ΝΟΜΟΣ 3458/2006 - ΦΕΚ 94/Α'/8.5.2006

Εξυγίανση και εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλες διατάξεις.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

 

Αρθρο 1

 

Σκοπός

 

Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινο­βουλίου και του Συμβουλίου αριθμ. 2001/24/ΕΚ της 4ης Απριλίου 2001 «για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων» ( L125/5.5.2001).

 

 

Αρθρο 2

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

 

Πεδίο εφαρμογής

 

1. Ο παρών νόμος εφαρμόζεται στα πιστωτικά ιδρύ­ματα με καταστατική έδρα στην Ελλάδα και τα υποκα­ταστήματα τους που έχουν συσταθεί σε άλλο κράτος -μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Δεν εφαρμόζεται στα πιστωτικά ιδρύματα που εξαι­ρούνται από το πεδίο εφαρμογής του ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α').

 

2. Οι διατάξεις των άρθρων 9 και 20 που αφορούν τα υποκαταστήματα πιστωτικού ιδρύματος, η καταστατική έδρα του οποίου ευρίσκεται εκτός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, εφαρμόζονται μόνο εάν υπάρχουν υποκα­ταστήματα του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος στην Ελ­λάδα και σε ένα τουλάχιστον άλλο κράτος - μέλος.

 

 

Αρθρο 3

 

Ορισμοί

 

Κατά την έννοια του παρόντος νόμου νοούνται ως: «Κράτος - μέλος καταγωγής»: το κράτος - μέλος κα­ταγωγής κατά την έννοια της παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 2076 /1992.

«Κράτος - μέλος υποδοχής»: το κράτος - μέλος υπο­δοχής, κατά την έννοια της παρ. 8 του άρθρου 2 του ν. 2076/1992.

-  «Υποκατάστημα»: υποκατάστημα κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 2076/1992.

-  «Αρχές αρμόδιες»: οι αρμόδιες αρχές των κρατών - μελών της Ε.Κ. κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 2076/1992.

Στην Ελλάδα αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν.2076/1992 για τον έλεγχο των πιστωτικών ιδρυ­μάτων είναι η Τράπεζα της Ελλάδος.

- «διαχειριστής»: πρόσωπο ή όργανο διοριζόμενο από τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές, έργο του οποίου είναι η διαχείριση των μέτρων εξυγίανσης.

Κατά το ελληνικό δίκαιο, ως διαχειριστής νοείται:

α) ο Επίτροπος που διορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος σε εφαρμογή του άρθρου 8 του ν. 1665/1951 (ΦΕΚ 31 Α') ή σε εφαρμογή της περ. β' της παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 2076/1992,

β) κάθε άλλο πρόσωπο ή όργανο οριζόμενο από τις ελληνικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές, έργο του οποίου είναι η διαχείριση μέτρων εξυγίανσης.

-  «διοικητικές ή δικαστικές αρχές»: οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές των κρατών - μελών που είναι αρ­μόδιες για τα μέτρα εξυγίανσης ή για τις διαδικασίες εκκαθάρισης.

Κατά το ελληνικό δίκαιο:

α) αρμόδια διοικητική αρχή για το διορισμό Επιτρόπου πιστωτικού ιδρύματος, σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8 του ν. 1665/1951 και του άρθρου 22 του ν. 2076/1992, για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8 του ν. 2076/1992 και του άρθρου 8 του ν.1665/ 1951 και για το διορισμό εκκαθαριστή, σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 9 του ν. 1665/1951, είναι η Τράπεζα της Ελλάδος,

β) σε περίπτωση πτωχευτικής διαδικασίας δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 525 έως 707 του β.δ. της 19.4./11.5.1835 και των άρθρων 1 έως 21 του α.ν. 635/1937, το καθ' ύλην αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο,

γ) κάθε άλλη διοικητική ή δικαστική αρχή που καθί­σταται, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, αρμόδια για μέτρα εξυγίανσης ή για διαδικασία εκκαθάρισης.

- «μέτρα εξυγίανσης»: τα μέτρα τα οποία έχουν σκοπό να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονομική κατάσταση πιστωτικού ιδρύματος και είναι δυνατόν να θίξουν προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων, συμπερι­λαμβανομένων των μέτρων που συνεπάγονται τη δυ­νατότητα αναστολής των πληρωμών, αναστολής των εκτελεστικών μέτρων ή μείωσης των απαιτήσεων.

Αυτά, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο είναι:

α) ο διορισμός Επιτρόπου στο πιστωτικό ίδρυμα από την Τράπεζα της Ελλάδος σε εφαρμογή του άρθρου 8 του ν. 1665/1951,

β) η παράταση από την Τράπεζα της Ελλάδος, σε εφαρμογή της περ. β' της παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 2076/1992, του χρόνου εκπλήρωσης ορισμένων ή του συνόλου των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων πιστωτικού ιδρύματος για χρονικό διάστημα μέχρι δύο (2) μηνών που μπορεί να ανανεωθεί με Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για έναν (1) ακόμα μήνα, καθώς και ο διορισμός με την ίδια πράξη και για το ίδιο χρο­νικό διάστημα Επιτρόπου,

γ) κάθε άλλο μέτρο που προβλέπεται από τις ισχύ­ουσες διατάξεις που έχει ως περιεχόμενο τα «μέτρα εξυγίανσης», όπως αυτά ορίζονται παραπάνω.

- «εκκαθαριστής»: κάθε πρόσωπο ή όργανο διοριζόμενο από τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές, έργο του οποίου είναι η διαχείριση των διαδικασιών εκκαθάρισης.

Κατά το ελληνικό δίκαιο, εκκαθαριστής είναι κάθε πρόσωπο ή όργανο διοριζόμενο από τις ελληνικές δι­οικητικές ή δικαστικές αρχές, έργο του οποίου είναι η διαχείριση των διαδικασιών εκκαθάρισης, όπως αυτές ορίζονται στο παρόν.

- «διαδικασίες εκκαθάρισης»: οι συλλογικές διαδικασί­ες τις οποίες κινούν και ελέγχουν οι διοικητικές ή δικα­στικές αρχές με σκοπό τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων υπό την εποπτεία των αρχών αυτών, ακόμη και όταν η διαδικασία αυτή περατώνεται με πτωχευτικό συμβιβασμό ή άλλο ανάλογο μέτρο.

Κατά το ελληνικό δίκαιο, διαδικασίες εκκαθάρισης είναι:

α) η διαδικασία θέσης πιστωτικού ιδρύματος υπό εκ­καθάριση, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρ­θρου 9 του ν.1665/1951 σε συνδυασμό με την απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής 975/1/12.7.1956 «περί κανο­νισμού εκκαθαρίσεως τραπεζών εν ανακλήσει αδείας λειτουργίας των» και με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2330/1995,

β) η πτωχευτική διαδικασία κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 έως 707 του β.δ. της 19.4./11.5.1835 και κατά τα άρθρα 1 έως 21 του α.ν. 635/1937,

γ) κάθε συλλογική διαδικασία την οποία κινεί και ελέγχει η ελληνική διοικητική ή δικαστική αρχή, με περιεχόμενο αυτό των «διαδικασιών εκκαθάρισης» όπως παραπάνω ορίζονται.

