ΝΟΜΟΣ 3689/2008 - ΦΕΚ 164/Α'/5.8.2008

Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών και άλλες διατάξεις.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

    Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

’ρθρο 1

Σκοπός - Έδρα

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ

 

    1. Η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών (ΕΣΔι) απο­τελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και εποπτεύεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Εδρεύει και λειτουργεί στο Δήμο Καλαμαριάς του Νομού Θεσσαλονίκης. Η επιμόρφω­ση των δικαστικών λειτουργών παρέχεται στην έδρα της Σχολής και στην Κομοτηνή. Με απόφαση του Δι­οικητικού Συμβουλίου της Σχολής, η οποία εγκρίνεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ορίζεται το σήμα και η σφραγίδα της.

 

    2. α. Σκοπός της Σχολής είναι η επιλογή, η προει­σαγωγική, θεωρητική και πρακτική κατάρτιση και η αξιολόγηση όσων πρόκειται να διοριστούν σε θέσεις δοκίμων δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, των Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, καθώς και η διαρκής επιμόρφωση των υπηρετούντων δικαστικών λειτουργών.

    β. Στο πλαίσιο του σκοπού της μπορεί να συνεργάζε­ται με εκπαιδευτικά ιδρύματα και άλλους φορείς εκπαί­δευσης ή επαγγελματικής κατάρτισης του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής ή με πρόσωπα αναγνωρισμένου επιστημονικού κύρους. Να συμμετέχει στα ευρωπαϊκά προγράμματα και δίκτυα κατάρτισης και επιμόρφωσης των δικαστικών λειτουρ­γών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Να διοργανώνει ή να συνδιοργανώνει ειδικά προγράμματα κατάρτισης για τους δικαστικούς λειτουρ­γούς των χωρών αυτών, συνέδρια, σεμινάρια, διαλέξεις και ημερίδες. Να διενεργεί μελέτες και έρευνες και να πραγματοποιεί σχετικές εκδόσεις. Μπορεί, επίσης, για τα θέματα της πρακτικής άσκησης των εκπαιδευομένων, να συνεργάζεται με υπηρεσίες οργανισμών τοπικής αυ­τοδιοίκησης και άλλων νομικών προσώπων του δημόσι­ου τομέα, διεθνείς οργανισμούς, διεθνή δικαστήρια και δικαστήρια ξένων χωρών, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο πρόγραμμα σπουδών.

 

’ρθρο 2

Πόροι - Διαχείριση

 

    1.α. Η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών έχει τα­κτικούς και έκτακτους πόρους.

    β. Τακτικοί πόροι είναι: αα. Η ετήσια κρατική επιχορή­γηση από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργεί­ου Δικαιοσύνης, στον οποίο εγγράφεται με ιδιαίτερο κωδικό αριθμό με τίτλο «Επιχορήγηση Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών». ββ. Η επιχορήγηση από τον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων. γγ. Οι πρόσοδοι από την περιουσία της και έσοδα από τη διάθεση εκ­δόσεων και δημοσιευμάτων, καθώς και από την παροχή υπηρεσιών σε τρίτους έναντι αμοιβής.

    γ. Έκτακτοι πόροι είναι: αα. Οι χρηματοδοτήσεις από το Ταμείο Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων, για την κάλυψη δαπανών: i. κατασκευής, συντήρησης και επισκευής κτιριακών εγκαταστάσεων, ii. προμήθειας, εγκατάστασης και συντήρησης του πάσης φύσεως εξο­πλισμού, που είναι απαραίτητος για τη λειτουργία της και iii. διαμόρφωσης και συντήρησης του περιβάλλοντος χώρου. ββ. Οι επιχορηγήσεις, δωρεές, κληρονομίες, κλη­ροδοσίες και κάθε είδους εισφορές νομικών ή φυσικών προσώπων, ημεδαπών ή αλλοδαπών.

 

    2.α. Η οικονομική και διοικητική διαχείριση ασκείται, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 496/1974 (ΦΕΚ 204 Α'), με τον τρόπο και τα όργανα που καθορίζει ειδικός κανονισμός, ο οποίος καταρτίζεται, ύστερα από πρότα­ση του Γενικού Διευθυντή, από το Διοικητικό Συμβούλιο και κυρώνεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Η οικονομική διαχείριση υπάγεται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

    β. Ο ετήσιος ισολογισμός και απολογισμός της Σχο­λής συντάσσονται με τη λήξη του λογιστικού έτους και συνοδεύονται από έκθεση του Γενικού Διευθυντή.

    γ. Ο ετήσιος προϋπολογισμός, ισολογισμός και απο­λογισμός εγκρίνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο και υποβάλλονται στους Υπουργούς Οικονομίας και Οικο­νομικών και Δικαιοσύνης. Τα τυχόν πλεονάσματα του ετήσιου απολογισμού μεταφέρονται στην οικονομική χρήση του επόμενου έτους.

 

’ρθρο 3

 

    Όργανα Διοίκησης της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών είναι το Διοικητικό Συμβούλιο, ο Γενικός Διευθυντής, ο Διευθυντής Κατάρτισης και ο Διευθυντής Επιμόρφωσης.

 

’ρθρο 4

Διοικητικό Συμβούλιο

 

    1.α. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείται από δεκα­τρία μέλη και συγκροτείται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, από: αα. Τους Προέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. ββ. Τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. γγ. Τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων. δδ. Τον Γενικό Διευθυντή της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών. εε. Τον Πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. στστ. Τον Πρόεδρο της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας ή της Ένωσης Δικαστι­κών Λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι οποίοι ορίζονται εκ περιτροπής και για θητεία δύο ετών. ζζ. Τον Πρόεδρο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος ή της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, οι οποίοι ορίζονται εκ περιτροπής και για θητεία δύο ετών. ηη. Τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ο οποίος αναπλη­ρώνεται από τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, και τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, ο οποίος αναπληρώνεται από Πρόεδρο Δικηγορικού Συλλόγου της επαρχίας. θθ. Τον Πρόεδρο του Νομικού Τμήματος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών ή του Αριστοτελείου Πανεπιστη­μίου Θεσσαλονίκης ή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του και ιι. Πρόσωπο εγνωσμένου κύρους από τον ακαδημαϊ­κό, νομικό ή επιστημονικό κόσμο της χώρας. Τα μέλη, τα οποία αναφέρονται στις περιπτώσεις στστ' και ζζ', είτε πριν την έναρξη είτε μετά τη λήξη της διετούς θητείας τους, δύνανται να μετέχουν στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου.Τα μέλη που αναφέρονται στην περίπτωση θθ' ορίζονται εκ περιτροπής και με ενιαύσια θητεία.

    β. Στις συνεδριάσεις προεδρεύει ο αρχαιότερος από τους Προέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, εφόσον απουσιάζουν ή κωλύο­νται, αναπληρώνονται από τους νόμιμους αναπληρωτές τους.

    γ. Συγκροτείται νομίμως, έστω και αν δεν υπάρχουν τα αιρετά μέλη του, και βρίσκεται σε απαρτία, εφόσον είναι παρόντα τουλάχιστον έξι μέλη. Οι αποφάσεις λαμ­βάνονται κατά πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.

    δ. Συνεδριάζει, ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου του, δύο τουλάχιστον φορές κάθε ημερολογιακό έτος και συγκαλείται υποχρεωτικά από αυτόν, όταν το ζη­τήσει ο Υπουργός Δικαιοσύνης ή η πλειονότητα των μελών του. Με απόφαση του Προέδρου του δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να ορισθεί ως τόπος συ­νεδριάσεως αυτού άλλη, πλην της έδρας της Σχολής, πόλη της Ελλάδος.

    ε. Ορίζει, ύστερα από πρόταση του Γενικού Διευθυντή, για μια διετία τον γραμματέα αυτού και τον αναπληρω­τή του από υπαλλήλους της Σχολής.

 

    2. Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι το ανώτατο όργανο διοίκησης της Σχολής. Χαράσσει τις γενικές κατευθύν­σεις της κατάρτισης και της επιμόρφωσης και εποπτεύει την εφαρμογή τους. Εγκρίνει τον ετήσιο προϋπολογι­σμό, ισολογισμό και απολογισμό της Σχολής και τα προγράμματα κατάρτισης του Συμβουλίου Σπουδών. Υποβάλλει, στο τέλος κάθε ημερολογιακού έτους, ανα­λυτική έκθεση για τις δραστηριότητες και τις προοπτι­κές της Σχολής στον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος την καταθέτει στη Βουλή.

 

’ρθρο 5

Γενικός Διευθυντής Τοποθέτηση - Αρμοδιότητες

 

    1. Γενικός Διευθυντής τοποθετείται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, δικαστικός λειτουργός ανώτα­του βαθμού, ύστερα από απόφαση του οικείου ανώτα­του δικαστικού συμβουλίου, κατά τις κείμενες διατάξεις. Παύει αυτοδικαίως να κατέχει τη θέση αν με οποιονδή­ποτε τρόπο στερηθεί της δικαστικής ιδιότητας. Ορίζεται με πλήρη απασχόληση για θητεία τριών ετών, η οποία μπορεί να ανανεώνεται. Εφόσον ελλείπει, απουσιάζει ή κωλύεται, τον αναπληρώνει ο αρχαιότερος δικαστικός λειτουργός από τους Διευθυντές Κατάρτισης και Επι­μόρφωσης.

 

    2.α. Ο Γενικός Διευθυντής είναι αρμόδιος για όλα τα θέματα της Σχολής, εκτός από εκείνα, τα οποία έχουν ανατεθεί ειδικώς σε άλλο όργανο. Προωθεί τις διε­θνείς σχέσεις της Σχολής με τους ομόλογους φορείς των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της αλλοδαπής, καθώς και τη συνεργασία της με διεθνείς φορείς, που προωθούν τη δικαστική εκπαίδευση και τις δικαστικές ανταλλαγές. Μεριμνά για την επικοινωνία και τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών ως εκπαιδευ­τών ή εκπαιδευομένων σε προγράμματα κατάρτισης ή επιμόρφωσης που διοργανώνονται από δικαστικούς ή εκπαιδευτικούς φορείς των κρατών - μελών της Ευρω­παϊκής Ένωσης ή από τρίτες χώρες, καθώς και για την ένταξη αλλοδαπών δικαστικών λειτουργών σε προγράμ­ματα κατάρτισης και επιμόρφωσης που διοργανώνει η Σχολή. Προΐσταται του διοικητικού προσωπικού της Σχολής, το οποίο τοποθετεί και κατανέμει ανάλογα με τις ανάγκες. Ασκεί τον πειθαρχικό έλεγχο αυτού, καθώς και των εκπαιδευομένων. Μεριμνά για την εκτέλεση των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου και εκπροσω­πεί τη Σχολή δικαστικώς και εξωδίκως.

    β. Ο Γενικός Διευθυντής, με απόφασή του, μπορεί να εξουσιοδοτεί άλλα όργανα της Σχολής να ασκούν συγκε­κριμένες αρμοδιότητές του ή να υπογράφουν με εντολή του κάθε είδους πράξεις, έγγραφα ή αποφάσεις, οι οποί­ες ανήκουν στην αρμοδιότητά του. Η απόφαση αυτή κα­ταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο, προσιτό στο κοινό, το οποίο τηρείται στη γραμματεία της Σχολής, και αναρτάται επί εικοσαήμερο στον πίνακα ανακοινώσεων.

 

’ρθρο 6

Διευθυντές Τοποθέτηση - Αρμοδιότητες

 

    1. Διευθυντές Κατάρτισης και Επιμόρφωσης τοπο­θετούνται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, δικαστικοί λειτουργοί ανώτατου βαθμού, ύστερα από απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλί­ου, κατά τις κείμενες διατάξεις. Παύουν αυτοδικαίως να κατέχουν τις θέσεις αυτές, αν στερηθούν με οποι­ονδήποτε τρόπο της δικαστικής ιδιότητας. Ορίζονται με μερική απασχόληση και μειωμένη άσκηση των κα­θηκόντων της κύριας θέσης για θητεία τριών ετών, η οποία μπορεί να ανανεώνεται. Εφόσον ελλείπουν, απουσιάζουν ή κωλύονται, αναπληρώνεται ο Διευθυ­ντής Κατάρτισης από τον Διευθυντή Επιμόρφωσης και αντιστρόφως. Συμμετέχουν, χωρίς δικαίωμα ψήφου, στο Διοικητικό Συμβούλιο και εισηγούνται τα θέματα της αρμοδιότητάς τους, το δε μέλος που προέρχεται από το Ελεγκτικό Συνέδριο επιμελείται τις οικονομικές υποθέσεις της Σχολής, όπως ειδικότερα προσδιορίζε­ται στον ειδικό κανονισμό του άρθρου 2 του παρόντος. Κατανέμουν και συντονίζουν το διοικητικό προσωπικό που έχει σχέση με τις αρμοδιότητές τους. Οι διατάξεις της περιπτώσεως β' της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του παρόντος εφαρμόζονται και ως προς αυτούς αναλόγως.

 

    2. Ο Διευθυντής Κατάρτισης είναι αρμόδιος για την εγγραφή, την παρεχόμενη προεισαγωγική, θεωρητική και πρακτική, κατάρτιση και την αξιολόγηση των εκπαι­δευομένων. Μεριμνά για το σχεδιασμό και την εφαρ­μογή του προγράμματος κατάρτισης και συντονίζει τις συναφείς εκπαιδευτικές διαδικασίες.

 

    3. Ο Διευθυντής Επιμόρφωσης είναι αρμόδιος για την παρεχόμενη, στο πλαίσιο της Σχολής, επιμόρφωση των υπηρετούντων δικαστικών λειτουργών. Μεριμνά για το σχεδιασμό και την εφαρμογή του προγράμματος επι­μόρφωσης και συντονίζει τις συναφείς εκπαιδευτικές διαδικασίες.

 

’ρθρο 7

Σύμβουλοι Σπουδών Τοποθέτηση - Αρμοδιότητες

 

    1. Σύμβουλοι Σπουδών τοποθετούνται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, δικαστικοί λειτουργοί ανώτερου βαθμού, ύστερα από απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου, κατά τις κείμενες διατάξεις. Παύουν αυτοδικαίως να κατέχουν τις θέσεις αυτές, αν στερηθούν με οποιονδήποτε τρόπο της δικαστικής ιδι­ότητας ή προαχθούν σε ανώτατο βαθμό. Είναι τρεις, ήτοι ένας πρόεδρος εφετών ή εφέτης των Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων, ένας πρόεδρος εφετών ή εφέτης των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και ένας εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας εφετών και επιλέγονται από αυτούς που υπηρετούν στο Πολιτικό και Ποινικό Εφετείο, στο Διοικητικό Εφετείο και στην Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης, αντιστοίχως. Ορίζονται με μερι­κή απασχόληση και μειωμένη άσκηση των καθηκόντων της κύριας θέσης για θητεία δύο ετών, η οποία μπορεί να ανανεώνεται.

 

    2. Συνεπικουρούν τον Γενικό Διευθυντή στην προώθη­ση των διεθνών σχέσεων της Σχολής, καθώς και τους Διευθυντές Κατάρτισης και Επιμόρφωσης στην εφαρ­μογή των προγραμμάτων εκπαίδευσης, ο καθένας ως προς τα θέματα του κλάδου από τον οποίο προέρχεται. Εποπτεύουν την πρακτική άσκηση και ασκούν όσες άλ­λες αρμοδιότητες τους ανατίθενται από τα όργανα της διοίκησης της Σχολής.

 

’ρθρο 8

Συμβούλια Σπουδών και Διδασκόντων

 

    1.α. Το Συμβούλιο Σπουδών αποτελείται από εννέα μέλη και συγκροτείται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύ­νης, από: αα. Τον Γενικό Διευθυντή. ββ. Τον Διευθυντή Κατάρτισης. γγ. Τον Διευθυντή Επιμόρφωσης. δδ. Τους Συμβούλους Σπουδών. εε. Τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με την ιδιότητά του ως Προέδρου της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, ο οποίος αναπληρώνεται από τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης. στστ. Έναν εκπρόσωπο του Νομικού Τμήματος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών ή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ή του Δημοκριτείου Πανε­πιστημίου Θράκης, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του εκ περιτροπής, από τον Πρόεδρο του οικείου Νομικού Τμήματος και ζζ. Έναν εκπρόσωπο των εκπαιδευομένων, ο οποίος εκλέγεται, με τον αναπληρωτή του, από όλους τους εκπαιδευομένους στη Σχολή το μήνα Φεβρουάριο κάθε έτους. Η θητεία των ως άνω μελών λήγει, αν με οποιονδήποτε τρόπο στερηθούν της ιδιότητας με την οποία συμμετέχουν στο Συμβούλιο.

