ΝΟΜΟΣ 3513/2006 - ΦΕΚ 265/Α'/5.12.2006

Τροποποίηση και συμπλήρωση της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου και άλλες διατάξεις.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

 

Aρθρο 1

 

Αύξηση επιδόματος εξομάλυνσης

 

    1. Το επίδομα εξομάλυνσης της περίπτωσης α' της παρ. 1 του άρθρου 29 του ν. 2768/1999 (ΦΕΚ 273 Α') από 1ης Ιανουαρίου 2006 καταβάλλεται ως εξής:

 

Για σύνταξη           μέχρι    317€       Επίδομα     19€

από        317,01€     »         456€          »        22€

             456,01€     »         761€          »        33€

             761,01€     »       1.100€         »         56€

          1.100,01€     »       1.300€         »         59€

          1.300,01€     »       1.500€         »         62€

          1.500,01€     »       1.800€         »         65€

          1.800,01€     »       2.100€         »        68€

          2.100,01€     »       2.400€         »         71€

         2.400,01€      »       3.000€         »         76€

         3.000,01€      »        3.500€        »         80€

         3.500,01€ και άνω                      »        85€

 

    2. Τα ποσά του επιδόματος εξομάλυνσης της προηγούμενης παραγράφου προσαυξάνονται για τις ακόλου­θες κατηγορίες συνταξιούχων ως εξής:

    Α. Για τους δικαστικούς λειτουργούς μέχρι του βαθμού του Πρωτοδίκη κατά 23€και άνω του βαθμού αυτού κατά 27 ευρώ.

    Β. Για το κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους μέχρι του βαθμού του δικαστικού αντιπροσώπου κατά 23 ευρώ και άνω του βαθμού αυτού κατά 27ευρώ

    Γ. Για τα μέλη Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. και Ε.Π. των Τ.Ε.Ι. κατά βαθμό ως ακολούθως:

α. Μέλη Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι.

ι. Καθηγητής: 22 ευρώ

ιι. Αναπληρωτής Καθηγητής: 16 ευρώ

iii. Επίκουρος Καθηγητής: 15 ευρώ

ιv. Λέκτορας: 13 ευρώ

β. Μέλη Ε.Π. των Τ.ΕΙ.

ι. Καθηγητής: 20 ευρώ

ιι. Αναπληρωτής Καθηγητής: 16 ευρώ

iii. Επίκουρος Καθηγητής: 12ευρώ

iv. Καθηγητής Εφαρμογών: 8ευρώ

    Δ. Για τους Βουλευτές κατά 61 ευρώ

 

     3. Εφόσον το δικαιούμενο, σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, επίδομα εξομάλυνσης είναι μικρότερο αυτού που καταβαλλόταν την 31η Δεκεμβρίου 2005, η διαφορά διατηρείται ως προσωπική και αμεταβίβαστη.

 

    4. Τα ποσά των περιπτώσεων α', β' και γ' της παρ. 7 του άρθρου 1 του ν. 2592/1998 (ΦΕΚ 57 Α), όπως ισχύουν, αυξάνονται από 1ης Ιανουαρίου 2006 σε 102,30, 182,60 και 261,80 ευρώ, αντίστοιχα.

 

    5.  Η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 88 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων - Κ.Π.Σ. - (π.δ. 168/2000 ΦΕΚ 155 Α'), όπως ισχύει, αντικαθίσταται από 1ης Ιανουαρίου 2006 ως εξής:

 

    «1. Η βασική μηνιαία πολεμική σύνταξη ανικανότητας που αναγνωρίζεται στους ανάπηρους πολέμου οπλίτες, των οποίων η σύνταξη δεν κανονίζεται με βάση το μισθό ενεργείας, είναι ίση με 1,219% του μηνιαίου βασικού μ-σθού του λοχαγού, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά, ανά εκατοστό ανικανότητας.»

 

    6. Οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3408/ 2005 (ΦΕΚ 272 Α') εξακολουθούν να ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου 2006.

 

 

Aρθρο 2

 

Συντάξιμος μισθός πολιτικών υπαλλήλων

 

    Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων λαμβάνεται υπόψη από 1ης Ιουλίου 2007 και ποσό εκατόν σαράντα ευρώ και ογδόντα λεπτών (140,80 $, το οποίο από την ίδια ημε­ρομηνία υπόκειται σε κράτηση για κύρια σύνταξη.

 

    Η διαφορά μεταξύ της κανονιζόμενης σύνταξης με βάση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής και της σύνταξης που δικαιούνται τα πρόσωπα αυτά την 30ή Ιου­νίου 2007, θα καταβληθεί τμηματικά, κατά ένα τέταρτο (1/4) ετησίως, με ημερομηνία έναρξης την 1η Ιουλίου 2007.

 

    Οι συντάξεις όσων από τους ανωτέρω έχουν αποχω­ρήσει ή θα αποχωρήσουν έως και την 30ή Ιουνίου 2007 αναπροσαρμόζονται οίκοθεν από τις αρμόδιες Διευθύν­σεις Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.

 

 

Aρθρο 3

 

Τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Κ.Π.Σ.Σ.), του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων (Κ.Π.Σ.) και του Κώδικα Συντάξεων Προσωπικού Σιδηροδρόμων (Κ.Σ.Π.Σ.)

 

    1. Οι διατάξεις του προτελευταίου εδαφίου της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Κ.Π.Σ.Σ. (π.δ. 166/2000, ΦΕΚ 153 Α'), όπως ισχύουν, αντικαθίστα­νται, ως εξής:

 

    «Για τους υπαλλήλους οι οποίοι είναι παντελώς τυ­φλοί, παραπληγικοί ή τετραπληγικοί, καθώς και για όσους πάσχουν από υπερφωσφατασαιμα ή από Βήτα ομόζυγο μεσογειακή ή δρεπανοκυτταρική ή μκροδρεπανοκυτταρική αναιμία και υποβάλλονται σε μετάγγιση ή από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου και υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση ή περιτοναϊκή κάθαρση ή έχουν υποστεί μεταμόσχευση μυελού των οστών ή συμπαγών οργάνων (καρδιά, πνεύμονες, ήπαρ, πάγκρεας και νεφροί), εφόσον για τις περιπτώσεις αυτές συντρέ­χει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%, αρκεί δεκαπενταετής πλήρης πραγματική συντάξιμη υπηρεσία.»

 

    2.α. Η παρ. 12 του άρθρου 1 του Κ.Π.Σ.Σ., όπως ισχύει, αντικαθίσταται από της ισχύος του ν. 3329/2005 (ΦΕΚ 81 Α'), ως εξής:

 

    «12.α. Οι μόνιμοι υπάλληλοι των Διοικήσεων Υγειονομκών Περιφερειών (Δ.Υ.ΠΕ.) και των Νοσοκομείων του άρθρου 7 του ν. 3329/2005 και της παρ. 10 του άρθρου 13 του ν. 2889/2001 (ΦΕΚ 37 Α'), καθώς και τα μελή των οικογενειών τους αποκτούν δικαίωμα σύνταξης από το Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα αυ­τού.

