ΝΟΜΟΣ 3816/2010 - ΦΕΚ 6/Α'/26.1.2010

Ρύθμιση επιχειρηματικών και επαγγελματικών οφειλών προς τα πιστωτικά ιδρύματα, διατάξεις για την επεξεργασία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς και άλλες διατάξεις.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

   Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

   ’ρθρο 1

Ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών

 

   ΜΕΡΟΣ Α'

ΡΥΘΜΙΣΗ ΟΦΕΙΛΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ

 

   1. Φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν συνάψει με πιστωτικά ιδρύματα συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων για επιχειρηματικούς, επαγγελματικούς ή αγροτικούς σκοπούς, δικαιούνται να ζητήσουν από τα ιδρύματα αυτά και να επιτύχουν την υπαγωγή σε ρύθμιση των συνολικών οφειλών από την κάθε σύμβαση δανείου ή πίστωσης οι οποίες έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες μετά την 30.6.2007 και μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Αν η σύμβαση δεν έχει καταγγελθεί, προϋπόθεση για τη ρύθμιση είναι να υφίσταται ληξιπρόθεσμη οφει­λή με καθυστέρηση τουλάχιστον τριών μηνών. Από το υπό ρύθμιση συνολικά οφειλόμενο ποσό αφαιρούνται και διαγράφονται οι τόκοι υπερημερίας και ανατοκισμού, πλην των ήδη καταβληθέντων μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Το σύνολο της ληξιπρό­θεσμης οφειλής που υπάγεται σε ρύθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει για κάθε σύμβαση το ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ.

 

   2. Η αποπληρωμή της κατά την προηγούμενη παρά­γραφο προκύπτουσας οφειλής πρέπει να έχει διάρκεια ίση με αυτή που απομένει ή, σε περίπτωση σύμβασης που έχει καταγγελθεί θα απέμενε μέχρι τη λήξη της σύμβασης, προσαυξημένη κατά δύο έτη. Για ληξιπρό­θεσμη οφειλή από σύμβαση που έχει καταγγελθεί, η διάρκεια της αποπληρωμής δεν μπορεί να είναι μικρό­τερη από επτά έτη. Κατά τα δύο πρώτα έτη θα κατα­βάλλονται μόνο τόκοι και η εν συνεχεία αποπληρωμή της οφειλής που έχει ρυθμισθεί θα γίνεται με ισόποσες περιοδικές δόσεις, σύμφωνα με την περιοδικότητα του εκτοκισμού που προβλέπεται στη σύμβαση. Για ληξιπρό­θεσμες οφειλές από συμβάσεις ανοικτού ή αλληλόχρεου λογαριασμού που έχουν καταγγελθεί, η αποπληρωμή της οφειλής γίνεται κατ' αντιστοιχία προς τα παραπάνω σε επτά έτη με ισόποσες μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις. Οι πάσης φύσεως και με εκ του νόμου ημερομη­νία λήξεως ρευστοποιούμενες κινητές αξίες, που έχουν δοθεί ως ενέχυρο, θα καλύπτουν την κατά παράγρα­φο 1 οφειλή, θα μειώνουν το ρυθμιζόμενο ποσό και θα αναπροσαρμόζεται το ποσό των περιοδικών δόσεων. Ο υπολογισμός των τόκων θα γίνεται, καθ' όλη τη διάρκεια της ρύθμισης, με το συμβατικό επιτόκιο ενήμερης οφει­λής. Απόκλιση από τα παραπάνω επιτρέπεται μόνο αν και τα δύο μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Το σύνολο των υφιστάμενων πάσης φύσεως εξασφαλίσεων και εγ­γυήσεων διατηρείται χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη πράξη ή διατύπωση.

 

   3. Από την ψήφιση του παρόντος και μέχρι την 15.3.2010 η καταγγελία σύμβασης της παραγράφου 1 εξαιτίας λη­ξιπρόθεσμων οφειλών παράγει τα αποτελέσματά της μόνο αν ο οφειλέτης δεν ζητήσει εντός ενός μηνός από την κοινοποίηση της καταγγελίας την υπαγωγή σε ρύθμιση της ληξιπρόθεσμης οφειλής σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η προθεσμία του ενός μηνός δεν αρχίζει αν δεν ενημερωθεί ο οφειλέτης για το δικαίωμα αυτό.

 

   4. Οφειλέτες από συμβάσεις της παραγράφου 1, των οποίων οι οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες μετά την 1.1.2005 και μέχρι την 30.6.2007 δικαιούνται να ζητή­σουν και να επιτύχουν να υπαχθούν στη ρύθμιση σύμφω­να με τα παραπάνω, υπό τον όρο ότι θα αποπληρωθεί μέχρι την 15.5.2010 ποσό ίσο με το δέκα τοις εκατό της οφειλής που προκύπτει, χωρίς να υπολογίζονται τόκοι υπερημερίας και ανατοκισμού, για τους οποίους τηρείται χωριστός λογαριασμός. Αν ο οφειλέτης απο­πληρώσει το ήμισυ της οφειλής σύμφωνα με τη ρύθ­μιση, διαγράφονται οριστικά οι τόκοι υπερημερίας και ανατοκισμού, πλην των ήδη καταβληθέντων μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Δεν επιτρέπεται η καταγγελία της ρύθμισης, αν δεν υπάρχει καθυστέρηση τεσσάρων τουλάχιστον μηνιαίων δόσεων.

