ΝΟΜΟΣ 3666/2008 - ΦΕΚ 113/Α'/18.6.2008

Κύρωση και εφαρμογή της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς και αντικατάσταση συναφών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

    Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

Αρθρο πρώτο

 

      Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει η παρ. 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος, η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη στις 31 Οκτωβρίου 2003, το κείμενο της οποίας σε πρωτότυπο στην αγγλική και γαλλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική έχει ως εξής:

 

ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ

 

      ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Τα Κράτη Μέρη της παρούσας Σύμβασης,

Εκτιμώντας τη σοβαρότητα των προβλημάτων και των απειλών που θέτει η διαφθορά στη σταθερότητα και την ασφάλεια των κοινωνιών, που υπονομεύει τους θεσμούς και τις αξίες της δημοκρατίας, τις ηθικές αξίες και τη δικαιοσύνη και διακυβεύει την διαρκή ανάπτυξη και την επικράτηση του δικαίου,

Εκτιμώντας επίσης τους δεσμούς μεταξύ της διαφθο­ράς και άλλων μορφών εγκλήματος, ιδίως του οργα­νωμένου εγκλήματος και του οικονομικού εγκλήματος, συμπεριλαμβανομένης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες,

Εκτιμώντας ακόμη τις περιπτώσεις διαφθοράς που αφορούν μεγάλες ποσότητες περιουσιακών στοιχείων, που μπορεί να αποτελούν σημαντικό ποσοστό των πόρων των Κρατών, και που απειλούν την πολιτική σταθερότητα και την διαρκή ανάπτυξη των εν λόγω Κρατών,

Πεπεισμένα ότι η διαφθορά δεν αποτελεί πλέον το­πικό ζήτημα, αλλά διεθνικό φαινόμενο που επηρεάζει όλες τις κοινωνίες και τις οικονομίες καθιστώντας απαραίτητη τη διεθνή συνεργασία για την πρόληψη και τον έλεγχό της,

Πεπεισμένα επίσης ότι απαιτείται ευρεία και πολυδιάστατη προσέγγιση για την αποτελεσματική πρόληψη και καταπολέμηση της διαφθοράς,

Πεπεισμένα περαιτέρω ότι η διαθεσιμότητα της τεχνικής αρωγής μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο για τη βελτίωση της ικανότητας των Κρατών, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης της ικανότητας και της δημιουργίας θεσμών, να προλαμβάνουν και να καταπολεμούν αποτελεσματικά τη διαφθορά,

Πεπεισμένα ότι η παράνομη απόκτηση ατομικού πλούτου μπορεί να βλάψει ιδιαίτερα τους δημοκρατικούς θεσμούς τις εθνικές οικονομίες και την επικράτηση του νόμου,

Αποφασισμένα να προλαμβάνουν, να ανιχνεύουν και να αποτρέπουν με αποτελεσματικότερο τρόπο τις διεθνείς μεταφορές παράνομα αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων και να ενισχύουν τη διεθνή συνεργασία στην ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων,

Αναγνωρίζοντας τις θεμελιώδεις αρχές της προσήκουσας νομικής διαδικασίας σε ποινικές δίκες, σε αστικές ή διοικητικές δίκες για την επιδίκαση περιουσιακών δικαιωμάτων,

Έχοντας υπόψη ότι η πρόληψη και η εκρίζωση της διαφθοράς αποτελεί υποχρέωση όλων των Κρατών και ότι πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους, με τη στήριξη και τη συμμετοχή ατόμων και ομάδων εκτός του δημόσιου τομέα, όπως η κοινωνία των πολιτών, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις και οι κοινοτικές οργανώσεις, για να είναι αποτελεσματικές οι προσπάθειές τους στον τομέα αυτό,

Έχοντας επίσης υπόψη τις αρχές της ορθής διαχείρισης των δημόσιων υποθέσεων και της δημόσιας περιουσίας, της διαφάνειας, της ευθύνης και της ισότητας ενώπιον του νόμου και την ανάγκη διαφύλαξης της ακεραιότητας και της προώθησης πολιτισμού απόρριψης της διαφθοράς,

Επιδοκιμάζοντας το έργο της Επιτροπής για την Πρόληψη του Εγκλήματος και της Ποινικής Δικαιοσύνης και του Γραφείου του ΟΗΕ για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαφθοράς,

Υπενθυμίζοντας το έργο που πραγματοποίησαν άλλοι διεθνείς και περιφερειακοί οργανισμοί στον τομέα αυτόν, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων της Αφρικανικής Ένωσης, του Συμβουλίου της Ευρώπης του Συμβουλίου Τελωνειακής Συνεργασίας (επίσης γνωστό ως Παγκόσμιος Τελωνειακός Οργανισμός), της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Συνδέσμου Αραβικών Κρατών, του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης και του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών,

Σημειώνοντας με ευχαρίστηση τα πολυμερή κείμενα που αφορούν την πρόληψη και καταπολέμηση της διαφθοράς, που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την Ενδο-Αμερικανική Σύμβαση κατά της Διαφθοράς, που υιοθετήθηκε από τον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών στις 29 Μαρτίου 1996, τη Σύμβαση για τη Καταπολέμηση της Διαφθοράς με εμπλοκή Αξιωματούχων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή Αξιωματούχων των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που υιοθετήθηκε οπό το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 26 Μαίου 1997, τη Σύμβαση για την Καταπολέμηση της Δωροδοκίας Ξένων Δημόσιων Αξιωματούχων σε Διεθνείς Επιχειρηματικές Συναλλαγές, που υιοθετήθηκε από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης στις 21 Νοεμβρίου 1997, τη Σύμβαση Ποινικού Δικαίου για τη Διαφθορά, που υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 27 Ιανουαρίου 1999, τη Σύμβαση Αστικού Δικαίου για τη Διαφθορά, που υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 4 Νοεμβρίου 1999, και τη Σύμβαση της Αφρικανικής Ένωσης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, που υιοθετήθηκε από τους Αρχηγούς Κρατών και Κυβερνήσεων της Αφρικανικής Ένωσης στις 12 Ιουλίου 2003.

Καλωσορίζοντας τη θέση σε ισχύ στις 29 Σεπτεμβρίου 2003 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος, Συμφώνησαν

ως εξής.

 

Αρθρο 1

Δήλωση σκοπού

 

Κεφάλαιο Ι

Γενικές διατάξεις

 

   Οι σκοποί της παρούσας Σύμβασης είναι:

(α) Να προάγει και να ενισχύει τα μέτρα πρόληψης και καταπολέμησης της διαφθοράς ικανοποιητικότερα και αποτελεσματικότερα,

(β) Να προωθήσει, διευκολύνει και στηρίξει τη διεθνή συνεργασία και την τεχνική αρωγή για την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαφθοράς συμπεριλαμβανομέ­νης της ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων,

(γ) Να προωθήσει την ακεραιότητα, την υπευθυνότητα και την ορθή διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων και της δημόσιας περιουσίας,

 

Αρθρο 2

Χρήση όρων

 

   Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης:

(α) «Δημόσιος λειτουργός» σημαίνει: (i) οποιοδήποτε πρόσωπο κατέχει νομοθετική, εκτελεστική, διοικητική ή δικαστική θέση σε Κράτος Μέρος, ανεξάρτητα αν είναι διορισμένος ή αιρετός, είναι μόνιμος ή προσωρινός, είναι έμμισθος ή άμισθος, ανεξάρτητα από την αρχαιότητα του, (ii) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εκτελεί δημόσια λειτουρ­γία σε δημόσια υπηρεσία ή δημόσια επιχείρηση, ή παρέχει δημόσια υπηρεσία, όπως ορίζεται στην εθνική νομοθεσία του Κράτους Μέρους και όπως ορίζεται στο δίκαιο του εν λόγω Κράτους Μέρους (iii) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ορίζεται ως «δημόσιος λειτουργός» στην εθνική νομοθε­σία Κράτους Μέρους. Ωστόσο, για το σκοπό ορισμένων συγκεκριμένων μέτρων που περιέχονται στο κεφάλαιο II της παρούσας Σύμβασης «δημόσιος λειτουργός» μπο­ρεί να σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο εκτελεί δημόσια λειτουργία ή παρέχει δημόσια υπηρεσία, όπως ορίζονται στην εγχώρια νομοθεσία του Κράτους Μέρους και όπως ορίζεται στο δίκαιο του εν λόγω Κράτους Μέρους.

(β) «Ξένος δημόσιος λειτουργός» σημαίνει οποιοδήπο­τε πρόσωπο κατέχει νομοθετική, εκτελεστική, διοικητική ή δικαστική θέση ξένης χώρας, ανεξάρτητα αν είναι δι­ορισμένος ή αιρετός. Σε αυτόν συμπεριλαμβάνονται και τα πρόσωπα που κατέχουν θέση σε δημόσιο οργανισμό και δημόσια επιχείρηση της ξένης χώρας.

(γ) «Λειτουργός δημόσιου διεθνούς οργανισμού» σημαίνει διεθνή δημόσιο υπάλληλο ή οποιοδήποτε πρόσω­πο είναι εξουσιοδοτημένο από τον εν λόγω οργανισμό να ενεργεί εκ μέρους του.

(δ) «Περιουσία» σημαίνει περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άϋλα και τίτλοι ή έγγραφα που αποδεικνύουν τη κυριότητα ή τα σχετικά δικαιώματα επί των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων.

(ε) «Προϊόντα εγκλήματος» σημαίνει οποιαδήποτε πε­ριουσία προέρχεται ή αποκτάται, άμεσα ή έμμεσα, μέσω της τέλεσης εγκλήματος.

(στ) «Πάγωμα» ή «κατάσχεση» σημαίνει την προσωρινή απαγόρευση της μεταβίβασης, μετατροπής, διάθεσης ή μετακίνησης περιουσίας ή προσωρινής ανάληψης της διαχείρισης ή ελέγχου περιουσίας, βάσει διαταγής που εκδίδεται από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή.

(ζ) «Δήμευση», σημαίνει τη μόνιμη στέρηση της περιου­σίας δυνάμει διαταγής δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής.

(η) «Βασικό έγκλημα» σημαίνει οποιοδήποτε αδίκη­μα από το οποίο παράγονται έσοδα, που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο εγκλήματος όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 23 της παρούσας Σύμβασης.

(θ) «Ελεγχόμενη παράδοση» σημαίνει την τεχνική που επιτρέπει την κίνηση παράνομων ή ύποπτων φορτίων εκτός διαμέσου ή εντός της επικράτειας ενός ή πε­ρισσοτέρων Κρατών, εν γνώσει και υπό την επίβλεψη των αρμόδιων αρχών τους, με σκοπό την ανίχνευση εγκλήματος και την αποκάλυψη των προσώπων που εμπλέκονται στην τέλεσή του.

 

Αρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

 

      1. Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται, σύμφωνα με τους όρους της για την πρόληψη, ανίχνευση και δίωξη της διαφθοράς και το πάγωμα, την κατάσχεση, τη δήμευση και την επιστροφή των προϊόντων των εγκλημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

 

      2. Για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας Σύμβασης, τα αδικήματα που παρατίθενται δεν είναι απαραίτητο, εκτός αν αναφέρεται άλλως στην παρούσα, να οδηγούν σε ζημία ή βλάβη της κρατικής περιουσί­ας.

 

Αρθρο 4

Προστασία της κυριαρχίας

 

      1. Τα Κράτη Μέρη εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, κατά τρόπο σύμφωνο προς τις αρχές της κυρίαρχης ισότητας και της εδαφικής ακεραιότητας των Κρατών και τις αρχές της μη παρέμβασης στα εσωτερικά ζητήματα άλλων Κρατών.

 

      2. Καμία διάταξη της παρούσας Σύμβασης δεν δίνει σε Κράτος Μέρος το δικαίωμα να αναλάβει, στην επικρά­τεια άλλου Κράτους την άσκηση δικαιοδοσίας και την εκτέλεση αρμοδιοτήτων που ασκούνται αποκλειστικά από τις αρχές του άλλου Κρότους, βάσει της εσωτερι­κής νομοθεσίας του.

 

Αρθρο 5

Πολιτικές και πρακτικές πρόληψης της διαφθοράς

 

Κεφάλαιο II

Προληπτικά μέτρα

 

      1. Κάθε Κράτος Μέρος σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του νομικού του συστήματος αναπτύσσει, εφαρμόζει ή διατηρεί αποτελεσματικές συντονισμένες πολιτικές κατά της διαφθοράς που προάγουν τη συμμετοχή της κοινωνίας και αντανακλούν τις αρχές της επικράτησης του δικαίου, της ορθής διαχείρισης των δημόσιων υποθέσεων και της δημόσιας περιουσίας της ακεραιότητας της διαφάνειας και της υπευθυνότητας.

 

      2. Κάθε Κράτος Μέρος θα προσπαθήσει να θεσπίσει και να προωθήσει αποτελεσματικές πρακτικές που αποσκοπούν στην πρόληψη της διαφθοράς.

 

      3. Κάθε Κράτος Μέρος θα προσπαθήσει να αξιολογεί κατά περιόδους τα σχετικά νομικά κείμενα και διοικητικά μέτρα, με σκοπό να προσδιορίζει αν επαρκούν στην πρόληψη και την καταπολέμηση της διαφθοράς.

 

      4. Τα Κράτη Μέρη, ανάλογα με τις ανάγκες και σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του νομικού τους συστήματος συνεργάζονται μεταξύ τους και με τους αρμόδιους διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς για την προώθηση και ανάπτυξη των μέτρων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο. Η συνεργασία αυτή μπορεί να περιλαμβάνει τη συμμετοχή σε διεθνή προγράμματα και σχέδια που αποσκοπούν στην πρόληψη της διαφθοράς.

 

Αρθρο 6

Όργανα πρόληψης της διαφθοράς

 

      1. Κάθε Κράτος Μέρος, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του νομικού του συστήματος, εξασφαλίζει την ύπαρξη οργάνου ή οργάνων, ανάλογα με τις ανάγκες, που προλαμβάνουν τη διαφθορά με μέσα, όπως με:

(α) Την εφαρμογή των πολιτικών που αναφέρονται στο άρθρο 5 της παρούσας Σύμβασης και, όπου αρμόζει, την επίβλεψη και το συντονισμό της εφαρμογής των εν λόγω πολιτικών,

(β) Την αύξηση και τη διάδοση γνώσεων σχετικά με την πρόληψη της διαφθοράς.

 

      2. Κάθε Κράτος Μέρος χορηγεί στο όργανο ή τα όργα­να που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου την απαραίτητη ανεξαρτησία, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του νομικού του συστήματος, έτσι ώστε να μπορεί το όργανο ή τα όργανα να εκπληρώ­σουν τα καθήκοντα τους αποτελεσματικά και χωρίς ανάρμοστη επιρροή. Πρέπει να παρέχονται οι απαραίτη­τοι υλικοί πόροι και το εξειδικευμένο προσωπικό, καθώς και η εκπαίδευση που μπορεί να χρειαστεί το εν λόγω προσωπικό για την εκπλήρωση των καθηκόντων του.

 

      3. Κάθε Κράτος Μέρος γνωστοποιεί στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών το όνομο και τη διεύθυνση της αρχής ή των αρχών που μπορούν να συνδράμουν άλλο Κράτη Μέρη στην ανάπτυξη και εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων για την πρόληψη της διαφθοράς.

 

Αρθρο 7

Δημόσιος τομέας

 

      1. Κάθε Κράτος Μέρος προσπαθεί, ανάλογα με τις ανάγκες και σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του νομικού του συστήματος, να υιοθετεί, διατηρεί και ενι­σχύει συστήματα για την επιλογή, πρόσληψη, διατήρηση, προαγωγή και συνταξιοδότηση δημόσιων υπαλλήλων και, όπου αρμόζει, άλλων μη αιρετών δημόσιων λει­τουργών:

(α) Που να βασίζονται στις αρχές της αποδοτικότητας, της διαφάνειας και σε αντικειμενικά κριτήρια, όπως η ικανότητα, η δικαιότητα και η καταλληλότητα.

(β) Που να περιλαμβάνουν κατάλληλες διαδικασίες για την επιλογή και την εκπαίδευση των ατόμων για δημόσιες θέσεις που θεωρούνται ιδιαίτερα ευάλωτες στη διαφθορά και την εκ περιτροπής τοποθέτηση, όπου αρμόζει, των ατόμων αυτών σε άλλες θέσεις.

(γ) Που να προωθούν ικανοποιητική αμοιβή και δίκαιες μισθολογικές κλίμακες λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης του Κράτους Μέρους.

(δ) Που να προάγουν προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης έτσι ώστε να μπορούν να εκπληρώνουν τις απαιτήσεις για την ορθή, έντιμη και κατάλληλη εκπλή­ρωση των δημόσιων καθηκόντων και που να τους παρέ­χουν εξειδικευμένη και κατάλληλη κατάρτιση, έτσι ώστε να βελτιωθεί η ενημερότητα τους για τους κινδύνους της διαφθοράς που ενυπάρχουν στην εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Τα προγράμματα αυτά μπορούν να κάνουν αναφορές σε κώδικες ή πρότυπα συμπεριφοράς στους κατάλληλους τομείς.

 

      2. Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει επίσης τη δυνατότητα υιοθέτησης κατάλληλων νομοθετικών και διοικητικών μέτρων, που να συμφωνούν με τους σκοπούς της πα­ρούσας Σύμβασης και με τις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής νομοθεσίας του, γιο τη θέσπιση κριτηρίων σχετικών με την υποψηφιότητα και την εκλογή σε δη­μόσιες θέσεις.

 

      3. Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει επίσης τη δυνατότητα υιοθέτησης κατάλληλων νομοθετικών και διοικητικών μέτρων, που συμφωνούν με τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης και με τις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής νομοθεσίας του, για την ενίσχυση της διαφάνειας στη χρηματοδότηση των υποψηφιοτήτων για αιρετές δημό­σιες θέσεις και για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων.

 

      4. Κάθε Κράτος Μέρος, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής νομοθεσίας του, θο προσπαθήσει να υιοθετήσει, να διατηρήσει και να ενισχύσει συστήμα­τα που προάγουν τη διαφάνεια και προλαμβάνουν τη σύγκρουση συμφερόντων.

 

Αρθρο 8

Κώδικες συμπεριφοράς για δημόσιους λειτουργούς

 

      1. Για να καταπολεμηθεί η διαφθορά, κάθε Κράτος Μέρος προάγει, μεταξύ άλλων, την ακεραιότητα, την εντιμότητα και την υπευθυνότητα μεταξύ των δημόσιων λειτουργών του, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του νομικού του συστήματος.

 

      2. Συγκεκριμένα, κάθε Κράτος Μέρος προσπαθεί να εφαρμόσει, στα πλαίσια των θεσμικών και νομικών του συστημάτων, κώδικες ή πρότυπα συμπεριφοράς για την ορθή, έντιμη και κατάλληλη εκπλήρωση των δημόσιων λειτουργιών.

 

      3. Για τους σκοπούς της εφαρμογής των διατάξε­ων του παρόντος όρθρου, κάθε Κράτος Μέρος όπου αρμόζει και σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του νομικού του συστήματος, λαμβάνει υπόψη τις σχετικές πρωτοβουλίες των περιφερειακών, ενδοπεριφερειακών και πολυμερών οργανισμών, όπως το Διεθνή Κώδικα Συμπεριφοράς των Δημόσιων Λειτουργών που περιέ­χεται στο παράρτημα της απόφασης 51/59 της Γενικής Συνέλευσης από 12 Δεκεμβρίου 1996.

 

      4. Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει επίσης τη δυνατότητα, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής του νομοθεσίας, θέσπισης μέτρων και συστημάτων που να διευκολύνουν την αναφορά εκ μέρους των δημόσιων λειτουργών πράξεων διαφθοράς στις αρμόδιες αρχές, όταν οι πράξεις αυτές υποπίπτουν στην αντίληψή τους κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

 

      5. Κάθε Κράτος Μέρος προσπαθεί, όπου αρμόζει και σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής νο­μοθεσίας του, να θεσπίζει μέτρα και συστήματα που απαιτούν από τους δημόσιους λειτουργούς να υποβάλ­λουν δηλώσεις στις αρμόδιες αρχές σχετικό, μεταξύ άλλων, με τις εξωυπηρεσιακές δραστηριότητες, την οπασχόληση, τις επενδύσεις, τα περιουσιακό στοιχεία και τα σημαντικά δώρα ή οφέλη από τα οποία μπορεί να προκύψει σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με τις λειτουργίες τους ως δημόσιων λειτουργών.

 

      6. Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει το ενδεχόμενο να λάβει, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της εσωτε­ρικής νομοθεσίας του, πειθαρχικά ή άλλα μέτρα κατά των δημόσιων λειτουργών του που παραβιάζουν τους κώδικες ή τα πρότυπα που θεσπίζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

 

Αρθρο 9

Δημόσιες προμήθειες και διαχείριση δημόσιων οικονομικών

 

      1. Κάθε Κράτος Μέρος σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του νομικού του συστήματος κάνει τις απαραίτη­τες ενέργειες ώστε να θεσπίσει κατάλληλα συστήματα προμηθειών, με βάση τη διαφάνεια, τον ανταγωνισμό και αντικειμενικά κριτήρια για τη λήψη αποφάσεων, το οποία είναι αποτελεσματικά, μεταξύ άλλων, για την πρόληψη της διαφθοράς. Τα συστήματα αυτά, τα οποία μπορούν να λαμβάνουν υπόψη κατάλληλες τιμές κατωφλίου στην εφαρμογή τους αφορούν, μεταξύ άλλων:

(α) Τη δημόσια διάδοση πληροφοριών σχετικό με τις διαδικασίες και τις συμβάσεις προμηθειών, συμπερι­λαμβανομένων των πληροφοριών για τις προσκλήσεις προσφοράς σε διαγωνισμούς και σχετικές πληροφορί­ες για την κατακύρωση των συμβάσεων, οι οποίες θα δίνουν στους προτιθέμενους να διαγωνιστούν επαρκή χρόνο για να προετοιμάσουν και να υποβάλουν τις προ­σφορές τους.

(β) Τη θέσπιση, εκ των προτέρων, προϋποθέσεων για τη συμμετοχή, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και κατακύρωσης και των κανόνων του δια­γωνισμού, και τη δημοσιοποίησή τους.

(Υ) Τη χρήση αντικειμενικών και προκαθορισμένων κριτηρίων για τις αποφάσεις περί δημόσιων προμηθειών, ώστε να διευκολύνεται η μεταγενέστερη επαλήθευση της ορθής εφαρμογής των κανόνων ή των διαδικασιών.

(δ) Ένα αποτελεσματικό σύστημα εσωτερικής αναθε­ώρησης, που περιλαμβάνει επίσης ένδικα βοηθήματα σε περίπτωση που δεν ακολουθούνται οι κανόνες ή οι διαδικασίες που θεσπίστηκαν σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

(ε) Όπου αρμόζει, μέτρα για τη ρύθμιση ζητημάτων που αφορούν το προσωπικό που είναι υπεύθυνο για τις προμήθειες, όπως δήλωση ενδιαφέροντος σε συγκεκρι­μένες δημόσιες προμήθειες, διαδικασίες ελέγχου και προϋποθέσεις κατάρτισης του προσωπικού.

 

      2. Κάθε Κράτος Μέρος, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του νομικού του συστήματος, λαμβάνει τα κατάλ­ληλα μέτρα για την ενίσχυση της διαφάνειας και της υπευθυνότητας στη διαχείριση των δημόσιων οικονομι­κών. Τα μέτρα αυτά περιλομβάνουν, μεταξύ άλλων:

(α) Διαδικασίες για την εφαρμογή του εθνικού προ­ϋπολογισμού.

(β) Έγκαιρη αναφορά σχετικά με τα έσοδα και τις δαπάνες.

(γ) Σύστημα λογιστικών και ελεγκτικών προτύπων και σχετικής επίβλεψης.

(δ) Αποτελεσματικό και αποδοτικά συστήματα διαχεί­ρισης κινδύνου και εσωτερικού ελέγχου, και

(ε) Όπου αρμόζει, διορθωτικές ενέργειες σε περίπτω­ση παράλειψης συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που ορίζει η παρούσα παράγραφος.

