ΝΟΜΟΣ 3251/2004 ΦΕΚ 127/Α/9.7.2004

Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τροποποίηση του Ν. 2928/2001 για τις εγκληματικές οργανώσεις και άλλες διατάξεις.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

Αρθρο 1

 

Έννοια του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

1. Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας: α) προκειμένου σε πρόσωπο στο οποίο ήδη έχει αποδοθεί η αξιόποινη πράξη να ασκηθεί ποινική δίωξη, ή β) να εκτελεστεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία.

2. Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών, που διατυπώνονται στο ισχύον Σύνταγμα και στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε κάθε περίπτωση, ο εκζητούμενος δεν απομακρύνεται, ούτε απελαύνεται, ούτε εκδίδεται σε κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση.

 

Αρθρο 2

 

Περιεχόμενο και τύπος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

 

1. Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία:

α) ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητουμένου,

β) όνομα, διεύθυνση, αριθμό τηλεφωνικής και τηλεομοιοτυπικής σύνδεσης και ηλεκτρονική διεύθυνση της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος,

γ) μνεία της εκτελεστής δικαστικής απόφασης, του εντάλματος σύλληψης ή της συναφούς διάταξης δικαστικής αρχής,

δ) φύση και νομικό χαρακτηρισμό του εγκλήματος,

ε) περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και ο τόπος τέλεσης, καθώς και η μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη,

στ) την επιβληθείσα ποινή, αν πρόκειται για αμετάκλητη απόφαση ή το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και

ζ) στο μέτρο του δυνατού, κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με την αξιόποινη πράξη και τις συνέπειες της.

2. Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης μπορεί να αφορά περισσότερα εγκλήματα.

3. Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης μεταφράζεται στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους εκτέλεσης του εντάλματος.

 

Αρθρο 3

 

Κεντρική αρχή

 

1. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης ορίζεται κεντρική αρχή για να επικουρεί τις αρμόδιες δικαστικές αρχές και για τη διοικητική διαβίβαση και παραλαβή του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και της επίσημης αλληλογραφίας.

2. Η κεντρική αρχή μπορεί επίσης να προβαίνει στην τήρηση στατιστικών στοιχείων.

3. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης ενημερώνει τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις δικαστικές αρχές που είναι αρμόδιες.

 

Αρθρο 4

 

Αρμόδια δικαστική αρχή έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στην Ελλάδα

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ

Αρμόδια δικαστική αρχή έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης είναι ο εισαγγελέας εφετών, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται η κατά τόπον αρμοδιότητα:

α) για την εκδίκαση της αξιόποινης πράξης για την οποία ζητείται η σύλληψη και η προσαγωγή του εκζητουμένου ή β) για την εκτέλεση της ποινής ή του μέτρου ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία.

 

Αρθρο 5

 

Πότε επιτρέπεται η έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

 

Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται για πράξεις, οι οποίες τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή σε περίπτωση που έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας τα οποία στερούν την ελευθερία για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών.

 

Αρθρο 6

 

Διαβίβαση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

 

1. Όταν είναι γνωστός ο τόπος κατοικίας ή διαμονής του εκζητουμένου, ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών διαβιβάζει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης απευθείας στην αρμόδια δικαστική αρχή εκτέλεσης.

2. Ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών μπορεί να προβαίνει σε καταχώριση στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν (SIS). Η καταχώριση στο Σύστημα αυτό πραγματοποιείται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 95 της Σύμβασης Σένγκεν, όπως κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2514/1997 (ΦΕΚ140 Α'). Η καταχώριση αυτή ισοδυναμεί με ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, εφόσον περιλαμβάνονται και τα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 2 παρ. 1 του παρόντος.

3. Όταν δεν είναι γνωστός ο τόπος κατοικίας ή διαμονής του εκζητουμένου, ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών προβαίνει στις απαιτούμενες έρευνες, ιδίως μέσω του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν και των σημείων επαφής του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου, ώστε να λάβει την πληροφορία αυτή από το κράτος εκτέλεσης. Για τη διαβίβαση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ο εισαγγελέας εφετών μπορεί επίσης να προσφύγει στις υπηρεσίες της Ιντερπόλ.

4. Σε κάθε περίπτωση, ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών μπορεί να διαβιβάζει το ένταλμα με οποιοδήποτε ασφαλές μέσο που μπορεί να τεκμηριωθεί εγγράφως, υπό όρους που επιτρέπουν στο κράτος μέλος εκτέλεσης να εξακριβώσει τη γνησιότητα της διαβίβασης.

5. Οι δυσχέρειες σχετικά με τη διαβίβαση ή τη γνησιότητα οποιουδήποτε εγγράφου που απαιτείται για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αντιμετωπίζονται με απευθείας επαφές μεταξύ των ενδιαφερόμενων δικαστικών αρχών ή, ενδεχομένως, με την παρέμβαση των κεντρικών αρχών των κρατών μελών.

6. Ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών μπορεί να διαβιβάζει οποτεδήποτε στη δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος κάθε χρήσιμη πληροφορία, πέραν εκείνων που περιέχονται στο ένταλμα.

 

Αρθρο 7

 

Αίτηση για κατάσχεση και παράδοση πειστηρίων

 

1. Ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών έχει το δικαίωμα εκτός από τη διαβίβαση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης να ζητήσει από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος την κατάσχεση και παράδοση σε κάθε περίπτωση αντικειμένων, τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν ως πειστήρια ή βρίσκονται στην κατοχή του εκζητουμένου ως προϊόντα της αξιόποινης πράξης.

2. Διατηρούνται τα δικαιώματα, τα οποία το κράτος μέλος εκτέλεσης ή τρίτα μέρη έχουν επί των αντικειμένων της παραγράφου 1. Εφόσον υφίστανται τέτοια δικαιώματα, ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών αποδίδει τα αντικείμενα στο κράτος μέλος εκτέλεσης του εντάλματος, χωρίς οικονομική επιβάρυνση του τελευταίου ή των τρίτων μερών μόλις περατωθεί η ποινική διαδικασία.

 

Αρθρο 8

 

Αίτηση για άρση προνομίου ή ασυλίας του εκζητουμένου

 

Σε περίπτωση που ο εκζητούμενος απολαμβάνει προνόμιο ή εξαίρεση δικαιοδοσίας ή εκτέλεσης στο κράτος μέλος εκτέλεσης του εντάλματος, η δικαστική αρχή του κράτους αυτού μπορεί να ζητήσει την άρση. Αν η άρση του προνομίου ή της εξαίρεσης εμπίπτει στην αρμοδιότητα μιας αρχής άλλου κράτους ή διεθνούς οργανισμού, ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών υποβάλλει στην αρχή αυτή σχετική αίτηση, στην οποία επισυνάπτεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

 

Αρθρο 9

Αρμόδια δικαστική αρχή εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στην Ελλάδα

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ

1. Αρμόδια δικαστική αρχή για την παραλαβή του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, τη σύλληψη και κράτηση του εκζητουμένου, την εισαγωγή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστικό όργανο και την εκτέλεση της απόφασης για την προσαγωγή ή μη του εκζητουμένου είναι: α) ο εισαγγελέας εφετών, στην περιφέρεια του οποίου διαμένει ο εκζητούμενος, β) ο εισαγγελέας εφετών Αθηνών, στην περίπτωση που είναι άγνωστη η διαμονή του εκζητουμένου.

2. Όταν ο εκζητούμενος συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της απόφασης εκτέλεσης του εντάλματος είναι ο πρόεδρος εφετών, στην περιφέρεια του οποίου διαμένει ή συλλαμβάνεται ο εκζητούμενος.

3. Όταν ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της απόφασης εκτέλεσης του εντάλματος είναι το συμβούλιο εφετών, στην περιφέρεια του οποίου διαμένει ή συλλαμβάνεται ο εκζητούμενος.

