ΑΠΟΦΑΣΗ 54/27.2.2004 ΦΕΚ 65/Α/2.3.2004
Κωδικοποίηση και συμπλήρωση των
διατάξεων της Πράξης ΣΝΠ 45/19.12.2000, όπως ισχύει,
η οποία αφορά τα μέσα και διαδικασίες εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής από
την Τράπεζα της Ελλάδος.
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
(Πράξη Αριθ. 54
/27.2.2004)
Αφού έλαβε υπόψη:
α) τα ’ρθρα 2, 35α, και 55 του Καταστατικού της
Τράπεζας της Ελλάδος,
β) την Πράξη ΣΝΠ
45/19.12.2000 «Μέσα και διαδικασίες άσκησης νομισματικής πολιτικής από την
Τράπεζα της Ελλάδος», όπως τροποποιήθηκε με την Πράξη ΣΝΠ
49/2.7.2002,
γ) την Κατευθυντήρια Γραμμή ΕΚΤ/2000/7 της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σχετικά με τα μέσα και τις διαδικασίες άσκησης
της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, όπως
τροποποιήθηκε με την Κατευθυντήρια Γραμμή ΕΚΤ/2003/16,
δ) την Κατευθυντήρια Γραμμή ΕΚΤ/2001/3 της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σχετικά με το Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο
Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων σε Συνεχή Χρόνο (TARGET),
όπως τροποποιήθηκε με την Κατευθυντήρια Γραμμή ΕΚΤ/2002/1 και την Κατευθυντήρια
Γραμμή ΕΚΤ/2003/6,
ε) το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος
Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αποφάσισε:
να κωδικοποιήσει και συμπληρώσει τις διατάξεις της
Πράξης ΣΝΠ 45/19.12.2000 «Μέσα και διαδικασίες
άσκησης νομισματικής πολιτικής από την Τράπεζα της Ελλάδος», όπως ισχύει, ως
εξής:
Από 8ης Μαρτίου 2004, η Τράπεζα της Ελλάδος, ως
μέλος του Ευρωσυστήματος και σύμφωνα με τις
προαναφερθείσες διατάξεις, χρησιμοποιείτο ακόλουθα μέσα και διαδικασίες εφαρμογής
της νομισματικής πολιτικής και παρέχει ενδοημερήσια
πίστωση στο πλαίσιο λειτουργίας του Συστήματος Πληρωμών ΕΡΜΗΣ (στο εξής
«Σύστημα ΕΡΜΗΣ») και του Συστήματος TARGET ως
ακολούθως:
Κεφάλαιο Ι: Αντισυμβαλλόμενοι στις πράξεις
νομισματικής πολιτικής
1. Οι πράξεις νομισματικής πολιτικής διενεργούνται
μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος και των πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι
εγκατεστημένα στην Ελλάδα, (συμπεριλαμβανομένου και του Ταχυδρομικού
Ταμιευτηρίου), εφόσον τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα (στο εξής «αντισυμβαλλόμενοι»):
α) υπόκεινται στο σύστημα των ελάχιστων
υποχρεωτικών αποθεματικών (υποχρεωτικών καταθέσεων) που καθορίζεται από την
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) σύμφωνα με τις
διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2531/98 και
του Κανονισμού (ΕΚ) 1745/2003 της ΕΚΤ, όπως εκάστοτε
ισχύουν,
β) υπόκεινται είτε στην εποπτεία της Τράπεζας της
Ελλάδος ή άλλης αρμόδιας εποπτικής αρχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τις
διατάξεις του Ν. 2076/92, όπως ισχύει, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική
νομοθεσία η Οδηγία 89/646/ΕΟΚ, όπως κωδικοποιήθηκε με την Οδηγία 2000/12/ΕΚ,
είτε σε ισοδύναμη εποπτεία από αντίστοιχες αρχές χωρών εκτός της Ευρωπαϊκής
Ένωσης,
γ) πληρούν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στις
σχετικές με την κεφαλαιακή επάρκεια και τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου
διατάξεις, όπως εξειδικεύονται σε αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, και η
οικονομική κατάσταση τους δεν δημιουργεί αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα
εκπλήρωσης των υποχρεώσεων τους,
δ) τηρούν λογαριασμό διακανονισμού στην Τράπεζα της
Ελλάδος στο πλαίσιο του Συστήματος ΕΡΜΗΣ.
2. Οι αντισυμβαλλόμενοι που ικανοποιούν τα πιο πάνω
κριτήρια καταλληλότητας μπορούν να κάνουν χρήση των πάγιων διευκολύνσεων
οριακής χρηματοδότησης και αποδοχής καταθέσεων και να συμμετέχουν στις τακτικές
δημοπρασίες για τη διενέργεια πράξεων ανοικτής αγοράς σύμφωνα με τις διατάξεις
της παρούσας Πράξης.
3. Δεν τίθενται εκ των προτέρων περιορισμοί ή
προϋποθέσεις ως προς την επιλογή των αντισυμβαλλομένων που δικαιούνται να
συμμετέχουν σε πράξεις οριστικής αγοράς ή πώλησης των αποδεκτών περιουσιακών
στοιχείων (στο εξής: «τίτλων») που προβλέπονται στο Κεφάλαιο V, παράγραφος Α.7. Σε ό,τι αφορά ειδικά τις πράξεις αυτές,
ως «αντισυμβαλλόμενοι» νοούνται κατ' αρχήν και νομικά πρόσωπα τα οποία δεν
είναι πιστωτικά ιδρύματα, ισχύουσας εν προκειμένω της διάταξης της παραγράφου
Γ.2 του Κεφαλαίου VI της παρούσας Πράξης.
4. α) Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να επιλέγει
περιορισμένο αριθμό αντισυμβαλλομένων για τη διενέργεια των πράξεων
νομισματικής πολιτικής, οι οποίες αποσκοπούν στην εξομάλυνση βραχυχρόνιων
διακυμάνσεων της ρευστότητας και, διενεργούνται μέσω (ι) ταχείας δημοπρασίας ή/και (ιι) διμερών διαδικασιών,
με τη μορφή:
* αντιστρεπτέων πράξεων,
* πράξεων οριστικής αγοράς ή πώλησης τίτλων,
* πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων, και
* πράξεων για την αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης
διάρκειας.
Οι εν λόγω αντισυμβαλλόμενοι επιλέγονται με βάση τα
ακόλουθα κριτήρια:
* δραστηριότητα στη διατραπεζική αγορά χρήματος,
* εμπειρία και ικανότητα να διενεργούν
αποτελεσματικά πράξεις ανοικτής αγοράς,
* δυνατότητα υποβολής προσφορών μεγάλης αξίας.
Ειδικά στην περίπτωση των πράξεων ανταλλαγής
νομισμάτων, τα κύρια κριτήρια αφορούν στην ικανότητα διενέργειας συναλλαγών
μεγάλης αξίας στην αγορά συναλλάγματος με αποτελεσματικό τρόπο και στη
φερεγγυότητα των αντισυμβαλλομένων, όπως εξειδικεύεται στην παράγραφο Δ. 1 του
Κεφαλαίου VI της παρούσας Πράξης·
β) Κατά τη διενέργεια ταχείας δημοπρασίας ή διμερών
συναλλαγών, η Τράπεζα της Ελλάδος, εάν δεν μπορεί για λειτουργικούς λόγους να
εκτελέσει κάθε πράξη με όλους τους επιλεγέντες για τη συγκεκριμένη κατηγορία
αντισυμβαλλομένους, εφαρμόζει την εκ περιτροπής επιλογή αντισυμβαλλομένων
(μεταξύ αυτών που έχουν επιλεγεί για αυτές τις κατηγορίες πράξεων), ώστε να
εξασφαλίζει σε όλους ίσες ευκαιρίες πρόσβασης.
5. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να αποφασίζει,
χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση των αντισυμβαλλομένων, να περιορίσει, να
αναστείλει ή να αρνηθεί την πρόσβαση των αντισυμβαλλομένων σε οποιαδήποτε από
τις πράξεις νομισματικής πολιτικής που καλύπτει η παρούσα Πράξη, ενημερώνοντας
τους αντισυμβαλλομένους για την απόφαση της αυτή.
6. Αντισυμβαλλόμενοι με έδρα την Ελλάδα, καθώς και
τα υποκαταστήματα των αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στην
Ελλάδα, συμμετέχουν στις πράξεις νομισματικής πολιτικής μόνο μέσω μίας
υπηρεσιακής τους μονάδας, την οποία δηλώνουν εγγράφως στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Κεφάλαιο II: Πράξεις
ανοικτής αγοράς
Η Τράπεζα της Ελλάδος ενεργώντας σύμφωνα με τους
εκάστοτε ισχύοντες κανόνες του Ευρωσυστήματος,
διενεργεί τις ακόλουθες πράξεις ανοικτής αγοράς με τους αντισυμβαλλομένους που
πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις του Κεφαλαίου Ι:
Α. Αντιστρεπτέες πράξεις
1. Οι αντιστρεπτέες
πράξεις αποτελούν το κύριο μέσο εκτέλεσης πράξεων ανοικτής αγοράς και μπορούν
να χρησιμοποιηθούν τόσο για τη χορήγηση όσο και για την απορρόφηση ρευστότητας.
2. Κατά τη διενέργεια των αντιστρεπτέων
πράξεων, η Τράπεζα της Ελλάδος, α) χορηγεί δάνεια έναντι ενεχύρου επί αποδεκτών
τίτλων, όπως αυτοί ορίζονται στο Κεφάλαιο V της
παρούσας Πράξης, ή β) αγοράζει ή πωλεί αποδεκτούς τίτλους με συμφωνία,
αντιστοίχως, επαναπώλησης ή επαναγοράς
τους. Οι όροι των ως άνω συναλλαγών εξειδικεύονται στη «Σύμβαση Χρηματοδότησης
και Παροχής Ενεχύρου» και τη «Σύμβαση Πώλησης Τίτλων με Συμφωνία Επαναγοράς» μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος και των
αντισυμβαλλομένων.
3. Ανάλογα με την κατά τα προβλεπόμενα στο Κεφάλαιο
VI της παρούσας Πράξης, μέθοδο διενέργειας τους, οι αντιστρεπτέες πράξεις διακρίνονται σε δύο βασικές
κατηγορίες:
α) πράξεις μέσω της διενέργειας τακτικών,
τυποποιημένων δημοπρασιών, στις οποίες δύνανται να συμμετάσχουν όλοι οι
αντισυμβαλλόμενοι που πληρούν τις προϋποθέσεις του Κεφαλαίου Ι, παράγραφος 1
της παρούσας Πράξης. Σε αυτές περιλαμβάνονται:
(ι) οι πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης, οι οποίες
αποτελούν το κύριο μέσο χορήγησης ρευστότητας προς το χρηματοπιστωτικό τομέα
και πραγματοποιούνται μία φορά την εβδομάδα, με διάρκεια, κατά κανόνα, 7
ημερών.
(ιι) οι πράξεις
αναχρηματοδότησης πιο μακροπρόθεσμης διάρκειας που διενεργούνται, κάθε μήνα με
διάρκεια, κατά κανόνα, τρεις μήνες και με σκοπό την χορήγηση πρόσθετης
ρευστότητας προς το χρηματοπιστωτικό τομέα, για αντίστοιχο χρονικό διάστημα.
(iii) διαρθρωτικής φύσεως
πράξεις για τη χορήγηση ρευστότητας, με διάρκεια που καθορίζεται κατά
περίπτωση, οι οποίες διενεργούνται σε τακτική ή μη τακτική βάση για την
προσαρμογή της διαρθρωτικής θέσης ρευστότητας του Ευρωσυστήματος
έναντι του χρηματοπιστωτικού τομέα1. (1 Η διορθωτική θέση ρευστότητας του
χρηματοπιστωτικού τομέα έναντι του Ευρωσυστήματος
είναι η καθαρή θέση ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα όπως αυτή
διαμορφώνεται μη λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων των πράξεων νομισματικής
πολιτικής και των ελάχιστων αποθεματικών των πιστωτικών ιδρυμάτων στην κεντρική
τράπεζα.)
β) πράξεις που μπορούν να διενεργηθούν είτε μέσω ταχείας
δημοπρασίας είτε σε διμερή βάση, με περιορισμένο αριθμό αντισυμβαλλομένων
σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Ι, παράγραφος 4.
Σε αυτές περιλαμβάνονται, οι πράξεις εξομάλυνσης
βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας, οι οποίες εκτελούνται κατά
περίπτωση, με σκοπό τη χορήγηση ή άντληση ρευστότητας και με διάρκεια που
καθορίζεται κατά περίπτωση.
Β. Πράξεις οριστικής αγοράς ή πώλησης τίτλων Οι
πράξεις οριστικής αγοράς ή πώλησης τίτλων αφορούν πράξεις κατά τις οποίες η
Τράπεζα της Ελλάδος αγοράζει (ή πωλεί) με οριστικές συμφωνίες αποδεκτούς
τίτλους από (ή προς) την αγορά. Οι πράξεις αυτές διενεργούνται διμερώς (χωρίς
δημοπρασία) με έναν ή περισσότερους αντισυμβαλλομένους και χρησιμοποιούνται για
σκοπούς παροχής ή απορρόφησης ρευστότητας σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Μέσω
αυτών μπορεί να επιδιωχθεί η εξομάλυνση βραχυχρόνιων διακυμάνσεων ρευστότητας
και η προσαρμογή της διαρθρωτικής θέσης του Ευρωσυστήματος
έναντι του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Γ. Έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ2 (2 Βλ.