 

      3. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα αστικά και δι­οικητικά μέτρα που απαιτούνται, σύμφωνα με τις θε­μελιώδεις αρχές της εσωτερικής νομοθεσίας του, για να διατηρηθεί η ακεραιότητα των λογιστικών βιβλίων, αρχείων, οικονομικών καταστάσεων ή άλλων εγγράφων που αφορούν τα δημόσια έξοδα και έσοδα και για να προληφθεί η νόθευση των εγγράφων αυτών.

 

Αρθρο 10

Δημόσια ενημέρωση

 

      Λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη καταπολέμησης της διαφθοράς κάθε Κράτος Μέρος, σύμφωνα με τις θεμε­λιώδεις ορχές της εσωτερικής νομοθεσίας του, λαμ­βάνει τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να ενισχυθεί η διαφάνεια στη δημόσια διοίκηση του, συμπεριλαμ­βανομένων των θεμάτων που αφορούν την οργάνωση, λειτουργία και διαδικασία λήψης αποφάσεων του, όπου αρμόζει. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:

(α) Την υιοθέτηση διαδικασιών ή κανονισμών που να επιτρέπουν στο κοινό να λαμβάνει, όπου αρμόζει, πληροφορίες σχετικά με την οργάνωση, τη λειτουργία και τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της δημόσιας διοίκησής του και, αφού ληφθούν δεόντως υπόψη η προστασία της ιδιωτικής ζωής κοι των προσωπικών δεδομένων, σχετικά με αποφάσεις και νομικές πράξεις που αφορούν το κοινό.

(β) Απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών, όπου αρμόζει, ώστε να διευκολύνεται η πρόσβαση του κοινού στις αρμόδιες αρχές λήψης αποφάσεων, και

(γ) Δημοσιοποίηση πληροφοριών, οι οποίες μπορούν νο περιλαμβάνουν περιοδικές αναφορές σχετικά με τους κινδύνους διαφθοράς στη δημόσια διοίκησή του.

 

Αρθρο 11

Μέτρα που αφορούν τους δικαστές και τις εισαγγελικές υπηρεσίες

 

      1. Λαμβάνοντας υπόψη την ανεξαρτησία του δικαστι­κού σώματος και τον κρίσιμο ρόλο του στην καταπο­λέμηση της διαφθοράς, κάθε Κράτος Μέρος, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του νομικού του συστήματος και με την επιφύλαξη της δικαστικής ανεξαρτησίας, λαμβάνει μέτρα για να ενισχυθεί η ακεραιότητα και να προληφθούν οι ευκαιρίες για διαφθορά μεταξύ των μελών του δικαστικού σώματος. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν κανόνες για τη συμπεριφορά των μελών του δικαστικού σώματος.

 

      2. Μέτρα παρόμοια με αυτά που λαμβάνονται, σύμφω­να με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, μπορούν να εισαχθούν και να εφαρμοστούν και για την εισαγγε­λική υπηρεσία, στα Κράτη Μέρη Κράτη Μέρη όπου δεν αποτελεί τμήμα του δικαστικού σώματος, αλλά χαίρει ανεξαρτησίας παρόμοιας με αυτή του δικαστικού σώ­ματος.

 

Αρθρο 12

Ιδιωτικός τομέας

 

      1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει μέτρα, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής νομοθεσίας του, για την πρόληψη της διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα, τη βελτίωση των λογιστικών και ελεγκτικών προτύπων στον ιδιωτικό τομέα και, όπου αρμόζει, για την πρόβλεψη αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών αστι­κών, διοικητικών ή ποινικών κυρώσεων για παράλειψη συμμόρφωσης στα μέτρα αυτά.

 

      2. Τα μέτρα για την επίτευξη των σκοπών αυτών μπο­ρούν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:

(α) Την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των υπη­ρεσιών επιβολής του νόμου και όλων των σχετικών ιδι­ωτικών φορέων,

(β) Την προώθηση της ανάπτυξης προτύπων και δια­δικασιών σχεδιασμένων για τη διαφύλαξη της ακεραι­ότητας των σχετικών ιδιωτικών φορέων, συμπεριλαμ­βανομένων των κωδικών συμπεριφοράς για την ορθή, τίμια και σωστή εκτέλεση των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων και των σχετικών επαγγελμάτων και την πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων και την προ­ώθηση της χρήσης καλών εμπορικών πρακτικών μεταξύ επιχειρήσεων και στις συμβατικές σχέσεις των επιχει­ρήσεων με το κράτος.

(γ) Την προώθηση της διαφάνειας μεταξύ ιδιωτικών φορέων, συμπεριλαμβανομένων, όπου αρμόζει, μέτρων σχετικά με την ταυτότητα των νομικών και φυσικών προσώπων που εμπλέκονται στην ίδρυση και διοίκηση εταιριών.

(δ) Την πρόληψη της κακής χρήσης διαδικασιών που ρυθμίζουν ιδιωτικούς φορείς στις οποίες συμπεριλαμ­βάνονται διαδικασίες που αφορούν επιχορηγήσεις και άδειες που χορηγούνται από δημόσιες αρχές για εμπο­ρικές δραστηριότητες.

(ε) Την πρόληψη συγκρούσεων συμφερόντων με την επιβολή περιορισμών, όπου αρμόζει και για εύλογη χρονική περίοδο, στις επαγγελματικές δραστηριότη­τες πρώην δημόσιων λειτουργών ή στην απασχόληση δημόσιων λειτουργών από τον ιδιωτικό τομέα μετά την παραίτηση ή τη συνταξιοδότησή τους, όταν οι εν λόγω δραστηριότητες ή απασχόληση έχουν σχέση άμεσα με τα καθήκοντα που ασκούσαν ή με την εποπτεία που ασκούσαν δημόσιοι λειτουργοί στη διάρκεια της θητείας τους.

(στ) Την εξασφάλιση ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, λαμ­βάνοντας υπόψη τη διάρθρωση και το μέγεθος τους, έχουν επαρκείς εσωτερικούς λογιστικούς ελέγχους για να βοηθούν στην πρόληψη και ανίχνευση πράξεων δι­αφθοράς και ότι οι λογαριασμοί και οι απαιτούμενες οικονομικές καταστάσεις των εν λόγω ιδιωτικών επι­χειρήσεων υποβάλλονται σε κατάλληλες διαδικασίες λογιστικού ελέγχου και πιστοποίησης.

 

      3. Για να προληφθεί η διαφθορά, κάθε Κράτος Μέ­ρος λαμβάνει τα μέτρα που είναι απαραίτητα, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία και κανονισμούς του που αφορούν την τήρηση βιβλίων και αρχείων, δημοσιεύσεις οικονομικών καταστάσεων και λογιστικά και ελεγκτικά πρότυπα, για να παρεμποδιστούν οι ακόλουθες ενέρ­γειες που γίνονται με σκοπό την τέλεση οποιωνδήποτε από τα αδικήματα που ορίζονται σύμφωνα με την πα­ρούσα Σύμβαση:

(α) Δημιουργία λογαριασμών εκτός βιβλίων.

(β) Πραγματοποίηση συναλλαγών εκτός βιβλίων ή με ανεπαρκή προσδιορισμό.

(γ) Καταχώρηση ανύπαρκτων δαπανών.

(δ) Καταχώρηση παθητικού με ανακριβή προσδιορισμό του αντικειμένου του.

(ε) Χρήση πλαστών εγγράφων, και

(στ) Σκόπιμη καταστροφή λογιστικών εγγράφων νω­ρίτερα από ό,τι προβλέπει ο νόμος.

 

      4. Κανένα Κράτος Μέρος δεν θα επιτρέπει την φο­ρολογική έκπτωση δαπανών που αποτελούν δωροδο­κία, η οποία αποτελεί ένα από τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που ορίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 της παρούσας Σύμβασης και, όπου αρμόζει, άλλων δαπανών που πραγματοποιούνται με σκοπό τη διαφθορά.

 

Αρθρο 13

Συμμετοχή της κοινωνίας

 

      1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα κατάλληλα μέ­τρα, εντός των δυνατοτήτων του και σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής νομοθεσίας του, για να προάγει την ενεργό συμμετοχή ατόμων και ομά­δων εκτός του δημόσιου τομέα, όπως η κοινωνία των πολιτών, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις και ενώσεις προσώπων, στην πρόληψη και τον αγώνα κατά της δι­αφθοράς και για να αυξήσει την ευαισθητοποίηση του κοινού σχετικά με την ύπαρξη, τις αιτίες, τη σοβαρότητα και την απειλή που συνιστά η διαφθορά. Η συμμετοχή αυτή πρέπει να ενισχύεται με μέτρα όπως:

(α) Βελτίωση της διαφάνειας και προώθηση της συμ­βολής του κοινού στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.

(β) Εξασφάλιση ότι το κοινό έχει αποτελεσματική πρό­σβαση στην ενημέρωση.

(γ) Ανάληψη δραστηριοτήτων ενημέρωσης του κοινού, που συμβάλλουν στην μη ανοχή της διαφθοράς καθώς και εκπαιδευτικών προγραμμάτων για το κοινό, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα προγράμματα σπουδών των σχολείων και πανεπιστημίων.

(δ) Σεβασμός, προώθηση και προστασία της ελευθε­ρίας αναζήτησης, λήψης, δημοσιοποίησης και διάδοσης πληροφοριών σχετικά με τη διαφθορά. Η ελευθερία αυτή μπορεί να υποβάλλεται σε ορισμένους περιορι­σμούς, αλλά οι εν λόγω περιορισμοί θα είναι μόνο αυτοί που προβλέπει ο νόμος και όσοι είναι απαραίτητοι:

(i) Για το σεβασμό των δικαιωμάτων ή της φήμης άλ­λων,

(ii) Για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας υγείας ή των ηθών.

 

      2. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσει ότι οι σχετικοί φορείς κατά της διαφθοράς που αναφέρονται στην παρούσα Σύμβαση είναι γνωστοί στο κοινό και παρέχει πρόσβαση στους φορείς αυτούς, όπου αρμόζει, για την καταγγελία, και ανωνύμως, ακόμη, περιστατικών που θεωρούνται ότι αποτελούν αδίκημα που ορίζεται σύμφωνα με την πα­ρούσα Σύμβαση.

 

Αρθρο 14

Μέτρα για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες

 

      1. Κάθε Κράτος Μέρος:

(α) Θεσπίζει πλήρες εσωτερικό ρυθμιστικό και επο­πτικό καθεστώς για τράπεζες και μη τραπεζικά χρημα­τοπιστωτικά ιδρύματα, στο οποία συμπεριλαμβάνονται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που παρέχουν επίσημες ή ανεπίσημες υπηρεσίες για τη μεταφορά χρημάτων ή αξιών και, όπου αρμόζει, για άλλους φορείς ιδιαίτερο επιρρεπείς στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, εντός της αρμοδιότητάς του, με σκοπό να αποτρέπονται και να ανιχνεύονται όλες οι μορφές νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, το οποίο καθεστώς θα δίνει έμφαση στις απαιτήσεις του προσδιορισμού του πελάτη και, όπου αρμόζει, του δικαιούχου, της τήρησης αρχείων και της αναφοράς ύποπτων συναλλαγών.

(β) Με την επιφύλαξη του όρθρου 46 της παρούσας Σύμβασης, εξασφαλίζει ότι οι διοικητικές και ρυθμιστικές αρχές, οι αρχές επιβολής του νόμου και άλλες αρχές που ασχολούνται με την καταπολέμηση της νομιμο­ποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, όπου αρμόζει, βάσει της εσωτερικής νομοθεσίας, οι δικαστικές αρχές) έχουν την ικανότητα να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες σε εθνικό και διεθνές επίπεδο υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει η εσωτερική νομοθεσία του και, για το σκοπό αυτό, θα εξετάσει τη δυνατότητα ίδρυσης μονάδας χρηματοπιστωτικών πληροφοριών που θα αποτελεί εθνικό κέντρο συλλογής, ανάλυσης και διάδοσης πληροφοριών που αφορούν πιθανές δρα­στηριότητες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

 

      2. Τα Κράτη Μέρη θα εξετάσουν τη δυνατότητα εφαρ­μογής εφικτών μέτρων για την ανίχνευση και παρακο­λούθηση της κίνησης των μετρητών και των κατάλλη­λων διαπραγματεύσιμων χρηματοδοτικών μέσων από τα σύνορά τους, υπό τον όρο εγγυήσεων διασφάλι­σης της ορθής χρήσης των πληροφοριών και χωρίς να παρεμποδίζεται με κανένα τρόπο η κίνηση νόμιμου κεφαλαίου. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν την απαίτηση ότι τα άτομα και οι επιχειρήσεις πρέπει να δηλώνουν τη διασυνοριακή μεταφορά σημαντικών ποσών μετρητών και κατάλληλων διαπραγματεύσιμων χρηματοδοτικών μέσων.

 

      3. Τα Κράτη Μέρη θα εξετάσουν τη δυνατότητα εφαρ­μογής κατάλληλων και εφικτών μέτρων, ώστε να απαι­τούν από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι επιχειρήσεις μεταφοράς κεφαλαίων:

(α) Να συμπεριλαμβάνουν σε έντυπα για την ηλεκτρο­νική μεταφορά κεφαλαίων και σχετικών μηνυμάτων ακριβείς και κατανοητές πληροφορίες για τον απο­στολέα.

(β) Να διατηρούν τις πληροφορίες αυτές καθ' όλη την αλυσίδα πληρωμής, και

(γ) Να εξετάζουν εξονυχιστικά μεταφορές κεφαλαίων που δεν περιλαμβάνουν πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τον αποστολέα.

 

      4. Κατά τη δημιουργία του εσωτερικού ρυθμιστικού και εποπτικού καθεστώτος, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, και με την επιφύλαξη των λοιπών άρθρων της παρούσας Σύμβασης, τα Κράτη Μέρη καλούνται να χρησιμοποιούν ως κατευθυντήρια γραμμή τις σχετικές πρωτοβουλίες περιφερειακών, διαπεριφερειακών και πολυμερών οργα­νισμών κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

 

      5. Τα Κράτη Μέρη θα προσπαθήσουν να αναπτύξουν και να προωθήσουν την παγκόσμια, περιφερειακή, υποπεριφερειακή και διμερή συνεργασία μεταξύ των δικα­στικών αρχών, των αρχών της επιβολής του νόμου και των χρηματοπιστωτικών ρυθμιστικών αρχών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παρά­νομες δραστηριότητες.

Κεφάλαιο ΙΙΙ Ποινικοποίηση και επιβολή του νόμου

 

Αρθρο 15

Δωροδοκία εθνικών δημόσιων λειτουργών

 

      Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να ορίσει τα ακόλουθα ως ποινικά αδικήματα, όταν τελούνται με πρόθεση:

(α) Υπόσχεση, προσφορά ή παροχή σε δημόσιο λει­τουργό, άμεσα ή έμμεσα, μη οφειλόμενου πλεονεκτή­ματος γιο τον ίδιο τον λειτουργό ή άλλο πρόσωπο ή φορέα, με σκοπό ο εν λόγω λειτουργός να πράξει ή να παραλείψει ενέργεια κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων του.

(β) Απαίτηση ή λήψη από δημόσιο λειτουργό, άμεσα ή έμμεσα, μη οφειλόμενου πλεονεκτήματος, για τον ίδιο τον λειτουργό ή άλλο πρόσωπο ή φορέα, με σκοπό ο εν λόγω λειτουργός να πράξει ή να παραλείψει ενέργεια κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων του.

 

Αρθρο 16

Δωροδοκία ξένων δημόσιων λειτουργών και λειτουργών δημόσιων διεθνών οργανισμών

 

      1. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα νομοθετικά και άλλο μέτρα που απαιτούνται για να ορίσει ως ποινι­κό αδίκημα, όταν τελείται με πρόθεση, την υπόσχεση, προσφορά ή παροχή σε ξένο δημόσιο λειτουργό ή σε λειτουργό δημόσιου διεθνούς οργανισμού, άμεσα ή έμ­μεσα, μη οφειλόμενου πλεονεκτήματος, για τον ίδιο τον λειτουργό ή άλλο πρόσωπο ή φορέα, με σκοπό ο εν λόγω λειτουργός να πράξει ή να παραλείψει ενέρ­γεια κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων του, ώστε να ληφθεί ή να διατηρηθεί επιχειρηματικό ή άλλο μη οφειλόμενο πλεονέκτημα σε σχέση με τις δραστηριότητες διεθνών επιχειρήσεων.

 

      2. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να ορίσει ως ποινικό αδίκημα, όταν τελείται με πρόθεση, την απαίτηση ή λήψη από ξένο δημόσιο λειτουργό ή σε λειτουργό δη­μόσιου διεθνούς οργανισμού, άμεσα ή έμμεσα, μη οφει­λόμενου πλεονεκτήματος για τον ίδιο τον λειτουργό ή άλλο πρόσωπο ή φορέα, με σκοπό ο εν λόγω λειτουργός να πράξει ή να παραλείψει ενέργεια κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων του.

 

Αρθρο 17

Κατάχρηση ή ιδιοποίηση από δημόσιο λεπτουργό

 

      Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να ορίσει ως ποινικά αδι­κήματα, όταν τελούνται με πρόθεση, την κατάχρηση, ιδιοποίηση ή άλλη εκτροπή από δημόσιο λειτουργό για δικό του όφελος ή προς όφελος άλλου προσώπου ή φορέα, περιουσίας, δημόσιων ή ιδιωτικών κεφαλαίων ή χρεογράφων ή άλλων πραγμάτων αξίας που είναι εμπιστευμένα στον δημόσιο λειτουργό λόγω του λειτουργήματός του.

 

Αρθρο 18

Προσφορά για άσκηση επιρροής

 

      Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να ορίσει τα ακόλουθα ως ποινικά αδικήματα, όταν τελούνται με πρόθεση:

(α) Υπόσχεση, προσφορά ή παροχή σε δημόσιο λει­τουργό ή άλλο πρόσωπο, άμεσα ή έμμεσα, μη οφειλό­μενου πλεονεκτήματος, με σκοπό ο εν λόγω δημόσιος λειτουργός ή άλλο πρόσωπο να καταχραστεί την πραγ­ματική ή υποτιθέμενη επιρροή του, ώστε να απαιτήσει από τη διοίκηση ή από δημόσια αρχή του Κράτους Μέρους μη οφειλόμενο πλεονέκτημα για τον αρχικό υποκινητή της πράξης ή για άλλο πρόσωπο.

(β) Απαίτηση ή λήψη από δημόσιο λειτουργό ή άλλο πρόσωπο, άμεσο ή έμμεσα, μη οφειλόμενου πλεονε­κτήματος για τον ίδιο ή για άλλο πρόσωπο, με σκοπό ο εν λόγω δημόσιος λειτουργός ή άλλο πρόσωπο, να καταχραστεί την πραγματική ή υποτιθέμενη επιρροή του, ώστε να λάβει από τη διοίκηση ή από δημόσια αρχή του Κράτους Μέρους μη οφειλόμενο πλεονέκτημα.

 

Αρθρο 19

Κατάχρηση εξουσίας

 

      Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί νομοθετικά και άλλα μέ­τρα που απαιτούνται για τη θέσπιση ως ποινικού αδική­ματος, όταν τούτο τελείται με πρόθεση, την κατάχρηση εξουσίας και της θέσης από δημόσιο λειτουργό, δηλαδή την πράξη ή την παράλειψη αυτού, κατά παράβαση των νόμων, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, με σκοπό να λάβει μη οφειλόμενο πλεονέκτημα για τον εαυτό του ή για άλλο πρόσωπο ή φορέα.

 

Αρθρο 20

Παράνομος πλουτισμός

 

      Τηρώντας το Σύνταγμά του και τις θεμελιώδεις αρχές του νομικού του συστήματος, κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να ορίσει ως ποινικό αδίκημα, όταν τελείται με πρόθεση, τον παράνομο πλουτισμό, δηλαδή τη σημαντική αύξηση των περιουσιακών στοιχείων δημόσιου λειτουργού, την οποία δεν μπορεί να εξηγήσει εύλογα σε σχέση με το νόμιμο εισόδημα του.

 

Αρθρο 21

Δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα

 

      Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να θεσπίσει τα ακόλουθα ως ποινικά αδικήματα, όταν τελούνται με πρόθεση, κατά την άσκηση οικονομικών, χρηματοπιστωτικών ή εμπορικών δραστηριοτήτων:

(α) Υπόσχεση, προσφορά ή παροχή, άμεσα ή έμμεσα, μη οφειλόμενου πλεονεκτήματος σε οποιοδήποτε πρόσωπο που διευθύνει ή εργάζεται, με οποιαδήποτε ιδιότητα, σε φορέα του ιδιωτικού τομέα, για το ίδιο το πρόσωπο ή για άλλο πρόσωπο, με σκοπό να πράξει ή να παραλείψει ενέργεια κατά παράβαση των καθηκό­ντων του.

(β) Απαίτηση ή λήψη, άμεσα ή έμμεσα, μη οφειλόμενου πλεονεκτήματος από οποιοδήποτε πρόσωπο διευθύνει ή εργάζεται, με οποιαδήποτε ιδιότητα, σε φορέα του ιδιωτικού τομέα, για το Ιδιο το πρόσωπο ή για άλλο πρόσωπο, με σκοπό να πράξει ή να παραλείψει ενέργεια κατά παράβαση των καθηκόντων του.

 

Αρθρο 22

Ιδιοποίηση περιουσίας στον ιδιωτικό τομέα

 

      Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να θεσπίσει ως ποινικό αδί­κημα, όταν τελείται με πρόθεση, κατά την διεξαγωγή οικονομικών, χρηματοπιστωτικών ή εμπορικών δραστη­ριοτήτων, την ιδιοποίηση από ένα πρόσωπο που διευ­θύνει ή εργάζεται, με οποιαδήποτε ιδιότητα, σε φορέα του ιδιωτικού τομέα, περιουσίας, ιδιωτικών κεφαλαίων ή χρεογράφων ή άλλου πράγματος αξίας που του ανα­τέθηκε λόγω της θέσης του.

 

Αρθρο 23

Νομιμοποίηση προϊόντων εγκλήματος

 

      1. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί, σύμφωνα με τις θεμελιώ­δεις αρχές της εσωτερικής του νομοθεσίας, τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να θεσπίσει τα ακό­λουθα ποινικά αδικήματα, όταν τελούνται με πρόθεση:

(α) (i) Τη μετατροπή ή μεταφορά περιουσίας, εν γνώσει ότι η περιουσία αυτή αποτελεί προϊόν εγκλή­ματος με σκοπό την απόκρυψη ή συγκάλυψη της πα­ράνομης προέλευσης της περιουσίας ή την αρωγή σε οποιοδήποτε πρόσωπο εμπλέκεται στην τέλεση του βασικού αδικήματος, ώστε να αποφύγει τις νόμιμες συ­νέπειες της πράξης του.

(ii) Την απόκρυψη ή συγκάλυψη της πραγματικής φύσης πηγής τοποθεσίας διάθεσης κίνησης ή ιδιοκτησί­ας ή των δικαιωμάτων σε σχέση με περιουσία, εν γνώσει ότι η περιουσία αυτή αποτελεί προϊόν εγκλήματος.

(β) Τηρώντας τις βασικές έννοιες του νομικού του συστήματος:

(i) Την απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας εν γνώσει, κατά το χρόνο της λήψης ότι η περιουσία αυτή αποτελεί προϊόν εγκλήματος

(ii) Τη συμμετοχή, σύσταση συμμορίας για την τέλεση, απόπειρα τέλεσης και συνενοχή, διευκόλυνση και παροχή συμβουλών για την τέλεση οποιουδήποτε από τα αδικήματα που ορίζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

 

      2. Για τους σκοπούς της υλοποίησης ή εφαρμογής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου:

(α) Κάθε Κράτος Μέρος εφαρμόζει την παράγραφο αυτή στο ευρύτερο δυνατό φάσμα των βασικών αδι­κημάτων.