    β. Συγκροτείται νομίμως, έστω και αν δεν υπάρχουν τα αιρετά μέλη του, και βρίσκεται σε απαρτία, εφόσον είναι παρόντα πέντε τουλάχιστον μέλη. Οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφί­ας, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.

    γ. Συνεδριάζει στην έδρα της Σχολής, ύστερα από πρό­σκληση του Προέδρου του, τρεις τουλάχιστον φορές κάθε ημερολογιακό έτος και συγκαλείται υποχρεωτικά από αυτόν, όταν το ζητήσει η πλειονότητα των μελών του. Στις συνεδριάσεις του προεδρεύει ο Γενικός Διευθυντής.

    δ. Ορίζει, ύστερα από πρόταση του Γενικού Διευθυντή, για μια διετία τον Γραμματέα αυτού και τον αναπληρω­τή του από τους υπαλλήλους της Σχολής.

    ε. Καταρτίζει τα προγράμματα σπουδών, παρακολου­θεί την εφαρμογή τους και ελέγχει την παρεχόμενη στη Σχολή προεισαγωγική, θεωρητική και πρακτική, κατάρτι­ση και την επιμόρφωση των υπηρετούντων δικαστικών λειτουργών.

 

    2.α. Τα Συμβούλια Διδασκόντων είναι δύο, ένα για κάθε κατεύθυνση. Έργο τους είναι η υποβολή προς το Συμ­βούλιο Σπουδών προτάσεων για τη βελτίωση του εκπαι­δευτικού έργου της Σχολής. Αποτελούνται από όλους τους διδάσκοντες, οι οποίοι κάθε φορά παρέχουν τις υπηρεσίες τους στη Σχολή και μπορούν να συνέρχονται και σε κοινή συνεδρίαση. Προεδρεύει στις συνεδριάσεις τους ο αρχαιότερος δικαστικός λειτουργός.

    β. Συνεδριάζουν στην έδρα της Σχολής, ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου τους, μία τουλάχιστον φορά κάθε ημερολογιακό έτος και βρίσκονται σε απαρτία εφόσον είναι παρόντες τουλάχιστον δέκα διδάσκοντες. Με απόφαση του Γενικού Διευθυντή ορίζονται, για μια διετία, οι Γραμματείς τους με τους αναπληρωτές τους από τους υπαλλήλους της Σχολής.

 

 

’ρθρο 9

Προκήρυξη Διαγωνισμού

 

Β' ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΟΜΕΝΩΝ

 

    1. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως έως το τέλος Ιανουαρίου κάθε έτους, προκηρύσσεται εισαγω­γικός διαγωνισμός στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λει­τουργών για την κατεύθυνση αφ' ενός της Διοικητικής, αφ' ετέρου της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης.

 

    2. Στην προκήρυξη ορίζονται ο συνολικός αριθμός των εισακτέων σε κάθε κατεύθυνση της Σχολής, ο αριθ­μός των εκπαιδευομένων που θα κατανεμηθούν στα τμήματα, τα οποία προβλέπονται στο εδάφιο β' της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του παρόντος νόμου, ο τόπος και ο χρόνος έναρξης του διαγωνισμού, καθώς και η προθεσμία υποβολής των αιτήσεων συμμετοχής, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκαπέ­ντε ημερών. Οι γραπτές εξετάσεις διενεργούνται στη Θεσσαλονίκη.

 

    3. Το πρόγραμμα, η διαδικασία, τα εξεταστικά κέντρα διεξαγωγής του διαγωνισμού, ο ορισμός επιτηρητών, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια, η οποία αναφέρεται στους υποψηφίους, στους όρους και τον τρόπο διεξα­γωγής του διαγωνισμού, καθορίζονται με απόφαση της επιτροπής διαγωνισμού, που προβλέπεται στις παρα­γράφους 2 και 3 του άρθρου 11 του παρόντος νόμου.

 

    4. Οι αποφάσεις της επιτροπής αναρτώνται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και στο κατάστημα της Σχολής, δημοσιοποιούνται δε με οποιονδήποτε άλλον πρόσφορο τρόπο.

 

’ρθρο 10

Δικαίωμα και Αιτήσεις Συμμετοχής

 

    1. α. Στο διαγωνισμό γίνονται δεκτοί όσοι:

    αα. Έχουν την ιδιότητα του Ειρηνοδίκη ή έχουν ή είχαν διετή άσκηση δικηγορίας ή είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος νομικού τμήματος, με μονοετή άσκηση δι­κηγορίας, ή είναι δικαστικοί υπάλληλοι με πτυχίο νομι­κού τμήματος νομικής σχολής και πενταετή υπηρεσία στη θέση αυτή. ββ. Έχουν συμπληρώσει το εικοστό όγδοο και δεν έχουν υπερβεί το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας τους την 31η Δεκεμβρίου του έτους, κατά το οποίο προκηρύσσεται ο διαγωνισμός. Η ηλικία του υποψηφίου αποδεικνύεται σύμφωνα με τις κείμενες κάθε φορά διατάξεις του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, ΦΕΚ 35 Α'). γγ. Έχουν τα προσόντα, που ορίζονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 36, και δεν έχουν τα κωλύματα, που προβλέπονται στα άρθρα 37 και 38 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, όπως ισχύουν, για το διορισμό τους ως δικαστικών λειτουργών.

    β. Τα απαιτούμενα προσόντα, εκτός από το όριο ηλι­κίας, πρέπει να συντρέχουν κατά το χρόνο έναρξης του διαγωνισμού. Τα κωλύματα πρέπει να μην υπάρχουν τόσο κατά το χρόνο έναρξης του διαγωνισμού όσο και κατά το χρόνο εγγραφής στη Σχολή.

 

    2.α. Ο υποψήφιος υποβάλλει την αίτηση συμμετοχής του στο διαγωνισμό στη γραμματεία της Σχολής ή στη γραμματεία οποιουδήποτε δικαστηρίου της χώρας. Στην τελευταία περίπτωση, οι αιτήσεις διαβιβάζονται αμελ­λητί στη γραμματεία της Σχολής.

    β. Με την αίτηση δηλώνει υποχρεωτικώς μία από τις τέσσερις ξένες γλώσσες, οι οποίες προβλέπονται στο εδάφιο δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του παρό­ντος νόμου, και προαιρετικώς τις ξένες γλώσσες, στις οποίες επιθυμεί περαιτέρω να εξετασθεί. Συνυποβάλλει τα δικαιολογητικά, τα οποία αποδεικνύουν τη συνδρο   μή των προσόντων και την έλλειψη κωλυμάτων, εκτός των πιστοποιητικών σωματικής και ψυχικής υγείας, τα οποία υποβάλλονται στη γραμματεία της Σχολής το βραδύτερο μέχρι την 30ή Απριλίου του έτους προκή­ρυξης. Τα πιστοποιητικά αυτά εκδίδονται, το μεν της σωματικής υγείας από υγειονομική επιτροπή κατά το σύστημα, το οποίο ισχύει για τους πολιτικούς διοικητι­κούς υπαλλήλους, το δε της ψυχικής υγείας από διευ­θυντή ψυχιατρικής κλινικής κρατικού ή πανεπιστημιακού νοσοκομείου.

    γ. Σε περίπτωση διαπίστωσης έλλειψης φυσικών σω­ματικών δεξιοτήτων κάποιου υποψηφίου, εξετάζεται από την ανωτέρω υγειονομική επιτροπή, αν η έλλειψη αυτή εμποδίζει ή όχι την άσκηση των δικαστικών του καθηκόντων. Εφόσον πιστοποιηθεί από την επιτροπή η υγεία και η σωματική καταλληλότητά του για την άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων, λαμβάνονται όλα τα αναγκαία μέτρα για τη διευκόλυνση της συμμετοχής του υποψηφίου στον εισαγωγικό διαγωνισμό. Στα μέτρα διευκόλυνσης μπορεί να περιλαμβάνεται και η παροχή παράτασης για την ολοκλήρωση της εξέτασης. Η πα­ράταση αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα δεύτερο του προβλεπόμενου χρόνου για την ολοκλήρωση της εξέτασης.

    δ. Ο Διευθυντής Κατάρτισης ή οι Σύμβουλοι Σπου­δών, συνεπικουρούμενοι από υπαλλήλους της Σχολής, ελέγχουν την πληρότητα των στοιχείων, που κάθε υποψήφιος υποβάλλει, και καταρτίζουν για κάθε κα­τεύθυνση πίνακες, οι οποίοι αναρτώνται στο κατάστη­μα της Σχολής, τόσο των υποψηφίων, που μπορούν να συμμετάσχουν στο διαγωνισμό, όσο και εκείνων, που αποκλείονται από αυτόν. Ο Γενικός Διευθυντής εγκρίνει τους πίνακες αυτούς, οι οποίοι υποβάλλονται στον πρόεδρο της οικείας επιτροπής διαγωνισμού το βραδύτερο το δεύτερο δεκαήμερο του μηνός Μαΐου και αναρτώνται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και στο κατάστημα της Σχολής.

 

    3. Οι διατάξεις των υποπεριπτώσεων αα' και ββ' του εδαφίου α' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ισχύουν από 1.1.2009.

 

    4. Η διάταξη της περιπτώσεως γ' της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου ισχύει από της δημοσιεύσεως του νόμου αυτού.

 

’ρθρο 11

Επιτροπή Διαγωνισμού

 

    1. Ο εισαγωγικός διαγωνισμός διενεργείται από επι­τροπή, η οποία συγκροτείται για κάθε κατεύθυνση χω­ριστά, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται μέχρι το τέλος του μηνός Απριλίου.

 

    2. Η επιτροπή για την κατεύθυνση της Διοικητικής Δικαιοσύνης αποτελείται από: α. Έναν Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας. β. Έναν Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. γ. Έναν Πρόεδρο Εφετών των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων. δ. Έναν καθη­γητή ή αναπληρωτή καθηγητή Νομικού Τμήματος και ε. Ένα δικηγόρο με εικοσαετή τουλάχιστον δικηγορική υπηρεσία.

 

    3. Η επιτροπή για την κατεύθυνση της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης αποτελείται από: α. Έναν Αντιπρό­εδρο του Αρείου Πάγου. β. Έναν Αρεοπαγίτη. γ. Έναν Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. δ. Έναν καθηγητή ή αναπληρωτή καθηγητή Νομικού Τμήματος και ε. Έναν δικηγόρο με εικοσαετή τουλάχιστον δικηγορική υπη­ρεσία.

 

    4. Τα μέλη των ως άνω επιτροπών, με στοιχεία α', β' και γ' ορίζονται, με τους αναπληρωτές τους, σύμ­φωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 41 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών. Τα μέλη με στοιχεία δ' και ε' ορίζονται, με τους αναπληρωτές τους, ύστερα από πρόταση του Προέδρου του οικείου Νομικού Τμήματος και του Προ­έδρου της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας, αντιστοίχως.

 

    5. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ο γραμματέας κάθε επιτροπής και ο αναπληρωτής του. Καθήκοντα γραμ­ματέα ανατίθενται σε υπάλληλο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, εφόσον ο διαγωνισμός διενερ­γείται στην έδρα της Σχολής. Σε περίπτωση που ο δια­γωνισμός διενεργείται εκτός της έδρας της, ανατίθενται σε υπάλληλο της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή σε δικαστικό υπάλληλο με βαθμό Α', ο οποίος υπηρετεί σε μια από τις δικαστικές υπηρεσίες του τόπου όπου διενεργείται ο διαγωνισμός.

 

’ρθρο 12

Διεξαγωγή - Στάδια Διαγωνισμού

 

    1. Ο εισαγωγικός διαγωνισμός περιλαμβάνει δύο στά­δια, προκριματικό και τελικό. Το προκριματικό διεξά­γεται το μήνα Ιούνιο και το τελικό κατά τους μήνες Σεπτέμβριο έως και Νοέμβριο.

 

    2. Κατά το προκριματικό στάδιο: α. Οι υποψήφιοι εξετάζονται γραπτά, για μεν την κατεύθυνση της Διοι­κητικής Δικαιοσύνης σε θέματα: αα. γενικής παιδείας, ββ. συνταγματικού δικαίου, γενικού διοικητικού δικαίου και δικαίου διοικητικών διαφορών και γγ. δημοσιονομι­κού δικαίου, για δε την κατεύθυνση της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης σε θέματα: αα. γενικής παιδείας, ββ. αστικού δικαίου, εμπορικού δικαίου και πολιτικής δικονομίας και γγ. ποινικού δικαίου και ποινικής δι­κονομίας. β. Η εξέταση στα θέματα γενικής παιδείας περιλαμβάνει την ανάπτυξη ενός θέματος σχετικά με σύγχρονα νομικά, κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά ζητήματα ή συνδυασμό ανάπτυξης θέματος και ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής. Επί των ερω­τήσεων πολλαπλής επιλογής το ειδικό βάρος κάθε ερώτησης προσδιορίζεται ανάλογα με τη δυσκολία της και αναγράφεται στο ερωτηματολόγιο. Το μέρος, που αντιστοιχεί στις ερωτήσεις αντιπροσωπεύει το 25% του συνόλου της βαθμολογίας. γ. Η εξέταση στα νο­μικά μαθήματα διενεργείται με συνθετική παρουσίαση πρακτικού θέματος στον αντίστοιχο θεματικό κύκλο και περιλαμβάνει μία, επιπλέον των ανωτέρω, γραπτή δοκιμασία των υποψηφίων για μεν την κατεύθυνση της Διοικητικής Δικαιοσύνης στο θεματικό κύκλο του συνταγματικού δικαίου, του γενικού διοικητικού δικαίου και του δικαίου διοικητικών διαφορών, για δε την κα­τεύθυνση της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης στο θεματικό κύκλο του αστικού δικαίου, του εμπορικού δικαίου και της πολιτικής δικονομίας. δ. Οι υποψήφιοι και των δύο κατευθύνσεων εξετάζονται υποχρεωτικώς σε μία από τις ακόλουθες τέσσερις ξένες γλώσσες: αγγλική, γαλλική, γερμανική και ιταλική. Η εξέταση στην υποχρεωτική ξένη γλώσσα είναι γραπτή, διενερ­γείται από δύο μέλη της επιτροπής ή από τρίτους, κατά προτίμηση δικαστικούς λειτουργούς ή μέλη Δ.Ε.Π. ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος, τα οποία ορίζο­νται από την επιτροπή, και συνίσταται σε μετάφραση νομικού κειμένου από την ξένη στην ελληνική γλώσσα και αντιστρόφως. Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων εδαφίων ισχύουν από 1.1.2009.

 

    3. Κατά το τελικό στάδιο, στο οποίο μετέχουν μόνον όσοι έχουν επιτύχει στο προκριματικό: α. Οι υποψήφιοι κάθε κατεύθυνσης εξετάζονται προφορικά και δημο­σίως στην ύλη που προβλέπεται για τις εξετάσεις του προκριματικού σταδίου της ίδιας κατεύθυνσης και σε θέματα ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου. β. Οι υποψήφιοι εξετάζονται προαιρετικά και σε μία έως δύο από τις ακόλουθες τέσσερις ξένες γλώσσες: αγγλική, γαλλική, γερμανική και ιταλική. Εξαιρείται εκείνη, στην οποία εξετάζονται υποχρεωτικώς, σύμφωνα με το εδάφιο δ' της παραγράφου 2. Η εξέταση αυτή είναι γραπτή, διενεργείται όπως και εκείνη στην υποχρεωτική ξένη γλώσσα και συνίσταται σε μετάφραση νομικού κειμένου στην ελληνική γλώσσα και αντιστρόφως.

 

    4. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδί­δεται μετά από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου της Σχολής, μπορεί να μεταβάλλονται τα μαθήματα και οι ξένες γλώσσες του εισαγωγικού διαγωνισμού.

 

’ρθρο 13

Βαθμολόγηση Υποψηφίων

 

    1. Η βαθμολογική κλίμακα των εισαγωγικών εξετάσε­ων για όλες τις δοκιμασίες (προκριματικού και τελικού σταδίου) εκτείνεται από μηδέν έως δεκαπέντε.

