ΝΟΜΟΣ 3606/2007 - ΦΕΚ 195/Α'/ 17.8.2007

Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις

 

Αρθρο 1

Σκοπός

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΑΓΟΡΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

 

    Σκοπός του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «Για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κα­τάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου» της 21ης Απριλίου 2004 (L 145/30.4.2004).

 

Αρθρο 2

Ορισμοί

 

    Για τους σκοπούς του νόμου αυτού, νοούνται ως:

 

1.  «Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» (ΕΠΕΥ): κάθε νομικό πρόσωπο του οποίου το σύνηθες επάγγελμα ή δραστηριότητα είναι η παροχή μιας ή πε­ρισσότερων επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους ή η διε­νέργεια μιας ή περισσότερων επενδυτικών δραστηριοτή­των σε επαγγελματική βάση. Ως ΕΠΕΥ νοείται και κάθε φυσικό πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί σχετική άδεια από άλλο κράτος - μέλος σύμφωνα με την Οδηγία 2004/39/ΕΚ.

2.  «Ανώνυμη Εταιρία Παροχής Επενδυτικών Υπηρε­σιών» (ΑΕΠΕΥ): ΕΠΕΥ η οποία έχει λάβει άδεια λειτουρ­γίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού.

3.  «Πιστωτικό ίδρυμα»: το πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α') ή, εφόσον πρόκει­ται για πιστωτικό ίδρυμα με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος - μέλος, η επιχείρηση κατά την έννοια του δεύτε­ρου εδαφίου της παραγράφου Ια του άρθρου 4 της Οδη­γίας 2006/48/ΕΚ (L 177 /30.6.2006).

4. «Συστηματικός εσωτερικοποιητής»: ΕΠΕΥ ή πιστω­τικό ίδρυμα που συναλλάσσεται κατά τρόπο οργανωμέ­νο, συχνά και συστηματικά για ίδιο λογαριασμό εκτελώ­ντας εντολές πελατών εκτός οργανωμένης αγοράς ή Πολυμερούς Μηχανισμού Διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ).

5.  «Ειδικός διαπραγματευτής»: πρόσωπο που δραστη­ριοποιείται στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε συνεχή βάση και αναλαμβάνει να συναλλάσσεται για ίδιο λογα­ριασμό αγοράζοντας και πωλώντας χρηματοπιστωτικά μέσα έναντι ιδίων κεφαλαίων σε τιμές που έχει καθορί­σει ο ίδιος.

6.  «Πελάτης»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο παρέχει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες μια ΕΠΕΥ ή ένα πιστωτικό ίδρυμα.

7.  «Επαγγελματίας πελάτης»: ο πελάτης ο οποίος δια­θέτει την πείρα, τις γνώσεις και την εξειδίκευση ώστε να λαμβάνει τις δικές του επενδυτικές αποφάσεις και να εκτιμά δεόντως τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται και ο οποίος πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 6.

8.  «Ιδιώτης πελάτης»: κάθε πελάτης που δεν είναι επαγγελματίας.

9.  «Διαχειριστής αγοράς»: πρόσωπο το οποίο διευθύ­νει ή διαχειρίζεται τις δραστηριότητες μιας οργανωμέ­νης αγοράς.

10.  «Οργανωμένη αγορά»: πολυμερές σύστημα το οποίο:

(α) τελεί υπό τη διεύθυνση ή τη διαχείριση διαχειριστή αγοράς,

(β) επιτρέπει ή διευκολύνει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων, εντός του συστήματος και σύμ­φωνα με τους κανόνες του οι οποίοι δεν παρέχουν δια­κριτική ευχέρεια, κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης σχετικής με χρηματοπιστωτικά μέσα, τα οποία είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση, βάσει των κανό­νων και των συστημάτων του, και

(γ) έχει λάβει άδεια λειτουργίας και λειτουργεί κανονι­κά σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού.

11.«Πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ)»: πολυμερές σύστημα το οποίο τελεί υπό τη διαχείριση ΕΠΕΥ, πιστωτικού ιδρύματος ή διαχειριστή αγοράς και εντός του οποίου συναντώνται πλείονα συμφέροντα τρί­των για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων, εντός του συστήματος και σύμφωνα με κανόνες που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης, κατά τα ειδικότερα ορι­ζόμενα στις διατάξεις των Κεφαλαίων Β' έως Δ' του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού.

12.  «Εντολή με όριο»: εντολή αγοράς ή πώλησης ορι­σμένου αριθμού χρηματοπιστωτικών μέσων σε συγκεκρι­μένη ή σε καλύτερη τιμή.

13.  «Κινητές αξίες»: οι κατηγορίες κινητών αξιών που είναι δεκτικές διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής και ιδίως:

(α) μετοχές και άλλοι τίτλοι ισοδύναμοι με μετοχές εταιριών, προσωπικών εταιριών και άλλων οντοτήτων, καθώς και πιστοποιητικά κατάθεσης αυτών,

(β) ομόλογα ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, καθώς και πιστοποιητικά κατάθεσης αυτών,

(γ) κάθε άλλη κινητή αξία που παρέχει δικαίωμα αγο­ράς ή πώλησης παρόμοιων μεταβιβάσιμων κινητών αξιών ή που είναι δεκτική διακανονισμού με ρευστά διαθέσιμα και που προσδιορίζεται με αναφορά προς κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, εμπορεύματα ή άλ­λους δείκτες ή μεγέθη.

14.  «Μέσα χρηματαγοράς»: κατηγορίες μέσων που αποτελούν συνήθως αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη χρηματαγορά, όπως τα έντοκα γραμμάτια, τα αποδεικτι­κά κατάθεσης (Certificates of Deposit) και τα εμπορικά γραμμάτια (Commercial Paper) εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής.

15.  «Κράτος - μέλος»: κάθε κράτος - μέλος της Ευρω­παϊκής Ένωσης και κάθε άλλο κράτος που έχει κυρώσει τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Ε.Ο.Χ.).

16 «Κράτος μέλος καταγωγής»:

(α) της ΕΠΕΥ:

(αα) εάν η ΕΠΕΥ είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος -μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά του γραφεία,

(ββ) εάν η ΕΠΕΥ είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος- μέ­λος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική του έδρα,

(γγ) εάν η ΕΠΕΥ δεν έχει, βάσει της εθνικής της νομο­θεσίας, καταστατική έδρα, το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία,

(β) της οργανωμένης αγοράς: το κράτος - μέλος στο οποίο είναι καταχωρημένη η οργανωμένη αγορά ή, εάν βάσει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους - μέλους, αυτή δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία της οργανωμένης αγοράς.

17. «Κράτος - μέλος υποδοχής»: το κράτος - μέλος, διάφορο του κράτους - μέλους καταγωγής, στο οποίο μια ΕΠΕΥ ή πιστωτικό ίδρυμα έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες ή ασκεί δραστηριότητες, ή το κράτος -μέλος στο οποίο οργανωμένη αγορά παρέχει τους κα­τάλληλους μηχανισμούς για να διευκολύνει την πρόσβα­ση μελών εξ αποστάσεως ή συμμετεχόντων εγκατεστη­μένων στο εν λόγω κράτος - μέλος στις διενεργούμενες στο σύστημα της συναλλαγές.

18.  «Εταιρία διαχείρισης»: η εταιρία διαχείρισης κατά την έννοια της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του ν. 3283/2004 (ΦΕΚ 210 Α') ή, εφόσον πρόκειται για εταιρία διαχείρισης με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος - μέ­λος, η επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 1α της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου (L 375/31.12.1975), συμπεριλαμβανομένης και της Ανώ­νυμης Εταιρίας Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (ΑΕΔΑΚ) της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του ν. 3283/2004, καθώς και κάθε επιχείρηση η οποία έχει την καταστατική της έδρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία θα ήταν υποχρεωμένη να ζητήσει άδεια λειτουργίας σύμ­φωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 5 της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ, εάν είχε την καταστατική της έδρα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

19.  «Υποκατάστημα»: τόπος επιχειρηματικής δραστη­ριότητας πλην της έδρας, ο οποίος αποτελεί τμήμα της ΕΠΕΥ ή του πιστωτικού ιδρύματος, στερείται νομικής προσωπικότητας και παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες ενδεχομένως δε και παρεπόμενες υπηρεσίες για τις οποίες η ΕΠΕΥ έχει λά­βει άδεια λειτουργίας. Όλοι οι τόποι επιχειρηματικής δραστηριότητας που συγκροτούνται στο αυτό κράτος -μέλος από ΕΠΕΥ με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος θεω­ρούνται ως ένα και μόνο υποκατάστημα.

20.  «Ειδική συμμετοχή»: άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε ΕΠΕΥ που αντιπροσωπεύει το 10% τουλάχιστον του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, κατά την έννοια των άρθρων 9 και 10 της Οδηγίας 2004/109/ΕΚ (L 390/31.12.2004), λαμβανομένων υπόψη των όρων για την άθροιση τους που προβλέπονται στις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 12 της Οδηγίας αυτής ή που επιτρέ­πει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διαχείριση της ΕΠΕΥ στην οποία υπάρχει η εν λόγω συμμετοχή. Για τον προσδιορισμό της ειδικής συμμετοχής δεν προσμετρώνται τα δικαιώματα ψήφου που κατέχουν ΕΠΕΥ ή πιστω­τικά ιδρύματα στο πλαίσιο παροχής της επενδυτικής υπηρεσίας της αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοπιστω­τικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, υπό την προϋπό­θεση αφ' ενός ότι τα δικαιώματα αυτά δεν ασκούνται ού­τε χρησιμοποιούνται με άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και αφ' ετέρου ότι θα μεταβιβαστούν μέσα σε ένα (1) έτος από την απόκτη­ση τους.

21.  «Μητρική επιχείρηση»: η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε ή της πα­ραγράφου 1 του άρθρου 106 του κ.ν. 2190/1920 (ΦΕΚ 37 Α) ή, εφόσον πρόκειται για μητρική επιχείρηση με κατα­στατική έδρα σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της έβδομης Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ (L 193/18.7.1983).

22.  «θυγατρική επιχείρηση»: η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε ή της παραγράφου 1 του άρθρου 106 του κ.ν. 2190/1920 ή, εφόσον πρόκειται για θυγατρική επιχείρηση με καταστα­τική έδρα σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένω­σης, η επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της έβδομης Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ. Όλες οι θυγατρικές επιχειρήσεις θυγατρικών επιχειρήσεων θεωρούνται θυγα­τρικές επιχειρήσεις της μητρικής επιχείρησης.

23.  «Έλεγχος»: μία επιχείρηση θεωρείται ότι ελέγχει άλλη όταν συντρέχει μία τουλάχιστον από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα άρθρα 42ε ή 106 του κ.ν. 2190/1920 ή στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ.

24.  «Στενοί δεσμοί»: κατάσταση στην οποία δύο ή πε­ρισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με:

(α) «σχέση συμμετοχής», δηλαδή κατοχή, άμεσα ή μέ­σω ελέγχου, του 20% ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης,

(β) «σχέση ελέγχου», δηλαδή σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης κατά την έννοια της παρα­γράφου 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920 ή παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώ­που και μιας επιχείρησης.

Κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μόνιμα με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου θεωρείται επίσης ότι συνι­στά στενό δεσμό μεταξύ αυτών των προσώπων.

 

’ρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

 

    1.  Οι διατάξεις του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού εφαρμόζονται στις ΑΕΠΕΥ, στις οργανωμένες αγορές και τους διαχειριστές αγοράς, καθώς και στις Ανώνυμες Εταιρίες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ), εφόσον παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας τους.

 

    2. Στα πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον παρέχουν μία ή πε­ρισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτι­κές δραστηριότητες, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατά­ξεις:

(α) το άρθρο 2,

(β) η παράγραφος 5 του άρθρου αυτού, καθώς και τα άρθρα 6, 7, 12 έως 15 και 19,

(γ) τα άρθρα 25 έως 30,

(δ) οι παράγραφοι 1, 6 και 7 του άρθρου 31, οι παρά­γραφοι 1, 2, 4 και 5 του άρθρου 32, τα άρθρα 34 και 49 έως 58,

(ε) τα άρθρα 59 έως 62, 66 και 69 και

(στ) το άρθρο 71.

 

    3.  Στις ΑΕΔΑΚ, εφόσον παρέχουν τις επενδυτικές υπηρεσίες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρ­θρου 4 του ν. 3283/2004, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:

(α) η παράγραφος 5 του άρθρου αυτού και

(β) τα άρθρα 10, 12 και 25.

 

    4. Οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται:

(α) στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του άρθρου 2 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α') ή στις ασφαλιστικές επιχειρή­σεις, κατά την έννοια του άρθρου 1 της Οδηγίας 73/239/EOK(L 228/16.8.1973) ή του άρθρου 1 της Οδηγί­ας 2002/83/ΕΚ (L 345/19.12.2002), και στις επιχειρήσεις που ασκούν τις δραστηριότητες αντασφάλισης και αντεκχώρησης που αναφέρονται στην Οδηγία 64/225/ΕΟΚ (ΕΕ 56/4.4.1964),

(β) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσί­ες αποκλειστικά στις μητρικές τους επιχειρήσεις, στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές επιχειρήσεις των μητρικών τους επιχειρήσεων,

(γ) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτική υπηρεσία ως παρεπόμενη δραστηριότητα στο πλαίσιο της επαγ­γελματικής τους δραστηριότητας, υπό τον όρο ότι η δρα­στηριότητα αυτή διέπεται από νομοθετικές ή κανονιστι­κές διατάξεις ή από επαγγελματικό κώδικα δεοντολογί­ας που δεν απαγορεύουν την παροχή της υπηρεσίας αυ­τής,

(δ) στα πρόσωπα που δεν παρέχουν άλλες επενδυτι­κές υπηρεσίες ή δραστηριότητες πλην της διενέργειας πράξεων για ίδιο λογαριασμό, εκτός εάν είναι ειδικοί διαπραγματευτές ή εάν διενεργούν πράξεις για ίδιο λο­γαριασμό εκτός οργανωμένης αγοράς ή ΠΜΔ κατά τρό­πο οργανωμένο, συχνά και συστηματικά, παρέχοντας ένα σύστημα προσβάσιμο σε τρίτα μέρη, ώστε να πραγ­ματοποιούν συναλλαγές με αυτά,

(ε) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσί­ες οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στη διαχείριση συστημάτων συμμετοχής των εργαζομένων,

(στ) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται μόνο στη διαχείριση συστημάτων συμμετοχής των εργαζομένων και στην παροχή επενδυ­τικών υπηρεσιών αποκλειστικά στις μητρικές τους επι­χειρήσεις, στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές επιχειρήσεις των μητρικών τους επιχειρήσε­ων,

(ζ) στα μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και στους άλλους εθνικούς οργανισμούς που επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες και στους λοιπούς δη­μόσιους φορείς που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος ή παρεμβαίνουν στη διαχείριση του,

(η) στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και στα συνταξιοδοτικά ταμεία, είτε υπόκεινται σε συντονισμό σε κοινοτικό επίπεδο είτε όχι, και στους θεματοφύλακες και διαχειριστές αυτών των επιχειρήσεων,

(θ) στα πρόσωπα τα οποία προβαίνουν σε διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό με αντικείμενο χρηματοπιστωτικά μέσα ή τα οποία παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες με αντικείμενο παράγωγα επί εμπορευμάτων ή συμβάσεις επί παραγώγων, που περιλαμβάνονται στην περίπτωση ι' του άρθρου 5 στους πελάτες της κύριας δραστηριότητας τους, υπό τον όρο ότι αυτό αποτελεί παρεπόμενη δραστηριότητα ως προς την κύρια δραστηριότητα τους, θεωρούμενη σε επίπεδο ομίλου, και ότι η εν λό­γω κύρια δραστηριότητα τους δεν είναι η παροχή επεν­δυτικών υπηρεσιών ούτε η παροχή τραπεζικών υπηρε­σιών βάσει του ν. 3601/2007 ή της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ,

(ι) στα πρόσωπα τα οποία παρέχουν επενδυτικές συμ­βουλές κατά την άσκηση άλλης επαγγελματικής δραστη­ριότητας, που δεν αποτελεί επενδυτική υπηρεσία ή δρα­στηριότητα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αμείβονται ει­δικά για την παροχή των συμβουλών αυτών.

(ια) στα πρόσωπα των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στη διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό με αντικείμενο εμπορεύματα ή παράγωγα επί εμπορευμά­των, εφόσον δεν αποτελούν μέρος ομίλου, κύρια δρα­στηριότητα του οποίου είναι η παροχή άλλων επενδυτι­κών υπηρεσιών ή τραπεζικών υπηρεσιών βάσει του ν. 3601/2007 ή της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ,

(ιβ) στις επιχειρήσεις οι οποίες παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες που συνίστανται αποκλειστικά στη διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό σε αγορές συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ή δικαιωμάτων προαίρεσης επί χρηματοπιστωτικών μέσων ή άλλων παραγώγων και σε αγορές αξιών με μόνο σκοπό την αντιστάθμιση κινδύνων θέσεων σε αγορές παραγώγων ή στις επιχειρήσεις οι οποίες διενεργούν συναλλαγές για λογαριασμό άλλων μελών των αγορών αυτών ή διαμορφώνουν τιμές για τα μέλη των αγορών αυτών, εφόσον οι επιχειρήσεις καλύπτονται από την εγγύηση εκκαθαριστικών μελών των αγορών αυτών και την ευθύνη για τις συμβάσεις που συνάπτουν οι επιχειρήσεις αυτές φέρουν τα εκκαθαριστικά μέλη των αγορών αυτών.

 

    5. Τα δικαιώματα που απορρέουν από το νόμο αυτόν δεν ισχύουν για υπηρεσίες που παρέχονται από αντισυμβαλλομένους σε πράξεις που διενεργούνται από δημόσιους φορείς που χειρίζονται το δημόσιο χρέος ή από μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τη Συνθήκη και το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή κατά την άσκηση ισοδύναμων καθηκόντων δυνάμει εθνικών διατάξεων.

 

Αρθρο 4

 

Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες και παρεπόμενες υπηρεσίες

 

    1.  Ως επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες νοού­νται οι εξής:

(α) Η λήψη και διαβίβαση εντολών, η οποία συνίσταται στη λήψη και διαβίβαση εντολών για λογαριασμό πελα­τών, για κατάρτιση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα.

(β) Η εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών, η οποία συνίσταται στην κατάρτιση συμβάσεων αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέ­σων για λογαριασμό πελατών.

(γ) Η διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, η οποία συνίσταται στη διαπραγμάτευση από ΕΠΕΥ με κεφάλαια της ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων προς κατάρτιση συναλλαγών επ' αυτών.

(δ) Η διαχείριση χαρτοφυλακίων, η οποία συνίσταται στη διαχείριση, κατά τη διακριτική ευχέρεια της ΕΠΕΥ, χαρτοφυλακίων πελατών, στο πλαίσιο εντολής τους, που περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτι­κά μέσα.

(ε) Η παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία συνί­σταται στην παροχή προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεως του είτε με πρωτοβουλία της ΕΠΕΥ, σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα.

(στ) Η αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή η τοπο­θέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάλη­ψης.

(ζ) Η τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέ­σμευση ανάληψης.

(η) Η λειτουργία πολυμερούς μηχανισμού διαπραγμά­τευσης (ΠΜΔ).

 

    2.  Ως παρεπόμενες υπηρεσίες νοούνται οι εξής:

(α) Η φύλαξη και διοικητική διαχείριση χρηματοπιστω­τικών μέσων για λογαριασμό πελατών, περιλαμβανομέ­νης της παροχής υπηρεσιών θεματοφύλακα και παροχής συναφών υπηρεσιών όπως η διαχείριση χρηματικών δια­θεσίμων ή παρεχόμενων ασφαλειών.

(β) Η παροχή πιστώσεων ή δανείων σε επενδυτή προς διενέργεια συναλλαγής σε ένα ή περισσότερα χρηματο­πιστωτικά μέσα, στην οποία μεσολαβεί η ΕΠΕΥ, η οποία παρέχει την πίστωση ή το δάνειο.

(γ) Η παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου τους, την κλαδική στρατη­γική και συναφή θέματα, καθώς και παροχή συμβουλών και υπηρεσιών σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων.

(δ) Η παροχή υπηρεσιών ξένου συναλλάγματος εφό­σον συνδέονται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών.

(ε) Η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρημα­τοοικονομική ανάλυση ή άλλες μορφές γενικών συστά­σεων που σχετίζονται με συναλλαγές σε χρηματοπιστω­τικά μέσα.

(στ) Η παροχή υπηρεσιών σχετιζόμενων με την αναδοχή.

(ζ) Η παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρε­σιών σχετικά με τα υποκείμενα μέσα των παραγώγων που περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις ε' έως ζ' και ι' του άρθρου 5, εφόσον σχετίζονται με την παροχή επεν­δυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών.

 

Αρθρο 5

Χρηματοπιστωτικά μέσα

 

    Για τους σκοπούς του νόμου αυτού στην έννοια των χρηματοπιστωτικών μέσων εμπίπτουν:

(α) Οι κινητές αξίες.

(β) Τα μέσα χρηματαγοράς.

(γ) Τα μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων.

(δ) Τα συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, τα συμβό­λαια μελλοντικής εκπλήρωσης, οι συμβάσεις ανταλλα­γής, οι προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων και άλλες πα­ράγωγες συμβάσεις σχετιζόμενες με κινητές αξίες, νο­μίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις ή άλλα παράγωγα μέσα, χρηματοπιστωτικούς δείκτες ή άλλα χρηματοπιστωτικά μεγέθη που είναι δεκτικά εκκαθάρισης με φυσική παρά­δοση ή με ρευστά διαθέσιμα.

(ε) Τα συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, τα συμβό­λαια μελλοντικής εκπλήρωσης, οι συμβάσεις ανταλλα­γής (swaps), οι προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που πρέπει να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαρισθούν με ρευστά δια­θέσιμα κατ' επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους (αλλά όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης).

(στ) Τα συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, τα συμ­βόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, οι συμβάσεις ανταλ­λαγής και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετι­ζόμενη με εμπορεύματα, που είναι δεκτικά εκκαθάρισης με φυσική παράδοση, εφόσον είναι διαπραγματεύσιμα σε οργανωμένη αγορά ή ΠΜΔ.

(ζ) Τα συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, τα συμβό­λαια μελλοντικής εκπλήρωσης, οι συμβάσεις ανταλλα­γής (swaps), οι προθεσμιακές συμβάσεις (forwards) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που είναι δεκτικά εκκαθάρισης με φυσική παράδοση, εφόσον δεν αναφέρονται άλλως στην περί­πτωση στ' του άρθρου αυτού και δεν προορίζονται για εμπορικούς σκοπούς και που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον υπόκεινται σε εκ­καθάριση ή διακανονισμό μέσω αναγνωρισμένων γρα­φείων συμψηφισμού ή σε τακτικές κλήσεις για κάλυψη περιθωρίων.

(η) Τα παράγωγα μέσα για τη μετακύληση του πιστωτι­κού κινδύνου.

(θ) Οι χρηματοπιστωτικές συμβάσεις επί διαφορών (contracts for differences).

(ι) Τα συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, τα συμβό­λαια μελλοντικής εκπλήρωσης, οι συμβάσεις ανταλλα­γής (swaps), οι προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με κλιματικές μεταβλητές, ναύλους, άδειες εκπομπής ρύ­πων, ή ποσοστά πληθωρισμού ή άλλες επίσημες οικονο­μικές στατιστικές, που εκκαθαρίζονται υποχρεωτικά με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαρισθούν με ρευ­στά διαθέσιμα κατ' επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέ­ρους (αλλά όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γε­γονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης, καθώς και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις, δεί­κτες και μέτρα, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν άρθρο, που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον είναι διαπραγματεύσιμα σε οργανωμένη αγορά ή ΠΜΔ, υπόκεινται σε εκκαθάριση ή διακανονισμό μέσω αναγνωρισμένων γραφείων συμ­ψηφισμού ή σε τακτικές κλήσεις για κάλυψη περιθωρίων.

 

Αρθρο 6

Επαγγελματίες πελάτες

 

    1. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού θεωρούνται ως επαγγελματίες πελάτες, για όλες τις επενδυτικές υπη­ρεσίες και δραστηριότητες και ως προς όλα τα χρηματο­πιστωτικά μέσα, οι εξής πελάτες:

(α) Οι ακόλουθες επιχειρήσεις, οι οποίες υποχρεού­νται να λάβουν άδεια λειτουργίας ή υπόκεινται υποχρε­ωτικά σε εποπτικούς κανόνες για να ασκήσουν τις χαρα­κτηριστικές δραστηριότητες τους στις χρηματοπιστωτι­κές αγορές ανεξάρτητα από το εάν έχουν λάβει άδεια από ένα κράτος - μέλος κατ' εφαρμογή κοινοτικής νομο­θεσίας ή έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται στους εποπτι­κούς κανόνες κράτους - μέλους χωρίς αναφορά σε οδη­γία ή είναι επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια ή υπόκει­νται σε εποπτικούς κανόνες τρίτης χώρας:

(αα) πιστωτικά ιδρύματα,

(ββ) ΕΠΕΥ,

(γγ) άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα,

(δδ) ασφαλιστικές επιχειρήσεις,

(εε) οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων και οι εταιρί­ες διαχείρισης τους,

(στστ) συνταξιοδοτικά ταμεία και οι εταιρίες διαχείρι­σης τους,

(ζζ) διαπραγματευτές σε χρηματιστήρια εμπορευμά­των και συναφών παραγώγων,

(ηη) τοπικές επιχειρήσεις,

(θθ) ανώνυμες εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου και άλλοι θεσμικοί επενδυτές.

(β) Μεγάλες επιχειρήσεις που πληρούν σε ατομική βά­ση τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα κριτήρια μεγέ­θους:

(αα) σύνολο ισολογισμού: 20.000.000 ευρώ,

(ββ) καθαρό κύκλο εργασιών: 40.000.000 ευρώ,

(γγ) ίδια κεφάλαια: 2.000.000 ευρώ.

(γ) Εθνικές και περιφερειακές κυβερνήσεις, δημόσιοι φορείς που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος, κεντρικές τράπεζες, διεθνείς και υπερεθνικοί οργανισμοί, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.

(δ) Αλλοι θεσμικοί επενδυτές των οποίων κύρια δρα­στηριότητα είναι η επένδυση σε χρηματοπιστωτικά μέ­σα, συμπεριλαμβανομένων οντοτήτων που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την τιτλοποίηση στοιχείων ενεργη­τικού ή άλλες χρηματοδοτικές συναλλαγές.

 

    2.  Οι επαγγελματίες πελάτες έχουν τη δυνατότητα να ζητούν να αντιμετωπιστούν ως μη επαγγελματίες και οι ΕΠΕΥ μπορούν να δεχθούν να τους παράσχουν υψηλό­τερο επίπεδο προστασίας. Πριν παράσχει υπηρεσίες σε πελάτη που εντάσσεται στην παράγραφο 1, η ΕΠΕΥ πρέ­πει να τον ενημερώσει:

(α) ότι θεωρείται, με βάση τις πληροφορίες που διαθέ­τει η ίδια, επαγγελματίας πελάτης,

(β) ότι μπορεί να ζητήσει την αλλαγή των όρων της σύμβασης για να τύχει υψηλότερης προστασίας, και

(γ) ότι θα αντιμετωπιστεί ως επαγγελματίας πελάτης, εκτός εάν η ΕΠΕΥ και ο πελάτης συμφωνήσουν διαφο­ρετικά.

 

    3. Ο πελάτης που θεωρείται επαγγελματίας έχει το βά­ρος να ζητήσει υψηλότερο επίπεδο προστασίας εάν θε­ωρεί ότι δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει ή να διαχειριστεί ορθά τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται.

 

    4. Το υψηλότερο επίπεδο προστασίας παρέχεται εάν ο πελάτης που θεωρείται επαγγελματίας συνάπτει γραπτή συμφωνία με την ΕΠΕΥ ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζε­ται ως επαγγελματίας για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων συμπεριφοράς ΕΠΕΥ Η συμφωνία πρέπει να διευκρινίζει εάν αυτό ισχύει για μία ή περισσότερες υπηρεσίες ή συναλλαγές, ή για ένα ή περισσότερα είδη προϊόντων ή συναλλαγών.

 

Αρθρο 7

Πελάτες που μπορεί να αντιμετωπίζονται ως επαγγελματίες

 

    1.  Πελάτες που δεν εντάσσονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 6, περιλαμβανομένων των δημόσιων φορέ­ων και των ιδιωτών επενδυτών ατομικά, δύνανται να πα­ραιτηθούν από μέρος της προστασίας που τους παρέ­χουν οι κανόνες συμπεριφοράς των ΕΠΕΥ. Οι ΕΠΕΥ μπορούν να αντιμετωπίζουν τους πελάτες αυτούς ως επαγγελματίες, εφόσον τηρούνται τα κριτήρια και οι δια­δικασίες που αναφέρονται στην επόμενη παράγραφο. Οι πελάτες αυτοί δεν πρέπει ωστόσο να θεωρούνται ότι έχουν γνώση της αγοράς και πείρα συγκρίσιμη με εκείνη των πελατών που απαριθμούνται στο άρθρο 6.

 

    2.  Η παραίτηση από την προστασία των κανόνων συ­μπεριφοράς ισχύει μόνο εάν η ΕΠΕΥ πεισθεί ευλόγως μετά από κατάλληλη αξιολόγηση της ικανότητας, της πείρας και των γνώσεων του πελάτη, ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσης των σχεδιαζόμενων συναλλαγών ή υπηρεσιών, ο πελάτης είναι ικανός να λάβει μόνος του επενδυτικές αποφάσεις και να κατανοήσει τους κινδύ­νους που αυτές ενέχουν. Ως κριτήρια για την αξιολόγη­ση της πείρας και των γνώσεων μπορεί να χρησιμοποιού­νται ανάλογα τα κριτήρια καταλληλότητας που χρησιμο­ποιούνται στους διαχειριστές και στους διευθυντές εται­ριών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή. Στην περίπτωση μιας μικρής οντότητας, το πρόσω­πο που αποτελεί αντικείμενο της ανωτέρω αξιολόγησης είναι το πρόσωπο που εξουσιοδοτείται να διενεργεί συ­ναλλαγές για λογαριασμό της.

 

    3.  Πριν δεχθεί την παραίτηση από την προστασία αυτή, η ΕΠΕΥ οφείλει να λάβει κάθε εύλογο μέτρο για να βε­βαιωθεί ότι ο πελάτης που επιθυμεί να αντιμετωπιστεί ως επαγγελματίας πελάτης πληροί δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα κριτήρια:

(α) ο πελάτης πραγματοποίησε κατά μέσον όρο 10 συ­ναλλαγές επαρκούς όγκου ανά τρίμηνο στη σχετική αγο­ρά στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων τριμήνων,

(β) η αξία του χαρτοφυλακίου χρηματοπιστωτικών μέ­σων του πελάτη, οριζόμενο ως καταθέσεις μετρητών συν χρηματοπιστωτικά μέσα, υπερβαίνει τα πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ,

(γ) ο πελάτης κατέχει ή κατείχε επί ένα (1) έτος του­λάχιστον επαγγελματική θέση στο χρηματοπιστωτικό τομέα η οποία απαιτεί γνώση των σχεδιαζόμενων συ­ναλλαγών ή υπηρεσιών.

 

    4.  Οι πελάτες του άρθρου αυτού μπορούν να παραιτη­θούν από την προστασία των κανόνων συμπεριφοράς μόνο με την ακόλουθη διαδικασία:

(α) οι πελάτες γνωστοποιούν γραπτώς στην ΕΠΕΥ την επιθυμία τους να αντιμετωπιστούν ως επαγγελματίες πελάτες, είτε γενικά είτε για μια συγκεκριμένη επενδυτι­κή υπηρεσία ή συναλλαγή είτε για ένα είδος συναλλα­γών ή προϊόντων,

(β) η ΕΠΕΥ τους αποστέλλει γραπτή προειδοποίηση στην οποία διευκρινίζει σαφώς την προστασία και τα δι­καιώματα αποζημίωσης που ενδέχεται να απωλέσουν,

(γ) οι πελάτες δηλώνουν γραπτώς, σε έγγραφο χωρι­στό από τη σύμβαση, ότι έχουν επίγνωση των συνεπειών που έχει η απώλεια αυτής της προστασίας.

 

    5.  Οι ΕΠΕΥ ταξινομούν τους πελάτες ως ιδιώτες ή επαγγελματίες σύμφωνα με την εσωτερική πολιτική και τις διαδικασίες που έχουν διατυπώσει εγγράφως. Τυχόν μεταβολές της εσωτερικής πολιτικής και των διαδικα­σιών ΕΠΕΥ δεν επηρεάζει υποχρεωτικά τις σχέσεις της με τους πελάτες που έχουν ήδη ταξινομηθεί ως επαγ­γελματίες με κριτήρια και διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο αυτό.

 

    6.  Οι επαγγελματίες πελάτες οφείλουν να γνωστοποιούν στην ΕΠΕΥ κάθε μεταβολή που μπορεί να επηρεάσει την ταξινόμηση τους. Εάν η ΕΠΕΥ διαπιστώσει ότι ένας πελάτης δεν πληροί πλέον τους όρους βάσει των οποίων ταξινομήθηκε ως επαγγελματίας πελάτης, λαμβάνει κατάλληλα μέτρα και ιδίως τον ταξινομεί ως ιδιώτη πελάτη και τον ενημερώνει σχετικά.

 

Αρθρο 8

Παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων

 

    1.  Με εξαίρεση τις ΕΠΕΥ που έχουν λάβει άδεια λει­τουργίας και εποπτεύονται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους - μέλους, η καθ' οιονδήποτε τρόπο κατ' επάγ­γελμα παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και άσκηση επεν­δυτικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα επιτρέπεται μόνο στις ΑΕΠΕΥ και στα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και στις ΑΕΕΔ και στις ΑΕΔΑΚ, κατά τις διακρίσεις που προβλέ­πονται στην κείμενη νομοθεσία και την άδεια λειτουργί­ας τους.