Παράρτημα 2.)
1. Οι πράξεις αφορούν τη διάθεση από την Τράπεζα
της Ελλάδος πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ μέσω της
διενέργειας τακτικών δημοπρασιών στις οποίες μπορούν να συμμετάσχουν όλοι οι
αντισυμβαλλόμενοι κατά τα οριζόμενα στο Κεφάλαιο Ι, παράγραφος 1, με σκοπό την
απορρόφηση ρευστότητας. Τα πιστοποιητικά χρέους της ΕΚΤ
εκδίδονται σε τιμή κατώτερη της ονομαστικής κατά το προεξοφλητικό επιτόκιο (at a discount),
διατίθενται σε τακτική ή μη τακτική βάση και έχουν διάρκεια μικρότερη των 12
μηνών.
2. Μέσω της έκδοσης πιστοποιητικών χρέους
επιδιώκεται η προσαρμογή της διαρθρωτικής θέσης του Ευρωσυστήματος
έναντι του χρηματοπιστωτικού τομέα για τη δημιουργία (ή διεύρυνση) ενός
ελλείμματος ρευστότητας στην αγορά.
Δ. Πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων
1. Οι πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων αφορούν την
αγορά (ή πώληση) ευρώ από την Τράπεζα της Ελλάδος
έναντι ξένου νομίσματος στην τρέχουσα ισοτιμία, με ταυτόχρονη πώληση (ή αγορά) ευρώ έναντι ξένου νομίσματος προθεσμιακά σε προκαθοριζόμενη ημερομηνία επαναγοράς,
σύμφωνα με τη γενικά αποδεκτή πρακτική στην αγορά συναλλάγματος.
2. Οι πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων3
χρησιμοποιούνται για την εξομάλυνση βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας
και διενεργούνται μέσω ταχείας δημοπρασίας ή διμερώς με έναν ή περισσότερους
αντισυμβαλλομένους, που επιλέγονται με βάση τα κριτήρια της παραγράφου Δ.1 του
Κεφαλαίου VI της παρούσας Πράξης.
3. Η εξειδίκευση των όρων αυτών των συναλλαγών
διέπεται από τη Σύμβαση - Πλαίσιο για την Ανταλλαγή Νομισμάτων μεταξύ της
Τράπεζας της Ελλάδος και των αντισυμβαλλομένων.
Ε. Αποδοχή καταθέσεων
1. Οι πράξεις αφορούν την αποδοχή από την Τράπεζα
της Ελλάδος, με πρωτοβουλία της, καταθέσεων των αντισυμβαλλομένων, με επιτόκιο
και διάρκεια που προκαθορίζονται κατά περίπτωση από την ΕΚΤ.
2. Οι πράξεις αυτές διενεργούνται μέσω ταχείας
δημοπρασίας ή διμερώς με έναν ή περισσότερους αντισυμβαλλομένους, σύμφωνα με
τις διατάξεις του Κεφαλαίου Ι, παράγραφος 4 της παρούσας Πράξης, με σκοπό την
απορρόφηση ρευστότητας από την αγορά για την εξομάλυνση σχετικών βραχυχρόνιων
διακυμάνσεων.
Οι διαδικασίες για τη διενέργεια των πράξεων του
παρόντος Κεφαλαίου, καθώς και η έννοια των τακτικών ή έκτακτων δημοπρασιών,
καθορίζονται αναλυτικότερα στο Κεφάλαιο VI της
παρούσας Πράξης.
Κεφάλαιο III: Πάγιες
διευκολύνσεις3 (3 Βλ. Παράρτημα 2.)
Α. Πάγια διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης
Για την κάλυψη των προσωρινών αναγκών τους σε
κεφάλαια, οι αντισυμβαλλόμενοι που πληρούν τις προϋποθέσεις του Κεφαλαίου Ι της
παρούσας Πράξης, μπορούν να χρησιμοποιούν τη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης
έναντι ενεχύρου αποδεκτών τίτλων, όπως αυτοί ορίζονται στο Κεφάλαιο V, ή στο πλαίσιο συμβάσεων για την πώληση αποδεκτών τίτλων
με συμφωνία επαναγοράς, σύμφωνα με τους ακόλουθους
όρους και προϋποθέσεις:
1. Η χρήση της πάγιας διευκόλυνσης οριακής
χρηματοδότησης γίνεται αποκλειστικά κατά τις ημέρες λειτουργίας του Συστήματος
ΕΡΜΗΣ και του Συστήματος Παρακολούθησης Συναλλαγών επί Τίτλων με Λογιστική
Μορφή («εργάσιμες ημέρες του Συστήματος ΕΡΜΗΣ»4). (4 Οι Εργάσιμες ημέρες του
Συστήματος ΕΡΜΗΣ είναι ταυτόσημες με τις εργάσιμες ημέρες του Συστήματος TARGET, όπως αυτές καθορίζονται στην Κατευθυντήρια Γραμμή
ΕΚΤ/2001/3, που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της ΕΚΤ
(http://www.ecb.int). Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιτρέψει αποκλειστικά
σε εξαιρετικές περιπτώσεις, την κατά παρέκκλιση, λειτουργία του Συστήματος
ΕΡΜΗΣ, κατά τη Μεγάλη Παρασκευή και τη Δευτέρα του Πάσχα των Καθολικών /
Διαμαρτυρομένων, που είναι ημέρες αργίας του TARGET,
όταν αυτές δεν συμπίπτουν με τις αντίστοιχες αργίες του Ορθόδοξου Πάσχα.)
2. Οι αντισυμβαλλόμενοι τηρούν στην Τράπεζα της
Ελλάδος αντίστοιχο ανοικτό λογαριασμό χρηματοδότησης, ο οποίος χρεοπιστώνεται
με εγγραφές που αντικρίζονται με αντίστοιχες αντίστροφες εγγραφές στο
λογαριασμό διακανονισμού του Συστήματος ΕΡΜΗΣ που τηρείται στην Τράπεζα της
Ελλάδος.
3. Η διάρκεια της χρηματοδότησης ορίζεται σε μία
ημέρα. Η πίστωση εξοφλείται κατά το άνοιγμα του Συστήματος ΕΡΜΗΣ/TARGET,
την επόμενη εργάσιμη ημέρα λειτουργίας του εν λόγω Συστήματος.
4. α) Το συνολικό ποσό άντλησης κεφαλαίων εκ μέρους
των αντισυμβαλλομένων στο πλαίσιο της πάγιας διευκόλυνσης οριακής
χρηματοδότησης δεν υπόκειται σε περιορισμό, υπό τον όρο ότι η εκάστοτε
χορηγούμενη χρηματοδότηση καλύπτεται πλήρως από αποδεκτούς τίτλους αξίας
αντίστοιχης με το συνολικό ύψος της χρηματοδότησης, εφαρμοζομένων των κανόνων
αποτίμησης που προβλέπονται στο Κεφάλαιο V, Ενότητες
Β και Γ της παρούσας Πράξης.
β) (i) To όριο πίστωσης δύναται να αυξηθεί με βάση την αξία
πρόσθετων τίτλων που παρέχονται ως ασφάλεια κατά τη διάρκεια της ημέρας.
(ιι) Κατά τη διάρκεια της
ημέρας, ο αντισυμβαλλόμενος δύναται να ζητήσει να αποσύρει τίτλους που έχουν
παρασχεθεί ως ασφάλεια και των οποίων η καθοριζομένη κατά την Ενότητα Γ,
Κεφάλαιο V, πιο κάτω, προσαρμοσμένη αξία, υπερβαίνει
το συνολικό ύψος της υφιστάμενης ενδοημερήσιας
πίστωσης, καθώς και κάθε άλλης ανεξόφλητης πράξης παροχής ρευστότητας προς τον
αντισυμβαλλόμενο.
5. α) Οι αντισυμβαλλόμενοι δύνανται να κάνουν χρήση
της πάγιας διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης κατόπιν αιτήματος προς την Τράπεζα
της Ελλάδος και υπό την προϋπόθεση ότι η Τράπεζα της Ελλάδος έχει λάβει το ως
άνω αίτημα κατά τη διάρκεια του ωραρίου λειτουργίας των εργάσιμων ημερών του
Συστήματος ΕΡΜΗΣ/TARGET και το αργότερο τριάντα (30)
λεπτά μετά την ώρα κλεισίματος του εν λόγω Συστήματος (δηλαδή, υπό κανονικές
συνθήκες, μέχρι 19:30 ώρα Ελλάδος - 18:30 ώρα ΕΚΤ/ώρα
Κεντρικής Ευρώπης). Το ποσό της χρηματοδότησης που παρέχεται προσδιορίζεται από
την αξία των υποκείμενων τίτλων που παραδίδονται ως ασφάλεια για τους σκοπούς
της πράξης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο Κεφάλαιο V,
Ενότητες Β και Γ, της παρούσας Πράξης.
β) Τριάντα (30) λεπτά μετά το κλείσιμο του
Συστήματος ΕΡΜΗΣ/TARGET, δηλαδή, υπό κανονικές
συνθήκες, την 19.30 ώρα Ελλάδος (18.30 ώρα ΕΚΤ),
τυχόν χρεωστικά υπόλοιπα στους λογαριασμούς διακανονισμού που τηρούν οι
αντισυμβαλλόμενοι στην Τράπεζα της Ελλάδος θα θεωρούνται αυτομάτως ως αίτημα
για τη χρησιμοποίηση της πάγιας διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και, χωρίς
προηγούμενη ειδοποίηση, θα διενεργούνται από τις αρμόδιες υπηρεσίες της
Τράπεζας της Ελλάδος οι εγγραφές χρεοπίστωσης των αντίστοιχων λογαριασμών και
του λογαριασμού τίτλων που παρέχονται ως ασφάλεια.
Η προθεσμία πρόσβασης των αντισυμβαλλομένων στην
πάγια διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης παρατείνεται μέχρι τις 20.00 ώρα
Ελλάδος (19.00 ώρα ΕΚΤ) κατά την τελευταία εργάσιμη
ημέρα της περιόδου τήρησης
των ελάχιστων υποχρεωτικών αποθεματικών όπως
καθορίζεται στο άρθρο 7 του Κανονισμού (ΕΚ) 1745/2003 της ΕΚΤ,
όπως εκάστοτε ισχύει.
Β. Πάγια διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων
1. Οι αντισυμβαλλόμενοι δύνανται να τηρούν στην
Τράπεζα της Ελλάδος ειδικό λογαριασμό καταθέσεων, ο οποίος εκτοκίζεται
με προκαθορισμένο επιτόκιο. Ο λογαριασμός καταθέσεων τροφοδοτείται και
χρεοπιστώνεται με εγγραφές που αντικρίζονται με αντίθετες εγγραφές στους
αντίστοιχους λογαριασμούς διακανονισμού των αντισυμβαλλομένων τις εργάσιμες
ημέρες του Συστήμα-τος
ΕΡΜΗΣ, κατά τα οριζόμενα στην Ενότητα Α του παρόντος Κεφαλαίου.
2. Οι τοποθετήσεις που πραγματοποιούνται στο
πλαίσιο της πάγιας διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων δεν υπόκεινται σε ποσοτικό
όριο, έχουν διάρκεια μίας ημέρας και καθίστανται διαθέσιμες στα πιστωτικά
ιδρύματα κατά το άνοιγμα του Συστήματος ΕΡΜΗΣ/TARGET
την επόμενη εργάσιμη ημέρα λειτουργίας του.
3. α) Οι αντισυμβαλλόμενοι έχουν τη δυνατότητα να
χρησιμοποιήσουν την πάγια διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων ύστερα από αίτημα
προς την Τράπεζα της Ελλάδος και υπό την προϋπόθεση ότι η Τράπεζα της Ελλάδος
έχει λάβει το αίτημα κατά τη διάρκεια του ωραρίου λειτουργίας των εργάσιμων
ημερών του Συστήματος ΕΡΜΗΣ/TARGET και το αργότερο
τριάντα (30) λεπτά μετά την ώρα κλεισίματος του εν λόγω Συστήματος (δηλαδή, υπό
κανονικές συνθήκες, μέχρι 19:30 ώρα Ελλάδος -18:30 ώρα ΕΚΤ/ώρα
Κεντρικής Ευρώπης ή, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της
παραγράφου Α.5.β του παρόντος Κεφαλαίου, μέχρι 20.00 ώρα Ελλάδος (19.00 ώρα ΕΚΤ). Στο εν λόγω αίτημα πρέπει, μεταξύ άλλων, να
αναγράφεται το ποσό που προορίζεται για κατάθεση.
β) Στην περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί το
προαναφερθέν αίτημα, τα τυχόν πιστωτικά υπόλοιπα που εμφανίζονται στο
λογαριασμό διακανονισμού των αντισυμβαλλομένων κατά το κλείσιμο της ημέρας,
σύμφωνα με τις γενικές αρχές και διαδικασίες του Συστήματος ΕΡΜΗΣ/TARGET,
λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό των μέσων επιπέδων ελάχιστων υποχρεωτικών
αποθεματικών των αντισυμβαλλομένων κατά τη διάρκεια της περιόδου τήρησης, κατά
τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό (ΕΚ) 1745/2003 της ΕΚΤ,
όπως εκάστοτε ισχύει.