 

    2.α. Η βαθμολόγηση των γραπτών δοκιμίων του προ­κριματικού σταδίου διενεργείται από δύο βαθμολογη­τές, μέλη της επιτροπής, τακτικά ή αναπληρωματικά, ή ειδικούς επιστήμονες, οι οποίοι ορίζονται από την επιτροπή. Οι ενδείξεις των ατομικών στοιχείων των δια­γωνιζομένων στα γραπτά δοκίμια και η βαθμολογία του πρώτου εξεταστή καλύπτονται με αδιαφανές χαρτί, το οποίο αφαιρείται ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής μετά την ολοκλήρωση της βαθμολόγησης σε όλες τις θεματικές ενότητες.

    β. Ο μέσος όρος των βαθμών των δύο βαθμολογητών αποτελεί το βαθμό του υποψηφίου στο γραπτό δοκίμιο, εφόσον η διαφορά τους δεν είναι μεγαλύτερη των τριών μονάδων. Σε αντίθετη περίπτωση, τα γραπτά δοκίμια βαθμολογούνται από άλλους δύο βαθμολογητές, οι οποίοι ορίζονται από την επιτροπή, οπότε βαθμός του γραπτού δοκιμίου είναι ο μέσος όρος των βαθμών των τεσσάρων βαθμολογητών.

    γ. Ο μέσος όρος των βαθμών στις πέντε γραπτές δοκιμασίες του προκριματικού σταδίου αποτελεί το βαθμό του υποψηφίου στην προκριματική δοκιμασία. Θεωρούνται επιτυχόντες στο προκριματικό στάδιο όσοι υποψήφιοι έλαβαν μέσο όρο βαθμολογίας στις πέντε γραπτές δοκιμασίες οκτώ και σε καμία κάτω από έξι.

 

    3. Η αξιολόγηση της επίδοσης του υποψηφίου στην προφορική δοκιμασία γίνεται από κάθε μέλος της επι­τροπής, το οποίο, μετά το τέλος της εξέτασης, βαθ­μολογεί ιδιαιτέρως την επίδοση του υποψηφίου με ένα βαθμό για ολόκληρη την εξεταστέα ύλη. Ο μέσος όρος των πέντε βαθμών αποτελεί το βαθμό του υποψηφίου στην προφορική δοκιμασία.

 

    4.α. Τελικός βαθμός επιτυχίας κάθε υποψηφίου είναι αυτός, που προκύπτει από τη διαίρεση δια του δύο του αθροίσματος των μέσων όρων της γραπτής και προφορικής δοκιμασίας.

    β. Ο τελικός βαθμός προσαυξάνεται κατά ένα πέμπτο (1/5) της μονάδας για κάθε προαιρετικά εξεταζόμενη ξένη γλώσσα, εφόσον ο βαθμός επίδοσης στην ξένη αυτή γλώσσα είναι τουλάχιστον δέκα.

 

    5. Στον πίνακα οριστικών αποτελεσμάτων κατατάσσο­νται μόνον οι υποψήφιοι, οι οποίοι έλαβαν τελικό βαθμό επιτυχίας, χωρίς την προσαύξηση της περίπτωσης β' της παραγράφου 4, τουλάχιστον οκτώ. Ο πίνακας αυ­τός, ο οποίος καταρτίζεται με βάση τον τελικό βαθμό επιτυχίας κάθε υποψηφίου, κυρώνεται από την επιτροπή διαγωνισμού, αποστέλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, αναρτάται στον πίνακα ανακοινώσεων της Σχολής και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

’ρθρο 14

Εκπαιδευομένων

 

    1. Στη Σχολή εγγράφονται οι υποψήφιοι, οι οποίοι πε­ριλαμβάνονται στον πίνακα οριστικών αποτελεσμάτων κατά σειρά επιτυχίας, έως ότου καλυφθεί ο αριθμός των θέσεων, ο οποίος αναφέρεται στην προκήρυξη. Σε πε­ρίπτωση ισοβαθμίας, για την πλήρωση της τελευταίας θέσης, οι υποψήφιοι, οι οποίοι ισοβάθμησαν, εγγράφο­νται ως υπεράριθμοι.

 

    2. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται μέσα σε πέντε ημέρες από τη δημοσίευση του πίνακα οριστικών αποτελεσμάτων της παραγράφου 5 του άρθρου 13 του παρόντος νόμου, ο αριθμός των εγγραφόμενων υπεραρίθμων κατανέμεται στα τμήματα, τα οποία προβλέπονται στο εδάφιο β' της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του παρόντος νόμου. Αν ο αριθμός των επιτυχόντων είναι μικρότερος από τον αριθμό των θέσεων, που αναφέρονται στην προκήρυξη, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται μέσα σε πέντε ημέρες από τη δημοσίευση του πίνακα οριστικών αποτελεσμάτων, γίνεται ανακατανομή των θέσεων της ίδιας κατεύθυνσης.

 

    3. Η αίτηση για την εγγραφή στη Σχολή υποβάλλεται στη γραμματεία αυτής, μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από την ανάρτηση του πίνακα οριστικών αποτελεσμά­των στον πίνακα ανακοινώσεων της Σχολής, είτε από τον ίδιο είτε από τρίτο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο με έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση γνησιότητας της υπογραφής του αιτούντος από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή, συμβολαιογράφο ή δικηγόρο.

 

    4. Τα δικαιολογητικά, τα οποία αποδεικνύουν τη συν­δρομή των προσόντων, που ορίζονται στις παραγρά­φους 1, 2 και 3 του άρθρου 36, και την έλλειψη κωλυμά­των, που προβλέπονται στα άρθρα 37 και 38 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, όπως ισχύουν, καταχωρίζονται σε τηρού­μενο για κάθε εκπαιδευόμενο ατομικό φάκελο, στον οποίο φυλάσσονται όλα τα στοιχεία που τον αφορούν. Δεν απαιτείται να υποβληθούν τα στοιχεία, τα οποία έχουν ήδη κατατεθεί, για τη συμμετοχή στον εισαγωγικό διαγωνισμό, εκτός αν αυτά είχαν περιορισμένη χρονική ισχύ και έχει παρέλθει η διάρκειά της ή εμφανίζουν ελ­λείψεις. Οι αιτούντες οφείλουν να συνυποβάλουν τους τυχόν τίτλους μεταπτυχιακών σπουδών και κάθε άλλο χρήσιμο, κατά την κρίση τους, στοιχείο. Τα σχετικά με τη διεξαγωγή του διαγωνισμού και την κατάρτιση του πίνακα οριστικών αποτελεσμάτων διαβιβάζονται στη Σχολή από τον γραμματέα της επιτροπής του εισα­γωγικού διαγωνισμού αμέσως μετά την κύρωση του πίνακα αυτού.

 

    5. Το νομότυπο της αίτησης εγγραφής και η πλη­ρότητα των σχετικών δικαιολογητικών ελέγχονται από τον Διευθυντή Κατάρτισης και από τους Συμβού­λους Σπουδών, οι οποίοι μπορούν να τάξουν εύλογη προθεσμία στον ενδιαφερόμενο για τη συμπλήρωση τυχόν ελλείψεων. Σε περίπτωση αμφιβολίας ή αμ­φισβήτησης, αυτή αίρεται με απόφαση του Γενικού Διευθυντή.

 

    6. Αν ορισμένοι από τους υποψηφίους, που δικαι­ούνται να εγγραφούν, δεν υποβάλουν αίτηση μέσα στην ανωτέρω προθεσμία και εφόσον ο αριθμός των θέσεων, που έχουν προκηρυχθεί, δεν καλύπτεται με εγγραφή τυχόν υπεραρίθμων, σύμφωνα με τα οριζό­μενα στην παράγραφο 2, προσκαλείται, με απόφα­ση του Γενικού Διευθυντή, ίσος αριθμός υποψηφίων, κατά σειρά επιτυχίας, με βάση τον πίνακα οριστικών αποτελεσμάτων να υποβάλει αίτηση εγγραφής μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε ημερών από την κοινοποίηση της πρόσκλησης.

 

    7. Η ιδιότητα του εκπαιδευομένου αποκτάται από όσους εγγράφονται νομοτύπως, από την επομένη της ημέρας, κατά την οποία λήγει η προθεσμία υποβολής των αιτήσεων εγγραφής.

 

’ρθρο 15

Δικαιώματα και Υποχρεώσεις Εκπαιδευομένων

 

    1. Οι εκπαιδευόμενοι κατά τη διάρκεια της κατάρτισής τους στη Σχολή λαμβάνουν μηνιαίως αποδοχές ίσες με το ήμισυ των συνολικών αποδοχών του παρέδρου πρωτοδικείου, όπως αυτές προσδιορίζονται με το ν. 2521/1997. Οι δαπάνες μετακίνησής τους για εκπαιδευ­τικούς λόγους βαρύνουν τη Σχολή. Στους εκπαιδευό­μενους παρέχεται ιατροφαρμακευτική περίθαλψη από τον Οργανισμό Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου (Ο.Π.Α.Δ.).

 

    2. Οι εκπαιδευόμενοι υποχρεούνται να επιστρέψουν τις αποδοχές, που έχουν λάβει, αν με υπαιτιότητά τους διακοπεί η κατάρτισή τους στη Σχολή. Ο καταλογισμός γίνεται με πράξη του Γενικού Διευθυντή.

 

    3. Όσοι εκπαιδευόμενοι έχουν την ιδιότητα του δικη­γόρου τελούν, από την εγγραφή τους στη Σχολή, σε αναστολή της ιδιότητας αυτής και οι εισφορές, που οφείλουν προς τους οικείους ασφαλιστικούς φορείς, υπολογίζονται επί των αποδοχών, που λαμβάνουν σύμ­φωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Όσοι έχουν την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού, του δημοσίου υπαλλήλου ή του υπαλλήλου νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα ή δημόσιας επιχείρησης ή του μέλους Δ.Ε.Π. ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος, θεωρείται αυτοδικαίως ότι τελούν σε απόσπαση από την ημε­ρομηνία εγγραφής τους και καθ' όλη τη διάρκεια της κατάρτισής τους στη Σχολή. Οι εκπαιδευόμενοι αυτοί λαμβάνουν τις αποδοχές, που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

 

’ρθρο 16

Κανονισμός Σπουδών

 

    Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Σχολής, η οποία εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Συμβου­λίου Σπουδών και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, θεσπίζεται κανονισμός σπουδών. Με τον κανονισμό προβλέπονται ιδίως: α. Οι ειδικότερες υπο­χρεώσεις και τα δικαιώματα των εκπαιδευομένων. β. Ο τρόπος αξιολόγησης, εξέτασης και βαθμολόγησής τους, τόσο κατά τις περιόδους φοίτησης στη Σχολή όσο και κατά τις περιόδους πρακτικής άσκησης. γ. Τα πειθαρ­χικά αδικήματα, οι πειθαρχικές ποινές, τα πειθαρχικά όργανα και η πειθαρχική διαδικασία και δ. Η διακοπή της εκπαίδευσης.

 

 

’ρθρο 17

Κατάρτιση

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'

ΠΡΟΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

 

    1. Η κατάρτιση των εκπαιδευομένων είναι θεωρητική και πρακτική, κατανέμεται σε τρία διαδοχικά στάδια και παρέχεται ξεχωριστά για την κατεύθυνση της Διοικητι­κής Δικαιοσύνης και για την κατεύθυνση της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης. Η διάρκεια της κατάρτισης είναι δεκαέξι μήνες. Αρχίζει την 1η Φεβρουαρίου του έτους εγγραφής στη Σχολή και περατώνεται την 31η Μαΐου του επόμενου έτους. Κατά το μήνα Αύγουστο και επί δύο δεκαπενθήμερα κατά τις εορτές των Χρι­στουγέννων και του Πάσχα η κατάρτιση στη Σχολή διακόπτεται.

 

    2. Κατά την έναρξη της κατάρτισης οι εκπαιδευόμε­νοι δίνουν σε ειδική τελετή, ενώπιον των διευθυντικών στελεχών της Σχολής, τον ακόλουθο όρκο: «Ορκίζομαι να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου και να απέχω από κάθε ενέργεια, που αντίκειται στην ιδιότητα και το ήθος του υποψήφιου δικαστικού λειτουργού.»

 

’ρθρο 18

Πρόγραμμα Σπουδών

 

    Το Συμβούλιο Σπουδών, ύστερα από εισήγηση του Διευθυντή Κατάρτισης και του καθ' ύλην αρμόδιου Συμβούλου Σπουδών, καταρτίζει για κάθε εκπαιδευ­τική σειρά πρόγραμμα σπουδών, το οποίο μπορεί να συμπληρώνεται ή να τροποποιείται με τον ίδιο τρόπο. Με το πρόγραμμα σπουδών καθορίζονται ιδίως οι διδα­κτικές ενότητες, η διδακτέα ύλη και οι διδάσκοντες αυ­τήν για κάθε κατεύθυνση σπουδών, η χρονική διάρκεια και η μέθοδος διδασκαλίας κάθε διδακτικής ενότητας, καθώς και οι λεπτομέρειες ως προς την πραγματο­ποίηση της πρακτικής άσκησης των εκπαιδευομένων. Το πρόγραμμα αναρτάται στο κατάστημα της Σχολής και δημοσιεύεται σε ειδικό τεύχος, το οποίο εκδίδεται από αυτήν.

 

’ρθρο 19

Πρώτο Στάδιο Κατάρτισης

 

    1. Το πρώτο στάδιο της κατάρτισης έχει κυρίως θε­ωρητικό χαρακτήρα και διαρκεί από την 1η Φεβρουα­ρίου έως την 30ή Απριλίου του έτους εγγραφής στη Σχολή. Κατά το στάδιο αυτό, η διδασκαλία αποβλέπει στην ενημέρωση των εκπαιδευομένων για τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, στη διεύρυνση της γενικής και νομικής τους παιδείας και στη μετάδοση προς αυτούς όσων άλλων γνώσεων θεωρούνται απαραίτητες για την ορθή άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος. Κατά το πρώτο στάδιο της κατάρτισης, δεν γίνεται βαθμολογική αξιολόγηση των εκπαιδευομένων.

 

    2. Στη διδασκαλία αυτή περιλαμβάνονται ιδίως θέματα οργάνωσης της δικαιοσύνης στην Ελλάδα και στα κρά­τη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δικαστικού ήθους και δεοντολογίας, πειθαρχικού δικαίου των δικαστι­κών λειτουργών, μεθοδολογίας του δικαστικού έργου, δικαστικής ψυχιατρικής και ψυχολογίας, οικονομικής επιστήμης και λογιστικής, κοινωνιολογίας, εγκληματο­λογίας, σωφρονιστικής και ανακριτικής, προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προστασίας των ανηλίκων, των μειονοτήτων ή των μειονεκτούντων ατόμων, επι­κοινωνίας και μέσων μαζικής ενημέρωσης, προστασίας των δημιουργών και δικαιούχων συγγενικών δικαιωμά­των πνευματικής ιδιοκτησίας, προστασίας των κατανα­λωτών, προστασίας του περιβάλλοντος και αθλητικού δικαίου. Τέλος, περιλαμβάνονται θέματα εφαρμοσμένης πληροφορικής και ξένης νομικής ορολογίας, όπως όλα τα παραπάνω εξειδικεύονται στο πρόγραμμα σπουδών της κάθε κατεύθυνσης.

 

’ρθρο 20

Δεύτερο Στάδιο Κατάρτισης

 

    1. Το δεύτερο στάδιο της κατάρτισης διαρκεί από την 1η Μαϊου του έτους εγγραφής στη Σχολή έως την 31η Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Κατά το στάδιο αυτό, η διδασκαλία αποβλέπει στη διάπλαση ανεξάρτητου δι­καστικού φρονήματος και στην ανάπτυξη της δικανικής κρίσης των εκπαιδευομένων, έτσι ώστε να καταστούν ικανοί ως προς την ερμηνεία των νόμων, την υπαγωγή των προβαλλόμενων ισχυρισμών στον προσήκοντα κα­νόνα δικαίου, την ουσιαστική διερεύνηση της διαφοράς και τη διατύπωση των δικαστικών αποφάσεων ή των λοιπών κειμένων της δικαστικής πράξης.

