ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΤρΕφΠατρών 12/2025

 

Πρόσθετοι λόγοι έφεσης - Αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση - Εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων - Αναγκαία ομοδικία - Εγγύηση - Έλλειψη πληρεξουσιότητας - Γνησιότητα ιδιωτικού εγγράφου - Αρχή της συζήτησης -.

 

Πρόσθετοι λόγοι εφέσεως μπορούν να ασκηθούν μόνο ως προς τα κεφάλαια της αποφάσεως που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, διαφορετικά απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση. Δημιουργία περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με τον διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο κατά το οποίο ο παρεμβαίνων θεωρείται ως, κατά πλάσμα δικαίου, αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεση του διαδικαστικές ευχέρειες, οι οποίες προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου. Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων. Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Σύμβαση εγγύησης. Η δήλωση του εγγυητή προς τον δανειστή, με την οποία αυτός αναλαμβάνει υποχρεώσεις από την εγγύηση, πρέπει να είναι έγγραφη (συστατικός τύπος) και να φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του, άλλως επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης εγγύησης, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Κατάρτιση σύμβασης χωρίς πληρεξουσιότητα. Έγκριση από τον αντιπροσωπευόμενο. Αποδεικτική ισχύς ιδιωτικών εγγράφων. Ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη. Αμφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής του εγγράφου. Μη γνήσια υπογραφή επί συμβάσεως τοκοχρεωλυτικού δανείου.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

Αριθμός απόφασης : 12/2025

 

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Δήμητρα Κεχαγιά, Πρόεδρο Εφετών, Ουρανία Βασιλειάδου και Μαρία Δημητρίου (Εισηγήτρια), Εφέτες και τη Γραμματέα Αλεξάνδρα Διαμαντοπούλου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στην Πάτρα, στις 17 Οκτωβρίου 2024, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

 

Α' ΕΦΕΣΗ (αρ. εκθ. κατάθ. ./21-10-2019)

 

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΑΣΚΟΥΝΤΟΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΕΦΕΣΗΣ : ., κατοίκου Αγίας Παρασκευής, οδός . αριθμ. ., με ΑΦΜ ... ΔΟΥ Πύργου, που εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στρίμπερη Αλέξανδρο (AM Δ.Σ. Αθηνών 16630) που υπέβαλε την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, από 14-10-2023 δήλωση και προκατέθεσε προτάσεις.

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ - 1η ΚΑΘ’ ΗΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ : Ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία», που εδρεύει στην Αθήνα (Αμερικής 4) με ΑΦΜ ... ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο.

 

Β' ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ (αρ. εκθ. κατάθ. ./8-22022)

 

ΤΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ - ΚΑΘ’ ΗΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ : Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π» με ΑΦΜ ..., όπως μετονομάσθηκε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» με διακριτικό τίτλο «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS Μ.Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π», που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων Λεωφόρο Μεσογείων 109-111, (με αριθμ. ΓΕΜΗ ... και ΑΦΜ. ... ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ) όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσας σύμφωνα με τον ν. 4354/2015 από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ δυνάμει της με αριθμό 326/2/17.09.2019 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών θεμάτων (ΦΕΚ τ. Β 3533/20.09.2019), και σε συνδυασμό με την με αριθμό 508/9/26.07.2024 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ τ. Β 4471/31.07.2024) με την οποία της χορηγήθηκε άδεια λειτουργίας Διαχειριστή Πιστώσεων, η οποία, δυνάμει της από 11.06.2021 σύμβασης διαχείρισης διεπόμενης από το ελληνικό δίκαιο νομίμως δημοσιευθείσας στις 29.07.2021 σε περίληψη με αρ. πρωτ. 290/29-7-2021 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο 12 με αριθμό 280, ως αυτή συμπληρώθηκε με την από 24-11-2022 σύμβαση συμπλήρωσης που δημοσιεύθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμ. Πρωτ. 893/24-11-2022, ενεργεί εν προκειμένω ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και διαχειρίστρια, (κατ' εξαίρεση) νομιμοποιούμενη κατά τις διατάξεις του ν. 4354/2015 ως προς τις απαιτήσεις των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «Sunrise I NPL Finance Designated Activity Company», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας (με αρ. μητρώου ... και δ/νση 3 George's Dock, IFSC, 4ος όροφος, Δουβλίνο 1), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, και η οποία κατέστη, κατόπιν μεταβίβασης σε αυτήν από την Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε επιχειρηματικών απαιτήσεων στα πλαίσια τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 163-2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων, διεπομένης από τα άρθρα 10 και 14 του ν. 3156/2003, νομίμως δημοσιευθείσας στα τηρούμενα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών βιβλία του ν. 2844/2000 σε περίληψη με αρ. πρωτ. 62/17-03-2021 στον τόμο 12 με αριθμό 52, ως αυτή συμπληρώθηκε με την από 24-11-2022 σύμβαση συμπλήρωσης που δημοσιεύθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμ. Πρωτ. 894/24-11-2022, και καταχωρήθηκε στο βιβλίο του ν. 2844/2000 στον τόμο 15 και αριθμό 141, ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αμερικής αριθμός 4) και εκπροσωπείται νόμιμα, με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ ... και με ΑΦΜ ... ΔΟΥ Φ.Α.Ε Αθηνών, καθολικής διαδόχου της εδρευούσης στην Αθήνα (οδός Αμερικής αριθμ. 4) Ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία», με αριθμ. Μητρώου ΓΕΜΗ ... και ΑΦΜ ... ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, μετά την διάσπαση της τελευταίας (διασπώμενης), δια της απόσχισης του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας της με σύσταση νέας εταιρείας - πιστωτικού Ιδρύματος με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία» (επωφελούμενης), η οποία εγκρίθηκε με την με αριθμ. Πρωτ. 139241/30-12-2020 Απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, και καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ δυνάμει της με αριθμ. Πρωτ. ./30-12-2020 ανακοίνωσης του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων περί καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο και δημοσίευσης στο διαδικτυακό τόπο του Γ.Ε.ΜΗ στοιχείων της νεοσυσταθείσας Ανώνυμης Εταιρείας -Πιστωτικού Ιδρύματος με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία», με Γ.Ε.ΜΗ ... και με ΑΦΜ ... ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών και δυνάμει της με αριθμ. Πρωτ. 139264/30-12-2020 Ανακοίνωσης του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων περί καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο και δημοσίευσης στο διαδικτυακό τόπο του Γ.Ε.ΜΗ στοιχείων της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος εταιρεία», με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ ..., που παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Νικολίας Διαμαντοπούλου (AM ΔΣ Ηλείας 57), που κατέθεσε προτάσεις.

 

ΤΗΣ ΥΠΕΡ’ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία» που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αμερικής αρ. 4), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με Γ.Ε.ΜΗ ... και με ΑΦΜ ... ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, ως καθολικής διαδόχου της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία» (με Γ.Ε.ΜΗ ... και ΑΦΜ ... ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αμερικής αρ. 4), μετά την διάσπαση της τελευταίας (διασπώμενης), δια της απόσχισης του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας της με σύσταση νέας εταιρείας - πιστωτικού Ιδρύματος με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία» (επωφελούμενης), με Γ.Ε.ΜΗ ... και με ΑΦΜ ... ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, η οποία διάσπαση εγκρίθηκε με την με αριθμ. Πρωτ. 139241/30-12-2020 Απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, και καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ δυνάμει της με αριθμ. Πρωτ. 139406/30-12-2020 ανακοίνωσης του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων περί καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο και δημοσίευσης στο διαδικτυακό τόπο του Γ.Ε.ΜΗ στοιχείων της νεοσυσταθείσας Ανώνυμης Εταιρείας - Πιστωτικού Ιδρύματος με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία», με Γ.Ε.ΜΗ ... και με ΑΦΜ ... ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών και δυνάμει της με αριθμ. Πρωτ. 139264/30-12-2020 Ανακοίνωσης του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων περί καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο και δημοσίευσης στο διαδικτυακό τόπο του Γ.Ε.ΜΗ στοιχείων της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος εταιρεία», με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ 225501000, που δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο.

 

ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : ., κατοίκου Αγίας Παρασκευής, οδός . αριθμ. ., με ΑΦΜ ... ΔΟΥ Πύργου, που εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στρίμπερη Αλέξανδρο (AM Δ.Σ. Αθηνών 16630) που υπέβαλε την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, από 14-102023 δήλωση και προκατέθεσε προτάσεις.

 

Ο εκκαλών με: α) την από 18-10-2019 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ./21-10-2019 έφεση και β) τους από 19-4-2024 και με αριθμό κατάθεσης ./23-4-2024 πρόσθετους λόγους έφεσης που άσκησε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πατρών και στρέφονται κατά της εφεσίβλητης και της αυτοτελώς προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας, ζήτησε να εξαφανισθεί η με αριθμό 43/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, επί τω τέλει να γίνει στο σύνολο της δεκτή η από 4-4-2018 αγωγή του. Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συνεκδικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με την προαναφερόμενη οριστική απόφαση του απέρριψε την αγωγή του ενάγοντας - ήδη εκκαλούντος και τον καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης - ήδη εφεσίβλητης.

 

Η συζήτηση της ως άνω έφεσης προσδιορίστηκε, με την με αριθμό 133/23-10-2019 πράξη της Γραμματέως του παρόντος Δικαστηρίου, αρχικά για τη δικάσιμο της 20ης Φεβρουάριου 2020 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο της 1-4-2021. Κατόπιν νόμιμης αναβολής προσδιορίστηκε εκ νέου για τη δικάσιμο της 3-3-2022, προκειμένου να συνεκδικασθεί με την ως άνω συναφή παρέμβαση και λόγω νόμιμης αναβολής της συναφούς αυτής υπόθεσης επαναπροσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 5-10-2023, ότε και ματαιώθηκε λόγω δημοτικών και περιφερειακών εκλογών που διενεργήθηκαν στις 8-102023 και των επαναληπτικών εκλογών στις 15-10-2023. Εντέλει επαναπροσδιορίστηκε εκ νέου με την υπ’ αριθμό 66/2023 Πράξη του Διευθύνοντος το Εφετείο Πατρών για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Ο εκκαλών άσκησε και τους από 19-4-2024 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ./23-4-2024 πρόσθετους λόγους έφεσης, η συζήτηση των οποίων ορίστηκε με την από 234-2024 πράξη της γραμματέως του παρόντος Δικαστηρίου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (17-10-2024). Εξάλλου η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Λεωφόρος Μεσογείων αριθμός 109-111, με αριθμ. ΓΕΜΗ ... και με ΑΦΜ ..., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που ενεργεί εν προκειμένω ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «Sunrise I NPL Finance Designated Activity Company», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας (με αρ. μητρώου ... και δ/νση 3 George’s Dock, IFSC, 4ος όροφος, Δουβλίνο 1), άσκησε το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και υπέρ της άνω εφεσίβλητης, την από 2-2-2022 (αριθμ. εκθ. κατ. δικ. ./8-2-2022) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, η οποία προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 3-3-2022, μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο της 5-10-2023 και κατόπιν ματαίωσης λόγω των αναφερόμενων ως άνω εκλογών επαναπροσδιορίστηκε με την ίδια ως άνω Πράξη του Προϊσταμένου, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία και συζητήθηκε.