 

   5. Οι αιτήσεις για την υπαγωγή στη ρύθμιση των οφει­λών των προηγούμενων παραγράφων υποβάλλονται μέχρι τις 15.4.2010. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να γνωστοποιούν στον οφειλέτη μέσα σε τριάντα ημέ­ρες από την υποβολή της αίτησης το ύψος της οφειλής που προκύπτει κατά τα ανωτέρω. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και μέχρι την 31.7.2010 δεν επιτρέ­πεται η έναρξη ή η συνέχιση της κύριας διαδικασίας της έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης, εκτός αν έχει διενεργηθεί ήδη ο πλειστηριασμός, για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων του Ελληνικού Δημοσίου, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, για οποι­αδήποτε αιτία οφειλής και υπό τον όρο ότι ο οφει­λέτης θα έχει υποβάλει εμπρόθεσμα σχετική αίτηση υπαγωγής στις ρυθμίσεις του παρόντος. Ο οφειλέτης επικαλείται και αποδεικνύει την εμπρόθεσμη υποβολή της αίτησης.

 

   6. Στις διατάξεις του παρόντος άρθρου υπάγονται και ληξιπρόθεσμες οφειλές από συμβάσεις χρηματο­δοτικής μίσθωσης με χρηματοδοτικά και πιστωτικά ιδρύματα που δεν έχουν καταγγελθεί. Η διάρκεια της αποπληρωμής της οφειλής δεν μπορεί να υπερβαίνει τον εναπομένοντα μέχρι τη λήξη της μίσθωσης χρόνο. Στην περίπτωση της υπέρβασης δεν εφαρμόζεται το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2. Καταγγελίες μετά την 15.12.2009 και μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου δεν παράγουν τα αποτελέσματά τους. Η παράγραφος 3 εφαρμόζεται και για τις συμβάσεις αυτές.

 

   7. Δεν υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου ληξιπρόθεσμες οφειλές από συμβάσεις πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, από ομολογιακά δάνεια, από δάνεια ή πιστώσεις εγγυημένα ή επιδοτούμενα από το Δημόσιο ή εγγυημένα από το Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων. Στις διατάξεις του παρόντος άρθρου υπάγονται και ληξιπρόθεσμες οφειλές Κοινωφελών Ιδρυμάτων.

 

   8. Δικαίωμα να ζητήσουν την υπαγωγή στο νόμο αυτόν έχουν οι πρωτοφειλέτες, οι εγγυητές και οι καθολικοί διάδοχοί τους, εφόσον διαθέτουν φορολογική και ασφα­λιστική ενημερότητα.

 

   ’ρθρο 2

Αποπληρωμή ενήμερων οφειλών

 

   1. Φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν συνάψει με πιστωτικά ιδρύματα συμβάσεις δανείων για επιχει­ρηματικούς, επαγγελματικούς ή αγροτικούς σκοπούς, δικαιούνται να ζητήσουν από αυτά και να επιτύχουν για οφειλές που δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες, εφόσον διαθέτουν φορολογική και ασφαλιστική ενημε­ρότητα και συντρέχουν οι προϋποθέσεις των επόμενων παραγράφων, να εφαρμοστούν ένα από τα ακόλουθα μέτρα:

α) περίοδος χάριτος ενός έτους, χωρίς καταβολή τό­κων και κεφαλαίου, με αντίστοιχη παράταση της συμ­βατικής διάρκειας του δανείου και κεφαλαιοποίηση των τόκων στη λήξη της περιόδου χάριτος, εφόσον η σύμβα­ση δανείου δεν έχει διανύσει μέχρι την 15.4.2010 το ένα τρίτο της προβλεπόμενης συμβατικής διάρκειας,

β) αναστολή επί διετία της χρεολυτικής αποπληρωμής του άληκτου κεφαλαίου με αντίστοιχη παράταση της συμβατικής διάρκειας του δανείου και καταβολή των τόκων στη διάρκεια της αναστολής σύμφωνα με την περιοδικότητα του εκτοκισμού που προβλέπεται στη σύμβαση, και

γ) παράταση της συμβατικής διάρκειας του δανείου κατά τρία έτη.

 

   2. Την επιλογή κατά την προηγούμενη παράγραφο και εφόσον το ανεξόφλητο κεφάλαιο του δανείου δεν υπερ­βαίνει τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ έχουν:

α) φυσικά και νομικά πρόσωπα, τα οποία τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, και εμφανίζουν κατά την τελευταία μέχρι και τον Ιούνιο του έτους 2009 χρήση ετήσιο κύκλο εργασιών μικρότε­ρο των δύο εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ και έχουν κατά την ίδια χρήση ζημία,

β) αγροτικοί συνεταιρισμοί, ενώσεις αυτών και ομάδες παραγωγών, ανεξάρτητα από την κατηγορία βιβλίων που τηρούν, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προηγούμενης περίπτωσης.

 

   3. Την επιλογή κατά την παράγραφο 1 και εφόσον το ανεξόφλητο κεφάλαιο του δανείου δεν υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες ευρώ, έχουν:

α) φυσικά και νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορι­κή δραστηριότητα και κατά τη χρήση του έτους 2008 εμφανίζουν ετήσια ακαθάριστα έσοδα μικρότερα των εκατό πενήντα χιλιάδων ευρώ,

β) φυσικά πρόσωπα που ασκούν κατά κύριο επάγγελ­μα αγροτική δραστηριότητα,

γ) επιχειρήσεις που έχουν υποστεί σημαντικές κα­ταστροφές από πυρκαγιές ή φυσικά φαινόμενα από το έτος 2007 και μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.

 

   4. Αιτήσεις για την υπαγωγή στις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων υποβάλλονται μέχρι τις 15.4.2010. Στην αίτηση επισυνάπτονται τα έγγραφα που αποδεικνύουν τη συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρ­μογής που απαιτούνται.