 

    2. Η διδασκαλία, κατά το στάδιο αυτό, διενεργείται πρωτίστως με την επεξεργασία πραγματικών υποθέ­σεων, οι οποίες διανέμονται στους εκπαιδευόμενους ως αντίγραφα δικογραφιών. Η διδασκαλία μπορεί να συνδυάζεται με εκπαιδευτικές επισκέψεις στα δικαστικά καταστήματα, με εικονική εκδίκαση διαφορών, με πα­ρακολούθηση δικών ή άλλων διαδικαστικών ενεργειών μέσω ηλεκτρονικού κυκλώματος, με ανάλυση της νομο­λογίας, με σεμινάρια, ημερίδες ή διαλέξεις πρακτικού περιεχομένου και με κάθε άλλο μέσο, το οποίο θεω­ρείται πρόσφορο από τους διδάσκοντες και εγκρίνεται από τον Διευθυντή Κατάρτισης. Μέρος της διδασκαλίας μπορεί να αποτελεί και η συμμετοχή και παρακολού­θηση σεμιναρίων, τα οποία πραγματοποιούνται από όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Συμβουλίου της Ευρώπης, με σκοπό την κατάρτιση των υποψήφιων δικαστικών λειτουργών.

 

    3. Το γνωστικό αντικείμενο της διδασκαλίας εκτεί­νεται κυρίως σε θεματικές ενότητες, σύμφωνα με τις ειδικότερες ανάγκες κάθε κατεύθυνσης και κλάδου εκπαιδευομένων, ως εξής: Α. Σύνταγμα, ατομικές ελευθερίες, ευρωπαϊκή σύμβαση δικαιωμάτων του ανθρώπου. Β. Διοίκηση, διοικητική δράση, διοικητική δίκη. Γ. Γενικές αρχές δημοσιονομικού δικαίου, ένδι­κα βοηθήματα, ένδικα μέσα και διαδικασίες ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Δ. Κοινωνική ασφάλιση. Ε. Αστική ευθύνη του Δημοσίου. ΣΤ. Διεθνής και κοι­νοτική έννομη τάξη. Ζ. Διαφορές αστικού δικαίου. Η. Διαφορές εμπορικού δικαίου. Θ. Θέματα πολιτικής δικονομίας. Ι. Ουσιαστικό ποινικό δίκαιο. ΙΑ. Εγκλή­ματα που προβλέπονται από τους ειδικούς ποινικούς νόμους και ΙΒ. Θέματα ποινικής δικονομίας. Στη δι­δασκαλία αυτή μπορεί να περιλαμβάνονται θέματα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηρι­ότητες, θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας, προστασίας των καταναλωτών και προστασίας του πολιτιστικού και φυσικού περιβάλλοντος.

 

    4. Η διδασκαλία στα θέματα εφαρμοσμένης πληρο­φορικής και ξένης νομικής ορολογίας συνεχίζεται και κατά το παρόν στάδιο της κατάρτισης.

 

’ρθρο 21

Αξιολόγηση κατά το Δεύτερο Στάδιο Κατάρτισης

 

    1. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου σταδίου της κα­τάρτισης, οι εκπαιδευόμενοι αξιολογούνται από τους διδάσκοντες ως προς τις επιστημονικές γνώσεις, την ικανότητα ανάλυσης και σύνθεσης, την ευθυκρισία, την ικανότητα διατύπωσης συλλογισμών, επιχειρημάτων και συμπερασμάτων, την επιμέλεια, το ζήλο και την εργατικότητα, το ήθος και τη συμπεριφορά, όπως τα χαρακτηριστικά αυτά προκύπτουν από τη γενικότερη συμμετοχή τους στην εκπαιδευτική διαδικασία και ιδίως από την επίδοσή τους στην κατάρτιση των σχεδίων, που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 20 του παρόντος νόμου, και σε άλλες, γραπτές ή προφορι­κές, ατομικές ή συλλογικές, εργασίες και παρουσιάσεις. Αξιολογούνται, επίσης, ως προς την επίδοσή τους στις εφαρμογές της πληροφορικής και στην εκμάθηση της ξένης νομικής ορολογίας.

 

    2. Κάθε διδάσκων παραδίδει ή αποστέλλει στη γραμ­ματεία της Σχολής βαθμολογία για όλους τους εκπαι­δευόμενους, εντός δέκα ημερών από την ολοκλήρωση της διδασκαλίας, που του έχει ανατεθεί. Η βαθμολογική κλίμακα εκτείνεται από μηδέν έως δεκαπέντε και η βαθμολόγηση καταχωρίζεται από κάθε βαθμολογητή. Διδάσκοντες, οι οποίοι κάλυψαν δεκατέσσερις ή λιγότε­ρες διδακτικές ώρες, δεν παραδίδουν βαθμολογία, εκτός αν ο Διευθυντής Κατάρτισης ζητήσει τη βαθμολόγηση των εκπαιδευομένων και από αυτούς.

 

    3. Εκπαιδευόμενος, ο οποίος λόγω αδικαιολόγητων απουσιών δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθεί από δι­δάσκοντα, θεωρείται ότι βαθμολογείται από αυτόν με μηδέν. Αν η αδυναμία αξιολόγησης οφείλεται σε δικαι­ολογημένες απουσίες, ο εκπαιδευόμενος δεν βαθμολο­γείται από τον διδάσκοντα αυτόν. Αν την ύλη ορισμένης διδακτικής ενότητας έχουν καλύψει περισσότεροι από έναν διδάσκοντες, βαθμός προόδου κάθε εκπαιδευομέ­νου σε αυτή τη διδακτική ενότητα είναι ο μέσος όρος των βαθμών, τους οποίους έλαβε από όλους τους δι­δάσκοντες στην εν λόγω ενότητα.

 

    4. Ο γενικός βαθμός προόδου στο δεύτερο στάδιο της κατάρτισης αποτελείται από το μέσο όρο των επί μέρους βαθμών προόδου όλων των διδασκόντων που παρέδωσαν βαθμολογία. Θεωρούνται επιτυχόντες στο στάδιο αυτό της κατάρτισης όσοι εκπαιδευόμενοι έλα­βαν γενικό βαθμό προόδου τουλάχιστον οκτώ. Δεκαδικοί πέραν του εκατοστού δεν λαμβάνονται υπόψη.

 

’ρθρο 22

Εξετάσεις Αποφοίτησης

 

    1. Το δεύτερο δεκαπενθήμερο του μηνός Ιανουαρίου, οι εκπαιδευόμενοι οι οποίοι έλαβαν κατά το στάδιο αυτό βαθμό προόδου τουλάχιστον οκτώ προσέρχονται, ενώπιον τριμελούς επιτροπής, σε εξετάσεις αποφοίτη­σης οι οποίες περιλαμβάνουν γραπτή και προφορική δοκιμασία. Η γραπτή δοκιμασία περιλαμβάνει τρεις εξετάσεις επί πρακτικών ζητημάτων, κατά προτίμηση με τη διανομή αντιγράφου δικογραφίας και με τη σύ­νταξη από τους εκπαιδευομένους σχεδίου εισήγησης ή απόφασης ή εισαγγελικής πρότασης ή βουλεύμα­τος. Για μεν τους εκπαιδευομένους της κατεύθυνσης της Διοικητικής Δικαιοσύνης, κυρίως στις ενότητες: α. Σύνταγμα - ατομικές ελευθερίες - ευρωπαϊκό κοινοτι­κό δίκαιο - ευρωπαϊκή σύμβαση δικαιωμάτων του αν­θρώπου. β. Διοίκηση, διοικητική δράση, διοικητική δίκη και γ. Γενικές αρχές δημοσιονομικού δικαίου, ένδικα βοηθήματα, ένδικα μέσα και διαδικασίες ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή σε σύνθεση των ανωτέρω. Για δε εκείνους της κατεύθυνσης της Πολιτικής και Ποι­νικής Δικαιοσύνης, κυρίως στις ενότητες: α. Διαφορές αστικού δικαίου και θέματα πολιτικής δικονομίας. β. Διαφορές εμπορικού δικαίου και γ. Υποθέσεις ποινικού δικαίου και θέματα ποινικής δικονομίας και δ. Ευρω­παϊκό κοινοτικό δίκαιο - ευρωπαϊκή σύμβαση δικαιω­μάτων του ανθρώπου ή σε σύνθεση των ανωτέρω. Η προφορική δοκιμασία γίνεται σε δημόσια συνεδρίαση της Επιτροπής και οι εκπαιδευόμενοι εξετάζονται στην αυτή με την γραπτή δοκιμασία ύλη.

 

    2. Η εξεταστική επιτροπή συγκροτείται για κάθε κα­τεύθυνση χωριστά με απόφαση του Υπουργού Δικαιο­σύνης. Η επιτροπή για την κατεύθυνση της Διοικητικής Δικαιοσύνης αποτελείται από: α. Έναν Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας. β. Έναν Σύμβουλο του Ελε-γκτικού Συνεδρίου και γ. Έναν Πρόεδρο Εφετών των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων. Η επιτροπή για την κατεύθυνση της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύ­νης αποτελείται από: α. Έναν Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου. β. Έναν Αρεοπαγίτη και γ. Έναν Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

 

    3. Τα μέλη των παραπάνω επιτροπών ορίζονται, με τους αναπληρωτές τους, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 41 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, όπως ισχύει, και δεν επιτρέπεται να έχουν την ιδιότητα του διδάσκοντος στη Σχολή ή να μετέχουν στα όργανα της διοίκησης. Με την ίδια απόφαση ορίζονται ο γραμματέας κάθε επιτροπής και ο αναπληρωτής του από υπαλλήλους της Σχολής.

 

    4. Η βαθμολογική κλίμακα των εξετάσεων αποφοί­τησης για όλες τις δοκιμασίες εκτείνεται από μηδέν έως δεκαπέντε. Η βαθμολόγηση των γραπτών δοκιμί­ων διενεργείται και από τα τρία μέλη της επιτροπής, τακτικά ή αναπληρωματικά. Οι ενδείξεις των ατομικών στοιχείων των εξεταζομένων στα γραπτά δοκίμια, κα­θώς και η βαθμολογία κάθε βαθμολογητή καλύπτονται με αδιαφανές χαρτί, το οποίο αφαιρείται ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής μετά την ολοκλήρωση της βαθμολόγησης σε όλες τις θεματικές ενότητες. Η βαθμολογία παραδίδεται στη γραμματεία της Σχολής εντός πενθημέρου από την κάθε γραπτή δοκιμασία. Ο μέσος όρος των βαθμών των τριών βαθμολογητών αποτελεί το βαθμό του εξεταζόμενου σε κάθε γραπτό δοκίμιο.

 

    5. Ο μέσος όρος των βαθμών στις τρεις θεματικές ενότητες της κατεύθυνσης αποτελεί το γενικό βαθμό των γραπτών εξετάσεων αποφοίτησης του εκπαιδευ­όμενου.

 

    6. Η αξιολόγηση της επίδοσης του εκπαιδευόμενου στην προφορική δοκιμασία γίνεται από κάθε μέλος της επιτροπής, το οποίο, μετά το τέλος της εξέτασης, βαθ­μολογεί ιδιαιτέρως την επίδοση του υποψηφίου με ένα βαθμό για ολόκληρη την εξεταστέα ύλη. Ο μέσος όρος των τριών βαθμών αποτελεί το βαθμό του υποψηφίου στην προφορική δοκιμασία.

 

    7. Τελικός βαθμός επιτυχίας κάθε υποψηφίου είναι αυτός, που προκύπτει από τη διαίρεση δια του δύο του αθροίσματος των μέσων όρων της γραπτής και προφο­ρικής δοκιμασίας. Θεωρούνται επιτυχόντες όσοι έλαβαν γενικό βαθμό τουλάχιστον οκτώ. Δεκαδικοί πέραν του εκατοστού δεν λαμβάνονται υπόψη.

 

    8. Οι εξετάσεις αποφοίτησης διενεργούνται στο κα­τάστημα της Σχολής. Το πρόγραμμα, οι δικαστικοί λει­τουργοί οι οποίοι επιτηρούν τους εξεταζόμενους, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια, καθορίζονται από την εξεταστική επιτροπή.

 

’ρθρο 23

Πίνακες Επιτυχόντων

 

    1. Η γραμματεία της Σχολής, μετά τη λήψη των βαθ­μολογιών προόδου και εξετάσεων αποφοίτησης κατά το δεύτερο στάδιο της κατάρτισης, συντάσσει για κάθε κατεύθυνση πίνακες επιτυχόντων, οι οποίοι αναρτώνται στο κατάστημα της Σχολής. Όσοι εκπαιδευόμενοι δεν εγγραφούν στους πίνακες επιτυχόντων, επαναλαμβά­νουν τη φοίτηση στη Σχολή με την αμέσως επόμενη εκπαιδευτική σειρά, χωρίς δικαίωμα λήψης των κατά το άρθρο 15 αποδοχών. Αν και πάλι δεν περιληφθούν στους επιτυχόντες, διαγράφονται οριστικά από τη Σχολή.

 

    2. Η σειρά επιτυχίας στους πίνακες επιτυχόντων κα­θορίζεται με βάση το συνυπολογισμό των βαθμών, που κάθε εκπαιδευόμενος έλαβε: α. Κατά τις εισαγωγικές εξετάσεις στη Σχολή, με συντελεστή βαρύτητας ένα και β. Κατά το δεύτερο στάδιο της κατάρτισης, ο μέσος όρος των βαθμών προόδου και εξετάσεων αποφοίτησης, με συντελεστή βαρύτητας ένα και πέντε δέκατα. Κάθε βαθμός πολλαπλασιάζεται με τον αντίστοιχο συντελε­στή βαρύτητας και το άθροισμα των βαθμών διαιρείται δια του δύο.

 

’ρθρο 24

Κατανομή σε Τμήματα

 

    1. Οι εκπαιδευόμενοι, οι οποίοι περιλαμβάνονται στους πίνακες επιτυχόντων της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου: α. Γνωστοποιούν, μέσα σε τέσσε­ρις εργάσιμες ημέρες μετά την ανάρτηση των πινάκων, με δήλωσή τους στη γραμματεία της Σχολής, το τμήμα ή, κατά σειρά προτίμησης, τα τμήματα που επιθυμούν να ακολουθήσουν και β. Κατατάσσονται σε τμήματα, ανάλογα με τους κλάδους δικαστικών λειτουργών, για τους οποίους είχε προκηρυχθεί ο εισαγωγικός διαγω­νισμός, και τις αντίστοιχες οργανικές θέσεις, οι οποίες πρόκειται να πληρωθούν, ως εξής: Α. Οι εκπαιδευόμενοι της κατεύθυνσης της Διοικητικής Δικαιοσύνης σε τμή­ματα: αα. Υποψηφίων Εισηγητών του Συμβουλίου της Επικρατείας. ββ. Υποψηφίων Εισηγητών του Ελεγκτικού Συνεδρίου και γγ. Υποψηφίων Παρέδρων Διοικητικού Πρωτοδικείου και Β. Οι εκπαιδευόμενοι της κατεύθυνσης της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης σε τμήματα: αα. Υποψηφίων Παρέδρων Πρωτοδικείου και ββ. Υποψηφίων Παρέδρων Εισαγγελίας.

 

    2. Η κατάταξη γίνεται με απόφαση του Διευθυντή Κατάρτισης της Σχολής, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με το βαθμό επιτυχίας της παραγράφου 2 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου και τη δήλωση προτίμησης κάθε εκπαιδευομένου, σε συνάρτηση με τις οργανικές θέσεις της προκήρυξης. Μεταξύ των εκπαιδευομένων που έχουν λάβει τον ίδιο βαθμό επιτυχίας, προηγείται εκείνος που έλαβε υψηλότερο βαθμό στις εξετάσεις αποφοίτησης.

 

’ρθρο 25

Τρίτο Στάδιο Κατάρτισης Πρακτική ’σκηση

 

    1. Το τρίτο στάδιο της κατάρτισης περιλαμβάνει την πρακτική άσκηση στα δικαστικά καταστήματα και δι­αρκεί από την 1η Φεβρουαρίου έως την 31η Μαΐου του έτους που ακολουθεί το έτος εγγραφής στη Σχολή. Πραγματοποιείται, για όσους μεν επέλεξαν τα τμήματα υποψηφίων Εισηγητών του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στα Δικαστήρια αυτά, αντιστοίχως, για δε τους λοιπούς, κατά προτίμηση στη Θεσσαλονίκη και, εφόσον αυτό, μετά από αιτιολογημένη απόφαση του Συμβουλίου Σπουδών, δεν είναι εφικτό, στην Αθήνα, σε δικαστήρια όλων των κλάδων και βαθ­μών και σε εισαγγελίες, ανάλογα προς τα τμήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 24 του παρόντος νόμου.