 

Οι ανωτέρω υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν.

 

Κατά την συζήτηση των άνω υποθέσεων, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως ανωτέρω αναφέρεται και η πληρεξούσια δικηγόρος της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας και 2ης καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από 18-10-2019 (αριθ. εκθ. καταθ. δικ. ./21-10-2019) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 43/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, β) οι από 19-4-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ./23-4-2024) πρόσθετοι λόγοι έφεσης και γ) η από 2-2-2022 (αριθμ. εκθ. κατ. δικ. ./8-2-2022) εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της συνάφειάς τους, αφού αφορούν στην ίδια προσβαλλομένη απόφαση, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των δικαστικών εξόδων (άρθρα 80 επ., 246 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 2 ΚΠολΔ οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως ως προς τα κεφάλαια της αποφάσεως που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα τα οποία αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά, ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου και αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, κοινοποιείται στον εφεσίβλητο τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της εφέσεως. Για την άσκηση των πρόσθετων λόγων της εφέσεως απαιτείται να συντελεσθούν και οι δύο ως άνω, συμπλεκτικώς οριζόμενες, διαδικαστικές πράξεις, της καταθέσεως δηλαδή του περιέχοντας τους λόγους δικογράφου και της κοινοποιήσεως αυτού στον εφεσίβλητο, οι οποίες αποτελούν την προδικασία της ασκήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ, πρέπει δε αμφότερες να λάβουν χώρα πριν από την τιθέμενη προθεσμία των τριάντα ημερών από την ημερομηνία συζητήσεως της εφέσεως. Από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 520 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 242 παρ. 1 και 281 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει περαιτέρω ότι ως ημέρα συζητήσεως της υποθέσεως, για τον υπολογισμό της προθεσμίας καταθέσεως και κοινοποιήσεως του δικογράφου των πρόσθετων λόγων εφέσεως, νοείται εκείνη κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκαση αυτής, ανεξάρτητα αν αυτή είναι η κατά τα άρθρα 226 παρ. 1 και 498 παρ. 1 του αυτού Κώδικα από το γραμματέα του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αρχικώς ορισθείσα προς συζήτηση ή μεταγενέστερη που προσδιορίσθηκε μετά από αναβολή ή ματαίωση (ολΑΠ 27/2007, ΑΠ 1879/2006, ΕφΠατρ 178/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση από 18-10-2019 έφεση με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηλείας ./21-10-2019 κατά της υπ’ αριθ. 43/2019 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε εμπροθέσμως (άρθρα 499, 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ), εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε ο εκκαλών επικαλείται τέτοια επίδοση, από τη δημοσίευση δε αυτής (26-7-2019) μέχρι την άσκηση της κρινόμενης έφεσης (21-10-2019) δεν έχει παρέλθει διετία (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 ΚΠολΔ). Επομένως, αφού για το παραδεκτό της έφεσης, καταβλήθηκε και το υπ’ αριθ. ... παράβολο ποσού 150 ευρώ (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθ. 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την αυτή διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της. Περαιτέρω, οι από 19-4-2024 πρόσθετοι λόγοι έφεσης με αριθμό καταθέσεως στο παρόν Δικαστήριο ./23-4-2024, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα δεδομένου ότι το σχετικό δικόγραφο κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 23-4-2024 και αφού συντάχθηκε έκθεση, κοινοποιήθηκε στην εφεσίβλητη και στην υπέρ αυτής αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, στις 26-4-2024 (βλ. τις με αριθμό ... Δ' /26-4-2024 και ... Δ’ /26-4-2024 αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών .), ήτοι τριάντα και πλέον ημέρες πριν από τη συζήτηση της εφέσεως που έλαβε χωρά στις 17-10-2024.

 

Κατά το άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ πρόσθετοι λόγοι εφέσεως μπορούν να ασκηθούν μόνο ως προς τα κεφάλαια της αποφάσεως που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, διαφορετικά απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 532 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και επί των προσθέτων λόγων εφέσεως για την ταυτότητα του νομικού λόγου (ΑΠ 416/2001 Δημ. ΝΟΜΟΣ). Ως "κεφάλαιο", κατά την έννοια του άρθρου 520 παρ. 2 ΚΠολΔ, νοείται κάθε οριστική διάταξη της πρωτοβάθμιας απόφασης, με την οποία το δικαστήριο αποφαίνεται για το ορισμένο και παραδεκτό ή και τη βασιμότητα ενός αυτοτελούς αιτήματος για παροχή έννομης προστασίας, καθώς και για τις τυχόν ενστάσεις που προβλήθηκαν ως άμυνα κατά του αιτήματος αυτού (ΑΠ 189/2016, ΑΠ 249/2016, ΑΠ 1359/2011, ΑΠ 1543/2007 ΝΟΜΟΣ). Ως "αναγκαίως συνεχόμενο" προς τα εκκληθέντα κεφάλαια νοείται μια οριστική διάταξη της πρωτοβάθμιας απόφασης, η οποία έχει τέτοια συνάφεια προς κάποια από τις εκκληθείσες, είτε γιατί αποτελεί ζήτημα προκριματικό για την παραδοχή τους, είτε γιατί πηγάζει από την αυτή ιστορική αιτία και διαμορφώνει ή προσδιορίζει το περιεχόμενο εκείνων, έτσι, ώστε τυχόν διαφορετική κρίση του εφετείου ως προς το συνεχόμενο κεφάλαιο από εκείνη της πρωτόδικης απόφασης να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων κεφαλαίων (ΑΠ 249/2016, ΑΠ 684/2013, ΑΠ 238/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, οι από 19-4-2024 πρόσθετοι λόγοι έφεσης, οι οποίοι αφορούν σε κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση και συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, έχουν ασκηθεί παραδεκτά και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 ΚΠολΔ) ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, συνεκδικαζόμενοι με την υπό κρίση έφεση.

 

Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση, που ασκείται για πρώτη φορά στο εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της άσκησής της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης, που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Σύμφωνα δε, με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών, που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου, ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες, που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 91/2005 Δ/ΝΗ 2005, 742). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου, όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019 ΕΠΟΛΔ 2019.423, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρων 76 παρ. 1, 3 και 110 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη επί εφέσεως, αν κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους δεν παραστεί πλην, όμως, έχει κλητευθεί νομίμως είτε από τον αντίδικό του, είτε από αναγκαίο ομόδικο, τότε η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς τον απολειπόμενο αυτόν αναγκαίο ομόδικο (ΑΠ 756/2017, ΑΠ 681/2016 ΤΝΠ Νόμος) αφού, αν και δεν παραστάθηκε, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τον αναγκαίο ομόδικο του (ΑΠ 368/2019 ό.π). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 περ. γ' του ν. 4354/2015 "Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων....", "Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις, δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις". Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, "Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α’ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης". Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 225 §§1-3 ΚΠολΔ συνάγεται ότι παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και μετά την εκκρεμοδικία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Η μεταβίβαση όμως του επιδίκου πράγματος ή δικαιώματος, η οποία λαμβάνει χώρα μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, ήτοι μετά την επίδοση της αγωγής κατ’ άρθρο 221 § 1 στοιχ. α ΚΠολΔ, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της ανοιγείσης δίκης, αλλά αυτή συνεχίζεται μεταξύ των αρχικών διαδίκων, έως ότου νομίμως περατωθεί. Μέχρι τότε μόνος νομιμοποιούμενος να διεξαγάγει τη δίκη είναι ο διάδικος, ο οποίος μεταβίβασε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα (ΑΠ 1.479/2010 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΑΠ 1.345/2009 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΑΠ 1.727/2006 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΑΠ 1.541/2003 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΑΘ 1.568/2022 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΛαρ 4.465/2021 Τ.Ν.Π. Νόμος). Ο ειδικός διάδοχος εν επιδικία, εν αντιθέσει με τον καθολικό διάδικο ή οιονεί καθολικό διάδοχο, ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως, θεωρείται τρίτος (ΑΠ 1.329/2017 ΕπισκΕμπΔικ 2018.869, ΑΠ 611/2013 ΝοΒ 2013.2195) και δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου, ούτε εισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου αυτού διαδίκου, αλλά απλά έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση (αυτοτελή πρόσθετη - 225 § 2 εδ. 2, 80, 325 περ. 1 ΚΠολΔ, ΑΠ 663/2023 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΑΠ 1.078/2022 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΑΠ 1.343/2022 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΑΠ 780/2019 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΑΠ 1.564/2017 ΕπΕμπΔικ 2018.549). Ως μεταβίβαση, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, θεωρείται κάθε μορφή ειδικής διαδοχής στο επίδικο πράγμα ή δικαίωμα είτε αυτή είναι εκούσια, στηριζόμενη στη δικαιοπρακτική βούληση των διαδίκων, είτε είναι αναγκαστική, η οποία γίνεται με διάταξη νόμου ή με μονομερή πολιτειακή πράξη, εφόσον δεν συνιστά πρωτότυπο τρόπο κτήσεως του επιδίκου πράγματος ή δικαιώματος (ΑΠ 1.564/2017 ΕπισκΕμπΔικ 2018.549, ΑΠ 1.475/2010 ό.π.) και επομένως και η μεταβίβαση κατ’ άρθρο 10 § 8 του Ν. 3.156/2003 ή κατ’ άρθρο 3 του Ν. 4.354/2015 (ΑΠ 1.078/2022 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΑΠ 1.343/2022 Τ.Ν.Π. Νόμος). Συνεπώς, ο διάδικος, ο οποίος μεταβίβασε το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, καλείται υποχρεωτικά να παραστεί στη δίκη σε οποιοδήποτε στάδιο και αν βρίσκεται αυτή, ήτοι και κατά τη συζήτηση της έφεσης (ΑΠ 1.727/2006 Τ.Ν.Π. Νόμος), αυτός δε με τους λοιπούς αρχικούς διαδίκους θεωρούνται μόνοι αρμόδιοι να τερματίσουν τη δίκη (ΕφΠατρ 739/2008 ΑχΝομ 2009.363, Νίκα: ΝοΒ 1985. 830. Κονδύλη, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ σ. 259. 512, 521 ιδία σ. 539 όπου και παραπομπές σε συγγραφείς) με μόνη τη δικονομική δυνατότητα του ειδικού διαδόχου να ασκήσει παρέμβαση ( ΑΠ 877/2019 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΑΠ 780/2019 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΑΠ 1.475/2010 ό.π.), όχι όμως να ενεργήσει για δικό του λογαριασμό και στο όνομά του οποιαδήποτε διαδικαστική πράξη, η οποία έχει σχέση με τη διεξαγωγή και την πρόοδο της δίκης. Εάν δε ενεργήσει τέτοιες πράξεις, στις οποίες αδιακρίτως περιλαμβάνεται και η κατάθεση προτάσεων για νέα συζήτηση της υπόθεσης, αυτές είναι άκυρες και η ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως κατά τις διατάξεις των άρθρων 68, 73, 159 § 1 και 160 § 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1.028/2010, 152/2000 Τ.Ν.Π. Νόμος). Μόνο εφόσον ασκηθεί εκ μέρους του ειδικού διαδόχου παρέμβαση και συμφωνήσουν οι αρχικοί διάδικοι ο ειδικός διάδοχος μπορεί να υπεισέλθει στη θέση του μεταβιβάσαντος (άρθρ. 85 ΚΠολΔ) ενώ εάν υπάρχει μόνο παρέμβαση και δεν υπάρχει η προαναφερθείσα συμφωνία, ο παρεμβάς ειδικός διάδοχος ενεργεί μεν όλες τις διαδικαστικές πράξεις, αλλά προς το συμφέρον του δικαιοπαρόχου αρχικού διαδίκου (ΑΠ 1.028/2010 ό.π., ΕφΠειρ 88/2020 Τ.Ν.Π. Νόμος). Η ασκούμενη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί, όπως προαναφέρθηκε, περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με τον υπέρ ου η παρέμβαση, στο μέτρο κατά το οποίο ο παρεμβαίνων θεωρείται ως, κατά πλάσμα δικαίου, αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεση του διαδικαστικές ευχέρειες, οι οποίες προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 663/2023 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΑΠ 1.564/2017, ΑΠ 727/2017, ΑΠ 1.485/2006 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΘεσ 78/2017 Αρμ. 2017.1156, ΕφΑΘ 3.990/2009 ΕλλΔνη 2010.233, 251, ΕφΑΘ 2.809/2008 ΕλλΔνη 2011.183). Επίσης, στη διάταξη του άρθρου 274 § 2 ΚΠολΔ ορίζεται ότι «Αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, τότε: α) αν δεν λάβουν μέρος κανονικά στη δίκη και οι δύο αρχικοί διάδικοι ή οι αντίδικοι εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272, β) αν δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη μόνο εκείνος υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του, μεταξύ εκείνου που άσκησε την παρέμβαση και του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση», ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76 § 1 εδ. τελευταίο Κ.Πολ.Δ., σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, ο απολειπόμενος διάδικος αντιπροσωπεύεται από τους παριστάμενους, υπό την έννοια ότι θεωρείται ότι παρίσταται και αυτός, ότι συμμετέχει στη συζήτηση και ότι ενεργεί με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ενεργεί και ο παριστάμενος αναγκαίος ομόδικός του, γι’ αυτό και η διαδικασία διεξάγεται σαν να ήταν παρών και ο απών αναγκαίος ομόδικος και δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας κατ’ άρθρο 271 § 2 εδ. 1 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Δεύτερο του Ν. 4.335/2015 (βλ. σχετ. ΑΠ 192/2012, ΑΠ 1.332/2011, ΑΠ 1.230/2008 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΑΠ 1.145/2007 ΝοΒ 2007.1828, ΕφΛαρ. 343/2012 Δικογρ. 2012.698, ΕφΙωαν 75/2005 ΕλλΔνη 2006.859, ΕφΑΘ. 205/2002 Αρμ. 2003.840). Τα ανωτέρω φυσικά ισχύουν σε περίπτωση ερημοδικίας των διαδίκων στην κύρια δίκη εφόσον έχει ασκηθεί πρόσθετη παρέμβαση, ενώ σε περίπτωση ερημοδικίας του υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση μόνο κατά τη συζήτηση της τελευταίας, αυτός εκδικάζεται λόγω της υποχρεωτικής συνεκδίκασης ωσάν να ήταν παρών (ΕφΘεσ 828/1995 Αρμ 1995.1146). Επιπροσθέτως, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 81 § 1 εδ. α και 215 § 1 εδ. α ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να λάβει χώρα μέχρι περάτωσης της δίκης με αμετάκλητη απόφαση (ολΑΠ 1/1996. ΑΠ 1136/2013, ΑΠ 1028/2010, ΑΠ 1,479/2010 Τ.Ν.Π. Νόμος), ασκείται δε κατά τις περί αγωγής διατάξεις και κοινοποιείται σε όλους τους αρχικούς διαδίκους, ήτοι με κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου στην γραμματεία και κοινοποίηση αυτού σε όλους τους μέχρι την άσκησή της διαδίκους (ΑΠ 663/2023 Τ.Ν.