 

    Όσοι από τους ανωτέρω υπαλλήλους έχουν ασφα­λισθεί σε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης από 1ης Ιανουαρίου 1993 και μετά, διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 3 έως και 18 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α).

β. Οι υπάλληλοι των Δ.ΥΠΕ. και των Νοσοκομείων της περ. α' της παρούσας παραγράφου που υπηρε­τούσαν στις Υπηρεσίες αυτές κατά τη δημοσίευση του ν.3329/2005, εξακολουθούν να διέπονται, από την ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 3329/2005, από το ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό καθεστώς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης, στο οποίο υπάγονταν κατά την ημερομηνία αυτή και η εφεξής υπηρεσία τους υπολογίζεται ότι διανύεται στο καθεστώς αυτό.

γ. Οι υπάλληλοι των Μονάδων Κοινωνικής Φροντίδας της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 3106/2003 (ΦΕΚ 30 Α'), που υπηρετούσαν σε αυτές κατά τη δημοσίευ­ση του ν. 3329/2005, υπάγονται από της ισχύος του ν. 3106/2003, στο ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό καθε­στώς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης του ασφαλιστικού φορέα που είχαν επιλέξει με δήλωση τους σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. β' της παρ. 7 του άρθρου 3 του ν. 3234/2004 (ΦΕΚ 52 Α'), εάν δε δεν είχαν υποβάλει την ανωτέρω δήλωση υπάγονται, από την ίδια ως άνω ημε­ρομηνία, σε αυτό του Δημοσίου και η εφεξής υπηρεσία τους στις Μονάδες αυτές, θεωρείται ότι διανύεται στο αντίστοιχο καθεστώς.»

 

    β. Οι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α') έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τον Διοικητή και τον Αντιπρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου των Δ.Υ.ΠΕ., καθώς και για τον Διοικητή και τον Αναπληρω­τή Διοικητή των Νοσοκομείων της περίπτωσης α' της παραγράφου αυτής.

 

    3. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 13 του άρθρου 1 του Κ.Π.Σ.Σ., όπως ισχύει, αντικαθίσταται, ως εξής:

 

«Στον παραπάνω απαιτούμενο χρόνο συνυπολογίζεται και ο χρόνος κατά τον οποίο οι ανωτέρω διετέλεσαν μετακλητοί Νομάρχες ή υπηρέτησαν ως Περιφερεια­κοί Διευθυντές ή ως μελή του Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού Α' βαθμίδας των προαναφερόμενων ανε­ξάρτητων Διεθνών Ιδρυμάτων και Οργανισμών επί μία τετραετία και υπό τον όρο της εξαγοράς.»

 

    4. Οι διατάξεις του άρθρου 5 του Κ.Π.Σ.Σ. έχουν ανά­λογη εφαρμογή και για τα πρόσωπα των διατάξεων του άρθρου 14 του καταστατικού του πρώην Ταμείου Ασφαλίσεως Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου της Ελ­λάδος (ΤΑΚΕ).

 

    5.  α. Η παράγραφος 14 του άρθρου 9 του Κ.Π.Σ.Σ. ορίζεται περ. 14α και το τελευταίο εδάφιο αυτής αντι­καθίσταται, ως εξής:

 

«Τη σύνταξη αυτή δικαιούνται όσοι διετέλεσαν σε θέση Γενικού Διευθυντή για μία τουλάχιστον τριετία, με εξαί­ρεση τις περιπτώσεις θανάτου ή απόλυσης λόγω νόσου ή τριακονταπενταετίας ή ορίου ηλικίας ή κατάργησης της θέσης τους, καθώς και την περίπτωση της παρ. 12 του άρθρου 8 του ν. 3260/2004 (ΦΕΚ 151 Α').»

 

β. Στο τέλος της παρ. 14 του άρθρου 9 του Κ.Π.Σ.Σ., όπως ισχύει, προστίθεται περίπτωση β', ως εξής:

 

«β. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της προηγού­μενης περίπτωσης έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους διετέλεσαν σε θέση Γενικού Διευθυντή και δεν επανεπιλέχθηκαν για τη θέση αυτή, καταλαμβάνοντας θέση Προϊσταμένου Διεύθυνσης από την οποία και αποχώρησαν από την Υπηρεσία, μη εφαρμοζομένων εν προκειμένω των διατάξεων του δευτέρου εδαφίου της προηγούμενης περίπτωσης της παραγράφου αυτής.»

 

γ. Συντάξεις που έχουν κανονισθεί αντίθετα από όσα ορίζονται στις διατάξεις της παραγράφου αυτής, ανα­προσαρμόζονται σύμφωνα με τα οριζόμενα σε αυτές, από την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, ύστερα από αίτηση των εν­διαφερομένων, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχί­ζουν από την πρώτη του μήνα έκδοσης της σχετικής πράξης.

 

    6.  Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 11 του Κ.Π.Σ.Σ., προστίθεται εδάφιο, ως εξής:

 

«Επίσης θεωρείται ως συντάξιμος χρόνος πραγμα­τικής υπηρεσίας ο χρόνος αδείας των διατάξεων των παραγράφων 1 των άρθρων 51 και 53 του ν. 2683/1999 (ΦΕΚ 19 Α') με την προϋπόθεση της καταβολής από τον υπάλληλο των προβλεπόμενων ασφαλιστικών ει­σφορών.»

 

    7. α. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 11 του Κ.Π.Σ.Σ. αντικαθίσταται, ως εξής:

 

«8.  Δεν  υπολογίζεται  σαν  συντάξιμος  ο  χρόνος οποιασδήποτε υπηρεσίας αν χρησίμευσε ή θα χρησιμεύσει σύμφωνα με νόμο για απόκτηση δικαιώματος σύντα­ξης ως τακτικού ή με σύμβαση υπαλλήλου ασφαλισμέ­νου σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό Οργανισμό κύριας ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου ή σε διεθνή Οργανισμό στον οποίο συμμετέχει και η Ελλάδα, καθώς και αν για το χρόνο αυτόν καταβλήθηκε ή θα κα­ταβληθεί, μετά την απομάκρυνση του υπαλλήλου ή του στρατιωτικού, εφάπαξ αποζημίωση ή χρηματική αμοιβή, εκτός αν αυτή επιστραφεί ή προκειμένου γι' αυτούς που υπηρετούν σε διεθνείς Οργανισμούς αν καταβληθούν στο Ελληνικό Δημόσιο οι κρατήσεις που προβλέπονται κατά περίπτωση από τις διατάξεις των άρθρων 6 του ν. 1902/1990 και 20 παρ. 2 του ν. 2084/1992.»

 

β. Στο τέλος της παρ. 8 του άρθρου 11 του Κ.Π.Σ.Σ., προστίθεται εδάφιο, ως εξής:

 

«Επίσης ο περιορισμός του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής δεν ισχύει για τους υπαλλήλους που έχουν τρία παιδιά και άνω και κατέχουν σύμφωνα με το νόμο δύο θέσεις στο Δημόσιο.»