(β) Κάθε Κράτος Μέρος συμπεριλαμβάνει ως βασικά αδικήματα τουλάχιστον ένα πλήρες φάσμα ποινικών αδικημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

(γ) Για τους σκοπούς της ανωτέρω υποπαραγράφου (β), τα βασικά αδικήματα περιλαμβάνουν αδικήματα που τελέστηκαν τόσο εντός όσο και εκτός της δικαιοδοσίας του εν λόγω Κράτους Μέρους. Ωστόσο, το αδικήματα που τελέστηκαν εκτός της δικαιοδοσίας Κράτους Μέ­ρους αποτελούν βασικά αδικήματα, μόνο όταν η σχετική συμπεριφορά αποτελεί ποινικό αδίκημα, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του Κράτους όπου τελέστηκε και θα ήταν ποινικό αδίκημα, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του Κρότους Μέρους που υλοποιεί ή εφαρ­μόζει το παρόν άρθρο αν είχε τελεστεί εκεί.

(δ) Κάθε Κράτος Μέρος παρέχει αντίγραφο των νό­μων του που θέτουν σε ισχύ το παρόν άρθρο και τυχόν μεταγενέστερων μεταβολών των εν λόγω νόμων ή περιγραφή αυτών στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

(ε) Αν απαιτείται από τις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής νομοθεσίας Κρότους Μέρους, μπορεί να προβλέπεται ότι τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν για τα πρόσωπα που τέλεσαν το βασικό αδίκημα.

 

Αρθρο 24

Απόκρυψη

 

      Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23 της Σύμβασης, κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να θεσπίσει ως ποινικό αδίκημα, όταν τελείται με πρόθεση μετά την τέλεση οποιουδήποτε από τα αδικήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, χωρίς συμμετοχή στα αδικήματα αυτά, την απόκρυψη ή τη συνεχιζόμενη παρακράτηση περιουσίας όταν το εμπλεκόμενο πρόσω­πο γνωρίζει ότι η περιουσία αυτή είναι προϊόν οποιου­δήποτε από τα αδικήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

 

Αρθρο 25

Παρεμπόδιση της δικαιοσύνης

 

      Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να θεσπιστούν ως ποινικό αδικήματα, όταν τελούνται με πρόθεση:

(α) Η χρήση σωματικής βίας, απειλών ή εκφοβισμού ή η υπόσχεση, προσφορά ή παροχή μη οφειλόμενου πλε­ονεκτήματος για ψευδομαρτυρία ή επέμβαση στην δόση μαρτυρίας ή την προσαγωγή αποδεικτικών στοιχείων σε διαδικασία που αφορά την τέλεση των αδικημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

(β) Η χρήση σωματικής βίας, απειλών ή εκφοβισμού για την επέμβαση στην άσκηση υπηρεσιακών καθηκόντων δικαστή ή αστυνομικού σε σχέση με την τέλεση των αδικημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση. Κανένα σημείο της παρούσας υποπαραγρά­φου δεν θίγει το δικαίωμα των Κρατών Μερών να διαθέ­τουν νομοθεσία που να προστατεύει άλλες κατηγορίες δημόσιων λειτουργών.

 

Αρθρο 26

Ευθύνη νομικών προσώπων

 

      1. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα μέτρα που απαι­τούνται, σύμφωνα με τις νομικές αρχές του, για να θεσπιστεί η ευθύνη νομικών προσώπων για τη συμμετοχή τους στα αδικήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

 

      2. Τηρώντας τις νομικές αρχές του Κράτους Μέρους η ευθύνη των νομικών προσώπων μπορεί να είναι ποινική, αστική ή διοικητική.

 

      3. Η ευθύνη αυτή ισχύει με την επιφύλαξη της ποινικής ευθύνης των φυσικών προσώπων που τέλεσαν τα αδικήματα.

 

      4. Κάθε Κράτος Μέρος εξασφαλίζει, ειδικότερα, ότι τα νομικό πρόσωπα που κρίθηκαν υπεύθυνα σύμφωνα με το παρόν άρθρο, υπόκεινται σε αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές ή μη ποινικές κυρώσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι χρημα­τικές κυρώσεις.

 

Αρθρο 27

Συμμετοχή και απόπειρα

 

      1. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να θεσπίσει ως ποινικό αδίκημα, σύμφωνα με την εσωτερική του νομοθεσία, τη συμμετοχή με οποιοδήποτε ιδιότητα, όπως συνεργού, βοηθού ή ηθικού αυτουργού, σε αδίκημα που ορίζεται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

 

      2. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί να υιοθετήσει τα νο­μοθετικό και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να θε­σπίσει ως ποινικό αδίκημα, σύμφωνα με την εσωτερική του νομοθεσία, την απόπειρα τέλεσης αδικήματος που ορίζεται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

 

      3. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί να υιοθετήσει τα νο­μοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να θε­σπίσει ως ποινικό αδίκημα, σύμφωνα με την εσωτερική του νομοθεσία, τις προπαρασκευαστικές πράξεις για τη τέλεση των αδικημάτων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

 

Αρθρο 28

Γνώση, πρόθεση και σκοπός ως στοιχεία του αδικήματος

 

      Η γνώση, η πρόθεση ή ο σκοπός που απαιτούνται ως στοιχείο αδικήματος που ορίζεται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, μπορούν να συναχθούν βάσει αντι­κειμενικών πραγματικών περιστάσεων.

 

Αρθρο 29

Παραγραφή

 

      Κάθε Κράτος Μέρος, άπου αρμόζει, θεσπίζει, σύμφω­να με την εσωτερική του νομοθεσία, μακρό περίοδο παραγραφής στη διάρκεια της οποίας πρέπει να εγερ­θεί η νομική δράση για οποιοδήποτε αδίκημα ορίζεται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση και θα θεσπίσει μακρύτερη περίοδο παραγραφής ή θα προβλέψει την αναστολή της παραγραφής όταν ο θεωρούμενος ως δράστης φυγοδικεί.

 

Αρθρο 30

Δίωξη, απόφαση και κυρώσεις

 

      1. Κάθε Κράτος Μέρος ορίζει ότι η τέλεση αδικήμα­τος που ορίζεται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, υπόκειται σε κυρώσεις που λαμβάνουν υπόψη τη σοβα­ρότητα του αδικήματος.

 

      2. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα μέτρα που απαι­τούνται για τη θέσπιση ή τη διατήρηση, σύμφωνα με το νομικό του σύστημα και τις συνταγματικές του αρχές κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ ασυλιών ή δικαιοδοτικών προνομίων που παρέχονται σε δημόσιους λειτουργούς κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και για τη δυνατότητα, όπου απαιτείται, αποτελεσματικής έρευνας δίωξης και καταδίκης για αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

 

      3. Κάθε Κράτος Μέρος προσπαθεί να εξασφαλίσει ότι η δικαστική διακριτική εξουσία, που παρέχεται, βάσει της εσωτερικής νομοθεσίας του που αφορά τη δίωξη προσώπων για αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, ασκείται κατά τρόπο ώστε να μεγιστοποιηθεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων επιβολής του νόμου σε σχέση με τα αδικήματα αυτά και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την ανάγκη αποτροπής της τέλεσης των αδικημάτων αυτών.

 

      4. Στην περίπτωση αδικημάτων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, κάθε Κράτος Μέ­ρος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με την εσωτερική του νομοθεσία, με σεβασμό και προς τα δικαιώματα της υπεράσπισης για να εξασφαλίσει ότι οι προϋποθέσεις που επιβάλλονται σε σχέση με απο­φάσεις για αποφυλάκιση, ενώ εκκρεμεί δίκη ή η έφεση, λαμβάνουν υπόψη και την ανάγκη εξασφάλισης της παρουσίας του κατηγορουμένου σε μεταγενέστερες ποινικές διαδικασίες.

 

      5. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει υπόψη τη σοβαρό­τητα των αδικημάτων όταν κρίνεται η προσωρινή υπό όρους απόλυση σε πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί για το αδικήματα αυτά.

 

      6. Κάθε Κράτος Μέρος στο βαθμό που το επιτρέπουν οι θεμελιώδεις αρχές του νομικού του συστήματος, εξε­τάζει τη δυνατότητα θέσπισης διαδικασιών μέσω των οποίων ένας δημόσιος λειτουργός που κατηγορείται για αδίκημα που ορίζεται σύμφωνα με την παρούσα Σύμ­βαση μπορεί, όπου αρμόζει, να απομακρύνεται από τη θέση του, να τίθεται σε διαθεσιμότητα ή να μετατίθεται από την αρμόδια αρχή, λαμβάνοντας υπόψη το σεβασμό προς την αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας.

 

      7. Όταν αυτό δικαιολογείται από τη σοβαρότητα του αδικήματος κάθε Κράτος Μέρος στο βαθμό που το επι­τρέπουν οι θεμελιώδεις αρχές του νομικού του συστή­ματος εξετάζει τη δυνατότητα θέσπισης διαδικασιών, για να κριθεί με δικαστική εντολή ή με άλλο κατάλληλο μέσο και για χρονική περίοδο που ορίζει η εσωτερική νομοθεσία του, ότι πρόσωπα που καταδικάστηκαν για αδικήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Συνθήκη, στερούνται του δικαιώματος:

(α) Να κατέχουν δημόσια θέση, και (β) Να κατέχουν θέση σε επιχείρηση που ανήκει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στο Κράτος.

 

      8. Η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου ισχύει με την επιφύλαξη της άσκησης πειθαρχικών εξουσιών από τις αρμόδιες αρχές κατά δημοσίων υπαλλήλων.

 

      9. Οι διατάξεις της παρούσας Σύμβασης δεν επη­ρεάζουν την αρχή, κατά την οποία η περιγραφή των αδικημάτων που ορίζονται σύμφωνα με τη Σύμβαση και ης ισχύουσες αρχές υπεράσπισης ή άλλες νομικές αρχές που διέπουν τη νομιμότητα της συμπεριφοράς παραμένει στην εσωτερική νομοθεσία του κάθε Κρά­τους Μέρους με βάση την οποία τα αδικήματα αυτά διώκονται και τιμωρούνται σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία.

 

      10. Τα Κράτη Μέρη Κράτη Μέρη θα προσπαθήσουν να προάγουν την κοινωνική επανένταξη των προσώπων που καταδικάστηκαν για αδικήματα που ορίζονται σύμ­φωνα με την παρούσα Σύμβαση.

 

Αρθρο 31

Πάγωμα, κατάσχεση και δήμευση

 

      1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει, στον ευρύτερο δυ­νατό βαθμό εντός του εσωτερικού νομικού του συστή­ματος, τα μέτρα που απαιτούνται, ώστε να καταστεί δυνατή η δήμευση:

(α) Των προϊόντων που προέρχονται από εγκλήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση ή της περιουσίας που η αξία της αντιστοιχεί στην αξία των εν λόγω προϊόντων.

(β) Της περιουσίας του εξοπλισμού ή άλλων μέσων που χρησιμοποιήθηκαν ή προορίζονται να χρησιμοποι­ηθούν για τα αδικήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

 

      2. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα μέτρα που απαι­τούνται για να καταστεί δυνατή η αναγνώριση, η ανί­χνευση, το πάγωμα ή η κατάσχεση οποιουδήποτε αντι­κειμένου από αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, για το σκοπό της ενδεχόμενης δήμευσής του.

 

      3. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί, σύμφωνα με την εσω­τερική του νομοθεσία, τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να ρυθμιστεί η διαχείριση, από τις αρμόδιες αρχές, της περιουσίας που υποβλήθηκε σε πάγωμα, κατάσχεση ή δήμευση, κατά τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

 

      4. Αν τα εν λόγω προϊόντα του εγκλήματος έχουν αλλάξει μορφή ή μετατραπεί, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, σε άλλη περιουσία, η εν λόγω περιουσία, αντί για τα προϊόντα, υπόκειται στα μέτρα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

 

      5. Αν τα εν λόγω προϊόντα εγκλήματος έχουν αναμι­χθεί με περιουσία που αποκτήθηκε από νόμιμες πηγές, η εν λόγω περιουσία, με την επιφύλαξη των εξουσιών που αφορούν τα πάγωμα ή την κατάσχεση, υπόκειται σε δήμευση μέχρι την καθορισμένη αξία του αναμειχθέντος προϊόντος.

 

      6. Το εισόδημα ή άλλα οφέλη που απορρέουν από τα εν λόγω προϊόντα του εγκλήματος, από περιουσία στην οποία έχουν μεταμορφωθεί ή μετατραπεί τα εν λόγω προϊόντα εγκλήματος ή από περιουσία με την οποία έχουν αυτά αναμιχθεί, υπόκειται επίσης στα μέτρα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό όπως τα προϊόντα του εγκλήματος.

 

      7. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 55 της παρούσας Σύμβασης, κάθε Κράτος Μέ­ρος εξουσιοδοτεί τα δικαστήριά του ή άλλες αρμόδιες αρχές να διατάσσουν τη διάθεση ή την κατάσχεση των τραπεζικών, χρηματοπιστωτικών ή εμπορικών αρχείων.

Κανένα Κράτος Μέρος δεν θα αρνηθεί να ενεργήσει, βάσει των διατάξεων της παρούσας παραγράφου, λόγω τραπεζικού απορρήτου.

 

      8. Τα Κράτη Μέρη Κράτη Μέρη μπορούν να εξετάσουν την πιθανότητα να απαιτήσουν από το δράστη να απο­δείξει τη νόμιμη προέλευση των φερομένων προϊόντων εγκλήματος ή άλλης περιουσίας που υπόκειται σε δή­μευση, στο βαθμό που η απαίτηση αυτή είναι συμβατή με τις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής νομοθεσίας τους και με τη φύση των δικαστικών και άλλων διαδι­κασιών.

 

      9. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θα ερμη­νεύονται με τρόπο που να θίγουν τα δικαιώματα καλό­πιστων τρίτων.

 

      10. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν την αρχή κατά την οποία τα μέτρα στα οποία ανα­φέρονται, ορίζονται και υλοποιούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας Κράτους Μέρους και με τη τήρηση των διατάξεων αυτών.

 

Αρθρο 32

Προστασία μαρτύρων, πραγματογνωμόνων και θυμάτων

 

      1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα κατάλληλα μέ­τρα, σύμφωνα με το εσωτερικό νομικό του σύστημα και με βάση τις δυνατότητές του, για την παροχή αποτε­λεσματικής προστασίας έναντι πιθανών αντιποίνων ή εκφοβισμού σε μάρτυρες και πραγματογνώμονες που καταθέτουν σε σχέση με αδικήματα που ορίζονται σύμ­φωνα με την παρούσα Σύμβαση και, όπου αρμόζει, στους συγγενείς τους και σε άλλα πρόσωπα, που συνδέονται στενά με αυτούς.

 

      2. Τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να περιλαμβάνουν, με­ταξύ άλλων, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη και τα ακόλουθα:

(α) Τη θέσπιση διαδικασιών για την προστασία της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας των προσώπων αυτών, όπως, στο βαθμό που είναι απαραίτητο και εφι­κτό, με την εγκατάστασή τους σε άλλο μέρος και την έγκριση, όπου αρμόζει, της μη αποκάλυψης ή με την επι­βολή περιορισμών στην αποκάλυψη πληροφοριών που αφορούν την ταυτότητα και το μέρος που βρίσκονται τα πρόσωπα αυτά,

(β) Την πρόβλεψη αποδεικτικών κανόνων ώστε να μπορούν οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες να καταθέτουν με τρόπο που να μην θίγεται η ασφά­λεια των προσώπων αυτών, όπως η έγκριση να δοθεί η κατάθεση με τη χρήση της τεχνολογίας επικοινωνιών, όπως βίντεο ή άλλο επαρκές μέσο.

 

      3. Τα Κράτη Μέρη Κράτη Μέρη εξετάζουν τη δυνατό­τητα σύναψης συμφωνιών ή ρυθμίσεων με άλλα Κράτη για την εγκατάσταση σε άλλο μέρος των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

 

      4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου θα ισχύουν και για τα θύματα, εφόσον αυτά είναι μάρτυρες.

 

      5. Κάθε Κράτος Μέρος, υπό τον όρο της εσωτερικής νομοθεσίας του, θα παρέχει τη δυνατότητα παρουσία­σης και εξέτασης των απόψεων και των ανησυχιών των θυμάτων σε κατάλληλα στάδια της ποινικής διαδικασίας κατά δραστών, με τρόπο που δεν θα θίγει τα δικαιώματα της υπεράσπισης.

 

Αρθρο 33

Προστασία προσώπων που κάνουν καταγγελίες

 

      Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει τη δυνατότητα ενσωμά­τωσης στο εσωτερικό νομικό του σύστημα κατάλληλων μέτρων για την παροχή προστασίας έναντι αδικαιολό­γητης μεταχείρισης σε οποιοδήποτε πρόσωπο καταγ­γέλλει καλόπιστα και με βάσιμους λόγους στις αρμόδιες αρχές, γεγονότα που αφορούν αδικήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

 

Αρθρο 34

Συνέπειες των πράξεων διαφθοράς

 

      Λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα δικαιώματα τρίτων που αποκτήθηκαν καλόπιστα, κάθε Κράτος Μέρος λαμ­βάνει μέτρα, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής νομοθεσίας του, για την αντιμετώπιση των συνεπειών της διαφθοράς. Στο πλαίσιο αυτό, τα Κράτη ΜέρηΚράτη Μέρη μπορούν να θεωρήσουν τη διαφθορά ως σχετικό παράγοντα σε νομικές διαδικασίες ακύρω­σης ή κατάργησης σύμβασης, ανάκλησης παραχωρη­θέντος δικαιώματος ή άλλου παρόμοιου τίτλου ή να λαμβάνουν άλλα διορθωτικά μέτρα.

 

Αρθρο 35

Αποζημίωση λόγω βλάβης

 

      Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα μέτρα που απαιτού­νται, σύμφωνα με τις αρχές της εσωτερικής νομοθεσίας του, για να διασφαλίσει ότι οι φορείς ή τα πρόσωπα που υπέστησαν βλάβη ως αποτέλεσμα πράξης διαφθοράς θα έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν δικασπκή προστα­σία κατά των υπευθύνων της βλάβης αυτής για την αποζημίωσή τους.

 

      Αρθρο 36

Εξειδικευμένες αρχές

 

      Κάθε Κράτος Μέρος σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του νομικού του συστήματος, εξασφαλίζει την ύπαρξη οργάνου ή οργάνων ή προσώπων που είναι εξει­δικευμένα στην καταπολέμηση της διαφθοράς δια της επιβολής του νόμου. Το εν λόγω όργανο ή όργανα ή πρόσωπα πρέπει να διαθέτουν την απαραίτητη ανεξαρ­τησία, σύμφωνα με ης θεμελιώδεις αρχές του νομικού συστήματος του Κράτους Μέρους, ώστε να μπορούν να εκπληρώνουν αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους χωρίς ανεπίτρεπτη επιρροή. Τα εν λόγω πρόσωπα ή το προσωπικό του εν λόγω οργάνου ή οργάνων θα πρέπει να έχουν την κατάλληλη εκπαίδευση και πόρους για να εκπληρώσουν την αποστολή τους.

 

      Αρθρο 37

Συνεργασία με τις αρχές επιβολής νόμου

 

      1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να ενθαρρύνει τα πρόσωπα που συμμετέχουν ή που συμ­μετείχαν στην τέλεση κάποιου αδικήματος από αυτά που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, να παρέχουν πληροφορίες χρήσιμες στις αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της ανάκρισης και της συλλογής απο­δεικτικών στοιχείων και να παρέχουν πραγματική, συ­γκεκριμένη βοήθεια στις αρμόδιες αρχές η οποία μπορεί να συμβάλλει στην αποστέρηση των δραστών από τα προϊόντα του εγκλήματος και στην ανάκτησή τους.

 

      2. Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει την πιθανότητα παρο­χής δυνατότητας στις κατάλληλες περιπτώσεις μείωσης της ποινής του κατηγορουμένου, ο οποίος παρέχει ουσι­αστική συνεργασία στην ανάκριση ή τη δίωξη εγκλήμα­τος που ορίζεται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

 

      3. Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει την πιθανότητα πα­ροχής δυνατότητας σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής νομοθεσίας του, χορήγησης ασυλίας από τη δίωξη σε πρόσωπο που παρέχει ουσιαστική συνεργασία στην ανάκριση ή τη δίωξη εγκλήματος που ορίζεται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

 

      4. Η προστασία των προσώπων αυτών θα είναι, mutatis mutandis, αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 32 της Σύμ­βασης.

 

      5. Όταν ένα πρόσωπο από αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, το οποίο βρίσκεται σε ένα Κράτος Μέρος μπορεί να παρέχει ουσιαστική συνεργασία στις αρμόδιες αρχές άλλου Κράτους Μέ­ρους, τα εν λόγω Κράτη Μέρη μπορούν να εξετάσουν την πιθανότητα υπογραφής συμφωνιών ή ρυθμίσεων, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία τους σχετικό με την ενδεχόμενη παροχή από το άλλο Κράτος Μέρος της μεταχείρισης που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος.

 

Αρθρο 38

Συνεργασία μεταξύ εθνικών αρχών

 

      Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα μέτρα που είναι απα­ραίτητα για να ενθαρρύνει, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του, τη συνεργασία μεταξύ, αφενός, των δη­μόσιων αρχών του, καθώς και των δημόσιων λειτουργών του, και, αφετέρου, των αρχών του που είναι υπεύθυνες για την ανάκριση και τη δίωξη ποινικών αδικημάτων. Η συνεργασία αυτή μπορεί να περιλαμβάνει:

(α) Την αυτεπάγγελτη ενημέρωση των ανακριτικών και διωκτικών αρχών, όταν οι εν λόγω αρχές και δημόσιοι λειτουργοί έχουν βάσιμους λόγους να πιστεύουν ότι τελέστηκε οποιοδήποτε από τα αδικήματα που ορίζο­νται σύμφωνα με τα άρθρα 15, 21 και 23 της παρούσας Σύμβασης.

(β) Παροχή, μετά από αίτημα, προς τις ανακριτικές και διωκτικές αρχές όλων των απαραίτητων πληρο­φοριών.

 

      Αρθρο 39

Συνεργασία μεταξύ εθνικών αρχών και του ιδιωτικού τομέα

 

      1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα μέτρα που εί­ναι απαραίτητα για να ενθαρρύνει, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του, τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών ανακριτικών και διωκτικών αρχών και φορέων του ιδιωτικού τομέα, ιδίως χρηματοπιστωτικών ιδρυ­μάτων, σχετικά με ζητήματα που αφορούν την τέλεση αδικημάτων, που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

 

      2. Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει τη δυνατότητα να ενθαρρύνει τους υπηκόους του και άλλα πρόσωπα με συνήθη κατοικία στην επικράτειά του να καταγγέλλουν στις εθνικές ανακριτικές και διωκτικές αρχές την τέλε­ση αδικήματος που ορίζεται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

 

Αρθρο 40

Τραπεζικό απόρρητο

 

      Κάθε Κράτος Μέρος εξασφαλίζει ότι, σε περίπτωση που ενεργείται ανακριτική έρευνα για αδικήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, υπάρχουν κατάλληλοι διαθέσιμοι μηχανισμοί εντός του εσωτερι­κού νομικού συστήματος του, ώστε να υπερνικηθούν εμπόδια που μπορεί να προκύψουν από την εφαρμογή της νομοθεσίας περί τραπεζικού απορρήτου.

 

Αρθρο 41

Ποινικό μητρώο

 

      Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί νομοθετικά ή άλλα μέ­τρα που είναι απαραίτητα για να λαμβάνεται υπόψη, υπό τους όρους και για τους σκοπούς που θεωρεί κα­τάλληλους, κάθε προηγούμενη καταδίκη σε άλλο Κρά­τος Μέρος ενός φερόμενου ως δράστη, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν οι πληροφορίες αυτές σε ποινικές διαδικασίες που αφορούν αδίκημα που ορίζεται σύμ­φωνα με την παρούσα Σύμβαση.

 

Αρθρο 42

Δικαιοδοσία

 

      1. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να ιδρύσει τη δικαιοδοσία του έναντι των εγκλημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την πα­ρούσα Σύμβαση όταν:

(α) Το έγκλημα τελείται στην επικράτεια του, ή (β)Το έγκλημα τελείται σε πλοίο υπό τη σημαία του ή σε αεροσκάφος που είναι καταχωρημένο βάσει της νομο­θεσίας του κατά το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος.

