ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ 1/452/1.11.2007/2007 - ΦΕΚ 2136/Β'/1.11.2007

Κανόνες Συμπεριφοράς Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ).

 

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ

(Αριθμ. απόφασης 1/452/1.11.2007)

 

    Λαμβάνοντας υπόψη:

 

    1. Την παράγραφο 10 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007 για «τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α/195/2007).

 

    2. Την παράγραφο 7 του άρθρου 27 του ν. 3606/2007 για «τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α/195/2007).

 

    3. Την παράγραφο 3 του άρθρου 28 του ν. 3606/2007 για «τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α/195/2007).

 

    4. Την παράγραφο 5 του άρθρου 30 του ν. 3606/2007 για «τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α/195/2007).

 

    5. Την Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για «τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων» (L 145/1/30.4.2004).

 

    6. Την Οδηγία 2006/73/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την «εφαρμογή της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας» (L241/26/2006).

 

    7. Το άρθρο 90 του π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» (ΦΕΚ Α/98/2005), αποφασίζει ομόφωνα:

 

 

Αρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

    1. Η απόφαση αυτή έχει σκοπό την ενσωμάτωση των άρθρων 2, 3, 26 έως 50 και 52 της Οδηγίας 2006/73/1 Νοεμβρίου 2007

ΕΚ της Επιτροπής της 10ης Αυγούστου 2006 «για την εφαρμογή της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας».

 

    2. Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται και στα πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον παρέχουν μια ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες.

 

    3. H παρούσα απόφαση, εκτός από τα άρθρα 21 και 23, εφαρμόζεται και στις ανώνυμες εταιρίες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων που έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 4 του ν. 3283/2004 και στις εταιρίες διαχείρισης συλλογικών επενδύσεων της παραγράφου 4 του άρθρου 5 της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ.

 

    4. Τα άρθρα 2 έως 8, 10 έως 17, 22, 24 και 27 της απόφασης αυτής εφαρμόζονται και στις ανώνυμες εταιρίες επενδυτικής διαμεσολάβησης, που λειτουργούν σύμφωνα με το άρθρο 36 του ν. 3606/2007.

 

 

Αρθρο 2

Ορισμοί.

 

    Για τους σκοπούς της απόφασης αυτής, νοούνται ως:

 

    1. «Καλυπτόμενα πρόσωπα» σε σχέση με μία Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΑΕΠΕΥ):

    (α) οι διευθυντές ή ισοδύναμα πρόσωπα, τα διευθυντικά στελέχη και οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι της ΑΕΠΕΥ,

    (β) οι διευθυντές ή ισοδύναμα πρόσωπα, και τα διευθυντικά στελέχη των συνδεδεμένων αντιπροσώπων της ΑΕΠΕΥ,

    (γ) οι υπάλληλοι της ΑΕΠΕΥ και των συνδεδεμένων αντιπροσώπων της, καθώς και οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο, οι υπηρεσίες του οποίου τίθενται στη διάθεση και παρέχονται υπό τον έλεγχο της ΑΕΠΕΥ ή του συνδεδεμένου αντιπροσώπου της, ο οποίος συμμετέχει επίσης στην παροχή και άσκηση των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων από την ΑΕΠΕΥ και

    (δ) τα φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν άμεσα στην παροχή υπηρεσιών στην ΑΕΠΕΥ ή στο συνδεδεμένο αντιπρόσωπό της, στο πλαίσιο συμφωνίας εξωτερικής ανάθεσης, με σκοπό την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων εκ μέρους της ΑΕΠΕΥ.

 

    2. «Ανώτερα διευθυντικά στελέχη»: τα πρόσωπα που διευθύνουν στην πράξη την ΑΕΠΕΥ σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 17 του ν. 3606/2007.

 

    3. «Πρόσωπα με το οποία το καλυπτόμενο πρόσωπο έχει οικογενειακή σχέση» είναι:

    (α) ο (η) σύζυγος του καλυπτόμενου προσώπου, ή ο (η) σύντροφος του προσώπου αυτού που εξομοιώνεται με σύζυγο,

    (β) τα προστατευόμενα τέκνα και τα προστατευόμενα θετά τέκνα του καλυπτόμενου προσώπου και

    (γ) οι λοιποί συγγενείς του καλυπτόμενου προσώπου, οι οποίοι, κατά την ημερομηνία της σχετικής προσωπικής συναλλαγής, διέμεναν, για τουλάχιστον ένα έτος, σε κοινή οικογενειακή στέγη με το καλυπτόμενο πρόσωπο.

 

    4. «Χρηματοοικονομικός αναλυτής»: το καλυπτόμενο πρόσωπο που εκπονεί το ουσιώδες μέρος της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων.

 

    5. «Όμιλος»: σε σχέση με μια ΑΕΠΕΥ, ο όμιλος, στον οποίο συμμετέχει η ΑΕΠΕΥ και ο οποίος αποτελείται από μια μητρική επιχείρηση, τις θυγατρικές της και τις οντότητες, στις οποίες η μητρική επιχείρηση ή οι θυγατρικές της κατέχουν συμμετοχή, καθώς και από τις επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους με δεσμό κατά την έννοια του άρθρου 106 του κ.ν. 2190/1920 για τους ενοποιημένους λογαριασμούς.

 

    6. «Εξωτερική ανάθεση»: συμφωνία οποιασδήποτε μορφής μεταξύ μιας ΑΕΠΕΥ και ενός παρόχου υπηρεσιών, με την οποία ο πάροχος υπηρεσιών προβαίνει σε ενέργειες, παρέχει μία υπηρεσία ή ασκεί μία δραστηριότητα τις οποίες, σε διαφορετική περίπτωση, θα είχε αναλάβει η ίδια η ΑΕΠΕΥ.

 

    7. «Πελάτης»: οι πελάτες και οι δυνητικοί πελάτες της ΑΕΠΕΥ.

 

    8. «Συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων»: η, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 10 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 1287/2006 της Επιτροπής, δανειοδοσία ή δανειοληψία μετοχών ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων, ή συναλλαγή πώλησης με σύμφωνο επαναγοράς ή συναλλαγή αγοράς με σύμφωνο επαναπώλησης, ή συναλλαγή αγοράς επαναπώλησης (buy - sell back) ή πώλησης επαναγοράς (sell -buy back).

 

    9. «Επενδυτική συμβουλή»: μια προσωπική σύσταση προς ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητά του ως υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, ή υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, η οποία:

    (α) παρουσιάζεται ως κατάλληλη για το πρόσωπο αυτό ή λαμβάνει υπόψη της την κατάσταση του προσώπου αυτού και

    (β) αποτελεί σύσταση για την:

(βα) αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσου,

(ββ) άσκηση ή μη άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος που παρέχει ορισμένο χρηματοπιστωτικό μέσο για την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, ή εξαγορά χρηματοπιστωτικού μέσου.

 

    Μια σύσταση δεν είναι προσωπική σύσταση εάν διαδίδεται αποκλειστικά μέσω διαύλων επικοινωνίας ή απευθύνεται στο κοινό.

 

    10. «Δίαυλος επικοινωνίας»: το ΅έσο ή ο τρόπος, μέσω του οποίου δημοσιοποιείται ή είναι πιθανό ότι θα δημοσιοποιηθεί μία πληροφορία, στην οποία έχει πρόσβαση μεγάλος αριθμός προσώπων, όπως ενδεικτικά, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το διαδίκτυο και η μαζική ταχυδρομική αποστολή (έγχαρτη ή ηλεκτρονική).

 

    11. «Σταθερό μέσο»: κάθε μέσο που επιτρέπει σε έναν πελάτη να αποθηκεύει στοιχεία πληροφόρησης που απευθύνονται προσωπικά σε αυτόν, κατά τρόπο προσβάσιμο για μελλοντική αναφορά και για επαρκές χρονικό διάστημα κάθε φορά ώστε να εξυπηρετεί τους σκοπούς της πληροφόρησης αυτής και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων στοιχείων πληροφόρησης.

 

    12. «Τόπος εκτέλεσης»: μια οργανωμένη αγορά, ένας Πολυμερής Μηχανισμός Διαπραγμάτευσης (Π.Μ.Δ.), ένας συστηματικός εσωτερικοποιητής ή ένας ειδικός διαπραγματευτής ή οποιοσδήποτε άλλος πάροχος ρευστότητας ή μια οντότητα που επιτελεί σε τρίτη χώρα λειτουργία όμοια με τις παραπάνω λειτουργίες.

 

 

Αρθρο 3

Μέσα παροχής πληροφοριών.

 

    1. Στις περιπτώσεις που απαιτείται η παροχή πληροφοριών μέσω σταθερού μέσου, η ΕΠΕΥ μπορεί να χρησιμοποιεί σταθερό μέσο εκτός από το έγχαρτο μόνον εφόσον:

    (α) το μέσο αυτό είναι το κατάλληλο για την παροχή των πληροφοριών στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων, οι οποίες πραγματοποιούνται ή πρόκειται να πραγματοποιηθούν μεταξύ της ΕΠΕΥ και του πελάτη και

    (β) το πρόσωπο, στο οποίο παρέχονται οι πληροφορίες, επιλέγει ρητά την παροχή πληροφοριών μέσω άλλου μέσου πλην του έγχαρτου, στην περίπτωση που του παρέχεται η δυνατότητα επιλογής μεταξύ της πληροφόρησης σε έγχαρτη μορφή ή μέσω άλλου σταθερού μέσου.