 

γ. Στο τέλος του άρθρου 15 του Κ.Π.Σ.Σ., όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 14, ως εξής:

 

«14. Οι συντάξεις των προσώπων του τελευταίου εδα­φίου της παρ. 8 του άρθρου 11 του Κώδικα αυτού, υπολο­γίζονται επί των πράγματι καταβαλλόμενων συντάξιμων αποδοχών για τις οποίες έχουν παρακρατηθεί εισφορές για κύρια σύνταξη υπέρ Δημοσίου.»

 

δ. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 9 του άρθρου 58 του Κ.Π.Σ.Σ., προστίθεται εδάφιο, ως εξής:

 

«Επίσης το ίδιο ισχύει και για τα πρόσωπα του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 8 του άρθρου 11 του Κώδικα αυτού, όπως ισχύει, καθώς και τις οικογένειες όσων εξ αυτών έχουν πεθάνει.»

 

    8. α. Η διάταξη της υποπερίπτωσης ill της περίπτωσης μη' της παρ. 1 του άρθρου 12 του Κ.Π.Σ.Σ. αντικαθίσταται, ως εξής:

 

«iii. Εχει παρασχεθεί μετά την απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών.»

 

β. Στο τέλος της περίπτωσης μη' της παρ. 1 του άρ­θρου 12 του Κ.Π.Σ.Σ. προστίθεται εδάφιο, ως εξής:

 

«Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους επί κοινοβουλευτικών κυβερνή­σεων διετέλεσαν ή διατελούν Γενικοί Γραμματείς Βου­λής, Υπουργείων και Υπουργικού Συμβουλίου, Γενικοί Γραμματείς Προϊστάμενοι Γενικών Γραμματειών, Γενικοί Γραμματείς Περιφερειών, καθώς και Γενικοί Γραμματείς ανεξάρτητων Διεθνών Ιδρυμάτων και Οργανισμών στους οποίους μετέχει και η Ελλάδα.»

 

    9.  Στο τέλος της παρ. 4 του άρθρου 14 του Κ.Π.Σ.Σ., προστίθεται εδάφιο, ως εξής:

 

«Τα οικονομικά αποτελέσματα από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής, αρχίζουν από την κατάθεση των σχετικών δικαιολογητικών στην Υπηρεσία Συντάξεων.»

 

    10.  α. Η παρ. 13 του άρθρου 1 του Κ.Π.Σ.Σ., που προστέθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 3 του ν. 3234/2004, λαμβάνει αριθμό 14.

β. Η παρ. 11α του άρθρου 15 του Κ.Π.Σ.Σ., που προ­στέθηκε με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 3075/2002, καθώς και η παρ. 12 του ίδιου άρθρου που προστέθηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3029/2002, αναριθμούνται και λαμβάνουν αριθμό 10 και 11, αντίστοιχα.

 

    11. Στο τέλος της παραγράφου 12 του άρθρου 43 του Κ.Π.Σ.Σ. προστίθεται εδάφιο, ως εξής:

 

«Επίσης οι διατάξεις των παραγράφων 1 εδάφιο πρώτο και 3-10 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται ανάλογα και στα πρόσωπα των παραγράφων 9 και 11 του άρθρου 41 του Κώδικα αυτού.»

 

    12. Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 58 του Κ.Π.Σ.Σ. αντικαθίστανται, ως εξής:

 

«Η προηγούμενη διάταξη δεν ισχύει όταν η σύνταξη είναι προσωπική ή πολεμική ή στρατιωτική που εξομοιώνεται με πολεμική ή γενικά σύνταξη παθόντος στην Υπηρεσία και εξαιτίας της Υπηρεσίας.»

 

    13.  Μετά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 59 του Κ.Π.Σ.Σ., προστίθεται εδάφιο, ως εξής:

 

«Η παρακράτηση των ασφαλιστικών εισφορών που προβλέπονται από τις διατάξεις του προηγούμενου εδα­φίου δεν πραγματοποιείται, εφόσον ο πολιτικός ή στρα­τιωτικός υπάλληλος υποβάλλει σχετική δήλωση στην Υπηρεσία του, οπότε και ο χρόνος παροχής υπηρεσίας από την ημερομηνία υποβολής της ανωτέρω δήλωσης, δεν υπολογίζεται στο διπλάσιο ή στο τριπλάσιο, κατά περίπτωση.»

 

    14. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 61 του Κ.Π.Σ.Σ., προστίθεται εδάφιο, ως εξής:

 

«Η ανωτέρω εξάμηνη προθεσμία δεν ισχύει για τους δικαιούχους της σύνταξης του θανόντος.»

 

    15. α. Οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 90 του Κ.Π.Σ., όπως ισχύουν, αντικαθίστανται, ως εξής:

 

   «1. Η βασική μηνιαία πολεμική σύνταξη, που αναγνωρί­ζεται στις οικογένειες των έγγαμων οπλιτών που σκο­τώθηκαν ή εξαφανίσθηκαν ή πέθαναν από τραύματα ή νόσο απότοκο των κακουχιών του πολέμου, ορίζεται στο ποσό που αναλογεί σε ανάπηρο οπλίτη που φέρει ανικανότητα 40%, σύμφωνα με το άρθρο 88 του Κώδικα αυτού.»

 

β. Οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 91 του Κ.Π.Σ., όπως ισχύουν, αντικαθίστανται, ως εξής:

 

    «1. Η βασική μηνιαία πολεμική σύνταξη, που αναγνω­ρίζεται στις οικογένειες των άγαμων οπλιτών που σκο­τώθηκαν ή εξαφανίσθηκαν ή πέθαναν από τραύματα ή νόσο απότοκο των κακουχιών του πολέμου, ορίζεται στο ποσό που αναλογεί σε ανάπηρο οπλίτη που φέρει ανικανότητα 40%, σύμφωνα με το άρθρο 88 του Κώδικα αυτού.»

 

γ. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 110 του Κ.Π.Σ. αντικαθίστανται, ως εξής:

 

    «2. Το κατώτατο όριο πολεμικής σύνταξης ή βοηθή­ματος, που δεν καθορίζονται με βάση μισθό ενεργείας, ορίζεται ίσο με το ποσό της σύνταξης ανάπηρου πολέ­μου οπλίτη με ποσοστό ανικανότητας 40%, όπως ισχύει κάθε φορά.»

 

δ. Στο τέλος του άρθρου 55 του Κ.Π.Σ.Σ. προστίθεται παράγραφος 7, ως εξής:

 

    «7. Το κατώτατο όριο των συντάξεων των προσώπων της παρ. 5 του άρθρου 45 του Κώδικα αυτού, ορίζεται ίσο με το κατώτατο όριο των πολεμικών συντάξεων, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά.»

 

ε. Από την 1η Ιανουαρίου 2007 αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής οίκοθεν όλες οι συντάξεις των αναπήρων πολέμου, αμάχου πληθυσμού και ειρηνικής περιόδου, καθώς και των οικογενειών τους, που δεν καθορίζονται με βάση μισθό ενεργείας και που έχουν αναγνωριστεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2006, η δε διαφορά μεταξύ της σύνταξης που κανονίζεται ή αναπροσαρμόζεται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής και της δικαιούμενης κατά την 31η Δεκεμβρίου 2006, θα καταβληθεί κατά το ήμισυ από 1ης Ιανουαρίου 2007 και κατά το υπόλοιπο ήμσυ από 1ης Ιανουαρίου 2008.