Π. Νόμος), σε περίπτωση δε κατά την οποία ασκείται παραδεκτώς το πρώτον στο εφετείο κατ' άρθρο 80 ΚΠολΔ, πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 524 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, να λαμβάνει χώρα επίδοσή της σε όλους τους μέχρι της ασκήσεώς της διαδίκους, δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση. Χωρίς την πραγματοποίηση της δεύτερης αυτής διατύπωσης η άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης δεν έχει ολοκληρωθεί και συνακόλουθα δεν υφίσταται ακόμη παρέμβαση, με την έννοια η οποία περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 81 ΚΠολΔ, ούτε επέρχεται κάποια έννομη συνέπεια στη διαδικασία της δίκης. Επομένως, εάν η πρόσθετη παρέμβαση δεν επιδοθεί εμπροθέσμως και νομοτύπως σε όλους τους αρχικούς διαδίκους της κύριας δίκης, οι οποίοι αναφέρονται στο δικόγραφό της, υπέρ των οποίων και κατά των οποίων ασκήθηκε, αλλά μόνο σε ορισμένους εκ των διαδίκων τούτων, τότε δεν θεωρείται ότι οι τελευταίοι μετέχουν στη δίκη με αυτήν την ιδιότητα και τυχόν εισαγομένη προς συζήτηση καθίσταται απορριπτέα, ως απαράδεκτη, ελλείψει προδικασίας (ΑΠ 663/2023 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1.308/2008 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΑΠ 1.420/2005 ΕλλΔνη 2006.181, ΑΠ 863/1999 ΕΕΝ 2000.722, ΑΠ 1.791/1998 ΕΕΝ 2000.319, ΑΠ 1.104/1980 ΝοΒ 29.503, ΕφΔυτΜακ 17/2011 Αρμ 2013.1115, ΕφΠατρ 303/2008 ΑχΝομ 2009.316, ΕφΑΘ 137/2007 ΝοΒ 2007.1850, ΕφΑΘ 2.199/1992 ΕλλΔνη 1993.217, ΕφΠειρ 672/1992 ΕπΝαυτΔ 1992.481 και Δεληκωστόπουλος - Σινανιώτης: ΕρμΚΠολΔ, Τόμ. Α', σελ. 234, Κεραμεύς, Αστ. Δικον.Δ. 1986 σελ. 203 και 272).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων, με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 8-2-2022 και επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους διαδίκους της κύριας δίκης (υπέρ και κατά του καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση) κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 80, 81, 524 και 591 παρ. 1 περ. β του ΚΠολΔ (βλ. τις μετ’ επίκληση προσκομιζόμενες από την προσθέτως παρεμβαίνουσα: α) υπ’ αριθμ. ... ιγ’ /14-2-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ., την υπ’ αριθμό ... ιγ’ /16-5-2022 έκθεση επίδοσης του ίδιου δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών (αναφορικά με την επίδοση των υπ’ αριθμό 24/3-3-2022 πρακτικών συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου), καθώς και την υπ’ αριθμό ... ιγ’ /16-5-2022 έκθεση επίδοσης του ίδιου δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών (αναφορικά με την επίδοση των υπ’ αριθμό 26/3-3-2022 πρακτικών συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου), απευθυνόμενες στην ως άνω υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση και β) υπ’ αριθμ. ...Γ’ /14-2-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ., την υπ’ αριθμό ... Γ’ /13-5-2022 έκθεση επίδοσης του ίδιου δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με τα αντίστοιχα αποδεικτικά θυροκόλλησης εγγράφου (αναφορικά με την επίδοση των υπ’ αριθμό 24/3-3-2022 πρακτικών συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου), καθώς και την υπ’ αριθμό ... Γ’ /13-5-2022 έκθεση επίδοσης του ίδιου δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με τα αντίστοιχα αποδεικτικά θυροκόλλησης εγγράφου (αναφορικά με την επίδοση των υπ’ αριθμό 26/3-3-2022 πρακτικών συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου) απευθυνόμενες στον καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση, άσκησε το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης, ήδη ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμης Εταιρείας» (με ΑΦΜ ... ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αμερικής αρ. 4, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία», (με ΑΦΜ ... ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών), που εδρεύει στην Αθήνα, επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, με την επωνυμία «Sunrise I NPL Finance Designated Activity Company», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας (με αρ. μητρώου ... και δ/νση 3 George’s Dock, IFSC, 4ος όροφος, Δουβλίνο 1), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ως άνω εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρο 325 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα μετ’ επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα της δικογραφίας, η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία, η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί και ελέγχεται από  την Τράπεζα της Ελλάδος ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, όπως αυτός ισχύει (απόφαση 326/2/17.09.2019 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, ΦΕΚ τ. Β 3533/20.09.2019), είναι διαχειρίστρια απαιτήσεων της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες, που οι οφειλές τους έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και έχουν καταγγελθεί από την εφεσίβλητη. Συγκεκριμένα: Η εφεσίβλητη στο πλαίσιο τιτλοποίησης αξιώσεων, δυνάμει της από 16-3-2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας έχει νομίμως καταχωρισθεί κατ’ άρθρο 3 στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθ. πρωτ. 62/17-03-2021 στον τόμο 12 με αριθμό 52, (κατ’ αρθ.10 αρ.8 Ν.3156/2003), ως αυτή συμπληρώθηκε με την από 24-11-2022 σύμβαση συμπλήρωσης που δημοσιεύθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκ. 894/24-112022 και καταχωρήθηκε στο βιβλίο του ν. 2844/2000 στον τόμο 15 και αριθμό 141, μεταβίβασε τις ανωτέρω απαιτήσεις στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «Sunrise I NPL Finance Designated Activity Company», με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας, καθιστάμενη ούτω ειδική διάδοχος της εφεσίβλητης - δικαιούχος των απαιτήσεων, η μεταβίβαση δε αυτή έχει τα αποτελέσματα της εκχώρησης, ενώ η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο επέχει θέση αναγγελίας της εκχώρησης προς τους οφειλέτες. Η εν λόγω ειδική διάδοχος στη συνέχεια ανέθεσε τη διαχείριση των ως άνω απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις αρχικώς στην διαχειρίστρια εταιρία με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 11-06-2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας έχει νομίμως καταχωρισθεί κατ’ άρθρο 3 στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθ. πρωτ. 290/29-7-2021 στον τόμο 12 και αριθμό 280, ως αυτή συμπληρώθηκε με την από 24-11-2022 σύμβαση συμπλήρωσης που δημοσιεύθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμ. Πρωτ. 893/24-11-2022, οπότε η διαχείριση των ως άνω μεταβιβασθεισών τιτλοποιημένων απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, ανατέθηκε στην κατά τα προεκτεθέντα, ανώνυμη τραπεζική εταιρία, υπό την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Λεωφόρος Μεσογείων αριθμός 109111, με ΑΦΜ ... ΔΟΥ ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ, η οποία ως εκ τούτου, κατέστη διαχειρίστρια (κατ’ εξαίρεση) της δικαιούχου - ήδη παρεμβαίνουσα στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων και οι απαιτήσεις της εφεσίβλητης, που απορρέουν από τις ένδικες υπ’ αρμ. .../22-11-2007 και .../22-11-2007 Συμβάσεις δανείων (τοκοχρεωλυτικών), τις οποίες η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι κατήρτισε με τον οφειλέτη - εκκαλούντα κατά τα ειδικότερα κατωτέρω αναφερόμενα. Κατόπιν τούτων, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ’ άρθρο 80 και 83 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα μεταξύ της κυρίας διαδίκου εφεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να έχει δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας καθ’ όσον η ισχύς της εκδοθησόμενης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, καταλαμβάνει και την ίδια, ως ειδική διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία και ούτω, νομιμοποιείται η προσθέτως παρεμβαίνουσα προς άσκηση αυτής, κατ’ εφαρμογή των άνω διατάξεων και του άρθρου 3 παρ. 2, 4 του Ν. 4354/2015. Τέλος, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ήτοι την 17Μ0-2024, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, η υπέρ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση δεν εμφανίστηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ παραστάθηκαν, η εκουσίως αυτοτελώς προσθέτως υπέρ της εφεσίβλητης παρεμβαίνουσα και ο καθ’ ου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση - εκκαλών. Σύμφωνα επομένως και με όσα εκτίθενται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, η εφεσίβλητη υπέρ’ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, ανώνυμη τραπεζική εταιρία, με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», θεωρείται ότι εκπροσωπείται στην παρούσα ενώπιον του Εφετείου δίκη από την ειδική διάδοχό της, εκουσίως υπέρ αυτής αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και το διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.ΔΑ.Δ.Π.», με την οποία την συνδέει ο δεσμός της αναγκαστικής ομοδικίας, δοθέντος ότι κατά τα προεκτεθέντα κλήθηκε νομίμως προκειμένου να παραστεί στην παρούσα δίκη (ΑΠ 267/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, πρέπει η υπό κρίση εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση να ερευνηθεί περαιτέρω, συνεκδικαζόμενη με την ως άνω υπό κρίση έφεση αντιμωλία των διαδίκων, θεωρούμενης της μη παριστάμενης υπέρ ης η παρέμβαση, αντιπροσωπευόμενης από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, με την οποία τελεί σε σχέση αναγκαίας ομοδικίας, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246 ΚΠολΔ), πέραν του ότι η πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι επιδεκτική χωριστής συζήτησης, από εκείνη της εκκρεμούς δίκης, αφού δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της αρχικής αγωγής, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη που ανοίχθηκε με την αγωγή ή το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί (ΑΠ 1426/2013 και ΕφΑΘ 4499/2000 δημοσιευμένες σε ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 4355/2002 ΕλλΔνη 2004.206).