 

   5. Αν καταγγελθούν από το πιστωτικό ίδρυμα συμβά­σεις ανοικτού ή αλληλόχρεου λογαριασμού που αναφέ­ρονται στην παράγραφο 1 μετά την πάροδο δύο μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και μέχρι τις 30 Ιουνίου 2011, ο οφειλέτης δικαιούται να αποπληρώσει το κατάλοιπο του λογαριασμού σε πέντε έτη με ισόποσες μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, καταβάλλοντας κατά το πρώτο έτος μόνο τόκους. Για τον υπολογισμό των τόκων ισχύει το συμβατικό επιτόκιο οφειλής, το οποίο θα εφαρμοζόταν αν η σύμβαση δεν είχε καταγγελθεί. Το δικαίωμα του οφειλέτη για ρύθμιση της οφειλής ασκείται μέσα σε έναν μήνα από την κοινοποίηση σε αυτόν της καταγγελίας. Η προθεσμία δεν αρχίζει αν δεν ενημερωθεί ο οφειλέτης για το δικαίωμά του. Το συνολικό ποσό που ρυθμίζεται κατά τους όρους της παραγράφου αυτής δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα όρια που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3.

 

   6. Αν μειωθεί ή δεν ανανεωθεί μονομερώς από το πιστωτικό ίδρυμα το πιστωτικό όριο συμβάσεων ανοι­κτού ή αλληλόχρεου λογαριασμού που αναφέρονται στην παράγραφο 1 τον τελευταίο μήνα πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου ή μέχρι τις 30 Ιουνίου 2011, ο οφειλέτης δικαιούται να εξοφλήσει το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού και κατά το μέρος που αυτό δεν υπερβαίνει τα όρια που αναφέρονται στις παραγρά­φους 2 και 3 σε πέντε έτη σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.

 

   7. Επιχειρήσεις και επαγγελματίες των πυρόπληκτων νομών κατά τις πυρκαγιές του 2007 στους οποίους χο­ρηγήθηκαν δάνεια δυνάμει της με αριθμό 2/54310/0025/ 13.9.2007 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 1858 Β') δικαιούνται να ζητήσουν μέχρι την 15.4.2010 αναστολή επί διετία και αναδρομικά από 1.1.2010 της χρεολυτικής αποπληρωμής του άληκτου κεφαλαίου με αντίστοιχη παράταση της συμβατικής διάρκειας του δανείου και καταβολή των τόκων στη διάρκεια της ανα­στολής σύμφωνα με την περιοδικότητα του εκτοκισμού που προβλέπεται στη σύμβαση. Υπόχρεοι προς αποπλη­ρωμή των τόκων είναι οι δανειολήπτες.

 

   8. Οι εξαιρέσεις της παραγράφου 7 του άρθρου 1 του παρόντος ισχύουν και για τις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου.

 

   9. Οι διατάξεις των άρθρων 1 και 2 εφαρμόζονται για δάνεια ή πιστώσεις που χορηγήθηκαν μέσω υποκατα­στημάτων που λειτουργούν στην Ελλάδα από πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους ή έχουν νομίμως εγκατασταθεί στην Ελλάδα.

 

   ’ρθρο 3

Γενική διαγραφή δυσμενών δεδομένων για εξοφληθείσες οφειλές

 

   1. Διαγράφονται από τα αρχεία δεδομένων οικονο­μικής συμπεριφοράς που τηρούνται από τα πιστωτι­κά ή χρηματοδοτικά εν γένει ιδρύματα ή λειτουργούν χάριν αυτών όλες οι καταχωρισμένες περιπτώσεις για απλήρωτες επιταγές, επί των οποίων έχει βεβαιωθεί εμπρόθεσμα από την πληρώτρια τράπεζα η αδυναμία πληρωμής, ανεξόφλητες κατά τη λήξη τους συναλλαγ­ματικές και γραμμάτια εις διαταγήν, καταγγελίες συμ­βάσεων δανείων και πιστώσεων, διαταγές πληρωμής, κατασχέσεις και επιταγές προς πληρωμή του ν.δ. της 17.7./13.8.1923 «Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών», περιλήψεις εκθέσεων κατάσχεσης, προ­γράμματα πλειστηριασμών και διοικητικές κυρώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι έχει εξοφληθεί η οφειλή στο σύνολό της ή θα εξοφληθεί μέσα σε τρεις μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.

 

   2. Αίρεται κάθε περιορισμός χορήγησης νέου βιβλια­ρίου επιταγών που έχει επιβληθεί με βάση τη με αριθμό 234/23/11.12.2006 απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (Β 63/2007) για επιταγές που έχουν εξοφληθεί ή θα εξοφληθούν μέσα σε τρεις μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.

 

   ’ρθρο 4

Περιορισμοί στην επεξεργασία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς

 

   1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 40 του ν. 3259/2004 (ΦΕΚ 149 Α'), όπως η παράγραφος αυτή έχει αντικατα­σταθεί με το άρθρο 70 του ν. 3746/2009 (ΦΕΚ 27 Α'), αντικαθίσταται ως ακολούθως:

 

   «1. Ο χρόνος τήρησης και χρήσης από τα πιστωτικά και εν γένει χρηματοδοτικά ιδρύματα ή από αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς που λειτουργούν νόμιμα χάριν αυτών δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα για τις αντίστοιχες ανα­φερόμενες περιπτώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι έχει εξοφληθεί η οφειλή στο σύνολό της και έχει παρέλθει το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα για το σύνολο των καταχωρημένων στο αρχείο δεδομένων, με την επιφύ­λαξη της περίπτωσης α', για την οποία αρκεί η πάροδος του χρόνου της συγκεκριμένης κατηγορίας:

α) Απλήρωτες επιταγές, επί των οποίων έχει βεβαιωθεί εμπρόθεσμα από την πληρώτρια τράπεζα η αδυναμία πληρωμής, ανεξόφλητες κατά τη λήξη τους συναλλαγ­ματικές και γραμμάτια εις διαταγήν και καταγγελίες συμβάσεων δανείων και πιστώσεων, δύο έτη. Επιταγές, που εξοφλούνται μέσα σε τριάντα ημέρες από τη σφράγισή τους δεν εμφανίζονται στα ανωτέρω αρχεία και οι καταχωρισμένες διαγράφονται.

Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται αναλόγως και για συναλλαγματικές και γραμμάτια εις διαταγήν που εξοφλούνται μέσα σε τριάντα ημέρες από τη λήξη τους.

β) Διαταγές πληρωμής, τρία έτη.

γ) Κατασχέσεις και επιταγές προς πληρωμή του ν.δ. της 17.7./13.8.1923 «Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύ­μων εταιρειών, περιλήψεις εκθέσεων κατάσχεσης, προ­γράμματα πλειστηριασμών και διοικητικές κυρώσεις του Υπουργείου Οικονομικών, τέσσερα έτη.»

 

   2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 40 του ν. 3259/2004 (ΦΕΚ 149 Α'), όπως η παράγραφος αυτή έχει αντικατα­σταθεί με το άρθρο 70 του ν. 3746/2009 (ΦΕΚ 27 Α'), αντικαθίσταται ως ακολούθως:

 

   «3. Δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς για οφειλές που δεν έχουν εξοφληθεί, εφόσον δεν υπερβαίνουν στο σύνολό τους τα χίλια ευρώ, δεν εμφανίζονται στα αρ­χεία μεταδιδόμενων πληροφοριών.»

 

   3. Δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς για οφειλές που έχουν εξοφληθεί, εφόσον δεν υπερβαίνουν στο σύνολό τους τις τρεις χιλιάδες ευρώ και δεν υπερβαίνουν τις τρεις καταχωρίσεις, δεν εμφανίζονται στα αρχεία μεταδιδόμενων πληροφοριών.

 

   4. Δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς για οφειλές που δεν έχουν εξοφληθεί διαγράφονται δέκα έτη μετά την εγγραφή.

 

   5. Η παύση της εμφάνισης στα αρχεία μεταδιδόμενων πληροφοριών επιταγών επί των οποίων έχει βεβαιωθεί εμπρόθεσμα από την πληρώτρια τράπεζα η αδυναμία πληρωμής, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στις προη­γούμενες παραγράφους, αίρει το μέτρο στέρησης του βιβλιαρίου επιταγών που έχει επιβληθεί κατ' εφαρμογή της με αριθμό 234/23/11.12.2006 απόφασης της Επιτρο­πής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (Β 63/2007), για τις επιταγές αυτές.

 

   ’ρθρο 5

Υποχρέωση ενημέρωσης

 

   Το πιστωτικό και εν γένει το χρηματοδοτικό ίδρυμα που έχει διαβιβάσει σε αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς που λειτουργούν νόμιμα δυσμενή δεδο­μένα για οφειλές υποχρεούται μέσα σε δύο εργάσιμες ημέρες από την περιέλευση σε αυτό των στοιχείων που αποδεικνύουν την εξόφληση της οφειλής να προβεί αδαπάνως για τον οφειλέτη στην ενημέρωση του υπευθύνου επεξεργασίας των παραπάνω αρχείων.

 

   ’ρθρο 6

Προσωρινή δικαστική προστασία

 

   1. Με αίτηση που στρέφεται κατά του δανειστή και δικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 682 επ. Κ.Πολ.Δ., το αρμόδιο κατά τις διατάξεις αυτές δι­καστήριο δικαιούται να διατάξει προσωρινά ως ασφα­λιστικό μέτρο τη μη εμφάνιση σε αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς, που διατηρούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ή λειτουργούν χάριν αυτών, ληξιπρόθεσμης οφειλής, για την οποία έχει ασκηθεί αγωγή ή ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής ή κατά πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης εφόσον σφόδρα πιθανολογείται η ανυπαρξία της οφειλής.

 

   2. Οι υπεύθυνοι επεξεργασίας των αρχείων υποχρεού­νται, με τη γνωστοποίηση σε αυτούς της δικαστικής από­φασης που δέχεται την αίτηση, να μεριμνήσουν μέσα σε δύο εργάσιμες ημέρες να μην εμφανίζονται στα αρχεία και να μην μεταβιβάζονται τα παραπάνω δεδομένα.

 

   3. Η απόφαση που διατάζει το πιο πάνω ασφαλιστικό μέτρο παύει αυτοδικαίως να ισχύει, αν δημοσιευθεί ορι­στική απόφαση για την ουσία της κύριας υπόθεσης.

 

   ’ρθρο 7

Παροχή βιβλιαρίου επιταγών με εγγύηση

 

   Το πιστωτικό ίδρυμα επιτρέπεται να χορηγεί κατά τη διάρκεια ισχύος μέτρου στέρησης χορήγησης βιβλιαρί­ου επιταγών νέο βιβλιάριο επιταγών εφόσον παρέχεται επ' αυτών τριτεγγύηση έως πέντε χιλιάδες ευρώ για κάθε επιταγή από φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο δεν υφίσταται το ανωτέρω μέτρο στέρησης. Η πληρωτέα αξία της επιταγής δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της εγγυήσεως.

 

   ’ρθρο 8

Κυρώσεις

 

   Ο Υπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυ­τιλίας επιβάλλει για κάθε παράβαση των υποχρεώσεων από τον παρόντα νόμο πρόστιμο που ανέρχεται από δέκα χιλιάδες έως πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ.

Κατά την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται ιδίως υπόψη και συνεκτιμώνται: α) η βαρύτητα της πα­ράβασης, β) η συχνότητα αυτής, γ) η διάρκειά της, δ) οι ειδικές συνθήκες τέλεσής της, ε) η ύπαρξη υπαιτιότητας, στ) ο κύκλος εργασιών του παραβάτη και ζ) η υπότρο­πη συμπεριφορά. Οι καταγγελίες για παράβαση του παρόντος νόμου κατατίθενται στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστι­κότητας και Ναυτιλίας.

