ΝΟΜΟΣ 3522/2006 - ΦΕΚ 276/Α'/22.12.2006

Μεταβολές στη φορολογία εισοδήματος, απλουστεύσεις στον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και άλλες διατάξεις.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

 

Αρθρο 1

 

Φορολογική κλίμακα - Μειώσεις φόρου

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΚΑΙ Φ.Π.Α.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'

ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

 

    1. Η κλίμακα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως αυτός κυρώθηκε με το ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:

 

«(α) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ

 

Κλιμάκιο                                                       Φορολ.          Φόρος                    Σύνολο

Εισοδήματος                    συντελεστής            Κλιμακίου       Εισοδήματος             Φόρου

(ευρώ)                                     %                 (ευρώ)           (ευρώ)                    (ευρώ)

12.000                                     0                  0                  12.000                    0

18.000                                     25                4.500            30.000                    4.500

45.000                                     35                15.750           75.000                    20.250

άνω 75.000                               40                         

 

(β) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ

Κλιμάκιο                                                       Φορολ.          Φόρος                    Σύνολο

Εισοδήματος                    συντελεστής            Κλιμακίου       Εισοδήματος             Φόρου

(ευρώ)                                     %                 (ευρώ)           (ευρώ                     (ευρώ)

10.500                                     0                  0                  10.500                    0

1.500                                       15                225              12.000                    225

18.000                                     25                4.500            30.000                    4.725

45.000                                     35                15.750          75.000                    20.475

άνω 75.000                               40

 

    2. Η κλίμακα της παραγράφου 1 ισχύει από 1.1.2009 για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την ημερομηνία αυτή και μετά.

 

    3. Ειδικά, για τα εισοδήματα που αποκτώνται τα έτη 2007 και 2008 ισχύουν οι ακόλουθες κλίμακες:

 

«(α) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ 2007

Κλιμάκιο                                                       Φορολ.           Φόρος                   Σύνολο

Εισοδήματος                    συντελεστής            Κλιμακίου       Εισοδήματος             Φόρου

(ευρώ)                                     %                 (ευρώ)          (ευρώ)                    (ευρώ)

12.000                                     0                  0                  12.000                    0

18.000                                     29                5.220            30.000                    5220

45.000                                     39                17.550          75.000                    22.770

άνω 75.000                               40                         

 

(β) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ 2007

Κλιμάκιο                                                       Φορολ.           Φόρος                   Σύνολο

Εισοδήματος                    συντελεστής            Κλιμακίου       Εισοδήματος             Φόρου

(ευρώ)                                     %                 (ευρώ)          (ευρώ)                    (ευρώ)

10.500                                     0                  0                  10.500                    0

1.500                                       15                225              12.000                    225

18.000                                     29                5.220            30.000                    5.445

45.000                                     39                17.550          75.000                    22.995

άνω 75.000                               40                         

 

(α) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ 2008

Κλιμάκιο                                                       Φορολ.          Φόρος                    Σύνολο

Εισοδήματος                    συντελεστής            Κλιμακίου       Εισοδήματος             Φόρου

(ευρώ)                                     %                 (ευρώ)          (ευρώ)                    (ευρώ)

12.000                                     0                  0                  12.000                    0

18.000                                     27                4.860            30.000                    4.860

45.000                                     37                16.650          75.000                    21.510

άνω 75.000                               40                         

 

(β) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ 2008

 

Κλιμάκιο                                                       Φορολ.          Φόρος                    Σύνολο

Εισοδήματος                    συντελεστής            Κλιμακίου       Εισοδήματος             Φόρου

(ευρώ)                                     %                 (ευρώ)          (ευρώ)                    (ευρώ)

10.500                                     0                  0                  10.500                    0

1.500                                       15                225              12.000                    225

18.000                                     27                4.860            30.000                    5.085

45.000                                     37                16.650          75.000                    21.735

άνω 75.000                               40                         

 

    4. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται και προστίθενται νέα τρίτο και τέταρτο εδάφια, ως εξής:

 

    «Η κλίμακα (α) εφαρμόζεται με την προϋπόθεση ότι το εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες υπερβαίνει το ποσοστό του πενήντα τοις εκατό (50%) του συνολικού δηλούμενου εισοδήματος που φορολογείται με τις γενικές διατάξεις. Κατ' εξαίρεση για τους συνταξιούχους που, εκτός από τη σύνταξη τους, δηλώνουν εισόδημα και από ακίνητα και από γεωργικές επιχειρήσεις, δεν έχει εφαρμογή η προϋπόθεση του προηγούμενου εδαφίου. Όταν ο συνταξιούχος δηλώνει εισόδημα και από άλλες πηγές, έχει εφαρμογή η προϋπόθεση του δευτέρου εδαφίου.»

 

    5. Στην περίπτωση ε' της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται δεύτερο εδάφιο, ως εξής:

 

    «Στην περίπτωση συζύγων αρκεί ο ένας από αυτούς να έχει τις ανωτέρω προϋποθέσεις.»

 

    6. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης β' της παρα­γράφου 3 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Το ποσό της κάθε δαπάνης της περίπτωσης αυτής επί της οποίας υπολογίζεται η μείωση, δεν μπορεί να υπερβεί ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του αφορολό­γητου ποσού του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας (α) που ισχύει για μισθωτό χωρίς τέκνα.»

 

    7. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Ο φόρος στις αμοιβές που αποκτούν οι αξιωματικοί και το κατώτερο πλήρωμα του εμπορικού ναυτικού από την παροχή υπηρεσιών σε εμπορικά πλοία, υπολογίζεται με αναλογικό συντελεστή τρία τοις εκατό (3%) για τους αξιωματικούς και ένα τοις εκατό (1%) για το κατώτερο πλήρωμα στις αμοιβές που αποκτώνται από το ημερο­λογιακό έτος 2007 και επόμενα.»

 

    8. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Αν το συνολικό ποσό της οφειλής, η οποία προκύπτει με βάση την αρχική δήλωση του υπόχρεου, είναι μέχρι το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για τον ίδιο και για τη σύζυγο του αθροιστικά λαμβανόμενο, τούτο θα καταβληθεί μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μεθεπόμενου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου.»

 

    9. Τα τρία τελευταία εδάφια της παραγράφου 9 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται και στο τέλος της παραγράφου αυτής προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:

 

    «Όταν η δήλωση υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου, παρέχεται έκπτωση ενάμισι τοις εκατό (1,5%) στο συνολικό ποσό της οφειλής και μέχρι του ποσού των εκατόν δεκαοκτώ (118) ευρώ, ανεξάρτητα από τον αριθμό των δόσεων.»

 

   

Αρθρο 2

Εκπτώσεις δαπανών από το εισόδημα

 

    1. Το ποσό των χιλίων εννιακοσίων (1.900) ευρώ που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. αυξάνεται σε δύο χιλιάδες τετρακόσια (2.400) ευρώ.

 

    2.  Η περίπτωση ζ' της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «ζ. Ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της δαπάνης για:

αα) Την αλλαγή εγκατάστασης κεντρικού κλιματισμού χρήσης καυσίμου από πετρέλαιο σε φυσικό αέριο ή για νέα εγκατάσταση φυσικού αερίου.

ββ) Την αντικατάσταση του λέβητα πετρελαίου για την εγκατάσταση τηλεθέρμανσης ή για νέα εγκατάσταση τηλεθέρμανσης.

γγ) Την αγορά ηλιακών συλλεκτών και για την εγκα­τάσταση κεντρικού κλιματισμού με χρήση ηλιακής ενέρ­γειας.

δδ) Την αγορά αποκεντρωμένων συστημάτων παρα­γωγής ηλεκτρικής ενέργειας που βασίζονται σε Ανανε­ώσιμες Πηγές Ενέργειας (φωτοβολταϊκά, μικρές ανεμο­γεννήτριες) και συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και ψύξης -θέρμανσης με χρήση φυσικού αερίου ή ανανεώσιμων πηγών.

εε) Τη θερμομόνωση σε υφιστάμενα κτίρια.

Το ποσό της δαπάνης της περίπτωσης αυτής που αφαιρείται δεν μπορεί να υπερβεί τα επτακόσια (700) ευρώ.»

 

    3. Το πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης στ' της παρα­γράφου 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Με τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις η έκπτωση αυτή παρέχεται και επί αγοράς μεριδίων μετοχικών και μει­κτών αμοιβαίων κεφαλαίων εσωτερικού που είναι συν­δεδεμένα με ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής, καθώς και αυτά που είναι συνδεδεμένα με ασφαλιστήρια συμβό­λαια ζωής μέσω εσωτερικού μεταβλητού κεφαλαίου.»

 

   

Αρθρο 3

Φορολογία ακινήτων

 

    1.Η περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 21 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «α) Από βιομηχανοστάσια που ιδιοχρησιμοποιούνται, μαζί με τα παραρτήματα τους και τα εξαρτήματα, καθώς και με τις αποθήκες και τα οικόπεδα που είναι συνεχό­μενα με αυτά και χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση πρώτων υλών και για την πρώτη εναπόθεση των βιοτε­χνικών και βιομηχανικών προϊόντων.

Ως βιομηχανοστάσια θεωρούνται τα οικοδομήματα που έχουν ειδικά ανεγερθεί για τη λειτουργία βιοτεχνίας και βιομηχανίας, στα οποία έχουν μόνιμα προσαρμοστεί μηχανικές εγκαταστάσεις, καθώς και τα οικοδομήματα επεξεργασίας και συντήρησης καπνών σε φύλλα ή άλ­λων εξαγώγιμων γεωργικών προϊόντων.»

 

    2. Η περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «α) Ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) για αποσβέσεις σε οικοδομές οι οποίες χρησιμοποιούνται ως κατοικίες, οικοτροφεία, σχολεία, φροντιστήρια, αίθουσες κινημα­τογράφων ή θεάτρων, ξενοδοχεία, νοσοκομεία ή κλινι­κές και ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) για οικοδομές οι οποίες χρησιμοποιούνται για άλλες χρήσεις.

Επίσης, εκπίπτει ποσοστό μέχρι σαράντα τοις εκατό (40%) για ασφάλιστρα κατά του κινδύνου πυρκαγιάς ή άλλων κινδύνων, για έξοδα επισκευής και συντήρησης, για δικαστικές δαπάνες, καθώς και για αμοιβή δικηγόρου για δίκες σε διαφορές απόδοσης μισθίου ή καθορισμού μισθώματος για όλες γενικά τις οικοδομές.

Όταν πρόκειται για εισόδημα που προκύπτει σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 21, όλα τα παραπάνω ποσοστά περιορίζο­νται σε τρία τοις εκατό (3%) συνολικώς.

Αν οι δαπάνες που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια αφορούν κοινόχρηστους χώρους του ακινήτου, επιμερίζονται αναλόγως στους συνιδιοκτήτες του.

Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικο­νομικών, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την αναγνώριση του δικαιώματος δι­ενέργειας των εκπτώσεων, των δαπανών που ορίζονται στην περίπτωση αυτή, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέ­ρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή αυτού του άρθρου.»

 

    3.  Η παράγραφος 21 του άρθρου 5 του ν. 2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α') καταργείται.

 

    4. Το τέλος χαρτοσήμου, που επιβάλλεται στα μισθώ­ματα από εκμίσθωση κατοικιών γενικά που αποκτώνται από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007 περιορίζεται στο ενάμισι τοις εκατό (1,50%) και από 1ης Ιανουαρίου 2008 και μετά καταργείται.

 

   

Αρθρο 4

Φορολογία επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών

 

    1. Τα ποσά του φόρου που προβλέπονται στις παρα­γράφους 1 και 2 του άρθρου 10 του ν.2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α') επιβάλλονται για μεταβιβάσεις που πραγματοποι­ούνται μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2008.

 

    2.  Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α' της πα­ραγράφου 5 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής εφαρμόζονται για τις χρήσεις 2005, 2006, 2007 και 2008 και ισχύουν ανάλογα και για τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης επι­βατικών λεωφορείων ενταγμένων σε Κ.Τ.Ε.Λ..»

 

    3.  Στο τέλος της περίπτωσης α' της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:

 

    «Τα ποσά καθαρού εισοδήματος της περίπτωσης αυ­τής μειώνονται για τις χρήσεις 2007 και 2008 κατά ποσό χιλίων (1.000) ευρώ προκειμένου για μη εργαζόμε­νους συνταξιούχους ιδιοκτήτες επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ) και επιβατικών λεωφορείων ενταγμένων σε Κ.Τ.Ε.Λ..»

 

    4. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του ν.3296/2004 (ΦΕΚ 253 Α') εξακολουθούν να ισχύουν και για τις χρήσεις 2007 και 2008.

 

    5.  Τα ποσά φόρου του πρώτου εδαφίου της περί­πτωσης β' της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του ν. 2238/1994, όπως αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 8 του άρθρου 3 του ν. 3296/2004, εφαρμόζονται και για τις διαχειριστικές χρήσεις 2007 και 2008.

 

    6.  Η παράγραφος 10 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. αντι­καθίσταται ως εξής:

 

    «10. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου εφαρμόζονται ανά­λογα και για τους υπόχρεους που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 αυτού του νόμου, οι οποίοι δεν τηρούν βιβλία ή τηρούν βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.»

 

    7. Στην περίπτωση γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται δεύτερο εδάφιο, ως εξής:

 

    «Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν και για τα ποσά των επιχορηγήσεων που καταβάλλονται στους νέους ελεύθερους επαγγελματίες.»

 

    8.  Η πρώτη περίοδος του πρώτου εδαφίου της πα­ραγράφου 1 του άρθρου 64 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Οι υπόχρεοι της παραγράφου 4 του άρθρου 2 υπο­βάλλουν δήλωση φόρου εισοδήματος στον Προϊστά­μενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, ως εξής:».

 

    9. Στην περίπτωση β' του άρθρου 12 του π.δ. 299/2003 (ΦΕΚ 255 Α') προστίθεται εδάφιο, ως εξής:

 

    «Η απόσβεση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του λογισμικού (SOFTWARE) μπορεί να γίνεται και εφάπαξ κατά τη χρήση εντός της οποίας τίθενται σε λειτουρ­γία.»

 

    10.  Για τον υπολογισμό των φορολογητέων κερδών των επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από την κατηγορία βι­βλίων του Κ.Β.Σ. που τηρούν, αφαιρείται από τα καθαρά κέρδη τους, τα οποία προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ποσό χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, για κάθε άτομο που απασχολούν με ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω.

 

    11. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρ­θρου 64 του Κ.Φ.Ε. καταργείται.

 

    12. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρ­θρου 110 του Κ.Φ.Ε. καταργείται.

 

   

 

    Αρθρο 5

Απαλλαγές και αυτοτελής φορολογία ορισμένων εισοδημάτων

 

    1.  Η οριζόμενη από την περίπτωση γ' της παραγρά­φου 2 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. επιφάνεια εκατό (100) τετραγωνικών μέτρων αυξάνεται σε διακόσια (200) τε­τραγωνικά μέτρα.

 

    2. Οι διατάξεις της περίπτωσης γ' της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται για τόκους που προκύπτουν από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.

 

    3.  Στην παράγραφο 5 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. προ­στίθεται νέα περίπτωση ιβ' ως εξής:

 

    «ιβ) Τα επιδόματα που καταβάλλονται στους δικαι­ούχους σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 3 και 6 του άρθρου 63 του ν.1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α').»

 

    4. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του Κ.Φ.Ε. και πριν από την περίπτωση γ', διαγράφεται η λέξη «και» και προστίθεται περίπτωση δ' ως εξής:

 

    «και δ) το εξωιδρυματικό επίδομα της περίπτωσης ε' της παραγράφου 5 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. και τα προνοιακά επιδόματα που χορηγούνται σε άτομα με διάφορες αναπηρίες.»

 

    5. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε. προ­στίθεται περίπτωση ζ' ως εξής:

 

    «ζ) Το ποσό του ειδικού επιδόματος μουσικού ορ­γάνου που χορηγείται στους μουσικούς της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, Θεσσαλονίκης και της Ορχήστρας Λυρικής Σκηνής για την κάλυψη της δαπάνης αγοράς, συντήρησης και επισκευής του μουσικού οργάνου ιδιο­κτησίας τους για την εκτέλεση μουσικών έργων.»

 

    6. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 13 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται σε αθλητές εθνικών ομάδων, ως επιβράβευση αυτών από το Δημόσιο, λόγω επίτευξης διεθνών στόχων ατομικώς ή ομαδικώς, καθώς και τα χρηματικά ποσά των πάσης φύσεως χορηγιών που καταβάλλονται στους ανωτέρω αθλητές, φορολογούνται αυτοτελώς με συντελεστή φόρου είκοσι τοις εκατό (20%).»

 

    Η έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής ορίζεται από 1.1.2006, για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την ημερομηνία αυτή και μετά, καθώς και για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των φορολογικών αρχών.

 

    7.  Στην παράγραφο 1 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. προ­στίθεται τελευταίο εδάφιο, ως εξής:

 

    «Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζο­νται στα φυσικά πρόσωπα και στους υπόχρεους της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Κ.Φ.Ε. για τα ποσά του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης γ' της παραγρά­φου αυτής.»

 

    8. Η παράγραφος 4 του άρθρου 57 του Κ.Φ.Ε. καταρ­γείται.

 

    9. Ο συντελεστής του πρώτου εδαφίου της παραγρά­φου 7 του άρθρου 14 του Κ.Φ.Ε. και για τα επιδόματα του εδαφίου αυτού μειώνεται από δεκαπέντε τοις εκατό (15%) σε πέντε τοις εκατό (5%) και μετά τη λέξη «φορο­λόγηση» του τελευταίου εδαφίου της ίδιας παραγράφου προστίθενται οι λέξεις «με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%)».

 

    10. Η περίπτωση α' της παραγράφου 3 του άρθρου 61 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «α) Σε περιπτώσεις πτώχευσης ή σχολάζουσας κλη­ρονομιάς ή επιδικίας ή μεσεγγύησης, κατά περίπτωση, ο σύνδικος πτώχευσης ή ο κηδεμόνας ή ο προσωρινός διαχειριστής ή ο μεσεγγυούχος.»

 

    11. Τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 3 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.

 

   

Αρθρο 6

Αυτοτελής φορολογία τόκων καταθέσεων και ομολόγων

 

    1.  Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο ως εξής:

 

    « Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και στους τόκους από καταθέσεις στην αλλοδαπή ή από ομολογιακά δάνεια που εκδίδονται σε αυτή, καθώς και στα εισοδήματα από κάθε μορφής τίτλους που εκδί­δονται από θυγατρικές εταιρίες ημεδαπών τραπεζικών ιδρυμάτων στο εξωτερικό και δύνανται να συμπεριλη­φθούν στην κατηγορία των εποπτικών κεφαλαίων για την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας, σύμφωνα με τις εκάστοτε πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, όταν όλα τα πιο πάνω εισοδήματα αποκτώνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, κατοίκους Ελλάδος.»

 

    2.  Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται περίπτωση γ' ως εξής:

 

    «γ) τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν ή είναι εγκα­τεστημένα στην Ελλάδα και έχουν καταστεί «φορείς πληρωμής» με βάση την περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν. 3312/2005 (ΦΕΚ 35 Α') υποχρεού­νται για τα εισοδήματα που αναφέρονται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 και εισπράττονται από αυτά για λογαριασμό κατοίκων Ελλάδος σε παρακράτηση του φόρου κατά την καταβολή των τόκων ή στην πίστωση του λογαριασμού του δικαιούχου. Ο φόρος υπολογίζεται επί του συνόλου των τόκων που εισπράττουν τα πιστω­τικά ιδρύματα για λογαριασμό κατοίκων Ελλάδας είτε το προϊόν της είσπραξης εισάγεται στην Ελλάδα είτε επανεπενδύεται ή παραμένει στο εξωτερικό.

Για την απόδοση του παρακρατούμενου φόρου έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 60.»

 

    3.  Στο τέλος της περίπτωσης β' της παραγράφου 8 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο ως εξής:

 

    «Δεν εκπίπτεται ο φόρος που καταβλήθηκε στην αλ­λοδαπή, εφόσον ο δικαιούχος του εισοδήματος έχει φορολογηθεί σύμφωνα με το άρθρο 12 με εξάντληση της φορολογικής του υποχρέωσης.»

 

    4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1,2 και 3 του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για εισοδήματα που αποκτώνται από 1ης Ιανουαρίου 2007. Ειδικά για τα ως άνω εισοδή­ματα, ως προς τα οποία εκκρεμούν υποθέσεις ενώπιον των φορολογικών αρχών κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως εξα­ντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων με την προβλεπόμενη από την παράγραφο 4 του άρθρου 54 του Κ.Φ.Ε. παρακράτηση φόρου εισοδήματος είκοσι τοις εκατό (20%).

 

    5.  Μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 26 του ν. 2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α') προστίθεται δεύτερο εδάφιο που έχει ως εξής:

 

    «Για τους τόκους που προκύπτουν από τις ομολογίες αυτές δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγρά­φων 11 και 12 του άρθρου 12 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.»

 

    6. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για τόκους που προκύπτουν από ομολογιακά δάνεια που εκδίδονται από τη δημοσίευση του παρό­ντος και μετά.

 

    7. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγρά­φου 8 του άρθρου 26 του ν. 2789/2000 καταργούνται.

Η κατάργηση αυτή ισχύει και για τα ομολογιακά δά­νεια που εκδόθηκαν πριν τη δημοσίευση του παρόντος για τους τόκους των ομολογιών αυτών που αποκτώνται από τους δικαιούχους από 1.1.2007 και μετά.

 

   

Αρθρο 7

Φορολογία εσόδων από συναλλαγές επί παραγώγων Χρηματιστηρίου

 

    1.  Ο τίτλος του άρθρου 38 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

 

    « Αρθρο 38

Εισόδημα από διάθεση και αποτίμηση χρεογράφων και παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων».

 

    2. Στο άρθρο 38 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθενται παράγραφοι 5 και 6, που έχουν ως εξής:

 

    «5. Τα κεφαλαιακά κέρδη που αποκτούν ατομικές επι­χειρήσεις και υπόχρεοι που αναφέρονται στην παράγρα­φο 4 του άρθρου 2 και οι οποίοι τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων από συ­ναλλαγές σε παράγωγα προϊόντα των υποπεριπτώσεων γγ' έως ζζ' της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α') και της περίπτω­σης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 54 του ν. 3371/2005 (ΦΕΚ 178 Α') που διαπραγματεύονται στην αγορά παρα­γώγων του Χρηματιστηρίου Αθηνών ή σε αλλοδαπό χρη­ματιστήριο παραγώγων ή σε άλλη οργανωμένη αγορά, απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος. Η απαλλαγή παρέχεται με την προϋπόθεση ότι τα κέρδη εμφανίζονται σε λογαριασμό ειδικού αποθεματικού με προορισμό το συμψηφισμό ζημιών που τυχόν θα προκύψουν στο μέλλον από την ίδια αιτία. Σε περίπτωση διανομής ή διάλυσης της επιχείρησης, τα κέρδη αυτά φορολογούνται σύμφω­να με τις ισχύουσες διατάξεις.

 

    6. Τα κεφαλαιακά κέρδη που αναφέρονται στην προ­ηγούμενη παράγραφο και τα οποία αποκτώνται από φυσικά πρόσωπα ή ατομικές επιχειρήσεις και υπόχρεους της παραγράφου 4 του άρθρου 2, εκτός της περίπτωσης που προβλέπεται στην ίδια παράγραφο, απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος.»

 

    3.  Οι διατάξεις της παραγράφου 2 έχουν εφαρμογή για κέρδη που προκύπτουν από τις διαχειριστικές πε­ριόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.

 

    4. Οι διατάξεις του άρθρου 32 του ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α') καταργούνται ως προς τη φορολογία εισοδή­ματος.

 

   

Αρθρο 8

Δαπάνες επιχειρήσεων

 

    1. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της περίπτωσης μ' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθί­στανται ως εξής:

 

    «Τα ανωτέρω ισχύουν με την προϋπόθεση ότι το ξε­νοδοχείο ευρίσκεται εντός του νομού, στη χωρική αρ­μοδιότητα του οποίου είναι εγκατεστημένη η έδρα ή υποκατάστημα της επιχείρησης που επιβαρύνεται με τα πιο πάνω έξοδα.»

 

    2. Στην περίπτωση θ' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε., μετά το δεύτερο εδάφιο προστίθεται νέο εδάφιο, που έχει ως εξής:

 

    «Οι ανώνυμες χρηματιστηριακές εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών υπολογίζουν την πρόβλεψη επί της αξίας της προμήθειας που αναγράφεται στα πινακίδια, τα οποία εκδίδουν προς επιτηδευματίες ή ιδιώτες, και με την προϋπόθεση ότι σε αυτά αναγράφονται τα στοιχεία, που ορίζονται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ..»

 

    3. Οι παράγραφοι 17, 18 και 19 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αναριθμούνται σε 19, 20, 21 αντίστοιχα και προστίθε­νται νέες παράγραφοι 17 και 18, οι οποίες έχουν ως ακολούθως:

 

    «17. Αμοιβές σε χρήμα ή σε είδος δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα, όταν η παρο­χή ή η λήψη αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα ακόμα και αν η καταβολή αυτών πραγματοποιείται στο εξωτερικό.

 

    18. Οι ποινικές ρήτρες, τα πρόστιμα και οι χρηματικές ποινές που επιβάλλονται για οποιονδήποτε λόγο σε βάρος επιχείρησης δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της.»

 

    4.  Για την έκπτωση των δαπανών των περιπτώσεων ι'και ιη'της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2005 μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2008, δεν απαιτείται προέγκρι­ση από την επιτροπή η οποία προβλέπεται από την περίπτωση ι'. Ο έλεγχος των δαπανών αυτών, χωρίς προηγούμενη προέγκριση, ανήκει στην αρμοδιότητα των ειδικών επιτροπών, που συστάθηκαν στα Διαπε­ριφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα (Δ.Ε.Κ.) και στα Περι­φερειακά Ελεγκτικά Κέντρα (Π.Ε.Κ.) με την υπ' αριθμ. 1028199/10456/ Β0012/ΠΟΛ.1051/21.3.2005 (ΦΕΚ 392 Β') απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, κατ' εξουσιοδότηση των διατάξεων της περίπτωσης γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 66 του ν.2238/1994.

 

    5. Προσφυγές οι οποίες έχουν ασκηθεί μέχρι την ημε­ρομηνία δημοσίευσης του παρόντος, σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων των περιπτώσεων ι' και ιη' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του ν.2238/1994, θεω­ρούνται ως μη ασκηθείσες και δεν εξετάζονται.

 

   

Αρθρο 9

Λοιπές διατάξεις

 

    1. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 61 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως ακολούθως:

 

    «Παράλειψη του υπόχρεου να επιδώσει μέχρι το τέ­λος του οικείου οικονομικού έτους δήλωση, στην οποία αναγράφεται η ζημία που προέκυψε στο ίδιο οικονομικό έτος, του στερεί το δικαίωμα συμψηφισμού, που ορίζεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 4.»

 

    2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή και για υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των φορολογικών αρχών και των διοικητικών δικαστη­ρίων.

 

    3. Στην παράγραφο 11 του άρθρου 105 του Κ.Φ.Ε. προ­στίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:

 

    «Ειδικά για το ποσό της ζημίας νομικού προσώπου της παραγράφου 1 του άρθρου 101, που αποσβέσθηκε με ειδική προς τούτο μείωση του μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου αυτού, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4.»

 

    4. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 28 του Κ.Φ.Ε. προ­στίθεται περίπτωση ι', που έχει ως εξής:

 

    «ι) η ωφέλεια επιχείρησης, που προκύπτει από την παραίτηση πιστώτριας επιχείρησης από την είσπραξη χρέους, η οποία λαμβάνει χώρα μέσα στα πλαίσια της επαγγελματικής τους συνεργασίας. Στην περίπτωση αυτή δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί φορολο­γίας δωρεών.»

 

    5. Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 9 του ν.2992/2002 (ΦΕΚ 54 Α') καταργούνται για μετασχημα­τισμούς επιχειρήσεων, που πραγματοποιούνται από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερ­νήσεως, καθώς και για τους μετασχηματισμούς των οποίων έχει ήδη αρχίσει η διαδικασία πραγματοποίη­σης τους και θα ολοκληρωθεί μετά τον ως άνω χρόνο δημοσίευσης του παρόντος.

 

    6.  Για σκοπούς εφαρμογής της περίπτωσης ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α'), ως κλάδος ή τμήμα επιχείρησης λογίζεται και το σύνολο ή τμήμα του λογαριασμού συμμετοχών εισφέρουσας επιχείρησης, ο οποίος εξ ολοκλήρου απαρτίζεται από συμμετοχές σε επιχειρήσεις που είτε διενεργούν αυτοχρηματοδοτούμενα ή συγχρηματοδοτούμενα δημόσια έργα της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του ν. 2052/1992 (ΦΕΚ 94 Α'), της περίπτωσης δ' του άρθρου 3 του π.δ. 334/2000 (ΦΕΚ 279 Α') και της παραγράφου 1 του άρ­θρου 2 του π.δ. 166/1996 (ΦΕΚ 125 Α'), είτε ως αντικείμενο έχουν τις συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα του άρθρου 2 ν. 3389/2005 (ΦΕΚ 232 Α').

 

    7.  Οι περιπτώσεις β' και γ' της παραγράφου 25 του άρθρου 59 του ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α') αντικαθίστανται ως ακολούθως:

 

    «β) Στα εισοδήματα από τόκους ή μερίσματα που απο­κτούν δικαιούχοι ελληνικών πιστοποιητικών, κάτοικοι Ελλάδος, ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελε­στή 29% από 1.1.2006 και με 25% από 1.1.2007 και μετά. Η παρακράτηση ενεργείται από τον εκδότη στο ποσό των μερισμάτων ή τόκων που διανέμει η αλλοδαπή εταιρεία μετά την αναγωγή του σε μικτό ποσό με την προσθήκη του φόρου που παρακρατήθηκε στην αλλοδαπή. Από τον αναλογούντα φόρο εκπίπτει ο πιο πάνω φόρος που παρακρατήθηκε στην αλλοδαπή.

γ) Ο εκδότης των ελληνικών πιστοποιητικών αποδίδει τον οφειλόμενο σύμφωνα με τα πιο πάνω φόρο στην αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ. εντός του πρώ­του δεκαπενθημέρου του επόμενου από την είσπραξη μήνα των μερισμάτων ή τόκων από την αλλοδαπή. Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται η φορο­λογική υποχρέωση των δικαιούχων για τα πιο πάνω εισοδήματα.»

 

    8.  Οι διατάξεις του άρθρου 15 του ν.3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α') καταργούνται από την 1η Ιανουαρίου 2006 και μετά.

 

    9. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του ν.2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α') προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:

 

    «Ο φόρος της παρούσας παραγράφου δεν επιβάλλε­ται όταν οι πωλήσεις πραγματοποιούνται σε αλλοδαπό χρηματιστήριο με το οποίο το Χρηματιστήριο Αθηνών έχει δημιουργήσει κοινό ηλεκτρονικό σύστημα διαπραγ­μάτευσης και με την προϋπόθεση ότι για τις πωλήσεις αυτές προβλέπεται η καταβολή ανάλογου φόρου στην αλλοδαπή.»

 

   

Αρθρο 10

Μεταβίβαση μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο

 

    1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Κ.Φ Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%) η πραγματική αξία πώλησης μετοχών ημε­δαπών ανωνύμων εταιρειών μη εισηγμένων στο Χρημα­τιστήριο Αθηνών, οι οποίες μεταβιβάζονται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ημεδαπά ή αλλοδαπά.

Για τον προσδιορισμό της πραγματικής αξίας των μετοχών για την επιβολή του φόρου πέντε τοις εκατό (5%) λαμβάνεται υπόψη και η κατώτατη πραγματική αξία των μετοχών που μεταβιβάζονται, η οποία εξευρίσκεται ως ακολούθως:

α) Τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας, που εμφανίζο­νται στον τελευταίο πριν από τη μεταβίβαση επίσημο ισολογισμό και όπως αυτά διαμορφώνονται μετά από αύξηση ή μείωση που έχει πραγματοποιηθεί μέχρι και την προηγούμενη ημέρα της μεταβίβασης, προσαυξά­νονται με την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων των πέντε (5) τελευταίων διαχειριστικών περιόδων πριν από τη μεταβίβαση. Στο αποτέλεσμα που προκύπτει προστί­θεται και η υφιστάμενη διαφορά μεταξύ της αξίας των ακινήτων της εταιρείας, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά το χρόνο της μεταβίβασης στη φορολογία μεταβίβα­σης ακινήτων και της εμφανιζόμενης στα βιβλία αξίας κτήσης αυτών, αν η δεύτερη είναι μικρότερη της πρώ­της. Το ποσό που προκύπτει σύμφωνα με τα πιο πάνω, διαιρούμενο δια του αριθμού των υφιστάμενων κατά το χρόνο μεταβίβασης μετοχών, αντιπροσωπεύει την ελάχιστη πραγματική αξία της κάθε μετοχής, η οποία λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της αξίας των μετοχών που μεταβιβάζονται.

β) Ως απόδοση ιδίων κεφαλαίων λαμβάνεται ο λόγος του μέσου όρου των ολικών αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης (προ φόρων) των πέντε (5) τελευταίων, πριν από τη μεταβίβαση, ισολογισμών και του μέσου όρου των ιδίων κεφαλαίων της ίδιας χρονικής περιόδου. Σε πε­ρίπτωση που νόμιμα έχουν καταρτισθεί λιγότεροι από πέντε (5) ισολογισμοί, λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία των ισολογισμών αυτών. Αν το άθροισμα των ολικών αποτελεσμάτων είναι αρνητικό, δεν λαμβάνεται υπόψη καμία απόδοση.

γ) Όταν η εταιρεία της οποίας μεταβιβάζονται οι μετο­χές έχει προέλθει από μετατροπή ή συγχώνευση άλλων ανωνύμων εταιρειών ή άλλων μορφών επιχειρήσεων και η μεταβίβαση λαμβάνει χώρα πριν από τη σύνταξη τριών ισολογισμών, λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία της προηγούμενης περίπτωσης, που προκύπτουν και από τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων που έχουν μετα­σχηματισθεί, εφόσον τηρούσαν βιβλία Γ' κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, ώστε να λαμβάνονται υπόψη στοιχεία τριών ισολογισμών συνολικά.

δ) Σε περίπτωση που από το συμβολαιογραφικό έγ­γραφο ή ιδιωτικό συμφωνητικό προκύπτει ως πραγμα­τική αξία μεταβίβασης μετοχών μεγαλύτερη αυτής που προκύπτει, σύμφωνα με τις διατάξεις των υποπεριπτώ­σεων α' έως γ' της παρούσας παραγράφου, λαμβάνεται υπόψη η συμφωνηθείσα.

Η διάταξη του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυ­τής εφαρμόζεται και για μεταβιβάσεις μετοχών αλλο­δαπών ανωνύμων εταιρειών μη εισηγμένων σε διεθνώς αναγνωρισμένο χρηματιστηριακό θεσμό από ημεδαπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Στην περίπτωση αυτή, ο φόρος επιβάλλεται επί της συμφωνηθείσας αξίας πώ­λησης των μετοχών.»

 

    2.  Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται νέο εδά­φιο ως εξής:

 

    «Όταν δικαιούχοι των εισοδημάτων της παραγράφου αυτής είναι πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγρα­φο 1 του άρθρου 101, με την καταβολή του πιο πάνω φόρου δεν εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων, αλλά τα κέρδη από τις συναλλαγές αυτές φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις.»

 

    3. Η περίπτωση α' της παραγράφου 4 του άρθρου 109 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «α) Ο φόρος που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12, 13 παράγραφοι 1 και 2, 55, 111 και 114 του παρόντος, στο εισόδημα που υπόκειται σε φόρο.»

 

   

Αρθρο 11

Μεταβίβαση μεριδίων εταιρειών περιορισμένης ευθύνης

 

    Μετά το πρώτο εδάφιο της υποπερίπτωσης ββ' της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται δεκατέσσερα νέα εδάφια, τα οποία έχουν ως εξής:

 

    «Για τον υπολογισμό της ωφέλειας, που προκύπτει από τη μεταβίβαση μεριδίων ημεδαπής εταιρείας περιορι­σμένης ευθύνης, αφαιρείται το κόστος απόκτησης της από την κατώτατη πραγματική αξία που έχουν κατά το χρόνο μεταβίβασης.

Για τον προσδιορισμό της κατώτατης πραγματικής αξίας των μεριδίων που μεταβιβάζονται, ως κατώτατη πραγματική αξία ολόκληρης της εταιρίας λαμβάνεται το άθροισμα: ι) των ιδίων κεφαλαίων της, που εμφανίζονται στον τελευταίο πριν από τη μεταβίβαση επίσημο ισολο­γισμό, ιι) της αυλής αξίας της, iii) της αξίας των ακινήτων της εταιρείας κατά το μέρος που η αξία του καθενός από αυτά, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά το χρόνο μεταβίβασης στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων, υπερβαίνει την αξία κτήσης του και ιν) των αυξήσεων των ιδίων κεφαλαίων που έχουν μεσολαβήσει από το χρόνο σύνταξης του τελευταίου επίσημου ισολογισμού μέχρι το χρόνο μεταβίβασης των μεριδίων ή των μει­ώσεων των ιδίων κεφαλαίων που έχουν γίνει στο ίδιο χρονικό διάστημα.