Γ. Λοιποί όροι
1. Τα επιτόκια τα οποία ισχύουν για τις πάγιες
διευκολύνσεις οριακής χρηματοδότησης και αποδοχής καταθέσεων είναι εκείνα που
ανακοινώνονται από την ΕΚΤ και η εφαρμογή τους δεν
μπορεί να ισχύσει νωρίτερα από την επόμενη εργάσιμη ημέρα5. (5 Ως εργάσιμη
ημέρα του Ευρωσυστήματος ορίζεται οποιαδήποτε ημέρα
κατά την οποία η ΕΚΤ και τουλάχιστον μία κεντρική
τράπεζα των χωρών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ είναι
ανοικτή με σκοπό τη διενέργεια πράξεων νομισματικής πολιτικής.) Οι τόκοι των ως άνω πάγιων διευκολύνσεων
είναι πληρωτέοι ταυτόχρονα με τη λήξη της χρηματοδότησης ή της κατάθεσης, αντίστοιχα.
2. Ημερομηνία αξίας της οριακής χρηματοδότησης ή
της κατάθεσης ορίζεται, κατά περίπτωση, η ημερομηνία πραγματοποίησης της
συναλλαγής και ημερομηνία λήξης η επόμενη της ημέρας συναλλαγής εργάσιμη ημέρα.
Κεφάλαιο IV: Παροχή ενδοημερήσιας πίστωσης
Στο πλαίσιο λειτουργίας του Συστήματος ΕΡΜΗΣ/TARGET και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας, η
Τράπεζα της Ελλάδος παρέχει προς τους αντισυμβαλλομένους ενδοημερήσια
πίστωση έναντι ενεχύρου τίτλων. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται επίσης να παρέχει
ενδοημερήσια πίστωση μέσω αγοράς τίτλων από τους
αντισυμβαλλομένους με συμφωνία επαναπώλησης. Η ενδοημερήσια πίστωση παρέχεται με ασφάλεια τους τίτλους που
προβλέπονται στο Κεφάλαιο V της παρούσας Πράξης,
σύμφωνα με τους ακόλουθους όρους και προϋποθέσεις:
1. Η ενδοημερήσια πίστωση
είναι άτοκη και παρέχεται για την κάλυψη των χρεωστικών ανοιγμάτων των
λογαριασμών διακανονισμού των αντισυμβαλλομένων που τηρούνται στην Τράπεζα της
Ελλάδος.
2. Η ενδοημερήσια πίστωση
παρέχεται μέχρι του ποσού της αξίας των τίτλων που είναι κατατεθειμένοι ως
ασφάλεια, μετά την εφαρμογή των μέτρων ελέγχου κινδύνων που αναφέρονται στην
Ενότητα Γ του Κεφαλαίου V της παρούσας Πράξης.
3. Η ενδοημερήσια πίστωση
παρέχεται από την ώρα του ανοίγματος του Συστήματος ΕΡΜΗΣ/TARGET
μέχρι τις 19.00 ώρα Ελλάδος (18.00 ώρα ΕΚΤ) και
εξοφλείται το αργότερο μέχρι τη λήξη του ωραρίου λειτουργίας του (19.00 ώρα
Ελλάδος-18.00 ώρα ΕΚΤ).
4. Τυχόν υφιστάμενο χρεωστικό υπόλοιπο στους
λογαριασμούς διακανονισμού των αντισυμβαλλομένων κατά το κλείσιμο του
Συστήματος ΕΡΜΗΣ/TARGET μετατρέπεται αυτόματα σε
οριακή χρηματοδότηση διάρκειας μίας ημέρας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο
Κεφάλαιο III, παράγραφος Α.δ.β
της παρούσας Πράξης.
Ως προς την παροχή ενδοημερήσιας
πίστωσης στους συμμετέχοντες στο Σύστημα ΕΡΜΗΣ που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις
του Κεφαλαίου Ι, πιο πάνω και τους λοιπούς σχετικούς όρους και προϋποθέσεις,
εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κανονισμού Λειτουργίας του Συστήματος ΕΡΜΗΣ.
Κεφάλαιο V: Τίτλοι Α.
Ορισμοί και κριτήρια
1. Οι τίτλοι που περιλαμβάνονται στον κατάλογο
αποδεκτών τίτλων που δημοσιεύεται από την ΕΚΤ στην
ιστοσελίδα της (http://www.ecb.int), θεωρούνται αποδεκτοί από την Τράπεζα της
Ελλάδος6 (6 Οι εν λόγω τίτλοι ικανοποιούν τα κριτήρια που προβλέπονται στις
εκάστοτε ισχύουσες Κατευθυντήριες Γραμμές της ΕΚΤ
(τελευταία Γραμμή ΕΚΤ/2003/16 Κεφάλαιο 6, Ενότητες 6.2 και 6.3) που αφορούν τα
μέσα και τις διαδικασίες εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα της ΕΚΤ στην Ελληνική) και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ασφάλεια
για τη διενέργεια των πάσης φύσεως πράξεων νομισματικής πολιτικής και την
παροχή ενδοημερήσιας πίστωσης. Για ορισμένες
κατηγορίες μη εμπορεύσιμων τίτλων της δεύτερης βαθμίδας (όπως αυτή ορίζεται
στην επόμενη παράγραφο Α.2 του παρόντος Κεφαλαίου), μπορούν να εφαρμοστούν
ειδικές ρυθμίσεις για τη διαθέσιμη πληροφόρηση.
2. (α) Οι αποδεκτοί τίτλοι διακρίνονται σε τίτλους
«πρώτης βαθμίδας» και «δεύτερης βαθμίδας». Οι τίτλοι πρώτης βαθμίδας
αποτελούνται από εμπορεύσιμους τίτλους που πληρούν τα ενιαία κριτήρια που
θεσπίζονται εκάστοτε από την ΕΚΤ σε επίπεδο ευρωζώνης. Οι τίτλοι δεύτερης βαθμίδας αποτελούνται από
πρόσθετους τίτλους, εμπορεύσιμους και μη εμπορεύσιμους, για τους οποίους τα
κριτήρια καταλληλότητας καθορίζονται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, υπό
την προϋπόθεση της εκπλήρωσης των ελάχιστων κριτηρίων καταλληλότητας που έχει
θεσπίσει η ΕΚΤ.
(β) Σε ό,τι αφορά ειδικά τους τίτλους πρώτης και
δεύτερης βαθμίδας για τους οποίους έχει δοθεί εγγύηση, η Τράπεζα της Ελλάδος
δύναται να ζητά την προσκόμιση νομικής επιβεβαίωσης, με την οποία θα
πιστοποιείται ότι η σύμβαση εγγύησης πληροί τα σχετικά κριτήρια της ΕΚΤ. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να καθορίζει το
ειδικότερο περιεχόμενο και τον τύπο της νομικής επιβεβαίωσης.
3. Οι αντισυμβαλλόμενοι οφείλουν να μην παραδίδουν
ως ασφάλεια, ακόμη και εάν περιλαμβάνονται στον ανωτέρω κατάλογο, τίτλους τους
οποίους έχουν εκδώσει ή για τους οποίους έχουν εγγυηθεί οι ίδιοι ή άλλα φυσικά
ή νομικά πρόσωπα με τα οποία οι αντισυμβαλλόμενοι συνδέονται με στενό
οικονομικό δεσμό, κατά την έννοια του άρθρου 1, αρ. 26 της Οδηγίας 2000/12/ΕΚ.
Σε περίπτωση κατά την οποία αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιήσει τίτλους που
εμπίπτουν σε οποιαδήποτε από τις ως άνω κατηγορίες, οφείλει να ειδοποιήσει
αμέσως την Τράπεζα της Ελλάδος. Κατά την αποτίμηση που έπεται της ως άνω
ειδοποίησης, αποδίδεται μηδενική αξία στους εν λόγω τίτλους και, εφόσον
καταστεί αναγκαίο, ενεργοποιείται ο μηχανισμός κάλυψης διαφορών αποτίμησης,
σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο Γ.2, του παρόντος Κεφαλαίου. Επιπλέον, ο
αντισυμβαλλόμενος υποχρεούται να αποσύρει τους εν λόγω τίτλους το συντομότερο
δυνατό.
Η προαναφερόμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται:
α) στους στενούς δεσμούς που τυχόν συνδέουν τον
αντισυμβαλλόμενο με τις δημόσιες αρχές χωρών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (συμπεριλαμβανομένης
της περίπτωσης που δημόσια αρχή αποτελεί εγγυητή του εκδότη),
β) στις συναλλαγματικές ή στα γραμμάτια εις διαταγήν για τα οποία, εκτός από τον αντισυμβαλλόμενο,
είναι υπόχρεο τουλάχιστον ένα επιπλέον πρόσωπο (εκτός από πιστωτικό ίδρυμα),
γ) στους χρεωστικούς τίτλους που πληρούν
απαρέγκλιτα όλα τα κριτήρια του άρθρου 22 (4) της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ, όπως
ισχύει,
δ) σε περιπτώσεις στις οποίες οι χρεωστικοί τίτλοι
προστατεύονται με νομικές διασφαλίσεις ανάλογες των προβλεπομένων στο εδάφιο (γ)
της παρούσας παραγράφου.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να μην αποδέχεται
τους ως άνω τίτλους πρώτης ή δεύτερης βαθμίδας, εφόσον λήγουν πριν από τη λήξη
της αντίστοιχης πράξης για την οποία παρέχονται ως ασφάλεια.
5. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί επίσης να μην
αποδέχεται τους ως άνω τίτλους, εφόσον υπάρχει σχετική εισοδηματική ροή (π.χ.
πληρωμή τοκομεριδίου) κατά τη διάρκεια ισχύος της καλυπτόμενης πράξης
νομισματικής πολιτικής.
6. Το Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας
της Ελλάδος με απόφαση του, μετά από έγκριση της ΕΚΤ,
μπορεί να ορίζει πρόσθετους τίτλους που γίνονται αποδεκτοί από την Τράπεζα της
Ελλάδος ως ασφάλεια για τις πράξεις νομισματικής πολιτικής και την παροχή ενδοημερήσιας πίστωσης.
7. Όλοι οι αποδεκτοί τίτλοι δύνανται να χρησιμοποιούνται
για όλες τις πράξεις νομισματικής πολιτικής και την παροχή ενδοημερήσιας
πίστωσης, με εξαίρεση τις πράξεις οριστικής αγοράς ή πώλησης τίτλων της
Ενότητας Β, Κεφάλαιο II, όπου, κατά κανόνα,
χρησιμοποιούνται μόνον οι τίτλοι της πρώτης βαθμίδας.
8. Οι αποδεκτοί τίτλοι τόσο της πρώτης όσο και της
δεύτερης βαθμίδας απαιτείται να μπορούν να χρησιμοποιούνται διασυνοριακά σε όλη
την ζώνη του ευρώ. Τούτο συνεπάγεται ότι οι
αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να λαμβάνουν χρηματοδότηση από την Τράπεζα της
Ελλάδος χρησιμοποιώντας τίτλους της πρώτης βαθμίδας, οι οποίοι εκδίδονται στον
Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και διακανονίζονται σε άλλο κράτος-μέλος της ζώνης
του ευρώ, ή τίτλους της δεύτερης βαθμίδας, που
εκδίδονται και διακανονίζονται σε άλλο κράτος-μέλος της ζώνης του ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό, οι αντισυμβαλλόμενοι πρέπει να
έχουν τη δυνατότητα διακίνησης των ως άνω αναφερομένων τίτλων είτε μέσω
αποδεκτών συνδέσεων μεταξύ του εγχώριου Συστήματος Διακανονισμού Χρεογράφων με
αντίστοιχα Συστήματα Διακανονισμού Χρεογράφων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή μέσω
άλλων αποδεκτών ρυθμίσεων.
Β. Αποτίμηση τίτλων
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος εφαρμόζει, κατά κανόνα, το
σύστημα συγκέντρωσης ασφαλειών7 (7 Βλ. Παράρτημα 2.) για την παροχή ρευστότητας
στους αντισυμβαλλομένους έναντι ενεχύρου αποδεκτών τίτλων. Το εν λόγω σύστημα
προβλέπει τη δημιουργία μίας συνολικής βάσης επαρκών ασφαλειών για την κάλυψη
του συνόλου των παρεχόμενων πιστώσεων μέσω των αντιστρεπτέων
πράξεων, της πάγιας διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης ή για σκοπούς ενδοημερήσιας ρευστότητας. Παράλληλα, η Τράπεζα της Ελλάδος
διατηρεί το δικαίωμα να επιλέξει, κατά περίπτωση, την εφαρμογή του συστήματος
εξειδίκευσης ασφαλειών8 (8 Βλ. Παράρτημα 2.) έναντι ενεχύρου αποδεκτών τίτλων ή
μέσω αγοράς αποδεκτών τίτλων από τους αντισυμβαλλομένους με συμφωνία επαναπώλησης για τη χορήγηση ρευστότητας στους
αντισυμβαλλομένους.