 

 

Aρθρο 4

 

Τροποποιήσεις άλλων συνταξιοδοτικών διατάξεων

 

    1. Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 41 του ν. 1813/1988 (ΦΕΚ 243 Α') έχουν ανάλογη εφαρμογή και σε όσα από τα πρόσωπα της περ. α' της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν.1517/1985 (ΦΕΚ 25 Α') εξήλθαν της Υπηρεσίας πριν από την 1η Ιανουαρίου 1985.

Η αναπροσαρμογή των συντάξεων των προσώπων του προηγούμενου εδαφίου θα γίνει μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, από την 1η του επόμενου μήνα της ημερομηνίας δημοσίευσης του νόμου αυτού.

 

    2. Στο τέλος του άρθρου 8 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α'), προστίθεται παράγραφος 6, ως εξής:

 

    «6. Η παρακράτηση των ασφαλιστικών εισφορών που προβλέπονται από τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου αυτού δεν πραγματοποιείται, εφόσον ο στρατιωτικός υποβάλλει σχετική δήλωση στην Υπηρεσία του, οπότε και ο χρόνος υπηρεσίας από την ημερομηνία υποβολής της ανωτέρω δήλωσης, δεν υπολογίζεται στο διπλάσιο ή στο τριπλάσιο, κατά περίπτωση.»

 

    3.  Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2084/1992, όπως ισχύει, αντικαθίσταται από 1ης Ιανουαρίου 2005, ως εξής:

 

«1. Το ποσό της σύνταξης, που χορηγείται κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού στους από ίδιο δικαίωμα συνταξιούχους δεν μπορεί να είναι μικρότερο από αυτό των διατάξεων του πρώτου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 55 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.»

 

    4. Οι διατάξεις της παρ. 15 του άρθρου 3 του ν. 2320/ 1995 (ΦΕΚ 133 Α') έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους Γενικούς Διευθυντές αποχωρούν από την Υπη­ρεσία βάσει των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 3260/2004.

 

    5.  Στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 2703/ 1999 προστίθεται περίπτωση γ, ως εξής:

 

«γ. Το μη μόνιμο προσωπικό του Περιφερειακού Γενι­κού Νοσοκομείου Αθηνών «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ» που είχε αποχωρήσει από την Υπηρεσία πριν από την 31.5.1999 και είχε παράλληλα ασφάλιση στο Ταμείο Νομικών ή στο Τ.Σ.Α.Υ., μπορεί να αναγνωρίσει στο Ι.Κ.Α. τον ασφα­λιστικό χρόνο που διήνυσε στο καταργούμενο Ταμείο, με την προϋπόθεση ότι κατά την αποχώρηση του δεν επεστράφησαν οι εισφορές που κατέβαλλε στο Ταμείο αυτό.»

 

   6. α. Οι διατάξεις της περ. γ' της παρ. 15 του άρθρου 3  του ν. 3234/2004 έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα πρόσωπα των διατάξεων των άρθρων 1, 2 και 4 του ν. 1897/1990 (ΦΕΚ 120 Α) και 1, 2 και 3 του ν. 1977/1991 (ΦΕΚ 185 Α).

 

β. Οι διατάξεις της παρ. 23 του άρθρου 2 του ν. 3075/2002 καταργούνται, γ. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κ.Π.Σ.Σ. έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα πρόσωπα των άρθρων 1, 2 και 4 του ν. 1897/ 1990.

 

   7. Οι συντάξεις των τέως Αναπληρωτών Γενικών Διευθυντών αναπροσαρμόζονται με βάση ποσοστό ενενήντα τρία τοις εκατό (93%) των μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών του βαθμού Γενικού Διευθυντή Υπουργείου, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.

Η αναπροσαρμογή των συντάξεων αυτών θα γίνει οίκοθεν από τις αρμόδιες Διευθύνσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, από την πρώτη του επόμενου μήνα της ημερομηνίας δημοσίευσης του νόμου αυτού.

 

    8. α. Η σύνταξη των Καθηγητών Τ.Ε.Ι. του ν. 1404/1983 καθώς και των Καθηγητών των πρώην ΚΑΤΕΕ κλάδου 22, υπολογίζεται με βάση το μηνιαίο βασικό μισθό της βαθμίδας Καθηγητή Τ.Ε.Ι. του ν. 2916/2001, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά.

 

β. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους Καθηγητές Τ.Ε.Ι. οι οποίοι μετά την ισχύ του ν. 2916/2001 κατέλαβαν προ­σωποπαγείς θέσεις Αναπληρωτών Καθηγητών Τ.Ε.Ι. του ν. 2916/2001 και οι οποίοι αποχώρησαν από την Υπηρεσία πριν από την ισχύ του ν. 3149/2003.

 

γ. Συντάξεις που έχουν κανονισθεί αντίθετα με όσα ορίζονται στις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων ανακαθορίζονται οίκοθεν από την αρμόδια Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, από την πρώτη του επόμενου μήνα της ημερομηνίας δημοσίευσης του νόμου αυτού.

 

    9.  Η σύνταξη των Ειδικών Παρέδρων της παρ. 2 του άρθρου 1 του π.δ. 468/1989 (ΦΕΚ 204 Α') και της παρ. 5 του άρθρου 33 του ν. 2009/1992 (ΦΕΚ 18 Α'), που έχουν εξέλθει της Υπηρεσίας πριν τη 10η Ιουνίου 2003, υπο­λογίζεται με βάση το μηνιαίο βασικό μισθό του βαθμού του Μονίμου Παρέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά.

Η αναπροσαρμογή των συντάξεων των προσώπων του προηγούμενου εδαφίου με βάση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, θα γίνει μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την 1η του επόμενου μήνα της ημερομηνίας δημοσίευσης του νόμου αυτού.

 

    10.  Οι διατάξεις των περιπτώσεων λα' και μη' της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους ασφαλίστηκαν για πρώτη φορά σε ασφαλι­στικό Οργανισμό κύριας ασφάλισης μετά την 1.1.1993, με την επιφύλαξη των διατάξεων του ΕΚ. 1606/1998.

 

    11. α. Ο υπολογισμός στο διπλάσιο του χρόνου υπηρε­σίας που προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 1 των νομοθετικών διαταγμάτων 414/1974 (ΦΕΚ 138 Α'), 142/1974 (ΦΕΚ 318 Α') και 179/1974 (ΦΕΚ 347 Α') ισχύει και για υπηρεσία που έχει παρασχεθεί ή παρέχεται από 1ης Ιανουαρίου 1993 και μετά.

β. Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης έχουν εφαρμογή και για όσους έχουν εξέλθει της Υπηρεσίας μέχρι την ισχύ του νόμου αυτού και η αναπροσαρμογή των συντάξεων τους με βάση τις διατάξεις αυτές θα γίνει μετά από αίτηση τους, τα δε οικονομικά αποτελέ­σματα αρχίζουν από την 1η του επόμενου της υποβολής της σχετικής αίτησης μήνα.