 

    2. Η ΕΠΕΥ μπορεί να παρέχει, μέσω διαδικτύου, σε πελάτες τις πληροφορίες των άρθρων 6 έως 10 και της παραγράφου 2 του άρθρου 23, οι οποίες δεν απευθύνονται προσωπικά σε συγκεκριμένο πελάτη, εφόσον:

    (α) η παροχή των πληροφοριών μέσω του μέσου αυτού είναι κατάλληλη για τις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται ή πρόκειται να πραγματοποιηθούν μεταξύ της ΕΠΕΥ και του πελάτη,

    (β) ο πελάτης συναινεί ρητά στην παροχή των συγκεκριμένων πληροφοριών με τη μορφή αυτή,

    (γ) κοινοποιείται ηλεκτρονικά στον πελάτη η διεύθυνση του διαδικτυακού τόπου και το σημείο του διαδικτυακού τόπου στο οποίο είναι προσβάσιμες οι πληροφορίες,

    (δ) οι πληροφορίες είναι επικαιροποιημένες και

    (ε) οι πληροφορίες είναι προσβάσιμες, μέσω του συγκεκριμένου διαδικτυακού τόπου, σε συνεχή βάση και για εύλογο χρονικό διάστημα, που μπορεί να θεωρηθεί ότι χρειάζεται ο πελάτης για να τις εξετάσει.

 

    3. Εάν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι ένας πελάτης έχει τακτική πρόσβαση στο διαδίκτυο, τότε η παροχή πληροφοριών μέσω ηλεκτρονικής επικοινωνίας θεωρείται κατάλληλη για τη δραστηριότητα που πραγματοποιείται ή πρόκειται να πραγματοποιηθεί μεταξύ της ΕΠΕΥ και του πελάτη αυτού. Επαρκής ένδειξη θεωρείται και η χορήγηση από τον πελάτη ηλεκτρονικής διεύθυνσης προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο της συναλλακτικής δραστηριότητας με την ΕΠΕΥ.

 

Αρθρο 4

Προϋποθέσεις ορθής πληροφόρησης.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΠΕΛΑΤΩΝ

 

    1. Η ΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι όλες οι πληροφορίες, περιλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, τις οποίες απευθύνει σε ιδιώτες πελάτες ή τις οποίες διαδίδει με τρόπο που καθιστά πιθανή τη λήψη τους από ιδιώτες πελάτες, πληρούν τις προϋποθέσεις, προκειμένου να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές.

 

    2. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει απαραιτήτως την επωνυμία της ΕΠΕΥ.

 

    3. Η πληροφόρηση πρέπει να είναι ακριβής και ειδικότερα να μη δίνει έμφαση σε ενδεχόμενα δυνητικά οφέλη από μια επενδυτική υπηρεσία ή από ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, χωρίς να επισημαίνει, παράλληλα, με σαφήνεια κάθε σχετικό κίνδυνο. Η πληροφόρηση πρέπει να είναι επαρκής και να παρουσιάζεται με τρόπο ώστε να είναι πιθανή η κατανόησή της από το μέσο μέλος της ομάδας των προσώπων στην οποία απευθύνεται και από κάθε άλλο πιθανό αποδέκτη της. Η πληροφόρηση δεν πρέπει να αποκρύπτει, να υποβαθμίζει ή να συγκαλύπτει σημαντικά στοιχεία, δηλώσεις ή προειδοποιήσεις.

 

    4. Όταν η πληροφόρηση συγκρίνει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, χρηματοπιστωτικά μέσα ή πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, πρέπει:

    (α) η σύγκριση να είναι εύλογη και να παρουσιάζεται με ακριβοδίκαιο τρόπο,

    (β) να προσδιορίζονται οι πηγές της πληροφόρησης που χρησιμοποιούνται για τη σύγκριση και

    (γ) να αναφέρονται τα βασικά στοιχεία και οι παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύγκριση.

 

    5 Όταν η πληροφόρηση περιλαμβάνει ένδειξη προηγούμενων επιδόσεων ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, ενός χρηματοοικονομικού δείκτη ή μιας επενδυτικής υπηρεσίας:

    (α) Η ένδειξη προηγούμενων επιδόσεων δεν πρέπει να αποτελεί το προεξέχον στοιχείο της σχετικής ανακοίνωσης.

    (β) Η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει τις κατάλληλες πληροφορίες για τις επιδόσεις της αμέσως προηγούμενης πενταετίας ή, εάν το διάστημα κατά το οποίο είτε ήταν διαθέσιμο το χρηματοπιστωτικό μέσο, είτε καταρτίστηκε ο δείκτης, είτε παρασχέθηκε η επενδυτική υπηρεσία, είναι μικρότερο των πέντε ετών, για όλο το χρονικό αυτό διάστημα. Η ΕΠΕΥ, πάντως μπορεί να παρέχει πληροφόρηση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την πενταετία. Σε κάθε περίπτωση η πληροφόρηση αφορά πλήρεις δωδεκάμηνες περιόδους.

    (γ) Η περίοδος αναφοράς και η πηγή των πληροφοριών πρέπει να αναφέρονται με σαφήνεια.

    (δ) Η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αναφέρονται στο παρελθόν και ότι οι προηγούμενες επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων.

    (ε) Όταν η ένδειξη προηγουμένων επιδόσεων βασίζεται σε αριθμητικά στοιχεία εκπεφρασμένα σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο του κράτους μέλους, στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο ιδιώτης πελάτης, πρέπει να αναφέρεται με σαφήνεια το σχετικό νόμισμα και να περιλαμβάνεται προειδοποίηση ότι η απόδοση ενδέχεται να επηρεαστεί θετικά ή αρνητικά από συναλλαγματικές διακυμάνσεις.

    (στ) Όταν η ένδειξη προηγουμένων επιδόσεων βασίζεται σε μεικτή απόδοση, πρέπει να γνωστοποιούνται αναλυτικά οι επιβαρύνσεις από προμήθειες, αμοιβές ή άλλες χρεώσεις.

 

    6. Η πληροφόρηση, που περιλαμβάνει ή αναφέρεται σε προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων, πρέπει να αναφέρεται σε χρηματοπιστωτικό μέσο ή χρηματοοικονομικό δείκτη και να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    (α) η προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων πρέπει να βασίζεται σε πραγματικές προηγούμενες επιδόσεις ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή χρηματοοικονομικών δεικτών, οι οποίοι είτε αφορούν το ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο είτε υποκείμενο μέσο του,

    (β) οι πραγματικές προηγούμενες επιδόσεις, στις οποίες βασίζεται η προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων, πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων (α) έως (γ), (ε) και (στ) της παραγράφου 5 και

    (γ) η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αφορούν προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων και ότι οι προηγούμενες αυτές επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων.

 

    7. Όταν η πληροφόρηση περιλαμβάνει πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με μελλοντικές επιδόσεις:

    (α) η πληροφόρηση δεν πρέπει να βασίζεται ή να αναφέρεται σε προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων,

    (β) η πληροφόρηση πρέπει να βασίζεται σε εύλογες παραδοχές που μπορούν να τεκμηριωθούν με αντικειμενικά δεδομένα,

    (γ) σε περίπτωση που η πληροφόρηση βασίζεται σε μεικτή απόδοση, πρέπει να γνωστοποιούνται αναλυτικά οι επιβαρύνσεις από προμήθειες, αμοιβές ή άλλες χρεώσεις και

    (δ) η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι οι προβλέψεις σχετικά με τις μελλοντικές επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων.

 

    8. Πληροφόρηση, η οποία αναφέρεται σε ιδιαίτερη φορολογική μεταχείριση, πρέπει να επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη φορολογική μεταχείριση εξαρτάται από τα ατομικά δεδομένα κάθε πελάτη και ενδέχεται να μεταβληθεί στο μέλλον.

 

    9. Η πληροφόρηση δεν πρέπει να χρησιμοποιεί το όνομα αρμόδιας αρχής με τρόπο που να δείχνει ή να υποδηλώνει ότι η αρμόδια αρχή υποστηρίζει ή εγκρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες της ΕΠΕΥ.

 

 

Αρθρο 5

Ενημέρωση για κατηγοριοποίηση πελάτη.

 

    1. Η ΕΠΕΥ ενημερώνει τους νέους και τους υφιστάμενους πελάτες της ότι προέβη στην κατάταξή τους στην κατηγορία των ιδιωτών ή των επαγγελματιών πελατών ή των επιλέξιμων αντισυμβαλλομένων.

 

    2. Η ΕΠΕΥ γνωστοποιεί στους πελάτες της, μέσω σταθερού μέσου, το δικαίωμά τους να ζητήσουν την κατάταξή τους σε άλλη κατηγορία πελατών από αυτήν που έχουν ήδη καταταγεί, καθώς και κάθε περιορισμό που αυτό συνεπάγεται όσον αφορά το επίπεδο προστασίας τους.

 

    3. Η ΕΠΕΥ μεταβάλλει την κατάταξή ενός πελάτη, κατόπιν αιτήματός του, ή και με δική της πρωτοβουλία και:

 

    (α) αντιμετωπίζει, ως επαγγελματία ή ως ιδιώτη πελάτη, έναν πελάτη, ο οποίος κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του ν. 3606/2007 θεωρείται επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος, ή

    (β) αντιμετωπίζει, ως ιδιώτη πελάτη, έναν πελάτη ο οποίος, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3606/2007, θεωρείται επαγγελματίας πελάτης.

 

    4. Η ΕΠΕΥ μπορεί να αντιμετωπίζει επιλέξιμο αντισυμβαλλόμενο ως επαγγελματία πελάτη, ύστερα από αίτημα του να αντιμετωπισθεί ως πελάτης, του οποίου η σχέση με την ΕΠΕΥ υπόκειται στις διατάξεις των άρθρων 25, 27 και 28 του ν. 3606/2007. Ο επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ζητήσει ρητά να αντιμετωπιστεί ως ιδιώτης πελάτης, εφαρμοζομένων των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 6 του ν. 3606/2007.

 

 

Αρθρο 6

Γενικοί όροι για την πληροφόρηση των πελατών.

 

    1. Η ΕΠΕΥ παρέχει σε ιδιώτες πελάτες, σε εύθετο χρόνο, είτε πριν από τη σύναψη σύμβασης παροχής επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών, είτε πριν από την παροχή σε αυτούς των υπηρεσιών αυτών, όποιο από τα ανωτέρω προηγείται χρονικά, τους όρους της σύμβασης και τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 7 και αφορούν την εν λόγω σύμβαση και τις εν λόγω επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες.

