ΝΟΜΟΣ 3472/2006 - ΦΕΚ 135/Α'/4.7.2006
Ρύθμιση θεμάτων
αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο
νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Αρθρο 1
Ρύθμιση θεμάτων
επιθεώρησης και Εφετείου Καλαμάτας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ
ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
1. Η περίπτωση γ' της
παραγράφου 1 του άρθρου 6 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης
Δικαστικών Λειτουργών, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 35 Α),
αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) Των εφετείων, των
εφετείων ανηλίκων και των μεικτών ορκωτών Εφετείων Δωδεκανήσου, Κέρκυρας,
Ιωαννίνων, Ναυπλίου, Πατρών, Καλαμάτας, Λαμίας, Κρήτης, Αιγαίου, Λάρισας,
Θράκης και Δυτικής Μακεδονίας ο δικαστής ο οποίος διευθύνει το Εφετείο: αα) των Αθηνών για τα επτά πρώτα, ββ)
του Πειραιά για τα δύο αμέσως επόμενα και γγ) της
Θεσσαλονίκης για τα τρία τελευταία παραγγέλλει να μεταβούν από το εφετείο για
τη σύνθεση δικασίμων όσοι εφέτες χρειάζονται».
2. Το δεύτερο εδάφιο της
παραγράφου 2 του άρθρου 80 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης
Δικαστικών Λειτουργών αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε μία κληρωτίδα
τοποθετούνται τα ονόματα των αντιπροέδρων και αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου
και σε άλλη τα ονόματα των αρεοπαγιτών και αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου, οι
οποίοι συμπληρώνουν διετή υπηρεσία ως αρεοπαγίτες ή αντεισαγγελείς του Αρείου
Πάγου τη 15η Σεπτεμβρίου του έτους της κλήρωσης».
3. Η παράγραφος 1 του
άρθρου 81 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι περιφέρειες της
επιθεώρησης ορίζονται σε έξι.
Καθεμιά από αυτές
περιλαμβάνει αντιστοίχως: Η Α' τα Εφετεία Αθηνών και Λαμίας, τις Εισαγγελίες
Εφετών Αθηνών και Λαμίας και τα περιφερειακά πρωτοδικεία και τις εισαγγελίες
πρωτοδικών των Εφετείων Αθηνών και Λαμίας. Η Β' το Πρωτοδικείο Αθηνών και την
Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών. Η Γ' τα Εφετεία Πειραιώς, Ναυπλίου και
Καλαμάτας. Η Δ' τα Εφετεία Κρήτης, Αιγαίου και Δωδεκανήσου. Η Ε' τα Εφετεία
Λάρισας, Ιωαννίνων, Πατρών και Κέρκυρας και η Στ' τα Εφετεία Θεσσαλονίκης,
Δυτικής Μακεδονίας και Θράκης».
4. Η τέταρτη
υποπαράγραφος της παραγράφου 4 του άρθρου 97 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων
και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών αντικαθίσταται ως εξής:
«Ως πλησιέστερα εφετεία
θεωρούνται: για το Εφετείο Λαμίας το Εφετείο Αθηνών, για τα Εφετεία Κέρκυρας
και Ιωαννίνων το Εφετείο Πατρών, για τα Εφετεία Ναυπλίου, Καλαμάτας, Κρήτης,
Αιγαίου και Δωδεκανήσου το Εφετείο Πειραιώς, για τα Εφετεία Θράκης, Δυτικής
Μακεδονίας και Λάρισας το Εφετείο Θεσσαλονίκης».
Αρθρο 2
Προεδρία συμβουλίων και
επιτροπών από δικαστικούς λειτουργούς
Στην παράγραφο 2 του
άρθρου 41 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:
«Ειδικώς στις
νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφόσον δεν συμμετέχει δικαστικός λειτουργός με
το βαθμό του Προέδρου ή Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου ή αντίστοιχο, ως Πρόεδρος
της επιτροπής μπορεί να ορίζεται μέλος το οποίο δεν έχει τη δικαστική
ιδιότητα».
Αρθρο 3
Θέματα ειρηνοδικών
1. Το τελευταίο εδάφιο
της παραγράφου 4 του άρθρου 77Β του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης
Δικαστικών Λειτουργών αντικαθίσταται ως εξής:
«Μετά τη συμπλήρωση της
κανονικής ή συμπληρωματικής άσκησης στο πρωτοδικείο, οι δόκιμοι ειρηνοδίκες
υποχρεούνται να εμφανισθούν μέσα σε δεκαπέντε ημέρες στο ειρηνοδικείο της πόλης
όπου εδρεύει το πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το
ειρηνοδικείο στο οποίο έχουν τοποθετηθεί».
2. Το άρθρο 6Α του
Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο Πρόεδρος
Πρωτοδικών που διευθύνει το πρωτοδικείο ρυθμίζει με πράξη του την υπηρεσία
όλων των ειρηνοδικών της περιφέρειας του και την κατανέμει ανάλογα με τις
υπηρεσιακές ανάγκες. Για να αντιμετωπισθούν θέματα επείγοντα ο Πρόεδρος
Πρωτοδικών ορίζει κατά περίπτωση ειρηνοδίκη υπηρεσίας για τα κατά τόπους
ειρηνοδικεία.
2. Η πράξη του Προέδρου
Πρωτοδικών αναρτάται στον πίνακα ανακοινώσεων του πρωτοδικείου, δέκα τουλάχιστον
ημέρες πριν από την έναρξη ισχύος της. Για την πιστοποίηση της ανάρτησης
συντάσσεται έκθεση στην οποία περιέχεται η όλη πράξη. Οι εκθέσεις φυλάσσονται
κατά σειρά σε ιδιαίτερο φάκελο.
3. Οι ειρηνοδίκες, πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν
αναλάβουν την υπηρεσία που τους ανατίθεται, παραγγέλλονται να μεταβούν στα
οικεία ειρηνοδικεία.
4. Οι ήδη υπηρετούντες ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες
οφείλουν, εντός τριάντα ημερών από την έναρξη ισχύος της παρούσας ρύθμισης, να
εμφανισθούν στο ειρηνοδικείο της πόλης όπου εδρεύει το πρωτοδικείο στο οποίο
υπάγεται το ειρηνοδικείο όπου υπηρετούν.
5. Τα ειρηνοδικεία με
έδρα τις περιφέρειες των Πρωτοδικείων Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης, καθώς
και τα ειρηνοδικεία των νήσων στις οποίες δεν εδρεύει πρωτοδικείο, εξαιρούνται
από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
6. Οι διατάξεις των
άρθρων 5 παράγραφος 1 περίπτωση ε, 6 παράγραφος 1 περίπτωση α', καθώς και κάθε
άλλη ειδική διάταξη για την αναπλήρωση ειρηνοδικών και τη σχετική παραγγελία,
δε θίγονται».
3. Οι διατάξεις του
παρόντος άρθρου ισχύουν από τη 16η Σεπτεμβρίου 2006.