 

    12. α. Οι πρόεδροι των Κοινοτήτων που συνενώθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 818/1978 (ΦΕΚ 171 Α') θεωρείται ότι εξαντλούν όλη τη θητεία, για την οποία εκλέχθηκαν, στο αξίωμα αυτό και ο χρόνος μέχρι τη λή­ξη της θητείας τους λογίζεται ως πραγματική υπηρεσία προέδρου Κοινότητας και συνυπολογίζεται για τη θεμε­λίωση δικαιώματος χορηγίας ή την αύξηση αυτής.

β. Η αναπροσαρμογή των συντάξεων των προσώπων της προηγούμενης παραγράφου θα γίνει από την αρμόδια Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επόμενου της ημερομηνίας ισχύος του νόμου αυτού μήνα.

 

    13. Εισφορές για κύρια σύνταξη, που παρακρατήθηκαν εσφαλμένα υπέρ Δημοσίου, μεταφέρονται και αποδί­δονται, χωρίς χρονικό περιορισμό, στον ασφαλιστικό φορέα για τον οποίο έπρεπε να έχουν παρακρατηθεί και ο χρόνος των υπηρεσιών αυτών θεωρείται ότι δια­νύθηκε υπό το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό καθεστώς του φορέα αυτού.

Τυχόν διαφορά, μεταξύ των εισφορών που παρακρα­τήθηκαν και αυτών που έπρεπε να παρακρατηθούν, υπολογίζεται από τον εκκαθαριστή αποδοχών και απο­δίδεται στον οικείο φορέα.

 

    14. α. Το μόνιμο προσωπικό της Αποστολικής Διακο­νίας, το οποίο υπαγόταν στο ΤΑΚΕ κατά τις διατάξεις του ν. 529/1977 (ΦΕΚ 29 Α) και μετετάγη σε κλάδους Συνεργατών Συνοδικών Επιτροπών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13 του ν. 1400/1983 (ΦΕΚ 156Α') και 20 του ν. 1735/1987 (ΦΕΚ 195Α') και το οποίο μετά τη μετάταξη του εξακολούθησε να καταβάλλει τις νόμιμες κρατήσεις στο ΤΑΚΕ, μετά δε την κατάργηση των κλάδων σύνταξης και ασθενείας αυτού στο Δη­μόσιο, διέπεται από το ασφαλιστικό καθεστώς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης των ασφαλισμένων του πρώην ΤΑΚΕ.

β. Το μόνιμο προσωπικό των Συνοδικών Επιτροπών που υπάγονταν στην Αποστολική Διακονία και ήταν ασφαλισμένο στο ΤΑΚΕ, κατά τις διατάξεις του ν. 529/ 1977 και μετά την υπαγωγή των Συνοδικών Επιτροπών στην Ιερά Σύνοδο, εξακολούθησε να καταβάλλει τις νόμιμες κρατήσεις στο ΤΑΚΕ, μετά δε την κατάργηση των κλάδων σύνταξης και ασθενείας αυτού στο Δη­μόσιο, διέπεται από το ασφαλιστικό καθεστώς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης των ασφαλισμένων του πρώην ΤΑΚΕ.

γ. Ο χρόνος υπηρεσίας του προσωπικού της μεν περί­πτωσης α' από τη μετάταξη του, της δε περίπτωσης β' από της υπαγωγής των Συνοδικών Επιτροπών στην Ιερά Σύνοδο, θεωρείται για κάθε συνέπεια ως πραγματική και συντάξιμη υπηρεσία που διανύθηκε στην Αποστο­λική Διακονία.

 

    15.  Οι διατάξεις του π.δ. 118/2002 (ΦΕΚ 99 Α) έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα πρόσωπα της παρ. 2 του άρθρου 13 του ν. 2817/2000 (ΦΕΚ 78 Α) που εξήλθαν της Υπηρεσίας μέχρι 31 Ιανουαρίου 2002.

 

    Η αναπροσαρμογή των συντάξεων των προσώπων του προηγούμενου εδαφίου με βάση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής θα γίνει μετά από αίτηση των ενδι­αφερομένων από τις αρμ5διες Διευθύνσεις Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την 1η του επόμενου μήνα της ημερομηνίας δημοσίευσης του νόμου αυτού.

 

   16. Αξιωματικοί και υπαξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων, που έχουν αποστρατευθεί μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού χωρίς να έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή πραγματική υπηρεσία, εφόσον ανακαλούνται στην ενέργεια, μπορούν με αίτηση τους να αναγνω­ρίσουν ως συντάξιμο από το Δημόσιο το χρόνο που μεσολάβησε από την αποστρατεία τους μέχρι την ανά­κληση τους στην ενέργεια, με καταβολή του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών από τους ίδιους.

 

   Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους από τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν ήδη καταστεί συνταξιούχοι.

 

    17. Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3408/ 2005 αντικαθίστανται ως εξής:

 

    «2α.Υπάλληλοι του Δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ. ή των ανεξάρτητων αρχών ή των Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμού ή των Ν.Π.Δ.Δ. των Ο.Τ.Α α' και β' βαθμού, οι οποίοι μετατάσ­σονται ή μεταφέρονται σε θέσεις Υπηρεσιών ή Φορέων που διέπονται από διαφορετικό ασφαλιστικό-συνταξιο­δοτικό καθεστώς από αυτό στο οποίο υπάγονταν μέχρι τη μετάταξη ή μεταφορά τους, δύνανται, αντί της αυτοδίκαιης υπαγωγής τους στο ασφαλιστικό-συνταξιοδοτι­κό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης που διέπει το αντίστοιχο προσωπικό της νέας τους θέσης, να διατηρήσουν από την ημερομηνία της μετάταξης ή μεταφοράς τους το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό καθεστώς της θέσης από την οποία προέρχονται και όλη η εφεξής υπηρεσία τους στη νέα τους θέση θεωρείται ότι διανύεται στο καθεστώς αυτό. Η διατήρηση του προηγούμενου της μετάταξης ή μεταφοράς ασφαλιστικού - συνταξιοδοτικού καθεστώτος από τους υπαλλήλους του προηγού­μενου εδαφίου γίνεται με ανέκκλητη δήλωση τους που υποβάλλεται στην Υπηρεσία ή το Φορέα στην οποία μετατάσσονται ή μεταφέρονται. Η προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης είναι τρεις (3) μήνες και αρχί­ζει για όσους μεν έχουν ήδη μεταταγεί ή μεταφερθεί, από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, για όσους δε πρόκειται να μεταταγούν ή μεταφερθούν, από την ημερομηνία έκδοσης της σχετικής πράξης μετάταξης ή μεταφοράς.

β. Η ασφαλιστική-συνταξιοδοτική τακτοποίηση του προσωπικού από την ημερομηνία μετάταξης του ή με­ταφοράς του, όπου συντρέχει περίπτωση, γίνεται σύμ­φωνα με τα οριζόμενα από τις οικείες διατάξεις του κάθε Φορέα.

