ΝΟΜΟΣ 3514/2006 - ΦΕΚ 266/Α'/6.12.2006
Τροποποίηση του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών που κυρώθηκε με το ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 35 Α') σχετικά με την αναδιοργάνωση της Επιθεώρησης Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Aρθρο 1
1. Το άρθρο 80 αντικαθίσταται ως εξής:
«Συμβούλιο και Όργανα Επιθεώρησης
1. Α. Το Συμβούλιο Επιθεώρησης των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών εποπτεύει την επιθεώρηση και αποτελείται από έναν αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ως πρόεδρο, έναν αρεοπαγίτη και έναν αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ο αντιπρόεδρος, ως τακτικό μέλος της επιθεώρησης, απαλλάσσεται από κάθε άλλη υπηρεσία κατά το χρονικό διάστημα που μετέχει στο Συμβούλιο Επιθεώρησης, με εξαίρεση τη συμμετοχή του στη μείζονα Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
Β. Την επιθεώρηση ενεργούν:
α) στα εφετεία, στα πρωτοδικεία και στις αντίστοιχες εισαγγελίες, καθώς και στα ειρηνοδικεία και τα πταισματοδικεία, αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου,
β) στα πρωτοδικεία, στα ειρηνοδικεία και στα πταισματοδικεία, και οι πρόεδροι εφετών, στις δε εισαγγελίες πρωτοδικών και στα πταισματοδικεία, ως προς το προανακριτικό έργο, και οι εισαγγελείς εφετών,
γ) στις γραμματείες των παραπάνω δικαστηρίων και εισαγγελιών, οι πρόεδροι και εισαγγελείς εφετών της οικείας περιφέρειας και οι πρόεδροι και εισαγγελείς πρωτοδικών, αντίστοιχα.
2. Ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης και οι επιθεωρητές αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου ορίζονται με τους αναπληρωματικούς τους, κατόπιν κληρώσεως, που διεξάγεται κατά το μήνα Ιούνιο ενώπιον του Α' Τμήματος του Αρείου Πάγου (1η Σύνθεση). Για την επιλογή του προέδρου του Συμβουλίου Επιθεώρησης, τοποθετούνται σε μα κληρωτίδα τα ονόματα των αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου. Για την επιλογή των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης και των επιθεωρητών, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία συνέρχεται με πρόσκληση του προέδρου το μήνα Μάιο, ορίζει από τους έχοντες διετή υπηρεσία αριθμό διπλάσιο του απαιτουμένου για το σύνολο των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης και των επιθεωρητών. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει επαρκής αριθμός μελών του Αρείου Πάγου με διετή υπηρεσία, επιτρέπεται να ορισθούν ως επιθεωρητές και οι έχοντες υπηρεσία ενός έτους.
3. Η κλήρωση της προηγούμενης παραγράφου διενεργείται χωριστά για τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης, τους επιθεωρητές των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και τους επιθεωρητές εισαγγελιών, ανάλογα με τον κλάδο από τον οποίο προέρχονται τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης και οι επιθεωρητές.
4. Δεν μπορούν να ορισθούν τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης ή επιθεωρητές όσοι άσκησαν καθήκοντα στις αντίστοιχες θέσεις κατά την αμέσως προηγούμενη περίοδο.
5. Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται αδιαφανή σφαιρίδια. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης, το Τμήμα συνέρχεται σε συμβούλιο, προκειμένου να τοποθετηθούν οι κλήροι στα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη του τμήματος οι κλήροι με τα ονόματα των αντιπροέδρων, των αρεοπαγιτών και των αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, που διεξάγεται αμέσως μετά, ο πρόεδρος εξάγει δύο (2) σφαιρίδια από την πρώτη κληρωτίδα, που περιέχει τα ονόματα των αντιπροέδρων, δεκατρία (13) σφαιρίδια από τη δεύτερη κληρωτίδα, που περιέχει τα ονόματα των αρεοπαγιτών που έχουν ορισθεί από την Ολομέλεια, και πέντε (5) σφαιρίδια από την τρίτη κληρωτίδα, που περιέχει τα ονόματα των αντεισαγγελέων που έχουν ορισθεί από την Ολομέλεια. Μετά την εξαγωγή του κλήρου από κάθε σφαιρίδιο, ο πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κληρωθέντος και επιδεικνύει τον κλήρο με το όνομα του κληρωθέντος στα λοιπά μέλη του τμήματος. Από τους κληρωθέντες της πρώτης κληρωτίδας, ο πρώτος αντιπρόεδρος κατά τη σειρά κλήρωσης αποτελεί το τακτικό και ο δεύτερος το αναπληρωματικό μέλος του Συμβουλίου Επιθεώρησης. Από τους κληρωθέντες της δεύτερης κληρωτίδας, οι δύο (2) αρχαιότεροι αποτελούν τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης, ο πρώτος το τακτικό και ο δεύτερος το αναπληρωματικό μέλος, οι υπόλοιποι οκτώ (8), κατά τη σειρά κληρώσεως, αποτελούν τους επιθεωρητές των περιφερειών της Επιθεώρησης, και οι επόμενοι τρεις (3) είναι οι αναπληρωματικοί τους. Από τους κληρωθέντες της τρίτης κληρωτίδας ο πρώτος αποτελεί το τακτικό μέλος του Συμβουλίου Επιθεώρησης, ο δεύτερος τον αναπληρωτή του, οι δύο επόμενοι τους επιθεωρητές της Γ και Δ' περιφέρειας επιθεώρησης αντίστοιχα, και ο επόμενος είναι ο αναπληρωματικός τους. Για την κλήρωση συντάσσεται πρακτικό που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
6. Η θητεία των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης και των επιθεωρητών είναι ετήσια. Αρχίζει τη 16η Σεπτεμβρίου του έτους κατά το οποίο γίνεται η επιλογή και λήγει τη 15η Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους. Σε περίπτωση θανάτου, κωλύματος ή αποχώρησης του Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου, τη θέση του καταλαμβάνει ο αναπληρωτής του και μόνο για το υπόλοιπο της θητείας του.