 

   ’ρθρο 9

Διαγραφή απαιτήσεων

 

   Για απαιτήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων που διαγράφο­νται με τον παρόντα νόμο εφαρμόζεται το άρθρο 30 παρ. 10 του ν. 2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α'). Τα διαγραφόμενα εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της χρήσης εντός της οποίας ενεργείται η διαγραφή προκειμένου για τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών. Η ωφέλεια που αποκτάται από τη διαγραφή τόκων δεν θεωρείται εισόδημα υποκείμενο σε φορολογία.

 

   ’ρθρο 10

Αναστολή υποβολής των αιτήσεων υπαγωγής επενδυτικών σχεδίων στις διατάξεις του ν. 3299/2004

 

ΜΕΡΟΣ Β'

ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

   1.α. Αιτήσεις επενδυτικών σχεδίων για την υπαγωγή τους στις ενισχύσεις της επιχορήγησης ή και της επιδό­τησης χρηματοδοτικής μίσθωσης ή της επιδότησης του κόστους της δημιουργούμενης απασχόλησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3299/2004, όπως ισχύει, υποβάλ­λονται έως και την 29η Ιανουαρίου 2010.

β. Η έναρξη δαπανών για την ένταξη των επενδυτικών σχεδίων στην ενίσχυση της φορολογικής απαλλαγής, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3299/2004, είναι δυνατή έως και την 29η Ιανουαρίου 2010.

 

   2. Αιτήσεις επενδυτικών σχεδίων που θα κατατεθούν στις αρμόδιες υπηρεσίες έως και την 29η Ιανουαρίου 2010, καθώς και για όσες υποβληθείσες δεν έχει εκδο­θεί εγκριτική ή απορριπτική απόφαση της Διοίκησης εξετάζονται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του ν. 3299/ 2004 και τις κανονιστικές αποφάσεις κατ' εξου­σιοδότηση των διατάξεών του.

 

   ’ρθρο 11

Α. Αντικατάσταση της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του ν.1220/1981 (ΦΕΚ 296 Α')

 

   1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 29 του ν. 1220/1981 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «1. Σε περίπτωση εγκατάλειψης στην αλλοδαπή ή ημε­δαπή Ελλήνων ναυτικών, που είναι ναυτολογημένοι σε πλοία υπό ελληνική σημαία ή ξένα, συμβεβλημένα με το «Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο» (Ν.Α.Τ.), λόγω μη τήρησης από τον πλοιοκτήτη των διατάξεων περί μισθοτροφοδοσίας:

α) Καταβάλλονται από το Ν.Α.Τ. και ειδικότερα από το «Κεφάλαιο Ασθένειας και Ανεργίας» έναντι των καθυ­στερημένων βασικών μισθών και επιδομάτων, αποδοχές μέχρι ενός τριμήνου, όπως αυτές καθορίζονται από τις οικίες συλλογικές συμβάσεις. Η καταβολή αυτή γίνεται με βάση κατάσταση, που περιλαμβάνει το πλήρωμα και τις αποδοχές του και έχει εγκριθεί από την Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία ή από την Επιτροπή της παραγρά­φου 3. Σε περίπτωση διαφωνίας, υπερισχύει η γνώμη της Επιτροπής. Η βεβαίωση από το Ν.Α.Τ. ότι έχει εκδο­θεί για κάθε ναυτικό, που έχει εγκαταλειφθεί, επιταγή για την παραπάνω καταβολή, συνεπάγεται αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας και κλείσιμο του ναυτολογίου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται αναλόγως η παράγραφος 2.

β) Ο επαναπατρισμός των ναυτικών, που έχουν εγκα­ταλειφθεί στην αλλοδαπή, καθώς και η καταβολή των μικροεξόδων του ταξιδιού, γίνεται με τη φροντίδα της Εστίας Ναυτικών, σύμφωνα με τις σχετικές περί αυτής διατάξεις.»

 

   2. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν αναδρο­μικά από 1ης Ιουνίου 2009. Για την περίοδο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος στο ΦΕΚ η Επιτροπή της παραγράφου 3 του άρθρου 29 του ν. 1220/1981 μπορεί να γνωμοδοτήσει ώστε η καταβολή της παραγράφου 1 στοιχείο α' του άρθρου 29 του ν. 1220/1981 να αφο­ρά περίοδο μεγαλύτερη του τριμήνου και μέχρι ενός εξαμήνου.

 

   Β. Μετάθεση ημερομηνιών αποχώρησης προσωπικού Ο.Λ.Π.

 

   1. Η ημερομηνία που ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου τέταρτου του ν. 3654/2008 (ΦΕΚ 57 Α') «Κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Πειραιώς (Ο.Λ.Π. Α.Ε.) και Θεσσαλονίκης (Ο.Λ.Θ. Α.Ε.), ρυθμίσεις για το προσωπικό της Ο.Λ.Π. Α.Ε. και της Ο.Λ.Θ. Α.Ε. και άλλες διατάξεις» αντικαθίσταται και ως νέα ημερομηνία ορί­ζεται η 30ή Ιουνίου 2010.

 

   2. Η ημερομηνία που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου έκτου του ίδιου ως άνω νόμου, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την Υ.Α. 8312/11/18/2009 (ΦΕΚ 1051 Β') αντικαθίσταται και ως νέα ημερομηνία ορίζεται η 28η Φεβρουαρίου 2010. Γ. Χρηματοδότηση ΟΛΠ Α.Ε.