 

    2. Όποιος με πρόθεση παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες κατά παράβαση της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με ποινή φυλάκι­σης τουλάχιστον ενός (1) έτους. Σε περίπτωση που οι επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες παρέχονται ή ασκούνται από νομικά πρόσωπα, με την ποινή του προη­γούμενου εδαφίου τιμωρείται όποιος ασκεί τη διοίκηση ή διαχείριση του νομικού προσώπου.

 

Αρθρο 9

Αδεια λειτουργίας και μητρώο ΑΕΠΕΥ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

ΑΔΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΑΕΠΕΥ

 

    1.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας σε ΑΕΠΕΥ, εφόσον αυτή έχει την καταστατική της έδρα και την κεντρική διοίκηση της στην Ελλάδα. Στην άδεια λειτουργίας απαριθμούνται οι επενδυτικές υπηρε­σίες και δραστηριότητες και οι παρεπόμενες υπηρεσίες που επιτρέπεται να παρέχει η ΑΕΠΕΥ Προϋπόθεση για την παροχή παρεπόμενης υπηρεσίας από ΑΕΠΕΥ αποτελεί η αδειοδότησή της για την παροχή τουλάχιστον μιας κύριας επενδυτικής υπηρεσίας.

 

    2. Οι ΑΕΠΕΥ λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας. Στην επωνυμία τους προσδιορίζονται ως «Ανώνυμη Εταιρία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» και στο διακριτικό τους τίτλο ως «ΑΕΠΕΥ».

 

    3. Η ΑΕΠΕΥ μπορεί να υποβάλει αίτηση επέκτασης της άδειας λειτουργίας της για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων ή παρεπόμενων υπηρεσιών οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στην άδεια λειτουργίας της.

 

    4.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τηρεί μητρώο ΑΕΠΕΥ στο οποίο καταχωρεί τις ΑΕΠΕΥ στις οποίες έχει χορη­γήσει άδεια λειτουργίας. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες και τις δραστηριότητες για τις οποίες η ΑΕΠΕΥ έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Το μητρώο ενημερώνεται εντός εύλογου χρόνου από την επέλευση οποιασδήποτε αλλαγής.

 

    5.  Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να συμμορφώνονται διαρκώς με τους όρους που τίθενται στο Κεφάλαιο Β' του Πρώ­του Μέρους του νόμου αυτού καθ' όλη τη διάρκεια της λειτουργίας τους.

 

    6.  Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να αναγράφουν σε κάθε έντυ­πο, δημοσίευση, ανακοίνωση ή διαφήμιση ότι εποπτεύο­νται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, καθώς και τον αριθμό της άδειας λειτουργίας τους.

 

Αρθρο 10

Μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ

 

    1.  Το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ ανέρχεται τουλάχι­στον σε ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες (1.500.000) ευρώ.

 

    2. Το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ η οποία προβαίνει σε διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, σε αναδοχή χρη­ματοπιστωτικών μέσων ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτι­κών μέσων με δέσμευση ανάληψης ή σε λειτουργία ΠΜΔ ανέρχεται τουλάχιστον σε πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ.

 

    3. Το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ η οποία παρέχει μόνο την επενδυτική υπηρεσία της λήψης και διαβίβασης εντολών, παροχής συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυ­λακίου, χωρίς να κατέχει σε κάθε περίπτωση κεφάλαια ή χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών, ανέρχεται σε πεντα­κόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.

 

    4. Οι μετοχές των ΑΕΠΕΥ είναι ονομαστικές.

 

    5.  Για να εκδοθεί άδεια σύστασης ΑΕΠΕΥ, σύμφωνα με τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιριών, απαιτείται να κατατεθεί προηγουμένως σε ειδικό λογαριασμό σε πι­στωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα το μετοχι­κό της κεφάλαιο, καθώς και να έχει χορηγηθεί άδεια λει­τουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Το μετοχι­κό κεφάλαιο καταβάλλεται τοις μετρητοίς. Μερική κατα­βολή αποκλείεται.

 

’ρθρο 11

Προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ

 

    1.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουρ­γίας μόνον εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του Κε­φαλαίου αυτού. Αδεια λειτουργίας μπορεί να χορηγείται και σε υφιστάμενες ανώνυμες εταιρίες εφόσον λειτουρ­γούν τουλάχιστον για ένα (1) έτος και πληρούν τις προϋ­ποθέσεις του Κεφαλαίου αυτού.

 

    2.  Οι ιδρυτές ή οι μέτοχοι της ΑΕΠΕΥ παρέχουν όλες τις πληροφορίες, οι οποίες είναι αναγκαίες για να μπο­ρέσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να αξιολογήσει ότι η ΑΕΠΕΥ κατά το χρόνο που θα λάβει την άδεια λειτουργί­ας θα πληροί τις προϋποθέσεις για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του Κεφαλαί­ου αυτού.

 

    3.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την αιτού­σα εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης άδειας λειτουργίας, για τη χορήγηση ή την απόρρι­ψη της άδειας.

 

    4.  Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και κάθε τεχνικό θέμα και ανα­γκαία λεπτομέρεια.

 

    5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητά, πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ΑΕΠΕΥ, τη γνώμη της αρμό­διας αρχής του κράτους - μέλους καταγωγής, όταν η αι­τούσα:

(α) είναι θυγατρική ΕΠΕΥ, πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουρ­γίας σε άλλο κράτος - μέλος, ή

(β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ΕΠΕΥ, πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος - μέλος, ή

(γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν ΕΠΕΥ, πιστωτικό ίδρυμα ή ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος - μέ­λος.

 

    6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητά, πριν από τη χορή­γηση άδειας λειτουργίας σε ΑΕΠΕΥ, τη γνώμη της Τρά­πεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτι­κής Ασφάλισης, όταν η αιτούσα:

(α) είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστι­κής επιχείρησης που εδρεύει στην Ελλάδα, ή

(β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτι­κού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης που εδρεύει στην Ελλάδα, ή

(γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν πιστωτικό ίδρυμα ή ασφαλιστική επιχείρη­ση που εδρεύει στην Ελλάδα.

 

Αρθρο 12

Οργανωτικές απαιτήσεις ΑΕΠΕΥ

 

    1.  Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να συμμορφώνονται με τις ορ­γανωτικές απαιτήσεις των παραγράφων 2 έως 9, καθ' όλη τη διάρκεια της λειτουργίας τους.

 

    2.  Οι ΑΕΠΕΥ εφαρμόζουν κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για να εξασφαλίζεται επαρκώς η συμμόρφω­ση τους, συμπεριλαμβανομένων των στελεχών, υπαλλή­λων και συνδεδεμένων αντιπροσώπων τους, με τις υπο­χρεώσεις που υπέχουν από τις διατάξεις του νόμου αυ­τού, καθώς και κανόνες για τις προσωπικές συναλλαγές των προσώπων αυτών.

 

    3.  Οι ΑΕΠΕΥ καταρτίζουν και εφαρμόζουν αποτελε­σματικές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις ώστε να ενεργούν όλα τα ευλόγως πρακτέα προκειμένου να μην επηρεάζονται αρνητικά τα συμφέροντα των πελατών λό­γω συγκρούσεων συμφερόντων κατά την έννοια του άρ­θρου 13.

 

    4. Οι ΑΕΠΕΥ λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζεται η συνεχής και κανονική εκτέλεση των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων και χρησι­μοποιούν για το σκοπό αυτόν κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, μέσα και διαδικασίες.

 

    5.  Οι ΑΕΠΕΥ, όταν αναθέτουν σε τρίτους την εκτέλε­ση επιχειρησιακών λειτουργιών ουσιώδους σημασίας για την παροχή συνεχούς και ικανοποιητικής υπηρεσίας στους πελάτες και την εκτέλεση των επενδυτικών δρα­στηριοτήτων σε συνεχή και ικανοποιητική βάση, μερι­μνούν ώστε να λαμβάνονται εύλογα μέτρα για την απο­φυγή αδικαιολόγητης επιδείνωσης του λειτουργικού κιν­δύνου. Η ανάθεση σε τρίτους σημαντικών επιχειρησια­κών λειτουργιών πρέπει να γίνεται με τρόπο που να μην παραβλάπτει ουσιωδώς την ποιότητα του εσωτερικού ελέγχου ούτε τη δυνατότητα της Επιτροπής Κεφαλαια­γοράς να εποπτεύει τη συμμόρφωση της ΑΕΠΕΥ με τις υποχρεώσεις της.

 

    6.  Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να έχουν υγιείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, μηχανισμούς εσωτερικού ελέγ­χου, αποτελεσματικές διαδικασίες εκτίμησης των κινδύ­νων και κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχου και ασφά­λειας των συστημάτων ηλεκτρονικής επεξεργασίας δε­δομένων.

 

    7. Οι ΑΕΠΕΥ καταγράφουν όλες τις υπηρεσίες που πα­ρέχουν και τις συναλλαγές που εκτελούν, κατά τρόπο που να επιτρέπει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να ελέγχει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του νόμου αυ­τού και ιδίως τη συμμόρφωση των ΑΕΠΕΥ με όλες τις υποχρεώσεις τους έναντι των πελατών ή δυνητικών πε­λατών.

 

    8.  Οι ΑΕΠΕΥ, όταν κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν σε πελάτες, λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να προστατεύουν τα δικαιώματα κυριότητας των πε­λατών, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας, και να αποτρέπουν τη χρησιμοποίηση χρηματοπιστωτικών μέ­σων πελατών για ίδιο λογαριασμό, εκτός εάν ο πελάτης έχει δώσει τη ρητή συγκατάθεση του.

 

    9.  Οι ΑΕΠΕΥ όταν κατέχουν κεφάλαια πελατών υπο­χρεούνται να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να προ­στατεύουν τα συμφέροντα των πελατών και, εκτός από την περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων, να μη χρησιμοποιούν κεφάλαια πελατών για ίδιο λογαριασμό.

 

    10.  Δανειστές ΑΕΠΕΥ απαγορεύεται να κατάσχουν ή να δεσμεύσουν περιουσιακά στοιχεία πελατών της εν­δεικτικά, υπό μορφή χρημάτων κατατεθειμένων σε τρα­πεζικούς λογαριασμούς πελατών που τηρούνται στο όνομα της εταιρίας ή χρηματοπιστωτικών μέσων, εφό­σον δικαιούχοι, σύμφωνα με τα τηρούμενα στην εταιρία βιβλία και κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, είναι οι παραπάνω πελάτες.

 

    11.  Στα χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν είναι δεκτικά κατάσχεσης και δέσμευσης σύμφωνα με την προηγούμε­νη παράγραφο, περιλαμβάνονται, εκτός από τα χρημα­τοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στους πελάτες της ΑΕ­ΠΕΥ, σύμφωνα με τους κανόνες του εμπράγματου δικαί­ου, και εκείνα που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα στο όνομα της και για λογαριασμό του πελάτη, η ΑΕΠΕΥ και των οποίων πραγματικός δικαιούχος, σύμφωνα με τα τηρού­μενα σε αυτήν βιβλία και στοιχεία και κάθε άλλο έγγρα­φο αποδεικτικό μέσο, είναι πελάτης της, ανεξάρτητα από το αν τα χρηματοπιστωτικά μέσα είναι καταχωρι­σμένα στο μητρώο του θεματοφύλακα ή άλλου φορέα συστήματος καταχώρισης τίτλων στο όνομα του δικαιού­χου πελάτη.

 

    12.  Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς ή με πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος εξειδικεύονται για τις ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα αντίστοιχα οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 9, σύμφωνα με τα εκτελεστικά μέτρα της παραγράφου 10 του άρ­θρου 13 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

 

Αρθρο 13

Συγκρούσεις συμφερόντων

 

    1.  Οι ΑΕΠΕΥ κατά την παροχή επενδυτικών ή παρεπό­μενων υπηρεσιών λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο για τον εντοπισμό των συγκρούσεων συμφερόντων:

(α) μεταξύ αυτών, περιλαμβανομένων των διευθυντών και υπαλλήλων τους, των συνδεδεμένων αντιπροσώπων τους και κάθε προσώπου που συνδέεται, άμεσα ή έμμε­σα, με την ΑΕΠΕΥ με σχέση ελέγχου και πελατών τους, ή

(β) μεταξύ πελατών τους.

 

    2.  Εάν οι οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των συγκρούσεων συμφερόντων δεν διασφαλίζουν σε ικανοποιητικό βαθμό την αποφυγή δια­κινδύνευσης των συμφερόντων των πελατών, η ΑΕΠΕΥ γνωστοποιεί με σαφήνεια στον πελάτη τη γενική φύση της σύγκρουσης συμφερόντων και τις πηγές της σύ­γκρουσης συμφερόντων προτού αναλάβει την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών προς τον πελά­τη.

 

    3.  Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς ή με Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ορίζονται για τις ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα αντίστοιχα σύμφωνα με τα εκτελε­στικά μέτρα της παραγράφου 3 του άρθρου 18 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ:

(α) τα μέτρα που οφείλουν να λάβουν οι ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα για να εντοπίζουν, να αποφεύγουν, να αντιμετωπίζουν και να γνωστοποιούν τις συγκρού­σεις συμφερόντων κατά την παροχή των επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών,

(β) τα κατάλληλα κριτήρια για τον προσδιορισμό των

μορφών σύγκρουσης συμφερόντων, η ύπαρξη των οποί­ων θα μπορούσε να αποβεί επιζήμια για τα συμφέροντα των πελατών ή των δυνητικών πελατών της ΑΕΠΕΥ ή του πιστωτικού ιδρύματος.

 

Αρθρο 14

Πιστοποίηση

 

    1.  Υπάλληλοι και στελέχη ΑΕΠΕΥ, ΑΕΕΔ, ΑΕΔΑΚ και Ανώνυμων Εταιριών Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου (ΑΕΕΧ) που είναι αρμόδιοι κατά περίπτωση:

(α) για τη λήψη και τη διαβίβαση εντολών,

(β) την εκτέλεση εντολών,

(γ) την παροχή επενδυτικών συμβουλών,

(δ) τη διαχείριση χαρτοφυλακίων και

(ε) την ανάλυση κινητών αξιών και αγορών χρήματος και κεφαλαίου οφείλουν να διαθέτουν σχετικό πιστοποιητικό επαγ­γελματικής επάρκειας που χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Εφόσον πρόκειται για υπαλλήλους και στελέχη πιστωτικών ιδρυμάτων, το πιστοποιητικό επαγ­γελματικής επάρκειας χορηγείται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Οι εξετάσεις για τη χορήγηση πιστοποιητικού επαγγελματικής επάρκειας διενεργούνται με ευθύνη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή από κοινού της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Η χο­ρήγηση του πιστοποιητικού επαγγελματικής επάρκειας δύναται να ανατίθεται και σε άλλους φορείς με τις απο­φάσεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου αυτού.

 

    2.  Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται τα τυπικά προσό­ντα και οι προϋποθέσεις για τη συμμετοχή στις εξετά­σεις, η εξεταστέα ύλη, η διοργάνωση σχετικών σεμιναρί­ων επιμόρφωσης, η διαδικασία των εξετάσεων, οι προϋ­ποθέσεις και η διαδικασία ανανέωσης και ανάκλησης του πιστοποιητικού επαγγελματικής επάρκειας, τα τέλη που πρέπει να καταβάλουν οι υποψήφιοι και οι εταιρίες στις οποίες απασχολούνται ή πρόκειται να απασχοληθούν και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Με την ίδια απόφαση μπορεί να προβλέπεται η διαδικασία αναγνώρισης πιστο­ποιητικών επαγγελματικής επάρκειας που έχουν χορη­γηθεί με διαδικασία πιστοποίησης κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντίστοιχης με αυτή του άρθρου αυτού, η δυνατότητα ανάθεσης, εν όλω ή εν μέρει, της διενέργειας των εξετάσεων σε άλλους φορείς, καθώς και λεπτομέρειες σχετικά με την εφαρμογή της εξαίρε­σης από τη συμμετοχή σε εξετάσεις.

 

    3.  Με κοινή απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται τα αναφε­ρόμενα στην παράγραφο 2 αναφορικά με υπαλλήλους και στελέχη πιστωτικών ιδρυμάτων που παρέχουν επεν­δυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότη­τες.

 

    4.  Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να προβλέπεται ότι στε­λέχη ΑΕΠΕΥ που είναι αρμόδια για την εκκαθάριση συ­ναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων οφείλουν να διαθέτουν πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας και καθορίζονται τα στοιχεία της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού.

 

    5.  Με κοινή απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να καθορίζονται τα αναφερόμενα στην παράγραφο 4 αναφορικά με υπαλλήλους και στελέχη πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι αρ­μόδια για την εκκαθάριση συναλλαγών επί χρηματοπι­στωτικών μέσων.

 

Αρθρο 15

Διαδικασία διαπραγμάτευσης και οριστικοποίηση των συναλλαγών σε ΠΜΔ

 

    1.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουρ­γίας ΠΜΔ σε ΑΕΠΕΥ και διαχειριστές αγοράς, εφόσον επιπρόσθετα των υποχρεώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 12:

(α) καταρτίζουν διαφανείς και μη παρέχοντες διακριτι­κή ευχέρεια κανόνες και διαδικασίες για τη δίκαιη και ομαλή διαπραγμάτευση,

(β) καθορίζουν αντικειμενικά κριτήρια για την αποτελε­σματική εκτέλεση των εντολών,

(γ) θεσπίζουν διαφανείς κανόνες σχετικούς με τα κρι­τήρια προσδιορισμού των χρηματοπιστωτικών μέσων, η διαπραγμάτευση των οποίων επιτρέπεται στα συστήμα­τα τους,

(δ) καταρτίζουν και εφαρμόζουν κανόνες διαφανείς και βασισμένους σε αντικειμενικά κριτήρια, οι οποίοι να διέπουν την πρόσβαση στον ΠΜΔ, εφαρμοζόμενης της παραγράφου 3 του άρθρου 45, και

(ε) παρέχουν, όπου συντρέχει η περίπτωση, επαρκείς πληροφορίες δημόσια διαθέσιμες ή διασφαλίζουν ότι υπάρχει πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες, ώστε να μπορούν οι χρήστες του ΠΜΔ να διαμορφώνουν επενδυ­τική κρίση, ανάλογα με τη φύση των χρηστών και με τα είδη των υπό διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικών μέ­σων.

 

    2.  Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί άδεια λειτουργίας ΠΜΔ σε πιστωτικό ίδρυμα εφόσον πληρούνται οι προϋ­ποθέσεις της παραγράφου 1. Το πιστωτικό ίδρυμα γνω­στοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την πρόθεση του να λειτουργεί ΠΜΔ ταυτόχρονα με την υποβολή σχετικής αίτησης στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η Επιτρο­πή Κεφαλαιαγοράς διαπιστώνει τη συνδρομή των προϋ­ποθέσεων των περιπτώσεων α' έως ε' της παραγράφου 1 και ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος.

 

    3.  Τα άρθρα 25, 27 και 28 του νόμου αυτού δεν εφαρ­μόζονται στις συναλλαγές που συνάπτονται μεταξύ με­λών ενός ΠΜΔ ή μεταξύ του ΠΜΔ και των μελών του στο πλαίσιο της λειτουργίας του σύμφωνα με τους κανόνες που το διέπουν. Τα μέλη ενός ΠΜΔ συμμορφώνονται προς τις προβλεπόμενες στα εν λόγω άρθρα υποχρεώ­σεις έναντι των πελατών τους όταν, ενεργώντας για λο­γαριασμό των πελατών τους, εκτελούν εντολές τους μέ­σω των ΠΜΔ.

 

    4.  Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρί­ζονται ΠΜΔ υποχρεούνται επίσης να ενημερώνουν σα­φώς τους χρήστες τους για την ευθύνη τους όσον αφο­ρά το διακανονισμό των συναλλαγών που εκτελούνται εντός του ΠΜΔ και οφείλουν να έχουν δημιουργήσει τους αναγκαίους μηχανισμούς για τη διευκόλυνση του αποτελεσματικού διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στο πλαίσιο του ΠΜΔ.

 

    5.  Εάν κινητή αξία που έχει εισαχθεί προς διαπραγμά­τευση σε οργανωμένη αγορά αποτελεί επίσης αντικείμε­νο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη της, ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία υποχρέω­ση έναντι του ΠΜΔ ως προς την αρχική, τη συνεχή και την κατά περίπτωση δημοσιοποίηση χρηματοοικονομι­κών πληροφοριών σχετικών με τον ΠΜΔ.

 

    6.  Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρί­ζονται ΠΜΔ συμμορφώνονται αμέσως με κάθε απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την αναστολή ή τη διακοπή της διαπραγμάτευσης συγκεκριμένου χρηματο­πιστωτικού μέσου.

 

    7.  Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι προ­ϋποθέσεις και η διαδικασία και να καθορίζονται ειδικότε­ροι όροι για τη χορήγηση και την ανάκληση άδειας λει­τουργίας ΠΜΔ και να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις του άρθρου αυτού που οφείλουν να τηρούν οι ΑΕΠΕΥ, τα πι­στωτικά ιδρύματα και οι διαχειριστές αγοράς που διαχει­ρίζονται ΠΜΔ.

 

Αρθρο 16

Μέτοχοι ΑΕΠΕΥ με ειδικές συμμετοχές

 

    1.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτι­κών δραστηριοτήτων σε ΑΕΠΕΥ μόνο εφόσον γνωρίζει την ταυτότητα των άμεσων ή έμμεσων μετόχων, φυσικών ή νομικών προσώπων, που κατέχουν ειδικές συμμετοχές, καθώς και το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν χορηγεί άδεια λει­τουργίας εφόσον, εν όψει της ανάγκης να διασφαλιστεί η ορθή και συνετή διαχείριση της ΑΕΠΕΥ, δεν έχει πει­σθεί για την καταλληλότητα των μετόχων που κατέχουν ειδικές συμμετοχές. Εάν υπάρχουν στενοί δεσμοί μετα­ξύ της ΑΕΠΕΥ και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εάν οι δεσμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την αποτελε­σματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

 

    2.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν χορηγεί άδεια εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρί­της χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νο­μικά πρόσωπα με τα οποία η ΑΕΠΕΥ έχει στενούς δε­σμούς, ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρ­μογή τους, εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

 

    3.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εγκρίνει εκ των προτέ­ρων την απόκτηση ή διάθεση ειδικής συμμετοχής σύμ­φωνα με την παράγραφο αυτή. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλ­λα πρόσωπα, προτίθεται:

(α) να αποκτήσει ή να αυξήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ΑΕΠΕΥ έτσι ώστε η αναλογία των δικαιω­μάτων ψήφου που κατέχει να φθάσει ή να υπερβεί το 20%, 1/3 ή 50% έτσι ώστε η ΑΕΠΕΥ να καταστεί θυγα­τρική του, γνωστοποιεί προηγουμένως εγγράφως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το ύψος της συμμετοχής που θα προκύψει από τη σκοπούμενη συναλλαγή, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία σύμφωνα με την παράγραφο 7,

(β) να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμ­μετοχή σε ΑΕΠΕΥ, γνωστοποιεί προηγουμένως εγγρά­φως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς το ύψος της συμμε­τοχής και την πρόθεση του να μειώσει τη συμμετοχή του έτσι ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου που κατέ­χει να μειωθεί σε λιγότερο από το 20%, 1/3 ή 50% έτσι ώστε η ΑΕΠΕΥ να παύσει να είναι θυγατρική του.

 

    4.  Η εκτίμηση της απόκτησης συμμετοχής υπόκειται στην προηγούμενη διαβούλευση που προβλέπεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 11 εάν το πρόσωπο που απο­κτά τη συμμετοχή που αναφέρεται στην παράγραφο 3 εί­ναι:

(α) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ ή εταιρία διαχείρισης Οργανισμού Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ) που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος - μέλος, ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής,

(β) μητρική πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ΕΠΕΥ ή εταιρίας διαχεί­ρισης ΟΣΕΚΑ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος - μέλος, ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής ή

(γ) πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλι­στική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ ή εταιρία δια­χείρισης ΟΣΕΚΑ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλ­λο κράτος - μέλος, ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναφέρει στην απόφαση της για την έγκριση ειδικής συμμετοχής τις απόψεις ή επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της διαβού­λευσης του προηγούμενου εδαφίου.

 

    5.  ΑΕΠΕΥ, η οποία λαμβάνει γνώση οποιασδήποτε απόκτησης ή εκχώρησης συμμετοχών στο κεφάλαιο της με την οποία οι συμμετοχές σε αυτήν υπερβαίνουν ή κα­τέρχονται κάτω από τα όρια του πρώτου εδαφίου της πα­ραγράφου 3, ενημερώνει άμεσα την Επιτροπή Κεφαλαι­αγοράς. Οι ΑΕΠΕΥ γνωστοποιούν στην Επιτροπή Κεφα­λαιαγοράς, μέχρι τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους, τα ονό­ματα των μετόχων που κατείχαν ειδικές συμμετοχές και τα ποσοστά αυτών των συμμετοχών, κατά τη διάρκεια του παρελθόντος έτους, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλ­λων τις πληροφορίες που ανακοινώνονται στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις των μετόχων και, προκειμένου περί ΑΕΠΕΥ, των οποίων οι κινητές αξίες είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά τις δημο­σιοποιήσεις σημαντικών συμμετοχών των μετόχων τους.

 

    6.  Εάν η επιρροή των προσώπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 μπορεί να θέσει σε κίν­δυνο την ορθή και συνετή διαχείριση της ΑΕΠΕΥ, η Επι­τροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί αυτή η κατάσταση. Τα μέτρα αυτά περι­λαμβάνουν ιδίως την αίτηση λήψης δικαστικών μέτρων, την επιβολή κυρώσεων κατά διοικητικών στελεχών και μελών του διοικητικού συμβουλίου ή την αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές που κατέχουν οι εν λόγω μέτοχοι. Παρόμοια μέ­τρα μπορούν να ληφθούν και κατά των προσώπων που δεν συμμορφώνονται με την υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης σε περίπτωση απόκτησης ή αύξησης ειδι­κής συμμετοχής. Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθετη απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγο­ράς ανεξάρτητα από τις άλλες κυρώσεις που μπορεί να επιβληθούν, είναι άκυρη η άσκηση των δικαιωμάτων ψή­φου που απορρέουν από αυτές τις μετοχές.

 

    7.  Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθο­ρίζεται η περίοδος και η διαδικασία αξιολόγησης των γνωστοποιήσεων για την έγκριση ειδικής συμμετοχής που λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρ­θρου αυτού, καθώς και οι σχετικές πληροφορίες και τα δικαιολογητικά που πρέπει να υποβάλλονται από τα πρό­σωπα που προτίθενται να αποκτήσουν ειδική συμμετοχή σε ΑΕΠΕΥ, κατ' εφαρμογή της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

 

Αρθρο 17

Πρόσωπα που διευθύνουν ΑΕΠΕΥ

 

    1.  Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕΠΕΥ οφείλουν να έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα αξιοπιστίας και πείρας ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και συνετή διαχείριση της ΑΕΠΕΥ

 

    2.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια λειτουργίας ή να αντιταχθεί σε κάθε μεταβολή της διοίκησης της ΑΕΠΕΥ εάν διατηρεί επιφυ­λάξεις για την αξιοπιστία και την πείρα των προσώπων που θα διευθύνουν πραγματικά την ΑΕΠΕΥ ή εάν υπάρ­χουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέ­πουν να θεωρηθεί ότι η διοίκηση της ΑΕΠΕΥ αποτελεί απειλή για την ορθή και συνετή διαχείριση της.

 

    3.  Η ΑΕΠΕΥ γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια βραδύτητα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε μεταβολή στη διοί­κηση της και της παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμήσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εάν τα νέα πρόσωπα που διορίζονται στη διοίκηση της ΑΕΠΕΥ παρέχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα αξιοπιστίας και πείρας. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θεωρείται ότι εγκρίνει τη μεταβολή στη διοίκηση ΑΕΠΕΥ εάν δεν αντι­ταχθεί σε αυτή εντός ενός (1) μηνός από τη γνωστοποί­ηση της μεταβολής.

 

    4.  Η ΑΕΠΕΥ οφείλει να έχει τουλάχιστον δύο πρόσω­πα τα οποία πραγματικά διευθύνουν τις δραστηριότητες της και πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1. Τα εν λόγω πρόσωπα οφείλουν να διαθέτουν πιστοποιη­τικό επαγγελματικής επάρκειας που προβλέπεται στην περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 14.

 

    5. Σε περίπτωση που ελλείπουν τα πρόσωπα που απαι­τούνται για τη νόμιμη συγκρότηση του διοικητικού συμ­βουλίου ΑΕΠΕΥ, την κατά το άρθρο 69 Α.Κ. αίτηση για διορισμό προσωρινής διοίκησης μπορεί να υποβάλλει και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Τα μέλη διοικητικού συμ­βουλίου ΑΕΠΕΥ που έχουν διορισθεί βάσει της διαδικα­σίας αυτής, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν ευθύνονται ποινικά, ούτε ενέχονται ατομικά προς κατα­βολή, λόγω της μη καταβολής φόρων ή εν γένει χρεών προς το Δημόσιο ή οποιαδήποτε άλλη αρχή ή ασφαλιστι­κό οργανισμό, τα οποία είχαν γεννηθεί πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους ως μελών της προσωρι­νής διοίκησης της ΑΕΠΕΥ Με τη διάταξη αυτή δεν θίγε­ται η ευθύνη των παραπάνω προσώπων για φόρους χρέη προς το Δημόσιο ή οποιαδήποτε άλλη αρχή ή ασφαλιστικό οργανισμό που θα γεννηθούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως προσωρινής διοίκησης της εταιρίας.

 

    6.  Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπο­ρούν να εξειδικεύονται τα κριτήρια καταλληλότητας των μελών του διοικητικού συμβουλίου ΑΕΠΕΥ, καθώς και των λοιπών προσώπων που διευθύνουν τη δραστηριότη­τα της.

 

Αρθρο 18

Οικονομικές Καταστάσεις και τακτικός έλεγχος ’ΕΠΕΥ

 

    1. Οι ΑΕΠΕΥ συντάσσουν Οικονομικές Καταστάσεις σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα που υιοθε­τούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Ιουλίου 2002.

 

    2. Ο τακτικός έλεγχος που προβλέπεται από τις διατά­ξεις για τις ανώνυμες εταιρίες ασκείται στις ΑΕΠΕΥ από ορκωτό ελεγκτή λογιστή.

 

    3.  Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαια­γοράς μπορεί με απόφαση του να απαιτεί από τις ΑΕ­ΠΕΥ την υποβολή κάθε χρόνο έκθεσης των τακτικών ελεγκτών τους σχετικά με την ύπαρξη επαρκών διαδικα­σιών για τη συμμόρφωση τους με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 12 και στις κανονιστικές πρά­ξεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του. Με την ίδια απόφαση μπορεί να εξειδικεύεται το περιεχόμενο και ο τρόπος υποβολής της έκθεσης του προηγούμενου εδα­φίου και να ρυθμίζεται κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

 

    4.  Οι καταχωρίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7β του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, γίνονται στο μητρώο που γίνονται οι καταχωρίσεις των πιστωτικών ιδρυμά­των.

 

Αρθρο 19

Συμμετοχή σε εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών

 

    1.  Προϋπόθεση για την παροχή επενδυτικών υπηρε­σιών από ΑΕΠΕΥ είναι η συμμετοχή της σε εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών.

 

    2.  Οι ΑΕΠΕΥ γνωστοποιούν υποχρεωτικά προς τους πελάτες τους, πριν από την έναρξη παροχής επενδυτι­κών υπηρεσιών, το σύστημα αποζημίωσης επενδυτών στο οποίο συμμετέχουν.

 

Αρθρο 20

Προσωρινή αναστολή άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ

 

    1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου να αναστέλλει προσωρινά τη λειτουργία ΑΕΠΕΥ, όταν έχει σοβαρές ενδείξεις πα­ράβασης της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς που καθι­στά τη λειτουργία της επικίνδυνη για τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Η προσωρινή ανα­στολή μπορεί να αποφασίζεται και για ορισμένες μόνον από τις επενδυτικές υπηρεσίες, ως προς τις οποίες έχει παρασχεθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφα­λαιαγοράς. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις η αναστολή αποφασίζεται από την Εκτελεστική Επιτροπή της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς και η σχετική απόφαση εγκρίνε­ται στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Η διάρκεια της αναστολής δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες. Στην απόφαση αναστο­λής μπορεί να τίθεται σύντομη προθεσμία στην εταιρία μέσα στην οποία οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ιδίως ύστερα από αίτηση της ίδιας της ΑΕΠΕΥ, η αναστολή λειτουργίας μπορεί να παραταθεί για άλλες σαράντα πέντε (45) ημέ­ρες κατ' ανώτατο όριο μετά τη λήξη της.

 

    2.  Η περί προσωρινής αναστολής απόφαση είναι αμέσως εκτελεστή, γνωστοποιείται στην ΑΕΠΕΥ με κάθε πρόσφορο μέσο και δημοσιοποιείται στο διαδυκτιακό τόπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και στα μέσα ενημέ­ρωσης. Το αργότερο μέχρι την παρέλευση του χρόνου αναστολής, και αφού λάβει υπόψη της τις θέσεις της ΑΕΠΕΥ, το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαια­γοράς αποφασίζει είτε την άρση της αναστολής και εν­δεχομένως την επιβολή κυρώσεων είτε την ανάκληση της άδειας της λειτουργίας της εταιρίας σύμφωνα με το άρθρο 21.

 

    3.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με την απόφαση που λαμβάνει σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορεί να διορί­ζει υπάλληλο ή στέλεχος της ή και τρίτο πρόσωπο ως προσωρινό επίτροπο της ΑΕΠΕΥ και να ορίζει τις πρά­ξεις που επιτρέπεται να διενεργούνται ελεύθερα από την ΑΕΠΕΥ, καθώς και τις πράξεις που επιτρέπεται να διενεργούνται μόνον κατόπιν προηγούμενης άδειας του προσωρινού επιτρόπου. Οποιαδήποτε πράξη της διοίκη­σης της ΑΕΠΕΥ που διενεργείται χωρίς την προηγούμε­νη άδεια του προσωρινού επιτρόπου, εφόσον αυτή απαι­τείται, είναι άκυρη. Η ευθύνη του προσωρινού επιτρόπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του περιορίζεται σε δόλο και βαριά αμέλεια.