 

Αρθρο 10

 

Πότε επιτρέπεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

 

1. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 11 έως 13 του παρόντος, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται εφόσον:

α) Η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, συνιστά έγκλημα σύμφωνα και με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών. Στις περιπτώσεις που η αξιόποινη πράξη συνιστά έγκλημα σχετικά με φόρους, τέλη, τελωνεία και συνάλλαγμα δεν αποτελεί λόγο άρνησης εκτέλεσης του εντάλματος η διαπίστωση ότι το Ελληνικό Κράτος δεν επιβάλλει ιδίου τύπου φόρους ή τέλη ή δεν προβλέπει ιδίου τύπου ρύθμιση για φόρους, τέλη, τελωνεία και συνάλλαγμα με εκείνη του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος.

β) Τα δικαστήρια του κράτους έκδοσης του εντάλματος καταδίκασαν τον εκζητούμενο σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας, στερητικό της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών για αξιόποινη πράξη, την οποία και οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι χαρακτηρίζουν ως πλημμέλημα ή ως κακούργημα.

2. Η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης επιτρέπεται, χωρίς έλεγχο του διττού αξιόποινου, για τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος αυτό με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον τριών ετών:

α) εγκληματική οργάνωση,

β) τρομοκρατικές πράξεις,

γ) εμπορία ανθρώπων και σωματεμπορία,

δ) προσβολές κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εκμετάλλευση της γενετήσιας ζωής ανηλίκων, πορνογραφία ανηλίκων,

ε) παράνομη εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών,

στ) παράνομη εμπορία και διακίνηση όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών,

ζ) εγκλήματα διαφθοράς και δωροδοκίας,

η) εγκλήματα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

θ) νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες,

ι) εγκλήματα σχετικά με το νόμισμα, περιλαμβανομένου του ευρώ,

ια) εγκλήματα σχετικά με ηλεκτρονικούς υπολογιστές,

ιβ) εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, περιλαμβανομένου του παράνομου εμπορίου απειλούμενων ζωικών ειδών και του παράνομου εμπορίου απειλούμενων φυτικών ειδών και φυτικών ποικιλιών,

ιγ) παροχή βοήθειας για παράνομη είσοδο και διαμονή στη χώρα,

ιδ) ανθρωποκτονία με πρόθεση, βαριά σωματική βλάβη,

ιε) παράνομο εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων και ιστών,

ιστ) απαγωγή, παράνομη κατακράτηση, αρπαγή και ομηρία,

ιζ) ρατσισμός και ξενοφοβία,

ιη) οργανωμένες ή ένοπλες ληστείες και κλοπές,

ιθ) παράνομη εμπορία πολιτιστικών αγαθών, περιλαμβανομένων των αρχαιοτήτων και των έργων τέχνης,

κ) απάτη,

κα) εκβίαση,

κβ) παράνομη απομίμηση και πειρατεία προϊόντων,

κγ) πλαστογραφία δημοσίων εγγράφων και εμπορία πλαστών εγγράφων,

κδ) πλαστογραφία μέσων πληρωμής,

κε) λαθρεμπορία ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων,

κστ) λαθρεμπορία πυρηνικών και ραδιενεργών ουσιών,

κζ) εμπορία κλεμμένων οχημάτων,

κη) βιασμός,

κθ) εμπρησμός με πρόθεση,

λ) εγκλήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, λα) αεροπειρατεία και πειρατεία,

λβ) δολιοφθορά.

 

Αρθρο 11

 

Πότε απαγορεύεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

 

Η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αρνείται την εκτέλεση του εντάλματος στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) αν η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, καλύπτεται από αμνηστία σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, εφόσον η Ελλάδα είχε την αρμοδιότητα για τη δίωξη αυτής της αξιόποινης πράξης,

β) αν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος προκύπτει ότι ο εκζητούμενος έχει δικασθεί αμετακλήτως για τις ίδιες πράξεις από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση,

γ) αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είναι ανεύθυνο ποινικά λόγω της ηλικίας του για την αξιόποινη πράξη για την οποία έχει εκδοθεί το ένταλμα, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους,

δ) αν έχει επέλθει παραγραφή του εγκλήματος ή της ποινής σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους και η αξιόποινη πράξη υπάγεται στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους,

ε) αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της δίωξης ή τιμωρίας προσώπου λόγω του φύλου, της φυλής, της θρησκείας, της εθνοτικής καταγωγής, της ιθαγένειας, της γλώσσας, των πολιτικών φρονημάτων, του γενετήσιου προσανατολισμού του ή της δράσης του υπέρ της ελευθερίας,

στ) αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, είναι ημεδαπός και η Ελλάδα αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με τους ποινικούς της νόμους,

ζ) αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί για αξιόποινη πράξη, η οποία: ι) θεωρείται κατά τον ελληνικό ποινικό νόμο ότι τελέστηκε εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στο έδαφος της Ελλάδας ή σε εξομοιούμενο προς αυτό τόπο ή ιι) τελέστηκε εκτός του εδάφους του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους απαγορεύεται η δίωξη για το ίδιο έγκλημα που διαπράττεται εκτός του εδάφους της Ελλάδας,

η) αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της δίωξης, είναι ημεδαπός και διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια πράξη. Αν δεν διώκεται, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται αν διασφαλιστεί ότι, μετά από ακρόαση του, θα διαμεταχθεί στο Ελληνικό Κράτος, ώστε να εκτίσει σ' αυτό την στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος έκδοσης του εντάλματος.

 

Αρθρο 12

 

Πότε δύναται να απαγορευτεί η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

 

Η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια αξιόποινη πράξη με εκείνη που αναφέρεται στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης,

β) αν οι ελληνικές αρχές αποφάσισαν είτε να μην ασκήσουν ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είτε να παύσουν τη δίωξη,

γ) αν ο εκζητούμενος έχει δικαστεί αμετακλήτως για την αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να κωλύεται η μεταγενέστερη άσκηση δίωξης,

δ) αν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος προκύπτει ότι ο εκζητούμενος έχει δικαστεί αμετακλήτως για τις ίδιες πράξεις σε τρίτη χώρα, εφόσον, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση,

ε) αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, εφόσον ο εκζητούμενος κατοικεί ή διαμένει στην Ελλάδα, και η Ελλάδα αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με τους ποινικούς της νόμους.

 

Αρθρο 13

 

Εγγυήσεις για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

 

1. Αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας που έχει επιβληθεί με απόφαση εκδοθείσα ερήμην του εκζητουμένου και το πρόσωπο αυτό δεν είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως ούτε είχε ενημερωθεί κατ' άλλον τρόπο σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της ακροαματικής διαδικασίας που οδήγησε στην ερήμηντου εκδοθείσα απόφαση, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από την αρμόδια δικαστική αρχή μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος θα παράσχει επαρκείς εγγυήσεις, ώστε να διασφαλίζεται ότι ο εκζητούμενος με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης θα έχει τη δυνατότητα να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος και να παρίσταται κατά τη λήψη της απόφασης.

2. Αν η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη ή με μέτρο στερητικό της ελευθερίας εφ' όρου ζωής, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από την αρμόδια δικαστική αρχή μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι στο νομικό σύστημα του κράτους έκδοσης του εντάλματος ισχύουν διατάξεις για την επανεξέταση της επιβληθείσας ποινής - κατ' αίτηση ή το αργότερο μετά την πάροδο είκοσι ετών - ή για την εφαρμογή των μέτρων επιείκειας που προβλέπει υπέρ του προσώπου το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος και τα οποία αποσκοπούν στη μη εκτέλεση μιας τέτοιας ποινής ή μέτρου.

3. Αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της δίωξης, και πάντως μετά από απόδοση σε αυτό το πρόσωπο συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης, κατοικεί στην Ελλάδα, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από την αρμόδια δικαστική αρχή μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι ο εκζητούμενος, μετά από ακρόαση του, θα διαμεταχθεί στο Ελληνικό Κράτος, ώστε να εκτίσει σ' αυτό τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος έκδοσης του εντάλματος.

 

Αρθρο 14

 

Παραλαβή του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

 

1. Όταν ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών λάβει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης που έχει εκδοθεί με το νόμιμο τύπο, μεριμνά για τη σύλληψη του εκζητουμένου.

2. Αν η αρχή που παραλαμβάνει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν είναι αρμόδια να επιληφθεί της εκτέλεσης του εντάλματος, το διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή και ενημερώνει σχετικά τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος.

 

Αρθρο 15

 

Σύλληψη και δικαιώματα του εκζητουμένου

 

1. Όταν ο εκζητούμενος συλλαμβάνεται βάσει του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, οδηγείται χωρίς αναβολή στον εισαγγελέα εφετών. Ο εισαγγελέας εφετών, αφού βεβαιώσει την ταυτότητα του, τον ενημερώνει για την ύπαρξη και το περιεχόμενο του εντάλματος, για το δικαίωμα του να προσφύγει στις υπηρεσίες νομικού παραστάτη και διερμηνέα, καθώς και για τη δυνατότητα που του παρέχεται να συγκατατεθεί στην προσαγωγή του στο κράτος έκδοσης του εντάλματος κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 17 του παρόντος. Για την ανωτέρω ενημέρωση και τις σχετικές δηλώσεις του εκζητουμένου συντάσσεται έκθεση σύμφωνα με τους όρους των άρθρων 148 έως 153 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

2. Ο συλληφθείς δικαιούται ο ίδιος ή μέσω του συνηγόρου του να ζητήσει και να λάβει αντίγραφα όλων των εγγράφων με δική του δαπάνη.

3. Με την καταχώριση στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν (SIS), σύμφωνα με το άρθρο 95 της Σύμβασης περί εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν του έτους 1985, η οποία δεν αποτελεί ακόμη ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είναι δυνατό να γίνει σύλληψη του εκζητουμένου με εντολή του εισαγγελέα εφετών. Η κράτηση του εκζητουμένου μπορεί να διαρκέσει δεκαπέντε ημέρες, εντός των οποίων πρέπει να παραληφθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί από τον εισαγγελέα εφετών, αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι. Για την παράταση αυτή, ο εισαγγελέας εφετών ενημερώνει τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος. Σε κάθε περίπτωση μετά την παρέλευση τριάντα ημερών από τη σύλληψη, ο κρατούμενος απολύεται.

4. Ο συλληφθείς κατά τις προηγούμενες παραγράφους δικαιούται, αμφισβητώντας την ταυτότητα του, να προσφύγει στο συμβούλιο εφετών, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από την προσαγωγή του στον εισαγγελέα εφετών. Το συμβούλιο εφετών ορίζει δικάσιμο εντός δέκα ημερών από την άσκηση της προσφυγής και αποφασίζει αμετάκλητα εντός πέντε ημερών αφότου λήξει η διαδικασία και αφού ακούσει τον συλληφθέντα και τον συνήγορο του. Η προσφυγή μπορεί να γίνει και προφορικά στον εισαγγελέα εφετών, οπότε συντάσσεται σχετική έκθεση.

 

Αρθρο 16

 

Κράτηση του εκζητουμένου

 

1. Μετά τη σύλληψη του εκζητουμένου και τη βεβαίωση της ταυτότητας του, ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών αποφασίζει εάν είναι αναγκαίο να τεθεί υπό κράτηση, ώστε να αποφευχθεί η διαφυγή του ή να αφεθεί ελεύθερος με την επιβολή ή μη περιοριστικών όρων. Ο εισαγγελέας εφετών μπορεί να διατάξει την προσωρινή απόλυση του εκζητουμένου και την επιβολή περιοριστικών όρων. Οι περιοριστικοί όροι που επιβλήθηκαν στον εκζητούμενο μπορούν να αντικατασταθούν με κράτηση, αν ανακύψει κίνδυνος φυγής.

2. Σε περίπτωση που διατάχθηκε η κράτηση του εκζητουμένου ή η επιβολή περιοριστικών όρων, το πρόσωπο αυτό δικαιούται εντός δύο ημερών από την έκδοση της σχετικής διάταξης να προσφύγει στο συμβούλιο εφετών. Η προσφυγή κατατίθεται στη γραμματεία της εισαγγελίας εφετών και εισάγεται από τον εισαγγελέα στο συμβούλιο το οποίο ορίζει δικάσιμο εντός πέντε ημερών και αφού τον ακούσει αποφασίζει αμέσως αμετάκλητα.

3. Η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αποφαίνεται και για την κράτηση ή μη του εκζητουμένου ή την επιβολή περιοριστικών όρων.

 

Αρθρο 17

 

Συγκατάθεση στην προσαγωγή

 

1. Ο εισαγγελέας εφετών ενημερώνει με σαφήνεια τον εκζητούμενο για τις συνέπειες της συγκατάθεσης προσαγωγής, της παραίτησης από τον κανόνα της ειδικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 34 του παρόντος, καθώς και για το δικαίωμα του να παρίσταται με συνήγορο όπως και με διερμηνέα. Επίσης του επισημαίνει το αμετάκλητο των ανωτέρω δηλώσεων του.

2. Για την ενημέρωση της προηγούμενης παραγράφου και τις απαντήσεις του εκζητουμένου συντάσσεται έκθεση, σύμφωνα με τους όρους των άρθρων 148 έως 153 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Εφόσον, μετά την ανωτέρω ενημέρωση, ο εκζητούμενος δηλώσει ότι επιθυμεί να προβεί στις σχετικές δηλώσεις, στην έκθεση αυτή καταχωρίζονται στη συνέχεια η συγκατάθεση και ενδεχομένως η παραίτηση που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος.

3. Μετά τις ανωτέρω δηλώσεις, ο εισαγγελέας εφετών διαβιβάζει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και όλα τα σχετικά έγγραφα στον πρόεδρο εφετών. Ο εκζητούμενος έχει δικαίωμα ακρόασης ενώπιον του προέδρου εφετών.

 

Αρθρο 18

 

Μη συγκατάθεση στην προσαγωγή

 

1. Αν ο συλληφθείς δεν συγκατατίθεται στην προσαγωγή του, ο εισαγγελέας εφετών διαβιβάζει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και όλα τα σχετικά έγγραφα στο αρμόδιο συμβούλιο εφετών.

2. Ο εκζητούμενος έχει δικαίωμα αυτοπρόσωπης εμφάνισης και ακρόασης ενώπιον του συμβουλίου εφετών. Το πρόσωπο αυτό δικαιούται να παραστεί με συνήγορο της επιλογής του και διερμηνέα ή, αν δεν έχει, να ζητήσει να διοριστεί συνήγορος από τον πρόεδρο εφετών. Η διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 448 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

 

Αρθρο 19

 

Απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

 

1. Η απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδίδεται εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 21 του παρόντος.

2. Αν η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος κρίνει ότι οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν αρκούν, ώστε να της επιτρέψουν να αποφασίσει για την προσαγωγή, ζητεί, μέσω του εισαγγελέα εφετών, την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών στοιχείων, ιδίως σε σχέση με τα άρθρα 2 και 11 έως 13 του παρόντος και μπορεί να τάξει προθεσμία για την παραλαβή τους, λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωση τήρησης των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 21 του παρόντος.

3. Η απόφαση για την εκτέλεση ή μη του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη.