7. Τους επιθεωρητές βοηθούν στο έργο τους επίκουροι επιθεωρητές, οι οποίοι φέρουν το βαθμό του προέδρου εφετών ή του εισαγγελέα εφετών και ορίζονται με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου για τις δικαστικές περιφέρειες τις οριζόμενες στο άρθρο 81, ως εξής: δύο πρόεδροι εφετών για καθεμία από τις Α' και Θ' δικαστικές περιφέρειες, δύο πρόεδροι εφετών για τον τομέα Β1 της Β' δικαστικής περιφέρειας, ένας πρόεδρος εφετών και ένας εισαγγελέας εφετών για τον τομέα Β2 της Β' δικαστικής περιφέρειας, ένας πρόεδρος εφετών για καθεμία από τις Ε', ΣΤ, Ζ' και Η' δικαστικές περιφέρειες και ένας εισαγγελέας εφετών για κάθε μα από τις Γ και Δ' δικαστικές περιφέρειες. Τα ειδικότερα καθήκοντα των επίκουρων επιθεωρητών καθορίζονται με κοινή απόφαση του προέδρου του Συμβουλίου Επιθεώρησης πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και του οικείου επιθεωρητή. Η θητεία των επίκουρων επιθεωρητών συμπίπτει χρονικά με αυτήν των επιθεωρητών.
8. Οι επιθεωρητές και επίκουροι επιθεωρητές, κατά το χρονικό διάστημα της άσκησης των καθηκόντων τους απαλλάσσονται από κάθε άλλη υπηρεσία, με εξαίρεση τη συμμετοχή των αρεοπαγιτών και των αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου στη μείζονα Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, των δε λοιπών στις οικείες Ολομέλειες των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών.
9. Οι πρόεδροι εφετών ενεργούν την επιθεώρηση των πρωτοδικείων, ειρηνοδικείων και πταισματοδικείων και οι εισαγγελείς εφετών των εισαγγελιών της περιφέρειας τους και των πταισματοδικείων ως προς το προανακριτικό τους έργο, παράλληλα προς την επιθεώρηση των επιθεωρητών αρεοπαγιτών και αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου. Σε όσα δικαστήρια και εισαγγελίες υπηρετούν περισσότεροι πρόεδροι ή εισαγγελείς εφετών, εκείνος που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία διενεργεί ο ίδιος την επιθεώρηση ή ορίζει από τους ομοιόβαθμούς του αυτόν ή αυτούς που θα τη διενεργήσουν.
10. Σε περίπτωση θανάτου, αποχώρησης από την υπηρεσία, μετάθεσης ή κωλύματος του επιθεωρητή αρεοπαγίτη ή αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την επιθεώρηση διενεργούν ή συνεχίζουν οι αναπληρωματικοί τους, κατά τη σειρά ορισμού τους και μόνο για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας τους. Σε περίπτωση θανάτου, αποχώρησης από την υπηρεσία, μετάθεσης ή κωλύματος του επίκουρου επιθεωρητή, τα καθήκοντα του αναλαμβάνει, για το υπόλοιπο της θητείας του, αντικαταστάτης του, ο οποίος ορίζεται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
11. Σε επιθεώρηση υπόκεινται όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί έως και το βαθμό του προέδρου εφετών ή του εισαγγελέα εφετών. Οι πρόεδροι και εισαγγελείς εφετών επιθεωρούνται από τον επιθεωρητή αρεοπαγίτη ή αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
12. Με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, στα Πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης ορίζεται ως επόπτης των ανακριτών, με ετήσια θητεία ανανεώσιμη για ένα ακόμη έτος, εφέτης με υπηρεσία τουλάχιστον πέντε ετών, με αρμοδιότητα την εποπτεία, το συντονισμό και την παρακολούθηση της εύρυθμης λειτουργίας του ανακριτικού έργου, χωρίς δυνατότητα ανάμειξης στην ουσιαστική λειτουργία της ανάκρισης. Ο επόπτης ανακριτών για το Πρωτοδικείο Αθηνών ορίζεται με αποκλειστική απασχόληση. Η ισχύς του άρθρου 35 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεν θίγεται.»
2. Τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης και οι Επιθεωρητές που έχουν κληρωθεί κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, καθώς και οι επίκουροι επιθεωρητές εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντα τους μέχρι τη λήξη της θητείας τους. Στις δικαστικές περιφέρειες που διαμορφώνονται, σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 4 του παρόντος, οι νέοι επιθεωρητές και οι επίκουροι επιθεωρητές αναλαμβάνουν τα καθήκοντα τους εντός μηνός από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
Η κλήρωση για τους νέους επιθεωρητές και ο ορισμός των επικούρων διενεργείται ως προς μεν τα πολιτικά δικαστήρια για τις περιφέρειες Β1, Β2, Δ' και Ζ', ως προς δε τα διοικητικά δικαστήρια για τις περιφέρειες Β' και Δ'. Η θητεία των ανωτέρω λήγει τη 15η Σεπτεμβρίου του τρέχοντος δικαστικού έτους.
Aρθρο 2
Το άρθρο 81 αντικαθίσταται ως εξής:
«Περιφέρειες
1. Οι περιφέρειες της επιθεώρησης ορίζονται σε εννέα (9) και καθεμία από αυτές περιλαμβάνει αντιστοίχως:
Η Α' το Εφετείο Αθηνών, τα πρωτοδικεία και τις εισαγγελίες πρωτοδικών του Εφετείου Αθηνών, καθώς και τα υπαγόμενα σε αυτά ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία, πλην του Πρωτοδικείου Αθηνών, της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, του Ειρηνοδικείου και του Πταισματοδικείου Αθηνών.
Η Β' το Πρωτοδικείο και το Ειρηνοδικείο Αθηνών και διαιρείται σε δύο τομείς, τον πολιτικό (Β1) και τον ποινικό (Β2). Η επιθεώρηση του πολιτικού τομέα περιλαμβάνει τις πολιτικές υποθέσεις του Πρωτοδικείου και του Ειρηνοδικείου Αθηνών, καθώς και τις σχετικές εργασίες των συμβουλίων διοίκησης των δικαστηρίων αυτών. Η επιθεώρηση του ποινικού τομέα περιλαμβάνει τις ποινικές υποθέσεις του Πρωτοδικείου Αθηνών, τις εργασίες των ανακριτών, του συμβουλίου πλημμελειοδικών και τις σχετικές εργασίες του συμβουλίου διοίκησης του πρωτοδικείου. Στην περιφέρεια αυτή ορίζονται δύο επιθεωρητές, ένας για κάθε τομέα.
Η Γ' τις Εισαγγελίες Εφετών και Πρωτοδικών Αθηνών και το Πταισματοδικείο Αθηνών. Ως επιθεωρητής ορίζεται Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Η Δ' τις Εισαγγελίες Εφετών και Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης και Πειραιώς και τα πταισματοδικεία που υπάγονται στα αντίστοιχα πρωτοδικεία. Ως επιθεωρητής ορίζεται Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Η Ε' τα Εφετεία Πειραιώς, Ναυπλίου και Καλαμάτας, τα υπαγόμενα σε αυτά πρωτοδικεία, ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία, καθώς και τις αντίστοιχες εισαγγελίες εφετών και πρωτοδικών, πλην των εισαγγελιών και πταισματοδικείων που περιλαμβάνονται στη Δ' περιφέρεια.