 

    4. Ο προσωρινός επίτροπος υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και τα κα­θήκοντα του διαρκούν για όσο χρονικό διάστημα η εται­ρία τελεί σε καθεστώς προσωρινής αναστολής λειτουρ­γίας και σε κάθε περίπτωση μέχρι το διορισμό επόπτη εκκαθάρισης, κατά το άρθρο 22. Με απόφαση της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παρατείνεται το έργο του προσωρινού επιτρόπου όσο απαιτείται για σκοπούς παράδοσης στον επόπτη εκκαθάρισης και το πολύ έναν (1) μήνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του επόπτη εκκαθάρισης.

 

    5.  Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αντικαθίσταται ο προσωρινός επίτροπος.

 

    6.  Η αμοιβή του προσωρινού επιτρόπου καθορίζεται με την απόφαση διορισμού του και βαρύνει την ΑΕΠΕΥ της οποίας αναστέλλεται προσωρινά η λειτουργία. Προκει­μένου περί υπαλλήλων ή στελεχών της Επιτροπής Κε­φαλαιαγοράς, η αμοιβή αυτή καταβάλλεται επιπλέον των τυχόν αποδοχών τους από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

 

    7.  Ο προσωρινός επίτροπος, όταν ενάγεται ή κατηγο­ρείται για πράξεις ή παραλείψεις που έγιναν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και εξαιτίας αυτής, παρί­σταται στις σχετικές δίκες με μέλη της Νομικής Υπηρεσί­ας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Ο προσωρινός επί­τροπος δεν υπόκειται σε προσωπική κράτηση ούτε υπέ­χει οποιαδήποτε ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για χρέη της ΑΕΠΕΥ που έχουν γεννηθεί πριν από το διορισμό του, ανεξάρτητα από το χρόνο βε­βαίωσης τους.

 

Αρθρο 21

Ανάκληση άδειας λειτουργίας ’ΕΠΕΥ

 

    1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας ΑΕΠΕΥ εν όλω ή ως προς ορισμένες επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες ή παρεπόμε­νες υπηρεσίες για τις οποίες έχει χορηγηθεί σε αυτήν άδεια λειτουργίας:

(α) εάν η ΑΕΠΕΥ δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουρ­γίας εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία χο­ρήγησης της, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή παύσει να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες για συνεχόμενο διάστη­μα τουλάχιστον έξι (6) μηνών,

(β) εάν απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο παράνομο τρόπο.

(γ) εάν κρίνει ότι έχουν παύσει να συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις με βάση τις οποίες είχε χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας,

(δ) εάν η ΑΕΠΕΥ δεν πληροί τις προϋποθέσεις των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων,

(ε) εάν η ΑΕΠΕΥ έχει υποπέσει σε σοβαρές και επα­νειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά.

 

    2. Πριν προχωρήσει στην ανάκληση της άδειας λει­τουργίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην ΑΕΠΕΥ τις διαπιστωθείσες ελλείψεις ή παραβάσεις, κα­θώς και την πρόθεση της να προχωρήσει σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της, τάσσοντας της ταυτόχρονα προθεσμία, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα (10) ημέρες από την παραπάνω γνωστοποίηση, μέσα στην οποία η εταιρία οφείλει να διατυπώσει τις απόψεις της και να λάβει, όταν συντρέχει περίπτωση, τα κατάλ­ληλα μέτρα για την παύση των παραβιάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Μετά την πάροδο της προθεσμίας και αφού λάβει υπόψη της τις θέσεις της ΑΕΠΕΥ και αξιολογήσει τα μέτρα που έχει λάβει, η Επιτροπή Κεφα­λαιαγοράς αποφασίζει οριστικώς.

 

Αρθρο 22

Ειδική εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ

 

    1.  Μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ, ανακαλείται υποχρεωτικά και η υπουργική απόφαση, με την οποία χορηγήθηκε η άδεια σύστασης και εγκρίθηκε το καταστατικό της εταιρίας και ακολουθεί το στάδιο ει­δικής εκκαθάρισης τους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Κατά το στάδιο αυτό και μέχρι την έκδο­ση της προβλεπόμενης από την παράγραφο 9 του άρ­θρου αυτού απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου, η ΑΕΠΕΥ δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση. Για το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται και οι ατομικές διώξεις και κάθε αναγκαστική εκτέλεση κατά της ΑΕΠΕΥ

 

    2.  Με απόφαση της η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διορί­ζει τον Επόπτη της εκκαθάρισης, ο οποίος, ύστερα από έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μπορεί να προσλάβει ως σύμβουλο του φυσικό ή νομικό πρόσωπο εξειδικευμένο σε θέματα λειτουργίας των ΑΕΠΕΥ Με την ίδια απόφαση, ορίζεται από την Επιτροπή Κεφαλαια­γοράς η αμοιβή του Επόπτη και του συμβούλου του, η οποία βαρύνει την ΑΕΠΕΥ και δύνανται επίσης να ρυθμί­ζονται θέματα της διαδικασίας εκκαθάρισης εν γένει. Εάν, μετά τη θέση ΑΕΠΕΥ στην ειδική εκκαθάριση του άρθρου αυτού, διαπιστωθεί ότι η υπό εκκαθάριση εταιρία στερείται των αναγκαίων πόρων για την πορεία των ερ­γασιών της εκκαθάρισης, το Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών του ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α'), ύστερα από σχετική αιτιολογημένη αίτηση του Επόπτη, καλύπτει τις δαπάνες της αμοιβής του Επό­πτη και του εκκαθαριστή, καθώς και τις λοιπές αναγκαίες λειτουργικές δαπάνες της εκκαθάρισης για χρονική περί­οδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μή­νες από την ημερομηνία ανάληψης καθηκόντων του Επόπτη. Η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου μπο­ρεί να παραταθεί με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλί­ου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με το χρο­νοδιάγραμμα εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης που συμφωνείται μεταξύ Συνεγγυητικού και Επόπτη.

 

    3. Ο Επόπτης υποβάλλει, μέσα σε τρεις (3) ημέρες από την επίδοση του διορισμού του, αίτηση διορισμού εκκα­θαριστή στο αρμόδιο δικαστήριο. Μέχρι το διορισμό εκ­καθαριστή ο Επόπτης ασκεί όλες τις εξουσίες του εκκα­θαριστή. Μετά το διορισμό εκκαθαριστή ο Επόπτης πα­ρακολουθεί τις εργασίες της εκκαθάρισης, γνωμοδοτεί, εφόσον το ζητήσει ο εκκαθαριστής σε θέματα της εκκα­θάρισης, ενημερώνει γραπτά την Επιτροπή Κεφαλαιαγο­ράς για την πορεία της εκκαθάρισης τουλάχιστον ανά δί­μηνο και όποτε άλλοτε του ζητηθεί και υποβάλλει έκθε­ση μετά τη λήξη της εκκαθάρισης. Τυχόν ακυρότητα του διορισμού του Επόπτη δεν θίγει το κύρος των πράξεων από του διορισμού του μέχρι την ακύρωση αυτού.

 

    4.  Ο κατά την προηγούμενη παράγραφο εκκαθαριστής διορίζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 739 και επό­μενα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αντίθετες διατά­ξεις των καταστατικών δεν ισχύουν. Εκκαθαριστής διορί­ζεται φυσικό ή νομικό πρόσωπο εξειδικευμένο σε θέμα­τα ΑΕΠΕΥ από κατάλογο είκοσι (20) τουλάχιστον προ­σώπων που καταρτίζεται κατ' έτος από την Επιτροπή Κε­φαλαιαγοράς. Το δικαστήριο δικάζει την αίτηση μέσα σε πέντε (5) ημέρες και εκδίδει την απόφαση του το αργό­τερο μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την εκδίκαση της αί­τησης. Με την ίδια δικαστική απόφαση ορίζεται και η αμοιβή του εκκαθαριστή η οποία βαρύνει την εταιρία. Αναστολή της ισχύος της απόφασης δεν επιτρέπεται.

 

    5. Αμέσως μετά το διορισμό του, ο Επόπτης προβαίνει σε απογραφή και αποχωρίζει από τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας τα περιουσιακά στοιχεία, χρήματα και τίτλους της εταιρίας, καθώς και τα περιουσιακά στοι­χεία, χρήματα και τίτλους τρίτων, τα οποία συνδέονται με την παροχή από την εταιρία των επενδυτικών υπηρε­σιών του άρθρου 4 του νόμου αυτού και βρίσκονται στην κατοχή της εταιρίας ή έχουν παραδοθεί από αυτές στο Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών ή Τράπεζες προς φύλαξη τους. Ο Επόπτης καλεί, μέσα σε δέκα (10) ημέρες από το διορισμό του, τους δικαιούχους κάθε φύσεως απαιτήσε­ων, με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημε­ρήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες από τις οποί­ες τρεις τουλάχιστον είναι οικονομικές, να του αναγγεί­λουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία μέσα σε τρεις (3) μήνες από την τελευταία δη­μοσίευση. Η παραπάνω ανακοίνωση γνωστοποιείται εγ­γράφως στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ της έδρας της εταιρίας.

 

    6.  Ειδικά για τις απαιτήσεις που αφορούν την αυτούσια παράδοση χρημάτων ή χρηματοπιστωτικών μέσων, που βρίσκονται στην κατοχή της εταιρίας και συνδέονται με την παροχή από αυτήν επενδυτικών υπηρεσιών του άρ­θρου 4, ο εκκαθαριστής επαληθεύει τις απαιτήσεις με βάση τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία της εταιρίας, μέσα σε χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών.

 

    7.  Μέσα σε χρονικό διάστημα, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες από την επαλήθευση των απαιτήσεων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρα­πάνω παράγραφο, ο εκκαθαριστής προβαίνει στην αυτού­σια παράδοση των χρηματικών ποσών και των χρηματο­πιστωτικών μέσων τρίτων που βρίσκονται στην κατοχή της εταιρίας και συνδέονται με την παροχή από αυτές επενδυτικών υπηρεσιών του άρθρου 4. Ειδικότερα, ο εκ­καθαριστής ικανοποιεί συμμέτρως τους δικαιούχους ανωνύμων τίτλων και χρηματικών ποσών, στην περίπτω­ση που οι υφιστάμενοι ανώνυμοι τίτλοι και τα χρηματικά ποσά που κατέχει η ΑΕΠΕΥ για λογαριασμό πελατών της δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των δικαιούχων ανωνύμων τίτλων ή χρηματικών ποσών αντίστοιχα.

 

    8.  Σε χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δεκαπέντε (15) ημέρες από την ολοκλήρωση της δια­δικασίας απόδοσης περιουσιακών στοιχείων πελατών ΑΕΠΕΥ, κατά τις ρυθμίσεις των παραγράφων 5 έως και 7 του άρθρου αυτού, ο Επόπτης ενημερώνει την Επιτροπή Αποζημιώσεων, που προβλέπεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 68 του ν. 2533/1997, για τις υποβληθείσες απαι­τήσεις ως προς επενδυτικές υπηρεσίες, που δεν ικανο­ποιήθηκαν σύμφωνα με τα παραπάνω, προκειμένου αυτή να αποφασίσει, αφού παραλάβει από τον Επόπτη κάθε απαραίτητο στοιχείο από τα βιβλία της εταιρίας, για ποιες από αυτές υπάρχει υποχρέωση του Συνεγγυητικού για καταβολή αποζημίωσης, σύμφωνα με το άρθρο 66 του ν. 2533/1997. Το Συνεγγυητικό, χωρίς να υποχρεού­ται στην τήρηση οποιασδήποτε πρόσθετης διαδικασίας ή γνωστοποίησης, καταβάλλει αποζημιώσεις στους δικαι­ούχους, σύμφωνα με το άρθρο 67 του ν. 2533/1997 και ενημερώνει αμελλητί τον Επόπτη για τις σχετικές κατα­βολές. Ο εκκαθαριστής μειώνει ανάλογα τα ποσά των απαιτήσεων κατά της εταιρίας.

 

    9.  Μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων από επενδυ­τικές υπηρεσίες, σύμφωνα με τα άρθρα 65 έως 67 του ν. 2533/1997, όπως ισχύει, με τη διαδικασία αυτούσιας παράδοσης ή με την καταβολή των αποζημιώσεων από το Συνεγγυητικό, ολοκληρώνεται η ειδική εκκαθάριση του άρθρου αυτού. Η περάτωση της εκκαθάρισης του άρ­θρου αυτού κηρύσσεται με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρίας που δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 739 και επόμενα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ύστερα από αίτηση του Επόπτη ή κάθε άλλου που έχει έννομο συμφέρον. Με την ίδια από­φαση, το Δικαστήριο διατάσσει τον Επόπτη και τον εκκα­θαριστή να συγκαλέσουν γενική συνέλευση των μετό­χων της εταιρίας προκειμένου να αποφασισθεί η εκλογή νέων εκκαθαριστών, σύμφωνα με τις διατάξεις του κατα­στατικού της εταιρίας και του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/ 1920, όπως ισχύει, και ορίζει ως χρόνο περάτωσης της εκκαθάρισης του άρθρου αυτού και λήξης της θητείας Επόπτη και εκκαθαριστή το χρόνο κατά τον οποίο ανα­λαμβάνουν καθήκοντα οι κατά τα ανωτέρω εκλεγόμενοι εκκαθαριστές. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν καταστεί δυνατή η κατά τα ανωτέρω εκλογή νέων εκκαθαριστών, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 69 του Αστικού Κώδικα. Η σχετική αίτηση υποβάλλεται στο Δικαστήριο από τον Επόπτη. Στην περίπτωση αυτή, η ειδική εκκαθά­ριση του άρθρου αυτού περατώνεται και η θητεία του Επόπτη και του εκκαθαριστή λήγει από την ανάληψη των καθηκόντων των κατά τα ανωτέρω διορισθέντων από το Δικαστήριο εκκαθαριστών. Η περάτωση της ειδικής εκ­καθάρισης του άρθρου αυτού και η λήξη της θητείας του Επόπτη και του εκκαθαριστή γνωστοποιούνται με επιμέ­λεια του Επόπτη στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία παύει να ενημερώνεται περαιτέρω για την πορεία της εκκαθάρισης της εταιρίας. Ταυτόχρονα με τη γνω­στοποίηση του προηγούμενου εδαφίου, ο Επόπτης και ο εκκαθαριστής υποβάλλουν προς την Επιτροπή Κεφαλαι­αγοράς απολογισμό για την εκκαθάριση του άρθρου αυ­τού. Κατά τα λοιπά η περάτωση των εκκρεμών υποθέσε­ων της εταιρίας, συμπεριλαμβανομένης και της ικανοποί­ησης των απαιτήσεων του Συνεγγυητικού, σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 4 του ν. 2533/1997, όπως ισχύ­ει, των απαιτήσεων από επενδυτικές υπηρεσίες στην έκταση που αυτές δεν ικανοποιήθηκαν κατά τη διαδικα­σία της αυτούσιας παράδοσης ή λήψης αποζημίωσης από το Συνεγγυητικό, καθώς και κάθε άλλου είδους απαιτήσεων κατά της εταιρίας, συνεχίζεται κατά τις δια­τάξεις του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, από τους εκκαθαριστές.

 

    10.  Εάν η εταιρία, μετά την καταβολή των αποζημιώ­σεων από το Συνεγγυητικό, σύμφωνα με τα άρθρα 65 έως 67 του ν. 2533/1997, στερείται παντελώς περιουσια­κών στοιχείων και εξ αυτού του λόγου καθίσταται αδύ­νατη η πρόοδος της εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920, ο Επόπτης ή οποιοσδήπο­τε έχει έννομο συμφέρον μπορεί αντί για την εφαρμογή της παραγράφου 9 να ζητήσει από το Δικαστήριο να βε­βαιώσει την παντελή έλλειψη περιουσιακών στοιχείων, να κηρύξει την παύση της εκκαθάρισης και να διατάξει τη διαγραφή της εταιρίας από τα μητρώα των ανωνύμων εταιριών. Η απόφαση του Δικαστηρίου κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με επιμέλεια του Επόπτη.

 

    11. Λύση του νομικού προσώπου ΑΕΠΕΥ, που επέρχε­ται για οποιονδήποτε λόγο, εκτός από πτώχευση και τους λόγους της παραγράφου 1, γνωστοποιείται αμέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία μπορεί με από­φαση της, που εκδίδεται μέσα σε δύο (2) μήνες, να θέσει την επιχείρηση σε εκκαθάριση κατά τις διατάξεις του νό­μου αυτού. Απαγορεύεται και είναι άκυρη κάθε απαλλο­τρίωση περιουσιακών στοιχείων της ΑΕΠΕΥ κατά το χρονικό διάστημα από τη λύση του νομικού προσώπου μέχρι την έκδοση της ως άνω απόφασης της ή τη λήξη της ως άνω προθεσμίας.

 

    12.   Ο Επόπτης και ο εκκαθαριστής δεν προσωποκρα-τούνται ούτε υπέχουν οποιαδήποτε ποινική, αστική ή άλ­λη ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για χρέη της υπό εκκα­θάριση ΑΕΠΕΥ που έχουν γεννηθεί πριν από το διορισμό τους, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης τους.

 

Αρθρο 23

Καταβολή ποσού σε πελάτη υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ

 

    1.  Κάθε καταβολή οποιουδήποτε ποσού σε επενδυτή πελάτη υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ κατά τις διατάξεις του άρθρου 22 ανακοινώνεται από τον Επόπτη στο Συνεγγυητικό και, αντιστρόφως, κάθε καταβολή από το Συνεγγυητικό σε επενδυτή πελάτη υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ ανακοινώνεται από το Συνεγγυητικό στον εκκαθαριστή ή τους εκκαθαριστές της εταιρίας.

 

    2.  Οι πελάτες ΑΕΠΕΥ των οποίων οι αξιώσεις από πα­ροχή επενδυτικών υπηρεσιών δεν έχουν ικανοποιηθεί ολοσχερώς από την οφειλέτιδα εταιρία ή από το Συνεγγυητικό κατατάσσονται πριν από τη σειρά των απαιτήσε­ων που ορίζεται στην περίπτωση 3 του άρθρου 975 του Κ.Πολ.Δ. και πριν από τη διαίρεση κατά το άρθρο 977 του Κ.Πολ.Δ. και ικανοποιούνται προνομιακώς από τυχόν χρηματικό ποσό που επιστρέφεται στην ΕΠΕΥ από το Συνεγγυητικό σύμφωνα με την περίπτωση β' της παρα­γράφου 1 του άρθρου 74 του ν. 2533/1997.

 

    3.  Αν ΑΕΠΕΥ λυθεί και τεθεί σε εκκαθάριση, τα εν γέ­νει χρηματοπιστωτικά μέσα και τα χρηματικά ποσά που ανήκουν σε πελάτες της αποχωρίζονται από την προς διανομή εταιρική περιουσία και αποδίδονται στους δικαι­ούχους τους, εκτός εάν:

(α) έχει συσταθεί επ' αυτών ενέχυρο, οπότε παραδίδο­νται στον ενεχυρούχο δανειστή ή

(β) υφίσταται απαίτηση της ΑΕΠΕΥ κατά των δικαιού­χων, οπότε συμψηφίζονται οι αντίθετες ομοειδείς απαι­τήσεις.

 

    4.  Στα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα χρηματικά ποσά που ανήκουν σε πελάτες της ΑΕΠΕΥ και αποχωρίζονται από την προς διανομή εταιρική περιουσία περιλαμβάνο­νται, εκτός από τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα χρημα­τικά ποσά που ανήκουν στους πελάτες της ΑΕΠΕΥ σύμ­φωνα με τους κανόνες του εμπραγμάτου δικαίου, και τα χρηματοπιστωτικά μέσα, σε υλική ή άυλη μορφή, και τα χρηματικά ποσά που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, η ΑΕΠΕΥ για λογαριασμό πελατών, επί των οποίων η απαίτηση των πελατών επαληθεύεται με βάση τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, καθώς και με κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο.

 

    5.  Ο πίνακας των χρηματοπιστωτικών μέσων και χρη­ματικών ποσών της ΑΕΠΕΥ, τα οποία ανήκουν σε πελά­τες της, συντάσσεται από τον εκκαθαριστή και κοινο­ποιείται σε οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον.

 

Αρθρο 24

Σχέσεις με τρίτες χώρες

 

    Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την Ευρωπαϊ­κή Επιτροπή σχετικά με τις γενικής φύσεως δυσκολίες που συναντούν οι ΑΕΠΕΥ, κατά την εγκατάσταση τους ή την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων σε τρίτες χώρες.

 

Αρθρο 25

Υποχρεώσεις επαγγελματικής συμπεριφοράς κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΤΩΝ

 

    1.  Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να ενεργούν κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες με αμεροληψία, εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους και ειδικότερα να συμμορφώνονται με τις αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 8 του άρθρου αυτού.

 

    2.  Οι πληροφορίες που παρέχουν οι ΑΕΠΕΥ σε πελά­τες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, πρέπει να είναι ακρι­βείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζονται σα­φώς ως τέτοιες.

 

    3. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν στους πελάτες ή στους δυνητι­κούς πελάτες κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανο­ούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκε­κριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστω­τικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να παρέχονται σε τυπο­ποιημένη μορφή. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με:

(α) την ΑΕΠΕΥ και τις υπηρεσίες της,

(β) τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, καθώς και κατάλληλη καθοδή­γηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα εν λόγω χρημα­τοπιστωτικά μέσα ή με την υιοθέτηση των εν λόγω επεν­δυτικών στρατηγικών,

(γ) τους τόπους εκτέλεσης και

(δ) το κόστος και τις σχετικές παρεπόμενες επιβαρύν­σεις.

 

    4. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώ­ση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκρι­μένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την πε­ρίπτωση τους (έλεγχος καταλληλότητας).

 

    5.  Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπη­ρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παρά­γραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζη­τούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχε­διαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβα­τότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληρο­φοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδο­ποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορ­φή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προ­ειδοποιήσουν ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέ­πει να κρίνουν κατά πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμε­νη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμε­νο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι' αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιη­μένη μορφή.

 

    6.  Οι ΑΕΠΕΥ που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στην εκτέλεση εντο­λών πελατών ή τη λήψη και διαβίβαση εντολών με ή χω­ρίς παρεπόμενες υπηρεσίες μπορούν να παρέχουν τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες τους χωρίς να έχουν λάβει τις πληροφορίες και χωρίς να έχουν κα­ταλήξει στην κρίση που προβλέπεται στην παράγραφο 5, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέ­σεις:

(α) Οι εν λόγω υπηρεσίες αφορούν μετοχές, εισηγμένες για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας, μέσα χρηματαγοράς, ομο­λογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, (με την εξαίρεση των ομολογιών ή άλλων μορφών τιτλοποιημέ­νου χρέους που ενσωματώνουν παράγωγα), μερίδια ΟΣΕΚΑ και άλλα μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα. Αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με οργανωμένη αγορά, εάν πληροί ισοδύναμες απαιτήσεις με τις ορι­ζόμενες στο Κεφάλαιο ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού.

(β) Η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη.

(γ) Ο πελάτης ή δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι, κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, η ΑΕΠΕΥ δεν υποχρεούται να αξιολογήσει τη συμβατότη­τα του χρηματοπιστωτικού μέσου που προσφέρεται ή της υπηρεσίας που παρέχεται και ότι δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγ­γελματικής συμπεριφοράς. Η προειδοποίηση αυτή μπο­ρεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.

(δ) Η ΑΕΠΕΥ συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 13 υποχρεώσεις της.

 

    7.  Οι ΑΕΠΕΥ τηρούν αρχείο με τα έγγραφα και τις συμβάσεις που καταρτίζονται μεταξύ του πελάτη και της ΑΕΠΕΥ, τα οποία αναφέρουν τα δικαιώματα και τις υπο­χρεώσεις των μερών, καθώς και τους όρους υπό τους οποίους η ΑΕΠΕΥ παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών μπορούν να ορίζονται με αναφορά σε άλλα έγγραφα ή νομικά κείμε­να.

 

    8.  Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν σε κάθε πελάτη εγγράφως επαρκή ενημέρωση σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρε­σίες. Στην ενημέρωση αυτή περιλαμβάνεται, όπου συ­ντρέχει περίπτωση, το κόστος των συναλλαγών που εκτελούνται για λογαριασμό του και των υπηρεσιών που του παρέχονται.

 

    9. Όταν η επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται ως μέρος χρηματοπιστωτικού προϊόντος που ήδη υπόκειται σε άλ­λες διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας ή σε κοινά ευ­ρωπαϊκά πρότυπα σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα και την καταναλωτική πίστη όσον αφορά την αξιολόγηση του κινδύνου των πελατών και τις απαιτήσεις περί πλη­ροφοριών, η παροχή της εν λόγω υπηρεσίας δεν υπόκει­ται επιπροσθέτως στις επιβαλλόμενες με το άρθρο αυτό υποχρεώσεις.

 

    10.  Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι υπο­χρεώσεις των ΕΠΕΥ που καθορίζονται στις παραγρά­φους 2 έως 8, σύμφωνα με τα εκτελεστικά μέτρα της πα­ραγράφου 10 του άρθρου 19 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

 

Αρθρο 26

Παροχή υπηρεσιών μέσω άλλης ΕΠΕΥ

 

    1.  ΑΕΠΕΥ που λαμβάνει, με τη μεσολάβηση άλλης ΕΠΕΥ, οδηγίες για την παροχή επενδυτικών ή παρεπό­μενων υπηρεσιών για λογαριασμό ενός πελάτη μπορεί να βασίζεται στις σχετικές με τον πελάτη πληροφορίες που της γνωστοποιεί η μεσολαβούσα ΕΠΕΥ Η μεσολα­βούσα ΕΠΕΥ παραμένει υπεύθυνη για την πληρότητα και την ακρίβεια των διαβίβαζα μένων πληροφοριών.

 

    2.  Η ΑΕΠΕΥ που λαμβάνει οδηγίες για την παροχή υπηρεσιών για λογαριασμό ενός πελάτη από μεσολαβού­σα ΕΠΕΥ μπορεί να βασίζεται σε οποιεσδήποτε συστά­σεις έχουν δοθεί στον πελάτη από τη μεσολαβούσα ΕΠΕΥ σχετικά με την υπηρεσία ή με τη συναλλαγή. Η μεσολαβούσα ΕΠΕΥ παραμένει υπεύθυνη για την καταλ­ληλότητα των παρεχόμενων συστάσεων ή συμβουλών για το συγκεκριμένο πελάτη.

 

    3.  Η ΑΕΠΕΥ που λαμβάνει οδηγίες ή εντολές ενός πε­λάτη με τη μεσολάβηση άλλης ΕΠΕΥ παραμένει υπεύθυ­νη για την παροχή της υπηρεσίας ή την ολοκλήρωση της συναλλαγής βάσει αυτών των πληροφοριών ή συστάσε­ων, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού.

 

Αρθρο 27

Υποχρέωση εκτέλεσης των εντολών με τους πλέον ευνοϊκούς για τον πελάτη όρους

 

    1.  Οι ΑΕΠΕΥ λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο, ώστε να επιτυγχάνουν, κατά την εκτέλεση εντολών, το βέλτιστο αποτέλεσμα για τον πελάτη, λαμβάνοντας υπόψη την τι­μή, το κόστος, την ταχύτητα, την πιθανότητα εκτέλεσης και διακανονισμού, τον όγκο, τη φύση και οποιονδήποτε άλλον παράγοντα αφορά την εκτέλεση της εντολής. Σε περίπτωση που υπάρχουν συγκεκριμένες οδηγίες του πελάτη, η ΑΕΠΕΥ εκτελεί την εντολή σύμφωνα με αυτές τις οδηγίες.

 

    2.  Οι ΑΕΠΕΥ καταρτίζουν και εφαρμόζουν αποτελε­σματικές ρυθμίσεις για να συμμορφώνονται με τις απαι­τήσεις της παραγράφου 1. Οι ΑΕΠΕΥ πρέπει, ιδίως, να καταρτίζουν και να εφαρμόζουν πολιτική εκτέλεσης εντολών που να τους επιτρέπει να επιτυγχάνουν το βέλ­τιστο δυνατό αποτέλεσμα για τις εντολές των πελατών τους, σύμφωνα με την παράγραφο 1.

 

    3.  Η πολιτική εκτέλεσης εντολών περιέχει, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, στοιχεία σχετικά με τους διάφορους τόπους διαπραγμάτευσης όπου η ΑΕΠΕΥ εκτελεί τις εντολές των πελατών της και τους παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή του τόπου δια­πραγμάτευσης. Η πολιτική περιλαμβάνει τουλάχιστον τους τόπους εκείνους όπου η ΑΕΠΕΥ μπορεί συστηματι­κά να επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την εκτέλεση των εντολών των πελατών. Οι ΑΕΠΕΥ πα­ρέχουν στους πελάτες τους κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με την πολιτική εκτέλεσης εντολών που ακο­λουθούν και λαμβάνουν την προηγούμενη συναίνεση των πελατών τους σχετικά με την εν λόγω πολιτική.

 

    4.  Όταν η ακολουθούμενη πολιτική εκτέλεσης εντο­λών προβλέπει τη δυνατότητα εκτέλεσης εντολών εκτός οργανωμένων αγορών ή ΠΜΔ, οι ΑΕΠΕΥ ενημερώνουν σχετικά τους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες τους. Οι ΑΕΠΕΥ εξασφαλίζουν εκ των προτέρων τη ρητή συ­ναίνεση των πελατών τους προτού εκτελέσουν εντολές πελατών εκτός οργανωμένων αγορών ή ΠΜΔ. Οι ΑΕΠΕΥ μπορούν να εξασφαλίζουν την εν λόγω συναίνεση με τη μορφή γενικής συμφωνίας ή για συγκεκριμένες συναλ­λαγές.

 

    5. Οι ΑΕΠΕΥ παρακολουθούν την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων και της πολιτικής που ακολουθούν ως προς την εκτέλεση εντολών, ώστε να εντοπίζουν και να διορθώνουν, όπου χρειάζεται, τυχόν ελλείψεις. Ειδικό­τερα, οι ΑΕΠΕΥ εξετάζουν τακτικά κατά πόσον οι τόποι διαπραγμάτευσης, που προβλέπονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών, επιτυγχάνουν το βέλτιστο αποτέλε­σμα για τους πελάτες τους και να τροποποιούν αναλό­γως τις ρυθμίσεις εκτέλεσης εντολών που ακολουθούν. Οι ΑΕΠ ΕΥ πληροφορούν τους πελάτες τους για κάθε ου­σιαστική αλλαγή των ρυθμίσεων και της πολιτικής που ακολουθούν ως προς την εκτέλεση εντολών.

 

    6.  Οι ΑΕΠΕΥ, κατόπιν αιτήματος των πελατών τους, παρέχουν σε αυτούς τα στοιχεία ότι έχουν εκτελέσει τις εντολές τους σύμφωνα με την πολιτική εκτέλεσης εντο­λών που ακολουθούν.

 

    7.   Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι υπο­χρεώσεις των ΑΕΠΕΥ που προβλέπονται στις παραγρά­φους 1, 3, 4 και 5 σύμφωνα με τα εκτελεστικά μέτρα της παραγράφου 6 του άρθρου 21 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

 

Αρθρο 28

Κανόνες εκτέλεσης των εντολών πελατών

 

    1. Οι ΑΕΠΕΥ που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν εντο­λές για λογαριασμό πελατών εφαρμόζουν διαδικασίες και μηχανισμούς που διασφαλίζουν την έγκαιρη, δίκαιη και ταχεία εκτέλεση των εντολών πελατών σε σχέση με τις εντολές άλλων πελατών ή με τα συμφέροντα της ΑΕΠΕΥ, περιλαμβανομένων των επενδύσεων της ΑΕΠΕΥ σε χρηματοπιστωτικά μέσα. Οι εν λόγω διαδικασίες και μηχανισμοί επιτρέπουν την εκτέλεση συγκρίσιμων εντο­λών πελατών με χρονική προτεραιότητα ανάλογα με το χρόνο λήψης κάθε εντολής από την ΑΕΠΕΥ

 

    2.  Σε περίπτωση εντολής πελάτη με όριο που αφορά μετοχές εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά η οποία δεν εκτελείται αμέσως υπό τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς, οι ΑΕΠΕΥ πρέπει, εκτός εάν ο πελάτης έχει δώ­σει ρητά άλλες οδηγίες, να λάβουν μέτρα για να διευκο­λύνουν την ταχύτερη δυνατή εκτέλεση της εντολής ανα­κοινώνοντας αμέσως δημόσια την εντολή αυτή του πε­λάτη με τρόπο προσιτό στους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά. Οι ΑΕΠΕΥ θεωρείται ότι εκπληρώνουν την υποχρέωση τους αυτή εάν διαβιβάσουν την εντολή του πελάτη σε οργανωμένη αγορά ή ΠΜΔ.

 

    3.  Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί:

(α) να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις των ΑΕΠΕΥ του άρθρου αυτού και

(β) να απαλλάσσονται οι ΑΕΠΕΥ από την υποχρέωση δημοσιοποίησης εντολής με όριο της οποίας το μέγεθος είναι μεγάλο σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος των συναλλαγών στην αγορά σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 56.

 

Αρθρο 29

Συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι

 

    1.  Οι ΑΕΠΕΥ μπορούν να ορίζουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα ως συνδεδεμένους αντιπροσώπους, εφόσον είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού, κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος προκειμένου για πιστωτικά ιδρύματα. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι δεν επιτρέπεται να κατέχουν χρήματα ή χρηματοπιστωτικά μέσα για λογαριασμό πελατών.