2. Η αποτίμηση των αποδεκτών τίτλων γίνεται σε
τρέχουσες τιμές, με βάση την τιμή αναφοράς κάθε εργάσιμης ημέρας όπως
προσδιορίζεται κατά τίτλο στην αγορά στην οποία αποτελούν αντικείμενο
διαπραγμάτευσης. Στην περίπτωση που υφίστανται περισσότερες από μία τιμές,
λαμβάνεται υπόψη η χαμηλότερη. Στην περίπτωση που δεν ανακοινωθεί σχετική τιμή
κατά την εργάσιμη ημέρα πριν από την αποτίμηση, ως τιμή αναφοράς λαμβάνεται η
τιμή της τελευταίας εργάσιμης ημέρας. Στην τιμή των τίτλων προστίθενται οι
δεδουλευμένοι τόκοι. Ως τιμή αναφοράς στην περίπτωση ελληνικών τίτλων
λαμβάνεται η τιμή της Ηλεκτρονικής Δευτερογενούς Αγοράς Τίτλων (ΗΔΑΤ) του άρθρου 26 του Ν. 2515/1997, όπως ισχύει.
Για τους μη εμπορεύσιμους τίτλους δεύτερης βαθμίδας
ορίζονται ειδικοί κανόνες αποτίμησης, μετά από έγκριση της ΕΚΤ.
3. Η αποτίμηση των αποδεκτών τίτλων γίνεται σε
ημερήσια βάση για όλους τους τίτλους που χρησιμοποιούνται ως ασφάλεια.
Γ. Μέτρα ελέγχου κινδύνων
Το πλαίσιο των μέτρων ελέγχου κινδύνων που
εφαρμόζεται επί των αποδεκτών τίτλων περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
1. Περικοπές αποτίμησης αγοραίας αξίας τίτλων9 (9
Βλ. Παράρτημα 2.)
Οι περικοπές αποτίμησης μειώνουν κατά συγκεκριμένο
ποσοστό την αγοραία αξία των χρησιμοποιουμένων ως ασφάλεια τίτλων ανάλογα με το
είδος, το βαθμό ρευστότητας και την εναπομένουσα διάρκεια μέχρι τη λήξη του
τίτλου. Ειδικότερα:
α) Τίτλοι πρώτης βαθμίδας
(ι) Οι αποδεκτοί τίτλοι της πρώτης βαθμίδας10 (10
Γενικά, η ταξινόμηση του εκδότη καθορίζει την κατηγορία ρευστότητας. Ωστόσο,
όλοι οι τίτλοι που καλύπτονται με περιουσιακά στοιχεία υπάγονται στην κατηγορία
IV, ανεξάρτητα από την ταξινόμηση του εκδότη. Τα
χρεόγραφα τύπου Jumbo Pfandibrief
υπάγονται στην κατηγορία II, αντίθετα με τα άλλα
χρεόγραφα που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία υπάγονται στην
κατηγορία III.) κατανέμονται κατά φθίνοντα βαθμό
ρευστότητας σε μία από τις πιο κάτω τέσσερις κατηγορίες:
Ακολουθούν Πίνακες 1, 2 και 3, βλέπε οικείο ΦΕΚ
(ιν) Οι περικοπές που
εφαρμόζονται στους τίτλους κυμαινόμενου επιτοκίου 13(13 Η πληρωμή ενός
τοκομεριδίου θεωρείται ως κυμαινόμενη εάν το εν λόγω τοκομερίδιο συνδέεται με
επιτόκιο αναφοράς και η περίοδος επαναπροσδιορισμού του δεν υπερβαίνει το ένα
έτος. Οι πληρωμές τοκομεριδίου για τις οποίες η περίοδος επαναπροσδιορισμού
είναι μεγαλύτερη του έτους, αντιμετωπίζονται ως πληρωμές σταθερού επιτοκίου, με
τη σχετική λήξη του τίτλου, για σκοπούς εφαρμογής της περικοπής αποτίμησης, να
είναι η εναπομένουσα διάρκεια του χρεωστικού τίτλου.) της πρώτης βαθμίδας είναι
ίδιες με αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο Γ.1.α.ιι του παρόντος Κεφαλαίου
(Πίνακας 2, πιο πάνω) για τίτλους σταθερού τοκομεριδίου του κλιμακίου
εναπομένουσας διάρκειας «0-1 έτος» της αντίστοιχης κατηγορίας ρευστότητας στην
οποία υπάγεται ο τίτλος.
(ν) Τα μέτρα ελέγχου κινδύνων που εφαρμόζονται
στους τίτλους της πρώτης βαθμίδας με περισσότερα του ενός είδους τοκομερίδια
εξαρτώνται μόνον από τα είδη τοκομεριδίων που ισχύουν κατά το εναπομένον μέχρι
τη λήξη του τίτλου διάστημα. Η εφαρμοζόμενη περικοπή σε αυτούς τους τίτλους
καθορίζεται ίση με την υψηλότερη περικοπή από εκείνες που ισχύουν για τίτλους
με την ίδια εναπομένουσα διάρκεια, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα είδη τοκομεριδίων
των οποίων η πληρωμή θα πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια του εναπομένοντος
μέχρι τη λήξη του τίτλου διαστήματος.
β) Τίτλοι δεύτερης βαθμίδας
Οι τίτλοι δεύτερης βαθμίδας είναι ταξινομημένοι σε
τέσσερις διαφορετικές κατηγορίες περικοπών με βάση τις διαφορές των
χρηματοοικονομικών χαρακτηριστικών τους και της ρευστότητας τους. Οι ομάδες
ρευστότητας στις οποίες υπάγονται οι τίτλοι της εν λόγω βαθμίδας και οι
αντίστοιχες περικοπές αποτίμησης, έχουν ως εξής:
β.1) Ταξινόμηση τίτλων με βάση τη ρευστότητα
(ι) Μετοχές
(ιι) Εμπορεύσιμοι
χρεωστικοί τίτλοι με περιορισμένη ρευστότητα.
Η πλειοψηφία των τίτλων δεύτερης βαθμίδας εμπίπτει
σε αυτή την κατηγορία. Παρά τις τυχόν διαφορές στο βαθμό ρευστότητας, οι τίτλοι
αυτοί εμφανίζουν, γενικά, ομοιότητα, επειδή η δευτερογενής αγορά τους έχει
μικρό μέγεθος, μπορεί να μην υφίστανται τιμές σε καθημερινή βάση και, τέλος,
συνήθεις πράξεις έχουν επίπτωση επί της τιμής των εν λόγω τίτλων.
(iii) Χρεωστικοί τίτλοι
με περιορισμένη ρευστότητα και ειδικά χαρακτηριστικά
Η περίπτωση αυτή αφορά κατ' αρχήν μη εμπορεύσιμους
τίτλους οι οποίοι διαθέτουν ειδικά χαρακτηριστικά τα οποία εισάγουν κάποιο
βαθμό εμπορευσιμότητας, απαιτείται όμως, επιπλέον του συνήθους, χρόνος για τη
ρευστοποίηση τους στην αγορά. Στα χαρακτηριστικά αυτά περιλαμβάνεται η
δυνατότητα πώλησης με δημοπρασία (εφόσον παραστεί ανάγκη ρευστοποίησης των
τίτλων) και αποτίμηση σε καθημερινή βάση.
(ιν) Μη εμπορεύσιμοι
χρεωστικοί τίτλοι ή δάνεια
Οι τίτλοι αυτοί είναι ουσιαστικά μη εμπορεύσιμοι
και συνεπώς έχουν μικρή ή μηδενική ρευστότητα.
Η ένταξη των τίτλων σε μία από τις πιο πάνω
κατηγορίες προτείνεται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες και υπόκειται σε
έγκριση από την ΕΚΤ.
β.2) Εφαρμογή περικοπών αποτίμησης με βάση τη
ρευστότητα
Οι περικοπές που εφαρμόζονται στις ως άνω
κατηγορίες τίτλων της δεύτερης βαθμίδας, είναι αντίστοιχα, οι εξής:
(ι) Σε όλες τις αποδεκτές μετοχές εφαρμόζεται
ενιαία περικοπή αποτίμησης 22%.
(ιι) Στους εμπορεύσιμους
χρεωστικούς τίτλους με περιορισμένη ρευστότητα 14 (14 Οι τίτλοι πιστωτικών
ιδρυμάτων οι οποίοι δεν πληρούν αυστηρώς όλα τα κριτήρια που προβλέπονται στο
’ρθρο 22 (4) της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ για τους ΟΣΕΚΑ,
όπως έχει τροποποιηθεί, δεν μπορούν, κατά κανόνα να συμπεριληφθούν στους
καταλόγους των τίτλων δεύτερης βαθμίδας. Με τη σύμφωνη γνώμη της ΕΚΤ, είναι όμως δυνατό, οι εν λόγω τίτλοι να καταστούν
αποδεκτοί και να συμπεριληφθούν στους σχετικούς καταλόγους, υπό την προϋπόθεση
ότι πληρούν ορισμένους όρους και περιορισμούς. Για τους τίτλους αυτούς
εφαρμόζεται πρόσθετη περικοπή 10?/₯, πέραν της τυπικής περικοπής για τίτλους
δεύτερης βαθμίδας.) και
(iii) Στους χρεωστικούς
τίτλους περιορισμένης ρευστότητας με ειδικά χαρακτηριστικά εφαρμόζονται, κατά
κλιμάκιο εναπομένουσας διάρκειας, τα ακόλουθα ποσοστά περικοπών αποτίμησης:
(ιν) Στους μη
εμπορεύσιμους τίτλους ή δάνεια εφαρμόζονται, κατ' είδος, τα ακόλουθα ποσοστά
περικοπών αποτίμησης:
* συναλλαγματικές: 4% για τίτλους με εναπομένουσα
διάρκεια έως 6 μήνες,
* δάνεια τραπεζών: 12% για δάνεια με εναπομένουσα
διάρκεια έως 6 μήνες και 22%
* για δάνεια με εναπομένουσα διάρκεια από 6 μήνες
και έως 2 έτη,
* υποσχετικές έναντι ενυπόθηκων δανείων: 22%.
β.3) Λοιπές περικοπές αποτίμησης
(ι) Οι τίτλοι δεύτερης βαθμίδας με κυμαινόμενο
επιτόκιο ή με περισσότερα του ενός είδους τοκομερίδια 15 (15 Για ορισμένους
τίτλους της δεύτερης βαθμίδας είτε κυμαινόμενου επιτοκίου είτε με άνω του ενός
είδους τοκομερίδια των οποίων η εναπομένουσα διάρκεια δεν προσδιορίζεται με
σαφή και αδιαμφισβήτητο τρόπο, η εν λόγω διάρκεια μπορεί να ορισθεί από την ΕΚΤ.), υπόκεινται στα ίδια μέτρα ελέγχου κινδύνων με αυτά
που προβλέπονται αντίστοιχα στις παραγράφους Γ 1.α.ιν και Γ.α.ν
του παρόντος Κεφαλαίου, για τους τίτλους της πρώτης βαθμίδας.
(ιι) Οι περικοπές
αποτίμησης που εφαρμόζονται στους τίτλους της δεύτερης βαθμίδας με αντιστρόφως
κυμαινόμενη απόδοση είναι ίδιες με αυτές που ισχύουν, για την αντίστοιχη
κατηγορία τίτλων της πρώτης βαθμίδας σύμφωνα με την παράγραφο Γ.1.α.iii του
παρόντος Κεφαλαίου (Πίνακας 3, πιο πάνω).
2. Κάλυψη των διαφορών αποτίμησης
Στην περίπτωση που η προσαρμοσμένη αξία των τίτλων,
δηλαδή η αγοραία αξία τους πλέον τόκων μειωμένη
κατά τις περικοπές αποτίμησης , αποκλίνει κατά τα πιο κάτω προκαθορισμένα
ποσοστά από το ύψος της χρηματοδότησης από την Τράπεζα της Ελλάδος,
ενεργοποιείται συμμετρικά για την Τράπεζα της Ελλάδος και τους
αντισυμβαλλομένους, ο ακόλουθος μηχανισμός κάλυψης της διαφοράς:
α) Εάν η προσαρμοσμένη αγοραία αξία των τίτλων που
χρησιμοποιούνται ως ασφάλεια για την κάλυψη χρηματοδότησης εκ μέρους της
Τράπεζας της Ελλάδος υπολείπεται της χορηγηθείσας χρηματοδότησης κατά ποσό που
αντιστοιχεί σε ποσοστό μεγαλύτερο του 0,5% του ύψους αυτής, οι
αντισυμβαλλόμενοι υποχρεούνται να παραδώσουν πρόσθετους τίτλους ή να καταβάλουν
μετρητά στην Τράπεζα της Ελλάδος μέχρι του ποσού που θα αποκαθιστά πλήρως την
υφιστάμενη διαφορά.
β) Εάν η προσαρμοσμένη αγοραία αξία των ως άνω
τίτλων υπερβαίνει τη χορηγηθείσα χρηματοδότηση κατά ποσό που αντιστοιχεί σε
ποσοστό μεγαλύτερο του 0,5% του ύψους αυτής, η Τράπεζα της Ελλάδος επιστρέφει
τίτλους ή μετρητά στους αντισυμβαλλομένους μέχρι του ποσού που θα αποκαθιστά
πλήρως την υφιστάμενη διαφορά.