 

      2. Με την τήρηση του όρθρου 4 της παρούσας Σύμ­βασης ένα Κράτος Μέρος μπορεί επίσης να ιδρύσει δικαιοδοσία για τα εν λόγω εγκλήματα όταν:

(α) Το έγκλημα τελείται κατά υπηκόου του, ή (β) Το έγκλημα τελείται από υπήκοο του ή ανιθαγενή με συνήθη κατοικία στην επικράτειά του, ή

(γ) Το έγκλημα περιλαμβάνεται σε αυτά που ορίζονται σύμφωνα με το όρθρο 23, παράγραφος 1 (β) (ii) της πα­ρούσας Σύμβασης και τελείται εκτός της επικράτειάς του με σκοπό την τέλεση εγκλήματος που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 1 (α) (i) ή (ii) ή (β) (i), της παρούσας Σύμβασης εντός της επικράτειάς του, ή (δ) Το αδίκημα τελείται κατά του Κράτους Μέρους.

 

      3. Για τους σκοπούς του άρθρου 44 της παρούσας Σύμβασης, κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να καθιδρύσει τη δικαιοδοσία του σχετικά με τα εγκλήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, όταν ο φερόμενος δράστης βρί­σκεται στην επικράτειά του και δεν εκδίδει το πρόσωπο αυτό αποκλειστικά και μόνο επειδή είναι υπήκοός του.

 

      4. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί επίσης να λάβει τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να καθιδρύσει τη δικαι­οδοσία του για τα εγκλήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, όταν ο φερόμενος δράστης βρίσκεται στην επικράτειά του και δεν τον εκδίδει.

 

      5. Αν ένα Κράτος Μέρος, που ασκεί τη δικαιοδοσία του με βάση τις παραγράφους 1 ή 2 του παρόντος άρθρου, ενημερωθεί ή πληροφορηθεί με άλλο τρόπο, ότι άλλα Κράτη Μέρη διεξάγουν ανάκριση, δίωξη ή δικαστική διαδικασία για την ίδια εγκληματική συμπεριφορά, οι αρμόδιες αρχές των εν λόγω Κρατών Μερών, όπως αρ­μόζει, διαβουλεύονται μεταξύ τους για να συντονίσουν τις ενέργειές τους.

 

      6. Με την επιφύλαξη των κανόνων του γενικού διεθνούς δικαίου, η παρούσα Σύμβαση δεν αποκλείει την ίδρυση ποινικής δικαιοδοσίας που θεσπίζεται από Κράτος Μέ­ρος σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του.

 

Αρθρο 43

Διεθνής Συνεργασία

 

Κεφάλαιο IV

Διεθνής συνεργασία

 

      1. Τα Κράτη Μέρη συνεργάζονται σε ποινικές υποθέ­σεις σύμφωνα με τα άρθρα 44 έως 50 της παρούσας Σύμβασης. Όταν πρέπει και σύμφωνα με το εσωτερικό νομικό τους σύστημα, τα Κράτη Μέρη εξετάζουν το ενδεχόμενο αμοιβαίας αρωγής σε ανακρίσεις και δια­δικασίες ποινικών και αστικών υποθέσεων που αφορούν τη διαφθορά.

 

      2. Σε θέματα διεθνούς συνεργασίας, όταν αποτελεί προϋπόθεση το διπλό αξιόποινο στις δύο χώρες η απαί­τηση αυτή θα θεωρείται ότι εκπληρώθηκε, ανεξάρτητα αν η νομοθεσία του Κράτους Μέρους, στο οποίο υπο­βάλλεται το αίτημα, εντάσσει το έγκλημα στην ίδια κατηγορία ή προσδιορίζει αυτό με την ίδια ορολογία, όπως το αιτούν Κράτος Μέρος, αν η συμπεριφορά που συνιστά το έγκλημα, για το οποίο ζητείται η συνδρομή, αποτελεί ποινικό αδίκημα βάσει της νομοθεσίας και των δύο Κρατών Μερών.

 

Αρθρο 44

Έκδοση

 

      1. Το παρόν άρθρο ισχύει για τα αδικήματα που ορίζο­νται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, όταν το πρό­σωπο που αποτελεί το αντικείμενο της αίτησης έκδοσης είναι παρόν στην επικράτεια του Κράτους Μέρους από το οποίο ζητείται η έκδοση, με την προϋπόθεση ότι το έγκλημα για το οποίο ζητείται η έκδοση τιμωρείται βάσει της εγχώριας νομοθεσίας τόσο του αιτούντος Κράτους Μέρους όσο και του Κράτους Μέρους, από το οποίο ζητείται η έκδοση.

 

      2. Κατά απόκλιση των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, Κράτος Μέρος η νομοθεσία του οποίου το επιτρέπει, μπορεί να εγκρίνει την έκδο­ση προσώπου για οποιοδήποτε από τα εγκλήματα που καλύπτει η παρούσα Σύμβαση, τα οποία δεν τιμωρούνται βάσει της δικής του εσωτερικής νομοθεσίας.

 

      3. Αν η αίτηση έκδοσης περιλαμβάνει περισσότερα από ένα συρρέοντα αδικήματα, από τα οποία για ένα τουλάχιστον χωρεί έκδοση σύμφωνα με το παρόν άρ­θρο και ορισμένα από τα οποία δεν επιτρέπεται η έκδο­ση, λόγω της διάρκειας της στερητικής ελευθερίας της ποινής, αλλά συνδέονται με εγκλήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, το Κράτος Μέρος από το οποίο ζητείται η έκδοση, μπορεί να εφαρμόσει το παρόν άρθρο και για τα εγκλήματα αυτά.

 

      4. Κάθε ένα από τα εγκλήματα, για τα οποία εφαρμό­ζεται το παρόν άρθρο, θεωρείται ότι αποτελεί έγκλημα για το οποίο χωρεί έκδοση σε οποιαδήποτε συνθήκη έκδοσης ισχύει μεταξύ Κρατών Μερών. Τα Κράτη Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συμπεριλάβουν τα εγκλήματα αυτά, για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση, σε κάθε συνθήκη έκδοσης που θα υπογράφεται μεταξύ τους. Κράτος Μέρος που το επιτρέπει η νομοθεσία του, σε περίπτωση που χρησιμοποιεί την παρούσα Σύμβαση ως βάση έκδοσης, δεν θα θεωρήσει κανένα από τα εγκλήματα, που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, ως πολιτικό έγκλημα.

 

      5. Αν ένα Κράτος Μέρος, που εξαρτά την έκδοση από την ύπαρξη συνθήκης λάβει αίτηση για έκδοση από άλλο Κράτος Μέρος με το οποίο δεν έχει συνθήκη έκδοσης μπορεί να θεωρήσει την παρούσα Σύμβαση ως νομική βάση για την έκδοση όσον αφορά τα εγκλήματα για τα οποία εφαρμόζεται το παρόν άρθρο.

 

      6. Κάθε Κράτος Μέρος που εξαρτά την έκδοση από την ύπαρξη συνθήκης:

(α) Κατά το χρόνο κατάθεσης του κειμένου επικύρω­σης αποδοχής έγκρισης ή προσχώρησης στην παρούσα Σύμβαση, ενημερώνει το Γενικό Γραμματέα των Ηνω­μένων Εθνών, αν θα θεωρεί την παρούσα Σύμβαση ως νομική βάση για τη συνεργασία στην έκδοση με άλλα Κράτη Μέρη της παρούσας Σύμβασης, και

(β) Αν δεν θεωρεί την παρούσα Σύμβαση ως νομική βάση για τη συνεργασία στην έκδοση, προσπαθεί, όπου αρμόζει, να συνάψει συνθήκες έκδοσης με άλλα Κράτη Μέρη της παρούσας Σύμβασης για να υλοποιήσει το παρόν άρθρο.

 

      7. Τα Κράτη Μέρη, που δεν εξαρτούν την έκδοση οπό την ύπαρξη συνθήκης αναγνωρίζουν τα εγκλήματα για τα οποία εφαρμόζεται το παρόν άρθρο, ως εκδόσιμα αδικήματα μεταξύ τους.

 

      8. Η έκδοση υπόκειται στις προϋποθέσεις που προ­βλέπει η εσωτερική νομοθεσία του Κράτους Μέρους, από το οποίο ζητείται αυτή, ή τις ισχύουσες συνθήκες έκδοσης στις οποίες συμπεριλαμβάνονται μεταξύ άλ­λων και οι προϋποθέσεις που αφορούν την απαίτηση ελάχιστης ποινής για την έκδοση και τους λόγους για τους οποίους το αιτούμενο Κράτος Μέρος μπορεί να αρνηθεί την έκδοση.

 

      9. Τα Κράτη Μέρη, τηρώντας την εσωτερική νομοθε­σία τους προσπαθούν να επιταχύνουν τις διαδικασίες έκδοσης και να απλουστεύουν τις σχετικές αποδεικτικές απαιτήσεις για τα εγκλήματα, για τα οποία εφαρμόζεται το παρόν άρθρο.

 

      10. Τηρώντας τις διατάξεις της εσωτερικής νομοθε­σίας του και τις συνθήκες έκδοσης το Κράτος Μέρος από το οποίο ζητείται η έκδοση, μπορεί, αν πειστεί ότι οι περιστάσεις το δικαιολογούν και είναι επείγουσες και μετά από αίτηση του αιτούντος Κράτους Μέρους μπορεί να θέσει το πρόσωπο, του οποίου ζητείται η έκδοση και το οποίο είναι παρόν στην επικράτειά του, υπό κράτηση ή θα λάβει άλλα κατάλληλα μέτρα γιο να εξασφαλίσει την παρουσία του στη διαδικασία έκδοσης.

 

      11. Κράτος Μέρος στην επικράτεια του οποίου βρί­σκεται ο φερόμενος ως δράστης αν δεν εκδώσει το πρόσωπο αυτό, για έγκλημα για το οποίο εφαρμόζεται το παρόν άρθρο, αποκλειστικά για το λόγο ότι είναι υπήκοός του, μετά από αίτηση του Κράτους Μέρους που ζητά την έκδοση, υποχρεούται να διαβιβάσει την υπόθεση χωρίς καθυστέρηση σης αρμόδιες αρχές του με σκοπό τη δίωξη. Οι αρχές αυτές διεξάγουν τη διαδι­κασία και αποφασίζουν με τον ίδιο τρόπο, όπως και στην περίπτωση οποιουδήποτε άλλου σοβαρού εγκλήματος σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του εν λόγω Κράτους Μέρους. Τα ενδιαφερόμενα Κράτη Μέρη συ­νεργάζονται μεταξύ τους ιδίως σε ζητήματα διαδικασίας και απόδειξης, για να εξασφαλίσουν την αποτελεσμα­τικότητα της εν λόγω δίωξης.

 

      12. Όταν ένα Κράτος Μέρος μπορεί, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του, να εκδώσει ή να παραδώσει με οποιοδήποτε άλλο τρόπο έναν από τους υπηκό­ους του με την προϋπόθεση ότι το πρόσωπο αυτό θα επιστραφεί σ' αυτό για να εκτίσει την ποινή που θα επιβληθεί ως αποτέλεσμα της δίκης ή της διαδικασίας, για την οποία ζητήθηκε η έκδοση ή η παράδοσή του και το εν λόγω Κράτος Μέρος και το Κράτος Μέρος που ζήτησε την έκδοση συμφωνήσουν για την επιλογή αυτή και τους άλλους όρους που θεωρούν κατάλληλους, η εν λόγω έκδοση ή παράδοση υπό όρους είναι επαρκής για την εκπλήρωση της υποχρέωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 11 του παρόντος άρθρου.

 

      13. Αν η έκδοση, που ζητείται για την εκτέλεση μιας καταδίκης, απορριφθεί επειδή ο καταζητούμενος είναι υπήκοος του Κράτους Μέρους, από το οποίο ζητείται η έκδοση, το Κράτος Μέρος αυτό, αν το επιτρέπει η εσωτερική νομοθεσία του και σύμφωνα με τις απαι­τήσεις αυτής της νομοθεσίας, μετά από αίτηση του αιτούντος Κράτους Μέρους, εξετάζει το ενδεχόμενο εκτέλεσης της ποινής που επιβλήθηκε βάσει της εσω­τερικής νομοθεσίας του αιτούντος Κράτους Μέρους ή του υπολοίπου αυτής.

 

      14. Κάθε πρόσωπο, για το οποίο διεξάγεται διαδικασία σε σχέση με τα εγκλήματα, για τα οποία εφαρμόζεται το παρόν άρθρο, θα έχει εγγυημένη δίκαιη μεταχεί­ριση σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, στην οποία συμπεριλαμβάνονται όλα τα δικαιώματα και εγγυήσεις που προβλέπει η εσωτερική νομοθεσία του Κράτους Μέρους στην επικράτεια του οποίου είναι παρόν το εν λόγω πρόσωπο.

 

      15. Οι διατάξεις της παρούσας Σύμβασης δεν μπορούν να ερμηνευθούν ότι επιβάλλουν υποχρέωση έκδοσης, αν το Κράτος Μέρος, από το οποίο ζητείται αυτή, έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι η αίτηση έγινε με σκο­πό τη δίωξη ή την τιμωρία ενός προσώπου λόγω του φύλου, της φυλής, του θρησκεύματος, της ιθαγένειας, της εθνικής καταγωγής ή των πολιτικών απόψεων του ή ότι η συμμόρφωση προς την αίτηση θα θίξει τη θέση του εν λόγω προσώπου για οποιονδήποτε από τους λόγους αυτούς.

 

      16. Τα Κράτη Μέρη δεν μπορούν να απορρίψουν αίτη­μα έκδοσης αποκλειστικά και μόνο επειδή το αδίκημα θεωρείται άτι αφορά και φορολογικά θέματα.

 

      17. Πριν από την απόρριψη της έκδοσης, το Κράτος Μέρος, από το οποίο ζητείται η έκδοση, όπου αρμό­ζει, διαβουλεύεται με το αιτούν Κράτος Μέρος για να του παράσχει κάθε δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του και να παρέχει πληροφορίες σχετικά με το αίτημά του.

 

      18. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να συνάψουν διμε­ρείς και πολυμερείς συμφωνίες ή ρυθμίσεις για την εκτέλεση ή τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της έκδοσης.

 

Αρθρο 45

Μεταφορά καταδίκων

 

      Τα Κράτη Μέρη εξετάζουν τη δυνατότητα σύναψης διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή ρυθμίσεων για τη μεταφορά στην επικράτειά τους προσώπων που κατα­δικάστηκαν σε φυλάκιση ή άλλες στερητικές της ελευ­θερίας ποινές για αδικήματα, που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, ώστε να εκτίσουν το υπόλοιπο των ποινών τους εκεί.

 

Αρθρο 46

Αμοιβαία δικαστική συνδρομή

 

      1. Τα Κράτη Μέρη παρέχουν μεταξύ τους την ευρύτερη δυνατή αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ανακρίσεις, δι­ώξεις και δικαστικές διαδικασίες, σχετικά με εγκλήματα που καλύπτονται από την παρούσα Σύμβαση.

 

      2. Η αμοιβαία δικαστική συνδρομή παρέχεται στον πληρέστερο δυνατό βαθμό, σύμφωνα με τους σχετικούς νόμους συνθήκες, συμφωνίες και ρυθμίσεις του Κράτους Μέρους, από το οποίο αυτή ζητείται, σε σχέση με ανα­κρίσεις, διώξεις και δικαστικές διαδικασίες που αφορούν τα εγκλήματα για τα οποία ένα νομικό πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο, σύμφωνα με το άρθρο 26 της παρούσας Σύμβασης στο αιτούν Κράτος Μέρος.

 

      3. Η αμοιβαία δικαστική συνδρομή που παρέχεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, μπορεί να ζητηθεί για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους σκοπούς:

(α) Λήψη αποδεικτικών στοιχείων ή μαρτυρικών κα­ταθέσεων.

(β) Κοινοποίηση δικαστικών εγγράφων.

(γ) Εκτέλεση ερευνών, κατασχέσεων και παγώματος.

(δ) Εξέταση αντικειμένων και χώρων.

(ε) Παροχή πληροφοριών, αποδεικτικών στοιχείων και εκτιμήσεων πραγματογνωμόνων.

(στ) Παροχή πρωτότυπων ή επικυρωμένων αντιγράφων σχετικών εγγράφων και αρχείων, στα οποία συμπερι­λαμβάνονται τα κρατικά, τραπεζικά, χρηματοπιστωτικά, εταιρικά ή επιχειρηματικά αρχεία.

(ζ) Αναγνώριση ή ανίχνευση προϊόντων εγκλήματος, περιουσίας οργάνων τέλεσης ή άλλων πραγμάτων για αποδεικτικούς σκοπούς.

(η) Διευκόλυνση της εκούσιας εμφάνισης προσώπων στο αιτούν Κράτος Μέρος.

(θ) Κάθε άλλο τύπο συνδρομής που δεν αντίκειται στην εσωτερική νομοθεσία του Κράτους Μέρους, από το οποίο ζητείται.

(ι) Αναγνώριση, πάγωμα και ανίχνευση προϊόντων εγκλήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V της παρούσας Σύμβασης.

(ια) Ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V της παρούσας Σύμβα­σης.

 

      4. Τηρούμενης της εσωτερικής νομοθεσίας, οι αρμόδιες αρχές Κράτους Μέρους μπορούν, χωρίς προηγούμενη αίτηση, να διαβιβάσουν πληροφορίες σχετικό με ποινι­κές υποθέσεις σε αρμόδια αρχή άλλου Κράτους Μέρους, όταν πιστεύουν ότι οι πληροφορίες αυτές μπορούν να βοηθήσουν την αρχή να αναλάβει ή να ολοκληρώσει επιτυχώς έρευνες και ποινικές διαδικασίες ή μπορούν να οδηγήσουν σε αίτηση που θα διατυπώσει το δεύτερο Κράτος Μέρος, στο οποίο διαβιβάζονται πληροφορίες, σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

 

      5. Η διαβίβαση πληροφοριών, σύμφωνα με την παρά­γραφο 4 του παρόντος άρθρου, γίνεται με την επιφύλαξη ερευνών και ποινικών διαδικασιών στο Κράτος των αρμό­διων αρχών που παρέχουν τις πληροφορίες. Οι αρμόδιες αρχές που λαμβάνουν τις πληροφορίες συμμορφώνονται με το αίτημα ότι οι εν λόγω πληροφορίες πρέπει να παραμείνουν εμπιστευτικές, ακόμη και προσωρινά, ή με τους περιορισμούς στη χρήση τους. Ωστόσο, αυτό δεν εμποδίζει το λαμβάνον Κράτος Μέρος να αποκαλύψει στις διαδικασίες του πληροφορίες που είναι αθωωτικές για τον κατηγορούμενο. Στην περίπτωση όμως αυτή, το λαμβάνον Κράτος Μέρος ενημερώνει το Κράτος Μέρος, που διαβίβασε τις πληροφορίες, πριν από την αποκάλυψη και, αν του ζητηθεί, διαβουλεύεται με το τελευταίο. Αν, σε εξαιρετική περίπτωση, δεν είναι δυνατή η προειδοποί­ηση, το λαμβάνον Κράτος Μέρος ενημερώνει το Κράτος Μέρος που διαβίβασε τις πληροφορίες, σχετικά με την αποκάλυψη χωρίς καθυστέρηση.

 

      6. Οι διατάξεις του παρόντος όρθρου δεν επηρεάζουν τις υποχρεώσεις βάσει άλλης συνθήκης διμερούς ή πο­λυμερούς η οποία διέπει ή θα διέπει, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, την αμοιβαία δικαστική συνδρομή.

 

      7. Οι παράγραφοι 9 έως 29 του παρόντος άρθρου θα ισχύουν για αιτήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με το όρθρο αυτό, αν τα εν λόγω Κράτη Μέρη δεν δεσμεύονται από συνθήκη αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής. Αν τα εν λόγω Κράτη Μέρη δεσμεύονται από μια τέτοια συνθήκη, ισχύουν οι αντίστοιχες διατάξεις της εν λόγω συνθήκης, εκτός αν τα Κράτη Μέρη συμφωνήσουν να εφαρμόσουν τις παραγράφους 9 έως 29 του παρόντος άρθρου αντί αυτών. Τα Κράτη Μέρη ενθαρρύνονται να εφαρμόζουν τις παραγράφους αυτές αν διευκολύνουν τη συνεργασία.

 

      8. Τα Κράτη Μέρη δεν μπορούν να αρνηθούν τη πα­ροχή αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σύμφωνα με το παρόν άρθρο, λόγω του τραπεζικού απορρήτου.

 

      9. (α) Το Κράτος Μέρος, από το οποίο ζητείται η συνδρομή, ανταποκρινόμενο στο αίτημα σύμφωνα με το παρόν άρθρο, αν δεν υπάρχει διπλό αξιόποινο, λαμ­βάνει υπόψη τους σκοπούς αυτής της Σύμβασης, όπως παρατίθενται στο άρθρο 1.

(β) Το Κράτη Μέρη μπορούν να αρνηθούν τη παροχή συνδρομής, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, λόγω της ανυπαρξίας διπλού αξιοποίνου. Ωστόσο, το Κράτος Μέρος, από το οποίο ζητείται η συνδρομή, όταν αυτό είναι σύμφωνο με τις βασικές έννοιες του νομικού του συστήματος, παρέχει συνδρομή αν αυτή δεν αφορά εξα­ναγκαστικά μέτρα. Το αίτημα αυτό μπορεί να απορρι­φθεί όταν οι αιτήσεις αφορούν σε ζητήματα ασήμαντης φύσεως ή ζητήματα για τα οποία η αιτούμενη συνερ­γασία ή συνδρομή παρέχεται με Βάση άλλες διατάξεις της παρούσος Σύμβασης.

(γ) Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί να εξετάσει το ενδε­χόμενο να υιοθετήσει άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα, ώστε να μπορεί να παρέχει ευρύτερο φάσμα συνδρομής, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, όταν δεν υπάρχει διπλό αξιόποινο.

 

      10. Πρόσωπο το οποίο κρατείται ή εκτίει ποινή στην επικράτεια ενός Κράτους Μέρους, η παρουσία του οποί­ου σε άλλο Κράτος Μέρος αιτείται για λόγους αναγνώ­ρισης, κατάθεσης ή άλλης παροχής συνδρομής για τη λήψη αποδεικτικών στοιχείων σε ανακρίσεις, διώξεις ή δικαστικές διαδικασίες σε σχέση με εγκλήματα που καλύπτονται από την παρούσα Σύμβαση, μπορεί να με­ταφερθεί, αν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Αν το πρόσωπο δώσει ελεύθερα τη συγκατάθεσή του αφού ενημερωθεί.

(β) Αν συμφωνήσουν οι αρμόδιες αρχές και των δύο Κρατών Μερών, με την τήρηση των προϋποθέσεων που θεωρούν κατάλληλες τα εν λόγω Κράτη Μέρη.

 

      11. Για τους σκοπούς της παραγράφου 10 του παρό­ντος άρθρου:

(α) Το Κράτος Μέρος, στο οποίο μεταφέρεται το πρό­σωπο, έχει την εξουσία και την υποχρέωση να θέσει υπό κράτηση το μεταφερόμενο πρόσωπο, εκτός αν ζητηθεί άλλως ή αν εξουσιοδοτηθεί άλλως από το Κράτος Μέ­ρος από το οποίο μεταφέρεται αυτό.

(β) Το Κράτος Μέρος, στο οποίο μεταφέρεται το πρόσωπο, εκπληρώνει χωρίς καθυστέρηση την υποχρέωσή του να επιστρέψει το πρόσωπο στη φύλαξη του Κράτους Μέρους από το οποίο μεταφέρθηκε το πρόσωπο, όπως έχει συμφωνηθεί εκ των προτέρων ή όπως συμφωνείται άλλως από τις αρμόδιες αρχές και των δύο Κρατών Μερών.

(γ) Το Κράτος Μέρος, στο οποίο μεταφέρεται το πρό­σωπο, δεν θα ζητήσει από το Κράτος Μέρος, στο οποίο αυτό μεταφέρθηκε, να εγείρει διαδικασία έκδοσης για την επιστροφή του προσώπου.