Η εταιρεία επιτρέπεται να χρηματοδοτείται από εθνι­κούς ή κοινοτικούς πόρους για την εξυπηρέτηση σκοπών γενικού οικονομικού συμφέροντος μέσω του Προγράμ­ματος Δημοσίων Επενδύσεων. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Οικονομικών προσδιορίζονται οι προϋ­ποθέσεις εφαρμογής της παρούσας παραγράφου και μνημονεύονται ειδικά κατ' εφαρμογή ειδικής αποστολής δημοσίου συμφέροντος οι σκοποί γενικού οικονομικού συμφέροντος που δικαιολογούν την καταβολή της χρη­ματοδότησης σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία.

 

   Δ. Προσθήκη εδαφίου στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 791/1978

 

   Προστίθεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 791/1978 εδάφιο δεύτερο, το οποίο έχει ως εξής:

 

   «Τα αυτά ισχύουν και για τις εταιρείες χαρτοφυλακίου των παραπάνω εταιρειών.»

 

   Ε. Ρύθμιση θεμάτων διαχείρισης πλωτών μουσείων ή εκθεμάτων δωρεάς προς το Ελληνικό Δημόσιο

 

   1. Εμπορικά πλοία ιστορικής σημασίας, που περιήλθαν ή περιέρχονται λόγω δωρεάς στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 του α.ν. 2039/1939 (ΦΕΚ 455 Α') με σκοπό να χρησιμοποιηθούν ως πλω­τά μουσεία ή εκθέματα, περιέρχονται στη διαχείριση του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.

 

   2. Η εγγραφή πλοίων της προηγούμενης παραγράφου στα ελληνικά νηολόγια, καθώς και η διαγραφή τους από αυτά σε περίπτωση διάλυσης ή ανακύκλωσής τους στο τέλος της ωφέλιμης ζωής τους, γίνεται με αίτηση του Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτι­λίας. Για τα πλοία αυτά δεν καταβάλλονται κατά το χρονικό διάστημα παραμονής τους υπό ελληνική σημαία, φόροι (συμπεριλαμβανομένου του φόρου του ν. 27/1975 και εκτός του ΦΠΑ), εισφορές, τέλη ή δασμοί με την επι­φύλαξη των ισχυουσών σχετικών εθνικών και κοινοτικών διατάξεων, ούτε απαιτούνται άλλες διατυπώσεις εκτός από την έκδοση τελωνειακής διασάφισης εισαγωγής, εγγράφου εθνικότητας και διορισμού αντικλήτου, αφού προηγηθεί η έκδοση πιστοποιητικού καταμέτρησης. Όσον αφορά στο ΦΠΑ εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα ΦΠΑ [ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α')], όπως ισχύουν.

 

   3. Η μεταβίβαση της κυριότητας του πλοίου απαγο­ρεύεται. Επιτρέπεται η παραχώρηση της χρήσης του πλοίου στο Ινστιτούτο Ιστορίας Εμπορικής Ναυτιλίας (Ι.Ι.Ε.Ν.), που συστάθηκε με το ν. 2638/1998 (ΦΕΚ 204 Α') ή σε άλλο φορέα που τελεί υπό την άμεση εποπτεία του Ελληνικού Δημοσίου, αποκλειστικά και μόνο για τη λειτουργία του ως πλωτού μουσείου ή εκθέματος, ύστερα από έγκριση του Υπουργού Οικονομίας, Αντα­γωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του Υπουργού που εποπτεύει τον φορέα στον οποίο γίνεται η παραχώρηση. Για την παραχώρηση συνάπτεται σύμβαση που καταρ­τίζεται μεταξύ του Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνι­στικότητας και Ναυτιλίας και του Προέδρου του Δ.Σ. του Ι.Ι.Ε.Ν. ή του νομίμου εκπροσώπου του φορέα στον οποίο γίνεται η παραχώρηση με τη σύμφωνη γνώμη και του Υπουργού που εποπτεύει τον φορέα στον οποίο γίνεται η παραχώρηση. Η σύμβαση περιέχει τους όρους, το χρονικό διάστημα της παραχώρησης και κάθε άλλο σχετικό θέμα. Η συντήρηση, διαχείριση και λειτουργία του πλοίου ως μουσείου ή εκθέματος ανήκει σε αυτόν προς τον οποίο παραχωρείται το πλοίο για το σκο­πό αυτόν και ουδεμία οικονομική υποχρέωση βαρύνει τον κύριο του πλοίου. Ο κύριος του πλοίου μπορεί να ζητήσει την άμεση απόδοσή του σε περίπτωση που διαπιστωθεί οποιαδήποτε απόκλιση από το σκοπό της ανάθεσης ή παραβίαση των όρων της σύμβασης.

 

   4. Το Υπουργείο Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας ή το Ι.Ι.Ε.Ν. ή άλλος φορέας, στον οποίο το πλοίο παραχωρήθηκε για τη λειτουργία του ως πλωτού μουσείου ή εκθέματος, μπορεί να αναθέτει τη συντή­ρηση, διαχείριση και λειτουργία του πλοίου ως πλωτού μουσείου ή εκθέματος σε ενώσεις προσώπων, σωματεία ή άλλα μουσεία, που επιδιώκουν σκοπούς συναφείς με το Ι.Ι.Ε.Ν. και ιδίως την προβολή της ελληνικής ναυτικής ιστορίας και παράδοσης. Η ανάθεση πραγματοποιείται με σύμβαση που καταρτίζεται για τον ανωτέρω σκοπό από τον Υπουργό Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας ή, κατά περίπτωση, από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. του Ι.Ι.Ε.Ν. ή τον νόμιμο εκπρόσωπο του φορέα στον οποίο έχει παραχωρηθεί το πλοίο και τον νόμιμο εκπρόσωπο της ένωσης προσώπων ή σωματείων ή μου­σείου, ύστερα από έγκριση του Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του Υπουργού που εποπτεύει τον φορέα στον οποίο έγινε η παραχώ­ρηση, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση. Η σύμβαση περιέχει τους όρους, το χρονικό διάστημα της ανάθεσης και κάθε άλλο σχετικό θέμα, η δε συντήρηση, διαχεί­ριση και λειτουργία του πλοίου ως πλωτού μουσείου ή εκθέματος βαρύνει εξ ολοκλήρου τον ανάδοχο. Ο κύριος του πλοίου ή και ο φορέας που προέβη στην ανάθεση μπορεί να ζητήσει την άμεση απόδοση του πλοίου σε περίπτωση που διαπιστωθεί οποιαδήποτε απόκλιση από το σκοπό της ανάθεσης ή παραβίαση των όρων της σύμβασης.