 

    2. Με απόφαση του Γενικού Διευθυντή, η οποία εκδί­δεται ύστερα από πρόταση του προέδρου του οικείου δικαστηρίου ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή του προϊσταμένου της οικείας εισαγγελίας, ορίζονται, με διετή θητεία, οι επο­πτεύοντες ανώτατοι και ανώτεροι δικαστικοί λειτουργοί, καθώς και εκείνοι, οι οποίοι πρόκειται να έχουν την ευθύνη της πρακτικής άσκησης τριών ή περισσότερων εκπαιδευομένων κάθε εκπαιδευτικής σειράς και, πάντως, όχι περισσότερων από έξι.

 

    3. Σε τακτά χρονικά διαστήματα πραγματοποιούνται ενημερωτικές και εκπαιδευτικές συναντήσεις, στις οποί­ες η συμμετοχή των υπευθύνων της πρακτικής άσκησης είναι υποχρεωτική. Η συχνότητα, ο τόπος και ο χρόνος των συναντήσεων αυτών καθορίζονται κάθε φορά από τον εποπτεύοντα.

 

    4. Κατά την πρακτική άσκηση στα δικαστήρια ή τις εισαγγελίες οι εκπαιδευόμενοι επεξεργάζονται, υπό την καθοδήγηση των ως άνω υπευθύνων, υποθέσεις που αυτοί τους αναθέτουν, συντάσσουν εισηγήσεις ή σχέδια δικαστικών αποφάσεων ή εισαγγελικών προτάσεων ή βουλευμάτων. Εφόσον κληθούν, παρίστανται κατά την προανάκριση ή ανάκριση και μετέχουν χωρίς δικαίωμα λόγου ή ψήφου στις συνθέσεις των δικαστηρίων κατά τη συζήτηση υποθέσεων στο ακροατήριο και στις δι­ασκέψεις, χωρίς η συμμετοχή τους να καταχωρίζεται στις εκθέσεις, στα πρακτικά ή στις αποφάσεις.

 

’ρθρο 26

Αξιολόγηση κατά την Πρακτική ’σκηση

 

    1. Η επίδοση των εκπαιδευομένων, κατά την πρακτική άσκηση, αξιολογείται από τον υπεύθυνο για την άσκη­ση δικαστικό λειτουργό, με βάση την εργασία και την προσωπικότητα του εκπαιδευομένου και ιδίως την ανα­λυτική και συνθετική ικανότητα, την αποτελεσματικότη­τα και ταχύτητα στην εργασία, την υπευθυνότητα, την ικανότητα συνεργασίας, την κοινωνική συμπεριφορά και το ήθος. Η βαθμολογική κλίμακα εκτείνεται από μηδέν έως δεκαπέντε και η βαθμολόγηση καταχωρίζεται από κάθε βαθμολογητή. Η βαθμολογία παραδίδεται ή αποστέλλεται στη γραμματεία της Σχολής κατά την ολοκλήρωση της πρακτικής άσκησης.

 

    2. Η γραμματεία της Σχολής, μετά τη λήψη των βαθ­μολογιών της πρακτικής άσκησης, συντάσσει πίνακες επιτυχόντων για τους εκπαιδευομένους κάθε τμήμα­τος, οι οποίοι αναρτώνται στο κατάστημα της Σχολής. Σε καθέναν από τους πίνακες αυτούς εγγράφονται οι εκπαιδευόμενοι, κατά σειρά αξιολόγησης, όπως καθο­ρίζεται από το βαθμό που έλαβαν κατά την πρακτική άσκηση. Θεωρούνται επιτυχόντες οι εκπαιδευόμενοι, οι οποίοι έλαβαν κατά το στάδιο αυτό βαθμό τουλάχιστον οκτώ. Δεκαδικοί πέραν του εκατοστού δεν λαμβάνονται υπόψη. Όσοι εκπαιδευόμενοι δεν εγγραφούν στους πα­ραπάνω πίνακες επαναλαμβάνουν την πρακτική άσκηση με την αμέσως επόμενη εκπαιδευτική σειρά. Αν και πάλι δεν περιληφθούν στους επιτυχόντες διαγράφονται από τη Σχολή.

 

’ρθρο 27

Αξιολόγηση Ήθους και Συμπεριφοράς

 

    1. Μετά την ολοκλήρωση της κατάρτισης και εντός του πρώτου πενθημέρου του μηνός Ιουνίου του έτους, που ακολουθεί το έτος της εγγραφής στη Σχολή, σε ειδική συνεδρίαση του Συμβουλίου Σπουδών, με διευρυμένη σύνθεση, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 3, οι επιτυχόντες εκπαιδευόμενοι, ανε­ξάρτητα από το βαθμό που έχουν λάβει κατά τις προηγούμενες αξιολογήσεις, κρίνονται ως προς το αν θεωρούνται κατάλληλοι για την άσκηση των δικαστι­κών καθηκόντων, που πρόκειται να τους ανατεθούν. Η κρίση αυτή μπορεί να αποβεί αρνητική, μόνο εφόσον διαπιστωθεί, με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση, ότι ο εκπαιδευόμενος δεν διαθέτει το προσήκον δικαστικό ήθος ή ότι εμφανίζει προβλήματα συμπεριφοράς, τα οποία, βασίμως, θα δυσχεραίνουν τη συνεργασία του με τους συναδέλφους και τους λοιπούς παράγοντες απονομής της δικαιοσύνης ή θα πλήττουν ανεπα­νόρθωτα το προσωπικό του κύρος ή το κύρος της δικαιοσύνης.

 

    2. Για τις διαπιστώσεις, που αναφέρονται στην παρά­γραφο 1, λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία του ατομικού φακέλου του εκπαιδευομένου, η προσωπική αντίληψη των προσώπων που μετέχουν στη συνεδρίαση, καθώς και τα πορίσματα του ψυχιατρικού ελέγχου, στον οποίο είχε υποβληθεί ο εκπαιδευόμενος, προκειμένου να συμ­μετάσχει στον εισαγωγικό διαγωνισμό, ή της τυχόν πε­ραιτέρω ψυχιατρικής διερεύνησης της προσωπικότητάς του κατά τη διάρκεια της κατάρτισης. Η ψυχιατρική αυτή διερεύνηση διενεργείται από διευθυντή ψυχιατρικής κλι­νικής κρατικού ή πανεπιστημιακού νοσοκομείου, μετά από παραπομπή του εκπαιδευομένου, με απόφαση του Διευθυντή Κατάρτισης.

 

    3. Στη συνεδρίαση του Συμβουλίου Σπουδών προ­σκαλούνται από τον πρόεδρό του και συμμετέχουν με δικαίωμα ψήφου δύο διδάσκοντες, οι οποίοι κατά το προηγηθέν δεύτερο στάδιο της κατάρτισης συμπλήρω­σαν συνολικώς τις περισσότερες ώρες διδασκαλίας στο τμήμα, του οποίου οι εκπαιδευόμενοι πρόκειται να αξιο­λογηθούν. Προσκαλείται, επίσης, και συμμετέχει χωρίς δικαίωμα ψήφου ο υπεύθυνος της πρακτικής άσκησης σε κάθε δικαστήριο ή εισαγγελία, που είχε υπό την ευθύνη του τον εκπαιδευόμενο που πρόκειται να αξιολογηθεί και θεωρείται από αυτόν ακατάλληλος για την άσκηση δικαστικών καθηκόντων.

 

    4. Η απόφαση του Συμβουλίου Σπουδών λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία και εκδίδεται εντός του δεύ­τερου πενθημέρου του μηνός Ιουνίου. Ο θιγόμενος, μέσα σε προθεσμία πέντε ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης, δικαιούται να προσφύγει στο Διοικη­τικό Συμβούλιο της Σχολής, το οποίο συνέρχεται και αποφασίζει εντός πενθημέρου από την κατάθεση της προσφυγής. Εάν η απόφαση για την ακαταλληλότητα επικυρωθεί, ο εκπαιδευόμενος διαγράφεται οριστικά από τη Σχολή.

 

’ρθρο 28

Καθορισμός Σειράς στους Πίνακες Αρχαιότητας

 

    Ο τελικός βαθμός, τον οποίο λαμβάνει κάθε εκπαι­δευόμενος και με βάση τον οποίο καθορίζεται η σειρά του στον αντίστοιχο πίνακα αρχαιότητας, εξευρίσκεται με το συνυπολογισμό των βαθμών που έλαβε: α. Κατά τις εισαγωγικές εξετάσεις στη Σχολή, με συντελεστή βαρύτητας ένα. β. Κατά το δεύτερο στάδιο της κα­τάρτισης, ο μέσος όρος των βαθμών προόδου και εξε­τάσεων αποφοίτησης, με συντελεστή βαρύτητας ένα και πέντε δέκατα και γ. Κατά την πρακτική άσκηση, με συντελεστή βαρύτητας ένα και πέντε δέκατα. Κάθε βαθμός πολλαπλασιάζεται με τον αντίστοιχο συντε­λεστή βαρύτητας και το άθροισμα διαιρείται με τον αριθμό τρία. Η γραμματεία της Σχολής, στη συνέχεια, συντάσσει για κάθε τμήμα πίνακα, στον οποίο εγγρά­φονται οι εκπαιδευόμενοι με βάση τον τελικό βαθμό, ο οποίος αναρτάται στο κατάστημα της Σχολής. Μεταξύ εκπαιδευομένων με τον ίδιο τελικό βαθμό, προηγείται εκείνος που έλαβε υψηλότερο βαθμό κατά το δεύτερο στάδιο κατάρτισης.

 

’ρθρο 29

Παράταση Πρακτικής ’σκησης

 

    Μετά την ολοκλήρωση της κατάρτισης και τη δια­μόρφωση του πίνακα αρχαιότητας κάθε κλάδου, η πρα­κτική άσκηση των εκπαιδευομένων παρατείνεται στα ίδια δικαστήρια ή εισαγγελίες, μέχρι τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος διορισμού τους σε ορ­γανική θέση δικαστικού λειτουργού. Κατά τη διάρκεια της παράτασης, οι εκπαιδευόμενοι ασχολούνται με τις ίδιες δραστηριότητες, υφίστανται την αυτή εποπτεία και λαμβάνουν τις ίδιες αποδοχές, που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 15 του παρόντος νόμου.

 

’ρθρο 30

Σεμινάρια για τους Διδάσκοντες

 

    1. Οι διδάσκοντες και οι υπεύθυνοι της πρακτικής άσκησης, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους ή και κατά τη διάρκεια εκτέλεσης αυτών, παρακολου­θούν ενημερωτικά σεμινάρια, που διοργανώνονται με φροντίδα του Διευθυντή Κατάρτισης και επαναλαμβά­νονται κατ' έτος. Στα σεμινάρια αυτά αναπτύσσεται το εκπαιδευτικό πρόγραμμα και οι μέθοδοι κατάρτισης, που εφαρμόζονται στη Σχολή, αξιολογείται το διδακτικό έργο του παρελθόντος, επισημαίνονται οι αναγκαίες βελτιώσεις και ανταλλάσσονται απόψεις σχετικά με τον τρόπο ή την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας και με την αξιολόγηση των εκπαιδευομένων.

 

    2. Για τον εμπλουτισμό των γνώσεων και της εκπαι­δευτικής εμπειρίας των διδασκόντων και των υπευθύ­νων της πρακτικής άσκησης, η Σχολή μπορεί κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 42 του παρόντος νόμου να αποστέλλει ετησίως και εκ περιτροπής τρεις από αυτούς για την παρακο­λούθηση αντίστοιχων προγραμμάτων σε ομόλογους φορείς των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για τον ίδιο σκοπό, η Σχολή προσκαλεί πρόσωπα με δι­απιστωμένη πείρα σε θέματα δικαστικής εκπαίδευσης σε ομόλογους φορείς της αλλοδαπής, προκειμένου να διδάξουν στα σεμινάρια, τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 1.

 

’ρθρο 31

Διορισμός - Δοκιμαστική Υπηρεσία

 

    1. Οι εκπαιδευόμενοι, οι οποίοι περατώνουν επιτυχώς την κατάρτιση, διορίζονται, εντός δύο μηνών από τη σύ­νταξη των πινάκων επιτυχόντων, σε θέσεις δόκιμων δι­καστικών λειτουργών στον κλάδο, στον οποίο αντιστοι­χεί το τμήμα της Σχολής, όπου είχαν καταταγεί μετά το πέρας του δεύτερου σταδίου της κατάρτισης.

 

    2. Όποιος δεν αποδέχεται το διορισμό του, υποχρεώ­νεται να επιστρέψει τις αποδοχές, που εισέπραξε κατά τη διάρκεια της κατάρτισης στη Σχολή. Ο διοριζόμενος έχει την υποχρέωση να υπηρετήσει στο δικαστικό σώμα διπλάσιο χρόνο από εκείνο της κατάρτισης στη Σχολή. Αν ο διοριζόμενος παραιτηθεί νωρίτερα, επιστρέφει πο­σοστό των αποδοχών, που εισέπραξε κατά τη διάρκεια της κατάρτισής του, ανάλογο προς τον υπολειπόμενο χρόνο υποχρεωτικής υπηρεσίας στο δικαστικό σώμα. Οι εγγραφόμενοι εκ νέου στη Σχολή λόγω αλλαγής κα­τεύθυνσης δεν δικαιούνται των αποδοχών του άρθρου 15 του παρόντος.

 

    3. Για όσους διορίζονται σε θέσεις δικαστικών λει­τουργών ο χρόνος κατάρτισης στη Σχολή θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας ως προς τον καθορισμό της σειράς αρχαιότητας και ως προς όλα τα λοιπά θέματα της υπηρεσιακής και μισθολογικής κατάστασής τους, εκτός του δικαιώματος λήψης αναδρομικών αποδοχών.

 

    4. Οι διοριζόμενοι διανύουν δοκιμαστική υπηρεσία δεκαοκτώ μηνών.

 

 

’ρθρο 32

Επιμόρφωση

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'

ΔΙΑΡΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

 

    Η διαρκής ή συνεχής ή «διά βίου» επιμόρφωση των ήδη υπηρετούντων δικαστικών λειτουργών αποσκοπεί στον εμπλουτισμό των γνώσεων και στη συνεχή ενημέρωσή τους σε νομικά, κοινωνικά, μεθοδολογικά, οργανωτικά ή άλλα εξελισσόμενα θέματα, συναφή προς την άσκηση του δικαιοδοτικού τους έργου.

 

’ρθρο 33

Πρόγραμμα Επιμόρφωσης

 

    1. Το Συμβούλιο Σπουδών, ύστερα από εισήγηση του Διευθυντή Επιμόρφωσης ή του καθ' ύλην αρμόδιου Συμ­βούλου Σπουδών, καταρτίζει το μήνα Δεκέμβριο κάθε έτους πρόγραμμα επιμόρφωσης, το οποίο μπορεί να συ­μπληρώνεται ή να τροποποιείται με τον ίδιο τρόπο. Για τη διαμόρφωση του προγράμματος λαμβάνονται ιδίως υπόψη οι προτάσεις των δικαστικών λειτουργών, των Προέδρων των Δικαστηρίων και των τριμελών συμβου­λίων που διευθύνουν τα δικαστήρια ή των προϊσταμένων των εισαγγελιών, οι οποίες ζητούνται ειδικώς για το σκοπό αυτόν. Το πρόγραμμα αναρτάται στο κατάστη­μα της Σχολής και δημοσιεύεται σε ειδικό τεύχος, που εκδίδεται από αυτήν.

 

    2. Στο ετήσιο πρόγραμμα επιμόρφωσης καθορίζονται οι εκπαιδευτικές δραστηριότητες, οι οποίες πρόκειται να αναπτυχθούν κατά τη διάρκεια εφαρμογής του, και διατυπώνονται τα επί μέρους προγράμματα. Σε καθένα από αυτά προσδιορίζονται: α. Το θέμα της επιμόρφωσης, β. Ο κλάδος, οι κατηγορίες των δικαστικών λειτουργών στους οποίους το κάθε επί μέρους πρόγραμμα απευ­θύνεται, ο αριθμός αυτών που καλούνται να μετάσχουν και το δικαστήριο ή η εισαγγελία, όπου υπηρετούν, γ. Ο χρόνος, η διάρκεια και ο τόπος πραγματοποίησής του και δ. Η μέθοδος.

 

    3. Τα επί μέρους προγράμματα ολοκληρώνονται τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την πραγματοποίησή τους, κοινοποιούνται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και αποστέλλονται στις δικαστικές υπηρεσίες, των οποίων οι λειτουργοί καλούνται να μετάσχουν, για περαιτέρω γνωστοποίηση.