Αρθρο 4
Προαγωγές δικαστικών
λειτουργών
Οι παράγραφοι 8, 9 και
11 του άρθρου 77 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών
Λειτουργών αντικαθίστανται ως εξής:
«8. Σε Αντεισαγγελέα του
Αρείου Πάγου προάγεται με αίτηση του Εισαγγελέας Εφετών».
«9. Σε Αντιπρόεδρο του
Αρείου Πάγου προάγεται Αρεοπαγίτης με δύο τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στο βαθμό
αυτόν».
«11. Σε Εισαγγελέα του
Αρείου Πάγου προάγεται Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και Αρεοπαγίτης ή
Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου με δύο τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στους βαθμούς
αυτούς».
Αρθρο 5
Διορισμός απολυόμενων
δικαστικών λειτουργών
Το τρίτο εδάφιο της
παραγράφου 1 του άρθρου 108 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης
Δικαστικών Λειτουργών αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε καταφατική περίπτωση
ο κρινόμενος δικαιούται να ζητήσει εντός μηνός από της κοινοποιήσεως σε αυτόν
της αποφάσεως του συμβουλίου, με αίτηση του προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το
διορισμό του στη γραμματεία των δικαστηρίων ή των εισαγγελιών ή σε δημόσια διοικητική
θέση, πλην των Κεντρικών Υπηρεσιών των Υπουργείων».
Αρθρο 6
Αύξηση θέσεων δικαστικών
λειτουργών
1. Ο αριθμός των
οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών των πολιτικών και ποινικών
δικαστηρίων αυξάνεται από την 1η Ιουλίου 2006 ως εξής:
α. Των πρωτοδικών και
παρέδρων πρωτοδικείου κατά δώδεκα, δηλαδή ορίζεται συνολικά σε οκτακόσιες
τριάντα επτά.
β. Των αντεισαγγελέων
πρωτοδικών και παρέδρων εισαγγελίας κατά τέσσερις, δηλαδή ορίζεται συνολικά σε
διακόσιες πενήντα μία.
2. Ο αριθμός των
οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων
αυξάνεται από την 1η Ιουλίου 2006 ως εξής:
Των πρωτοδικών και
παρέδρων πρωτοδικείων κατά δέκα, δηλαδή ορίζεται συνολικά σε τετρακόσιες δώδεκα.
Αρθρο 7
Παράταση ισχύος πίνακα
ειρηνοδικών
Οι κενές έως την 30ή
Ιουνίου 2006 θέσεις ειρηνοδικών θα καλυφθούν από τον πίνακα επιτυχόντων του
διαγωνισμού της 22ας Σεπτεμβρίου 1997 (και μετ' αναβολή της 25ης Οκτωβρίου
1997), ο οποίος δημοσιεύθηκε στο Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως 33/9.7.1998
(Παράρτημα). Η ισχύς του πίνακα παρατείνεται έως την πλήρωση των θέσεων αυτών.
Αρθρο 8
Θέματα δικαστικών
λειτουργών Διοικητικής Δικαιοσύνης
1. Το άρθρο 8 του ν.
3068/2002 (ΦΕΚ 274 Α') αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε Σύμβουλο της Επικρατείας προάγεται,
σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10, εφόσον δεν συμπληρώνει το εξηκοστό τρίτο
έτος της ηλικίας του έως την 31η Δεκεμβρίου του έτους κενώσεως ή συστάσεως της
θέσεως, πρόεδρος εφετών διοικητικών δικαστηρίων ή εφέτης διοικητικών
δικαστηρίων, με επτά τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στο βαθμό του εφέτη και συνολική
πραγματική δικαστική υπηρεσία είκοσι έξι τουλάχιστον ετών στα διοικητικά
δικαστήρια».
2. Το άρθρο 9 του ν. 3068/2002 αντικαθίσταται ως
εξής:
«1. Η διαδικασία
πλήρωσης θέσεως Συμβούλου της Επικρατείας με προαγωγή δικαστή των τακτικών
διοικητικών δικαστηρίων κινείται με ανακοίνωση του Γενικού Επιτρόπου της
Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Η ανακοίνωση αποστέλλεται στα
διοικητικά εφετεία της χώρας και αναρτάται αμέσως από τον γραμματέα του κάθε
εφετείου στο οικείο δικαστικό κατάστημα. Για την ανάρτηση συντάσσεται έκθεση
που διαβιβάζεται στον Γενικό Επίτροπο. Η ανακοίνωση αποστέλλεται, το ταχύτερο
δυνατόν, μετά την κένωση ή τη σύσταση νέων θέσεων. Ειδικά για την πλήρωση των
κενών θέσεων οι οποίες προβλέπεται ότι θα προκύψουν την 30ή Ιουνίου κάθε έτους,
η ανακοίνωση αποστέλλεται το αργότερο εντός του μηνός Φεβρουαρίου. Όσοι έχουν
τα νόμιμα προσόντα, αλλά δεν επιθυμούν να κριθούν για την πλήρωση των ως άνω
θέσεων, υποβάλλουν, εντός αποκλειστικής προθεσμίας είκοσι ημερών από την
επομένη της αναρτήσεως της ανακοινώσεως, σχετική δήλωση στον Γενικό Επίτροπο
και δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των κρινόμενων.
2. Μετά τη λήξη της
προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των
τακτικών δικαστηρίων αποστέλλει στον Υπουργό Δικαιοσύνης τις δηλώσεις που
υποβλήθηκαν σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης
υποβάλλει ερώτημα για την πλήρωση των ανωτέρω θέσεων στον Πρόεδρο του Ανωτάτου
Δικαστικού Συμβουλίου της Διοικητικής Δικαιοσύνης, διαβιβάζοντας και τις
δηλώσεις που έχουν υποβληθεί. Το ερώτημα προκαλείται μέσα σε δύο μήνες από την
κένωση ή τη σύσταση νέων θέσεων. Για την πλήρωση κενών θέσεων οι οποίες
προβλέπεται ότι θα ανακύπτουν την 30ή Ιουνίου κάθε έτους, το ερώτημα
αποστέλλεται εντός του μηνός Απριλίου».
3. Το άρθρο 11 του ν.
3068/2002 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο
11
Η απόφαση του Ανωτάτου
Δικαστικού Συμβουλίου διαβιβάζεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης και στα διοικητικά
εφετεία όπου υπηρετούν οι παραλειφθέντες δικαστικοί
λειτουργοί. Ο δικαστικός λειτουργός ο οποίος δεν κρίθηκε προακτέος έχει
δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης στην Ολομέλεια του Συμβουλίου
της Επικρατείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις της παραγράφου 8 του
άρθρου 68 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών
Λειτουργών (ν. 1756/1988)».
4. Η παράγραφος 7 του άρθρου 63 του Κώδικα Οργανισμού
Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Η προαγωγή στο βαθμό
του Γενικού Επιτρόπου ενεργείται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα
από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, με επιλογή μεταξύ των μελών της Γενικής
Επιτροπείας και των προέδρων εφετών των διοικητικών δικαστηρίων με τριετή
υπηρεσία στο βαθμό αυτόν».
Αρθρο 9
Η διάταξη του τελευταίου
εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 42 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και
Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του ν.
