Οι πειθαρχικές ποινές που επιβλήθηκαν
διαγράφονται αυτοδικαίως από τα ατομικά έγγραφα του αγρονομικού προσωπικού,
χωρίς να απαιτείται πράξη διαγραφής, μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου ως
ακολούθως:
α. Η
ποινή της αργίας με απόλυση μετά από δώδεκα (12) έτη.
β. Η
ποινή της αργίας με πρόσκαιρη παύση μετά από οκτώ (8) έτη.
γ. Η
ποινή του προστίμου μετά από πέντε (5) έτη και
δ. Η
ποινή της επίπληξης μετά από δύο (2) έτη.
2. Αν μέσα στο παραπάνω χρονικό διάστημα
επιβληθεί νέα πειθαρχική ποινή, ο χρόνος διαγραφής της υπολογίζεται από τη
λήξη του χρόνου διαγραφής που προβλέπεται για την προηγούμενη.
’ρθρο 57
Μεταβατικές
διατάξεις
ΜΕΡΟΣ
ΤΡΙΤΟ
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα, που τελέσθηκαν
πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος, διέπονται από τις διατάξεις
που ίσχυαν κατά το χρόνο τέλεσής τους, κρίνονται όμως από τα όργανα και με τη
διαδικασία που ορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος, με την
επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 3. Ως προς το είδος και το ύψος της επιβλητέας
ποινής εφαρμόζονται οι ευμενέστερες για το προσωπικό διατάξεις.
2. Οι πειθαρχικές υποθέσεις, που έχουν
παραπεμφθεί στα πειθαρχικά συμβούλια πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος
διατάγματος και δεν έχουν κριθεί τελεσίδικα, κρίνονται από τα πειθαρχικά
συμβούλια που συνιστώνται και λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του
παρόντος, στην αρμοδιότητα των οποίων περιέρχονται αυτοδικαίως, χωρίς να
απαιτείται νέα παραπεμπτική διαταγή.
3. Οι πειθαρχικές ποινές που δεν έχουν
εκτελεσθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, εκτελούνται σύμφωνα με τις
διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο που κατέστησαν εκτελεστές.
Πειθαρχικές
ποινές που έχουν επιβληθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και εκκρεμούν
προς επικύρωση ή προς επανεξέταση, ύστερα από υποβολή προσφυγών κατ' αυτών,
εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο της επιβολής
τους.
’ρθρο 58
Εναρξη
ισχύος
Η ισχύς του παρόντος διατάγματος αρχίζει από
τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Στον Αναπληρωτή Υπουργό Εσωτερικών
αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος διατάγματος