 

Αρθρο 20

 

Απόφαση σε περίπτωση συρροής αιτήσεων

 

1. Αν πλείονα κράτη έχουν εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για το ίδιο πρόσωπο, η επιλογή του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που θα εκτελεσθεί γίνεται από την αρμόδια δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος. Κατά τη λήψη της απόφασης συνεκτιμώνται όλες οι περιστάσεις και ιδίως η σχετική βαρύτητα και ο τόπος τέλεσης των αξιόποινων πράξεων, οι αντίστοιχες ημερομηνίες έκδοσης των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης, καθώς και το εάν το ένταλμα εκδόθηκε προς το σκοπό της δίωξης ή προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητικών της ελευθερίας.

2. Η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος μπορεί να ζητήσει τη γνώμη της "Euro-just", προκειμένου να λάβει την απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3. Σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και αίτησης έκδοσης που υποβάλλεται από τρίτη χώρα, η απόφαση για το εάν πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στο ένταλμα σύλληψης ή στην αίτηση έκδοσης λαμβάνεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης με συνεκτίμηση όλων των περιστάσεων, ιδίως όσων αναφέρονται στην παράγραφο 1, καθώς και εκείνων που μνημονεύονται στην εφαρμοστέα σύμβαση.

4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τις υποχρεώσεις των κρατών μελών που απορρέουν από το καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.

 

Αρθρο 21

 

Προθεσμίες και διαδικασία της απόφασης για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

 

1. Στην περίπτωση που ο εκζητούμενος έχει συγκατατεθεί στην προσαγωγή του, ο αρμόδιος πρόεδρος εφετών αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εντός δέκα ημερών από τη δήλωση συγκατάθεσης του εκζητουμένου.

2. Στην περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται στην προσαγωγή του, η τελεσίδικη απόφαση για την εκτέλεση του εντάλματος λαμβάνεται εντός εξήντα ημερών από τη σύλληψη του εκζητουμένου.

3. Σε ειδικές περιπτώσεις, όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν μπορεί να εκτελεσθεί εντός των προβλεπόμενων στις παραγράφους 1 και 2 προθεσμιών, ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών ενημερώνει αμέσως τη δικαστική αρχή έκδοσης αναφέροντας τους σχετικούς λόγους. Στις περιπτώσεις αυτές, οι προθεσμίες μπορεί να παραταθούν μέχρι τριάντα ημέρες.

4. Όταν σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος δεν μπορεί να τηρήσει τις προβλεπόμενες στο παρόν άρθρο προθεσμίες, ενημερώνει σχετικά την "Eurojust", αναφέροντας τους λόγους της καθυστέρησης.

 

Αρθρο 22

 

Ένδικο μέσο κατά της απόφασης

 

1. Σε περίπτωση μη συγκατάθεσης του εκζητουμένου επιτρέπεται η άσκηση έφεσης στον Αρειο Πάγο από τον εκζητούμενο ή τον εισαγγελέα κατά της οριστικής απόφασης του συμβουλίου εφετών, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της απόφασης, σύμφωνα με τα οριζόμενα του άρθρου 451 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Για την έφεση συντάσσεται έκθεση ενώπιον του γραμματέα εφετών.

2. Ο Αρειος Πάγος σε συμβούλιο αποφαίνεται εντός οκτώ ημερών από την άσκηση της έφεσης. Ο εκζητούμενος κλητεύεται αυτοπροσώπως ή μέσω του αντικλήτου του είκοσι τέσσερις ώρες πριν από τη συζήτηση με μέριμνα του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

 

Αρθρο 23

 

Ακρόαση ή προσωρινή μεταγωγή του εκζητουμένου μέχρι τη λήψη της απόφασης εκτέλεσης του εντάλματος

 

1. Όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της δίωξης, η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος υποχρεούται: α) είτε να δεχθεί σε ακρόαση τον εκζητούμενο κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος, β) είτε να δεχθεί την προσωρινή μεταγωγή του εκζητουμένου στο κράτος έκδοσης του εντάλματος κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 5 του παρόντος άρθρου.

2. Η ακρόαση του εκζητουμένου διεξάγεται από τον κατά τόπο αρμόδιο πρόεδρο εφετών, επικουρούμενο από κάθε άλλο πρόσωπο που ορίζεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους του αιτούντος δικαστηρίου.

3. Η ακρόαση του εκζητουμένου διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ανάλογα με την ιδιότητα που έχει ο εκζητούμενος κατά το στάδιο της εξέτασης του και με τους όρους που συμφωνούνται αμοιβαίως μεταξύ της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος και της δικαστικής αρχής που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος.

4.  Οι όροι και η διάρκεια της προσωρινής μεταγωγής συμφωνούνται αμοιβαίως μεταξύ της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος και της δικαστικής αρχής που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος.

5. Σε περίπτωση προσωρινής μεταγωγής, ο εκζητούμενος έχει το δικαίωμα επιστροφής στην Ελλάδα, προκειμένου να παρίσταται στη διαδικασία προσαγωγής που τον αφορά.

 

Αρθρο 24

 

Προνόμια και ασυλίες

 

1. Σε περίπτωση που ο εκζητούμενος απολαμβάνει είτε προνόμιο είτε εξαίρεση δικαιοδοσίας ή εκτέλεσης κατά την ελληνική νομοθεσία, οι προθεσμίες του άρθρου 21 αρχίζουν από την ημέρα κατά την οποία ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών πληροφορήθηκε την άρση του προνομίου ή της εξαίρεσης.

2. Αν η άρση του προνομίου ή της εξαίρεσης εμπίπτει στην αρμοδιότητα μιας αρχής του Ελληνικού Κράτους, ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών υποβάλλει σε αυτήν αμελλητί σχετική αίτηση.

3. Μετά τη γνωστοποίηση της άρσης του προνομίου ή της εξαίρεσης κινείται η διαδικασία προσαγωγής που αφορά τον εκζητούμενο κατά τα οριζόμενα στο παρόν.

 

Αρθρο 25

 

Συρροή διεθνών υποχρεώσεων

 

1. Όταν ο εκζητούμενος έχει εκδοθεί στο Ελληνικό Κράτος από τρίτο κράτος και προστατεύεται από διατάξεις σχετικές με τον κανόνα της ειδικότητας σύμφωνα με τη σύμβαση, με την οποία εκδόθηκε, η αρμόδια δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση για την εκτέλεση του εντάλματος, αν προηγουμένως δεν δοθεί η συγκατάθεση του κράτους, από το οποίο εκδόθηκε ο εκζητούμενος, για την προσαγωγή του στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος. Για το σκοπό αυτό η αρχή εκτέλεσης του εντάλματος υποβάλλει μέσω του αρμόδιου εισαγγελέα σχετικό αίτημα στην αρμόδια αρχή του τρίτου κράτους.

2. Η έναρξη των προβλεπόμενων στο άρθρο 21 προθεσμιών υπολογίζεται από την ημερομηνία παύσης της εφαρμογής του κανόνα της ειδικότητας.

 

Αρθρο 26

 

Κοινοποίηση της απόφασης

 

Η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης κοινοποιεί χωρίς υπαίτια βραδύτητα στη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος την απόφαση επί του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

 

 

Αρθρο 27

 

Προθεσμία προσαγωγής του εκζητουμένου

 

1. Με μέριμνα του εισαγγελέα εφετών, ο εκζητούμενος προσάγεται το ταχύτερο δυνατόν σε ημερομηνία που συμφωνείται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλματος. Η προθεσμία προσαγωγής του εκζητουμένου δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δέκα ημέρες, αφότου εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Κατά την προσαγωγή, με μέριμνα του ιδίου εισαγγελέα, διαβιβάζονται στην αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης του εντάλματος όλες οι πληροφορίες σχετικά με τη διάρκεια κράτησης του εκζητουμένου στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

2. Αν η προσαγωγή του εκζητουμένου, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, αποδειχθεί αδύνατη λόγω ανωτέρας βίας σε ένα από τα κράτη μέλη, ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών και η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος συμφωνούν αμέσως για νέα ημερομηνία προσαγωγής. Στην περίπτωση αυτή, η προσαγωγή διενεργείται εντός δέκα ημερών από τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία.