3258/2004 (ΦΕΚ 144 Α'), αρχίζει να ισχύει από τη 16η Σεπτεμβρίου 2005.
Αρθρο 10
Θέματα δικαστικών
υπαλλήλων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΩΔΙΚΑ
ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
1. Η παράγραφος 2 του
άρθρου 1 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων, που κυρώθηκε με το ν. 2812/2000 (ΦΕΚ
67 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Δικαστικοί υπάλληλοι
είναι οι υπάλληλοι της γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, των
πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των εισαγγελιών τους, των τακτικών
διοικητικών δικαστηρίων, της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στα τακτικά
διοικητικά δικαστήρια, οι υπάλληλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της υπηρεσίας
του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, οι υπάλληλοι των
εμμίσθων υποθηκοφυλακείων, καθώς και οι υπάλληλοι των Κτηματολογικών Γραφείων
Ρόδου και Κω - Λέρου».
2. Στο άρθρο 16 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων
προστίθεται στοιχείο ε' ως εξής:
«ε. Τομέας υπαλλήλων
εμμίσθων υποθηκοφυλακείων της χώρας και Κτηματολογικών Γραφείων Ρόδου και Κω -
Λέρου».
3. Η παράγραφος 2 του
άρθρου 30 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Σε περίπτωση
επιτακτικών υπηρεσιακών αναγκών, οι οποίες δεν μπορούν να καλυφθούν με άλλο
τρόπο, επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικό υπάλληλο καθηκόντων άλλου κλάδου ή
ειδικότητας. Η ανάθεση γίνεται με απόφαση του Προϊσταμένου του δικαστηρίου ή
της εισαγγελίας για χρονικό διάστημα έως έξι μήνες, με δυνατότητα παράτασης για
έξι ακόμη μήνες, με όμοια απόφαση. Ο χρόνος ανάθεσης μπορεί να παραταθεί
συνολικά έως δύο έτη, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη
γνώμη του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου».
4. Η παράγραφος 4 του
άρθρου 44 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Δικαστικός υπάλληλος
ο οποίος πάσχει ή έχει σύζυγο ή τέκνο που πάσχει από νόσημα για το οποίο απαιτούνται
τακτικές μεταγγίσεις αίματος ή αιμοκαθάρσεις ή από νόστιμα που χρειάζεται
περιοδική νοσηλεία δικαιούται επιπλέον άδειας έως είκοσι εργάσιμων ημερών κάθε
ημερολογιακό έτος, με πλήρεις αποδοχές».
5. Στην παράγραφο 1 του
άρθρου 75 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Μετάθεση δεν
επιτρέπεται πριν από τη συμπλήρωση τριετίας στην υπηρεσία που τοποθετήθηκε
κατά το διορισμό του, εκτός εάν συντρέχουν σοβαροί λόγοι υγείας».
6. Η παράγραφος 1 του
άρθρου 79 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Αμοιβαία μετάθεση
διενεργείται μεταξύ δικαστικών υπαλλήλων που ανήκουν στον ίδιο τομέα και κλάδο.
Η αμοιβαία μετάθεση δεν επιτρέπεται κατά την τελευταία τριετία πριν από την
αποχώρηση τους από την υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας ή τριακονταπενταετίας».
7. Οι παράγραφοι 1, 3
και 7 του άρθρου 82 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Επιτρέπεται η
απόσπαση δικαστικού υπαλλήλου στη γραμματεία άλλου δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή
σε υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας
στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, καθώς και στα υποθηκοφυλακεία και κτηματολογικά
γραφεία της χώρας για την κάλυψη εξαιρετικών υπηρεσιακών αναγκών. Η απόσπαση
διενεργείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του
υπηρεσιακού συμβουλίου, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο δικαστικός
υπάλληλος. Αν η γραμματεία ή η υπηρεσία, στην οποία πρόκειται να αποσπασθεί ο
δικαστικός υπάλληλος, υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου υπηρεσιακού συμβουλίου
απαιτείται και σύμφωνη γνώμη του συμβουλίου αυτού.
3. Η διάρκεια της
απόσπασης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 δεν μπορεί να υπερβεί το έτος.
Παράταση επιτρέπεται μόνο επί ένα έτος ακόμη, με την ίδια διαδικασία. Η
διάρκεια της απόσπασης της παραγράφου 2 ορίζεται σε δύο έτη και μπορεί να
παραταθεί για άλλα δύο έτη, χωρίς τον περιορισμό της παραγράφου 4.
7. Διατάξεις που
προβλέπουν την απόσπαση στην Εθνική Σχολή Δικαστών ή σε παραμεθόριες περιοχές
για λόγους συνυπηρέτησης συζύγων η σε γραφεία βουλευτών ή Ελλήνων βουλευτών
του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή κομμάτων που εκπροσωπούνται στην Ελληνική Βουλή
διατηρούνται σε ισχύ».
8. Οι παράγραφοι 1 και 2
του άρθρου 83 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Μετάταξη δικαστικού
υπαλλήλου σε κενή θέση άλλου κλάδου της ίδιας κατηγορίας του ίδιου ή άλλου τομέα
επιτρέπεται με αίτηση του για κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών, μετά τη συμπλήρωση
πενταετούς υπηρεσίας στον κλάδο στον οποίο ανήκει, εφόσον ο δικαστικός
υπάλληλος έχει τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα για τη θέση στην οποία μετατάσσεται.
Η μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου στην ίδια κατηγορία του ίδιου κλάδου άλλου
τομέα επιτρέπεται με τις ανωτέρω προϋποθέσεις.
2. Μετάταξη δικαστικού
υπαλλήλου σε κενή θέση κλάδου ανώτερης κατηγορίας του ίδιου ή άλλου τομέα
επιτρέπεται με αίτηση του, μετά τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας,
εφόσον απέκτησε μετά το διορισμό του τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα για τη θέση
αυτή ή μετά τη συμπλήρωση οκταετούς δημόσιας υπηρεσίας, εφόσον κατείχε πριν από
το διορισμό του τα τυπικά προσόντα της θέσης στην οποία επιθυμεί να μεταταγεί».
9. Η παράγραφος 4 του
άρθρου 84 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Για τις μετατάξεις
που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 απαιτείται: α) συμπλήρωση της διετούς
δοκιμαστικής υπηρεσίας, β) σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, στην
αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται ο δικαστικός υπάλληλος και γ) σύμφωνη γνώμη
του υπηρεσιακού συμβουλίου της υπηρεσίας του υπουργείου ή νομικού προσώπου
δημοσίου δικαίου για την οποία ζητείται η μετάταξη. Για τη διαμόρφωση της
γνώμης των υπηρεσιακών συμβουλίων εφαρμόζονται ανάλογα οι εκάστοτε διατάξεις
που ισχύουν για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους».
10. Στο τέλος της
παραγράφου 1 του άρθρου 106 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων προστίθεται εδάφιο
ως εξής:
«Για τους υπαλλήλους των
εμμίσθων υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων, την πειθαρχική δίωξη
ασκεί ο εισαγγελέας της οικείας εισαγγελίας πρωτοδικών».