 

    2. Η ΕΠΕΥ, σε εύθετο χρόνο πριν από την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών, παρέχει:

 

    (α) στους ιδιώτες πελάτες, τις πληροφορίες που προβλέπονται στα άρθρα 7 έως 10,

    (β) στους επαγγελματίες πελάτες, εάν δεν ορίζεται διαφορετικά, τις πληροφορίες που προβλέπονται στις περιπτώσεις (δ) έως (ζ) του άρθρου 9.

 

    3. Οι πληροφορίες των παραγράφων 1 και 2 παρέχονται μέσω σταθερού μέσου ή, μέσω διαδικτύου (εφόσον δεν αποτελεί σταθερό μέσο), υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 3.

 

    4. Η ΕΠΕΥ μπορεί, κατ’ εξαίρεση της παραγράφου 1 και της περίπτωσης

(α) της παραγράφου 2, να παρέχει σε ιδιώτη πελάτη τις πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1, αμέσως, μόλις ο πελάτης αυτός συνάψει σύμβαση παροχής επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών, καθώς και τις πληροφορίες που προβλέπονται στην περίπτωση (α) της παραγράφου 2, αμέσως με την έναρξη της παροχής της υπηρεσίας:

 

    (α) όταν η σύμβαση συνήφθη από απόσταση, ύστερα από αίτημα του πελάτη και το γεγονός αυτό εμπόδισε την ΕΠΕΥ να παράσχει τα σχετικά στοιχεία ή

    (β) όταν, παρόλο που δεν ισχύει η υποπερίπτωση (iii) της περίπτωσης (α) της παραγράφου 3 του άρθρου 4α του νόμου 2251/1994, η ΕΠΕΥ συμμορφώνεται με τους όρους του εν λόγω άρθρου, θεωρώντας τον ιδιώτη πελάτη ως «καταναλωτή» και την ίδια ως «προμηθευτή» κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 2251/1994.

 

    5. Η ΕΠΕΥ, σε εύθετο χρόνο, γνωστοποιεί στους πελάτες κάθε ουσιώδη μεταβολή των πληροφοριών που τους έχει παράσχει, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 7 έως 10 και αφορούν την παρεχόμενη από την ΕΠΕΥ υπηρεσία. Η γνωστοποίηση γίνεται μέσω σταθερού μέσου, στην περίπτωση που η σχετική πληροφόρηση είχε παρασχεθεί μέσω σταθερού μέσου.

 

    6. Οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε μια διαφημιστική ανακοίνωση πρέπει να είναι συναφείς με οποιαδήποτε άλλη πληροφόρηση που η ΕΠΕΥ παρέχει, κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών, στους πελάτες της.

 

    7. Διαφημιστική ανακοίνωση, η οποία εμπεριέχει πρόταση ή πρόσκληση, με τη μορφή των περιπτώσεων που αναφέρονται κατωτέρω και η οποία προσδιορίζει τον τρόπο απάντησης ή περιλαμβάνει έντυπο με το οποίο μπορεί να δοθεί απάντηση από τους πελάτες, αναφέρει τις πληροφορίες που προβλέπονται στα άρθρα 7 έως 10 και οι οποίες σχετίζονται με την εν λόγω πρόταση ή πρόσκληση:

 

    (α) πρόταση σύναψης σύμβασης, για την παροχή επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας γενικά ή ως προς συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, με οποιοδήποτε πρόσωπο τυχόν ανταποκριθεί στην ανακοίνωση,

    (β) πρόσκληση, σε οποιοδήποτε πρόσωπο τυχόν ανταποκριθεί στη σχετική ανακοίνωση, να υποβάλει πρόταση για σύναψη σύμβασης για παροχή επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας γενικά ή ως προς συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο.

 

 

    Η περίπτωση (α) δεν εφαρμόζεται, εάν ο δυνητικός ιδιώτης πελάτης, προκειμένου να αποδεχθεί την πρόταση ή να απαντήσει στην πρόσκληση, που περιλαμβάνεται στη διαφημιστική ανακοίνωση, πρέπει να ανατρέξει σε άλλα έγγραφα, τα οποία περιλαμβάνουν μέρος ή το σύνολο των σχετικών πληροφοριών.

 

 

Αρθρο 7

Πληροφόρηση πελατών για την ΕΠΕΥ και τις υπηρεσίες που παρέχει.

 

    1. Η ΕΠΕΥ παρέχει, στους ιδιώτες πελάτες τα ακόλουθα γενικά πληροφοριακά στοιχεία, κατά περίπτωση:

 

    (α) την επωνυμία, τη διεύθυνση της ΕΠΕΥ καθώς και τα στοιχεία επικοινωνίας της ΕΠΕΥ, ώστε οι πελάτες να μπορούν να επικοινωνούν αποτελεσματικά με αυτή,

    (β) τη γλώσσα, στην οποία ο πελάτης μπορεί να επικοινωνεί με την ΑΕΠΕΥ και στην οποία είναι διατυπωμένα τα έγγραφα και οι λοιπές πληροφορίες που παρέχει η ΕΠΕΥ,

    (γ) τους τρόπους επικοινωνίας μεταξύ της ΕΠΕΥ και του πελάτη, περιλαμβανομένων, κατά περίπτωση, του τρόπου για την αποστολή και τη λήψη εντολών,

    (δ) δήλωση ότι η ΕΠΕΥ έχει λάβει άδεια λειτουργίας καθώς και αναφορά της επωνυμίας και των στοιχείων επικοινωνίας της αρμόδιας αρχής που την αδειοδότησε,

    (ε) δήλωση ότι η ΕΠΕΥ ενεργεί μέσω συνδεδεμένου αντιπροσώπου, στην οποία προσδιορίζεται και το κράτος μέλος όπου είναι εγγεγραμμένος ο συγκεκριμένος αντιπρόσωπος,

    (στ) τη φύση, τη συχνότητα και το χρόνο υποβολής των αναφορών, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 8 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, σχετικά με το αποτέλεσμα της παρεχόμενης από την ΕΠΕΥ υπηρεσίας προς τον πελάτη,

    (ζ) συνοπτική περιγραφή των μέτρων που λαμβάνει η ΕΠΕΥ για να διασφαλίσει την προστασία των χρηματοπιστωτικών μέσων και κεφαλαίων πελατών που κατέχει, καθώς και συνοπτικά στοιχεία σχετικά με το καθεστώς προστασίας επενδυτών ή εγγύησης καταθέσεων, στο οποίο υπόκειται,

    (η) περιγραφή, η οποία μπορεί να λάβει και συνοπτική μορφή, της πολιτικής που εφαρμόζει η ΕΠΕΥ όσον αφορά τις συγκρούσεις συμφερόντων.

 

    2. Η ΕΠΕΥ παρέχει στον πελάτη, κατόπιν αιτήματός του, πρόσθετες λεπτομέρειες σχετικά με την πολιτική που εφαρμόζει για τις συγκρούσεις συμφερόντων. Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται μέσω σταθερού μέσου ή μέσω διαδικτύου (εφόσον δεν αποτελεί σταθερό μέσο) υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 3.

 

    3. ΕΠΕΥ, που παρέχει σε πελάτη της την επενδυτική υπηρεσία της διαχείρισης χαρτοφυλακίων, υιοθετεί, κατάλληλη μέθοδο αξιολόγησης και σύγκρισης, η οποία βασίζεται στους επενδυτικούς στόχους του συγκεκριμένου πελάτη, καθώς και στα είδη των χρηματοπιστωτικών μέσων που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιό του, προκειμένου ο πελάτης αυτός να μπορεί να αξιολογεί την απόδοση της ΕΠΕΥ. Η αξιολόγηση και σύγκριση μπορεί να συνίσταται στη χρήση δείκτη αναφοράς.

 

    4. ΕΠΕΥ που προτίθεται να παράσχει σε ιδιώτη πελάτη την επενδυτική υπηρεσία της διαχείρισης χαρτοφυλακίων, παρέχει στον πελάτη, επιπλέον των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 1, τις ακόλουθες πληροφορίες κατά περίπτωση:

 

    (α) πληροφορίες σχετικά με τη μέθοδο και τη συχνότητα αποτίμησης των χρηματοπιστωτικών μέσων του χαρτοφυλακίου του πελάτη,

    (β) λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με οποιαδήποτε ανάθεση για διαχείριση κατά διακριτική ευχέρεια, που αφορά στο σύνολο ή σε μέρος των χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων που υπάρχουν στο χαρτοφυλάκιο του πελάτη,

    (γ) προσδιορισμός του δείκτη αναφοράς, με τον οποίο μπορεί να συγκριθεί η απόδοση του χαρτοφυλακίου του πελάτη,

    (δ) τα είδη των χρηματοπιστωτικών μέσων που μπορούν να συμπεριληφθούν στο χαρτοφυλάκιο του πελάτη, καθώς και τα είδη των συναλλαγών που μπορεί να διενεργηθούν επί αυτών, περιλαμβανόμενων οποιωνδήποτε ορίων,

    (ε) τους διαχειριστικούς στόχους, το επίπεδο κινδύνου που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής διαχείρισης, καθώς και κάθε ειδικό περιορισμό που αφορά διαχείριση κατά διακριτική ευχέρεια.

 

 

Αρθρο 8

Πληροφόρηση για χρηματοπιστωτικά μέσα.

 

    1. Η ΕΠΕΥ παρέχει στους πελάτες της γενική περιγραφή της φύσης και των κινδύνων που ενέχουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα, λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερα την κατηγοριοποίηση του πελάτη ως ιδιώτη ή επαγγελματία. Η περιγραφή αυτή εξηγεί τη φύση του χρηματοπιστωτικού μέσου και τους συγκεκριμένους κινδύνους που αυτό ενέχει, με επαρκείς λεπτομέρειες, ώστε ο πελάτης να μπορεί να λαμβάνει εμπεριστατωμένες επενδυτικές αποφάσεις.

 

    2. Η περιγραφή των κινδύνων περιλαμβάνει, ανάλογα με το είδος του χρηματοπιστωτικού μέσου, την κατηγορία και το επίπεδο γνώσης του πελάτη, τα ακόλουθα στοιχεία:

 

    (α) τους κινδύνους που σχετίζονται με το συγκεκριμένο είδος χρηματοπιστωτικού μέσου, επεξηγώντας τη μόχλευση που παρέχει και τις συνέπειές της, καθώς και τον κίνδυνο απώλειας του συνόλου της επένδυσης,

    (β) τη μεταβλητότητα της τιμής του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, καθώς και οποιουσδήποτε υφιστάμενους στην αγορά, στην οποία το μέσο αυτό αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης, περιορισμούς,

    (γ) το γεγονός ότι ο επενδυτής, εκτός από το κόστος απόκτησης των χρηματοπιστωτικών μέσων, ενδέχεται να αναλάβει, ως αποτέλεσμα συναλλαγών επί των συγκεκριμένων μέσων, οικονομικές δεσμεύσεις καθώς και άλλες πρόσθετες υποχρεώσεις, περιλαμβανομένων ενδεχόμενων υποχρεώσεων,

    (δ) το περιθώριο ασφάλισης ή παρόμοια υποχρέωση που, ενδεχομένως, απαιτείται για τη διενέργεια συναλλαγών επί των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων.

 

    3. Όταν η ΕΠΕΥ παρέχει σε ιδιώτη πελάτη πληροφορίες σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που αποτελεί αντικείμενο δημόσιας προσφοράς, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη και για την οποία έχει εκδοθεί ενημερωτικό δελτίο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3401/2005, ενημερώνει τον πελάτη σχετικά με το πού διατίθεται στο κοινό το συγκεκριμένο ενημερωτικό δελτίο.

 

    4. Όταν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο αποτελείται από ένα ή περισσότερα διαφορετικά χρηματοπιστωτικά μέσα ή υπηρεσίες και είναι πιθανό οι κίνδυνοι, οι οποίοι συνδέονται με το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, να είναι μεγαλύτεροι από τους κινδύνους που συνδέονται με κάθε μία από τις συνιστώσες του, η ΕΠΕΥ παρέχει επαρκή περιγραφή των συνιστωσών του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, καθώς και του τρόπου με τον οποίο η αλληλεπίδρασή τους αυξάνει τους κινδύνους.

 

    5. Όταν χρηματοπιστωτικά μέσα ενσωματώνουν εγγύηση τρίτου, η πληροφόρηση που παρέχει η ΕΠΕΥ σχετικά με την εγγύηση αυτή περιλαμβάνει επαρκείς λεπτομέρειες για τον εγγυητή και την εγγύηση, προκειμένου ο ιδιώτης πελάτης να μπορεί να προβεί σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της εγγύησης.

 

Αρθρο 9

Πληροφόρηση για τη φύλαξη χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων

 

    ΕΠΕΥ, η οποία κατέχει χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια πελατών, ενημερώνει τον ιδιώτη πελάτη της κατά περίπτωση:

 

    (α) εάν χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαιά του πελάτη μπορεί να κατέχονται από τρίτο για λογαριασμό της ΕΠΕΥ, καθώς και για την ευθύνη που έχει η ΕΠΕΥ, για τυχόν πράξεις ή παραλείψεις του τρίτου και για τις συνέπειες για τον πελάτη από ενδεχόμενη αφερεγγυότητα του τρίτου,

    (β) εάν μπορεί να κατέχονται από τρίτο σε συλλογικό λογαριασμό χρηματοπιστωτικά μέσα του πελάτη και τον προειδοποιεί σαφώς για τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται,

    (γ) εάν δεν είναι δυνατό να προσδιορίζονται ειδικά τα χρηματοπιστωτικά μέσα του πελάτη, τα οποία κατέχει τρίτος από τα χρηματοπιστωτικά μέσα του τρίτου ή της ΕΠΕΥ και τον προειδοποιεί σαφώς για τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται,

    (δ) εάν οι λογαριασμοί στους οποίους τηρούνται χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια του πελάτη διέπονται από την νομοθεσία τρίτου, εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κράτους και του επισημαίνει ότι τα δικαιώματά του, ως προς τα συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαιά του, μπορεί να διαφέρουν ανάλογα,

    (ε) σχετικά με την ύπαρξη και τους όρους εμπράγματης ασφάλειας ή βάρους που έχει ή μπορεί να αποκτήσει η ΕΠΕΥ επί των χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων του,

    (στ) σχετικά με δικαίωμα συμψηφισμού που έχει σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια του πελάτη,

    (ζ) σχετικά με τυχόν δικαίωμα εμπράγματης ασφάλειας, βάρους ή δικαίωμα συμψηφισμού επί χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων του, που μπορεί να έχει ο θεματοφύλακας,

    (η) σε εύθετο χρόνο, προτού συνάψει συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων επί χρηματοπιστωτικών μέσων που κατέχει για λογαριασμό του πελάτη ή προτού χρησιμοποιήσει με άλλο τρόπο τα χρηματοπιστωτικά μέσα του πελάτη για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου πελάτη της, μέσω σταθερού μέσου, παρέχοντας σαφή, πλήρη και ακριβή πληροφόρηση για τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες της όσον αφορά τη χρησιμοποίηση των χρηματοπιστωτικών μέσων του πελάτη, περιλαμβανομένων των όρων επιστροφής των χρηματοπιστωτικών μέσων, καθώς και των σχετικών κινδύνων.

 

 

Αρθρο 10

Πληροφόρηση για χρεώσεις.

 

    1. Η ΕΠΕΥ παρέχει στους ιδιώτες πελάτες πληροφορίες σχετικά με το κόστος και τις σχετικές χρεώσεις, αναφέροντας:

 

    (α) τη συνολική τιμή που θα καταβληθεί από τον πελάτη σε σχέση με το χρηματοπιστωτικό μέσο ή την επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία, περιλαμβανομένων όλων των συναφών αμοιβών, προμηθειών, χρεώσεων και δαπανών, καθώς και όλων των φόρων που καταβάλλονται μέσω της ΕΠΕΥ ή, εάν δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί επακριβώς η τιμή, τη βάση υπολογισμού της συνολικής τιμής, ούτως ώστε ο πελάτης να είναι σε θέση να την επαληθεύσει και

    (β) τον τρόπο καταβολής ή άλλες διατυπώσεις.

 

    2. Οι προμήθειες που χρεώνει η ΕΠΕΥ, σε κάθε περίπτωση, αναλύονται χωριστά.

 

    3. Εάν μέρος της συνολικής τιμής, που καταβάλλεται από ιδιώτη πελάτη σε σχέση με το χρηματοπιστωτικό μέσο ή την επενδυτική υπηρεσία, θα καταβάλλεται σε ξένο νόμισμα, ή αφορά ποσό εκφρασμένο σε ξένο νόμισμα, η ΕΠΕΥ πληροφορεί τον πελάτη ποιο είναι το σχετικό νόμισμα και του γνωστοποιεί την ισχύουσα συναλλαγματική ισοτιμία και το κόστος μετατροπής του συναλλάγματος.

 

    4. Η ΕΠΕΥ ενημερώνει τον ιδιώτη πελάτη, εάν ενδέχεται να προκύψουν για τον πελάτη και άλλες χρεώσεις, περιλαμβανομένων φόρων, που αφορούν τις συναλλαγές επί χρηματοπιστωτικού μέσου ή την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας, οι οποίες δεν καταβάλλονται μέσω της ΕΠΕΥ, ούτε επιβάλλονται από αυτήν.

 

Αρθρο 11

Πληροφόρηση για μερίδια ή μετοχές ΟΣΕΚΑ.

 

    1. Για τους σκοπούς της περίπτωσης (β) της παραγράφου 3 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, ως προς τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων του ν. 3283/2004 και τα μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ θεωρείται επαρκής πληροφόρηση, η έκδοση απλουστευμένου ενημερωτικού δελτίου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 30 του νόμου 3283/2004.

    2. Η έκδοση απλουστευμένου ενημερωτικού δελτίου κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 30 του νόμου 3283/2004 θεωρείται επαρκής πληροφόρηση για τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων του ν. 3283/2004 και τα μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ και για τους σκοπούς της περίπτωσης (δ) της παραγράφου 3 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, ως προς τις χρεώσεις που αφορούν το ίδιο το αμοιβαίο κεφάλαιο ή τον ίδιο τον Ο.Σ.Ε.Κ.Α., περιλαμβανομένων των προμηθειών εξόδου και εισόδου.

 

 

Αρθρο 12

Αξιολόγηση καταλληλότητας

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑΣ

    1. Η ΕΠΕΥ, στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών συμβουλών, ή της διαχείρισης χαρτοφυλακίων λαμβάνει, από τους πελάτες, τις πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες προκειμένου να κατανοήσει τα βασικά δεδομένα του πελάτη και να σχηματίσει εύλογα την πεποίθηση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την έκταση της παρεχόμενης επενδυτικής υπηρεσίας, ότι η συγκεκριμένη συναλλαγή, που προτείνει στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών συμβουλών, ή που καταρτίζει στο πλαίσιο της διαχείρισης χαρτοφυλακίου, πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

 

    (α) είναι σύμφωνη με τους επενδυτικούς στόχους του συγκεκριμένου πελάτη,

    (β) ο πελάτης έχει την οικονομική δυνατότητα να αναλάβει το βάρος των σχετικών επενδυτικών κινδύνων, σύμφωνα με τους επενδυτικούς του στόχους,

    (γ) ο πελάτης διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχει η προτεινόμενη συναλλαγή ή η διαχείριση του χαρτοφυλακίου του.

 

    2. Η πληροφόρηση, αναφορικά με τους επενδυτικούς στόχους του πελάτη περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά:

 

    (α) με το χρονικό διάστημα για το οποίο ο πελάτης επιθυμεί να διατηρήσει την επένδυση,

    (β) με τις προτιμήσεις του όσον αφορά την ανάληψη κινδύνου,

    (γ) με το επενδυτικό του προφίλ και

    (δ) με τους σκοπούς της επένδυσης.

 

    3. Η πληροφόρηση, αναφορικά με την οικονομική κατάσταση πελάτη, περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά:

 

    (α) με την προέλευση και το ύψος των τακτικών του εισοδημάτων,

    (β) με τα περιουσιακά του στοιχεία, περιλαμβανομένων των ρευστών του διαθεσίμων, των επενδύσεων και των ακινήτων του, και

    (γ) με τις τακτικές οικονομικές του υποχρεώσεις.

 

    4. Ο επαγγελματίας πελάτης θεωρείται ότι διαθέτει το απαιτούμενο επίπεδο πείρας και γνώσης, για τα προϊόντα, τις συναλλαγές και τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει ενταχθεί στην κατηγορία του επαγγελματία πελάτη. O επαγγελματίας πελάτης της περίπτωσης (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3606/2007, θεωρείται ότι διαθέτει την οικονομική δυνατότητα να αναλάβει το βάρος των σχετικών επενδυτικών κινδύνων, σύμφωνα με τους επενδυτικούς του στόχους, όταν η παρεχόμενη επενδυτική υπηρεσία συνίσταται στην παροχή επενδυτικών συμβουλών. Ο επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος θεωρείται ότι έχει την οικονομική δυνατότητα να φέρει το βάρος κάθε σχετικού επενδυτικού κινδύνου, που είναι σύμφωνος με τους επενδυτικούς του στόχους.

 

    5. Σε περίπτωση που η ΕΠΕΥ, δεν λάβει ως προς συγκεκριμένο πελάτη την πληροφόρηση που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007 και εξειδικεύεται τις παραγράφους 1 έως 3 αυτού του άρθρου, δεν προβαίνει στην παροχή επενδυτικών συμβουλών προς τον συγκεκριμένο πελάτη ή στη διαχείριση χαρτοφυλακίου του.

 

 

Αρθρο 13

Αξιολόγηση συμβατότητας.

    1. Η ΕΠΕΥ, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της συμβατότητας μίας επενδυτικής υπηρεσίας για έναν πελάτη της, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, κρίνει αν ο πελάτης αυτός διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχει το επενδυτικό προϊόν ή η επενδυτική υπηρεσία, που του παρέχει η ΕΠΕΥ ή που αιτείται ο πελάτης.

 

    2. Ένας επαγγελματίας πελάτης θεωρείται ότι διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχουν οι συγκεκριμένες επενδυτικές υπηρεσίες ή συναλλαγές, ή τα είδη των συναλλαγών ή προϊόντων, για τα οποία ο πελάτης αυτός έχει ενταχθεί στην κατηγορία του επαγγελματία πελάτη.

 

 

Αρθρο 14

Κοινές διατάξεις για την αξιολόγηση καταλληλότητας και συμβατότητας.

    1. Η πληροφόρηση, αναφορικά με τη γνώση και την πείρα που διαθέτει πελάτης στον τομέα των επενδύσεων, περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία, στο μέτρο που είναι κατάλληλα για τον πελάτη αυτό, το είδος και την έκταση της υπηρεσίας που θα παρασχεθεί, καθώς και το είδος του προϊόντος ή της συναλλαγής που προβλέπεται να πραγματοποιηθεί, συμπεριλαμβανομένης της πολυπλοκότητάς τους και των κινδύνων που ενέχουν:

 

    (α) τα είδη των επενδυτικών υπηρεσιών, των συναλλαγών και χρηματοπιστωτικών μέσων με τα οποία είναι εξοικειωμένος ο πελάτης,

    (β) τη φύση, τον όγκο και τη συχνότητα των συναλλαγών του πελάτη σε χρηματοπιστωτικά μέσα και τη χρονική περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν,

    (γ) το μορφωτικό επίπεδο και το επάγγελμα ή συναφές προηγούμενο επάγγελμα του πελάτη.

 

    2. Η ΕΠΕΥ δεν ενθαρρύνει τους πελάτες να μην παράσχουν την απαιτούμενη πληροφόρηση της αξιολόγησης της καταλληλότητας και της συμβατότητας, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, όπως εξειδικεύονται στα άρθρα 13 έως 15.

 

    3. Η ΕΠΕΥ δικαιούται να βασίζεται στην πληροφόρηση που της παρέχουν οι πελάτες της, εκτός εάν γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η πληροφόρηση αυτή είναι καταφανώς παρωχημένη, ανακριβής ή ελλιπής.

 

Αρθρο 15

Μη πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά μέσα.

    Εκτός από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που απαριθμούνται στην παράγραφο 6 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, θεωρούνται ως μη πολύπλοκα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια:

 

    (α) το χρηματοπιστωτικό μέσο δεν περιλαμβάνεται στις κινητές αξίες της υποπερίπτωσης (γ) της περίπτωσης 13 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007, ούτε στα παράγωγα των περιπτώσεων (δ) έως (ι) του άρθρου 5 του ίδιου νόμου,

    (β) υπάρχουν συχνές ευκαιρίες διάθεσης, εξαγοράς και γενικά ρευστοποίησης του χρηματοπιστωτικού μέσου σε τιμές που είναι δημόσια διαθέσιμες στους συμμετέχοντες στην αγορά και οι οποίες είτε είναι τιμές της αγοράς είτε είναι τιμές που διαμορφώνονται ή επιβεβαιώνονται από συστήματα αποτίμησης, ανεξάρτητα από τον εκδότη του χρηματοπιστωτικού μέσου,

    (γ) το χρηματοπιστωτικό μέσο δεν συνεπάγεται για τον πελάτη καμία πραγματική ή δυνητική οικονομική υποχρέωση, η οποία υπερβαίνει το κόστος απόκτησής του,

    (δ) είναι διαθέσιμη στο κοινό επαρκής πληροφόρηση για τα χαρακτηριστικά του χρηματοπιστωτικού μέσου και η πληροφόρηση αυτή είναι δυνατό να γίνει άμεσα κατανοητή από τον μέσο ιδιώτη πελάτη, προκειμένου να αποφασίσει εμπεριστατωμένα, αν θα διενεργήσει μια συναλλαγή στο συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο.

 

 

Αρθρο 16

Έγγραφη σύμβαση.

    1. Η ΕΠΕΥ, η οποία πρόκειται να παράσχει σε νέο ιδιώτη πελάτη επενδυτικές υπηρεσίες συνάπτει εγγράφως σύμβαση με τον πελάτη, σε έγχαρτη μορφή ή μέσω άλλου σταθερού μέσου, η οποία καθορίζει τα ουσιώδη δικαιώματα και υποχρεώσεις της ΕΠΕΥ και του πελάτη αντίστοιχα.

 

    2. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των αντισυμβαλλομένων μπορεί να ενσωματώνονται, με μορφή παραπομπής, σε άλλα έγγραφα ή νομικά κείμενα.

 

 

Αρθρο 17

Ενημέρωση εκτός πλαισίου διαχείρισης χαρτοφυλακίων.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΠΕΛΑΤΩΝ

 

    1. Μετά την εκτέλεση εντολής για λογαριασμό πελάτη, εκτός πλαισίου διαχείρισης χαρτοφυλακίων:

 

    (α) η ΕΠΕΥ παρέχει αμέσως στον πελάτη, μέσω σταθερού μέσου, τις ουσιώδεις πληροφορίες που αφορούν την εκτέλεση της εντολής,

    (β) η ΕΠΕΥ αποστέλλει στον ιδιώτη πελάτη, μέσω σταθερού μέσου, ειδοποίηση για την επιβεβαίωση εκτέλεσης της εντολής του, εντός του αντικειμενικά απαραίτητου χρόνου και σε κάθε περίπτωση, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την εκτέλεση της εντολής, ή μετά τη λήψη της επιβεβαίωσης που της αποστέλλει τρίτος, εάν η ΕΠΕΥ λαμβάνει την επιβεβαίωση από τρίτο.Η ΕΠΕΥ δεν αποστέλλει ειδοποίηση για την επιβεβαίωση εκτέλεσης εντολής εάν πρόκειται να αποσταλεί άμεσα στον ιδιώτη πελάτη από άλλο πρόσωπο επιβεβαίωση που περιέχει τις ίδιες πληροφορίες.

(γ) η ΕΠΕΥ παρέχει στον πελάτη της, κατόπιν σχετικού αιτήματος, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της εντολής του.

 

    2. Όταν η ΕΠΕΥ εκτελεί εντολές για λογαριασμό πελατών που αφορούν ομόλογα για τη χρηματοδότηση συμβάσεων ενυπόθηκων δανείων με τους πελάτες αυτούς, γνωστοποιεί τη συναλλαγή ταυτόχρονα με την ανακοίνωση των όρων του ενυπόθηκου δανείου, το αργότερο ένα μήνα μετά την εκτέλεση της σχετικής εντολής. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζονται οι περιπτώσεις (α) και (β) της παραγράφου 1.

 

    3. Σε περίπτωση εντολής ιδιώτη πελάτη, η οποία αφορά μερίδια ή μετοχές οργανισμού συλλογικών επενδύσεων και η οποία εκτελείται περιοδικά, η ΕΠΕΥ μπορεί, αντί της ειδοποίησης για την επιβεβαίωση εκτέλεσης της εντολής, να παρέχει στον πελάτη, το αργότερο κάθε έξι μήνες, τα πληροφοριακά στοιχεία της παραγράφου 4.

 

    4. Η ειδοποίηση για την επιβεβαίωση της εκτέλεσης της εντολής περιλαμβάνει, κατά περίπτωση τις ακόλουθες πληροφορίες, σύμφωνα με τον πίνακα 1 του παραρτήματος Ι του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006:

 

    (α) την επωνυμία της ΕΠΕΥ, η οποία προβαίνει στη γνωστοποίηση,

    (β) το ονοματεπώνυμο, την επωνυμία ή άλλο προσδιορισμό του πελάτη,

    (γ) την ημέρα εκτέλεσης,

    (δ) το χρόνο εκτέλεσης,

    (ε) το είδος της εντολής,

    (στ) τον προσδιορισμό του τόπου εκτέλεσης,

    (ζ) τον προσδιορισμό του χρηματοπιστωτικού μέσου,

    (η) την ένδειξη αγορά ή πώληση,

    (θ) τη φύση της εντολής, σε περίπτωση που δεν είναι εντολή αγοράς ή πώλησης,

    (ι) την ποσότητα,

    (ια) την τιμή ανά μονάδα,

    (ιβ) το συνολικό τίμημα,

    (ιγ) το συνολικό ποσό των προμηθειών και χρεώσεων και, κατόπιν αιτήσεως του ιδιώτη πελάτη, την ανάλυση των προμηθειών ή χρεώσεων,

    (ιδ) τις υποχρεώσεις του πελάτη, αναφορικά με το διακανονισμό της συναλλαγής, περιλαμβανομένης της προθεσμίας πληρωμής ή παράδοσης, καθώς και τα σχετικά στοιχεία λογαριασμού, στην περίπτωση που δεν έχουν γνωστοποιηθεί προηγουμένως στον πελάτη,

    (ιε) τη γνωστοποίηση ότι ο αντισυμβαλλόμενος του πελάτη ήταν η ίδια η ΕΠΕΥ ή οποιοδήποτε πρόσωπο του ομίλου της ΕΠΕΥ ή άλλος πελάτης της ΕΠΕΥ, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, εκτός εάν η εντολή εκτελέσθηκε μέσω συστήματος διαπραγμάτευσης που διευκολύνει την ανώνυμη διαπραγμάτευση.

 

    5. Για τους σκοπούς της περίπτωσης (ια), εάν η εντολή εκτελείται τμηματικά, η ΕΠΕΥ παρέχει στον πελάτη πληροφορίες είτε για την τιμή κάθε επιμέρους τμήματος είτε για τη μέση τιμή της. Στην περίπτωση που γνωστοποιήσει τη μέση τιμή, η ΕΠΕΥ παρέχει στον ιδιώτη πελάτη της, μετά από αίτημά του, πληροφορίες ως προς την τιμή κάθε επιμέρους τμήματος.

 

    6. Η ΕΠΕΥ μπορεί να παρέχει στον πελάτη της τις πληροφορίες της παραγράφου 4 χρησιμοποιώντας τυποποιημένους κωδικούς, εφόσον παρέχει επεξήγηση των κωδικών αυτών.

Αρθρο 18

Ενημέρωση στο πλαίσιο διαχείρισης χαρτοφυλακίων.

 

    1. Η ΕΠΕΥ, στο πλαίσιο διαχείρισης χαρτοφυλακίων, παρέχει, μέσω σταθερού μέσου, σε κάθε πελάτη περιοδικές ενημερώσεις ως προς τις δραστηριότητες της διαχείρισης χαρτοφυλακίων που πραγματοποιήθηκαν για λογαριασμό του, εκτός εαν οι ενημερώσεις αυτές παρέχονται από άλλο πρόσωπο.

 

    2. Η περιοδική ενημέρωση ιδιώτη πελάτη γίνεται ανά εξάμηνο και περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, τις ακόλουθες πληροφορίες:

 

    (α) την επωνυμία της ΕΠΕΥ,

    (β) το ονοματεπώνυμο, την επωνυμία ή άλλο προσδιορισμό του λογαριασμού του ιδιώτη πελάτη,

    (γ) ενημέρωση για το περιεχόμενο και την αποτίμηση του χαρτοφυλακίου, καθώς και λεπτομέρειες για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο τηρείται στο χαρτοφυλάκιο, την αξία του στην αγορά ή την εύλογη αξία του, εάν η αξία του στην αγορά δεν είναι διαθέσιμη, το πιστωτικό υπόλοιπο κατά την αρχή και το τέλος της περιόδου που καλύπτει η ενημέρωση, καθώς και την απόδοση του χαρτοφυλακίου κατά τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτει η ενημέρωση,

    (δ) το συνολικό ποσό των αμοιβών και προμηθειών που χρεώθηκαν κατά την περίοδο που καλύπτει η ενημέρωση, αναφέροντας χωριστά, τουλάχιστον, το σύνολο των αμοιβών διαχείρισης και το σύνολο των εξόδων που συνδέονται με την εκτέλεση εντολών καθώς και δήλωση ότι, κατόπιν αιτήματος του πελάτη, θα παρασχεθεί λεπτομερής ανάλυση των αμοιβών και των προμηθειών,

    (ε) σύγκριση της απόδοσης κατά την περίοδο που καλύπτει η ενημέρωση, σε σχέση με τον δείκτη αναφοράς που, τυχόν, έχει συμφωνηθεί μεταξύ της ΕΠΕΥ και του πελάτη,

    (στ) το συνολικό ποσό των, συνδεόμενων με το χαρτοφυλάκιο του πελάτη, μερισμάτων, τόκων και άλλων πληρωμών που λήφθηκαν κατά την περίοδο που καλύπτει η ενημέρωση,

    (ζ) πληροφορίες σχετικά με άλλες εταιρικές πράξεις που παρέχουν δικαιώματα σε σχέση με τα χρηματοπιστωτικά μέσα που τηρούνται στο χαρτοφυλάκιο,

    (η) για κάθε συναλλαγή, η οποία εκτελέσθηκε κατά την περίοδο που καλύπτει η ενημέρωση, τις πληροφορίες που προβλέπονται στις περιπτώσεις (γ) έως (ιβ) της παραγράφου 4 του άρθρου 17. Στην περίπτωση, που ο πελάτης επιλέξει να ενημερώνεται σε μεμονωμένη βάση για κάθε εκτελεσθείσα συναλλαγή, εφαρμόζεται η παράγραφος 5 του παρόντος άρθρου.

 

    3. Στην περίπτωση που έχει συμφωνηθεί μεταξύ της ΕΠΕΥ και ιδιώτη πελάτη της, η παροχή της επενδυτικής υπηρεσίας της διαχείρισης χαρτοφυλακίων, η οποία επιτρέπει τη διαχείριση με μόχλευση, η περιοδική ενημέρωση γίνεται τουλάχιστον ανά μήνα.

 

    4. Η ΕΠΕΥ ενημερώνει τον ιδιώτη πελάτη ότι δικαιούται να ζητήσει να λαμβάνει την περιοδική ενημέρωση της παραγράφου 2 ανά τρίμηνο.

 

    5. Η ΕΠΕΥ ενημερώνει τον ιδιώτη πελάτη ότι δικαιούται να ζητήσει να ενημερώνεται αμέσως για τις συναλλαγές που εκτελούνται από το διαχειριστή του χαρτοφυλακίου του. Στην περίπτωση αυτή, η ΕΠΕΥ ενημερώνει τον πελάτη, μέσω σταθερού μέσου, για τα βασικά στοιχεία κάθε συναλλαγής αμέσως μετά την εκτέλεση της συναλλαγής από το διαχειριστή χαρτοφυλακίου. Η ΕΠΕΥ αποστέλλει στον ιδιώτη πελάτη, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την εκτέλεση της συναλλαγής ή, εάν η ΕΠΕΥ λαμβάνει την επιβεβαίωση από τρίτο, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήψη της επιβεβαίωσης που αποστέλλει τρίτος, επιβεβαίωση της συναλλαγής αναφέροντας τις πληροφορίες της παραγράφου 4 του άρθρου 17, εκτός εάν ο ιδιώτης πελάτης λαμβάνει άμεσα τις ίδιες πληροφορίες με την επιβεβαίωση από άλλο πρόσωπο.

 

    Στην περίπτωση αυτή η περιοδική ενημέρωση της παραγράφου 2 γίνεται τουλάχιστον ανά δωδεκάμηνο, εκτός εάν διενεργούνται συναλλαγές σε κινητές αξίες της υποπερίπτωσης (γ) της περίπτωσης 13 του άρθρου 2 ή σε παράγωγα των περιπτώσεων (δ) έως (ι) του άρθρου 5 του ν. 3606/2007.

 

Αρθρο 19

Πρόσθετες υποχρεώσεις ενημέρωσης

 

    ΕΠΕΥ, η οποία διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια ιδιωτών πελατών ή κινεί λογαριασμούς ιδιωτών πελατών που περιλαμβάνουν ακάλυπτη ανοικτή θέση σε συναλλαγή, η οποία μπορεί να δημιουργήσει ενδεχόμενη υποχρέωση, οφείλει, επιπρόσθετα, να γνωστοποιεί στον ιδιώτη πελάτη κάθε ζημία που υπερβαίνει το προκαθορισμένο όριο που έχει συμφωνηθεί μεταξύ της ΕΠΕΥ και του πελάτη αυτού, το αργότερο στο τέλος της εργάσιμης ημέρας, κατά την οποία σημειώθηκε η υπέρβαση του ορίου ή στο κλείσιμο της επόμενης εργάσιμης ημέρας, εάν η υπέρβαση του ορίου σημειώθηκε σε μη εργάσιμη ημέρα.

 

 

Αρθρο 20

Κατάσταση περιουσιακών στοιχείων πελατών.

 

 

    1. Η ΕΠΕΥ, η οποία κατέχει χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια πελατών, αποστέλλει τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, μέσω σταθερού μέσου σε κάθε πελάτη, του οποίου κατέχει χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια, κατάσταση περιουσιακών στοιχείων, εκτός εάν ο πελάτης έχει ήδη ενημερωθεί σχετικά από άλλη περιοδική ενημέρωση. Η υποχρέωση αυτή, όσον αφορά στις καταθέσεις, δεν ισχύει για πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το ν. 3601/2007.

 

    2. Η κατάσταση περιουσιακών στοιχείων του πελάτη, περιλαμβάνει:

 

    (α) λεπτομερή στοιχεία για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια που κατέχει η ΕΠΕΥ για λογαριασμό του πελάτη, κατά το τέλος της χρονικής περιόδου που καλύπτει η ενημέρωση,

    (β) ενημέρωση κατά πόσο τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια του πελάτη αποτέλεσαν αντικείμενο συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων,

    (γ) ενημέρωση κατά πόσον ο πελάτης απέκτησε οποιοδήποτε όφελος, ως αποτέλεσμα συμμετοχής του σε συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων, καθώς και τη γενεσιουργό αιτία αυτού του οφέλους.

 

    3. Σε περίπτωση, που το χαρτοφυλάκιο ενός πελάτη περιλαμβάνει έσοδα από συναλλαγές που δεν έχουν ακόμα διακανονισθεί, οι πληροφορίες της περίπτωσης (α) μπορούν να έχουν ως βάση υπολογισμού είτε την ημερομηνία διαπραγμάτευσης, είτε την ημερομηνία διακανονισμού, υπό τον όρο ότι η ίδια βάση εφαρμόζεται σε όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην κατάσταση περιουσιακών στοιχείων.

 

    4. Η ΕΠΕΥ, η οποία κατέχει χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια πελάτη και παρέχει την επενδυτική υπηρεσία της διαχείρισης χαρτοφυλακίων μπορεί να ενσωματώνει την κατάσταση περιουσιακών στοιχείων πελάτη στην περιοδική ενημέρωση της παραγράφου 1 του άρθρου 18.

 

Αρθρο 21

Κριτήρια βέλτιστης εκτέλεσης εντολών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΒΕΛΤΙΣΤΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΕΝΤΟΛΩΝ

 

 

    1. Η ΕΠΕΥ, κατά την εκτέλεση εντολών πελατών και προκειμένου να προσδιορίσει τη σχετική βαρύτητα των παραγόντων της παραγράφου 1 του άρθρου 27 του ν. 3606/2007 λαμβάνει υπόψη της τα ακόλουθα κριτήρια:

 

    (α) τα χαρακτηριστικά του πελάτη, περιλαμβανομένης της κατηγοριοποίησής του ως ιδιώτη ή επαγγελματία πελάτη,

    (β) τα χαρακτηριστικά της εντολής του πελάτη,

    (γ) τα χαρακτηριστικά των χρηματοπιστωτικών μέσων που αποτελούν το αντικείμενο της εντολής,

    (δ) τα χαρακτηριστικά των τόπων εκτέλεσης στους οποίους μπορεί να σταλεί προς εκτέλεση η εντολή.

 

    2. Η ΕΠΕΥ εκπληρώνει την υποχρέωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 27 του ν. 3606/2007, να λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο προκειμένου να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τον πελάτη της, στο μέτρο που εκτελεί μια εντολή ή μια συγκεκριμένη συνιστώσα της εντολής ακολουθώντας συγκεκριμένες οδηγίες του πελάτη, που αφορούν την εντολή αυτή ή τη συγκεκριμένη συνιστώσα της.

 

    3. Σε περίπτωση εκτέλεσης από μία ΕΠΕΥ εντολής για λογαριασμό ιδιώτη πελάτη, το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα προσδιορίζεται βάσει του συνολικού τιμήματος, το οποίο αντιπροσωπεύει την τιμή του χρηματοπιστωτικού μέσου και τις χρεώσεις που σχετίζονται με την εκτέλεση, οι οποίες περιλαμβάνουν όλα τα έξοδα που βαρύνουν τον πελάτη και τα οποία συνδέονται άμεσα με την εκτέλεση της εντολής, περιλαμβανομένων των τελών του τόπου εκτέλεσης, των τελών εκκαθάρισης και διακανονισμού και όλων των λοιπών αμοιβών που καταβάλλονται σε τρίτους οι οποίοι συμμετέχουν στην εκτέλεση της εντολής αυτής.

 

    4. Προκειμένου να αξιολογηθούν και να συγκριθούν τα αποτελέσματα για τον πελάτη που θα επιτυγχάνονταν από την εκτέλεση μιας εντολής σε διαφορετικούς τόπους εκτέλεσης, λαμβάνονται υπόψη οι προμήθειες που εισπράττει η ίδια η ΕΠΕΥ και οι χρεώσεις που βαρύνουν τον πελάτη για την εκτέλεση της εντολής σε καθέναν από τους τόπους εκτέλεσης, οι οποίοι ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την εκτέλεση της εντολής, περιλαμβάνονται στην πολιτική της ΕΠΕΥ για την εκτέλεση εντολών και μπορούν να εκτελέσουν τη συγκεκριμένη εντολή.

 

    5. Η ΕΠΕΥ δεν επιτρέπεται να διαμορφώνει ή να χρεώνει τις προμήθειές της κατά τρόπο που να εισάγει αθέμιτες διακρίσεις μεταξύ των τόπων εκτέλεσης.

 

Αρθρο 22

Υποχρεώσεις της ΕΠΕΥ στο πλαίσιο διαχείρισης χαρτοφυλακίων και λήψης και διαβίβασης εντολών.

 

    1. Η ΕΠΕΥ λαμβάνει τα μέτρα που προβλέπονται σε αυτό το άρθρο, στο πλαίσιο της συμμόρφωσης με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, ώστε να εξυπηρετεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα των πελατών, όταν:

 

    (α) κατά τη διαχείριση χαρτοφυλακίων, δίνει εντολές σε τρίτους για την εκτέλεση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα για λογαριασμό πελατών και

    (β) κατά την λήψη και διαβίβαση εντολών, διαβιβάζει σε τρίτους εντολές των πελατών για εκτέλεση.

 

    2. Η ΕΠΕΥ λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο, προκειμένου να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες, λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007. Η σχετική βαρύτητα των παραγόντων αυτών προσδιορίζεται σε συνάρτηση με τα κριτήρια της παραγράφου 1 του άρθρου 21 και, ως προς τους ιδιώτες πελάτες, σε συνάρτηση με τις υποχρεώσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 21. Η ΕΠΕΥ θεωρείται ότι εξυπηρετεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη, χωρίς να απαιτείται να λάβει πρόσθετα μέτρα, εφόσον ακολουθεί συγκεκριμένες οδηγίες του πελάτη, όταν δίνει ή όταν διαβιβάζει εντολές για εκτέλεση σε τρίτο.

 

    3. Η ΕΠΕΥ θεσπίζει και εφαρμόζει πολιτική, που της επιτρέπει να συμμορφώνεται με την υποχρέωση της παραγράφου 2. Η πολιτική αυτή προσδιορίζει, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, τους τρίτους στους οποίους διαβιβάζει η ΕΠΕΥ τις εντολές προς εκτέλεση. Ο τρίτος, που προσδιορίζεται στην πολιτική της ΕΠΕΥ, πρέπει να διαθέτει εκείνες τις προδιαγραφές ως προς την εκτέλεση εντολών, ώστε η ΕΠΕΥ να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που υπέχει, βάσει του παρόντος άρθρου, όταν διαβιβάζει εντολές προς εκτέλεση στον τρίτο αυτό. Η ΕΠΕΥ παρέχει στους πελάτες της τις απαραίτητες πληροφορίες, σχετικά με την πολιτική που θεσπίζει σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

 

    4. Η ΕΠΕΥ ελέγχει σε τακτική βάση την αποτελεσματικότητα της πολιτικής, που έχει θεσπίσει, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 και, ιδίως, την ποιότητα εκτέλεσης από τους τρίτους που προσδιορίζονται στην πολιτική αυτή και, όπου κρίνει σκόπιμο, διορθώνει τυχόν αδυναμίες. Η ΕΠΕΥ επανεξετάζει, κάθε χρόνο, την πολιτική της. Η επανεξέταση αυτή πραγματοποιείται, επίσης, κάθε φορά που επέρχεται ουσιώδης μεταβολή, η οποία επηρεάζει την ικανότητα της ΕΠΕΥ να συνεχίσει να επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες.

 

    5. Το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται, στην περίπτωση που η ΕΠΕΥ, η οποία παρέχει την επενδυτική υπηρεσία της διαχείρισης χαρτοφυλακίων ή της λήψης και διαβίβασης εντολών, εκτελεί η ίδια τις εντολές πελατών ή τις αποφάσεις για διαπραγμάτευση για λογαριασμό των χαρτοφυλακίων των πελατών της. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το άρθρο 27 του ν. 3606/2007.

 

Αρθρο 23

Πολιτική εκτέλεσης εντολών.

 

    1. Η ΕΠΕΥ επανεξετάζει κάθε χρόνο την πολιτική εκτέλεσης εντολών, την οποία έχει θεσπίσει βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του ν. 3606/2007 καθώς και τις ρυθμίσεις που εφαρμόζει για την εκτέλεση των εντολών. Η ΕΠΕΥ επανεξετάζει την πολιτική εκτέλεσης εντολών που έχει θεσπίσει και τις ρυθμίσεις που εφαρμόζει για την εκτέλεση των εντολών, κάθε φορά που επέρχεται ουσιώδης μεταβολή, η οποία επηρεάζει την ικανότητα της ΕΠΕΥ να συνεχίσει, κατά την εκτέλεση των εντολών πελατών της, να επιτυγχάνει σε συνεχή βάση το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα χρησιμοποιώντας τους τόπους εκτέλεσης που περιλαμβάνονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών.

 

    2. Η ΕΠΕΥ παρέχει στους ιδιώτες πελάτες, μέσω σταθερού μέσου ή μέσω του διαδικτυακού της τόπου, πριν από την παροχή της υπηρεσίας, τα παρακάτω στοιχεία, ως προς την πολιτική εκτέλεσης εντολών που εφαρμόζει:

 

    (α) παρουσίαση της σχετικής βαρύτητας που αποδίδει η ΕΠΕΥ στους παράγοντες της παραγράφου 1 του άρθρου 27 του ν. 3606/2007, σε συνάρτηση με τα κριτήρια βέλτιστης εκτέλεσης της παραγράφου 1 του άρθρου 21 ή παρουσίαση της μεθόδου, με την οποία η ΕΠΕΥ προσδιορίζει τη σχετική βαρύτητα των παραγόντων αυτών,

    (β) τον κατάλογο με τους τόπους εκτέλεσης, στους οποίους βασίζεται κυρίως η ΕΠΕΥ προκειμένου να εκπληρώνει την υποχρέωσή της να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να επιτυγχάνει, σε σταθερή βάση, το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση των εντολών πελατών,

    (γ) σαφή και εμφανή προειδοποίηση ότι τυχόν συγκεκριμένες οδηγίες από τον πελάτη της ενδέχεται να εμποδίσουν την ΕΠΕΥ να λάβει τα μέτρα που προβλέπονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών, προκειμένου να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση των εντολών ως προς τα στοιχεία που καλύπτονται από τις οδηγίες του πελάτη.