γ. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης για την ασφάλιση του ανωτέρω προσωπικού καταβάλλονται του μεν ερ­γοδότη από τις υπηρεσίες στις οποίες μετατάσσεται ή μεταφέρεται, του δε ασφαλισμένου από τον ίδιο.

δ. Οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2320/1995 έχουν εφαρμογή, όπου συντρέχει περίπτωση, και για το προ­σωπικό της παραγράφου αυτής.

ε. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν για όσους έχουν μεταταγεί ή μεταφερθεί από την 1η Ιανουαρίου 2003 και μετά.»

 

    18. Ο εκτός υπηρεσίας χρόνος λόγω αποτάξεως των προσώπων της παρ. 6 του άρθρου 17 του ν. 2947/2001 (ΦΕΚ 228 Α), τα οποία μετά από επανάκριση με βάση τις διατάξεις αυτές επαναφέρθηκαν στην ενεργό υπη­ρεσία, λογίζεται συντάξιμος για κάθε συνέπεια, με την προϋπόθεση της καταβολής των νόμιμων ασφαλιστικών εισφορών.

 

    19.  α. Δικαίωμα μηνιαίας χορηγίας από το Δημ5σιο αποκτούν και όσοι διετέλεσαν σε θέσεις Δημάρχων και Προέδρων Κοινοτήτων, εφόσον έχουν συνολική πραγ­ματική υπηρεσία Δημάρχου, Προέδρου, δημοτικού και κοινοτικού Συμβούλου είκοσι (20) ετών, εκ των οποίων μία πλήρη τετραετία αιρετού Δημάρχου ή Προέδρου, και συμπληρωμένο το 65ο έτος της ηλικίας τους.

β. Για τον υπολογισμό της χορηγίας των ανωτέρω Δημάρχων και Προέδρων Κοινοτήτων εφαρμόζονται οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 21 του ν. 1205/1981 (ΦΕΚ 249 Α).

γ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρ­μογή και για τα πρόσωπα τα οποία πληρούσαν τις προϋποθέσεις της περίπτωσης α' από την επομένη της δη­μοσίευσης του ν. 1205/1981 και μετά, τα δε οικονομικά αποτελέσματα εν προκειμένω αρχίζουν από την πρώτη του μήνα έκδοσης της πράξης συνταξιοδότησης.

 

    20. α. Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν.δ. 99/1974 (ΦΕΚ 295 Α'), όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο ως εξής:

 

«Για τους Βουλευτές οι οποίοι είναι παντελώς τυφλοί, παραπληγικοί ή τετραπληγικοί, καθώς και όσοι πάσχουν από υπερφωσφατασαιμία ή από Βήτα ομόζυγο μεσο­γειακή ή δρεπανοκυτταρική ή μκροδρεπανοκυτταρική αναιμία και υποβάλλονται σε μετάγγιση ή από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου και υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση ή περιτοναϊκή κάθαρση ή έχουν υπο­στεί μεταμόσχευση μυελού των οστών ή συμπαγών ορ­γάνων (καρδιά, πνεύμονες, ήπαρ, πάγκρεας και νεφροί), εφόσον για τις περιπτώσεις αυτές συντρέχει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%, αρκεί η συμπλήρωση δύο (2) πλήρων ετών συνεχούς ή διακεκομμένης βουλευ­τικής θητείας και η σύνταξη τους καταβάλλεται από της συμπληρώσεως του πεντηκοστού πέμπτου (55ου) έτους της ηλικίας τους, ανεξαρτήτως του χρόνου που απέκτησαν τη βουλευτική τους ιδιότητα.»

 

β. Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα πρόσωπα στα οποία έχουν συντρέξει οι προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού, καθώς και για τις οικογένειες όσων από αυτούς έχουν πεθάνει.

 

 

Aρθρο 5

 

Υπολογισμός εφάπαξ βοηθήματος

 

    Το πέμπτο εδάφιο της περ. α' της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 2512/1997 (ΦΕΚ 138 Α), όπως ισχύει, αντικαθίσταται, από της ισχύος του παρόντος νόμου, ως εξής:

 

«Ως αποδοχές για τον υπολογισμό του ανωτέρω βοηθήματος νοούνται το πηλίκον της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών (βασικός μισθός, επί­δομα χρόνου υπηρεσίας, ΑΤΑ και νόμιμες αυξήσεις αυτών, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας), που έλαβε ο ασφαλισμένος κατά τα πέντε (5) τελευταία, από την αποχώρηση εκ της υπηρεσίας του, έτη επί των οποίων παρακρατήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του Τ.Π.Δ.Υ., με τον περιορισμό της παρ. 1 του παρόντος, δια του αριθμού 70.»

 

 

Aρθρο 6

 

Έκταση εφαρμογής - Οικονομικά αποτελέσματα

 

    1. Οι διατάξεις των άρθρων 1 - 4 εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύ­νουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών Ταμείων του προ­σωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (ΦΕΚ 276 Α), εκτός εάν διαφορετικά ορίζεται στις επί μέρους διατάξεις.

 

    2.  Οι διατάξεις των άρθρων 1-4 και του παρόντος εφαρμόζονται και για τα πρόσωπα στα οποία έχουν συντρέξει οι προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών κατά το παρελθόν και έχουν εξέλθει της Υπηρεσίας πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, καθώς και για τις οικογένειες όσων από αυτούς έχουν πεθάνει, εκτός εάν διαφορετικά ορίζεται στις επί μέρους διατάξεις.

 

    3.  Τα οικονομικά αποτελέσματα από την εφαρμογή των άρθρων 1 -4 και του παρόντος αρχίζουν από την ισχύ του νόμου αυτού, εκτός εάν διαφορετικά ορίζεται στις επί μέρους διατάξεις.

 

 

Aρθρο 7

 

Θέματα Κέντρου Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου

 

    1. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 3 του ν. 717/1977 (ΦΕΚ 297 Α'), όπως αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 1 του άρθρου 24 του ν. 3312/2005 (ΦΕΚ 35 Α'), αντικαθίστανται ως εξής:

 

«1. Το Κέντρο διοικείται από πενταμελές Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από το Διευθυντή, τον Γραμμα­τέα, έναν εκπρόσωπο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, που ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του σε θητεία δύο (2) ετών από το Διοι­κητικό Συμβούλιο του Επιμελητηρίου, έναν εκπρόσωπο του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, που ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του με θητεία δύο (2) ετών από το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου και έναν εκ­πρόσωπο του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, που ορίζεται μαζί μ; τον αναπληρωτή του μ; θητεία δύο (2) ετών μ: απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Ο διορισμός του μέλους, το οποίο εκπρο­σωπεί το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, είναι ελεύθερα ανακλητός.