11. Οι παράγραφοι 3 και
4 του άρθρου 148 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων αντικαθίστανται ως εξής:
«3. Δικαστικοί υπάλληλοι
που υπηρετούν κατά τη δημοσίευση του παρόντος Κώδικα ή είχαν επιτύχει σε
σχετικό διαγωνισμό πριν από τη δημοσίευση του Κώδικα, αλλά προσελήφθησαν μετά
την ισχύ του και έχουν τυπικά προσόντα ανώτερης κατηγορίας, τα οποία δεν
προβλέπονται για κανέναν κλάδο δικαστικών υπαλλήλων, είναι δυνατόν να μεταταγούν σε κλάδο παρεμφερών ή συναφών, κατά την κρίση
του υπηρεσιακού συμβουλίου, τυπικών προσόντων. Εάν δεν υπάρχουν κλάδοι
παρεμφερών ή συναφών προσόντων, είναι δυνατόν να μεταταγούν
σε προσωρινές θέσεις προσωρινού κλάδου που συνιστώνται με την απόφαση της
μετάταξης και καταργούνται αυτοδικαίως με την αποχώρηση των δικαστικών
υπαλλήλων οι οποίοι τις καταλαμβάνουν. Οι μετατασσόμενοι, κατ' εφαρμογή του
προηγούμενου εδαφίου, υπάλληλοι ασκούν καθήκοντα της οργανικής μονάδας στην
οποία τοποθετούνται ή αυτά που καθορίζονται με πράξη του προϊσταμένου αυτής.
4. Η μετάταξη της
ανωτέρω παραγράφου διενεργείται με αίτηση που υποβάλλεται από τους
ενδιαφερομένους στην υπηρεσία τους μέσα σε τρεις μήνες από την έναρξη ισχύος
του παρόντος νόμου».
12. Οι παράγραφοι 1, 2, 5 και 7 του άρθρου 148
του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων καταργούνται. Οι παράγραφοι 3, 4 και 6
αναριθμούνται σε 1, 2 και 3, αντιστοίχως.
13. Για τους υπαλλήλους των Εμμίσθων Υποθηκοφυλακείων
και Κτηματολογικών Γραφείων παραμένουν σε ισχύ οι διατάξεις των άρθρων 26 παρ.
1 του ν. 1968/1991, 40 του ν. 2721/1999 και 3,4,5 παρ. 3,6,11 παρ. 4 και 18 του
ν. 724/1977, όπως σήμερα ισχύουν, καθώς και οι διατάξεις της υπουργικής απόφασης
με αριθμ. 2076183/ 8355/0022/ ΦΕΚ 1/Β/7.1.1999 «Αντιστοιχία οργανικών μονάδων
των υπηρεσιών των Εμμίσθων Υποθηκοφυλακείων και των Κτηματολογικών Γραφείων
Ρόδου και Κω - Λέρου στη Γενική Διεύθυνση, Διεύθυνση και Τμήμα», μέχρι της εκδόσεως
του προεδρικού διατάγματος «Περί Οργανισμού Λειτουργίας των Εμμίσθων
Υποθηκοφυλακείων και των Κτηματολογικών Γραφείων Ρόδου και Κω - Λέρου».
Αρθρο 11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΩΝ -
ΥΠΟΘΗΚΟΦΥΛΑΚΩΝ
1. Στην παράγραφο 2 του
άρθρου 2 του Κώδικα Συμβολαιογράφων, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 2830/2000 (ΦΕΚ
96 Α'), όπως αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του ν. 3258/2004
(ΦΕΚ 144 Α) προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
«Οι θέσεις που κατέχουν
οι συμβολαιογράφοι οι οποίοι μεταφέρουν την έδρα τους σύμφωνα με τα ανωτέρω δεν
καταργούνται».
2. Στο άρθρο 27 του ν. 2830/2000 (ΦΕΚ 96 Α) «Κώδικας
Συμβολαιογράφων» προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«6. Συμβολαιογράφος του
οποίου ο διορισμός έχει ακυρωθεί κατά την τελευταία πενταετία για λόγους που
ανάγονται στην ευθύνη της δημόσιας υπηρεσίας και δεν συντρέχει κώλυμα διορισμού
του κατά το άρθρο 23 επαναδιορίζεται ως υπεράριθμος
στη θέση που έχει διοριστεί ή σε αυτήν που κατέχει καταλαμβάνοντας, κατά σειρά
επιτυχίας, θέση που θα κενωθεί ή θα δημιουργηθεί στην ίδια έδρα».
3. Το εδάφιο γ' της
παραγράφου 4 του άρθρου 28 του Κώδικα Συμβολαιογράφων, όπως προσετέθη με την παράγραφο
2 του άρθρου 5 του ν. 3258/2004 (ΦΕΚ 144 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:
«Επιτρέπεται, επίσης, η
αμοιβαία μετάθεση συμβολαιογράφων πρώτου βαθμού συγγενείας μεταξύ τους ή
συζύγων, οποτεδήποτε και ανεξάρτητα από άλλες προϋποθέσεις, με κοινή αίτηση των
δύο ενδιαφερομένων, η οποία υποβάλλεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης- Αιτήσεις
αμοιβαίας μετάθεσης συμβολαιογράφων πρώτου βαθμού συγγενείας μεταξύ τους ή
συζύγων, οι οποίες έχουν υποβληθεί έως την έναρξη ισχύος του παρόντος και έχουν
απορριφθεί, επανεξετάζονται με κοινή αίτηση των ενδιαφερομένων, σύμφωνα με τις
προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου. Σε περίπτωση όπου οι θέσεις έχουν
πληρωθεί, ο συμβολαιογράφος τοποθετείται ως υπεράριθμος και καταλαμβάνει στην
ίδια έδρα θέση που θα κενωθεί ή θα δημιουργηθεί».
4. Στο άρθρο 28 του
Κώδικα Συμβολαιογράφων προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Συμβολαιογράφος ο
οποίος μετατέθηκε με οποιονδήποτε τρόπο δεν δικαιούται να υποβάλει νέα αίτηση,
πριν συμπληρωθούν τρία χρόνια από την ημερομηνία της προηγούμενης μετάθεσης
του. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για όσους έχουν μετατεθεί πριν από την έναρξη
ισχύος της παρούσας διάταξης».
5. Η παράγραφος 4 του άρθρου 17 του ν. 3226/2004
(ΦΕΚ 24 Α') αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε ως εξής:
«4. Το αναλογικό
δικαίωμα που προβλέπεται στην περίπτωση α' της παραγράφου 18 του άρθρου 5 του
ν. 2408/1996 και εισπράττεται από τα Υποθηκοφυλακεία του Κράτους και τα Κτηματολογικά
Γραφεία Ρόδου και Κω - Λέρου καθορίζεται σε ένα και εβδομήντα πέντε τοις
χιλίοις (1,75%ο)».