 

Ο ήδη εκκαλών στην από 4-4-2018 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης δικογράφου ΠΤ ./4-4-2018 αγωγή του εξέθετε ότι κατόπιν της από 13-112013 επιστολής της εναγομένης ήδη εφεσίβλητης, ενημερώθηκε από την τελευταία ότι φερόταν να συνυπέγραψε, αφενός μεν, ως εγγυητής τη με αριθμό .../22-11-2007 σύμβαση δανείου, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε χρεωλυτικό δάνειο ποσού 60.000 ευρώ στην πρωτοφειλέτιδα εταιρεία με την επωνυμία «... Ε.Ε.», της οποίας ήταν ετερόρρυθμο μέλος, αφετέρου δε, ως πρωτοφειλέτης τη με αριθμό .../22-11-2007 σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε στον ίδιο δάνειο ποσού 2.400 ευρώ στο πλαίσιο της εφαρμογής των με αριθμό 36579/Β. 166/27-08-2007 και 38600/Β, 1750/05-09-2007 αποφάσεων του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Ότι ο ίδιος (ενάγων) ουδέποτε έθεσε τις υπογραφές του επί των ανωτέρω συμβάσεων παροχής εγγύησης και λήψης δανείου, αλλά αυτές ετέθησαν, δίχως σχετική εντολή από αυτόν (ενάγοντα) από τον πατέρα του, ., ο οποίος απεβίωσε την 6η Οκτωβρίου 2011. Ότι η εναγομένη προς εξόφληση των οφειλών από τις ανωτέρω συμβάσεις έχει δεσμεύσει τον με αριθμό ... λογαριασμό κατάθεσης που διατηρεί σε αυτήν. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων, επικαλούμενος άμεσο έννομο συμφέρον από τη δέσμευση του ανωτέρω λογαριασμού του, ζητούσε να αναγνωρισθεί: α) η πλαστότητα ως προς το στοιχείο της υπογραφής της : I) με αριθμό .../22-11-2007 σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου, στην οποία φέρεται να έχει συμβληθεί ως πρωτοφειλέτης, και II) της με αριθμό .../22-11-2007 σύμβασης δανείου, στην οποία φέρεται να έχει συμβληθεί ως εγγυητής, και β) η ακυρότητα τω ανωτέρω συμβάσεων καθ’ ο μέρος ενέχεται ο ίδιος προσωπικά. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η εκκαλουμένη υπ' αριθ. 43/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, η οποία, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί προσωρινής εκτελεστότητας της απόφασης, λόγω του αναγνωριστικού της χαρακτήρα, ως ερειδόμενη στις διατάξεις άρθρων 160, 180 του ΑΚ και 70 του ΚΠολΔ, ακολούθως απέρριψε αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη και καταδίκασε τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης ύψους 500,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων, με την υπό κρίση έφεσή του και τους πρόσθετους αυτής λόγους για τις περιεχόμενες σε αμφότερα αιτιάσεις του, που ανάγονται στο σύνολό τους εκτιμώμενες σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, προκειμένου να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η από 4-4-2018 αγωγή του, ως και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 47, 64, 67 του Ν.Δ. 17.7/13.8.1923,112 ΕισΝΑΚ, σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 494, 847, 848 και 851 ΑΚ, συνάγονται τα εξής: Ο εγγυητής της απαίτησης του δανειστή, για την είσπραξη από τον πρωτοφειλέτη του οριστικού καταλοίπου λογαριασμού σύμβασης πίστωσης, ευθύνεται, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγύησης, μέχρι το ποσό της κύριας οφειλής, δηλαδή εκείνης από την πίστωση, για την οποία εγγυήθηκε, και όχι για άλλες απαιτήσεις του δανειστή κατά του πρωτοφειλέτη από σύμβαση, την εκπλήρωση της οποίας δεν εγγυήθηκε, όπως μπορεί να είναι και η σύμβαση αύξησης της πίστωσης. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 849 ΑΚ, που ορίζει ότι «Η εγγύηση είναι άκυρη, αν δεν δηλωθεί εγγράφως. Η έλλειψη του εγγράφου καλύπτεται, εφόσον ο εγγυητής εκπλήρωσε την οφειλή», σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 847, 160 και 185 ΑΚ συνάγεται ότι, όταν ο νόμος ορίζει ως συστατικό τον έγγραφο τύπο για την κατάρτιση μιας δικαιοπραξίας, όπως είναι η δήλωση του εγγυητή σε σύμβαση εγγύησης, τότε πρέπει η επί του συστατικού εγγράφου δήλωση του υπόχρεου να φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του, διότι διαφορετικά είναι άκυρη (άρθρ. 158 και 159 παρ. 1 ΑΚ) και θεωρείται ως μη γενόμενη (άρθ. 180 ΑΚ). Αν η δήλωση του εγγυητή γίνεται δι’ αντιπροσώπου κατά το άρθρο 211 ΑΚ, τότε η παροχή της πληρεξουσιότητας στον αντιπρόσωπο πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 217 εδ. β', 158, 159 παρ. α' και 180 ΑΚ, να έχει περιβληθεί τον τύπο του εγγράφου, ακόμα και όταν αιτία της πληρεξουσιότητας είναι σύμβαση εντολής, αφού δεν δύναται να συναχθεί κάτι διαφορετικό από άλλες, εκτός του ΑΚ, διατάξεις νόμου (ΑΠ 982/2012, ΑΠ 1925/2006). Σε περίπτωση έλλειψης της συναίνεσης, που ελλείπει και όταν η δικαιοπραξία, εξαιτίας μη τήρησης του ως άνω απαιτούμενου έγγραφου συστατικού της τύπου, είναι άκυρη και λογίζεται ως μη γενόμενη, η έγκριση δημιουργεί για τον εγκρίνοντα ευθύνη, αν η δήλωση έγκρισης γίνει εγγράφως (άρθ. 236, 238, 217 παρ. 2 ΑΚ), αφού στην ανωτέρω περίπτωση η έγκριση, ως αναπληρωματική της συναίνεσης, ταυτιζόμενης προς πληρεξουσιότητα, υπόκειται στον έγγραφο τύπο ως συστατικό της (ΑΠ 982/2012, ΑΠ 859/1992, ΕφΛαρ. 125/2015 Δικογραφία 2015/303). Με άλλα λόγια από την αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 849 εδ. α ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η εγγύηση είναι άκυρη αν δεν δηλωθεί εγγράφως, συνάγεται ότι η δήλωση του εγγυητή προς τον δανειστή, με την οποία αυτός αναλαμβάνει υποχρεώσεις από την εγγύηση, πρέπει να είναι έγγραφη (συστατικός τύπος) και να φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του (άρθρο 160§1 ΑΚ), άλλως επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης εγγύησης, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, κατά τα άρθρα 159§1 και 180 ΑΚ (ΑΠ 1480/2012, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 680/2003, ΕλλΔνη 2003, 1369, ΕφΑΘ 306/2024 Δημ. Νόμος). Τον έγγραφο συστατικό τύπο πρέπει να έχει και η δήλωση παροχής πληρεξουσιότητας του εγγυητή - εντολέα σε τρίτο (εντολοδόχο) προς υπογραφή της σύμβασης εγγύησης, στο όνομα και για λογαριασμό του πρώτου (εντολέα - αντιπροσωπευόμενου), κατ' άρθρο 217§2 ΑΚ (ΑΠ 719/2012, ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή ο ισχυρισμός (αντένσταση) περί συναίνεσης του εντολέα στην υπογραφή της σύμβασης αυτής από τον εντολοδόχο είναι απορριπτέος ως αόριστος, αν δεν γίνει με την επίκληση του έγγραφου τύπου της χορηγηθείσας σχετικής πληρεξουσιότητας (ΑΠ 1807/2013, Δημ. ΝΟΜΟΣ). Κατά δε το άρθρο 873 εδ. α' του ΑΚ η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την έγκυρη κατάρτιση της άνω συμβάσεως απαιτείται ο έγγραφος τύπος (συστατικός), έστω και με τη μορφή ιδιωτικού εγγράφου, μόνο για τη δήλωση του οφειλέτη περί αναγνωρίσεως του χρέους, όχι δε και για την αποδοχή της δηλώσεως αυτής από το δανειστή (ΑΚ 158). Η δήλωση ή η υπόσχεση του οφειλέτη στην εν λόγω σύμβαση μπορεί να γίνει και δια πληρεξουσίου (αντιπροσώπου) κατά την ΑΚ 211. Σ αυτήν την περίπτωση η δήλωση του αντιπροσωπευόμενου προς τον εξουσιοδοτούμενο (πληρεξουσιότητα) πρέπει, για να είναι έγκυρη η υπόσχεση ή η αναγνώριση του χρέους, να έχει περιβληθεί τον τύπο του εγγράφου, έστω και ιδιωτικού, μη δυναμένου να συναχθεί άλλου τινός από την εν λόγω δικαιοπραξία, αφού ο επιβαλλόμενος γι’ αυτή τύπος συναρτάται αμέσως με τη σύστασή της, προς προστασία του δικαιοπρακτούντος αλλά και χάριν της ασφαλείας των συναλλαγών (ολΑΠ 19/2003, ΑΚ 217 εδ. β' σε συνδυασμό με την ΑΚ 158). Αν δεν περιβληθεί αυτό τον τύπο, το κύρος της δήλωσης ή της υπόσχεσης του αντιπροσώπου εξαρτάται, κατά τις ΑΚ 229 εδ. α' και 231 εδ. α', από την έγκριση του αντιπροσωπευομένου, η οποία (έγκριση), όμως, για να είναι έγκυρη, θα πρέπει, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 217 εδ. β' του ιδίου Κώδικα, να έχει περιβληθεί τον τύπο του εγγράφου (ΑΠ 40/2006 Δημ. Νόμος).

 

Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται κατ’ εκτίμηση αυτού ότι η φερόμενη ως καταρτισθείσα σύμβαση εγγυήσεως μεταξύ αυτού και της αντιδίκου του είναι άκυρη, διότι δεν είχε δοθεί από τον ίδιο εγγράφως πληρεξουσιότητα προς τον πατέρα του για κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως, ούτε άλλωστε είχε ο ίδιος προγενέστερα συναινέσει εγγράφως για την κατάρτιση αυτής, ούτε μεταγενέστερα είχε εγκρίνει εγγράφως, όπως εκ του νόμου απαιτείται, την σύναψη αυτής. Ο κρινόμενος αυτός λόγος τυγχάνει νόμιμος, στηριζόμενος στις ως άνω διατάξεις, σύμφωνα με τα αμέσως ανωτέρω οριζόμενα στη νομική σκέψη και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 180, 211, 216, 217, 224, 225 και 229 του προκύπτει ότι η σύμβαση που συνομολογεί κάποιος, ως αντιπρόσωπος άλλου, χωρίς πληρεξουσιότητα ή καθ' υπέρβαση των ορίων της πληρεξουσιότητας ισοδυναμεί με ενέργεια χωρίς πληρεξουσιότητα, ή μετά την παύση της είναι άκυρη και δεν δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο που την αποκρούει και δεν την εγκρίνει (ΑΠ 99/2001, ΕλλΔ/νη 2001/730). Κατά τη διάταξη του άρθρου 211 του ΑΚ, δήλωση βουλήσεως από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευόμενου) υποχρεώνει τον αντιπροσωπευόμενο, εφόσον έγινε εντός των ορίων της εξουσίας αντιπροσωπεύσεως, η οποία, κατά το άρθρο 216 του ίδιου Κώδικα, παρέχεται με τη σχετική μονομερή δικαιοπραξία (πληρεξουσιότητα). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 229 επ. ΑΚ, αν ο αντιπρόσωπος ενήργησε καθ’ υπέρβαση των ορίων της πληρεξουσιότητας, κατά τη σύναψη συμβάσεως με τρίτον, εφόσον ο αντιπροσωπευόμενος πληρεξουσιοδότης δεν εγκρίνει την καταρτισθείσα με τον τρίτο δικαιοπραξία, αλλά την αποκρούει, η τελευταία είναι άκυρη (ανίσχυρη) έναντι αυτού, γιατί η υπέρβαση αυτή ισοδυναμεί με ενέργεια χωρίς πληρεξουσιότητα. Δηλαδή, στην περίπτωση κατά την οποία κάποιος καταρτίζει μια σύμβαση ως αντιπρόσωπος άλλου χωρίς πληρεξουσιότητα, η σύμβαση αυτή δεν έχει καταρχήν, σύμφωνα με το άρθρο 299 ΑΚ, υποχρεωτική ισχύ για τον αντιπροσωπευόμενο. Αυτό όμως δεν σημαίνει και ότι η σύμβαση αυτή είναι άκυρη, απλώς το κύρος και η δεσμευτικότητά της έναντι του αντιπροσωπευόμενου εξαρτώνται από την έγκρισή του και συνεπώς, μέχρι της εγκρίσεώς της ή της αποκρούσεως (αποποιήσεως) εκ μέρους του αντιπροσωπευόμενου, αυτή είναι ατελής και μετέωρη, με την έννοια ότι προσωρινώς δεν παράγει αποτελέσματα, μέχρι εγκρίσεως ή αποποιήσεως εκ μέρους του αντιπροσωπευόμενου ή «υπαναχωρήσεως» του αντισυμβαλλόμενου κατά το άρθρο 230 ΑΚ ή παρόδου της τασσόμενης υπ’ αυτού ευλόγου προς έγκριση προθεσμίας κατά το άρθρο 229 εδ. β΄ του ΑΚ. Η έγκριση του αντιπροσωπευόμενου είναι καταρχήν άτυπη, όταν όμως η καταρτισθείσα σύμβαση απαιτεί τύπο, θα πρέπει να περιβληθεί τον τύπο αυτό και η έγκριση, εφαρμοζόμενης αναλόγως της διάταξης του άρθρου 217 παρ. 2 ΑΚ. Αν μάλιστα πρόκειται για εμπράγματη σύμβαση που αφορά ακίνητο, η εν λόγω έγκριση χρήζει και μεταγραφής. Η έγκριση αυτή έχει, κατά το άρθρο 238 ΑΚ, αναδρομική ενέργεια, αίρει δε την υφιστάμενη εκκρεμότητα από το χρόνο που καταρτίστηκε η σύμβαση, ενώ μέχρι της εγκρίσεώς της, η σύμβαση, στην οποία αυτή αφορά, είναι μετέωρης ισχύος. Το βάρος αποδείξεως της πληρώσεως των προϋποθέσεων του ενεργού της αρχικώς τελούσας σε μετέωρη κατάσταση συμβάσεως, συνεπεία της έλλειψης εξουσίας αντιπροσωπεύσεως, φέρει ο επικαλούμενος την ισχύ της συμβάσεως. Συνεπώς, εάν δεν προταθεί ο σχετικός περί εγκρίσεώς ισχυρισμός ή προταθεί και δεν αποδειχθεί κατ' ουσία, η σχετική σύμβαση είναι ανίσχυρη έναντι του αντιπροσωπευόμενου και δεν παράγει έναντι αυτού αποτελέσματα (ΑΠ 1057/1991, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 2064/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 76/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 316/2001, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΑΘ 8026/1997, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 7206/1995, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2966/1992, ΕλλΔ/νη 35. 636, ΕφΔωδ 180/1990, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΠΠρΑΘ 1121/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Το άρθρο 443 του ΚΠολΔ καθιερώνει ως προϋπόθεση της αποδεικτικής δύναμης των ιδιωτικών εγγράφων την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη. Την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη αξιώνει και η διάταξη του άρθρου 160 ΑΚ, η οποία δεν ταυτίζεται με εκείνη του άρθρου 443 του ΑΚ. Η διάταξη του άρθρου 160 του ΑΚ αναφέρεται στα συστατικά έγγραφα ενώ η διάταξη του άρθρου 443 του ΚΠολΔ αναφέρεται στα αποδεικτικά έγγραφα. Η παράλειψη της ιδιόχειρης υπογραφής κατά το άρθρο 160 του ΑΚ «τραυματίζει» το κύρος της συμβάσεως και άρα τη δεσμευτικότητα των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτή, ενώ η παράλειψη της ιδιόχειρης υπογραφής κατά το άρθρο 443 του ΚΠολΔ «τραυματίζει» την αποδεικτική αξία του εγγράφου, χωρίς να θίγει το κύρος της βεβαιούμενης συμβάσεως (βλ. ερμηνεία άρθρου 443 ΚΠολΔ στην ιστοσελίδα του Κέντρου Δικανικών Μελετών στην Αθήνα και του Κώστα Ε. Μπέη www ...). Κατά τη διάταξη του άρθρου 457 παρ. 2 και 3 του ΚΠολΔ, εκείνος κατά του οποίου προσάγεται ιδιωτικό έγγραφο οφείλει να δηλώσει αμέσως αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής, διαφορετικά το έγγραφο θεωρείται ως αναγνωρισμένο, με συνέπεια να θεωρείται ότι έχει διαπιστωθεί η γνησιότητα του περιεχομένου του με την επιφύλαξη της προσβολής του ως πλαστού. Από τις διατάξεις αυτές συνάγονται τα ακόλουθα: α) Τα ιδιωτικά έγγραφα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει επί δημοσίων εγγράφων (άρθρο 455 ΚΠολΔ), δεν έχουν το τεκμήριο της γνησιότητας. Η επίκληση και προσκομιδή, προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, του ιδιωτικού εγγράφου εμπεριέχει, εντεύθεν, τον ισχυρισμό του διαδίκου περί της γνησιότητάς του. Ο αντίδικός του έχει το βάρος της δηλώσεως περί αρνήσεως της γνησιότητας του εγγράφου, ο δε διάδικος που το επικαλείται και το προσκομίζει της αποδείξεως της γνησιότητας αυτού, όταν αμφισβητηθεί, β) Εφόσον το έγγραφο είναι ενυπόγραφο, αδιάφορα αν φέρει την υπογραφή εκείνου κατά του οποίου προσκομίζεται ή τρίτου, η αμφισβήτηση της γνησιότητας αναφέρεται στην υπογραφή (μία ή περισσότερες), η γνησιότητα της οποίας δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο περί της γνησιότητας του υπερκείμενου περιεχομένου του εγγράφου που καλύπτεται από την υπογραφή, κάτι που ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού, γ) Η απόδειξη από εκείνον που προσκόμισε το ιδιωτικό έγγραφο της αμφισβητηθείσας από τον αντίδικό του υπογραφής επιβάλλεται όχι μόνο αν γίνεται χρήση του εγγράφου τούτου για άμεση απόδειξη αλλά και όταν από αυτό συνάγονται δικαστικά τεκμήρια. Τέλος, από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1-3 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, η αμφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής ιδιωτικού εγγράφου πρέπει να γίνει κατά την ίδια συνεδρίαση, κατά την οποία το έγγραφο προσκομίζεται, με προσθήκη στις προτάσεις, επιβάλλεται δε να είναι ρητή, σαφής και ειδική χωρίς ενδοιαστικές ή υποθετικές εκφράσεις. Αν αυτό δεν γίνει θεωρείται ότι αναγνωρίστηκε σιωπηρώς η γνησιότητα του ιδιωτικού εγγράφου και τυχόν αμφισβήτηση της γνησιότητας αυτού σε μεταγενέστερη συζήτηση είναι απαράδεκτη (ΑΠ 718/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 94/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρο 106 ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρο 110 παρ. 2 ΚΠολΔ), ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά τον νόμο έλαβε ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, νοούνται δε ως πράγματα οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ολΑΠ 3/1997), δηλαδή οι ισχυρισμοί που κατά το νόμο διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (ολΑΠ 2/1989), θα πρέπει δε οι ισχυρισμοί αυτοί να προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (ολΑΠ 2/2001, ολΑΠ 12/2000) και μάλιστα από τον ήδη αναιρεσείοντα (ΑΠ 792/2015), γιατί διαφορετικά το Δικαστήριο της ουσίας, δεν επιτρεπόταν να τους λάβει υπόψη (ολΑΠ 2/2001). Οι ισχυρισμοί πρέπει να είναι ουσιώδεις, δηλαδή να επιδρούν στην έκβαση της δίκης και να επηρεάζουν ευνοϊκά για τον αναιρεσείοντα το διατακτικό της απόφασης. Επομένως, δεν είναι πράγματα με την έννοια αυτή, η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, το περιεχόμενο των αποδεικτικών μέσων, τα επιχειρήματα των διαδίκων ή τα συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνακόλουθα, δεν ιδρύει τον παραπάνω λόγο αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει σε ισχυρισμό εκπρόθεσμο αόριστο και γενικώς απαράδεκτο, μη νόμιμο ή αλυσιτελή (ολΑΠ 2/1989, 14/2004), ή σε απλώς αρνητικό ή διευκρινιστικό ισχυρισμό, δηλαδή σε ισχυρισμό που δεν καταλήγει στην επίκληση έννομης συνέπειας και βέβαια το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει ούτε στα πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων που αντλούν αυτοί από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, έστω και αν διατυπώνονται υπό τη μορφή λόγου έφεσης (ΑΠ 857/2007), ούτε στα νομικά επιχειρήματά τους, που σε αντίθεση με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, δεν περιέχουν κρίση ως προς την επέλευση ή όχι μιας έννομης συνέπειας, αλλά προβάλλονται με σκοπό να συμβάλλουν στον καθορισμό του αληθινού νοήματος του επικαλούμενου ή αποκρουόμενου στη συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα δικαίου. Επιπλέον, ο από το ανωτέρω άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ολΑΠ 12/1997, 25/2003), έστω και εσφαλμένως, αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει

και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή, ως αποδειχθέντων γεγονότων, αντίθετων προς εκείνα που τον συγκροτούν (ολΑΠ 11/1996, ΑΠ 1363/2008, 684/2019). Για να είναι ορισμένος θ λόγος αυτός θα πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ποιος είναι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός, ότι το απαράδεκτο προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ποια είναι η ουσιώδης επιρροή του στην έκβαση της δίκης καθώς και οι πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου επί του ισχυρισμού (ΑΠ 232/2024 Δημ. Νόμος, ΑΠ 841/2014, 235/2019).

 

Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο - κυρίως προβαλλόμενο - πρόσθετο λόγο έφεσης του, ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι κατά παράβαση της αρχής του συζητητικού συστήματος εκ του άρθρου 106 ΚΠολΔ, που καθιδρύει τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της συζήτησης, κατά την οποία «το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά», λήφθηκαν υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (πρβλ. ΑΠ 78/2024 Δημ. Νόμος), δηλαδή πραγματικά περιστατικά που δεν είχε επικαλεσθεί η εναγομένη, αφού εκείνη ισχυρίστηκε σε πολλά σημεία των προτάσεων της ότι η υπογραφή των επίδικων συμβάσεων έγινε από τον ίδιο τον ενάγοντα, και όχι ότι δεν ετέθησαν μεν από εκείνον, αλλά από τον πατέρα του με τη συναίνεση του, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη κατά παράβαση της ως άνω θεμελιώδους δικονομικής αρχής. Και έτι περαιτέρω επικαλείται ο εκκαλών - δια του ίδιου ως άνω πρόσθετου λόγου - ότι ο ισχυρισμός ότι ο ενάγων ενέκρινε εκ των υστέρων την υπογραφή που έθεσε για λογαριασμό του ο πατέρας του, που επικουρικά προέβαλε η εναγομένη προς θεμελίωση της εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένστασης περί δήθεν καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντας, η οποία σημειωτέον και απορρίφθηκε ως μη νόμιμη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν ταυτίζεται με τον ισχυρισμό περί συναίνεσης αυτού και έτσι και πάλι δεν προβλήθηκε από την εναγομένη Τράπεζα, οπότε η εκκαλουμένη που απέρριψε την αγωγή του κατά παραδοχή του ισχυρισμού ότι ο ίδιος συναίνεσε να θέσει ο πατέρας του τις επίμαχες υπογραφές, παραβίασε ευθέως τη εν λόγω διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ. Πέραν όμως από το γεγονός ότι από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ δεν αποκλείεται ένας ισχυρισμός που είναι το «μείζον», να εμπεριέχει και νοείται ότι συμπεριλαμβάνεται σ' αυτό, ως «έλασσον», ένας άλλος πιο περιορισμένου περιεχομένου ισχυρισμός (ΑΠ 208/2024 Δημ. Νόμος), πρέπει να λεχθεί πρωτίστως ότι ο πρώτος - κυρίως προβαλλόμενος - πρόσθετος λόγος έφεσης, ως προς αμφότερα τα άνω σκέλη του είναι μη νόμιμος, με βάση και τα αναφερόμενα στην αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη και ως εκ τούτου απορριπτέος. Διότι δεν είναι πράγματα με την έννοια αυτή, η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής εκ μέρους της εναγομένης, ή η ιστορική βάση της ένστασης εκ του άρθρου 281 ΑΚ, (έστω και αν αυτή κρίθηκε μη νόμιμη, όπως εν προκειμένω) ή τα συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως πρόκειται για την ως άνω δικανική κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εξάλλου, ότι δεν συνιστά παραδεκτό και νόμιμο λόγο αναίρεσης, δεν συνιστά ούτε παραδεκτό και νόμιμο λόγο έφεσης, όπως εν προκειμένω. Αντίθετα ο δεύτερος - επικουρικά προβαλλόμενος - πρόσθετος λόγος έφεσης, καθ’ ο μέτρο δεν επαναλαμβάνει τα ίδια με τον ως άνω πρώτο πρόσθετο λόγο, άπτεται της ουσίας της υπόθεσης και της προτεινόμενης εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων από την εκκαλουμένη, αφού κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, η εναγομένη δεν απέδειξε με κανένα αποδεικτικό μέσο κατ’ άρθρα 338 και 339 του ΚΠολΔ, την σιωπηρή συναίνεση του ενάγοντας για τις εν θέματι υπογραφές. Τούτο ερείδεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι παραδεκτά προέβαλε η εναγομένη τον εν λόγω ισχυρισμό, ενώ στην προκειμένη περίπτωση ο ισχυρισμός (ένσταση) περί συναίνεσης του εντολέα στην υπογραφή της σύμβασης αυτής από τον εντολοδόχο είναι απορριπτέος ως αόριστος, εφόσον δεν έγινε με την επίκληση του έγγραφου τύπου της χορηγηθείσας σχετικής πληρεξουσιότητας (ΑΠ 1807/2013, Δημ. ΝΟΜΟΣ), κατά τα πιο πάνω αναφερόμενα στην προηγούμενη νομική σκέψη. Επομένως και ο σχετικός δεύτερος - επικουρικά προβαλλόμενος - πρόσθετος λόγος έφεσης, τυγχάνει απορριπτέος πρωτίστως ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος. Αλλά εάν ήθελε θεωρηθεί ότι ο ισχυρισμός αυτός περιλαμβάνει την ζητούμενη απόδειξη της γνησιότητας των ιδιωτικών εγγράφων, εκ μέρους της εναγομένης, που τα προσκομίζει, που μπορεί να γίνει με κάθε αποδεικτικό μέσο κατ' άρθρο 458 ΚΠολΔ, είναι νόμιμος, ως τέτοιος, κατά τα αμέσως ανωτέρω αναφερόμενα και θα πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