3. Πέραν των μέτρων ελέγχου κινδύνων που
προβλέπονται στις παραγράφους Γ.1 και Γ.2 του παρόντος Κεφαλαίου η Τράπεζα της
Ελλάδος, ενεργώντας σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες αποφάσεις της ΕΚΤ, δύναται, εν γένει, επίσης:
α) να επιβάλλει αρχικά περιθώρια 16 τα οποία προσαυξάνουν
κατά συγκεκριμένο ποσοστό επί του ποσού της χρηματοδότησης την απαιτούμενη αξία
των προς ενεχύραση τίτλων,
β) να επιβάλλει ποσοτικά όρια στην αποδοχή τίτλων
σε σχέση με εκδότες ή εγγυητές,
γ) να απαιτεί πρόσθετες εγγυήσεις από νομικά
πρόσωπα υψηλής οικονομικής αξιοπιστίας,
δ) να αποκλείει τη χρήση συγκεκριμένων τίτλων κατά
την εκτέλεση των πράξεων νομισματικής πολιτικής.
4. Διευκρινίζεται ότι οι τυχόν φόροι επί των τόκων
των αποδεκτών τίτλων δεν επηρεάζουν τον ως άνω τρόπο αποτίμησης.
Δ. ’λλες διατάξεις
1. Στις πράξεις οριστικής αγοράς ή πώλησης τίτλων
δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί αποτίμησης των τίτλων, μέτρων ελέγχου
κινδύνων και μηχανισμού κάλυψης διαφορών αποτίμησης του παρόντος κεφαλαίου.
2. Οι περικοπές δεν εφαρμόζονται στις πράξεις
ανοικτής αγοράς για την απορρόφηση ρευστότητας από την Τράπεζα της Ελλάδος.
3. Η ΕΚΤ μπορεί να
αποφασίσει οποτεδήποτε τη διαγραφή ορισμένων τίτλων από τον κατάλογο των
αποδεκτών τίτλων πρώτης βαθμίδας.
Περαιτέρω, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να
επιβάλλουν όρια στην αποδοχή τίτλων δεύτερης βαθμίδας, να απαιτήσουν πρόσθετες
εγγυήσεις και να αποφασίσουν οποτεδήποτε τη διαγραφή ορισμένων τίτλων της
βαθμίδας αυτής από τον ως άνω κατάλογο.
Στις περιπτώσεις διαγραφής, εάν οι διαγραφόμενοι
τίτλοι καλύπτουν υφιστάμενες κατά το χρόνο της διαγραφής πράξεις νομισματικής
πολιτικής, είτε αντικαθίστανται με νέους τίτλους, είτε ενεργοποιείται ο
μηχανισμός κάλυψης διαφορών αποτίμησης. Επιπλέον, οι αντισυμβαλλόμενοι
υποχρεούνται να αποσύρουν τους εν λόγω τίτλους το συντομότερο δυνατό.
Ε. Διασυνοριακή χρήση ασφαλειών
1. Οι αντισυμβαλλόμενοι δύνανται να λαμβάνουν
χρηματοδότηση από την Τράπεζα της Ελλάδος χρησιμοποιώντας τίτλους που
βρίσκονται κατατεθειμένοι σε άλλο κράτος-μέλος της ζώνης του ευρώ. Οι αποδεκτοί τίτλοι πρέπει να μπορούν να
χρησιμοποιηθούν διασυνοριακά σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ
για το διακανονισμό οποιασδήποτε πράξης χορήγησης ρευστότητας έναντι ασφαλειών,
α) μέσω της σύνδεσης των συστημάτων διακανονισμού
αξιών των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία ικανοποιούν τις
προδιαγραφές του Ευρωσυστήματος και έχουν αξιολογηθεί
ως αποδεκτά από την ΕΚΤ (όπως δημοσιοποιούνται στην
ιστοσελίδα της ΕΚΤ) ή,
β) μέσω του Συστήματος Ανταποκριτριών Κεντρικών Τραπεζών
το οποίο έχει αναπτυχθεί από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες και την ΕΚΤ. Το Σύστημα Ανταποκριτριών Κεντρικών Τραπεζών δύναται
να χρησιμοποιηθεί για όλους τους τίτλους της πρώτης βαθμίδας και για τους
εμπορεύσιμους τίτλους της δεύτερης βαθμίδας. Για μη εμπορεύσιμους τίτλους ή
τίτλους με περιορισμένη ρευστότητα και ειδικά χαρακτηριστικά της δεύτερης
βαθμίδας οι οποίοι δεν είναι δυνατό να διακινηθούν μέσω ενός συστήματος
διακανονισμού χρεογράφων, μπορεί να εφαρμοστούν ειδικές ρυθμίσεις.
2. Μέσω της λειτουργίας του Συστήματος
Ανταποκριτριών Κεντρικών Τραπεζών, διασφαλίζεται από τις εθνικές κεντρικές
τράπεζες και την ΕΚΤ ότι όλοι οι αποδεκτοί τίτλοι που
εκδίδονται και είναι κατατεθειμένοι σε κράτος-μέλος της ζώνης του ευρώ, μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε διασυνοριακή βάση.
3. Για τη λειτουργία του Συστήματος Ανταποκριτριών
Κεντρικών Τραπεζών, κάθε εθνική κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος
διατηρεί λογαριασμούς τίτλων και ενεργεί ως ανταποκριτής των υπόλοιπων εθνικών
κεντρικών τραπεζών.
4. Στη διασυνοριακή χρήση των αποδεκτών τίτλων
εφαρμόζονται οι διαδικασίες, το χρονοδιάγραμμα και οι όροι λειτουργίας που
ισχύουν στο πλαίσιο του Συστήματος Ανταποκριτριών Κεντρικών Τραπεζών.
Κεφάλαιο VI: Διαδικασίες
Α. Διαδικασία διενέργειας δημοπρασιών
1. Κατηγορίες δημοπρασιών
α) Οι αναφερόμενες στο παρόν κεφάλαιο δημοπρασίες
διακρίνονται γενικά σε δύο κατηγορίες: τις τακτικές (τυποποιημένες) και τις
έκτακτες (ταχείες). Οι ακολουθούμενες διαδικασίες ταυτίζονται, με εξαίρεση το
χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης τους και τον αριθμό των συμμετεχόντων σε αυτές
αντισυμβαλλομένων. Ειδικότερα:
Τακτικές (τυποποιημένες) δημοπρασίες
Μπορούν να συμμετέχουν όλοι οι αντισυμβαλλόμενοι
που ικανοποιούν τα κριτήρια καταλληλότητας που εξειδικεύονται στο Κεφάλαιο Ι
της παρούσας Πράξης. Μέσω αυτών διενεργούνται (ι) οι πράξεις κύριας
αναχρηματοδότησης, (ιι) οι πράξεις αναχρηματοδότησης
πιο μακροπρόθεσμης διάρκειας και (iii) οι
διαρθρωτικής φύσεως πράξεις17. Στις τακτικές δημοπρασίες ο χρόνος που μεσολαβεί
από την ανακοίνωση της δημοπρασίας μέχρι την επιβεβαίωση του αποτελέσματος των
επιτυχών προσφορών δεν υπερβαίνει τις είκοσι τέσσερις (24) ώρες.
Έκτακτες (ταχείες) δημοπρασίες
Στις έκτακτες δημοπρασίες μεσολαβεί χρονικό
διάστημα μίας ώρας από την ανακοίνωση της δημοπρασίας μέχρι την επιβεβαίωση του
αποτελέσματος των επιτυχών προσφορών. Οι εκτελούμενες μέσω αυτών πράξεις
χρησιμοποιούνται για την εξομάλυνση βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας
και διενεργούνται με περιορισμένο αριθμό αντισυμβαλλομένων, σύμφωνα με τις
σχετικές διατάξεις του Κεφαλαίου Ι, παράγραφος 4 της παρούσας Πράξης.
Η ΕΚΤ μπορεί να
αναπροσαρμόσει το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης μίας δημοπρασίας, εάν αυτό κρίνεται
σκόπιμο.
β) Ως προς τον τύπο, οι δημοπρασίες διακρίνονται
επίσης σε δύο κατηγορίες:
Δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου
Στις δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου, οι
αντισυμβαλλόμενοι αναφέρουν στις προσφορές τους το ποσό με το οποίο είναι
διατεθειμένοι να συμμετάσχουν και το αντίστοιχο επιτόκιο.
Δημοπρασίες σταθερού επιτοκίου
Στις δημοπρασίες σταθερού, εκ των προτέρων
καθορισμένου, επιτοκίου οι αντισυμβαλλόμενοι αναφέρουν στις προσφορές τους μόνο
το ποσό με το οποίο είναι διατεθειμένοι να συμμετάσχουν.
2. Χρονοδιάγραμμα δημοπρασιών
α) Οι πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης και οι
πράξεις αναχρηματοδότησης πιο μακροπρόθεσμης διάρκειας διενεργούνται, σύμφωνα
με ενδεικτικό ετήσιο ημερολογιακό πρόγραμμα που δημοσιεύεται από την ΕΚΤ, τουλάχιστον τρεις μήνες πριν την έναρξη του έτους στο
οποίο αναφέρεται. Το πρόγραμμα αυτό μπορεί να ανευρεθεί
στη διεύθυνση διαδικτύου της ΕΚΤ.
Κατά κανόνα, ως ημέρα συναλλαγής των πράξεων κύριας
αναχρηματοδότησης ορίζεται εκάστη Τρίτη και των πράξεων αναχρηματοδότησης πιο
μακροπρόθεσμης διάρκειας η τελευταία Τετάρτη εκάστου ημερολογιακού μήνα. Κατ'
εξαίρεση, η πράξη αναχρηματοδότησης πιο μακροπρόθεσμης διάρκειας του μηνός
Δεκεμβρίου, μεταφέρεται κατά κανόνα μία εβδομάδα νωρίτερα και διενεργείται την
προτελευταία Τετάρτη του εν λόγω ημερολογιακού μήνα.
β) Οι πράξεις εξομάλυνσης βραχυχρόνιων διακυμάνσεων
της ρευστότητας και οι διαρθρωτικής φύσεως πράξεις δεν εκτελούνται με βάση
προκαθορισμένο ημερολογιακό πρόγραμμα.
3. Προθεσμία ανακοίνωσης
α) Η δημοπρασία ανακοινώνεται από την ΕΚΤ μέσω καλωδιακών πληροφοριακών συστημάτων μέχρι τις
16.30 ώρα Ελλάδος (15.30 ώρα ΕΚΤ) την προηγούμενη της
δημοπρασίας εργάσιμη ημέρα προκειμένου περί των τακτικών δημοπρασιών ή σε
οποιαδήποτε εργάσιμη ώρα της ημέρας προκειμένου περί έκτακτων δημοπρασιών. Όταν
οι συνθήκες της αγοράς χρήματος το επιβάλλουν, η ανακοίνωση της τακτικής
δημοπρασίας μπορεί να γίνει την ημέρα διενέργειας της δημοπρασίας.
Η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί το δικαίωμα να
ανακοινώνει απευθείας τη δημοπρασία είτε προς όλους τους αντισυμβαλλομένους
στην περίπτωση των τακτικών δημοπρασιών ή προς εκείνους που έχουν επιλεγεί από
την ίδια σύμφωνα με την παράγραφο 4, Κεφάλαιο Ι της παρούσας, στην περίπτωση
των έκτακτων δημοπρασιών.
β) Το προς κατανομή συνολικό ποσό μιας πράξης
ανακοινώνεται, κατά κανόνα, μόνο στην περίπτωση των πράξεων αναχρηματοδότησης
πιο μακροπρόθεσμης διάρκειας.
4. Υποβολή προσφορών
α) Οι αντισυμβαλλόμενοι υποβάλλουν τις προσφορές
τους στην Τράπεζα της Ελλάδος / Διεύθυνση Χρηματοοικονομικών Δραστηριοτήτων με
ηλεκτρονικά μέσα κατά τα οριζόμενα σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου IX της παρούσας Πράξης, εντός της προθεσμίας που έχει
ανακοινωθεί.
Ειδικότερα προκειμένου περί τακτικών δημοπρασιών, η
υποβολή των προσφορών γίνεται μέχρι τις 10.30 π.μ. ώρα Ελλάδος (9.30 ώρα ΕΚΤ) της ημέρας της δημοπρασίας.
Προκειμένου περί έκτακτων δημοπρασιών, η υποβολή
των προσφορών γίνεται εντός του χρονικού πλαισίου που ανακοινώνεται από την ΕΚΤ, κατά κανόνα μέχρι είκοσι πέντε (25) λεπτά της ώρας
μετά την ανακοίνωση της δημοπρασίας. Οι προσφορές περιλαμβάνουν την ακόλουθη
πληροφόρηση:
* Στις δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου, τα
ποσά και τα αντίστοιχα επίπεδα των επιτοκίων/τιμών/μονάδων
βάσης ανταλλαγής νομισμάτων18 με τα οποία οι αντισυμβαλλόμενοι είναι
διατεθειμένοι να πραγματοποιήσουν συναλλαγές.
* Στις δημοπρασίες σταθερού επιτοκίου, το συνολικό
ποσό, εκφρασμένο σε ευρώ, στο οποίο είναι
διατεθειμένοι να πραγματοποιήσουν συναλλαγές.
Πέραν των ως άνω, όλα τα απαραίτητα στοιχεία που θα
πρέπει να περιέχονται στις προσφορές των αντισυμβαλλομένων περιγράφονται στο
Παράρτημα 1 της παρούσας Πράξης.