Η ΣΤ τα Εφετεία Κρήτης, Δωδεκανήσου και Αιγαίου, τα υπαγόμενα σε αυτά πρωτοδικεία, ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία, καθώς και τις αντίστοιχες εισαγγελίες εφετών και πρωτοδικών.
Η Ζ' τα Εφετεία Λάμας, Λάρισας και Δυτικής Μακεδονίας, τα υπαγόμενα σε αυτά πρωτοδικεία, ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία, καθώς και τις αντίστοιχες εισαγγελίες εφετών και πρωτοδικών.
Η Η' τα Εφετεία Πατρών, Ιωαννίνων και Κέρκυρας, τα υπαγόμενα σε αυτά πρωτοδικεία, ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία, καθώς και τις αντίστοιχες εισαγγελίες εφετών και πρωτοδικών.
Η Θ' τα Εφετεία Θεσσαλονίκης και Θράκης, τα υπαγόμενα σε αυτά πρωτοδικεία, ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία, καθώς και τις αντίστοιχες εισαγγελίες εφετών και πρωτοδικών, πλην των εισαγγελιών και πταισματοδικείων που περιλαμβάνονται στη Δ' περιφέρεια.
2. Οι περιφέρειες επιθεώρησης είναι δυνατόν να μεταβάλλονται μετά από σύμφωνη γνώμη του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και ισχύει από τη 16η Σεπτεμβρίου του επόμενου από τη δημοσίευση της δικαστικού έτους.
3. Στην έδρα του μεγαλύτερου από τα εφετεία κάθε περιφέρειας, ιδρύεται Γραφείο Γραμματείας Επιθεώρησης, στο οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους ένας ή περισσότεροι γραμματείς από το προσωπικό των δικαστηρίων της έδρας του εφετείου.»
Aρθρο 3
Το άρθρο 82 αντικαθίσταται ως εξής:
«Όργανα επιθεώρησης του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων
Α. Όργανα επιθεώρησης του Συμβουλίου της Επικρατείας
1. Ιδρύεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Επιθεώρησης, το οποίο συγκροτείται από έναν αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως πρόεδρο, και δύο συμβούλους Επικρατείας με τετραετή τουλάχιστον υπηρεσία στο βαθμό, ως μέλη. Οι ανωτέρω, οι οποίοι προέρχονται από διαφορετικά τμήματα, ορίζονται με ισάριθμους αναπληρωτές με απόφαση της Ολομέλειας σε συμβούλιο, η οποία εκδίδεται το μήνα Ιούνιο του προηγούμενου της ενάρξεως της θητείας τους δικαστικού έτους. Η θητεία του προέδρου και των μελών του Συμβουλίου αρχίζει τη 16η Σεπτεμβρίου του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο γίνεται η επιλογή και λήγει τη 15η Σεπτεμβρίου του μεθεπόμενου ημερολογιακού έτους.
2. Οι πάρεδροι, οι εισηγητές και οι δόκιμοι εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας υπόκεινται σε επιθεώρηση, η οποία διενεργείται κάθε δύο δικαστικά έτη.
3. Οι αντιπρόεδροι, που προεδρεύουν στα τμήματα του Συμβουλίου της Επικρατείας, συντάσσουν το μήνα Ιούνιο κάθε δεύτερου δικαστικού έτους και υποβάλλουν στο Συμβούλιο της παραγράφου 1 εκθέσεις επιθεώρησης για τους παρέδρους που υπηρέτησαν στο τμήμα τους. Οι Αντιπρόεδροι και οι σύμβουλοι Επικρατείας, οι οποίοι άσκησαν καθήκοντα προεδρεύοντος σε πέντε τουλάχιστον συνεδριάσεις κατά τα δύο δικαστικά έτη στα οποία ανάγεται η επιθεώρηση, συντάσσουν το μήνα Ιούνιο κάθε δεύτερου δικαστικού έτους και υποβάλλουν στο Συμβούλιο της παραγράφου 1 εκθέσεις επιθεώρησης για την απόδοση των παρέδρων που υπηρέτησαν στο ίδιο με αυτούς τμήμα.
4. Σύμβουλοι της Επικρατείας που έχουν εισηγηθεί στο δικαστήριο προς συζήτηση, κατά τη διάρκεια των δύο δικαστικών ετών στα οποία ανάγεται η επιθεώρηση, δύο τουλάχιστον διαφορετικές υποθέσεις με προεισήγηση του αυτού εισηγητή, συντάσσουν το μήνα Ιούνιο του δεύτερου δικαστικού έτους και υποβάλλουν στο Συμβούλιο της παραγράφου 1 εκθέσεις επιθεώρησης για τον εν λόγω εισηγητή.
5. Για την αξιολόγηση των παρέδρων λαμβάνονται υπόψη και εκτιμώνται η ικανότητα τους προς σύνταξη σχεδίων αποφάσεων, η συμβολή τους κατά τη διάσκεψη, ο βαθμός δυσκολίας και ο τρόπος επεξεργασίας του νομικού και πραγματικού μέρους των υποθέσεων για τις οποίες συνέταξαν εισηγήσεις, η εν γένει επιμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, η παράσταση, καθώς και το ήθος τους. Για την αξιολόγηση των εισηγητών λαμβάνονται υπόψη και εκτιμώνται ο τρόπος επεξεργασίας του νομικού και πραγματικού μέρους των υποθέσεων για τις οποίες συνέταξαν προεισηγήσεις, η ικανότητα τους προς σύνταξη προεισηγήσεων, η εν γένει επιμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, η παράσταση, καθώς και το ήθος τους. Οι κρίσεις κατά την αξιολόγηση διαβαθμίζονται σε: «πολύ καλός», «καλός», «σχεδόν καλός» και «ανεπαρκής».
6. Στο Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Επιθεώρησης υποβάλλονται οι αιτιολογημένες εκθέσεις επιθεώρησης που συντάσσονται σύμφωνα με τις παραγράφους 3, 4 και 5 το μήνα Ιούνιο κάθε δεύτερου δικαστικού έτους, τα τηρούμενα στο Δικαστήριο στατιστικά στοιχεία για την ποσοτική απόδοση των παρέδρων και εισηγητών, καθώς και στοιχεία σχετικά με την απόδοση των ανωτέρω σε λοιπά καθήκοντα, τα οποία τους έχουν ανατεθεί από το Δικαστήριο. Το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Επιθεώρησης συντάσσει, επί τη βάσει των ως άνω στοιχείων, ανά διετία το μήνα Σεπτέμβριο τελικές εκθέσεις επιθεώρησης για καθέναν από τους παρέδρους και εισηγητές. Οι εκθέσεις αυτές κοινοποιούνται αμελλητί στους προαναφερθέντες δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι μπορούν να λαμβάνουν γνώση των στοιχείων του ατομικού τους φακέλου.