 

’ρθρο 34

Υποχρεωτικά και Προαιρετικά Προγράμματα Επιμόρ­φωσης

 

    1. Τα προγράμματα επιμόρφωσης διακρίνονται σε υποχρεωτικά και προαιρετικά και διαμορφώνονται με τέτοιο τρόπο, ώστε εκ περιτροπής να παρέχεται σε όλους τους υπηρετούντες δικαστικούς λειτουργούς η δυνατότητα συμμετοχής σε αυτά.

 

    2. Τα υποχρεωτικά προγράμματα επιμόρφωσης απευ­θύνονται στους δικαστικούς λειτουργούς του Συμβου­λίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου μέχρι και το βαθμό του Παρέδρου, στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς των Πολιτικών και Ποι­νικών Δικαστηρίων μέχρι και το βαθμό του Εφέτη ή του Αντεισαγγελέα Εφετών, συμπεριλαμβανομένων των Ειρηνοδικών και Πταισματοδικών, και στους δι­καστικούς λειτουργούς των Τακτικών Διοικητικών Δι­καστηρίων μέχρι και το βαθμό του Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων.

 

    3. Τα προαιρετικά προγράμματα επιμόρφωσης απευ­θύνονται σε δικαστικούς λειτουργούς όλων των κλάδων και βαθμών. Δεν κωλύεται η προαιρετική συμμετοχή κάθε δικαστικού λειτουργού στα προγράμματα επιμόρ­φωσης, που οργανώνονται ως υποχρεωτικά, για άλλη κατηγορία δικαστικών λειτουργών.

 

’ρθρο 35

Επιλογή Επιμορφουμένων

 

    1. Η επιλογή των δικαστικών λειτουργών, που καλού­νται να μετάσχουν σε συγκεκριμένο πρόγραμμα επιμόρ­φωσης, διενεργείται με τα εξής κριτήρια: α. Το ενδιαφέ­ρον ή την εμπειρία καθενός σε σχέση με το θέμα της επιμόρφωσης. β. Τον υπολειπόμενο χρόνο παραμονής του στο βαθμό που κατέχει ή άσκησης καθηκόντων συναφών προς το θέμα. γ. Την προηγούμενη συμμετοχή του σε πρόγραμμα με το ίδιο ή παρεμφερές θέμα. δ. Τα τυχόν ειδικά προσόντα του και ιδίως τις μεταπτυχιακές σπουδές και τη γνώση ξένων γλωσσών. ε. Την ανάγκη της εκ περιτροπής συμμετοχής στην επιμόρφωση όσο το δυνατόν περισσότερων δικαστικών λειτουργών και στ. Την εξασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας κάθε δικαστικής υπηρεσίας κατά τη διάρκεια της επιμόρ­φωσης.

 

    2. Η επιλογή διενεργείται από τον πρόεδρο του οικεί­ου δικαστηρίου ή τον πρόεδρο του τριμελούς συμβου­λίου, που διευθύνει το δικαστήριο, ή τον προϊστάμενο της οικείας εισαγγελίας σύμφωνα με τα ως άνω κρι­τήρια, τις δηλώσεις ενδιαφέροντος, που υποβάλλονται από τους υπηρετούντες δικαστές ή εισαγγελείς, και τις θέσεις επιμόρφωσης, που προσφέρονται κάθε φορά στη συγκεκριμένη υπηρεσία. Η πάνω από δύο φορές άρνηση επιλογής του ίδιου δικαστικού λειτουργού πρέπει να αιτιολογείται. Τα ατομικά στοιχεία όσων έχουν επιλεγεί διαβιβάζονται το ταχύτερο δυνατόν στη Σχολή.

 

    3. Η Σχολή προσκαλεί όσους έχουν επιλεγεί για να μετάσχουν στο αντίστοιχο πρόγραμμα επιμόρφωσης και δεσμεύει για τον καθένα από αυτούς τη σχετική πίστωση για την κάλυψη των δαπανών μετακίνησης, διαμονής, διατροφής και ημερήσιας αποζημίωσης. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής, οι επι-μορφούμενοι δεν μπορούν να απαλλαγούν από την υποχρέωση συμμετοχής στο πρόγραμμα, παρά μόνο λόγω έκτακτης υπηρεσιακής απασχόλησης, στην οποία δεν είναι δυνατόν να αναπληρωθούν, ή άλλου σοβα­ρού προσωπικού κωλύματος. Η αδυναμία συμμετοχής πρέπει να γνωστοποιείται στη Σχολή εγκαίρως, με αίτηση του επιμορφουμένου, που διαβιβάζεται από τον δικαστικό λειτουργό ή τον πρόεδρο του οικείου δικαστηρίου ή τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου, που διευθύνει το δικαστήριο ή τον προϊστάμενο της οικείας εισαγγελίας.

 

’ρθρο 36

Θεματολόγιο Υποχρεωτικής Επιμόρφωσης

 

    Οι δικαστικοί λειτουργοί συμμετέχουν, κατά τη δι­άρκεια της υπηρεσίας τους, σε προγράμματα επιμόρ­φωσης με τα εξής ιδίως αντικείμενα: Α. Εξελίξεις του κοινοτικού δικαίου, της νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και αυτής του Ευρωπα­ϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Β. Προστασία του ασθενέστερου στο δίκαιο και δικαστική αντιμετώπιση μειονοτήτων, μειονεκτούντων ατόμων ή ανηλίκων. Γ. Εξελίξεις σε ζητήματα κοινωνικής ασφά­λισης. Δ. Νομοθετικές και νομολογιακές εξελίξεις σε θέματα διοικητικού, δημοσιονομικού, αστικού, εμπο­ρικού, ποινικού και εργατικού δικαίου. Ε. Προβλήματα του δικονομικού συστήματος στη διοικητική, πολιτική ή ποινική δίκη. ΣΤ. Νέες μορφές οργανωμένου, οικονομι­κού ή ηλεκτρονικού εγκλήματος, καθώς και εγκλημάτων σχετικών με τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκλημα­τικές δραστηριότητες. Ζ. Αντιμετώπιση εξαρτημένων ατόμων και γνωριμία με εφαρμοζόμενες μεθόδους ή λειτουργούσες μονάδες απεξάρτησης ή επανένταξης. Η. Λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος και προ­σέγγιση προβλημάτων του. Θ. Επίδραση και εφαρμογή των νέων τεχνολογιών και ιδίως της πληροφορικής και των ηλεκτρονικών συστημάτων στη διαμόρφωση του δικαίου, στον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης και στην εργασία των δικαστικών λειτουργών. Ι. Πολεοδομία - Χωροταξία - Δημόσια Έργα. ΙΑ. Προστασία φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος - Βιώσιμη ανάπτυξη. ΙΒ. Πνευματική ιδιοκτησία - Ανταγωνισμός - Προστασία του Καταναλωτή. ΙΓ. Καταπολέμηση της δωροδοκίας και της διαφθοράς.

 

’ρθρο 37

Αξιολόγηση Προγράμματος - Βεβαιώσεις Συμμετοχής

 

    1. Στο τέλος κάθε επί μέρους προγράμματος επιμόρ­φωσης, οι επιμορφούμενοι συμπληρώνουν ειδικό ερω­τηματολόγιο, με σκοπό την αξιολόγηση της διοργάνω­σης, των συντελεστών αυτής και της χρησιμότητας, την οποία είχε για τους ίδιους η συμμετοχή στο πρόγραμμα. Στο ίδιο φύλλο αξιολόγησης, οι επιμορφούμενοι μπο­ρούν να προσθέτουν παρατηρήσεις για τη βελτίωση της επιμόρφωσης ή προτάσεις για την επιλογή νέων θεμάτων.

 

    2. Στους δικαστικούς λειτουργούς, που έχουν παρα­κολουθήσει ανελλιπώς πρόγραμμα επιμόρφωσης, χορη­γείται σχετική βεβαίωση, στην οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία του τυχόν ειδικότερου τρόπου συμμετοχής ή συμ­βολής στη διεξαγωγή του προγράμματος. Αντίγραφο της βεβαίωσης αυτής τίθεται στον υπηρεσιακό φάκελο του επιμορφουμένου και συνεκτιμάται κατά τις υπηρε­σιακές μεταβολές.

 

’ρθρο 38

Χρόνος - Διάρκεια - Τόπος Διεξαγωγής Προγραμμά­των Επιμόρφωσης

 

    1. Τα προγράμματα επιμόρφωσης διοργανώνονται σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο, εκτός από την περίοδο των δικαστικών διακοπών.

 

    2. Κάθε επί μέρους πρόγραμμα δεν μπορεί να έχει διάρκεια μεγαλύτερη από πέντε συνεχείς ημέρες ή, εφόσον δεν είναι συνεχές, μεγαλύτερη από δέκα ημέ­ρες.

 

    3. Τα προγράμματα επιμόρφωσης διεξάγονται στην έδρα Επιμόρφωσης της Σχολής, στην Κομοτηνή, και στην έδρα της Σχολής στη Θεσσαλονίκη, σε χώρους της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών και του Κέντρου Διεθνούς Ευρωπαϊκού και Οικονομικού Δικαί­ου. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις διεξάγονται σε άλλους κατάλληλους χώρους, οι οποίοι επιλέγονται από την επιτροπή της παραγράφου 1 του άρθρου 39 του πα­ρόντος νόμου.

 

’ρθρο 39

 

Οργανωτική Επιτροπή - Υπεύθυνος Προγράμματος -Εισηγητές - Προσωπικό Υποστήριξης

 

    1. Ο Διευθυντής Επιμόρφωσης ορίζει, με απόφασή του, για κάθε επί μέρους πρόγραμμα, τριμελή οργανω­τική επιτροπή, και ένα από τα μέλη της, ως υπεύθυνο προγράμματος, από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο α' της παραγράφου 1 του άρθρου 43 του παρόντος νόμου, τα οποία μπορούν να αντικαθίστα­νται, επίσης, με απόφαση του αυτού Διευθυντή, σε περίπτωση κωλύματος ή άλλου οργανωτικού προ­βλήματος.

 

    2. Η τριμελής οργανωτική επιτροπή, η οποία εποπτεύ­εται από τον Διευθυντή Επιμόρφωσης, καταρτίζει το κάθε επί μέρους πρόγραμμα, ορίζει, αντικαθιστά και συντονίζει τους εισηγητές και όσους προεδρεύουν στις συνεδριάσεις. Ο υπεύθυνος προγράμματος, ο οποίος δεν πρέπει να έχει την ιδιότητα του εισηγητή, είναι αρμόδιος για την επίλυση οποιουδήποτε οργανωτικού ζητήματος και γενικά επιμελείται της εφαρμογής του.

 

    3. Οι εισηγητές έχουν την υποχρέωση να παρουσι­άσουν προφορικά την εισήγησή τους και να καταθέ­σουν το σχετικό κείμενο στο Γραφείο Επιμόρφωσης της Σχολής μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα από την ολοκλήρωση του προγράμματος.

 

    4. Ως προσωπικό υποστήριξης των επιμορφωτικών προγραμμάτων, δύνανται να επιλέγονται, εκτός από τους υπαλλήλους της Σχολής, και υπάλληλοι του Δη­μοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, όταν η επιμόρφωση διεξάγεται στην Κομοτηνή, μετά από σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων οργάνων του Πανεπιστημίου.

 

’ρθρο 40

Μέθοδοι Επιμόρφωσης

 

    Για την επιμόρφωση χρησιμοποιείται οποιαδήποτε πρόσφορη μέθοδος. Ενδεικτικώς, η επιμόρφωση μπορεί να γίνεται: Α. Με διοργάνωση διαλέξεων, ημερίδων, σε­μιναρίων ή συνεδρίων. Β. Με την αποστολή ημεδαπών δικαστικών λειτουργών σε επιμορφωτικά προγράμματα, τα οποία διοργανώνονται στο εξωτερικό. Γ. Με εκπαι­δευτικές επισκέψεις σε σωφρονιστικά καταστήματα, θεραπευτικές μονάδες, ειδικές υπηρεσίες ή σώματα ερευνών ή δίωξης του εγκλήματος, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή συναφείς οργανισμούς και άλλους χώρους ή φορείς, που έχουν σχέση με το εκάστοτε θέμα του προγράμματος επιμόρφωσης.

 

’ρθρο 41

Διεθνή Εκπαιδευτικά Προγράμματα

 

    1. Με απόφαση του Συμβουλίου Σπουδών, η οποία λαμ­βάνεται ύστερα από εισήγηση του Διευθυντή Επιμόρ­φωσης ή του καθ' ύλην αρμόδιου Συμβούλου Σπουδών, μπορεί να διοργανώνονται από τη Σχολή, είτε αυτο­τελώς είτε σε συνεργασία με αντίστοιχους δικαστι­κούς ή εκπαιδευτικούς φορείς των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικά προγράμματα κατάρτισης ή επιμόρφωσης για δικαστικούς λειτουργούς που προ­έρχονται από τα κράτη αυτά ή από τρίτες χώρες. Για το σκοπό αυτόν, η Σχολή συμμετέχει, αντιστοίχως, στις δραστηριότητες του «Ευρωπαϊκού Δικτύου για τη Δικα­στική Εκπαίδευση» (EJTN) και του «Ευρωπαϊκού Δικτύου ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των υπευθύνων ή των φορέων που παρέχουν Δικαστική Εκπαίδευση» (Δίκτυο της Λισσαβώνας).

 

    2. Τα προγράμματα αυτά έχουν ως στόχο: Α. Τη διεύ­ρυνση της συνεργασίας με τους αντίστοιχους φορείς των άλλων χωρών και την αξιοποίηση της εμπειρίας τους. Β. Την ανάπτυξη της δικαστικής εκπαίδευσης σε ορισμένες από τις χώρες αυτές, στις οποίες δεν υφί­σταται ανάλογη εμπειρία. Γ. Την ενίσχυση του κράτους δικαίου μέσα από τη δικαστική εκπαίδευση και Δ. Την επικοινωνία μεταξύ των δικαστικών λειτουργών των χωρών που συμμετέχουν και τη διευκόλυνση της συ­νεργασίας τους σε υποθέσεις με διεθνείς προεκτάσεις. Τέτοια προγράμματα απευθύνονται ιδίως σε δικαστι­κούς λειτουργούς των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Βαλκανικής Χερσονήσου, του Ευξείνου Πόντου και της Εγγύς Ανατολής.

 

    3. Η Σχολή προσκαλεί στα προγράμματα αυτά, μέσω των αρμόδιων φορέων της αλλοδαπής, τους δικαστι­κούς λειτουργούς των άλλων χωρών. Στα ίδια προγράμ­ματα είναι δυνατόν να προσκαλούνται και ημεδαποί δικαστικοί λειτουργοί, σύμφωνα με τα κριτήρια και τις διαδικασίες, που προβλέπονται στο άρθρο 35 του πα­ρόντος νόμου.

 

’ρθρο 42

Διεθνείς Εκπαιδευτικές Ανταλλαγές

 

    1. α. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται μετά από πρόταση του Συμβουλίου Σπουδών και γνώμη του προέδρου του οικείου δικαστηρίου ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή του προϊσταμένου της οικείας εισαγγελί­ας, μπορεί να χορηγείται σε δικαστικούς λειτουργούς ειδική άδεια για τη συμμετοχή σε προγράμματα κατάρ­τισης και επιμόρφωσης ειδικών για τη δικαστική εκπαί­δευση ευρωπαϊκών ή διεθνών οργανισμών, καθώς και για την εκπροσώπηση της χώρας σε συνεδριάσεις των οργανισμών αυτών. Κατά τη διάρκεια της ειδικής αυτής άδειας, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το μήνα, δεν καταβάλλονται στους συμμετέχοντες δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς αποδοχές επιπλέον αυτών της οργανικής τους θέσης, εκτός των δαπανών μετα­κίνησης, όπως αυτές εκάστοτε προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις.

    β. Η Σχολή τηρεί πίνακες δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι επιθυμούν να συμμετέχουν στα προγράμματα αυτά κατάρτισης και επιμόρφωσης, τα οποία διοργα­νώνονται από τους πιο πάνω φορείς της αλλοδαπής και πραγματοποιούνται στο εξωτερικό. Για το σκοπό αυτόν, ζητεί κατ' έτος την υποβολή αιτήσεων εκδήλωσης ενδιαφέροντος και φροντίζει να ανταποκρίνεται στις προσκλήσεις που λαμβάνει από φορείς της αλλοδαπής. Ως προς την επιλογή των ενδιαφερομένων, εφαρμόζο­νται τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 35 του παρόντος νόμου.