β) Προσφορές οι οποίες υποβάλλονται μετά τη λήξη
της προθεσμίας που αναφέρεται στο κείμενο της ανακοίνωσης δεν λαμβάνονται
υπόψη. Περί του εμπρόθεσμου ή μη υποβληθείσας προσφοράς αποφασίζει η Τράπεζα
της Ελλάδος. Στην περίπτωση που μία προσφορά απορρίπτεται, η Τράπεζα της
Ελλάδος ενημερώνει τον αντισυμβαλλόμενο, με ηλεκτρονικά μέσα κατά τα οριζόμενα
σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου IX της
παρούσας, πριν από την κατανομή του ποσού της δημοπρασίας. Ανάκληση προσφορών
επιτρέπεται μόνον όσο διαρκεί η προθεσμία υποβολής προσφορών.
γ) Η προσφορά κάθε αντισυμβαλλομένου είναι
δεσμευτική από τη στιγμή που λήγει η προθεσμία υποβολής και, κατά συνέπεια,
οποιαδήποτε ακύρωση ή τροποποίηση της συμφωνίας δεν είναι δυνατή.
δ) Αριθμός προσφορών:
* Στις δημοπρασίες με τη μέθοδο ανταγωνιστικού
επιτοκίου, κάθε αντισυμβαλλόμενος έχει το δικαίωμα να υποβάλει μέχρι δέκα
προσφορές, αναφέροντας το ποσό και το αντίστοιχο επιτόκιο με το οποίο είναι
διατεθειμένος να πραγματοποιήσει τη συναλλαγή. Τα επιτόκια πρέπει να είναι σε
πολλαπλάσια μίας μονάδας βάσης (0,01 της εκατοστιαίας μονάδας).
Στην περίπτωση δημοπρασίας
ανταλλαγής νομισμάτων ανταγωνιστικού επιτοκίου οι προσφορές θα πρέπει να είναι
εκφρασμένες σε πολλαπλάσια του 0,01 της μονάδας βάσης ανταλλαγής νομισμάτων.
* Στις δημοπρασίες με τη μέθοδο σταθερού επιτοκίου,
κάθε αντισυμβαλλόμενος υποβάλλει μία προσφορά στην οποία αναφέρεται το
προσφερόμενο ή ζητούμενο ποσό.
ε) Ελάχιστο ύψος προσφορών:
Στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης, το ύψος
προσφορών ορίζεται σε ακέραιο πολλαπλάσιο του ποσού των 100.000 ευρώ, με ελάχιστο όριο το ποσό του ενός (1) εκατομμυρίου ευρώ. Στις δημοπρασίες με τη μέθοδο ανταγωνιστικού
επιτοκίου, το ελάχιστο όριο ισχύει για κάθε επίπεδο επιτοκίου/τιμής/μονάδων
βάσης ανταλλαγής νομισμάτων για το οποίο υποβάλλεται προσφορά.
Στις πράξεις αναχρηματοδότησης πιο μακροπρόθεσμης
διάρκειας, το ελάχιστο ύψος προσφορών ορίζεται σε 500.000 ευρώ.
Ο προσφορές που υπερβαίνουν το προαναφερθέν ελάχιστο ύψος πρέπει να εκφράζονται
σε πολλαπλάσια των 10.000 ευρώ.
στ) Η ΕΚΤ διατηρεί το
δικαίωμα να ανακοινώνει την μη αποδοχή προσφορών που υπερβαίνουν ένα μέγιστο
ποσό, με σκοπό την αποφυγή δυσανάλογα μεγάλων προσφορών. Το τυχόν μέγιστο ποσό
θα αναφέρεται στην ανακοίνωση της δημοπρασίας.
5. Αξιολόγηση προσφορών και κατανομή του ποσού της
δημοπρασίας.
Η αξιολόγηση των προσφορών πραγματοποιείται, κατά
τύπο δημοπρασίας, ως εξής:
α) Δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου
* Στην περίπτωση χορήγησης ρευστότητας, οι
προσφορές κατατάσσονται κατά φθίνουσα σειρά του προσφερόμενου επιτοκίου. Οι
προσφορές με το υψηλότερο επιτόκιο ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα και διαδοχικά
ικανοποιούνται οι προσφορές με το χαμηλότερο επιτόκιο μέχρι να εξαντληθεί το
συνολικό ποσό που η ΕΚΤ προτίθεται να διαθέσει.
* Στην περίπτωση απορρόφησης ρευστότητας, οι
προσφορές που αφορούν τις πράξεις αποδοχής καταθέσεων της Ενότητας Ε του
Κεφαλαίου II, κατατάσσονται κατά αύξουσα σειρά του
προσφερόμενου από τους αντισυμβαλλομένους επιτοκίου (ή φθίνουσα σειρά ως προς
την προσφερόμενη τιμή στην περίπτωση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ και ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα οι προσφορές με
το χαμηλότερο επιτόκιο (ή υψηλότερη τιμή στην περίπτωση πιστοποιητικών χρέους
της ΕΚΤ και διαδοχικά ικανοποιούνται οι προσφορές με
το υψηλότερο επιτόκιο (ή τη χαμηλότερη τιμή στην περίπτωση πιστοποιητικών
χρέους της ΕΚΤ) μέχρι να εξαντληθεί το συνολικό προς
απορρόφηση ποσό.
* Το κείμενο της ανακοίνωσης της δημόσιας προσφοράς
κατά κανόνα περιέχει πληροφόρηση για τη μέθοδο με την οποία θα κατανεμηθεί το
ποσό της δημοπρασίας και επομένως για τον τύπο της εκτελούμενης δημοπρασίας.
Στη δημοπρασία ενιαίου επιτοκίου (ή «ολλανδικού»
τύπου), το επιτόκιο/ τιμή/ μονάδες βάσης ανταλλαγής νομισμάτων της κατανομής
που εφαρμόζεται σε όλες τις επιτυχείς προσφορές είναι ίσο με το οριακό επιτόκιο
/ τιμή / μονάδες βάσης ανταλλαγής νομισμάτων (δηλ. το επιτόκιο / τιμή / μονάδες
βάσης ανταλλαγής νομισμάτων στο οποίο εξαντλείται η συνολική κατανομή).
Στη δημοπρασία πολλαπλού επιτοκίου (ή
«αμερικανικού» τύπου) το επιτόκιο / τιμή / μονάδες βάσης ανταλλαγής νομισμάτων
της κατανομής είναι ίσο με το επιτόκιο / τιμή / μονάδες βάσης ανταλλαγής
νομισμάτων εκάστης προσφοράς.
* Κατά την κατανομή του ποσού των δημοπρασιών
ανταγωνιστικού επιτοκίου, για σκοπούς χορήγησης ή απορρόφησης ρευστότητας, εάν
το ποσό της τελευταίας προσφοράς που έγινε αποδεκτή από την ΕΚΤ
είναι μεγαλύτερο από το υπόλοιπο του συνολικού προς διάθεση ή απορρόφηση από
αυτήν ποσού, η οριακή αυτή προσφορά γίνεται μερικά αποδεκτή μέχρι να εξαντληθεί
το προς διάθεση ή απορρόφηση εναπομένον ποσό. Σε περίπτωση που υπάρχουν
περισσότερες από μία οριακές προσφορές με το ίδιο επιτόκιο/τιμή/μονάδες
βάσης ανταλλαγής νομισμάτων, αλλά το υπόλοιπο του προς διάθεση ή απορρόφηση
ποσού, αντιστοίχως, δεν επαρκεί για την πλήρη κάλυψη τους, οι προσφορές αυτές
ικανοποιούνται αναλογικά με βάση τη σχέση του ύψους εκάστης προσφοράς προς το
σύνολο των οριακών αυτών προσφορών. Η ΕΚΤ μπορεί να
αποφασίσει την εφαρμογή ελάχιστου ποσού κατανομής σε κάθε αποδεκτή προσφορά.
β) Δημοπρασίες σταθερού επιτοκίου
Για την κατανομή του ποσού των εν λόγω δημοπρασιών,
οι υποβληθείσες προσφορές αθροίζονται. Στην περίπτωση που το συνολικό ποσό των υποβληθεισών προσφορών υπερβαίνει το συνολικό προς διάθεση
ή απορρόφηση ποσό, η ικανοποίηση των προσφορών πραγματοποιείται αναλογικά με
βάση τη σχέση του ύψους της κάθε μίας από αυτές προς το σύνολο του
προσφερόμενου ποσού.
Ανεξαρτήτως τύπου δημοπρασίας, το κατανεμόμενο κατά αντισυμβαλλόμενο ποσό στρογγυλοποιείται
στη πλησιέστερη μονάδα ευρώ.
Η ΕΚΤ διατηρεί το
δικαίωμα να καθορίσει ελάχιστο ποσό κατανομής σε κάθε συμμετέχοντα στη
δημοπρασία.
6. Αποτελέσματα
α) Στις τακτικές δημοπρασίες, το αποτέλεσμα της
δημοπρασίας δημοσιεύεται (ή ανακοινώνεται μέσω καλωδιακών πληροφοριακών
δικτύων) το αργότερο μέχρι τις 12.15 ώρα Ελλάδος (11.15 ώρα ΕΚΤ)
της ημέρας διενέργειας της δημοπρασίας. Η Τράπεζα της Ελλάδος επιβεβαιώνει, με
ηλεκτρονικά μέσα κατά τα οριζόμενα σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΙΧ της παρούσας και μέχρι τις 12.40 ώρα Ελλάδος (11.40 ώρα ΕΚΤ), το αποτέλεσμα της κατανομής στους αντισυμβαλλομένους
που υπέβαλαν επιτυχείς προσφορές.
β) Στις ταχείες δημοπρασίες το αποτέλεσμα
ανακοινώνεται το αργότερο εντός τριάντα (30) λεπτών της ώρας από τη λήξη της
προθεσμίας υποβολής των προσφορών.
7. Διακανονισμός
α) Η Τράπεζα της Ελλάδος εφαρμόζει, κατά τα
προβλεπόμενα στο Κεφάλαιο V, Ενότητα Β, το σύστημα
συγκέντρωσης ασφαλειών σε ενιαίο λογαριασμό ενεχύρου, διατηρώντας παράλληλα το
δικαίωμα να επιλέξει, κατά περίπτωση, την εφαρμογή του συστήματος εξειδίκευσης
ασφαλειών στο πλαίσιο παροχής ρευστότητας.
Στην περίπτωση που επιλέγεται η εφαρμογή του
συστήματος εξειδίκευσης ασφαλειών, οι αντισυμβαλλόμενοι που υπέβαλαν επιτυχείς
προσφορές ανακοινώνουν κατά την ημέρα διενέργειας της δημοπρασίας στην Τράπεζα
της Ελλάδος, τα στοιχεία των αποδεκτών τίτλων που προτίθενται να πωλήσουν ή ενεχυράσουν, είτε πρόκειται για τίτλους που είναι
κατατεθειμένοι στην Ελλάδα ή εκτός αυτής.
Σε κάθε περίπτωση, οι ως άνω αντισυμβαλλόμενοι
υποχρεούνται να έχουν καταθέσει τους τίτλους που θα καλύψουν την χορηγούμενη
από την Τράπεζα της Ελλάδος ρευστότητα, μέχρι το τέλος της λειτουργίας του
Συστήματος Παρακολούθησης Συναλλαγών επί Τίτλων με Λογιστική Μορφή, κατά την
ημέρα διενέργειας της δημοπρασίας.
Η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί το δικαίωμα σε
εξαιρετικές περιπτώσεις να αποδεχτεί τίτλους που κατατίθενται ως ενέχυρο την
ημέρα που έπεται της διενέργειας της δημοπρασίας για την κάλυψη του ποσού που
έχει κατανεμηθεί προς αντισυμβαλλόμενο στο πλαίσιο της δημοπρασίας αυτής. Σε
κάθε περίπτωση, η κατάθεση των ως άνω τίτλων πραγματοποιείται απαρέγκλιτα πριν
την εκταμίευση του κατανεμηθέντος προς τον αντισυμβαλλόμενο ποσό.
Στις δημοπρασίες για την απορρόφηση ρευστότητας, η
Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί το δικαίωμα να επιλέξει από τον κατάλογο αποδεκτών
τίτλων αυτούς που θα πωλήσει με συμφωνία επαναγοράς.
β) Ο διακανονισμός των πράξεων διενεργείται μέσω
του λογαριασμού διακανονισμού που τηρούν οι αντισυμβαλλόμενοι στην Τράπεζα της
Ελλάδος.
γ) Προκειμένου περί των πράξεων που διενεργούνται
με τακτικές δημοπρασίες (δηλαδή πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης, πράξεων
αναχρηματοδότησης πιο μακροπρόθεσμης διάρκειας και πράξεων διαρθρωτικής
φύσεως), ο διακανονισμός του κατανεμηθέντος ποσού πραγματοποιείται την επόμενη
ημέρα της ανακοίνωσης του αποτελέσματος της δημοπρασίας (κατά την οποία
λειτουργούν το Σύστημα ΕΡΜΗΣ και το Σύστημα Παρακολούθησης Συναλλαγών επί
Τίτλων με Λογιστική Μορφή), εκτός εάν η ανακοίνωση της ΕΚΤ
ορίζει διαφορετικά, με αντίστοιχη πίστωση ή χρέωση του λογαριασμού
διακανονισμού τον οποίο τηρεί ο αντισυμβαλλόμενος στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Κατά την ημερομηνία λήξης της συμφωνίας, η Τράπεζα της Ελλάδος πραγματοποιεί
αυτόματα τις απαραίτητες αντίστροφες εγγραφές.