6. Στο τέλος της
παραγράφου 22 του άρθρου 3 του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ 67 Α') προστίθεται εδάφιο ως
εξής:
«Στα έμμισθα
υποθηκοφυλακεία της χώρας και στα Κτηματολογικά Γραφεία Ρόδου και Κω - Λέρου,
στα οποία λειτουργεί ολοκληρωμένο πληροφορικό σύστημα, τα τηρούμενα σε αυτά
Βιβλία Μεταγραφών - Υποθηκών - Κατασχέσεων - Διεκδικήσεων και τα Αλφαβητικά Ευρετήρια
καταργούνται και αντικαθίστανται από τα αντίστοιχα τηρούμενα ηλεκτρονικά
αρχεία. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης καθορίζεται ο χρόνος έναρξης
εφαρμογής της διατάξεως αυτής κατά υποθηκοφυλακείο και κτηματολογικό γραφείο
και προσδιορίζεται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο τα ως άνω βιβλία τηρούνται
και σε κινητά μηχανογραφικά φύλλα».
Αρθρο 12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΘΕΜΑΤΑ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ
ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
1. Στο άρθρο 38 του ν.
2721/1991 (ΦΕΚ 112 Α') προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:
«8. Συνιστάται στο
Υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Οι οργανικές θέσεις των Επιτρόπων και Προϊσταμένων Τμήματος αυξάνονται κατά μία
αντιστοίχως».
2. Το άρθρο 123 του π.δ.
1225/1981 « Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων»(ΦΕΚ 304
Α') αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο
123
Για κάθε θέμα, το οποίο
δεν ρυθμίζεται από τις διατάξεις του παρόντος, εφαρμόζονται αναλόγως οι
διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας».
Αρθρο 13
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ
ΚΡΑΤΗΣΗΣ
1. Στην παράγραφο 2 του
άρθρου 9 του ν. 3260/2004 (ΦΕΚ 151 Α') προστίθεται περίπτωση 14 ως εξής:
«14. Στο υπηρεσιακό
συμβούλιο υπαλλήλων Καταστημάτων Κράτησης, Ειδικών Καταστημάτων Κράτησης Νέων,
Θεραπευτικών Καταστημάτων και Κεντρικής Αποθήκης Υλικού Φυλακών (Κ.Α.Υ.Φ.) είναι δυνατόν να ορίζονται ως πρόεδρος και μέλη
υπάλληλοι με βαθμό Α' των Καταστημάτων Κράτησης όλης της χώρας».
2. Το δεύτερο, τρίτο και
τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του ν. 2889/2001 (ΦΕΚ 37 Α'),
που προστέθηκαν με το άρθρο 4 του ν. 3181/2003 (ΦΕΚ 218 Α'), αντικαθίστανται ως
εξής:
«Κριτήριο πρόσληψης για
το προσωπικό του κλάδου ΔΕ φύλαξης των Καταστημάτων Κράτησης, πέραν των προβλεπομένων
στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 9 του ν. 2734/1999 (ΦΕΚ 161 Α'),
αποτελεί και η εντοπιότητα η οποία αποδεικνύεται με
βεβαίωση μόνιμης κατοικίας και πιστοποιητικό εγγραφής σε δημοτολόγια δήμων ή
κοινοτήτων του νομού, όπου εδρεύουν τα Καταστήματα Κράτησης, επί μία
τουλάχιστον διετία. Για τους δημότες μόνιμους κατοίκους κοινότητας ή δημοτικού
διαμερίσματος δήμου, στα διοικητικά όρια του οποίου εδρεύει Κατάστημα Κράτησης,
τα μόρια του κριτηρίου εντοπιότητας προσαυξάνονται σε
ποσοστό εβδομήντα τοις εκατό (70%). Για τους δημότες μόνιμους κατοίκους του
δήμου, στα διοικητικά όρια του οποίου εδρεύει Κατάστημα Κράτησης, τα μόρια της εντοπιότητας προσαυξάνονται σε ποσοστό σαράντα τοις εκατό
(40%). Ο προβλεπόμενος στο προηγούμενο εδάφιο χρόνος πρέπει να συντρέχει κατά
την ημερομηνία έκδοσης της σχετικής προκήρυξης.
Υποψήφιοι οι οποίοι
διορίζονται με το πλεονέκτημα της εντοπιότητας
υπηρετούν στην υπηρεσία στην οποία τοποθετούνται κατά το διορισμό τους επί μία
τουλάχιστον δεκαετία, εκτός εάν συντρέχουν σοβαροί υπηρεσιακοί λόγοι που
επιβάλλουν τη μετάθεση ή απόσπαση του υπαλλήλου».
Αρθρο 14
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
ΘΕΜΑΤΑ «ΘΕΜΙΣ
ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε».
Η περίπτωση δ' της
παραγράφου 7 του άρθρου 5 του ν. 2408/1996 (ΦΕΚ 104 Α') αντικαθίσταται ως εξής:
«δ. Το διοικητικό
συμβούλιο της εταιρείας είναι εννεαμελές,
αποτελούμενο από τον πρόεδρο και οκτώ μέλη. Ο πρόεδρος, τα μέλη του Δ.Σ. και οι
αναπληρωτές τους ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία
δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο πρόεδρος αναπληρώνεται από το
επόμενο, κατά σειρά αναγραφής των ονομάτων στην απόφαση του διορισμού, μέλος.
Με την απόφαση του διορισμού του διοικητικού συμβουλίου ανατίθενται στον
πρόεδρο ή σε ένα από τα μέλη ή σε τρίτον καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου.
Πρόεδρος, διευθύνων σύμβουλος και μέλη ορίζονται με τετραετή θητεία και
ανακαλούνται ελεύθερα, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Η θητεία τους
αρχίζει και λήγει, αντιστοίχως, από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως της απόφασης διορισμού ή ανάκλησης τους και μπορεί να παρατείνεται
ή να ανανεώνεται με την ίδια διαδικασία. Ο πρόεδρος, τα μέλη του διοικητικού
συμβουλίου, τακτικά και αναπληρωματικά, και ο διευθύνων σύμβουλος πρέπει να
διαθέτουν την απαιτούμενη για τη θέση τους εμπειρία και κύρος, ώστε να μπορούν
να προωθήσουν τους σκοπούς της εταιρείας. Δεν πρέπει να είναι συμβεβλημένοι με
αυτήν, να έχουν εξαρτημένη σχέση με πρόσωπα που είναι συμβεβλημένα με αυτήν
και να παρέχουν οποιασδήποτε φύσεως υπηρεσίες σε επιχειρήσεις που
ανταγωνίζονται ή έχουν τους ίδιους ή παρεμφερείς σκοπούς ή δραστηριότητες με
τους σκοπούς και τις δραστηριότητες της εταιρείας. Στο διοικητικό συμβούλιο
διορίζεται ένας τουλάχιστον εκπρόσωπος του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.
Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου ορίζεται γραμματέας του υπάλληλος της
εταιρείας. Οι αποδοχές του προέδρου και του διευθύνοντος συμβούλου και η
αποζημίωση των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας καθορίζονται με
κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Όσοι
μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι διορίζονται μέλη του Δ.Σ. λαμβάνουν αποζημίωση κατά
συνεδρίαση, η οποία καθορίζεται με την ίδια απόφαση. Το διοικητικό συμβούλιο
βρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει έγκυρα όταν παρίστανται τουλάχιστον επτά
μέλη του και αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. Η Γενική Συνέλευση
της εταιρείας αποφασίζει για τις τροποποιήσεις του καταστατικού, οι οποίες
εγκρίνονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και
Δημόσιων Έργων και Δικαιοσύνης».