 

    2.  Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι ενεργούν για λογα­ριασμό μιας και μόνο ΑΕΠΕΥ υπό την πλήρη και άνευ όρων ευθύνη της. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι μπο­ρούν να διαφημίζουν τις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες που δύναται να παρέχει η ΑΕΠΕΥ σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, να λαμβάνουν και να διαβιβάζουν εντολές πελατών σχετικά με επενδυτικές υπηρεσίες ή χρηματοπιστωτικά μέσα, να μεσολαβούν για την τοποθέ­τηση χρηματοπιστωτικών μέσων και να παρέχουν συμ­βουλές σε πελάτες σχετικά με τα εν λόγω χρηματοπι­στωτικά μέσα και υπηρεσίες που παρέχει η ΑΕΠΕΥ

 

    3.  Οι ΑΕΠΕΥ διασφαλίζουν ότι ο συνδεδεμένος αντι­πρόσωπος γνωστοποιεί την ιδιότητα υπό την οποία ενερ­γεί και την ΑΕΠΕΥ την οποία αντιπροσωπεύει όποτε έρ­χεται σε επαφή με δυνητικό πελάτη ή προτού διαφημίσει ή παράσχει τις υπηρεσίες της παραγράφου 2 σε πελάτη.

 

    4.  Οι ΑΕΠΕΥ που ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώ­πους λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποφεύγε­ται κάθε ενδεχόμενο δυσμενών επιπτώσεων των μη υποκείμενων στον παρόντα νόμο δραστηριοτήτων του συν­δεδεμένου αντιπροσώπου στις δραστηριότητες που ασκεί αυτός για λογαριασμό της ΑΕΠΕΥ

 

    5.  Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι που είναι εγκατε­στημένοι στην Ελλάδα εγγράφονται από την ΑΕΠΕΥ ή το πιστωτικό ίδρυμα που αντιπροσωπεύουν σε μητρώο συνδεδεμένων αντιπροσώπων που τηρείται από την Επι­τροπή Κεφαλαιαγοράς και την Τράπεζα της Ελλάδος αντίστοιχα. Το μητρώο ενημερώνεται τακτικά και η πρό­σβαση του κοινού είναι ελεύθερη. Οι ΑΕΠΕΥ και τα πι­στωτικά ιδρύματα που προτείνουν την εγγραφή συνδε­δεμένου αντιπροσώπου στο μητρώο βεβαιώνουν ότι αυ­τός διαθέτει καλή φήμη και κατάλληλες γενικές, εμπορι­κές και επαγγελματικές γνώσεις που τους επιτρέπουν να παρέχουν με ακρίβεια στον πελάτη ή τον δυνητικό πελά­τη κάθε χρήσιμη πληροφορία για την προτεινόμενη υπη­ρεσία.

 

    6.  Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς ή με Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζονται αντίστοιχα οι προ­ϋποθέσεις για την εγγραφή των συνδεδεμένων αντιπρο­σώπων στο μητρώο, το οποίο τηρείται κατά περίπτωση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την Τράπεζα της Ελ­λάδος αντίστοιχα, καθώς και οι τεχνικές λεπτομέρειες για την τήρηση και ενημέρωση του μητρώου και την πρό­σβαση του επενδυτικού κοινού σε αυτό. Με την ίδια από­φαση και πράξη ορίζονται οι οργανωτικές απαιτήσεις των ΑΕΠΕΥ και των πιστωτικών ιδρυμάτων αντίστοιχα, που χρησιμοποιούν συνδεδεμένους αντιπροσώπους, κα­θώς και των συνδεδεμένων αντιπροσώπων και ρυθμίζε­ται κάθε αναγκαίο θέμα σχετικά με τη λειτουργία των συνδεδεμένων αντιπροσώπων.

 

Αρθρο 30

Συναλλαγές με επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους

 

    1. Οι ΑΕΠΕΥ που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν εντο­λές για λογαριασμό πελατών ή να διαπραγματεύονται για ίδιο λογαριασμό ή να λαμβάνουν και να διαβιβάζουν εντολές μπορούν να συμφωνούν τη διενέργεια συναλ­λαγών με επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους χωρίς να υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις των άρθρων 25 και 27 και της παραγράφου 1 του άρθρου 28, όσον αφορά τις συναλλαγές αυτές ή οποιαδήποτε παρεπόμενη υπηρεσία άμεσα σχετιζόμενη με αυτές τις συναλλαγές.

 

    2.   Ως επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι νοούνται οι ΑΕΠΕΥ, τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ασφαλιστικές εταιρί­ες, οι Οργανισμοί Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ) και οι εταιρίες διαχείρισης τους, οι ανώ­νυμες εταιρίες επενδύσεως χαρτοφυλακίου, τα συντα­ξιοδοτικά ταμεία και οι εταιρίες διαχείρισης τους, άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λει­τουργίας ή υπόκεινται σε ρυθμίσεις κοινοτικού δικαίου ή του δικαίου κράτους - μέλους, οι επιχειρήσεις που εξαι­ρούνται από την εφαρμογή του νόμου αυτού σύμφωνα με τις περιπτώσεις ια' και ιβ' της παραγράφου 3 του άρ­θρου 3, οι εθνικές κυβερνήσεις και οι αντίστοιχες υπηρε­σίες τους, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέ­ων που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος, οι κεντρικές τράπεζες και οι υπερεθνικοί οργανισμοί. Οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να ζητήσουν να αντιμετωπιστούν, είτε γενικά είτε για συγκεκριμένες συναλλαγές, ως πελάτες των οποίων οι σχέσεις με την ΑΕΠΕΥ υπόκεινται στις διατάξεις των άρθρων 25, 27 και 28.

 

    3. Σε περίπτωση συναλλαγής, στην οποία ο επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος είναι επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος - μέλος, οι ΑΕΠΕΥ αποδέχονται το καθε­στώς του επιλέξιμου αντισυμβαλλόμενου, όπως αυτό καθορίζεται από τη νομοθεσία του κράτους - μέλους εγκατάστασης του.

 

    4.  Οι ΑΕΠΕΥ, πριν διενεργήσουν συναλλαγές της πα­ραγράφου 1, λαμβάνουν από τον επιλέξιμο αντισυμβαλ­λόμενο, εφόσον συντρέχει περίπτωση, ρητή επιβεβαίω­ση ότι δέχεται να αντιμετωπιστεί ως επιλέξιμος αντισυμ­βαλλόμενος. Η επιβεβαίωση αυτή λαμβάνεται είτε με μορφή γενικής συμφωνίας είτε για κάθε μεμονωμένη συ­ναλλαγή.

 

    5.  Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι δια­δικασίες αίτησης για τη μεταχείριση πελατών ως επιλέ­ξιμοι αντισυμβαλλόμενοι, οι διαδικασίες λήψης ρητής επιβεβαίωσης από αυτούς και κάθε άλλο σχετικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια σύμφωνα με τα εκτελεστικά μέτρα της παραγράφου 5 του άρθρου 24 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

 

Αρθρο 31

Ελευθερία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και άσκησης δραστηριοτήτων

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΕΠΕΥ

 

    1.  ΕΠΕΥ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την αρ­μόδια αρχή άλλου κράτους - μέλους σύμφωνα με τις δια­τάξεις του εθνικού δικαίου με τις οποίες το εν λόγω κρά­τος προσαρμόστηκε στην Οδηγία 2004/39/ΕΚ μπορεί να παρέχει ελεύθερα επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρε­σίες και να ασκεί ελεύθερα επενδυτικές δραστηριότητες στην Ελλάδα χωρίς εγκατάσταση, εφόσον αυτές οι υπη­ρεσίες και δραστηριότητες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας της. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρε­σία ή δραστηριότητα. ΕΠΕΥ μπορεί να αρχίσει να παρέ­χει επενδυτικές υπηρεσίες και να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες μετά τη διαβίβαση στην Επιτροπή Κεφα­λαιαγοράς σχετικής γνωστοποίησης από την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής.

 

    2.  Οι ΑΕΠΕΥ που επιθυμούν να παράσχουν για πρώτη φορά επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκήσουν δραστηριό­τητες στο έδαφος άλλου κράτους - μέλους χωρίς εγκα­τάσταση ή να τροποποιήσουν το φάσμα των υπηρεσιών που παρέχουν ή των δραστηριοτήτων που ασκούν με τον τρόπο αυτόν, ανακοινώνουν στην Επιτροπή Κεφαλαια­γοράς:

(α) το κράτος - μέλος στο οποίο προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες ή να ασκεί δραστηριότητες,

(β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων, το οποίο αναφέρει ιδίως τις επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες και τις τυχόν παρεπόμενες υπηρεσίες που σκοπεύει να πα­ρέχει και να ασκεί, καθώς και το αν σκοπεύει να χρησι­μοποιεί συνδεδεμένους αντιπροσώπους στο έδαφος των κρατών - μελών στα οποία προτίθεται να παρέχει υπηρε­σίες.

 

    3.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί εντός εύλο­γου χρόνου στην αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής, μετά από αίτηση της, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που σκοπεύει να χρησιμο­ποιήσει η ΑΕΠΕΥ Το κράτος - μέλος υποδοχής μπορεί να δημοσιοποιήσει τις πληροφορίες αυτές.

 

    4.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εντός μηνός από τη λή­ψη των πληροφοριών των παραγράφων 2 και 3 του άρ­θρου αυτού, τις διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κρά­τους - μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως αρμόδια για επικοινωνία σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 65. Η ΑΕΠΕΥ μπορεί να αρχίσει να παρέχει και να ασκεί τις σχετικές επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στο κράτος - μέλος υποδοχής μετά τη διαβίβαση στην αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής των πλη­ροφοριών αυτών.

 

    5. Σε περίπτωση που ΑΕΠΕΥ σκοπεύει να επιφέρει με­ταβολές στα στοιχεία που είχε ανακοινώσει, βάσει της παραγράφου 2, γνωστοποιεί τούτο εγγράφως στην Επι­τροπή Κεφαλαιαγοράς έναν (1) μήνα τουλάχιστον πριν την επέλευση των μεταβολών. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγο­ράς ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής για κάθε μεταβολή.

 

    6. Οι ΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς άλλων κρατών -μελών που διαχειρίζονται ΠΜΔ επιτρέπεται να εγκαθι­στούν στην Ελλάδα κατάλληλες υποδομές για να διευ­κολύνουν την πρόσβαση και τη χρήση των συστημάτων τους από εξ αποστάσεως χρήστες ή συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, αφού κοινοποιηθεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετική ανακοίνωση της αρμόδιας αρχής του κράτους - μέλους καταγωγής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητήσει από την αρ­μόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής να της γνωστοποιήσει την ταυτότητα των εγκατεστημένων στο κράτος - μέλος καταγωγής των μελών ή των συμμετεχό­ντων στον ΠΜΔ.

 

    7.  ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΠΜΔ στην Ελλάδα γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαι­αγοράς, το κράτος - μέλος στο οποίο προτίθεται να εγκαταστήσει την υποδομή που αναφέρεται στην παρά­γραφο 6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί εντός μηνός την πληροφορία αυτή στο κράτος - μέλος όπου πρόκειται να εγκατασταθεί η υποδομή. Η Επιτροπή Κε­φαλαιαγοράς γνωστοποιεί εντός ευλόγου χρονικού δια­στήματος, κατόπιν αίτησης των αρμόδιων αρχών του κράτους - μέλους υποδοχής, την ταυτότητα των μελών ή συμμετεχόντων στον ΠΜΔ που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα.

 

    8.  Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζεται η διαδικασία, οι προθεσμίες και το περιεχόμενο των γνωστοποιήσεων και ανταλλαγής πληροφοριών του άρθρου αυτού και ρυθμίζεται κάθε άλλο τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτο­μέρεια.

 

Αρθρο 32

Εγκατάσταση υποκαταστήματος στην Ελλάδα

 

    1. ΕΠΕΥ που έχει άδεια λειτουργίας από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους - μέλους σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, με τις οποίες το εν λόγω κράτος προσαρμόστηκε στην Οδηγία 2004/39/ΕΚ, μπορεί να πα­ρέχει στην Ελλάδα, με την εγκατάσταση υποκαταστήμα­τος, επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες και να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες οι οποίες καλύπτο­νται από την άδεια λειτουργίας της, μετά τη σχετική γνωστοποίηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προς την ΕΠΕΥ και το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από τη γνω­στοποίηση της αρμόδιας αρχής του κράτους - μέλους καταγωγής της προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα.

 

    2.  Η παροχή των υπηρεσιών από υποκατάστημα ΕΠΕΥ το οποίο είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα υπόκειται στις υποχρεώσεις των άρθρων 25, 27, 28 και 49 έως 54, καθώς και των κατ' εξουσιοδότηση αυτών εκδιδόμενων κανονιστικών πράξεων. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εποπτεύει την τήρηση των διατάξεων που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και μπορεί να ζητεί τη λήψη των απαραίτητων μέτρων από την ΕΠΕΥ για τη συμμόρ­φωση του υποκαταστήματος προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εν λόγω διατάξεις όσον αφορά τις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες που παρέχει και τις επενδυτικές δραστηριότητες που ασκεί το υποκα­τάστημα στην Ελλάδα.

 

    3.  Η αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής της ΕΠΕΥ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος - μέλος μπορεί, κατά την άσκηση των καθηκό­ντων της και αφού ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγο­ράς, να προβεί σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα της ΕΠΕΥ το οποίο είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα.

 

    4.  ΕΠΕΥ που έχουν εγκαταστήσει υποκαταστήματα στην Ελλάδα υποχρεούνται, για στατιστικούς λόγους, να υποβάλλουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς περιοδι­κές εκθέσεις σχετικά με τις δραστηριότητες των υποκα­ταστημάτων τους στην Ελλάδα.

 

    5.  ΕΠΕΥ που έχουν εγκαταστήσει υποκαταστήματα στην Ελλάδα υποχρεούνται να παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τον έλεγχο της συμμόρφωσης τους με τις διατάξεις που ισχύουν γι' αυτές.

 

    6.  Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται οι όροι και η διαδι­κασία για την εγκατάσταση υποκαταστήματος ΕΠΕΥ που έχει άδεια λειτουργίας από άλλο κράτος - μέλος και την έναρξη παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων και την παροχή παρεπόμε­νων υπηρεσιών από αυτά στην Ελλάδα.

 

    7.  ΕΠΕΥ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από την αρμόδια αρχή τρίτου κράτους μπορούν να παρέχουν επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες και να ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες και να λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος ύστερα από άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κε­φαλαίου Β' του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξει­δικεύονται η διαδικασία, οι προϋποθέσεις και τα δικαιο­λογητικά που απαιτούνται, καθώς και οι ειδικότεροι όροι για τη χορήγηση της προβλεπόμενης στην παρούσα πα­ράγραφο άδειας και να ρυθμίζεται κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

 

Αρθρο 33

Εγκατάσταση υποκαταστήματος σε άλλο κράτος - μέλος

 

    1. ΑΕΠΕΥ που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστη­μα σε άλλο κράτος - μέλος γνωστοποιεί προηγουμένως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς:

(α) τα κράτη - μέλη στο έδαφος των οποίων προτίθεται να εγκαταστήσει υποκατάστημα.

(β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναφέρο­νται ιδίως οι επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες και οι παρεπόμενες υπηρεσίες που θα παρέχονται, η ορ­γανωτική διάρθρωση του υποκαταστήματος, καθώς και αν προβλέπεται να χρησιμοποιηθούν συνδεδεμένοι αντι­πρόσωποι,

(γ) τη διεύθυνση του υποκαταστήματος στο κράτος -μέλος υποδοχής από την οποία μπορούν να ζητηθούν έγγραφα,

(δ) τα ονόματα των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη διοίκηση του υποκαταστήματος.

 

    2.  Αν η ΑΕΠΕΥ χρησιμοποιεί στο κράτος - μέλος υπο­δοχής συνδεδεμένο αντιπρόσωπο, ο εν λόγω συνδεδε­μένος αντιπρόσωπος υπόκειται στις περί υποκαταστημά­των διατάξεις του νόμου αυτού.

 

    3.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εάν δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνω­σης ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης ΑΕΠΕΥ, λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων που προτί­θεται να ασκήσει στο κράτος - μέλος υποδοχής γνωστο­ποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδο­χής, που έχει οριστεί ως αρμόδια για επικοινωνία σύμ­φωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 58 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, τις πληροφορίες της παραγράφου 1 εντός τριών (3) μηνών από τη λήψη τους και ενημερώνει σχετι­κά την ΑΕΠΕΥ

 

    4.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει στην αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής λεπτομέρειες σχε­τικά με το εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης του οποί­ου η ΑΕΠΕΥ είναι μέλος. Σε περίπτωση μεταβολής των στοιχείων του προηγούμενου εδαφίου, η Επιτροπή Κε­φαλαιαγοράς ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής.

 

    5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εάν έχει λόγους να αμ­φιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης ΑΕΠΕΥ, λαμβανο­μένων υπόψη των δραστηριοτήτων που προτίθεται να ασκήσει στο κράτος - μέλος υποδοχής, μπορεί να αρνη­θεί να γνωστοποιήσει τις πληροφορίες της παραγράφου 3 στην αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής, αιτιολογώντας τους λόγους της άρνησης της στην ΑΕΠΕΥ εντός τριών (3) μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.

 

    6.  Μόλις λάβει η ΑΕΠΕΥ σχετική γνωστοποίηση από την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής, ή ελ­λείψει παρόμοιας γνωστοποίησης, το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία της γνωστοποίησης της παραγράφου 3 από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το υποκατάστημα μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητες του στο κράτος - μέλος υποδοχής.

 

    7.  Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου των πληροφοριών που γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, η ΑΕΠΕΥ ενημερώνει εγγράφως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τη μεταβο­λή αυτή, έναν (1) μήνα τουλάχιστον πριν τεθεί σε ισχύ. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής για κάθε μεταβολή.

 

Αρθρο 34

Πρόσβαση στα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού

 

    1. Οι ΕΠΕΥ έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης ή διακανο­νισμού που λειτουργούν στην Ελλάδα για την οριστικοποίηση ή τη διευθέτηση της οριστικοποίησης συναλλα­γών σε χρηματοπιστωτικά μέσα. Η πρόσβαση τους στα εν λόγω συστήματα υπόκειται στα ίδια διαφανή, αντικει­μενικά και χωρίς διακρίσεις κριτήρια, τα οποία εφαρμό­ζονται στα μέλη των συστημάτων αυτών, που έχουν κα­ταστατική έδρα και κεντρική διοίκηση στην Ελλάδα. Η χρήση των συστημάτων αυτών δεν περιορίζεται στην εκ­καθάριση και το διακανονισμό των συναλλαγών σε χρη­ματοπιστωτικά μέσα που διενεργούνται σε οργανωμένη αγορά ή σε ΠΜΔ που λειτουργεί στην Ελλάδα.

 

    2.  Οι οργανωμένες αγορές που λειτουργούν στην Ελ­λάδα οφείλουν να επιτρέπουν στα μέλη τους να επιλέ­γουν το σύστημα διακανονισμού των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που διενεργούνται σε αυτές, εφόσον υφίστανται:

(α) οι αναγκαίοι σύνδεσμοι και οι αναγκαίες συμφωνί­ες μεταξύ του επιλεγόμενου συστήματος διακανονισμού και κάθε άλλου συστήματος ή υποδομής για την εξασφά­λιση αποτελεσματικού και οικονομικού διακανονισμού συγκεκριμένης συναλλαγής, και

(β) η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ότι οι τεχνικές προϋποθέσεις για το διακανονισμό των συναλλαγών που διενεργούνται στην οργανωμένη αγο­ρά μέσω συστήματος διακανονισμού, διαφορετικού από εκείνο που έχει ορίσει η οργανωμένη αγορά, επιτρέπουν την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτι­κών αγορών. Η εκτίμηση αυτή της Επιτροπής Κεφαλαια­γοράς δεν θίγει τις αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελ­λάδος ως επιβλέπουσα τα συστήματα πληρωμών και δια­κανονισμού. Για την αποφυγή επικάλυψης ελέγχων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη την επίβλεψη που ήδη ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος και συνεργάζεται μαζί της, όπου απαιτείται.

 

    3. Τα δικαιώματα που παρέχει στις ΕΠΕΥ το άρθρο αυ­τό δεν θίγουν το δικαίωμα των διαχειριστών συστήματος κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης ή διακανο­νισμού να αρνηθούν για θεμιτούς εμπορικούς λόγους την πρόσβαση στις υπηρεσίες που παρέχουν.

 

Αρθρο 35

Παροχή υπηρεσιών και εγκατάσταση υποκαταστήματος σε τρίτο κράτος

 

    1.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαγορεύσει σε ΑΕΠΕΥ την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτο, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, κράτος, εάν κρίνει ότι η άσκηση δραστηριοτήτων σε αυτό το κράτος θέτει σε κίν­δυνο τα συμφέροντα των επενδυτών.

 

    2.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαγορεύσει σε ΑΕΠΕΥ την ίδρυση υποκαταστήματος σε τρίτο, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, κράτος εάν, με βάση τα στοιχεία που τους υποβάλλει η ΑΕΠΕΥ και αφού λάβει υπόψη της την εν γένει οργάνωση, χρηματοοικονομική κατάσταση και τεχνικοοικονομική υποδομή της ΑΕΠΕΥ, κρίνει ότι η ίδρυση υποκαταστήματος θέτει σε κίνδυνο τα συμφέρο­ντα των επενδυτών.

 

    3.  Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την εγκατάσταση υποκαταστήματος σε τρίτο, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, κράτος.

 

Αρθρο 36

Αδεια λειτουργίας, μετοχικό κεφάλαιο και τακτικός έλεγχος ΑΕΕΔ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε

ΑΝΩΝΥΜΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ

 

    1.  Οι ΑΕΕΔ λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εται­ρίας. Στην επωνυμία τους πρέπει να προσδιορίζονται ως «Ανώνυμη Εταιρία Επενδυτικής Διαμεσολάβησης» και στο διακριτικό τους τίτλο ως «ΑΕΕΔ».

 

    2. Οι ΑΕΕΔ επιτρέπεται να παρέχουν επενδυτικές υπη­ρεσίες που συνίστανται αποκλειστικά στη λήψη και δια­βίβαση εντολών επί κινητών αξιών και μεριδίων που εκδί­δονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και στην παροχή επενδυτικών συμβουλών που αφορούν κι­νητές αξίες και μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων. Οι ΑΕΕΔ δεν επιτρέπεται να κατέχουν κεφάλαια και χρηματοπιστωτικά μέσα πελα­τών τους.

 

    3. Οι ΑΕΕΔ επιτρέπεται να διαβιβάζουν εντολές επί κι­νητών αξιών και μεριδίων που εκδίδονται από οργανι­σμούς συλλογικών επενδύσεων μόνο σε:

(α) ΕΠΕΥ που εδρεύουν σε κράτος - μέλος,

(β) πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε κράτος -μέλος,

(γ) υποκαταστήματα ΕΠΕΥ ή πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτη χώρα που λειτουργούν νομίμως σε κράτος - μέλος, εφόσον οι εν λόγω ΕΠΕΥ ή τα πιστωτικά ιδρύ­ματα υπόκεινται σε κανόνες προληπτικής εποπτείας του­λάχιστον ισοδύναμους με τους κανόνες που ισχύουν για την προληπτική εποπτεία των ΕΠΕΥ ή των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε κράτος - μέλος, συμπερι­λαμβανομένων των διατάξεων για την επάρκεια των ιδί­ων κεφαλαίων τους,

(δ) Οργανισμούς Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από κράτος -μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δύνανται να διαθέ­τουν μερίδια στο κοινό σύμφωνα με το ν. 3283/2004.

 

    4.  Το μετοχικό κεφάλαιο των ΑΕΕΔ δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερο των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ.

 

    5.  Οι μετοχές των ΑΕΕΔ είναι ονομαστικές.

 

    6.  Για να εκδοθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρίες, άδεια σύστασης ΑΕΕΔ ή για να με­τατραπεί υφιστάμενη ανώνυμη εταιρία σε ΑΕΕΔ πρέπει προηγουμένως να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Στην άδεια λειτουργίας απαριθμούνται οι επενδυτικές υπηρεσίες που δικαιούται να παρέχει η ΑΕΕΔ.

 

    7.  Ο τακτικός και έκτακτος έλεγχος που προβλέπεται από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 για τις ανώνυμες εταιρίες ασκείται στις εταιρίες του άρθρου αυτού από ορκωτό ελεγκτή.

 

    8.  Οι ΑΕΕΔ γνωστοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαια­γοράς τα στοιχεία που υποβάλλονται σε δημοσιότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7α παράγραφος 1 του κ.ν. 2190/1920.

 

Αρθρο 37

Προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας και οργανωτικές προϋποθέσεις ΑΕΕΔ

 

    1.  Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κρίνει:

(α) αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 36,

(β) την επάρκεια της οργάνωσης, της οργανωτικής δο­μής και των τεχνικών και οικονομικών μέσων της εταιρί­ας,

(γ) την αξιοπιστία και την πείρα των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν τη δραστηριότητα της ΑΕΕΔ και τα οποία δεν μπορεί να είναι λιγότερα από δύο ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και συνετή διαχείριση της ΑΕΕΔ, καθώς και

(δ) την καταλληλότητα των μετόχων που διαθέτουν ει­δική συμμετοχή στην εταιρία για τη διασφάλιση της χρη­στής και συνετής διαχείρισης της.

 

    2.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια λειτουργίας ή να αντιταχθεί σε κάθε μεταβολή της διοίκησης της ΑΕΕΔ εάν διατηρεί επιφυ­λάξεις για την αξιοπιστία και την πείρα των προσώπων που θα διευθύνουν πραγματικά την ΑΕΕΔ ή εάν υπάρ­χουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέ­πουν να θεωρηθεί ότι η διοίκηση της ΑΕΕΔ αποτελεί απειλή για την ορθή και συνετή διαχείριση της.

 

    3.  Η ΑΕΕΔ γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια βραδύτητα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε μεταβολή στη διοίκηση της και της παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι ανα­γκαίες για να εκτιμήσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εάν τα νέα πρόσωπα που διορίζονται στη διοίκηση της ΑΕΕΔ παρέχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα αξιοπιστίας και πεί­ρας. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θεωρείται ότι εγκρίνει τη μεταβολή στη διοίκηση ΑΕΕΔ εάν δεν αντιταχθεί σε αυτή εντός ενός (1) μηνός από τη γνωστοποίηση της με­ταβολής.

 

    4.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, κρίνοντας βά­σει της αξιοπιστίας και πείρας των μελών του Διοικητι­κού Συμβουλίου και των προσώπων που πραγματικά διευ­θύνουν την ΑΕΕΔ να απαιτήσει την απομάκρυνση των προσώπων από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΕΕΔ, την απομάκρυνση των προσώπων που πραγματικά διευθύ­νουν ή τη συμπλήρωση της στελέχωσης της εταιρίας, εφόσον κρίνει ότι τούτο απαιτείται για τη διασφάλιση των συμφερόντων των επενδυτών και την εύρυθμη λει­τουργία της ΑΕΕΔ, καθώς και της κεφαλαιαγοράς. Αν η ΑΕΕΔ δεν συμμορφωθεί εντός ευλόγου χρόνου στις σχετικές αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η τελευταία μπορεί, πέραν της επιβολής κυρώσεων του άρθρου 61, να λάβει και τα μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 38 και 39.

 

    5.  Μέτοχος ΑΕΕΔ ο οποίος προτίθεται να μεταβιβάσει μετοχές της, έτσι ώστε μετά τη μεταβίβαση το ποσοστό συμμετοχής του στο μετοχικό κεφάλαιο να κατέρχεται κάτω των ορίων του 20%, 1/3, 50% του μετοχικού κεφα­λαίου ή των μετοχών με δικαίωμα ψήφου ή εφόσον η εταιρία παύσει να είναι θυγατρική του μεταβιβάζοντος, υποχρεούται να ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγο­ράς τουλάχιστον έναν (1) μήνα πριν από τη μεταβίβαση των μετοχών. Επίσης, όποιος προτίθεται να αποκτήσει ή να αυξήσει τη συμμετοχή του σε ΑΕΕΔ, έτσι ώστε μετά την απόκτηση το ποσοστό συμμετοχής του στο μετοχικό κεφάλαιο να φθάνει ή υπερβαίνει τα όρια του 20%, 1/3, 50% του μετοχικού κεφαλαίου ή των μετοχών με δικαίω­μα ψήφου ή εφόσον η εταιρία πρόκειται να καταστεί θυ­γατρική του αποκτώντος, υποχρεούται να ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τουλάχιστον έναν (1) μή­να πριν από την απόκτηση των μετοχών. Η Επιτροπή Κε­φαλαιαγοράς μπορεί να μην εγκρίνει απόκτηση και διά­θεση μετοχικής συμμετοχής εφόσον, εν όψει της ανά­γκης να διασφαλισθεί η ορθή και συνετή διαχείριση της ΑΕΕΔ, δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των νέ­ων μετόχων. Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής πα­ρά την αντίθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ανεξάρ­τητα από τις άλλες κυρώσεις που μπορεί να επιβάλλει, είναι άκυρη η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από αυτές τις μετοχές.

 

    6. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι προ­ϋποθέσεις και τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ΑΕΕΔ και να ορίζονται οι προϋποθέσεις για τη σύσταση υποκαταστήματος. Με την ίδια απόφαση μπορεί να καθορίζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται σε κάθε περίπτωση μεταβολής των με­λών του Δ.Σ., των προσώπων που πραγματικά διευθύ­νουν την ΑΕΕΔ, καθώς και των προσώπων που κατέχουν ειδική συμμετοχή σύμφωνα με την παράγραφο 5.

 

Αρθρο 38

Προσωρινή αναστολή άδειας λειτουργίας ’ΕΕΔ

 

    1. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της, η Επι­τροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αναστέλλει προσωρινά την άδεια λειτουργίας ΑΕΕΔ, όταν έχει σοβαρές ενδεί­ξεις παραβίασης της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς, που καθιστά τη λειτουργία της επικίνδυνη για τους επεν­δυτές και την εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις η αναστολή αποφασίζε­ται από την Εκτελεστική Επιτροπή της Επιτροπής Κεφα­λαιαγοράς και η σχετική απόφαση εγκρίνεται στην αμέ­σως επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Η διάρκεια της αναστολής δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες. Στην απόφαση αναστολής της άδειας λειτουργίας μπορεί να τίθεται από την Επιτροπή Κεφα­λαιαγοράς στην ΑΕΕΔ σύντομη προθεσμία, μέσα στην οποία αυτή οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή ύστερα από αίτηση της ίδιας της ΑΕΕΔ, η αναστολή λειτουργίας μπορεί να παραταθεί για άλλες σαράντα πέντε (45) ημέρες κατ' ανώτατο όριο μετά τη λήξη του χρόνου ισχύος της πρώ­της αναστολής.

 

    2.  Η απόφαση με την οποία επιβάλλεται προσωρινή αναστολή είναι αμέσως εκτελεστή και γνωστοποιείται στην ΑΕΕΔ με κάθε πρόσφορο μέσο και δημοσιοποιείται στο διαδυκτιακό τόπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και στα μέσα ενημέρωσης. Το αργότερο μέχρι την παρέλευ­ση του χρόνου αναστολής και αφού λάβει υπόψη τις θέ­σεις της ΑΕΕΔ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει είτε την άρση της αναστολής είτε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ΑΕΕΔ σύμφωνα με το άρθρο 39.

 

    3.  Κατά τα λοιπά στην προσωρινή αναστολή λειτουργί­ας της ΑΕΕΔ εφαρμόζονται οι παράγραφοι 3 έως 7 του άρθρου 20.

 

Αρθρο 39

Ανάκληση άδειας λειτουργίας ΑΕΕΔ

 

    1.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας ΑΕΕΔ εν άλω ή ως προς μία επενδυτι­κή υπηρεσία για την οποία έχει χορηγηθεί σε αυτήν η άδεια λειτουργίας:

(α) εάν η ΑΕΕΔ δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργί­ας εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία χορήγησης της ή παύσει να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες για συ­νεχόμενο χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι (6) μηνών,

(β) εάν η ΑΕΕΔ απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλον παράνομο τρόπο,

(γ) εάν κρίνει ότι έχουν παύσει να συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις με βάση τις οποίες είχε χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας,

(δ) εάν το ύψος των ιδίων κεφαλαίων ΑΕΕΔ σύμφωνα με τον τελευταίο ισολογισμό της είναι μικρότερο των πε­νήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ,

(ε) εάν η ΑΕΕΔ έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανει­λημμένες παραβάσεις των διατάξεων της νομοθεσίας.

 

    2.  Πριν προχωρήσει στην ανάκληση της άδειας λει­τουργίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην ΑΕΕΔ τις διαπιστωθείσες ελλείψεις ή παραβάσεις και την πρόθεση της για να προχωρήσει σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της τάσσοντας της ταυτόχρονα προ­θεσμία τουλάχιστον δέκα (10) ημερών από τη γνωστο­ποίηση να παράσχει εξηγήσεις και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την παύση των παραβιάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας και αφού λάβει υπόψη τις απόψεις της ΑΕΕΔ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγο­ράς αποφασίζει οριστικά.

 

Αρθρο 40

Διατάξεις για την προστασία επενδυτών

 

    1.  Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθο­ρίζονται τα βιβλία και στοιχεία που τηρούν και εκδίδουν οι ΑΕΕΔ σε σχέση με τις επενδυτικές υπηρεσίες που πα­ρέχουν, το περιεχόμενο των υποχρεωτικών εγγραφών στα παραπάνω βιβλία και στοιχεία και κάθε άλλο τεχνικό ζήτημα και αναγκαία λεπτομέρεια.

 

    2.  Οι διατάξεις του άρθρου 25 και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του εφαρ­μόζονται αναλόγως και στις ΑΕΕΔ.

 

Αρθρο 41

’δεια λειτουργίας οργανωμένης αγοράς και εφαρμοστέο δίκαιο

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ

ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΕΣ ΑΓΟΡΕΣ

 

    1.  Η λειτουργία οργανωμένης αγοράς στην Ελλάδα επιτρέπεται ύστερα από προηγούμενη άδεια της Επιτρο­πής Κεφαλαιαγοράς.

 

    2.  Με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων του ν. 3340/ 2005 (ΦΕΚ 112 Α'), οι συναλλαγές που διενερ­γούνται σε οργανωμένη αγορά, η άδεια λειτουργίας της οποίας έχει χορηγηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγο­ράς, διέπονται από το ελληνικό δίκαιο.

 

    3.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας που χορήγησε σε οργανωμένη αγορά εάν:

(α) ο διαχειριστής δεν έχει κάνει χρήση της εντός δώ­δεκα (12) μηνών από τη χορήγηση της, παραιτηθεί ρη­τώς από αυτήν ή η οργανωμένη αγορά δεν έχει λειτουρ­γήσει κατά τους προηγούμενους έξι (6) μήνες,

(β) η άδεια λειτουργίας αποκτήθηκε με ψευδείς δηλώ­σεις ή με οποιονδήποτε άλλον παράνομο τρόπο,

(γ) η οργανωμένη αγορά δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,

(δ) ο διαχειριστής της αγοράς κατά τη διαχείριση της οργανωμένης αγοράς έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων του νόμου αυτού,

(ε) ανακληθεί η άδεια λειτουργίας του διαχειριστή της οργανωμένης αγοράς.

 

Αρθρο 42

’δεια λειτουργίας διαχειριστή αγοράς

 

    1. Ο διαχειριστής αγοράς λειτουργεί με τη μορφή ανώ­νυμης εταιρίας ύστερα από άδεια λειτουργίας που χορη­γείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό της οργανωμένης αγοράς που διαχειρίζεται και ευθύνεται για τη συμμόρ­φωση της με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην ισχύουσα νομοθεσία.

 

    2.  Το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο του διαχειριστή αγο­ράς ανέρχεται τουλάχιστον σε είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) ευρώ. Για τη χορήγηση άδειας σύστασης απαιτείται να έχει κατατεθεί προηγουμένως το μετοχικό κεφάλαιο σε ειδικό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα. Αδεια λειτουργίας μπορεί να χορηγείται σε υφιστάμενες ανώνυμες εταιρίες εφόσον λειτουργούν τουλάχιστον για (1) ένα έτος και πληρού­νται οι προϋποθέσεις του Κεφαλαίου αυτού. Τα ίδια κε­φάλαια του διαχειριστή αγοράς δεν μπορεί να υπολείπο­νται του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου καθόλη τη διάρ­κεια λειτουργίας του. Οι μετοχές του διαχειριστή αγο­ράς είναι ονομαστικές.

 

    3.  Ο διαχειριστής αγοράς δημοσιοποιεί πληροφορίες σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς και ιδίως την ταυ­τότητα και την έκταση των συμφερόντων των προσώπων που είναι σε θέση να ασκήσουν ουσιαστική επιρροή στη διοίκηση και διαχείριση της οργανωμένης αγοράς. Ο δια­χειριστής αγοράς δημοσιοποιεί με τον ίδιο τρόπο και κά­θε αλλαγή στα στοιχεία αυτά.

 

    4.  Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας, η Επιτρο­πή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει την αξιοπιστία και την πείρα των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των προσώ­πων που πραγματικά διευθύνουν τη δραστηριότητα του διαχειριστή αγοράς, ή που είναι επιφορτισμένα με τη διοίκηση και διαχείριση των οργανωμένων αγορών ή των ΠΜΔ, καθώς και των προσώπων που κατέχουν ειδική συμμετοχή, κατά την έννοια της περιπτώσεως 20 του άρ­θρου 2, στο μετοχικό του κεφάλαιο και των προσώπων που είναι σε θέση να ασκήσουν άμεσα ή έμμεσα ουσια­στική επιρροή στη διοίκηση και στη διαχείριση της οργα­νωμένης αγοράς για τη διασφάλιση της ορθής και συνε­τής διοίκησης και λειτουργίας της οργανωμένης αγοράς. Από τη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου εξαιρείται η Τράπεζα της Ελλάδος όταν έχει την ιδιότητα του διαχει­ριστή αγοράς.

 

    5.  Έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς απαιτείται και για κάθε αλλαγή των μελών του διοικητικού συμβου­λίου, των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν τη δραστηριότητα του και των προσώπων που είναι σε θέση να ασκούν άμεσα ή έμμεσα ουσιαστική επιρροή στη διοί­κηση και διαχείριση της οργανωμένης αγοράς. Η Επιτρο­πή Κεφαλαιαγοράς δεν εγκρίνει τις προτεινόμενες αλ­λαγές εάν έχει αντικειμενικούς και εξακριβώσιμους λό­γους να θεωρεί ότι οι αλλαγές αποτελούν απειλή για την ορθή και συνετή διοίκηση και διαχείριση της οργανωμέ­νης αγοράς. Από τη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου εξαιρείται η Τράπεζα της Ελλάδος όταν έχει την ιδιότη­τα του διαχειριστή αγοράς.

 

    6.  Για τη μεταβίβαση μετοχών του διαχειριστή αγοράς συνεπεία της οποίας το ποσοστό συμμετοχής μετόχου φθάνει ή υπερβαίνει το 20%, 1/3, 50% ή 2/3 του μετοχι­κού κεφαλαίου του απαιτείται προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Για τη χορήγηση της άδειας αυτής η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει την καταλλη­λότητα του προσώπου που αποκτά τις μετοχές σύμφωνα με την παράγραφο 4. Η απόκτηση μετοχών χωρίς την προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς έχει ως συνέπεια τη στέρηση του δικαιώματος ψήφου στη γε­νική συνέλευση.

 

    7.  Ο τακτικός και έκτακτος έλεγχος του διαχειριστή αγοράς, ο οποίος προβλέπεται από τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρίες, ασκείται από δύο ορκωτούς ελε­γκτές. Οι καταχωρίσεις που προβλέπονται από τις διατά­ξεις της νομοθεσίας για τις ανώνυμες εταιρίες γίνονται στο Μητρώο της παραγράφου 8 του άρθρου 7β του κ.ν. 2190/1920.

 

    8.   Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας διαχειριστή αγοράς εάν:

(α) ο διαχειριστής δεν έχει κάνει χρήση της άδειας λει­τουργίας εντός δώδεκα (12) μηνών από τη χορήγηση της, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή η οργανωμένη αγορά δεν έχει λειτουργήσει για συνεχόμενο διάστημα έξι (6) μηνών,

(β) η άδεια λειτουργίας αποκτήθηκε με ψευδείς δηλώ­σεις ή με οποιονδήποτε άλλον παράνομο τρόπο,

(γ) ο διαχειριστής δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,

(δ) ο διαχειριστής έχει υποπέσει σε σοβαρές και επα­νειλημμένες παραβάσεις του νόμου αυτού.

 

    9.  Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι προ­ϋποθέσεις και η διαδικασία και να καθορίζονται ειδικότε­ροι όροι για τη χορήγηση και την ανάκληση άδειας λει­τουργίας διαχειριστή αγοράς, περιλαμβανομένων των όρων και προϋποθέσεων για την έγκριση της καταλληλό­τητας των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν τη δραστηριότη­τα του, των προσώπων που ασκούν ουσιαστική επιρροή στη διοίκηση και διαχείριση της οργανωμένης αγοράς και των μετόχων του, και κάθε άλλο τεχνικό θέμα ή ανα­γκαία λεπτομέρεια.

 

Αρθρο 43

Οργανωτικές προϋποθέσεις

 

    1. Η οργανωμένη αγορά πρέπει κατ' ελάχιστο:

(α) να έχει μηχανισμούς για το σαφή εντοπισμό και τη διαχείριση των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών για τη λειτουργία της ή για τα μέλη της, από κάθε σύγκρου­ση συμφερόντων μεταξύ αφ' ενός της οργανωμένης αγοράς, του διαχειριστή της αγοράς ή των προσώπων που συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στο μετοχικό του κε­φάλαιο και αφ' ετέρου της υγιούς λειτουργίας της οργα­νωμένης αγοράς, ιδίως εάν αυτή η σύγκρουση συμφερό­ντων μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την εκπλήρωση των λειτουργιών που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει τυχόν αναθέσει στην οργανωμένη αγορά,

(β) να διαθέτει κατάλληλα μέσα που να της επιτρέπουν να διαχειρίζεται τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένη, να εφαρμόζει κατάλληλους μηχανισμούς και συστήματα για τον εντοπισμό όλων των σημαντικών για τη λειτουργία της κινδύνων και να έχει λάβει αποτελε­σματικά μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων,

(γ) να έχει μηχανισμούς που να επιτρέπουν την ορθή διαχείριση των τεχνικών λειτουργιών του συστήματος, και ιδίως αποτελεσματικούς μηχανισμούς έκτακτης ανά­γκης για την αντιμετώπιση των κινδύνων δυσλειτουργί­ας των συστημάτων,

(δ) να εφαρμόζει διαφανείς και μη παρέχοντες διακρι­τική ευχέρεια κανόνες και διαδικασίες που να εξασφαλί­ζουν τη δίκαιη και εύρυθμη διεξαγωγή των συναλλαγών, και να έχει διατυπώσει αντικειμενικά κριτήρια για την αποτελεσματική εκτέλεση των εντολών,

(ε) να έχει αποτελεσματικούς μηχανισμούς που να επι­τρέπουν την αποτελεσματική και έγκαιρη οριστικοποίη­ση των συναλλαγών που εκτελούνται στα πλαίσια των συστημάτων της,

(στ) να διαθέτει, κατά το χρόνο της χορήγησης της άδειας λειτουργίας της και σε μόνιμη βάση, επαρκείς χρηματοπιστωτικούς πόρους για να διασφαλίζεται η εύ­ρυθμη λειτουργία της, λαμβανομένης υπόψη της φύσης και της κλίμακας των συναλλαγών που διενεργούνται στην οργανωμένη αγορά, καθώς και του φάσματος και της σοβαρότητας των κινδύνων στους οποίους αυτή είναι εκτεθειμένη,

(ζ) να διαθέτει Κανονισμό λειτουργίας με τον οποίο να ρυθμίζονται ιδίως θέματα σχετικά με τις υποχρεώσεις των μελών της οργανωμένης αγοράς, οι κανόνες πρό­σβασης στην οργανωμένη αγορά, οι κανόνες για την ει­σαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων για διαπραγμάτευ­ση, οι κανόνες διαπραγμάτευσης, καθώς και οι κανόνες σχετικά με την αναστολή και διαγραφή των χρηματοπι­στωτικών μέσων, τηρουμένων των διατάξεων των άρ­θρων 44 έως 46.

 

    2.  Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαια­γοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας οργανωμένης αγοράς εφόσον διαπιστώσει ότι πληρούνται οι όροι και οι προϋ­ποθέσεις των άρθρων 43 έως 45. Ταυτόχρονα με τη χο­ρήγηση της άδειας λειτουργίας οργανωμένης αγοράς η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εγκρίνει τον Κανονισμό της οργανωμένης αγοράς ως προς τη νομιμότητα του. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ε­γκρίνει και κάθε τροποποίηση του Κανονισμού. Οι αποφά­σεις της παραγράφου αυτής δημοσιεύονται στην Εφημε­ρίδα της Κυβερνήσεως. Ο Κανονισμός και οι τροποποιή­σεις του δεσμεύουν, από την ημερομηνία έναρξης ισχύ­ος της εγκριτικής απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαια­γοράς, τα μέλη της οργανωμένης αγοράς, τους εκδότες των κινητών αξιών που έχουν εισαχθεί ή έχουν υποβάλει αίτηση για την εισαγωγή τους στην οργανωμένη αγορά και εν γένει τα πρόσωπα τα οποία αφορά ο Κανονισμός.

 

    3.  Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία και να καθορίζονται ειδικότε­ροι όροι για τη χορήγηση και ανάκληση της άδειας λει­τουργίας οργανωμένης αγοράς. Με την ίδια απόφαση μπορεί να εξειδικεύεται το περιεχόμενο του Κανονισμού λειτουργίας οργανωμένης αγοράς και να καθορίζεται η διαδικασία δημοσιοποίησης του.

 

Αρθρο 44

Εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση

 

    1. Ο Κανονισμός της οργανωμένης αγοράς περιλαμβά­νει σαφείς και διαφανείς κανόνες για την εισαγωγή χρη­ματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση.

 

    2. Οι κανόνες αυτοί διασφαλίζουν ιδίως:

(α) ότι κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που εισάγεται προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά είναι δε­κτικό δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμά­τευσης,

(β) προκειμένου περί κινητών αξιών, ότι είναι ελεύθε­ρα διαπραγματεύσιμες,

(γ) προκειμένου περί παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων που απαριθμούνται στις περιπτώσεις δ' έως ι' του άρθρου 5, ότι οι όροι των συμβολαίων των παράγω­γων χρηματοπιστωτικών μέσων επιτρέπουν την ομαλή διαμόρφωση των τιμών τους, καθώς και την ύπαρξη απο­τελεσματικών όρων διακανονισμού.

 

    3. Ο Κανονισμός της οργανωμένης αγοράς περιλαμβά­νει επίσης ρυθμίσεις:

(α) για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης των εκδο­τών κινητών αξιών που είναι εισηγμένες στην οργανωμέ­νη αγορά με τις υποχρεώσεις για την αρχική, διαρκή και, κατά περίπτωση, δημοσιοποίηση πληροφοριών,

(β) για τη διευκόλυνση της πρόσβασης των μελών της στις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία,

(γ) για τον έλεγχο σε τακτά χρονικά διαστήματα του εάν τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικεί­μενο διαπραγμάτευσης στην οργανωμένη αγορά πλη­ρούν τους όρους εισαγωγής σε αυτήν.

 

    4. Κινητή αξία που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά μπορεί στη συνέχεια να εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε άλλες οργανωμένες αγορές, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη, τηρουμέ­νων των σχετικών διατάξεων του ν. 3401/2005 (ΦΕΚ 257 Α'). Ο εκδότης ενημερώνεται από την οργανωμένη αγο­ρά για το ότι οι κινητές αξίες του εισάγονται προς δια­πραγμάτευση στην εν λόγω οργανωμένη αγορά. Ο εκδό­της δεν υπόκειται στις υποχρεώσεις των περιπτώσεων α' και β' της παραγράφου 3. Οι όροι και η διαδικασία ει­σαγωγής κινητών αξιών σε οργανωμένη αγορά σύμφω­να με την παράγραφο αυτή ορίζονται στον Κανονισμό της οργανωμένης αγοράς.

 

Αρθρο 45

Πρόσβαση στην οργανωμένη αγορά

 

    1. Ο Κανονισμός της οργανωμένης αγοράς περιλαμβά­νει διαφανείς και χωρίς διακρίσεις κανόνες, οι οποίοι βα­σίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια, όσον αφορά την πρό­σβαση στην οργανωμένη αγορά ή την ιδιότητα του μέ­λους της.

 

    2. Οι κανόνες αυτοί ορίζουν τις υποχρεώσεις που υπέ­χουν τα μέλη της οργανωμένης αγοράς που απορρέουν από:

(α) τη διενέργεια των συναλλαγών,

(β) τα επαγγελματικά πρότυπα προς τα οποία πρέπει να συμμορφώνεται το προσωπικό των μελών της οργα­νωμένης αγοράς,

(γ) τις διαδικασίες εκκαθάρισης και διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στην οργανωμένη αγο­ρά,

(δ) τους όρους που ισχύουν για τα μέλη της που δεν είναι ΕΠΕΥ ή πιστωτικά ιδρύματα.

 

    3.  Οι οργανωμένες αγορές μπορούν να δέχονται ως μέλη ΕΠΕΥ πιστωτικά ιδρύματα και άλλα πρόσωπα τα οποία διαθέτουν:

(α) εχέγγυα ήθους και ικανότητας,

(β) επαρκές επίπεδο συναλλακτικής ικανότητας και επάρκειας,

(γ) εφόσον συντρέχει περίπτωση, επαρκείς οργανωτι­κές ρυθμίσεις και

(δ) επαρκή μέσα για το ρόλο που καλούνται να επιτε­λέσουν, λαμβανομένων υπόψη των διάφορων χρηματοοικομικών ρυθμίσεων που τυχόν επιβάλλει η οργανωμέ­νη αγορά για να εγγυάται τον προσήκοντα διακανονισμό των συναλλαγών.

 

    4. Τα μέλη οργανωμένης αγοράς:

(α) δεν έχουν υποχρέωση να εφαρμόζουν έναντι αλ­λήλων τις υποχρεώσεις των άρθρων 25, 27 και 28 ως προς τις συναλλαγές που διενεργούνται στην αγορά και

(β) εφαρμόζουν έναντι των πελατών τους τις υποχρε­ώσεις των άρθρων 25, 27 και 28 όταν εκτελούν εντολές για λογαριασμό πελατών τους στην οργανωμένη αγορά.

 

    5.  Οι κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στην οργα­νωμένη αγορά ή την απόκτηση της ιδιότητας του μέλους της πρέπει να προβλέπουν την άμεση ή την εξ αποστά­σεως συμμετοχή των ΕΠΕΥ, εφόσον οι διαδικασίες και τα συστήματα διαπραγμάτευσης της αγοράς δεν απαι­τούν αυτοπρόσωπη παρουσία για τη διενέργεια συναλ­λαγών.

 

    6.  Οργανωμένη αγορά, η οποία έχει λάβει άδεια λει­τουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μπορεί να δημιουργήσει κατάλληλα συστήματα σε άλλο κράτος -μέλος για να διευκολύνει την πρόσβαση και τη διενέρ­γεια συναλλαγών από τα μέλη της που είναι εγκατεστη­μένα στο κράτος - μέλος αυτό, ύστερα από γνωστοποίη­ση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η Επιτροπή Κεφα­λαιαγοράς γνωστοποιεί την πληροφορία αυτή εντός μη­νός στην αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατόπιν αιτήματος της αρ­μόδιας αρχής του κράτους - μέλους υποδοχής, γνωστο­ποιεί, εντός ευλόγου χρόνου, την ταυτότητα των μελών της οργανωμένης αγοράς που είναι εγκατεστημένα στο κράτος - μέλος υποδοχής.

 

    7.  Οργανωμένες αγορές που έχουν λάβει άδεια λει­τουργίας από άλλο κράτος - μέλος μπορούν να δημιουρ­γήσουν κατάλληλα συστήματα στην Ελλάδα για να διευ­κολύνουν την πρόσβαση και τη διενέργεια συναλλαγών από τα μέλη ή τους συμμετέχοντες που είναι εγκατεστη­μένοι στην Ελλάδα. Η αρμόδια αρχή του κράτους - μέ­λους καταγωγής της οργανωμένης αγοράς γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την πρόθεση της οργα­νωμένης αγοράς να δημιουργήσει συστήματα στην Ελ­λάδα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητήσει να πληροφορηθεί την ταυτότητα των μελών ή συμμετεχό­ντων στην οργανωμένη αγορά που είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα.

 

    8. Ο διαχειριστής της οργανωμένης αγοράς οφείλει να ανακοινώνει σε τακτά χρονικά διαστήματα στην Επιτρο­πή Κεφαλαιαγοράς τον κατάλογο των μελών της.

 

Αρθρο 46

Αναστολή διαπραγμάτευσης και διαγραφή χρηματοπιστωτικών μέσων

 

    1.  Με την επιφύλαξη των περιπτώσεων ε' και στ' της παραγράφου 4 του άρθρου 59 του νόμου αυτού και του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 και του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 17 του ν. 3371/2005 (ΦΕΚ 178 Α') για τη διακοπή, αναστολή και διαγραφή κινητών αξιών, ο διαχειριστής αγοράς μπορεί να διακόψει ή να αναστείλει τη διαπραγμάτευση ή να διαγράψει χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο δεν πληροί πλέον τους κανόνες της οργανωμένης αγοράς, εκτός εάν το μέτρο αυτό ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Ο διαχειριστής αγοράς δημοσιοποιεί αμέ­σως την απόφαση του για τη διακοπή ή την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέ­σου και την κοινοποιεί ταυτόχρονα στην Επιτροπή Κεφα­λαιαγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών - μελών.

 

    2.  Σε περίπτωση που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απο­φασίζει να ζητήσει την αναστολή διαπραγμάτευσης ή αποφασίζει τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου, το οποίο αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργα­νωμένη αγορά ή ΠΜΔ, δημοσιοποιεί αμέσως την απόφα­ση της αυτή και ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών - μελών.

 

    3.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητά την αναστολή δια­πραγμάτευσης ή διαγράφει χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργα­νωμένη αγορά ή ΠΜΔ, εφόσον ενημερωθεί ότι η αρμόδια αρχή άλλου κράτους - μέλους έχει ζητήσει την αναστο­λή ή έχει αποφασίσει τη διαγραφή αυτού του χρηματοπι­στωτικού μέσου από την οργανωμένη αγορά που υπάγε­ται στην εποπτεία της, εκτός αν η ενέργεια αυτή θα έβλαπτε σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

 

Αρθρο 47

Εμπορία στοιχείων και δεδομένων συναλλαγών

 

    Η εμπορία και εν γένει η κατ' επάγγελμα άμεση ή έμ­μεση διάθεση, μέσω ηλεκτρονικών συστημάτων, των στοιχείων και δεδομένων των συναλλαγών που συνά­πτονται σε οργανωμένη αγορά, όπως ιδίως των τιμών των συναλλαγών, του όγκου τους, των τιμών ζήτησης και προσφοράς επιτρέπεται μόνο ύστερα από έγγραφη άδεια της οργανωμένης αγοράς, με την οποία καθορίζο­νται οι όροι υπό τους οποίους μπορεί να παρέχονται οι πληροφορίες και τα στοιχεία αυτά, ο τρόπος με τον οποίο διοχετεύονται, το εύρος της πληροφόρησης, κα­θώς και η αμοιβή της οργανωμένης αγοράς.

 

Αρθρο 48

Κατάλογος των οργανωμένων αγορών

 

    Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καταρτίζει κατάλογο των οργανωμένων αγορών για τις οποίες έχει εκδώσει άδεια λειτουργίας και τον ανακοινώνει στα άλλα κράτη - μέλη και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Όμοια ανακοίνωση γίνε­ται και για κάθε τροποποίηση του καταλόγου αυτού.

 

Αρθρο 49

Γνωστοποίηση συναλλαγών και καταχώριση στοιχείων

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

 

    1. Οι ΑΕΠ ΕΥ οφείλουν να τηρούν στη διάθεση της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς, για πέντε (5) τουλάχιστον χρό­νια, τα στοιχεία σχετικά με τις συναλλαγές σε χρηματο­πιστωτικά μέσα που έχουν διενεργήσει, είτε για ίδιο λο­γαριασμό είτε για λογαριασμό πελατών. Στην περίπτωση των συναλλαγών για λογαριασμό πελατών, τα αρχεία περιέχουν όλες τις πληροφορίες σχετικά με την ταυτό­τητα του πελάτη, καθώς και τις πληροφορίες που ζητού­νται σύμφωνα με το ν. 2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α'), για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνο­μες δραστηριότητες.

 

    2.  Οι ΕΠΕΥ οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα ή λει­τουργούν με υποκατάστημα στην Ελλάδα και εκτελούν συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα σε οργανωμένη αγορά γνωστοποιούν τις συναλλαγές αυ­τές στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς το ταχύτερο δυνατόν, και το αργότερο εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Η υποχρέωση αυτή ισχύει και για συναλλαγές σε χρημα­τοπιστωτικά μέσα εισηγμένα σε οργανωμένη αγορά οι οποίες διενεργήθηκαν εκτός οργανωμένης αγοράς.

 

    3.  Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει ιδίως στοιχεία σχετι­κά με τα ονόματα, τους κωδικούς και τον αριθμό (όγκο) των χρηματοπιστωτικών μέσων που αγοράστηκαν ή πω­λήθηκαν, την ημερομηνία και την ώρα εκτέλεσης των εντολών, τις τιμές των συναλλαγών και τα μέσα προσ­διορισμού της ταυτότητας της ΕΠΕΥ που κατάρτισε τη συναλλαγή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παράρτημα Ι, πίνακας Ι του Κανονισμού (ΕΚ) 1287/2006 της Ευρωπαϊ­κής Επιτροπής (L 241/2.9.2006).

 

    4.  Η γνωστοποίηση μπορεί να υποβάλλεται στην Επι­τροπή Κεφαλαιαγοράς από την ίδια την ΕΠΕΥ, από τρί­τον που ενεργεί για λογαριασμό της, από σύστημα αντι-στοίχισης ή αναφοράς συναλλαγών εγκεκριμένο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, καθώς και από την οργα­νωμένη αγορά ή τον ΠΜΔ, με τα συστήματα των οποίων ολοκληρώθηκε η συναλλαγή. Σε περίπτωση που οι συ­ναλλαγές γνωστοποιούνται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγο­ράς απευθείας από οργανωμένη αγορά, ΠΜΔ ή σύστημα αντιστοίχισης ή αναφοράς συναλλαγών εγκεκριμένο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η ΕΠΕΥ απαλλάσσε­ται από την υποχρέωση της παραγράφου 2.

 

    5.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβιβάζει τη γνωστο­ποίηση που λαμβάνει από υποκαταστήματα ΕΠΕΥ, οι οποίες έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος - μέλος, στην αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής της ΕΠΕΥ, εκτός αν αυτές δηλώσουν ρητά ότι δεν επιθυ­μούν να λαμβάνουν τη γνωστοποίηση.

 

Αρθρο 50

Γνωστοποίηση συστηματικού εσωτερικοποιητή

 

    1. Οι ΑΕΠΕΥ γνωστοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαια­γοράς την πρόθεση τους να ενεργούν ως συστηματικοί εσωτερικοποιητές αναφέροντας τις μετοχές για τις οποίες θα ενεργούν με αυτή την ιδιότητα. Οι ΑΕΠΕΥ ενημερώνουν την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν πρό­κειται να μεταβληθούν τα στοιχεία που έχουν γνωστο­ποιήσει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο.

 

    2. Τα πιστωτικά ιδρύματα που προτίθενται να ενεργούν ως συστηματικοί εσωτερικοποιητές γνωστοποιούν την πρόθεση τους και στην Τράπεζα της Ελλάδος. Τα πιστω­τικά ιδρύματα ενημερώνουν και την Τράπεζα της Ελλά­δος όταν πρόκειται να μεταβληθούν τα στοιχεία που έχουν γνωστοποιήσει σύμφωνα με το προηγούμενο εδά­φιο.

 

Αρθρο 51

Υποχρεώσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας των συστηματικών εσωτερικοποιητών

 

    1.  Οι ΑΕΠΕΥ που δραστηριοποιούνται ως συστηματι­κοί εσωτερικοποιητές σε μετοχές που είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά ανακοινώνουν δημόσια τιμές στις οποίες δεσμεύονται να καταρτίζουν συναλλαγές στις μετοχές αυτές. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές επικαιροποιούν τακτικά την τιμή αυτή.

 

    2. Η υποχρέωση της προηγούμενης παραγράφου ισχύ­ει ως προς μετοχές για τις οποίες υπάρχει ρευστή αγο­ρά. Προκειμένου περί μετοχών για τις οποίες δεν υπάρ­χει ρευστή αγορά, οι ΑΕΠΕΥ που διενεργούν συναλλα­γές ως συστηματικοί εσωτερικοποιητές γνωστοποιούν τιμή στην οποία δεσμεύονται να καταρτίσουν συναλλα­γές μόνο κατόπιν αιτήματος των πελατών τους.

 

    3.  Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές αποφασίζουν το μέγεθος (αριθμό μετοχών) ή τα μεγέθη για τα οποία ορί­ζουν τιμή ή τιμές, αντίστοιχα, στις οποίες δεσμεύονται να καταρτίζουν συναλλαγές αγοράς ή/και πώλησης. Το μέγεθος ή τα μεγέθη αυτά είναι ίσα ή μικρότερα από το σύνηθες μέγεθος συναλλαγών για την κατηγορία στην οποία ανήκει κάθε μετοχή. Οι τιμές πρέπει να αντανα­κλούν τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά για κάθε μετοχή.

 

    4.  Οι υποχρεώσεις του άρθρου αυτού δεν ισχύουν για συναλλαγές των οποίων ο όγκος είναι μεγαλύτερος από το σύνηθες μέγεθος συναλλαγών της αγοράς.

 

Αρθρο 52

Κατάταξη μετοχών με βάση το σύνηθες μέγεθος συναλλαγών

 

    1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατατάσσει τις μετοχές σε κατηγορίες βάσει της μέσης αριθμητικής αξίας των εντολών που εκτελούνται στην αγορά για κάθε μετοχή. Το σύνηθες μέγεθος συναλλαγών για κάθε κατηγορία μετοχών είναι αντιπροσωπευτικό της μέσης αριθμητικής αξίας των εντολών που εκτελούνται στην αγορά για όλες τις μετοχές που περιλαμβάνονται στην κατηγορία αυτή.

 

    2.  Για τον υπολογισμό του συνήθους μεγέθους συναλ­λαγών, λαμβάνονται υπόψη για κάθε μετοχή όλες οι συ­ναλλαγές που καταρτίζονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση στη μετοχή αυτή, εκτός από τις συναλλαγές των οποίων το μέγεθος είναι μεγαλύτερο από το κανονικό μέγεθος των συναλλαγών γι' αυτή τη μετοχή.

 

    3.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατατάσσει κάθε μετο­χή, που είναι εισηγμένη σε οργανωμένη αγορά την οποία εποπτεύει και η οποία αποτελεί τη σημαντικότερη από άποψη ρευστότητας αγορά γι' αυτή τη μετοχή, σε κατηγορίες σύμφωνα με το άρθρο αυτό. Η κατάταξη αναθεω­ρείται τουλάχιστον μία φορά κατ' έτος και δημοσιοποιεί­ται στους συμμετέχοντες στην αγορά.

 

    4. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές ανακοινώνουν δημόσια τις τιμές και τα μεγέθη στα οποία δεσμεύονται να καταρτίζουν συναλλαγές σε τακτική και συνεχή βάση κατά τις κανονικές ώρες συναλλαγών τους, με τρόπο εύ­κολα προσιτό στους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά και υπό εύλογους εμπορικούς όρους. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν να επικαιροποιούν ανά πάσα στιγμή τις τιμές και τα μεγέθη στα οποία δεσμεύονται να καταρτίσουν συναλλαγές. Κατ' εξαίρεση οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν, εφόσον διαμορφώνονται εξαιρετικές συνθήκες στην αγορά, να ανακαλούν τις τι­μές και τα μεγέθη στα οποία δεσμεύονται να καταρτί­σουν συναλλαγές.

 

Αρθρο 53

Κατάρτιση συναλλαγών από συστηματικούς εσωτερικοποιητές

 

    1.  Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές εκτελούν στην ανακοινωθείσα, κατά το χρονικό σημείο λήψης κάθε εντολής, τιμή τις εντολές που λαμβάνουν από τους ιδιώ­τες πελάτες τους σε μετοχές αναφορικά με τις οποίες λειτουργούν ως συστηματικοί εσωτερικοποιητές, τηρώ­ντας παράλληλα τις διατάξεις του άρθρου 27.

 

    2.  Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές εκτελούν στην ανακοινωθείσα, κατά το χρονικό σημείο λήψης της εντο­λής, τιμή τις εντολές που λαμβάνουν από τους επαγγελ­ματίες πελάτες τους σε μετοχές αναφορικά με τις οποί­ες λειτουργούν ως συστηματικοί εσωτερικοποιητές. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν σε δικαιολογη­μένες περιπτώσεις να εκτελούν τις εντολές που λαμβά­νουν από επαγγελματίες πελάτες σε καλύτερη τιμή εφό­σον:

(α) η τιμή αυτή κείται εντός δημοσιευμένου εύρους που δεν απέχει από τις συνθήκες της αγοράς και

(β) οι εντολές έχουν μεγαλύτερο μέγεθος από το μέ­γεθος των εντολών που δίνουν κατά κανόνα οι ιδιώτες επενδυτές.

 

    3.  Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν να εκτελούν τις εντολές που λαμβάνουν από επαγγελματί­ες πελάτες σε διαφορετικές τιμές από αυτές που ανακοι­νώνουν σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 52 χωρίς να συμμορφώνονται με τα προβλεπόμενα στην προηγούμενη παράγραφο προκειμένου περί σύνθετων συναλλαγών που περιλαμβάνουν την εκτέλεση επί μέ­ρους πράξεων επί περισσότερων κινητών αξιών ή προ­κειμένου περί εντολών που υπόκεινται σε άλλους όρους από την τρέχουσα τιμή της αγοράς.

 

    4.  Με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3 του άρ­θρου αυτού:

(α) Σε περίπτωση που: (αα) η μοναδική τιμή που έχει ανακοινώσει δημόσια ο συστηματικός εσωτερικοποιητής, ή, αν έχει ανακοινώσει περισσότερες τιμές, η καλύ­τερη τιμή του είναι για μέγεθος μικρότερο από το σύνη­θες μέγεθος συναλλαγών και (ββ) ο συστηματικός εσωτερικοποιητής λάβει από έναν πελάτη εντολή για μεγα­λύτερο μέγεθος από το μέγεθος της μοναδικής ή της κα­λύτερης τιμής του, αλλά μικρότερο από το σύνηθες μέ­γεθος των συναλλαγών, τότε ο συστηματικός εσωτερικοποιητής μπορεί να αποφασίσει να εκτελέσει και το τμήμα της εντολής που υπερβαίνει το μέγεθος για το οποίο έχει ορίσει τιμή, στην ίδια τιμή που έχει ανακοινώ­σει.

(β) Σε περίπτωση που ο συστηματικός εσωτερικοποιητής, ο οποίος ανακοινώνει δημόσια τιμές για διαφορετι­κά μεγέθη συναλλαγών, λάβει εντολή για μέγεθος που κυμαίνεται μεταξύ των μεγεθών για τα οποία έχει ανα­κοινώσει τιμή και επιλέξει να την εκτελέσει, καταρτίζει τη συναλλαγή σε μία από τις τιμές που έχει ανακοινώσει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28.

 

    5.  Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν να επι­λέγουν, βάσει της εμπορικής τους πολιτικής και με τρό­πο αντικειμενικό που να μην δημιουργεί διακρίσεις, τους επενδυτές στους οποίους δίνουν πρόσβαση στις τιμές που ανακοινώνουν, εφαρμόζοντας σαφή πρότυπα δια­χείρισης της πρόσβασης. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν να αρνούνται να συνάψουν εμπορικές σχέσεις με επενδυτές, ή να τις διακόπτουν, βάσει εμπο­ρικών κριτηρίων, όπως η πιστοληπτική ικανότητα του επενδυτή, ο κίνδυνος αντισυμβαλλομένου και ο τελικός διακανονισμός της συναλλαγής.

 

    6.  Για να περιορίζεται ο κίνδυνος έκθεσης σε πολλα­πλές συναλλαγές με τον ίδιο πελάτη, οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν να θέτουν, με τρόπο που να μην δημιουργεί διακρίσεις, όρια στον αριθμό των συναλ­λαγών του ίδιου πελάτη που αναλαμβάνουν να εκτελέ­σουν υπό τους όρους που ανακοινώνουν. Οι συστηματι­κοί εσωτερικοποιητές μπορούν, με τρόπο που να μην δη­μιουργεί διακρίσεις και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρ­θρου 28, να περιορίζουν το συνολικό αριθμό ταυτόχρο­νων συναλλαγών διαφορετικών πελατών, μόνο σε περί­πτωση που ο αριθμός ή ο όγκος των εντολών που λαμ­βάνουν από τους πελάτες υπερβαίνει σημαντικά τα κα­νονικά επίπεδα.

 

Αρθρο 54

Υποχρεώσεις μετασυναλλακτικής διαφάνειας για συναλλαγές εκτός οργανωμένης αγοράς ή ΠΜΔ

 

    1.  Οι ΑΕΠΕΥ που καταρτίζουν για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελατών τους εκτός οργανωμένης αγο­ράς ή ΠΜΔ συναλλαγές σε μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά δημοσιοποιούν κατ' ελάχιστον τον όγκο και την τιμή των συναλλαγών τους και το χρονικό σημείο κατάρτισης τους. Τα στοιχεία αυτά δημοσιοποιούνται όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο χρόνο κατάρτισης κάθε συναλλαγής, υπό εύλογους εμπορικούς όρους και με τρόπο εύκολα προσιτό στους λοιπούς συμμετέχοντες στην αγορά.

 

    2.  Τα στοιχεία που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 και οι προθεσμίες εντός των οποίων αυτές δημοσιοποιούνται πρέπει να είναι σύμφωνα με τους κα­νόνες του άρθρου 57. Εάν επιτρέπεται, βάσει των κανο­νιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 57, η χρονική μετάθεση της δημοσιοποίησης των στοιχείων για ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών σε μετοχές, η δυνατότητα αυτή εφαρμόζεται και στις συ­ναλλαγές που διενεργούνται εκτός οργανωμένων αγο­ρών ή ΠΜΔ.

 

Αρθρο 55

Έλεγχος της συμμόρφωσης με τους κανόνες του ΠΜΔ ή της οργανωμένης αγοράς

 

Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή οργανωμένη αγορά:

(α) δημιουργούν και εφαρμόζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες σχετικά με το συγκεκριμέ­νο ΠΜΔ ή την οργανωμένη αγορά για την τακτική παρα­κολούθηση της συμμόρφωσης των χρηστών με τους κα­νόνες τους,

(β) παρακολουθούν τις συναλλαγές, που καταρτίζο­νται από τους χρήστες τους μέσω των συστημάτων τους, προκειμένου να εντοπίζονται οι παραβάσεις των κανόνων τους, οι ανώμαλες συνθήκες διαπραγμάτευσης και οι συμπεριφορές που ενδέχεται να συνιστούν κατά­χρηση της αγοράς,

(γ) αναφέρουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τις ση­μαντικές παραβάσεις των κανόνων τους, τις ανώμαλες συνθήκες διαπραγμάτευσης και τις συμπεριφορές που ενδέχεται να συνιστούν κατάχρηση της αγοράς και

(δ) διαβιβάζουν χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τις σχετικές πληροφορίες για τη διερεύ­νηση των περιπτώσεων κατάχρησης της αγοράς και πα­ρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε συνδρομή για τη διερεύνηση των περιπτώσεων κατάχρησης της αγοράς που έχουν επιχειρηθεί στα συστήματα τους ή μέ­σω αυτών.

 

Αρθρο 56

Υποχρεώσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας για τους ΠΜΔ και τις οργανωμένες αγορές

 

    1.  Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρί­ζονται ΠΜΔ ή οργανωμένη αγορά οφείλουν να δημοσιο­ποιούν κατ' ελάχιστο τις τρέχουσες τιμές προσφοράς και ζήτησης και το βάθος του συναλλακτικού ενδιαφέρο­ντος στις τιμές που ανακοινώνονται μέσω των συστημά­των τους για μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να τίθε­νται στη διάθεση του κοινού υπό εύλογους εμπορικούς όρους και συνεχώς κατά τις κανονικές ώρες συναλλαγών.

 

    2.  Οι διαχειριστές οργανωμένης αγοράς μπορούν, υπό εύλογους εμπορικούς όρους και κατά τρόπο που δεν δη­μιουργεί διακρίσεις, να επιτρέπουν στις ΑΕΠΕΥ, οι οποί­ες υποχρεούνται να δημοσιοποιούν τις συναλλαγές τους επί μετοχών σύμφωνα με το άρθρο 51, την πρόσβαση στα μέσα που χρησιμοποιούν για τη δημοσιοποίηση των στοιχείων της παραγράφου 1.

 

    3.  Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαλλάσσονται οι ΑΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές της αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή οργανωμένη αγορά από την υποχρέωση να ανα­κοινώνουν δημόσια τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 στοιχεία, ανάλογα με το μοντέλο αγοράς ή το είδος και το μέγεθος της εντολής και ιδίως προκειμένου περί συ­ναλλαγών μεγάλης κλίμακας σε σύγκριση με το κανονι­κό μέγεθος της αγοράς για τη συγκεκριμένη μετοχή ή τύπο μετοχής.

 

Αρθρο 57

Υποχρεώσεις μετασυναλλακτικής διαφάνειας για τους ΠΜΔ και τις οργανωμένες αγορές

 

    1. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρί­ζονται ΠΜΔ ή οργανωμένη αγορά οφείλουν να δημοσιο­ποιούν τουλάχιστον την τιμή, τον όγκο και το χρόνο των συναλλαγών που εκτελούνται στα πλαίσια των συστημά­των τους σε μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά. Τα στοιχεία αυτά δημοσιοποιού­νται υπό εύλογους εμπορικούς όρους και, όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο χρόνο κατάρτισης κάθε συναλλαγής.

 

    2.  Η υποχρέωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 δεν ισχύει για συναλλαγές που εκτελούνται σε ΠΜΔ και δημοσιοποιούνται στα πλαίσια των συστημάτων οργανω­μένης αγοράς.

 

    3. Οι διαχειριστές οργανωμένης αγοράς μπορούν, υπό εύλογους εμπορικούς όρους και κατά τρόπο που δεν δη­μιουργεί διακρίσεις, να επιτρέπουν στις ΑΕΠΕΥ, οι οποί­ες υποχρεούνται να δημοσιοποιούν τις συναλλαγές τους επί μετοχών σύμφωνα με το άρθρο 54, την πρόσβαση στα μέσα που χρησιμοποιούν για τη δημοσιοποίηση των στοιχείων της παραγράφου 1.

 

    4.  Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαια­γοράς μπορεί με απόφαση του να επιτρέπει στις ΑΕΠΕΥ ή τους διαχειριστές της αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή οργανωμένη αγορά να μεταθέτουν χρονικά τη δημο­σιοποίηση των στοιχείων των συναλλαγών ανάλογα με τον τύπο ή τον όγκο τους και ιδίως τις συναλλαγές με­γάλου όγκου σε σύγκριση με τον κανονικό όγκο των συ­ναλλαγών στη συγκεκριμένη μετοχή ή στην κατηγορία μετοχών. Ο τρόπος μετάθεσης της δημοσιοποίησης των στοιχείων των συναλλαγών εγκρίνεται εκ των προτέρων από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και ανακοινώνεται στους συμμετέχοντες στην αγορά και στο επενδυτικό κοινό.

 

Αρθρο 58

Διατάξεις για τα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης ή διακανονισμού

 

    1.  Οι ΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζο­νται ΠΜΔ ή οργανωμένη αγορά μπορούν να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, φορέα εκκαθάρισης, ή σύστημα διακανονισμού που είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος - μέλος κατάλληλες συμφωνί­ες για την εκκαθάριση ή το διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν οι συμμετέχο­ντες στα πλαίσια των συστημάτων τους. Η εκκαθάριση των συναλλαγών που καταρτίζονται σε ΠΜΔ ή σε οργα­νωμένη αγορά ολοκληρώνεται το αργότερο μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την κατάρτιση τους.

 

    2.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αντιταχθεί στη χρήση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, φορέα εκκα­θάρισης ή συστήματος διακανονισμού που είναι εγκατε­στημένο στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος - μέλος, μόνο σε περίπτωση που αυτό είναι αναγκαίο για τη διασφάλι­ση της εύρυθμης λειτουργίας του συγκεκριμένου ΠΜΔ ή της οργανωμένης αγοράς, και λαμβανομένων υπόψη των οριζόμενων στην παράγραφο 2 του άρθρου 34 προ­ϋποθέσεων για τα συστήματα διακανονισμού. Η Επιτρο­πή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη την επίβλεψη του συστήματος εκκαθάρισης και διακανονισμού που ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος ή άλλη αρμόδια αρχή, ως επιβλέ­πουσα τα συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού.

 

Αρθρο 59

Αρμοδιότητες

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΑΡΧΩΝ

 

    1.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι αρμόδια για την εποπτεία της εφαρμογής του Πρώτου Μέρους. Προκει­μένου περί της εποπτείας της εφαρμογής των άρθρων 12 έως 15, 19 και 29 από πιστωτικά ιδρύματα που παρέ­χουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δρα­στηριότητες αρμόδια είναι η Τράπεζα της Ελλάδος.

 

    2.  Στο πλαίσιο της εποπτείας που ασκεί, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να διενεργεί γενικούς ή ειδικούς, επιτόπιους ή μη, ελέγχους στους εποπτευόμενους, σύμ­φωνα με το νόμο αυτόν, φορείς, ιδίως στις περιπτώσεις που υπάρχουν ενδείξεις παραβατικής συμπεριφοράς. Οι παραπάνω έλεγχοι είναι δειγματοληπτικοί.

 

    3.  Τα εντεταλμένα όργανα της Επιτροπής Κεφαλαια­γοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος κατά περίπτωση μπορούν:

(α) να έχουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο υπό οποιαδήποτε μορφή και να λαμβάνουν αντίγραφο του,

(β) να ζητούν πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο και, εφόσον είναι απαραίτητο, να καλούν και να λαμβά­νουν μαρτυρικές καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο εφαρμοζομένων των διατάξεων των παραγράφων 9 έως 13 του άρθρου 22 του ν. 3340/2005,

(γ) να έχουν πρόσβαση σε κάθε υπάρχουσα καταγρα­φή τηλεφωνικής συνδιάλεξης ή ανταλλαγής δεδομένων και να λαμβάνουν αντίγραφο αυτής.

 

    4.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί επιπροσθέτως:

(α) να απαιτεί τη διακοπή κάθε δραστηριότητας ή πρα­κτικής που είναι αντίθετη με το νόμο αυτόν ή τις αποφά­σεις του που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του,

(β) να απαγορεύει προσωρινά, για περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη, την άσκηση επαγ­γελματικής δραστηριότητας από φυσικά πρόσωπα που απασχολούνται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ή άλ­λως παρέχουν υπηρεσίες σε εποπτευόμενους φορείς,

(γ) να λαμβάνει πληροφορίες από τους ελεγκτές επο­πτευόμενων φορέων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας,

(δ) να ζητά την αναστολή της διαπραγμάτευσης χρη­ματοπιστωτικών μέσων,

(ε) να διαγράφει η ίδια, ή να ζητά τη διαγραφή χρημα­τοπιστωτικών μέσων από την οργανωμένη αγορά και να ζητά τη διακοπή της διαπραγμάτευσης τους από άλλους τόπους εκτέλεσης,

(στ) να αναθέτει εξακριβώσεις ή έρευνες σε ορκωτούς λογιστές και άλλους εμπειρογνώμονες,

(ζ) να διενεργεί ελέγχους σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 22 του ν. 3340/2005:

(αα) σε εποπτευόμενους φορείς και

(ββ) σε μη εποπτευόμενους φορείς ή πρόσωπα μόνο στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του νόμου αυτού.

 

    5.   Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ελέγχει τα πι­στωτικά ιδρύματα ως προς την εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους αυτού ως προς τις οποίες έχει αρμοδιότητες εποπτείας. Στο πλαίσιο της εποπτείας αυτής, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει τις εξουσίες ελέγχου που της παρέχει ο ν. 3601/2007.

 

    6. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να καθορίζονται τα στοι­χεία που πρέπει να υποβάλλουν οι εποπτευόμενοι φο­ρείς, ο χρόνος και τρόπος υποβολής τους, καθώς και κά­θε άλλο τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

 

Αρθρο 60

Συνεργασία αρμόδιων αρχών

 

    1.  Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαια­γοράς συνεργάζονται για την αποτελεσματική άσκηση της εποπτείας επί των ΕΠΕΥ και επί των πιστωτικών ιδρυμάτων και παρέχει η μία στην άλλη κάθε αναγκαία συνδρομή για την εκτέλεση των καθηκόντων της, σύμ­φωνα με τις ειδικότερες διατάξεις του νόμου αυτού και σύμφωνα με όσα θα προβλεφθούν σε ειδικό Μνημόνιο Συνεργασίας που θα συνταχθεί εντός δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Το Μνημόνιο Συ­νεργασίας προβλέπει μεταξύ άλλων:

(α) την εξειδίκευση των υποχρεώσεων των εποπτευό­μενων από αυτές ΑΕΠΕΥ και πιστωτικών ιδρυμάτων,

(β) τις διαδικασίες με τις οποίες θα διασφαλίζεται η εν γένει ανταλλαγή πληροφοριών και ο συντονισμός μετα­ξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος, με σκοπό την, κατά το δυνατόν, αποφυγή επι­καλύψεων ή σύγκρουσης αρμοδιοτήτων στο πεδίο της εποπτείας και της διενέργειας ελέγχων, καθώς και τη μείωση του διοικητικού κόστους εποπτείας,

(γ) την παροχή κάθε αναγκαίας συνδρομής για την εκτέλεση των καθηκόντων τους,

(δ) την αμοιβαία ενημέρωση μεταξύ της Επιτροπής Κε­φαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος για επιβλη­θείσες κυρώσεις ή την προηγούμενη διαβούλευση τους για την επιβολή κυρώσεων σε περιπτώσεις σημαντικών παραβάσεων, που μπορεί να έχουν επίπτωση στην ομα­λή λειτουργία των εποπτευόμενων ιδρυμάτων,

(ε) την ενημέρωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς από την Τράπεζα της Ελλάδος για τα πιστωτικά ιδρύματα άλ­λου κράτους - μέλους που παρέχουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού επενδυτικές υπηρεσίες στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος ή χωρίς εγκατάσταση και

(στ) τη διαδικασία συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος για τη διενέργεια ελέγχων σχετικά με τη συμμόρφωση των πι­στωτικών ιδρυμάτων με τις υποχρεώσεις των άρθρων 25, 27, 28, 50 έως 54, 56 και 57, καθώς και την επιβολή κυρώσεων για τις σχετικές παραβάσεις.

 

    2.  Επιτρέπεται η αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών σχετικών με την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης και τις αρμόδιες αρχές για την εποπτεία των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης.

 

Αρθρο 61

Διοικητικές κυρώσεις

 

    1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλει, σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο παραβιάζει τις διατάξεις του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού, των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του, καθώς και των εκτελεστικών μέτρων της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, επίπληξη ή πρόστιμο ύψους μέχρι τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ ή ίσο με το διπλάσιο του τυχόν οφέλους που απεκόμισε ο παραβάτης από την παράβαση. Κατά την επιμέτρηση των κυρώσεων λαμβάνονται ενδεικτικά υπόψη η επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης στα συμφέροντα των επενδυτών, το ύψος της προκληθείσας ζημίας σε επενδυτές και η τυχόν ανόρθωση της, η λήψη μέτρων για την άρση της παράβασης στο μέλλον, ο βαθμός συνεργασίας με την Επιτροπή Κεφα­λαιαγοράς κατά το στάδιο διερεύνησης και ελέγχου, οι ανάγκες της ειδικής και γενικής πρόληψης και η τυχόν καθ' υποτροπήν τέλεση παραβάσεων του νόμου αυτού ή της λοιπής νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά.

 

    2.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλει πρόστιμο μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ σε περίπτωση μη συνεργασίας σε μια έρευνα που καλύπτεται από το άρθρο 59.

 

    3.  Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι αρμόδια για την επιβολή κυρώσεων κατά την παράγραφο 1 προκειμένου περί παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 12 έως 15, 19 και 29 του νόμου αυτού, των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση αυτών των διατάξεων, καθώς και των εκτελεστικών μέτρων της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ από πιστωτικά ιδρύματα που εποπτεύει η Τράπεζα της Ελλάδος. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί ακόμη να επιβάλλει το πρόστιμο που προβλέπεται στην παράγραφο 2 σε περίπτωση μη συνεργασίας πιστωτικού ιδρύματος που εποπτεύει η ίδια σε έρευνα προκειμένου περί παραβάσεως των διατάξεων των άρθρων 12 έως 15, 19 και 29.

 

    4.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλά­δος κατά περίπτωση μπορεί να ανακοινώνει δημόσια οποιαδήποτε μέτρα ή κυρώσεις επιβάλλονται σε περί­πτωση παράβασης των διατάξεων του Πρώτου Μέρους, των κανονιστικών πράξεων που θεσπίζονται κατ' εξου­σιοδότηση αυτών των διατάξεων, καθώς και των εκτελε­στικών μέτρων της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, εκτός εάν, λαμ­βάνοντας υπόψη την ανάγκη προστασίας των επενδυ­τών, η ανακοίνωση αυτή ενδέχεται να διαταράξει σοβα­ρά τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων ή να προκαλέ­σει δυσανάλογη ζημία στα ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Αρθρο 62

Εξωδικαστική επίλυση διαφορών

 

    Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να συνεργάζονται με φορείς που είναι επιφορτισμένοι για την υποβολή καταγγελιών και παραπόνων από πελάτες ΑΕΠΕΥ, με σκοπό την εξωδικαστική επίλυση των διαφορών που αφορούν στην παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών.

 

Αρθρο 63

Επαγγελματικό απόρρητο

 

    1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθώς και οι εντεταλμένοι σε αυτήν ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Ως εμπι­στευτικές πληροφορίες για τις οποίες υπάρχει υποχρέω­ση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου νοούνται οι πληροφορίες που περιέρχονται στα παραπάνω πρόσωπα σύμφωνα με την παράγραφο 12 του άρθρου 76 του ν. 1969/ 1991 (ΦΕΚ 167 Α'), καθώς και οι πληροφορίες που περιέρχονται σε αυτά από άλλες αρμόδιες αρχές, φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η υποχρέωση τή­ρησης του επαγγελματικού απορρήτου αίρεται στις περι­πτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 13 του άρ­θρου 76 του ν. 1969/1991, καθώς και όταν συγκατατίθεται η αρμόδια αρχή, ο φορέας ή το φυσικό ή νομικό πρό­σωπο που κοινοποίησε τη σχετική πληροφορία αυτή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

 

    2.  Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται ανά­λογα και ως προς την Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο των εποπτικών της αρμοδιοτήτων των άρθρων 12 έως 15, 19 και 29.

 

    3. Όταν πρόκειται για ΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται υπό αναγκαστική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους μπορούν να χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφό­σον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.

 

Αρθρο 64

Σχέσεις με ελεγκτές

 

    1.  Οι ορκωτοί ελεγκτές, οι οποίοι διενεργούν βάσει του π.δ. 226/1992 (ΦΕΚ 120 Α') έλεγχο των ετήσιων, ενοποιημένων ή ατομικών λογαριασμών εποπτευόμενων φορέων ή κάθε άλλη νόμιμη δραστηριότητα στο πλαίσιο των καθηκόντων τους υποχρεούνται να αναφέρουν αμέ­σως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε γεγονός ή απόφαση σχετικά με τον εν λόγω φορέα που περιήλθε σε γνώση τους κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους και η οποία είναι δυνατόν:

(α) να συνιστά σοβαρή παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας ή διέπουν την άσκηση των δραστηριοτήτων τους,

(β) να θέσει σε κίνδυνο τη συνέχιση της λειτουργίας τους,

(γ) να οδηγήσει σε άρνηση πιστοποίησης των λογαρια­σμών ή στη διατύπωση επιφυλάξεων επ' αυτών.

 

    2.  Η ίδια υποχρέωση ισχύει για τους ορκωτούς ελε­γκτές και για κάθε γεγονός ή απόφαση που περιήλθε σε γνώση τους κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους της παραγράφου 1 σε σχέση με επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με τον εποπτευόμενο φορέα τον οποίο ελέγχουν.

 

    3.  Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στην Επιτροπή Κε­φαλαιαγοράς, γεγονότων ή αποφάσεων που προβλέπο­νται στις προηγούμενες παραγράφους από τα πρόσωπα που αναφέρονται παραπάνω, δεν αποτελεί παράβαση συμβατικού ή νομικού περιορισμού της γνωστοποίησης πληροφοριών και δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη των προσώπων αυτών.

 

Αρθρο 65

Υποχρέωση συνεργασίας

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ

ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

 

    1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των κρατών - μελών, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει συνδρομή στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών - μελών, ιδίως με την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία στο πλαίσιο ερευνών.

 

    2.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ορίζεται ως η αρμόδια αρχή επικοινωνίας για να λαμβάνει αιτήσεις ανταλλαγής πληροφοριών ή συνεργασίας για τους σκοπούς του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού.

 

    3.  Στην περίπτωση όπου, οργανωμένη αγορά, η οποία έχει εγκαταστήσει μηχανισμούς στην Ελλάδα, έχει αποκτήσει ουσιώδη σημασία για τη λειτουργία της αγοράς κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η αρμόδια αρχή του κράτους -μέλους καταγωγής της οργανωμένης αγοράς συνά­πτουν ανάλογες συμφωνίες συνεργασίας.

 

    4.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει τα αναγκαία διοικητικά και οργανωτικά μέτρα για τη διευκόλυνση της συνδρομής που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

 

    5.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ασκεί τις αρ­μοδιότητες της για τους σκοπούς της συνεργασίας, ακό­μα και σε περιπτώσεις στις οποίες η υπό έρευνα συμπε­ριφορά δεν αποτελεί παράβαση των κανόνων που ισχύ­ουν στην Ελλάδα.

 

    6.  Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει βάσιμες υπό­νοιες ότι πράξεις αντίθετες προς το νόμο αυτόν δια­πράττονται ή έχουν διαπραχθεί στο έδαφος άλλου κρά­τους - μέλους από επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται στην εποπτεία της, γνωστοποιεί το γεγονός αυτό με το λε­πτομερέστερο δυνατό τρόπο στην αρμόδια αρχή του άλ­λου κράτους - μέλους προκειμένου να λάβει εκείνη τα κατάλληλα μέτρα. Η παράγραφος αυτή δεν θίγει τις αρ­μοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

 

    7.  Εάν η αρμόδια αρχή άλλου κράτους - μέλους γνω­στοποιήσει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι πράξεις αντίθετες προς νόμο που ενσωματώνει την Οδηγία 2004/39/ΕΚ διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί στο έδα­φος του από επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται στην επο­πτεία της, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει τα κα­τάλληλα μέτρα και ενημερώνει τη εν λόγω αρμόδια αρχή για τα αποτελέσματα των τυχόν ενεργειών της και, στο μέτρο του δυνατού, για τις κυριότερες ενδιάμεσες εξελί­ξεις.

 

Αρθρο 66

Συνεργασία σε δραστηριότητες εποπτείας

 

    1.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητήσει τη συνεργασία της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους - μέ­λους κατά τη διενέργεια έρευνας.

 

    2.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητήσει από ΕΠΕΥ, που αποτελούν εξ αποστάσεως μέλη οργανωμέ­νης αγοράς, οποιοδήποτε στοιχείο κρίνει απαραίτητο και ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους - μέ­λους καταγωγής του εξ αποστάσεως μέλους.

 

    3.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν λαμβάνει από αρ­μόδια αρχή άλλου κράτους - μέλους αίτημα για επιτόπια εξακρίβωση ή έρευνα:

(α) προβαίνει η ίδια στην έρευνα, ή

(β) επιτρέπει στην αιτούσα αρχή να πραγματοποιήσει η ίδια την εξακρίβωση ή έρευνα, ή

(γ) αναθέτει σε ορκωτό λογιστή ή εμπειρογνώμονα τη διενέργεια της εν λόγω εξακρίβωσης ή έρευνας.

 

Αρθρο 67

Ανταλλαγή πληροφοριών

 

     1.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανταλλάσσει αμέσως όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκ­πλήρωση των καθηκόντων των αρμόδιων αρχών των κρατών - μελών. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί κα­τά την παροχή των πληροφοριών σε άλλη αρμόδια αρχή να ορίζει ότι οι πληροφορίες που παρέχει σύμφωνα με το Πρώτο Μέρος μπορούν να γνωστοποιηθούν μόνο ύστερα από τη ρητή συναίνεση της και αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους έχει δώσει τη συγκατά­θεση της. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να διαβιβά­ζει τις πληροφορίες που λαμβάνει σύμφωνα με την παρά­γραφο 1 του άρθρου 65 στην Τράπεζα της Ελλάδος.

 

    2.  Οι αρμόδιες αρχές, οι φορείς, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα στα οποία διαβιβάζονται εμπιστευτικές πληρο­φορίες, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυ­τού ή σύμφωνα με τα άρθρα 64 και 70, μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν μόνο κατά την άσκηση των καθηκό­ντων τους, ιδίως:

(α) για να εξακριβώσουν εάν πληρούνται οι όροι ανά­ληψης της δραστηριότητας από τις ΕΠΕΥ και να διευκο­λύνουν, σε μη ενοποιημένη ή σε ενοποιημένη βάση, τον έλεγχο των όρων άσκησης αυτής της δραστηριότητας, ειδικά όσον αφορά τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρ­κειας, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μη­χανισμούς εσωτερικού ελέγχου,

(β) για να ελέγξουν την καλή λειτουργία των τόπων διαπραγμάτευσης,

(γ) για να επιβάλουν κυρώσεις,

(δ) στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής κατά απόφα­σης αρμόδιας αρχής,

(ε) σε δικαστικές διαδικασίες αστικής, ποινικής ή διοι­κητικής φύσεως ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων, ή (στ) στη διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης των καταγ­γελιών των επενδυτών που προβλέπεται στο άρθρο 62.

 

    3.  Τα άρθρα 63, 67 και 70 δεν εμποδίζουν την Επιτρο­πή Κεφαλαιαγοράς να διαβιβάζει στην Τράπεζα της Ελ­λάδος, όταν ενεργεί υπό την ιδιότητα της νομισματικής αρχής, στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και, κατά περί­πτωση, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονι­σμού, εμπιστευτικές πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους. Οι εν λόγω αρχές ή φορείς δεν εμποδίζονται να διαβιβάζουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τις πληροφορίες που ενδέχεται να χρειασθεί η τελευταία για την εκτέλεση των αρμοδιοτή­των που προβλέπει ο νόμος αυτός.

 

    4.  Με Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να καθορίζονται τα στοιχεία και οι πληροφορίες που πρέπει να της υποβάλλουν οι ΕΠΕΥ προκειμένου να ασκεί αποτελεσματικά τη νομισματική και συναλλαγματι­κή πολιτική, η διαδικασία παροχής των στοιχείων και πληροφοριών αυτών, καθώς και κάθε άλλο ειδικό θέμα και στοιχεία και πληροφορίες κρίνει απαραίτητα για τη διευκόλυνση της άσκησης των αρμοδιοτήτων της ως νο­μισματικής αρχής. Η Τράπεζα της Ελλάδος τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο για όλες τις πληροφορίες και όλα τα στοιχεία που περιέρχονται σε γνώση της σύμφω­να με την προηγούμενη και την παρούσα παράγραφο.

 

Αρθρο 68

’ρνηση συνεργασίας

 

    1.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, παρά την υπο­βολή αίτησης αρμόδιας αρχής άλλου κράτους - μέλους για συνεργασία σε έρευνα, σε επιτόπια εξακρίβωση ή σε άλλη δραστηριότητα εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 66 ή για την ανταλλαγή πληροφοριών του άρθρου 67, να αρνηθεί την ανταλλαγή πληροφοριών και κάθε ενέργεια που προβλέπεται στο άρθρο 66 εάν:

(α) η έρευνα ή η ανταλλαγή πληροφοριών ενδέχεται να προσβάλει την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη της Ελλάδος,

(β) έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ιδίων προσώπων ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων,

(γ) έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση ελληνικού δικα­στηρίου για τα ίδια πρόσωπα και για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

 

    2.  Στις περιπτώσεις άρνησης η Επιτροπή Κεφαλαιαγο­ράς ενημερώνει λεπτομερώς την αιτούσα αρμόδια αρχή για την εκκρεμή δικαστική διαδικασία ή απόφαση που έχει εκδοθεί.

 

Αρθρο 69

Αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τη λήψη προληπτικών μέτρων

 

    1.  Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαπιστώσει ότι ΕΠΕΥ που ασκεί δραστηριότητες στην Ελλάδα υπό κα­θεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ότι ΕΠΕΥ που έχει υποκατάστημα στην Ελλάδα παραβαίνει τις υποχρε­ώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του νόμου αυ­τού, οι οποίες όμως δεν εμπίπτουν στις διατάξεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 32, ενημε­ρώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής. Εάν, παρά τα μέτρα που λαμβάνει η αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής ή εφόσον τα μέ­τρα αυτά αποδειχθούν ανεπαρκή, η ΕΠΕΥ συνεχίζει να ενεργεί με τρόπο που είναι σαφώς επιζήμιος για τα συμ­φέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών στην Ελλάδα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους - μέ­λους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που είναι αναγκαία για να προστατεύσει τους επενδυτές και να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία των αγορών. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύει στις ΕΠΕΥ τη διενέργεια συναλλαγών στην Ελλάδα.

 

    2.  Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαπιστώσει ότι ΕΠΕΥ η οποία διατηρεί υποκατάστημα στην Ελλάδα πα­ραβαίνει τη νομοθεσία για την κεφαλαιαγορά που ισχύει στην Ελλάδα, απαιτεί από την ΕΠΕΥ να παύσει την παράνομη συμπεριφορά. Εάν η ΕΠΕΥ δεν συμμορφωθεί με τις υποδείξεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η Επιτρο­πή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να λάβει όλα τα αναγκαία μέ­τρα για να εξασφαλίσει ότι η ΕΠΕΥ θα παύσει την παρά­νομη συμπεριφορά, ενημερώνοντας σχετικά την αρμό­δια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής. Εάν, παρά τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η ΕΠΕΥ συνεχίζει να παραβιάζει τις διατάξεις για την κεφαλαια­γορά που ισχύουν στην Ελλάδα, η Επιτροπή Κεφαλαια­γοράς μπορεί, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής, να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να εμποδίσει ή να επιβάλλει κυρώσεις για την παράνομη συμπεριφορά και, καθόσον είναι απαραίτητο, να εμποδίσει την ΕΠΕΥ να διεξάγει τυχόν περαιτέρω συ­ναλλαγές στην Ελλάδα.

 

    3.  Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως η αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής οργανωμένης αγοράς ή ΕΠΕΥ που λειτουργεί ΠΜΔ, διαπιστώσει ότι η εν λόγω οργανωμένη αγορά ή ΕΠΕΥ παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του νόμου αυτού, ενη­μερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής της οργανωμένης αγοράς ή της ΕΠΕΥ Εάν, παρά τα μέτρα που λαμβάνει η αρμόδια αρχή του κρά­τους - μέλους καταγωγής ή εφόσον τα μέτρα αυτά απο­δειχθούν ανεπαρκή, η οργανωμένη αγορά ή η ΕΠΕΥ συ­νεχίζει να ενεργεί με τρόπο που είναι σαφώς επιζήμιος για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών στην Ελλάδα, η Επιτροπή Κεφα­λαιαγοράς, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κρά­τους - μέλους καταγωγής, μπορεί να λάβει όλα τα κα­τάλληλα μέτρα που είναι αναγκαία για να προστατεύσει τους επενδυτές και να διασφαλίσει την εύρυθμη λει­τουργία των αγορών. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στις οργανωμένες αγορές ή στις ΕΠΕΥ να παρέχουν πρόσβαση στους μηχανισμούς τους σε μέλη εξ αποστάσεως εγκατεστημένα στην Ελ­λάδα.

 

    4.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την Ευρω­παϊκή Επιτροπή αμέσως για τα μέτρα που λαμβάνει σύμ­φωνα με το άρθρο αυτό. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί και στην ενδιαφερόμενη ΕΠΕΥ ή οργανωμένη αγορά τα μέτρα τα οποία λαμβάνει σύμφωνα με αυτό το άρθρο και αφορούν σε κυρώσεις ή περιορισμό των δρα­στηριοτήτων τους.

 

Αρθρο 70

Ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες

 

    1.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας για την ανταλλαγή πληροφο­ριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης κρατών στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτο­νται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλά­χιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρ­θρο 63 του νόμου αυτού. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να διαβιβάζει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ50Α·).

 

    2.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας για την ανταλλαγή πληροφο­ριών με αρμόδιες αρχές τρίτων κρατών, φορείς και φυσι­κά ή νομικά πρόσωπα τρίτων κρατών που είναι υπεύθυνα για:

(α) την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, άλλων χρημα­τοπιστωτικών φορέων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματαγορών,

(β) την εκκαθάριση και πτώχευση ΕΠΕΥ και παρόμοιες διαδικασίες,

(γ) τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λο­γαριασμών ΕΠΕΥ και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμά­των, πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρή­σεων, κατά την εκτέλεση των εποπτικών τους λειτουρ­γιών, ή εκείνα που διαχειρίζονται συστήματα αποζημίω­σης, κατά την εκτέλεση των λειτουργιών τους,

(δ) την εποπτεία των φορέων που υπεισέρχονται στην

εκκαθάριση και πτώχευση ΕΠΕΥ και σε παρόμοιες διαδι­κασίες,

(ε) την εποπτεία προσώπων επιφορτισμένων με τη διε­ξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών ΕΠΕΥ και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, πιστω­τικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, μόνο εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτο­νται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλά­χιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 63 του νόμου αυτού.

Η ανταλλαγή πληροφοριών γίνεται στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων των εν λόγω αρχών, φορέων ή φυσικών ή νομικών προσώπων.

 

    3. Εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος -μέλος ή από τρίτο εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης κράτος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί αυτές σε αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνο μετά από ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που τις διαβίβασε και, κατά περί­πτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώ­νησε η αρχή αυτή.

 

Αρθρο 71

Μεταβατικές διατάξεις

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

    1.  Οι διατάξεις που καταργούνται βάσει του άρθρου 85, περιλαμβανομένων και των περί αρμοδιότητας διατά­ξεων, εξακολουθούν να εφαρμόζονται για πράξεις και παραλείψεις που έχουν τελεσθεί μέχρι την έναρξη ισχύ­ος του νόμου αυτού.

 

    2.  Οι χρηματιστηριακοί εκπρόσωποι που είναι διορι­σμένοι σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α'), το οποίο καταργείται με την περίπτωση δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 85, λογίζεται ότι κατέχουν την πιστοποίηση επαγγελματικής επάρκειας που προ­βλέπεται στο άρθρο 14 (α) για την παροχή των επενδυτι­κών υπηρεσιών της λήψης και διαβίβασης εντολών, εκτέλεσης εντολών, παροχής επενδυτικών συμβουλών και διαχείρισης χαρτοφυλακίου, εφόσον έχουν διορισθεί πριν την 30.6.1998 ή (β) για την παροχή των επενδυτι­κών υπηρεσιών της λήψης και διαβίβασης εντολών, εκτέλεσης εντολών και παροχής επενδυτικών συμβου­λών, εφόσον έχουν διορισθεί μετά την 30.6.1998.

 

    3.  Οι υφιστάμενες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού ΑΕΠΕΥ και Ανώνυμες Χρηματιστηριακές Εταιρίες λογίζονται ότι έχουν άδεια λειτουργίας που προβλέπε­ται στο άρθρο 9 εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του Κεφαλαίου Β' του Μέρους αυτού και, εφόσον αυτό απαι­τείται, οφείλουν να υποβάλλουν αίτηση έγκρισης για την τροποποίηση του καταστατικού και της άδειας λειτουρ­γίας τους με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά στην Επι­τροπή Κεφαλαιαγοράς και να προσαρμοσθούν στις δια­τάξεις του νόμου αυτού εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.

 

    4.  Οι γνωστοποιήσεις των άρθρων 12 έως 16 του ν. 2396/1996 οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί πριν την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού λογίζονται ως γνωστο­ποιήσεις των άρθρων 31 έως 33.

 

    5.  Η παράγραφος 1 του άρθρου 18 εφαρμόζεται για τις οικονομικές χρήσεις που αρχίζουν μετά την 31.12.2007.

 

    6.  Επόπτες ειδικής εκκαθάρισης οι οποίοι υπάγονταν στην περίπτωση της παραγράφου 10 του άρθρου 4α του Ν. 1806/1988, η οποία είχε προστεθεί με την παράγραφο 2 του άρθρου 43 του ν. 3371/2005 και η οποία καταργεί­ται με την περίπτωση δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 85 του νόμου αυτού, οφείλουν μέσα σε ένα (1) μήνα από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού να υποβάλλουν την προβλεπόμενη στην παράγραφο 9 του άρθρου 22 αίτηση για την αντικατάσταση αυτών και των εκκαθαριστών.

 

    7.  Η εταιρία «Χρηματιστήριο Αθηνών Α.Ε.» και οι ορ­γανωμένες αγορές αξιών και παραγώγων τις οποίες δια­χειρίζεται η εταιρία «Χρηματιστήριο Αθηνών Α.Ε.» και οι οποίες έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 3371/2005, εξαιρούνται από την υποχρέωση λήψης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρ­θρου 42 και την παράγραφο 2 του άρθρου 43 αντίστοιχα.

 

    8.  Η εταιρία «Χρηματιστήριο Αθηνών Α.Ε.» οφείλει να υποβάλει αίτηση προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας που προβλέπεται στο άρθρο 15 του Πολυμερούς Μηχανισμού Διαπραγμάτευ­σης, ο οποίος λειτουργεί σύμφωνα με το άρθρο 29 του ν. 3556/2007 (ΦΕΚ 91 Α'), εντός δώδεκα (12) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.

 

    9.  Η Ηλεκτρονική Δευτερογενής Αγορά Τίτλων του άρθρου 26 του ν. 2515/1997 (ΦΕΚ 154 Α') λαμβάνει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 43 εντός δεκαοκτώ (18) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Εξαιρείται της υποχρέωσης λή­ψης άδειας λειτουργίας διαχειριστή αγοράς, κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 42, η Τρά­πεζα της Ελλάδος.

 

Αρθρο 72

Ορισμοί και πεδίο εφαρμογής

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ, εκκαθάρισης και ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΕ­ΝΤΡΙΚΟΥ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ, ΕΚΚΑ0ΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ

 

    1.  Για τους σκοπούς του Μέρους αυτού νοούνται ως:

(α) «Σύστημα»: Σύστημα κεντρικού αντισυμβαλλομέ­νου, εκκαθάρισης και διακανονισμού, παρεμφερείς μη­χανισμοί με ομοειδή χαρακτηριστικά ή και συνδυασμοί αυτών των συστημάτων που ασκούν δραστηριότητες οριστικοποίησης ή διευθέτησης της οριστικοποίησης συ­ναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα.

(β) «Διαχειριστής συστήματος»: Πρόσωπο ή πρόσωπα που διαχειρίζονται ή διευθύνουν τις δραστηριότητες Συ­στήματος.

 

    2.  Οι διατάξεις του Μέρους αυτού εφαρμόζονται στα Συστήματα και στους διαχειριστές Συστήματος, εξαιρου­μένων του Συστήματος Παρακολούθησης Συναλλαγών επί Τίτλων με Λογιστική Μορφή που προβλέπεται στο Κεφάλαιο Β' του ν. 2198/1994 (ΦΕΚ 43 Α'), καθώς και της Τράπεζας της Ελλάδος ως διαχειριστή του εν λόγω Συστήματος.

 

Αρθρο 73

Αδεια λειτουργίας Συστήματος

 

    1.  Η λειτουργία Συστήματος στην Ελλάδα επιτρέπεται ύστερα από προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφα­λαιαγοράς. Η άδεια χορηγείται ύστερα από αίτηση του διαχειριστή του Συστήματος εφόσον πληρούνται οι προ­ϋποθέσεις του Κεφαλαίου αυτού.

 

    2.  Το Σύστημα πρέπει κατ' ελάχιστο να παρέχει τα απαραίτητα εχέγγυα οργάνωσης για την άσκηση των δραστηριοτήτων εκκαθάρισης ή κεντρικού αντισυμβαλ­λομένου ή διακανονισμού στο πλαίσιο λειτουργίας του, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των περιπτώ­σεων α', β', γ' και στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 43, και επιπλέον:

(α) Να διαθέτει τους απαραίτητους μηχανισμούς για την αποτροπή συστημικών κινδύνων και τη συμμόρφωση του με τις περί του αμετάκλητου του διακανονισμού δια­τάξεις του ν. 2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α').

(β) Να λειτουργεί βάσει κανόνων που να διασφαλίζουν την ύπαρξη συνθηκών διαφάνειας ως προς την άσκηση των δραστηριοτήτων εκκαθάρισης ή κεντρικού αντισυμ­βαλλομένου ή διακανονισμού στο πλαίσιο λειτουργίας του, την ύπαρξη επαρκών και αποτελεσματικών όρων πρόσβασης των μελών του ως και την ύπαρξη συνθηκών που να επιτρέπουν την άνευ διακρίσεων πρόσβαση, περι­λαμβανομένης της εξ αποστάσεως πρόσβασης.

(γ) Να διαθέτει Κανονισμό λειτουργίας Συστήματος με τον οποίο ρυθμίζονται ιδίως θέματα σχετικά με τις διαδι­κασίες κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή εκκαθάρισης ή διακανονισμού που εφαρμόζει, τους κανόνες πρόσβα­σης στο σύστημα και τις υποχρεώσεις των μελών σε αυ­τό, τους κανόνες διαχείρισης κινδύνου για τη διασφάλι­ση της ομαλής λειτουργίας του συστήματος καθώς και την ύπαρξη κεφαλαίου ασφαλειοδοτικού χαρακτήρα ή την υποχρέωση των μελών του για την παροχή ασφα­λειών.

 

    3.  Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαια­γοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας Συστήματος εφόσον διαπιστώσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της προη­γούμενης παραγράφου. Ταυτόχρονα με την άδεια λει­τουργίας Συστήματος η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εγκρί­νει τον Κανονισμό του ως προς τη νομιμότητα του. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ε­γκρίνει και κάθε τροποποίηση του Κανονισμού. Οι απο­φάσεις της παραγράφου αυτής δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο Κανονισμός και οι τρο­ποποιήσεις του δεσμεύουν, από την ημερομηνία έναρ­ξης ισχύος της εγκριτικής απόφασης της Επιτροπής Κε­φαλαιαγοράς, τα μέλη του Συστήματος, τα λοιπά πρόσω­πα και φορείς που εμπλέκονται στην εκκαθάριση και το διακανονισμό στο πλαίσιο λειτουργίας του Συστήματος και εν γένει τα πρόσωπα τα οποία αφορά ο Κανονισμός.

 

    4.  Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαια­γοράς μπορεί με απόφαση του να καθορίζει τους ειδικό­τερους όρους και τη διαδικασία για τη χορήγηση και ανά­κληση της άδειας λειτουργίας Συστήματος. Με την ίδια απόφαση μπορεί να εξειδικεύεται το περιεχόμενο του Κανονισμού λειτουργίας Συστήματος και να καθορίζεται η διαδικασία δημοσιοποίησης του.

 

    5.  Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί επίσης να ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων τα Συστήματα δύνανται να αναλαμβάνουν την εκκαθάριση ή το δια­κανονισμό συναλλαγών που διενεργούνται σε αγορές άλλων κρατών - μελών ή τρίτης χώρας.

 

Αρθρο 74

’δεια λειτουργίας διαχειριστή Συστήματος

 

    1.  Ο διαχειριστής Συστήματος λειτουργεί με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας ύστερα από άδεια λειτουργίας που χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Σκοπός του διαχειριστή Συστήματος είναι η οργάνωση και η λειτουργία συστημάτων. Ο διαχειριστής ευθύνεται για τη συμμόρφωση των Συστημάτων που διαχειρίζεται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην κείμενη νομοθε­σία. Ως προς τη χορήγηση της άδειας και τη λειτουργία του διαχειριστή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 7 του άρθρου 42.

 

    2.  Ο διαχειριστής Συστήματος μπορεί να διαχειρίζεται και μητρώο άυλων ή ακινητοποιημένων τίτλων ενεργώ­ντας ως κεντρικό αποθετήριο αξιών σύμφωνα με τα άρ­θρα 39 του ν. 2396/1996 και την παράγραφο 3 του άρ­θρου 105 του ν. 2533/1997, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκθέτει τα ιδιοκτησιακής φύσεως δικαιώματα των δικαιού­χων των τίτλων σε κινδύνους τους οποίους αναλαμβάνει και οι οποίοι σχετίζονται με την εκκαθάριση των συναλ­λαγών.

 

    3.  Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι προ­ϋποθέσεις και η διαδικασία για τη χορήγηση και την ανά­κληση άδειας λειτουργίας διαχειριστή Συστήματος, οι όροι και προϋποθέσεις για την έγκριση της καταλληλό­τητας σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 42 των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν τη δραστηριότητα του και των μετόχων του, οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια για την έγκριση των όρων λειτουργίας του και κάθε τεχνικό θέ­μα και αναγκαία λεπτομέρεια.

 

Αρθρο 75

Πρόσβαση σε Σύστημα

 

    1. Στα Συστήματα έχουν πρόσβαση ως μέλη, τα πιστω­τικά ιδρύματα και οι ΕΠΕΥ που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα ως και άλλα Συστήματα ή διαχειριστές Συστήμα­τος, που λειτουργούν εξ αποστάσεως, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των διαχειριστών των συστημάτων σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 34.

 

    2.  Τα Συστήματα και οι διαχειριστές τους μπορούν να δέχονται ως μέλη μόνο πρόσωπα της παραγράφου 1, εφόσον πληρούν τους όρους και τις προϋποθέσεις που τίθενται με τον Κανονισμό λειτουργίας του Συστήματος.

 

Αρθρο 76

Κεφάλαιο ασφαλειοδοτικού χαρακτήρα

 

    1.  Ο διαχειριστής Συστήματος μπορεί να διαχειρίζεται Κεφάλαιο με σκοπό την προστασία του Συστήματος από πιστωτικούς κινδύνους των μελών του. Το κεφάλαιο αποτελεί σύνολο περιουσίας που σχηματίζεται προς εξυπηρέτηση του σκοπού του από τις εισφορές των με­λών στο Σύστημα.

 

    2.  Ως προς το σύνολο των εννόμων σχέσεων του το Κεφάλαιο εκπροσωπείται από το διαχειριστή του. Ο δια­χειριστής μπορεί να διορίζει τρίτα πρόσωπα για την άσκηση καθηκόντων θεματοφύλακα. Ο διαχειριστής ευ­θύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις του θεματοφύλα­κα και των οργάνων του.

 

    3.  Η συμμετοχή του μέλους σε Κεφάλαιο προσδιορίζε­ται από τη μερίδα του. Η μερίδα αποτελείται από το σύ­νολο των πάσης φύσεως εισφορών του μέλους στο κε­φάλαιο, περιλαμβανομένων και των τυχόν προσόδων που προκύπτουν με βάση τους κανόνες διαχείρισης και επένδυσης των διαθεσίμων του.

 

    4. Το Κεφάλαιο μπορεί να λειτουργεί ως κεφάλαιο αλληλοασφαλιστικού χαρακτήρα όταν, σε περίπτωση μη επάρκειας της μερίδας μέλους για την κάλυψη της ζημί­ας που προκύπτει από υπερημερία του, το εναπομείναν μέρος της ζημίας βαρύνει συμμέτρως τις μερίδες των λοιπών μελών που συμμετέχουν στο κεφάλαιο μειώνο­ντας αναλόγως τη συμμετοχή τους σε αυτό.

 

    5.  Ο διαχειριστής συστήματος ενεργοποιεί το Κεφά­λαιο σε περίπτωση υπερημερίας μέλους σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στον Κανονισμό λειτουργί­ας του Συστήματος.

 

    6.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφαση της να ρυθμίζει θέματα αναφορικά με την απόδοση μερίδας μέλους σε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου του μέλους ή ανάκλησης της αδείας λειτουργίας του, ιδίως λόγω της θέσης του σε ειδική εκκαθάριση του άρθρου 21.

 

    7.  Σε περίπτωση κατά την οποία μέλος τεθεί σε ειδική εκκαθάριση, το χρηματικό ποσό της μερίδας που του επι­στρέφεται χρησιμοποιείται για την ικανοποίηση κατ' απόλυτη προτεραιότητα των απαιτήσεων των πελατών του από παροχή σε αυτούς επενδυτικών υπηρεσιών. Οι απαιτήσεις των πελατών κατατάσσονται ως προνομιού­χες πριν από τη σειρά των απαιτήσεων της περίπτωσης 3 του άρθρου 975 του Κ.Πολ.Δ. και πριν από τη διαίρεση κατά το άρθρο 977 του Κ.Πολ.Δ..

 

Αρθρο 77

Ασφάλειες

 

    1.  Για την εξασφάλιση της ομαλής εκπλήρωσης των σχετιζόμενων με το Σύστημα υποχρεώσεων τους τα μέ­λη μπορεί να παρέχουν σε αυτό ασφάλεια. Ασφάλεια συνιστούν τα μετρητά και τα χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως ορίζονται στις περιπτώσεις δ' και ε' της παραγρά­φου 1 του άρθρου 2 του ν. 3301/2004 (ΦΕΚ 263 Α'). Οι υποχρεώσεις παροχής ασφάλειας μπορεί να καλύπτο­νται και δυνάμει σχέσεων εγγυοδοσίας, περιλαμβανομέ­νων ενδεικτικά των εγγυητικών επιστολών πιστωτικού ιδρύματος που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα.

 

    2.  Οι ασφάλειες τηρούνται σε λογαριασμούς ασφαλεί­ας σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό λειτουργί­ας του Συστήματος. Επί των ασφαλειών συνιστάται νόμι­μο ενέχυρο εφαρμοζομένων των περί εμπράγματης χρη­ματοοικονομικής ασφάλειας διατάξεων του ν. 3301/ 2004. Η ασφάλεια μπορεί να έχει τη μορφή χρηματοοι­κονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου του ν. 3301/ 2004 κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στον Κανονισμό λει­τουργίας του Συστήματος.

 

Αρθρο 78

Ειδικές διατάξεις για την κατάσχεση

 

    1. Εφόσον κατασχεθούν εις χείρας μέλους σε Σύστη­μα ή σε μητρώο άυλων ή ακινητοποιημένων τίτλων τρίτου, άϋλοι τίτλοι, οι οποίοι, κατά το χρόνο της κατάσχε­σης, είχαν πωληθεί χωρίς να έχει γίνει ακόμη η εκκαθά­ριση της σχετικής συναλλαγής, αντικείμενο της κατά­σχεσης αποτελεί το προϊόν της πώλησης μετά την αφαί­ρεση φόρων, προμηθειών και λοιπών τελών και εξόδων, που περιέρχεται στο μέλος αφού συμψηφισθούν τυχόν υφιστάμενες κατά το χρόνο της κατάσχεσης αντίθετες χρηματικές απαιτήσεις του μέλους κατά του δικαιούχου του προϊόντος της πώλησης μετά την αφαίρεση φόρων, προμηθειών και λοιπών τελών και εξόδων.

 

    2. Εάν επιβληθεί κατάσχεση στον τραπεζικό λογαρια­σμό τον οποίο τηρούν τα μέλη Συστήματος για τις ανά­γκες του διακανονισμού, σύμφωνα με τα ειδικότερα προ­βλεπόμενα στο σχετικό Κανονισμό του Συστήματος, η κατάσχεση αυτή δεν παράγει αποτελέσματα ως απολύ­τως άκυρη:

(α) έναντι του Συστήματος, το οποίο δικαιούται να αναλαμβάνει τα κεφάλαια που απαιτούνται για την εκ­πλήρωση των εκάστοτε χρηματικών υποχρεώσεων των μελών του Συστήματος, και

(β) έναντι μέλους Συστήματος ως προς τα χρηματικά ποσά που ανήκουν σε πελάτες του.

 

Αρθρο 79

Υπερημερία μέλους

 

    1.  Σε περίπτωση υπερημερίας μέλους ως προς την εκ­πλήρωση υποχρεώσεων του εκκαθάρισης ή διακανονι­σμού στο πλαίσιο λειτουργίας Συστήματος, ο διαχειρι­στής του Συστήματος έχει τα εξής ειδικά δικαιώματα, τα οποία μπορεί να ασκεί σωρευτικά ή διαζευκτικά:

(α) Να διενεργεί συναλλαγές κάλυψης, περιλαμβανο­μένων της δανειοδοσίας ή δανειοληψίας και της πώλη­σης ή αγοράς με σύμφωνο επαναγοράς ή επαναπώλησης επί κινητών αξιών και να εφαρμόζει κατά του υπερή­μερου ρήτρες εκκαθαριστικού συμψηφισμού της παρα­γράφου 1 (ιδ) του άρθρου 2 του ν. 3301/2004.

(β) Να προβαίνει στη μερική ή ολική κατάπτωση της παρασχεθείσας ασφάλειας, να χρησιμοποιεί, να εκποιεί ή να προβαίνει στην κτήση της κυριότητας των παρασχε­θέντων ως ασφάλεια κεφαλαίων ή χρηματοπιστωτικών μέσων, εφαρμοζομένων των άρθρων 4 έως 6 του ν. 3301/ 2004 και σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στον Κανονισμό λειτουργίας του Συστήματος και, εφό­σον πρόκειται για ασφάλεια συνιστάμενη σε τίτλους οι οποίοι καθίστανται ληξιπρόθεσμοι και απαιτητοί, να ει­σπράττει ιδίω ονόματι τις εξ αυτών απαιτήσεις.

(γ) Να εισπράττει από τη μερίδα στο Κεφάλαιο του υπερήμερου τα απαιτούμενα ποσά για την κάλυψη των εκκρεμών οφειλών του και, εφόσον πρόκειται για κεφά­λαιο αλληλοασφαλιστικου χαρακτήρα, να εισπράττει τα αναλογούντα ποσά από τις μερίδες και των λοιπών με­λών ή συμμετεχόντων στο Κεφάλαιο.

(δ) να αναθέτει σε άλλα μέλη του Συστήματος τη δια­χείριση των λογαριασμών πελατών του υπερήμερου, ιδί­ως στις περιπτώσεις αδυναμίας εκπλήρωσης, οφειλόμε­νης σε πρόβλημα ρευστότητας, κεφαλαιακής επάρκειας ή φερεγγυότητας αυτού, ή ανάκλησης της άδειας λει­τουργίας του.

 

    2.  Με εξαίρεση τις συναλλαγές κάλυψης της περίπτω­σης α' της παραγράφου 1, ο υπερήμερος δεν επιτρέπε­ται να αναλαμβάνει υποχρεώσεις από νέες συναλλαγές σχετιζόμενες με την εκκαθάριση και το διακανονισμό μέ­χρι την άρση της υπερημερίας.

 

    3.  Σε περίπτωση αφερεγγυότητας, κατά την έννοια του άρθρου 1(ι) του ν. 2789/2000, μέλους σε Σύστημα, οι πράξεις εκκαθάρισης, διακανονισμού, διενέργειας συ­ναλλαγών κάλυψης και εκκαθαριστικού συμψηφισμού, περιλαμβανομένης και της παροχής από αυτό ασφα­λειών υπέρ του συστήματος, είναι καθ' όλα έγκυρες και αντιτάξιμες έναντι παντός τρίτου, εφόσον αφορούν σε εκκρεμότητες του αφερέγγυου στο Σύστημα από συναλ­λαγές που έχουν καταρτιστεί πριν ο διαχειριστής του Συστήματος λάβει γνώση της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας των άρθρων 3 έως 7 του ν. 2789/2000.

 

    4.  Ο διαχειριστής του Συστήματος ειδοποιεί αμέσως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την υπερημερία ή την αφερεγγυότητα, ως και για τα μέτρα που έλαβε για την αντιμετώπιση της.

 

Αρθρο 80

Αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και διοικητικές κυρώσεις

 

    1.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι αρμόδια για την εποπτεία εφαρμογής των διατάξεων του Δεύτερου Μέ­ρους του νόμου αυτού επί των διαχειριστών Συστήμα­τος, των συστημάτων και των μελών τους. Τα εντεταλ­μένα όργανα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς έχουν τις εξουσίες που προβλέπονται στην παράγραφο 3 και στις περιπτώσεις α' έως ε', η' και θ' της παραγράφου 4 του άρθρου 59. Η εποπτεία αυτή δεν θίγει τις αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος ως επόπτη των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού σύμφωνα με το ν. 2789/ 2000.

 

    2.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλει πρόστιμο σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο πα­ραβιάζει τις διατάξεις του Δεύτερου Μέρους του νόμου αυτού, καθώς και των αποφάσεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του, ύψους μέχρι τρία εκατομμύρια (3.000.000) ευρώ εφαρμοζομένου του δεύτερου εδαφί­ου της παραγράφου 1 του άρθρου 61.

 

    3.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί επίσης να επι­βάλει πρόστιμο μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ σε περίπτωση μη συνεργασίας σε μία έρευνα που καλύπτεται από την παράγραφο 2. Η παράγραφος 4 του άρθρου 61 εφαρμόζεται ως προς τα μέτρα ή τις κυρώ­σεις που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο αυτό.

 

Αρθρο 81

Επαγγελματικό απόρρητο

 

    1. Τα πάσης φύσεως στοιχεία και δεδομένα που τηρού­νται από τα Συστήματα και τους διαχειριστές τους προ­στατεύονται από αυτούς ως απόρρητα. Το απόρρητο των εν λόγω στοιχείων και δεδομένων δεν ισχύει έναντι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της Τράπεζας της Ελλά­δος ή και άλλων αρχών ή φορέων, ως και των συνδεόμε­νων με τα Συστήματα διαχειριστών αγοράς προς άσκηση των αρμοδιοτήτων τους σύμφωνα με την κείμενη νομο­θεσία.

 

    2.  Έναντι των Συστημάτων και των διαχειριστών τους δεν ισχύει το απόρρητο που προβλέπεται από τις διατά­ξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του ν. 2396/1996, της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του ν. 2198/1994 (ΦΕΚ 43 Α') και του άρθρου 1 του ν. 1059/1971 (ΦΕΚ270 Α'), όπως ισχύουν, ως προς τους λογαριασμούς μετρη­τών ή τίτλων που τηρούνται σε κεντρικές τράπεζες, σε κεντρικά αποθετήρια αξιών ή σε ιδρύματα της περίπτω­σης β' του άρθρου 1 του ν. 2789/2000 στο πλαίσιο των διαδικασιών λειτουργίας συστήματος.

 

Αρθρο 82

Φορολογικές διατάξεις

 

    1.  Μη θιγομένων των διατάξεων του φόρου προστιθέ­μενης αξίας η είσπραξη ποσών εισφοράς προς Κεφάλαιο για την προστασία Συστήματος που συνιστάται και λει­τουργεί κατά τους όρους του Δεύτερου Μέρους του νό­μου αυτού απαλλάσσεται από κάθε φόρο, τέλος ή επιβά­ρυνση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων προσώπων.

 

    2.  Τα κεφάλαια Συστήματος απαλλάσσονται των πά­σης φύσεως φόρων εισοδήματος ή περιουσίας, με απο­κλειστική εξαίρεση τους φόρους επί εσόδων η είσπραξη των οποίων γίνεται, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύου­σες φορολογικές διατάξεις, με παρακράτηση στην πηγή κατά την απόδοση τους στο δικαιούχο.

 

    3.  Μη θιγομένων των διατάξεων της φορολογίας εισο­δήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας απαλλάσ­σονται παντός φόρου, τέλους, τέλους χαρτοσήμου και δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων η κτήση παρα­γώγων διαπραγματεύσιμων σε οργανωμένη αγορά, τα κεφαλαιακά κέρδη από συναλλαγές επί των σχετικών παραγώγων, τα έσοδα ή κέρδη από συναλλαγές σε προ­ϊόντα δανειοδοσίας ή δανειοληψίας και πώλησης ή αγο­ράς με σύμφωνο επαναγοράς ή επαναπώλησης επί κινη­τών αξιών, η παροχή ασφαλειών χάριν εξασφάλισης της ομαλής λειτουργίας συστήματος, η μεταβίβαση εννόμων σχέσεων επί των παραγώγων και των σχετικών ασφα­λειών μεταξύ των μελών ή συμμετεχόντων σε σύστημα και κάθε πράξη και συμφωνία παρεπόμενη αυτών.

 

Αρθρο 83

Μεταβατικές διατάξεις για τα συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού συναλλαγών των αγορών αξιών και παραγώγων του Χ.’.

 

    1.  Η εταιρία «Ελληνικά Χρηματιστήρια Α.Ε.» (ΕΧΑΕ), με την ιδιότητα του διαχειριστή του Συστήματος εκκαθά­ρισης και διακανονισμού αξιών και παραγώγων, όπως προβλέπονται στους εν ισχύ κανονισμούς του άρθρου 5 του ν. 3152/2003 (ΦΕΚ 152 Α'), ενεργεί ως διαχειριστής συστήματος κατά την έννοια του παρόντος νόμου.

 

    2.  Η ΕΧΑΕ υποχρεούται να λάβει από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς άδεια λειτουργίας διαχειριστή για τα συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού συναλλαγών επί άυλων αξιών (Σύστημα Αξιών) και επί παραγώγων (Σύστημα Παραγώγων) που διαχειρίζεται, μέσα σε δεκα­οκτώ (18) μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Η ΕΧΑΕ θα διαχειρίζεται ως διαχειριστής του Συ­στήματος Αξιών το υφιστάμενο κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου Επικουρικό Κεφάλαιο του ν. 2471/ 1997 (ΦΕΚ 46 Α'), σύμφωνα με τους όρους του παρό­ντος νόμου και τους όρους του Κανονισμού του σχετι­κού Συστήματος.

 

    3.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια στο Σύ­στημα Αξιών και στο Σύστημα Παραγώγων εγκρίνοντας ταυτόχρονα τον Κανονισμό κάθε συστήματος.

 

    4.  Η ΕΧΑΕ θα συνεχίσει να ασκεί τις δραστηριότητες διαχείρισης του Συστήματος Αυλων Τίτλων, τις οποίες ασκεί υπό την ιδιότητα του διαχειριστή του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών, σύμφωνα με τον κανονισμό που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 105 του ν. 2533/1997 και στα άρθρα 39 και επ. του ν. 2396/1996, με την επιφύλαξη του άρθρου 74 του νόμου αυτού.

 

    5. Η ΕΧΑΕ μπορεί, ύστερα από έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, να μεταβιβάζει τις αρμοδιότητες ανα­φορικά με τη διαχείριση του Συστήματος Αυλων Τίτλων που ασκεί ως διαχειριστής του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών, σύμφωνα με τα άρθρα 39 επ. του ν. 2396/1996 και κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στον εν ισχύ κανονι­σμό της παραγράφου 3 του άρθρου 105 του ν. 2533/ 1997, σε τρίτο πρόσωπο. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί ταυτόχρονα με τη χορήγηση της έγκρισης να θέ­τει ειδικούς όρους για τη μεταβίβαση της διαχείρισης, να ορίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί ο νέος διαχειριστής και να ρυθμίζει κάθε άλλο σχετικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

 

Αρθρο 84

Τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων για την Κεφαλαιαγορά

 

κεφάλαιο β

άλλες διατάξεις

 

    1. Το άρθρο 1 του ν. 3371/2005 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Αρθρο 1

Σκοπός και πεδίο εφαρμογής

 

    1.  Με τα άρθρα 1 έως 10 του νόμου αυτού σκοπείται η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2001/34/ΕΚ (L 184/6.7.2001) του Ευρωπαϊκού Κοινοβου­λίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εισαγωγή κινη­τών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών και τις πληροφορίες επί των αξιών αυτών που πρέπει να δημοσιεύονται.

 

    2.  Στις κινητές αξίες που έχουν εισαχθεί ή αποτελούν αντικείμενο αίτησης εισαγωγής σε οργανωμένη αγορά χρηματιστηρίου που λειτουργεί στην Ελλάδα, εφαρμό­ζονται οι διατάξεις των άρθρων 2 έως 21.

 

    3.  Ως «κινητές αξίες» νοούνται:

(α) οι μετοχές,

(β) οι ομολογίες και οι τίτλοι σταθερού εισοδήματος εν γένει,

(γ) τα ελληνικά πιστοποιητικά και οι τίτλοι παραστατι­κοί μετοχών εν γένει,

(δ) οι τίτλοι παραστατικοί ομολογιών και λοιπών τίτ­λων σταθερού εισοδήματος,

(ε) οι τίτλοι παραστατικοί δικαιωμάτων προς κτήση με­τοχών ή ομολογιών,

(στ) κάθε άλλη αξία, η οποία αποτελεί αντικείμενο δια­πραγμάτευσης και παρέχει δικαίωμα απόκτησης άλλης κινητής αξίας, μέσω εγγραφής ή ανταλλαγής ή παρέχει δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς και

(ζ) κάθε άλλη αξία που ορίζεται ως κινητή αξία με από­φαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

 

    4.  Ως «εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο» ή «εισαγωγή κινητών αξιών σε οργανωμένη αγορά» νοεί­ται η εισαγωγή κινητών αξιών για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά της οποίας διαχειριστής είναι χρη­ματιστήριο.

 

    5. Όπου στο νόμο αυτόν αναφέρεται «δημόσια εγγρα­φή» κινητών αξιών νοείται και η δημόσια προσφορά υφι­στάμενων κινητών αξιών.»

 

    2.(α) Μετά την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του ν. 2225/1994 (ΦΕΚ 121 Α') προστίθεται παράγραφος 1α ως εξής:

 

    «1α. Η άρση του απορρήτου είναι επίσης επιτρεπτή για τη διακρίβωση παραβάσεων των άρθρων 3 έως 7, 29 και 30 του ν. 3340/2005 (ΦΕΚ 112 Α').»

 

    (β) Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του ν. 2225/1994 (ΦΕΚ 121 Α') προστίθεται τελευταίο εδά­φιο ως εξής:

 

    «Στις περιπτώσεις της παραγράφου Ια αυτού του άρ­θρου την άρση μπορεί να ζητήσει και η Επιτροπή Κεφα­λαιαγοράς, με απόφαση της Εκτελεστικής της Επιτρο­πής, η οποία υποβάλλεται στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών ή τον ανακριτή, οι οποίοι την υποβάλλουν στο Συμβούλιο Εφετών.»

 

    (γ) Μετά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994 προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής:

 

    «Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1α του άρθρου 4 τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιούνται επιπλέον κατά τη διοικητική διαδικασία για τη διαπίστωση της παράβασης των άρθρων 3 έως 7, 29 και 30 του ν. 3340/2005 και επι­συνάπτονται στη σχετική δικογραφία κατά τη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.»

 

    3. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 28 του ν. 2843/2000 (ΦΕΚ 219 Α') διαγράφεται η λέξη «καινοτόμες».