(δ) Ο χρόνος κράτησης στο Κράτος, όπου μεταφέρ­θηκε το πρόσωπο, συνυπολογίζεται ως χρόνος έκτισης ποινής, στο Κράτος, από το οποίο μεταφέρθηκε.

 

      12. Εκτός αν δεν συμφωνήσει το Κράτος Μέρος, από το οποίο θα μεταφερθεί το πρόσωπο, σύμφωνα με τις πα­ραγράφους 10 και 11 του παρόντος άρθρου, το πρόσωπο αυτό, ανεξάρτητα από την εθνικότητά του, δεν θα διω­χθεί, δεν θα κρατηθεί, δεν θα τιμωρηθεί και δεν θα υπο­βληθεί σε άλλο περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας του στην επικράτεια του Κράτους όπου μεταφέρεται το εν λόγω πρόσωπο για πράξεις, παραλείψεις ή καταδίκες πριν από την αναχώρησή του από την επικράτεια του Κράτους από το οποίο μεταφέρθηκε.

 

      13. Κάθε Κράτος Μέρος ορίζει μια κεντρική αρχή που έχει την ευθύνη και την εξουσία να δέχεται αιτήσεις αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής και είτε να τις εκτελεί είτε να τις διαβιβάζει σης αρμόδιες αρχές για εκτέ­λεση. Όταν ένα Κράτος Μέρος έχει ειδική περιοχή ή επικράτεια με χωριστό σύστημα αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, μπορεί να ορίσει χωριστή κεντρική αρχή που θα έχει την ίδια λειτουργία για την εν λόγω περι­οχή ή επικράτεια. Οι κεντρικές αρχές εξασφαλίζουν την ταχεία και ορθή εκτέλεση ή διαβίβαση των αιτήσεων που λαμβάνουν. Όταν η κεντρική αρχή διαβιβάζει την αίτηση σε αρμόδια αρχή για εκτέλεση, ενθαρρύνει την ταχεία και ορθή εκτέλεση της αίτησης από την αρμόδια αρχή. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών ενη­μερώνεται σχετικά με την κεντρική αρχή που ορίστηκε για το σκοπό αυτόν κατά το χρόνο που κάθε Κράτος Μέρος καταθέτει το κείμενο επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης στην παρούσα Σύμβαση. Οι αιτήσεις για αμοιβαία δικαστική συνδρομή και κάθε σχετική επικοινωνία διαβιβάζεται στις κεντρικές αρχές που ορίζονται από τα Κράτη Μέρη. Η υποχρέωση αυτή δεν θίγει το δικαίωμα Κράτους Μέρους να ζητήσει, οι αιτήσεις και οι επικοινωνίες αυτές να απευθύνονται σε αυτό μέσω της διπλωματικής οδού και, σε επείγουσες περιπτώσεις, όταν συμφωνούν τα Κράτη Μέρη, μέσω της Διεθνούς Οργάνωσης Εγκληματολογικής Αστυνομίας, αν αυτό είναι δυνατόν.

 

      14. Οι αιτήσεις θα γίνονται γραπτώς ή, όπου αυτό είναι δυνατόν, με οποιοδήποτε μέσο που μπορεί να παράγει γραπτό αρχείο, σε γλώσσα αποδεκτή από το Κράτος Μέρος στο οποίο απευθύνεται η αίτηση, υπό προϋπο­θέσεις που επιτρέπουν στο εν λόγω Κράτος Μέρος να εξακριβώσει τη γνησιότητα. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών ενημερώνεται σχετικά με τη γλώσσα ή τις γλώσσες που είναι αποδεκτές από κάθε Κράτος Μέρος κατά το χρόνο κατάθεσης του κειμένου επι­κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης στην παρούσα Σύμβαση.

Σε επείγουσες περιπτώσεις και όταν συμφωνείται από τα Κράτη Μέρη, οι αιτήσεις μπορούν να υποβάλλονται προφορικά, αλλά αμέσως επιβεβαιώνονται γραπτώς.

 

      15. Η αίτηση για αμοιβαία δικαστική συνδρομή περι­λαμβάνει:

(α) Την ένδειξη της αρχής που κάνει την αίτηση.

(β) Το αντικείμενο και τη φύση της ανάκρισης δίωξης ή δικαστικής διαδικασίας την οποία αφορά η αίτηση και το όνομα και τις λειτουργίες της αρχής που διεξάγει την έρευνα, τη δίωξη ή τη δικαστική διαδικασία.

(γ) Περίληψη των σχετικών γεγονότων, με εξαίρεση τις αιτήσεις για κοινοποίηση δικαστικών εγγράφων.

(δ) Περιγραφή της συνδρομής που ζητείται και λεπτο­μέρειες της συγκεκριμένης διαδικασίας που το αιτούν Κράτος Μέρος επιθυμεί να ακολουθηθεί.

(ε) Όπου είναι δυνατόν, την ταυτότητα, την διεύθυνση και την εθνικότητα εμπλεκόμενων προσώπων, και

(στ) Το σκοπό για τον οποίο ζητούνται τα αποδεικτικά στοιχεία, οι πληροφορίες ή οι ενέργειες

 

      16. Το Κράτος Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, μπορεί να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες όταν αυτό είναι απαραίτητο για την εκτέλεση της αίτησης σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του ή όταν αυτό μπορεί να διευκολύνει την εκτέλεση αυτής.

 

      17. Η αίτηση εκτελείται σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του Κράτους Μέρους προς το οποίο απευ­θύνεται η αίτηση και, στο βαθμό που δεν αντίκειται στην εσωτερική νομοθεσία του αιτούμενου Κράτους Μέρους και όπου αυτό είναι δυνατόν, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται στην αίτηση.

 

      18. Αν αυτό είναι δυνατόν και σύμφωνο με τις θεμε­λιώδεις αρχές της εσωτερικής νομοθεσίας, όταν ένα πρόσωπο βρίσκεται στην επικράτεια Κράτους Μέρους και πρέπει να εξεταστεί ως μάρτυρας ή πραγματογνώ­μονας από τις δικαστικές αρχές άλλου Κράτους Μέρους, το πρώτο Κράτος Μέρος μπορεί, με αίτημα του άλλου, να επιτρέψει τη διεξαγωγή της εξέτασης με βιντεοδιάσκεψη αν δεν είναι δυνατό ή επιθυμητό να εμφανιστεί αυτοπροσώπως το εν λόγω πρόσωπο στην επικράτεια του αιτούντος Κράτους Μέρους. Τα Κράτη Μέρη μπο­ρούν να συμφωνήσουν ότι η εξέταση θα διεξάγεται από δικαστική αρχή του αιτούντος Κράτους Μέρους με την παρουσία δικαστικής αρχής του Κράτους Μέρους προς το οποίο απευθύνει την αίτηση.

 

      19. Το αιτούν Κράτος Μέρος δεν διαβιβάζει ούτε χρη­σιμοποιεί πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία που του δόθηκαν από το άλλο Κράτος Μέρος για ανακρίσεις, διώξεις ή δικαστικές διαδικασίες παρά μόνο για αυτές που αναφέρονται στην αίτηση, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση του Κράτους Μέρους αυτού. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζουν το αιτούν Κράτος Μέρος να αποκαλύψει στις διαδικασίες του πλη­ροφορίες ή αποδεικτικό στοιχεία που είναι αθωωτικά για τον κατηγορούμενο. Στην τελευταία αυτή περίπτω­ση, το αιτούν Κράτος Μέρος ενημερώνει το Κράτος Μέρος προς το οποίο υπεβλήθη η αίτηση, πριν από την αποκάλυψη και, αν του ζητηθεί, θα διαβουλευτεί με αυτό. Αν, σε εξαιρετική περίπτωση, δεν είναι δυνατή η προειδοποίηση, το αιτούν Κράτος Μέρος θα ενημερώσει το Κράτος Μέρος προς το οποίο υπεβλήθη η αίτηση, για την αποκάλυψη χωρίς καθυστέρηση.

 

      20. Το αιτούν Κράτος Μέρος μπορεί να ζητήσει από το Κράτος Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση να τηρήσει εμπιστευτικά την αίτηση και το περιεχόμενο της πέραν του μέτρου που είναι απαραίτητο για την εκτέλεση της αίτησης. Αν το Κράτος Μέρος προς το οποίο υπεβλήθη η αίτηση δεν μπορεί να συμμορφωθεί με την αξίωση της εμπιστευτικότητας ενημερώνει αμέ­σως το αιτούν Κράτος Μέρος.

 

      21. Το αίτημα αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής μπορεί να απορριφθεί:

(α) Αν η αίτηση δεν γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(β) Αν το Κράτος Μέρος προς το οποίο υπεβλήθη η αίτηση θεωρεί ότι η εκτέλεση της αίτησης ενδέχεται να θίξει την κυριαρχία, την ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή άλλα ουσιώδη συμφέροντά του.

(γ) Αν οι αρχές του Κράτους Μέρους προς το οποίο υπεβλήθη η αίτηση, απαγορεύεται από την εσωτερική νομοθεσία, να εκτελέσουν τις ενέργειες που ζητούνται σε σχέση με παρόμοιο αδίκημα, αν ήταν αντικείμενο ανάκρισης δίωξης ή δικαστικής διαδικασίας βάσει της δικής τους δικαιοδοσίας.

(δ) Αν η ικανοποίηση της αίτησης θα ήταν αντίθε­τη προς το νομικό σύστημα του Κράτους Μέρους στο οποίο υπεβλήθη η αίτηση, σχετικά με την αμοιβαία δι­καστική συνδρομή.

 

      22. Τα Κράτη Μέρη δεν μπορούν να απορρίψουν αίτη­ση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής αποκλειστικά και μόνο επειδή το αδίκημα θεωρείται ότι αφορά επίσης και φορολογικό ζητήματα.

 

      23. Η απόρριψη τησης αμοιβαίας δικαστικής συνδρο­μής πρέπει να αιτιολογείται.

 

      24. Το Κράτος Μέρος στο οποίο υπεβλήθη η αίτηση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής την εκτελεί το ταχύ­τερο δυνατόν. Ακόμη λαμβάνει κατά το μέγιστο δυνατόν μέτρο υπόψη τυχόν προθεσμίες που προτείνει αιτιολο­γημένα το αιτούν Κράτος Μέρος και κατά προτίμηση στην αίτησή του. Το αιτούν Κράτος Μέρος μπορεί να υποβάλλει αιτήσεις όπου τούτο είναι εύλογο, για πληρο­φορίες σχετικά με την κατάσταση και την πρόοδο των μέτρων που έλαβε το Κράτος Μέρος στο οποίο υπεβλή­θη η αίτηση, για την ικανοποίηση της. Το Κράτος Μέρος στο οποίο υπεβλήθη η αίτηση, ανταποκρίνεται στις εύ­λογες αιτήσεις του αιτούντος Κράτους Μέρους σχετικά με την κατάσταση και την πρόοδο της εκτέλεσης της αίτησης. Το αιτούν Κράτος Μέρος ενημερώνει αμέσως το Κράτος Μέρος στο οποίο υπεβλήθη η αίτηση, όταν δεν απαιτείται πλέον η αιτούμενη συνδρομή.

 

      25. Η αμοιβαία δικαστική συνδρομή μπορεί να ανα­βληθεί από το Κράτος Μέρος στο οποίο υπεβλήθη το αίτημα, λόγω του ότι με αυτή γίνεται επέμβαση σε ανάκριση, δίωξη ή δικαστική διαδικασία σε εξέλιξη.

 

      26. Πριν από την απόρριψη αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο 21 του παρόντος άρθρου ή την αναβολή της εκτέλεσής της σύμφωνα με την παράγραφο 25 του πα­ρόντος άρθρου, το Κράτος Μέρος στο οποίο υπεβλήθη η αίτηση, διαβουλεύεται με το αιτούν Κράτος Μέρος για να εξετάσει αν η συνδρομή μπορεί να χορηγηθεί με τους όρους και τις προϋποθέσεις που θεωρεί απαραίτητους. Αν το αιτούν Κράτος Μέρος αποδεχθεί τη συνδρομή με τις προϋποθέσεις αυτές, συμμορφώνεται.

 

      27. Με την επιφύλαξη εφαρμογής της παραγράφου 12 του παρόντος άρθρου, μάρτυρας πραγματογνώμονας ή άλλο πρόσωπο το οποίο, μετά από αίτημα του Κράτους Μέρους, συναινεί να δώσει κατάθεση σε διαδικασία ή να συνδράμει σε ανάκριση, δίωξη ή δικαστική διαδικασία στην επικράτεια του αιτούντος Κράτους Μέρους δεν θα διώκεται, δεν θα κρατείται, δεν θα τιμωρείται και δεν θα υποβάλλεται σε άλλους περιορισμούς της προσωπι­κής ελευθερίας του στην επικράτεια αυτή για πράξεις, παραλείψεις ή καταδίκες πριν από την αναχώρησή του από την επικράτεια του Κράτους Μέρους, στο οποίο υπεβλήθη η αίτηση. Η ασυλία παύει όταν ο μάρτυρας, ο πραγματογνώμονας ή άλλο πρόσωπο, αφού είχε, για περίοδο δέκα πέντε συνεχών ημερών ή για οποιαδή­ποτε περίοδο συμφωνήσουν τα Κράτη Μέρη από την ημερομηνία κατά την οποίο ενημερώθηκε επίσημα ότι δεν απαιτείται πλέον η παρουσία του οπό τις δικαστικές αρχές, ευκαιρία να φύγει και, παρ' όλα αυτά παρέμεινε εκούσια στην επικράτεια του αιτούντος Κράτους Μέ­ρους ή, αφού έφυγε, επέστρεψε με δική του θέληση.

 

      28. Οι συνήθεις δαπάνες εκτέλεσης της αίτησης θα βαρύνουν το Κράτος Μέρος, στο οποίο υπεβλήθη η αίτη­ση, εκτός αν συμφωνηθεί άλλως από τα ενδιαφερόμενα Κράτη Μέρη. Αν απαιτούνται ή απαιτηθούν δαπάνες σημαντικής ή εξαιρετικής φύσεως για την εκτέλεση της αίτησης, τα Κράτη Μέρη διαβουλεύονται για να προσδιορίσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις με τις οποίες θα εκτελεστεί αυτή, καθώς και για τον τρόπο καταβολής των δαπανών.

 

      29. Το Κράτος Μέρος στο οποίο υπεβλήθη η αίτηση:

(α) Παρέχει στο αιτούν Κράτος Μέρος αντίγραφα κρα­τικών αρχείων, εγγράφων ή πληροφοριών που κατέχει, τα οποία, βάσει της εσωτερικής νομοθεσίας του, είναι διαθέσιμα στο ευρύ κοινό.

(β) Μπορεί, κατά τη διακριτική του ευχέρεια, να πα­ρέχει στο αιτούν Κράτος Μέρος εν όλω, εν μέρει ή υπό τις προϋποθέσεις που θεωρεί κατάλληλες αντίγραφα κρατικών αρχείων, εγγράφων ή πληροφοριών που κα­τέχει, τα οποία, με βάση την εσωτερική του νομοθεσία, δεν είναι διαθέσιμα στο ευρύ κοινό.

 

      30. Τα Κράτη Μέρη εξετάζουν, ανάλογα με τις ανά­γκες τη δυνατότητα σύναψης διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή ρυθμίσεων που εξυπηρετούν τους σκοπούς δίνουν πρακτική ισχύ ή βελτιώνουν τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

 

Αρθρο 47

Μεταφορά ποινικών διαδικασιών

 

      Τα Κράτη Μέρη εξετάζουν τη δυνατότητα αμοιβαίας μεταφοράς διαδικασιών δίωξης εγκλημάτων από αυτά που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, σε περιπτώσεις που η μεταφορά αυτή θεωρείται ότι είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής δικαιοσύνης ιδίως σε περιπτώσεις όπου εμπλέκονται περισσότερες από μία δικαιοδοσίες με σκοπό να συγκεντρωθεί η δί­ωξη σε μία από αυτές.

 

Αρθρο 48

Συνεργασία των υπηρεσιών ανίχνευσης και καταστολής

 

      1. Το Κράτη Μέρη συνεργάζονται στενά μεταξύ τους, σύμφωνα με τα αντίστοιχα εσωτερικά νομικά και διοι­κητικά συστήματά τους, για να βελτιώσουν την απο­τελεσματικότητα της ανίχνευσης και καταστολής των εγκλημάτων που καλύπτει η παρούσα Σύμβαση. Τα Κρά­τη Μέρη λαμβάνουν, ιδίως, αποτελεσματικά μέτρα:

(α) Για τη βελτίωση και, όπου αυτό είναι απαραίτητο, να δημιουργήσουν διαύλους επικοινωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών, υπηρεσιών και φορέων τους με σκοπό τη διευκόλυνση της ασφαλούς και ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών που αφορούν όλες τις πτυχές των αδι­κημάτων που καλύπτει η παρούσα Σύμβαση, συμπερι­λαμβανομένων, αν τα ενδιαφερόμενα Κράτη Μέρη το θεωρούν αρμόζον, συνδέσμων με άλλες εγκληματικές δραστηριότητες.

(β) Για τη συνεργασία με άλλα Κράτη Μέρη προς διε­ξαγωγή ερευνών σχετικά με τα εγκλήματα που καλύπτει η παρούσα Σύμβαση, οι οποίες αφορούν:

(i) Την ταυτότητα, τον εντοπισμό και τις δραστηριό­τητες προσώπων που είναι ύποπτα για συμμετοχή στα αδικήματα αυτά ή τον εντοπισμό άλλων εμπλεκόμενων προσώπων.

(ii) Την κίνηση των προϊόντων εγκλήματος ή περιου­σίας που προέρχεται από την τέλεση των αδικημάτων αυτών.

(iii) Την κίνηση περιουσίας, εξοπλισμού ή άλλων μέσων που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιη­θούν για την τέλεση των αδικημάτων αυτών.

(γ) Για να παρέχουν, όπου αρμόζει, απαραίτητα αντι­κείμενα ή ποσότητες ουσιών για σκοπούς ανάλυσης ή ανάκρισης.

(δ) Για να ανταλλάσσουν, όπου αρμόζει, πληροφορίες με άλλα Κράτη Μέρη σχετικά με συγκεκριμένα μέσα και μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την τέλεση εγκλη­μάτων που καλύπτει η παρούσα Σύμβαση, συμπεριλαμ­βανομένης της χρήσης πλαστών ταυτοτήτων, πλαστών, παραποιημένων ή ψευδών εγγράφων και άλλων μέσων απόκρυψης δραστηριοτήτων.

(ε) Πα να διευκολύνουν τον αποτελεσματικό συντονι­σμό μεταξύ των αρμόδιων αρχών, φορέων και υπηρεσιών τους και για να προάγουν την ανταλλαγή προσωπικού και άλλων εμπειρογνωμόνων, συμπεριλαμβανομένης, υπό τον όρο διμερών συμφωνιών ή ρυθμίσεων μεταξύ των ενδιαφερόμενων Κρατών Μερών, της τοποθέτησης αξιωματούχων-συνδέσμων.

(στ) Για να ανταλλάσσουν πληροφορίες και να συντο­νίζουν διοικητικά και άλλα μέτρα που λαμβάνονται για την έγκαιρη ταυτοποίηση των εγκλημάτων που καλύπτει η παρούσα Σύμβαση.

 

      2. Για να εξασφαλισθεί η εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης, τα Κράτη Μέρη εξετάζουν τη δυνατότητα σύναψης διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή ρυθμίσε­ων για την άμεση συνεργασία μεταξύ των υπηρεσιών τους δίωξης και καταστολής και, όπου υπάρχουν ήδη τέτοιες συμφωνίες ή ρυθμίσεις, τροποποίησής τους. Αν δεν υπάρχουν τέτοιες συμφωνίες ή ρυθμίσεις με­ταξύ των ενδιαφερόμενων Κρατών-Μέρων, τα Κράτη Μέρη μπορούν να θεωρούν την παρούσα Σύμβαση ως βάση για την αμοιβαία αυτή συνεργασία ως προς τα εγκλήματα που καλύπτονται από την παρούσα Σύμβαση. Όπου αρμόζει, τα Κράτη Μέρη κάνουν πλήρη χρήση των συμφωνιών ή ρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών ή περιφερειακών οργανισμών, για τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των εν λόγω υπηρεσιών.

 

      3. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να συνεργάζονται εντός των δυνατοτήτων τους για να ανταποκρίνονται στα εγκλήματα που καλύπτει η παρούσα Σύμβαση τα οποία τελούνται με τη χρήση σύγχρονης τεχνολογί­ας.

 

Αρθρο 49

Κοινές έρευνες

 

      Τα Κράτη Μέρη εξετάζουν τη δυνατότητα σύναψης διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή ρυθμίσεων, βάσει των οποίων, σε σχέση με ζητήματα που αποτελούν αντι­κείμενο ερευνών, διώξεων ή δικαστικών διαδικασιών σε ένα ή περισσότερα Κράτη, οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές να μπορούν να δημιουργούν κοινούς ερευνητι­κούς φορείς. Αν δεν υπάρχουν τέτοιες συμφωνίες ή ρυθμίσεις, μπορούν να γίνονται κοινές έρευνες μετά από συμφωνία κατά περίπτωση. Τα εμπλεκόμενα Κράτη Μέρη εξασφαλίζουν τον πλήρη σεβασμό της κυριαρχίας του Κράτους Μέρους στην επικράτεια του οποίου θα διεξαχθεί η έρευνα.

 

Αρθρο 50

Ειδικές ανακριτικές μέθοδοι

 

      1. Για την αποτελεσματική καταπολέμηση της διαφθοράς κάθε Κράτος Μέρος, στο βαθμό που το επιτρέπουν οι βασικές αρχές του εσωτερικού νομικού του συστήματος και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει η εσωτερική νομοθεσία του, λαμβάνει τα μέτρα που είναι απαραίτητα, εντός των δυνατοτήτων του, για να επιτρέψει την κατάλ­ληλη χρήση από τις αρμόδιες αρχές του της ελεγχόμενης παράδοσης και, όπου αρμόζει, άλλων ειδικών ανακριτικών μεθόδων, όπως οι ηλεκτρονικές ή άλλες καλυπτόμενες διεισδύσεις εντός της επικράτειάς του, και να προνοήσει ώστε οι αποδείξεις που προέρχονται από αυτές τις με­θόδους να γίνουν δεκτές στο δικαστήριο.

 

      2. Για το σκοπό της έρευνας των εγκλημάτων που καλύ­πτει η παρούσα Σύμβαση, τα Κράτη Μέρη ενθαρρύνονται να συνάπτουν, όπου αυτό είναι απαραίτητο, τις κατάλ­ληλες διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή ρυθμίσεις για τη χρήση των εν λόγω ειδικών ανακριτικών μεθόδων στο πλαίσιο της συνεργασίας σε διεθνές επίπεδο. Οι εν λόγω συμφωνίες ή ρυθμίσεις συνάπτονται και υλοποιούνται σε πλήρη συμμόρφωση προς την αρχή της κυρίαρχης ισότητας των Κρατών και εκτελούνται αυστηρά σύμφωνα με τους όρους των εν λόγω συμφωνιών ή ρυθμίσεων.

 

      3. Αν δεν υπάρχει συμφωνία ή ρύθμιση, όπως αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, οι αποφάσεις για τη χρήση των εν λόγω ειδικών ανακριτικών μεθόδων σε διεθνές επίπεδο λαμβάνονται κατά περίπτωση και μπορούν, όταν αυτό είναι απαραί­τητο, να λαμβάνονται υπόψη οικονομικές ρυθμίσεις και συμφωνίες σχετικά με την άσκηση δικαιοδοσίας από τα ενδιαφερόμενα Κράτη Μέρη.

 

      4. Οι αποφάσεις για τη χρήση της ελεγχόμενης παρά­δοσης σε διεθνές επίπεδο μπορούν, με τη συγκατάθεση των ενδιαφερόμενων Κρατών Μερών, να περιλαμβάνουν μεθόδους, όπως η διακοπή της κίνησης εμπορευμάτων ή κεφαλαίων και η εξουσιοδότηση παρακολούθησης της πορείας τους χωρίς μεταβολή ή μετά από αφαίρεση ή αντικατάσταση του συνόλου ή μέρος αυτών των εμπο­ρευμάτων ή κεφαλαίων.

