ΝΟΜΟΣ
3327/2005 - ΦΕΚ 70/Α/11.3.2005
Μέτρα ενίσχυσης του εσωτερικού ελέγχου και της
διαφάνειας στη Δικαιοσύνη.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Αρθρο 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 224 του Ποινικού
Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Όποιος ως διάδικος σε πολιτική δίκη δίνει εν
γνώσει του ψευδή όρκο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.»
2. Η διάταξη του άρθρου 225 του Ποινικού Κώδικα
αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται:
α) όποιος, όταν εξετάζεται χωρίς όρκο ως διάδικος ή
μάρτυρας από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του καταθέτει
ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια,
β) όποιος δηλώνει πως είναι έτοιμος να δώσει στο
δικαστήριο ψευδή όρκο, που όμως δεν έδωσε, γιατί ο αντίδικος τον δέχτηκε σαν
δοσμένο.
2. Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή με
χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, σε κάθε άλλη περίπτωση, όταν εξετάζεται από
κάποια αρχή ή από εξουσιοδοτημένο όργανο της ή όταν αναφέρεται σε αυτήν,
εκθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Με την ίδια
ποινή τιμωρείται όποιος εμφανίζεται ως μάρτυρας ενώπιον κάποιας αρχής και
αρνείται επίμονα να δώσει τη μαρτυρία του ή τον όρκο της μαρτυρίας του.»
3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 226 του Ποινικού
Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Όποιος ως πραγματογνώμονας ή διερμηνέας εν
γνώσει εκθέτει με όρκο ψέματα ή αποκρύπτει την αλήθεια, τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον δύο ετών.»
4. Η παράγραφος 3 του άρθρου 226 του Ποινικού
Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν η ψευδής γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα ή η
ψευδής μετάφραση του διερμηνέα έγιναν χωρίς όρκο, επιβάλλεται φυλάκιση
τουλάχιστον δύο ετών.»
5. Η παράγραφος 1 του άρθρου 227 του Ποινικού
Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Στις περιπτώσεις των άρθρων 224 και 226 παρ. 1
επιβάλλεται στον υπαίτιο και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για ένα έως πέντε
έτη.»
6. Η παράγραφος 1 του άρθρου 229 του Ποινικού
Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή
αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική
παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτήν, τιμωρείται με
φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.»
7. Η διάταξη του άρθρου 237 του Ποινικού Κώδικα
αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Εκείνος που καλείται κατά το νόμο να εκτελέσει
δικαστικά καθήκοντα ή ο διαιτητής, αν απαιτήσουν ή δεχθούν δώρα ή άλλα
ωφελήματα που δεν δικαιούνται ή την υπόσχεση ότι θα τα λάβουν με το σκοπό να
διεξαχθεί ή να κριθεί μια υπόθεση που τους έχει ανατεθεί υπέρ ή εναντίον
κάποιου, τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή από
εκατό χιλιάδες έως ένα εκατομμύριο ευρώ.
2. Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος
για το σκοπό που αναφέρθηκε προσφέρει, υπόσχεται, διαμεσολαβεί ή δίνει τέτοια
δώρα ή ωφελήματα σε κάποιο από τα πρόσωπα της παραγράφου 1 ή σε οικείο τους.»
Αρθρο 2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΩΝ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
1. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του
στοιχείου Β' του άρθρου 17 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης
Δικαστικών Λειτουργών, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 35 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:
«Στο δικαστήριο που ενεργεί την κλήρωση μετέχουν
δύο γραμματείς, οι οποίοι τηρούν τα πρόχειρα πρακτικά χωριστά με χρήση χημικού
χάρτη σε δύο όμοια πρωτότυπα ο καθένας, τα οποία υπογράφονται στην έδρα από τα
μέλη της σύνθεσης. Το ένα από αυτά αναρτάται αμέσως στον πίνακα ανακοινώσεων του
δικαστηρίου.»
2. Η παράγραφος 7 του ίδιου στοιχείου του παραπάνω
άρθρου αντικαθίσταται ως εξής:
«7.α. Αντικατάσταση δικαστή που έχει κληρωθεί ως
μέλος της σύνθεσης δικαστηρίου, καθώς και του εισαγγελέα δεν επιτρέπεται παρά
μόνον από τον αναπληρωματικό δικαστή που ορίζεται κατά τη διαδικασία των
παραγράφων 4 και 5 για λόγους ασθενείας ή ανυπέρβλητης υπηρεσιακής ή προσωπικής
ανάγκης του κληρωθέντος μέλους της σύνθεσης του δικαστηρίου. Ο λόγος της
αναπλήρωσης αναγράφεται στα πρακτικά του δικαστηρίου.