Το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο ασκεί τις αρμοδιότητες που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 84 παράγραφοι 1, 2 και 6, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως.
7. Ιδρύεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο Επιθεώρησης, το οποίο συγκροτείται από τον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως πρόεδρο, και δύο αντιπροέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως μέλη. Οι δύο αντιπρόεδροι με ισάριθμους αναπληρωματικούς ορίζονται με απόφαση της Ολομελείας σε συμβούλιο που εκδίδεται το μήνα Ιούνιο του προηγούμενου της ενάρξεως της θητείας τους δικαστικού έτους. Η θητεία των ως άνω αντιπροέδρων αρχίζει τη 16η Σεπτεμβρίου του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο γίνεται η επιλογή και λήγει τη 15η Σεπτεμβρίου του μεθεπόμενου ημερολογιακού έτους. Το Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο ασκεί τις αρμοδιότητες που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 86 παρ. 1 και 88, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως.
8. Πάρεδρος ή εισηγητής του Συμβουλίου της Επικρατείας ο οποίος θεωρεί ότι η τελική έκθεση επιθεωρήσεως του περιέχει δυσμενείς κρίσεις ή ανακριβή περιστατικά σε βάρος του μπορεί να προσφύγει στο Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο Επιθεώρησης μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της εν λόγω εκθέσεως σε αυτόν. Το Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο, αφού λάβει υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία και καλέσει τον προσφεύγοντα προς ακρόαση, μπορεί είτε να κάνει δεκτή την προσφυγή και να διορθώσει την τελική έκθεση επιθεώρησης, εν όλω ή εν μέρει, είτε να απορρίψει αυτήν.
9. Με απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καταρτίζεται εσωτερικός κανονισμός με τον οποίο ρυθμίζονται τα εν γένει υπηρεσιακά καθήκοντα των δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η απόφαση αυτή εκδίδεται μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
10. Η ισχύς των παραγράφων 1 έως 8 του παρόντος άρθρου αρχίζει έξι μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
Β. Όργανα επιθεώρησης του Ελεγκτικού Συνεδρίου
1. Ιδρύονται στο Ελεγκτικό Συνέδριο Πρωτοβάθμιο και Δευτεροβάθμιο Συμβούλια Επιθεώρησης, τα οποία συγκροτούνται αντιστοίχως από έναν αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως Πρόεδρο και δύο συμβούλους με τετραετή τουλάχιστον υπηρεσία στο βαθμό, ως μέλη, καθώς και από τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως Πρόεδρο, και δύο αντιπροέδρους, ως μέλη. Κατά τα λοιπά έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 1, 6 έως και 10 της περίπτωσης Α' του παρόντος άρθρου.
2. Οι πάρεδροι, οι εισηγητές και οι δόκιμοι εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπόκεινται σε επιθεώρηση, η οποία διενεργείται κάθε δύο δικαστικά έτη.
3. Οι αντιπρόεδροι και οι σύμβουλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου το μήνα Ιούνιο κάθε δεύτερου δικαστικού έτους συντάσσουν και υποβάλλουν στο Συμβούλιο της παραγράφου 1 εκθέσεις επιθεώρησης για τους παρέδρους και εισηγητές που υπηρέτησαν στο τμήμα ή στο κλιμάκιο, στο οποίο προήδρευσαν. Την ίδια υποχρέωση έχει και ο Επίτροπος της Επικρατείας για τους παρέδρους και εισηγητές που υπηρέτησαν στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
4. Για την αξιολόγηση των παρέδρων λαμβάνονται υπόψη και εκτιμώνται η ικανότητα προς σύνταξη σχεδίων αποφάσεων και πράξεων, η συμβολή τους κατά τη διάσκεψη, ο βαθμός δυσκολίας και ο τρόπος επεξεργασίας του νομικού και πραγματικού μέρους των υποθέσεων για τις οποίες εισηγήθηκαν ή συνέταξαν πράξεις, η εν γένει επιμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, η παράσταση, καθώς και το ήθος τους. Για την αξιολόγηση των εισηγητών λαμβάνονται υπόψη και εκτιμώνται ο τρόπος επεξεργασίας του νομικού και πραγματικού μέρους των υποθέσεων για τις οποίες συνέταξαν εισηγήσεις και σχέδια πράξεων, η ικανότητα τους προς σύνταξη εισηγήσεων και σχεδίων πράξεων, η εν γένει επιμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, η παράσταση, καθώς και το ήθος τους. Οι κρίσεις κατά την αξιολόγηση διαβαθμίζονται σε: «πολύ καλός», «καλός», «σχεδόν καλός» και «ανεπαρκής».
Γ. Όργανα επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων
1. Όργανα επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών τους είναι το Συμβούλιο Επιθεώρησης και οι επιθεωρητές.
2. Το Συμβούλιο Επιθεώρησης εποπτεύει την επιθεώρηση και αποτελείται από έναν αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως πρόεδρο, και δύο συμβούλους του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως μέλη. Ο αντιπρόεδρος ως τακτικό μέλος της επιθεώρησης απαλλάσσεται από κάθε άλλη υπηρεσία κατά το χρονικό διάστημα που μετέχει στο Συμβούλιο Επιθεώρησης, με εξαίρεση τη συμμετοχή του στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας και το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Σε περίπτωση θανάτου, κωλύματος ή αποχώρησης του προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου, τη θέση του καταλαμβάνει ο αναπληρωματικός του και μόνο για το υπόλοιπο της θητείας του.
3. Την επιθεώρηση διενεργούν:
α. Στα διοικητικά εφετεία και πρωτοδικεία, σύμβουλοι επικρατείας.
β. Στα διοικητικά πρωτοδικεία και πρόεδροι εφετών.
γ. Στις γραμματείες των ως άνω δικαστηρίων, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των δικαστηρίων αυτών, οι πρόεδροι εφετών της οικείας περιφέρειας και οι πρόεδροι πρωτοδικών αντιστοίχως.
4. Ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης και οι επιθεωρητές σύμβουλοι επικρατείας ορίζονται με κλήρωση που διεξάγεται το μήνα Ιούνιο ενώπιον του Α' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Για κάθε μία από τις κατά το άρθρο 83 παρ. 1 του παρόντος περιφέρειες, ορίζεται ένας επιθεωρητής. Για την επιλογή του Προέδρου του Συμβουλίου Επιθεώρησης τοποθετούνται σε μία κληρωτίδα τα ονόματα των αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας. Για την επιλογή των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης και των επιθεωρητών, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία συνέρχεται μετά από πρόσκληση του Προέδρου το μήνα Μάιο, ορίζει από τους έχοντες διετή υπηρεσία στο βαθμό του συμβούλου επικρατείας αριθμό διπλάσιο του απαιτουμένου για το σύνολο των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης και των επιθεωρητών. Δεν μπορούν να ορισθούν μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης ή επιθεωρητές όσοι άσκησαν καθήκοντα στις αντίστοιχες θέσεις κατά την αμέσως προηγούμενη περίοδο.
5. Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται αδιαφανή σφαιρίδια. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης το τμήμα συνέρχεται σε συμβούλιο, προκειμένου να τοποθετηθούν οι κλήροι στα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη του συμβουλίου οι κλήροι με τα ονόματα των αντιπροέδρων και των συμβούλων επικρατείας. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, ο Πρόεδρος εξάγει δύο (2) σφαιρίδια από την πρώτη κληρωτίδα, που περιέχει τα ονόματα των αντιπροέδρων και δέκα (10) σφαιρίδια από τη δεύτερη κληρωτίδα, που περιέχει τα ονόματα των συμβούλων επικρατείας. Μετά την εξαγωγή του κλήρου από κάθε σφαιρίδιο, ο Πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κληρωθέντος και επιδεικνύει τον κλήρο με το όνομα του κληρωθέντος στα λοιπά μέλη του τμήματος. Από τους κληρωθέντες της πρώτης κληρωτίδας, ο πρώτος αντιπρόεδρος κατά τη σειρά κλήρωσης αποτελεί το τακτικό και ο δεύτερος το αναπληρωματικό μέλος του Συμβουλίου Επιθεώρησης. Από τους κληρωθέντες της δεύτερης κληρωτίδας, οι τρεις (3) αρχαιότεροι αποτελούν τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης, οι δύο (2) πρώτοι τα τακτικά και ο τρίτος το αναπληρωματικό μέλος, οι υπόλοιποι πέντε (5), κατά τη σειρά κληρώσεως, αποτελούν τους επιθεωρητές των περιφερειών της Επιθεώρησης και οι τελευταίοι δύο (2) είναι οι αναπληρωτές των επιθεωρητών. Για την κλήρωση συντάσσεται πρακτικό, που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
6. Η θητεία των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης και των επιθεωρητών είναι ετήσια. Αρχίζει τη 16η Σεπτεμβρίου του έτους κατά το οποίο γίνεται η κλήρωση και λήγει τη 15η Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους.
7. Τους επιθεωρητές στο έργο τους βοηθούν επίκουροι επιθεωρητές, οι οποίοι φέρουν το βαθμό του προέδρου εφετών και ορίζονται με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, ένας για καθεμία από τις οριζόμενες στο άρθρο 83 του παρόντος περιφέρειες. Με την ίδια απόφαση ορίζονται οι αναπληρωτές τους. Τα ειδικότερα καθήκοντα των επίκουρων επιθεωρητών καθορίζονται με κοινή απόφαση του προέδρου του Συμβουλίου Επιθεώρησης και του οικείου επιθεωρητή. Η θητεία των επίκουρων επιθεωρητών συμπίπτει χρονικά με τη θητεία των επιθεωρητών. Σε περίπτωση θανάτου, κωλύματος ή αποχώρησης από την υπηρεσία του επίκουρου επιθεωρητή, τα καθήκοντα του αναλαμβάνει για το υπόλοιπο της θητείας του ο αντικαταστάτης του, που ορίζεται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
8. Οι επιθεωρητές σύμβουλοι και οι επίκουροι επιθεωρητές, κατά το χρονικό διάστημα της άσκησης των καθηκόντων τους, απαλλάσσονται από κάθε άλλη υπηρεσία, με εξαίρεση τη συμμετοχή των συμβούλων στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας και το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο, των δε λοιπών στις οικείες Ολομέλειες των Δικαστηρίων.
9. Οι πρόεδροι εφετών διενεργούν επιθεώρηση των διοικητικών πρωτοδικείων της περιφέρειας τους παράλληλα προς την επιθεώρηση των επιθεωρητών συμβούλων επικρατείας. Σε όσα δικαστήρια υπηρετούν περισσότεροι πρόεδροι ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο διενεργεί ο ίδιος την επιθεώρηση ή ορίζει εκ των ομοιοβάθμων του αυτόν ή αυτούς που θα τη διενεργήσουν.
10. Σε περίπτωση θανάτου, αποχώρησης από την υπηρεσία, μετάθεσης ή κωλύματος του επιθεωρητή συμβούλου της επικρατείας την επιθεώρηση ενεργούν ή συνεχίζουν οι αναπληρωτές τους κατά τη σειρά ορισμού τους και μόνο για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας τους.
11. Σε επιθεώρηση υπόκεινται όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί έως και το βαθμό του προέδρου εφετών. Οι πρόεδροι εφετών επιθεωρούνται από τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης. Κατά την εξέταση προσφυγής κατά έκθεσης ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Επιθεώρησης δεν μετέχει στο Συμβούλιο, εάν έχει συντάξει ο ίδιος την εν λόγω έκθεση, αλλά ο αναπληρωματικός του.»
Aρθρο 4
Το άρθρο 83 αντικαθίσταται ως εξής:
«Περιφέρειες
1. Οι περιφέρειες της επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων είναι πέντε (5) και καθεμία από αυτές περιλαμβάνει αντιστοίχως:
η Α' το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών,
η Β' το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών,
η Γ τα Διοικητικά Εφετεία Πειραιώς και Χανίων και τα υπαγόμενα σε αυτά πρωτοδικεία,
η Δ' τα Διοικητικά Εφετεία Ιωαννίνων, Λάρισας, Πατρών και Τρίπολης και τα υπαγόμενα σε αυτά πρωτοδικεία,
η Ε' τα Διοικητικά Εφετεία Θεσσαλονίκης και Κομοτηνής και τα υπαγόμενα σε αυτά πρωτοδικεία.
2. Οι περιφέρειες επιθεώρησης είναι δυνατόν να μεταβάλλονται, μετά από σύμφωνη γνώμη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ισχύει από το επόμενο μετά τη δημοσίευση της δικαστικό έτος.