 

Αρθρο 51

Γενική διάταξη

 

Κεφάλαιο V

Ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων

 

      Η επιστροφή περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο αποτελεί θεμελιώδη αρχή της παρούσας Σύμβασης και τα Κράτη Μέρη παρέχουν μεταξύ τους την ευρύτερη δυνατή αμοιβαία συνεργασία και συνδρομή στο πλαίσιο αυτό.

 

Αρθρο 52

Πρόληψη και ανίχνευση μεταφοράς προϊόντος εγκλήματος

 

      1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 14 της παρούσας Σύμ­βασης, κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα μέτρα που είναι απαραίτητα, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του, ούτως ώστε να απαιτεί από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύ­ματα εντός της δικαιοδοσίας του να επαληθεύουν την ταυτότητα των πελατών, να κάνουν εύλογες ενέργειες για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των δικαιούχων των κεφαλαίων που κατατίθενται σε λογαριασμούς με­γάλων ποσών και να πραγματοποιούν αυξημένη παρα­κολούθηση λογαριασμών που ανοίγονται ή τηρούνται εκ μέρους προσώπων τα οποία κατέχουν, ή κατείχαν εξέχουσες δημόσιες θέσεις καθώς και των μελών της οικογένειας τους και των στενών συνεργατών τους. Η εν λόγω αυξημένη παρακολούθηση πρέπει να είναι εύλογα σχεδιασμένη ώστε να αποκαλύπτει ύποπτες συναλλαγές με σκοπό να καταγγέλλονται στις αρμόδιες αρχές και δεν πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να αποθαρ­ρύνει ή να απαγορεύει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να συνεργάζονται με τους νόμιμους πελάτες.

 

      2. Για να διευκολυνθεί η υλοποίηση των μέτρων που προβλέπει η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου, κάθε Κράτος Μέρος σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του και εμπνεόμενο από σχετικές πρωτοβουλίες περι­φερειακών, διαπεριφερειακών και πολυμερών οργανι­σμών κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες:

(α) Δημοσιεύει κατευθυντήριες γραμμές, σχετικά με τους τύπους φυσικών ή νομικών προσώπων, στους λο­γαριασμούς των οποίων τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εντός της δικαιοδοσίας του αναμένεται να εφαρμόζουν την αυξημένη παρακολούθηση, τους τύπους λογαρια­σμών και συναλλαγών στους οποίους πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή και κατάλληλα μέτρα ανοίγματος, διατήρησης λογαριασμών και τήρησης αρχείων σε σχέ­ση με τους εν λόγω λογαριασμούς, και

(β) Όπου αρμόζει, ενημερώνει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εντός της δικοιοδοσίας του, με αίτημα άλλου Κράτους Μέρους ή με δική του πρωτοβουλία, σχετικά με την ταυτότητα συγκεκριμένων φυσικών ή νομικών προσώπων στους λογαριασμούς των οποίων τα ιδρύματα αυτά αναμένεται να εφαρμόσουν την εν λόγω αυξημένη παρακολούθηση, επιπλέον αυτών το οποία μπορεί να προσδιορίσουν άλλως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

 

      3. Στο πλαίσιο της παραγράφου 2 (α) του παρόντος άρθρου, κάθε Κράτος Μέρος υλοποιεί μέτρα για να εξα­σφαλίσει ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του τηρούν επαρκή αρχεία, για μια εύλογη χρονική περίοδο, των λογαριασμών και των συναλλαγών που αφορούν τα πρό­σωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα οποία πρέπει, κατ' ελάχιστο, να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα του πελάτη κα­θώς και, στο μέτρο του δυνατού, του δικαιούχου.

 

      4. Με σκοπό την πρόληψη και την ανίχνευση μεταφορών προϊόντων των εγκλημάτων, που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, κάθε Κράτος Μέρος υλοποιεί κα­τάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα, με τη βοήθεια των ρυθμιστικών και εποπτικών φορέων του, για να παρεμποδί­ζει την ίδρυση τραπεζών που δεν έχουν φυσική παρουσία και δεν συνδέονται με ρυθμιζόμενο χρηματοπιστωτικό όμιλο. Επιπλέον, τα Κράτη Μέρη μπορούν να εξετάσουν το ενδεχόμενο να απαιτούν από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματά τους να αρνούνται να συνάπτουν ή να συνεχίζουν τη σχέση ανταποκρίτριας τράπεζας με τέτοια ιδρύματα και να προστατεύονται από τη δημιουργία σχέσεων με ξένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που επιτρέπουν στους λογαριασμούς τους να χρησιμοποιούνται από τράπεζες που δεν έχουν φυσική παρουσία και που δεν συνδέονται με ρυθμιζόμενο χρηματοπιστωτικό όμιλο.

 

      5. Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει το ενδεχόμενο δη­μιουργίας, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του, αποτελεσματικών συστημάτων αποκάλυψης χρηματο­πιστωτικών πληροφοριών για κατάλληλους δημόσιους αξιωματούχους και προβλέπει κατάλληλες κυρώσεις για περιπτώσεις μη συμμόρφωσης. Κάθε Κράτος Μέ­ρος εξετάζει επίσης το ενδεχόμενο να λάβει τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές του να ανακοινώνουν τις πληροφορίες αυτές στις αρμόδιες αρχές άλλων Κρατών Μερών, όταν αυτό είναι απαραίτητο για την έρευνα, την διεκδίκηση και την ανάκτηση προϊόντων εγκλημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

 

      6. Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει το ενδεχόμενο της λήψης μέτρων που είναι απαραίτητα, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του, ούτως ώστε να απαιτεί από τους κατάλληλους δημόσιους αξιωματούχους που έχουν δικαίωμα ή δικαίωμα υπογραφής ή άλλη εξουσία σε χρηματοπιστωτικό λογαριασμό σε ξένη χώρα, να αναφέ­ρουν τη σχέση αυτή στις αρμόδιες αρχές και να τηρούν κατάλληλα αρχεία σχετικά με τους εν λόγω λογαρια­σμούς. Τα εν λόγω μέτρα προβλέπουν επίσης κατάλλη­λες κυρώσεις για περιπτώσεις μη συμμόρφωσης.

 

Αρθρο 53

Μέτρα για την άμεση ανάκτηση περιουσίας

 

      Κάθε Κράτος Μέρος, σύμφωνα με την εσωτερική νο­μοθεσία του:

(α) Λαμβάνει τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να επιτρέπει σε άλλο Κράτος Μέρος να εγείρει αστικές αγωγές στα δικαστήριά του για την αναγνώριση δικαι­ωμάτων ή ιδιοκτησίας σε περιουσία που αποκτήθηκε μέσω τέλεσης εγκλήματος που ορίζεται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

(β) Λαμβάνει τα μέτρα που είναι απαραίτητα ώστε να επιτρέπει στα δικαστήριά του να διατάσσουν αυτούς που τέλεσαν εγκλήματα, που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, να καταβάλουν αποζημίωση σε άλλο Κράτος Μέρος που ζημιώθηκε από τα εν λόγω αδικήματα, και

(γ) Λαμβάνει τα μέτρα που είναι απαραίτητα ώστε να επιτρέπει στα δικαστήρια του ή στις αρμόδιες αρχές του, όταν πρέπει να αποφασίσουν για τη δήμευση, να αναγνωρίζουν την αξίωση άλλου Κράτους Μέρους ως νόμιμου ιδιοκτήτη περιουσίας που αποκτήθηκε μέσω της τέλεσης εγκλήματος που ορίζεται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

 

Αρθρο 54

Μηχανισμοί για την ανάκτηση περιουσίας μέσω διεθνούς συνεργασίας στην δήμευση

 

      1. Κάθε Κράτος Μέρος, για να παρέχει αμοιβαία δικα­στική συνδρομή, σύμφωνα με το άρθρο 55 της παρούσας Σύμβασης, σχετικά με περιουσία που αποκτήθηκε ή που εμπλέκεται στην τέλεση εγκλήματος που ορίζεται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του:

(α) Λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές του να εκτελούν εντολή δήμευσης που εξέδωσε δικαστήριο άλλου Κράτους Μέρους.

(β) Λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές του, όπου έχουν δικαιοδοσία, να διατάσσουν τη δήμευση περιουσίας ξένης προέλευσης μετά από απόφαση για έγκλημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή άλλο έγκλημα που βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας τους ή με άλλες διαδι­κασίες που επιτρέπει η εσωτερική νομοθεσία του, και

(γ) Εξετάζει το ενδεχόμενο να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να επιτρέπει τη δήμευση της εν λόγω πε­ριουσίας χωρίς ποινική καταδίκη σε περιπτώσεις όπου ο δράστης δεν μπορεί να διωχθεί λόγω θανάτου, φυγής ή απουσίας ή σε άλλες κατάλληλες περιπτώσεις.

 

      2. Κάθε Κράτος Μέρος, για να παρέχει την αμοιβαία δι­καστική συνδρομή μετά από αίτηση που γίνεται σύμφω­να με την παράγραφο 2 του άρθρου 55 της παρούσας Σύμβασης σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του:

(α) Λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές του να παγώνουν ή να κατάσχουν περιουσία μετά από εντολή παγώματος ή κατάσχεσης που εξέδωσε δικαστήριο ή αρμόδια αρχή του αιτούντος Κράτους - Μέρους που παρέχει εύλογη βάση ώστε το Κράτος Μέρος, προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση, να πιστεύει ότι υπάρχουν επαρκείς λόγοι για την πραγματοποίηση των ενεργειών αυτών και ότι η περιουσία θα αποτελέσει τελικά αντικείμενο εντολής δήμευσης για τους σκοπούς της παραγράφου 1 (α) του παρόντος άρθρου.

(β) Λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές του να παγώνουν ή να κατάσχουν περιουσία μετά από αίτηση που παρέχει εύλογη βάση ώστε το Κράτος Μέρος προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση να πιστεύει ότι υπάρχουν επαρκείς λόγοι για την πραγματοποίηση των ενεργειών αυτών και ότι η περιουσία θα αποτελέσει τελικά αντικείμενο εντολής δήμευσης για τους σκοπούς της παραγράφου 1 (α) του παρόντος άρθρου, και

(γ) Εξετάζει το ενδεχόμενο λήψης πρόσθετων μέτρων ώστε να επιτρέψει στις αρμόδιες αρχές του να διατη­ρήσουν περιουσία προς δήμευση, όπως σε περίπτωση σύλληψης στο εξωτερικό ή ποινικής κατηγορίας που έχει σχέση με την απόκτηση της εν λόγω περιουσίας.

 

Αρθρο 55

Διεθνής συνεργασία για τους σκοπούς της δήμευσης

 

      1. Ένα Κράτος Μέρος που έλαβε αίτημα από άλλο Κράτος Μέρος, το οποίο έχει δικαιοδοσία για αδίκημα που ορίζεται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, για δήμευση προϊόντος εγκλήματος, περιουσίας, εξοπλι­σμού ή άλλων οργάνων τέλεσης που αναφέρονται στο άρθρο 31, παράγραφος 1, της παρούσας Σύμβασης που βρίσκονται στην επικράτεια του, οφείλει, στο μεγαλύ­τερο δυνατό βαθμό που του επιτρέπει το εσωτερικό νομικό του σύστημα:

(α) Να διαβιβάσει την αίτηση στις αρμόδιες αρχές του με σκοπό να εκδώσουν εντολή δήμευσης και, αν εκδοθεί η εν λόγω εντολή, θα την εκτελέσει, ή

(β) Να διαβιβάσει στις αρμόδιες αρχές του, προς εκτέ­λεση στο βαθμό που ζητείται, την εντολή δήμευσης που εξέδωσε δικαστήριο στην επικράτεια του αιτούντος Κράτους Μέρους, σύμφωνα με τα άρθρα 31, παράγρα­φος 1, και 54, παράγραφος 1 (α), της παρούσας Σύμβα­σης, εφόσον αφορά προϊόν εγκλήματος, περιουσίας, εξοπλισμού ή άλλων οργάνων τέλεσης που αναφέρονται στο άρθρο 31, παράγραφος 1, τα οποία βρίσκονται στην επικράτεια του Κράτους Μέρους στο οποίο υποβάλλε­ται η αίτηση.

 

      2. Μετά από αίτηση που υπέβαλε άλλο Κράτος Μέ­ρος που έχει δικαιοδοσία επί εγκλήματος που ορίζεται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, το Κράτος Μέρος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση, λαμβάνει τα μέτρα για να εντοπίσει, να ανιχνεύσει και να παγώσει ή να κατάσχει προϊόν εγκλήματος, περιουσίας, εξοπλισμού ή άλλων οργάνων τέλεσης εγκλήματος που αναφέρονται στο άρθρο 31, παράγραφος 1, της παρούσας Σύμβασης με σκοπό την τελική δήμευση που θα διαταχθεί είτε από το αιτούν Κράτος Μέρος είτε, σύμφωνα με αίτηση βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, από το Κράτος Μέρος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση.

 

      3. Οι διατάξεις του άρθρου 46 της παρούσας Σύμβα­σης εφαρμόζονται, mutatis mutandis, στο παρόν άρθρο. Εκτός από τις πληροφορίες που ορίζονται στο άρθρο 46, παράγραφος 15, οι αιτήσεις που γίνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο πρέπει να περιέχουν:

(α) Στην περίπτωση αίτησης που αφορά την παρά­γραφο 1 (α) του παρόντος άρθρου, περιγραφή της πε­ριουσίας που θα δημευθεί, συμπεριλαμβανομένης όπου αυτό είναι δυνατόν, της τοποθεσίας και, όπου αυτό είναι σχετικό, της εκτιμώμενης αξίας της περιουσίας, και έκθεση των γεγονότων στα οποία βασίστηκε το αιτούν Κράτος Μέρος τα οποία πρέπει να είναι επαρκή για να μπορέσει το Κράτος Μέρος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση, να επιδιώξει την έκδοση της εντολής σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του.

(β) Στην περίπτωση αίτησης που αφορά την παράγρα­φο 1 (β) του παρόντος άρθρου, ένα επικυρωμένο αντί­γραφο της εντολής δήμευσης στην οποία βασίζεται, η εκδιδόμενη από το αιτούν Κράτος Μέρος αίτηση, έκθεση των γεγονότων και πληροφορίες σχετικά με το βαθμό στον οποίο ζητείται η εκτέλεση της εντολής, δήλωση που να προσδιορίζει το μέτρα που έλαβε το αιτούν Κράτος Μέρος για να παρέχει επαρκή γνωστοποίηση σε καλόπιστους τρίτους και να εγγυηθεί κανονική διαδικα­σία και δήλωση ότι η εντολή δήμευσης είναι οριστική.

(γ) Στην περίπτωση αίτησης που αφορά την παρά­γραφο 2 του παρόντος άρθρου, έκθεση των γεγονότων, στα οποία βασίστηκε το αιτούν Κράτος Μέρος και πε­ριγραφή των ενεργειών που ζητούνται και, όπου είναι διαθέσιμο, ένα επικυρωμένο αντίγραφο της εντολής στην οποία βασίζεται η αίτηση.

 

      4. Οι αποφάσεις ή οι ενέργειες που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου λαμ­βάνονται από το Κράτος Μέρος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση, σύμφωνα με τους όρους των διατάξεων της εσωτερικής του νομοθεσίας και τους διαδικαστικούς κανόνες του ή βάσει διμερούς ή πολυμερούς συμφωνί­ας ή ρύθμισης από την οποίο μπορεί να δεσμεύεται σε σχέση με το αιτούν Κράτος Μέρος.

 

      5. Κάθε Κράτος Μέρος παρέχει αντίγραφα των νόμων και κανονισμών του που αφορούν την εκτέλεση του πα­ρόντος όρθρου και τυχόν μεταγενέστερων μεταβολών των εν λόγω νόμων και κανονισμών ή περιγραφή αυτών στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

 

      6. Αν ένα Κράτος Μέρος επιλέξει να εξαρτήσει τη λήψη των μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου από την ύπαρξη σχετικής συνθήκης το εν λόγω Κράτος Μέρος θα θεωρήσει την παρούσα Σύμβαση ως απαραίτητη και επαρκή βάση συνθήκης.

 

      7. Η συνεργασία βάσει του παρόντος άρθρου μπορεί επίσης να απορριφθεί ή να αρθούν τα προσωρινά μέτρα, αν το Κράτος Μέρος, στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, δεν λάβει επαρκή και έγκαιρα αποδεικτικά στοιχεία ή αν η περιουσία είναι ελάχιστης αξίας.

 

      8. Πριν από την άρση προσωρινών μέτρων που λήφθη­καν σύμφωνα με το παρόν άρθρο, το Κράτος Μέρος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, θα δώσει, όπου αυτό είναι δυνατόν, στο αιτούν Κράτος Μέρος την ευκαιρία να εκθέσει τους λόγους του υπέρ της συνέχισης του μέτρου.

 

      9. Οι διατάξεις του παρόντος όρθρου δεν πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που να θίγουν τα δικαιώματα των καλόπιστων τρίτων.

 

Αρθρο 56

Ειδική συνεργασία

 

      Με την επιφύλαξη της εσωτερικής νομοθεσίας του, κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει μέτρα ώστε να μπορεί να διαβιβάσει, χωρίς να θίγονται οι δικές του έρευνες, διώξεις ή δικαστικές διαδικασίες, πληροφορίες για το προϊόν εγκλημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την πα­ρούσα Σύμβαση, σε άλλο Κράτος Μέρος χωρίς προη­γούμενη αίτηση, όταν θεωρεί ότι η αποκάλυψη αυτών των πληροφοριών μπορεί να βοηθήσει το άλλο Κράτος Μέρος στην έναρξη ή την πραγματοποίηση ερευνών, διώξεων ή δικαστικών διαδικασιών ή μπορεί να οδηγήσει σε αίτηση από το εν λόγω Κράτος Μέρος, σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο της Σύμβασης.

 

Αρθρο 57

Επιστροφή και διάθεση περιουσιακών στοιχείων

 

      1. Η περιουσία που δημεύθηκε από Κράτος Μέρος σύμφωνα με το άρθρο 31 ή 55 της παρούσας Σύμβασης διατίθεται, ακόμη και με την επιστροφή στους προη­γούμενους νόμιμους ιδιοκτήτες της, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, από το εν λόγω Κράτος Μέρος σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης και της εσωτερικής νομοθεσίας του.

 

      2. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα νομοθετικά και άλλα μέτρα, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής νομοθεσίας του, που είναι απαραίτητα για να δώσει στις αρμόδιες αρχές του τη δυνατότητα να επιστρέφουν την δημευθείσα περιουσία, όταν ενεργούν με βάση αίτηση άλλου Κράτους Μέρους, σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώ­ματα των καλόπιστων τρίτων.

 

      3. Σύμφωνα με τα άρθρα 46 και 55 της παρούσας Σύμβασης και τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, το Κράτος Μέρος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση:

(α) Στην περίπτωση κατάχρησης δημόσιων κεφαλαί­ων ή νομιμοποίησης εσόδων από κατάχρηση δημόσιων κεφαλαίων, όπως αναφέρονται στα άρθρα 17 και 23 της παρούσας Σύμβασης όταν η δήμευση έγινε σύμφωνα με το άρθρο 55 και βάσει οριστικής απόφασης του αιτού­ντος Κράτους Μέρους απαίτηση από την οποία μπορεί να παραιτηθεί το Κράτος Μέρος στο οποίο υπεβλήθη η αίτηση, θα επιστρέφει την δημευθείσα περιουσία στο αιτούν Κράτος Μέρος.

(β) Στην περίπτωση προϊόντος άλλου εγκλήματος που καλύπτει η παρούσα Σύμβαση, όταν η δήμευση έγινε σύμφωνα με το άρθρο 55 της παρούσας Σύμβασης και βάσει οριστικής απόφασης του αιτούντος Κράτους Μέ­ρους απαίτηση από την οποία μπορεί να παραιτηθεί το Κράτος Μέρος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση, οφείλει να επιστρέψει την δημευθείσα περιουσία στο αιτούν Κράτος Μέρος όταν το τελευταίο αποδείξει εύ­λογα την προηγούμενη ιδιοκτησία του προς το Κράτος Μέρος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, ή όταν το ίδιο το Κράτος Μέρος αναγνωρίζει αποζημίωση στο αιτούν Κράτος Μέρος ως βάση επιστροφής της δημευθείσας περιουσίας.

(γ) Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις δίνει προτεραιότη­τα στην επιστροφή δημευθείσας περιουσίας στο αιτούν Κράτος Μέρος, στην επιστροφή της περιουσίας αυτής στους προηγούμενους νόμιμους ιδιοκτήτες της ή στην αποζημίωση των θυμάτων του εγκλήματος.

 

      4. Όπου αρμόζει, εκτός αν τα Κράτη Μέρη αποφα­σίσουν άλλως, το Κράτος Μέρος στο οποίο υπεβλήθη η αίτηση, μπορεί να αφαιρέσει εύλογες δαπάνες που πραγματοποίησε για έρευνες, διώξεις ή δικαστικές δι­αδικασίες που οδήγησαν στην επιστροφή ή τη διάθε­ση της δημευθείσας περιουσίας σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

 

      5. Όπου αρμόζει, τα Κράτη Μέρη μπορούν επίσης να λάβουν ειδικά υπόψη τη σύναψη συμφωνιών ή αμοιβαία αποδεκτών ρυθμίσεων, κατά περίπτωση, για την οριστι­κή διάθεση της δημευθείσας περιουσίας.

 

Αρθρο 58

Μονάδα οικονομικών πληροφοριών

 

      Τα Κράτη Μέρη συνεργάζονται μεταξύ τους με σκοπό να προλαμβάνουν και να καταπολεμούν τη μεταφορά των προϊόντων εγκλημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση και να προάγουν τρόπους και μέσα για την ανάκτηση των εν λόγω προϊόντων και, για το σκοπό αυτόν, εξετάζουν το ενδεχόμενο δημιουργί­ας μιας μονάδας οικονομικών πληροφοριών που είναι υπεύθυνη για τη λήψη, την ανάλυση και τη διαβίβαση, προς τις αρμόδιες αρχές αναφορών για ύποπτες οικο­νομικές συναλλαγές.

 

Αρθρο 59

Διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες και ρυθμίσεις

 

      Τα Κράτη Μέρη εξετάζουν το ενδεχόμενο σύναψης διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή ρυθμίσεων για να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα της διεθνούς συ­νεργασίας που αναλαμβάνεται σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο της Σύμβασης.

 

Αρθρο 60

Εκπαίδευση και τεχνική συνδρομή

 

Κεφάλαιο VI

Τεχνική συνδρομή και ανταλλαγή πληροφοριών

 

      1. Κάθε Κράτος Μέρος στο βαθμό που είναι απαραί­τητο, αρχίζει, αναπτύσσει ή βελτιώνει συγκεκριμένα εκπαιδευτικά προγράμματα για το προσωπικό του, το οποίο είναι υπεύθυνο για την πρόληψη και την κατα­πολέμηση της διαφθοράς. Τα εν λόγω εκπαιδευτικά προγράμματα μπορούν να αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στους ακόλουθους τομείς:

(α) Αποτελεσματικά μέτρα για την πρόληψη, ανίχνευ­ση, έρευνα, τιμωρία και έλεγχο της διαφθοράς συμπε­ριλαμβανομένης της χρήσης μεθόδων συλλογής απο­δεικτικών στοιχείων και ανακρίσεων.

(β) Δημιουργία ικανότητας ανάπτυξης και σχεδιασμού στρατηγικής πολιτικής κατά της διαφθοράς.

(γ) Εκπαίδευση των αρμόδιων αρχών για την προετοι­μασία αιτήσεων αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής που πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας Σύμβασης.

(δ) Αξιολόγηση και ενίσχυση των θεσμών, της διοί­κησης των δημόσιων υπηρεσιών και της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων προμηθειών, και του ιδιωτικού τομέα.