- «οργανωμένη αγορά»: η οργανωμένη αγορά κατά την έννοια της παρ. 14 του άρθρου 2 του ν. 2396/1996.

-  «τίτλοι»: οι τίτλοι που αναφέρονται στο στοιχείο ί της περ. α' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2396/1996.

 

 

Αρθρο 4

 

Λήψη μέτρων εξυγίανσης - Εφαρμοστέο δίκαιο

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

ΜΕΤΡΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ

Α. ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΜΕ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗ ΕΔΡΑ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

 

1.  Αποκλειστικά αρμόδιες να αποφασίζουν για την εφαρμογή ενός ή περισσότερων μέτρων εξυγίανσης σε ένα πιστωτικό ίδρυμα, με καταστατική έδρα στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημά­των του που είναι εγκατεστημένα σε κράτη - μέλη υποδοχής, είναι οι αρμόδιες ελληνικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές, όπως ορίζονται στο άρθρο 3. Εφό­σον αρχίσουν να παράγουν τα αποτελέσματα τους στην Ελλάδα, τα μέτρα εξυγίανσης, που λαμβάνουν οι αρμόδιες ελληνικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές παράγουν τα αποτελέσματα τους και σε ολόκληρη την Κοινότητα, χωρίς να απαιτείται άλλη διατύπωση, καθώς και έναντι τρίτων στα άλλα κράτη - μέλη, ακόμα και αν το ισχύον δίκαιο στα κράτη - μέλη υποδοχής δεν προβλέπει τέτοια μέτρα ή εξαρτά την εφαρμογή τους από προϋποθέσεις οι οποίες δεν πληρούνται.

 

2.  Αντιστοίχως, όταν η εξυγίανση αφορά πιστωτικό ίδρυμα που έχει την καταστατική του έδρα σε άλλο κράτος - μέλος, αποκλειστικά αρμόδιες για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων είναι οι αρχές του κράτους-μέλους αυτού. Τα λαμβανόμενα από αυτές μέτρα εξυγίανσης ή εκκαθάρισης παράγουν στην Ελλάδα αποτελέσματα χωρίς να απαιτείται άλλη διατύπωση, ακόμη και αν το ελληνικό δίκαιο δεν προβλέπει τέτοια μέτρα ή εξαρτά την εφαρμογή τους από προϋποθέσεις οι οποίες δεν πληρούνται.

 

3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 21 έως και 32 του παρόντος νόμου, τα μέτρα εξυγίανσης διέπονται από το ισχύον ελληνικό δίκαιο.

 

 

Αρθρο 5

 

Ενημέρωση των αρμόδιων αρχών του κράτους - μέ­λους υποδοχής και του κράτους - μέλους καταγωγής

 

 

1. Οι ελληνικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές οφείλουν να ενημερώνουν, δια μέσου της Τράπεζας της Ελλάδος, τις αρμόδιες αρχές του κράτους - μέλους υποδοχής για κάθε απόφαση τους να λάβουν μέτρα εξυγίανσης, καθώς και για τα συγκεκριμένα αποτελέσματα που θα έχουν τα μέτρα αυτά. Η ενημέρωση πρέπει να γίνεται αμελλητί με όλα τα κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος πρόσφορα μέσα πριν από τη λήψη των μέτρων, ή, αν αυτό δεν είναι εφικτό, αμέσως μετά.

 

2.  Αν ένα πιστωτικό ίδρυμα, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος - μέλος της Κοινότητας, έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα, οι ελληνικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές, αν κρίνουν απαραίτητη τη λήψη μέτρων εξυγίανσης, υποχρεούνται να ενημερώνουν, δια μέσου της Τράπεζας της Ελλάδος, τις αρμόδιες αρχές του κράτους - μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος.

 

 

Αρθρο 6

 

Δημοσίευση

 

1. Αν αποφασιστεί η θέση σε εφαρμογή από τις ελλη­νικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές μέτρων εξυγίανσης που ενδέχεται να θίξουν δικαιώματα τρίτων σε κράτος - μέλος υποδοχής και αν η απόφαση που διατάσσει τα μέτρα αυτά υπόκειται σε ένδικο μέσο στην Ελλάδα, ο διαχειριστής, όπου προβλέπεται, διαφορετικά η αρμό­δια αρχή ή το πρόσωπο για τη λήψη απόφασης με την οποία τίθενται σε εφαρμογή τα μέτρα εξυγίανσης οφεί­λει να αποστέλλει προς δημοσίευση το συντομότερο δυνατό και με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο απόσπα­σμα της απόφασης στο Γραφείο Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τη δημοσίευση του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και σε δύο εφημερίδες που κυκλοφορούν σε όλη την επικράτεια κάθε κράτους - μέλους υποδοχής, ώστε να είναι εφικτή η έγκαιρη άσκηση ένδικων μέσων.

 

2. Το δημοσιευόμενο απόσπασμα της απόφασης πρέ­πει να αναφέρει στην επίσημη γλώσσα ή στις επίσημες γλώσσες των οικείων κρατών - μελών, ιδίως το αντικεί­μενο και τη νομική βάση της ληφθείσης απόφασης, την προθεσμία ασκήσεως των ενδίκων μέσων, κυρίως δε μία ευκόλως κατανοητή ένδειξη της ημερομηνίας λήξης της προθεσμίας αυτής, καθώς και την ακριβή διεύθυνση των ελληνικών διοικητικών ή δικαστικών αρχών που είναι αρμόδιες να αποφανθούν επί του ενδίκου μέσου.

 

3.  Τα μέτρα εξυγίανσης εφαρμόζονται ανεξάρτητα από την τήρηση των προαναφερθέντων όρων δημο­σιότητας, και παράγουν πλήρη αποτελέσματα έναντι των πιστωτών, εκτός αν οι ελληνικές διοικητικές ή δι­καστικές αρχές ή η σχετική με τα μέτρα εξυγίανσης νομοθεσία ορίζουν διαφορετικά.

 

 

Αρθρο 7

 

Καθήκον ενημέρωσης των γνωστών πιστωτών και δικαίωμα αναγγελίας των απαιτήσεων

 

1. Εφόσον προβλέπεται η αναγγελία της απαίτησης για την αναγνώριση της ή προβλέπει ότι είναι υποχρεωτική η κοινοποίηση των μέτρων εξυγίανσης στους πι­στωτές που έχουν στην Ελλάδα την κατοικία, τη συνήθη διαμονή ή την καταστατική τους έδρα ο διαχειριστής, όπου προβλέπεται, διαφορετικά οι ελληνικές διοικητι­κές ή δικαστικές αρχές οφείλουν να ενημερώνουν και τους πιστωτές οι οποίοι είναι γνωστοί και έχουν την κατοικία, τη συνήθη διαμονή ή την καταστατική τους έδρα σε άλλα κράτη - μέλη. Η ενημέρωση πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 16 και 18 παρ. 3.