3. Κατ' εξαίρεση, η προσαγωγή μπορεί να αναστέλλεται προσωρινά για σοβαρούς ανθρωπιστικούς λόγους, ιδίως όταν ευλόγως εκτιμάται ότι αυτή θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή ή την υγεία του εκζητουμένου. Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται μόλις παύσουν να υφίστανται οι λόγοι αυτοί. Ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών ενημερώνει σχετικά τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος και συμφωνεί με αυτή για νέα ημερομηνία προσαγωγής. Στην περίπτωση αυτή, η προσαγωγή διενεργείται εντός δέκα ημερών μετά τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία.

4. Αν μετά την παρέλευση των ανωτέρω προθεσμιών ο εκζητούμενος εξακολουθεί να κρατείται, απολύεται. Σε περίπτωση που έχουν επιβληθεί σε βάρος του περιοριστικοί όροι, αυτοί αίρονται αυτοδικαίως.

 

Αρθρο 28

 

Αναβολή της προσαγωγής ή προσαγωγή υπό όρους

 

1. Η αρμόδια δικαστική αρχή μπορεί, αφού αποφασίσει την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, να αναβάλει την προσαγωγή του εκζητουμένου, ώστε να διωχθεί στο Ελληνικό Κράτος ή, αν έχει ήδη καταδικασθεί, να εκτίσει στο ελληνικό έδαφος καταγνωσθείσα ποινή για έγκλημα διαφορετικό από εκείνο για το οποίο εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

2. Η δικαστική αρχή που αποφασίζει την εκτέλεση του εντάλματος, μπορεί, αντί να αναβάλει την προσαγωγή, να προσαγάγει προσωρινά τον εκζητούμενο στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος υπό όρους που συμφωνούνται με τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος και διατυπώνονται εγγράφως.

 

Αρθρο 29

 

Κατάσχεση και παράδοση αντικειμένων

 

1.  Η αρμόδια δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος προβαίνει αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος σε κατάσχεση και παράδοση των αντικειμένων, τα οποία δύνανται να χρησιμεύσουν ως πειστήρια ή βρίσκονται στην κατοχή του εκζητουμένου ως αποτέλεσμα της αξιόποινης πράξης.

2. Η κατάσχεση εκτελείται με μέριμνα του εισαγγελέα εφετών κατ' ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 251 -269 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

3. Η παράδοση των αντικειμένων πραγματοποιείται ακόμη και όταν δεν είναι δυνατό να εκτελεστεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης λόγω θανάτου ή απόδρασης του εκζητουμένου.

4. Όταν τα αντικείμενα υπόκεινται σε κατάσχεση ή δήμευση στο ελληνικό έδαφος, η αρμόδια αρχή μπορεί, αν αυτά χρειάζονται για τη διεξαγωγή εκκρεμούσας ποινικής διαδικασίας, να τα κρατήσει προσωρινά ή να τα παραδώσει στο κράτος έκδοσης του εντάλματος υπό τον όρο της επιστροφής.

5. Τα δικαιώματα, τα οποία οι ελληνικές αρχές ή τρίτα μέρη τυχόν έχουν επί των κατασχεθέντων αντικειμένων, διατηρούνται.

 

Αρθρο 30

 

Όροι διαμεταγωγής μέσω του ελληνικού εδάφους

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΔΙΑΜΕΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΟΥ

1. Η διαμεταγωγή μέσω του ελληνικού εδάφους προσώπου εκζητουμένου που προσάγεται σε άλλο κράτος μέλος μπορεί να επιτραπεί από την κατά το άρθρο 31 του παρόντος αρμόδια αρχή μετά από αίτηση της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος.

2. Στην αίτηση για τη διαμεταγωγή του εκζητουμένου πρέπει να περιέχονται οι ακόλουθες πληροφορίες: α) η ταυτότητα και η ιθαγένεια του εκζητουμένου, β) η ύπαρξη ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, γ) η φύση και ο νομικός χαρακτηρισμός της αξιόποινης πράξης και δ) η περιγραφή των πραγματικών περιστατικών της αξιόποινης πράξης, περιλαμβανομένων του χρόνου και του τόπου τέλεσης.

3. Αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας, είναι ημεδαπός, η αρμόδια αρχή αρνείται τη διαμεταγωγή του. Στην περίπτωση που το πρόσωπο αυτό κατοικεί στην Ελλάδα, η αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί τη διαμεταγωγή του.

4. Αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της δίωξης, είναι ημεδαπός, η αρμόδια αρχή αρνείται τη διαμεταγωγή του, εκτός εάν διασφαλιστεί ότι, μετά από ακρόαση του, θα διαμεταχθεί στο Ελληνικό Κράτος, ώστε να εκτίσει εκεί τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος. Στην περίπτωση που το πρόσωπο αυτό κατοικεί στην Ελλάδα, η διαμεταγωγή του μπορεί να εξαρτηθεί από την ανωτέρω προϋπόθεση.

5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλογικά, όταν η διαμεταγωγή αφορά πρόσωπο, το οποίο μπορεί να εκδοθεί από τρίτη χώρα σε κράτος μέλος. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση εκδόσεως επέχει θέση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση αεροπορικής μεταφοράς χωρίς προβλεπόμενη ενδιάμεση στάση. Αν όμως συμβεί έκτακτη προσγείωση, το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος παρέχει στην αρμόδια ελληνική αρχή τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 2 πληροφορίες.

 

Αρθρο 31

 

Αρμόδια αρχή

 

1. Ο εισαγγελέας εφετών Αθηνών είναι αρμόδιος για την παραλαβή των αιτήσεων διαμεταγωγής και των απαραίτητων δικαιολογητικών, καθώς και οποιασδήποτε άλλης επίσημης αλληλογραφίας σχετικής με αιτήσεις διαμεταγωγής.

2. Η αίτηση διαμεταγωγής, καθώς και οι πληροφορίες που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 30 απευθύνονται στον εισαγγελέα εφετών Αθηνών με κάθε μέσο που μπορεί να τεκμηριωθεί εγγράφως. Ο εισαγγελέας εφετών γνωστοποιεί την απόφαση του επί της αίτησης με τον ίδιο τρόπο.

 

Αρθρο 32

 

Αίτηση της ελληνικής αρχής για διαμεταγωγή

 

Ο εισαγγελέας εφετών που εκδίδει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης υποβάλλει αίτηση για τη διαμεταγωγή του εκζητουμένου μέσω του εδάφους κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αρμόδια αρχή του κράτους αυτού, όταν τούτο επιβάλλεται για την προσαγωγή του στην Ελλάδα. Στην αίτηση αυτή πρέπει να περιέχονται οι πληροφορίες που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 30 του παρόντος.

 

Αρθρο 33

 

Αφαίρεση του χρόνου κράτησης στο κράτος εκτέλεσης του εντάλματος

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΑΓΩΓΗΣ

Ο χρόνος κράτησης του εκζητουμένου στο κράτος εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στο πλαίσιο της διαδικασίας προσαγωγής του στην αρμόδια ελληνική αρχή, αφαιρείται από τη συνολική διάρκεια στέρησης της ελευθερίας του στην Ελλάδα στην περίπτωση καταδίκης του σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας.