(ε) Πρόληψη και καταπολέμηση της μεταφοράς των προϊόντων εγκλημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση και ανάκτηση των εν λόγω προϊό­ντων.

(στ) Ανίχνευση και πάγωμα της μεταφοράς των προ­ϊόντων εγκλημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την πα­ρούσα Σύμβαση.

(ζ) Παρακολούθηση της κίνησης των προϊόντων εγκλη­μάτων που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμ­βαση και των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά, την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη των εν λόγω προϊόντων.

(η) Κατάλληλοι και αποτελεσματικοί νομικοί και διοι­κητικοί μηχανισμοί και μέθοδοι για τη διευκόλυνση της επιστροφής των προϊόντων εγκλημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

(θ) Μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την προστασία των θυμάτων και των μαρτύρων που συνεργάζονται με τις δικαστικές αρχές, και

(ι) Εκπαίδευση στους εθνικούς και διεθνείς κανονι­σμούς και σε γλώσσες.

 

      2. Τα Κράτη Μέρη, σύμφωνα με τις δυνατότητες τους εξετάζουν το ενδεχόμενο να προσφέρουν αμοιβαία το ευρύτερο δυνατό φάσμα τεχνικής συνδρομής ιδίως προς όφελος των αναπτυσσόμενων χωρών, στα αντί­στοιχα σχέδια και προγράμματά τους για την κατα­πολέμηση της διαφθοράς συμπεριλαμβανομένης της υλικής υποστήριξης και εκπαίδευσης στους τομείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και της εκπαίδευσης και συνδρομής και της αμοιβαίας ανταλλαγής σχετικής εμπειρίας και ειδικών γνώσεων, που διευκολύνουν τη διεθνή συνεργασία μεταξύ των Κρατών Μερών στους τομείς της έκδοσης και της αμοι­βαίας δικαστικής συνδρομής.

 

      3. Τα Κράτη Μέρη ενισχύουν, στο βαθμό που είναι απαραίτητο, τις προσπάθειες μεγιστοποίησης των λειτουργικών και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων σε διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς και στο πλαί­σιο σχετικών διμερών και πολυμερών συμφωνιών ή ρυθμίσεων.

 

      4. Τα Κράτη Μέρη εξετάζουν το ενδεχόμενο αμοιβαίας αρωγής, μετά από αίτημα, στη διεξαγωγή εκτιμήσεων, μελετών και ερευνών που αφορούν τους τύπους, τις αιτίες, τις επιπτώσεις και τις δαπάνες της διαφθοράς στις αντίστοιχες χώρες τους με σκοπό την ανάπτυξη, με τη συμμετοχή των αρμόδιων αρχών και της κοινω­νίας, στρατηγικών και προγραμμάτων δράσης για την καταπολέμηση της διαφθοράς.

 

      5. Για να διευκολυνθεί η ανάκτηση των προϊόντων εγκλημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, τα Κράτη Μέρη μπορούν να συνεργάζονται για να παρέχουν αμοιβαία τα ονόματα εμπειρογνω­μόνων που μπορούν να βοηθήσουν στην επίτευξη του στόχου αυτού.

 

      6. Τα Κράτη Μέρη εξετάζουν το ενδεχόμενο χρήσης υποπεριφερειακών, περιφερειακών και διεθνών διασκέ­ψεων και σεμιναρίων για την προώθηση της συνεργα­σίας και της τεχνικής συνδρομής και την αναβίωση συζητήσεων σχετικά με προβλήματα αμοιβαίου ενδιαφέ­ροντος, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών προβλημά­των και αναγκών των αναπτυσσόμενων χωρών και των χωρών με οικονομίες σε διαδικασία μετάβασης.

 

      7. Τα Κράτη Μέρη εξετάζουν το ενδεχόμενο δημιουρ­γίας εθελοντικών μηχανισμών, με σκοπό να συμβάλουν οικονομικά στις προσπάθειες των αναπτυσσόμενων χω­ρών και των χωρών με οικονομίες σε διαδικασία μετά­βασης για την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης, μέσω προγραμμάτων και σχεδίων τεχνικής συνδρομής.

 

      8. Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει το ενδεχόμενο να κάνει εθελοντική συνεισφορά στο Γραφείο Ναρκωτικών και Εγκλήματος των Ηνωμένων Εθνών, με σκοπό τη στήριξη, μέσω του Γραφείου, προγραμμάτων και σχε­δίων στις αναπτυσσόμενες χώρες για την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης.

 

Αρθρο 61

Συλλογή, ανταλλαγή και ανάλυση πληροφοριών για τη διαφθορά

 

      1. Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει το ενδεχόμενο ανάλυ­σης, μετά από διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες, των τάσεων της διαφθοράς στην επικράτειά του, καθώς και των περιστάσεων υπό τις οποίες τελούνται αδικήματα διαφθοράς.

 

      2. Τα Κράτη Μέρη εξετάζουν το ενδεχόμενο να ανα­πτύξουν και να καταστήσουν κοινά μεταξύ τους και μέσω στατιστικών διεθνών και περιφερειακών οργανώ­σεων, αναλυτικά στοιχεία σχετικά με τη διαφθορά και πληροφορίες με σκοπό την ανάπτυξη, εφόσον αυτό είναι δυνατόν, κοινών ορισμών, προδιαγραφών και μεθοδολο­γιών, καθώς και πληροφοριών, σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές για την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαφθοράς.

 

      3. Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει το ενδεχόμενο πα­ρακολούθησης των πολιτικών και των συγκεκριμένων μέτρων του για την καταπολέμηση της διαφθοράς και αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητάς τους.

 

Αρθρο 62

Λοιπά μέτρα, εφαρμογή της Σύμβασης μέσω οικονομικής ανάπτυξης και τεχνικής συνδρομής

 

      1. Τα Κράτη Μέρη λαμβάνουν μέτρα που συμβάλλουν στη βέλτιστη εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατόν, μέσω διεθνούς συνερ­γασίας λαμβάνοντας υπόψη τις αρνητικές επιδράσεις της διαφθοράς στην κοινωνία γενικά, και στη διαρκή ανάπτυξη, ειδικότερα.

 

      2. Τα Κράτη Μέρη καταβάλλουν συγκεκριμένες προ­σπάθειες, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατόν και σε συντονισμό μεταξύ τους, καθώς και με διεθνείς και πε­ριφερειακούς οργανισμούς:

(α) Για τη βελτίωση της συνεργασίας τους σε διάφορα επίπεδα με τις αναπτυσσόμενες χώρες, με σκοπό να ενισχυθεί η ικανότητα των τελευταίων για την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαφθοράς.

(β) Για τη βελτίωση της οικονομικής και υλικής συν­δρομής για τη στήριξη των προσπαθειών των αναπτυσ­σόμενων χωρών, σχετικά με την αποτελεσματική πρό­ληψη και την καταπολέμηση της διαφθοράς και για να τις βοηθήσουν να εφαρμόσουν την παρούσα Σύμβαση με επιτυχία.

(γ) Για την παροχή τεχνικής συνδρομής στις ανα­πτυσσόμενες χώρες και στις χώρες με οικονομίες σε διαδικασία μετάβασης, ώστε να τις βοηθήσουν να εκ­πληρώσουν τις ανάγκες τους για την εφαρμογή της πα­ρούσας Σύμβασης. Για το σκοπό αυτόν, τα Κράτη Μέρη θα προσπαθήσουν να κάνουν επαρκείς και τακτικές εθελοντικές εισφορές σε λογαριασμό που θα οριστεί ει­δικά για το σκοπό αυτόν σε μηχανισμό χρηματοδότησης των Ηνωμένων Εθνών. Τα Κράτη Μέρη μπορούν επίσης να εξετάσουν ειδικά, σύμφωνα με την εσωτερική νομο­θεσία τους και τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, την καταβολή στο λογαριασμό αυτόν ενός ποσοστού των χρημάτων ή της αντίστοιχης αξίας των προϊόντων εγκλήματος ή της περιουσίας που κατάσχεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης.

(δ) Για να ενθαρρύνουν και να πείσουν άλλα Κράτη και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως αρμόζει, να συνεργα­στούν μαζί τους στις προσπάθειες που γίνονται σύμφω­να με το παρόν άρθρο, ιδίως παρέχοντας περισσότερα εκπαιδευτικά προγράμματα και σύγχρονο εξοπλισμό στις αναπτυσσόμενες χώρες για να τις βοηθήσουν να επιτύχουν τους στόχους της παρούσας Σύμβασης.

 

      3. Στο βαθμό που είναι δυνατόν, τα μέτρα αυτά δεν πρέπει να θίγουν υπάρχουσες δεσμεύσεις παροχής ξέ­νης συνδρομής ή άλλες ρυθμίσεις οικονομικής συνεργα­σίας σε διμερές, περιφερειακό ή διεθνές επίπεδο.

 

      4. Τα Κράτη Μέρη μπορούν να συνάπτουν διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή ρυθμίσεις σχετικά με την υλική και διοικητική συνδρομή, λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές ρυθμίσεις που είναι απαραίτητες, ώστε τα μέσα διεθνούς συνεργασίας που προβλέπει η παρούσα Σύμβαση να είναι αποτελεσματικά και για την πρόληψη, την αποκάλυψη και τον έλεγχο της διαφθοράς.

 

Αρθρο 63

Διάσκεψη των Κρατών Μερών της Σύμβασης

 

Κεφάλαιο VII

Μηχανισμοί υλοποίησης

 

      1. Ιδρύεται Διάσκεψη των Κρατών Μερών της Σύμ­βασης με σκοπό τη βελτίωση της ικανότητας και της συνεργασίας μεταξύ των Κρατών Μερών για την επί­τευξη των στόχων που παρατίθενται στην παρούσα Σύμβαση και για την προώθηση και την επίβλεψη της υλοποίησής της.

 

      2. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών συγκα­λεί τη Διάσκεψη των Κρατών Μερών το αργότερο ένα έτος μετά τη θέση σε ισχύ της παρούσας Σύμβασης. Εφεξής, θα διεξάγονται τακτικές συνεδριάσεις της Διά­σκεψης των Κρατών Μερών σύμφωνα με τους διαδικα­στικούς κανόνες που θα υιοθετήσει η Διάσκεψη.

 

      3. Η Διάσκεψη των Κρατών Μερών θα υιοθετήσει δι­αδικαστικούς κανόνες και κανόνες που θα διέπουν τη λειτουργία των δραστηριοτήτων που ορίζει το παρόν άρθρο, συμπεριλαμβανομένων κανόνων σχετικά με την είσοδο και συμμετοχή παρατηρητών και την καταβολή των δαπανών που αφορούν την εκτέλεση των δραστη­ριοτήτων αυτών.

 

      4. Η Διάσκεψη των Κρατών Μερών θα συμφωνήσει σχετικά με τις δραστηριότητες, τις διαδικασίες και τις μεθόδους εργασίας για την επίτευξη των στόχων που ορίζει η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου, συμπε­ριλαμβανομένων των εξής:

(α) Διευκόλυνση δραστηριοτήτων από Κράτη Μέρη, βάσει των άρθρων 60 και 62 και των κεφαλαίων II έως V της παρούσας Σύμβασης, συμπεριλαμβανομένης της ενθάρρυνσης της κινητοποίησης εθελοντικών συνει­σφορών.

(β) Διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των Κρατών Μερών, σχετικά με τα πρότυπα και τις τά­σεις της διαφθοράς και σχετικά με επιτυχείς πρακτικές για την πρόληψη και την καταπολέμηση αυτής και για την επιστροφή των προϊόντων εγκλήματος μέσω, με­ταξύ άλλων, της δημοσίευσης σχετικών πληροφοριών, όπως αναφέρει το παρόν άρθρο.

(γ) Συνεργασία με σχετικούς διεθνείς και περιφερεια­κούς οργανισμούς και μηχανισμούς και μη κυβερνητικές οργανώσεις.

(δ) Κατάλληλη χρήση των σχετικών πληροφοριών που παράγουν άλλοι διεθνείς και περιφερειακοί μηχανισμοί για την καταπολέμηση και την πρόληψη της διαφθοράς ώστε να αποφευχθεί η άσκοπη επικάλυψη εργασιών.

(ε) Περιοδική επίβλεψη της υλοποίησης της παρούσας Σύμβασης από τα Κράτη Μέρη της.

(στ) Συστάσεις για τη βελτίωση της παρούσας Σύμ­βασης και της υλοποίησής της.

(ζ) Καταγραφή των απαιτήσεων τεχνικής συνδρομής των Κρατών Μερών σε σχέση με την υλοποίηση της παρούσας Σύμβασης και συστάσεις για ενέργειες που θεωρούνται απαραίτητες από αυτή την άποψη.

 

      5. Για το σκοπό της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, η Διάσκεψη των Κρατών Μερών ενημερώνεται σχετικά με τα μέτρα που έλαβαν τα Κράτη Μέρη για την υλοποίηση της παρούσας Σύμβασης και για τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν μέσω πληροφοριών που παρέχουν τα Κράτη Μέρη και μέσω πρόσθετων μηχα­νισμών επίβλεψης που μπορεί να δημιουργηθούν από τη Διάσκεψη των Κρατών Μερών.

 

      6. Κάθε Κράτος Μέρος παρέχει στην Διάσκεψη των Κρατών Μερών πληροφορίες σχετικά με τα προγράμμα­τα, τα σχέδια και τις πρακτικές του, καθώς και σχετικά με τα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα για την εφαρμο­γή της παρούσας Σύμβασης όπως απαιτεί η Διάσκεψη των Κρατών Μερών. Η Διάσκεψη των Κρατών Μερών θα εξετάσει τον πιο αποτελεσματικό τρόπο λήψης των πληροφοριών αυτών και ενεργειών επί τούτων, συ­μπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, πληροφοριών που λαμβάνει από Κράτη Μέρη και από αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς. Μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη πληροφορίες που προέρχονται από σχετικές μη κυβερ­νητικές οργανώσεις που είναι δεόντως διαπιστευμένες σύμφωνα με τις διαδικασίες που θα αποφασιστούν από τη Διάσκεψη των Κρατών Μερών.

 

      7. Σύμφωνα με τις παραγράφους 4 έως 6 του παρό­ντος άρθρου, η Διάσκεψη των Κρατών Μερών θα δημι­ουργήσει, αν το θεωρεί απαραίτητο, κάθε κατάλληλο μηχανισμό ή φορέα που θα συνδράμει στην αποτελε­σματική εφαρμογή της Σύμβασης.

 

Αρθρο 64

Γραμματεία

 

      1. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών πα­ρέχει τις απαραίτητες γραμματειακές υπηρεσίες στη Διάσκεψη των Κρατών Μερών της Σύμβασης.

 

      2. Η γραμματεία:

(α) Βοηθά τη Διάσκεψη των Κρατών Μερών στην εκτέ­λεση των δραστηριοτήτων που ορίζονται στο όρθρο 63 της παρούσας Σύμβασης και κάνει ρυθμίσεις και παρέχει τις απαραίτητες υπηρεσίες για τις συνεδριάσεις της Διάσκεψης των Κρατών Μερών.

(β) Μετά από αίτημα, βοηθά τα Κράτη Μέρη στην παροχή πληροφοριών προς τη Διάσκεψη των Κρατών Μερών, όπως προβλέπει το όρθρο 63, παράγραφοι 5 και 6, της παρούσας Σύμβασης, και

(γ) Εξασφαλίζει τον απαραίτητο συντονισμό με τις γραμματείες των σχετικών διεθνών και περιφερειακών οργανισμών.

 

Αρθρο 65

Εφαρμογή της Σύμβασης

 

Κεφάλαιο VIII

Τελικές διατάξεις

 

      1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των νομοθετικών και διοικητι­κών μέτρων, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής νομοθεσίας του, για να διασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του βάσει της παρούσας Σύμβασης.

 

      2. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί να υιοθετεί αυστη­ρότερα μέτρα από αυτά που προβλέπει η παρούσα Σύμβαση για την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαφθοράς.

 

Αρθρο 66

Διευθέτηση διαφορών

 

      1. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να διευθετούν τις δια­φορές που αφορούν την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης μέσω διαπραγματεύσεων.

 

      2. Κάθε διαφορά μεταξύ δύο ή περισσότερων Κρατών Μερών σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης η οποία δεν μπορεί να διευθετη­θεί μέσω διαπραγματεύσεων εντός εύλογου χρόνου, θα υποβάλλεται σε διαιτησία μετά από αίτημα ενός από τα εν λόγω Κράτη Μέρη. Αν, έξι μήνες μετά την ημερομηνία της υποβολής του αιτήματος για διαιτησία, τα εν λόγω Κράτη Μέρη δεν μπορούν να συμφωνήσουν σχετικά με την οργάνωση της διαιτησίας οποιοδήποτε από τα εν λόγω Κράτη Μέρη μπορεί να παραπέμψει τη διαφορά στο Διεθνές Δικαστήριο με αίτημα σύμφωνο με το Καταστατικό του Δικαστηρίου.

 

      3. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί, κατά το χρόνο υπογρα­φής επικύρωσης αποδοχής έγκρισης ή προσχώρησης στην παρούσα Σύμβαση, να δηλώσει ότι δεν θεωρεί ότι δεσμεύεται από την παράγραφο 2 του παρόντος όρθρου. Τα άλλα Κράτη Μέρη δεν θα δεσμεύονται από την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου σε σχέση με το Κράτος Μέρος που διατύπωσε αυτή την επιφύλαξη.

 

      4. Κάθε Κράτος Μέρος που διατύπωσε επιφύλαξη σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να αποσύρει την επιφύλαξη αυτή με γνωστοποίηση προς το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

 

Αρθρο 67

Υπογραφή, επικύρωση, αποδοχή, έγκριση και προσχώρηση

 

      1. Η παρούσα Σύμβαση θα παραμείνει ανοικτή για όλα τα Κράτη για υπογραφή από τις 9 έως τις 11 Δεκεμ­βρίου 2003 στη Merida του Μεξικό και, εφεξής στην Έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη έως τις 9 Δεκεμβρίου 2005.

 

      2. Η παρούσα Σύμβαση θα είναι επίσης ανοικτή για υπογραφή από περιφερειακούς οργανισμούς οικονομι­κής ενοποίησης με την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον ένα Κράτος Μέρος του εν λόγω οργανισμού έχει υπογράψει την παρούσα Σύμβαση σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

 

      3. Η παρούσα Σύμβαση υπόκειται σε επικύρωση, απο­δοχή ή έγκριση. Τα έγγραφα επικύρωσης αποδοχής ή έγκρισης κατατίθενται στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Περιφερειακός οργανισμός οικονο­μικής ενοποίησης μπορεί να καταθέσει το έγγραφο επικύρωσης αποδοχής ή έγκρισής του αν έχει πράξει ομοίως τουλάχιστον ένα από τα Κράτη Μέρη του. Στο εν λόγω κείμενο επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης, ο εν λόγω οργανισμός δηλώνει την έκταση αρμοδιότητάς του σε σχέση με τα ζητήματα που διέπονται από την παρούσα Σύμβαση. Ο εν λόγω οργανισμός ενημερώνει επίσης το θεματοφύλακα για κάθε σχετική μεταβολή της έκτασης της αρμοδιότητάς του.

 

      4. Η παρούσα Σύμβαση είναι ανοικτή για προσχώρηση από οποιοδήποτε Κράτος ή περιφερειακό οργανισμό οι­κονομικής ενοποίησης, τουλάχιστον ένα Κράτος-μέλος του οποίου είναι Μέρος της παρούσας Σύμβασης. Τα έγγραφα προσχώρησης κατατίθενται στον Γενικό Γραμ­ματέα των Ηνωμένων Εθνών. Κατά το χρόνο προσχώ­ρησης, ο εν λόγω οργανισμός δηλώνει την έκταση της αρμοδιότητάς του σε σχέση με τα ζητήματα που διέπο­νται από την παρούσα Σύμβαση. Ο εν λόγω οργανισμός ενημερώνει επίσης το θεματοφύλακα για κάθε σχετική μεταβολή της έκτασης της αρμοδιότητάς του.

 

Αρθρο 68

Θέση σε ισχύ

 

      1. Η παρούσα Σύμβαση τίθεται σε ισχύ την ενενηκοστή ημέρα μετά την ημερομηνία κατάθεσης του τριακοστού εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώ­ρησης. Για το σκοπό της παρούσας παραγράφου, κάθε έγγραφο που κατατίθεται από περιφερειακό οργανισμό οικονομικής ενοποίησης δεν θεωρείται πρόσθετο αυ­τών που κατατέθηκαν από Κράτη Μέρη του εν λόγω οργανισμού.

 

      2. Για κάθε Κράτος ή περιφερειακό οργανισμό οικονο­μικής ενοποίησης που επικυρώνει, αποδέχεται, εγκρίνει ή προσχωρεί στην παρούσα Σύμβαση μετά την κατά­θεση του τριακοστού εγγράφου, η παρούσα Σύμβαση τίθεται σε ισχύ τριάντα ημέρες μετά την ημερομηνία κατάθεσης του σχετικού εγγράφου από το εν λόγω Κράτος ή οργανισμό ή την ημερομηνία που η παρούσα Σύμβαση τίθεται σε ισχύ σύμφωνο με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, όποια από τις δύο ημερομηνίες είναι μεταγενέστερη της άλλης.

 

Αρθρο 69

Τροποποίηση

 

      1. Μετά τη λήξη περιόδου πέντε ετών από τη θέση σε ισχύ της παρούσας Σύμβασης, Κράτος Μέρος μπορεί να προτείνει τροποποίηση και να τη διαβιβάσει στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος θα γνωστοποιήσει την προτεινόμενη τροποποίηση στα Κράτη Μέρη και στη Διάσκεψη των Κρατών Μερών της Σύμβασης με σκοπό να μελετηθεί η πρόταση και να λη­φθεί σχετική απόφαση. Η Διάσκεψη των Κρατών Μερών καταβάλλει κάθε προσπάθεια να επιτύχει συναίνεση για κάθε τροποποίηση. Αν εξαντληθούν όλες οι προσπάθει­ες για την επίτευξη συναίνεσης και δεν επιτευχθεί συμ­φωνία, η τροποποίηση θα απαιτεί, ως έσχατη λύση, για την υιοθέτηση της πλειοψηφία δύο τρίτων των Κρατών Μερών που είναι παρόντα και ψηφίζουν στη συνεδρίαση της Διάσκεψης των Κρατών Μερών.

 

      2. Οι περιφερειακοί οργανισμοί οικονομικής ενοποί­ησης σε ζητήματα της αρμοδιότητάς τους ασκούν το δικαίωμα ψήφου τους σύμφωνα με το παρόν άρθρο με αριθμό ψήφων ίσο με τον αριθμό των Κρατών Μερών τους που είναι Μέρη της παρούσας Σύμβασης Οι ορ­γανισμοί αυτοί δεν ασκούν το δικαίωμα ψήφου τους αν τα Κράτη Μέρη τους ασκήσουν το δικό τους δικαίωμα και αντίστροφα.

 

      3. Τροποποίηση που υιοθετείται σύμφωνα με την πα­ράγραφο 1 του παρόντος άρθρου υπόκειται σε επικύ­ρωση, αποδοχή ή έγκριση από τα Κράτη Μέρη.

 

      4. Τροποποίηση που υιοθετείται σύμφωνα με την πα­ράγραφο 1 του παρόντος άρθρου τίθεται σε ισχύ σε σχέση με Κράτος Μέρος ενενήντα ημέρες μετά την ημερομηνία κατάθεσης στο Γενικό Γραμματέα των Ηνω­μένων Εθνών του εγγράφου επικύρωσης αποδοχής ή έγκρισης της εν λόγω τροποποίησης.

 

      5. Όταν τίθεται σε ισχύ μια τροποποίηση, είναι δεσμευ­τική για τα Κράτη Μέρη που εξέφρασαν τη συγκατάθεση τους να δεσμεύονται από αυτήν. Τα άλλα Κράτη Μέρη θα εξακολουθούν να δεσμεύονται από τις διατάξεις της πα­ρούσας Σύμβασης και τυχόν προηγούμενες τροποποιή­σεις τις οποίες επικύρωσαν, αποδέχθηκαν ή ενέκριναν.