 

2. Αν παρέχεται στους πιστωτές που έχουν την κα­τοικία, τη συνήθη διαμονή ή την καταστατική τους έδρα στην Ελλάδα το δικαίωμα να αναγγέλουν τις απαιτήσεις τους ή να υποβάλλουν παρατηρήσεις σχε­τικά με αυτές, το δικαίωμα αυτό παρέχεται και στους πιστωτές που έχουν την κατοικία, τη συνήθη διαμονή ή την καταστατική τους έδρα σε άλλα κράτη - μέλη. Το εν λόγω δικαίωμα ασκείται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18.

 

 

Αρθρο 8

 

Απόδειξη του διορισμού διαχειριστή και άσκηση των εξουσιών του

 

1. Ο διορισμός του διαχειριστή αποδεικνύεται είτε με την προσκόμιση επικυρωμένου αντιγράφου της απόφα­σης διορισμού είτε με οποιαδήποτε άλλη βεβαίωση των αρμόδιων διοικητικών ή δικαστικών αρχών του κράτους -μέλους καταγωγής.

Αν ο διαχειριστής προτίθεται να ενεργήσει στην Ελλάδα, ως χώρα υποδοχής, απαιτείται και μετάφρα­ση του εγγράφου νομιμοποίησης τους στην ελληνική, χωρίς να απαιτείται άλλου τύπου νομιμοποίηση ή άλλη ανάλογη διατύπωση. Ο διορισμός διαχειριστή στην Ελ­λάδα ως χώρα καταγωγής αποδεικνύεται σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο και ιδία:

Ο διορισμός Επιτρόπου από την Τράπεζα της Ελλάδος αποδεικνύεται με την προσκόμιση του σχετικού Φύλλου Εφημερίδας της Κυβερνήσεως στο οποίο δημοσιεύεται η περί διορισμού του Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος σε εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 8 του ν.1665/1951 ή της περ. β' της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του ν. 2076/1992.

 

2. Ο διαχειριστής μπορεί να ασκεί στα κράτη - μέλη τις εξουσίες που μπορεί να ασκεί και στην Ελλάδα και αντίστοιχα μπορεί να ασκεί στην Ελλάδα όλες τις εξουσίες που μπορεί να ασκεί στο κράτος - μέλος καταγωγής.

Αν κρίνει ότι χρειάζεται συνδρομή στο έργο του, έχει δικαίωμα να ορίζει πρόσωπα τα οποία τον επικουρούν ή τον εκπροσωπούν κατά την εκτέλεση του μέτρου εξυγίανσης ιδίως στα κράτη - μέλη υποδοχής, και ιδίως να τον βοηθούν για τη διευθέτηση προβλημάτων που συναντούν οι πιστωτές του πιστωτικού ιδρύματος στο κράτος - μέλος υποδοχής.

Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο διαχειριστής τηρεί το δίκαιο του κράτους - μέλους στο οποίο προτί­θεται να ενεργήσει, ιδίως αναφορικά με τις διαδικασίες ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων και ενη­μέρωσης των μισθωτών εργαζομένων. Οι εξουσίες του διαχειριστή δεν περιλαμβάνουν το δικαίωμα χρήσης βίας, ούτε το δικαίωμα λήψης απόφασης επί νομικής διαδικασίας ή διαφοράς.

 

 

Αρθρο 9

 

Υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων τρίτων χωρών

 

Β. ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΜΕ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗ ΕΔΡΑ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

 

1. Αν οι ελληνικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές αποφασίσουν τη λήψη μέτρων εξυγίανσης σχετικά με πιστωτικό ίδρυμα του οποίου η καταστατική έδρα βρί­σκεται εκτός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και το οποίο λειτουργεί δια μέσου υποκαταστημάτων (τα οποία περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 11 της Οδηγίας 2000/12/ΕΚ που δημοσιεύεται ετησίως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων) στην Ελλάδα και σε ένα τουλάχιστον άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, οφείλουν να ενημερώνουν αμελλητί, με όλα τα πρόσφορα μέσα, εάν είναι δυνατόν πριν από τη λήψη των μέτρων, άλλως αμέσως μετά, δια μέσου της Τράπεζας της Ελλάδος, τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών - μελών, όπου το πιστωτικό ίδρυ­μα έχει συστήσει υποκαταστήματα, για την απόφαση τους, καθώς και για τα συγκεκριμένα αποτελέσματα που μπορεί να επιφέρουν τα μέτρα εξυγίανσης.

 

2. Οι ελληνικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές προ­σπαθούν να συντονίζουν τις ενέργειες τους με τις δι­οικητικές ή δικαστικές αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 των άλλων κρατών - μελών, στα οποία λειτουργούν υποκαταστήματα του πιστωτικού ιδρύμα­τος, του οποίου η καταστατική έδρα βρίσκεται εκτός Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

 

 

Αρθρο 10

 

Έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης Ενημέρωση των άλλων αρμόδιων αρχών

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ

Α. ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΜΕ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗ ΕΔΡΑ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

 

1.  Αποκλειστικά αρμόδιες για να αποφασίζουν την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης πιστωτικού ιδρύ­ματος που έχει την καταστατική του έδρα στην Ελλάδα, περιλαμβανομένων και των υποκαταστημάτων του που λειτουργούν σε άλλα κράτη - μέλη της Κοινότητας, είναι οι ελληνικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 3.

Η απόφαση των αρχών αυτών αναγνωρίζεται στο έδαφος όλων των κρατών - μελών, χωρίς να απαιτεί­ται οποιαδήποτε άλλη διατύπωση, και παράγει απο­τελέσματα από τη στιγμή που θα αρχίσει να παράγει αποτελέσματα στην Ελλάδα. Προκειμένου περί πι­στωτικών ιδρυμάτων που έχουν την καταστατική τους έδρα σε άλλο κράτος-μέλος, αποκλειστικά αρμόδιες να αποφασίζουν την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης των πιστωτικών αυτών ιδρυμάτων είναι οι αντίστοιχες αρχές του κράτους-μέλους αυτού, οι αποφάσεις των οποίων αναγνωρίζονται και παράγουν αποτελέσματα στην Ελλάδα με τον ίδιο όπως ανωτέρω τρόπο.

 

2. Οι ελληνικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές οφεί­λουν να ενημερώνουν δια μέσου της Τράπεζας της Ελλάδος τις αρμόδιες αρχές του κράτους - μέλους υποδοχής για την απόφαση τους να κινήσουν τη δια­δικασία εκκαθάρισης, καθώς και για τα συγκεκριμένα αποτελέσματα που μπορεί να έχει η διαδικασία αυτή. Η ενημέρωση πρέπει να γίνεται αμελλητί πριν από τη λήψη των μέτρων, ή, αν αυτό δεν είναι εφικτό, αμέσως μετά, με κάθε πρόσφορο μέσο.