 

Αρθρο 34

 

Κανόνας ειδικότητας

 

1. Ο εκζητούμενος που έχει προσαχθεί στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών δεν διώκεται, ούτε καταδικάζεται, ούτε στερείται με άλλον τρόπο της ελευθερίας του για αξιόποινη πράξη, η οποία τελέστηκε πριν από την προσαγωγή του και είναι διαφορετική από εκείνη για την οποία είχε εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται όταν συντρέχει μία από τις παρακάτω περιπτώσεις:

α) ο προσαχθείς, μολονότι είχε τη δυνατότητα να εγκαταλείψει το ελληνικό έδαφος, δεν το έπραξε εντός σαράντα πέντε ημερών από την οριστική απελευθέρωση του ή επέστρεψε σε αυτό, αφού το είχε εγκαταλείψει,

β) η αξιόποινη πράξη δεν τιμωρείται με ποινή ή μέτρο ασφαλείας που στερούν την ελευθερία,

γ) η ποινική διαδικασία δεν συνεπάγεται την εφαρμογή μέτρου περιοριστικού της ελευθερίας του προσώπου,

δ) στον προσαχθέντα ενδέχεται να επιβληθεί ποινή ή μέτρο που δεν συνεπάγονται στέρηση της ελευθερίας, ιδίως χρηματική ποινή ή υποκατάστατο μέτρο, ακόμη κι αν αυτή η ποινή ή το μέτρο ενδέχεται να περιορίζει την προσωπική του ελευθερία,

ε) ο προσαχθείς είχε παραιτηθεί ρητά στην αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους εκτέλεσης του εντάλματος από το ευεργέτημα του κανόνα της ειδικότητας, συγχρόνως με τη συγκατάθεση του να προσαχθεί στο Ελληνικό Κράτος,

στ) ο προσαχθείς είχε παραιτηθεί ρητά, μετά την προσαγωγή του, από το ευεργέτημα του κανόνα της ειδικότητας όσον αφορά αξιόποινες πράξεις, οι οποίες τελέστηκαν πριν από την προσαγωγή του. Η δήλωση παραίτησης γίνεται κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 17 του παρόντος,

ζ) η δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος δίδει τη συγκατάθεση της, μετά την υποβολή σχετικής αίτησης από τον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος.

3. Η κατά το στοιχείο ζ' της προηγούμενης παραγράφου αίτηση συγκατάθεσης, η οποία υποβάλλεται στην δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος από τον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών, συνοδεύεται από τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παρ. 1 του παρόντος και από τη μετάφραση που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου.

4. Όταν ζητείται η συγκατάθεση της ελληνικής δικαστικής αρχής που αποφάσισε την εκτέλεση του εντάλματος, προκειμένου ο προσαχθείς να διωχθεί ή κρατηθεί στο κράτος έκδοσης εντάλματος για αξιόποινη πράξη προγενέστερη και διαφορετική από εκείνη για την οποία είχε εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, η ανωτέρω δικαστική αρχή αποφαίνεται το αργότερο σε τριάντα ημέρες μετά την παραλαβή της αίτησης, καθώς και της μετάφρασης και των πληροφοριών που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφοι 1 και 3. Συγκατάθεση δίδεται, αν για την αξιόποινη πράξη, για την οποία ζητείται, χωρεί προσαγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 10. Η δικαστική αρχή αρνείται τη συγκατάθεση, αν συντρέχουν οι λόγοι που αναφέρονται στο άρθρο 11, καθώς και αν το κράτος έκδοσης του εντάλματος δεν παρέχει τις τυχόν αιτηθείσες εγγυήσεις που ορίζονται στο άρθρο 13. Η δικαστική αρχή μπορεί να αρνηθεί τη συγκατάθεση για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 12 του παρόντος.

 

 

Αρθρο 35

 

Μεταγενέστερη προσαγωγή σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης

 

1. Πρόσωπο, το οποίο έχει προσαχθεί στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών σε εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, μπορεί, χωρίς τη συγκατάθεση του κράτους εκτέλεσης του εντάλματος, να προσαχθεί σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον έχει εκδοθεί σχετικό ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για αξιόποινη πράξη προγενέστερη της προσαγωγής του, όταν συντρέχει μία από τις παρακάτω περιπτώσεις:

α) ο εκζητούμενος, μολονότι είχε τη δυνατότητα να εγκαταλείψει το ελληνικό έδαφος, δεν το έπραξε εντός σαράντα πέντε ημερών από την οριστική απελευθέρωση του ή επέστρεψε σε αυτό, αφού το είχε εγκαταλείψει,

β) ο εκζητούμενος δεν απολαμβάνει το ευεργέτημα του κανόνα της ειδικότητας, σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 2 στοιχεία α', ε', στ' και ζ' του παρόντος,

γ) ο εκζητούμενος συγκατατίθεται να προσαχθεί σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος εκτέλεσης, βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Η δήλωση συγκατάθεσης γίνεται κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 17 του παρόντος.

2. Για τη συγκατάθεση της δικαστικής αρχής εκτέλεσης του εντάλματος, ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών υποβάλλει σχετική αίτηση στην ανωτέρω αρχή. Η αίτηση συγκατάθεσης συνοδεύεται από τις πληροφορίες και τη μετάφραση που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφοι 1 και 3 του παρόντος.

3. Όταν ζητείται η συγκατάθεση της ελληνικής δικαστικής αρχής που αποφάσισε την εκτέλεση του εντάλματος, ώστε ο εκζητούμενος να προσαχθεί σε άλλο κράτος μέλος για αξιόποινη πράξη που τελέστηκε πριν από την προσαγωγή του, βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η ανωτέρω δικαστική αρχή αποφαίνεται το αργότερο σε τριάντα ημέρες μετά την παραλαβή της αίτησης, καθώς και της μετάφρασης και των πληροφοριών που ορίζονται στο άρθρο 2. Συγκατάθεση δίδεται, αν για την αξιόποινη πράξη, για την οποία ζητείται, χωρεί προσαγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 10. Η δικαστική αρχή αρνείται τη συγκατάθεση, αν συντρέχουν οι λόγοι που αναφέρονται στο άρθρο 11, καθώς και αν το κράτος έκδοσης του εντάλματος δεν παρέχει τις τυχόν αιτούμενες εγγυήσεις που ορίζονται στο άρθρο 13. Η δικαστική αρχή μπορεί να αρνηθεί τη συγκατάθεση για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 12.

 

Αρθρο 36

 

Μεταγενέστερη έκδοση σε τρίτο κράτος

 

1. Πρόσωπο, το οποίο έχει προσαχθεί στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών σε εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, δεν εκδίδεται σε τρίτο κράτος, χωρίς τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους εκτέλεσης του εντάλματος.

2. Όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται από την ελληνική δικαστική αρχή, η συγκατάθεση για τη μεταγενέστερη έκδοση του εκζητούμενου σε τρίτο κράτος δίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις των συμβάσεων που δεσμεύουν την Ελλάδα, καθώς και αυτές του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

 

Αρθρο 37

 

Έξοδα

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Αν από την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στην Ελλάδα προκαλούνται δαπάνες επί του ελληνικού εδάφους, αυτές βαρύνουν το Ελληνικό Δημόσιο.

 

Αρθρο 38

 

Σχέση με άλλες νομικές πράξεις

 

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής τους στις σχέσεις μεταξύ της Ελλάδας και τρίτων κρατών, ο παρών νόμος αντικαθιστά τις αντίστοιχες διατάξεις των ακόλουθων συμβάσεων που ισχύουν όσον αφορά την έκδοση στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

α) ευρωπαϊκή σύμβαση εκδόσεως της 13ης Δεκεμβρίου 1957 (Ν. 4165 /1991 ΦΕΚ 75 Α'), πρόσθετο πρωτόκολλο της 15ης Οκτωβρίου 1975, δεύτερο πρόσθετο πρωτόκολλο της 17ης Μαρτίου 1978 και ευρωπαϊκή σύμβαση για την καταστολή της τρομοκρατίας της 27ης Ιανουαρίου 1977 (Ν. 1789/1998 ΦΕΚ 133 Α') στο μέτρο που αφορά την έκδοση,

β) συμφωνία της 26ης Μαΐου 1989 μεταξύ των δώδεκα κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την απλούστευση και τον εκσυγχρονισμό των τρόπων διαβίβασης των αιτήσεων για έκδοση,

γ) σύμβαση της 10ης Μαρτίου 1995 (Ν. 2787/2000 ΦΕΚ 5 Α') για την απλουστευμένη διαδικασία έκδοσης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

δ) σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1996 για την έκδοση μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ν. 2718/1999 ΦΕΚ 105 Α'),

ε) τίτλος III κεφάλαιο 4 της σύμβασης της 19ης Ιουνίου 1990 (Ν. 2514/1997 ΦΕΚ 140 Α') για την εφαρμογή της συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα.