 

    2.  Πρόεδρος του Συμβουλίου ορίζεται ο Διευθυντής του Κέντρου. Με απόφαση του εποπτεύοντος Υπουρ­γού, που εκδίδεται σύμφωνα μι τους όρους και τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 4, μπορεί τα καθήκοντα του Προέδρου του Συμβουλίου να ανα­τίθενται σε άλλο πρόσωπο πλην του Διευθυντή. Στην περίπτωση αυτή στο Συμβούλιο μετέχουν ο Πρόεδρος και ο Διευθυντής, ενώ ο Γραμματέας παρίσταται στις συνεδριάσεις με συμβουλευτική ψήφο.»

 

    2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 8 του ν. 717/1977, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 24 του ν. 3312/2005, αντικαθίσταται ως εξής:

 

    «3. Δεν θεωρούνται ασυμβίβαστα προς την ιδιότητα του δικηγόρου η άσκηση του έργου Προέδρου, Διευθυ­ντή και Γραμματέα του Κέντρου και η επ' αμοιβή παροχή επιστημονικών υπηρεσιών προς το Κέντρο. Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από τη 16η Φεβρουαρίου 2005.»

 

 

Aρθρο 8

 

    1. Το Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου μ; την επώ­νυμα «ΚΕΝΤΡΟ ΔΙΑΔΟΣΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ» διοικείται από ενδεκαμελές διοικητικό συμβούλιο, το οποίο διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.

Το Διοικητικό Συμβούλιο συγκροτείται από: α) πέντε μέλη, τα οποία επιλέγονται, υποχρεωτικά, μεταξύ δι­πλάσιου αριθμού προσώπων που προτείνονται από το σωματείο με την επώνυμα «ΤΕΧΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ», εφόσον αυτό έχει τουλάχιστον τριακόσια μελή και συνεισφέρει στον ετήσιο προϋπολογισμό του ανωτέρω νομικού προσώπου χρηματικό ποσό που κα­λύπτει το ένα δέκατο των δαπανών του, β) τέσσερα μέλη, που προέρχονται από τον επιστημονικό χώρο και προτείνονται από τον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας - Έρευνας και Τεχνολογίας (Γ.Γ.Ε.Τ.) του Υπουργείου Ανάπτυξης, γ) ένα μέλος, το οποίο ορίζεται από τον Υπουργό Οικονομάς και Οικονομικών, δ) έναν εκπρόσωπο του Δήμου Θέρμης.

Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου προτείνονται εντός μηνός από την περιέλευση, στους οικείους φορείς, σχετικής πρόσκλησης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, τα μέλη που προτείνονται, κατά τα ανωτέρω, ορίζονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Το προηγούμε­νο εδάφιο εφαρμόζεται αναλόγως και στις περιπτώσεις που το σωματείο «ΤΕΧΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ» δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου αυτής ή διαλυθεί.

 

    2.  Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου διορίζονται με θητεία τριών (3) ετών, η οποία μπορεί να ανανεώ­νεται.

Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου εκλέγεται ένα από τα μέλη του, κατόπιν μυστικής ψηφοφορίας, με την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού τους.

θέση μέλους του διοικητικού συμβουλίου που κενώνεται κατά τη διάρκεια της θητείας του, για οποιονδήποτε λόγο, πληρούται, για το υπόλοιπο της θητείας, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 1.

 

    3. Την εποπτεία και τον έλεγχο επί του Ν.Π.Ι.Δ. με την επώνυμα «ΚΕΝΤΡΟ ΔΙΑΔΟΣΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ» ασκούν ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών και ο Υπουργός Ανάπτυξης δια του Γενι­κού Γραμματέα της Γ.Γ.Ε.Τ.

 

 

Aρθρο 9

 

   1. Στη Γενική Γραμματεία Δημοσιονομικής Πολιτικής (Γ.Γ.Δ.Π.)/Γενικό Λογιστήριο του Κράτους του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, συνιστώνται δύο (2) αυτοτελή τμήματα που υπάγονται στη Γενική Διεύθυνση Θησαυροφυλακίου και Προϋπολογισμού και προστί­θενται στις Υπηρεσίες που συγκροτούν την Κεντρική Υπηρεσία της Γ.Γ.Δ.Π. - Γ.Λ.Κ.:

α. Τμήμα αναμόρφωσης του συστήματος κατάρτισης και παρακολούθησης του Κρατικού Προϋπολογισμού.

Το ανωτέρω τμήμα έχει τις ακόλουθες γενικές αρ­μοδιότητες:

-  Αναδιάρθρωση του προϋπολογισμού και της ταξι­νόμησης των εσόδων και δαπανών.

-  Εισαγωγή οικονομικής κωδικοποίησης αποδεκτών διεθνών προτύπων.

- Εισαγωγή δομής προγραμμάτων.

- Εισαγωγή πολυετούς προϋπολογισμού.

- Παρακολούθηση της ανάπτυξης πληροφοριακού και λογιστικού συστήματος προσαρμοσμένου στη νέα δομή του προϋπολογισμού.

- Διαμόρφωση πλαισίου αξιολόγησης της απόδοσης και του αποτελέσματος των προγραμμάτων και των κρατικών δραστηριοτήτων.

- Παρακολούθηση των διεθνών εξελίξεων και εναρμό­νιση του προϋπολογισμού στα διεθνή πρότυπα.

β. Τμήμα μετάβασης και εφαρμογής διπλογραφικού συστήματος λογιστικής στο Δημόσιο.

Το ανωτέρω τμήμα έχει τις ακόλουθες γενικές αρ­μοδιότητες:

- Μετάβαση από το υπάρχον σύστημα λογιστικής του Δημοσίου σε σύστημα διπλογραφικής λογιστικής.

- Αποτύπωση του Απολογισμού και Ισολογισμού του Κράτους με τη νέα μορφή.

- Προώθηση αλλαγών του πληροφοριακού συστήμα­τος για την υποστήριξη του προσαρμοσμένου λογιστι­κού σχεδίου.

- Διαμόρφωση λογιστικού σχεδίου και χρηματοοικονομικών καταστάσεων στο Δημόσιο Τομέα.

-  Παρακολούθηση των διεθνών εξελίξεων και εναρ­μόνιση των λογαριασμών του Δημοσίου με τα διεθνή πρότυπα.

 

    2. Για τη στελέχωση των ανωτέρω τμημάτων συνιστώ­νται στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους οι κατωτέρω οργανικές θέσεις:

-  δεκαέξι (16) θέσεις στον κλάδο ΠΕ-Δημοσιονομικών,

- δύο (2) θέσεις στον κλάδο ΠΕ-Πληροφορικής,

- τέσσερις (4) θέσεις στον κλάδο ΤΕ-Δημοσιονομικών και

- τέσσερις (4) θέσεις στον κλάδο ΔΕ-Πληροφορικής.

 

    Οι θέσεις αυτές προστίθενται στις υφιστάμενες οργα­νικές θέσεις προσωπικού του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Ως προσόντα διορισμού για τις θέσεις αυτές ορίζονται τα προβλεπόμενα από το π.δ. 50/2001 «Καθο­ρισμός των προσόντων διορισμού σε θέσεις φορέων του δημόσιου τομέα» (ΦΕΚ 39 Α'), όπως αυτό ισχύει.