Αρθρο 15
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1. Στο άρθρο 29 του
Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Για εγκλήματα
σχετικά με την υπηρεσία (άρθρα 235 - 263α ΠΚ) καθώς
και για τα εγκλήματα που τιμωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2331/1995
(ΦΕΚ 173 Α), όπως ισχύει, εφόσον έχουν τελεσθεί από δικαστικό λειτουργό και
τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, όπως και για τα συναφή με αυτά
κακουργήματα ή πλημμελήματα, ανεξάρτητα από τον τόπο τέλεσης τους, αρμόδιο
είναι το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών. Η προκαταρκτική εξέταση για τα
ανωτέρω εγκλήματα διενεργείται από Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος
μπορεί να παραγγέλλει τη διενέργεια ανακριτικών πράξεων από τους κατά τόπον
Εισαγγελείς Εφετών ή Πρωτοδικών. Η ποινική δίωξη ασκείται από τον Εισαγγελέα
Εφετών Αθηνών, μετά από παραγγελία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος
διενήργησε την προκαταρκτική εξέταση. Για την ανάκριση των εγκλημάτων αυτών
ορίζεται από την Ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών ως ανακριτής Πρόεδρος Εφετών ή
Εφέτης, οι οποίοι ολοκληρώνουν την ανάκριση, έστω και αν μετά τον ορισμό τους
προαχθούν. Το ίδιο ισχύει και για τις υποθέσεις για τις οποίες η Ολομέλεια του
Εφετείου Αθηνών έχει ήδη ορίσει Εφέτη Ανακριτή. Αν ο δικαστικός λειτουργός
υπηρετεί στο Εφετείο ή στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, μετά την άσκηση της ποινικής
δίωξης σε βάρος του για τα παραπάνω εγκλήματα, δύναται, κατόπιν αποφάσεως του
αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου, να μετατεθεί σε άλλο Εφετείο ή Εισαγγελία
Εφετών, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις
δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 136 στοιχ.
ε' και 137 Κ.Π.Δ.».
2. Η παράγραφος 2 του
άρθρου 172 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Εάν ο κατηγορούμενος
δεν συνελήφθη επ' αυτοφώρω ή εάν για οποιονδήποτε λόγο δεν κατέστη εφικτή η
άμεση εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά το άρθρο 166, ο Εισαγγελέας,
εκτιμώντας τη σοβαρότητα της, παραγγέλλει τη διενέργεια προανάκρισης ή κύριας
ανάκρισης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 243 επ. και 246 επ. του Κώδικα
Ποινικής Δικονομίας. Ο ανακριτής και οι προανακριτικοί υπάλληλοι έχουν
υποχρέωση να ολοκληρώσουν την έρευνα κατά προτεραιότητα».
3. Η παράγραφος 5 του άρθρου 79 του ν. 5960/1933
(ΦΕΚ 401 Α), όπως προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1α του ν. 2408/1996 (ΦΕΚ 104 Α)
και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 22 του ν. 2721/1999 (ΦΕΚ 112 Α) αντικαθίσταται
ως εξής:
«5. Η ποινική δίωξη
ασκείται με έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε η του εξ
αναγωγής υπόχρεου ο οποίος την εξόφλησε και έγινε κομιστής της. Ο εξ αναγωγής
υπόχρεος ο οποίος εξόφλησε την επιταγή δικαιούται να λάβει αποζημίωση, σύμφωνα
με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 επ.)».
Αρθρο 16
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1. Το στοιχείο α' του
άρθρου 95 του ν. 2318/1995 (ΦΕΚ 126 Α') αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Σύλλογος Δικαστικών
Επιμελητών Εφετείων Αθήνας, Πειραιά, Αιγαίου, Δωδεκανήσου και Λαμίας με έδρα
την Αθήνα».
2. Η υποπερίπτωση 1ε'
της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν.δ. 1017/1971 (ΦΕΚ 209 Α'), όπως έχει
προστεθεί με την παράγραφο 4 του άρθρου δευτέρου του ν. 1578/1985 (ΦΕΚ 219 Α)
και αντικατασταθεί από την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του ν. 2993/2002 (ΦΕΚ 58
Α), καθώς και η περίπτωση ε' της ίδιας παραγράφου, όπως έχει προστεθεί με το
άρθρο 35 του ν. 1968/1991 (ΦΕΚ 150 Α'), αντικαθίστανται ως εξής:
«ε) για την αντιμετώπιση
των δαπανών μεταστέγασης των δικαστικών υπηρεσιών, των δαπανών ανάθεσης σε
ιδιώτες του έργου καθαριότητας, των μέτρων φύλαξης και ασφαλείας των δικαστικών
κτιρίων και για την αποκομιδή των βοθρολυμάτων των
κτιρίων των δικαστικών υπηρεσιών και φυλακών, καθώς και το βιολογικό καθαρισμό
των λυμάτων αυτών. Η ανάθεση του έργου της καθαριότητας επιτρέπεται να γίνει με
σύμβαση έργου ή σύμβαση παροχής υπηρεσιών και για τη σύναψη της εφαρμόζονται
αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2527/1997 (ΦΕΚ 206 Α'), οι διατάξεις
του ν. 2286/1995 (ΦΕΚ 19 Α) και του π.δ. 394/1996 (ΦΕΚ 266 Α') για τις
προμήθειες του δημόσιου τομέα, καθώς και του π.δ. 346/1998 (ΦΕΚ 230 Α'). Κατά
την ανάθεση των ανωτέρω συμβάσεων δεν εφαρμόζεται, για τρία έτη από την έναρξη
ισχύος του παρόντος, η διάταξη του άρθρου 37 του ν. 2072/1992 (ΦΕΚ 125 Α'). Η
προθεσμία αυτή δύναται να παραταθεί με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης
και Οικονομίας και Οικονομικών. Συμβάσεις έργου, με τις οποίες ανατέθηκε για τα
έτη 2004 και 2005 το έργο της καθαριότητας των κτιριακών εγκαταστάσεων όπου
στεγάζονται υπηρεσίες αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, εφόσον
βεβαιούται από τις αρμόδιες επιτροπές η εκτέλεση του έργου, θεωρούνται νόμιμες,
οι δε σχετικές δαπάνες βαρύνουν τον προϋπολογισμό του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.».
3. Στην παράγραφο 1 του
άρθρου 2 του ν. 1017/1971 (ΦΕΚ 209 Α'), όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 1
του άρθρου 23 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ 88 Α') και την παράγραφο 3 του άρθρου 36
του ν. 2915/2001 (ΦΕΚ 109 Α'), προστίθεται περίπτωση ιγ' ως εξής:
«ιγ. επιτροπών και
ομάδων εργασίας για την επιλογή προσωπικού αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης,
οι οποίες συγκροτούνται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Με κοινή απόφαση
των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται, σύμφωνα
με τις ισχύουσες διατάξεις, η αποζημίωση που καταβάλλεται στα μέλη των ανωτέρω
συλλογικών οργάνων».