δ) Προκειμένου περί έκτακτων δημοπρασιών ή πράξεων
σε διμερή βάση για την εξομάλυνση βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας, ο
διακανονισμός πραγματοποιείται την ημέρα διενέργειας της πράξης, χωρίς να
αποκλείεται και ο προσδιορισμός διαφορετικής ημέρας διακανονισμού, ιδιαίτερα
στην περίπτωση των πράξεων οριστικής αγοράς ή πώλησης τίτλων και πράξεων
ανταλλαγής νομισμάτων.
ε) Οι αντισυμβαλλόμενοι υποχρεούνται να διαθέτουν
επαρκείς ασφάλειες για την κάλυψη του ποσού που τους έχει κατανεμηθεί. Κατά
γενική αρχή, ο διακανονισμός των κατανεμηθέντων κατά αντισυμβαλλόμενο ποσών
στις δημοπρασίες πραγματοποιείται μόνο μετά τη μεταφορά από τον
αντισυμβαλλόμενο των αποδεκτών τίτλων που χρησιμοποιούνται ως ασφάλεια για την
κάλυψη της πράξης. Στην περίπτωση των τακτικών δημοπρασιών, το χρονικό σημείο
διακανονισμού της νέας πράξης συμπίπτει, κατά κανόνα, με το χρόνο εξόφλησης της
προηγούμενης πράξης με αντίστοιχη διάρκεια.
Β. Διαδικασία διενέργειας διμερών πράξεων
1. Πράξεις
σε διμερή βάση (χωρίς δημοπρασία) μπορούν να διενεργηθούν στις περιπτώσεις αντιστρεπτέων πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων, αποδοχής
καταθέσεων και οριστικής αγοράς ή πώλησης τίτλων. Οι διμερείς πράξεις μπορούν
να λάβουν μία από τις ακόλουθες δύο μορφές:
α) πράξεις που εκτελούνται απευθείας μεταξύ της
Τράπεζας της Ελλάδος και αντισυμβαλλομένων, και
β) πράξεις που εκτελούνται μέσω χρηματιστηρίου ή
διαμεσολαβητών αγοράς.
2. Οι πράξεις που εκτελούνται με διμερείς
διαδικασίες δεν έχουν προκαθορισμένη συχνότητα ή διάρκεια και, κατά κανόνα, δεν
ανακοινώνονται εκ των προτέρων. Οι λεπτομέρειες κάθε πράξης γνωστοποιούνται
σύμφωνα με τις οδηγίες της ΕΚΤ.
3. Η ΕΚΤ διατηρεί το
δικαίωμα να μην ανακοινώσει δημόσια το αποτέλεσμα της διμερούς πράξης.
Γ. Πράξεις οριστικής αγοράς ή πώλησης τίτλων
1. Οι πράξεις οριστικής αγοράς ή πώλησης τίτλων
διενεργούνται διμερώς χωρίς περιοδικότητα, σύμφωνα με τις διαδικασίες που
προβλέπονται στην Ενότητα Β του παρόντος Κεφαλαίου.
2. Οι κατηγορίες αντισυμβαλλομένων στις πράξεις
οριστικής αγοράς ή πώλησης τίτλων δεν υπόκεινται σε περιορισμούς και, κατά
συνέπεια, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να περιλάβει σε αυτούς και
χρηματοδοτικά ιδρύματα, αμοιβαία κεφάλαια ή χρηματιστηριακές εταιρίες.
3. Για τις πράξεις οριστικής αγοράς ή πώλησης
τίτλων δεν χρησιμοποιούνται, κατά κανόνα, τίτλοι της δεύτερης βαθμίδας, όπως
αυτοί προσδιορίζονται από τις διατάξεις της Ενότητας Α του Κεφαλαίου V της παρούσας Πράξης.
Δ. Πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων
1. Η επιλογή των αντισυμβαλλομένων στις πράξεις
ανταλλαγής νομισμάτων γίνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος και μπορεί να
περιλαμβάνει περιορισμένο αριθμό συμμετεχόντων, οι οποίοι επιλέγονται σύμφωνα
με δύο ομάδες κριτηρίων:
* Η πρώτη ομάδα κριτηρίων βασίζεται στην αρχή της
πρόνοιας, σύμφωνα με την οποία ο δυνητικός αντισυμβαλλόμενος πρέπει να είναι
φερέγγυος, να υπόκειται σε εποπτεία από αναγνωρισμένη εποπτική αρχή, να
ακολουθεί υψηλού επιπέδου κανόνες συμπεριφοράς και να έχει καλή φήμη.
* Η δεύτερη ομάδα κριτηρίων αναφέρεται στη
δυνατότητα ανταγωνιστικής τιμολόγησης, την ικανότητα διεκπεραίωσης μεγάλου
όγκου συναλλαγών και στην ποιότητα και ευρύτητα της πληροφόρησης που παρέχεται
από τον αντισυμβαλλόμενο.
2. Οι πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων διενεργούνται
μέσω έκτακτης (ταχείας) δημοπρασίας ή διμερούς διαδικασίας.
3. Αξιολόγηση προσφορών
Δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου πράξεων
ανταλλαγής νομισμάτων:
α) Προσφορά ρευστότητας: οι προσφορές κατατάσσονται
κατά αύξουσα σειρά του επιπέδου των μονάδων βάσης ανταλλαγής νομισμάτων όταν οι
μονάδες βάσης ανταλλαγής νομισμάτων είναι θετικές.19 (19 Στη δημοπρασία
προσφοράς ρευστότητας, οι μονάδες βάσης ανταλλαγής νομισμάτων κατατάσσονται
κατά αύξουσα σειρά εάν είναι θετικές, δηλαδή όταν η διαφορά επιτοκίου μεταξύ
του ξένου νομίσματος και του ευρώ είναι επίσης θετική
(η ισοτιμία ανταλλαγής του ευρώ περιλαμβάνει premium). Αντίθετα, όταν οι μονάδες βάσης ανταλλαγής
νομισμάτων είναι αρνητικές (δηλαδή η ισοτιμία ανταλλαγής του ευρώ περιλαμβάνει discount)
κατατάσσονται κατά φθίνουσα σειρά.)
Οι προσφορές με τις χαμηλότερες μονάδες βάσης
ανταλλαγής νομισμάτων ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα και ακολούθως εκείνες
με τα διαδοχικά, υψηλότερα επίπεδα μονάδων βάσης ανταλλαγής νομισμάτων, μέχρι
να εξαντληθεί το συνολικό προσφερόμενο ποσό. Όταν οι μονάδες βάσης ανταλλαγής
νομισμάτων είναι αρνητικές, η κατάταξη γίνεται κατά φθίνουσα σειρά.
β) Απορρόφηση ρευστότητας: οι προσφορές
κατατάσσονται κατά φθίνουσα σειρά των μονάδων βάσης ανταλλαγής νομισμάτων. Οι
προσφορές με τις υψηλότερες μονάδες βάσης ανταλλαγής νομισμάτων ικανοποιούνται
κατά προτεραιότητα και ακολούθως εκείνες με τα διαδοχικά, χαμηλότερα επίπεδα
μονάδων βάσης ανταλλαγής νομισμάτων 20 (20Στη δημοπρασία απορρόφησης
ρευστότητας, οι μονάδες βάσης ανταλλαγής νομισμάτων κατατάσσονται κατά φθίνουσα
σειρά όταν το πρόσημο τους είναι θετικό και κατά αύξουσα σειρά όταν το πρόσημο
τους είναι αρνητικό.), μέχρι να εξαντληθεί το συνολικό προς απορρόφηση ποσό
σταθερού νομίσματος.
Εάν, στο υψηλότερο ή χαμηλότερο, αντίστοιχα,
επίπεδο μονάδων βάσης ανταλλαγής νομισμάτων, το προσφερόμενο ποσό υπερβαίνει το
υπόλοιπο του συνολικού προς διάθεση ή απορρόφηση ποσού, εφαρμόζεται η
διαδικασία που περιγράφεται στην παράγραφο Α.5.α του παρόντος Κεφαλαίου.
4. Ο διακανονισμός του αρχικού σκέλους (spot) της ανταλλαγής νομισμάτων μπορεί να πραγματοποιηθεί
την ίδια ημέρα με την ημέρα συναλλαγής της πράξης , την επομένη ή τη
μεθεπομένη. Ο διακανονισμός του προθεσμιακού σκέλους πραγματοποιείται από την
Τράπεζα της Ελλάδος κατά την ημερομηνία λήξης της πράξης, με αντίστροφες
εγγραφές.
Ε. Αποδοχή καταθέσεων
1. Δικαίωμα συμμετοχής έχουν μόνον οι αντισυμβαλλόμενοι
που έχουν προεπιλεγεί για τη διενέργεια πράξεων εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων
διακυμάνσεων της ρευστότητας σύμφωνα με το Κεφάλαιο Ι, παράγραφος 4, της
παρούσας Πράξης.
2. Η αποδοχή καταθέσεων διενεργείται κατά κανόνα
μέσω ταχείας δημοπρασίας, εκτός εάν η ΕΚΤ αποφασίσει
τη διενέργεια μέσω διμερούς διαδικασίας.
3. Η αξιολόγηση των προσφορών και η κατανομή του
ποσού ακολουθεί τη διαδικασία που περιγράφεται στην παράγραφο Α.5 του παρόντος
Κεφαλαίου.
Κεφάλαιο VII: Γενικές
διατάξεις
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ενεργώντας σύμφωνα με το
εκάστοτε ισχύον πλαίσιο κανόνων του Ευρωσυστήματος,
δύναται:
α) να τροποποιεί τους όρους πρόσβασης στις πάγιες
διευκολύνσεις, καθώς και τους όρους παροχής ενδοημερήσιας
πίστωσης,
β) να περιορίζει ή να αναστέλλει, σε εξαιρετικές
περιπτώσεις, την πρόσβαση των αντισυμβαλλομένων στις εν λόγω διευκολύνσεις,
γ) να τροποποιεί οποτεδήποτε τα μέσα, τους όρους
και τους εν γένει κανόνες και διαδικασίες διενέργειας των πράξεων νομισματικής
πολιτικής.
2. Πριν την πρώτη χρησιμοποίηση της πάγιας
διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης, της ενδοημερήσιας
πίστωσης, των αντιστρεπτέων πράξεων και των πράξεων
ανταλλαγής νομισμάτων, κάθε πιστωτικό ίδρυμα θα υπογράφει ειδική σύμβαση με την
Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία θα εξειδικεύονται οι όροι των πράξεων αυτών και
οι υποχρεώσεις και των συμβαλλομένων.
3. Ως βάση υπολογισμού των τόκων στις πράξεις
νομισματικής πολιτικής λαμβάνονται οι πραγματικές ημέρες επί έτους 360 ημερών (actual /360).
4. Οι πράξεις για την εξομάλυνση βραχυχρόνιων
διακυμάνσεων της ρευστότητας που εκτελούνται σε διμερή βάση και περιλαμβάνουν
τις αντιστρεπτέες πράξεις, τις πράξεις οριστικής
αγοράς ή πώλησης τίτλων, τις πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων και τις πράξεις
αποδοχής καταθέσεων του Κεφαλαίου II της παρούσας,
δύνανται, κάτω από εξαιρετικές συνθήκες, να διενεργηθούν από την ίδια την ΕΚΤ, εφόσον αυτό αποφασισθεί από Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ.
Κεφάλαιο VIII: Κυρώσεις
Α. Γενικά
Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης αντισυμβαλλομένου με
τις υποχρεώσεις του που σχετίζονται με την πρόσβαση στις συναλλαγές και
διευκολύνσεις της παρούσας Πράξης, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει το δικαίωμα να
επιβάλει κυρώσεις κατά του αντισυμβαλλομένου, υπό την επιφύλαξη των κανόνων που
εφαρμόζονται στις περιπτώσεις άσκησης εποπτείας. Η κατά τα πιο πάνω μη
συμμόρφωση τεκμαίρεται ότι συντρέχει σε κάθε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
* μη συμμόρφωση με τους κανόνες που διέπουν τις
διαδικασίες δημοπρασίας ή τις διμερείς συμφωνίες, ή/και
* μη συμμόρφωση με τους κανόνες χρήσης των τίτλων
που παρέχονται ως ασφάλεια των πράξεων νομισματικής πολιτικής (όπως τίτλων που
παραδίδονται ως ενέχυρο ή στο πλαίσιο σύμβασης πώλησης με συμφωνία επαναγοράς), ή/και
* μη συμμόρφωση με τους κανόνες που αφορούν το
οριστικό κλείσιμο του Συστήματος ΕΡΜΗΣ και τις προϋποθέσεις πρόσβασης στην πάγια
διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης.