 

    2. Η Σχολή δημιουργεί την κατάλληλη υποδομή και καταρτίζει προγράμματα για την υποδοχή αλλοδαπών δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι, σύμφωνα με τις εκ­παιδευτικές διαδικασίες που προβλέπονται στη χώρα τους ή στο πλαίσιο διεθνών προγραμμάτων, επιθυμούν να πραγματοποιήσουν ένα στάδιο κατάρτισης ή επιμόρ­φωσης στην Ελλάδα, είτε στην ίδια τη Σχολή είτε σε ημεδαπές δικαστικές υπηρεσίες. Για το σκοπό αυτόν, το Διοικητικό Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση του Διευθυ­ντή Επιμόρφωσης και γνώμη του προέδρου του οικείου δικαστηρίου ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου, που διευθύνει το δικαστήριο ή του προϊσταμένου της οικείας εισαγγελίας, επιλέγει με τα κριτήρια της πα­ραγράφου 1 του άρθρου 35 του παρόντος νόμου τους δικαστικούς λειτουργούς, που διαθέτουν τα κατάλλη­λα προσόντα για την εφαρμογή των προγραμμάτων αυτών.

 

 

’ρθρο 43

Εκπαιδευτικό Προσωπικό

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ

 

    1. α. Η κατάρτιση και η επιμόρφωση παρέχονται από: αα. Εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό τουλάχιστον Παρέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Εφέτη ή Αντεισαγγελέα Εφετών των Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων και Εφέτη των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων. ββ. Μέλη ΔΕΠ ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από τη βαθμίδα του επίκουρου καθηγητή και άνω, κατά το δυνατόν ισομερώς από όλα τα Α.Ε.Ι. της χώρας. γγ. Σε εξαιρετικές δε περιπτώσεις από εν ενεργεία δικα­στικούς λειτουργούς με βαθμό Εισηγητή του Συμβου­λίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Προέδρου Πρωτοδικών και Πρωτοδίκη των Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων, Προέδρου Πρωτοδικών και Πρωτοδίκη των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και Εισαγγελέα ή Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, καθώς και μέλη ΔΕΠ της βαθμίδας του λέκτορα, όταν διαθέτουν αυξημένα τυπικά προσόντα και εξειδικευμένη εμπει­ρία στο αντικείμενο, που πρόκειται να τους ανατεθεί. δδ. Επίτιμους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς και ομότιμους καθηγητές ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυ­μάτων, λόγω της γενικής επιστημονικής αναγνώρισής τους ή της εμπειρίας τους στο αντικείμενο. εε. Κα­θηγητές ξένων γλωσσών με εξειδικευμένη κατάρτιση και πείρα, συναφή προς τη διδακτέα ύλη και στστ. Δημόσιους λειτουργούς, δικηγόρους με δεκαπενταετή τουλάχιστον δικηγορική υπηρεσία και άλλους ημεδα­πούς ή αλλοδαπούς ειδικούς επιστήμονες.

    β. Το Συμβούλιο Σπουδών το Δεκέμβριο κάθε έτους καταρτίζει πίνακα διδασκόντων, ο οποίος εγκρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Σχολής τον επόμενο της κατάρτισής του μήνα. Για το σκοπό αυτόν, εκδίδεται το Σεπτέμβριο κάθε έτους σχετική ανακοίνωση από τον Γενικό Διευθυντή, η οποία αποστέλλεται, για περαιτέρω γνωστοποίηση, σε όλα τα δικαστήρια και τις εισαγγελί­ες της χώρας, στους προέδρους των Νομικών Τμημάτων, καθώς και στους προέδρους των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Ο Πρόεδρος του Δικηγορι­κού Συλλόγου Αθηνών μεριμνά για τη γνωστοποίηση της ανακοίνωσης στους δικηγορικούς συλλόγους της χώρας. Οι ενδιαφερόμενοι καταθέτουν ή αποστέλλουν στη Σχολή, μέχρι τέλος Οκτωβρίου του ίδιου έτους, σχετική αίτηση συνοδευόμενη από βιογραφικό σημεί­ωμα, στο οποίο αναγράφονται τα τυπικά προσόντα και η εμπειρία τους σε αντικείμενα της κατάρτισης, που παρέχει η Σχολή.

    γ. Η εγγραφή στον πίνακα διδασκόντων ισχύει για μία διετία, η οποία μπορεί να ανανεώνεται διαδοχικά μέχρι δύο ακόμη διετίες.

 

    2. α. Η ανάθεση διδασκαλίας συγκεκριμένων μαθημά­των ή ορισμένης ύλης από κάθε μάθημα για συγκεκρι­μένο χρονικό διάστημα και ωράριο σε συγκεκριμένους διδάσκοντες γίνεται με απόφαση του Γενικού Διευθυντή, η οποία εκδίδεται από τον πίνακα διδασκόντων της παραγράφου 1 εδ. α' του παρόντος άρθρου.

    β. Προκειμένου για δικαστικούς λειτουργούς, η ανά­θεση μπορεί να γίνει με ανάλογο περιορισμό της απα­σχόλησης του επιλεγόμενου δικαστικού λειτουργού στην κύρια θέση με απόφαση του οικείου δικαστικού συμβουλίου.

 

    3. Με απόφαση του Γενικού Διευθυντή, η οποία εκ­δίδεται μετά από πρόταση του Διευθυντή Κατάρτισης ή του Διευθυντή Επιμόρφωσης, μπορεί να ανατίθεται η διενέργεια διαλέξεων, που δεν υπερβαίνουν τις δύο κατ' έτος για κάθε καλούμενο.

 

    4. Ο υφιστάμενος πίνακας διδασκόντων ισχύει και μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου για εκείνους τους διδάσκοντες, στους οποίους έχει ανατεθεί η δι­δασκαλία συγκεκριμένων μαθημάτων ή ορισμένης ύλης από κάθε μάθημα τα δύο προηγούμενα της δημοσίευσης του νόμου αυτού έτη.

 

’ρθρο 44

Διοικητικό Προσωπικό - Διάρθρωση Υπηρεσιών

 

    1. Στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών συνι­στώνται:

    αα. Μία θέση Γενικού Διευθυντή.

    ββ. Μία θέση Διευθυντή Κατάρτισης.

    γγ. Μία θέση Διευθυντή Επιμόρφωσης και

    δδ. Τρεις θέσεις Συμβούλων Σπουδών.

 

    2.α. Οι θέσεις των υπαλλήλων της Σχολής ορίζονται σε δεκαέξι. Διακρίνονται σε κατηγορίες και κατανέμονται ανά κλάδο ως εξής:

    αα. Οκτώ θέσεις ΠΕ Γραμματέων.

    ββ. Δύο θέσεις ΠΕ Οικονομολόγων.

    γγ. Μία θέση ΠΕ Πληροφορικής.

    δδ. Τέσσερις θέσεις ΔΕ Γραμματέων.

    εε. Μία θέση ΔΕ οδηγού ή οδηγού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.

    β. Οι οργανικές μονάδες της Σχολής συγκροτούν τη Διεύθυνση Διοίκησης και Οικονομικού, η οποία διαρ­θρώνεται ως εξής:

    αα. Τμήμα Διοικητικής Μέριμνας.

    ββ. Τμήμα Οικονομικού Προγραμματισμού.

    γγ. Τμήμα Εφαρμογής Προγραμμάτων Επιμόρφω­σης.

    δδ. Αυτοτελές Γραφείο Διεθνών Σχέσεων.

 

    3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Διοικητικού Συμ­βουλίου της Σχολής, καθορίζονται οι αρμοδιότητες των οργανικών της μονάδων. Με όμοια απόφαση συ­νιστώνται, αναδιαρθρώνονται, συγχωνεύονται ή καταρ­γούνται κλάδοι και θέσεις κάθε βαθμού ή ειδικότητας μονίμου ή με οποιαδήποτε σχέση προσωπικού και προσδιορίζονται ειδικά τυπικά προσόντα κάθε κλά­δου ή ειδικότητας.

 

    4. Οι θέσεις του διοικητικού προσωπικού πληρούνται είτε με απόσπαση είτε με πρόσληψη. Η πρόσληψη, κατ' εξαίρεση των ισχυουσών περί προσλήψεων διατάξεων, γίνεται με ειδικούς διαγωνισμούς που διενεργούνται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, κατόπιν κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, με την οποία μπορεί να καθορισθούν τα πρόσθετα ειδικά προσόντα των υποψηφίων, καθώς και οι όροι, η διαδικασία διενέργειας των διαγωνισμών και κάθε άλλη λεπτομέρεια. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης συγκροτούνται επιτροπές για τη διενέρ­γεια των διαγωνισμών, στις οποίες Πρόεδρος ορίζεται ανώτατος δικαστικός λειτουργός, εν ενεργεία ή μη. Στα μέλη των Επιτροπών περιλαμβάνεται εκπρόσωπος του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται από τον Πρόεδρό του. Τα αποτελέσματα των διαγωνισμών υπόκεινται στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π..

 

    5.α. Επιτρέπεται να αποσπώνται στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών δικαστικοί υπάλληλοι και υπάλ­ληλοι εποπτευόμενων από το Υπουργείο Δικαιοσύνης φορέων. Προτιμώνται από τους υπαλλήλους της κατη­γορίας ΠΕ εκείνοι, οι οποίοι αποδεδειγμένα γνωρίζουν σε άριστο βαθμό μία ή περισσότερες ξένες γλώσσες. Η απόσπαση διαρκεί για χρονικό διάστημα τριών ετών, το οποίο μπορεί να παρατείνεται διαδοχικά μέχρι τρεις ακόμη κατ' ανώτατο όριο τριετίες. Για τους υπαλλή­λους εκείνους που ασχολούνται με το σχεδιασμό, τον προγραμματισμό, την υλοποίηση και τη διαχείριση των χρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση δράσε­ων, η απόσπαση μπορεί να παρατείνεται μέχρι τη λήξη των προγραμμάτων αυτών.

    β. Οι αποσπασμένοι κάθε φορά δικαστικοί υπάλληλοι στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, που θεω­ρείται δικαστική υπηρεσία, πρέπει κατ' αρχήν να προέρ­χονται ισομερώς από το προσωπικό των γραμματειών των Δικαστηρίων της Διοικητικής Κατεύθυνσης και από αυτό των γραμματειών των Πολιτικών και Ποινικών Δι­καστηρίων και των Εισαγγελιών τους.

    γ. Η απόσπαση διενεργείται με απόφαση του Υπουρ­γού Δικαιοσύνης, ύστερα από πρόταση του Γενικού Δι­ευθυντή της Σχολής και αιτιολογημένη απόφαση του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου.

    δ. Οι υπάλληλοι αυτοί λαμβάνουν τον από το άρθρο 24 παρ. 4 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ 88 Α'), σε συνδυασμό προς την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης με αρ. 51375/28.6.1993 (ΦΕΚ 528 Β'), προβλεπόμενο πόρο.

    ε. Η απόσπαση του υπαλλήλου δύναται να διακοπεί και πριν τη λήξη του χρόνου απόσπασης κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

    στ. Δικαστικός υπάλληλος, του οποίου η απόσπαση δεν ανανεώθηκε ή διακόπηκε για οποιονδήποτε λόγο, δεν επιτρέπεται να αποσπασθεί εκ νέου στη Σχολή.

    ζ. Για τον υπολογισμό του κατ' ανώτατο όριο επι­τρεπόμενου συνολικού χρόνου απόσπασης δικαστικών υπαλλήλων στη Σχολή, κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, συνυπολογίζεται και ο χρόνος απόσπασης σε αυτή, ο οποίος έχει διανυθεί πριν την ισχύ του νόμου αυτού.

 

’ρθρο 45

Λοιπές Ρυθμίσεις

 

    1. Με προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται με πρό­ταση του Υπουργού Δικαιοσύνης ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου, μπορεί να ιδρύονται στη Σχολή κατευθύνσεις Εισαγγελέων και Ειρηνοδικών. Με το ίδιο διάταγμα ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με τη δι­ενέργεια εισαγωγικών διαγωνισμών της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών για υποψήφιους εισαγγελείς και ειρηνοδίκες, καθώς και την κατάρτιση και εκτέλεση εκπαιδευτικών ή ενημερωτικών γι' αυτούς προγραμμά­των.

 

    2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται ύστε­ρα από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή της Σχολής και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται, κατά τις κείμενες διατάξεις, οι κάθε εί­δους αποζημιώσεις και αμοιβές, δαπάνες μετακίνησης, διαμονής, υπερωριακής εργασίας και γενικώς κάθε δα­πάνη σχετική με την κατάρτιση των εκπαιδευομένων και την επιμόρφωση των δικαστικών λειτουργών που καταβάλλονται: α. Στον Γενικό Διευθυντή, στον Διευ­θυντή Κατάρτισης, στον Διευθυντή Επιμόρφωσης και στους Συμβούλους Σπουδών. β. Στον Πρόεδρο και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και του Συμβουλί­ου Σπουδών. γ. Στο διδακτικό προσωπικό της Σχολής, στους δικαστικούς και άλλους δημόσιους λειτουργούς και υπαλλήλους, που αναλαμβάνουν είτε την κατάρ­τιση των εκπαιδευομένων είτε την επιμόρφωση των δικαστικών λειτουργών και δεν ανήκουν στο διδακτικό προσωπικό της Σχολής. δ. Στους δικαστικούς λειτουρ­γούς, που συμμετέχουν στα προγράμματα επιμόρφω­σης και ε. Στα μέλη της επιτροπής του εισαγωγικού διαγωνισμού και των εξεταστικών επιτροπών, στους βαθμολογητές, στους εξεταστές, στους επιτηρητές και στο λοιπό προσωπικό που απασχολείται με τη διεξα­γωγή των παραπάνω διαγωνισμών και εξετάσεων, αλλά και όλων των εξετάσεων που διενεργούνται στη Σχολή κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης.

 

    3. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Γενικού Διευθυντή, πραγματοποιείται εκκαθάριση των αρχείων της Σχολής. Κατά την εκκαθάριση των αρχείων καταστρέφονται τα έγγραφα τα οποία δεν έχουν υπηρεσιακή χρησιμότητα ή ιστορική αξία. Η καταστροφή πραγματοποιείται από τριμελή επιτροπή, που αποτελείται από τον Προϊστά­μενο Διεύθυνσης και δύο υπαλλήλους της Σχολής και συγκροτείται με απόφαση του Γενικού Διευθυντή. Η επιτροπή συντάσσει αναλυτικό πρωτόκολλο καταστρο­φής.

 

    4. Η Σχολή στις δικαστικές και γενικώς σε όλες τις νομικές της υποθέσεις εξυπηρετείται από τα γραφεία Νομικού Συμβούλου των Υπουργείων Δικαιοσύνης και Μακεδονίας - Θράκης.

 

    5. Όπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται Διευθυντής Κατάρτισης και Διευθυντής Επιμόρφωσης, νοούνται ο Διευθυντής Σπουδών και ο Υποδιευθυντής Σπουδών, αντιστοίχως, που προβλέπονται από την παράγραφο 8 του άρθρου 1 του ν. 2236/1994 (ΦΕΚ 146 Α'), η θητεία των οποίων λήγει στις 30 Ιουνίου 2010.

 

’ρθρο 46

Μεταβατικές Διατάξεις

 

    1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζο­νται για τους εκπαιδευόμενους της δέκατης τέταρτης εκπαιδευτικής σειράς, που ήδη φοιτούν στη Σχολή. Η θεωρητική τους κατάρτιση περατώνεται τη 15η Φε­βρουαρίου 2009, οι εξετάσεις αποφοίτησης διενεργού­νται το δεύτερο δεκαπενθήμερο του μηνός αυτού και η πρακτική τους άσκηση διαρκεί από την 1η Μαρτίου έως την 30ή Ιουνίου του ίδιου έτους. Κατά τα λοιπά οι εκπαιδευόμενοι αυτοί διέπονται από τις διατάξεις, που ίσχυαν πριν την έναρξη εφαρμογής του παρόντος νόμου.

 

    2. Ο εισαγωγικός διαγωνισμός της Σχολής για την κα­τεύθυνση της Διοικητικής, καθώς και της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος νόμου, προκηρύσσεται το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2008 και ολοκληρώνεται το βραδύτερο την 31η Ιανουαρίου 2009.