 

Αρθρο 39

 

Μεταβατική διάταξη

 

1. Οι αιτήσεις έκδοσης που παραλήφθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου εξακολουθούν να διέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις για την έκδοση.

Στις περιπτώσεις αιτήσεων έκδοσης από χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν έχει ακόμη εναρμονιστεί με την απόφαση πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εφαρμόζονται οι ισχύουσες περί εκδόσεως διατάξεις.

2. Έως ότου το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν αποκτήσει τη δυνατότητα να διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 2 παρ. 1 του παρόντος, η απλή καταχώριση του εκζητούμενου στο Σύστημα αυτό επιφέρει τα αποτελέσματα του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, τότε μόνο όταν η αρμόδια δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση παραλάβει με όλους τους τύπους το πρωτότυπο.

 

Αρθρο 40

 

Διατάξεις ουσιαστικού ποινικού δικαίου

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 2928/2001

ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

1. Μετά το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του Ν. 2928/2001, προστίθεται άρθρο 187Α και το άρθρο 187Α, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 2928/2001, λαμβάνει τον αριθμό 187Β. Το άρθρο 187Α έχει ως εξής:

"Αρθρο 187Α

Τρομοκρατικές πράξεις

1. Όποιος, με εξαίρεση των περιπτώσεων που ορίζονται στην παράγραφο 8, τελεί ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω εγκλήματα:

α') ανθρωποκτονία με πρόθεση (άρθρο 299),

β') βαριά σωματική βλάβη (άρθρο 310),

γ') θανατηφόρα βλάβη (άρθρο 311),

δ') αρπαγή (άρθρο 322),

ε') αρπαγή ανηλίκων (άρθρο 324),

στ') διακεκριμένη φθορά ξένης ιδιοκτησίας (άρθρο 382 παρ. 2),

ζ') εμπρησμό (άρθρο 264),

η') εμπρησμό σε δάση (άρθρο 265),

θ') πλημμύρα (άρθρο 268),

ι') έκρηξη (άρθρο 270),

ία') παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες (άρθρο 272),

ιβ') κοινώς επικίνδυνη βλάβη (άρθρο 273),

ιγ') άρση ασφαλιστικών εγκαταστάσεων (άρθρο 275),

ιδ) πρόκληση ναυαγίου (άρθρο 277),

ιέ') δηλητηρίαση πηγών και τροφίμων (άρθρο 279),

ιστ') νοθεία τροφίμων (άρθρο 281 παρ. 1),

ιζ) διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών (άρθρο 290),

ιη') διατάραξη της ασφάλειας σιδηροδρόμων, πλοίων και αεροσκαφών (άρθρο 291),

ιθ') τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 181/1974 "Περί προστασίας εξ ιοντιζουσών ακτινοβολιών" (ΦΕΚ 347 Α'),

κ') τα προβλεπόμενα στα άρθρα 161, 162, 163, 164, 165, 168, 169, 170, 173, 174, 178, 179, 180, 181, 182, 183, 184 και 186 του Κώδικα Αεροπορικού Δικαίου που κυρώθηκε με το Ν. 1815/1988 (ΦΕΚ250 Α'),

κα') τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 15 και στις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 17 Ν. 2168/1993 "Ρύθμιση θεμάτων που αφορούν όπλα, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες, εκρηκτικούς μηχανισμούς και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ 147 Α'),

κβ') τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 4 του Ν. 2991/2002 "Εφαρμογή Σύμβασης απαγόρευσης χρήσης κ.λπ. χημικών όπλων" (ΦΕΚ 35 Α'), με τρόπο ή σε έκταση ή υπό συνθήκες που είναι δυνατό να βλάψουν σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτήν ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού τιμωρείται:

ι) Με ισόβια κάθειρξη αν η προβλεπόμενη ποινή για ένα από τα εγκλήματα του καταλόγου που περιλαμβάνονται στα στοιχεία α' έως κβ' είναι ισόβια κάθειρξη. Στην περίπτωση αυτή η πράξη παραγράφεται μετά από τριάντα χρόνια.

Αν επιβληθεί η ποινή της ισόβιας κάθειρξης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 105 μέχρι 110, εφόσον ο καταδικασθείς έχει εκτίσει ποινή είκοσι πέντε ετών.

ιι) Με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν η προβλεπόμενη ποινή για ένα από τα εγκλήματα του καταλόγου που περιλαμβάνονται στα στοιχεία α' έως κβ' είναι πρόσκαιρη ποινή καθείρξεως.

ιιι) Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών αν η προβλεπόμενη ποινή για ένα από τα εγκλήματα του καταλόγου που περιλαμβάνονται στα στοιχεία α' έως κβ' είναι ποινή φυλάκισης.

Αν η τρομοκρατική πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο περισσότερων ανθρώπων εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 94 παράγραφος 1.

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 134 έως 137.

3. Όποιος, με εξαίρεση των περιπτώσεων που ορίζονται στην παράγραφο 8, απειλεί σοβαρά με την τέλεση του κατά την παράγραφο 1 εγκλήματος και έτσι προκαλεί τρόμο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Η απόπειρα του εγκλήματος αυτού δεν είναι αξιόποινη.

4. Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα που δρουν από κοινού με σκοπό να τελέσει το έγκλημα της παραγράφου 1 (τρομοκρατική οργάνωση). Η κατασκευή, προμήθεια ή κατοχή όπλων, εκρηκτικών υλών και χημικών ή βιολογικών υλικών ή υλικών που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες προς εξυπηρέτηση των σκοπών της τρομοκρατικής οργάνωσης συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Η μη τέλεση από την τρομοκρατική οργάνωση οποιουδήποτε από τα εγκλήματα του καταλόγου που περιλαμβάνονται στα στοιχεία α' έως κβ' της παραγράφου 1 συνιστά ελαφρυντική περίσταση.

5. Όποιος διευθύνει την κατά την προηγούμενη παράγραφο τρομοκρατική οργάνωση τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.

6. Όποιος για να διευκολύνει την τέλεση πράξεως κατά την παράγραφο 4 παρέχει πληροφορίες ή υλικά μέσα ή με οποιονδήποτε τρόπο εισπράττει ή διαθέτει κεφάλαια υπό την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 1 της Διεθνούς Σύμβασης για την καταστολή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (που κυρώθηκε με το Ν. 3034/2002, ΦΕΚ 168 Α') ή παρέχει οικονομικά μέσα με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

7. Όποιος για να προπαρασκευάσει το έγκλημα της παραγράφου 1 διαπράττει διακεκριμένη κλοπή (άρθρο 374), ληστεία (παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 380), πλαστογραφία (άρθρο 216) που αφορά δημόσιο έγγραφο ή εκβίαση (άρθρο 385) τιμωρείται με κάθειρξη, εκτός αν η εκβίαση τιμωρείται με μεγαλύτερη ποινή. Αν η πράξη που τελέσθηκε είναι πλημμέλημα, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών ετών.