3. Στο μεγαλύτερο από τα εφετεία κάθε περιφέρειας ιδρύεται Γραφείο Γραμματείας του Επιθεωρητή, στο οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους ένας ή περισσότεροι γραμματείς από το προσωπικό των δικαστηρίων της έδρας του εφετείου.»
Aρθρο 5
Το άρθρο 84 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρμοδιότητες επιθεωρητών
1. Οι επιθεωρητές:
α) επιθεωρούν όλα τα δικαστήρια της περιφέρειας τους και οι αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς Αρείου Πάγου και τις αντίστοιχες εισαγγελίες
β) διενεργούν στην περιφέρεια τους, με παραγγελία
του Υπουργού Δικαιοσύνης ή του προϊσταμένου της επιθεώρησης, έκτακτη ή συμπληρωματική επιθεώρηση κάθε δικαστηρίου, εισαγγελίας και δικαστικού λειτουργού'
γ) προτείνουν την άσκηση πειθαρχικής αγωγής κατά οποιουδήποτε επιθεωρουμένου, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις
δ) εξετάζουν έγγραφες αναφορές του διοικητικού συμβουλίου του οικείου δικηγορικού συλλόγου και μπορούν να προβούν στη διενέργεια σχετικής έκτακτης επιθεώρησης. Καλούν, επίσης, στα πλαίσια της επιθεώρησης, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου δικηγορικού συλλόγου, δια του Προέδρου του και ζητούν τη γνώμη τους σε κάθε θέμα σχετικό με την εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και των εισαγγελιών.
2. Έκτακτες ή συμπληρωματικές επιθεωρήσεις ενεργούνται οποτεδήποτε. Ο πρόεδρος του οικείου ανώτατου δικαστηρίου, καθώς και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορούν να παραγγέλλουν έκτακτη επιθεώρηση όλων των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών καταστημάτων, η οποία ενεργείται από τον οικείο επιθεωρητή. Αντίγραφο της έκθεσης διαβιβάζεται στον πρόεδρο του συμβουλίου επιθεώρησης.
3. Οι επιθεωρητές αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, καθώς και οι επίκουροι, οφείλουν να μεταβαίνουν στις έδρες των δικαστηρίων και εισαγγελιών της περιφέρειας τους για τη διενέργεια επιθεώρησης τη 16η Σεπτεμβρίου του έτους κατά το οποίο γίνεται η επιλογή τους. Η μετάβαση στην έδρα των ειρηνοδικείων και πταισματοδικείων εκτός έδρας πρωτοδικείου ανήκει στην κρίση του επιθεωρητή. Οι σύμβουλοι επικρατείας και οι επίκουροι αυτών οφείλουν να μεταβαίνουν στις έδρες των δικαστηρίων της περιφέρειας τους για τη διενέργεια επιθεώρησης κατά τη διάρκεια της θητείας τους.
4. Η επιθεώρηση της παραγράφου 1 αφορά στην εργασία των δικαστικών λειτουργών από τη 16η Σεπτεμβρίου του προηγούμενου έτους ορισμού του επιθεωρητή έως τη 15η Σεπτεμβρίου του έτους ορισμού.
5. Οι πρόεδροι και οι εισαγγελείς εφετών μεταβαίνουν στις έδρες των δικαστηρίων και εισαγγελιών που επιθεωρούν από τη 16η Σεπτεμβρίου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου. Εφαρμόζονται και ως προς αυτούς το εδάφιο γ' της παρ. 1 και η παρ. 4 του άρθρου αυτού.
6. Οι επιθεωρητές εξετάζουν τον τρόπο κατά τον οποίο διεξάγεται η υπηρεσία των δικαστηρίων και των εισαγγελιών και την εργασία που έχει συντελεσθεί κατά το επιθεωρούμενο χρονικό διάστημα. Επίσης εξετάζουν την ενημερότητα της υπηρεσίας στη διεκπεραίωση των υποθέσεων, την τακτική και ομαλή διεξαγωγή των συνεδριάσεων και την καταλληλότητα των κτιρίων.
7. Οι επιθεωρητές εξετάζουν το σύνολο της εργασίας των δικαστικών λειτουργών και ιδίως το νομικό και πραγματικό μέρος κάθε υπόθεσης και τις δοθείσες με την απόφαση απαντήσεις στους προβληθέντες από τους διαδίκους ισχυρισμούς. Επίσης, προκειμένου να διαμορφώσουν ασφαλή γνώμη ως προς τα αξιολογούμενα, σύμφωνα με το άρθρο 85 παράγραφος 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, ουσιαστικά προσόντα διεξάγουν λεπτομερώς κάθε χρήσιμη έρευνα, έχουν απαραιτήτως προσωπική επαφή με τους επιθεωρουμένους και ζητούν τη γνώμη του προϊσταμένου του δικαστηρίου, της εισαγγελίας και του Προέδρου του τμήματος στο οποίο οι επιθεωρούμενοι υπηρετούν. Επιλαμβάνονται, επίσης, όλων των θεμάτων που εμπίπτουν στην επιθεώρηση και ανακύπτουν κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Οι επιθεωρητές αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου μπορούν να ελέγχουν την ποινική εργασία των δικαστών της περιφέρειας τους, χωρίς να συντάσσουν σχετική έκθεση. Υποχρεούνται, όμως, να διαβιβάζουν τα προκύπτοντα από τον έλεγχο αυτόν αξιόλογα στοιχεία στον αρμόδιο αρεοπαγίτη επιθεωρητή, προκειμένου να συνεκτιμηθούν κατά τη σύνταξη από αυτόν της σχετικής έκθεσης του.»
Aρθρο 6
Το άρθρο 85 αντικαθίσταται ως εξής:
«Εκθέσεις επιθεώρησης
1. Οι επιθεωρητές συντάσσουν γενικές εκθέσεις για τη λειτουργία κάθε δικαστηρίου και εισαγγελίας της περιφέρειας τους και εισηγούνται τα απαιτούμενα μέτρα για την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας.
2. Οι επιθεωρητές συντάσσουν επίσης ιδιαίτερη, λεπτομερή και ειδικά αιτιολογημένη έκθεση για κάθε δικαστικό λειτουργό της περιφέρειας τους. Στην έκθεση αυτή αξιολογούνται:
α) το ήθος, το σθένος και ο χαρακτήρας,
β) η επιστημονική κατάρτιση,
γ) η κρίση και η αντίληψη,
δ) η επιμέλεια, η εργατικότητα και η υπηρεσιακή (ποιοτική και ποσοτική) απόδοση,
ε) η ικανότητα στην απονομή της δικαιοσύνης, στη διατύπωση των αποφάσεων και στη διεύθυνση της διαδικασίας και
στ) η συμπεριφορά του δικαστικού λειτουργού γενικά και ιδιαίτερα στο ακροατήριο, καθώς και η κοινωνική του παράσταση. Προκειμένου για τους εισαγγελικούς λειτουργούς, αντί για τα προσόντα που αναφέρονται στο στοιχείο ε', αξιολογούνται η ικανότητα στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, τόσο στην προδικασία όσο και στη διαδικασία του ακροατηρίου, καθώς και η ικανότητα στη διατύπωση των προτάσεων και στο χειρισμό του προφορικού λόγου.