 

 

Αρθρο 11

 

Εφαρμοστέο δίκαιο

 

Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 21 έως και 32, η εκκαθάριση του πιστωτικού ιδρύματος διέπε­ται από τη νομοθεσία του κράτους-μέλους καταγωγής του, η οποία καθορίζει ενδεικτικά τα ακόλουθα:

α) τα περιουσιακά στοιχεία του πιστωτικού ιδρύ­ματος, που καταλαμβάνονται από τη διαδικασία και τη μεταχείριση των περιουσιακών στοιχείων τα οποία τούτο απέκτησε μετά την έναρξη της διαδικασίας εκ­καθάρισης,

β) τις εξουσίες του πιστωτικού ιδρύματος και τις εξου­σίες του εκκαθαριστή,

γ) τις προϋποθέσεις με τις οποίες είναι παραδεκτός ο συμψηφισμός,

δ) τα αποτελέσματα της διαδικασίας εκκαθάρισης επί των υφιστάμενων συμβάσεων, στις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα είναι Συμβαλλόμενο Μέρος,

ε) τα αποτελέσματα της διαδικασίας εκκαθάρισης επί των ατομικών διώξεων, εκτός εάν υφίσταται εκκρε­μοδικία, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του παρόντος,

στ) τις απαιτήσεις που πρέπει να αναγγελθούν στο παθητικό του πιστωτικού ιδρύματος και τη μεταχείριση των απαιτήσεων που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης,

ζ) τους κανόνες αναγγελίας, εξέλεγξης και αποδοχής των απαιτήσεων,

η) τους κανόνες διανομής του προϊόντος της ρευστο­ποίησης των περιουσιακών στοιχείων, την κατάταξη των απαιτήσεων και τα δικαιώματα των πιστωτών οι οποίοι ικανοποιήθηκαν μερικώς, μετά την έναρξη της διαδικα­σίας εκκαθάρισης, δυνάμει εμπράγματου δικαιώματος ή κατόπιν συμψηφισμού,

θ) τις προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περά­τωσης της διαδικασίας εκκαθάρισης, ιδίως δια πτωχευ­τικού συμβιβασμού,

ι) τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας εκκαθάρισης,

ια) τον καταλογισμό των εξόδων και δαπανών της διαδικασίας εκκαθάρισης και

ιβ) τους κανόνες που διέπουν την ακυρότητα, την ακυρωσία και την κήρυξη του ανενεργού των επιβλαβών για τους πιστωτές δικαιοπραξιών.

 

 

Αρθρο 12

 

Γνωμοδότηση των αρμόδιων αρχών πριν από την εκούσια εκκαθάριση

 

Προκειμένου ένα πιστωτικό ίδρυμα με καταστατική έδρα στην Ελλάδα να εφαρμόσει διαδικασία εκούσιας εκκαθάρισης, πρέπει να ζητήσει με υποβολή σχετικού ερωτήματος δια μέσου των καταστατικών του οργάνων, τη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος πριν από τη λήψη της απόφασης. Η έναρξη της διαδικασίας της εκούσιας εκκαθάρισης δεν εμποδίζει τις ελληνικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές να λάβουν μέτρα εξυγίανσης ή εκ­καθάρισης.

 

 

Αρθρο 13

 

Ανάκληση της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος

 

1.  Η παράγραφος 1Β του άρθρου 8 του ν. 2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

 

«1.Β. Η Τράπεζα της Ελλάδος αιτιολογεί και κοινοποι­εί στους ενδιαφερομένους, στις αρμόδιες αρχές των κρατών - μελών υποδοχής και στην Επιτροπή των Ευρω­παϊκών Κοινοτήτων την απόφαση της για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος.»

 

2. Όταν η Τράπεζα της Ελλάδος ανακαλεί την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, τιθεμένου τούτου υπό εκκαθάριση (άρθρα 8 και 9 παρ. 1 του ν. 1665/1951), ενώ δεν έχουν ληφθεί μέτρα εξυγίανσης ή τα ληφθέντα έχουν αποτύχει, ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές των κρατών - μελών υποδοχής για την ανάκληση αυτή, προκειμένου να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εμποδίσουν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα να προβεί σε νέες πράξεις στο έδαφος τους και να διασφαλίσουν τα συμφέροντα των καταθετών.

 

3. Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας που προβλέπε­ται στην παράγραφο 2 δεν κωλύει τον εκκαθαριστή να εξακολουθήσει ορισμένες δραστηριότητες του πιστω­τικού ιδρύματος στο βαθμό που απαιτείται ή ενδείκνυ­ται για τις ανάγκες της εκκαθάρισης, υπό τον έλεγχο και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος.

 

 

Αρθρο 14

 

Απόδειξη του διορισμού εκκαθαριστή

 

1. Ο διορισμός του εκκαθαριστή αποδεικνύεται είτε με την προσκόμιση επικυρωμένου αντιγράφου της απόφα­σης διορισμού είτε με οποιαδήποτε άλλη βεβαίωση των αρμόδιων διοικητικών ή δικαστικών αρχών του κράτους - μέλους καταγωγής.

 

2. Αν ο εκκαθαριστής προτίθεται να ενεργήσει στην Ελλάδα, ως χώρα υποδοχής, απαιτείται μετάφραση του εγγράφου νομιμοποίησης του στην ελληνική, χωρίς να απαιτείται άλλου τύπου νομιμοποίηση ή άλλη ανάλογη διατύπωση.

Ειδικότερα, ο διορισμός εκκαθαριστή στην Ελλάδα ως χώρα καταγωγής αποδεικνύεται σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο και ιδίως:

α. ο διορισμός εκκαθαριστή από την Τράπεζα της Ελλάδος αποδεικνύεται με την προσκόμιση του σχετι­κού Φύλλου Εφημερίδας της Κυβερνήσεως στο οποίο δημοσιεύεται η περί διορισμού του Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 1665/1951,

β. ο διορισμός συνδίκου από το πτωχευτικό δικα­στήριο αποδεικνύεται σύμφωνα με τις διατάξεις περί πτωχεύσεως του Εμπορικού Νόμου.

 

3.  Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 8, εφαρμόζονται αναλόγως και για τον εκκαθαριστή.

 

 

Αρθρο 15

 

Δημοσίευση

 

1.  Η απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθά­ρισης πιστωτικού ιδρύματος δημοσιεύεται από τον εκκαθαριστή, άλλως από οποιαδήποτε διοικητική ή δικαστική αρχή, με την καταχώριση αποσπάσματος της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, την Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και σε δύο τουλάχιστον εφημερίδες που κυκλοφορούν στην επικράτεια κάθε κράτους - μέλους υποδοχής.

 

2. Η απόφαση έναρξης της διαδικασίας εκκαθάρισης πιστωτικού ιδρύματος καταχωρίζεται στο μητρώο ανω­νύμων εταιρειών, στο οποίο καταχωρούνται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7α του κ.ν. 2190/1920 όλες οι μεταβολές των πράξεων και στοιχείων των ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών και των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα των αλλοδαπών τραπεζικών επιχειρήσεων.

 

 

Αρθρο 16

 

Ενημέρωση των γνωστών πιστωτών

 

Μόλις αρχίσει η διαδικασία εκκαθάρισης, ο εκκαθα­ριστής ενημερώνει ταχέως και ατομικά όλους τους γνωστούς πιστωτές που έχουν την κατοικία, τη συ­νήθη διαμονή ή την καταστατική τους έδρα σε άλλα κράτη - μέλη.

Η ενημέρωση γίνεται με την αποστολή σημειώμα­τος το οποίο αναφέρει, μεταξύ άλλων, τις τηρητέες προθεσμίες, τις κυρώσεις που προβλέπονται ως προς τις προθεσμίες αυτές, το αρμόδιο όργανο ή την αρχή προς το οποίο ή την οποία πρέπει να αναγγέλλονται οι απαιτήσεις ή να υποβάλλονται οι παρατηρήσεις σχετι­κά με τις απαιτήσεις, καθώς και τα άλλα επιβεβλημένα μέτρα. Το σημείωμα αναφέρει επίσης αν οι πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις έχουν προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια, οφείλουν να προβούν σε αναγγελία της απαιτήσεως.