 

    3. Προεδρικά διατάγματα, υπουργικές αποφάσεις και άλλες κανονιστικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση του ν. 2236/1994 (ΦΕΚ 146 Α') διατηρού­νται σε ισχύ μέχρι την έκδοση των αντίστοιχων πράξεων που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο.

 

    4. Η διάταξη του εδαφίου γ' της παραγράφου 1 του άρ­θρου 5 περί πλήρους απασχόλησης και τριετούς θητείας ισχύει από της λήξεως της θητείας του υπηρετούντος Γενικού Διευθυντή.

 

 

’ρθρο 47

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ

ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

    Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 46 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστα­σης Δικαστικών Λειτουργών, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 35 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:

    «Για να χορηγηθεί εκπαιδευτική άδεια απαιτείται ο δικαστικός λειτουργός να έχει καλή γνώση της γλώσ­σας της χώρας στην οποία πρόκειται να μεταβεί για εκπαίδευση και να έχει γίνει δεκτός σε αναγνωρισμένο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών σε πανεπιστήμιο της αλλοδαπής.»

 

’ρθρο 48

 

    Το άρθρο 8 του π.δ. 186/2004 «Κανονισμός λειτουργίας και εσωτερικής υπηρεσίας του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 99 του Συντάγματος και αναπροσαρμογή του παραβόλου για την άσκηση αγωγής κακοδικίας» (ΦΕΚ 162 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

    «Οι θέσεις της Γραμματείας του Δικαστηρίου ορίζονται σε τρεις (3) και καλύπτονται με απόσπαση δικαστικών υπαλλήλων άλλων δικαστηρίων, κατ' ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 39 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α').

 

’ρθρο 49

 

    Στο άρθρο 63 του ν. 3659/2008 «Βελτίωση και επιτά­χυνση των διαδικασιών της δίκης στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 77 Α'), προστίθε­ται παράγραφος 2 και η παράγραφος 2 αναριθμείται σε παράγραφο 3 ως εξής:

    «2. Οι υποψήφιοι για την πλήρωση των κενών θέσεων των κλάδων ΔΕ Φύλαξης και ΔΕ Εξωτερικής Φύλαξης Καταστη­μάτων Κράτησης δεν πρέπει να έχουν ηλικία μεγαλύτερη των τριάντα δύο (32) ετών, πρέπει να είναι αρτιμελείς, να έχουν ανάστημα (χωρίς υποδήματα) οι μεν άνδρες του­λάχιστον ενός μέτρου και εβδομήντα εκατοστών (1,70), οι δε γυναίκες τουλάχιστον ενός μέτρου και εξήντα εκατο­στών (1,60) και οι άνδρες να έχουν εκπληρώσει τις στρα­τιωτικές τους υποχρεώσεις. Στα κριτήρια για την επιλογή των ανωτέρω περιλαμβάνεται και η συνέντευξη, η οποία διενεργείται από την επιτροπή του διαγωνισμού ή από τριμελή επιτροπή αποτελούμενη από πρόσωπα τα οποία έχουν την ικανότητα, λόγω των γνώσεων ή της εμπειρίας τους, να αξιολογήσουν την εν γένει προσωπικότητα και την ικανότητα του υποψηφίου να ανταποκριθεί αποτελε­σματικά στην άσκηση των καθηκόντων του. Ένα μέλος της επιτροπής συνέντευξης ορίζεται από το Α.Σ.Ε.Π., τα δε άλλα δύο μέλη πρέπει να είναι δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι ή αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας.»

 

    Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 49 του ν. 2721/1999 (ΦΕΚ 122 Α'), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 26 του ν. 3500/2006 (ΦΕΚ 232 Α'), καταργείται.

 

’ρθρο 50

 

    Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 28, όπως ισχύει, του Κώδικα Συμβολαιογράφων, ο οποίος κυρώ­θηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2830/2000 (ΦΕΚ 96 Α'), προστίθεται εδάφιο ως εξής:

    «Επιτρέπεται οποτεδήποτε και ανεξάρτητα από άλλες προϋποθέσεις η μετάθεση συμβολαιογράφου με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον εξήντα επτά τοις εκατό (67%), σε προσωποπαγή θέση στην ειρη­νοδικειακή περιφέρεια της έδρας του Δικηγορικού Συλλόγου όπου ήταν εγγεγραμμένος, κατόπιν σχε­τικής αιτήσεως η οποία υποβάλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.»

 

’ρθρο 51

 

    1. Η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ν. 3115/2003 (ΦΕΚ 47 Α'), όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 11 του ν. 3213/2003 (ΦΕΚ 309 Α'), αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «3. Τα μέλη της Α.Δ.Α.Ε. κατά τη διάρκεια της θητεί­ας τους τελούν σε αναστολή άσκησης οποιουδήποτε επαγγέλματος του Δημοσίου ή ευρύτερου δημόσιου τομέα και δεν επιτρέπεται να αναλαμβάνουν άλλα καθήκοντα, αμειβόμενα ή μη, στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα που αναφέρονται στους τομείς των ταχυδρομι­κών υπηρεσιών, της πληροφορικής ή της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και των τηλεπικοι­νωνιών, εξαιρουμένων των υπηρεσιών ευρυεκπομπής οι οποίες ανατίθενται από το δημόσιο τομέα. Στα μέλη της Α.Δ.Α.Ε., εκτός του Προέδρου που είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, επιτρέπεται η άσκηση οποιουδήποτε άλλου λειτουργήματος, πλην του δικα­στικού λειτουργού.»

 

    2. Κάθε άλλη ειδικότερη ή γενικότερη διάταξη, αντίθε­τη προς τις διατάξεις του παρόντος, καταργείται.

 

’ρθρο 52

 

    1. Οι παράγραφοι 2,3,4,5,6 περίπτωση ε' και 9 του άρθρου 15 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 35 Α'), αντι­καθίστανται ως εξής:

    «2. Τα Πολιτικά Εφετεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά και το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, τα Πρωτοδι­κεία πολιτικά και διοικητικά Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά και τα Ειρηνοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης διευθύνονται από Τριμελές Συμβούλιο.

 

    3. Το Συμβούλιο αποτελείται:

    α) Για τα πολιτικά Εφετεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά από έναν Αρεοπαγίτη ή Πρόεδρο Εφετών ως Πρόεδρο και δύο Εφέτες ως μέλη.

    β) Για το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών από έναν Πρόε­δρο Εφετών, ως Πρόεδρο και δύο Εφέτες ως μέλη,

    γ) Για τα πολιτικά και διοικητικά Πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά από έναν Πρόεδρο Εφετών ή Εφέτη, ως Πρόεδρο και έναν Πρόεδρο Πρωτοδικών και έναν Πρωτοδίκη ως μέλη.

    δ) Για τα Ειρηνοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης από έναν Πρόεδρο Πρωτοδικών, ως Πρόεδρο και δύο Ειρη­νοδίκες, ως μέλη.

 

    4. Οι Πρόεδροι των Συμβουλίων ορίζονται με απόφαση του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, το οποίο συνεδριάζει προς τούτο με δεκαπενταμελή σύνθεση, έως το τέλος του μηνός Σεπτεμβρίου. Τα μέλη των Συμ­βουλίων, καθώς και οι αναπληρωτές τους, εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία από τις Ολομέλειες των οικείων δικαστηρίων, οι οποίες συνέρχονται αυτοδικαίως για το σκοπό αυτόν ανά τριετία τη δεκάτη πρωινή ώρα του τρίτου Σαββάτου του μηνός Σεπτεμβρίου.

    Αν κατά τη συνεδρίαση αυτή δεν υπάρχει η απαρτία που προβλέπεται από τις διατάξεις των δύο πρώτων εδαφίων της παραγράφου 5 του άρθρου 14, οι Ολομέλει­ες συνέρχονται αυτοδικαίως την ίδια ώρα του επόμενου Σαββάτου και τα παρόντα, κατά τη συνεδρίαση μέλη τους, εκλέγουν τα μέλη των Συμβουλίων.

    Με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγραφο 6 υποψήφιοι για τις θέσεις των μελών των Συμβουλίων είναι υποχρεωτικά οι αρχαιότεροι Εφέτες, Πρόεδροι Πρωτοδικών, Πρωτοδίκες και Ειρηνοδίκες, που υπηρε­τούν στα παραπάνω δικαστήρια και σε αριθμό που είναι ίσος με το ένα τέταρτο (1/4) των οικείων οργανικών θέσεων, οι υποψήφιοι όμως δεν μπορεί να είναι λιγό­τεροι των οκτώ.

    Η εκλογή των μελών των Συμβουλίων διενεργείται από τριμελή Εφορευτική Επιτροπή, αποτελούμενη από τον νεότερο Πρόεδρο ή Ειρηνοδίκη Α' τάξεως και τους δύο νεότερους δικαστές του οικείου Δικα­στηρίου με ένα ψηφοδέλτιο στο οποίο αναγράφονται κατά αλφαβητική σειρά τα ονόματα όλων των εκλόγι­μων μελών. Όσον αφορά στην εκλογή των μελών στα πολιτικά και διοικητικά πρωτοδικεία, διενεργείται με δύο ξεχωριστά ψηφοδέλτια, ένα για την εκλογή του Προέδρου Πρωτοδικών και ένα για την εκλογή του Πρωτοδίκη. Κάθε μέλος της Ολομέλειας εκφράζει την προτίμησή του σε μέχρι δύο υποψηφίους και προκειμένου για την εκλογή των μελών στα πολιτικά και διοικητικά πρωτοδικεία, σε έναν μόνο υποψήφιο Πρόεδρο Πρωτοδικών και σε έναν μόνο υποψήφιο Πρωτοδίκη, με σταυρούς προτίμησης που τίθενται, με γραφίδα μπλε ή μαύρου χρώματος, πριν από τα ονόματα των υποψηφίων.

    Μέλη του Συμβουλίου εκλέγονται οι υποψήφιοι που έλαβαν τις περισσότερες, κατά περίπτωση, ψήφους και αναπληρωτές τους οι υπόλοιποι. Αν υπάρχει ισο­ψηφία διενεργείται κλήρωση από την Εφορευτική Επιτροπή.

    Για την εκλογή η Εφορευτική Επιτροπή συντάσσει πρακτικό, το οποίο παραδίδει στον Πρόεδρο του Τρι­μελούς Συμβουλίου, προκειμένου να υποβληθεί στις προϊστάμενες αρχές και κοινοποιηθεί στους εκλεγό­μενους.

    Οι Αρεοπαγίτες και οι Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, κατά το χρονικό διάστημα που ασκούν τα κα­θήκοντα του προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοί­κησης ή του διευθύνοντος την εισαγγελία, αντιστοίχως, απαλλάσσονται από κάθε άλλη υπηρεσία, με εξαίρεση τη συμμετοχή τους στις Ολομέλειες του Αρείου Πάγου και στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.

 

    5. Η θητεία του Προέδρου και των μελών των Συμ­βουλίων είναι τριετής και αρχίζει την 1η Οκτωβρίου του έτους του ορισμού ή της εκλογής τους και λήγει την 30ή Σεπτεμβρίου του τρίτου μετά τον ορισμό ή την εκλογή έτους. Έως τη λήξη της θητείας του Προ­έδρου και των μελών του Συμβουλίου, καθώς και των αναπληρωτών των τελευταίων (μελών) δεν επιτρέπεται να μετατεθούν, εκτός αν υποβάλλουν σχετική αίτηση ή αν υπέπεσαν σε βαρύ παράπτωμα, για το οποίο έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη.

    Αν ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου δεν μπο­ρούν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους από πρόσκαιρο κώλυμα αναπληρώνονται ως εξής: α) Ο Πρόεδρος από το αρχαιότερο μέλος του Συμβουλίου και β) τα μέλη από τους αναπληρωτές τους. Σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή εξόδου από την υπηρεσία κατ' οποι­ονδήποτε τρόπο: α) του Προέδρου του Συμβουλίου, ορίζεται αμέσως νέος Πρόεδρος από το Ανώτατο Δι­καστικό Συμβούλιο, κατά τα ανωτέρω, β) των μελών του Συμβουλίου, διενεργείται αναπληρωματική εκλογή, για την οποία εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία της παραγράφου 4 και γ) των αναπληρωματικών μελών του Συμβουλίου, τη θέση τους καταλαμβάνουν, αντίστοι­χα, οι αμέσως επόμενοι, κατά σειρά ψήφων, δικαστές. Η θητεία των ανωτέρω λήγει μαζί με τη θητεία των λοιπών μελών.

    Σε περίπτωση προαγωγής τους, οι ανωτέρω παρα­μένουν στη θέση τους και ασκούν τα καθήκοντά τους έως τη λήξη της θητείας τους.

    Τα Τριμελή Συμβούλια που διευθύνουν τα ανωτέρω δικαστήρια, κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εξακολουθούν να τα διευθύνουν μέχρι τη λήξη της θη­τείας τους (30.9.2008).

 

    6. ε) Είναι τακτικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου Δικαστικών Ενώσεων.

 

    9. Στα δικαστήρια στα οποία δεν εκλέγονται διοική­σεις και στα οποία υπηρετούν περισσότεροι του ενός πρόεδροι δεν μπορεί να ασκεί τη διεύθυνση αυτού ο πρόεδρος για τον οποίο συντρέχουν τα υπό στοιχεία α', β', και γ' κωλύματα της παραγράφου 6 του παρό­ντος.»

 

    Η περίπτωση δ' της παραγράφου 6 καταργείται και η περίπτωση ε' αναριθμείται σε δ'.

 

    2. Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 16 του ν. 1756/1988 αντικαθίστανται ως εξής:

    «2. Οι Εισαγγελίες Εφετών Αθηνών και Θεσσαλο­νίκης διευθύνονται από Αντεισαγγελέα του Αρεί­ου Πάγου ή Εισαγγελέα Εφετών και οι Εισαγγελί­ες Πρωτοδικών Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά από Εισαγγελέα ή Αντεισαγγελέα Εφετών, οι οποίοι ορίζονται με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, το οποίο συνεδριά­ζει προς τούτο με δεκαπενταμελή σύνθεση έως το τέλος Σεπτεμβρίου.

    3. Η θητεία των ανωτέρω είναι τριετής και αρχίζει την 1η Οκτωβρίου του έτους ορισμού τους και λήγει την 30ή Σεπτεμβρίου του τρίτου μετά τον ορισμό τους έτους. Έως τη λήξη της θητείας τους δεν επιτρέπεται να μετατεθούν, εκτός αν υποβάλουν σχετική αίτηση ή εάν υπέπεσαν σε βαρύ παράπτωμα, για το οποίο έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη.

    Σε περίπτωση προαγωγής τους παραμένουν στη θέση τους και ασκούν τα καθήκοντά τους έως τη λήξη της θητείας τους.

    Αν οι ανωτέρω αδυνατούν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους από πρόσκαιρο κώλυμα, αναπληρώνονται από τον αρχαιότερο Εισαγγελέα της οικείας Εισαγγελίας, για τον οποίο δεν συντρέχουν τα κωλύματα της παραγρά­φου 6 του άρθρου 15.

    Σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή εξόδου από την υπηρεσία, κατά οποιονδήποτε τρόπο, ορίζεται αμέσως ο αντικαταστάτης του από το Ανώτατο Δι­καστικό Συμβούλιο, κατά τα ανωτέρω. Η θητεία αυ­τού διαρκεί μέχρι το χρόνο λήξεως της θητείας του θανόντος ή παραιτηθέντος ή εξελθόντος από την υπηρεσία.

 

    Η παράγραφος 6 του άρθρου 15 εφαρμόζεται ανα­λόγως.

 

    Οι Εισαγγελείς, που διευθύνουν τις ανωτέρω Εισαγ­γελίες κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εξα­κολουθούν να τις διευθύνουν μέχρι τη λήξη της θητείας τους (30.9.2008).»

 

’ρθρο 53

Κατάργηση Διατάξεων - Έναρξη Ισχύος

 

    Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταρ­γείται ο ν. 2236/1994 και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη, η οποία ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα στα οποία αναφέρεται ο παρών νόμος, εκτός της υπο-περιπτώσεως γγ' της παραγράφου 1 του άρθρου 1, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 7 του ν. 2721/1999 (ΦΕΚ 112 Α').

 

    Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν στις επί μέρους διατάξεις του ορίζεται διαφορετικά.

 

    Παραγγέλομε την δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.