Ο επιθεωρητής αναφέρει ακόμη αν θεωρεί προακτέους στον επόμενο βαθμό τους πρωτοδίκες και αντεισαγγελείς πρωτοδικών που έχουν συμπληρώσει πενταετία στο βαθμό, καθώς και τους δικαστές και εισαγγελείς από τον βαθμό του προέδρου πρωτοδικών και εισαγγελέα πρωτοδικών και πάνω, μετά τη συμπλήρωση ενός έτους στον κατεχόμενο βαθμό.
3. Για την αξιολόγηση του δικαστικού λειτουργού ως προς τα ανωτέρω προσόντα, οι επιθεωρητές οφείλουν να χρησιμοποιούν την εξής κλίμακα:
1. άρτια ή εξαίρετη,
2. πολύ καλή,
3. περισσότερο από καλή,
4. καλή,
5. σχεδόν καλή,
6. ανεπαρκής.
Για το ήθος και το σθένος οφείλουν να χρησιμοποιούν τους χαρακτηρισμούς:
1. προσήκον και
2. μη προσήκον.
4. Οι επιθεωρητές σημειώνουν, επίσης, στην ατομική έκθεση των δικαστικών λειτουργών κάθε άλλη παρατήρηση που θεωρούν χρήσιμη.
5. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθιερώνεται ενιαίο έντυπο για τις εκθέσεις επιθεώρησης των δικαστικών λειτουργών. Στο έντυπο αυτό περιλαμβάνονται τα στοιχεία του επιθεωρουμένου, τα αξιολογούμενα προσόντα του και προβλέπεται χώρος για την αιτιολογία και για ειδικές παρατηρήσεις.
6. Οι εκθέσεις των επιθεωρητών υποβάλλονται στον πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης μέσα σε δύο μήνες από τη λήξη της θητείας τους. Σε περίπτωση έκτακτης ή συμπληρωματικής επιθεώρησης, η έκθεση υποβάλλεται αμέσως μετά τη διενέργεια της. Αντίγραφο κάθε έκθεσης υποβάλλεται από τον πρόεδρο του συμβουλίου επιθεώρησης στον Υπουργό Δικαιοσύνης και, κατά περίπτωση, στον Πρόεδρο και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας, στον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και στον Γενικό Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και στον Γενικό Επίτροπο Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Αντίγραφο της έκθεσης επιθεώρησης τίθεται στον ατομικό φάκελο του επιθεωρουμένου. Επίσης, αντίγραφο της επιδίδεται στον επιθεωρούμενο με επιμέλεια της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης.»
Aρθρο 7
Το άρθρο 86 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρμοδιότητες Συμβουλίου Επιθεώρησης Υπηρεσία Επιθεώρησης
1. Τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης, κατά το χρονικό διάστημα της άσκησης των καθηκόντων τους, δεν απαλλάσσονται από οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία.
2. Το Συμβούλιο Επιθεώρησης: α) παραγγέλλει έκτακτη επιθεώρηση, ενεργούμενη από τον τακτικό επιθεωρητή ή επανάληψη ή συμπλήρωση προηγούμενης, εφόσον συντρέχει λόγος, β) αποφαίνεται επί προσφυγής επιθεωρουμένου κατά της έκθεσης τακτικής επιθεώρησης, γ) συγκεντρώνει τις εκθέσεις επιθεώρησης και διατυπώνει σε ιδιαίτερη έκθεση του ενδεχόμενες παρατηρήσεις του σχετικά με αυτές και δ) με γενική έκθεση του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης περιγράφει την κατάσταση των δικαστηρίων, των εισαγγελιών και της γραμματείας τους και υποδεικνύει τα αναγκαία μέτρα για την εύρυθμη λειτουργία τους. Για κάθε άλλη ενέργεια μόνος αρμόδιος είναι ο πρόεδρος του Συμβουλίου Επιθεώρησης ή το οριζόμενο από αυτόν μέλος του συμβουλίου.
Αντίγραφα των σχετικών με τις ανωτέρω ενέργειες εγγράφων του Συμβουλίου Επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων κοινοποιούνται στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.»
Aρθρο 8
Το άρθρο 87 αντικαθίσταται ως εξής:
«Προσφυγή του επιθεωρουμένου
1. Η επίδοση των εκθέσεων της επιθεώρησης στους επιθεωρουμένους γίνεται μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή τους στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Ο επιθεωρούμενος, μέσα σε τριάντα ημέρες αφότου λάβει την έκθεση της τακτικής ή έκτακτης επιθεώρησης, έχει δικαίωμα να προσφύγει υπηρεσιακώς ή με συστημένη επιστολή στο Συμβούλιο Επιθεώρησης ή τον Προϊστάμενο σύμβουλο κατά περίπτωση και να ζητήσει διόρθωση της έκθεσης ή επανάκριση, μόνο αν η έκθεση περιέχει ανακριβείς ή ανεπαρκείς αιτιολογίες ή ανακριβή περιστατικά ή δυσμενείς κρίσεις, που δεν δικαιολογούνται από το περιεχόμενο της εκθέσεως ή τη συμπληρωματική έρευνα της εργασίας του επιθεωρουμένου από μέλος του Συμβουλίου. Στο Συμβούλιο της Επιθεώρησης δεν μετέχει ο επιθεωρητής που έχει συντάξει την έκθεση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή του επιθεωρουμένου και στη θέση του καλείται ο επόμενος κατά σειρά αρχαιότητας επιθεωρητής.
2. Αν τα παράπονα κριθούν βάσιμα, το Συμβούλιο Επιθεώρησης με αιτιολογημένη απόφαση του προβαίνει στη διόρθωση της έκθεσης, εκτός αν κρίνει αναγκαία την επανάληψη της επιθεώρησης, οπότε διατάσσει επανάκριση σχετικά με τους λόγους της προσφυγής από τον αρχαιότερο αναπληρωτή επιθεωρητή.