 

 

Αρθρο 24

Γενικές αρχές.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΕΝΤΟΛΩΝ ΠΕΛΑΤΩΝ

 

 

    1. Η ΕΠΕΥ κατά την εκτέλεση των εντολών πελατών:

 

    (α) διασφαλίζει ότι όλες οι εντολές, που εκτελούνται

για λογαριασμό πελατών, καταχωρούνται και επιμερίζονται άμεσα και με ακρίβεια,

    (β) εκτελεί τις, κατά τα λοιπά στοιχεία, συγκρίσιμες εντολές πελατών άμεσα και με τη σειρά που τις λαμβάνει, εκτός εάν τα χαρακτηριστικά της εντολής ή οι συνθήκες της αγοράς δεν το επιτρέπουν, ή εάν τα συμφέροντα του πελάτη απαιτούν διαφορετικό χειρισμό,

    (γ) ενημερώνει τον ιδιώτη πελάτη σχετικά με κάθε ουσιώδες πρόβλημα που μπορεί να επηρεάσει την ορθή εκτέλεση των εντολών, αμέσως μόλις λάβει γνώση του προβλήματος αυτού.

 

    2. ΕΠΕΥ, η οποία είναι υπεύθυνη για την επίβλεψη ή την πραγματοποίηση του διακανονισμού μιας εντολής που έχει εκτελεσθεί, λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο, προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια των πελατών, τα οποία παραλαμβάνει για το διακανονισμό της εντολής που έχει εκτελεσθεί, καταχωρούνται άμεσα και σωστά στο λογαριασμό του δικαιούχου πελάτη.

 

 

    3. Η ΕΠΕΥ δεν κάνει αθέμιτη χρήση των πληροφοριών που αφορούν εκκρεμείς εντολές πελατών της και λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να αποφευχθεί η αθέμιτη χρήση των πληροφοριών αυτών από καλυπτόμενα πρόσωπα.

 

    4. Οι ΑΕΠΕΥ απαλλάσσονται από την υποχρέωση δημοσιοποίησης εντολών με όριο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 28 του ν. 3606/2007 και στα άρθρα 31 και 32 του Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αριθ. 1287/2006, για εντολές το μέγεθος των οποίων είναι μεγάλο σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς για τη συγκεκριμένη μετοχή ή τύπο μετοχής, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 20 του Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αριθ. 1287/2006.

 

 

Αρθρο 25

Ομαδοποίηση και επιμερισμός εντολών.

 

 

    1. Η ΕΠΕΥ δεν επιτρέπεται να εκτελεί μία εντολή πελάτη της ή μια συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό ομαδοποιώντας την με εντολή άλλου πελάτη, εκτός εάν:

 

    (α) η ομαδοποίηση των εντολών και των συναλλαγών δεν ενδέχεται να αποβεί, συνολικά, εις βάρος πελάτη, του οποίου η εντολή πρόκειται να ομαδοποιηθεί,

    (β) η ΕΠΕΥ έχει γνωστοποιήσει στον πελάτη, του οποίου η εντολή πρόκειται να ομαδοποιηθεί, ότι η ομαδοποίηση ενδέχεται να αποβεί εις βάρος του σε σχέση με μια συγκεκριμένη την εντολή του και

    (γ) η ΕΠΕΥ έχει θεσπίσει και εφαρμόζει αποτελεσματικά πολιτική, η οποία καθορίζει με σαφήνεια:

(αα) τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται ο ακριβοδίκαιος επιμερισμός των ομαδοποιημένων εντολών και συναλλαγών,

(ββ) τον τρόπο με τον οποίο ο όγκος και η τιμή των εντολών επηρεάζουν τον επιμερισμό τους και

(γγ) το χειρισμό εντολών που εκτελούνται μερικώς.

 

    2. Στην περίπτωση που η ΕΠΕΥ ομαδοποιεί μια εντολή με μία ή περισσότερες άλλες εντολές πελατών και η ομαδοποιημένη εντολή εκτελείται μερικώς, επιμερίζει τις σχετικές συναλλαγές σύμφωνα με την πολιτική της για τον επιμερισμό των εντολών.

 

 

Αρθρο 26

Ομαδοποίηση και επιμερισμός των συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό.

 

    1. ΕΠΕΥ, που έχει ομαδοποιήσει συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό με εντολές πελατών της, απαγορεύεται να επιμερίζει τις σχετικές συναλλαγές κατά τρόπο επιζήμιο για έναν πελάτη της.

 

    2. Στην περίπτωση που ΕΠΕΥ ομαδοποιεί εντολή πελάτη της με συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό και η ομαδοποιημένη αυτή εντολή εκτελείται εν μέρει, η ΕΠΕΥ οφείλει να επιμερίζει τις σχετικές συναλλαγές υπέρ του πελάτη. Κατ’ εξαίρεση, εάν η ΕΠΕΥ μπορεί να τεκμηριώσει ότι, χωρίς την ομαδοποίηση αυτή, δεν θα ήταν σε θέση είτε να εκτελέσει την εντολή είτε δεν θα ήταν σε θέση να την εκτελέσει με τόσο ευνοϊκούς όρους, μπορεί να επιμερίσει αναλογικά τη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό, σύμφωνα με την πολιτική επιμερισμού των εντολών που προβλέπεται στην περίπτωση (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 25.

 

    3. Η ΕΠΕΥ θεσπίζει, στο πλαίσιο της πολιτικής επιμερισμού των εντολών της περίπτωσης (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 25, διαδικασίες, προκειμένου να αποφευχθεί ο εκ νέου επιμερισμός των συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, οι οποίες εκτελέσθηκαν μαζί με εντολές πελάτη, κατά τρόπο επιζήμιο για τον πελάτη.

 

 

Αρθρο 27

Αντιπαροχές.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΕΣ

 

    1. Η ΕΠΕΥ δεν ενεργεί με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο για την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων ενός πελάτη, εάν, στο πλαίσιο της παροχής επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας, καταβάλλει ή λαμβάνει οποιαδήποτε αμοιβή ή προμήθεια, ή παρέχει ή δέχεται οποιοδήποτε μη χρηματικό όφελος.

 

    2. Η προηγούμενη παράγραφος δεν εφαρμόζεται προκειμένου για:

 

    (α) την αμοιβή, την προμήθεια ή το μη χρηματικό όφελος που καταβάλλεται ή παρέχεται απευθείας στον ή από τον πελάτη ή άλλο πρόσωπο, το οποίο ενεργεί, κατ’ εξουσιοδότηση του πελάτη, για λογαριασμό του,

    (β) την αμοιβή, την προμήθεια ή το μη χρηματικό όφελος που καταβάλλεται ή παρέχεται σε ή από τρίτο πρόσωπο ή άλλο πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του τρίτου προσώπου, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(αα) γνωστοποιείται στον πελάτη, με πλήρη, ακριβή και κατανοητό τρόπο πριν από την παροχή της σχετικής επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας, η ύπαρξη, η φύση και το ποσό της αμοιβής, της προμήθειας ή του οφέλους ή η μέθοδος υπολογισμού του, εάν το ποσό δεν μπορεί να προσδιοριστεί, και

(ββ) η καταβολή της αμοιβής ή της προμήθειας ή η παροχή μη χρηματικού οφέλους αποσκοπεί στην ενίσχυση της ποιότητας της παρεχόμενης υπηρεσίας και δεν εμποδίζει την ΕΠΕΥ να συμμορφώνεται με την υποχρέωση της να εξυπηρετεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη της,

    (γ) τις εύλογες αμοιβές που διευκολύνουν ή είναι αναγκαίες για την παροχή των επενδυτικών υπηρεσιών, όπως ενδεικτικά τα έξοδα φύλαξης, τα έξοδα διακανονισμού, τα έξοδα μετατροπής συναλλάγματος, τα τέλη ή οι πόροι εποπτικών αρχών και οι δικηγορικές αμοιβές, οι οποίες από τη φύση τους δεν μπορούν να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφερόντων με την υποχρέωση της ΕΠΕΥ να ενεργεί με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο για την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πελατών, εφαρμοζόμενης σε κάθε περίπτωση της παραγράφου 3 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007.

 

    3. Η ΕΠΕΥ, για τους σκοπούς της περίπτωσης (β) στοιχείο (αα) μπορεί να γνωστοποιεί, με συνοπτική μορφή, τους βασικούς όρους των συμφωνιών που αφορούν τις αμοιβές, τις προμήθειες ή μη χρηματικά οφέλη αναφέροντας ρητά ότι δεσμεύεται να γνωστοποιεί, κατόπιν αιτήματος του πελάτη, πρόσθετες λεπτομέρειες.

 

 

Αρθρο 28

Καταργούμενες αποφάσεις.

 

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

    Από την έναρξη ισχύος της απόφασης αυτής καταργούνται:

 

    (α) η Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/363/30.11.2005 (Φ.Ε.Κ. Β’ 1755/14.12.2005) Υποχρεώσεις ενημέρωσης εταιριών που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες.

    (β) η Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/356/26.10.2005 (Φ.Ε.Κ. Β΄ 1554/10.11.2005) Τήρηση βιβλίων και στοιχείων κατά την παροχή υπη ρεσιών,

    (γ) η Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 5/196/28.7.2000 (Φ.Ε.Κ. Β΄ 1002/9.8.2000) Τήρηση βιβλίων στοιχείων από τα μέλη του ΧΠΑ και της Ε.Τ.Ε.Σ.Ε.Π.,

    (δ) 8/152/2.3.1999 (Φ.Ε.Κ. Β΄ 741/19.5.1999) Τήρηση βιβλίων και στοιχείων από τα μέλη του, Χρηματιστηρίου Παραγώγων Αθηνών και της εταιρείας Εκκαθάρισης Συναλλαγών επί Παραγώγων.

 

 

Αρθρο 29

Έναρξη ισχύος.

 

    1. Η απόφαση αυτή ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

    2. Από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού.

 

    Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.