 

 

Αρθρο 17

 

Εκπλήρωση παροχών

 

1. Τρίτοι, που προβαίνουν σε εκπλήρωση παροχής προς πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο δεν είναι νομικό πρό­σωπο και αποτελεί αντικείμενο διαδικασίας εκκαθάρι­σης που έχει αρχίσει σε άλλο κράτος - μέλος και όχι προς τον εκκαθαριστή της διαδικασίας αυτής και οι οποίοι αγνοούν την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρι­σης, ελευθερώνονται.

 

2. Τεκμαίρεται άγνοια του πιστωτή ως προς την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, αν η παροχή έγινε πριν από τη δημοσίευση της απόφασης περί έναρξης της διαδικασίας αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 15. Αντίθετα, αν η παροχή έγινε μετά την προαναφερθείσα δημοσίευση θεσπίζεται μαχητό τεκμήριο γνώσης του πιστωτή.

 

 

Αρθρο 18

 

Δικαίωμα αναγγελίας απαιτήσεων Γλώσσα αναγγελίας

 

1. Πιστωτές που έχουν την κατοικία, τη συνήθη δια­μονή ή την καταστατική τους έδρα σε κράτος - μέλος διάφορο του κράτους - μέλους καταγωγής, όπως και οι δημόσιες αρχές των κρατών - μελών, έχουν δικαίωμα να αναγγέλλουν εγγράφως τις απαιτήσεις τους ή να υποβάλλουν εγγράφως παρατηρήσεις σχετικά με αυ­τές. Αν το κράτος - μέλος καταγωγής είναι η Ελλάδα, οι απαιτήσεις των πιστωτών αυτών πρέπει να έχουν την ίδια μεταχείριση και κατάταξη με τις ομοειδείς απαιτή­σεις που αναγγέλλονται από πιστωτές που έχουν την κατοικία, τη συνήθη διαμονή ή την καταστατική τους έδρα στην Ελλάδα.

 

2. Ο πιστωτής αποστέλλει στον εκκαθαριστή επίσημο αντίγραφο των αποδεικτικών στοιχείων της απαίτησης του και αναφέρει το είδος της, το χρόνο γέννησης της και το ύψος αυτής. Αναφέρει επίσης αν η απαίτηση του είναι προνομιούχος ή εμπραγμάτως εξασφαλισμένη, αν υπάρχει επιφύλαξη κυριότητας, καθώς και τα περιουσιακά του στοιχεία, που αποτελούν το αντικείμενο της εμπράγματης αυτής ασφάλειας.

 

3. Η ενημέρωση σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 πραγματοποιείται στην ελληνική γλώσσα, όταν χώρα καταγωγής είναι η Ελλάδα. Χρησιμοποιείται προς τούτο έντυπο που φέρει, σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον τίτλο «Πρόσκληση για αναγ­γελία απαιτήσεως - Τηρητέες προθεσμίες».

 

4. Οι πιστωτές, που έχουν την κατοικία, τη συνήθη διαμονή ή την καταστατική έδρα τους σε κράτος - μέ­λος διαφορετικό από το κράτος - μέλος καταγωγής, μπορούν να αναγγέλλουν την απαίτηση τους ή να υπο­βάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με αυτή, στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του εν λόγω κράτους - μέλους. Αν το κράτος - μέλος καταγωγής είναι η Ελλάδα η αναγγελία της απαιτήσε­ως πρέπει να φέρει τον τίτλο «Αναγγελία απαιτήσεως» στην ελληνική γλώσσα. Εναλλακτικά, υποχρεούται να προσκομίσει μετάφραση της αναγγελίας της απαιτή­σεως στην ελληνική γλώσσα.

 

 

Αρθρο 19

 

Τακτική ενημέρωση των πιστωτών

 

Οι εκκαθαριστές υποχρεούνται να ενημερώνουν τα­κτικά με τον κατάλληλο τρόπο τους πιστωτές για την πορεία της εκκαθάρισης.

 

 

Αρθρο 20

 

Εκκαθάριση υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμά­των με καταστατική έδρα εκτός Κοινότητας

 

 

Β. ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΜΕ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗ ΕΔΡΑ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

 

1. Στην περίπτωση πιστωτικών ιδρυμάτων με κατα­στατική έδρα σε χώρα εκτός Κοινότητας, που έχουν υποκαταστήματα σε δύο ή περισσότερα κράτη - μέλη, περιλαμβανομένης και της Ελλάδος, οι ελληνικές διοι­κητικές ή δικαστικές αρχές οφείλουν να ενημερώνουν, δια μέσου της Τράπεζας της Ελλάδος, τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών - μελών, όπου το πιστωτικό ίδρυμα έχει συστήσει υποκαταστήματα, για την από­φαση τους να κινήσουν τη διαδικασία εκκαθάρισης και για τα συγκεκριμένα αποτελέσματα που μπορεί αυτή να έχει. Η ενημέρωση πρέπει να γίνεται αμελλητί, με όλα τα πρόσφορα μέσα και κατά κανόνα πριν την έναρξη της εκκαθάρισης ή διαφορετικά αμέσως μετά.

 

2. Οι ελληνικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές, όταν αποφασίσουν την έναρξη διαδικασιών εκκαθάρισης υπο­καταστήματος πιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, οφείλουν να ενημερώ­νουν τις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών - μελών όπου λειτουργούν υποκαταστήματα των πιστωτικών αυτών ιδρυμάτων σχετικά με την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης. Αντίστοιχη υποχρέωση ενημέρωσης για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας έχει η Τράπεζα της Ελλάδος. Η διαβίβαση της σχετικής ενημέρωσης πραγματοποιείται δια μέσου των αρμόδιων αρχών.

 

3.  Οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές των κρατών -μελών όπου είναι εγκατεστημένα τα υποκαταστήματα ιδρυμάτων με καταστατική έδρα σε χώρα εκτός Κοι­νότητας, όπως και οι τυχόν εκκαθαριστές, οφείλουν να συντονίζουν τις ενέργειες τους.

 

 

Αρθρο 21

 

Αποτελέσματα επί ορισμένων συμβάσεων και δικαιωμάτων

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'

ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΠΙ ΜΕΤΡΩΝ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ

 

1. Τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης ή της έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης για τις συμβάσεις και τις σχέσεις εργασίας διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο του κράτους - μέλους που διέπει τη σύμβαση εργασίας.

 

2.  Τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης ή της έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης για τις συμβάσεις που παρέχουν δικαίωμα καρπώσεως ακινήτου ή κτή­σεως κυριότητας σε αυτό διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο του κράτους - μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το ακίνητο. Το δίκαιο αυτό ορίζει και αν ένα περιουσιακό στοιχείο είναι κινητό ή ακίνητο.

 

3.  Τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης ή της έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης για τα δικαιώματα επί ακινήτου, πλοίου ή αεροσκάφους που καταχωρίζο­νται σε δημόσια βιβλία διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο του κράτους - μέλους που επιτάσσει την τήρηση του βιβλίου.