 

   5. Ο τόπος ελλιμενισμού του πλοίου - πλωτού μουσεί­ου καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.

 

   ’ρθρο 12

Επανεισαγωγή καταλόγου συνταγογραφούμενων φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων και εξορθολογισμός πλαισίου χορήγησης ιδιοσκευασμάτων για σοβαρές ασθένειες

 

   1. α. Το Δημόσιο, οι οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης και κάθε φορέας και κλάδος ασφάλισης δικαιούχων περίθαλψης εγκρίνουν και εξοφλούν ιατρικές συνταγές μόνο εφόσον αυτές περιλαμβάνουν φάρμακα που περι­έχονται σε κατάλογο συνταγογραφούμενων φαρμακευ­τικών ιδιοσκευασμάτων και μόνο για τις εγκεκριμένες ενδείξεις, όπως αυτές καθορίζονται στην περίληψη χα­ρακτηριστικών του φαρμακευτικού προϊόντος.

β. Για την κατάρτιση, την αναθεώρηση και τη συ­μπλήρωση του καταλόγου εφαρμόζονται αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία καθορίζονται και εξειδικεύονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνι­κής Ασφάλισης, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αναρτώνται στην ιστοσελίδα του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων.

γ. Ο κατάλογος του εδαφίου α' καταρτίζεται από συνιστώμενη στον Ε.Ο.Φ. Ειδική Επιτροπή και εγκρίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινω­νικής Ασφάλισης, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο κατάλογος αναθεωρείται και συμπληρώνεται του­λάχιστον κατ' έτος από την ίδια επιτροπή και με την ίδια διαδικασία.

δ. Η Ειδική Επιτροπή του εδαφίου γ' συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλλη­λεγγύης, είναι εννεαμελής και αποτελείται από έναν καθηγητή φαρμακευτικής του πανεπιστημίου (οποιασ­δήποτε βαθμίδας), έναν καθηγητή ιατρικής του πανε­πιστημίου (οποιασδήποτε βαθμίδας), έναν εκπρόσωπο του Ε.Ο.Φ. (ιατρό ή φαρμακοποιό), που ορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο αυτού, έναν εκπρόσωπο (ιατρό) του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕ.Σ.Υ.), που ορίζεται με απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής αυτού, έναν φαρμακοποιό με προϋπηρεσία άνω των πέντε ετών στο Ε.Σ.Υ., και από έναν εκπρόσωπο (ιατρό ή φαρμακοποιό) του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, του ΟΓΑ, του ΟΠΑΔ και του ΟΑΕΕ, που ορίζονται με απόφαση των Διοικητικών Συμβουλίων αυτών.

Για καθένα μέλος ορίζεται αντίστοιχα και ο αναπλη­ρωτής του. Με την απόφαση συγκρότησης ορίζεται ο πρόεδρος της επιτροπής και ο αναπληρωτής του από τους ως άνω καθηγητές Πανεπιστημίου και ο γραμ­ματέας της επιτροπής με τον αναπληρωτή του από τους υπαλλήλους του Ε.Ο.Φ.. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οι­κονομικών ορίζεται η αποζημίωση των μελών της ειδικής επιτροπής και του γραμματέα που κατά τις κείμενες διατάξεις βαρύνει τον προϋπολογισμό του Ε.Ο.Φ., κα­θώς και κάθε διαδικαστική λεπτομέρεια για τον τρόπο διεξαγωγής των εργασιών της.

ε. Εντός δεκαπέντε ημερών από τη δημοσίευση της κοινής υπουργικής απόφασης του εδαφίου γ' του πα­ρόντος, οι ενδιαφερόμενοι παρασκευαστές και εισαγω­γείς φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, που δεν έχουν συμπεριληφθεί στον κατάλογο, μπορούν να υποβάλλουν αίτηση συμπερίληψής τους ενώπιον της ειδικής επι­τροπής. Με την αίτηση συνυποβάλλονται τα στοιχεία για την υποστήριξή της και οι αιτούντες καλούνται για προφορική ανάπτυξη των ισχυρισμών τους ενώπιον της ειδικής επιτροπής. Εντός τριάντα ημερών από την υπο­βολή της αίτησης η ειδική επιτροπή, εφόσον, με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της παραγράφου 2, κρίνει το αίτημα ως βάσιμο, καταρτίζει συμπληρωματικό κατά­λογο, που εγκρίνεται με τον τρόπο που ορίζεται στο εδάφιο γ' του παρόντος.

στ. Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου ή του υπ' αυτού νομίμως εξουσιοδοτημένου οργάνου του φορέα ασφάλισης, η οποία εκδίδεται εντός δέκα ημερών από της υποβολής σχετικής αιτήσεως, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις εγκρίνεται η χορήγηση φαρμάκων που δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο για την περίοδο θερα­πείας του ασθενούς. Η απόφαση εκδίδεται κατόπιν αιτι­ολογημένης έκθεσης ιατρού του αιτούντος και ύστερα από γνώμη της ειδικής επιτροπής του εδαφίου γ' της παρούσας παραγράφου του παρόντος άρθρου.