β. Όπου δεν διενεργείται κλήρωση, ο δικαστής ή ο
εισαγγελέας που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία αν εμφανιστεί
ανυπέρβλητη δυσχέρεια για την κατάρτιση της σύνθεσης του δικαστηρίου, με
αιτιολογημένη πράξη του αντικαθιστά ή ορίζει τους δικαστές ή τον εισαγγελέα
αντιστοίχως.»
3. Στο άρθρο 17 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.
προστίθεται στοιχείο Γ ως εξής:
«Γ. Κλήρωση των συνθέσεων σε υποθέσεις ασφαλιστικών
μέτρων
1. Σε όσα Πρωτοδικεία προβλέπεται οργανικός αριθμός
δέκα τουλάχιστον δικαστών, οι συνθέσεις για την εκδίκαση των υποθέσεων
ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 683,684 Κ.Πολ.Δ.)
καταρτίζονται με κλήρωση.
2. Η κλήρωση για την κατάρτιση των συνθέσεων στις
δικάσιμους αυτές γίνεται από το Πολυμελές Πρωτοδικείο, του οποίου η σύνθεση
ορίζεται για το σκοπό αυτόν από το Συμβούλιο Διοίκησης, όπου αυτό υπάρχει, ή το
δικαστή που διευθύνει το οικείο δικαστήριο. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο
συνεδριάζει δημόσια την πρώτη, εκτός από την 1η Ιανουαρίου, και δέκατη έκτη
ημέρα κάθε μήνα. Με την κλήρωση καταρτίζονται οι συνθέσεις μέχρι και τρεις ημέρες
μετά την ημερομηνία της επόμενης συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Αν η
συνεδρίαση συμπέσει με μη εργάσιμη ημέρα ή ματαιωθεί για οποιονδήποτε λόγο,
γίνεται την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα. Αν ανακύψει στην τελευταία περίπτωση
ανυπέρβλητη δυσχέρεια για την κατάρτιση της σύνθεσης, ο δικαστής ή ο Πρόεδρος
του Συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο, με αιτιολογημένη πράξη τους,
ορίζουν τους δικαστές που θα διενεργήσουν την κλήρωση τη συγκεκριμένη ημέρα.
3. Ο δικαστής ή το Συμβούλιο Διοίκησης που διευθύνει
το δικαστήριο καταρτίζουν πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ' αρχαιότητα και
με αριθμητική σειρά τα ονόματα όλων των προέδρων πρωτοδικών και των αναγκαιούντων για την κατάρτιση των συνθέσεων αρχαιότερων
πρωτοδικών. Με βάση τους παραπάνω πίνακες ενεργείται η κλήρωση έως ότου
συγκροτηθούν όλες οι συνθέσεις των δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα που
αναφέρεται στην παράγραφο 2. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις
των παραγράφων 4,5 και 6 του στοιχείου Β' του παρόντος άρθρου.
4. α. Κατά την περίοδο των δικαστικών διακοπών η
κλήρωση διενεργείται από το Πολυμελές Πρωτοδικείο που συνεδριάζει κατά τις
οριζόμενες σε κάθε δικαστήριο δικάσιμους, και για χρονική περίοδο μέχρι και
τρεις ημέρες μετά την ημερομηνία της επόμενης συνεδρίασης του ίδιου
δικαστηρίου.
β. Κατά την περίοδο του Πάσχα η κλήρωση
διενεργείται από το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που συνεδριάζει για το σκοπό αυτόν
σε μία από τις αναφερόμενες στο εδάφιο 2 ημερομηνίες, που απέχει δέκα
τουλάχιστον ημέρες πριν και δέκα τουλάχιστον ημέρες μετά την ημερομηνία της
εορτής του Πάσχα.»
4. Στον Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.
προστίθεται άρθρο 57Α ως εξής:
« Αρθρο 57Α
Θέση εκτός υπηρεσίας
Ο δικαστής, σε βάρος του οποίου έχει διαταχθεί πειθαρχική
προκαταρκτική εξέταση για αδίκημα που μπορεί να επισύρει την ποινή οριστικής
παύσης, είναι δυνατόν να τεθεί προσωρινά εκτός υπηρεσίας με απόφαση του
Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου μέχρι πέρατος της εξέτασης αυτής.
Στην περίπτωση αυτή ο δικαστής διατηρεί τις
αποδοχές του.
Αν στη συνέχεια ασκηθεί πειθαρχική δίωξη,
εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 57.
Αν η υπόθεση τεθεί στο αρχείο ο δικαστής
επανέρχεται αυτοδικαίως στην υπηρεσία του.»
5. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 80 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. προστίθεται εδάφιο τελευταίο, ως εξής:
«Τους Επιθεωρητές στο έργο τους βοηθούν Επίκουροι
Επιθεωρητές, οι οποίοι ορίζονται με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου,
ανά τρεις για καθεμία από τις οριζόμενες στο άρθρο 81 δικαστικές περιφέρειες με
στοιχεία Α', Β' και ΣΤ, δύο για την περιφέρεια με στοιχείο Ε' και ανά ένας για
τις υπόλοιπες δικαστικές περιφέρειες. Τα ειδικότερα καθήκοντα των Επίκουρων
Επιθεωρητών, που είναι Πρόεδροι ή Εισαγγελείς Εφετών, ανατίθενται σε αυτούς από
τους Επιθεωρητές. Η θητεία των Επίκουρων Επιθεωρητών συμπίπτει χρονικά με
εκείνη των Επιθεωρητών.»
6. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 80 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. προστίθεται εδάφιο τελευταίο ως εξής:
«Με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, στα
Πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης ορίζεται ως επόπτης των ανακριτών
με ετήσια θητεία, που μπορεί να ανανεωθεί για ένα ακόμη έτος, με την ίδια
διαδικασία εφέτης με υπηρεσία τουλάχιστον πέντε ετών, με αρμοδιότητα την
εποπτεία, το συντονισμό και την παρακολούθηση της εύρυθμης λειτουργίας του ανακριτικού
έργου, χωρίς δυνατότητα ανάμειξης στην ουσιαστική λειτουργία της ανάκρισης.
Ο επόπτης ανακριτών για το Πρωτοδικείο Αθηνών
ορίζεται με αποκλειστική απασχόληση.
Η ισχύς του άρθρου 35 του Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας δεν θίγεται.»
7. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 91 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. προστίθεται στοιχείο θ' ως εξής:
«θ) Η μη έκδοση απόφασης μέσα σε οκτώ μήνες από τη
συζήτηση πολιτικής υπόθεσης και η, ως συνέπεια τούτου, επιστροφή ή αφαίρεση της
δικογραφίας από το δικαστή που τη χειρίζεται.»
Αρθρο 3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
1. Στο άρθρο 307 Κ.Πολ.Δ.
προστίθεται εδάφιο τελευταίο ως εξής:
«Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται
και στην περίπτωση, που για οποιονδήποτε λόγο δεν εκδοθεί απόφαση μέσα σε οκτώ
μήνες από τη συζήτηση πολιτικής υπόθεσης. Μόλις συμπληρωθεί οκτάμηνο, ο
δικαστής υποχρεούται να επιστρέψει τη δικογραφία, άλλως αυτή αφαιρείται αμέσως
με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή του Προέδρου του Τριμελούς
Συμβουλίου Διοίκησης.»
2. Στο άρθρο 691 Κ.Πολ.Δ.
προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Αν γίνει δεκτό το αίτημα για έκδοση προσωρινής
διαταγής, η σχετική αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προσδιορίζεται για συζήτηση μέσα
σε τριάντα ημέρες. Αναβολή της συζήτησης δεν επιτρέπεται, άλλως παύει
αυτοδικαίως η ισχύς της προσωρινής διαταγής, εκτός αν αυτή παραταθεί από το
δικαστήριο που εκδικάζει την αίτηση. Όταν η έκδοση της προσωρινής διαταγής
αφορά σε υποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 663 Κ,Πολ.Δ.,
οι αντίδικοι καλούνται πριν από είκοσι τέσσερις ώρες να εκφέρουν τις απόψεις
τους. Στις υποθέσεις αυτές, αν δεν χορηγηθεί προσωρινή διαταγή, η συζήτηση της
αίτησης προσδιορίζεται υποχρεωτικά εντός τριάντα ημερών από την κατάθεση της.»
3. Στο άρθρο 226 Κ.Πολ.Δ.
προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Κάθε αίτημα προτίμησης που υποβάλλεται από
διάδικο για ορισμό ημέρας συζήτησης αίτησης, αγωγής ή ενδίκου μέσου ενώπιον
παντός δικαστηρίου, οιασδήποτε διαδικασίας, διαφορετικής από εκείνη που, κατά
τη νόμιμη σειρά, πρέπει να προσδιοριστεί ή έχει ήδη προσδιοριστεί, υποβάλλεται
εγγράφως. Στην αίτηση πρέπει, με ποινή απαραδέκτου, να περιέχονται οι λόγοι της
προτίμησης και ο αρμόδιος δικαστής αποφαίνεται σχετικά, με αιτιολογημένη πράξη
του.»
Αρθρο 4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'
ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ
ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
1. Στην περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 2
του Ν. 3213/2003 (ΦΕΚ309Α') προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης συνοδεύεται
υποχρεωτικά από αντίγραφο της φορολογικής δήλωσης του υπόχρεου του αντίστοιχου
οικονομικού έτους.»
2. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 του Ν. 3213/2003
προστίθεται περίπτωση δ', η οποία έχει ως εξής:
«Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να υποβάλουν στον
αρμόδιο για τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών και
εισαγγελικών λειτουργών Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντίγραφο κάθε
συμβολαιογραφικού εγγράφου, που συντάσσεται από αυτούς, με το οποίο
μεταβιβάζεται από ή προς δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό, σύζυγο ή τέκνο του,
οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, κινητό ή ακίνητο, ή δικαίωμα. Το αυτό ισχύει
και για την αποδοχή κληρονομιάς.»
3. Η υποπερίπτωση i της
περιπτώσεως β' της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως
εξής:
«Η ανωτέρω Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του
Υπουργού Δικαιοσύνης και προεδρεύεται από Αντεισαγγελέα
του Αρείου Πάγου. Στη σύνθεση της μετέχουν επίσης δύο πάρεδροι του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, ένας εφέτης των διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και ένας εκπρόσωπος
του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, ο οποίος ορίζεται μαζί με τον
αναπληρωτή του από τον πρόεδρο του για διετή θητεία. Οι δικαστικοί λειτουργοί
ορίζονται με απόφαση των οικείων Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων και ασκούν το
έργο τους, κατ' αποκλειστική απασχόληση, για δύο έτη.»
4. Η περίπτωση γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του
Ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«Η Επιτροπή εξυπηρετείται από γραμματεία στην οποία
αποσπώνται, ύστερα από πρόταση του προέδρου της, με απόφαση του Υπουργού
Δικαιοσύνης, υπάλληλοι κατηγορίας Π Ε της γραμματείας των δικαστηρίων και των
εισαγγελιών, κατά προτίμηση με γνώσεις χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστή. Η
διάρκεια της απόσπασης δεν υπερβαίνει τα δύο έτη και μπορεί να παραταθεί για
ισόχρονο διάστημα.»
5. Η περίπτωση δ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του
Ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων
των περιπτώσεων στ', θ', ι', ια' και ιβ' της παρ. 1 του άρθρου 1, καθώς και των προέδρων των
διευρυμένων νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, των νομαρχών και των δημάρχων
ελέγχονται, υποχρεωτικώς, κάθε έτος. Οι δηλώσεις των προσώπων της περίπτωσης ια της παραγράφου 1 του άρθρου 1 ελέγχονται κατ' απόλυτη
προτεραιότητα. Για τις λοιπές κατηγορίες προσώπων που υπάγονται στην
αρμοδιότητα της πενταμελούς Επιτροπής, ο έλεγχος είναι δειγματοληπτικός. Η
δειγματοληπτική επιλογή διενεργείται με αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία
καθορίζει με απόφαση της η Επιτροπή. Σε κάθε περίπτωση ελέγχεται
δειγματοληπτικά από την πενταμελή Επιτροπή τουλάχιστον το είκοσι τοις εκατό
(20%) του συνόλου των υποβαλλόμενων, ετησίως, δηλώσεων για τις αντίστοιχες κατηγορίες
προσώπων, με κριτήριο εντός επταετίας να έχει συντελεσθεί ο έλεγχος για όλους
τους υποκείμενους στην ανωτέρω διαδικασία.»
6. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 3
του Ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«Μπορούν ιδίως: α) να ζητούν πληροφορίες και
στοιχεία από οποιαδήποτε αρχή και από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που
έχουν αντιστοίχως, την υποχρέωση να δώσουν τις ζητούμενες πληροφορίες και τα
στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή τους και β) να διατάσσουν την προσκόμιση
εγγράφων και την κλήση μαρτύρων, τους οποίους εξετάζουν σύμφωνα με τις οικείες
διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Κατά την έρευνα αυτή δεν εφαρμόζονται
οι διατάξεις για το τραπεζικό, χρηματιστηριακό και φορολογικό απόρρητο.»
7. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 3
του Ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«Μετά το πέρας του ελέγχου και εφόσον
διαπιστώνονται παραβάσεις του νόμου που συνεπάγονται καταλογισμό ή ποινική
ευθύνη, συντάσσεται σχετική έκθεση, η οποία υποβάλλεται αρμοδίως σύμφωνα με όσα
ορίζονται παρακάτω. Αν δεν διαπιστωθεί παράβαση και η δήλωση κριθεί ειλικρινής,
συντάσσεται στο σώμα της πράξη του διενεργήσαντος τον
έλεγχο και τίθεται στο αρχείο.»
Αρθρο 5
Έναρξη ισχύος
Ο παρών νόμος ισχύει από τη δημοσίευση του στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός από τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 3 και του
άρθρου 3, οι οποίες θα ισχύσουν από 16 Σεπτεμβρίου 2005.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεση του ως νόμου του Κράτους.