Ειδικότερα, για τον προσδιορισμό της αυλής αξίας, αφαιρούνται οι τόκοι των ιδίων κεφαλαίων της εται­ρείας, οι οποίοι υπολογίζονται με βάση το μέσο όρο του επιτοκίου των εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου ετήσιας διάρκειας, που εκδόθηκαν το Δεκέμ­βριο του έτους που προηγείται της μεταβίβασης, από το μέσο όρο των ολικών αποτελεσμάτων εκμετάλλευ­σης των πέντε (5) τελευταίων, πριν από τη μεταβίβαση, ισολογισμών και το ποσό που προκύπτει (R) αναπρο­σαρμόζεται αρχικά με την εφαρμογή της σταθερής ληξιπρόθεσμης ράντας:

και στη συνέχεια το αποτέλεσμα που προκύπτει προ­σαυξάνεται με τους ακόλουθους ποσοστιαίους συντελε­στές, ανάλογα με τα έτη λειτουργίας της επιχείρησης:

 

Έτη λειτουργίας

Συντελεστές

Πάνω από 3 μέχρι 5

10%

Πάνω από 5 μέχρι 10

20%

Πάνω από 10 μέχρι 15

30%

Πάνω από 15

40%

 

Για την εφαρμογή της πιο πάνω ράντας:

- α = το ποσό που προκύπτει μετά την αναπροσαρμογή και αποτελεί την αυλή αξία της επιχείρησης,

- R = το ποσό που αναπροσαρμόζεται και αναφέρεται στο υπερκέρδος της επιχείρησης,

- n = το πενταετές μελλοντικό χρονικό διάστημα για το οποίο προσδοκάται υπερκέρδος,

- υ η = 1/ (1+i

 

    η παρούσα αξία του κεφαλαίου, η αξία του οποίου μετά από το πιο πάνω μελλοντικό διάστημα (η) είναι ένα λεπτό του ευρώ,

- ί = το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων του Ελλη­νικού Δημοσίου ετήσιας διάρκειας.

Σε περίπτωση που νόμιμα έχουν καταρτιστεί λιγότε­ροι των πέντε (5) ισολογισμών, λαμβάνονται υπόψη τα πιο πάνω στοιχεία των εν λόγω ισολογισμών.

Όταν η εταιρεία της οποίας μεταβιβάζονται τα μερί­δια έχει προέλθει από μετατροπή ή συγχώνευση άλλων επιχειρήσεων και έχει καταρτίσει λιγότερους από τρεις (3) ισολογισμούς, πριν από τη μεταβίβαση των μεριδίων της, τότε για την εξεύρεση του μέσου όρου των ολικών αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης, λαμβάνονται υπόψη τα ολικά αποτελέσματα εκμετάλλευσης και τα ίδια κεφάλαια όσων ισολογισμών αυτής υπάρχουν, καθώς και τα αποτε­λέσματα και τα ίδια κεφάλαια όσων από τους τελευταίους

ισολογισμούς των επιχειρήσεων που έχουν μετασχημα­τισθεί και τηρούσαν βιβλία Γ κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων απαιτούνται, ώστε στο επίπεδο της επιχείρησης να συγκεντρωθούν τρεις (3) ισολογισμοί.

Προκειμένου για μεταβιβάσεις μεριδίων από επιχει­ρήσεις που τηρούν βιβλία Γ' κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, ως κόστος απόκτησης των με­ταβιβαζόμενων μεριδίων λαμβάνεται αυτό που έχει καταχωρηθεί στα βιβλία τους, ανεξάρτητα από το χρόνο απόκτησης τους.

Για τα φυσικά πρόσωπα και τις επιχειρήσεις με βιβλία Α' ή Β' κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, που μεταβιβάζουν μερίδια, ως κόστος απόκτησης λαμ­βάνεται η ελάχιστη αξία μεταβίβασης των μεριδίων, η οποία έχει υπολογισθεί κατά την απόκτηση τους, με βάση τις διατάξεις του παρόντος ή της 1030366/10307/ Β0012/ΠΟΛ.1053/1.4.2003 Α.Υ.Ο. (ΦΕΚ 477 Β'), η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 5 του άρθρου 3 του ν. 3091/2002 (ΦΕΚ 330 Α') ή της 1119720/1980/ Α0012/ ΠΟΛ.1259/1999 Α.Υ.Ο. (ΦΕΚ 2227 Β'), η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 11 του άρθρου 3 του ν. 2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α') ανάλογα με το χρόνο απόκτησης τους, κατά περίπτωση.

Αν τα μεταβιβαζόμενα μερίδια ή μέρος αυτών έχουν αποκτηθεί πριν από το χρόνο έναρξης ισχύος της προ­γενέστερης από τις πιο πάνω αποφάσεις, ως αξία κτήσης λαμβάνεται αυτή που οριστικοποιήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο κατά την εφαρμογή των διατάξεων φορολογίας εισοδήματος ή κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών ή σε περίπτωση μη οριστικοποίησης, η δηλωθείσα αξία. Όταν τα μεταβιβαζόμενα μερίδια έχουν αποκτηθεί κατά την ίδρυση της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, ως κόστος απόκτησης των μεριδίων αυτών λαμβάνεται η αξία τους, όπως αυτή αναφέρεται στο καταστατικό της εταιρείας. Εάν μέχρι το χρόνο μεταβίβασης των μεριδίων έχει λάβει χώρα τυχόν αύξηση ή μείωση του κεφαλαίου, ως κόστος απόκτησης λαμβάνεται ο μέσος όρος του κεφαλαίου των πέντε (5) προηγούμενων χρήσεων πριν από τη μεταβίβαση και σε περίπτωση κατά την οποία έχουν παρέλθει λιγότερες από τις πέντε (5) χρήσεις, ως κόστος απόκτησης λαμβάνεται ο μέσος όρος του κεφαλαίου αυτών των χρήσεων.

Αν από το συμβολαιογραφικό έγγραφο ή το ιδιωτικό συμφωνητικό προκύπτει αξία μεταβίβασης μεγαλύτερη της ελάχιστης αξίας που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις παραπάνω παραγράφους, ως αξία πώλησης λαμβά­νεται η συμφωνηθείσα.

Η διάταξη της περίπτωσης α' της παραγράφου αυτής εφαρμόζεται και για μεταβιβάσεις μεριδίων αλλοδαπών εταιρειών περιορισμένης ευθύνης από ημεδαπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Για τον υπολογισμό της ωφέλειας, που προκύπτει από τη μεταβίβαση μεριδίων αλλοδαπής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, αφαιρείται το κόστος απόκτησης τους από τη συμφωνηθείσα αξία πώλησης των μεριδίων.»

 

   

 

    Αρθρο 12

Φορολογία τεχνικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων που ασχολούνται με την ανέγερση και πώληση οικοδομών

 

    1. Το άρθρο 34 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως ακολούθως:

 

    «Αρθρο 34

Εισόδημα τεχνικών επιχειρήσεων

 

    1.  Ως ακαθάριστο έσοδο των επιχειρήσεων που ασχολούνται με την πώληση ανεγειρόμενων οικοδο­μών λαμβάνεται η αξία των αυτοτελών οικοδομών, δι­αμερισμάτων πολυκατοικιών, καταστημάτων, γραφείων αποθηκών και λοιπών χώρων, όπως αυτή αναγράφεται στο συμβόλαιο μεταβίβασης και η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από αυτή που προσδιορίζεται σύμ­φωνα με τις διατάξεις περί φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων και της περίπτωσης δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000, ΦΕΚ 248 Α') όπως αναμορφώνεται μετά τον έλεγχο της ειδικής δή­λωσης Φ.Π.Α. για τη μεταβίβαση ακινήτου σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας κάθε φορά Απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών για τον έλεγχο της δήλωσης αυτής.

Αν όμως η αξία που προκύπτει από άλλα επίσημα ή ανεπίσημα στοιχεία είναι μεγαλύτερη από την αξία που αναφέρεται παραπάνω, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβά­νεται η μεγαλύτερη αυτή αξία.

Χρόνος απόκτησης του ακαθάριστου εσόδου, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του ύψους αυτού, θεωρείται η ημέρα σύνταξης του οριστικού συμ­βολαίου. Στην περίπτωση όμως που έχει συνταχθεί συμ­βολαιογραφικό προσύμφωνο και το οριστικό συμβόλαιο δεν έχει συνταχθεί μέσα σε διάστημα δύο (2) ετών από την ημέρα σύνταξης του συμβολαιογραφικού προσυμ­φώνου, ως χρόνος απόκτησης του ακαθάριστου εσόδου θεωρείται η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνονται δύο (2) έτη από την ημέρα σύνταξης του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου. Ειδικά, όταν το προσύμφωνο υπογράφε­ται με τον όρο της αυτοσύμβασης, που προβλέπεται από το άρθρο 235 του Αστικού Κώδικα και εφόσον καταβάλλεται ολόκληρο το τίμημα και παραδίδεται η νομή του ακινήτου, χρόνος απόκτησης του ακαθάριστου εσόδου θεωρείται η ημέρα υπογραφής του προσύμφω­νου αυτού.

Ως πωλήσεις θεωρούνται και αυτές που έγιναν απευ­θείας από τον οικοπεδούχο για λογαριασμό του εργο­λήπτη.

Η αντικειμενική ή η πραγματική αξία, κατά περίπτωση, των αυτοτελών οικοδομών, διαμερισμάτων, καταστη­μάτων, γραφείων, αποθηκών και λοιπών χώρων που περιέρχονται κατά το χρόνο της διάλυσης στα μέλη των υπόχρεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2, θεωρείται ως ακαθάριστο έσοδο των υπόχρεων αυτών κατά το χρόνο της διάλυσης τους. Το καθαρό κέρδος που προκύπτει με βάση τα έσο­δα αυτά φορολογείται στο όνομα των υπόχρεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2, με το συντελεστή που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 10 κατά το έτος που διαλύεται η εταιρία, κοι­νωνία ή κοινοπραξία.

 

    2. Τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων που ασχολού­νται με την πώληση ανεγειρόμενων οικοδομών εξευρί­σκονται με τη χρήση συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στα ακαθάριστα έσοδα τους.

Όταν δεν επιδεικνύονται στον έλεγχο ή δεν τηρούνται βιβλία και στοιχεία ή τηρούνται βιβλία κατώτερης κα­τηγορίας του Κ.Β.Σ. ή τηρούνται ανεπαρκή ή ανακριβή βιβλία, εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 30 και ο συντελεστής καθαρού κέρδους του πρώτου εδαφίου διπλασιάζεται. Επίσης, σε περίπτωση εξωλογιστικού προσδιορισμού των καθαρών κερδών, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των τριών τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 2 του άρθρου 32.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζο­νται στις επιχειρήσεις που ασχολούνται με την ανέγερ­ση κτιριακών εγκαταστάσεων με λυόμενα ή προκατα­σκευασμένα στοιχεία.

 

    3.  Προκειμένου για τον προσδιορισμό των φορολο­γητέων καθαρών κερδών ατομικών επιχειρήσεων και προσώπων της παραγράφου 4 του άρθρου 2 στα οποία δεν συμμετέχει νομικό πρόσωπο της παραγράφου 1 του άρθρου 101 και τηρούν βιβλία Γ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., όταν τα καθαρά κέρδη τα οποία προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 31 είναι μεγαλύ­τερα των τεκμαρτών, που προκύπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2, ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) της διαφοράς προστίθεται στα τεκμαρτά καθαρά κέρδη και το απόμεναν υπόλοιπο αυτής μετα­φέρεται και εμφανίζεται στο λογαριασμό «Αφορολόγητα κέρδη οικοδομικών επιχειρήσεων». Κατά τη διανομή ή κεφαλαιοποίηση του αποθεματικού αυτού εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 106. Ειδικά, για ατομική επιχείρηση, το αφορολόγητο αποθεματικό που αναλαμβάνεται ή κεφαλαιοποιείται προστίθεται στα λοιπά εισοδήματα του φυσικού προ­σώπου του οικείου οικονομικού έτους και φορολογείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9. Τυχόν επιπλέον κέρδη που προσδιορίζονται από το φορολογικό έλεγχο προστίθενται στα δηλωθέντα κέρδη και φορολογούνται στο σύνολο τους με τους ισχύοντες συντελεστές φο­ρολογίας φυσικών ή νομικών προσώπων.

Όταν κατά τις διαχειριστικές περιόδους μέσα στις οποίες κτώνται έσοδα από την πώληση ανεγειρόμενων οικοδομών, δεν έχει ολοκληρωθεί η ανέγερση της οικο­δομής, ο προσδιορισμός των φορολογητέων καθαρών κερδών των χρήσεων αυτών ενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 και στη συνέχεια, για τον προσδιορισμό των φορολογητέων καθαρών κερδών της χρήσης εντός της οποίας ολοκληρώνεται η ανέγερση της οικοδομής, εφαρμόζονται οι διατάξεις των τριών πρώτων εδαφίων της παραγράφου αυτής. Από τον ανα­λογούντα φόρο εισοδήματος της τελευταίας δήλωσης, εκπίπτει ο φόρος που έχει καταβληθεί με βάση τις προηγούμενες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και ο οποίος προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2.

 

    4. Τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, των ερ­γολάβων και υπεργολάβων που ασχολούνται με την εργοληπτική κατασκευή δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων, γενικώς, καθώς και των επιχειρήσεων που ασχο­λούνται με την εκτέλεση μηχανολογικών και ηλεκτρο­λογικών εγκαταστάσεων, εξευρίσκονται ως εξής:

α) Για τις επιχειρήσεις που ασχολούνται με την ερ­γολαβική κατασκευή τεχνικών έργων ή την εκτέλεση μηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων του Δημοσίου, δήμων και κοινοτήτων, δημόσιων επιχει­ρήσεων ή εκμεταλλεύσεων, οργανισμών ή επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, καθώς και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, γενικώς, ως ακαθάριστα έσοδα λαμ­βάνονται τα εργολαβικά ανταλλάγματα που πιστοποιούνται με τους οικείους λογαριασμούς κατά τη διάρκεια της χρήσης, τα οποία μειώνονται με τα ποσά των εγγυήσεων καλής εκτέλεσης που αντιστοιχούν σε αυτά και τα οποία θεωρούνται έσοδα της χρήσης μέσα στην οποία αποδίδονται.

β) Για επιχειρήσεις που ασχολούνται με την εργολα­βική κατασκευή ιδιωτικών τεχνικών έργων ή οικοδο­μών ή την εκτέλεση μηχανολογικών και ηλεκτρολογι­κών εγκαταστάσεων σε ιδιώτες, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται η αξία του έργου που εκτελέστηκε κατά τη διάρκεια της χρήσης.

γ) Για την εκτέλεση έργου χωρίς τη χρησιμοποίηση ίδιων υλικών, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται η αξία του έργου που έχει εκτελεστεί κατά τη διάρκεια της χρήσης χωρίς να υπολογιστεί η αξία των υλικών.

 

    5. Τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων, που αναφέρο­νται στην προηγούμενη παράγραφο, προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31, εφόσον τη­ρούνται επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία δεύ­τερης ή τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ.. Σε περίπτωση εξωλογιστικού προσδιορισμού των καθαρών κερδών ισχύουν οι πιο κάτω συντελεστές καθαρού κέρδους, οι οποίοι εφαρμόζονται στα αντίστοιχα, κατά περίπτωση, ακαθάριστα έσοδα:

α) Για τα δημόσια τεχνικά έργα των περιπτώσεων α' και γ' της προηγούμενης παραγράφου, δέκα τοις εκατό (10%) στα ακαθάριστα έσοδα που ορίζονται στην παράγραφο αυτή.

β) Για τα ιδιωτικά τεχνικά έργα της περίπτωσης β' της προηγούμενης παραγράφου, δώδεκα τοις εκατό (12%) στα ακαθάριστα έσοδα που προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30.

γ) Για τα ιδιωτικά έργα της περίπτωσης γ' της προη­γούμενης παραγράφου, είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) στα ακαθάριστα έσοδα που προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30.

Σε περίπτωση μη επίδειξης στον έλεγχο ή μη τήρησης βιβλίων και στοιχείων ή τήρησης βιβλίων κατώτερης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. ή ανακρίβειας των τηρούμενων βιβλίων, οι πιο πάνω συντελεστές καθαρού κέρδους διπλασιάζονται, ενώ σε περίπτωση ανεπάρκειας των βιβλίων προσαυξάνονται κατά ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%).

Επίσης, όταν τα βιβλία κρίνονται ανεπαρκή ή ανακρι­βή, εφαρμόζονται οι διατάξεις των τριών τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 2 του άρθρου 32.»

 

    2. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 34 του Κ.Φ.Ε. εφαρμόζονται για ακίνητα των οποίων η άδεια κατασκευής εκδίδεται από 1ης Ιανουαρίου 2007 και μετά και των παραγράφων 4 και 5 για δημόσια ή ιδιωτικά τεχνικά έργα που αναλαμβάνονται από την ίδια ημερομηνία και μετά.

 

    3.  Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 34, καθώς και της περίπτωσης γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του Κ.Φ.Ε., εφαρμόζονται και για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 και της παραγράφου 4 του άρθρου 2 στα οποία συμμετέχει ένα ή περισσότερα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101, όταν δεν τηρούνται βιβλία του Κ.Β.Σ. ή τηρούνται βιβλία κατώτερης της Γ' κατηγορίας ή τηρού­νται ανεπαρκή ή ανακριβή βιβλία, καθώς και στην περί­πτωση που δεν επιδεικνύονται στο φορολογικό έλεγχο βιβλία και στοιχεία του Κ.Β.Σ.. Επίσης, σε περίπτωση εξωλογιστικού προσδιορισμού των καθαρών κερδών, εφαρμόζονται οι διατάξεις των τριών τελευταίων εδα­φίων της παραγράφου 2 του άρθρου 32.

 

    4. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 12 του άρθρου 105 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «12. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και για τον προσδιορισμό των κα­θαρών κερδών των νομικών προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου 101, τα οποία ασχολούνται με την πώληση ανεγειρόμενων οικοδομών ή την εκτέλεση δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων, καθώς και των προσώπων της παραγράφου 4 του άρθρου 2 στα οποία συμμετέχει ένα ή περισσότερα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101.»

 

    5. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 και της παραγράφου 4 του άρθρου 2 στα οποία συμμετέχει ένα ή περισσότερα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101, για οικοδομές των οποίων η άδεια κατασκευής εκδίδεται από 1ης Ιανου­αρίου 2007 και μετά, καθώς και για δημόσια ή ιδιωτικά τεχνικά έργα που αναλαμβάνονται από την ίδια ημε­ρομηνία και μετά.

 

    6. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 12 του άρ­θρου 105 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Από τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος της δήλω­σης αυτής εκπίπτει ο φόρος που έχει καταβληθεί με βάση τις προηγούμενες δηλώσεις φορολογίας εισοδή­ματος και ο οποίος προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 34.»

 

    7. Οι διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 7 του ν. 2940/2001 (ΦΕΚ 180 Α') καταργούνται.

 

   

 

Αρθρο 13

Διατάξεις φορολογικής διαδικασίας

 

    1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 68 του Κ.Φ.Ε. αντικα­θίσταται ως εξής:

 

    «2. Φύλλο ελέγχου και αν ακόμη έγινε οριστικό δεν αποκλείει την έκδοση και κοινοποίηση συμπληρωματι­κού φύλλου ελέγχου, αν: α) από συμπληρωματικά στοι­χεία, που περιήλθαν σε γνώση του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, εξακριβώνεται ότι το εισόδημα του φορολογουμένου υπερβαίνει αυτό που έχει περιληφθεί στο προηγούμενο φύλλο ελέγχου, β) η δήλωση που υποβλήθηκε ή τα έντυπα ή οι καταστά­σεις που τη συνοδεύουν αποδεικνύονται ανακριβή ή γ) περιέλθουν σε γνώση του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας στοιχεία βάσει της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής από φορολογικές ή τελωνεια­κές αρχές άλλων Κρατών - Μελών της Ε.Ε. ή τρίτων χωρών που αποδεικνύονται ανακριβείς οι συναλλαγές, έστω και αν αυτά ζητήθηκαν πριν από την έκδοση του οριστικού φύλλου ελέγχου. Στις πιο πάνω περιπτώσεις το νέο φύλλο ελέγχου εκδίδεται για το άθροισμα του εισοδήματος που προκύπτει από το προηγούμενο φύλ­λο ελέγχου, καθώς και αυτού που εξακριβώθηκε με βάση τα πιο πάνω στοιχεία. Αν εκδοθεί το πιο πάνω φύλλο ελέγχου, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 70.»

 

    2. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Ε. προ­στίθενται νέα εδάφια ως εξής:

 

    « Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οι­κονομικών μπορεί επίσης να καθορίζεται κατά ειδικό τρόπο η αρμοδιότητα ελέγχου καθώς και έκδοσης των οικείων φύλλων ελέγχου και λοιπών καταλογιστικών πράξεων και όλης γενικά της διαδικασίας επιβολής και βεβαίωσης του φόρου, επί ανέλεγκτων δηλώσεων ελε­γκτικής αρμοδιότητας των Δ.Ο.Υ., στις περιπτώσεις που για τον έλεγχο των δηλώσεων αυτών είναι αρμόδιες για οποιονδήποτε λόγο περισσότερες από μια Δ.Ο.Υ.. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου της παραγράφου αυτής ισχύουν ανάλογα και για τις λοιπές φορολογίες, ανεξάρτητα αν για τον έλεγχο των οικείων δηλώσεων και την επιβολή του φόρου είναι αρμόδιες μία ή περισ­σότερες Δ.Ο.Υ.. Τα οριζόμενα στα προηγούμενα εδάφια ισχύουν ανάλογα και ως προς τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.).»

 

    3. Οι διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως αυτές προστέ­θηκαν με την παράγραφο 6 του άρθρου 9 του ν. 3091/ 2002 (ΦΕΚ 330 Α'), καθώς και οι διατάξεις της παραγρά­φου 17 του άρθρου 19 του ν. 3091/2002, καταργούνται.

 

    4. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 70 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται και προστίθεται μετά από αυτό νέο εδάφιο ως εξής:

 

    «Ειδικώς, όταν στο φύλλο ελέγχου περιλαμβάνονται και εισοδήματα που προέρχονται από γεωργικές ή εμπορικές επιχειρήσεις ή από την άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος ή μόνο τέτοια εισοδήματα, που προέρ­χονται όμως αποκλειστικά από άσκηση επιχειρήσεων, που τηρούν βιβλία και στοιχεία της τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων: α) υποχρεωτικά λόγω ύψους ακαθάριστων εσόδων ή β) υποχρεωτικά λόγω νο­μικής μορφής ή προαιρετικά, εφόσον στις περιπτώσεις αυτές το ύψος των ακαθάριστων εσόδων υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) των ακαθάριστων εσόδων που απαιτούνται για την υποχρεωτική τήρηση βιβλίων και στοιχείων της τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, τότε η διοικητική επίλυση της διαφοράς γίνεται από επιτροπή που αποτελείται από τον αρμόδιο επιθεωρητή, τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους, από εκπρόσωπο του Εμπορικού και Βιομηχανικού ή Οικονο­μικού Επιμελητηρίου ή του εμπορικού ή επαγγελματικού συλλόγου της περιοχής, στην οποία εδρεύει η αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία.

 

    Εξαιρετικά, στις περιπτώσεις που η διοικητική επί­λυση της διαφοράς διενεργείται από τα Περιφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα (Π.Ε.Κ.) ή τα Διαπεριφερειακά Ελε­γκτικά Κέντρα (Δ.Ε.Κ.), στην επιτροπή συμμετέχει αντί του προϊσταμένου αυτών, ένας πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως πρόεδρος αυτής. Στην ως άνω επιτροπή συμμετέχει ως εισηγητής ο Επόπτης ελέγχου της εξεταζόμενης υπόθεσης.»

 

    5. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 70 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

 

    « Η συζήτηση της αίτησης για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και η υπογραφή της σχετικής πράξης μπορεί να γίνει και από ειδικό πληρεξούσιο του υπό­χρεου, εφόσον κατατεθεί στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή του ελεγκτικού κέντρου πληρεξούσιο έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό με θεώρηση του γνήσιου της υπογραφής από την κατά νόμο αρμόδια αρχή.»

 

    6. Η περίπτωση β' της παραγράφου 4 του άρθρου 84 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «β) Σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που αναφέ­ρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 68, ανεξάρτητα από το εάν έχει εκδοθεί και κοινοποιηθεί ή όχι, αρχικό φύλλο ελέγχου.»

 

    7. Το άρθρο 13 του ν.3296/2004 (ΦΕΚ 253 Α') αντικα­θίσταται ως εξής:

 

    «Δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και Φ.Π.Α. επιχει­ρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών, κατά τα οριζό­μενα στο επόμενο άρθρο, δεν ελέγχονται ως προς τα δηλούμενα εισοδήματα και ποσά Φ.Π.Α. από την άσκηση της εκμετάλλευσης της επιχείρησης ή του ελευθέριου επαγγέλματος, με εξαίρεση τις δηλώσεις που εμπίπτουν στο δείγμα της παραγράφου 7 του άρθρου 17 και θεω­ρούνται περαιωθείσες ως ειλικρινείς για τα εισοδήματα και τα ποσά αυτά, εφόσον δηλώνονται ακαθάριστα έσο­δα και καθαρά κέρδη, καθώς και τυχόν διαφορές εκροών στο Φ.Π.Α., κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 15.»

 

    8. Στην παράγραφο 7 του άρθρου 17 του ν.3296/2004 προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:

 

    «Επίσης με απόφαση του ίδιου Υπουργού καθορίζεται ο τρόπος επιλογής δείγματος δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος που υποβάλλονται, σύμφωνα με τις δια­τάξεις των άρθρων 13 έως 17, οι οποίες ελέγχονται ως προς τα δηλούμενα εισοδήματα.»

 

    9. Οι διατάξεις των παραγράφων 8 και 9 έχουν εφαρ­μογή για δηλούμενα εισοδήματα οικονομικού έτους 2007 και μετά.

 

   

Αρθρο 14

Καταβολή φόρου πλοίων

 

    1. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 16 του ν. 27/1975 (ΦΕΚ 77 Α') αντικαθίστανται ως εξής:

 

    «1. Ο φόρος και η εισφορά, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 6, 8 και 10 του παρόντος νό­μου, καταβάλλεται σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ή σε λίρες Αγγλίας, κατόπιν επιλογής του υπόχρεου με βάση την επίσημη ισοτιμία μεταξύ των νομισμάτων αυτών, τα οποία μετατρέπονται σε ευρώ με βάση την επίσημη ισοτιμία κατά τον προβλεπόμενο χρόνο υποβολής της δήλωσης.

 

    2. Η καταβολή του φόρου και της εισφοράς γίνεται σε ευρώ τα οποία προέρχονται αποδεδειγμένα από εισα­γωγή ναυτιλιακού συναλλάγματος σε δολάρια ή λίρες Αγγλίας στο όνομα του υπόχρεου ή του πράκτορα ή δι­αχειριστή ή αντιπροσώπου του πλοίου στην Ελλάδα με βάση την εκάστοτε επίσημη ισοτιμία του δολαρίου κατά τον προβλεπόμενο χρόνο υποβολής της δήλωσης.

 

    3. Κατ' εξαίρεση πλοία της Α' Κατηγορίας που εκτε­λούν κατά κύριο λόγο πλόες μεταξύ ελληνικών λιμένων και εισπράττουν το ναύλο μόνο σε ευρώ καταβάλλουν το φόρο και την εισφορά σε ευρώ με βάση την εκάστοτε επίσημη ισοτιμία του δολαρίου, κατά τον προβλεπόμενο χρόνο υποβολής της δήλωσης.»

 

    2. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για τις δηλώσεις φορολογίας πλοίων που θα υποβληθούν το έτος 2007 και μετά.

 

    3.  Βεβαιωμένες οφειλές μέχρι 31.12.2006 φόρων των άρθρων 6, 8 και 10 του ν.27/1975 σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ή σε λίρες Αγγλίας μετατρέπονται σε ευρώ με την ισοτιμία της 2.1.2007.

 

   

Αρθρο 15

Φορολογία αμοιβαίων κεφαλαίων και εταιριών επενδύσεων χαρτοφυλακίου

 

    1.  Η παράγραφος 2 του άρθρου 33 του ν. 3283/2004 (ΦΕΚ 210 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «2. Τα εισοδήματα από κινητές αξίες που αποκτούν τα αμοιβαία κεφάλαια από την ημεδαπή ή αλλοδαπή απαλλάσσονται της φορολογίας εισοδήματος και δεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου. Ειδικά για τους τόκους ομολογιακών δανείων, η απαλλαγή ισχύει με την προϋπόθεση ότι οι τίτλοι από τους οποίους προκύπτουν οι τόκοι αυτοί έχουν αποκτηθεί τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από το χρόνο που έχει ορισθεί για την εξαργύρωση των τοκομεριδίων. Σε αντίθετη περίπτωση, ενεργείται παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 και 54 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, που κυρώθηκε με το ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α') και με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του αμοιβαίου κεφαλαίου και των μεριδιούχων για τα εισοδήματα αυτά.»

 

    2.  Η παράγραφος 3 του άρθρου 33 του ν. 3283/2004 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «3. Η ΑΕΔΑΚ υποχρεούται σε καταβολή φόρου, του οποίου ο συντελεστής ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβα­σης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου Αναφοράς), προσαυξανόμενου ως ακολούθως, αναλόγως της κατηγορίας κάθε αμοιβαίου κεφαλαίου βάσει της υπ' αριθ. 1/317/11.11.2004 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (ΦΕΚ 1746 Β726.11.2004), όπως εκάστοτε ισχύει:

α) για αμοιβαία κεφάλαια διαθεσίμων άνευ προσαυξήσεως,

β) για ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια, κατά είκοσι πέντε εκατοστά της μονάδας (0,25),

γ) για μικτά αμοιβαία κεφάλαια, κατά πέντε δέκατα της μονάδας (0,5),

δ) για μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια και για κάθε άλλο τύπο αμοιβαίων πλην των αναφερόμενων πιο πάνω περιπτώσεων, κατά μία (1) μονάδα.

Ο φόρος υπολογίζεται επί του εξαμηνιαίου μέσου όρου του καθαρού ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου, λογίζεται καθημερινά και αποδίδεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο των μηνών Ιουλίου και Ιανουαρίου του επόμενου εξαμήνου από τον υπολογισμό του. Η καταβολή του φόρου γίνεται στο όνομα και για λογαριασμό του αμοιβαίου κεφαλαίου.

Σε περίπτωση αμοιβαίου κεφαλαίου το οποίο επενδύει το ενεργητικό του σε μερίδια άλλων αμοιβαίων κεφαλαίων (άρθρο 23 του ν. 3283/2004), ο οφειλόμενος φόρος υπολογίζεται ανάλογα με την κατηγορία στην οποία κατατάσσεται το αμοιβαίο αυτό κεφάλαιο με βάση την ανωτέρω απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Ο φόρος ο οποίος αναλογεί επί των επί μέρους αμοιβαίων κεφαλαίων και έχει καταβλη­θεί εκπίπτεται μέχρι του ποσού του οφειλόμενου φόρου από το αμοιβαίο κεφάλαιο του παρόντος εδαφίου.

Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς ή της κατάταξης του αμοιβαίου κεφαλαίου, η προκύπτου­σα νέα βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει από την πρώτη ημέρα του επόμενου της μεταβολής μήνα.

Με την καταβολή του φόρου εξαντλείται η φορο­λογική υποχρέωση του αμοιβαίου κεφαλαίου και των μεριδιούχων του. Οι διατάξεις των άρθρων 113 και 116 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος εφαρμόζονται ανάλογα και για το φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις αυτής της παραγράφου.»

 

    3.  Η παράγραφος 2 του άρθρου 39 του ν. 3371/2005 (ΦΕΚ 178 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «2. Τα εισοδήματα από κινητές αξίες, που αποκτούν οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου από την ημεδαπή ή αλλοδαπή, απαλλάσσονται της φορολογίας εισοδήματος και δεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου. Ειδικά για τους τόκους ομολογιακών δανείων, η απαλλαγή ισχύει με την προϋπόθεση ότι οι τίτλοι από τους οποίους προκύπτουν οι τόκοι αυτοί έχουν αποκτηθεί τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από το χρόνο που έχει ορισθεί για την εξαργύρωση των τοκομεριδί­ων. Σε αντίθετη περίπτωση, ενεργείται παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 και 54 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέ­ωση της εταιρίας επενδύσεων χαρτοφυλακίου για τα εισοδήματα αυτά.»

 

    4.  Η παράγραφος 3 του άρθρου 39 του ν. 3371/2005 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «3. Οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου υποχρε­ούνται σε καταβολή φόρου, ο συντελεστής του οποίου ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κε­ντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου Αναφοράς), προσαυξανό­μενου κατά μία (1) ποσοστιαία μονάδα και υπολογίζεται επί του εξαμηνιαίου μέσου όρου των επενδύσεων τους, πλέον διαθεσίμων σε τρέχουσες τιμές.

Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς, η προκύπτουσα νέα βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει από την πρώτη ημέρα του επόμενου της μεταβολής μήνα.

Ο φόρος αποδίδεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονο­μική Υπηρεσία μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο των μηνών Ιουλίου και Ιανουαρίου του επόμενου εξαμήνου από τον υπολογισμό. Με την καταβολή του φόρου αυ­τού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της εταιρίας και των μετόχων. Οι διατάξεις των άρθρων 113 και 116 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος εφαρμόζονται αναλόγως και για το φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις αυτής της παραγράφου.»

 

    5. Η παράγραφος 6 του άρθρου 16α του ν. 2459/1997 (ΦΕΚ 17 Α'), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 6 του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α'), καταργείται για εισοδήματα που κτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.

 

    6.  Η παράγραφος 2 του άρθρου 20 του ν. 2778/1999 (ΦΕΚ 295 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «2. Η φορολόγηση των κερδών του αμοιβαίου κε­φαλαίου ακινήτων γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφοι 2 και 3 του ν. 3283/2004, όπως ισχύει. Ο συντελεστής ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου Αναφοράς), προσαυξανόμενου κατά μία (1) ποσοστιαία μονάδα.

Ο φόρος υπολογίζεται επί του εξαμηνιαίου μέσου όρου του καθαρού ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου, λογίζεται καθημερινά και αποδίδεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο των μηνών Ιουλίου και Ιανουαρίου του επόμενου εξαμήνου από τον υπολογισμό του. Η καταβολή του φόρου γίνεται στο όνομα και για λογαριασμό του αμοιβαίου κεφαλαίου.

Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς η προκύπτουσα νέα βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει από την πρώτη ημέρα του επομένου της μεταβολής μήνα.

Με την καταβολή του φόρου εξαντλείται η φορο­λογική υποχρέωση του αμοιβαίου κεφαλαίου και των μεριδιούχων του.»

 

    7.  Η παράγραφος 2 του άρθρου 31 του ν. 2778/1999 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «2. Οι εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος για τα εισο­δήματα από κινητές αξίες γενικά του εσωτερικού ή του εξωτερικού, που αποκτούν μη υποκείμενα σε πα­ρακράτηση φόρου. Ειδικά για τους τόκους ομολογιακών δανείων, η απαλλαγή ισχύει με την προϋπόθεση ότι οι τίτλοι από τους οποίους προκύπτουν οι τόκοι αυτοί έχουν αποκτηθεί τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από το χρόνο που έχει ορισθεί για την εξαργύρωση των τοκομεριδίων. Σε αντίθετη περίπτωση, ενεργείται παρακράτηση φόρου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 και 54 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολο­γική υποχρέωση της εταιρίας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία για τα εισοδήματα αυτά.»

 

    8.  Η παράγραφος 3 του άρθρου 31 του ν. 2778/1999 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «3. Οι εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία υποχρεούνται σε καταβολή φόρου ο συντελεστής του οποίου ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου Αναφοράς) προσαυξανόμενου κατά μία (1) ποσοστιαία μονάδα και υπολογίζεται επί του μέσου όρου των επενδύσεων τους, πλέον των διαθεσίμων, σε τρέχουσες τιμές, όπως απεικονίζονται στους εξαμηνιαίους πίνακες επενδύσεων που προβλέπονται από την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του παρόντος νόμου. Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς, η προκύπτουσα νέα βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει από την πρώτη ημέρα του επόμενου της μεταβολής μήνα. Ο φόρος αποδίδεται στην αρ­μόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του μήνα που ακολουθεί το χρονικό διάστημα που αφορούν οι εξαμηνιαίοι πίνακες επενδύ­σεων. Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της εταιρίας και των μετόχων της. Οι διατάξεις των άρθρων 113 και 116 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος εφαρμόζονται ανάλογα και για το φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις αυτής της παραγράφου, όπως ισχύουν κάθε φορά.»

 

    9.  Οι παράγραφοι 4 και 6 του άρθρου 114 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος καταργούνται και η παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου αναριθμείται σε 4 και αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «4. Με την καταβολή του οριζόμενου στην παράγραφο 3 του άρθρου 39 του ν. 3371/2005 φόρου, τα διανεμόμενα μερίσματα στους μετόχους της εταιρίας επενδύσεων χαρτοφυλακίου απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος.»

 

    10. Η παράγραφος 7 του άρθρου 114 του Κώδικα Φο­ρολογίας Εισοδήματος αναριθμείται σε 5.

 

    11.  Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για εισοδήματα που κτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.

 

   

   

Αρθρο 16

Θέματα Φορολογίας Κεφαλαίου

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'

ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

 

    1. Η περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών και Κερδών από Λαχεία, ο οποίος κυρώθη­κε με το ν. 2961/2001 (ΦΕΚ 266 Α'), αντικαθίσταται ως ακολούθως:

 

    «α) Η κτήση πλοίων, μετοχών ή μεριδίων ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιρειών πλοιοκτητριών πλοίων ολικής χωρητικότητας άνω των χιλίων πεντακοσίων (1.500) κόρων.»