4. Η παράγραφος 3 του
άρθρου 35 στοιχείο Α' του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α') αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Ειδικό επίδομα
ιατροδικαστικής υπηρεσίας για την ανθυγιεινή και επικίνδυνη εργασία τους, καθώς
και για την απασχόληση τους πέρα από το υποχρεωτικό ωράριο, κατά τις
απογευματινές και νυκτερινές ώρες ή κατά τις Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες,
οριζόμενο για όλους τους ιατροδικαστές σε χίλια διακόσια ευρώ».
5. Στην παράγραφο 2 του
άρθρου 7 του ν. 3060/2002 (ΦΕΚ 242 Α') προστίθεται υποπαράγραφος ως εξής:
«Η κατανομή των ανωτέρω
θέσεων, καθώς και όλων των οργανικών θέσεων των ιατροδικαστών και του λοιπού
προσωπικού των ιατροδικαστικών υπηρεσιών, όπως και η ανακατανομή τους, γίνεται
με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης».
6. Στο άρθρο 13 του ν.
705/1943 (ΦΕΚ 337 Α') προστίθεται παράγραφος 2 ως εξής:
«2. Η δαπάνη για τη
μεταφορά από και προς τις ιατροδικαστικές υπηρεσίες των αζήτητων ή αγνώστων
στοιχείων σορών, καθώς και για την ταφή τους, καταβάλλεται από το Δημόσιο και
βαρύνει τις πιστώσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Με κοινή απόφαση των Υπουργών
Δικαιοσύνης και Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται τα δικαιολογητικά
εκκαθαρίσεως της δαπάνης, καθώς και ανώτατο όριο δαπάνης για τη μεταφορά ή
την ταφή εκάστης σορού».
7. Η παράγραφος 4 του
άρθρου 92 του ν.δ. 3026/1954 (ΦΕΚ 235 Α') αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Α) Η συμφωνία από
την οποία εξαρτάται η αμοιβή του δικηγόρου από την έκβαση της δίκης και η οποία
αναφέρεται σε υποθέσεις από ζημίες αυτοκινήτων (άρθρο 681 Α Κ.Πολ.Δ.) ή σε μισθούς, ημερομίσθια, πρόσθετες αμοιβές για
υπερωρίες, εργασία νυκτερινή ή σε Κυριακές ή εορτές, δώρα, αντίτιμο για άδεια ή
επίδομα αδείας, αποζημίωση για καταγγελία της συμβάσεως εργασίας και γενικά σε
απαιτήσεις που ανάγονται σε εργασιακή σύμβαση υπαλλήλων, εργατών ή υπηρετών (άρθρο
663 Κ.Πολ.Δ.) ή σε αποδοχές γενικά μονίμων δημοσίων
υπαλλήλων ή υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. οι οποίοι υπάγονται στη δικαιοδοσία των
Διοικητικών Δικαστηρίων καταρτίζεται εγγράφως και γνωστοποιείται στο
Δικηγορικό Σύλλογο του οποίου είναι μέλος ο δικηγόρος. Η γνωστοποίηση γίνεται
με προσαγωγή δύο πρωτοτύπων και με πράξη που συντάσσεται κάτω από το ένα
πρωτότυπο το οποίο παραλαμβάνει ο δικηγόρος. Το άλλο πρωτότυπο παραμένει στα
αρχεία του Συλλόγου και καταχωρίζεται αμέσως σε ειδικό βιβλίο. Τα πρωτότυπα,
στα οποία αναγράφεται ο αριθμός φορολογικού μητρώου των συμβαλλομένων,
προσάγονται σε προθεσμία είκοσι ημερών από την ημέρα της κατάρτισης της
συμβάσεως. Αν παρέλθει η προθεσμία αυτή χωρίς να προσαχθεί η σύμβαση στο
Σύλλογο, η σύμβαση είναι άκυρη. Φορολογικός νόμος ο οποίος επιβάλλει στον
δικηγόρο την υποβολή αντιγράφου του εργολαβικού συμβολαίου στην αρμόδια δημόσια
οικονομική υπηρεσία εξακολουθεί να ισχύει.
Β) Η αναγγελία της
εκχώρησης τμήματος της απαίτησης για κάλυψη της αμοιβής του δικηγόρου γίνεται
με κοινοποίηση του σχετικού συμφωνητικού στον οφειλέτη, οποτεδήποτε πριν από
την πληρωμή της απαιτήσεως. Όταν οφειλέτης είναι το Ελληνικό Δημόσιο, η
αναγγελία γίνεται με υποβολή του εκχωρητικού εγγράφου στον οικείο Υπουργό και
στην αρμόδια για την εκκαθάριση της δαπάνης Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου, χωρίς
να τηρούνται οι διατυπώσεις του άρθρου 95 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α').
Προκειμένου περί νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και ασφαλιστικών οργανισμών
το ανωτέρω έγγραφο γνωστοποιείται στο νόμιμο εκπρόσωπο τους και στην αρμόδια
για την πληρωμή της δαπάνης υπηρεσία του νομικού προσώπου. Σε κάθε περίπτωση, η
γνωστοποίηση του εκχωρητικού εγγράφου γίνεται και στην αρμόδια για τη
φορολόγηση του δικηγόρου Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία. Η μη αναγγελία της
εκχωρήσεως κατά τις διατάξεις του παρόντος επάγεται την ακυρότητα αυτής. Η
παρακράτηση και απόδοση της αμοιβής του δικηγόρου γίνεται από το αρμόδιο για
πληρωμή της απαίτησης όργανο του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ.. Η παρούσα διάταξη
ισχύει και για τις υποθέσεις που εκκρεμούν για πληρωμή».
8. Η παράγραφος 2 του
άρθρου 175 του Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Εξαιρετικώς,
επιτρέπεται η παροχή υπηρεσιών, χωρίς τους περιορισμούς της παραγράφου 1, προς
σύζυγο ή προς συγγενή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του τρίτου βαθμού, καθώς
και προς δικηγόρο ή συνταξιούχο δικηγόρο, εφόσον πρόκειται για προσωπική τους
υπόθεση, οι οποίοι όμως προκαταβάλλουν τα δικαστικά έξοδα».
9. Στην παράγραφο 1 του
άρθρου 27 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ 88 Α') προστίθενται τα στοιχεία γ', δ,' ε' και
στ' ως εξής:
«γ. Ποινικού Κώδικα
δ. Κώδικα Πτωχευτικού
Δικαίου
ε. Κώδικα Δικονομίας
Ελεγκτικού Συνεδρίου
στ. Κώδικα Οργανισμού
Ελεγκτικού Συνεδρίου».
10. Το δεύτερο εδάφιο
της παραγράφου 3 του άρθρου 27 του ν. 2145/1993 αντικαθίσταται ως εξής:
«Καθήκοντα γραμματέων
για καθεμία από τις επιτροπές ανατίθενται με την ίδια απόφαση σε μέλη του
διδακτικού επιστημονικού προσωπικού Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων,
δικηγόρους ή υπαλλήλους του Υπουργείου Δικαιοσύνης».