 

 

Αρθρο 22

 

Εμπράγματα δικαιώματα

 

1. Η θέση σε εφαρμογή στην Ελλάδα μέτρων εξυ­γίανσης ή η έναρξη διαδικασιών εκκαθάρισης δεν θί­γουν το εμπράγματο δικαίωμα πιστωτή ή τρίτου τόσον επί συγκεκριμένων ενσωμάτων ή ασωμάτων αντικει­μένων, κινητών ή ακινήτων, όσον και επί πλειονότητας μη ορισμένων, εναλλασσόμενων αντικειμένων που ανήκουν στο πιστωτικό ίδρυμα και βρίσκονται στην επικράτεια άλλου κράτους - μέλους κατά το χρόνο θέσης σε εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης ή έναρξης της διαδικασίας εκκαθάρισης.

 

2. Τα δικαιώματα της παραγράφου 1 είναι ιδίως:

α) Το δικαίωμα απευθείας ή δια μέσου τρίτου διάθε­σης περιουσιακού στοιχείου και ικανοποίησης από το τίμημα ή τις προσόδους του, ιδίως δυνάμει ενεχύρου ή υποθήκης.

β) Το αποκλειστικό δικαίωμα είσπραξης μιας απαίτη­σης, ιδίως το δικαίωμα το οποίο είναι ασφαλισμένο είτε με ενέχυρο, αντικείμενο του οποίου είναι η απαίτηση είτε με εκχώρηση της απαίτησης αυτής.

γ) Το δικαίωμα διεκδίκησης του περιουσιακού στοι­χείου εις χείρας οποιουδήποτε κατέχοντος ή καρπουμένου αντίθετα προς την επιθυμία του δικαιούχου ή και επιστροφής του στον διεκδικούντα.

δ) Το δικαίωμα καρπώσεως περιουσιακού στοιχείου.

 

3.  Δικαίωμα που εγγράφεται σε δημόσιο βιβλίο και είναι αντιτάξιμο έναντι τρίτων βάσει του οποίου δύναται να αποκτηθεί εμπράγματο δικαίωμα, κατά την έννοια της παραγράφου 1, εξομοιώνεται προς εμπράγματο δικαίωμα.

 

 

Αρθρο 23

 

Επιφύλαξη κυριότητας

 

1. Η θέση σε εφαρμογή στην Ελλάδα μέτρων εξυγίαν­σης ή η έναρξη διαδικασιών εκκαθάρισης κατά πιστωτι­κού ιδρύματος, που έχει αγοράσει περιουσιακό στοιχείο, δεν θίγει τα δικαιώματα του πωλητή, τα οποία βασίζο­νται σε επιφύλαξη της κυριότητας, αν κατά το χρόνο θέσης σε εφαρμογή των μέτρων αυτών ή έναρξης της διαδικασίας εκκαθάρισης το περιουσιακό στοιχείο βρί­σκεται στο έδαφος άλλου κράτους - μέλους.

 

2. Η θέση σε εφαρμογή στην Ελλάδα μέτρων εξυγί­ανσης ή η έναρξη διαδικασιών εκκαθάρισης κατά πι­στωτικού ιδρύματος που πωλεί ένα περιουσιακό του στοιχείο, μετά την παράδοση του, προκειμένου περί κινητών, προκειμένου δε περί ακινήτων μετά την ολο­κλήρωση της διαδικασίας μεταβίβασης που γίνεται με τη μεταγραφή του συμβολαιογραφικού εγγράφου, δεν εμποδίζει τον αγοραστή να αποκτήσει την κυριότητα του πωληθέντος, αν κατά το χρόνο της θέσης σε εφαρ­μογή των μέτρων εξυγίανσης ή έναρξης της διαδικα­σίας εκκαθάρισης, το περιουσιακό στοιχείο βρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους - μέλους.

 

 

Αρθρο 24

 

Συμψηφισμός

 

Η θέση σε εφαρμογή στην Ελλάδα μέτρων εξυγίανσης ή η έναρξη διαδικασιών εκκαθάρισης δεν θίγει το δικαίωμα του πιστωτή να ζητήσει το συμψηφισμό της απαίτησης του με απαίτηση του πιστωτικού ιδρύματος υπό την προϋπό­θεση ότι ο συμψηφισμός επιτρέπεται από το δίκαιο που διέπει την απαίτηση του πιστωτικού ιδρύματος.

 

 

Αρθρο 25

 

Αγωγές περί ακυρότητας και ακυρωσίας

 

Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 22, του άρθρου 23 και του άρθρου 24 δεν κωλύουν τις αγωγές για αναγνώριση της ακυρότητας ή ακυρωσίας ή κή­ρυξης του ανενεργού δικαιοπραξιών σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. ιβ' του άρθρου 11 του παρόντος.

 

 

Αρθρο 26

 

Lex rei sitae

 

Η άσκηση των δικαιωμάτων κυριότητας ή άλλων δι­καιωμάτων επί τίτλων, των οποίων η ύπαρξη ή η μεταβίβαση προϋποθέτει την εγγραφή τους σε δημόσιο βιβλίο, λογαριασμό ή κεντρικό σύστημα καταθέσεων το οποίο τηρείται ή ευρίσκεται σε κράτος - μέλος, δι­έπεται από το δίκαιο του κράτους - μέλους στο οποίο τηρείται ή ευρίσκεται το δημόσιο βιβλίο, ο λογαριασμός ή το κεντρικό σύστημα καταθέσεων στο οποίο έχουν εγγραφεί τα δικαιώματα αυτά.

 

 

Αρθρο 27

 

Σύμφωνα συμψηφισμού και μετατροπής χρέους

 

Τα σύμφωνα συμψηφισμού και μετατροπής χρέους («netting agreements») διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο που διέπει τη σχετική σύμβαση.

 

 

Αρθρο 28

 

Σύμφωνα επαναγοράς

 

Με την επιφύλαξη του άρθρου 26, τα σύμφωνα επα­ναγοράς διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο που διέπει τη σχετική σύμβαση.

 

 

Αρθρο 29

 

Οργανωμένη αγορά

 

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 26, οι συναλλαγές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο οργα­νωμένης αγοράς διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σύμβαση που τις διέπει.

 

 

Αρθρο 30

 

Εγγραφή σε δημόσιο βιβλίο

 

1. Ο διαχειριστής, ο εκκαθαριστής και η διοικητική ή δικαστική αρχή, όταν τούτο προβλέπεται από το δίκαιο κράτους - μέλους, ζητούν την καταχώριση του μέτρου εξυγίανσης ή της απόφασης περί έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης στο κτηματολόγιο, το μητρώο των εμπό­ρων ή σε κάθε άλλο δημόσιο βιβλίο που τηρείται στο κράτος - μέλος αυτό.

 

2. Τα έξοδα καταχώρισης θεωρούνται ως έξοδα και δαπάνες της διαδικασίας.