Ειδικότερα:
1. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης αντισυμβαλλομένου με
τους κανόνες που διέπουν τις διαδικασίες δημοπρασίας ή τις διμερείς συμφωνίες,
δηλαδή στην περίπτωση που αντισυμβαλλόμενος δεν παραδίδει επαρκείς αποδεκτούς
τίτλους (σε πράξεις παροχής ρευστότητας) ή μετρητά (σε πράξεις απορρόφησης
ρευστότητας), η Τράπεζα της Ελλάδος έχει το δικαίωμα να λάβει τα ακόλουθα
μέτρα:
α) Επιβολή χρηματικών ποινών
Για την πρώτη και τη δεύτερη παράβαση εντός
χρονικού διαστήματος 12 μηνών, επιβάλλεται για κάθε παράβαση χρηματική ποινή
ύψους προσδιοριζόμενου με βάση το επιτόκιο οριακής χρηματοδότησης προσαυξημένο
κατά 2,5% και υπολογιζόμενη με βάση την ποσότητα των προς ασφάλεια τίτλων ή των
μετρητών που ο αντισυμβαλλόμενος δεν ήταν σε θέση να καλύψει, η οποία
πολλαπλασιάζεται με συντελεστή 7/360.
β) Αναστολή δικαιώματος διενέργειας μεταγενέστερων
πράξεων ανοικτής αγοράς
Εάν επισυμβεί τρίτη παράβαση του ιδίου τύπου κατά
τη διάρκεια του διαστήματος των 12 μηνών, η Τράπεζα της Ελλάδος, πέραν της
επιβολής χρηματικής ποινής που υπολογίζεται κατά τα ως άνω, έχει το δικαίωμα να
αναστέλλει την πρόσβαση του αντισυμβαλλομένου σε μεταγενέστερες πράξεις
ανοικτής αγοράς του ιδίου τύπου, που διέπονται από τις ίδιες διαδικασίες, για
χρονική περίοδο που συναρτάται με το ποσό της ασφάλειας ή των μετρητών που δεν
κατέστη δυνατόν να παραδοθούν, ως εξής:
(ι) εάν το ποσό των υπολειπόμενων τίτλων ή μετρητών
αντιστοιχεί σε ποσοστό έως 40% της συνολικής αξίας των τίτλων ή μετρητών που θα
έπρεπε να έχουν διατεθεί, στην περίπτωση της τρίτης κατά σειρά παράβασης,
επιβάλλεται αναστολή ενός μηνός,
(ιι) εάν το ποσό των
υπολειπόμενων τίτλων ή μετρητών αντιστοιχεί σε ποσοστό μεταξύ 40% και 80% της
συνολικής αξίας των τίτλων ή μετρητών που θα έπρεπε να έχουν διατεθεί, στην
περίπτωση της τρίτης κατά σειρά παράβασης, επιβάλλεται αναστολή δύο μηνών,
(iii) εάν το ποσό των
υπολειπόμενων τίτλων ή μετρητών αντιστοιχεί σε ποσοστό μεταξύ 80% και 100% της
συνολικής αξίας των τίτλων ή μετρητών που θα έπρεπε να έχουν διατεθεί, στην περίπτωση
της τρίτης κατά σειρά παράβασης, επιβάλλεται αναστολή τριών μηνών.
Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου Α.5 του παρόντος
Κεφαλαίου, τα μέτρα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο Α.1, εδάφια (α) και
(β), επιβάλλονται και για κάθε άλλη επακολουθούσα παράβαση, που λαμβάνει χώρα
κάθε φορά μέσα σε διάστημα 12 μηνών.
2. α) Σε περίπτωση που αντισυμβαλλόμενος δεν
συμμορφώνεται με τους κανόνες χρήσης των τίτλων που παρέχονται ως ασφάλεια για
μια πράξη, δηλαδή ι) στην περίπτωση που αντισυμβαλλόμενος καταθέτει ή δεσμεύει
ως ασφάλεια τίτλους μη αποδεκτούς (δηλαδή τίτλους εκδιδόμενους ή εγγυημένους
από τον ίδιο τον αντισυμβαλλόμενο ή από πρόσωπο με το οποίο ο αντισυμβαλλόμενος
συνδέεται με «στενό οικονομικό δεσμό», όπως η έννοια αυτή προσδιορίζεται
σύμφωνα με το ’ρθρο 1, αρ. 26 της Οδηγίας 2000/12/Ε Κ, ή τίτλους που δεν
περιέχονται στον κατάλογο αποδεκτών τίτλων), ή ιι) σε
περίπτωση που τίτλοι παρεχόμενοι ως ασφάλεια της συναλλαγής δεν
αντικαθίστανται, όπως ορίζεται στο σημείο (β) της παρούσας παραγράφου, ,
συνεπεία ενός γεγονότος μετά την επέλευση του οποίου οι αποδεκτοί τίτλοι
κατέστησαν μη αποδεκτοί κατά την έννοια του εδαφίου (ι) της παρούσας
παραγράφου, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει το δικαίωμα να λάβει τα ακόλουθα μέτρα:
(αα) Επιβολή χρηματικών
ποινών
Για την πρώτη και τη δεύτερη παράβαση εντός
χρονικού διαστήματος 12 μηνών, επιβάλλεται, για κάθε παράβαση, χρηματική ποινή
ύψους προσδιοριζόμενου με βάση το επιτόκιο οριακής χρηματοδότησης προσαυξημένο
κατά 2,5% και υπολογιζόμενη με βάση την ποσότητα των μη αποδεκτών τίτλων,
πολλαπλασιαζόμενη με τον συντελεστή 1/360.
(ββ) Αναστολή δικαιώματος
διενέργειας μεταγενέστερων πράξεων ανοικτής αγοράς
Εάν λάβει χώρα μια τρίτη παράβαση κατά τη διάρκεια
του διαστήματος των 12 μηνών, η Τράπεζα της Ελλάδος, πέραν της επιβολής χρηματικής
ποινής που υπολογίζεται κατά τα ως άνω, έχει το δικαίωμα να αναστέλλει την
πρόσβαση του αντισυμβαλλομένου σε μεταγενέστερες πράξεις ανοικτής αγοράς.
Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου Α.5 του παρόντος
Κεφαλαίου, τα μέτρα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο Α.2, εδάφια (αα) και (ββ), επιβάλλονται και
για κάθε άλλη επακολουθούσα παράβαση, που λαμβάνει χώρα κάθε φορά μέσα σε
διάστημα 12 μηνών.
β) Κύρωση θα επιβάλλεται στον αντισυμβαλλόμενο κατά
τα οριζόμενα στο σημείο (α) της παρούσας παραγράφου 2, όταν, στις ακόλουθες
ειδικές περιπτώσεις, αποδεκτοί τίτλοι καθίστανται μη αποδεκτοί μετά την
παράδοση τους από τον αντισυμβαλλόμενο στην Τράπεζα της Ελλάδος:
(ι) Όταν οι τίτλοι καταστούν μη αποδεκτοί εξαιτίας
συγχώνευσης μεταξύ του αντισυμβαλλομένου και του εκδότη ή εγγυητή των τίτλων
και δεν αντικατασταθούν από τον αντισυμβαλλόμενο εντός περιόδου χάριτος 20
εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία η συγχώνευση κατέστη
οριστική και νομικώς δεσμευτική για τα μέρη.
(ιι) Όταν οι τίτλοι
καταστούν μη αποδεκτοί μετά την κατάθεση των τίτλων στην Τράπεζα της Ελλάδος
εξαιτίας της εμφάνισης γεγονότος που στοιχειοθετεί «στενό οικονομικό δεσμό» και
δεν αντικατασταθούν από τον αντισυμβαλλόμενο εντός περιόδου χάριτος 20
εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία στοιχειοθέτησης του «στενού οικονομικού
δεσμού».
(iii) Όταν οι τίτλοι
καταστούν μη αποδεκτοί μετά την κατάθεση τους στην Τράπεζα της Ελλάδος ως
συνέπεια άλλων περιστάσεων (π.χ. εάν οι τίτλοι παύσουν να περιλαμβάνονται στον
κατάλογο αποδεκτών τίτλων) και δεν αντικατασταθούν από τον αντισυμβαλλόμενο
εντός περιόδου χάριτος 20 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία η ΕΚΤ αφαίρεσε τους τίτλους από τον κατάλογο αποδεκτών
τίτλων.
3. Στην περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος
παρουσιάζει χρεωστικό υπόλοιπο στο λογαριασμό διακανονισμού του στο Σύστημα
ΕΡΜΗΣ, μετά την οριστικοποίηση των διαδικασιών που αφορούν το οριστικό κλείσιμο
του Συστήματος και δεν εκπληρώνει τους όρους πρόσβασης στην πάγια διευκόλυνση
οριακής χρηματοδότησης, αλλά παρά ταύτα απέκτησε πρόσβαση στη διευκόλυνση αυτή
με το ισχύον εκάστοτε επιτόκιο οριακής χρηματοδότησης, επιβάλλεται στον
αντισυμβαλλόμενο χρηματική ποινή το ύψος της οποίας προσδιορίζεται με βάση το
ποσό για το οποίο πραγματοποιήθηκε η, κατά παρέκκλιση των σχετικών όρων,
πρόσβαση στην πάγια διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης, πολλαπλασιαζόμενο με
επιτόκιο 5% υπολογιζόμενο βάσει έτους 360 ημερών. Σε περίπτωση επανειλημμένων
παραβάσεων, το ως άνω επιτόκιο θα αυξάνεται κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες κάθε
φορά που θα επαναλαμβάνεται η παράβαση εντός χρονικού διαστήματος 12 μηνών.
4. Σε όλες τις περιπτώσεις των παραγράφων Α.1.α,
Α.2.α (αα) και Α.3 του παρόντος Κεφαλαίου, εάν το
ποσό που υπολογίζεται ως ποινή είναι μικρότερο από 100 ευρώ,
δεν θα επιβάλλεται χρηματική ποινή και η παράβαση δεν θα λαμβάνεται υπόψη για
την προσμέτρηση ποινών που υπολογίζονται με βάση τη συχνότητα των παραβάσεων.
5. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν αυτό
επιβάλλεται από την σοβαρότητα της παράβασης και λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, των
ποσών της συγκεκριμένης συναλλαγής, καθώς και της συχνότητας και της διάρκειας
της μη συμμόρφωσης, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει το δικαίωμα, πέραν της επιβολής
χρηματικής ποινής που υπολογίζεται κατά τα ως άνω, να εξαιρεί τον
αντισυμβαλλόμενο από όλες τις μελλοντικές πράξεις νομισματικής πολιτικής για
διάστημα τριών μηνών.
Β. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να αναστέλλει την
πρόσβαση αντισυμβαλλομένου που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα σε πράξεις
νομισματικής πολιτικής που προβλέπονται στην παρούσα Πράξη, εφόσον ο εν λόγω
αντισυμβαλλόμενος έχει αποκλειστεί προσωρινά από τη συμμετοχή σε πράξεις
νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος σε άλλο
κράτος-μέλος της ζώνης του ευρώ.
Γ. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να αναστέλλει την
πρόσβαση αντισυμβαλλομένου σε πράξεις ανοικτής αγοράς, σε περίπτωση παράβασης
εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου των ουσιωδών όρων του συστήματος ελάχιστων
υποχρεωτικών αποθεματικών του Ευρωσυστήματος, σύμφωνα
με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 1745/2003 της ΕΚΤ,
όπως εκάστοτε ισχύει.
Δ. Ο χρόνος ενεργοποίησης των μέτρων που λαμβάνονται
κατά την ως άνω παράγραφο Α. 1 του παρόντος Κεφαλαίου, από την Τράπεζα της
Ελλάδος, εξειδικεύονται στα κείμενα των συμβάσεων μεταξύ της Τράπεζας της
Ελλάδος και των αντισυμβαλλομένων.
Ε. Όσον αφορά ειδικά την παρεχόμενη κατά το
Κεφάλαιο IV της παρούσας Πράξης ενδοημερήσια
πίστωση, ισχύουν οι διατάξεις του Κανονισμού του Συστήματος ΕΡΜΗΣ, υπό την
επιφύλαξη των κυρώσεων που προβλέπονται στην Ενότητα Α του παρόντος Κεφαλαίου.
Κεφάλαιο IX:
Εξουσιοδοτήσεις
1. α) Εξουσιοδοτείται η Διεύθυνση Χρηματοοικονομικών
Δραστηριοτήτων της Τράπεζας της Ελλάδος να παρέχει διευκρινίσεις σχετικά με τον
τρόπο εφαρμογής των οδηγιών της ΕΚΤ που αφορούν τα
μέσα και τις διαδικασίες άσκησης της νομισματικής πολιτικής και τον τρόπο
υπολογισμού των κυρώσεων.
β) Κάθε υποβολή αίτησης από τα πιστωτικά ιδρύματα
στην Τράπεζα της Ελλάδος που αναφέρεται στις διατάξεις της παρούσας Πράξης θα
υποβάλλεται στη Διεύθυνση Χρηματοοικονομικών Δραστηριοτήτων.
2. Εξουσιοδοτείται η Διεύθυνση Χρηματοοικονομικών
Δραστηριοτήτων να παρέχει διευκρινίσεις για τη διενέργεια των πράξεων
ανταλλαγής νομισμάτων.
Από την έναρξη ισχύος της Πράξης αυτής την 8η
Μαρτίου 2004, καταργείται η Πράξη ΣΝΠ 45/19.12.2000,
όπως τροποποιήθηκε με την Πράξη ΣΝΠ 49/2.7.2002, και
κάθε υφιστάμενη αναφορά στην τελευταία νοείται ως αναφορά στις διατάξεις της
παρούσας Πράξης.
Από τις διατάξεις της παρούσας Πράξης δεν
προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού.
Η Πράξη αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως.