ΑΠΟΦΑΣΗ 23/404/2006 - ΦΕΚ 1803/Β'/11.12.2006

Πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

 

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ

(Απόφαση 23/404/22.112006 του Διοικητικού Συμβουλίου)

 

Λαμβάνοντας υπόψη:

 

    1. Τα άρθρα 1, 4 παρ. 9β και 9γ του ν. 2331/1995 «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και άλλες ποινικές διατάξεις -ολομέλεια Αρείου Πάγου - Διαιτησίες και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 173Α), όπως τροποποιήθηκαν με τον ν. 3424/2005 «Τροποποίηση, συμπλήρωση και αντικατάσταση διατάξεων του ν. 2331/1995 (ΦΕΚ 173Α) και προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην 2001/97/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 305).

 

2. Τις 40 Συστάσεις του Financial Action Task Force (FATF) για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τις 9 Ειδικές Συστάσεις για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

 

    3. Το άρθρο 90 του π.δ. 63/2005 (ΦΕΚ Α/98/2005) «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα», αποφασίζει ομόφωνα:

 

 

Αρθρο 1

 

Πεδίο Εφαρμογής

 

    1. Η απόφαση αυτή αφορά τις ακόλουθες εταιρίες (εφεξής οι «Εταιρίες»):

(α) τις Ανώνυμες Εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών,

(β) τις Ανώνυμες Εταιρείες επενδυτικής διαμεσολάβησης,

(γ) τις Ανώνυμες Εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων,

(δ) τις Ανώνυμες Εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου,

(ε) τις Ανώνυμες Εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων σε ακίνητη περιουσία,

(στ) τις Ανώνυμες Εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία.

 

    2. Η απόφαση αυτή αφορά επίσης τα διευθυντικά στελέχη, τους υπαλλήλους και γενικά όλα τα φυσικά πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες για λογαριασμό των Εταιρειών.

 

 

Αρθρο 2

 

Ορισμοί

 

    1. Ως «πραγματικός δικαιούχος» (beneficial owner) νοείται το φυσικό πρόσωπο ή τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία ελέγχουν τον πελάτη, ή το φυσικό πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου διεξάγεται συναλλαγή ή δραστηριότητα. Ως «πραγματικός δικαιούχος» νοείται τουλάχιστον:

(α) όσον αφορά τις εταιρείες:

(i) το φυσικό πρόσωπο ή τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία ελέγχουν νομικό πρόσωπο, κατέχοντας, αμέσως ή εμμέσως, ή ελέγχοντας επαρκές ποσοστό των μετοχών ή των δικαιωμάτων ψήφου του εν λόγω νομικού προσώπου, μεταξύ άλλων μέσω μετοχών στον κομιστή, εκτός από εταιρεία που έχει νόμιμα εισαχθεί σε οργανωμένη αγορά χώρας η οποία έχει ενσωματώσει στο εθνικό της δίκαιο τις απαιτήσεις γνωστοποίησης σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία ή σε τρίτη χώρα στην οποία εφαρμόζονται ισότιμα διεθνή πρότυπα ποσοστό ύψους 25% συν μία μετοχή θεωρείται ότι πληροί το κριτήριο αυτό,

(ii) το φυσικό πρόσωπο ή τα φυσικά πρόσωπα τα οποία ασκούν κατ' άλλο τρόπο έλεγχο στη διαχείριση νομικού προσώπου

(β) όσον αφορά νομικά πρόσωπα και εμπιστεύματα που διαχειρίζονται ή διανέμουν κεφάλαια:

(i) όταν οι μελλοντικοί δικαιούχοι έχουν προσδιορισθεί ήδη, το φυσικό πρόσωπο ή τα φυσικά πρόσωπα που

δικαιούνται το 25% ή περισσότερο των περιουσιακών στοιχείων νομικού προσώπου ή εμπιστεύματος,

(ϋ) όταν τα άτομα που αποτελούν δικαιούχους του νομικού προσώπου ή εμπιστεύματος δεν έχουν προσδιορισθεί ακόμη, η κατηγορία προσώπων προς το συμφέρον της οποίας έχει κυρίως συσταθεί ή δραστηριοποιείται το νομκό πρόσωπο ή το εμπίστευμα,

(iii) το φυσικό πρόσωπο ή τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν έλεγχο στο 25% ή περισσότερο των περιουσιακών στοιχείων του νομικού προσώπου ή εμπιστεύματος,

 

 

    2. Ως «πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα» (Politically Exposed Persons) νοούνται τα φυσικά πρόσωπα, στα οποία έχει ή είχε ανατεθεί σημαντικό δημόσιο λειτούργημα, και οι άμεσοι στενοί συγγενείς τους ή τα πρόσωπα που είναι γνωστά ως στενοί συνεργάτες των προσώπων αυτών.

 

 

    3. Ως «επιχειρηματική σχέση» νοείται η επιχειρηματική, επαγγελματική ή εμπορική σχέση η οποία συνδέεται με τις επαγγελματικές δραστηριότητες των Εταιρειών, περιλαμβανομένης ιδίως της παροχής κύριων ή παρεπόμενων επενδυτικών υπηρεσιών και της διάθεσης μεριδίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων και η οποία αναμενόταν κατά το χρόνο σύναψης της να έχει κάποια διάρκεια.

 

 

Αρθρο 3

 

Υποχρέωση Δέουσας Επιμέλειας

 

    1. Οι Εταιρείες εφαρμόζουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη:

(α) πριν συνάψουν ή τροποποιήσουν επιχειρηματικές σχέσεις και ιδίως πριν καταρτίσουν ή τροποποιήσουν σύμβαση για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών,

(β) όταν διενεργούν συναλλαγές που ανέρχονται σε ποσό ίσο ή μεγαλύτερο από 15.000 Ευρώ ανεξάρτητα από το αν η συναλλαγή διενεργείται με μα μόνη πράξη ή με περισσότερες μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση,

(γ) όταν υπάρχει υπόνοια νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ανεξάρτητα από κάθε παρέκκλιση, εξαίρεση ή κατώτατο όριο ποσού, (δ) όταν υπάρχουν αμφιβολίες για την ακρίβεια ή την καταλληλότητα των δεδομένων που έχουν συγκεντρωθεί στο παρελθόν για την εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη.

 

    2. Οι Εταιρείες απαγορεύεται να τηρούν λογαριασμούς που δεν αναφέρουν το όνομα του πελάτη που είναι δικαιούχος του λογαριασμού (ανώνυμους λογαριασμούς).

 

 

Αρθρο 4

 

Μέτρα Δέουσας Επιμέλειας

 

    1. Τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

(α) την εξακρίβωση και τον έλεγχο της ταυτότητας του πελάτη και τουλάχιστον των στοιχείων που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι, βάσει εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών από αξιόπιστη και ανεξάρτητη πηγή

(β) την εξακρίβωση, εφόσον συντρέχει περίπτωση, της ταυτότητας του πραγματικού δικαιούχου και τη λήψη ευλόγων μέτρων αναλόγως του βαθμού κινδύνου για τον έλεγχο της ταυτότητας του ώστε να διασφαλίζεται ότι οι Εταιρείες γνωρίζουν τον πραγματικό δικαιούχο όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα και τα εμπιστεύματα, τη λήψη ευλόγων μέτρων αναλόγως του βαθμού κινδύνου για να γίνει κατανοητή η διάρθρωση της κυριότητας και του ελέγχου του πελάτη

(γ) τη συλλογή πληροφοριών για τον σκοπό και τον σχεδιαζόμενο χαρακτήρα της επιχειρηματικής σχέσης

(δ) την άσκηση συνεχούς εποπτείας όσον αφορά την επιχειρηματική σχέση, με ενδελεχή εξέταση των συναλλαγών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια αυτής της σχέσης, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι συναλλαγές που διενεργούνται συνάδουν με τις πληροφορίες που έχουν οι Εταιρείες σχετικά με τον πελάτη, την επιχειρηματική του δραστηριότητα το προφίλ του κινδύνου, και, εφόσον απαιτείται, σχετικά με την προέλευση των κεφαλαίων, καθώς και η διασφάλιση της τήρησης ενημερωμένων των εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών.

 

    2. Τα μέτρα δέουσας επιμέλειας αφορούν όλους τους δικαιούχους σε περίπτωση κοινού λογαριασμού.

 

    3. Οι Εταιρείες μπορούν να καθορίζουν ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου την έκταση των μέτρων δέουσας επιμέλειας και τη συχνότητα παρακολούθησης του κατά πόσον οι συναλλαγές που πραγματοποιούνται συνάδουν με τις πληροφορίες που έχουν οι Εταιρείες για τον πελάτη. Ο βαθμός κινδύνου εξαρτάται ενδεικτικά από:

(α) το είδος του πελάτη,

(β) τον σκοπό και τον σχεδιαζόμενο χαρακτήρα της επιχειρηματικής σχέσης με τον πελάτη,

(γ) τις παρεχόμενες επενδυτικές υπηρεσίες,

(δ) τα χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία αφορά η παροχή των υπηρεσιών ή της συγκεκριμένης συναλλαγής, και

(ε) την προέλευση των κεφαλαίων.

 

    4. Οι Εταιρείες προβαίνουν στην κατάταξη των πελατών τους σε δύο (2) τουλάχιστον κατηγορίες κινδύνου βάσει κριτηρίων, τα οποία αντανακλούν τις πιθανές αιτίες κινδύνων. Η κατάταξη αυτή γίνεται με έγγραφη ανάλυση κινδύνου ανά πελάτη.

 

    5. Οι Εταιρείες πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι η έκταση των μέτρων είναι ανάλογη με τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που ενέχει κάθε επιχειρηματική σχέση και συναλλαγή.

 

 

Αρθρο 5

 

Χρόνος Εφαρμογής Μέτρων Δέουσας Επιμέλειας

 

    1. Η εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου πραγματοποιείται πριν τη σύναψη επιχειρηματικών σχέσεων και σε κάθε περίπτωση πριν από τη διενέργεια συναλλαγών.

 

    2. Κατά παρέκκλιση από την προηγούμενη παράγραφο επιτρέπεται να ολοκληρώνεται η εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου κατά τη σύναψη επιχειρηματικών σχέσεων, εφόσον αυτό απαιτείται για να μη διακοπεί η ομαλή παροχή υπηρεσιών και εφόσον ο κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας εκτιμάται ότι είναι μικρός. Στις περιπτώσεις αυτές, οι εν λόγω διαδικασίες περατώνονται το συντομότερο δυνατόν μετά την αρχική επαφή και πάντως εντός 30 ημερών το αργότερο.

 

    3. Οι Εταιρείες, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν μπορούν να συμμορφωθούν προς τις διαδικασίες της δέουσας επιμέλειας οφείλουν να μην εκτελέσουν τη συναλλαγή, να διακόψουν την επιχειρηματική σχέση με τον πελάτη και να εξετάσουν την δυνατότητα υποβολής αναφοράς στον αρμόδιο φορέα για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

 

 

    4. Οι Εταιρείες εφαρμόζουν τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας και ως προς υφιστάμενους πελάτες σε περιοδική βάση ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου κάθε πελάτη καθώς και σε έκτακτη βάση την κατάλληλη χρονική στιγμή. Ενδεικτικά παραδείγματα κατάλληλης χρονικής στιγμής είναι:

(α) όταν ο πελάτης κάνει μια σημαντική για τα δεδομένα του συναλλαγή,

(β) όταν επέλθει μια ουσιαστική αλλαγή στα στοιχεία του πελάτη,

(γ) όταν αλλάξει ο τρόπος που κινείται ο λογαριασμός του πελάτη,

(δ) όταν η Εταιρεία αντιληφθεί ότι λείπουν αρκετές πληροφορίες για έναν υφιστάμενο πελάτη.

 

 

Αρθρο 6

 

Απλουστευμένη Δέουσα Επιμέλεια ως προς τον πελάτη

 

    1. Οι Εταιρείες μπορούν να μην τηρούν τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας ως προς πελάτη, που προβλέπονται από τις παραγράφους 1 στοιχεία (α), (β) και (δ), 3 και 5 του άρθρου 4, όταν ο πελάτης είναι:

(α) πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός που ευρίσκεται σε τρίτη χώρα η οποία επιβάλλει απαιτήσεις ισοδύναμες προς αυτές που προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία και υπόκειται σε εποπτεία όσον αφορά τη συμμόρφωση του προς τις απαιτήσεις αυτές,

 

(β) εταιρεία της οποίας οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε τρίτη χώρα που υπόκεινται σε απαιτήσεις διαφάνειας που είναι ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες από την κοινοτική νομοθεσία,

(γ) εθνικές δημόσιες αρχές.

 

    2. Στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, οι Εταιρείες συγκεντρώνουν, σε κάθε περίπτωση, επαρκείς πληροφορίες και διαπιστώνουν εγγράφως με αναφορά του αρμόδιου στελέχους ότι ο πελάτης μπορεί να εξαιρεθεί.

 

 

Αρθρο 7

 

Αυξημένη Δέουσα Επιμέλεια ως προς τον πελάτη

 

    Οι Εταιρείες εφαρμόζουν, ανάλογα με το βαθμό κινδύνου, αυξημένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, επιπλέον των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 4, στις περιπτώσεις οι οποίες, λόγω της φύσης τους, μπορούν να παρουσιάσουν υψηλότερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ενδεικτικά οι Εταιρείες εφαρμόζουν αυξημένα μέτρα δέουσας επιμέλειας σε ασυνήθιστα είδη συναλλαγών που πραγματοποιούνται χωρίς προφανή οικονομικό λόγο καθώς και στις περιπτώσεις που η χρήση ορισμένων χρηματοπιστωτικών μέσων ή οι συναλλαγές που καταρτίζονται ενδέχεται να ευνοούν την ανωνυμία. Σε κάθε περίπτωση οι Εταιρείες εφαρμόζουν αυξημένα μέτρα δέουσας επιμέλειας στις περιπτώσεις των άρθρων 8 έως 10.

 

 

Αρθρο 8

 

Μη αυτοπρόσωπη παρουσία πελάτη

 

    Όταν ο πελάτης δεν είναι παρών για να εξακριβωθεί η ταυτότητα του, οι Εταιρείες λαμβάνουν ειδικά και κατάλληλα μέτρα για αντιστάθμιση του υψηλότερου κινδύνου και τουλάχιστον προβαίνουν στην εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη με πρόσθετα αποδεικτικά έγγραφα, δεδομένα ή πληροφορίες, όπως ενδεικτικά:

(α) ζητούν την προσκόμιση πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων,

(β) λαμβάνουν συμπληρωματικά μέτρα για την εξακρίβωση ή πιστοποίηση των υποβληθέντων στοιχείων,

(γ) λαμβάνουν επιβεβαιωτική πιστοποίηση από δημόσια αρχή, πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό που λειτουργεί σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

(δ) ζητούν η πρώτη πληρωμή, στο πλαίσιο της επιχειρηματικής σχέσης ή κάθε πληρωμή στο πλαίσιο των μεμονωμένων συναλλαγών, να πραγματοποιηθεί μέσω λογαριασμού ο οποίος έχει ανοιχθεί στο όνομα του πελάτη και τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί σε χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

(ε) επαληθεύουν ότι η εταιρεία ή ο οργανισμός κατ' αρχήν λειτουργεί στην διεύθυνση των γραφείων διαχείρισης που έχει δηλωθεί.

 

 

Αρθρο 9

 

Πολιτικώς Εκτεθειμένα Πρόσωπα

 

    Όταν οι Εταιρείες προβαίνουν σε συναλλαγές ή συνάπτουν επιχειρηματικές σχέσεις με πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα που διαμένουν σε τρίτη εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης χώρα οφείλουν:

(α) να διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου για να καθορίζουν εάν ο πελάτης είναι πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο

(β) να απαιτούν την έγκριση από ανώτερα διοικητικά στελέχη της Εταιρείας για τη σύναψη επιχειρηματικών σχέσεων με τους πελάτες αυτούς

(γ) να λαμβάνουν επαρκή μέτρα για να καθορίσουν την προέλευση των κεφαλαίων τα οποία αφορά η επιχειρηματική σχέση ή η συναλλαγή

(δ) να διενεργούν αυξημένη και συνεχή παρακολούθηση της επιχειρηματικής σχέσης.

 

 

Αρθρο 10

 

Νομικά Πρόσωπα

 

    1. Όταν ο πελάτης είναι νομικό πρόσωπο εκτός των εταιρειών της παραγράφου (β) του άρθρου 6 οι Εταιρείες λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να διαπιστώσουν τον τρόπο λειτουργίας του νομικού προσώπου καθώς και ποιος ασκεί ουσιαστικά τον έλεγχο σε αυτό.

 

    2. Όταν ο πελάτης είναι εταιρεία με ανώνυμες μετοχές οι Εταιρείες τουλάχιστον:

(α) διαπιστώνουν την πραγματική ταυτότητα και την οικονομική κατάσταση των πραγματικών δικαιούχων της εταιρείας πριν το άνοιγμα του λογαριασμού, με τη βοήθεια αξιόπιστων και ανεξάρτητων πηγών ή και με επίσκεψη στα γραφεία της εταιρείας,

(β) αν υπάρξει αλλαγή στους πραγματικούς δικαιούχους εξετάζουν τη συνέχιση της επιχειρηματικής σχέσης.

 

    3. Όταν ο πελάτης είναι υπεράκτια εταιρεία (offshore) οι Εταιρείες πέραν των μέτρων της προηγούμενης παραγράφου λαμβάνουν κατά τη σύναψη επιχειρηματικών σχέσεων και ιδίως κατά την κατάρτιση της σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, δήλωση του πελάτη σχετικά με την ταυτότητα του πραγματικού δικαιούχου και την σχέση που συνδέει τον πελάτη με τον πραγματικό δικαιούχο, σύμφωνα με το συνημμένο στην παρούσα Παράρτημα II. Για τον καθορισμό των χωρών στις οποίες λειτουργούν εξωχώριες εταιρείες λαμβάνεται υπόψη η απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών 1108437/2565/ΔΟΣ (ΦΕΚ Β. 1590/16.11.2005). Η Εταιρεία εφαρμόζει τα μέτρα δέουσας επιμέλειας και ως προς τον πραγματικό δικαιούχο.

 

    4. Όταν ο πελάτης είναι νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, οι Εταιρείες:

(α) βεβαιώνονται για τη νομμ5τητα των καταστατικών σκοπών του πελάτη,

(β) διασφαλίζουν ότι η επιχειρηματική σχέση ή οι συναλλαγές εμπίπτουν στους καταστατικούς σκοπούς του πελάτη.

 

 

Αρθρο 11

 

Εφαρμογή των μέτρων δέουσας επιμέλειας από τρίτα μέρη

 

    1. Οι Εταιρείες μπορούν να βασίζονται σε τρίτα μέρη για την εκπλήρωση της υποχρέωσης δέουσας επιμέλειας του άρθρου 4 ως προς τον πελάτη. Η τελική ευθύνη για την εκπλήρωση της υποχρέωσης δέουσας επιμέλειας βαρύνει σε κάθε περίπτωση τις ίδιες τις Εταιρείες που βασίζονται σε τρίτο μέρος.

 

    2. Ως «τρίτα μέρη» νοούνται άλλες Εταιρείες ή πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος ή ισοδύναμα νομικά πρόσωπα που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα, εφόσον:

(α) υπόκεινται σε υποχρεωτική επαγγελματική καταχώρηση αναγνωρισμένη από το νόμο και

(β) εφαρμόζουν ισοδύναμα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και την φύλαξη αρχείων και υπόκεινται σε εποπτεία, όσον αφορά τη συμμόρφωση τους προς τις εν λόγω απαιτήσεις.

3. Οι Εταιρείες μπορούν να αναγνωρίζουν και να βασίζονται στο αποτέλεσμα των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας ως προς πελάτη σύμφωνα με την παράγραφο

1 εφόσον τα τρίτα μέρη δεσμεύονται να θέτουν αμέσως στη διάθεση των Εταιρειών τις πληροφορίες που έχουν συλλέξει σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 10 καθώς και τα αντίγραφα των δεδομένων εξακρίβωσης και ελέγχου της ταυτότητας του πελάτη ή του πραγματικού δικαιούχου και άλλα συναφή έγγραφα.

4. Οι Εταιρείες οφείλουν να διαπιστώνουν εγγράφως με αιτιολογημένη έκθεση του αρμόδιου στελέχους τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου αυτού.

5. Δεν θεωρούνται τρίτα μέρη φυσικά ή νομικά πρόσωπα που συνδέονται με τις Εταιρείες με σχέση εξωτερικής ανάθεσης (outsourcing) ή αντιπροσώπευσης (agency).

 

 

Αρθρο 12

 

Ύποπτες Συναλλαγές

 

1. Ως ύποπτη συναλλαγή νοείται εν γένει εκείνη που μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ασυμβίβαστη με τις γνωστές και νόμιμες εργασίες του πελάτη ή τις προσωπικές του δραστηριότητες ή με το συνηθισμένο κύκλο εργασιών του συγκεκριμένου λογαριασμού.

 

 

   2.  Οι Εταιρείες οφείλουν να εξετάζουν με ιδιαίτερη προσοχή κάθε ύποπτη συναλλαγή. Σε κάθε περίπτωση οι Εταιρείες εξετάζουν τις επιχειρηματικές σχέσεις και συναλλαγές με πελάτες που προέρχονται από χώρες που χαρακτηρίζονται από τη FATF ως μη συνεργαζόμενες χώρες.

 

    3. Τα αποτελέσματα της εξέτασης των ύποπτων συναλλαγών τηρούνται εγγράφως ή σε ηλεκτρονική μορφή με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του άρθρου 13. Οι σχετικές αναφορές των υπαλλήλων πρέπει να είναι αιτιολογημένες και καταχωρούνται σε ειδικό αρχείο και φέρουν ημερομηνία και την υπογραφή του υπαλλήλου.

 

 

Αρθρο 13

 

Τήρηση Αρχείου

 

    1. Οι Εταιρείες οφείλουν να τηρούν για πέντε τουλάχιστον χρόνια, εκτός αν επιβάλλεται από διάταξη νόμου η τήρηση τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, από τη λήξη των σχέσεων τους με τους πελάτες όσον αφορά τις συμβάσεις και από τη διενέργεια της τελευταίας συναλλαγής, όσον αφορά τις συναλλαγές, τα στοιχεία τα σχετικά με τις παραπάνω συμβάσεις και συναλλαγές όπως ενδεικτικά νομμοποιητικά έγγραφα, φωτοαντίγραφα εγγράφων με βάση τα οποία έγινε η πιστοποίηση της ταυτότητας του πελάτη και παραστατικά συναλλαγών.

 

 

    2. Στο πλαίσιο της συμμόρφωσης τους με την υποχρέωση της προηγούμενης παραγράφου οι Εταιρείες φυλάσσουν τουλάχιστον τα παρακάτω στοιχεία:

(α) την ταυτότητα του πελάτη, η οποία περιλαμβάνει ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, τηλέφωνο, επάγγελμα, επαγγελματική διεύθυνση, ΑΦΜ και υπόδειγμα υπογραφής,

(β) τον αριθμό λογαριασμού παροχής επενδυτικών υπηρεσιών,

(γ) την ταυτότητα των πραγματικών δικαιούχων,

(δ) την ταυτότητα των προσώπων που είναι εξουσιοδοτημένα να ενεργούν για λογαριασμό του πελάτη,

(ε) τα στοιχεία που αφορούν στον όγκο και τις συναλλαγές που διεξάγονται,

(στ) τους συνδεδεμένους τραπεζικούς λογαριασμούς του πελάτη,

(ζ) την προέλευση των κεφαλαίων,

(η) τον τρόπο με τον οποίο τα χρήματα έχουν κατατεθεί ή αναληφθεί, δηλαδή μετρητά, επιταγές, ηλεκτρονικά εμβάσματα κ.τ.λ.,

(θ) την ταυτότητα του προσώπου που έδωσε εντολή για την κατάρτιση συναλλαγής,

(ι) τον προορισμό των χρημάτων,

(ια) τη φύση των οδηγιών που έχουν δοθεί από τον πελάτη.

 

3. Οι Εταιρείες διαθέτουν πληροφοριακά συστήματα ή διαδικασίες που να τους δίνουν τη δυνατότητα να μπορούν να ανταποκριθούν πλήρως και ταχέως σε ερώτημα της Εθνικής Αρχής, ως προς το εάν διατηρούν ή είχαν διατηρήσει κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών επιχειρηματική σχέση με συγκεκριμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα καθώς και ως προς το είδος αυτής της επιχειρηματικής σχέσης.

 

    4. Οι Εταιρείες φυλάσσουν για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών τα στοιχεία και τα αρχεία, που αποδεικνύουν τη συμμόρφωση τους με τις υποχρεώσεις, που προβλέπονται στην απόφαση αυτή. Η τήρηση των στοιχείων και αρχείων μπορεί να γίνεται και σε ηλεκτρονική μορφή, υπό την προϋπόθεση ότι τα σχετικά πληροφοριακά συστήματα πληρούν όρους ελεγχόμενης πρόσβασης, χρήσης κωδικού ταυτοποίησης χρήστη (user ID) και ημερομηνίας.

 

 

Αρθρο 14

 

Υπεύθυνος Συμμόρφωσης

 

1. Ο Υπεύθυνος Συμμόρφωσης για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας έχει την ευθύνη γενικής παρακολούθησης της συμμόρφωσης της Εταιρείας με τις υποχρεώσεις της για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

 

2. Ο Υπεύθυνος Συμμόρφωσης έχει τουλάχιστον τα παρακάτω καθήκοντα:

(α) Λαμβάνει από υπαλλήλους της Εταιρείας αναφορές με πληροφορίες οι οποίες δημιουργούν την πεποίθηση ή υποψία για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όπως ενδεικτικά αναφορές για ύποπτες συναλλαγές. Οι αναφορές των υπαλλήλων καταχωρούνται σε ειδικό αρχείο και φέρουν ημερομηνία και υπογραφή του υπαλλήλου.

β) Αξιολογεί και εξετάζει τις πληροφορίες με αναφορά σε άλλες διαθέσιμες πηγές. Η αξιολόγηση των πληροφοριών που περιέχονται στις αναφορές που υποβάλλονται στον Υπεύθυνο Συμμόρφωσης για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας πρέπει να γίνεται σε ιδιαίτερο έντυπο, το οποίο πρέπει επίσης να αρχειοθετείται στο σχετικό φάκελο. Εάν από την αξιολόγηση αποφασίσει να αναφέρει τις πληροφορίες στην Εθνική Αρχή, τότε πρέπει να ετοιμάσει αναφορά η οποία πρέπει να υποβληθεί στην Εθνική Αρχή το συντομότερο δυνατό. Εάν ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης αποφασίσει να μην προβεί σε αναφορά στην Εθνική Αρχή, τότε πρέπει να αιτιολογήσει, στο σχετικό φάκελο, πλήρως τους λόγους για αυτήν την απόφαση.

(γ) Ενεργεί ως το πρώτο σημείο επαφής με την Εθνική Αρχή τόσο κατά την έναρξη όσο και καθ' όλη τη διάρκεια της διερεύνησης της υπόθεσης που εξετάζεται μετά την υποβολή της γραπτής αναφοράς, ανταποκρίνεται σε όλα τα ερωτήματα και τις ζητούμενες διευκρινήσεις της Εθνικής Αρχής και αποφασίζει κατά πόσον τα ερωτήματα/ διευκρινίσεις σχετίζονται άμεσα με την αναφορά που έχει υποβάλει οπότε και παρέχει όλες τις ζητούμενες πληροφορίες και συνεργάζεται πλήρως με την Εθνική Αρχή.

 

 

Αρθρο 15

 

Εσωτερικές Διαδικασίες

 

    1. Οι Εταιρείες θεσπίζουν επαρκείς και κατάλληλες διαδικασίες ώστε να προλαμβάνουν και να εμποδίζουν τη διενέργεια συναλλαγών που συνδέονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

 

    2. Οι διαδικασίες αφορούν τουλάχιστον: (α) τη δέουσα επιμέλεια ως προς πελάτες, (β) την αναφορά ύποπτων συναλλαγών, (γ) τη φύλαξη αρχείων,

(δ) τον εσωτερικό έλεγχο,

(ε) την αξιολόγηση κινδύνου πελατών, επιχειρηματικών σχέσεων και συναλλαγών, (στ) τη διαχείριση κινδύνου, (ζ) τη διαχείριση της συμμόρφωσης, και (η) την κατανομή καθηκόντων και ευθυνών.

 

    3. Οι εξωτερικοί ελεγκτές της Εταιρείας υποβάλλουν κάθε δύο χρόνια έκθεση η οποία αξιολογεί την επάρκεια και αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του συστήματος πρόληψης των διαδικασιών για την αποτροπή νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Αντίγραφο της έκθεσης υποβάλλεται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

 

 

Αρθρο 16

 

Παροχή Πληροφοριών

 

    1. Οι Εταιρείες υποβάλλουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εντός μηνός από την έναρξη ισχύος της απόφασης αυτής:

(α) Το ονοματεπώνυμο, τη θέση και τα στοιχεία της πράξης διορισμού του αρμόδιου διευθυντικού στελέχους ως Υπεύθυνου Συμμόρφωσης και του αναπληρωτή του, που έχουν ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 10 του ν. 2331/1995.

(β) Αντίγραφο των εσωτερικών διαδικασιών ελέγχου και επικοινωνίας που έχουν θεσπίσει εγγράφως για να προλαμβάνουν και εμποδίζουν τη διενέργεια συναλλαγών που συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

 

    2. Σε περίπτωση μεταβολής του Υπεύθυνου Συμμόρφωσης ή σε περίπτωση σημαντικών μεταβολών στις διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου και επικοινωνίας, υποχρεούνται να γνωστοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εγγράφως τις μεταβολές αυτές εντός 10 εργασίμων ημερών, αφότου τίθενται σε ισχύ.

 

    3. Οι Εταιρείες υποβάλλουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε χρόνο εντός του μηνός Μαρτίου κάθε ημερολογιακού έτους Ετήσια Έκθεση, που θα περιλαμβάνει τις πιο κάτω πληροφορίες:

(α) Συνοπτικές πληροφορίες για τα σημαντικά μέτρα που λήφθηκαν και διαδικασίες που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους.

(β) Τους ελέγχους που διενεργήθηκαν για την αξιολόγηση της επάρκειας των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας κατά τον προσδιορισμό της ταυτότητας των πελατών, καθώς και το πεδίο αυτών των ελέγχων (διαδικασίες, συναλλαγές, βαθμός κατάρτισης υπαλλήλων κλπ.).

(γ) Τις τυχόν σημαντικές ελλείψεις και αδυναμίες που έχουν εντοπισθεί, ιδίως στις διαδικασίες εσωτερικής αναφοράς ύποπτων και ασυνηθών συναλλαγών ή συναλλαγών χωρίς προφανή οικονομικό ή νόμιμο σκοπό, στην ποιότητα των αναφορών και στην έγκαιρη διεκπεραίωση

τους, καθώς και τις ενέργειες και εισηγήσεις που έχουν γίνει για λήψη διορθωτικών μέτρων.

(δ) Τον αριθμό αναφορών ύποπτων και ασυνηθών συναλλαγών που υποβλήθηκαν από υπαλλήλους της Εταιρείας προς τον Υπεύθυνο Συμμόρφωσης, καθώς και τον κατά προσέγγιση χρόνο που μεσολαβεί από την συναλλαγή μέχρι την αποστολή της αναφοράς στον Υπεύθυνο Συμμόρφωσης.

(ε) Τον αριθμό αναφορών ύποπτων και ασυνηθών συναλλαγών που υποβλήθηκαν από τον Υπεύθυνο Συμμόρφωσης στην Εθνική Αρχή, καθώς και τον κατά προσέγγιση χρόνο που μεσολαβεί από τη λήψη της αναφοράς από τους υπαλλήλους της Εταιρείας μέχρι την αποστολή της στην Εθνική Αρχή.

(στ) Τα εκπαιδευτικά σεμινάρια που παρακολούθησε ο Υπεύθυνος Συμμόρφωσης και το περιεχόμενο τους.

(ζ) Πληροφορίες αναφορικά με την εκπαίδευση και επιμόρφωση που έγινε στο προσωπικό κατά τη διάρκεια του έτους, αναφέροντας τον αριθμό των σεμιναρίων που παρακολουθήθηκαν, τη διάρκεια τους, τον αριθμό και τη θέση των υπαλλήλων που συμμετείχαν.

 

    4. Πέραν της υποχρέωσης που προβλέπεται από το Αρθρο 4 παρ. 9α δδ) του ν. 2331/1995, οι Εταιρείες θα πρέπει να ενημερώνουν την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την περίπτωση που οι θυγατρικές εταιρείες και τα υποκαταστήματα τους στο εξωτερικό απαγορεύεται πλήρως ή μερικώς από τη σχετική αλλοδαπή νομοθεσία να εφαρμόσουν τις πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους του ομίλου για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

 

 

Αρθρο 17

 

Εκπαίδευση Προσωπικού

 

    Οι Εταιρείες λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε οι υπάλληλοι τους να λάβουν γνώση της ισχύουσας νομοθεσίας, των κανονιστικών αποφάσεων και εγκυκλίων καθώς και των εσωτερικών διαδικασιών. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη συμμετοχή των αρμοδίων υπαλλήλων σε ειδικά προγράμματα συνεχούς κατάρτισης και επιμόρφωσης, τα οποία τους εκπαιδεύουν στο να εντοπίζουν τις δραστηριότητες που τυχόν συνδέονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και τους διδάσκουν να ενεργούν σωστά σε παρόμοιες περιπτώσεις.

 

 

Αρθρο 18

 

    1. Η παρούσα ισχύει από την 1η Μαρτίου, 2007.

 

    2. Από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού.

 

    3. Από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης καταργείται η υπ' αριθμ 108/27.5.1997 απόφαση και οι Εγκύκλιοι 8, 13, 14, 16, 17 και 27 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.