 

 

Αρθρο 31

 

Επιβλαβείς πράξεις

 

Η διάταξη της περ. ιβ' του άρθρου 11 δεν ισχύει εάν ο ωφελούμενος από πράξη επιβλαβή για το σύνολο των πιστωτών αποδείξει ότι η πράξη αυτή διέπεται από το δίκαιο κράτους - μέλους διαφορετικού από το κράτος - μέλος καταγωγής, το οποίο δεν προβλέπει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κανένα μέσο προσβολής της πράξης αυτής.

 

 

Αρθρο 32

 

Προστασία τρίτων

 

Αν πιστωτικό ίδρυμα συνάψει μετά τη λήψη μέτρου εξυγίανσης ή την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης δι­καιοπραξία με την οποία διατίθενται από επαχθή αιτία α) ακίνητο, β) πλοίο ή αεροσκάφος που εγγράφεται υποχρεωτικά σε δημόσιο βιβλίο ή γ) τίτλοι ή δικαιώματα επί αυτών των τίτλων, για την ύπαρξη ή τη μεταβίβαση των οποίων απαιτείται η εγγραφή σε δημόσιο βιβλίο ή λογαριασμό ή οι οποίοι τοποθετούνται σε κεντρικό σύστημα καταθέσεων που τηρείται ή ευρίσκεται σε κράτος - μέλος, το κύρος της δικαιοπραξίας διέπεται από το δίκαιο του κράτους - μέλους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται το ακίνητο αυτό ή το οποίο επιτάσ­σει την τήρηση του εν λόγω βιβλίου, λογαριασμού ή συστήματος καταθέσεων.

 

 

Αρθρο 33

 

Εκκρεμοδικία

 

Τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης ή της δια­δικασίας εκκαθάρισης επί εκκρεμούς δίκης με αντικείμενο πράγμα ή δικαίωμα των οποίων έχει απεκδυθεί το πιστωτικό ίδρυμα διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο του κράτους - μέλους στο οποίο υφίσταται η εκκρεμοδικία.

 

 

Αρθρο 34

 

Επαγγελματικό απόρρητο

 

Όλα τα πρόσωπα τα οποία καλούνται να λάβουν ή να δώσουν πληροφορίες στο πλαίσιο των διαδικασιών ενημέρωσης ή διαβουλεύσεων που προβλέπονται στα άρθρα 5, 9, 10, 12 και 20 δεσμεύονται από το επαγγελμα­τικό απόρρητο σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.

 

 

Αρθρο 35

 

Εξουσιοδοτήσεις

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος νόμου δύνανται να ρυθμίζονται κατά περίπτωση με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης ή με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.

 

 

Αρθρο 36

 

Μεταβατική διάταξη

 

Μέτρα που ελήφθησαν ή διαδικασίες που άρχισαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος εξακολου­θούν να διέπονται από το δίκαιο που ίσχυε κατά τη λήψη του μέτρου ή την έναρξη της διαδικασίας.

 

 

Αρθρο 37

 

Στο άρθρο 1 του ν. 2322/1995 (ΦΕΚ143 Α') προστίθεται παρ. 8 ως εξής:

 

«8. α. Συνιστάται στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους Συμβούλιο Διαχείρισης και Αξιολόγησης της εγγυητικής ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου, με τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

αα) Εξέταση ανά φορέα των υποπεριπτώσεων ββ' και γγ' της περίπτωσης α', της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος υπέρ του οποίου παρέχεται η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, εάν συντρέχουν οι προϋπο­θέσεις που τίθενται στην Ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης Ε.Κ. στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (2000/ C71/07).

ββ) Αξιολόγηση της βιωσιμότητας των φορέων των υποπεριπτώσεων ββ' και γγ' της περίπτωσης α', της πα­ραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος και να εγκρίνει συγκεκριμένα οικονομικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν ανά φορέα, προκειμένου να παρασχεθεί και να ισχύσει η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου με γνώμονα πάντα τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του φορέα.

γγ) Εισήγηση προς τον Υφυπουργό Οικονομίας και Οικονομικών μέτρων για τη διασφάλιση των συμφερό­ντων του Ελληνικού Δημοσίου που προκύπτουν από την εγγυητική του ευθύνη και ειδικότερα τη θέση της εταιρείας σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης ή την υπα­γωγή της στις διατάξεις των άρθρων 44, 45, 46 ή 46α του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α').

δδ) Εξέταση αιτημάτων των φορέων ή και των πι­στωτικών ιδρυμάτων, σχετικά με τις προαναφερόμενες αρμοδιότητες του.

εε) Εκπόνηση μελετών για περιοχές, κλάδους και δραστηριότητες και εισήγηση στην υποεπιτροπή του άρθρου 6 του παρόντος νόμου των όρων και των προϋ­ποθέσεων παροχής της εγγύησης του Ελληνικού Δη­μοσίου, κατά περίπτωση.

β. Το Συμβούλιο είναι ενδεκαμελές και απαρτίζεται από:

- τον Προϊστάμενο της 25ης Διεύθυνσης Κίνησης Κε­φαλαίων, Εγγυήσεων Δανείων και Αξιών, ως Πρόεδρο,

-  τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Πιστωτικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών,

- τον Προϊστάμενο του Δ' Τμήματος της 25ης Διεύ­θυνσης Κίνησης Κεφαλαίων, Εγγυήσεων Δανείων και Αξιών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους,

- έναν υπάλληλο με βαθμό Α' της Διεύθυνσης Ευρω­παϊκής Ένωσης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομι­κών,

- έναν υπάλληλο με βαθμό Α' του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους,

- έναν υπάλληλο της Γενικής Διεύθυνσης Ιδιωτικών Επεν­δύσεων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών,

-  έναν εκπρόσωπο της Κεντρικής Ένωσης Επιμελη­τηρίων Ελλάδος,

-  έναν εκπρόσωπο του Συνδέσμου Ελληνικών Βιο­μηχανιών,

-  έναν εκπρόσωπο του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βο­ρείου Ελλάδος,

- ένα εξειδικευμένο στέλεχος σε θέματα διαχείρισης επιχειρηματικών κρίσεων και αναδιάρθρωσης υποχρε­ώσεων και

-  ένα εξειδικευμένο στέλεχος σε θέματα Ιδιωτικών Επενδύσεων και εκσυγχρονισμού επιχειρηματικών μο­νάδων, ως μέλη.

Το Συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουρ­γού Οικονομίας και Οικονομικών. Με την ίδια απόφαση ορίζεται Γραμματέας του Συμβουλίου, υπάλληλος της 25ης Διεύθυνσης Κίνησης Κεφαλαίων, Εγγυήσεων Δα­νείων και Αξιών.

Στις Συνεδριάσεις του Συμβουλίου δύνανται να πα­ρίστανται κατά περίπτωση και χωρίς δικαίωμα ψήφου, οι εκπρόσωποι των κλάδων ή των φορέων των οποίων τα θέματα εξετάζονται.

γ. Η αποζημίωση των ιδιωτών που συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και η δαπάνη βαρύνει τον εκτός Προϋπολογισμού Λογαριασμό «Γ.Λ.Κ. Δ25 - Κεφάλαιον Ασφαλίσεως Χρηματοδοτήσεων εκ Κεφαλαίων ή Εγγυήσει του Ελληνικού Δημοσίου».