 

    3.  Των ανωτέρω τμημάτων προΐστανται υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ - Δημοσιονομικών ή ΠΕ - Δημοσιονομικού (προσωρινός).

 

    4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δη­μόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται οι ειδικότερες ως άνω αρμοδιότητες, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.

 

 

Aρθρο 10

 

Αυτοτελής φορολογία αποθεματικών

 

    1. Επιβάλλεται αυτοτελής φορολογία εισοδήματος στα πιο κάτω αποθεματικά που έχουν σχηματίσει ημεδαπές τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες, καθώς και τα εγκατε­στημένα στη χώρα μας υποκαταστήματα αλλοδαπών τραπεζών και τα οποία εμφανίζονται στον τελευταίο ισολογισμό που έκλεισαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2006 και δεν έχουν διανεμηθεί ή κεφαλαιοποιηθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου:

α) στα αποθεματικά, τα οποία προέρχονται από κέρδη που δεν φορολογήθηκαν κατά το χρόνο που προέκυ­ψαν, λόγω απαλλαγής αυτών κατ' εφαρμογή διατάξεων νόμων ή εγκυκλίων διαταγών,

β) στα αποθεματικά που προέρχονται από εισοδή­ματα φορολογηθέντα κατ' ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης και για τα οποία ο πα­ρακρατηθείς φόρος έχει εκπέσει εξ ολοκλήρου από τον αναλογούντα φόρο με την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, και

γ) στα αποθεματικά που προέρχονται από εισοδήματα φορολογηθέντα κατ' ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης και για τα οποία ο παρα­κρατηθείς φόρος δεν έχει εκπέσει εξ ολοκλήρου από τον αναλογούντα φόρο με την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.

 

    2. Ο συντελεστής φορολογίας των αποθεματικών, τα οποία αναφέρονται στις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 1 ορίζεται σε δεκαπέντε τοις εκατό (15%) και των αποθεματικών που αναφέρονται στην περίπτωση γ' της ίδιας παραγράφου, σε δέκα τοις εκατό (10%). Ειδικά για τα αποθεματικά της περίπτωσης γ', ο φόρος που έχει καταβληθεί ή παρακρατηθεί για τα εισοδήματα αυτά δεν εκπίπτει από το φόρο ο οποίος προκύπτει με βάση την παράγραφο αυτή.

 

    3. Για την απόδοση του φόρου που οφείλεται με βάση την παράγραφο 2, υποβάλλεται δήλωση στην αρμόδια για τη φορολογία του υπόχρεου νομικού προσώπου Δ.Ο.Υ., μέχρι την 30ή Νοεμβρίου του τρέχοντος έτους. Ο φόρος που προκύπτει με βάση τη δήλωση καταβάλ­λεται σε δύο (2) ίσες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη με την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης και η δεύτερη δόση μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Δεκεμβρίου 2006. Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση του νομικού προσώπου, καθώς και των μετόχων του. Το ποσό των αποθεματικών που φορολογήθηκε με αυτόν τον τρό­πο, μετά την αφαίρεση του φόρου που καταβάλλεται, εμφανίζεται σε ειδικούς λογαριασμούς στα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης και δύναται, μετά την καταβολή του συνολικά οφειλόμενου φόρου, να διανεμηθεί ή να κεφαλαιοποιηθεί ή να εξαχθεί στο εξωτερικό, όταν πρόκειται για αλλοδαπές επιχειρήσεις, χωρίς καμία άλλη φορολογική επιβάρυνση.

 

    4. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή για τα αποθεματικά για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 101 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α).

 

    5. Οι διατάξεις των άρθρων 65 έως 72, 74, 75, 79 έως 81, 83 έως 85 και 113 του ν. 2238/1994, του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α') και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α'), εφαρμόζονται ανάλογα και στο φόρο που οφείλεται με βάση τις δια­τάξεις αυτού του άρθρου.

 

 

Aρθρο 11

 

    Οι προθεσμίες παραγραφής που λήγουν στις 31.12. 2006 και 31.12.2007, ημερομηνίες μετά τις οποίες παρα­γράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου επιβολής φόρων, τελών και εισφορών, παρατείνονται μέχρι 31.12.2008. Η διάταξη του προηγού­μενου εδαφίου δεν ισχύει για υποθέσεις φορολογίας κληρονόμων, δωρεών, γονικών παροχών και προικών.

 

 

Aρθρο 12

 

Προγραμματικές συμβάσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος

 

 

    1. Για τη μελέτη και εκτέλεση έργων και προγραμμά­των της Εκκλησίας της Ελλάδος, τα οποία συμβάλλουν στην εθνική, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική πρό­οδο του τόπου, καθώς και για την παροχή υπηρεσιών ανθρωπιστικού χαρακτήρα, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι Ιερές Μητροπόλεις, καθώς και τα Ν.Π.Δ.Δ. και οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις της Εκκλησίας, μέλη των οποίων είναι αποκλειστικά Ν.Π.Δ.Δ., μπορούν να συνάπτουν προγραμματικές συμ­βάσεις μ; το Δημ5σιο, μεταξύ τους και μ; φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στις προγραμματικές συμβάσεις επιτρέπεται και η συμμετοχή επιχειρήσεων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, των Περιφερειακών Ταμείων, των επι­μελητηρίων και των επιστημονικών φορέων δημοσίου δικαίου, των συνεταιρισμών και των ενώσεων συνεταιρι­σμών και των εργοδοτικών και εργατοϋπαλληλικών ενώ­σεων, των αναπτυξιακών επιχειρήσεων, υπό τη μορφή Α.Ε. και Ε.Π.Ε., τις οποίες έχει συστήσει ή θα συστήσει η Εκκλησία της Ελλάδος, καθώς και των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων της Εκκλησίας, τα μέλη των οποίων είναι αποκλειστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

 

    2.  Η προγραμματική σύμβαση περιλαμβάνει απαραι­τήτως, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, το ειδικότερο αντικείμενο αυτής, το σκοπό και το περιεχόμενο των μελετών, των έργων, των προγραμμάτων ή των υπη­ρεσιών που αυτή αφορά, τον προϋπολογισμό τους, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις κάθε συμβαλλόμενου, το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης, τους πόρους από τους οποίους θα καλυφθούν οι αναλαμβανόμενες οικονομικές υποχρεώσεις και η διάρκεια της. Επίσης ορίζεται το όργανο παρακολούθησης της εφαρμογής τους και οι αρμοδιότητες του οργάνου αυτού, καθώς και οι ρή­τρες σε βάρος του συμβαλλόμενου που παραβαίνει τους όρους της προγραμματικής σύμβασης.

 

    3.  Οι συμβαλλόμενοι φορείς για την εκτέλεση των προγραμματικών συμβάσεων μπορεί να χρηματοδο­τούνται από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων ή από προγράμματα και πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή από τους προϋπολογισμούς των συμβαλλό­μενων φορέων.

 

 

Aρθρο 13

 

Έναρξη ισχύος

 

    Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν δια­φορετικά ορίζεται στις επί μέρους διατάξεις.

 

    Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεση του ως νόμου του Κράτους.