ζ. Από τη δημοσίευση του καταλόγου του εδαφίου α' της παρούσας παραγράφου του παρόντος νόμου καταρ­γείται η παράγραφος 1 του άρθρου 1 του ν. 3457/2006. Οι διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α') και του άρθρου 31 του ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α'), καθώς και οι κατ' εξουσιοδότηση αυτών υπουργικές αποφάσεις εξακολουθούν να ισχύουν. Επίσης, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπουν την κάλυψη από το Δημόσιο και τους φορείς και κλάδους ασφάλισης ασθενείας της δαπάνης των φαρμάκων που χορηγού­νται στους οικονομικά αδύνατους και ανασφάλιστους.

 

   2. α. Οι εξωτερικοί ασθενείς που είναι ασφαλισμένοι στο Δημόσιο και στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης ή δυνάμει ειδικών διατάξεων δικαιούνται περίθαλψης μπο­ρούν να προμηθεύονται, τόσο από τα φαρμακεία των κρατικών νοσοκομείων όσο και από τα ιδιωτικά φαρμα­κεία, χωρίς συμμετοχή τους στη δαπάνη, φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα για θεραπεία σοβαρών ασθενειών, που έχουν άδεια μόνο για νοσοκομειακή χρήση ή άδεια για έναρξη χορήγησης στο νοσοκομείο και παρακολούθηση από ειδικό ιατρό.

β. Τα ιδιωτικά φαρμακεία προμηθεύονται τα χορηγού­μενα κατά το εδάφιο α' της παρούσας παραγράφου φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα με τους ίδιους όρους και στην ίδια τιμή που τα προμηθεύονται τα φαρμακεία των κρατικών νοσοκομείων.

γ. Με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Εργασίας και Κοινωνι­κής Ασφάλισης και Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εγκρίνεται, μετά από εισήγηση του Ε.Ο.Φ., κατάλογος με τα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα για θεραπεία σοβαρών ασθενειών της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Με την ίδια διαδικασία ο εν λόγω κατάλογος αναθεωρείται και συμπληρώνεται τουλά­χιστον κατ' έτος. Για τον προσδιορισμό του κόστους λαμβάνεται υπόψη η χονδρική τιμή των ιδιοσκευασμά­των και η συσκευασία τους σε συνδυασμό με το κόστος ημερήσιας θεραπείας. Ο τρόπος διαμόρφωσης της τιμής διάθεσής τους από τα νοσοκομεία ή τα ιδιωτικά φαρ­μακεία καθορίζεται με αγορανομική διάταξη.

δ. Ο κατάλογος των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου εγκρίνεται υπό την προϋπόθεση ότι περιέχονται οπωσδήποτε στον κατάλογο των συνταγογραφούμενων φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου του παρόντος νόμου. Η ως άνω προϋ­πόθεση δεν απαιτείται για το διάστημα μέχρι την έκδοση του πρώτου καταλόγου συνταγογραφούμενων ιδιοσκευ­ασμάτων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου του παρόντος νόμου, για το οποίο διάστημα και μέχρι την έκδοση του καταλόγου κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου, εξακολουθεί να ισχύει ο κατάλογος φαρμακευ­τικών ιδιοσκευασμάτων της κοινής υπουργικής απόφασης ΔΥΓ3α/Γ.Π.151509/19.12.2008 (ΦΕΚ 2717 Β', 31.12. 2008).

ε. Το άρθρο 26 του ν. 2072/1992, όπως έχει αντικα­τασταθεί, καταργείται από τη δημοσίευση της κοινής υπουργικής απόφασης του εδαφίου γ' της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

 

   ’ρθρο 13

Μετάθεση ημερομηνίας σταδιακής αύξησης ορίου ηλικίας για συγκεκριμένη κατηγορία ασφαλισμένων

 

   1. Το τέταρτο εδάφιο της περίπτωσης δ' της παρα­γράφου 3 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α'), όπως η περίπτωση αυτή έχει αντικατασταθεί με την παράγραφο 1 του άρθρου 144 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α'), αντικαθίσταται ως ακολούθως:

 

   «Για τις μητέρες ανήλικων παιδιών, το ανωτέρω προ­βλεπόμενο όριο ηλικίας για λήψη μειωμένης σύνταξης καταργείται σταδιακά, με την αύξηση αυτού κατά ένα χρόνο, από 1.1.2011 και για κάθε επόμενο έτος μέχρι τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου από το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης αυτής ορίου ηλικίας για λήψη πλήρους σύνταξης.»

 

   2. Το τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 33 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α'), όπως αυτά προστέθηκαν με την περίπτωση β' της παραγράφου 3 του άρθρου 144 του ν. 3655/2008, αντικαθίστανται ως ακολούθως:

 

   «Για τις μητέρες ανήλικων τέκνων, το όριο ηλικίας για λήψη μειωμένης σύνταξης καταργείται σταδιακά, με την αύξηση αυτού κατά ένα χρόνο από 1.1.2011 και για κάθε επόμενο έτος, μέχρι τη συμπλήρωση του προβλε­πόμενου για τη λήψη πλήρους σύνταξης ορίου ηλικίας. Από 1.1.2013 και για κάθε επόμενο έτος, ο απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης αυξάνεται σταδιακά κατά εκατόν πενήντα ημέρες μέχρι τη συμπλήρωση 6.000 ημερών ασφάλισης.»

 

   ’ρθρο 14

Τροποποίηση του π.δ. 260/2001

 

   Στο π.δ. 260/2001 επέρχεται η πιο κάτω τροποποί­ηση:

 

   Στο άρθρο 1 παράγραφος α' στοιχείο Α' απαλείφεται η φράση: «και δεν έχουν υπερβεί το 40ό έτος το οποίο θεωρείται ότι συμπληρώνεται την 31η Δεκεμβρίου του έτους απογραφής».

 

   ’ρθρο 15

Τελική διάταξη

 

   Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερ­νήσεως.

 

   Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.