δ. Οι φορείς που αναφέρονται στις υποπεριπτώσεις ββ' και γγ' της περίπτωσης α', της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, των οποίων οι εγγυημένες από το Ελληνικό Δημόσιο οφειλές ανέρχονται σε ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του 20% των συνολικών υποχρεώ­σεων τους, είναι δυνατόν να υπαχθούν στις διατάξεις των άρθρων 44, 45, 46 ή 46α του ν. 1892/1990, εφόσον υποβληθεί η σχετική αίτηση προς το αρμόδιο εφετείο με πρωτοβουλία ή με σύμφωνη γνώμη του Ελληνικού Δημοσίου και εκδοθεί απόφαση του εφετείου.

ε. Οι διατάξεις της παρούσης παραγράφου δεν θίγουν τις αρμοδιότητες της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτι­κής του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.»

 

 

Αρθρο 38

 

ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ Οργανισμών και Φορέων Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας

 

1. Συνιστάται Ειδική Γραμματεία Συντονισμού Οργανι­σμών και Φορέων Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινω­νικής Προστασίας, η οποία τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.

Της Ειδικής Γραμματείας προΐσταται μετακλητός Ει­δικός Γραμματέας με βαθμό 2ο της κατηγορίας των ειδικών θέσεων, ο οποίος διορίζεται και παύεται με κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.

 

2. Η Ειδική Γραμματεία Συντονισμού Οργανισμών και Φορέων Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προ­στασίας έχει ως έργο:

- το συντονισμό των δράσεων, μέτρων, προγραμμάτων και πολιτικών που υλοποιούνται από τους εποπτευόμε­νους οργανισμούς και ασφαλιστικούς φορείς,

- το συντονισμό της ποιοτικής και ποσοτικής αναβάθ­μισης των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τον Πολίτη μέσα από συμβάσεις συνεργασίας,

- τη διερεύνηση των δυνατοτήτων και την εφαρμογή μέτρων ανάπτυξης συνεργασίας μεταξύ των εποπτευό­μενων από το Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας οργανισμών και ασφαλιστικών φορέων,

-  την παρακολούθηση και αξιολόγηση των δράσε­ων, προγραμμάτων, μέτρων και πολιτικών κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας που ασκούνται από τους οργανισμούς αυτούς,

- την ανάπτυξη και εφαρμογή δραστηριοτήτων, που συνδέονται με τη βέλτιστη αξιοποίηση των διατιθέμε­νων πόρων,

- το συντονισμό για καθιέρωση ενιαίων λειτουργιών και καθιέρωση διαδικασιών συνεργασίας και αλληλοεξυπηρέτησης μεταξύ τους.

 

3. Για την πραγματοποίηση των σκοπών της, η Ειδική Γραμματεία Συντονισμού Οργανισμών και Φορέων Υπουρ­γείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας μπορεί:

(α) να ζητά και να λαμβάνει στοιχεία σχετικά με δρά­σεις, πολιτικές, έργα, μελέτες, υπηρεσίες και προγράμ­ματα την εκτέλεση ή παροχή των οποίων προωθούν ή σχεδιάζουν οι εποπτευόμενοι από το Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας οργανισμοί και φορείς απασχόλησης, κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας

(β) να ζητά και να λαμβάνει από οποιονδήποτε Δημό­σιο ή Ιδιωτικό Φορέα κάθε πληροφορία ή στοιχείο που απαιτείται για τη βέλτιστη υλοποίηση του έργου της

(γ) να συνεργάζεται με εξωτερικούς συμβούλους, εκ­παιδευτικούς φορείς, ερευνητικά κέντρα, κοινωνικούς φορείς, εθελοντικές οργανώσεις, συνδικαλιστικούς φο­ρείς των εργαζομένων και των εργοδοτών, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, κ.ά. στην κατεύθυνση επίτευξης της ευρύτερης δυνατής κοινωνικής συμμαχίας και δυ­ναμικής στην υλοποίηση του έργου της

(δ) να παρακολουθεί την υλοποίηση και την αποτε­λεσματικότητα της εφαρμογής των μέτρων και των πολιτικών, να προβαίνει σε επικαιροποίηση των στοχεύσεων και των χρονοδιαγραμμάτων έργων, σε συ­νεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας αλλά και τις αρμόδιες υπηρεσίες των εμπλεκόμενων και εποπτευό­μενων ασφαλιστικών Φορέων

(ε) να συντάσσει και να διανέμει έντυπο υλικό με πληροφορίες και οδηγίες σχετικά με τις πολιτικές δράσης, πρωτοβουλίες και τους σκοπούς που αυτές εξυπηρετούν

(στ) να σχεδιάζει μελέτες και έργο που συντελούν στην καλύτερη οργάνωση και εφαρμογή του έργου της

(ζ) να συντονίζει και να στηρίζει οριζόντιες συνεργα­σίες μεταξύ των φορέων και οργανισμών προς επίτευξη ποσοτικής και ποιοτικής αναβάθμισης των παρεχόμε­νων προς τον Πολίτη υπηρεσιών

(η) να σχεδιάζει και να συντονίζει ετήσιο Εθνικό Πρό­γραμμα Κοινωνικής Προστασίας για τη στήριξη των ασθενέστερων πολιτών

(θ) να ελέγχει την εφαρμογή και την επαρκή υλοποίηση των μέτρων και των πολιτικών.

 

4. Για τη στελέχωση της Ειδικής Γραμματείας συ­νιστώνται δώδεκα (12) θέσεις ειδικών συνεργατών εκ των οποίων δέκα (10) θέσεις κατηγορίας ΠΕ και δύο (2) θέσεις κατηγορίας ΔΕ, ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, η πλήρωση των οποίων γίνεται με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστα­σίας. Με όμοια απόφαση καθορίζονται οι ειδικότητες και τα προσόντα που απαιτούνται για την πρόσληψη του προσωπικού αυτού. Η σύμβαση των προσώπων αυ­τών λύεται αυτοδίκαια και χωρίς αποζημίωση με την αποχώρηση για τον οποιονδήποτε λόγο του Ειδικού Γραμματέα.

Με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού μπορεί να αποσπάται στην Ειδική Γραμματεία κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων προσωπικό που υπηρετεί στο Δημόσιο και το δημόσιο τομέα. Στις ίδιες αποφάσεις ορίζεται η χρονική διάρκεια της απόσπασης.

Οι αποδοχές του Ειδικού Γραμματέα ορίζονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην υπ' αριθμ. 2/70481/0022/04 (ΦΕΚ 1874 Β') κοινή υπουργική απόφαση, όπως ισχύει κάθε φορά, και του προσωπικού της Ειδικής Γραμματείας σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 16 του άρθρου 55 του π.δ. 63/2005 (ΦΕΚ 98 Α').

Οι δαπάνες λειτουργίας και μισθοδοσίας του Ειδι­κού Γραμματέα και του προσωπικού της βαρύνουν τον Προϋπολογισμό του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοι­νωνικής Προστασίας.

Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοι­νωνικής Προστασίας μπορούν να ρυθμίζονται ειδικό­τερα θέματα της Ειδικής Γραμματείας σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία της, τη γραμματειακή της υποστήριξη και κάθε άλλο θέμα.

 

 

Αρθρο 39

 

Έναρξη ισχύος

 

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσί­ευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεση του ως νόμου του Κράτους.