11. Οι θέσεις στην
κατεύθυνση Διοικητικής Δικαιοσύνης της Εθνικής Σχολής Δικαστών, οι οποίες είχαν
προκηρυχθεί με την υπ' αριθμ. 108877οικ/21.9.2004 απόφαση του Υπουργού
Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 154, τ. Παράρτημα) κατανέμονται ως ακολούθως: έξι (6) θέσεις
δοκίμων εισηγητών του Συμβουλίου της Επικρατείας, επτά (7) θέσεις δοκίμων
εισηγητών του Ελεγκτικού Συνεδρίου και δεκαέξι (16) θέσεις δοκίμων παρέδρων
πρωτοδικείου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
12. Συνιστάται στην
Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης τέταρτη Γενική Διεύθυνση με τίτλο
«Γενική Διεύθυνση Νομοθετικού Συντονισμού και Ειδικών Διεθνών Νομικών
Σχέσεων». Η Γενική Διεύθυνση συγκροτείται από τις Διευθύνσεις: α) Νομοθετικού
Συντονισμού και Ειδικών Διεθνών Νομικών Σχέσεων και β) Απονομής Χάριτος και
Διεθνούς Δικαστικής Συνεργασίας, οι οποίες αποσπώνται από τη Γενική Διεύθυνση
Διοίκησης Δικαιοσύνης. Στη συνιστώμενη Γενική Διεύθυνση προΐσταται υπάλληλος
του κλάδου ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού της Κεντρικής
Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Κατά τα λοιπά ισχύουν οι
διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 36/2000 (ΦΕΚ 29 Α') «Οργανισμός Υπουργείου
Δικαιοσύνης».
Αρθρο 17
Στην παράγραφο 1 του
άρθρου 2 του ν. 2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α'), όπως αυτή αντικαταστάθηκε και
τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του ν. 3424/2005 (ΦΕΚ 305 Α'), προστίθεται στοιχείο
ε' ως εξής:
«ε. Πρόσοδοι που
προέρχονται από τα πλημμελήματα της φοροδιαφυγής και μη καταβολής χρεών προς
το Δημόσιο, δεν συνιστούν έσοδα προερχόμενα από εγκληματική δραστηριότητα, κατά
την έννοια του παρόντος νόμου. Πρόσοδοι που προέρχονται από μη καταβολή
εργατικών και εργοδοτικών εισφορών προς τα ασφαλιστικά ταμεία δεν συνιστούν
έσοδα προερχόμενα από εγκληματική δραστηριότητα, κατά την έννοια του παρόντος
νόμου, εφόσον το οφειλόμενο ποσό δεν υπερβαίνει συνολικά τις εκατόν πενήντα
χιλιάδες ευρώ (150.000)».
Αρθρο 18
Στην παράγραφο 4 του
άρθρου 49 του ν. 2721/1999 (ΦΕΚ 112 Α), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1
παρ. 2 του ν. 3388/2005 (ΦΕΚ 225 Α'), προστίθεται στοιχείο ε' ως εξής:
«ε) η κατοχή διπλώματος μεταδευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης του Ο.Ε.Ε.Κ. δωδεκάμηνης τουλάχιστον φοίτησης με ειδικότητα
"Στέλεχος Υπηρεσιών Ασφαλείας"».
Αρθρο 19
1. Η παράγραφος 1 του
άρθρου 8 του ν. 3115/2003 «Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών»
(ΦΕΚ 47 Α') αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Για τη στελέχωση της
Α.Δ.Α.Ε. συνιστώνται συνολικά σαράντα (40) θέσεις,
από τις οποίες οι δεκαοκτώ (18) είναι θέσεις Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού,
οι δεκαεννέα (19) θέσεις τακτικού προσωπικού, οι δύο (2) θέσεις δικηγόρων παρ' εφέταις με έμμισθη εντολή και μία (1) θέση Νομικού
Συμβούλου».
2. Οι περιπτώσεις α' και
β' της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του ν. 3115/2003 αντικαθίστανται ως εξής:
"α. Οι θέσεις του
τακτικού προσωπικού κατανέμονται κατά κατηγορίες και κλάδους ως εξής:
Πανεπιστημιακής
εκπαίδευσης (ΠΕ): Κλάδος ΠΕ
Διοικητικού - Οικονομικού, θέσεις τρεις (3).
Τεχνολογικής εκπαίδευσης
(ΤΕ): Κλάδος ΤΕ Διοικητικού - Λογιστικού, θέσεις τρεις (3), Κλάδος ΤΕ2 Τεχνολογικών
Εφαρμογών, θέσεις πέντε (5).
Δευτεροβάθμιας
εκπαίδευσης (ΔΕ): Κλάδος ΔΕ, θέσεις επτά (7).
Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης
(ΥΕ): Κλάδος ΥΕ Βοηθητικού
Προσωπικού, θέση μία (1).
β. Οι θέσεις του Ειδικού
Επιστημονικού Προσωπικού κατανέμονται ως εξής:
Δεκατέσσερις (14) θέσεις
διπλωματούχων ηλεκτρολόγων μηχανικών και μηχανικών Η/Υ ή ηλεκτρονικών
μηχανικών ή τηλεπικοινωνιακών μηχανικών ή μηχανικών πληροφορικής ή πληροφορικής
ή φυσικών.
Δύο (2) θέσεις
πτυχιούχων ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ή αναγνωρισμένων ισότιμων σχολών
αλλοδαπής, Διεθνών ή Ευρωπαϊκών σπουδών ή Πολιτικών ή Οικονομικών σπουδών ή
Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων και δύο (2) θέσεις πτυχιούχων νομικής, οι
οποίες συνεπάγονται την αναστολή άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος".
Αρθρο 20
1. Η παράγραφος 6 του
άρθρου 41 ΣΤ του ν. 2725/1999 (ΦΕΚ 121 Α') «Για τον ερασιτεχνικό και
επαγγελματικό αθλητισμό», όπως προστέθηκε και ισχύει με το άρθρο 6 παρ. 3 του
ν. 3262/2004 (ΦΕΚ 173 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Απαγορεύεται η
μετατροπή σε χρηματική ποινή της στερητικής της ελευθερίας ποινής και η αναστολή
εκτέλεσης αυτής, κατ' εξαίρεση των άρθρων 99 επ. του Ποινικού Κώδικα, στις
περιπτώσεις των αδικημάτων των προηγούμενων παραγράφων 1, 2, 3 και 4 του άρθρου
αυτού».
2. Τα εδάφια δεύτερο και
τρίτο του στοιχείου β' της παραγράφου 8 του άρθρου 41 ΣΤ του ν. 2725/1999, όπως
αυτό προστέθηκε με το άρθρο 7 του ν. 3057/2002 αναριθμήθηκε και ισχύει με το
άρθρο 6 παράγραφοι 2 και 4 του ν. 3262/2004, καταργούνται.
Αρθρο 21
Έναρξη ισχύος.
Ο παρών νόμος ισχύει από
τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν σε επί μέρους
διατάξεις του ορίζεται διαφορετικά.
Παραγγέλλομε τη
δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεση του ως
νόμου του Κράτους.