8. Δεν συνιστά τρομοκρατική πράξη κατά την έννοια των προηγούμενων παραγράφων του άρθρου αυτού η τέλεση ενός ή περισσότερων από τα εγκλήματα των προηγούμενων παραγράφων, αν εκδηλώνεται ως προσπάθεια εγκαθίδρυσης δημοκρατικού πολιτεύματος ή διαφύλαξης ή αποκατάστασης αυτού ή ως δράση υπέρ της ελευθερίας με την έννοια του άρθρου 5 παρ. 2 του Συντάγματος ή αποσκοπεί στην άσκηση θεμελιώδους ατομικής, πολιτικής ή συνδικαλιστικής ελευθερίας ή άλλου δικαιώματος προβλεπόμενου στο Σύνταγμα ή στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ν.Δ. 53/1974, ΦΕΚ 256 Α').

9. Η παράγραφος 2 του άρθρου 187 ισχύει και για τα εγκλήματα των προηγούμενων παραγράφων."

2. Οι δύο πρώτες παράγραφοι του άρθρου 187Β του Ποινικού Κώδικα τροποποιούνται ως εξής:

"1. Αν κάποιος από τους υπαιτίους των πράξεων της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης ή συμμορίας ή της συμμετοχής σε αυτές κατά τις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 187 ή της συγκρότησης τρομοκρατικής οργάνωσης ή της συμμετοχής σε αυτήν κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 187Α καταστήσει δυνατή με αναγγελία στην αρχή την πρόληψη της διάπραξης ενός από τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα ή με τον ίδιο τρόπο συμβάλλει ουσιωδώς στην εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης ή της συμμορίας ή της τρομοκρατικής οργάνωσης, απαλλάσσεται από την ποινή για τις πράξεις αυτές.

Αν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών με αιτιολογημένη διάταξη του απέχει από την άσκηση της ποινικής δίωξης και υποβάλλει τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

2. Αν στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου ο υπαίτιος έχει τελέσει κάποιο από τα επιδιωκόμενα εγκλήματα των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 187 ή έχει τελέσει κάποιο από τα εγκλήματα της παραγράφου 1 του άρθρου 187Α, το δικαστήριο επιβάλλει σε αυτόν ποινή ελαττωμένη κατά το άρθρο 83. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις το δικαστήριο, εκτιμώντας όλες τις περιστάσεις και ιδίως την επικινδυνότητα της εγκληματικής οργάνωσης, της συμμορίας ή της τρομοκρατικής οργάνωσης, την έκταση της συμμετοχής του υπαιτίου σε αυτήν και το βαθμό της συμβολής του στην εξάρθρωση της, μπορεί να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής για τρία έως δέκα έτη, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των άρθρων 99 έως 104."

3. Η περίπτωση α' του άρθρου 8 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

"α) εσχάτη προδοσία, προδοσία της χώρας που στρέφεται κατά του Ελληνικού Κράτους και τρομοκρατικές πράξεις (άρθρο 187Α)."

 

Αρθρο 41

 

Ευθύνη νομικών προσώπων

 

1. Αν κάποιο από τα εγκλήματα του άρθρου 40 του παρόντος τελέσθηκε για λογαριασμό νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με υπαιτιότητα οποιουδήποτε φυσικού προσώπου, που ενεργεί είτε ατομικά, είτε ως μέλος οργάνου αυτού του νομικού προσώπου και ασκεί εντός του νομικού προσώπου διευθυντική εξουσία η οποία στηρίζεται σε: α) εξουσία αντιπροσώπευσης του νομικού προσώπου ή β) εξουσία λήψης αποφάσεων εξ ονόματος του νομικού προσώπου ή γ) εξουσία ασκήσεως ελέγχου εντός του νομικού προσώπου, σε αυτό το νομικό πρόσωπο επιβάλλονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού οι εξής διοικητικές κυρώσεις: α) οριστική ή προσωρινή για χρονικό διάστημα από έναν μήνα έως δύο έτη αφαίρεση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης ή, αν τέτοια άδεια δεν προβλέπεται από το νόμο, απαγόρευση της άσκησης της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, β) οριστικός ή προσωρινός για το ίδιο χρονικό διάστημα αποκλεισμός από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις ή από δημόσιους διαγωνισμούς, γ) διοικητικό πρόστιμο από 20.000 έως 3.000.000 ευρώ.

2. Αν κάποιο από τα εγκλήματα του άρθρου 40 του παρόντος νόμου τελέσθηκε για λογαριασμό νομικού προσώπου από ένα ιεραρχικά κατώτερο στέλεχος, λόγω αμέλειας ενός από τα διευθυντικά στελέχη της προηγούμενης παραγράφου ως προς την εποπτεία ή τον έλεγχο του ιεραρχικά κατώτερου στελέχους επιβάλλονται οι ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις: α) προσωρινή για χρονικό διάστημα από δέκα ημέρες έως έξι μήνες αφαίρεση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης ή, αν τέτοια άδεια δεν προβλέπεται από το νόμο, απαγόρευση της άσκησης της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, β) προσωρινός για το ίδιο χρονικό διάστημα αποκλεισμός από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις ή από δημόσιους διαγωνισμούς, γ) διοικητικό πρόστιμο από 10.000 έως 1.000.000 ευρώ.

3. Για τη σωρευτική ή διαζευκτική επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους και για την επιμέτρηση των κυρώσεων λαμβάνονται υπόψη ιδίως η βαρύτητα της παράβασης, ο βαθμός της υπαιτιότητας, η οικονομική επιφάνεια του νομικού προσώπου ή της επιχείρησης και οι περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης.

 

Αρθρο 42

 

Διατάξεις δικονομικού ποινικού δικαίου

 

1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 253Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως προστέθηκε με το Ν. 2928/2001, τροποποιείται ως εξής:

"Ειδικά για τις αξιόποινες πράξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 187 και για τις αξιόποινες πράξεις του άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα η έρευνα μπορεί να συμπεριλάβει και τη διενέργεια:".

2. Η παράγραφος 2του άρθρου 253Α αντικαθίσταται ως εξής:

"2. Οι ανακριτικές πράξεις της προηγούμενης παραγράφου διεξάγονται μόνο:

α) αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι έχει τελεσθεί αξιόποινη πράξη των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 187 ή αξιόποινη πράξη του άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα,

β) αν η εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης ή η εξιχνίαση των τρομοκρατικών πράξεων του άρθρου 187Α είναι διαφορετικά αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής."

3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 200Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τροποποιείται ως εξής:

" 1. Όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει κακούργημα με χρήση βίας ή κακούργημα που στρέφεται κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή κακούργημα της παραγράφου 1 του άρθρου 187 ή του άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο μπορεί να διατάξει ανάλυση του δεοξυριβονουκλεϊκού οξέος (Deoxyribonucleic Acid - D.N.A.) προς το σκοπό της διαπίστωσης της ταυτότητας του δράστη του εγκλήματος αυτού."

4. Η παράγραφος 5 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 12του Ν. 1897/1990 και τροποποιήθηκε με το Ν. 2928/2001, αντικαθίσταται ως εξής:

"5. Τα κακουργήματα της πειρατείας, τα κακουργήματα κατά της ασφάλειας της σιδηροδρομικής ή υδάτινης συγκοινωνίας ή της αεροπλοΐας που προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους, τα κακουργήματα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 187 και στο άρθρο 187Ατου Ποινικού Κώδικα, καθώς και τα συναφή με αυτά πλημμελήματα και κακουργήματα, έστω και αν τα τελευταία τιμωρούνται βαρύτερα από τα ως άνω κύρια κακουργήματα."

5. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 7 του Ν. 2928/2001 τροποποιείται ως εξής:

"Η περάτωση της κύριας ανάκρισης για τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα κηρύσσεται από το συμβούλιο εφετών."

6. Οι διατάξεις των άρθρων 9 και 10 του Ν. 2928/2001 εφαρμόζονται και για τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα.

 

Αρθρο 43

 

Έναρξη ισχύος

 

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεση του ως νόμου του Κράτους.