Η απόφαση του Συμβουλίου Επιθεώρησης, με την οποία διατάσσεται η διόρθωση της έκθεσης, τίθεται στο φάκελο του επιθεωρουμένου. Η έκθεση που συντάσσεται ύστερα από επανάκριση, εφόσον η επανάκριση είναι γενική, αντικαθιστά την προηγούμενη έκθεση, η οποία αποσύρεται από το φάκελο του επιθεωρουμένου.
Αν τα παράπονα κριθούν αβάσιμα, το Συμβούλιο Επιθεώρησης με αιτιολογημένη απόφαση του, απορρίπτει την προσφυγή και η απόφαση τίθεται στο φάκελο του επιθεωρουμένου. Η έκθεση που συντάσσεται ύστερα από επανάκριση δεν υπόκειται σε προσφυγή.
3. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επιθεώρησης και η νέα έκθεση υποβάλλονται και επιδίδονται κατά τις διατάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 6.
4. Όπου στον παρόντα νόμο αναγράφεται προϊστάμενος της επιθεώρησης νοείται το Συμβούλιο Επιθεώρησης.»
Aρθρο 9
Τα εδάφια 2 και 3 της παρ. 3 του άρθρου 23 αντικαθίστανται ως εξής:
«Εφόσον στον Aρειο Πάγο λειτουργούν τρία ποινικά τμήματα, στο προηγούμενο κατά τη σειρά της αρίθμησης τμήμα εισάγονται οι αιτήσεις αναίρεσης, στις οποίες κατά την προσβαλλόμενη απόφαση ή κατά το προσβαλλόμενο βούλευμα το επώνυμο του κατηγορουμένου (αναιρεσείοντος ή αναιρεσιβλήτου) ή του πρώτου από αυτούς αρχίζει από τα γράμματα Α μέχρι και Ι, στο δεύτερο τμήμα εισάγονται όσων το επώνυμο αρχίζει από τα γράμματα Κ μέχρι και Ο και στο επόμενο τμήμα εισάγονται οι υπόλοιπες υποθέσεις. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις των άρθρων 451,
528 και 529 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.»
Οι υποθέσεις, για τις οποίες πριν την ισχύ του νόμου αυτού επιδόθηκαν κλήσεις προς συζήτηση στα συσταθέντα ποινικά τμήματα, εκδικάζονται κανονικά από αυτά.
Aρθρο 10
Αύξηση οργανικών θέσεων δικαστικών λειτουργών
Ο αριθμός των οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, των Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων και των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων αυξάνεται από 16.9.2006, ως εξής:
Α) των Συμβούλων της Επικρατείας κατά μία (1) και ορίζεται, συνολικά, σε πενήντα τρεις (53),
Β) α) των Αρεοπαγιτών κατά δύο (2) και ορίζεται, συνολικά, σε πενήντα επτά (57),
β) των Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου κατά τρεις (3) και ορίζεται, συνολικά, σε δεκαεπτά (17),
γ) των Προέδρων Εφετών κατά δέκα (10) και ορίζεται, συνολικά, σε εκατόν τρεις (103),
δ) των Εισαγγελέων Εφετών κατά δύο (2) και ορίζεται, συνολικά, σε σαράντα μία (41),
Γ) των Προέδρων Εφετών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων κατά τέσσερις (4) και ορίζεται, συνολικά, σε πενήντα εννέα (59).
Aρθρο 11
1. Στο άρθρο 76 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών, ο οποίος κυρώθηκε με τη διάταξη του άρθρου πρώτου του ν. 2594/1998 «Κύρωση ως Κώδικα του σχεδίου νόμου «Οργανισμός του Υπουργείου Εξωτερικών» (ΦΕΚ 62 Α') προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Ειδικά στις Μόνιμες Αντιπροσωπείες της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση στις Βρυξέλλες και στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη είναι δυνατή η τοποθέτηση σε θέση Πρεσβευτή-Συμβούλου υπαλλήλου του διπλωματικού κλάδου με βαθμό Πληρεξουσίου Υπουργού Α' ή Β'.»
2. Αντικαθίσταται το άρθρο δεύτερο του ν. 1334/1983 «Κύρωση Σύμβασης σχετικής με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις» (ΦΕΚ 31 Α') ως εξής:
«Aρθρο δεύτερο
Ως κεντρική αρχή για την εφαρμογή του άρθρου 2 της Σύμβασης ορίζεται το Τμήμα Διεθνούς Δικαστικής Συνεργασίας σε Αστικές Υποθέσεις της Διεύθυνσης Απονομής Χάριτος και Διεθνούς Δικαστικής Συνεργασίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης.»
Aρθρο 12
Η διάταξη του πρώτου εδαφίου του άρθρου 11 του Κανονιστικού Διατάγματος της 26.6/10.7.1944 (ΦΕΚ 139 A) «Περί Κωδικός των νόμων περί δικών του Δημοσίου» αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε όλες τις δίκες του Δημοσίου, κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ουδεμία απολύτως τρέχει προθεσμία είτε εις βάρος του Δημοσίου είτε εις βάρος των άλλων διαδίκων, ούτε για την υπό τούτων ως τρίτων άσκηση δηλώσεων ούτε για την έγερση αγωγών, παρεμβάσεων και προσεπικλήσεων ούτε τέλος για την άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου ή εξέταση μαρτύρων. Κάθε προθεσμία, η οποία έχει αρχίσει προ των διακοπών, καθώς και η εξέταση των μαρτύρων αναστέλλονται κατά τη διάρκεια των διακοπών.»
Aρθρο 13
Ο βαθμός και οι θέσεις Γενικών Διευθυντών της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Αθηνών και του Εμμίσθου Υποθηκοφυλακείου Αθηνών καταργούνται από της λήξεως της θητείας των υπηρετούντων. Στις υπηρεσίες του προηγούμενου εδαφίου, στις οποίες οι Γενικοί Διευθυντές έχουν αποχωρήσει πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, η κατάργηση θεωρείται ότι έγινε από της αποχωρήσεως τους. Τα καθήκοντα του προϊσταμένου του Εμμίσθου Υποθηκοφυλακείου Αθηνών ανατίθενται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου, σε προϊστάμενο Διεύθυνσης του ανωτέρω Υποθηκοφυλακείου, ο οποίος έχει τα προσόντα που προβλέπονται στο άρθρο 11 παράγραφος 4 του ν. 724/1977 (ΦΕΚ 299 Α').
Aρθρο 14
Έναρξη ισχύος
Ο παρών νόμος, με εξαίρεση τις διατάξεις του άρθρου 9 που ισχύουν από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ισχύει από 20.12.2006, εκτός εάν στις επί μέρους διατάξεις του ορίζεται διαφορετικά.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεση του ως νόμου του Κράτους.