 

    2.  Στην ενότητα Γ' του άρθρου 43 του Κώδικα Φο­ρολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών και Κερδών από Λαχεία προστίθεται περίπτωση στ' που έχει ως ακολούθως:

 

    «στ) χρηματικά ποσά μέχρι ογδόντα χιλιάδες (80.000) ευρώ συνολικά ανά δικαιούχο, που καταβάλλονται, εφά­παξ ή περιοδικά, σε σύζυγο και ανήλικα τέκνα στρατιω­τικού που απεβίωσε κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας συνεπαγόμενης επαυξημένο κίνδυνο και προδήλως και αναμφισβήτητα λόγω αυτής.»

 

    3. Οι δωρεές σε χρήμα στις οποίες προβαίνουν οι επι­χειρήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου και μέχρι του ποσού που αναφέρεται σε αυτές εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα, προκειμέ­νου για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών, που υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος, με την προϋπόθεση ότι κατατίθενται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δα­νείων ή σε λογαριασμό που τηρείται σε τράπεζα που λειτουργεί στην Ελλάδα.

 

    4.  Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων 2 και 3 ισχύουν για ποσά που καταβάλλονται από την 1η Ιανουαρίου 2006 και μετά.

 

    5. Η περίπτωση α' της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν. 3427/2005 (ΦΕΚ 312 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «α. οι περιπτώσεις α', β', γ' και δ' της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του α.ν.1521/1950 (ΦΕΚ 245 Α'),».

 

    Η διάταξη της παραγράφου αυτής ισχύει από 27 Δε­κεμβρίου 2005.

 

    6. Στο άρθρο 8 του ν. 3427/2005 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

 

    «Αν κατά τον έλεγχο η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησης είναι μικρότερη από αυτή που προκύπτει με βάση τις κατά δήλωση του υπόχρεου τιμές κτήσης και πώλησης, η δηλωθείσα αξία θεωρείται ειλικρινής.»

 

    Η διάταξη της παραγράφου αυτής ισχύει από 27 Δε­κεμβρίου 2005.

 

    7. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του ν. 3427/2005 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Οι περιπτώσεις διανομής, ανταλλαγής ή συνένωσης ακινήτων, τα οποία αποκτήθηκαν στο σύνολο τους μετά την 1.1.2006, υπόκεινται σε τέλος συναλλαγής.»

 

    8.  Η περίπτωση ι' της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του α.ν. 1521/1950 καταργείται και οι περιπτώσεις ια', ιβ' και ιγ' αναριθμούνται σε ι', ια' και ιβ' αντίστοιχα.

 

    9. Στην περίπτωση ία' της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του α.ν. 1521/1950 διαγράφεται η φράση «ή αντικλή­των».

 

    10. Στο δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α' της παρα­γράφου 1 του άρθρου 3 του α.ν. 1521/1950, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της με την παράγραφο 3 του άρθρου 21 του ν. 3427/2005, και στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 22 του ν. 3427/2005 διαγράφεται η φράση «η χρήση».

 

    11. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 50 του ν. 542/1977 (ΦΕΚ 41 Α') προστίθεται εδάφιο ως εξής:

 

    «Τα ανωτέρω ισχύουν και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα εισφερόμενα ακίνητα δεν ιδιοχρησιμοποιούνται από τη συγχωνευόμενη εταιρεία κατά το χρόνο της συγχώνευσης. Οι διατάξεις της παραγράφου αυ­τής εφαρμόζονται και για υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των φορολογικών αρχών και των διοικητικών δικαστηρίων.»

 

    12. Η προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 22 του ν. 3427/2005 παρατείνεται από τη λήξη της μέχρι και 30 Νοεμβρίου 2007.

 

    13. Στην περίπτωση ζ' του άρθρου 23 του ν. 2459/1997 (ΦΕΚ 17 Α') αντικαθίσταται η λέξη «μηνιαίες» με τη λέξη «διμηνιαίες». Η διάταξη της παραγράφου αυτής ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2006.

 

    14. Στην παράγραφο 15 του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 (ΦΕΚ 238 Α') προστίθεται εδάφιο ως εξής:

 

    «Κατ' εξαίρεση οι στεγαστικές ανάγκες του αγοραστή με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον εξήντα επτά τοις εκατό (67%) αυξάνονται σε ενενήντα (90) τ.μ..»

 

   

   

Αρθρο 17

Διευκολύνσεις ληξιπρόθεσμων χρεών

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

 

    1. Το άρθρο 18 του ν. 2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α') αντικα­θίσταται ως εξής:

 

    « Αρθρο 18

Περιορισμοί

 

    1. Προϋπόθεση για την εξέταση αιτήματος χορήγησης διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής αποτελεί η πλη­ρωμή παραβόλου υπέρ του Δημοσίου που ανέρχεται σε ποσοστό πέντε τοις χιλίοις (5%ο) επί της υπαγόμενης σε διευκόλυνση βασικής οφειλής , το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

Δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου όταν η αίτηση αφορά:

α) στη διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 82 του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α') (Κ.Ε.Δ.Ε.),

β) στην απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του ν.δ. 356/1974,

γ) στην επανεξέταση αιτήματος διευκόλυνσης τμη­ματικής καταβολής, κατά τα οριζόμενα στην περίπτω­ση γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 14, με εξαίρεση την οφειλή για την οποία χορηγείται διευκόλυνση για πρώτη φορά.

 

    2.  Η διευκόλυνση τμηματικής καταβολής χορηγείται για τη ληξιπρόθεσμη βασική οφειλή. Αν όμως στην ίδια οφειλή, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης διευκόλυνσης, υπάρχουν και μη ληξιπρόθεσμες δόσεις, τότε περιλαμβάνεται υποχρεωτικά και το ποσό αυτών στην απόφαση της διευκόλυνσης, με εξαίρεση τις οφει­λές από φόρους κληρονομιών - δωρεών - γονικών παρο­χών. Στις δόσεις που προκύπτουν από το άθροισμα των συντελεστών βαρύτητας των κριτηρίων του προηγού­μενου άρθρου προστίθεται ο αριθμός των δόσεων που δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες. Αν υφίστανται δύο ή περισσότερες οφειλές με μη ληξιπρόθεσμες δόσεις, προστίθεται ο αριθμός των δόσεων της οφειλής με τις περισσότερες μη ληξιπρόθεσμες δόσεις, ο συνολικός όμως αριθμός των δόσεων της διευκόλυνσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις σαράντα οκτώ (48).

 

    3. Στον ίδιο υπόχρεο και για την ίδια οφειλή επιτρέ­πεται χορήγηση μέχρι τριών διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής. Η δεύτερη διευκόλυνση μπορεί να χορηγη­θεί μετά την απώλεια της πρώτης, με βάση τα κριτήρια και τους συντελεστές βαρύτητας αυτών, καθώς και με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο. Η τρίτη διευκόλυνση μπορεί να χορηγηθεί μετά την απώλεια της δεύτερης, όμως ο αριθμός των δόσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τον εναπομείναντα αριθμό των δόσεων της δεύτερης διευκόλυνσης που απωλέστηκε, η δε πρώτη δόση αυτής θα είναι ίση με ποσοστό τουλάχιστον δέκα τοις εκατό (10%) της οφειλής για την οποία χορηγείται η τρίτη διευκόλυνση. Επίσης σε κάθε περίπτωση που χορηγείται διευκόλυνση για αναστολή μέτρου είσπρα­ξης ή χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας, μπορεί να τίθεται αυξημένο ποσό πρώτης δόσης.

 

    4.  Επιτρέπεται επανεξέταση άπαξ από την αρμόδια Επιτροπή του άρθρου 15 κατά τη διάρκεια της πρώτης ή δεύτερης διευκόλυνσης για αύξηση του αριθμού των δόσεων, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση γ' της πα­ραγράφου 2 του άρθρου 14 του παρόντος.

 

    5. Τα ευεργετήματα που ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 13 παρέχονται μόνο στην πρώτη διευκό­λυνση εφόσον ο υπόχρεος συμμορφώνεται πλήρως, ήτοι καταβάλλει κανονικά όλες τις μηνιαίες δόσεις αυτής. Για την απόκτηση των ευεργετημάτων του άρθρου 19 πρέπει να καταβληθεί τουλάχιστον η πρώτη δόση της διευκόλυνσης, καθώς και το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών που δεν υπάγονται σε διευκόλυνση.

 

    6.  Ο οφειλέτης χάνει το ευεργέτημα της διευκόλυν­σης τμηματικής καταβολής, εφόσον δεν πληρώσει τρεις συνεχείς μηνιαίες δόσεις αυτής.

 

    2.  Το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του ν. 2648/1998 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικο­νομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυ­βερνήσεως, ορίζονται τα μέλη της Επιτροπής με τους αναπληρωτές τους, μέχρι τέσσερις εισηγητές με τους αναπληρωτές τους, χωρίς δικαίωμα ψήφου, από τους προϊσταμένους τμημάτων ή υπαλλήλους ΠΕ κατηγορίας της Διεύθυνσης Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, καθώς και ο γραμματέας αυτής με τον αναπληρωτή του.»

 

    3. Η περίπτωση γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του ν. 2648/1998 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «γ) Οφειλετών που ζητούν την επανεξέταση του αι­τήματος τους για αύξηση του αριθμού των δόσεων της διευκόλυνσης που τους χορηγήθηκε από το αρμόδιο όργανο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η διάταξη του τρίτου εδαφίου του άρθρου 17 του παρόντος νόμου. Το αίτημα για την επανεξέταση πρέπει να υποβληθεί το αργότερο μέσα σε δύο (2) μήνες από την τελευταία εμπρόθεσμη πληρωμή της δόσης της προηγούμενης δι­ευκόλυνσης και περιλαμβάνει το υπόλοιπο ποσό αυτής, καθώς και τις οφειλές που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες κατά το χρονικό διάστημα από τη χορήγηση της μέχρι την ημέρα υποβολής της αίτησης επανεξέτασης.»

 

    4. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης γ' της πα­ραγράφου 1 του άρθρου 82 του ν. δ. 356/1974 καταρ­γείται.

 

    5. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 82 του ν. δ. 356/1974 προστίθεται περίπτωση δ' που έχει ως ακολούθως:

 

    «δ) από οφειλέτες φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που παρουσιάζουν μερική φοροδοτική ικανότητα. Στην πε­ρίπτωση αυτή μπορεί να περιοριστούν ολικά ή μερικά οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που επιβα­ρύνουν την οφειλή.»

 

   

Αρθρο 18

Βεβαίωση - Είσπραξη και Επιστροφή Εσόδων

 

    1. Η κατά τις κείμενες διατάξεις βεβαίωση τίτλων εί­σπραξης φόρων και λοιπών εσόδων του Δημοσίου δεν πραγματοποιείται όταν το προς βεβαίωση ποσό είναι μικρότερο των τριάντα (30) ευρώ, εκτός αν από ειδική διάταξη ορίζεται διαφορετικά.

 

    2. Η κατά τις κείμενες διατάξεις επιστροφή φόρων και λοιπών εσόδων του Δημοσίου δεν πραγματοποιείται όταν το προς επιστροφή ποσό είναι μικρότερο των πέντε (5) ευρώ, εκτός αν από ειδική διάταξη ορίζεται διαφορετικά.

 

    3.  Η παράγραφος 5 του άρθρου 39 του ν.2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α'), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «5. Αμελείται η λήψη των προβλεπόμενων, από τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ.356/1974) αναγκαστικών μέτρων είσπραξης σε βάρος οφειλετών, εκτός του μέτρου της κατάσχεσης απαιτήσεων εις χείρας τρίτων, εφόσον οι συνολικές βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές τους σε δημόσια οικονομική υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) υπέρ του Δημοσίου ή νομικών προ­σώπων ή τρίτων δεν υπερβαίνουν τα τριακόσια (300) ευρώ, εκτός των οφειλών από πρόστιμα του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και οφειλών υπέρ Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.»

 

    Αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, που έχουν επιβληθεί μέχρι την προηγούμενη ημέρα ισχύος των διατάξεων αυτών σε βάρος οφειλετών, για οφειλές μικρότερες του ανωτέρω ποσού, αίρονται μετά από αίτηση του οφειλέτη, εφόσον εξοφληθούν τα έξοδα διοικητικής εκτέλεσης.

 

    4. Στο τέλος του άρθρου 31 του ν. δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.) προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:

 

    «Δεν επιτρέπεται η κατάσχεση μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων που καταβάλλονται περιο­δικώς, εφόσον το ποσό αυτών μηνιαίως είναι μικρότερο των εξακοσίων (600) ευρώ, στις περιπτώσεις δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό επιτρέπεται η κατάσχεση επί του ενός τετάρτου (1/4) αυτών, το εναπομένον όμως ποσό δεν μπορεί να είναι κατώτερο των εξακοσίων (600) ευρώ.»

 

    Κατασχέσεις, που έχουν επιβληθεί μέχρι την προη­γούμενη ημέρα ισχύος των διατάξεων αυτών σε βάρος οφειλετών που υπάγονται στην ανωτέρω περίπτωση, αίρονται μετά από αίτηση του οφειλέτη.

 

    5.  Οι μέχρι την 31.12.2005 βεβαιωμένες ανείσπρακτες οφειλές στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) υπέρ του Δημοσίου, νομικών προσώπων ή τρίτων, διαγρά­φονται, εφόσον το συνολικό ποσό της βασικής οφειλής ανά οφειλέτη, κατά την ημερομηνία ισχύος του παρόντος, δεν υπερβαίνει τα τριάντα (30) ευρώ. Η διαγραφή γίνεται οίκοθεν με πράξεις του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κατά τις διατάξεις του π.δ. 16/1989 (ΦΕΚ 6 Α').

 

    6.  Στις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 12 του ν. 3052/2002 (ΦΕΚ 221 Α'), όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 17 του ν. 3259/2004 (ΦΕΚ 149 Α') και με τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 3470/2006 (ΦΕΚ 132 Α'), υπάγονται και οι οφειλές, οι οποίες είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες στις Τράπεζες μέχρι 31.12.2005, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης τους στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ.. Τα ευεργετήματα των ανω­τέρω διατάξεων παρέχονται για μεν τις οφειλές που έχουν ήδη βεβαιωθεί στις Δ.Ο.Υ., εφόσον εξοφληθούν εντός τριμήνου από την ισχύ της διάταξης αυτής, για δε τις οφειλές της ίδιας κατηγορίας που βεβαιώνονται μετά την ισχύ της διάταξης εφόσον εξοφληθούν εντός τριμήνου από τη βεβαίωση τους στις Δ.Ο.Υ..

 

   

Αρθρο 19

 

Ρυθμίσεις χρεών πτωχών οφειλετών

 

    Μετά το άρθρο 62 του ν.δ. 356/1974 «Περί Κωδικός Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» προστίθεται άρθρο 62 Α', που έχει ως εξής:

 

    «Αρθρο 62 Α

Ρύθμιση χρεών πτωχών οφειλετών του Δημοσίου

 

    1.  Τα πτωχευτικά χρέη των πτωχών οφειλετών του Δημοσίου που είναι βεβαιωμένα στις Δημόσιες Οικο­νομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και στα Τελωνεία μπορεί να ρυθμίζονται, ύστερα από αίτηση του υπόχρεου, με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής του άρθρου 9 του ν. 2386/1996 (ΦΕΚ 43 Α'), στην οποία προστίθενται, ως μέλος ένας Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και δύο εισηγητές, εφόσον το συνολικό βασικό χρέος δεν υπερβαίνει το ποσό των εξακοσίων χιλιάδων (600.000) ευρώ. Αν το συνολικό βασικό χρέος υπερβαίνει το ανωτέρω ποσό, το αίτημα εξετάζεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.

 

    2.  Ως βασικό χρέος θεωρείται το σύνολο των βεβαι­ωμένων χρεών, έστω και αν αυτά δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα, όπως το ύψος τους έχει διαμορφωθεί κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ρύθμισης, μετά και από τυχόν πληρωμή ή νόμιμη διαγραφή, χωρίς τις κατά το άρθρο 6 του παρόντος, προσαυξήσεις εκπρό­θεσμης καταβολής.

 

    3. Η ρύθμιση μπορεί να αφορά είτε στην απαλλαγή του πτωχού οφειλέτη από την καταβολή μέρους ή όλων των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, των φορολογι­κών προσαυξήσεων και προστίμων με εφάπαξ καταβολή του υπολοίπου, είτε στην καταβολή του βασικού χρέους και των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, σε συνεχείς μηνιαίες δόσεις, είτε σε συνδυασμό και των δύο περιπτώσεων. Ο αριθμός των μηνιαίων δόσεων δεν μπορεί να υπερβεί τις ενενήντα (90). Από την ημερομη­νία έκδοσης της απόφασης για τη ρύθμιση, οι δόσεις δεν επιβαρύνονται με επιπλέον προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, εκτός εάν καθυστερήσει η καταβολή τους. Η πρώτη δόση είναι καταβλητέα μέσα σε δύο (2) μήνες από την ημερομηνία αποδοχής της ρύθμισης από τον οφειλέτη και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα καθενός από τους επόμενους μήνες.

 

    4.  Η ρύθμιση τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση της μη εμπρόθεσμης πληρωμής τριών (3) συνεχών μηνιαίων δό­σεων. Σε περίπτωση πλήρους συμμόρφωσης του οφει­λέτη προς τους όρους της ρύθμισης, το ποσό των προ­σαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, των φορολογικών προσαυξήσεων και προστίμων που απαλλάχθηκε με τη ρύθμιση ο οφειλέτης, διαγράφεται από τα οικεία βιβλία της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ή του Τελωνείου, κατά περίπτωση, εκτός εάν υπάρχουν συνυπόχρεα για την καταβολή του πρόσωπα, οπότε αναζητούνται από αυτά. Σε περίπτωση πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης, η ρύθμιση ανατρέπεται αυτοδίκαια, χωρίς δήλωση του Δημοσίου, με συνέπεια να καθίσταται αμέσως απαιτητό το υπόλοιπο χρέος με το σύνολο των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής με τις οποίες επιβαρύνεται από τη βεβαίωση του μέχρι την εξόφληση του.

 

    5. Η αποδοχή της ρύθμισης από τον πτωχό οφειλέτη γίνεται με ρητή, ανεπιφύλακτη και χωρίς όρους δήλω­ση του που καταχωρίζεται στο σώμα της απόφασης για τη ρύθμιση και υπογράφεται από αυτόν παρουσία του προϊσταμένου της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ή του Τελωνείου μέσα σε ένα (1) μήνα από την πρόσκληση του. Η αποδοχή της ρύθμισης αποτελεί αναγνώριση της ύπαρξης και του ύψους του παλαιού χρέους (βασικού και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης κα­ταβολής).

 

    6.  Από την ημέρα υποβολής της αίτησης ρύθμισης αναστέλλεται η παραγραφή των χρεών για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ρύθμιση, η δε παραγραφή δεν συ­μπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από το χρόνο ανατροπής της ρύθμισης ή της έκδοσης απορριπτικής απόφασης επί της αίτησης ή της έγγραφης άρνησης αποδοχής της ρύθμισης ή της άπρακτης παρόδου της προθεσμίας για την αποδοχή αυτής, κατά περίπτωση.

 

    7.  Για τη ρύθμιση απαιτείται να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) να έχει κηρυχθεί και να βρίσκεται σε κατάσταση πτώχευσης κατά το χρόνο εξέτασης της αίτησης ο οφειλέτης ή ο αιτών που ευθύνεται για την πληρωμή χρεών άλλου, φυσικού ή νομικού προσώπου, έστω και αν το τελευταίο δεν έχει κηρυχθεί σε κατά­σταση πτώχευσης, β) τα χρέη να είναι προς το Δημόσιο ή και προς τρίτους μόνον εφόσον έχουν συμβεβαιωθεί με τα χρέη προς το Δημόσιο, γ) τα χρέη να είναι πτωχευτικά, δ) ο αιτών να μην έχει καταδικασθεί, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης πτώχευσης, για το αδίκημα της δόλιας χρεωκοπίας, ούτε να έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη ή να εκκρεμεί ποινική δίκη για το αδίκημα αυτό.

 

    8. Η Επιτροπή γνωμοδοτεί για την αποδοχή ή μη της αίτησης ρύθμισης του πτωχού οφειλέτη μετά από συ­νεκτίμηση στοιχείων, που αφορούν στην προσωπική και οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και από τα οποία αποδεικνύεται η οικονομική αδυναμία άμεσης ή και εφάπαξ πληρωμής του συνόλου ή μέρους των χρεών του και στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται το επισφαλές ή μη της είσπραξης των απαιτήσεων του Δημοσίου. Στο πλαίσιο αυτό συνεκτιμώνται ιδίως: α) η ύπαρξη κινητής ή ακίνητης περιουσίας του πτωχού, η αξία και τα τυχόν βάρη αυτής, β) η εν γένει οικονομική και επαγγελματική κατάσταση, η ηλικία, η κατάσταση της υγείας του πτωχού και των μελών της οικογένειας του, γ) οι προς τρίτους υποχρεώσεις του (υποχρέωση διατροφής, χρέη προς ασφαλιστικά ταμεία και ιδιώ­τες), δ) το ύψος και το είδος των χρεών (βασικού και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής), ε) το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η διαδικασία της πτώχευσης, η ύπαρξη ή μη πτωχευτικής περιουσίας και η αξία αυτής, η αναγγελία ή μη άλλων πιστωτών, τα προνόμια και το ύψος των απαιτήσεων αυτών.

 

    9. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικο­νομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυ­βερνήσεως, καθορίζονται διαδικαστικές λεπτομέρειες εφαρμογής των ανωτέρω.»

 

   

Αρθρο 20

 

Τροποποίηση διατάξεων επιβολής Φ.Π.Α. σε νεόδμητα ακίνητα

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΟ ΦΟΡΟ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

    Οι διατάξεις του Κώδικα Φ.Π.Α., ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α'), τροποποιούνται, αντι­καθίστανται και συμπληρώνονται ως εξής:

 

    1.  Η περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 6 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «α) η μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας, η σύσταση ή η παραίτηση από το δικαίωμα προσωπικής ή πραγματικής δουλείας, η παραχώρηση του δικαιώματος αποκλει­στικής χρήσης επί κοινόκτητων κύριων, βοηθητικών ή ειδικών χώρων κτισμάτων ή επί κοινόκτητου τμήματος οικοπέδου καθώς και η μεταβίβαση του δικαιώματος άσκησης της επικαρπίας των ακινήτων της παραγρά­φου 1.»

 

    2. Η περίπτωση γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 7 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «γ) η ιδιοκατοίκηση, η παράδοση σε μη φορολογητέα δραστηριότητα του ιδίου υποκειμένου, η μίσθωση, η δωρεάν παραχώρηση της χρήσης ή η χρησιμοποίηση για οποιονδήποτε σκοπό ξένο προς την επιχείρηση, των ακινήτων που προβλέπουν οι διατάξεις του άρ­θρου 6,».

 

    3.  Η παράγραφος 3 του άρθρου 16 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «3. Ειδικά για τις πράξεις που προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 περίπτωση α' του άρθρου 6 και της παραγράφου 2 περίπτωση γ' του άρθρου 7, η φορολογική υποχρέωση γεννάται και ο φόρος καθίστα­ται απαιτητός κατά το χρόνο:

α) υπογραφής του οριστικού συμβολαίου,

β) σύνταξης της έκθεσης κατακύρωσης στην περίπτω­ση εκούσιου ή αναγκαστικού πλειστηριασμού και μέχρι τη σύνταξη της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης,

γ) μεταγραφής στις λοιπές περιπτώσεις που δεν απαι­τείται η κατάρτιση συμβολαιογραφικού εγγράφου,

δ) πραγματοποίησης των πράξεων που προβλέπουν οι διατάξεις της περίπτωσης γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 7,

ε) υπογραφής προσυμφώνου, με τον όρο της αυτοσύμβασης που προβλέπει το άρθρο 235 του Αστικού Κώδικα εφόσον καταβλήθηκε ολόκληρο το τίμημα και παραδόθηκε η νομή του ακινήτου.»

 

    4. Η περίπτωση δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 19 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «δ) για τις πράξεις που προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 περίπτωση α' του άρθρου 6, ως φορολογητέα αξία λαμβάνεται το τίμημα που έλαβε ή πρόκειται να λάβει για τις πράξεις αυτές ο υποκείμε­νος από τον αγοραστή, τον λήπτη ή τρίτο πρόσωπο, προσαυξημένο με οποιαδήποτε παροχή που συνδέεται με τις πράξεις αυτές.

Για τις παραδόσεις ακινήτων στον κύριο του οικοπέ­δου που αναθέτει σε εργολάβο την ανέγερση οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής, ως φορολογητέα αξία λαμβάνεται η αξία των κτισμάτων που παραδίδονται σε αυτόν, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αξία του ιδανικού μεριδίου του οικοπέδου που αντιστοιχεί σε αυτά. Η αξία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από την αξία των ποσοστών του οικοπέδου που μεταβιβάζονται από τον κύριο του οικοπέδου στον εργολάβο κατασκευαστή ή στον από αυτόν υποδεικνυόμενο τρίτο.

Σε περίπτωση διαχωρισμού της επικαρπίας από την κυριότητα, η αξία της επικαρπίας προσδιορίζεται σε πο­σοστό της αξίας της πλήρους κυριότητας σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 15 του Κώδικα κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Λαχεία που κυρώθηκε με τον ν.2961/2001 (ΦΕΚ 266 Α') όπως ισχύει.»

 

    5. Η περίπτωση λα' της παραγράφου 1 του άρθρου 22 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «λα) α) η παράδοση ακινήτων, εκτός από:

-  την παράδοση που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 6,

-  τις παραδόσεις που προβλέπουν οι διατάξεις της περίπτωσης γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 7,

β) η παράδοση ακινήτων σε δικαιούχους απαλλαγής από το φόρο μεταβίβασης κατά την απόκτηση πρώτης κατοικίας, καθώς και η παραχώρηση του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επί κοινόκτητων κύριων, βοηθη­τικών ή ειδικών χώρων κτισμάτων ή επί κοινόκτητου τμήματος οικοπέδου που συνίσταται υπέρ των ανωτέρω ακινήτων. Η απαλλαγή αυτή από το Φ.Π.Α. κρίνεται ορι­στικά κατά το χρόνο της παράδοσης του ακινήτου.

 

    6. Η περίπτωση ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 32 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «ε) κυρωμένο αντίγραφο της έκτακτης περιοδικής δή­λωσης ή της ειδικής δήλωσης της περίπτωσης γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 36, όπου προβλέπεται η καταβολή φόρου με τις δηλώσεις αυτές, από τις οποίες αποδεικνύεται η καταβολή του φόρου.»

 

    7.  Οι υποπεριπτώσεις ί και ϋ της περίπτωσης γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 36 αντικαθίστανται και προ­στίθεται νέα υποπερίπτωση iii ως εξής:

 

    «ι) Ειδική δήλωση Φ.Π.Α, όταν ενεργεί πράξεις που προ­βλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 1 και της περίπτω­σης α' της παραγράφου 2 του άρθρου 6. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται κατά το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 16. Με την υποβολή της δήλωσης αυτής, καταβάλλεται εφάπαξ ο αναλογών στην παράδοση του ακινήτου φόρος, αφού συμψηφισθεί ο φόρος εισροών κατά το ποσοστό που βαρύνει τη μεταβιβαζόμενη ιδιο­κτησία, όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι τη χρονική στιγμή γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.

Η ίδια δήλωση υποβάλλεται και για τις πράξεις που προβλέπουν οι διατάξεις της περίπτωσης γ' της παρα­γράφου 2 του άρθρου 7, χωρίς την καταβολή του φόρου, ο οποίος καταβάλλεται με την περιοδική δήλωση Φ.Π.Α. της οικείας φορολογικής περιόδου.

ιι) Ειδικά έντυπα απεικόνισης του συνολικού κόστους της οικοδομής και κατανομής αυτού στις επί μέρους ιδιοκτησίες, προϋπολογιστικά και απολογιστικά.

iii) Γνωστοποίηση για τη χρησιμοποίηση ακινήτου, το οποίο κατασκευάστηκε ως εμπορεύσιμο στοιχείο επι­χείρησης, ως παγίου σε φορολογητέα δραστηριότητα, καθώς και για ακίνητο το οποίο απαλλοτριώθηκε. Η γνωστοποίηση αυτή υποβάλλεται ταυτόχρονα με την περιοδική δήλωση της φορολογικής περιόδου κατά την οποία άρχισε η χρησιμοποίηση ή πραγματοποιήθηκε η απαλλοτρίωση.»

 

    8.  Η παράγραφος 3 του άρθρου 37 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «3. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται: α) να μη συντάσσουν έγγραφα για πράξεις που προ­βλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 περίπτωση α' του άρθρου 6, πλην της περίπτωσης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ή για πράξεις για τις οποίες ο φόρος καταβάλλεται με έκτακτη δήλωση, εφόσον δεν παρα­δίδεται σε αυτούς θεωρημένο αντίγραφο της ειδικής δήλωσης που προβλέπει η διάταξη της περίπτωσης γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 36 και του σχετικού ή σχετικών διπλοτύπων καταβολής του φόρου ή της έκτακτης δήλωσης, κατά περίπτωση,

β) να αναγράφουν στα πιο πάνω έγγραφα τον αύξοντα αριθμό της ειδικής δήλωσης που προβλέπει η διάταξη της περίπτωσης γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 36 και του σχετικού ή σχετικών διπλοτύπων καταβολής του φόρου ή της έκτακτης δήλωσης, κατά περίπτωση.»

 

    9. Οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 37 αναριθμού­νται σε 5 και 6 και προστίθεται νέα παράγραφος 4 ως εξής:

 

    «4. Ο υποθηκοφύλακας ή ο προϊστάμενος του κτημα­τολογικού γραφείου είναι υποχρεωμένος να αρνηθεί τη μεταγραφή σύμβασης ή δικαστικής απόφασης ή οποιασ­δήποτε άλλης πράξης που αφορά πράξεις επί ακινήτων που προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 περίπτωση α' του άρθρου 6, πλην της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, αν δεν προσκομίζεται σε αυτόν αντί­γραφο της ειδικής δήλωσης της περίπτωσης γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 36.»

 

    10. Στο άρθρο 38 η παράγραφος 10 αναριθμείται σε 11 και προστίθεται νέα παράγραφος 10 ως εξής:

 

    «10. Η ειδική δήλωση της περίπτωσης γ' της παρα­γράφου 4 του άρθρου 36 ανακαλείται στις περιπτώσεις ματαίωσης του συμβολαίου, ύστερα από αίτηση του υποκειμένου η οποία υποβάλλεται με την ίδια αίτηση για ακύρωση της πράξης προσδιορισμού του φόρου σύμφωνα με την περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 56.»

 

    11. Στο άρθρο 56 προστίθεται νέα παράγραφος 2 ως εξής:

 

    «2. Ειδικά, πράξη προσδιορισμού του φόρου που εκδόθηκε σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 48 επί ειδικής δήλωσης της περίπτωσης γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 36 είτε κατ' αυτής ασκήθηκε προσφυγή είτε επετεύχθη διοικητική επίλυση της διαφοράς είτε περαιώθηκε ως ειλικρινής, δύναται να ακυρωθεί για έναν από τους παρακάτω λόγους:

α) σε περίπτωση ματαίωσης συμβολαίου,

β) σε περίπτωση διόρθωσης στοιχείων εκ παραδρομής δηλωθέντων λανθασμένα στην ειδική δήλωση, πλην του φόρου των εισροών, πριν την υπογραφή του συμβολαίου.

Για την ακύρωση αποφασίζει ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ., ύστερα από αίτηση του υποκειμένου, εφόσον προσκομίζεται το πρωτότυπο της ειδικής δήλωσης και βεβαιώνεται από τον συμβολαιογράφο επί του σώματος αυτής ότι δεν έγινε η μεταβίβαση.»

 

    12. Η ισχύς των διατάξεων του άρθρου αυτού αρχίζει από 1ης Ιανουαρίου 2006.

 

   

Αρθρο 21

Τροποποίηση των διατάξεων σχετικά με τις παραδόσεις των ανακυκλώσιμων απορριμμάτων

 

    1. Οι διατάξεις του Κώδικα Φ.Π.Α. ο οποίος κυρώθηκε με τον ν. 2859/2000 τροποποιούνται και συμπληρώνο­νται ως εξής:

 

    Προστίθεται νέα υποπερίπτωση εε' στην περίπτωση δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 35 ως εξής:

 

    «εε) Παράδοση αγαθών που πραγματοποιείται κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 39α».

 

    2. Το άρθρο 39α, που προστέθηκε με την παράγραφο 16 του άρθρου 19 του ν. 3091/2002 (ΦΕΚ 330 Α'), τρο­ποποιείται ως εξής:

 

    «1. Οι υποκείμενοι στο φόρο που πραγματοποιούν σε άλλους υποκείμενους παραδόσεις ανακυκλώσιμων απορριμμάτων, όπως αυτά καθορίζονται στην παρά­γραφο 2 του άρθρου αυτού, θεωρείται ότι διενεργούν πράξεις απαλλασσόμενες με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών τους και κατά συνέπεια δεν επιβα­ρύνουν με Φ.Π.Α. το φορολογικό στοιχείο που εκδίδουν. Υποχρεούνται όμως να αναγράφουν στο στοιχείο αυτό την ένδειξη «Αρθρο 39α, υπόχρεος για την καταβολή του φόρου είναι ο αγοραστής των αγαθών».

 

    2. Ως παραδόσεις ανακυκλώσιμων απορριμμάτων, για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, θεω­ρούνται οι κατωτέρω παραδόσεις εφόσον προορίζονται για ανακύκλωση:

α) παραδόσεις απορριμμάτων σιδηρούχων και μη σι­δηρούχων μετάλλων, αποκομμάτων και άλλων χρησι­μοποιημένων υλικών,

β) παραδόσεις ημικατεργασμένων προϊόντων από σι­δηρούχα και μη σιδηρούχα μέταλλα,

γ) παραδόσεις υπολειμμάτων και λοιπών ανακυκλώσι­μων υλικών αποτελούμενων από σιδηρούχα και μη σι­δηρούχα μέταλλα, κράματα, σκουριές, φολίδες ή τέφρα και βιομηχανικών υπολειμμάτων που περιέχουν μέταλλα ή κράματα μετάλλων,

δ) παραδόσεις ξεσμάτων και αποκομμάτων, απορ­ριμμάτων και χρησιμοποιούμενων ανακυκλώσιμων υλι­κών αποτελούμενων από υαλοθραύσματα, γυαλί, χαρτί, χαρτόνι, ράκη, οστά, δέρμα φυσικό ή τεχνητό, διφθέρες, ακατέργαστα δέρματα και δορές, τένοντες και νεύρα, σπάγκους, σχοινιά και παλαμάρια, καλώδια, καουτσούκ και πλαστικές ύλες,

ε) παραδόσεις αποκομμάτων και απορριμμάτων που προκύπτουν από την επεξεργασία πρώτων υλών,

στ) παραδόσεις των υλικών που αναφέρονται στις πε­ριπτώσεις α' έως και ε' μετά από καθαρισμό, στίλβωση, διαλογή, κοπή, τεμαχισμό και συμπίεση.»

 

    3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων ισχύ­ουν για πράξεις που διενεργούνται από 1ης Ιανουαρίου 2007.

 

    4. Οι διατάξεις του άρθρου 42 του ν. 3220/2004 (ΦΕΚ 15 Α') έχουν ανάλογη εφαρμογή και στις επιχειρήσεις που προμηθεύτηκαν ανακυκλώσιμα απορρίμματα μέ­χρι τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με φορολογικά στοιχεία που εκδόθηκαν μέχρι την ημερομηνία αυτή από τους φερόμενους στα στοιχεία αυτά προμηθευτές των ανακυκλώσιμων απορ­ριμμάτων, εφόσον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εάν μέχρι τότε έχουν κοινοποιηθεί πράξεις προσδιορισμού Φ.Π.Α., προστίμου Φ.Π.Α., Κ.Β.Σ. ή εντός εξήντα (60) ημερών από της κοι­νοποιήσεως των παραπάνω πράξεων, καταβληθεί από τους λήπτες των παραπάνω φορολογικών στοιχείων ο αναφερόμενος σε αυτά φόρος προστιθέμενης αξίας.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται ανάλογα και στις υποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου 42, εφόσον, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερ­νήσεως, καταβληθεί από τους λήπτες των φορολογικών στοιχείων ο αναφερόμενος σε αυτά φόρος προστιθέ­μενης αξίας.

 

   

Αρθρο 22

Μείωση συντελεστή Φ.Π.Α. που εφαρμόζεται στα αγαθά τα οποία προορίζονται για χρήση από άτομα με αναπηρία

 

    Οι διατάξεις του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίστανται ως εξής:

 

    Στις διατάξεις του Κεφαλαίου Α' - ΑΓΑΘΑ- του Παραρτήματος III (ΑΓΑΘΑ και ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΟΥ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΕ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗ Φ.Π.Α. 9%) του ν. 2859/2000:

 

    Α. Τροποποιούνται οι παράγραφοι 47, 48 και 49 ως εξής:

 

    «47. Αμαξάκια τύπου πολυθρόνας και άλλα οχήματα για αναπήρους, έστω και με κινητήρα ή άλλο μηχανισμό προώθησης, ανταλλακτικά αναπηρικού αμαξιδίου και ερεσίνωτο (Δ.Κ. 8713 και ΕΧ 8714).

 

    48.  Αντισυλληπτικές συσκευές που ονομάζονται «ενδομήτρια αντισυλληπτικά», αυτολιπεαιόμενοι καθετήρες, καθετήρες κεντρικοί για αιμοκάθαρση, καθετήρες σίτισης, καθετήρες περιτοναϊκής, καθετήρες κύστεως υπερειδικές, σύριγγες σίτισης, πιεσόμετρα ομιλούντα, βελόνες (για τις πένες ινσουλίνης), βελόνες τεχνητού νεφρού (Δ.Κ. ΕΧ 9018).

 

    49. Είδη και συσκευές ορθοπεδικής, στα οποία περι­λαμβάνονται και οι ιατροχειρουργικές ζώνες και επίδε­σμοι και οι πατερίτσες. Νάρθηκες, υποστηρίγματα και άλλα είδη και συσκευές για κατάγματα. Είδη και συσκευ­ές προσθέσεως. Συσκευές για τη διευκόλυνση της ακοής στους κουφούς και άλλες συσκευές που κρατιούνται με το χέρι, φέρονται από τα πρόσωπα ή εισάγονται στον ανθρώπινο οργανισμό, με σκοπό την αναπλήρωση μιας έλλειψης ή τη θεραπεία μιας αναπηρίας. Συσκευές έκ­χυσης ινσουλίνης. Εξαιρούνται τα μέρη και εξαρτήματα των παραπάνω αγαθών (Δ.Κ. ΕΧ 9021).»

 

    Β. Προστίθενται δύο νέες διατάξεις στο τέλος του ως άνω Παραρτήματος III, ως εξής:

 

    «56. Ανυψωτικό τουαλέτας (Δ.Κ. ΕΧ 3922), μπανιέρες για ανάπηρους (Δ.Κ. ΕΧ 3922, 6910, 7324), στηθόδεσμος μαστεκτομής - μαγιώ μαστεκτομής (Δ.Κ. ΕΧ 6212, 6112, 6211), προγράμματα για ηλεκτρονικούς υπολογιστές (jaws, supernova, hall, φωναισθησίας, file reader) (Δ.Κ. EX 8524), εκτυπωτές Braille (Δ.Κ. EX 8471), ρολόγια χειρός (Braille) (Δ.Κ. EX 9102), πινακίδες γραφής (Braille), μέτρα (Braille) (Δ.Κ. EX 9017), μπαστούνια (λευκά και ηλεκτρονι­κά) (Δ.Κ. EX 6602), κασετόφωνα με 4 tracks (Braille) (Δ.Κ. EX 8519 και ΕΧ 8520), ταινίες μέτρησης σακχάρου (Δ.Κ. ΕΧ 3822), τα οποία προορίζονται για την εξυπηρέτηση ατόμων με ειδικές ανάγκες.

 

    57. Καθίσματα μπάνιου, αντλία αποσιδήρωσης για μεσογειακή αναιμία, σύστημα τραχειοστομίας - τραχειοσωλήνες - φίλτρα, περπατούρα, τρίποδο, σύστη­μα φωτεινής ειδοποίησης, δέκτης φωτεινών σημάτων, Braille display, scanner, Braille note taker, προγράμματα κινητών τηλεφώνων σε ελληνική και ξένη έκδοση (mobile speak, speaking phone), πλαίσια γραφής για άτομα με μειωμένη όραση (Braille), κάλτσες Α.Γ. ή Κ.Γ., κάλτσες κολοβώματος, φίλτρα αιμοκάθαρσης, αιμοδιήθησης, αιμοδιαδιήθησης και πλασμαφαίρεσης, γραμμές αιμοκάθαρσης, αιμοδιήθησης, αιμοδιαδιήθησης και πλασμαφαίρεσης, σάκοι περισυλλογής υγρού προετοιμασίας φίλτρων, Y-connectors, σετ φλεβοκέντησης κατά την αιμοκάθαρση, φύσιγγες διττανθρακικών, συνδετικό από τιτάνιο, γραμμή σύνδεσης και αποχέτευσης, σάκοι απο­χέτευσης, κασέτες σύνδεσης, Clamp (λαβίδες), βαλίτσα περιτοναϊκής κάθαρσης (SMART PD CASE), αναλώσιμο υλικό για κολοστομίες, τα οποία προορίζονται για την εξυπηρέτηση ατόμων με ειδικές ανάγκες.»

 

   

Αρθρο 23

Μείωση συντελεστή Φ.Π.Α. σε ορισμένες υπηρεσίες

 

    1. Οι διατάξεις του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίστανται και συμπληρώνονται ως εξής:

 

    Στις διατάξεις του Κεφαλαίου Β' - ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ - του Παραρτήματος III (ΑΓΑΘΑ και ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΟΥ ΥΠΑΓΟ­ΝΤΑΙ ΣΕ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗ Φ.Π.Α. 9%) του ν.2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α'), όπως ισχύει, προστίθενται νέες παράγραφοι 16 και 17, ως εξής:

 

    «16. Επισκευής ποδηλάτων, υποδημάτων και δερμα­τίνων ειδών.

 

    17. Ανακαίνιση και επισκευή παλαιών ιδιωτικών κατοι­κιών, εξαιρουμένων των υλικών των οποίων η αξία υπερ­βαίνει το ποσό που προβλέπεται από την περίπτωση δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ.186/1992 ΦΕΚ 84 Α').»

 

    2.  Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.2007.

 

   

Αρθρο 24

Παροχή δικαιώματος επιλογής υπαγωγής το Φ.Π.Α. των εμπορικών κέντρων

 

    1. Η περίπτωση δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «δ) η μίσθωση βιομηχανοστασίων και χρηματοθυρίδων. Επίσης, η μίσθωση, αυτοτελώς ή στα πλαίσια μικτών συμβάσεων, χώρων που πραγματοποιείται από επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται εμπορικά κέντρα εφόσον ο υποκείμενος το επιθυμεί και υποβάλλει για αυτό αίτηση επιλογής φορολόγησης,».

 

    2.  Στο άρθρο 8 του Κώδικα Φ.Π.Α. προστίθεται νέα παράγραφος 5 ως εξής:

 

    «5. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικο­νομικών καθορίζεται η έννοια του εμπορικού κέντρου, καθώς και οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και οι λεπτο­μέρειες άσκησης της επιλογής της περίπτωσης δ' της παραγράφου 2, καθώς και οποιαδήποτε άλλη λεπτομέ­ρεια εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου αυτού.»

 

    3. Η περίπτωση κστ' της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «κστ) οι μισθώσεις ακινήτων, εκτός αυτών της περί­πτωσης δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 8».

 

    4. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 33 του Κώδικα Φ.Π.Α. προστίθενται εδάφια ως εξής:

 

    «Για τα εμπορικά κέντρα, για τα οποία πραγματοποιεί­ται επιλογή φορολόγησης, σύμφωνα με την περίπτωση δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 8, η έκπτωση του φό­ρου που ενεργήθηκε υπόκειται σε δεκαετή διακανονισμό με αφετηρία το έτος χρησιμοποίησης τους. Ο διακα­νονισμός ενεργείται κάθε έτος για το ένα δέκατο (1/10) του φόρου που επιβάρυνε το αγαθό, ανάλογα με τις μεταβολές του δικαιώματος έκπτωσης. Για τα εμπορικά κέντρα, για τα οποία στις 31.12.2006 δεν έχει παρέλθει η πενταετής περίοδος διακανονισμού, το εναπομένον προς διακανονισμό ποσό του φόρου διακανονίζεται με βάση συνολική περίοδο δέκα (10) ετών.»

 

    5.  Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.2007.

 

   

Αρθρο 25

Λοιπές διατάξεις Φ.Π.Α.

 

    1.  Στις διατάξεις του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις:

 

    α. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης β' της παρα­γράφου 4 του άρθρου 19 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου, δύναται ο υποκείμενος στο φόρο να μην αναγράφει φόρο για την αξία της συσκευασίας τόσο κατά την παράδοση όσο και κατά την επιστροφή αυτής. Οφείλεται, όμως, ο φόρος στην αξία της συσκευασίας όταν αυτή δεν επιστρέφεται.»

 

    β. Η περίπτωση στ' της παραγράφου 4 του άρθρου 30 καταργείται.

 

    2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύ­ουν από την 1η Ιανουαρίου 2006.

 

    3. Η περίπτωση β' της παραγράφου 4 του άρθρου 30 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «β) αγοράς, εισαγωγής ή ενδοκοινοτικής απόκτησης οινοπνευματωδών ή αλκοολούχων ποτών, εφόσον αυτά προορίζονται για την πραγματοποίηση μη φορολογη­τέων πράξεων.»

 

   

Αρθρο 26

Τέλη χαρτοσήμου εργολαβικών συμβάσεων

 

    Εργολαβικά προσύμφωνα για ανέγερση οικοδομών με το σύστημα της αντιπαροχής που καταρτίζονται μετά την 1η Ιανουαρίου 2006 και η άδεια οικοδομής είχε εκ­δοθεί μέχρι 31.12.2005 υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου τρία επί τοις εκατό (3%) εφαρμοζομένων αναλογικά των διατάξεων της παρ.9 του άρθρου 15ε του προεδρικού διατάγματος της 28.7.1931 (ΦΕΚ 239 Α') «Περί κωδικός των νόμων περί τελών χαρτοσήμου».

Για εργολαβικά προσύμφωνα που έχουν καταρτιστεί πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, τα αναλο­γούντα τέλη χαρτοσήμου δεν αναζητούνται από τους συμβολαιογράφους που τα κατάρτισαν, αλλά από τους κατασκευαστές - εργολάβους, οι οποίοι οφείλουν να τα αποδώσουν στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρε­σία (Δ.Ο.Υ.) χωρίς την επιβολή προσαυξήσεων, εντός τριών μηνών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.

Επιστρέφονται τα καταβληθέντα τέλη χαρτοσήμου και η εισφορά υπέρ Ο.Γ.Α., για εργολαβικά προσύμφωνα ανέγερσης οικοδομών με το σύστημα της αντιπαρο­χής που καταρτίστηκαν μέχρι 31.12.2005 και η άδεια οικοδομής εκδόθηκε μετά την 1.1.2006 και η παράδοση των κτισμάτων υπάγεται σε Φ.Π.Α.. Για την επιστροφή απαιτείται υποβολή αίτησης του δικαιούχου εντός τρί­μηνης ανατρεπτικής προθεσμίας από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.

 

   

   

 

Αρθρο 27

Γενικές διατάξεις

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΒΙΒΛΙΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'

ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΒΙΒΛΙΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

 

    Οι διατάξεις του π.δ. 186/1992 (ΦΕΚ 84 Α') τροποποι­ούνται, αντικαθίστανται και συμπληρώνονται ως ακο­λούθως:

 

    1. Το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 2 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Επιτηδευματίας για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος λογίζεται και κάθε αλλοδαπό νομικό πρόσωπο οποιασδήποτε μορφής που δεν έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα, εφόσον αναγείρει ακίνητο εντός της ελληνικής επικράτειας ή πραγματοποιεί σε τέτοιο ακίνητο προ­σθήκες ή επεκτάσεις.»

 

    2. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:

 

    «Δεν θεωρούνται επιτηδευματίες:

α) ο αγρότης και η αγροτική εκμετάλλευση που ορίζο­νται από τα άρθρα 41 και 42 του ν.2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α'), εφόσον δεν έχουν ενταχθεί για τη δραστηριότητα τους αυτή στο κανονικό καθεστώς του νόμου αυτού,

β) το φυσικό πρόσωπο πλην του ελεύθερου επαγ­γελματία που παρέχει υπηρεσίες περιστασιακά σε επιτηδευματία ή σε πρόσωπο της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού και το σύνολο των ετήσιων αμοιβών του δεν υπερβαίνει το όριο της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού για αυτούς που παρέχουν υπηρεσίες, εφόσον δεν είναι επιτηδευματίας από άλλη αιτία,

γ) ο συγγραφέας δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, ο συνταξιούχος για την πρώτη μετά τη συνταξιοδότηση του έκδοση βιβλίου και ο εισηγητής επιμορφωτικών σεμιναρίων δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος ή συντα­ξιούχος, εφόσον τα πρόσωπα αυτά δεν είναι επιτηδευ­ματίες από άλλη αιτία,

δ) το φυσικό πρόσωπο που σύμφωνα με την παρά­γραφο 1 του άρθρου 3 του ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α') δεν θεωρείται ότι ασκεί δραστηριότητα υπαγόμενη στο Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, με την προϋπόθεση ότι δεν έχει την ιδιότητα του επιτηδευματία από άλλη αιτία και παρέχει υπηρεσίες προς τα πρόσωπα της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού,

ε) το φυσικό πρόσωπο που συνδέεται με σχέση μί­σθωσης έργου με φορέα εκτέλεσης ερευνητικού έργου το οποίο χρηματοδοτείται ή επιχορηγείται γενικώς από την Ευρωπαϊκή Ενωση, εφόσον δεν είναι επιτηδευματίας από άλλη αιτία, το ποσό αυτών των αμοιβών του δεν υπερβαίνει το διπλάσιο του ορίου που ορίζεται από την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού για αυτούς που παρέ­χουν υπηρεσίες και οι υπηρεσίες που παρέχει αφορούν αποκλειστικά το ερευνητικό έργο που χρηματοδοτείται ή επιχορηγείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.»

 

    3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 2 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Τις υποχρεώσεις της προηγούμενης παραγράφου έχει και η κοινοπραξία επιτηδευματιών, που θεωρείται επιτη­δευματίας για την εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα αυτού, εφόσον έχει ορισμένη επαγγελματική διεύθυνση, αποβλέπει στη διενέργεια συγκεκριμένης πράξης, απο­δεικνύεται με έγγραφη συμφωνία, που κατατίθεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) πριν από την έναρξη των εργασιών της, και τα μέλη της είναι, διαζευκτικά ή αθροιστικά: α) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που το καθένα ασκεί δική του επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα, β) ομόρρυθμο μέλος διαφορετικής ομόρρυθ­μης ή ετερόρρυθμης εταιρίας, γ) αλλοδαπό φυσικό ή νο­μικό πρόσωπο που ασκεί επιχείρηση εκτός της ελληνικής επικράτειας, με την προϋπόθεση ότι έχει λάβει αριθμό φορολογικού μητρώου στην Ελλάδα πριν τη συμμετοχή του στην κοινοπραξία και αυτή εκπροσωπείται από ημε­δαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο.»

 

    4. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 2 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Το Δημόσιο, το ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό πρόσω­πο ή επιτροπή ή ένωση προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, το αλλοδαπό νομικό πρόσωπο που δεν έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα και αποκτά κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου στην ημε­δαπή, οι ξένες αποστολές και οι διεθνείς οργανισμοί υποχρεούνται μόνο στη λήψη, έκδοση, υποβολή και δι­αφύλαξη των στοιχείων που ορίζονται ρητά από τον Κώδικα αυτόν.»

 

    5. Η παράγραφος 4 του άρθρου 2 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «4. Οι αγρότες και οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις που ορίζονται από τα άρθρα 41 και 42 του ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α'), εφόσον δεν έχουν ενταχθεί στο κανονικό καθεστώς του νόμου αυτού, υποχρεούνται να εκδίδουν μόνο δελτίο αποστολής στις περιπτώσεις που ρητά ορίζεται από τον Κώδικα αυτόν.»

 

    6. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 2 τα όρια των εννέα χιλιάδων (9.000) ευρώ και των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ αντικαθίστανται σε δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ και πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ αντίστοιχα.

 

    7. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 2 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Ειδικά και ανεξάρτητα από το ύψος των ακαθάριστων εσόδων απαλλάσσεται από την τήρηση βιβλίων, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρ­θρου 4 του παρόντος Κώδικα, ο πράκτορας κρατικών λαχείων και παιγνίων (ΠΡΟ-ΠΟ, ΛΟΤΤΟ και συναφή), ο εφημεριδοπώλης, ο υποπράκτορας εφημερίδων και περιοδικών και ο πλανόδιος λαχειοπώλης, μόνο για τις δραστηριότητες αυτές. Τα πρόσωπα αυτά, εάν διατη­ρούν και άλλο κλάδο πώλησης αγαθών ή παροχής υπη­ρεσιών, για την υποχρέωση τήρησης βιβλίων για τον κλάδο αυτόν κρίνονται αυτοτελώς.»

 

    8. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 2 καταργείται.

 

    9. Η περίπτωση δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 3 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «δ) ως παροχή υπηρεσιών και: αα) η διάθεση ηλεκτρο­μαγνητικών ή άλλων μέσων στα οποία ενσωματώνεται το δικαίωμα λήψης υπηρεσιών, ββ) η παροχή λογισμικού και η ενημέρωση του, γγ) η επεξεργασία αγαθών τρίτων με τη χρησιμοποίηση ή μη ίδιων υλικών, των οποίων το κόστος σε κάθε περίπτωση δεν υπερβαίνει το ένα τρίτο (1/3) της συνολικής αμοιβής, δδ) η περίπτωση κατά την οποία χρησιμοποιούνται υλικά, των οποίων το κόστος σε κάθε περίπτωση δεν υπερβαίνει το ένα τρίτο (1/3) της συνολικής αμοιβής, με την προϋπόθεση ότι από τη χρησιμοποίηση των υλικών αυτών δεν παράγεται νέο είδος αγαθού.»

 

   

Αρθρο 28

Βιβλία επιτηδευματιών

 

    1.  Η παράγραφος 1 του άρθρου 4 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «1. Ο επιτηδευματίας εντάσσεται σε κατηγορία βι­βλίων όπως ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 6 του άρθρου αυτού ή απαλλάσσεται από την τήρηση βιβλίων όπως ορίζεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 2 του Κώδικα αυτού από την έναρξη κάθε διαχειριστικής του περιόδου.»

 

    2. Τα τρία πρώτα εδάφια της παραγράφου 2 του άρ­θρου 4 αντικαθίστανται ως εξής:

 

    «Στην τρίτη κατηγορία:

α) Οι ημεδαπές και αλλοδαπές ανώνυμες και περιο­ρισμένης ευθύνης εταιρίες.

β) Τα πρόσωπα των περιπτώσεων β', γ' και δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994 - ΦΕΚ151 Α') που ασχολούνται με την ανέγερση και πώληση οικοδομών ή την κατα­σκευή δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων, καθώς και οι κοινοπραξίες που έχουν το ίδιο αντικείμενο εργασιών, εφόσον σε αυτές συμμετέχει τουλάχιστον ένα από τα πρόσωπα της παρούσας περίπτωσης ή ημεδαπή ανώ­νυμη ή περιωρισμένης ευθύνης εταιρεία.

γ) Οι ομόρρυθμες και οι ετερόρρυθμες εταιρείες, οι κοινωνίες αστικού δικαίου και οι αστικές εταιρίες που ασχολούνται με την ανέγερση και πώληση οικοδομών για όλες τις δραστηριότητες τους, εφόσον σε αυτές συμμετέχει τουλάχιστον ένα από τα πρόσωπα της πα­ραγράφου 1 του άρθρου 101 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

δ) Οι κοινοπραξίες στις οποίες εισφέρεται η κατα­σκευή τμήματος ή ολόκληρου δημόσιου ή ιδιωτικού τεχνικού έργου από τις κοινοπραξίες της περίπτωσης β'.»

 

    3.  Οι περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 3 του άρθρου 4 αντικαθίστανται ως εξής:

 

    «α) Ο εκμεταλλευτής πλοίου δεύτερης κατηγορίας του άρθρου 3 του ν. 27/1975, καθώς και ο επιτηδευμα­τίας του οποίου τα καθαρά κέρδη προσδιορίζονται με ειδικό τρόπο σύμφωνα με τις διατάξεις περί φορολο­γίας εισοδήματος, με εξαίρεση τον επιτηδευματία που ασχολείται με την κατασκευή δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων.

β) Ο πράκτορας εφημερίδων και περιοδικών, καθώς και ο πρατηριούχος χονδρικής πώλησης καπνοβιομηχανικών προϊόντων.»

 

    4.  Η περίπτωση β' της παραγράφου 4 του άρθρου 4 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «β) ο πωλητής οπωρολαχανικών, νωπών αλιευμάτων και λοιπών αγροτικών προϊόντων αποκλειστικά στις κι­νητές λαϊκές αγορές ή πλανοδίως,».

 

    5. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 4 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Στην κατηγορία που αντιστοιχεί στα ετήσια ακαθά­ριστα έσοδα τους, όχι όμως σε κατηγορία κατώτερη της δεύτερης, οι λοιποί επιτηδευματίες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για τους οποίους δεν προβλέπεται ένταξη με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου αυτού, οι νέοι επιτηδευματίες κατά την έναρξη των εργασιών τους, για τους οποίους δεν προβλέπεται ειδική ένταξη, καθώς και οι αστικές επαγγελματικές εταιρείες δικηγόρων που προεδρικού διατάγματος 518/1989 (ΦΕΚ 220 Α').»

 

    6. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 4 τα όρια τήρησης βιβλίων αντικαθίστανται και προ­στίθενται στην παράγραφο αυτή δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο ως εξής:

 

«Κατηγορίες βιβλίων

όρια ακαθάριστων εσόδων

Πρώτη

μέχρι και 150.000 ευρώ

Δεύτερη

μέχρι και 1.500.000 ευρώ

Τρίτη

άνω των 1.500.000 ευρώ»

 

«Ειδικά οι ομόρρυθμες και οι ετερόρρυθμες εταιρείες, οι κοινωνίες αστικού δικαίου, οι αστικές εταιρείες και οι κοινοπραξίες, οι οποίες ασχολούνται με την ανέγερση και πώληση οικοδομών και στις οποίες δεν συμμετέχει πρόσωπο της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, καθώς και οι επιτηδευματίες φυσικά πρόσωπα που ασχολούνται με το ίδιο αντικεί­μενο εργασιών για τις διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1.1.2008 και μετά εντάσσονται στην τρίτη κατηγορία βιβλίων για τη δραστηριότητα αυτή, εφόσον τα ετήσια ακαθάριστα έσοδα της προηγούμενης κάθε φορά διαχειριστικής περιόδου υπερβαίνουν τα πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ. Όποιος από τους επι­τηδευματίες αυτούς ασχολείται και με την κατασκευή δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων, για την ένταξη σε κατηγορία βιβλίων ο κλάδος αυτός κρίνεται αυτοτελώς με βάση τα όρια του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου. Στην περίπτωση που έχει παράλληλα και άλλο κλάδο πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, τηρεί για όλες τις δραστηριότητες του τα βιβλία της κατηγορίας που αντιστοιχεί στο σύνολο των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων του, με βάση τα όρια του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.»

 

    7.  Στο τέλος της παραγράφου 7 του άρθρου 4 προ­στίθεται εδάφιο ως εξής:

 

    «Για την υποχρέωση σύνταξης απογραφής από τον επιτηδευματία της δεύτερης κατηγορίας κατά την πρώ­τη διαχειριστική του περίοδο τα ακαθάριστα έσοδα αυτής δεν ανάγονται σε ετήσια.»

 

    8. Η παράγραφος 4 του άρθρου 5 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «4. Τα ποσά των εξόδων μέχρι εκατόν πενήντα (150) ευρώ έκαστο και ο Φ.Π.Α. που αντιστοιχεί σε αυτά μπο­ρεί να καταχωρούνται καθημερινά στις στήλες που αφο­ρούν συγκεντρωτικά με ένα ποσό, με αναγραφή και του πλήθους των αντίστοιχων δικαιολογητικών.»

 

    9. Η περίπτωση γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 6 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «γ) Η αξία αγοράς και πώλησης των πάγιων στοιχείων, ο Φ.Π.Α. που αναλογεί σε αυτές, καθώς και οι αποσβέ­σεις τους, όταν εξάγεται λογιστικό αποτέλεσμα.»

 

    10. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 6 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Μέχρι τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλω­σης φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικονομικού έτους στο βιβλίο εσόδων - εξόδων καταχωρείται ανάλυ­ση των ακαθάριστων εσόδων από πωλήσεις αγαθών και παροχή υπηρεσιών, με διάκριση λιανικών - χονδρικών πωλήσεων, καθώς και των εξόδων για αμοιβές προσω­πικού και τρίτων, για ενοίκια, για τόκους και για λοιπά έξοδα.»

 

    11. Τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 2 του άρθρου 7 αντικαθίστανται ως εξής:

 

    «Διατάξεις που επιβάλλουν την τήρηση κλαδικών λο­γιστικών σχεδίων κατισχύουν των διατάξεων των προ­ηγούμενων εδαφίων.»

 

    12. Ο τίτλος και οι διατάξεις του άρθρου 8 αντικαθί­στανται ως εξής:

 

    «Αρθρο 8

Βιβλίο αποθήκης, παραγωγής - κοστολογίου, τεχνικών προδιαγραφών

 

    1.  Ο επιτηδευματίας που πωλεί αγαθά για δικό του λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων ή για ίδιο λογα­ριασμό και για λογαριασμό τρίτων, εφόσον κατά τις δύο προηγούμενες διαχειριστικές περιόδους τα ετήσια ακαθάριστα έσοδα του υπερέβησαν το ποσό των πέ­ντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ ή το ποσό των έξι εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (6.500.000) ευρώ προκειμένου για επιτηδευματία που πωλεί τα αγαθά του εκτός της χώρας κατά ποσοστό άνω του ογδόντα τοις εκατό (80%), τηρεί βιβλίο αποθήκης. Στο βιβλίο απο­θήκης καταχωρούνται για κάθε αγαθό οι αγορές και οι πωλήσεις κατά είδος, ποσότητα και αξία και η ποσοτική διακίνηση κατά είδος και ποσότητα κατά την εισαγωγή και εξαγωγή. Τα αγαθά των τρίτων παρακολουθούνται ξεχωριστά τουλάχιστον κατά είδος και ποσότητα.

 

    2.  Ο επιτηδευματίας που ενεργεί επεξεργασία για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων ή για ίδιο λογαριασμό και για λογαριασμό τρίτων, εφόσον κατά τις δύο προηγούμενες διαχειριστικές περιόδους τα ετή­σια ακαθάριστα έσοδα του υπερέβησαν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ ή το ποσό των έξι εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (6.500.000) ευρώ προκειμένου για επιτηδευματία που πωλεί τα προϊόντα του εκτός της χώρας ή ενεργεί επεξεργασία για λογα­ριασμό κατοίκου άλλης χώρας κατά ποσοστό άνω του ογδόντα τοις εκατό (80%) του συνόλου των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων του κλάδου επεξεργασίας, τηρεί βιβλίο αποθήκης πρώτων υλών, βοηθητικών υλών, υλικών συσκευασίας, έτοιμων προϊόντων και υποπροϊόντων. Στο βιβλίο αποθήκης καταχωρούνται, για κάθε αγαθό, οι αγορές και πωλήσεις κατ' είδος, ποσότητα και αξία και η εντός και εκτός της επιχείρησης ποσοτική διακί­νηση κατ' είδος και ποσότητα. Όταν ο επιτηδευματίας ενεργεί επεξεργασία για λογαριασμό τρίτων, στο βιβλίο αποθήκης παρακολουθούνται μόνο οι πρώτες ύλες, οι βοηθητικές ύλες, τα υλικά συσκευασίας και τα έτοιμα προϊόντα των τρίτων ξεχωριστά τουλάχιστον κατ' είδος και ποσότητα.

Η αξία κτήσης των πρώτων υλών, των βοηθητικών υλών και των υλικών συσκευασίας που διατέθηκαν για την επεξεργασία, καθώς και το κόστος των έτοιμων προϊόντων και υποπροϊόντων που παράχθηκαν, ανα­γράφεται στο βιβλίο αποθήκης στο τέλος της διαχει­ριστικής περιόδου και μέχρι την προθεσμία σύνταξης του ισολογισμού.

Βοηθητικές ύλες και υλικά συσκευασίας των οποίων η συνολική αξία δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) του συνολικού κόστους των προϊόντων με βάση τα στοι­χεία της προηγούμενης χρήσης μπορεί να παρακολου­θούνται στο βιβλίο αποθήκης συνολικά μόνο κατ' αξία σε αντίστοιχο λογαριασμό. Σε περίπτωση υπέρβασης του ορίου αυτού παρακολουθούνται συνολικά κατ' αξία, μέχρι εξάντλησης του ανωτέρω ποσοστού, οι βοηθη­τικές ύλες και τα υλικά συσκευασίας που έχουν κατά σειρά τη μικρότερη κατ' είδος συμμετοχή στο κόστος παραγωγής των προϊόντων.

Ο παραπάνω επιτηδευματίας ο υπόχρεος σε τήρηση βιβλίου αποθήκης εκδίδει δελτίο εσωτερικής διακίνησης για την εντός της ημέρας εξαγωγή από την αποθήκη προς την παραγωγική διαδικασία πρώτων υλών, βοη­θητικών υλών και υλικών συσκευασίας ιδίων ή τρίτων ή την επαναφορά τους στην αποθήκη, καθώς και για τα εντός της ημέρας παραχθέντα έτοιμα προϊόντα που ει­σάγονται στην αποθήκη ετοίμων. Στο δελτίο εσωτερικής διακίνησης αναγράφεται το είδος και η ποσότητα των αγαθών που διακινούνται, καθώς και ο χώρος προέλευ­σης και προορισμού των αγαθών.

 

    3. Προκειμένου για επιτηδευματία που έχει παράλληλα με τον κλάδο εμπορίου και ξεχωριστό κλάδο επεξερ­γασίας, η υποχρέωση τήρησης του βιβλίου αποθήκης κρίνεται αυτοτελώς για κάθε κλάδο.

 

    4.  Ο επιτηδευματίας που υποχρεώνεται σε τήρηση βιβλίου αποθήκης τηρεί αυτό σε δύο συνεχείς διαχειρι­στικές περιόδους και σταματά την τήρηση του από την επόμενη διαχειριστική περίοδο εκείνης που για δεύτερη συνεχή διαχειριστική περίοδο δεν υπερέβη το εκάστοτε ισχύον όριο. Υποχρέωση τήρησης του βιβλίου αποθήκης δημιουργείται εκ νέου από την επόμενη διαχειριστική περίοδο εκείνης που για δεύτερη συνεχή διαχειριστική περίοδο τα ετήσια ακαθάριστα έσοδα υπερέβησαν το εκάστοτε ισχύον όριο.

Για την τήρηση ή την παύση της τήρησης του βιβλίου αποθήκης στην περίπτωση αύξησης των οριζόμενων ορίων, λαμβάνονται υπόψη τα νέα όρια και για τις δύο προηγούμενες χρήσεις που λήγουν μέχρι το χρόνο έναρξης ισχύος των νέων ορίων.

 

    5. Στο βιβλίο αποθήκης που τηρείται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 2 αναγράφεται και η χρονολογία εισαγωγής ή εξαγωγής κατά περίπτω­ση με μνεία του οικείου δικαιολογητικού εγγραφής. Η ενημέρωση της εξαγωγής μπορεί να γίνεται με μία συ­γκεντρωτική εγγραφή σε ημερήσια βάση ανά είδος και σειρά στοιχείων που εκδίδονται, με την προϋπόθεση ότι, όταν ζητηθεί από τον έλεγχο και στο χρόνο που ορί­ζεται από αυτόν, είναι δυνατή η εκτύπωση ή η σύνταξη κατάστασης με την αναλυτική κίνηση ανά παραστατικό όλων ή μερικών ειδών.

Σε ιδιαίτερες μερίδες του βιβλίου αποθήκης της έδρας παρακολουθούνται:

α) η κίνηση κάθε υποκαταστήματος με εξαρτημένη λογιστική κατ' είδος, ποσότητα και αξία κατά την ει­σαγωγή και εξαγωγή, β) η κίνηση κάθε αποθηκευτικού χώρου κατ' είδος και ποσότητα κατά την εισαγωγή και εξαγωγή, γ) τα αγαθά που βρίσκονται σε τρίτους για οποιονδήποτε σκοπό κατ' είδος, ποσότητα και ανά τρίτο επιτηδευματία.

Όταν στο υποκατάστημα τηρείται βιβλίο αποθήκης κατ' είδος, ποσότητα και αξία ή στον αποθηκευτικό χώρο κατ' είδος και ποσότητα, η μερίδα του υποκα­ταστήματος ή του αποθηκευτικού χώρου που τηρείται στην έδρα μπορεί να ενημερώνεται με τη συνολική μηνι­αία κίνηση του υποκαταστήματος ή του αποθηκευτικού χώρου εντός του επόμενου μήνα.

 

    6. Στο υποκατάστημα από τα βιβλία του οποίου εξά­γεται αυτοτελές λογιστικό αποτέλεσμα τηρείται ίδιο βιβλίο αποθήκης σύμφωνα με όσα ορίζονται από τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων. Στο υπο­κατάστημα από τα βιβλία του οποίου δεν εξάγεται αυ­τοτελές λογιστικό αποτέλεσμα και το οποίο βρίσκεται σε άλλο νομό ή νησί από την έδρα ή σε απόσταση μεγαλύτερη των πενήντα (50) χιλιομέτρων από αυτή τηρείται βιβλίο αποθήκης κατ' είδος και ποσότητα με δυνατότητα τήρησης του και κατ' αξία.

Τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο ισχύουν ανάλογα και για τους αποθηκευτικούς χώρους.

Αν το υποκατάστημα ή ο αποθηκευτικός χώρος βρί­σκεται στον ίδιο νομό και νησί με την έδρα ή σε απόστα­ση μικρότερη των πενήντα (50) χιλιομέτρων από αυτή, δεν υπάρχει υποχρέωση τήρησης βιβλίου αποθήκης στις εγκαταστάσεις αυτές.

Όταν στην έδρα δεν ενεργείται αποθήκευση ή διακί­νηση αγαθών ή δεν ενεργούνται αγορές ή πωλήσεις και υπάρχει ένα υποκατάστημα, το βιβλίο αποθήκης μπορεί να τηρείται μόνο στο υποκατάστημα.

Όταν οι εγκαταστάσεις του επιτηδευματία στεγάζο­νται στον ίδιο ή σε συνεχόμενο κτιριακό χώρο, μπορεί να τηρείται για κάθε αγαθό μία ενιαία μερίδα για όλες τις εγκαταστάσεις στο βιβλίο αποθήκης που τηρείται σε μία από αυτές.

Όταν επαγγελματικές εγκαταστάσεις του επιτηδευμα­τία απαλλάσσονται από την έκδοση δελτίων αποστολής, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης γ' της παρα­γράφου 1 του άρθρου 11 του Κώδικα αυτού, μπορεί να τηρείται για όλες τις απαλλασσόμενες εγκαταστάσεις από την έκδοση δελτίων αποστολής μία ενιαία μερίδα για κάθε αγαθό στο βιβλίο αποθήκης που τηρείται σε μία από αυτές.

 

    7.  Αντί του τρόπου τήρησης του βιβλίου αποθήκης που ορίζεται από τις διατάξεις των προηγούμενων πα­ραγράφων μπορεί να τηρείται:

Α) Στην έδρα ή στο υποκατάστημα με αυτοτελή λογι­στική μερίδα «Κεντρικής Αποθήκης» για όλες τις εγκα­ταστάσεις, στην οποία καταχωρούνται για κάθε αγαθό: α) κατά ποσότητα και αξία οι αγορές και οι πωλήσεις, β) η ποσότητα των πρώτων υλών, βοηθητικών υλών και υλικών συσκευασίας που διατέθηκαν για επεξεργασία και γ) η ποσότητα των έτοιμων προϊόντων και υποπρο­ϊόντων που παράχθηκαν.

Η αξία κτήσης των πρώτων υλών, των βοηθητικών υλών και των υλικών συσκευασίας που διατέθηκαν στην παραγωγή, καθώς και το κόστος των έτοιμων προϊόντων που παράχθηκαν τίθεται στο τέλος της χρήσης με την κοστολόγηση.

Β) Στην έδρα και σε κάθε υποκατάστημα ή αποθηκευ­τικό χώρο βιβλίο αποθήκης σε ιδιαίτερες μερίδες κατ' είδος και ποσότητα κατά την εισαγωγή και εξαγωγή. Όταν το υποκατάστημα ή ο αποθηκευτικός χώρος βρί­σκονται στον ίδιο νομό με την έδρα ή σε απόσταση μικρότερη των πενήντα (50) χιλιομέτρων από αυτή, όχι όμως σε άλλο νησί, η κίνηση αυτών κατ' είδος και ποσό­τητα μπορεί να παρακολουθείται σε ιδιαίτερες μερίδες του βιβλίου αποθήκης της έδρας.

Γ) Στην έδρα μία μερίδα ανά τρίτο, κατ' είδος και ποσότητα, για τα αγαθά που βρίσκονται σε τρίτους για οποιονδήποτε σκοπό.

 

    8. Ο επιτηδευματίας που είναι υπόχρεος στην τήρη­ση βιβλίου αποθήκης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, τηρεί για τα ίδια προ­ϊόντα στην έδρα του ή στο υποκατάστημα που εξάγει αυτοτελές αποτέλεσμα:

Α) Βιβλίο τεχνικών προδιαγραφών με ιδιαίτερη μερίδα κατ' είδος προϊόντος, στην οποία αναγράφονται:

α) Εντός δέκα ημερών από την ολοκλήρωση της πρώ­της παραγωγής κάθε προϊόντος οι τεχνικές προδια­γραφές αυτού. Οι τεχνικές προδιαγραφές περιλαμβά­νουν πλην των άλλων τεχνικών δεδομένων τη για κάθε μονάδα παραγόμενου έτοιμου προϊόντος απαιτούμενη ποσότητα πρώτων υλών, καθώς και βοηθητικών υλών και υλικών συσκευασίας, όταν γι' αυτά τηρείται βιβλίο απο­θήκης, καθώς και την προϋπολογιζόμενη φύρα παραγω­γής. Για τα εξατομικευμένα αγαθά που κατασκευάζονται κατόπιν παραγγελίας του πελάτη αντί της αναγραφής τεχνικών προδιαγραφών καταχωρείται πριν από την έναρξη της παραγωγής στο βιβλίο τεχνικών προδια­γραφών ή στο βιβλίο αποθήκης πλήρης περιγραφή των προϊόντων που παραγγέλλονται.

β) Μέχρι το κλείσιμο του ισολογισμού οι κανόνες του καταμερισμού του εργοστασιακού κόστους, οι οποίοι ακολουθούνται πάγια.

Β) Βιβλίο παραγωγής κοστολογίου με ιδιαίτερη μερίδα κατ' είδος, στο οποίο:

α) Συγκεντρώνονται το βραδύτερο εντός της προθε­σμίας σύνταξης του ισολογισμού οι εντός της διαχει­ριστικής περιόδου που έληξε ποσότητες πρώτων υλών που αναλώθηκαν για την παραγωγή έτοιμου προϊόντος, καθώς και των βοηθητικών υλών και των υλικών συ­σκευασίας, όταν γι' αυτά τηρείται βιβλίο αποθήκης, σε μερίδες κατ' είδος, καθώς και οι ποσότητες έτοιμου προϊόντος που παρήχθησαν μέσα στην ίδια διαχειρι­στική περίοδο.

β) Προσδιορίζεται για το έτοιμο προϊόν το βραδύτερο εντός της προθεσμίας σύνταξης του ισολογισμού το εργοστασιακό κόστος με βάση τους καταχωρημένους στο βιβλίο τεχνικών προδιαγραφών κανόνες.

Το βιβλίο παραγωγής - κοστολογίου δεν τηρείται, όταν τα δεδομένα του προκύπτουν από τους λογαρια­σμούς της ομάδας 9 του Ε.Γ.Λ.Σ. (π.δ. 1123/1980).

 

    9. Δεν υποχρεούται:

Α) Στην τήρηση βιβλίου αποθήκης:

α) ο εκμεταλλευτής ελαιοτριβείου,

β) ο πρατηριούχος χονδρικής πώλησης καπνοβιομηχανικών προϊόντων,

γ) ο πωλητής βενζίνης και πετρελαίου για λογαριασμό τρίτου,

δ) ο εκμεταλλευτής πρατηρίου υγραερίου αυτοκινήτων,

ε) ο εκμεταλλευτής πρατηρίου υγρών καυσίμων και λιπαντικών αυτοκινήτων,

στ) ο εκμεταλλευτής εστιατορίου ή ζαχαροπλαστείου,

ζ) ο εκμεταλλευτής ξενοδοχείου ή ξενώνα ή κά­μπινγκ,

η) ο πωλητής νωπών οπωρολαχανικών και ιχθύων,

θ) ο πωλητής νωπών αγροτικών προϊόντων, πλην νωπών οπωρολαχανικών και ιχθύων, εκτός της χώρας κατά ποσοστό τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%) των συνολικών ετήσιων ακαθάριστων εσόδων του,

ι) ο παραγωγός κινηματογραφικών και τηλεοπτικών ταινιών,

ια) ο πράκτορας εφημερίδων και περιοδικών,

ιβ) ο εκμεταλλευτής κλινικής,

ιγ) ο επιτηδευματίας που ασχολείται με την κατασκευή δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων ή την ανέγερση και πώληση οικοδομών,

ιδ) ο επιτηδευματίας που λειτουργεί μετά από έγκριση του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημό­σιων Έργων ως «Σύστημα Εναλλακτικής Διαχείρισης», που προβλέπεται από την παράγραφο 19 του άρθρου 2 του ν. 2939/2001 (ΦΕΚ 179 Α'),

ιε) ο πωλητής ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου και αερίων γενικά που διατίθενται με συνεχή ροή.

Στις περιπτώσεις της παραγράφου αυτής, προκειμέ­νου για επιτηδευματία που έχει παράλληλα και άλλη δραστηριότητα, για την υποχρέωση τήρησης βιβλίου αποθήκης η άλλη δραστηριότητα κρίνεται αυτοτελώς.

 

    Β) Στην τήρηση του βιβλίου αποθήκης κατά την εξαγωγή ο εκμεταλλευτής καταστήματος Σούπερ - Μάρκετ που ασχολείται με την κατά κύριο λόγο λιανική πώληση με το σύστημα της «αυτοεξυπηρέτησης» ειδών διατρο­φής, κρέατος, απορρυπαντικών, ποτών, ειδών οικιακής χρήσης και άλλων ειδών.

 

    Γ) Στην τήρηση βιβλίου τεχνικών προδιαγραφών:

α) ο εκμεταλλευτής λατομείου, μεταλλείου, ορυχείου για τα πρωτογενή υλικά που εξορύσσονται,

β) ο παραγωγός αγροτικών προϊόντων πρωτογενούς παραγωγής.»

 

    13. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρ­θρου 9 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Κατ' εξαίρεση των όσων ορίζονται στα προηγούμενα εδάφια δεν θεωρούνται υποκαταστήματα οι προσωρι­νοί εκθεσιακοί χώροι, καθώς και οι λοιπές πρόσκαιρες εγκαταστάσεις που λειτουργούν για χρονικό διάστημα μέχρι τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες.»

 

    14.  Η παράγραφος 2 του άρθρου 9 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «2. Ο επιτηδευματίας που τηρεί βιβλία πρώτης ή δεύ­τερης κατηγορίας τηρεί και στο υποκατάστημα του ιδιαίτερο βιβλίο αγορών ή εσόδων - εξόδων.»

 

    15.  Στην παράγραφο 3 του άρθρου 9 προστίθεται όγδοο εδάφιο ως εξής:

 

    «Όταν τα βιβλία της έδρας και του υποκαταστήματος τηρούνται μηχανογραφικά, το ημερολόγιο ταμειακών και συμψηφιστικών πράξεων ή το μηνιαίο φύλλο ανάλυσης ελέγχου ή το ημερήσιο φύλλο συναλλαγών τηρούνται απλότυπα και τα δεδομένα τους αποστέλλονται στην έδρα με οποιονδήποτε τρόπο για την ενημέρωση των βιβλίων της.»

 

    16.  Η παράγραφος 4 του άρθρου 9 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «4. Δεν υπάρχει υποχρέωση τήρησης των βιβλίων υπο­καταστήματος στις εξής περιπτώσεις:

α) Στο υποκατάστημα που στεγάζεται σε συνεχόμε­νο ή στον ίδιο κτιριακό χώρο με την έδρα ή με άλλο υποκατάστημα.

β) Στις οποιεσδήποτε πρόσκαιρες εγκαταστάσεις. Τα στοιχεία των συναλλαγών των εγκαταστάσεων της πε­ρίπτωσης αυτής καταχωρούνται στα βιβλία της έδρας ή του υποκαταστήματος στο οποίο ανήκουν το αργότερο μέχρι τη δέκατη πέμπτη (15η) ημέρα του επόμενου μήνα από την έκδοση ή τη λήψη τους, κατά περίπτωση.

γ) Στο υποκατάστημα που βρίσκεται στον ίδιο νομό και νησί με την έδρα ή σε απόσταση μικρότερη των πενήντα (50) χιλιομέτρων από αυτή. Τα στοιχεία των συναλλαγών των εγκαταστάσεων της περίπτωσης αυ­τής καταχωρούνται στα βιβλία της έδρας και ειδικά οι αγορές και οι πωλήσεις κάθε υποκαταστήματος παρα­κολουθούνται χωριστά από τα αντίστοιχα δεδομένα της έδρας ή άλλου υποκαταστήματος. Επί τήρησης βιβλίων Γ' κατηγορίας παρακολουθείται χωριστά και το ταμείο κάθε υποκαταστήματος.

Το υποκατάστημα της πιο πάνω περίπτωσης α' απαλλάσσεται μετά από γνωστοποίηση στον αρμό­διο προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. και από την τήρηση ιδιαίτερου πρόσθετου βιβλίου της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του παρόντος Κώδικα, εφόσον τα δεδομένα του κα­ταχωρούνται στο πρόσθετο βιβλίο που τηρείται στην έδρα ή σε άλλο υποκατάστημα του ίδιου ή συνεχόμενου κτιριακού χώρου.

Το υποκατάστημα της πιο πάνω περίπτωσης β' απαλ­λάσσεται και από την τήρηση ιδιαίτερου βιβλίου αποθή­κης, καθώς και από τη σύνταξη καταστάσεων ποσοτικής καταχώρισης των αποθεμάτων, εφόσον τα δεδομένα του βιβλίου ή των καταστάσεων αυτών καταχωρούνται διακεκριμένα στα αντίστοιχα βιβλία ή καταστάσεις της έδρας.»

 

    17. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 9 η φράση «Με αίτηση του επιτηδευματία και έγκριση του προϊσταμένου» του πρώτου εδαφίου και η φράση «Οι ανωτέρω εγκρίσεις» του τρίτου εδαφίου αντικαθίσταται αντίστοιχα με τις φράσεις «Με γνωστοποίηση του επιτηδευματία στον προϊστάμενο» και «Οι ανωτέρω γνωστοποιήσεις».

 

    18.  Η παράγραφος 6 του άρθρου 9 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «6. Με αίτηση του επιτηδευματία και έγκριση του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της έδρας μπορεί να επιτραπεί ή μη τήρηση ή η κατά διάφορο τρόπο τήρηση όλων ή μερικών βιβλίων του υποκαταστήματος και του αποθηκευτικού χώρου, με εξαίρεση το βιβλίο αποθήκης. Η έγκριση αυτή κοινοποι­είται και στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας στον οποίο υπάγεται το υποκατάστημα ή ο αποθηκευτικός χώρος.»

 

    19.  Η παράγραφος 1 του άρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «1. Ο επιτηδευματίας επί ποσοτικής παραλαβής σε επαγγελματική του εγκατάσταση χωρίς στοιχείο δια­κίνησης εμπορεύσιμων ή πάγιων αγαθών από οποιον­δήποτε τρίτο για αγορά, πώληση, απλή διαμεσολάβηση προς πώληση, αποθήκευση, φύλαξη, χρήση, καθώς και για επεξεργασία στην περίπτωση που ο αποστολέας εί­ναι επιτηδευματίας ή αγρότης του ειδικού καθεστώτος, τηρεί στην επαγγελματική εγκατάσταση στην οποία διενεργείται η παραλαβή, βιβλίο ποσοτικής παραλαβής ή διπλότυπο δελτίο ποσοτικής παραλαβής για κάθε παραλαβή.

Στο βιβλίο ή δελτίο καταχωρούνται με την παραλαβή των αγαθών η χρονολογία της παραλαβής, το ονομα­τεπώνυμο ή η επωνυμία, το επάγγελμα και η διεύθυνση του αποστολέα, το είδος και η ποσότητα των αγαθών που παραλαμβάνονται, καθώς και ο σκοπός της παραλαβής.

Όταν κατά την παραλαβή των αγαθών εκδίδεται άμε­σα τιμολόγιο αγοράς ή δελτίο εισαγωγής της υποπε­ρίπτωσης ηα' της περίπτωσης η' της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του Κώδικα αυτού, δεν τηρείται βιβλίο ή δελτίο ποσοτικής παραλαβής.»

 

    20. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Εξοδα πρώτης εγκατάστασης, αγορές και λοιπές συ­ναλλαγές που πραγματοποιούνται από τον ιδρυτή πριν τη σύσταση νομικού προσώπου ή υποκαταστήματος αλλοδαπού προσώπου ή κοινοπραξίας ή την έναρξη λειτουργίας ατομικής επιχείρησης και οποιασδήποτε επιχείρησης γενικά, δύναται να καταχωρούνται είτε στα βιβλία των προσώπων αυτών μέχρι τη δέκατη πέμπτη (15η) ημέρα του επόμενου μήνα από τη σύσταση τους ή την υποβολή της δήλωσης έναρξης εργασιών κατά περίπτωση είτε σε βιβλία που θεωρούνται στο όνομα του ιδρυτή από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. της κα­τοικίας ή της έδρας αυτού με μνεία της υπό σύσταση επιχείρησης.»

 

    21. Η υποπερίπτωση γβ' της περίπτωσης γ' της παρα­γράφου 5 του άρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «γβ) Βιβλίο μεριδολογίου για τους συνεργαζόμενους γιατρούς που παρέχουν ειδική περίθαλψη σε ασθενείς και αμείβονται από αυτούς.

Το βιβλίο τηρείται σε μερίδες για κάθε γιατρό με ανα­γραφή της διεύθυνσης του, του Α.Φ.Μ. και της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. και όταν παρέχονται υπηρεσίες κατ' εντολή και για λογαριασμό τρίτου, στο βιβλίο αναγράφεται ακόμη το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία και ο Α.Φ.Μ. του τρίτου. Σε κάθε μερίδα καταχωρεί το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του ασθενή που δέχεται την ειδική ιατρική περίθαλψη, τη χρονολογία παροχής της περίθαλψης και την κατηγορία της θέσης νοσηλείας του ασθενή. Επί ειδικής ιατρικής περίθαλψης του ασθενή από περισ­σότερους γιατρούς τα δεδομένα αυτά καταχωρούνται στις μερίδες όλων των γιατρών.

Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και από τα νοσοκομεία ανεξάρτητα από τη νομική μορφή με την οποία λειτουργούν και την τυχόν απαλλαγή τους από το φόρο εισοδήματος ή το φόρο προστιθέμενης αξίας.»

 

    22. Η περίπτωση στ' της παραγράφου 5 του άρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «στ) ο εκπαιδευτής οδηγών αυτοκινήτων, μοτοποδη­λάτων και μοτοσικλετών τηρεί για κάθε εκπαιδευτικό αυτοκίνητο ή μοτοποδήλατο ή μοτοσικλέτα βιβλίο εκ­παιδευόμενων οδηγών, στο οποίο καταχωρεί το ονο­ματεπώνυμο και τη διεύθυνση του εκπαιδευομένου, το ποσό της αμοιβής που συμφωνείται, τη χρονολογία και την ώρα έναρξης και λήξης κάθε μαθήματος. Ανάλογη υποχρέωση έχει και για την παράσταση του κατά την εξέταση των υποψήφιων οδηγών. Το βιβλίο τηρείται στο αυτοκίνητο ή στο μοτοποδήλατο ή στη μοτοσικλέτα κατά τη διάρκεια του μαθήματος ή της εξέτασης.»

 

    23. Η περίπτωση ζ' της παραγράφου 5 του άρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «ζ) ο επισκευαστής ηλεκτρικών ή ηλεκτρονικών συσκευών, επίπλων, μηχανών και μηχανημάτων, όταν παραλαμβάνει στην επαγγελματική του εγκατάσταση αγαθά για επισκευή που δεν συνοδεύονται με στοιχείο διακίνησης που προβλέπεται από τον Κώδικα αυτόν τηρεί βιβλίο ή δελτίο επισκευής αγαθών, στο οποίο καταχωρούνται με την παραλαβή των αγαθών η χρονολογία της παραλαβής, το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία, το επάγγελμα και η διεύθυνση του αποστολέα, το είδος και η ποσότητα των αγαθών που παραλαμβάνονται,».

 

    24. Η περίπτωση ι' της παραγράφου 5 του άρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «ι) Ο επιτηδευματίας που διατηρεί συνεργείο επι­σκευής και συντήρησης αυτοκινήτων, μοτοσικλετών, μοτοποδηλάτων, γεωργικών και λοιπών αυτοκινούμενων μηχανημάτων τηρεί βιβλίο εισερχομένων, στο οποίο καταχωρεί για κάθε όχημα τη χρονολογία εισόδου και εξόδου, το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία και τη διεύ­θυνση του κατόχου, καθώς και τον αριθμό κυκλοφορίας του οχήματος και εφόσον δεν υπάρχει τέτοιος αριθμός, το είδος του οχήματος. Κατ' εξαίρεση, ο εκμεταλλευ­τής πλυντηρίου αυτοκινήτων, μοτοσικλετών και μοτο­ποδηλάτων δεν αναγράφει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του κατόχου.

Η καταχώρηση στο βιβλίο εισερχομένων γίνεται όταν το όχημα εισέλθει και σταθμεύσει στον κύριο χώρο του συνεργείου και αποχωρήσει ο οδηγός του ή αρχίσει η εργασία επισκευής.

Στην περίπτωση επισκευής για την οποία δεν λαμβά­νεται αμοιβή, αναγράφεται, σε ειδική στήλη του βιβλίου αυτού, η ένδειξη «δωρεάν» και υπογράφει παραπλεύρως ο πελάτης.

Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής δεν εφαρμόζονται για τα πλυντήρια που λειτουργούν με το σύστημα της αυτοεξυπηρέτησης, εφόσον τα στοιχεία αξίας εκδίδο­νται αυτόματα κατά τη συναλλαγή μέσω κατάλληλης διασύνδεσης φορολογικού μηχανισμού εγκεκριμένου μοντέλου του ν. 1809/1988 (ΦΕΚ 222 Α').»

 

    25. Το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης ιδ' της παραγρά­φου 5 του άρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Ειδικά ο φυσιοθεραπευτής, καθώς και τα πρόσωπα των περιπτώσεων δ' και ια' που έχουν συμβληθεί με το Δημόσιο ή με ασφαλιστικά ταμεία (Ι.Κ.Α., Τ.Ε.Β.Ε. κλπ.) και δεν λαμβάνουν ιδιαίτερη αμοιβή κατά επίσκεψη από τους πελάτες ή ασθενείς ασφαλισμένους του Δημοσίου ή των ταμείων αυτών, μπορεί να μην καταχωρούν τα στοιχεία των πελατών αυτών ή των ασθενών στο βιβλίο πελατών ή επίσκεψης ασθενών.»

 

    26. Η περίπτωση ιέ' της παραγράφου 5 του άρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «ιε) Ο επιτηδευματίας που διατηρεί επιχείρηση πώ­λησης μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, μοτοσικλετών, μοτοποδηλάτων, τροχόσπιτων, σκαφών αναψυχής, γε­ωργικών και λοιπών αυτοκινούμενων μηχανημάτων, για λογαριασμό του ή για λογαριασμό τρίτου, τηρεί βιβλίο μεταχειρισμένων αγαθών, στο οποίο καταχωρεί για κάθε αγαθό που αγοράζει ή παραλαμβάνει από τρί­το για πώληση τη χρονολογία εισόδου και εξόδου, το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία και τη διεύθυνση του κατόχου και τον αριθμό κυκλοφορίας του οχήματος και εφόσον δεν υπάρχει τέτοιος αριθμός, το είδος του οχήματος.»

 

   

Αρθρο 29

Στοιχεία επιτηδευματιών

 

    1. Στην περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 11 προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής:

 

    «Κατ' εξαίρεση δεν απαιτείται η έκδοση δελτίου απο­στολής για τις διακινήσεις ανταλλακτικών παγίων από τον επιτηδευματία μεταξύ των εγκαταστάσεων του, εφόσον δεν αποτελούν γι' αυτόν αντικείμενο εμπορίας και προορίζονται αποκλειστικά για την αποκατάσταση βλαβών στις εγκαταστάσεις του και οι διακινήσεις αυτές διενεργούνται με μεταφορικά μέσα ιδιωτικής χρήσης κυριότητας του ή μισθωμένα δημόσιας χρήσης.»

 

    2. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 11 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Τα πρόσωπα της παραγράφου 4 του άρθρου 2 εκδίδουν δελτία αποστολής, εφόσον διακινούν οπωρολαχανικά, νωπά αλιεύματα, άνθη και φυτά για πώληση απευθείας ή μέσω τρίτων, για επεξεργασία ή συσκευασία, ανεξάρτητα από το χρησιμοποιούμενο μεταφορικό μέσο.»

 

    3. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 11 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Με την επιστροφή στην επιχείρηση αναγράφεται στο πρωτότυπο του συγκεντρωτικού δελτίου αποστολής η ποσότητα των αγαθών που επιστρέφονται ή εκδίδεται συγκεντρωτικό δελτίο επιστροφής, στο οποίο αναγρά­φονται το είδος και η ποσότητα των επιστρεφόμενων αγαθών, καθώς και ο αύξων αριθμός του συγκεντρωτι­κού δελτίου αποστολής.»

 

    4. Οι παράγραφοι 4 και 6 του άρθρου 11 καταργούνται για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την ημε­ρομηνία δημοσίευσης του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και μετά και η περίπτωση ζ' της πα­ραγράφου 5 του άρθρου 11 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «ζ) Επί αποστολής αγαθών εκτός της χώρας με σκοπό την αποθήκευση και εν συνεχεία την πώληση, αναγρά­φεται και η αξία των αγαθών που αποστέλλονται.»

 

    5. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 11 προστίθενται νέα εδάφια ως εξής:

 

    «Το δελτίο αποστολής, σε όλη τη διάρκεια της δια­δρομής από τον τόπο έναρξης της διακίνησης μέχρι τον τόπο παράδοσης ή προορισμού, συνοδεύει τα διακινού­μενα αγαθά και επιδεικνύεται άμεσα στο φορολογικό έλεγχο.

Η επικαιρότητα του δελτίου αποστολής, εξαρτάται από την απόσταση, τον τρόπο της μεταφοράς, το είδος των χρησιμοποιούμενων μεταφορικών μέσων και τις ειδικότερες συνθήκες της μεταφοράς.

Το βάρος της απόδειξης της χρονικής διάρκειας των δελτίων αποστολής φέρει ο υπόχρεος σε έκδοση τους, ο οποίος μπορεί να αναγράφει στα δελτία αποστολής, γεγονότα ή καταστάσεις, που δικαιολογούν τη χρονική διάρκεια αυτών.»

 

    6. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 12 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Με βάση τα δεδομένα της κατάστασης αυτής εκ­δίδεται το τιμολόγιο την τελευταία ημέρα του μήνα εκείνου που αφορά, στο οποίο δεν απαιτείται αναλυτική περιγραφή, εφόσον η πιο πάνω κατάσταση συντάσσεται σε δύο αντίτυπα, ένα των οποίων επισυνάπτεται στο τιμολόγιο.»

 

    7. Το τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 12 αντικαθίστανται ως εξής:

 

    «Την τελευταία ημέρα κάθε μήνα εκδίδεται εκκαθάρι­ση κατά εντολέα, στην οποία αναγράφονται τα πλήρη στοιχεία του εντολέα, η συνολική αξία των πωλήσεων ή της αμοιβής κατά συντελεστή Φ.Π.Α., το ποσό του Φ.Π.Α., η προμήθεια που αναλογεί, ο Φ.Π.Α. της προμή­θειας, καθώς και οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για λογαριασμό του εντολέα. Η εκκαθάριση με το ένα αντίτυπο της κατάστασης και τα δικαιολογητικά των δαπανών, που εκδόθηκαν στο όνομα του εντολέα και αναγράφονται αναλυτικά στην κατάσταση, αποστέλλο­νται στον εντολέα μέχρι τη δεκάτη πέμπτη (15η) ημέρα του μήνα της εκκαθάρισης και προκειμένου για τον τελευταίο μήνα της διαχειριστικής περιόδου μέχρι την εικοστή (20ή) ημέρα του επόμενου μήνα.»

 

    8. Στο τέλος της παραγράφου 7 του άρθρου 12 προστίθενται εδάφια ως εξής:

 

    «Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται ανάλογα και επί παροχής υπηρεσιών για λογαριασμό τρίτου. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να καθορίζονται οι κατηγορίες των υπηρεσιών ή και των επιτηδευματιών που θα εμπίπτουν στην ανωτέρω ρύθμιση, σε ολόκληρη τη χώρα ή σε τμήματα αυτής, ο χρόνος, ο τρόπος έκδοσης, το είδος και το περιεχόμενο των στοιχείων, η θεώρηση αυτών, καθώς και κάθε διαδικασία και λεπτομέρεια εφαρμογής της ρύθμισης αυτής.»

 

    9.  Η παράγραφος 12 του άρθρου 12 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «12. Στο τιμολόγιο που εκδίδει ο αντιπρόσωπος οίκου εξωτερικού, εκτός από τα στοιχεία του, τα στοιχεία του αντισυμβαλλόμενου οίκου εξωτερικού και τα στοιχεία της συναλλαγής, όπως αυτά αναφέρονται στις παραγράφους 9, 10 και 11 του άρθρου αυτού αναγράφει και τα στοιχεία της τράπεζας που διαμεσολαβεί για την καταβολή της προμήθειας ή πιστώνει το λογαριασμό του και τον αριθμό του τιμολογίου ή της παραγγελίας, στα οποία αναφέρεται η προμήθεια. Επίσης, εκδίδει τιμολόγιο με το ίδιο περιεχόμενο και στις περιπτώσεις που παίρνει προμήθεια και από τον παραγγελέα ή μόνο από αυτόν.»

 

    10. Στην παράγραφο 15 του άρθρου 12 μετά το πρώτο εδάφιο προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:

 

    «Ειδικά για τις οριστικές πωλήσεις συγγραμμάτων των οποίων η τιμή ορίζεται με απόφαση της αρμόδιας Επιτροπής του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων το τιμολόγιο εκδίδεται εντός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυ­βερνήσεως της σχετικής απόφασης και πάντως μέχρι το τέλος της διαχειριστικής περιόδου μέσα στην οποία δημοσιεύεται αυτή.»

 

    11. Η περίπτωση γ' της παραγράφου 16 του άρθρου 12 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «γ) Στις περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών, καθώς και στις πωλήσεις μη εμπορεύσιμων αγαθών για τον αγο­ραστή επιτηδευματία του άρθρου 2 του Κώδικα αυ­τού ή τα πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 του ίδιου άρθρου, αξίας κάθε συναλλαγής μέχρι πενήντα (50) ευρώ, εφόσον εκδίδεται απόδειξη παροχής υπηρεσιών ή απόδειξη λιανικής πώλησης, κατά περίπτωση, υπό την προϋπόθεση της αποδοχής του στοιχείου αυτού από τον αντισυμβαλλόμενο.»

 

    12. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 17 του άρθρου 12 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Όλα τα φορολογικά στοιχεία του παρόντος άρθρου που εκδίδονται στο τέλος κάθε μήνα, επιτρέπεται να εκδίδονται μέχρι τη δέκατη πέμπτη (15η) ημέρα του επόμενου μήνα με ημερομηνία έκδοσης την τελευταία ημέρα του προηγούμενου μήνα, με εξαίρεση τα τιμολό­για που εκδίδονται στο χρόνο που προβλέπεται από τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 14, τα οποία επιτρέπεται να εκδίδονται εντός του επόμενου δεκαπενθημέρου από τον προβλεπόμενο αυτόν χρόνο και με ημερομηνία έκδοσης αυτή της συμπλήρωσης ενός μήνα από την παράδοση ή την αποστολή των αγαθών στον αγοραστή.»

 

    13. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 13 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Κατ' εξαίρεση, όταν για τη διακίνηση έχει εκδοθεί δελτίο αποστολής, η απόδειξη μπορεί να εκδίδεται το αργότερο μέχρι τη δέκατη πέμπτη (15η) ημέρα του επόμενου μήνα με ημερομηνία έκδοσης την τελευταία ημέρα του μήνα αποστολής και πάντως όχι πέραν της διαχειριστικής περιόδου.»

 

    14. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 15 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Ο επιτηδευματίας που τηρεί βιβλία οποιασδήποτε κατηγορίας και τα πρόσωπα της παραγράφου 3 του άρ­θρου 2 του Κώδικα αυτού για κάθε δαπάνη που αφορά την άσκηση της επιχείρησης του ή την εκτέλεση του σκοπού τους, αντίστοιχα, για την οποία ο δικαιούχος δεν υποχρεούται στην έκδοση στοιχείου του Κώδικα αυτού, εκδίδει διπλότυπη απόδειξη δαπάνης.»

 

    15. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 16 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «5. Ο μεταφορέας με βάση τα έγγραφα των προηγού­μενων παραγράφων 3 και 4, εκδίδει κατά την παραλαβή των προς μεταφορά αγαθών και το αργότερο πριν την εκκίνηση του μεταφορικού μέσου, για κάθε μεταφορά, φορτωτική κατά φορτωτή και παραλήπτη σε τέσσερα (4) αντίτυπα.»

 

    16.  Η παράγραφος 6 του άρθρου 16 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «6. Το μεταφορικό γραφείο ή ο διαμεταφορέας, με βάση τα έγγραφα των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου αυτού, εκδίδει για κάθε μεταφορά, φορτωτική κατά αποστολέα και παραλήπτη σε τέσσερα (4) αντίτυπα. Το πρώτο αντίτυπο προορίζεται για το μεταφορικό γραφείο ή τον διαμεταφορέα, το δεύτερο παραδίδεται στον αποστολέα, το τρίτο έχει την ένδειξη «Αποδεικτικό Δαπάνης» και παραδίδεται σε αυτόν που καταβάλλει τα κόμιστρα και το τέταρτο παραμένει ως στέλεχος.

Όταν η φόρτωση των αγαθών γίνεται από τις εγκαταστάσεις του μεταφορικού γραφείου ή του διαμεταφορέα, η φορτωτική εκδίδεται με την παραλαβή των προς μεταφορά αγαθών και το αργότερο πριν την εκκίνηση του μεταφορικού μέσου και το πρώτο αντίτυπο αυτής συνοδεύει τα αγαθά και επιστρέφεται στο μεταφορικό γραφείο ή στον διαμεταφορέα.

Όταν η μεταφορά ενεργείται κατ' εντολή του μεταφο­ρικού γραφείου ή του διαμεταφορέα απευθείας από τον αποστολέα στον παραλήπτη, η φορτωτική του μετα­φορικού γραφείου ή του διαμεταφορέα εκδίδεται μέχρι το τέλος της επόμενης ημέρας από την ολοκλήρωση της μεταφοράς και με ημερομηνία έκδοσης αυτή της προηγούμενης ημέρας.

Στην περίπτωση αυτή το πρώτο αντίτυπο της φορτω­τικής μπορεί να παραμένει στο μεταφορικό γραφείο ή στον διαμεταφορέα εφόσον φυλάσσεται για όσο χρόνο ορίζεται από τις διατάξεις του Κώδικα αυτού και επι­δεικνύεται όταν ζητηθεί από τον έλεγχο.

Για τη μεταφορά των αγαθών το μεταφορικό γρα­φείο ή ο διαμεταφορέας, όταν η φόρτωση γίνεται από τις εγκαταστάσεις του, εκδίδει διπλότυπη κατάσταση αποστολής αγαθών, στην οποία αναγράφει το είδος και τους αριθμούς των δεμάτων, το είδος και την πο­σότητα των μεταφερόμενων αγαθών και τον τόπο του προορισμού τους. Το ένα αντίτυπο της κατάστασης αυτής παραδίδεται στον μεταφορέα για την έκδοση της συγκεντρωτικής φορτωτικής. Εφόσον στην κατάσταση επισυνάπτεται αντίγραφο των τετραπλότυπων φορτω­τικών που εκδόθηκαν, αναγράφεται μόνον ο αριθμός κάθε φορτωτικής, το συνολικό βάρος των αγαθών που μεταφέρονται και ο συνολικός αριθμός των δεμάτων.»

 

    17. Η περίπτωση β' της παραγράφου 7 του άρθρου 16 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «β) όταν η μεταφορά ενεργείται απευθείας από τον αποστολέα στον παραλήπτη, κατ' εντολή μεταφορικού γραφείου, διαμεταφορέα ή άλλου τρίτου, στη φορτωτική αναγράφονται και τα πλήρη στοιχεία του εντολέα,».

 

    18. Η πρώτη περίοδος του πρώτου εδαφίου της παρα­γράφου 10 του άρθρου 16 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «10. Ο μεταφορέας, το μεταφορικό γραφείο ή ο διαμεταφορέας εκδίδει διορθωτικό σημείωμα μεταφοράς σε τρία αντίτυπα:».

 

    19.  Η περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 18α αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «α) Τα πρόσωπα αυτά να είναι υποκείμενα στο φόρο στη χώρα εγκατάστασης τους. Ειδικά, όταν τα πρόσωπα αυτά είναι εγκατεστημένα σε χώρα με την οποία δεν υφίσταται νομική πράξη για την αμοιβαία συνδρομή ανάλογης εμβέλειας με την προβλεπόμενη από τις δια­τάξεις του ν. 1402/1983 (ΦΕΚ167 Α'), του ν. 1914/1990 (ΦΕΚ 178 Α') και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1798/2003 του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2003 (Επίσημη Εφημερίδα L 264/15.10.2003 σελ. 001-011) θα πρέπει να αποδεικνύεται η άσκηση δραστηριότητας από τα πρόσωπα αυτά στη χώρα εγκατάστασης τους από επίσημο έγγραφο της οικείας φορολογικής αρχής.»

 

    20. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β' της παραγρά­φου 2 του άρθρου 18α αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Να έχει καταρτισθεί έγγραφη συμφωνία μεταξύ τους, η οποία να έχει κατατεθεί πριν την έκδοση του πρώτου τιμολογίου στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. του επιτηδευματία για λογαριασμό του οποίου ο πελάτης ή ο τρίτος εκδίδει τιμολόγια.»

 

    21. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης γ' της παρα­γράφου 2 του άρθρου 18α αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Τα ανωτέρω ισχύουν αναλόγως και στην περίπτωση έκδοσης τιμολογίων από τον πελάτη ή τον τρίτο που είναι εγκατεστημένος σε χώρα με την οποία δεν υφί­σταται νομική πράξη για την αμοιβαία συνδρομή με την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του ν. 1402/1983, του ν. 1914/1990 και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1798/2003 του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2003.»

 

    22.  Η περίπτωση δ' της παραγράφου 3 του άρθρου 18α αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «δ) Όταν ο υπόχρεος στο Φ.Π.Α. είναι φορολογικός αντιπρόσωπος κατά την έννοια του άρθρου 35 του Κώ­δικα Φ.Π.Α., τα πλήρη στοιχεία του προσώπου αυτού, καθώς και ο Α.Φ.Μ. του.»

 

    23. Η παράγραφος 4 του άρθρου 18α αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «4. Η φορολογική αρχή δικαιούται να ζητά για λόγους ελέγχου, μετάφραση των τιμολογίων που εκφράζονται σε ξένη γλώσσα, εφόσον αυτά αφορούν συναλλαγές στο εσωτερικό της χώρας ή λαμβάνονται από τα πρό­σωπα του άρθρου 2 του Κώδικα αυτού, τα οποία προ­σκομίζονται μεταφρασμένα εντός ευλόγου προθεσμίας, η οποία τίθεται από τη φορολογική αρχή.

Τα ποσά που αναφέρονται στα τιμολόγια είναι δυ­νατόν να εκφράζονται σε οποιοδήποτε νόμισμα, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό του οφειλόμενου φόρου εκφράζεται στο εθνικό νόμισμα του κράτους - μέλους στο οποίο πραγματοποιείται η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών με τη χρήση του μηχανισμού μετατροπής που προβλέπεται στο άρθρο 11 τίτλος Γ' παράγραφος 2 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ.»

 

    24. Η παράγραφος 10 του άρθρου 18α αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «10. Όταν η αποθήκευση δεν πραγματοποιείται με ηλεκτρονικά μέσα που να εξασφαλίζουν την πλήρη και επιγραμμική (on line) πρόσβαση στα σχετικά δεδομένα, ο επιτηδευματίας υποχρεούται να αποθηκεύει στο εσω­τερικό της χώρας τα τιμολόγια που εκδίδει ή λαμβάνει σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κώδικα αυτόν.»

 

    25. Η παράγραφος 11 του άρθρου 18α αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «11. Όταν η αποθήκευση γίνεται σε χώρα με την οποία δεν υφίσταται νομική πράξη για την αμοιβαία συνδρομή με την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του ν. 1402/1983, του ν. 1914/1990 και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1798/2003 του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2003 και σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης με ηλεκτρονικά μέσα, τηλεκφόρτωσης και χρήσης που προβλέπεται στην παρά­γραφο 14, ο επιτηδευματίας υποχρεούται να αποθηκεύει στο εσωτερικό της χώρας, τα τιμολόγια που εκδίδει ή λαμβάνει σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κώδικα αυ­τόν.»

 

    26.  Οι περιπτώσεις α', β' και γ' της παραγράφου 18 του άρθρου 18α αντικαθίστανται ως εξής:

 

    «α) να επιβάλλονται στους επιτηδευματίες που πραγ­ματοποιούν παραδόσεις αγαθών ή παροχή υπηρεσιών στο εσωτερικό της χώρας πρόσθετοι όροι έκδοσης των τιμολογίων από τους πελάτες τους ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασης τους, ή ειδικοί όροι στην περίπτωση που ο πελάτης ή ο τρίτος που εκδίδει τα τιμολόγια είναι εγκατεστημένος σε χώρα με την οποία δεν υφί­σταται νομική πράξη για την αμοιβαία συνδρομή που προβλέπεται από τις διατάξεις του ν. 1402/1983, του ν. 1914/1990 και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1798/2003 του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2003,

β) να προβλέπονται ειδικοί όροι για την ηλεκτρονική έκδοση τιμολογίων σχετικά με παραδόσεις αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιούνται στο εσω­τερικό της χώρας, από χώρα με την οποία δεν υφίστα­ται νομική πράξη για την αμοιβαία συνδρομή ανάλογης εμβέλειας με την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του ν.1402/1983, του ν.1914/1990 και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1798/ 2003 του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2003,

γ) να επιβάλλονται και άλλοι ειδικοί όροι που να απα­γορεύουν ή να περιορίζουν την αποθήκευση των τιμο­λογίων σε χώρα με την οποία δεν υφίσταται νομική πράξη σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή ανάλογης εμβέλειας με την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του ν. 1402/1983, του ν.1914/1990 και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1798/2003 και σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης με ηλεκτρονικά μέσα, τηλεκφόρτωσης και χρήσης που προβλέπεται στην παράγραφο 14,».

 

   

Αρθρο 30

Ενημέρωση, θεώρηση, τόπος τήρησης βιβλίων και στοιχείων - Υποβολή καταστάσεων - Μηχανογραφική τήρηση βιβλίων

 

    1. Η περίπτωση δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 17 καταργείται και η περίπτωση ε' της ίδιας παραγράφου αναριθμείται σε περίπτωση δ'.

 

    2.  Η παράγραφος 4 του άρθρου 17 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «4. Τα βιβλία του Κώδικα αυτού, πλην των πρόσθετων βιβλίων των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 10 και του βιβλίου τεχνικών προδιαγραφών, όταν δεν ενημε­ρώνονται ή δεν εκτυπώνονται ή δεν εγγράφονται σε ηλεκτρομαγνητικά μέσα κατά περίπτωση μέχρι το τέλος της επόμενης διαχειριστικής περιόδου, είναι ως να μη τηρήθηκαν για τη χρήση που αφορούν.»

 

    3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 17 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Εφόσον συντρέχουν ειδικοί λόγοι, ο προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. μπορεί με έγκριση του να παρατείνει την προ­θεσμία ενημέρωσης των βιβλίων που ορίζεται από τις παραγράφους 1, 2 περιπτώσεις α', β' και γ' και 5 του άρθρου αυτού μέχρι πενήντα (50) ημέρες και όχι πέραν από την προθεσμία υποβολής της δήλωσης φορολο­γίας εισοδήματος ή το χρόνο κλεισίματος του ισολο­γισμού όταν τηρούνται βιβλία Γ κατηγορίας. Με σύμ­φωνη γνώμη του αρμόδιου επιθεωρητή και με τις ίδιες προϋποθέσεις η ανωτέρω προθεσμία ενημέρωσης των βιβλίων μπορεί να παραταθεί και πέραν των πενήντα ημερών.»

 

    4.  Οι περιπτώσεις δ', ιγ' και ιη' της παραγράφου 10 του άρθρου 17 αντικαθίστανται και προστίθεται νέα περίπτωση κβ' ως εξής:

 

    «δ) του βιβλίου επενδύσεων μέχρι την προθεσμία υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ή κλεισίματος του ισολογισμού όταν τηρούνται βιβλία Γ' κατηγορίας,»

 

    «ιγ) του βιβλίου εισερχομένων, όταν το όχημα εισέλ­θει και σταθμεύσει στον κύριο χώρο του συνεργείου και αποχωρήσει ο οδηγός του ή αρχίσει η εργασία επισκευής και με την έξοδο του οχήματος,»

«ιη) του βιβλίου μεταχειρισμένων αγαθών με την πα­ραλαβή και παράδοση αυτών,»

«κβ) του βιβλίου επισκευής αγαθών με την παραλαβή των αγαθών.».

 

    5. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 18 προ­στίθεται εδάφιο ως εξής:

 

    «Κατ' εξαίρεση των αναφερομένων στο προηγούμενο εδάφιο, επιτρέπεται ο συμψηφισμός αμοιβαίων ανταπαιτήσεων μεταξύ μητρικής εταιρείας και θυγατρικών εταιρειών.»

 

    6. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρ­θρου 18 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Επιτρέπεται μετά από γνωστοποίηση στον αρμόδιο προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. η χρησιμοποίηση συγχρόνως περισσότερων σειρών για κάθε είδος στοιχείου, καθώς και για τα πρόσθετα βιβλία της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του Κώδικα αυτού για τη διαρκή παροχή υπηρεσίας, με την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία φέρουν διακριτικό σειράς και τα βιβλία θεωρούνται με την έν­δειξη «Διαρκής παροχή υπηρεσίας».»

 

    7. Η υποπερίπτωση α' της περίπτωσης Β' της παρα­γράφου 1 του άρθρου 19 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «α) το δελτίο αποστολής και το συγκεντρωτικό δελτίο επιστροφής,».

 

    8. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 19 προστίθεται δεύ­τερο εδάφιο ως εξής:

 

    «Επί συνένωσης βιβλίου με στοιχείο το βιβλίο μπορεί να τηρείται σε περισσότερα του ενός αντίτυπα.»

 

    9. Η παράγραφος 4 του άρθρου 20 καταργείται και οι παράγραφοι 5,6 και 7 του άρθρου αυτού αναριθμούνται σε 4, 5 και 6 αντίστοιχα.

 

    10. Η παράγραφος 6 του άρθρου 20 που αναριθμήθηκε σε 5 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «5. Δεν υποχρεούνται στην υποβολή των καταστάσεων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού:

α) οι τράπεζες για τους τόκους καταθέσεων που χο­ρηγούν, καθώς και για τους τόκους και τις προμήθειες που χορηγούν σε άλλες τράπεζες ή επιτηδευματίες και πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 2 του Κώδικα αυτού ή λαμβάνουν από τα παραπάνω πρόσωπα, με την εξαίρεση των προμηθειών που λαμβάνουν από επιτηδευματίες ή πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 2 του Κώδικα αυτού που πωλούν αγαθά ή παρέχουν υπηρεσίες σε κατόχους - χρήστες πιστωτι­κών καρτών,

β) οι επιτηδευματίες και τα πρόσωπα των παραγρά­φων 3 και 4 του άρθρου 2 του Κώδικα αυτού για τους τόκους καταθέσεων που λαμβάνουν από τράπεζες, για τους τόκους και τις προμήθειες που καταβάλλουν σε τράπεζες ή λαμβάνουν από αυτές, καθώς και για τους μισθούς, τα ημερομίσθια και τις συντάξεις που χορηγούν, με την εξαίρεση των προμηθειών που καταβάλλουν στις τράπεζες λόγω πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών σε κατόχους - χρήστες πιστωτικών καρτών,

γ) οι επιτηδευματίες και τα πρόσωπα των παραγρά­φων 3 και 4 του άρθρου 2 του Κώδικα αυτού για τις πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών εκτός της χώρας, καθώς και για τις αγορές αγαθών ή υπηρεσιών από επιχειρήσεις που δεν ασκούν δραστηριότητα εντός της χώρας.»

 

    11. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 21 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Τα βιβλία, τα στοιχεία και τα λοιπά δικαιολογητικά των εγγραφών τηρούνται στην έδρα του επιτηδευμα­τία, με εξαίρεση τα βιβλία, τα στοιχεία και τα λοιπά δικαιολογητικά των λοιπών εγκαταστάσεων τα οποία τηρούνται σε αυτές.»

 

    12. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρ­θρου 21 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλω­σης φορολογίας εισοδήματος τα βιβλία, τα στοιχεία και τα λοιπά δικαιολογητικά κάθε διαχειριστικής περι­όδου μπορεί να φυλάσσονται σε διαφορετικό τόπο από αυτόν που ορίζεται με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, επιφυλασσομένων των διατάξε­ων της παραγράφου 9 του άρθρου 18α του παρόντος Κώδικα.»

 

    13.  Η περίπτωση θ' της παραγράφου 2 του άρθρου 23 καταργείται.

 

    14. Στην περίπτωση β' της παραγράφου 1 του άρθρου 24 προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:

 

    «Παρέχεται η δυνατότητα εμφάνισης στο ισοζύγιο του προηγούμενου εδαφίου τουλάχιστον των πρωτοβάθμιων λογαριασμών, με την προϋπόθεση ανάπτυξης του σε λογαριασμούς της κατώτερης βαθμίδας, εφαρμοζο­μένων αναλόγως των τριών τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 7 του άρθρου 24 του παρόντος.»

 

    15. Η περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 24 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «γ) Εκτυπώνει τα αναλυτικά καθολικά, το γενικό καθο­λικό και το μητρώο παγίων στο τέλος της διαχειριστικής περιόδου και μέσα στην προθεσμία σύνταξης του ισο­λογισμού, με δυνατότητα μη εκτύπωσης τους, εφόσον τα δεδομένα τους φυλάσσονται σε ηλεκτρομαγνητικά μέσα αποθήκευσης.»

 

    16.  Στην παράγραφο 2 του άρθρου 24 προστίθενται δύο νέα εδάφια ως εξής:

 

    «Ο επιτηδευματίας εκτυπώνει το βιβλίο τεχνικών προδιαγραφών εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας ενημέρωσης του και το βιβλίο παραγωγής κοστολογίου στο τέλος της διαχειριστικής περιόδου και μέσα στην προθεσμία σύνταξης του ισολογισμού, με δυνατότητα μη εκτύπωσης του, εφόσον τα δεδομένα του φυλάσσο­νται σε ηλεκτρομαγνητικά μέσα αποθήκευσης.

Με την ίδια προϋπόθεση παρέχεται η δυνατότητα μη εκτύπωσης των δελτίων εσωτερικής διακίνησης της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Κώδικα αυτού.»

 

    17. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 24 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Η κατά ποσότητα και αξία εκτύπωση των αποθεμά­των γίνεται μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 8 του άρθρου 17 του Κώδικα αυτού, με δυνατότητα μη εκτύπωσης τους, όταν αποθηκεύονται σε ηλεκτρομα­γνητικά μέσα.»

 

    18. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρ­θρου 24 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Με την προϋπόθεση του προηγούμενου εδαφίου μπο­ρεί να εκτυπώνεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα και το βιβλίο κίνησης οχημάτων.»

 

    19. Τα τρία τελευταία εδάφια της παραγράφου 7 του άρθρου 24 αντικαθίστανται ως εξής:

 

    «Τα δεδομένα που είναι αποθηκευμένα σε ηλεκτρομα­γνητικά μέσα κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 4 και 6 του άρθρου αυτού, καθώς και της παραγράφου 6 του άρθρου 27 του ίδιου Κώδικα εκτυπώνονται εντός τριών (3) ημερών, όταν ζητηθεί από το φορολογικό έλεγ­χο. Η ανωτέρω προθεσμία μπορεί να παρατείνεται μέχρι δεκαπέντε (15) ημέρες, εφόσον η εκτύπωση των δεδομέ­νων αυτών είναι εξαιρετικά δυσχερής στην προβλεπόμε­νη προθεσμία. Η μη διαφύλαξη των ηλεκτρομαγνητικών μέσων ή η αδυναμία αναπαραγωγής του περιεχομένου αυτών εξομοιώνεται με μη τήρηση των βιβλίων ή των καταστάσεων που εμπεριέχονται σε αυτά.»

 

    20. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 24 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 17 του Κώδικα αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για την παράταση της προθεσμίας εκτύπωσης ή της εγγρα­φής σε θεωρημένο οπτικό δίσκο που ορίζεται από τις παραγράφους 1 περιπτώσεις α' και β', 2 έως και 4 του άρθρου αυτού.»

 

    21.  Η παράγραφος 5 του άρθρου 25 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «5. Σε περίπτωση βλάβης μηχανήματος ή γενικά μη λειτουργίας του λογισμικού:

Α) Τα στοιχεία μπορεί να εκδίδονται από χειρόγραφα στελέχη ιδιαίτερης σειράς εντύπων ή τα δεδομένα αυ­τών να αναγράφονται χειρόγραφα στα μηχανογραφικά έντυπα και η καταχώριση των δεδομένων στα πρόσθετα ή ειδικά βιβλία γίνεται χειρόγραφα στα μηχανογραφικά έντυπα.

Β) Υποβάλλεται σχετική γνωστοποίηση στον προϊ­στάμενο της Δ.Ο.Υ. εντός της μεθεπόμενης εργάσιμης για τη Δ.Ο.Υ. ημέρας και παρατείνεται για δέκα (10) ημέρες και όχι πέραν από την προθεσμία υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ή κλεισίματος του ισολογισμού επί τήρησης βιβλίων Γ' κατηγορίας:

α) Η προθεσμία εκτύπωσης ή εγγραφής σε θεωρημένο οπτικό δίσκο, η οποία ορίζεται από τις παραγράφους 1 περιπτώσεις α' και β', 2 έως και 4 του άρθρου 24 του Κώδικα αυτού, καθώς και η προθεσμία εκτύπωσης των πρόσθετων και ειδικών βιβλίων που εκτυπώνονται ή εγ­γράφονται σε θεωρημένο οπτικό δίσκο μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα.

β) Η προθεσμία ενημέρωσης που ορίζεται από τις παραγράφους 1, 2 περιπτώσεις α', β' και γ' και 5 του άρθρου 17 του Κώδικα αυτού. Όταν τα αίτια της μη ενημέρωσης συνεχίζονται και μετά από το χρόνο της παράτασης αυτής, οι πρωτογενείς εγγραφές μέχρι την αποκατάσταση της βλάβης γίνονται χειρόγραφα σε αθεώρητα έντυπα.

Μετά τη λειτουργική αποκατάσταση του συστήματος γίνεται αμέσως η μεταφορά των εγγραφών από τα χει­ρόγραφα βιβλία στον Η/Υ, καθώς και η εκτύπωση των βιβλίων ή καταστάσεων, εφόσον παρήλθε η προθεσμία εκτύπωσης τους.»

 

   

Αρθρο 31

Διαδικασίες προσδιορισμού αποτελεσμάτων Κύρος βιβλίων

 

    1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 27 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Για τα λοιπά στοιχεία του ενεργητικού και του πα­θητικού, τα οποία παρακολουθούνται με περιληπτικούς - γενικούς λογαριασμούς, μπορεί να καταχωρούνται στο βιβλίο απογραφών τα υπόλοιπα μόνο των οικείων λογαριασμών, εφόσον ανάλυση καθενός λογαριασμού καταχωρείται σε καταστάσεις ή ισοζύγια ή αποθηκεύ­εται σε ηλεκτρομαγνητικά μέσα αποθήκευσης.»

 

    2.  Η παράγραφος 7 του άρθρου 27 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «7. Στο βιβλίο απογραφών καταχωρούνται χωριστά κατά είδος και ποσότητα όλα τα περιουσιακά στοιχεία κυριότητας άλλου επιτηδευματία που βρίσκονται κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου στις εγκαταστάσεις του, εφόσον τα δεδομένα αυτά δεν προκύπτουν από το βιβλίο αποθήκης ή από άλλα πρόσθετα βιβλία.»

 

    3. Το πέμπτο και το έκτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 28 αντικαθίστανται ως εξής:

 

    «Για τη βελτίωση της λειτουργικότητας της επιχείρη­σης ή για άλλους σπουδαίους λόγους επιτρέπεται, μετά από έγκριση της Επιτροπής Λογιστικών Βιβλίων (Ε.Λ.Β.), η αλλαγή της μεθόδου προσδιορισμού της τιμής κτήσης ή του ιστορικού κόστους παραγωγής.»

 

    4. Η περίπτωση α' του πρώτου εδαφίου της παραγρά­φου 3 του άρθρου 30 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «α) δεν τηρεί ή δεν διαφυλάσσει το βιβλίο παραγωγής - κοστολογίου ή το βιβλίο τεχνικών προδιαγραφών ή το βιβλίο ή δελτίο ποσοτικής παραλαβής που ορίζεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του Κώδικα αυτού,».

 

    5.  Οι περιπτώσεις β', ε' και η' του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 30 αντικαθίστανται και προστίθεται μετά την περίπτωση η' νέα περίπτωση θ' ως εξής:

 

    «β) δεν καταχωρεί στο βιβλίο απογραφών αποθέματα ή καταχωρεί αυτά ανακριβώς ως προς την ποσότη­τα,»

 

    «ε) δεν τηρεί ή δεν διαφυλάσσει ή δεν επιδεικνύει στον τακτικό φορολογικό έλεγχο τα πρόσθετα βιβλία της παραγράφου 5 του άρθρου 10 ή δεν καταχωρεί σε αυτά τις συναλλαγές ή καταχωρεί σε αυτά ανακριβώς τα στοιχεία που προσδιορίζουν το ύψος της συναλ­λαγής,»

 

    «η) εμφανίζει αθροιστικά λάθη στο βιβλίο εσόδων

- εξόδων, στη μηνιαία κατάσταση του βιβλίου εσόδων

- εξόδων, καθώς και στο βιβλίο απογραφών,»

 

    «θ) δεν τηρεί κατά περίπτωση τα ημερολόγια ή το ισοζύγιο του γενικού - αναλυτικών καθολικών ή το βι­βλίο εσόδων - εξόδων ή τη μηνιαία κατάσταση του βιβλίου εσόδων - εξόδων ή δεν τηρεί ή δεν διαφυλάσσει το βιβλίο αποθήκης ή τις καταστάσεις της ποσοτικής καταχώρισης των αποθεμάτων ή το βιβλίο απογραφών όταν δεν συντάσσονται τέτοιες καταστάσεις.»

 

    6. Τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 4 του άρθρου 30 αντικαθίστανται ως εξής:

 

    «Οι πράξεις ή οι παραλείψεις της παραγράφου αυτής, για να συνεπάγονται εξωλογιστικό προσδιορισμό των αποτελεσμάτων, πρέπει να είναι μεγάλης έκτασης, ώστε να τα επηρεάζουν σημαντικά ή να καθιστούν αντικει­μενικά αδύνατο το λογιστικό έλεγχο των φορολογικών υποχρεώσεων, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατά­ξεων των δύο τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού για τις πράξεις ή παραλείψεις των περιπτώσεων στ' και θ' της παραγράφου αυτής.

Δεν λογίζονται ως ανεπάρκεια ή ως ανακρίβεια: α) η καταχώριση εσόδου ή εξόδου σε χρήση άλλη από εκείνη που αφορά, β) οι πράξεις της περίπτωσης η' της παραγράφου αυτής, όταν από αυτές δεν μειώνεται το φορολογικό αποτέλεσμα, γ) η αποτίμηση των αποθεμάτων με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που ορίζεται με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 28 του παρόντος Κώδικα, με την προϋπόθεση ότι είναι δυνατή στο χρόνο που θα ζητηθεί από το φορολογι­κό έλεγχο η σύνταξη κατάστασης αποτίμησης αυτών με τον τρόπο που ορίζεται από τις προαναφερόμενες διατάξεις.»

 

    7.  Η παράγραφος 6 του άρθρου 30 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «6. Τα βιβλία και στοιχεία της πρώτης κατηγορίας κρίνονται ανακριβή όταν ο επιτηδευματίας δεν κατα­χωρεί ή καταχωρεί ανακριβώς σε αυτά αγορές που δεν έχουν πραγματοποιηθεί και δεν έχει εκδοθεί φο­ρολογικό στοιχείο ή δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβή ή εικονικά ή πλαστά ως προς την ποσότητα ή την αξία ή ως προς τον αντισυμβαλλόμενο φορολογικά στοιχεία διακίνησης και αξίας ή λαμβάνει ανακριβή ή εικονικά ως προς την ποσότητα ή την αξία τέτοια στοιχεία, εμφανίζει αθροιστικά λάθη.

Οι διατάξεις των περιπτώσεων στ', ζ' και θ' του πρώ­του εδαφίου της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, καθώς και των δύο τελευταίων εδαφίων της ίδιας πα­ραγράφου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους τηρούντες βιβλίο αγορών.»

 

    8. Οι περιπτώσεις α' έως ε' του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 7 του άρθρου 30 αντικαθίστανται ως εξής:

 

    «α) Ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) και για αξία μικρό­τερη ή ίση των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ για ακα­θάριστα έσοδα μέχρι και ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες (1.500.000) ευρώ.

β) Ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) και για αξία μικρότερη ή ίση των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ για ακαθά­ριστα έσοδα άνω του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) ευρώ.»

 

    9. Η περίπτωση δ' του δεύτερου εδαφίου της παρα­γράφου 7 του άρθρου 30 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «δ) Επί μη καταχώρισης ή ανακριβούς καταχώρισης στα πρόσθετα βιβλία της παραγράφου 5 του άρθρου 10 συναλλαγών για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί τα στοιχεία εσόδων εφαρμόζονται αναλόγως τα οριζόμενα στις περιπτώσεις α', β' και γ' του εδαφίου αυτού.»

 

   

Αρθρο 32

Ειδικές αρμοδιότητες

 

    1. Οι περιπτώσεις ι', ιβ' και ιγ' της παραγράφου 2 του άρθρου 36 καταργούνται, η περίπτωση ία' της ίδιας παραγράφου αναριθμείται σε ι' και το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 αυτού του άρθρου αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Για τις κατασχέσεις της παραγράφου αυτής εφαρ­μόζονται ανάλογα οι διατάξεις των πέντε τελευταίων εδαφίων της επόμενης παραγράφου.»

 

    2. Η περίπτωση β' της παραγράφου 8 του άρθρου 36 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «β) δεν έχει υποβάλει στη δημόσια οικονομική υπη­ρεσία δηλώσεις απόδοσης οποιουδήποτε παρακρατού­μενου ή επιρριπτόμενου φόρου, τέλους, εισφοράς από οποιαδήποτε αιτία, καθώς και δηλώσεις φόρου εισο­δήματος.»

 

    3.  Η παράγραφος 10 του άρθρου 36 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «10. Τα δικαιώματα του αρμόδιου προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. που ορίζονται από τις διατάξεις των παραγράφων 1, 3, 6 και 7 του άρθρου αυτού ενασκούνται παράλληλα και από τους Γενικούς Διευθυντές Φορολογίας, Επιθεώρη­σης και Ελέγχων, καθώς και από τους προϊσταμένους της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.).»

 

    4. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α' της παραγρά­φου 3 του άρθρου 37 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Για την απαλλαγή από την υποχρέωση τήρησης του βιβλίου αποθήκης, παραγωγής κοστολογίου και τεχνι­κών προδιαγραφών ή τον περιορισμό των υποχρεώσεων αυτών ή την κατά διάφορο τρόπο τήρηση αυτών, καθώς και τον καθορισμό του είδους ως ουσιώδους ποιοτικής διάκρισης των αγαθών για την εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα αυτού.»

 

    5.  Η παράγραφος 4 του άρθρου 37 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «4. Η αίτηση του επιτηδευματία υποβάλλεται:

α) για την απαλλαγή ή την κατά διάφορο τρόπο τήρη­ση του βιβλίου αποθήκης, παραγωγής κοστολογίου και τεχνικών προδιαγραφών πέντε (5) μήνες πριν την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου για την οποία ζητείται ρύθ­μιση ή απαλλαγή από τις υποχρεώσεις αυτές. Ειδικά επί έναρξης νέας δραστηριότητας ή επί μετασχηματισμού επιχείρησης και άμεσης υποχρέωσης τήρησης βιβλίου αποθήκης η αίτηση υποβάλλεται στο χρόνο της εμπρό­θεσμης ενημέρωσης του βιβλίου αποθήκης,

β) για την αλλαγή της μεθόδου προσδιορισμού της τιμής κτήσης ή του ιστορικού κόστους παραγωγής πέντε (5) μήνες πριν από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου.»

 

    6. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 37 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Ο Γραμματέας της Επιτροπής υποχρεούται όπως, τουλάχιστον πέντε (5) ημέρες πριν από τη συνεδρίαση, γνωστοποιήσει την ημερομηνία και την ώρα της συνε­δρίασης στον επιτηδευματία που έχει υποβάλει σχετικό αίτημα παράστασης.»

 

    7. Η υποπερίπτωση γγ' της περίπτωσης γ' του άρθρου 38 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «γγ) να ρυθμίζει διαφορετικά τον τρόπο, το χρόνο έκδοσης το περιεχόμενο και τον προορισμό των εγ­γράφων μεταφοράς για τις αστικές, τις ειδικές και τις διεθνείς μεταφορές, τις ταχυμεταφορές, καθώς και για τις μεταφορές με δημόσιας χρήσης μέσα ή με τρίκυκλα οχήματα δημόσιας χρήσης ή μικτής χρήσης αυτοκίνητα ή τρίκυκλα ιδιωτικής χρήσης,».

 

    8. Η υποπερίπτωση γε' της περίπτωσης γ' του άρθρου 38 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «γε) Να ορίζει διαφορετικά τα φορολογικά στοιχεία που υποβάλλονται, τον τρόπο και το χρόνο υποβολής αυτών, καθώς και των δεδομένων των βιβλίων του Κώδικα αυτού, για όλους τους υπόχρεους ή για κατηγορίες μόνο από αυτούς, σε ολόκληρη τη χώρα ή σε τμήματα μόνο αυτής,».

 

    9.  Η υποπερίπτωση γστ' της περίπτωσης γ' του άρθρου 38 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «γστ) να ορίζει για όλους τους επιτηδευματίες ή για κατηγορίες μόνο από αυτούς τον τρόπο και τα μέσα τήρησης και έκδοσης όλων ή μερικών βιβλίων και στοιχείων που ορίζονται με τις διατάξεις του Κώδικα αυτού, καθώς και να ρυθμίζει διαφορετικά για όλους τους επιτηδευματίες ή για κατηγορίες μόνο από αυτούς τον τρόπο θεώρησης και τήρησης των βιβλίων και στοιχείων, τον τρόπο και το χρόνο ενημέρωσης των βιβλίων και έκδοσης των στοιχείων, τον τρόπο και τα μέσα διαφύλαξης όλων ή μερικών βιβλίων και στοιχείων και οποιαδήποτε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.»

 

    10.  Στην περίπτωση γ' του άρθρου 38 προστίθεται υποπερίπτωση γιδ' ως εξής:

 

    «γιδ. να καθορίζει τις τεχνικές απαιτήσεις, τις διαδι­κασίες, το χρόνο, τον τρόπο, τα μέσα και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη διασφάλιση της γνησιότητας και ακεραιότητας των διαφυλασσόμενων σε ηλεκτρονική - ψηφιακή μορφή φορολογικών βιβλίων και στοιχείων, με τη χρήση ειδικών ασφαλών φορολογικών διατάξεων σήμανσης του ν. 1809/1988 (ΦΕΚ 222 Α').»

 

    11. Οι περιπτώσεις στ' και ζ' του άρθρου 38 αναριθμού­νται σε περιπτώσεις ζ' και η' αντίστοιχα και προστίθεται νέα περίπτωση στ' ως εξής:

 

    «στ) Να ορίζει τις ενδείξεις του προορισμού των φο­ρολογικών στοιχείων για όλους τους υπόχρεους ή για κατηγορίες μόνο από αυτούς σε ολόκληρη τη χώρα ή τμήματα αυτής,».

 

   

Αρθρο 33

Πρόστιμα Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

ΡΥΘΜΙΖΕΙΣ ΣΤΟ Ν. 2523/1997

 

    Οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α') τροποποιούνται, αντικαθίστανται και συμπληρώνο­νται κατά περίπτωση ως εξής:

 

    1. Η περίπτωση ια' της παραγράφου 6 καταργείται και οι περιπτώσεις α', β', ε', στ', ζ', η' και ι' της ίδιας παραγράφου αντικαθίστανται ως εξής:

 

    «α) Σε μη τήρηση λογιστικών βιβλίων ή τήρηση βιβλίων κατώτερης κατηγορίας για τους επιτηδευματίες της Γ' κατηγορίας ή σε μη τήρηση του ισοζυγίου λογαριασμών Γενικού - Αναλυτικών Καθολικών ή του βιβλίου απογρα­φών, καθώς και σε μη σύνταξη ή εκπρόθεσμη σύνταξη του ισολογισμού σε δύο (2) για όλες ή μερικές από τις παραπάνω παραλείψεις.

Σε περίπτωση επιβολής του προστίμου της περίπτω­σης αυτής δεν επιβάλλεται ιδιαίτερο πρόστιμο για τη μη τήρηση μητρώου πάγιων περιουσιακών στοιχείων.

β) Σε μη τήρηση πρόσθετων βιβλίων της παραγράφου 5 του άρθρου 10 σε δύο (2) για κάθε βιβλίο.»

 

    «ε) Σε μη επίδειξη των βιβλίων και στοιχείων την πρώ­τη φορά μετά από προηγούμενη πρόσκληση σε δύο (2) και για καθεμία από τις επόμενες δύο φορές σε πέντε (5).

στ) Σε περίπτωση μη καταχώρισης της ποσοτικής καταμέτρησης των αποθεμάτων στο βιβλίο απογραφών σε τρία (3).

ζ) Σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής στοιχείων της παραγράφου 1 του άρθρου 20 μετά το τέλος του έτους που έληξε η προθεσμία υποβολής τους, καθώς και στις περιπτώσεις παράλειψης καταχώρισης αντισυμβαλ­λομένων ή ανακριβούς καταχώρισης της αξίας σε τρία (3), εφόσον οι ανωτέρω παραλείψεις και ανακρίβειες αφορούν μεγέθη συνολικής αξίας πάνω από δεκατέσ­σερις χιλιάδες εξακόσια εβδομήντα τρία (14.673) ευρώ ανά κατάσταση.

Ο ίδιος συντελεστής ισχύει και σε περίπτωση μη υπο­βολής στοιχείων, εκτός αν ο υπόχρεος μέχρι τη λήξη της προθεσμίας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς ή άσκησης εμπρόθεσμης προσφυγής κατά της απόφα­σης επιβολής προστίμου υποβάλλει εκπρόθεσμα τα στοιχεία και προκύπτει ότι τα συνολικά μεγέθη ανά κατάσταση είναι μέχρι του ορίου του προηγούμενου εδαφίου, οπότε εφαρμόζεται συντελεστής βαρύτητας ίσος με τη μονάδα.

Οι συντελεστές βαρύτητας του πρώτου και δεύτερου εδαφίου ισχύουν κατά περίπτωση και επί εκπρόθεσμης υποβολής στοιχείων για τις πωλήσεις πετρελαίου θέρ­μανσης μετά τη λήξη της προβλεπόμενης προθεσμίας υποβολής, καθώς και επί μη υποβολής στοιχείων, πα­ραλείψεων ή ανακριβειών κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στα εδάφια αυτά.

Ο συντελεστής βαρύτητας των προηγούμενων εδαφί­ων ισχύει και σε περίπτωση μη υποβολής του ισοζυγίου της παραγράφου 6 του άρθρου 20 ή της εκπρόθεσμης υποβολής του, μετά την παρέλευση εξαμήνου από την προθεσμία υποβολής.

η) Σε περίπτωση μη επίδειξης σε προληπτικό έλεγχο των πρόσθετων βιβλίων της παραγράφου 5 του άρθρου 10 σε πέντε (5).»

 

    «ι) Σε μη τήρηση του βιβλίου κοστολογίου οικοδομών της Α.Υ.Ο.0.1024754/187/ΠΟΛ.1039/9.3.2006 (ΦΕΚ 311 Β') ή σε μη επίδειξη αυτού στο φορολογικό έλεγχο μετά από προηγούμενη πρόσκληση σε πέντε (5) για κάθε οικοδομή.»

 

    2. Η περίπτωση α' της παραγράφου 8 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «α) Η παράλειψη έκδοσης κάθε στοιχείου, που ορί­ζεται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ.. Ειδικά η μη έκδοση στοιχείου παράδοσης κτισμάτων συνιστά αυτοτελή παράβαση ανεξάρτητα από το ύψος της αξίας αυτού. Ως παράλειψη έκδοσης στοιχείου λογίζεται και η μη καταχώριση σερβιρισθέντων ειδών στα δελτία παραγ­γελίας. Κατ' εξαίρεση η μη έκδοση δελτίων αποστολής από αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φ.Π.Α. θεωρείται γενική παράβαση, επιφυλασσομένων των διατάξεων της περίπτωσης α' της παραγράφου 10 του άρθρου αυτού. Επίσης, κατ' εξαίρεση η μη έκδοση στοιχείου διακίνησης θεωρείται γενική παράβαση, εφόσον έχει εκδοθεί και καταχωρηθεί στα βιβλία στοιχείο αξίας για την ίδια συναλλαγή από τον υπόχρεο στην έκδοση του στοιχείου διακίνησης.»

 

    3.  Οι περιπτώσεις θ', ι' και ια' της παραγράφου 8 αντικαθίστανται ως εξής:

 

    «θ) Η μη διαφύλαξη κάθε βιβλίου ή κατάστασης που υποκαθιστά βιβλίο ή ανά πενήντα (50) φύλλα φορολο­γικών στοιχείων ή άλλων δικαιολογητικών εγγραφών για όσο χρόνο ορίζεται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ., εκτός αν η μη διαφύλαξη οφείλεται αποδεδειγμένα σε ανώτερη βία.

ι) Η εκπρόθεσμη εκτύπωση ή εγγραφή σε οπτικό δί­σκο κάθε βιβλίου ή κατάστασης που ορίζεται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ..

ια) Η μη κάλυψη από τα προγράμματα λογισμικού των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 23 του Κ.Β.Σ., ως και η μη τήρηση καθεμιάς από τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται από το άρθρο αυτό.»

 

    4. Στην παράγραφο 8 προστίθεται περίπτωση ιβ ως εξής:

 

    «ιβ) Η κάθε μη καταχώριση ή η ανακριβής καταχώριση στο βιβλίο κοστολογίου οικοδομών της Α.Υ.Ο.Ο. 1024754/187/ΠΟΛ.1039/9.3.2006 δαπάνης που προσδιο­ρίζει το κόστος της κάθε «οικοδομής».»

 

   

   

Αρθρο 34

Φορολογικοί ηλεκτρονικοί μηχανισμοί

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

ΡΥΘΜΙΖΕΙΣ ΣΤΟ Ν. 1809/1988

 

    Οι διατάξεις του ν.1809/1988 (ΦΕΚ 222 Α' ) τροπο­ποιούνται, αντικαθίστανται και συμπληρώνονται κατά περίπτωση, ως εξής:

 

    1.  Η παράγραφος 1 του άρθρου 1 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «1. Οι επιτηδευματίες που πωλούν αγαθά λιανικώς ή κυρίως λιανικώς ή παρέχουν υπηρεσίες στο κοινό και τηρούν βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ. 186/1992, ΦΕΚ 84 Α') υποχρεούνται να χρησιμοποιούν φορολογικές ταμειακές μηχανές για την έκδοση των αποδείξεων λια­νικής πώλησης αγαθών και παροχής υπηρεσιών. Την υποχρέωση αυτή έχουν και οι κυρίως χονδροπωλητές επιτηδευματίες, όταν οι λιανικές τους πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών διενεργούνται κατά σύστημα και όχι περι­στασιακά, ανεξάρτητα από το ποσοστό των πωλήσεων αυτών επί του συνόλου των ετήσιων πωλήσεων τους. Με απόφαση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. της έδρας του επιτηδευματία του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να απαλλαγεί ο επιτηδευματίας αυτός από την υποχρέωση χρησιμοποίησης φορολογικής ταμειακής μηχανής, για την έκδοση των αποδείξεων λιανικής πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, εφόσον συντρέχουν ειδικοί λόγοι για την απαλλαγή αυτή. Οι ιδιότητες και τα τεχνικά χα­ρακτηριστικά των φορολογικών ταμειακών μηχανών και τα στοιχεία που πρέπει να περιέχονται στις εκδιδόμενες από αυτές αποδείξεις ορίζονται με απόφαση του Υπουρ­γού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι επιτηδευματίες αυτοί, αντί να χρησιμοποιούν φορολογικές ταμειακές μηχανές, μπορούν να εκδίδουν θεωρημένες διπλότυπες αποδεί­ξεις λιανικής πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών με τρόπο μηχανογραφικό, στις οποίες όμως πρέπει να αναγράφονται τα στοιχεία των αποδείξεων των φορο­λογικών ταμειακών μηχανών. Κατ' εξαίρεση, επιτρέπεται η έκδοση χειρόγραφων θεωρημένων διπλότυπων απο­δείξεων λιανικής πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρε­σιών, σε ειδικές μόνο περιπτώσεις, για συναλλαγές που πραγματοποιεί ο επιτηδευματίας εκτός του κεντρικού καταστήματος ή του υποκαταστήματος του.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονο­μικών, μετά από σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής του άρθρου 7 του νόμου αυτού, μπορεί να επιτρέπεται η χρησιμοποίηση ταμειακών συστημάτων δικτύου ηλε­κτρονικών υπολογιστών - ταμειακών μηχανών, αντί της χρησιμοποίησης εγκεκριμένων φορολογικών ταμειακών μηχανών, για την έκδοση των αποδείξεων λιανικής πώ­λησης αγαθών και παροχής υπηρεσιών.»

 

    2. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 1 καταργείται.

 

    3. Η παράγραφος 5 του άρθρου 1 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «5. Οι επιτηδευματίες του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχεί-ων (π.δ. 186/1992, ΦΕΚ 84 Α'), που εκδίδουν τα στοιχεία του Κώδικα αυτού με μηχανογραφικό τρόπο, μέσω ηλε­κτρονικού υπολογιστή υποχρεούνται για τη διασφάλιση των ηλεκτρονικών δεδομένων αυτών στη χρήση ειδικών ηλεκτρονικών ασφαλών διατάξεων σήμανσης του νόμου αυτού. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμό­ζονται προαιρετικά και για τα βιβλία του Κώδικα αυτού που τηρούνται με μηχανογραφικό τρόπο.»

 

    4. Η παράγραφος 6 του άρθρου 1 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οι­κονομικών ορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και οι ιδιότητες, τα τεχνικά χαρακτηριστικά των ειδικών ηλεκτρονικών ασφαλών διατάξεων σήμανσης ή άλλου τρόπου διασφάλισης των ηλεκτρονικών δεδομένων των βιβλίων και των στοιχείων, το περιεχόμενο αυτών, ο χρόνος, ο τρόπος τήρησης ή έκδοσης, διαφύλαξης και αποθήκευσης τους, καθώς και τα βιβλία ή τα στοιχεία που εξαιρούνται.»

 

    5. Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «1. Οι φορολογικοί μηχανισμοί και τα ταμειακά συστή­ματα του προηγούμενου άρθρου, για να χρησιμοποιη­θούν στην τήρηση βιβλίων ή την έκδοση των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 5 του άρθρου αυτού από επιτηδευματίες που υπόκεινται στις διατά­ξεις του νόμου αυτού, πρέπει να είναι εφοδιασμένα με άδεια καταλληλότητας. Την άδεια αυτή χορηγεί η Επιτροπή του άρθρου 7 μετά από αίτηση της ενδια­φερόμενης επιχείρησης και έχει ισχύ για τέσσερα (4) έτη από την ημερομηνία χορηγήσεως της. Προϋπόθε­ση για την εξέταση των υποβαλλόμενων από 1.6.2006 αιτήσεων αποτελεί η καταβολή παραβόλου υπέρ του Δημοσίου το οποίο ανέρχεται σε δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ για κάθε αίτηση. Για τη χορήγηση της άδειας κα­ταλληλότητας η Επιτροπή εκτιμά ιδίως: α) αν το δείγμα του φορολογικού μηχανισμού ή συστήματος, το οποίο υποχρεούται να προσκομίσει ο ενδιαφερόμενος πριν από την εξέταση της αίτησης του, ανταποκρίνεται στις ιδιότητες και τα τεχνικά χαρακτηριστικά που καθορί­ζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οι­κονομικών, β) αν η επιχείρηση που αιτείται την άδεια καταλληλότητας διαθέτει στην Ελλάδα άρτιο δίκτυο επισκευής και συντήρησης, το απαραίτητο επιστημονικό προσωπικό και εξασφαλίζει τα αναγκαία αποθέματα ανταλλακτικών και εξαρτημάτων στην Ελλάδα, γ) αν η επιχείρηση που αιτείται την άδεια καταλληλότητας είναι φερέγγυα και αν η οικονομική της συγκρότηση, εγγυάται την ομαλή πορεία της, δ) αν είναι δυνατός ο έλεγχος και η παρακολούθηση από την Επιτροπή ότι οι φορολογικοί μηχανισμοί ή τα συστήματα προ της διάθεσης τους στην αγορά συμφωνούν με το δείγμα. Η Επιτροπή δικαιούται να εξετάσει και κάθε άλλο στοιχείο που είναι απαραίτητο για τη διαμόρφωση τελικής γνώ­μης, καθώς και να επανεξετάζει, μετά τη χορήγηση της άδειας καταλληλότητας, αν εξακολουθούν να τηρούνται, σε κάθε περίπτωση οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις πιο πάνω περιπτώσεις β', γ' και δ'. Η ενδιαφερόμενη επιχείρηση που αιτείται χορήγηση άδειας καταλληλότητας υποχρεούται να προσκομίσει στην Επιτροπή κάθε στοιχείο που θα ζητηθεί από αυτήν.»

 

    6. Η παράγραφος 3 του άρθρου 2 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   

«3. Η επιχείρηση που λαμβάνει άδεια καταλληλότητας για συγκεκριμένο μοντέλο φορολογικής ταμειακής μη­χανής ή συστήματος, υποχρεούται να διαφυλάσσει το εγκεκριμένο δείγμα για δεκαπέντε (15) τουλάχιστον έτη από τη λήξη του έτους που για τελευταία φορά διατέ­θηκε στην αγορά ο συγκεκριμένος τύπος και να το θέτει άμεσα στη διάθεση των φορολογικών αρχών και της Επιτροπής του άρθρου 7. Το δείγμα αυτό ασφαλίζεται και απαγορεύεται οποιαδήποτε επέμβαση σε αυτό. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται ο τρόπος ασφάλισης και αποθήκευσης του δείγματος και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.»

 

    7. Το άρθρο 3 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Αρθρο 3

 

    1. Οι επιχειρήσεις, που αιτούνται και λαμβάνουν άδεια καταλληλότητας ή τους ανατίθεται από την Επιτροπή η τεχνική υποστήριξη φορολογικών ηλεκτρονικών μη­χανισμών, για την εξασφάλιση της ομαλής συντήρησης και έγκαιρης αποκατάστασης των βλαβών των μηχα­νών των χρηστών, πρέπει να διατηρούν στην Ελλάδα επαρκή αποθέματα ανταλλακτικών και εξαρτημάτων, απαραίτητο εργαστηριακό εξοπλισμό και άρτια οργα­νωμένο και καταρτισμένο δίκτυο από πιστοποιημένους, εξειδικευμένους και κατάλληλα εκπαιδευμένους τεχνι­κούς. Για το σκοπό αυτόν, οι ανωτέρω επιχειρήσεις συντάσσουν και υποβάλουν στην αρμόδια Διεύθυνση Κ.Β.Σ., περιοδικές καταστάσεις σε έντυπη και ηλεκτρο­νική μορφή, των στοιχείων των εξουσιοδοτημένων από αυτές τεχνικών, καθώς επίσης εκδίδουν και υποβάλουν προς θεώρηση στην ίδια Διεύθυνση, ειδικές ταυτότητες πιστοποίησης των τεχνικών αυτών. Προϋπόθεση για την έγκυρη υποβολή των καταστάσεων και τη θεώρηση των ταυτοτήτων που υποβάλλονται από 1.1.2007, αποτελεί η καταβολή παραβόλου υπέρ του Δημοσίου, το οποίο ανέρχεται σε είκοσι πέντε (25) ευρώ για κάθε τεχνικό που εξουσιοδοτείται από την επιχείρηση η οποία κα­τέχει άδεια καταλληλότητας εγκεκριμένων μοντέλων ή επιχείρηση στην οποία έχει ανατεθεί η τεχνική υπο­στήριξη από την Επιτροπή.

 

    2.  Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικο­νομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου αυτού. Με την ίδια απόφαση ρυθμίζονται θέμα­τα σχετικά με τα απαιτούμενα ουσιαστικά και τυπικά προσόντα των τεχνικών, καθώς και θέματα σχετικά με την εκπαίδευση των τεχνικών και των χρηστών στους φορολογικούς ηλεκτρονικούς μηχανισμούς.»

 

    8. Το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 4 αντικαθίστανται ως εξής:

 

    «1. Ο πωλητής φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών και συστημάτων εκδίδει το δελτίο αποστολής ή το τι­μολόγιο - δελτίο αποστολής σε δύο επιπλέον αντίτυπα με την ένδειξη «για τη Δ.Ο.Υ. του αγοραστή», από τα οποία το ένα υποχρεούται να παραδώσει στη Δ.Ο.Υ. αυτή μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ημερομη­νία έκδοσης του, επισυνάπτοντας φωτοαντίγραφο του δελτίου ημερήσιας κίνησης «Ζ», εγκατάστασης - έναρξης λειτουργίας του φορολογικού ηλεκτρονικού μηχανισμού. Το άλλο αντίτυπο παραδίδεται στον αγοραστή, ο οποί­ος υποχρεούται να το παραδώσει στη Δ.Ο.Υ. της έδρας του μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη λήψη του μαζί με τη δήλωση της παραγράφου 2.»

 

    9. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 4 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «2. Ο αγοραστής ή χρήστης ή κάτοχος υποχρεού­ται να υποβάλλει στη Δ.Ο.Υ. της έδρας που υπάγεται, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986, στην οποία αναγράφονται ο τρόπος και η ημερομηνία απόκτησης, τα στοιχεία του οικείου παραστατικού, καθώς και ο ακριβής τόπος (διεύθυνση της έδρας, υποκαταστήματος ή άλλου χώρου), στον οποίο πρόκειται να εγκαταστήσει και να λειτουργήσει τη συγκεκριμένη μηχανή.»

 

    10.  Στο άρθρο 4 προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:

 

    «5. Σε κάθε περίπτωση απώλειας βιβλιαρίου συντήρη­σης και επισκευών, εκδίδεται νέο βιβλιάριο, το οποίο θεωρείται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. και στο οποίο αναγρά­φεται η ένδειξη «Σε αντικατάσταση».»

 

    11. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 5 αντικαθίσταται και στο τέλος της παραγράφου 1 προ­στίθεται νέο εδάφιο ως εξής:

 

    «Επίσης οφείλει να μεριμνά για την ενημέρωση του βιβλιαρίου με ό,τι έχει σχέση με τη μηχανή, όπως συγκε­ντρωτικά δεδομένα φορολογικής μνήμης, συντηρήσεις, επισκευές, καθώς και να καλεί αμέσως για αποκατά­σταση τυχόν βλάβης της μηχανής. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής των υποχρεώσεων αυτών.

Το βιβλιάριο συντήρησης και επισκευών, το οποίο συ­νοδεύει πάντοτε το φορολογικό ηλεκτρονικό μηχανισμό επιδεικνύεται άμεσα σε κάθε απαίτηση φορολογικών ελέγχων.»

 

    12.  Η παράγραφος 2 του άρθρου 5 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «2. Ο συντηρητής ή επισκευαστής υποχρεούται να καταχωρεί στο Βιβλιάριο Συντήρησης και Επισκευών του φορολογικού μηχανισμού κάθε τεχνική διάγνωση, επέμβαση, επισκευή ή συντήρηση του, υπογράφοντας και θέτοντας τη σφραγίδα του. Αν διαπιστώσει ότι ο μηχανισμός δεν διαθέτει πλέον τη δυνατότητα και τα χαρακτηριστικά που εξασφαλίζουν την αξιοπιστία του, λόγω βλάβης ή άλλης αιτίας, υποχρεούται να γνωστο­ποιήσει τούτο άμεσα και εγγράφως στην αρμόδια για τη φορολογία του χρήστη Δ.Ο.Υ., καθώς και στην αρμόδια Διεύθυνση Κ.Β.Σ..»

 

    13. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 6 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «1. Η σφράγιση της κεφαλής της βίδας, που συνδέει το περίβλημα με τη βάση της μηχανής, με τον τρόπο που αναφέρεται στις τεχνικές προδιαγραφές, γίνεται από την επιχείρηση που έχει λάβει την άδεια καταλλη­λότητας σε χώρο εγκατάστασης της επιχείρησης, προ της διαθέσεως τους στην αγορά και ελέγχεται από εξουσιοδοτημένο φοροτεχνικό υπάλληλο του Υπουρ­γείου Οικονομίας και Οικονομικών.»

 

    14.  Η παράγραφος 1 του άρθρου 7 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «1. Συνιστάται στη Διεύθυνση Βιβλίων και Στοιχείων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών επταμελής Επιτροπή από υπαλλήλους της Διεύθυνσης αυτής και ειδικούς τεχνικούς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, για τον έλεγχο των ιδιοτήτων και των τεχνικών χαρα­κτηριστικών των φορολογικών μηχανισμών και για τη χορήγηση άδειας καταλληλότητας για τη χρησιμοποίηση τους. Τα τρία μέλη της Επιτροπής, με τους αναπλη­ρωτές τους, διορίζονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη ειδι­κοί τεχνικοί, με τους αναπληρωτές τους, προτείνονται, ανά ένας, από τα πρώτα τέσσερα σε δύναμη κόμματα της αντιπολίτευσης που εκπροσωπούνται στη Βουλή ή ανάλογα με τη δύναμη κάθε κόμματος της αντιπολί­τευσης, σε περίπτωση που εκπροσωπούνται στη Βου­λή λιγότερα από τέσσερα κόμματα. Σε περίπτωση που δεν προτείνονται τα πιο πάνω τέσσερα μέλη μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από τη σχετική πρό­σκληση, αυτά διορίζονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ορίζονται τα μέλη, σύμφωνα με τα πιο πάνω, η διάρκεια της θητείας της Επιτροπής, η μηνιαία αποζη­μίωση των μελών της, η σχετική διαδικασία και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

Με απόφαση της πιο πάνω Επιτροπής, δύναται να παρευρίσκονται στις συνεδριάσεις αυτής, εκπρόσωποι αναγνωρισμένων συλλογικών οργάνων που εκπροσω­πούν επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια καταλληλότη­τας εγκεκριμένων μοντέλων φορολογικών μηχανισμών ή επιχειρήσεις μεταπώλησης ή εξουσιοδοτημένων τε­χνικών.

Οι απορριπτικές αποφάσεις της Επιτροπής πρέπει να είναι αιτιολογημένες και κοινοποιούνται στον ενδι­αφερόμενο.»

 

    15.  Η παράγραφος 4 του άρθρου 7 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «4. Η απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικο­νομικών, που προβλέπεται από τις διατάξεις της πα­ραγράφου 2 του άρθρου 1, δεν μπορεί να εκδοθεί αν δεν έχει χορηγηθεί άδεια καταλληλότητας σε τέσσερις τουλάχιστον επιχειρήσεις, με τη διαδικασία της παρα­γράφου 1 του άρθρου 2.»

 

    16. Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 8 καταργείται.

 

    17. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 9 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Με τον ίδιο τρόπο αποσβέννυται και η δαπάνη για την αντικατάσταση μηχανικών αντλιών πετρελαίου πρα­τηρίων υγρών καυσίμων με κατάλληλες ψηφιακές, όταν αυτό είναι αναγκαίο για τη σύνδεση τους με φορολογικό μηχανισμό.»

 

    18. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 9 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «2. Οι επιτηδευματίες, οι οποίοι τηρούν βιβλία δεύ­τερης ή τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, στις περιπτώσεις που τα καθαρά τους κέρδη προσδιορίζονται εξωλογιστικώς, δικαιούνται να εκπί­πτουν από τα καθαρά τους κέρδη:».

 

    19.  Η παράγραφος 3 του άρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «3. Για όλες τις παραβάσεις εφαρμόζεται η Βάση Υπο­λογισμού No 1 (ΒΑΣ.ΥΠ.1) και συντελεστής βαρύτητας με αριθμητική τιμή που ορίζεται ως εξής:

α) Για τις επιχειρήσεις που έχουν λάβει, από την αρ­μόδια Επιτροπή του άρθρου 7, άδεια καταλληλότητας ή έγκριση μόνο τεχνικής υποστήριξης σε οκτώ (8).

Κατ' εξαίρεση, για τις πιο κάτω παραβάσεις ο συντε­λεστής βαρύτητας καθορίζεται ως εξής:

α.1. Σε περίπτωση άρνησης ή παρακώλυσης ή μη δι­ευκόλυνσης, με οποιονδήποτε τρόπο, του ελέγχου της αξιοπιστίας των φορολογικών μηχανισμών και συστη­μάτων σε τριάντα (30).

α.2. Σε περίπτωση μη διαφύλαξης του δείγματος για τον προβλεπόμενο χρόνο σε εξήντα (60).

α.3. Σε περίπτωση υποβολής ανακριβών στοιχείων στην Επιτροπή του άρθρου 7 για τη χορήγηση άδειας καταλληλότητας σε σαράντα (40).

β) Για τις επιχειρήσεις μεταπώλησης, τεχνικής υπο­στήριξης, καθώς και για τους τεχνικούς οι οποίοι έχουν εξουσιοδοτηθεί για την παροχή υπηρεσιών συντήρησης και επισκευής φορολογικών μηχανισμών και συστημά­των σε τέσσερα (4).

γ) Για τους χρήστες ή κατόχους φορολογικών μηχα­νισμών και συστημάτων σε ένα (1).

γ.1. Η έκδοση στοιχείων από εγκεκριμένο και μη δη­λωμένο φορολογικό μηχανισμό ή σύστημα λογίζεται ως έκδοση αθεώρητων. Για την επιβολή του αντικειμε­νικού προστίμου θεωρείται αυτοτελής παράβαση, για την οποία εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 8 περίπτωση β' και 9 του άρθρου 5 του ν. 2523/1997.

γ.2. Η έκδοση στοιχείων από μη εγκεκριμένο ή από εγκεκριμένο και παραβιασμένο ή παραποιημένο φορο­λογικό μηχανισμό ή σύστημα λογίζεται ως μη έκδοση αυτών. Για την επιβολή του αντικειμενικού προστίμου θεωρείται αυτοτελής παράβαση, για την οποία εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 8 περίπτωση α' και 9 του άρθρου 5 του ν. 2523/1997, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 10 πε­ρίπτωση α' του ίδιου άρθρου και νόμου.

γ.3. Η μη χρήση εγκεκριμένου και δηλωμένου ή η χρήση μη εγκεκριμένου ή μη δηλωμένου φορολογικού μηχανισμού για τη διασφάλιση των ηλεκτρονικών δεδομένων των βιβλίων λογίζεται ως μη τήρηση τους. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ο εγκεκριμένος και δηλωμένος φορολογικός μηχανισμός έχει παραβιασθεί ή παραποιηθεί.

δ) Η μη δήλωση κάθε φορολογικού μηχανισμού ή συστήματος θεωρείται γενική παράβαση και επιβάλλεται το πρόστιμο που ορίζεται με τις διατάξεις της περίπτωσης α' της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν. 2523/1997, κατά περίπτωση. Για κάθε εκπρόθεσμη δήλωση φορολογικού μηχανισμού ή συστήματος, μετά την προθεσμία που ορίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 4 του νόμου αυτού, καταλογίζεται μία παράβαση ανά εκπρόθεσμη δήλωση ανεξάρτητα του χρόνου υποβολής της και του πλήθους των φορολογικών μηχανισμών ή συστημάτων που περιλαμβάνονται σε αυτή και επιβάλλεται το πρόστιμο που ορίζεται με τις διατάξεις της περίπτωσης α' της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν. 2523/1997, κατά περίπτωση.

ε) Ειδικά στην περίπτωση παραβάσεων λόγω παρα­βίασης ή παραποίησης φορολογικών μηχανισμών και συστημάτων, που έχουν άδεια καταλληλότητας από την αρμόδια Επιτροπή του άρθρου 7 ή επέμβασης κατά οποιονδήποτε τρόπο στη λειτουργία του μηχανισμού ή διάθεσης ή χρησιμοποίησης παραβιασμένου ή δια­φοροποιημένου ή παραποιημένου τέτοιου μηχανισμού, εφαρμόζεται η Βάση Υπολογισμού No 1 (ΒΑΣ.ΥΠ.1) και ο συντελεστής βαρύτητας ορίζεται ανά υπαίτιο ως εξής:

ε.1. Σε περίπτωση που υπαίτιος της παράβασης είναι η επιχείρηση που έχει λάβει, από την αρμόδια Επιτροπή του άρθρου 7, άδεια καταλληλότητας ή έγκριση μόνο τεχνικής υποστήριξης σε εκατό (100).

ε.2. Σε περίπτωση που υπαίτιος της παράβασης είναι η επιχείρηση μεταπώλησης ή τεχνικής υποστήριξης, τε­χνικοί της οποίας έχουν εξουσιοδοτηθεί από επιχείρηση που έχει λάβει άδεια καταλληλότητας για την παροχή υπηρεσιών συντήρησης και επισκευής φορολογικών μη­χανισμών και συστημάτων σε εξήντα (60).

Ειδικά στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι υπαίτιος της παράβασης είναι φυσικό πρόσωπο - εξουσιοδοτη­μένος τεχνικός, πέραν των ανωτέρω, απαγορεύεται να παρέχει υπηρεσίες τεχνικής υποστήριξης σε εγκεκρι­μένα μοντέλα φορολογικών μηχανισμών.

ε.3. Σε περίπτωση που υπαίτιος της παράβασης είναι ο χρήστης ή κάτοχος του φορολογικού μηχανισμού ή συστήματος ή άλλος τρίτος σε πενήντα (50).

στ) Στην περίπτωση απώλειας φορολογικού μηχανι­σμού ή συστήματος εφαρμόζεται η Βάση Υπολογισμού No 1 (ΒΑΣ.ΥΠ.1) και ο συντελεστής βαρύτητας ορίζεται ανά υπαίτιο ως εξής:

στ.1. Σε περίπτωση που υπαίτιος της παράβασης είναι η επιχείρηση που έχει λάβει, από την αρμόδια Επιτροπή του άρθρου 7, άδεια καταλληλότητας ή επιχείρηση με­ταπώλησης ή τεχνικής υποστήριξης σε είκοσι (20).

στ.2 Σε περίπτωση που υπαίτιος της παράβασης είναι ο χρήστης ή κάτοχος του φορολογικού μηχανισμού ή συστήματος ή άλλος τρίτος σε πέντε (5).

ζ) Σε περίπτωση μη διαφύλαξης ή μη επίδειξης του Βιβλιαρίου Συντήρησης και Επισκευών εφαρμόζεται η Βάση Υπολογισμού No 1 (ΒΑΣ.ΥΠ.1) και ο συντελεστής βαρύτητας ορίζεται σε δύο (2).»

 

    20.  Η παράγραφος 4 του άρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «4. Οι υπαίτιοι των παραβάσεων της περίπτωσης ε' της προηγούμενης παραγράφου τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εφαρμοζο­μένων αναλόγως των αντίστοιχων διατάξεων του ν. 2523/1997, που αναφέρονται στη χρήση πλαστών και εικονικών στοιχείων.»

 

    21.  Η παράγραφος 5 του άρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «5. Αν υπαίτιος αδικήματος της περίπτωσης ε' της παραγράφου 3 είναι η επιχείρηση που έχει λάβει την άδεια καταλληλότητας των φορολογικών μηχανισμών ή συστημάτων ή εξουσιοδοτημένος από αυτήν μεταπω­λητής ή τεχνικός αντιπρόσωπος της, ανεξάρτητα από τα διοικητικά πρόστιμα και τις ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 3 υποπερίπτωση ε.1. και 4, μετά από απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 7 μπορεί να ανακαλείται η άδεια καταλληλότητας ή και να απαγορεύεται η διάθεση των μηχανισμών του συγκεκριμένου τύπου.»

 

    22.  Η παράγραφος 6 του άρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «6. Στις ίδιες κυρώσεις και ποινές που προβλέπονται από τις παραγράφους 3 υποπερίπτωση ε.1. και 4 υπό­κεινται και τα πρόσωπα, στα οποία ανατίθεται από την Επιτροπή η διενέργεια ελέγχων, σύμφωνα με τις δια­τάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 7, όταν βεβαι­ώνουν ανακριβώς για τα αποτελέσματα των ελέγχων που διενήργησαν.»

 

    23. Το άρθρο 11 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Αρθρο 11

Από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού καταρ­γούνται οι διατάξεις του άρθρου πέμπτου του ν. 625/1977 (ΦΕΚ 180 Α') και οι διατάξεις του άρθρου 35 του ν. 1694/1987 (ΦΕΚ 35 Α').

Η επιχείρηση που λαμβάνει άδεια καταλληλότητας από την αρμόδια Επιτροπή του άρθρου 7 του νόμου αυτού, για συγκεκριμένους τύπους φορολογικών μηχα­νισμών, μπορεί να είναι κάθε επιχείρηση κατασκευής, συναρμολόγησης ή εισαγωγής, καθώς και οποιαδήποτε επιχείρηση ασκεί εμπορία τέτοιων μηχανισμών ή συ­στημάτων.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονο­μικών, μετά από πρόταση της Επιτροπής του άρθρου 7 του παρόντος νόμου, καθορίζεται η ημερομηνία λήξης της άδειας καταλληλότητας των εγκρίσεων παλαιών μοντέλων, ο χρόνος ισχύος της οποίας έχει υπερβεί τα τέσσερα (4) έτη από την ημερομηνία χορήγησης της.»

 

   

Αρθρο 35

Μεταβατικές διατάξεις

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ

ΛΟΙΠΕΣ ΡΥΘΜΙΖΕΙΣ

 

    1.  Οι διατάξεις των παραγράφων 5 έως και 8 του άρθρου 31 του παρόντος νόμου, αν προβλέπουν επι­εικέστερη μεταχείριση, εφαρμόζονται και για τις υπο­θέσεις που μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου δεν έχουν ελεγχθεί.

Ομοίως εφαρμόζονται και για υποθέσεις που έχουν ελεγχθεί και δεν έχουν περαιωθεί οριστικά με διοικητική επίλυση της διαφοράς ή δεν έχει παρέλθει η προθε­σμία άσκησης ένδικου βοηθήματος ή ένδικου μέσου ή εκκρεμεί συζήτηση των υποθέσεων αυτών ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων αυτών οι ενδιαφερόμενοι μπορούν με αίτηση τους, που υποβάλλεται στον αρμόδιο προ­ϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος, να ζητήσουν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, ακολουθούμενης της διαδικα­σίας του ν.δ. 4600/1966 (ΦΕΚ 242 Α'). Στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς, οι υποθέσεις των δύο προηγούμενων εδαφίων κρίνονται με βάση τις προϊσχύσασες διατάξεις.

 

    2.  Οι διατάξεις του άρθρου 33 και της παραγράφου 19 του άρθρου 34 του παρόντος νόμου, αν προβλέπουν επιεικέστερη μεταχείριση, εφαρμόζονται και για παρα­βάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2006, ανεξάρτητα από το χρόνο διαπίστωσης τους από τις φορολογικές αρχές, εφόσον δεν έχουν εκδοθεί από τους προϊσταμένους των δημόσιων οικονομικών υπηρε­σιών οι σχετικές αποφάσεις επιβολής προστίμου.

Ομοίως, εφαρμόζονται και για παραβάσεις που δια­πράχθηκαν μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2006, ανεξάρ­τητα από το χρόνο διαπίστωσης τους από τις φορο­λογικές αρχές, για τις οποίες έχουν εκδοθεί από τους προϊσταμένους των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών οι σχετικές αποφάσεις επιβολής προστίμου και μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2006 δεν έχουν περαιωθεί ορι­στικά με διοικητική επίλυση της διαφοράς ή εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ή του Σ.τ.Ε.. Για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων αυτών οι ενδιαφερόμενοι μπορούν με αίτηση τους, που υποβάλλεται στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την 31η Δεκεμβρίου 2006, να ζη­τήσουν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς με βάση τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, ακολουθούμενης της διαδικασίας του ν.δ. 4600/1966 (ΦΕΚ 242 Α').

Στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί διοικητική επίλυ­ση της διαφοράς, οι υποθέσεις των δύο προηγούμενων εδαφίων κρίνονται με βάση τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο διάπραξης της παράβασης.

 

   

Αρθρο 36

1. Η πρώτη περίοδος του προτελευταίου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 15Α του ν. 3054/2002 (ΦΕΚ 230 Α'), όπως προστέθηκε με το ν. 3423/2005 (ΦΕΚ 304 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Ειδικά για τα έτη 2005, 2006 και 2007, η κατανομή των ποσοτήτων αυτούσιων Βιοκαυσίμων και των Αλλων Ανανεώσιμων Καυσίμων, που υπόκεινται στο ειδικό φο­ρολογικό καθεστώς των διατάξεων της παραγράφου 6 του άρθρου 78 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α'), όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 34 του ν. 3340/2005 (ΦΕΚ 112 Α'), καθορίζεται με απόφαση που εκδίδεται κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, χωρίς να απαιτείται η κατάρτιση του Προγράμ­ματος που προβλέπεται στην παράγραφο 4 αυτού.»

 

    2.  Οι ποσότητες βιοντίζελ της περίπτωσης κστ' της παραγράφου 1 του άρθρου 73 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α'), όπως ισχύει, που υπόκεινται στο ειδικό φορολογικό καθεστώς των διατάξεων του άρθρου 78 παράγραφος 6 του ν. 2960/2001, οι οποίες κατανεμήθηκαν με τη Δ1/ Β/ οικ.8392/20.4.2006 (ΦΕΚ 512 Β') κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και οι οποίες μέ­χρι και την 31η Δεκεμβρίου 2006 δεν έχουν τεθεί σε ανάλωση και βρίσκονται στις φορολογικές αποθήκες των κατόχων Αδειας Διύλισης ή των κατόχων Αδειας Εμπορίας κατηγορίας Α', αυτούσιες ή σε μίγμα με πε­τρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL) της περίπτωσης στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 73 του ν. 2960/2001, μπορούν να τεθούν σε ανάλωση μετά την 1η Ιανουαρίου 2007 επιπλέον της ποσότητας των 114.000 χιλιολίτρων αυτούσιου βιοντίζελ προς κατανομή για το έτος 2007, υπό το ειδικό φορολογικό καθεστώς των διατάξεων του άρθρου 78 παράγραφος 6 του ν. 2960/2001, όπως ισχύει.

 

   

Αρθρο 37

Τροποποίηση διατάξεων του ν. 3299/2004

 

    1. Στο άρθρο 1 του ν. 3299/2004 (ΦΕΚ 261 Α') προστί­θενται παράγραφοι 4 και 5 ως εξής:

 

    «4. Το καθεστώς περιφερειακών ενισχύσεων του πα­ρόντος νόμου είναι σύμφωνο με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθμ. 1628/2006 της Επιτροπής της 24ης Οκτωβρίου 2006 για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης στις εθνικές επενδυτικές ενισχύσεις περιφε­ρειακού χαρακτήρα.

 

    5. Ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών υποβάλ­λει προς έγκριση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Χάρτη Περιφερειακών Ενισχύσεων.

Με απόφαση του ίδιου Υπουργού εξειδικεύονται ως εθνικό καθεστώς ο παραπάνω εγκεκριμένος Χάρτης, καθώς και οι κατευθυντήριες Γραμμές και οι Κανονισμοί σχετικά με τις Κρατικές Ενισχύσεις περιφερειακού Χα­ρακτήρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.»

 

    2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Διαίρεση της Επικράτειας

1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, η Επικράτεια κατανέμεται σε τρεις περιοχές ως εξής:

ΠΕΡΙΟΧΗ Α'. Περιλαμβάνει τους Νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης πλην των Βιομηχανικών Επιχειρηματικών Περιοχών (Β.Ε.ΠΕ.) και των νησιών των Νομών αυτών που εντάσσονται στην Περιοχή Β'.

ΠΕΡΙΟΧΗ Β'. Περιλαμβάνει τους Νομούς της Περιφέ­ρειας Θεσσαλίας (Καρδίτσας, Λάρισας, Μαγνησίας, Τρικάλων), τους Νομούς της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου (Κυκλάδων, Δωδεκανήσου), τους Νομούς της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων (Κέρκυρας, Λευκάδας, Κεφαλληνίας, Ζακύνθου), τους Νομούς της Περιφέρειας Κρήτης (Ηρακλείου, Λασιθίου, Ρεθύμνου, Χανίων), τους Νομούς της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας (Χαλκιδικής, Σερρών, Κιλκίς, Πέλλας, Ημαθίας, Πιερίας), τους Νομούς της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας (Γρεβενών, Κοζάνης, Φλώρινας, Καστοριάς), καθώς και τους Νομούς της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος (Φθιώτιδας, Φωκίδας, Εύβοιας, Βοιωτίας, Ευρυτανίας).

ΠΕΡΙΟΧΗ Γ. Περιλαμβάνει τους Νομούς της Περιφέ­ρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (Καβάλας, Δράμας, Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου), τους Νομούς της Περιφέρειας Ηπείρου (Αρτας, Πρέβεζας, Ιωαννίνων, Θεσπρωτίας), τους Νομούς της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου (Λέσβου, Χίου, Σάμου), τους Νομούς της Περιφέ­ρειας Πελοποννήσου (Λακωνίας, Μεσσηνίας, Κορινθίας, Αργολίδας, Αρκαδίας), καθώς και τους Νομούς της Πε­ριφέρειας Δυτικής Ελλάδος (Αχαΐας, Αιτωλοακαρνανίας, Ηλείας).»

 

    3. α. Η υποπερίπτωση (xi) της περίπτωσης ε' της πα­ραγράφου 1 του άρθρου 3 αντικαθίσταται ως ακολού­θως:

 

    «χι) Επενδυτικά σχέδια υλοποίησης ολοκληρωμένου πολυετούς (2-5 ετών) επιχειρηματικού σχεδίου φορέων (για τους οποίους έχει παρέλθει πενταετία από τη σύ­σταση τους) των μεγάλων και μεσαίων μεταποιητικών και μεταλλευτικών επιχειρήσεων ελάχιστου συνολικού κόστους 3.000.000 ευρώ και επιχειρήσεων ανάπτυξης λογισμικού ελάχιστου συνολικού κόστους 1.500.000 ευρώ και επενδυτικά σχέδια υλοποίησης ολοκληρω­μένου πολυετούς (2-5 ετών) επιχειρηματικού σχεδίου φορέων (για τους οποίους έχει παρέλθει τριετία από τη σύσταση τους) των μικρών και πολύ μικρών μετα­ποιητικών και μεταλλευτικών επιχειρήσεων ελάχιστου συνολικού κόστους 1.500.000 ευρώ και επιχειρήσεων ανάπτυξης λογισμικού ελάχιστου συνολικού κόστους 1.500.000 ευρώ που περιλαμβάνουν τον τεχνολογικό, διοικητικό, οργανωτικό και επιχειρησιακό εκσυγχρονι­σμό και ανάπτυξη, καθώς και τις αναγκαίες ενέργειες κατάρτισης των εργαζομένων, με έναν η περισσότερους από τους επόμενους στόχους:

- Ενίσχυση της ανταγωνιστικής τους θέσης στη δι­εθνή αγορά.

- Παραγωγή και προώθηση Επώνυμων Προϊόντων ή και Υπηρεσιών.

- Καθετοποίηση παραγωγής, ανάπτυξη ολοκληρωμέ­νων συστημάτων προϊόντων, υπηρεσιών ή συμπληρω­ματικών προϊόντων και υπηρεσιών.

- Παραγωγή προϊόντων ή και παροχή υπηρεσιών ση­μαντικά ή τελείως διαφοροποιημένων των υφιστάμενων βασικών προϊόντων ή υπηρεσιών της επιχείρησης.

- Μεταφορά παραγωγικών - ερευνητικών δραστηριο­τήτων από το εξωτερικό στην Ελληνική Επικράτεια.

Παραγωγή προϊόντων ή και παροχή υπηρεσιών από τη σύμπραξη μη ομοειδών επιχειρήσεων (κατά προτίμηση από διαφορετικούς κλάδους) με στόχο την παραγωγή, σημαντικά ή τελείως διαφοροποιημένων των υφιστάμε­νων, προϊόντων ή υπηρεσιών των επιχειρήσεων αυτών. - ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 5.»

 

    β. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης ε' της παρα­γράφου 1 του άρθρου 3 αριθμείται ως περίπτωση στ' και αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «στ. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουρ­γού, ορίζονται προδιαγραφές, όροι και προϋποθέσεις για την εξειδίκευση επενδυτικών σχεδίων των περιπτώ­σεων α' έως ε'.»

 

    γ. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 3 προστίθενται περιπτώσεις ε' και στ' ως εξής:

 

    «ε. ενισχύσεις σε επενδυτικά σχέδια που πραγμα­τοποιούνται με πρωτοβουλία και για λογαριασμό του Δημοσίου από ιδιώτη βάσει σχετικής συμβάσεως εκτε­λέσεως έργου, παραχώρησης ή παροχής υπηρεσιών.

 

    στ. ενισχύσεις σε φορείς επενδυτικών σχεδίων για τους οποίους εκκρεμεί εντολή ανάκτησης ενισχύσεων κατόπιν προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής με την οποία οι ενισχύσεις κηρύσσονται παράνομες και ασυμβίβαστες με την Κοινή Αγορά.»

 

    δ. Η υποπερίπτωση ιι) της περίπτωσης α' της παρα­γράφου 5 του άρθρου 3 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «ιι. την αγορά πάγιων στοιχείων ενεργητικού που συν­δέονται άμεσα με μία παραγωγική μονάδα και υπό την προϋπόθεση ότι:

- η μονάδα αυτή έχει παύσει τη λειτουργία της,

- αποκτάται από ανεξάρτητο επενδυτή,

- η σχετική συναλλαγή πραγματοποιείται υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς,

- αφαιρούνται ενισχύσεις που έχουν ήδη χορηγηθεί πριν την αγορά.»

 

    ε. Στην περίπτωση α' της παραγράφου 5 του άρθρου 3 προστίθεται υποπερίπτωση (xxιv):

«χχιν. αγορά γηπέδων, έως 10% της ενισχυόμενης δαπάνης της επένδυσης, αποκλειστικά για μικρές επι­χειρήσεις».

 

    στ. Στην περίπτωση γ' της παραγράφου 5 του άρθρου 3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 του ν. 3470/ 2006 (ΦΕΚ 132 Α'), αντικαθίσταται η φράση «σε ποσο­στό που δεν υπερβαίνει το οκτώ τοις εκατό (8%) του κόστους του επενδυτικού σχεδίου» με τη φράση «σε ποσοστό που δεν θα υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του κόστους του επενδυτικού σχεδίου».

 

    ζ. Η περίπτωση θ' της παραγράφου 6 του άρθρου 3 καταργείται.

 

    η. Στο άρθρο 3 προστίθεται παράγραφος 7 με το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

    «7. Περιεχόμενο Επενδυτικών Σχεδίων

Τα επενδυτικά σχέδια που περιλαμβάνονται στο άρ­θρο αυτό, πλην αυτών που διέπονται από άλλον του υπ' αριθμ. 1628/2006 ειδικό Κανονισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα πρέπει να αφορούν:

- τη δημιουργία νέας μονάδας,

- την επέκταση υπάρχουσας μονάδας,

-  τη διαφοροποίηση της παραγωγής μίας μονάδας προς νέα, πρόσθετα προϊόντα,

- τη θεμελιώδη αλλαγή στη συνολική παραγωγική δι­αδικασία υπάρχουσας μονάδας.

Επενδυτικά σχέδια δεν ενισχύονται εφόσον δεν ικα­νοποιούν μία τουλάχιστον από τις ως άνω προϋποθέ­σεις.»

 

    4. Το άρθρο 4 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Αρθρο 4

Παρεχόμενες Ενισχύσεις

 

    1.α. Για τα επενδυτικά σχέδια της παραγράφου 1 του άρθρου 3 παρέχονται κατά περιοχή και κατηγορία οι ακόλουθες ενισχύσεις:

Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού στην κατηγορία 1 περιλαμβάνονται οι κατηγορίες 3, 4 και 5 της κατάταξης των επενδυτικών σχεδίων του άρθρου 3 παράγραφος 1 και στην κατηγορία 2 περιλαμ­βάνονται οι αντίστοιχες κατηγορίες 1 και 2.

Επιχορήγηση ή και επιδότηση χρηματοδοτικής μίσθω­σης ή επιδότηση του κόστους της δημιουργούμενης απασχόλησης:

Περιοχή Α' -Περιοχή Β' -Περιοχή Γ' -

Κατηγορία 1 - 20% Κατηγορία 2 -15% Κατηγορία 1 - 30% Κατηγορία 2 - 25% Κατηγορία 1 - 40% Κατηγορία 2 - 35%

Ή εναλλακτικά Φορολογική απαλλαγή

Περιοχή Α' -    Κατηγορία 1 - 60% Κατηγορία 2 - 50%

Περιοχή Β' -    Κατηγορία 1 -100% Κατηγορία 2 -100%

Περιοχή Γ -    Κατηγορία 1 -100% Κατηγορία 2 -100%

β. Οι παρεχόμενες ενισχύσεις της περίπτωσης α', ανα­γόμενες σε ακαθάριστο Ισοδύναμο Επιχορήγησης, δεν επιτρέπεται να υπερβούν τα ποσοστά του εγκεκριμένου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Χάρτη Περιφερειακών Ενισχύσεων.

γ. Στις μεσαίες επιχειρήσεις παρέχεται επιπλέον πο­σοστό ενίσχυσης έως δέκα τοις εκατό (10%).

δ. Στις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις παρέχεται επιπλέον ποσοστό ενίσχυσης έως είκοσι τοις εκατό (20%).

 

    2. α. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης, καθορίζονται τα επι­πλέον ποσοστά ενίσχυσης των περιπτώσεων γ' και δ' της προηγούμενης παραγράφου για τις πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, σε Περιφέρειες, Νομούς ή τμήματα αυτών, ανά είδος επενδυτικού σχεδίου, βάσει των κριτηρίων του κατά κεφαλή Ακαθάριστου Εγχώρι­ου Προϊόντος (Α.Ε.Π.), του ποσοστού ανεργίας και της γεωγραφικής θέσης των αντίστοιχων περιοχών.

β. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών δύναται να μετατάσσονται κατηγορίας τα επεν­δυτικά σχέδια της παραγράφου 1 του άρθρου 3.

 

    3. Ενισχύσεις μεγάλων επενδυτικών σχεδίων

α. Για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού ως «Μεγάλο επενδυτικό σχέδιο» νοείται επένδυση της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του παρόντος, με ενισχυόμενες δαπάνες άνω των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) ευρώ, υπολογιζόμενες με τις τιμές και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες που ισχύουν κατά το χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης.

β. Για τον υπολογισμό του συνολικού ποσού των ενισχυόμενων δαπανών θα λαμβάνεται υπόψη η υλοποί­ηση για περίοδο τριών (3) ετών, σε μία εγκατάσταση, εκ μέρους μίας ή περισσότερων επιχειρήσεων, πάγιων περιουσιακών στοιχείων συνδυαζόμενων κατά αδιαίρετο από οικονομική άποψη τρόπο.

γ. Στα επενδυτικά σχέδια της παραγράφου αυτής δεν παρέχονται οι προσαυξήσεις των ποσοστών ενίσχυσης που χορηγούνται στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

δ. Για επενδυτικά σχέδια που υπερβαίνουν τα πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ το ανώτατο χορηγούμε­νο ποσό ενίσχυσης προσδιορίζεται ως εξής:

ι. για το τμήμα μέχρι πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ παρέχεται το 100% του κατά περίπτωση ανώτα­του ορίου περιφερειακής ενίσχυσης,

ιι. για το τμήμα που υπερβαίνει τα πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ έως εκατό εκατομμύρια (100.000.000) ευρώ παρέχεται το 50% του κατά περίπτωση ανώτατου ορίου περιφερειακής ενίσχυσης,

ιιι. για το τμήμα που υπερβαίνει τα εκατό εκατομμύρια (100.000.000) ευρώ παρέχεται το 34% του κατά περί­πτωση ανώτατου ορίου περιφερειακής ενίσχυσης.

 

    4. Οι ανωτέρω ενισχύσεις δεν σωρεύονται με οποια­δήποτε άλλη κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρ­θρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης ή με οποιαδήποτε άλλη κοινοτική ή εθνική χρηματοδότηση, σε σχέση με τις ίδιες επιλέξιμες δαπάνες, εάν η εν λόγω σώρευση θα είχε ως αποτέλεσμα η ένταση της ενίσχυσης να υπερβεί την ένταση της ενίσχυσης που προβλέπει ο κανονισμός.

 

    5.  Για τα επενδυτικά σχέδια της υποπερίπτωσης (ix) της περίπτωσης δ' και των υποπεριπτώσεων (νι), (νιι), (viii), (ix), (χ) και (χι) της περίπτωσης ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 3 παρέχεται η ενίσχυση της επιχορήγησης ή της φορολογικής απαλλαγής.

 

    6. Για τα επενδυτικά σχέδια των περιπτώσεων α' και β' της παραγράφου 3 του άρθρου 3, που πραγματο­ποιούνται στην αλλοδαπή, παρέχεται μόνο η ενίσχυση της επιχορήγησης, το ποσοστό της οποίας ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών σύμφωνα με την Κοινοτική Νομοθεσία.»

 

    5. α. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 5 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Με την απόφαση πιστοποίησης της ολοκλήρωσης και έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας, είναι δυνα­τόν, μετά από αίτηση του επενδυτή, να αναμορφωθεί το ενισχυόμενο κόστος αυτής, το οποίο σε περίπτωση αύξησης δεν δύναται να υπερβεί το πέντε τοις εκατό (5%) αυτού που έχει εγκριθεί.»

 

    β. Η παράγραφος 6 του άρθρου 5 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «6.α. Η έναρξη της υλοποίησης των επενδυτικών σχε­δίων γίνεται μετά τη δημοσίευση της απόφασης υπαγωγής στις διατάξεις του παρόντος νόμου. Ως έναρξη νοείται είτε η έναρξη των κατασκευαστικών εργασιών είτε η πρώτη βέβαιη ανάληψη δέσμευσης για παραγ­γελία εξοπλισμού, εκτός των προκαταρκτικών μελετών σκοπιμότητας.

Β. Έναρξη πραγματοποίησης του επενδυτικού σχεδίου πριν τη δημοσίευση της απόφασης υπαγωγής δύναται να γίνει, με αποκλειστική ευθύνη του επενδυτή, μόνο εφόσον του χορηγηθεί επιβεβαίωση επιλεξιμότητας σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρ­θρου 7 του παρόντος νόμου.

γ. Η εφαρμογή του επενδυτικού σχεδίου χωρίς την πλήρωση των προϋποθέσεων των περιπτώσεων α' και β' της παραγράφου αυτής επιφέρει απόρριψη του συ­νόλου του επενδυτικού σχεδίου.»

 

    γ. Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 23 του άρ­θρου 5 αντικαθίστανται η λέξη «εγκατάστασης» με την λέξη «παραγωγής».

 

    δ. Ο τίτλος της παραγράφου 24 του άρθρου 5 αντι­καθίσταται ως εξής:

 

    «24. Προϋποθέσεις, περιορισμοί και όροι για την εφαρ­μογή των ενισχύσεων σε επενδύσεις εξόρυξης και θραύ­σης αδρανών υλικών και βιομηχανικών ορυκτών της υποπερίπτωσης (ί) της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 3».

 

    ε. Στην παράγραφο 26 του άρθρου 5 προστίθεται περίπτωση στ' ως εξής:

 

    «στ. Οι φορείς επενδύσεων που επιλέγουν την ενίσχυ­ση της φορολογικής απαλλαγής υποχρεούνται, όπου απαιτείται, να εφοδιαστούν, με ιδία πρωτοβουλία, με τις αναγκαίες γνωμοδοτήσεις, χαρακτηρισμούς ή εγκρί­σεις των επενδυτικών σχεδίων τους, από τις Ειδικές Επιτροπές ή άλλες αρμόδιες υπηρεσίες του Δημοσίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Επίσης υποχρεούνται στην υποβολή Δήλωσης Φορολογικής Απαλλαγής (Δ.Φ.Α.).»

 

    6. α. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 7 προστίθεται περίπτωση γ' ως εξής:

 

    «γ. Οι ανωτέρω αιτήσεις υποβάλλονται και ηλεκτρο­νικά.»

 

    β. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 7 προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

 

    «Με την υποβολή της αίτησης υπαγωγής και των απαι­τούμενων δικαιολογητικών προς τις αρμόδιες προς την εξέταση της υπηρεσίες ή φορείς, ο φορέας της επέν­δυσης δύναται να ζητήσει τη χορήγηση επιβεβαίωσης επιλεξιμότητας προκειμένου να προχωρήσει σε έναρξη υλοποίησης της επένδυσης. Εντός προθεσμίας πέντε (5) εργάσιμων ημερών το αίτημα του αυτό εξετάζεται από την Υπηρεσία, η οποία προβαίνει σε τυπικό έλεγχο του υποβληθέντος φακέλου και εφόσον αυτός περιέχει τα δικαιολογητικά των παραγράφων 3 και 4 του παρό­ντος άρθρου δίδεται έγγραφη επιβεβαίωση προς τον αιτούντα ότι το επιχειρηματικό σχέδιο που υποβλήθηκε ικανοποιεί κατ' αρχήν τους όρους επιλεξιμότητας που τίθενται από το νόμο. Η παραπάνω επιβεβαίωση δεν συνεπάγεται και την τελική υπαγωγή του επιχειρημα­τικού σχεδίου, η οποία θα κριθεί μετά την αξιολόγηση αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων πα­ραγράφων του παρόντος άρθρου. Μετά τη χορήγηση της επιβεβαίωσης επιλεξιμότητας δύναται να αρχίσει η πραγματοποίηση επενδυτικών δαπανών με αποκλει­στική ευθύνη του επενδυτή, δεδομένου ότι αυτή δεν δεσμεύει την κρίση της Γνωμοδοτικής Επιτροπής ούτε την απόφαση της Διοίκησης σχετικά με την υπαγωγή ή μη της επένδυσης στις διατάξεις του νόμου.»

 

    Το μετά την παραπάνω προσθήκη έβδομο εδάφιο της ίδιας παραγράφου αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «Κατά την εξέταση της αίτησης υπαγωγής οι υπη­ρεσίες ή οι φορείς δύνανται, εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο, να αποστέλλουν με απόδειξη στο φορέα της επένδυσης ή τον αντίκλητο του, έγγραφο με το οποίο ζητείται η προσκόμιση τυχόν πρόσθετων στοιχείων και πληροφοριών, καθώς και η παροχή περαιτέρω διευκρι­νήσεων, προς υποβοήθηση του έργου της αξιολόγησης της αίτησης υπαγωγής.»

 

    γ. Η περίπτωση α' της παραγράφου 13 του άρθρου 7 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «α. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονο­μικών που εκδίδεται κάθε Ιανουάριο και με την επιφύλα­ξη της επόμενης περίπτωσης και των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 9, καθορίζεται το συνολικό ποσό των επι­χορηγήσεων, επιδοτήσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης και του κόστους της δημιουργούμενης απασχόλησης, από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους, που εγκρίνεται ετησίως και κατανέμεται μεταξύ των αρμόδιων φορέων υπαγωγής της παραπάνω παραγράφου 11.

Με την ίδια απόφαση καθορίζεται και το συνολικό ποσό ενισχύσεων των επιχειρηματικών σχεδίων διάσω­σης και αναδιάρθρωσης του άρθρου 9.

Επίσης, με την ίδια απόφαση είναι δυνατό να κατα­νέμεται το ως άνω ποσό, κατά τομέα δραστηριότητας και ανάλογα με το μέγεθος των επιχειρήσεων.

Ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών είναι δυνατόν με όμοιες αποφάσεις να αναπροσαρμόζει κατά τη διάρ­κεια του έτους το παραπάνω ποσό. Με όμοια απόφαση καθορίζεται το συνολικό ποσό των επιχορηγήσεων που εγκρίνεται ετησίως για κάθε κράτος προκειμένου για τις επενδύσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 3.»

 

    δ. Το δεύτερο εδάφιο της υποπερίπτωσης (ί) της πε­ρίπτωσης β' της παραγράφου 15 του άρθρου 7 αντικα­θίσταται ως εξής:

 

    «Μέλη της Επιτροπής είναι ο Γενικός Γραμματέας Βι­ομηχανίας ως Πρόεδρος, ο Γενικός Γραμματέας Επεν­δύσεων και Ανάπτυξης του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, ο προϊστάμενος της αρμόδιας Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, ο προϊστάμενος της αρμόδιας Γενι­κής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας, εκπρόσωπος του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, δύο εμπειρογνώμονες ανα­γνωρισμένου κύρους σε θέματα βιομηχανικών επενδύ­σεων, ένας εκπρόσωπος του Σ.Ε.Β., ένας εκπρόσωπος της Γ.Σ.Ε.Ε. και ένας εκπρόσωπος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών. Στις συνεδριάσεις της επιτροπής παρίστα­ται ως μέλος άνευ ψήφου και Νομικός Σύμβουλος του Υπουργείου Ανάπτυξης ή Πάρεδρος του ίδιου Υπουρ­γείου. Όταν η Ειδική Γνωμοδοτική Επιτροπή εξετάζει επενδυτικά σχέδια που έχουν υποβληθεί στο Ε.Λ.Κ.Ε., στη σύνθεση της παρίσταται και εκπρόσωπος αυτού, ως μέλος άνευ ψήφου.»

 

    ε. Το δεύτερο εδάφιο της υποπερίπτωσης (ιι) της πε­ρίπτωσης β' της παραγράφου 15 του άρθρου 7 αντικα­θίσταται ως εξής:

 

    «Μέλη της Επιτροπής είναι ο Γενικός Γραμματέας Βιομηχανίας ως Πρόεδρος, δύο προϊστάμενοι Γενικών Διευθύνσεων ή αρμόδιων Διευθύνσεων της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας, εκπρόσωπος του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, δύο εμπειρογνώμονες αναγνωρισμένου κύρους σε ζητήματα βιομηχανικών επενδύσεων, ένας εκπρόσωπος του Σ.Ε.Β. και ένας της Γ.Σ.Ε.Ε.. Στις συνεδριάσεις της επιτροπής παρίσταται ως μέλος άνευ ψήφου και Νομικός Σύμβουλος του Υπουρ­γείου Ανάπτυξης ή Πάρεδρος του ίδιου Υπουργείου. Οταν η Ειδική Γνωμοδοτική Επιτροπή εξετάζει επενδυτικά σχέδια που έχουν υποβληθεί στο Ε.Λ.Κ.Ε., στη σύνθεση της παρίσταται και εκπρόσωπος αυτού, ως μέλος άνευ ψήφου.»

 

    στ. Η περίπτωση δ' της παραγράφου 15 του άρθρου 7 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «δ. Οι καθοριζόμενες πιο πάνω γνωμοδοτικές επιτρο­πές γνωμοδοτούν επίσης επί αιτημάτων ολοκλήρωσης και πιστοποίησης έναρξης της παραγωγικής λειτουργί­ας επενδύσεων, αιτημάτων παράτασης της προθεσμίας ολοκλήρωσης για λόγους ανώτερης βίας, καθώς και για την ανάκληση αποφάσεων υπαγωγής και επιστρο­φής ενισχύσεων που έχουν καταβληθεί και αφορούν σε επενδυτικά σχέδια, για την υπαγωγή των οποίων γνωμοδότησαν κατά περίπτωση, ως και για θέματα επενδύσεων που έχουν υπαχθεί σε προγενέστερους επενδυτικούς νόμους, εφόσον οι σχετικοί φάκελοι των επενδύσεων αυτών είναι της αρμοδιότητας των κατά περίπτωση αντίστοιχων υπηρεσιών ή φορέων και τη­ρούνται σε αυτούς.»

 

    ζ. Η περίπτωση ζ' της παραγράφου 15 του άρθρου 7 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «ζ. Δεν μπορούν να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις των παραπάνω γνωμοδοτικών επιτροπών τα μέλη, σύμ­βουλοι ή φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν στο εταιρι­κό ή μετοχικό κεφάλαιο ή στη διοίκηση επιχειρήσεων ή έχουν καταρτίσει ή συμμετάσχει στην κατάρτιση επεν­δυτικών σχεδίων ή έχουν αξιολογήσει ή ελέγξει αιτήσεις υπαγωγής, κατά την τελευταία πενταετία, που έχουν υπαχθεί στους νόμους 3299/2004 και 2601/1998 ή έχουν υποβάλει αίτηση για να υπαχθούν στις διατάξεις του παρόντος, εφόσον στις συνεδριάσεις αυτές εξετάζονται θέματα των επιχειρήσεων αυτών ή θέματα άλλων επι­χειρήσεων ίδιου ή συναφούς αντικειμένου.»

 

    η. Η παράγραφος 21 του άρθρου 7 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «21. Σύστημα υποβολής, αξιολόγησης και παρακολού­θησης

Για την υποστήριξη των διαδικασιών ηλεκτρονικής υποβολής των αιτημάτων των επενδυτών που αφορούν τις ενισχύσεις επιχορήγησης ή/και επιδότησης χρημα­τοδοτικής μίσθωσης ή επιδότησης του κόστους της δημιουργούμενης απασχόλησης και των δηλώσεων που αφορούν την ενίσχυση της φορολογικής απαλλαγής, κα­θώς και των διαδικασιών αξιολόγησης, παρακολούθησης και ελέγχου των επενδύσεων, προβλέπεται η λειτουργία πληροφοριακού συστήματος εγκατεστημένου στους κατά τόπους αρμόδιους φορείς και υπηρεσίες.

Οι επενδυτές και οι αρμόδιοι φορείς και υπηρεσίες υποχρεούνται να καταχωρούν στο Πληροφοριακό Σύ­στημα τις απαραίτητες πληροφορίες που σχετίζονται με την εφαρμογή του παρόντος νόμου. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ρυθμίζο­νται θέματα σχετικά με την οργάνωση, διαχείριση και λειτουργία του Πληροφοριακού Συστήματος και προσδιορίζονται τα στοιχεία που καταχωρούνται, ο χρόνος υποβολής τους, οι υποχρεώσεις των φορέων και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.»

 

    7. α. Η υποπερίπτωση iii της περίπτωσης α' της παρα­γράφου 1 του άρθρου 8 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «iii. Παρέχεται η δυνατότητα προκαταβολής που συνο­λικά δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% της προβλεπό­μενης στη σχετική απόφαση υπαγωγής της επένδυσης επιχορήγησης, με την προσκόμιση ισόποσης εγγυητικής επιστολής προσαυξημένης κατά 10% από τράπεζα που είναι εγκατεστημένη και λειτουργεί νόμιμα στην Ελ­λάδα. Η ανωτέρω προκαταβολή αποτελεί μέρος της συνολικά καταβαλλόμενης επιχορήγησης. Σε περίπτωση χορήγησης του συνόλου της προκαταβολής δεν εφαρ­μόζεται η ανωτέρω υποπερίπτωση (ι).»

 

    β. Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 7 του άρ­θρου 8 αντικαθίστανται ως εξής:

 

    «Οι επιχορηγήσεις επενδύσεων, οι επιδοτήσεις χρη­ματοδοτικής μίσθωσης, οι επιχορηγήσεις του μισθο­λογικού κόστους της απασχόλησης καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις του παρόντος και καλύπτονται από τον προϋπολογισμό Δημοσίων Επενδύσεων στον οποίο εγγράφεται η σχετική προβλεπόμενη δαπάνη για κάθε οικονομικό έτος ή/και από κοινοτικά κονδύλια.

Στην περίπτωση της συγχρηματοδότησης επένδυσης ή της χρηματοδότησης αυτής αποκλειστικά από κοι­νοτικά κονδύλια γνωστοποιείται αυτό στον φορέα της επένδυσης, ο οποίος οφείλει να τηρεί τις οριζόμενες από την Κοινοτική Νομοθεσία διαδικαστικές προϋπο­θέσεις καταβολής της επιχορήγησης.

Οι παραπάνω ενισχύσεις που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις του παρόντος απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος χαρτοσήμου ή δικαίωμα, καθώς και από κάθε άλλη επιβάρυνση σε όφελος του Δημοσίου ή τρί­του.»

 

    8.α. Το εδάφιο β' της παραγράφου 3 του άρθρου 9 διαγράφεται.

 

    β. Στο ίδιο άρθρο προστίθεται παράγραφος 4 με το εξής περιεχόμενο:

 

    «4. Ίδρυση μικρών επιχειρήσεων

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης, κατόπιν προηγούμενης έγκρισης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενισχύεται η δημιουργία πολύ μικρών ή μικρών επιχειρήσεων, καθώς και η υλοποίηση δαπανών των επιχειρήσεων αυτών που έχουν ιδρυθεί κατά την τελευταία πενταετία.

Οι παρεχόμενες ενισχύσεις της παραγράφου αυτής δεν θα υπερβαίνουν το ποσό των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ευρώ για κάθε πολύ μικρή ή μικρή επιχεί­ρηση που είναι εγκατεστημένη στις περιφέρειες της υποπερίπτωσης (ι) της περίπτωσης β' της παρούσας παραγράφου και του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ στις περιφέρειες της υποπερίπτωσης (ιι) της ίδι­ας περίπτωσης.

Το ετήσιο ποσό των χορηγούμενων ενισχύσεων δεν πρέπει να υπερβαίνει το 33% των συνολικών ποσών ενίσχυσης σε κάθε επιχείρηση.

Με την ίδια απόφαση ορίζονται:

α. Δαπάνες που μπορεί να αφορούν είτε

ι. υπηρεσίες νομικές, διοικητικής υποστήριξης και πα­ροχής συμβουλών που έχουν άμεση σχέση με τη δημι­ουργία της επιχείρησης είτε και

ιι. δαπάνες που πραγματοποιούνται κατά τα πρώτα πέντε έτη μετά την ίδρυση της επιχείρησης και ανα­φέρονται σε:

- τόκους εξωτερικής χρηματοδότησης και μερίσματα των χρησιμοποιούμενων ιδίων κεφαλαίων, με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει το επιτόκιο αναφοράς,

- έξοδα μίσθωσης εγκαταστάσεων / εξοπλισμού πα­ραγωγής,

- δαπάνες για ενέργεια, ύδρευση και θέρμανση, οι φόροι (εκτός του Φ.Π.Α. και των εταιρικών φόρων) και οι διοικητικές επιβαρύνσεις,

- αποσβέσεις, έξοδα χρηματοδοτικής μίσθωσης εγκαταστάσεων / εξοπλισμού παραγωγής, καθώς και έξοδα μισθοδοσίας, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεωτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, υπό την προϋπόθεση ότι για τις συναφείς επενδύσεις ή μέτρα δημιουργίας θέσεων εργασίας και πρόσληψης δεν έχουν δοθεί άλλου είδους ενισχύσεις.

β. Τα ποσοστά ενίσχυσης που δεν δύναται να υπερ­βαίνουν:

ι. στις περιφέρειες του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοι­χείο α' της συνθήκης Ε.Ε. το 35% των ενισχυόμενων δαπανών που πραγματοποιούνται κατά τα τρία πρώτα έτη μετά την ίδρυση της επιχείρησης και το 25% κατά τα δύο επόμενα έτη,

ιι. στις περιφέρειες του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ' της συνθήκης Ε.Ε. το 25% των ενισχυόμενων δαπανών που πραγματοποιούνται κατά τα τρία πρώτα έτη μετά την ίδρυση της επιχείρησης και το 15% κατά τα δύο επόμενα έτη.

Τα παρεχόμενα ποσοστά της υποπερίπτωσης (ί) είναι δυνατόν να προσαυξάνονται κατά 5%

- στις περιφέρειες που το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. είναι μικρότερο του 60% του μέσου όρου των 25 Κρατών - Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

- στα μικρά νησιά με πληθυσμό μικρότερο των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων.

γ. Με την ίδια απόφαση δύναται να καθορίζονται περι­οχές της Επικράτειας στις οποίες θα παρέχονται οι ενι­σχύσεις της παραγράφου αυτής, τομείς στους οποίους θα δραστηριοποιούνται οι ενισχυόμενες επιχειρήσεις, η διάρκεια του καθεστώτος, το είδος και τα ποσοστά των χορηγούμενων ενισχύσεων, το σύνολο ή μέρος των οριζόμενων στην περίπτωση α' δαπανών, οι αναγκαίες παρεκκλίσεις από τις ρυθμίσεις των λοιπών διατάξεων του παρόντος νόμου που αφορούν τη νομική μορφή των επιχειρήσεων, το ελάχιστο κόστος ενισχυόμενου επενδυτικού σχεδίου, την ιδία συμμετοχή, τον τρόπο και τα κριτήρια αξιολόγησης, τη διαδικασία παροχής των ενισχύσεων, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια που θα συμβάλλει στην εφαρμογή της μορφής αυτής χορήγη­σης κινήτρων σε ιδιωτικές επιχειρήσεις.»

 

    9. α. Η υποπερίπτωση α' της περίπτωσης Β' της πα­ραγράφου 1 του άρθρου 10 καταργείται.

 

    Στην περίπτωση Δ' της παραγράφου 2 προστίθεται εδάφιο:

 

    «Κάθε αλλαγή της εταιρικής σύνθεσης του φορέα της επένδυσης οφείλει να γνωστοποιείται στην αρμόδια υπηρεσία.

Εάν διαπιστωθεί κατά την ολοκλήρωση της επένδυσης ότι λόγω αλλαγής της εταιρικής σύνθεσης ο φορέας του επενδυτικού σχεδίου έπαυσε να είναι μεσαία ή μικρή επιχείρηση, αφαιρείται από την ενίσχυση το αντίστοιχο ποσοστό που όριζε η απόφαση υπαγωγής λόγω αυτής της ιδιότητας.»

 

    10. α. Η περίπτωση ζ' της παραγράφου 2 του άρθρου 12 αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «ζ. Μέχρι την έκδοση της προβλεπόμενης στην πα­ράγραφο 18 του άρθρου 5 κοινής υπουργικής απόφα­σης για τον καθορισμό του είδους και της έκτασης των έργων ολοκληρωμένης μορφής εκσυγχρονισμού: α) ξενοδοχειακής μονάδας ή: β) των τουριστικών ορ­γανωμένων κατασκηνώσεων (campings), διατηρούνται σε ισχύ και εφαρμόζονται για τον παρόντα νόμο αα) η κανονιστική απόφαση 43965/30.11.1994 που έχει εκδοθεί κατ' εφαρμογή της περίπτωσης λβ' της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του κ.ν. 1892/1990 και διατηρήθηκε σε ισχύ σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη της περίπτωσης ε' της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του ν. 2601/1998, όπως ίσχυε και ββ) η υπ' αριθμ. 58692/5.8.1998 κανονιστι­κή απόφαση που είχε εκδοθεί σύμφωνα με το εδάφιο β' της παραγράφου 20 του άρθρου 6 του ν. 2601/1998, αντιστοίχως.

Η παραπάνω απόφαση της υποπερίπτωσης ββ' της περίπτωσης αυτής έχει εφαρμογή και για τα επενδυτι­κά σχέδια τουριστικών οργανωμένων κατασκηνώσεων (campings) που έχουν υποβληθεί έως την ημερομηνία λήξης υποβολής των αιτήσεων στις διατάξεις του ν. 3299/ 2004.»

 

    β. ι. Στην περίπτωση στ' της παραγράφου 2 του άρ­θρου 12 αντί της αναφοράς στην παράγραφο 16 του άρθρου 6 του ν. 2601/1998 νοείται αναφορά στην πα­ράγραφο 18 του παραπάνω άρθρου.

ιι. Στις περιπτώσεις ιγ' και ιδ' της παραγράφου 2 του άρθρου 12, όπου γίνεται αναφορά στο άρθρο 8 του παρόντος νόμου νοείται αναφορά στο άρθρο 7 του ίδιου νόμου.

iii. Στην περίπτωση κ' της παραγράφου 2 του άρθρου 12 αντικαθίσταται η φράση «περίπτωση β' της παρα­γράφου 1» με τη φράση «περίπτωση α' της παραγράφου 4».

 

    11. Η ισχύς των διατάξεων του άρθρου αυτού αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2007.

 

   

Αρθρο 38

1. Η προβλεπόμενη, από τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 7 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α'), αναπρο­σαρμογή των ποσών των μηνιαίων βασικών συντάξεων του Ο.Γ.Α. (ν. 4169/1961) ορίζεται από 1ης Ιανουαρίου 2007 σε πενήντα (50) ευρώ και από 1ης Ιανουαρίου 2008 σε πενήντα δύο ευρώ και είκοσι πέντε λεπτά (52,25).

 

    2.  Ο Κλάδος Σύνταξης του Ταμείου Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Α.Τ.Ε. εντάσσεται υποχρεωτι­κά στον Κλάδο Σύνταξης του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) από 1.1.2007.

Τα ποσοστά των ασφαλιστικών εισφορών εργοδότη και ασφαλισμένου μειώνονται στα αντίστοιχα ισχύοντα στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.ΑΜ, για μεν τους εργαζόμενους άμεσα από 1.1.2007, για δε τον εργοδότη σταδιακά και ισόπο­σα μέσα σε χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών, αρχής γενομένης από 1.1.2007.

Πέραν των παραπάνω τακτικών ασφαλιστικών εισφορών η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. θα καταβάλλει στο Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. ως έκτακτη εισφορά, στο πλαίσιο της διάταξης της παραγράφου 4 του άρθρου 46 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α') για δεκαπέντε (15) χρόνια το ποσό των είκοσι οκτώ εκατομμυρίων (28.000.000) ευρώ, κάθε έτος, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της έντα­ξης. Η απόδοση του ποσού κάθε έτους θα γίνεται εντός του μηνός Δεκεμβρίου κάθε έτους. Για τυχόν ελλείμματα πέραν των ανωτέρω, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ν. 3029/2002 (ΦΕΚ 160 Α').

Για τα λοιπά θέματα που δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού, εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9 και 10 του άρθρου 5 του ν. 3029/2002.

Από 1.1.2007 οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Ει­δικού Λογαριασμού Επικούρισης Μελών Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας (Ε.Λ.Ε.Μ.), που έχει συσταθεί στο Ταμείο Υγείας Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, υπάγονται υποχρεωτικά στο Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (Ε.Τ.Α.Τ.). Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 62 του ν. 3371/2005 (ΦΕΚ 178 Α') και οι διατάξεις του π.δ. 209/2006 (ΦΕΚ 209 Α').

Η οικονομική επιβάρυνση του Ε.Τ.Α.Τ. και του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. από την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3371/2005 και του παρόντος άρθρου καλύπτεται, πέραν των προβλε­πόμενων από τις καταστατικές διατάξεις του Ε.Λ.Ε.Μ. εισφορών εργαζομένου και εργοδότη, από την καταβολή από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. του ποσού των τριακοσίων ογδόντα εκατομμυρίων (380.000.000) ευρώ. Από το ποσό αυτό τα διακόσια ογδόντα εκατομ­μύρια (280.000.000) ευρώ καταβάλλονται εντός του μη­νός Ιανουαρίου 2007 και το υπόλοιπο ποσό, σαν έκτακτη εισφορά, των εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) ευρώ καταβάλλεται σε 10 ισόποσες ετήσιες δόσεις στην αρχή κάθε έτους.

Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Καταστατικού του Ε.Λ.Ε.Μ. εισφορά της ΑΤΕ μειώνεται σταδιακά και ισόποσα από 9% σε 7,5% εντός τριών (3) ετών, αρχής γενομένης από 1.1.2007. Με τα παραπάνω ποσά των έκτακτων εισφορών και οικονομικών επιβαρύνσεων προς το Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και Ε.Τ.Α.Τ.- Ε.Τ.Ε.Α.Μ. εξαντλείται η υποχρέωση της Αγροτι­κής Τράπεζας της Ελλάδος για κάλυψη επιπλέον εισφο­ρών ή παροχών προς τα Ταμεία αυτά που απορρέουν από τις κείμενες διατάξεις.

Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινω­νικής Προστασίας καθορίζεται κάθε θέμα που προκύπτει από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

 

    3. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος εφαρμό­ζεται στο σύνολο του προσωπικού του Ο.Τ.Ε. Α.Ε. ο Εσωτερικός Κανονισμός Προσωπικού της COSMOTE Α.Ε., ως ισχύει σήμερα, με την εξαίρεση των άρθρων 11, 12, 13, καταργούμενης κάθε αντίθετης διάταξης νόμου, όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας ή επιχειρησια­κής συλλογικής συμφωνίας, απόφασης της διοίκησης του Ο.Τ.Ε. ή εντεταλμένων οργάνων του και πρακτικής, οποιουδήποτε χαρακτήρα ή νομικής δεσμευτικότητας, που αφορούν σε θέματα εσωτερικού κανονισμού του προσωπικού του Ο.Τ.Ε. και αντίκεινται στις ρυθμίσεις του ως άνω Εσωτερικού Κανονισμού Προσωπικού της COSMOTE, με την επιφύλαξη των διατάξεων των επό­μενων εδαφίων.

Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου: α) τα άρθρα 20 παράγραφοι 1 III IV, παρ. 2-10 και τα άρθρα 23-40 του καταργούμενου Γε­νικού Κανονισμού Προσωπικού Ο.Τ.Ε., που αφορούν στον πειθαρχικό έλεγχο του προσωπικού, β) οι υφιστάμενες ρυθμίσεις και όροι των επιχειρησιακών σ.αε. που αφορούν στο μισθολογικό καθεστώς, εξαιρουμένων, για όσους πρόκειται να προσληφθούν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, του χρονοεπιδόματος και όλων των λοιπών επιδομάτων, γ) τα άρθρα 5, 7, 12, 13, 14, 16, 17, 18, 42, 46, 47 του καταργούμενου Γενικού Κανονισμού προσωπικού Ο.Τ.Ε, μόνο για το προσωπικό που μέχρι την 14η Ιουλίου 2005 υπηρετούσε στον Ο.Τ.Ε. Α.Ε. ως Δόκιμο ή Μόνιμο. Ο Εσωτερικός Κανονισμός Προσωπικού των προηγού­μενων εδαφίων τροποποιείται περαιτέρω εν όλω ή εν μέρει, με επιχειρησιακή σ.σ.ε. σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 5 και 6 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α').

 

    4. Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγρά­φου 1 του άρθρου 26 του ν. 2843/2000 (ΦΕΚ 219 Α') και των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 7 του ν. 2257/1994 (ΦΕΚ 197 Α') καταργούνται.

 

    5.  Στους εργαζόμενους των εταιρειών ΟΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ Α.Ε., ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ Α.Ε. και ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΛΟΪΑ Α.Ε., που έχουν προσληφθεί με σύμβαση αορίστου χρόνου μέχρι την 31.12.2005, κατά τη λύση της σύμβασης εργασίας τους λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων πλήρους συνταξιοδότησης ή όταν αποχωρούν με τους όρους περί προαιρετικής αποχώρησης δυνάμει των ισχυουσών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, εξακολουθεί να καταβάλλεται η αποζημίωση των νόμων 2112/1920 και 3198/1955 (ΦΕΚ 98 Α') ή τυχόν συμφωνηθείσα ανώτερη.

 

   

Αρθρο 39

Έναρξη ισχύος

 

    Η ισχύς των διατάξεων αυτού του νόμου αρχίζει:

 

    α) των άρθρων 1 (παράγραφοι 4, 5), 2, 3 (παράγραφοι 1, 2 και 3 ), 4 (παράγραφοι 7, 9 και 10), 5 (παράγραφοι 3, 7, 8, 9 και 11), 10 (παράγραφοι 2 και 3) από 1ης Ιανουαρίου 2007 για τα εισοδήματα που αποκτώνται και τις δαπάνες που πραγματοποιούνται, κατά περίπτωση, από την ημερομηνία αυτή και μετά,

 

    β) των άρθρων 1 (παράγραφοι 8 και 9), 4 (παράγραφοι 11 και 12) και 5 (παράγραφοι 1 και 5) από το οικονομικό έτος 2007 για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος αυτού του οικονομικού έτους και των επόμενων,

 

    γ) του άρθρου 5 (παράγραφος 4) από το οικονομικό έτος 2006 για τα εισοδήματα αυτού του οικονομικού έτους και επόμενων,

 

    δ) του άρθρου 8 (παράγραφοι 1, 2 και 3) για δαπάνες που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2006 και μετά,

 

    ε) του άρθρου 9 (παράγραφοι 3 και 4) από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2006 και μετά,

 

    στ) των άρθρων 10 (παράγραφος 1) και 11 για εισοδήματα του οικονομικού έτους 2006 και μετά,

 

    ζ) του άρθρου 13 (παράγραφος 1) για τα φύλλα ελέγχου που εκδίδονται από τη δημοσίευση του παρόντος και μετά και (παράγραφος 4) δύο (2) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος και μετά,

 

    η) των άρθρων 17, 18 και 19 από την 1η Ιανουαρίου 2007,

 

    θ) των άρθρων 27 (παράγραφοι 1, 2, 4, 5, 6, 7 και 8), 30 (παράγραφοι 9 και 10), 33 και της παραγράφου 19 του άρθρου 34 από 1ης Ιανουαρίου 2007,

 

    ι) του άρθρου 27 (παράγραφος 9), του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 7 του άρθρου 4 του Κ.Β.Σ., όπως τίθενται με την παράγραφο 6 του άρθρου 28 του παρόντος νόμου, του άρθρου 28 (παράγραφοι 3, 4, 5, 9, 11 και 12), του άρθρου 30 (παράγραφος 1), του άρθρου 31 (παράγραφος 4) και της περίπτωσης θ' της παρα­γράφου 4 του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ., όπως τίθενται με την παράγραφο 5 του άρθρου 31 του παρόντος, από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καταλαμβάνει διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την ημερομηνία αυτή και μετά,

 

    ια) των διατάξεων της περίπτωσης γ' του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του Κ.Β.Σ., όπως τίθενται με την παράγραφο 2 του άρθρου 28 του παρόντος νόμου, από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καταλαμβάνουν επιτηδευματίες που κάνουν έναρξη εργασιών με αυτό αποκλειστικά το αντικείμενο εργασιών από 1.1.2007 και μετά, καθώς και επιτηδευματίες που εκδίδουν άδεια ανέγερσης οικοδομής από την ημερομηνία αυτή και μετά,

 

    ιβ) των διατάξεων της παραγράφου 22 του άρθρου 28 από 1.3.2007,

 

    ιγ) των λοιπών διατάξεων από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από αυτές.

 

    ια) των διατάξεων της περίπτωσης γ' του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του Κ.Β.Σ., όπως τίθενται με την παράγραφο 2 του άρθρου 28 του παρόντος νόμου, από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καταλαμβάνουν επιτηδευματίες που κάνουν έναρξη εργασιών με αυτό αποκλειστικά το αντικείμενο εργασιών από 1.1.2007 και μετά, καθώς και επιτηδευματίες που εκδίδουν άδεια ανέγερσης οικοδομής από την ημερομηνία αυτή και μετά,

 

    ιβ) των διατάξεων της παραγράφου 22 του άρθρου 28 από 1.3.2007,

 

    ιγ) των λοιπών διατάξεων από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από αυτές.

 

    Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεση του ως νόμου του Κράτους.