 

Αρθρο 70

Καταγγελία

 

      1. Οποιοδήποτε Κράτος Μέρος μπορεί να καταγγείλει την παρούσα Σύμβαση με γραπτή γνωστοποίηση προς τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Η εν λόγω καταγγελία τίθεται σε ισχύ ένα έτος μετά την ημερο­μηνία παραλαβής της γνωστοποίησης από το Γενικό Γραμματέα.

 

      2. Ο περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενοποίη­σης παύει να είναι Μέρος της παρούσας Σύμβασης όταν όλα τα Κράτη Μέρη του την καταγγείλουν.

 

Αρθρο 71

Θεματοφύλακας και γλώσσες

 

      1. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών ορίζε­ται θεματοφύλακας της παρούσας Σύμβασης.

 

      2. Το πρωτότυπο κείμενο της παρούσας Σύμβασης, της οποίος τα κείμενα στην αραβική, κινεζική, αγγλι­κή, γαλλική, ρωσική και ισπανική γλώσσα είναι εξίσου αυθεντικά, κατατίθεται στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

 

      ΣΕ ΠΙΣΤΩΣΗ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ, οι υπογεγραμμένοι πληρε­ξούσιοι, νόμιμα εξουσιοδοτημένοι από τις αντίστοιχες Κυβερνήσεις τους, υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση.

 

Αρθρο δεύτερο

 

      1. Τα άρθρα 159, 235, 236 και 237 του Ποινικού Κώδικα (π.δ. 283/1985 ΦΕΚ 106 Α) αντικαθίστανται ως εξής:

 

«Αρθρο 159

Δωροδοκία

 

      1. Όποιος σχετικά με κάποια εκλογή ή ψηφοφορία που διενεργείται από τη Βουλή ή κάποια επιτροπή της ή από νομαρχιακό, δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο τοπικής αυτοδιοίκησης ή επιτροπή κάποιου από αυτά, προτείνει, παρέχει ή υπόσχεται σε βουλευτή ή σε σύμβουλο των παραπάνω συμβουλίων ή σε μέλος των επιτροπών αυ­τών δώρα ή οποιαδήποτε άλλα ωφελήματα που δεν του οφείλονται ως αντάλλαγμα για να μην λάβουν μέρος στην εκλογή ή στην ψηφοφορία ή για να ψηφίσουν με ορισμένο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.

 

      2. Με την ίδια ποινή τιμωρούνται οι βουλευτές ή οι σύμβουλοι ή τα μέλη επιτροπών που σχετικά με κάποια από τις εκλογές ή ψηφοφορίες της παρ. 1 αυτού του άρθρου δέχονται την παροχή ή υπόσχεση δώρων ή άλ­λων ωφελημάτων που δεν τους οφείλονται ή απαιτούν τέτοια ως αντάλλαγμα για να μην λάβουν μέρος στην εκλογή ή ψηφοφορία ή για να ψηφίσουν με ορισμένο τρόπο.

 

      3. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών στον υπαίτιο των πράξεων των παραγράφων 1 και 2, αν η αξία των δώρων, ωφελημάτων ή ανταλλαγμάτων υπερβαίνει το συνολικό ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ.»

 

«Αρθρο 235

Παθητική δωροδοκία

 

      1. Υπάλληλος, ο οποίος, κατά παράβαση των καθηκό­ντων του ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβη­ση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο, ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, για ενέργεια ή παράλειψη του μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.

 

      2. Αν η αξία των ωφελημάτων υπερβαίνει το συνολι­κό ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.»

 

«Αρθρο 236

Ενεργητική δωροδοκία

 

      1. Όποιος υπόσχεται ή παρέχει σε υπάλληλο, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, οποιασδήποτε φύσης ωφελή­ματα για τον εαυτό του ή για τρίτο, για ενέργεια ή πα­ράλειψη του μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται στα καθήκοντα του ή αντίκειται σε αυτά, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.

 

      2. Αν η αξία των ωφελημάτων υπερβαίνει το συνολι­κό ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

 

      3. Η πράξη μένει ατιμώρητη, αν αυτός με δική του θέληση και πριν εξετασθεί οπωσδήποτε για την πράξη την αναγγείλει στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή σε οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο ή άλλη αρμόδια αρχή, εγχειρίζοντας έγγραφη αναφορά ή προφορικά οπότε συντάσσεται σχετική έκθεση. Στην περίπτωση αυτή το δώρο ή τα ωφελήματα που τυχόν κατασχέθη­καν ή έχουν παραδοθεί στον ανακριτή αποδίδονται σε αυτόν που το έδωσε και δεν εφαρμόζεται στην περί­πτωση αυτή η διάταξη του άρθρου 238.»

 

«Αρθρο 237

Δωροδοκία δικαστή

 

      1. Εκείνος που καλείται κατά το νόμο να εκτελέσει δικαστικά καθήκοντα ή ο διαιτητής, αν απαιτήσουν ή δεχθούν δώρα ή άλλα ωφελήματα που δεν δικαιούνται ή την υπόσχεση ότι θα τα λάβουν με το σκοπό να δι­εξαχθεί ή να κριθεί μια υπόθεση που τους έχει ανατε­θεί υπέρ ή εναντίον κάποιου, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.

 

      2. Αν η αξία των δώρων ή ωφελημάτων υπερβαίνει το συνολικό ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

 

      3. Όποιος για το σκοπό που αναφέρθηκε προσφέρει, υπόσχεται, διαμεσολαβεί ή δίνει τέτοια δώρα ή ωφελή­ματα σε κάποιο από τα πρόσωπα της παραγράφου 1 ή σε οικείο τους, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, β) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν η αξία των δώρων ή ωφελημάτων υπερβαίνει το συνολικό ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ.

 

      4. Η πράξη της προηγούμενης παραγράφου μένει ατι­μώρητη, αν αυτός με δική του θέληση και πριν εξετα­σθεί οπωσδήποτε για την πράξη την αναγγείλει στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή σε οποιονδήποτε ανα­κριτικό υπάλληλο ή άλλη αρμόδια αρχή, εγχειρίζοντας έγγραφη αναφορά ή προφορικά οπότε συντάσσεται σχετική έκθεση. Στην περίπτωση αυτή το δώρο ή τα ωφελήματα που τυχόν κατασχέθηκαν ή έχουν παραδο­θεί στον ανακριτή αποδίδονται σε αυτόν που το έδωσε και δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή η διάταξη του άρθρου 238.»

 

      2. Το άρθρο τέταρτο του ν. 3560/2007 (ΦΕΚ 103 Α) αντικαθίσταται, ως εξής:

 

«Αρθρο τέταρτο

Δωροδοκία μελών αλλοδαπών δημόσιων συνελεύσεων

 

      Οι διατάξεις του άρθρου 159 του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζονται και επί των:

α) πράξεων της ενεργητικής και της παθητικής δωρο­δοκίας από και προς οποιοδήποτε πρόσωπο που είναι μέλος δημόσιας συνέλευσης που ασκεί νομοθετικές ή διοικητικές εξουσίες δηλαδή μέλος της Βουλής ή Επι­τροπής της ή οποιουδήποτε Συμβουλίου Τοπικής Αυτο­διοίκησης σε κάθε άλλο κράτος μέρος της Σύμβασης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο και

β) πράξεων ενεργητικής και παθητικής δωροδοκίας από και προς μέλη κοινοβουλευτικών συνελεύσεων διεθνών ή υπερεθνικών οργανισμών, στους οποίους η Ελληνική Δημοκρατία είναι μέλος.»

 

      3. Το άρθρο δεύτερο του ν. 2656/1998 (ΦΕΚ 265 Α) αντικαθίσταται ως εξής:

 

«Αρθρο δεύτερο

Δωροδοκία αλλοδαπού δημόσιου λειτουργού

 

      1. Όποιος, κατά την άσκηση διεθνών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και με σκοπό να αποκτήσει ή να δια­τηρήσει αθέμιτο επιχειρηματικό ή άλλο, μη οφειλόμενο, πλεονέκτημα, χρηματικό ή μη, προσφέρει, υπόσχεται ή δίνει, ο ίδιος ή μέσω τρίτου, δώρα ή άλλα μη οφειλόμενα ανταλλάγματα, σε αλλοδαπό δημόσιο λειτουργό, κατά την έννοια της σύμβασης του Ο.Ο.Σ.Α. που κυρώνεται με το άρθρο πρώτο του νόμου αυτού, υπέρ αυτού ή τρίτου, προκειμένου αυτός να προβεί σε ενέργεια ή παράλει­ψη που ανάγεται στην υπηρεσία του ή αντίκειται στα καθήκοντα του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.

 

      2. Αν η αξία των δώρων ή των ανταλλαγμάτων υπερ­βαίνει το συνολικό ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

 

      3. Τα δοθέντα δώρα ή η αξία τους, καθώς επίσης και τα προϊόντα του εγκλήματος, που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο, ή η αξία τους, δημεύονται.

 

      4. Το άρθρο 30 παρ. 2 του ΚΠΔ δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις αυτές.».

 

      4. Το άρθρο τρίτο του ν. 2803/2000 (ΦΕΚ 48 Α) αντι­καθίσταται ως εξής:

 

«Αρθρο τρίτο

Δωροδοκία

 

      1. Οι υπαίτιοι των πράξεων της παθητικής και ενερ­γητικής δωροδοκίας υπαλλήλου, που προβλέπονται στα άρθρα 2 και 3 του από 27.9.1996 Πρωτοκόλλου της Σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφε­ρόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κυρώνεται με το νόμο αυτόν, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.

 

      2. Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρούνται αν η αξία των δώρων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ.

 

      3. Στις περιπτώσεις αυτές το δικαστήριο διατάσσει τη δήμευση των δώρων που δόθηκαν ή της αξίας τους.»

 

      5. Η διάταξη του άρθρου πέμπτου του ν. 3560/2007 (ΦΕΚ 103 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

 

«Αρθρο πέμπτο

Ενεργητική και παθητική δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα

 

      1. Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος με πρόθεση, κατά την άσκηση της επιχειρημα­τικής δραστηριότητας, υπόσχεται, προσφέρει ή παρέχει, άμεσα ή έμμεσα, οποιοδήποτε μη οφειλόμενο πλεονέ­κτημα ή αντάλλαγμα σε οποιοδήποτε πρόσωπο έχει διευθυντική θέση ή εργάζεται με οποιαδήποτε ιδιότητα σε φορείς του ιδιωτικού τομέα, για τον ίδιο ή για τρί­τον, για ενέργεια ή για παράλειψη κατά παράβαση των καθηκόντων του, όπως αυτά διαγράφονται από το νόμο, τη σύμβαση εργασίας, τους εσωτερικούς κανονισμούς, τις εντολές ή οδηγίες των προϊσταμένων του ή προκύ­πτουν από τη φύση της θέσης του στην υπηρεσία του εργοδότη. Η πράξη μένει ατιμώρητη, αν συντρέχουν στο πρόσωπο του δράστη οι προϋποθέσεις της πα­ραγράφου 3 του άρθρου 236 του Ποινικού Κώδικα και στην περίπτωση αυτή το δώρο ή το ωφέλημα που τυ­χόν κατασχέθηκε ή έχει παραδοθεί στην αρμόδια αρχή αποδίδεται σε αυτόν που το έδωσε και δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή η διάταξη του άρθρου 238 του Ποινικού Κώδικα. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και κάθε διευθυντής ή εργαζόμενος με οποιαδήποτε ιδιότητα σε φορείς του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος με πρόθεση κατά την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας απαιτεί ή λαμβάνει, άμεσα ή έμμεσα οποιοδήποτε μη οφειλόμενο αντάλλαγμα για τον ίδιο ή για οποιονδή­ποτε άλλο ή δέχεται υπόσχεση ενός τέτοιου πλεονε­κτήματος ή ανταλλάγματος, για ενέργεια ή παράλειψη του κατά παράβαση των καθηκόντων του.

 

      2. Στον υπαίτιο των πράξεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν η αξία των πλεονεκτημάτων ή ανταλλαγμά­των υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ.

 

      3. Η διάταξη του άρθρου 238 του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζεται και στα αδικήματα του παρόντος άρ­θρου.»

 

      6. Η διάταξη της παραγράφου 2 του δωδέκατου άρ­θρου του ν. 3560/2007 αντικαθίσταται ως εξής:

 

      «2. Κατά την ποινική προδικασία για τις πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρ­θρου μπορεί να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα για την αποτελεσματική προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό των καταγγελλόντων τις πράξεις αυτές ή των ουσιωδών μαρτύρων ή των πραγματογνωμόνων ή των θυμάτων ή συγγενών τους ή άλλων προσώπων που συνδέονται στενά με αυτούς, όπου τούτο είναι αναγκαίο, με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 9 παράγραφοι 2 έως 4 του ν. 2928/2001.»

 

      7. α) Στην περίπτωση α' της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 2225/1994 προστίθενται τα εξής: πριν από το άρθρο 168 παρ. 1 «159 παρ. 3», πριν από το άρθρο 264 παρ. β' «235 περ. β', 236 περ. β', 237 περιπτώσεις β' των παρα­γράφων 1 και 2» και πριν από το άρθρο 374 «342 παρ. 1 και 2, 348, 348Α παρ. 3».

 

      β) Στην ίδια παράγραφο του παραπάνω άρθρου προ­στίθενται οι εξής περιπτώσεις: «στ') το άρθρο δεύτερο παράγραφος 1 περ. β' του ν. 2656/1998», «ζ') το άρθρο τρίτο παράγραφος 1 περ. β' του ν. 2803/2000», «η') το άρθρο 2 παρ. 1 περ. α' και β' του ν. 2331/1995».

 

      γ) Στην τελευταία φράση της ίδιας παραγράφου του ίδιου άρθρου, μετά τις λέξεις «...Ποινικού Κώδικα.», προ­στίθεται η φράση: «καθώς επίσης και για τα εγκλήματα των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 342 του ΠΚ και των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 348Α του ΠΚ.»

 

Αρθρο τρίτο

Ορολογία

 

      Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου οι όροι «δη­μόσιος λειτουργός», «ξένος δημόσιος λειτουργός», «λειτουργός δημόσιου διεθνούς οργανισμού», «περιου­σία», «προϊόντα εγκλήματος», «πάγωμα» ή «κατάσχεση», «δήμευση», «βασικό έγκλημα», «ελεγχόμενη παράδοση» έχουν την έννοια που ορίζεται στο άρθρο 2 της Σύμβα­σης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο.

 

Αρθρο τέταρτο

Δωροδοκία αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών, λειτουργών διεθνών οργανισμών κ.λπ.

 

      1. Οι διατάξεις των άρθρων 235, 236, 237 και 238 του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζονται και επί των πράξεων της ενεργητικής και της παθητικής δωροδοκίας από και προς δημόσιους υπαλλήλους, λειτουργούς και δικαστές, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ένορκοι και οι διαιτητές, άλλου κράτους μέρους της Σύμβασης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο.

 

      2. Οι διατάξεις των άρθρων 235, 236 και 238 του Ποι­νικού Κώδικα εφαρμόζονται και επί των πράξεων της ενεργητικής και της παθητικής δωροδοκίας από και προς λειτουργούς ή άλλους υπαλλήλους με οποιαδή­ποτε συμβατική σχέση, κατά την έννοια των οικείων κανονισμών προσωπικού, κάθε δημόσιου διεθνούς ή υπερεθνικού οργανισμού ή φορέα στον οποίο η Ελληνική Δημοκρατία είναι μέλος, καθώς και σε κάθε πρόσωπο, αποσπασμένο ή όχι, που εκτελεί καθήκοντα που αντι­στοιχούν σε αυτά που εκτελούν οι εν λόγω λειτουργοί ή υπάλληλοι.

 

      3. Οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζονται και επί των πράξεων της ενερ­γητικής και της παθητικής δωροδοκίας που αναφέρο­νται σε πρόσωπα που ασκούν δικαστικά καθήκοντα ή καθήκοντα διαιτητή ή ενόρκου σε διεθνή δικαστήρια, των οποίων η δικαιοδοσία είναι αποδεκτή από την Ελλη­νική Δημοκρατία. Ως προς τις πράξεις της ενεργητικής και της παθητικής δωροδοκίας από και προς τους λοι­πούς αξιωματούχους των εν λόγω διεθνών δικαστηρίων, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 235, 236 και 238 του Ποινικού Κώδικα.

 

Αρθρο πέμπτο

Δωροδοκία μελών δημόσιων συνελεύσεων

 

      1. Οι διατάξεις του άρθρου 159 του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζονται και επί των πράξεων της ενεργητικής και της παθητικής δωροδοκίας από και προς οποιοδήποτε πρόσωπο που είναι μέλος δημόσιας συνέλευσης που ασκεί νομοθετικές ή διοικητικές εξουσίες, μέλος της Βουλής ή Επιτροπής της ή οποιουδήποτε Συμβουλίου Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε κάθε άλλο κράτος μέρος της Σύμβασης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο.

 

      2. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 5 του άρ­θρου 159 του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζονται και επί πράξεων ενεργητικής και παθητικής δωροδοκίας από και προς μέλη κοινοβουλευτικών συνελεύσεων διεθνών ή υπερεθνικών οργανισμών, στους οποίους η Ελληνική Δημοκρατία είναι μέλος.

 

Αρθρο έκτο

Νομιμοποίηση εσόδων από αδικήματα διαφθοράς

 

      Μετά το εδάφιο ιστιστ' του στοιχ. α' του ν. 2331/1995, όπως έχει τροποποιηθεί με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3424/2005 (ΦΕΚ 305 Α) προστίθεται εδάφιο ιζιζ'', το οποίο έχει ως εξής:

 

      «ιζιζ'. Τα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα από τις δια­τάξεις των άρθρων τέταρτου, πέμπτου και όγδοου του νόμου, με τον οποίο κυρώνεται η Σύμβαση των Ηνωμέ­νων Εθνών κατά της Διαφθοράς που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη στις 31 Οκτωβρίου 2003.»

 

Αρθρο έβδομο

Μέτρα για τη διευκόλυνση της συλλογής των αποδείξεων και για την προστασία συνεργατών δικαιοσύνης και μαρτύρων

 

     1. Κατά την ποινική προδικασία για τις πράξεις που προβλέπονται από την κυρούμενη με τον παρόντα νόμο Σύμβαση μπορεί να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα για την αποτελεσματική προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό των καταγγελλόντων τις πράξεις αυτές ή των ουσιωδών μαρτύρων ή των πραγματογνωμόνων ή των θυμάτων ή συγγενών τους ή άλλων προσώπων που συνδέονται στενά με αυτούς, όπου τούτο είναι αναγκαίο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφοι 2 ως 4 του ν. 2928/2001.

 

      2. Για τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται στα άρθρα 235, 236 και 237 του Ποινικού Κώδικα και στα άρθρα τέταρτο, πέμπτο και έκτο του παρόντος νόμου εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του άρθρου 253Α παράγραφος 1 περιπτώσεις γ', δ', ε' και παράγραφοι 2 και 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

 

Αρθρο όγδοο

Ευθύνη νομικών προσώπων

 

      Το άρθρο δέκατο του ν. 3560/2007 (ΦΕΚ 103 Α) εφαρ­μόζεται και σε σχέση με πράξεις που προβλέπονται από την κυρούμενη με τον παρόντα νόμο Σύμβαση και τελούνται σε οποιοδήποτε κράτος μέρος.

 

Αρθρο ένατο

Ειδικές ανακριτικές αρχές

 

      Στα αδικήματα που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο οι ανακριτικές πράξεις διεξάγονται από τα αρμό­δια όργανα της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων. Παράλληλα διατηρείται και η αρμοδιότητα των κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας οργάνων.

 

Αρθρο δέκατο

Δικαιοδοσία - Αυτεπάγγελτη δίωξη

 

      1. Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκ­δικάζουν αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 42, σε συνδυασμό με τα άρθρα 23 παράγραφος 1 (α) (i) ή (β) (i) (ii) της Σύμβασης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο.

 

      2. Τα προβλεπόμενα από τον παρόντα νόμο αδική­ματα διώκονται αυτεπαγγέλτως, οπουδήποτε και αν τελέστηκαν.

 

Αρθρο ενδέκατο

Δηλώσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά την κατάθεση του εγγράφου επικύρωσης της Σύμβασης

 

      1. Η Ελληνική Δημοκρατία δηλώνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 66 παράγραφος 3 της Σύμβασης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο, δεν δεσμεύεται από την παρά­γραφο 2 του ίδιου άρθρου της Σύμβασης.

 

      2. Η Ελληνική Δημοκρατία δηλώνει ότι αρμόδια Κε­ντρική Αρχή στην οποία απευθύνονται αιτήσεις που γίνονται σύμφωνα με το κεφάλαιο IV της Σύμβασης είναι το Υπουργείο Δικαιοσύνης και κάθε σχετικό αίτημα, καθώς και τα συνοδευτικά του έγγραφα πρέπει να είναι μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα.

 

Αρθρο δωδέκατο

 

      1. Το άρθρο 57 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντι­καθίσταται ως εξής:

 

«Αρθρο 57

 

      1. Η εξαίρεση προτείνεται από τον διάδικο πέντε ημέρες πριν από τη συζήτηση στο ακροατήριο, ενώ αργότερα έως ότου περατωθεί η συζήτηση στο ακρο­ατήριο, μόνο αν πιθανολογείται ότι η περίπτωση ή οι λόγοι της εξαίρεσης προέκυψαν ή έγιναν γνωστοί στον διάδικο μετά την πάροδο της πενθήμερης προθεσμίας. Στην τελευταία περίπτωση, αν η εξαίρεση γίνει δεκτή, μπορούν, ύστερα από αίτηση, να κηρυχθούν άκυρες οι πράξεις της διαδικασίας στις οποίες είχε συμπράξει εκείνος του οποίου ζητείται η εξαίρεση.

 

      2. Δεν επιτρέπεται αίτηση εξαίρεσης: α) όλων των μελών του δικαστηρίου, στο οποίο υπηρετούν πράγματι περισσότεροι από πέντε δικαστές, β) μελών του δικα­στηρίου ή του γραμματέα του δικαστηρίου, το οποίο αποφασίζει για την αίτηση εξαίρεσης κατά το άρθρο 54, γ) περισσοτέρων των οκτώ δικαστών για κάθε δικαστήριο στο οποίο υπηρετούν πράγματι τουλάχιστον δώδεκα δικαστές, δ)περισσοτέρων των τεσσάρων δικαστών για κάθε δικαστήριο, στο οποίο υπηρετούν πράγματι τουλά­χιστον επτά δικαστές και περισσοτέρων των δύο όταν υπηρετούν πράγματι λιγότεροι από επτά δικαστές, ε) μελών του δικαστηρίου, το οποίο αποφασίζει για την παραπομπή της αίτησης εξαίρεσης από δικαστήριο σε δικαστήριο κατά το άρθρο 50.

 

      3. Αίτηση εξαίρεσης, η οποία υποβάλλεται παρά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, είναι απα­ράδεκτη και απορρίπτεται από το ίδιο το δικαστήριο, του οποίου ζητείται η εξαίρεση μελών του. Η αίτηση αυτή δεν αποτελεί λόγο αποχής από την άσκηση των καθηκόντων τους για τα πρόσωπα των οποίων ζητείται η εξαίρεση.»

 

      2. Το άρθρο 49 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

 

«Αρθρο 49

 

      Την παραπομπή έχει δικαίωμα να ζητήσει οποιοσ­δήποτε διάδικος και αυτεπαγγέλτως ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή του συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστη­ρίου εφαρμόζοντας αναλόγως τις διατάξεις του άρθρου 307, στις περιπτώσεις 1 και 2 του άρθρου 48 και μόνον ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στην περίπτωση 3 του ίδιου άρθρου.»

 

      3. Η περίπτωση 1 του άρθρου 48 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

 

      «1. αν από ένα δικαστήριο εξαιρεθούν τόσοι δικαστές, ώστε οι υπόλοιποι να μην αρκούν για τη νόμιμη συγκρό­τηση του δικαστηρίου.»

 

Αρθρο δέκατο τρίτο

 

      Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και της Σύμ­βασης που κυρώνεται από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 68 αυτής.

 

      Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.