 

Αρθρο 85

Καταργούμενες διατάξεις

 

    1.  Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού καταργού­νται:

(α) τα άρθρα 6α, 12 έως 16, 19 έως 23, 26, 27, 30 και 31  του ν. 3632/1928,

(β) τα άρθρα 4, 6, 8, 12, 13, 14 και 17 του α.ν. 2341/ 1940,

(γ) το άρθρο 12 του α.ν. 148/1967 (ΦΕΚ 173 Α'),

(δ) τα άρθρα 1, 3, 4, 4α, 4β, 6 έως 11,13,18, 20, 21, 22, 22α, 24 έως 28, 31, 33α, 36 και 37 του ν. 1806/1988,

(ε) η παράγραφος 1 του άρθρου 61 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α'),

(στ) το άρθρο 2 του ν. 1960/1991 (ΦΕΚ 123 Α'),

(ζ) τα άρθρα 60, 69, 71, 71Α του ν. 1969/1991,

(η) τα άρθρα 1  έως 5 και 7 έως 9, 17 και 29 του ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α'),

(θ) τα άρθρα 1 έως 31 του ν. 2396/1996,

(ι) τα άρθρα 1 έως 14 και 16 έως 32, εκτός από τις δια­τάξεις που παραμένουν σε ισχύ και καταργούνται σύμ­φωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου αυτού και 91 του ν. 2533/1997,

(ια) οι παράγραφοι 2 και 6 του άρθρου 29 του ν. 2579/ 1998 (ΦΕΚ 31 Α'),

(ιβ) τα άρθρα 3, 5, 15 και 16 του ν. 2651/1998 (ΦΕΚ 248 Α-),

(ιγ) το άρθρο 15 παράγραφος 2 του ν. 2733/1999 (ΦΕΚ 155Α·),

(ιδ) τα άρθρα 1, 2, 4 και 7 του ν. 2836/2000 (ΦΕΚ 168 Α-),

(ιε) τα άρθρα 1 έως 4 και 9 του ν. 3152/2003 (ΦΕΚ 152 Α-),

(ιστ) το άρθρο 54 του ν. 3371/2005,

(ιζ) το άρθρο 29 του ν. 3556/2007.

 

    2.  Από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του παρόντος νόμου καταργείται το άρθρο 15 του ν. 2533/1997.

 

    3. Από τη θέση σε ισχύ της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που προβλέ­πεται στην παράγραφο 10 του άρθρου 25 καταργείται η Απόφαση ΥΠΕΘΟ 12263/Β.500/11.4.1997 (ΦΕΚ 340 Β').

 

    4.  Από τη θέση σε ισχύ της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με την οποία εγκρίνεται ο Κανονισμός του Συστήματος Αξιών και σε κάθε περίπτωση δεκαοκτώ (18) μήνες μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού κα­ταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 4 έως 7 του ν. 2471/1997 και οι παράγραφοι 1 έως 3 του άρθρου 5 και το άρθρο 5α του ν. 3152/2003.

 

    5.  Αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 έως 7 του ν. 2471/1997 παύουν να ισχύουν με τη θέση σε ισχύ της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με την οποία εγκρίνεται ο Κανονισμός του Συστήματος Αξιών και, σε κάθε περίπτωση, παύουν να ισχύουν δεκα­οκτώ (18) μήνες μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού.

 

    6.  Από τη θέση σε ισχύ της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με την οποία εγκρίνεται ο Κανονισμός του Συστήματος Παραγώγων και σε κάθε περίπτωση δε­καοκτώ (18) μήνες μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού καταργούνται οι διατάξεις:

(α) των παραγράφων 2 και 20 του άρθρου 1, της παρα­γράφου 2 του άρθρου 10, των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 11, του άρθρου 21, των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 22, της παραγράφου 3 του άρθρου 24, των άρ­θρων 25 έως 30 του ν. 2533/1997 και

(β) των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 5 του ν. 3152/ 2003.

 

Αρθρο 86

 

    1. Υφιστάμενες οφειλές, από οποιαδήποτε αιτία, των Ποδοσφαιρικών Ανωνύμων Εταιρειών (Π.Α.Ε.), των Καλαθοσφαιρικών Ανωνύμων Εταιρειών (Κ.Α.Ε.), των Τμη­μάτων Αμειβομένων Αθλητών (Τ.Α.Α.) ή Αθλητικών Σω­ματείων που έχουν βεβαιωθεί κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ) μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, μπορούν να κατα­βληθούν, απαλλαγμένες από το ογδόντα τοις εκατό των πρόσθετων φόρων, προστίμων και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής σε εκατόν είκοσι (120) μηνιαίες δόσεις. Το συνολικό ποσό κάθε μηνιαίας δόσης δεν μπο­ρεί να είναι μικρότερο των επτακοσίων (700) ευρώ.

 

    2.α. Για τις Π.Α.Ε. η καταβολή των δόσεων εξυπηρετεί­ται με παρακράτηση του ποσού κάθε δόσης από την επι­χορήγηση που καταβάλλεται σε αυτές μέσω του «Οργα­νισμού Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου Α.Ε.» (Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.). Η παρακράτηση της κάθε δόσης ενερ­γείται από την Ο.Π.Α.Π. Α.Ε. βάσει εγγράφου των αρμό­διων Δ.Ο.Υ και αποδίδεται σε αυτές μέχρι την ημερομη­νία λήξης πληρωμής κάθε δόσης. Αν η παρακρατούμενη επιχορήγηση δεν καλύπτει το ποσό της οφειλόμενης δό­σης, η διαφορά καταβάλλεται από την Π.Α.Ε. στην αρμό­δια Δ.Ο.Υ μέχρι την ίδια ημερομηνία. Η επιχορήγηση κα­τά το μέρος που αναλογεί στο ποσό κάθε δόσης, καθώς και η τυχόν επιπλέον διαφορά που καταβάλλεται από τις Π.Α.Ε. για τη συμπλήρωση του ποσού κάθε δόσης είναι ακατάσχετες από τρίτους και υποχρεωτικά εκχωρητέες στο Δημόσιο για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ρύθμι­ση και για ολόκληρο το ποσό αυτής.

β. Για τις Π.Α.Ε., Κ.Α.Ε., Τ.Α.Α. ή Αθλητικά Σωματεία που υπάγονται στη ρύθμιση, η καταβολή των δόσεων εξυπηρετείται επίσης με παρακράτηση του ποσού κάθε δόσης και από άλλες πηγές εσόδων αυτών, όπως για πα­ράδειγμα από πάσης φύσεως συμβάσεις χορηγιών, δια­φημίσεων ή συμβάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 84 του ν. 2725/1999 όπως αυτός ισχύει κ.ά.. Για το σκοπό αυτόν κάθε Π.Α.Ε., Κ.Α.Ε., Τ.Α.Α. ή Αθλητικό Σωματείο κατά την κατάθεση της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμι­ση της παραγράφου 3 του παρόντος συνυποβάλλει υπο­χρεωτικά στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. αντίγραφα όλων των ως άνω συμβάσεων που αυτή έχει συνάψει έως την ημερο­μηνία αυτή. Περαιτέρω υποχρεούται κατά τη διάρκεια του χρόνου ισχύος της ρύθμισης, όπως εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών καταθέτει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. αντί­γραφα όλων των συμβάσεων που τυχόν θα συνάψει.

Η παράλειψη υποβολής από Π.Α.Ε., Κ.Α.Ε., Τ.Α.Α. ή Αθλητικό Σωματείο των εγγράφων που αναφέρονται στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων εδαφίων συνε­πάγεται την επιβολή σε βάρος τους της ποινής του προ­στίμου για κάθε παράβαση ύψους κατ' ελάχιστον εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Το πρόστιμο επιβάλλεται και εισπράττεται από το όργανο και κατά τη διαδικασία, που προβλέπονται από το άρθρο 77Α παράγραφος 6 του ν. 2725/1999, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 24 του ν. 3057/2002.

Η παρακράτηση κάθε δόσης ενεργείται από κάθε συμ­βαλλόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο με Π.Α.Ε., Κ.Α.Ε., Τ.Α.Α. ή Αθλητικό Σωματείο που έχει υπαχθεί στη ρύθμι­ση βάσει εγγράφου των αρμόδιων Δ.Ο.Υ και αποδίδεται σε αυτές μέχρι την ημερομηνία λήξης κάθε δόσης. Αν το παρακρατούμενο ποσό δεν καλύπτει το ποσό της οφει­λόμενης δόσης, η διαφορά καταβάλλεται από την Π.Α.Ε., Κ.Α.Ε., Τ.Α.Α. ή Αθλητικό Σωματείο στην αρμόδια Δ.Ο.Υ μέχρι την ίδια ημερομηνία. Η μέριμνα για τη διαπί­στωση της πληρωμής των δόσεων από όλους τους φο­ρείς που παραπάνω αναφέρονται ανήκει στις Π.Α.Ε., Κ.Α.Ε., Τ.Α.Α. και Αθλητικά Σωματεία. Τα ως άνω έσοδα των Π.Α.Ε., Κ.Α.Ε., Τ.Α.Α. ή Αθλητικών Σωματείων από συμβάσεις χορηγιών, διαφημίσεων κ.ά. κατά το μέρος που αναλογούν στο ποσό κάθε δόσης της ρύθμισης, εί­ναι ακατάσχετα από τρίτους και υποχρεωτικά εκχωρη­τέα στο Δημόσιο για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ρύθμιση και για ολόκληρο το ποσό αυτής.

 

    3. Για την υπαγωγή στη ρύθμιση αυτή απαιτείται αίτη­ση του Προέδρου της ενδιαφερόμενης Π.Α.Ε., Κ.Α.Ε., Τ.Α.Α. ή Αθλητικού Σωματείου στην αρμόδια Δ.Ο.Υ μέσα σε δύο (2) μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού και καταβολή της πρώτης δόσης, μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα που λήγει η προθεσμία για την υποβολή αίτησης. Η δεύ­τερη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από την ημερομηνία λήξης καταβολής της πρώτης δόσης και οι επόμενες δόσεις την τελευταία εργάσιμη ημέρα των αντίστοιχων μηνών, χωρίς ιδιαίτερη ειδοποίηση των οφειλετών. Η οφειλή δεν επιβαρύνεται με περαιτέρω προσαυξήσεις εκπρόθε­σμης καταβολής. Η μη καταβολή δύο (2) συνεχόμενων δόσεων της ρύθμισης ή η μη ενημερότητα του οφειλέτη για διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών, για χρέη που βεβαιώνονται από τη δημοσίευση του παρόντος και μετά, έχει ως συνέπεια: α) την απώλεια των ευεργετημά­των της ρύθμισης και β) την καταβολή του υπολοίπου της οφειλής, σύμφωνα με τα στοιχεία της βεβαίωσης της.

Σε περίπτωση εξόφλησης ολόκληρης της οφειλής μέ­χρι την ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσης, παρέ­χεται ολική απαλλαγή από τους πρόσθετους φόρους, πρόστιμα και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Για τις Π.Α.Ε., Κ.Α.Ε., Τ.Α.Α. και Αθλητικά Σωματεία που καταβάλλουν εμπρόθεσμα τις δόσεις αυτές δεν διενερ­γείται συμψηφισμός ή παρακράτηση ποσοστού πέραν του πενήντα τοις εκατό τυχόν άλλων απαιτήσεων τους κατά του Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 83 του Κ.Ε.Δ.Ε..

 

    4.  Στη ρύθμιση της παραγράφου 1 και με τον ίδιο τρό­πο καταβολής, μπορεί να υπάγονται και τα χρέη προς το Δημόσιο της παραπάνω κατηγορίας οφειλετών που θα βεβαιώνονται μετά από φορολογικούς ελέγχους ή απο­φάσεις διοικητικών δικαστηρίων και θα αφορούν υπο­χρεώσεις φορολογικών περιόδων μέχρι και 30.6.2007. Για την υπαγωγή των χρεών αυτών στη ρύθμιση του πα­ρόντος νόμου απαιτείται αίτηση του Προέδρου της εν­διαφερόμενης Π.Α.Ε., Κ.Α.Ε., Τ.Α.Α. ή Αθλητικού Σωμα­τείου στην αρμόδια Δ.Ο.Υ, μέσα σε ένα μήνα από τη βε­βαίωση των οφειλών αυτών. Μετά την υπαγωγή και των χρεών αυτών αναπροσαρμόζονται τα ποσά των δόσεων που είχαν καθοριστεί αρχικά και καταβάλλεται υποχρεω­τικά το σύνολο της διαφοράς, που προκύπτει και αφορά τις ληξιπρόθεσμες δόσεις μέχρι την ημερομηνία καταβο­λής της δόσης που ακολουθεί την αναπροσαρμογή.

 

    5.  Ειδικά για τις υποχρεώσεις των προαναφερόμενων οφειλετών που έχουν γεννηθεί μέχρι την τελευταία ερ­γάσιμη ημέρα του μήνα δημοσίευσης του νόμου αυτού και δεν έχουν βεβαιωθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ, για να υπαχθούν στην παρούσα ρύθμιση πρέπει να υποβληθούν οι αντίστοιχες για κάθε φορολογία δηλώσεις και να κα­ταβληθούν, εφάπαξ με την υποβολή των δηλώσεων αυ­τών, τα ποσά που προκύπτουν από αυτές, χωρίς πρόσθε­τους φόρους, πρόστιμα και προσαυξήσεις μέσα σε προ­θεσμία δύο (2) μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου.

 

    6. Στη ρύθμιση αυτή μπορούν να υπαχθούν και οφειλέ­τες της ίδιας κατηγορίας που είχαν υπαχθεί στη ρύθμιση των διατάξεων του άρθρου 19 του ν. 3262/2004 (ΦΕΚ 173 Α') είτε την απώλεσαν είτε όχι, ακολουθώντας την ίδια διαδικασία υπαγωγής και τους όρους και προϋποθέ­σεις της παρούσας. Τυχόν καταβληθέντα ποσά, που αφορούν προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, δεν επιστρέφονται ούτε συμψηφίζονται.

 

    7.   Με την τήρηση της ανωτέρω ρύθμισης:

α) Χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας των χρεών προς το Δημόσιο μηνιαίας διάρκειας, εφόσον συντρέ­χουν οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 26 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α').

β) Δεν λαμβάνονται σε βάρος τους ή σε βάρος των συνυπόχρεων προσώπων τα προβλεπόμενα μέτρα κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α'), του άρθρου 22 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α'), όπως αυ­τά ισχύουν σήμερα, και των άρθρων 231 έως 243 του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α'), αναστέλλονται δε τα τυχόν λη­φθέντα ως άνω μέτρα.

γ) Αναστέλλεται η συνέχιση της διαδικασίας αναγκα­στικής εκτέλεσης των κινητών ή ακινήτων, με την προϋ­πόθεση ότι η εκτέλεση αφορά μόνο χρέη που ρυθμίζο­νται με τις διατάξεις αυτού του άρθρου. Η αναστολή αυ­τή δεν ισχύει για κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή έχουν εκδοθεί οι σχετικές παραγγελίες, τα αποδιδόμενα όμως ποσά από αυτές λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων της ρύθμισης, εφό­σον δεν πιστώνονται σε άλλες οφειλές που δεν έχουν ρυθμιστεί.

Αν ο οφειλέτης απωλέσει το ευεργέτημα της ρύθμι­σης, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται.

 

    8.  Απαγορεύεται η διενέργεια μεταγραφών σε Ποδο­σφαιρική ή Καλαθοσφαιρική Ανώνυμη Εταιρεία (Π.Α.Ε. ή Κ.Α.Ε.), Τ.Α.Α. ή Αθλητικό Σωματείο που για οποιονδή­ποτε λόγο απωλέσει το ευεργέτημα της ρύθμισης των προηγούμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου.

Σε Αθλητικές Ανώνυμες Εταιρείες, Τ.Α.Α. ή Αθλητικά Σωματεία που παραβιάζουν την απαγόρευση του προη­γούμενου εδαφίου επιβάλλεται, για κάθε παράβαση, η ποινή του προστίμου ύψους κατ' ελάχιστον εκατό χιλιά­δων (100.000) ευρώ. Το πρόστιμο επιβάλλεται και ει­σπράττεται από το όργανο και κατά τη διαδικασία, που προβλέπονται από το άρθρο 77Α παράγραφος 6 του ν. 2725/1999, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 24 του ν. 3057/2002.

Η ανωτέρω ποινή επιβάλλεται επίσης και για όσες Α.Α.Ε., Τ.Α.Α. ή Αθλητικά Σωματεία έχουν υπαχθεί στη ρύθμιση του άρθρου 19 του ν. 3262/2004 και απωλέσουν για οποιονδήποτε λόγο το ευεργέτημα αυτής.

 

    9.  Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 77Α του ν. 2725/1999, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 24 του ν. 3057/2002, προστίθεται τελευταίο εδάφιο, που έχει ως εξής:

 

    «Σε Α.Α.Ε. που καθ' οιονδήποτε τρόπο συμμετέχουν σε επαγγελματικά πρωταθλήματα χωρίς να έχουν λάβει το πιστοποιητικό της παρούσας παραγράφου απαγορεύ­εται και είναι απολύτως άκυρη η κάθε μεταβίβαση μετο­χών σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο και δεν χορηγείται από την Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού η άδεια της παραγράφου 3 του άρθρου 69 του ν. 2725/1999, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 του ν. 3057/2002.

Στους παραβάτες της απαγόρευσης του προηγούμε­νου εδαφίου επιβάλλονται οι ποινές της παραγράφου 13 του άρθρου 69 του ν. 2725/1999, όπως αυτό ισχύει.»

 

    10.  Οι επαγγελματικές ενώσεις ή σύνδεσμοι και οι αθλητικές ομοσπονδίες, που επικυρώνουν τις κατά πα­ράβαση των δύο προηγούμενων παραγράφων ή της πα­ραγράφου 1 του άρθρου 21 του ν. 3262/2004, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 27 του ν. 3479/2006 (ΦΕΚ 152 Α'), συντελούμενες εγγραφές ή μετεγγραφές ή εκ­δίδουν τα αντίστοιχα δελτία αθλητικής ιδιότητας ή δέχο­νται στις διοργανώσεις τους Α.Α.Ε. που στερούνται του εκδιδόμενου από την Ε.Ε.Α. πιστοποιητικού συμμετοχής τιμωρούνται, για κάθε παράβαση, με το πρόστιμο και κα­τά τη διαδικασία επιβολής και είσπραξης που προβλέπο­νται στο άρθρο 77Α παρ. 6 του ν. 2725/1999 (ΦΕΚ 121 Α'), όπως τούτο προστέθηκε με το άρθρο 24 του ν. 3057/2002 (ΦΕΚ 239 Α'), και με κατ' ελάχιστον πρό­στιμο ύψους εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, επιφυλασ­σομένων των διατάξεων των άρθρων 28 παρ. 2 του ν. 2725/1999 και 29 παρ. 7 του ν. 3479/2006, τα δε μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αυτών, τα οποία λαμβάνουν τις σχετικές αποφάσεις, εκπίπτουν αυτοδικαίως από το αξίωμα τους, τούτου διαπιστουμένου κατά τη διαδικασία του άρθρου 3 παρ. 7 του ν. 2725/1999.

 

    11.  Με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγρα­φο 3 το ευεργέτημα της ρύθμισης απόλυτοι εφόσον η υπόχρεη Α.Α.Ε. ή το Τ.Α.Α. ή το Αθλητικό Σωματείο δεν καταβάλει τους φόρους που κατά τις ισχύουσες διατάξεις οφείλονται από αυτούς, καθώς και τους φόρους που παρακρατούνται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης τους, καθώς επίσης και όταν δεν εκπληρώνει τις υποχρε­ώσεις για καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, καταβολή του προβλεπόμενου στο άρθρο 9 παρ. 1 περ. β' του ν. 423/1976 ποσοστού 15% επί των ακαθάριστων ει­σπράξεων των αγώνων της στα εθνικά στάδια, όπου αυτοί τελούνται, καταβολή του προβλεπόμενου στο άρθρο 41 παρ. 4 του ν. 2725/1999, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3057/2002, ποσοστού 5% επί του αντιτίμου των εισιτηρίων της στα ασφαλιστικά ταμεία του αστυνομικού προσωπικού, καταβολή του προβλεπό­μενου στο άρθρο 71 παρ. 3 περ. β' του ν. 2725/1999 πο­σοστού 10% των καθαρών κατά χρήση εισπράξεων της εταιρείας από αγώνες, καθώς και για καταβολή του προ­βλεπόμενου στο άρθρο 33 παρ. 1 του ν. 2800/2000 (ΦΕΚ 247 Α') ποσοστού 10% επί των εσόδων τους από τα τη­λεοπτικά δικαιώματα για τη μετάδοση των αγώνων τους στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Ο έλεγχος για την εκ­πλήρωση των παραπάνω υποχρεώσεων γίνεται ανά δί­μηνο από την Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού, η οποία συντάσσει σχετική έκθεση περί της απώλειας του ευεργετήματος της ρύθμισης για τους λόγους αυτούς και τη διαβιβάζει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.

 

    12. Η απώλεια του ευεργετήματος της ρύθμισης για τους λόγους της προηγούμενης παραγράφου αποτελεί λόγο έκπτωσης από το αξίωμα τους των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 118Α παρ. 4 του ν. 2725/1999, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 20 του ν. 3479/2006, η οποία διαπιστώνεται με τη διαδικασία του άρθρου 3 παρ. 7 του ν. 2725/1999.

 

    13.α. Οι απαιτήσεις των επαγγελματιών ποδοσφαιρι­στών (Ελλήνων και αλλοδαπών) κατά της Π.Α.Ε. ΑΡΗΣ που έχει υπαχθεί στο άρθρο 44 του ν. 1892/1990, όπως ισχύει, οι οποίοι δεν συμφώνησαν στην υπαγωγή αυτή και των οποίων οι απαιτήσεις έχουν επιδικαστεί είτε με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις είτε με τελεσίδικες αποφάσεις των επιτροπών επίλυσης οικονομικών διαφο­ρών της Ε.Π.Ο. ή της πρώην Ε.Π.Α.Ε. του άρθρου 95 του ν. 2725/1999, όπως ισχύει, καθώς και οι απαιτήσεις των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών (Ελλήνων και αλλοδα­πών) της Π.Α.Ε. ΠΑΣ ΓΙΑΝΝΙΝΑ, η οποία λύθηκε και τέ­θηκε σε εκκαθάριση, και οι οποίες προκύπτουν κατά τα ανωτέρω, θα ικανοποιηθούν οι μεν απαιτήσεις των ποδο­σφαιριστών της Π.Α.Ε. ΑΡΗΣ μέχρι του χρηματικού πο­σού των τεσσάρων εκατομμυρίων εκατόν εβδομήντα επτά χιλιάδων (4.177.000) ευρώ, οι δε απαιτήσεις των ποδοσφαιριστών της Π.Α.Ε. ΠΑΣ ΓΙΑΝΝΙΝΑ μέχρι του χρηματικού ποσού των εξακοσίων εξήντα τεσσάρων χι­λιάδων εκατόν πενήντα τριών (664.153) ευρώ από τον Κρατικό Προϋπολογισμό μέσω του Πανελληνίου Συνδέ­σμου Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών (Π.Σ.Α.Π.).

β. Η καταβολή από τον Π.Σ.Α.Π. προς τους ποδοσφαι­ριστές της προηγούμενης περίπτωσης θα είναι αναλογι­κή με βάση τις επιδικασθείσες απαιτήσεις τους και θα πραγματοποιηθεί σε τέσσερις (4) ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις.

γ. Ο τρόπος και ο χρόνος εκταμίευσης των ποσών αυ­τών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό προς τον Π.Σ.Α.Π., τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, καθώς και κάθε ανα­γκαία λεπτομέρεια, ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουρ­γού Οικονομίας και Οικονομικών και του αρμόδιου για θέματα αθλητισμού Υφυπουργού.

 

    14. Στους δώδεκα (12) καλαθοσφαιριστές, που συμμετείχαν στην αποστολή της Εθνικής Ομάδας Καλαθο­σφαίρισης, η οποία κατέκτησε τη δεύτερη θέση του Πα­γκοσμίου Πρωταθλήματος Καλαθοσφαίρισης Ανδρών 2006, καταβάλλεται εφάπαξ και ισομερώς και κατά πα­ρέκκλιση των άρθρων 31 και 34 του ν. 2725/1999, όπως αυτά ισχύουν, το συνολικό ποσό των δύο εκατομμυρίων ογδόντα οκτώ χιλιάδων (2.088.000) ευρώ. Στον προπο­νητή και στο βοηθό προπονητή καταβάλλεται, αντίστοι­χα, ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) και πενήντα τοις εκατό (50%) από το ποσό επιβράβευσης, που αντιστοιχεί σε κάθε καλαθοσφαιριστή.

Στους δύο βοηθούς προπονητή, στο γυμναστή, στον ιατρό, στους δύο φυσιοθεραπευτές και στο φροντιστή, καταβάλλεται επίσης συνολικά το πενήντα τοις εκατό (50%) από το ποσό επιβράβευσης, που αντιστοιχεί σε κάθε καλαθοσφαιριστή.

Για την ως άνω αιτία ουδεμία άλλη οικονομική παροχή καταβάλλεται από το Δημόσιο.

Η σχετική δαπάνη βαρύνει τον τακτικό προϋπολογισμό της Γ.Γ.Α. και καταβάλλεται με τακτικά χρηματικά εντάλ­ματα, που ελέγχονται από την Υπηρεσία Δημοσιονομι­κού Ελέγχου του Υπουργείου Πολιτισμού.

 

Αρθρο 87

 

    1.  Η Γενική Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) και η θέση του προϊσταμένου αυτής καταργούνται.

Στο υπηρεσιακό - πειθαρχικό συμβούλιο του άρθρου 54 του ν. 3086/2002 (ΦΕΚ 324 Α') στη θέση του Γενικού Διευθυντή μετέχει στο εξής ο Προϊστάμενος Διεύθυν­σης του διοικητικού προσωπικού του Ν.Σ.Κ. που έχει ασκήσει περισσότερο χρόνο καθήκοντα Προϊσταμένου.

Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκη­σης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών, συνιστάται μία (1) νέα Διεύθυνση και αναδιαρθρώνονται οι ήδη υφιστάμενες. Με το ίδιο διάταγμα καθορίζονται οι αρμοδιότητες της νέας Διεύθυνσης, ο κλάδος από τον οποίο δύναται να προέρχεται ο Προϊστάμενος αυτής, ανακαθορίζονται οι αρμοδιότητες των υφιστάμενων Διευ­θύνσεων και ρυθμίζεται κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέ­ρεια.

 

    2.  Το προσωπικό, που υπηρετούσε στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών κατά τη δημοσίευση του ν. 2324/1995 και εξακολουθεί να υπηρετεί σε αυτό κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, μεταφέρεται στο Υπουργείο Οικο­νομίας και Οικονομικών εντός έξι (6) μηνών από τη δη­μοσίευση του παρόντος νόμου με πράξη που εκδίδει ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών.

Σε περίπτωση που στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικο­νομικών δεν υφίστανται επαρκείς θέσεις για τη μεταφο­ρά του ανωτέρω προσωπικού, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης καθορίζονται άλλοι φορείς του Δημοσίου στους οποίους θα με­ταφερθεί το προσωπικό και κάθε άλλη αναγκαία λεπτο­μέρεια για τη διαδικασία της μεταφοράς.

Από τη μεταφορά που συντελείται σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια δεν θίγονται δικαιώματα του προ­σωπικού που σχετίζονται με τη συμμετοχή του στο τα­μείο αλληλοβοηθείας του προσωπικού του Χ.Α. και ανα­φέρονται στο χρόνο που υπηρετούσαν στο Χ.Α., τυχόν δε αξιώσεις παροχών των υπαλλήλων εκ του ανωτέρω ταμείου παραμένουν ισχυρές και μετά τη μεταφορά τους στο Δημόσιο.

 

    3.  Η παράγραφος 15 του άρθρου 35 του ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «15. Στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λειτουργεί πεντα­μελές Υπηρεσιακό Συμβούλιο για την εν γένει κρίση του προσωπικού της που απασχολείται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Το Υπηρεσιακό Συμβούλιο συγκροτεί­ται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτρο­πής Κεφαλαιαγοράς και αποτελείται από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου ή τον αναπληρωτή του, από τον Γενικό Διευθυντή και από τρία τακτικά μέλη, εκ των οποίων ένα προέρχεται από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και δύο είναι αιρετοί εκπρόσωποι του μη αποσπασμένου προσωπικού της Επιτροπής Κεφαλαιαγο­ράς, που υπηρετεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι ισχύουσες για τα υπηρε­σιακά συμβούλια διατάξεις.»

 

    4.  Πέραν των προβλεπόμενων θέσεων προσωπικού, συνιστώνται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς: (α) είκοσι πέντε (25) επιπλέον θέσεις ειδικού επιστημονικού προ­σωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και δικη­γόρων που κατανέμονται ως εξής: (αα) πέντε (5) θέσεις οικονομολόγων, (ββ) τέσσερις (4) θέσεις ειδικού επιστη­μονικού προσωπικού με ειδίκευση στην πληροφορική, (γγ) οκτώ (8) θέσεις ελεγκτών, (δδ) πέντε (5) θέσεις νο­μικών, (εε) τρεις (3) θέσεις δικηγόρων, καθώς και (β) εί­κοσι μία (21) επιπλέον θέσεις μόνιμων υπαλλήλων που κατανέμονται ως εξής: (αα) έντεκα (11) θέσεις του κλά­δου Π Ε Διοικητικού - Οικονομικού, (ββ) πέντε (5) θέσεις του κλάδου ΤΕ Διοικητικού - Λογιστικού, (γγ) πέντε (5) θέσεις του κλάδου ΔΕ Διοικητικών - Γραμματέων.

 

    5. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 35 του ν. 2324/1995, όπως αντικαταστάθηκε από την πα­ράγραφο 6 του άρθρου 103 του ν. 2533/1997, αντικαθί­σταται ως εξής:

 

    «Η αμοιβή κάθε μέλους δεν δύναται σε καμία περίπτω­ση να υπερβαίνει σε μηνιαία βάση το ήμισυ των ακαθάρι­στων μηνιαίων αποδοχών που ισχύουν κάθε φορά για τους ειδικούς συμβούλους της Επιτροπής Κεφαλαιαγο­ράς.»

 

    6.  Η περίπτωση γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του ν. 3152/2003 (ΦΕΚ 152 Α') αντικαθίσταται ως ακο­λούθως:

 

    «(γ) Οι νέες θέσεις πτυχιούχων νομικής, καθώς και οι ήδη υφιστάμενες στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θέσεις νομικών, οι οποίες μετονομάζονται σε «θέσεις πτυχιού­χων νομικής» του ειδικού επιστημονικού προσωπικού, δεν είναι ασυμβίβαστες προς το λειτούργημα του δικη­γόρου αλλά αναστέλλουν την άσκηση του. Από την ανα­στολή αυτή δεν θίγονται τα ασφαλιστικά δικαιώματα των δικηγόρων. Δικηγόροι, οι οποίοι παραιτήθηκαν της δικη­γορικής ιδιότητας και απασχολούνται σε θέσεις πτυχιού­χων νομικής της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, δύνανται να επανεγγραφούν στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, ζη­τώντας ταυτοχρόνως την υπαγωγή τους σε καθεστώς αναστολής ασκήσεως του δικηγορικού λειτουργήμα­τος.»

 

Αρθρο 88

 

    1. Τα ποσά των περιπτώσεων α', β' και γ' της παρ. 8 του άρθρου 8 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α') αναπρο­σαρμόζονται, από 1.8.2007, ως εξής:

α. Εκατόν είκοσι (120) ευρώ

β. Εκατόν τέσσερα (104) ευρώ

γ. Εβδομήντα τέσσερα (74) ευρώ.

 

    2. Το επίδομα της παρ. 4 περ. γ' του άρθρου 8 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α') χορηγείται, από 1.8.2007, και στους υπαλλήλους του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. που υπηρετούν στο Νομό Πέλλας, με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις χορήγησης του ανωτέρω επιδόματος.

 

Αρθρο 89

 

    1.  Η εκκαθάριση της «Οργανωτικής Επιτροπής Ολυ­μπιακών Αγώνων (Ο.Ε.Ο.Α.) - ΑΘΗΝΑ 2004 Α.Ε.» λήγει την 31 η Ιουλίου 2007.

 

    2.  Τα υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία του ενεργητι­κού και του πραγματικού παθητικού, κατά την ημερομη­νία λήξης της εκκαθάρισης της «Ο.Ε.Ο.Α. - ΑΘΗΝΑ 2004 Α.Ε.», μεταβιβάζονται και εμφανίζονται με τους ίδιους λογαριασμούς και με τα ίδια υπόλοιπα στα βιβλία της «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.». Η «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗ­ΤΑ Α.Ε.» αναλαμβάνει την είσπραξη των πάσης φύσεως απαιτήσεων και την εξόφληση των υποχρεώσεων από οποιαδήποτε αιτία και αν προέρχονται, οι δε εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται από αυτήν σε οποιοδήποτε δικαστή­ριο και οποιουδήποτε βαθμού, καθ' υποκατάσταση της στη θέση της «Ο.Ε.Ο.Α. - ΑΘΗΝΑ 2004 Α.Ε.».

 

    3.  Εντός πέντε (5) ημερών από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως θα συγκληθεί η γενική συνέλευση των μετόχων της «Ο.Ε.Ο.Α.- ΑΘΗΝΑ 2004 Α.Ε.» με θέματα ημερήσιας διά­ταξης την έγκριση του ισολογισμού και των οικονομικών καταστάσεων από της ενάρξεως μέχρι της λήξεως της εκκαθαρίσεως της και την απαλλαγή των εκκαθαριστών από πάσης ευθύνης.

 

    4.  Τα μέλη της Τριμελούς Ελεγκτικής Επιτροπής, που υπηρετούν κατά τη λήξη της εκκαθάρισης της Εταιρείας, θα συνεχίσουν το διενεργούμενο από αυτούς έλεγχο που αφορά την περίοδο της εκκαθάρισης της Εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 12 του ν. 2598/1998, όπως ισχύει, ο οποίος θα πρέπει να έχει ολο­κληρωθεί μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2007. Τα μέλη της Τρι­μελούς Ελεγκτικής Επιτροπής θα εξακολουθήσουν να λαμβάνουν την αυτή αμοιβή, η οποία από 1ης Αυγού­στου 2007 μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2007 θα βαρύνει τον προϋπολογισμό της «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.».

 

    5.  Τα αποτελέσματα του φορολογικού ελέγχου της περιόδου από της ενάρξεως μέχρι της λήξεως της εκκα­θάρισης κοινοποιούνται στην «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.». Οι διαφορές του φορολογικού ελέγχου καταβάλ­λονται από την «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.».

 

Αρθρο 90

Έναρξη ισχύος

 

    Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει την 1.11.2007, εκτός των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 84 και της παραγράφου 2 του άρθρου 85, των οποίων η ισχύς αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερ­νήσεως.