 

Από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι παριστάμενοι διάδικοι νομίμως επικαλούνται εκ νέου και επαναπροσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, δίχως να λαμβάνεται υπόψη, ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 424 περ. β' του ΚΠολΔ, η με αριθμό .../09-07-2018 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα, ., που συνετάγη με πρωτοβουλία του ενάγοντος, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, ., δεδομένου ότι ελήφθη από κατά τόπο αναρμόδιο όργανο, καθώς η ως άνω μάρτυρας έχει ως τόπο μόνιμης κατοικίας το Ψυχικό Αττικής και αρμόδιο κατά τόπο όργανο για τη λήψη αυτής κατά τη διάταξη του άρθρου 421 ΚΠολΔ ήταν συμβολαιογράφος είτε με έδρα τον Πύργο (τόπος της έδρας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου) είτε με έδρα την περιφέρεια Χαλανδρίου (τόπος κατοικίας της μάρτυρα) και όχι με έδρα την Αθήνα, από την εκτίμηση όμως της υπ’ αριθμό .../19-2-2020 ένορκης βεβαίωσης της ίδιας ως άνω μάρτυρα ενώπιον της συμβολαιογράφου Χαλανδρίου ., που λήφθηκε νόμιμα κατ’ άρθρο 422 παρ.1 ΚΠολΔ - στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, διότι το νέο άρθρο 422 παρ.3 ΚΠολΔ, καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, (σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ. 1β' του Ν. 4842/2021 -ΦΕΚ Α' 190/13-102021, όπου ορίζεται ότι το άρθρο 422 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 4842/2021, εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις), στην οποία (ένορκη) βεβαιώνεται ότι η εναγομένη, η οποία δεν παρέστη κατά τη σύνταξη της, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστεί, όπως προκύπτει και από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμό .../14-2-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ., αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Ο ενάγων, πολιτικός μηχανικός, δυνάμει του από 27-01-2003 ιδιωτικού συμφωνητικού σύστασης ετερόρρυθμης εταιρείας συνέστησε με τον πατέρα του, ., επίσης πολιτικό μηχανικό, την ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «... Ε.Ε.» με ομόρρυθμο μέλος τον . και ποσοστό συμμετοχής τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) και ετερόρρυθμο μέλος τον ίδιο (ενάγοντα) με ποσοστό συμμετοχής εξήντα πέντε τοις εκατό (65 %). Έδρα δε της εταιρείας ορίσθηκε ο Δήμος Πύργου και δη η οδός ., αριθμός .. Στην ίδια έδρα με αυτή της εταιρείας στεγαζόταν και η ατομική επιχείρηση του ενάγοντος με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών αρχιτέκτονα και μηχανικού και άλλες υπηρεσίες παροχής τεχνικών συμβουλών. Την 6η Οκτωβρίου 2011 απεβίωσε ο πατέρας του ενάγοντος, ., χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγο του, . το γένος . και ., η οποία εν συνεχεία αποποιήθηκε την επαχθείσα σε αυτή κληρονομιά, και από τα τέκνα του, . και τον ενάγοντα. Ο δε ενάγων αποδέχθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα επ' ωφελεία απογραφής την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομιά του αποβιώσαντος πατέρα του κατά το εξ αδιαθέτου κληρονομικό του μερίδιο και συνετάγη σχετικώς η με αριθμό ./.-2012 έκθεση αποδοχής κληρονομιάς επ' ωφελεία απογραφής του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Ηλείας. Κατόπιν αίτησης του ενάγοντος, εξεδόθη η με αριθμό 52/21-03-2012 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πύργου, με την οποία διορίσθηκε η Συμβολαιογράφος Πύργου, . για την απογραφή και δύο πραγματογνώμονες για την οικονομική εκτίμηση της κληρονομιάς. Η απογραφή ολοκληρώθηκε και συνετάγη σχετικώς η με αριθμό .../18-05-2012 έκθεση της ως άνω Συμβολαιογράφου. Επίσης, δυνάμει του από 06-10-2011 ιδιωτικού συμφωνητικού λύσης ετερόρρυθμης εταιρείας, ο ενάγων ως κληρονόμος του πατέρα του, . και ετερόρρυθμος εταίρος της εταιρείας με την επωνυμία «... Ε.Ε.», και οι . και . ως κληρονόμοι του ., αποφάσισαν τη λύση της προαναφερόμενης ετερόρρυθμης εταιρείας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, πριν το θάνατο του ., ήτοι την 22α Νοεμβρίου 2007 είχε συναφθεί μεταξύ της εναγομένης και του ., ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας με την επωνυμία «... Ε.Ε.», η με αριθμό .../22-11-2007 σύμβαση χρεωλυτικού δανείου, με την οποία χορηγήθηκε στην τελευταία (ετερόρρυθμη εταιρεία) δάνειο ποσού εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ. Η ανωτέρω σύμβαση δανείου υπογράφηκε στο πλαίσιο εφαρμογής της Υ.Α. 36579/Β. 1666/27-08-2007 [Δάνεια για κεφάλαια κίνησης και λοιπές πιστωτικές διευκολύνσεις σε επιχειρήσεις και επαγγελματίες (που επλήγησαν από τις πυρκαγιές του έτους 2007) στους Νομούς Μεσσηνίας, Ηλείας,...] και σύμφωνα με τους όρους αυτής (σύμβασης) θα είχε διάρκεια πέντε ετών από την εκταμίευση και η εξόφληση του κεφαλαίου ύψους εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ θα γινόταν εφάπαξ κατά τη λήξη της διάρκειας του.   Κατά τη διάρκεια του δανείου, η δανειολήπτρια εταιρεία υποχρεούνταν στην καταβολή των τόκων, βάσει του συμφωνηθέντος επιτοκίου και του ποσού της εισφοράς του Ν. 128/1975, η οποία συμφωνήθηκε ότι θα γίνεται ανά τρίμηνο. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι το επιτόκιο του δανείου θα επιδοτείται καθ' όλη τη διάρκεια αυτού από τον λογαριασμό του Ν. 128/1975 κατά ποσοστό 50% και ότι κατά τα δύο πρώτα έτη του δανείου η δανειολήπτρια θα καταβάλλει μόνο τους τόκους που αντιστοιχούν στο 10% του επιτοκίου και δεν υποχρεούται στην καταβολή εξ ιδίων των τόκων που αντιστοιχούν στο υπολειπόμενο ποσοστό του 40% του επιτοκίου και ότι κατά τα τελευταία τρία έτη της διάρκειας του δανείου, η δανειολήπτρια υποχρεούται στην καταβολή των τόκων που αναλογούν στο μη επιδοτούμενο τμήμα του επιτοκίου, ήτοι στο 50% αυτού. Επίσης, την ίδια ημερομηνία (22-11-2007) συνήφθη μεταξύ της εναγομένης και του ενάγοντας η με αριθμό .../22-11-2007 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, με την οποία χορηγήθηκε στον ενάγοντα δάνειο ποσού δύο χιλιάδων τετρακοσίων (2.400) ευρώ. Η ανωτέρω σύμβαση δανείου, επίσης, υπογράφηκε στο πλαίσιο εφαρμογής της Υ.Α. 36579/Β. 1666/27-08-2007 και σύμφωνα με τους όρους αυτής, θα είχε διάρκεια πέντε ετών από την ημερομηνία υπογραφής και η εξόφληση του θα γινόταν με την καταβολή ισόποσων τριμηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, η πρώτη εκ των οποίων έπρεπε να καταβληθεί μετά την πάροδο είκοσι επτά μηνών από την ημερομηνία της εκταμίευσης. Το δε επιτόκιο συμφωνήθηκε ότι θα επιδοτείται κατά ποσοστό 100% από τον λογαριασμό του Ν. 128/1975. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι επειδή δεν καταβλήθηκε το κεφάλαιο του δανείου που χορηγήθηκε από την εναγομένη δυνάμει της με αριθμό .../22-11-2007 σύμβασης χρεωλυτικού δανείου κατά τη συμφωνηθείσα ημερομηνία λήξης αυτού, η τελευταία (εναγομένη) κοινοποίησε την 19η Νοεμβρίου 2013 στον ενάγοντα την από 13-11-2013 επιστολή της, με την οποία τον καλούσε να της καταβάλει εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την κοινοποίηση το ποσό του κεφαλαίου του δανείου, ύψους δύο χιλιάδων τετρακοσίων (2.400) ευρώ με τον νόμιμο τόκο από τότε που αυτό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Εν συνεχεία, ο ενάγων με έγγραφες, όσο και προφορικές του δηλώσεις προς την εναγομένη, ισχυρίσθηκε ότι ουδέποτε συμβλήθηκε τόσο στη με αριθμό .../22-11-2007 σύμβαση χρεωλυτικού δανείου ως εγγυητής όσο και στη με αριθμό .../22-11-2007 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου ως πρωτοφειλέτης και ότι ουδέποτε υπέγραψε τις ανωτέρω συμβάσεις. Η δε εναγομένη με την από 23-12-2013 επιστολή της στον ενάγοντα, που του κοινοποιήθηκε στις 31-12-2013 στην κατοικία του, γνωστοποίησε σ’ αυτόν ότι για την απαλλαγή του από τις οφειλές που προέρχονται από τις ανωτέρω συμβάσεις, θα έπρεπε να προσκομίσει τελεσίδικη δικαστική απόφαση, με την οποία να καταδικάζει τον κατονομαζόμενο από αυτόν ως πλαστογράφο ή άλλον που έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του. Ήδη, δε ο ενάγων με την αγωγή του ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε συμβλήθηκε στις ανωτέρω επίδικες συμβάσεις και ότι ουδέποτε έθεσε την υπογραφή του σε αυτές, αλλά αυτή ετέθη στις προαναφερόμενες συμβάσεις εν αγνοία του από τον πατέρα του, . . Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύονται ακόμη και τα ακόλουθα: Οι υπογραφές που τέθηκαν τόσο στη με αριθμό .../22-11-2007 σύμβαση χρεωλυτικού δανείου και δη πάνω από το όνομα του ενάγοντος στην τελευταία σελίδα αυτής, καθώς και σε κάθε φύλλο αυτής, όσο και στη με αριθμό .../22-11-2007 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου και δη πάνω από το όνομα του ενάγοντος στην τελευταία σελίδα αυτής, καθώς και σε κάθε φύλλο αυτής, δεν έχουν τεθεί από τον ενάγοντα. Ειδικότερα, από την αντιπαραβολή των υπογραφών επί των επίδικων συμβάσεων με άλλες που έχουν πραγματικά τεθεί από ενάγοντα, τόσο σε βέβαιης γνησιότητας έγγραφα και, συγκεκριμένα, επί της από 29-05-2014 εξουσιοδότησης του ενάγοντος προς τον δικηγόρο Πατρών, Δημήτριο Τσεκούρα, για την υποβολή μήνυσης, η οποία φέρει βεβαίωση του ιδιόχειρου της υπογραφής από τα ΚΕΠ Αγίας Παρασκευής, της από 29-05-2014 εξουσιοδότησης του ενάγοντος προς τους δικηγόρους, Ελένη Σπανάκη, Αγάπη Πετροπούλου, Ελένη Ρούσση και Δημητρίου Τσεκούρα για να λάβουν γνώση της πορείας της από 20-04-2014 μήνυσης του, η οποία φέρει βεβαίωση του ιδιόχειρου της υπογραφής από τα ΚΕΠ Αγίας Παρασκευής, καθώς και από την με αριθμό ./20-01-2012 έκθεση αποδοχής κληρονομιάς επ' ωφελεία απογραφής, η οποία υπογράφηκε από τον ενάγοντα ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Ηλείας, όσο και σε έγγραφα που συνετάγησαν σε ανύποπτο χρόνο και, συγκεκριμένα, επί του από 27-01-2003 ιδιωτικού συμφωνητικού σύστασης ετερορρύθμου εταιρείας και επί της με αριθμό .../01-02-2007 σύμβασης στεγαστικού δανείου σε συνάλλαγμα (CHF), προκύπτει ότι οι υπογραφές επί των επίδικων συμβάσεων δεν είναι γνήσιες υπογραφές του ενάγοντος και δεν έχουν τεθεί από αυτόν, καθώς παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές στη δομή και στα επιμέρους χαρακτηριστικά από τις προαναφερόμενες γνήσιες υπογραφές του ενάγοντος και οι οποίες (διαφορές) δεν δικαιολογούνται να υπάρχουν σε γνήσιους σχηματισμούς υπογραφών του ενάγοντος. Στο ανωτέρω συμπέρασμα καταλήγει και η δικαστική γραφολόγος, . στην από 28-01-2015 βεβαίωση γραφολογΐκής διερεύνησης, την οποία επικαλείται εκ νέου και προσκομίζει ο ενάγων, καθώς και στην από ...-2018 βεβαίωση γραφολογικής διερεύνησης της ίδιας ως άνω δικαστικής γραφολόγου και οι οποίες διενεργήθηκαν κατόπιν εντολής του τελευταίου. Ειδικότερα, για τη διερεύνηση της γνησιότητας των υπογραφών του ενάγοντος από την προαναφερόμενη δικαστική γραφολόγο επί των επίδικων συμβάσεων χρησιμοποιήθηκε ως συγκριτικό γραφολογικό υλικό τα δείγματα υπογραφών του ενάγοντος, τα οποία επισυνάπτονται στη σχετική βεβαίωση γραφολογικής διερεύνησης και συγκεκριμένα: α) οι υπογραφές του ενάγοντος επί των προαναφερόμενων από 29-05-2014 εξουσιοδοτήσεων, επί των οποίων η γνησιότητα των υπογραφών αυτού βεβαιώνεται από τα ΚΕΠ Αγίας Παρασκευής, β) η υπογραφή του στο προαναφερόμενο από 27-01-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό σύστασης ετερόρρυθμου εταιρείας, γ) οι υπογραφές του στην προαναφερόμενη με αριθμό .../01-02-2007 σύμβαση στεγαστικού δανείου σε συνάλλαγμα, δ) η υπογραφή του επί της προαναφερόμενης με αριθμό ./2012 έκθεσης αποδοχής κληρονομιάς επ' ωφελεία απογραφής του Πρωτοδικείου Ηλείας, ε) η υπογραφή επί της από 27-03-2014 υπεύθυνης δήλωσης, επί της οποίας η γνησιότητα της υπογραφής βεβαιώνεται από τα ΚΕΠ Αγίας Παρασκευής και στ) οι υπογραφές επί των άγνωστης ημεροχρονολογίας σύνταξης αιτήσεων. Ακόμη και από τη συγκριτική αντιπαραβολή της υπογραφής του ενάγοντος επί των δειγματικών υπογραφών η ως άνω δικαστική γραφολόγος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις τους, αυτές φέρουν κοινά γενικά χαρακτηριστικά. Δεδομένου δε ότι η γραφή σε περισσότερα από τα ανωτέρω έγγραφα έγινε κάτω από συνθήκες τυπικότητας και επισημότητας, θεωρήθηκαν ως βέβαιης γνησιότητας έγγραφα και κρίθηκαν από την προαναφερόμενη δικαστική γραφολόγο ως δειγματολογικό υλικό ποσοτικά και ποιοτικά επαρκές. Περαιτέρω, από τη συγκριτική αντιπαραβολή των υπογραφών επί των επίδικων συμβάσεων με τα προαναφερόμενα δείγματα γνήσιων υπογραφών του ενάγοντος, αναδεικνύονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις που αφορούν τόσο τη μορφολογία των σχηματισμών όσο και τα γενικά χαρακτηριστικά αυτών, οι οποίες αναφέρονται εκτενώς στις προαναφερόμενες βεβαιώσεις γραφολογικής διερεύνησης. Συγκεκριμένα, προκύπτουν διαφοροποιήσεις ως προς τη δομική σύνθεση, τις διαστάσεις και αναλογίες, την κλίση, τη σύνδεση, τη μορφολογία και τον σχηματισμό κατάληξης, μεταξύ των δειγμάτων γνήσιων υπογραφών του ενάγοντος και των υπογραφών επί των επίδικων συμβάσεων. Ενόψει δε όλων των ανωτέρω, η ως άνω δικαστική γραφολόγος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι υπογραφές επί των επίδικων συμβάσεων δεν είναι γνήσιες υπογραφές του ενάγοντος και δεν έχουν χαραχθεί από αυτόν, ούτε στο πλαίσιο αυθόρμητης χάραξης, ούτε στο πλαίσιο γνήσιας χάραξης του ή αλλοίωσης, οφειλόμενης σε ασθένεια ή εξωγενείς παράγοντες, αλλά είναι πλαστές χαραγμένες από τρίτο φορέα, ο οποίος σχημάτισε ελεύθερα υπογραφικό μοντέλο διάφορο του οικείου υπογραφικού μοντέλου του ενάγοντος. Οι προαναφερόμενες από 2801-2015 και από 29-1-2018 εκθέσεις γραφολογικής διερεύνησης της δικαστικής γραφολόγου, ., είναι σαφείς, λεπτομερείς, πλήρως αιτιολογημένες και κρίνονται αξιόπιστες. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι οι ανωτέρω φερόμενες ως ιδιόχειρες υπογραφές του ενάγοντος στις επίδικες συμβάσεις με την εναγομένη τέθηκαν από τον πατέρα του ενάγοντος, ., γεγονός το οποίο ενισχύεται τόσο από το ότι ο . ήταν και το μοναδικό πρόσωπο που είχε έννομο συμφέρον από τη σύναψη της σύμβασης αυτής, καθώς υπέγραψε την ίδια ημεροχρονολογία τη με αριθμό .../22-11-2007 σύμβαση χρεωλυτικού δανείου ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία «... Ε.Ε.» και ως εγγυητής αυτής, όσο και από τα συμπεράσματα της δικαστικής γραφολόγου, ., η οποία και συνέταξε, κατόπιν εντολής του ενάγοντος την από 29-03-2018 βεβαίωση γραφολογικής διερεύνησης. Σύμφωνα μάλιστα με την ανωτέρω βεβαίωση της δικαστικής γραφολόγου και, αφού προέβη στη σύγκριση των υπογραφών του ., μεταξύ άλλων και επί της επίδικης με αριθμό .../22-11-2007 σύμβασης χρεωλυτικού δανείου, με τις αποδιδόμενες στον ενάγοντα υπογραφές, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτές φέρουν γενικά γραφικά χαρακτηριστικά αλλά και δομικά στοιχεία εξατομικευμένης πλοκής, τα οποία συναντώνται στις δειγματικές υπογραφές του . με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι οι υπογραφές αυτές έχουν τεθεί από τον τελευταίο, ο οποίος και επιδίωξε να υπερβεί τις φυσικές του τάσεις με στόχο την τροποποίηση των αυθόρμητων γραφικών χαρακτηριστικών και δομών, χωρίς να επιτύχει την απόκρυψη του συνόλου των αναγνωριστικών της γραφικής του ταυτότητας στοιχείων. Σύμφωνα, λοιπόν, με όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα, οι υπογραφές επί της με αριθμό .../22-11-2007 σύμβασης χρεωλυτικού δανείου, στην οποία συμβλήθηκε ο ενάγων ως εγγυητής και επί της με αριθμό .../22-11-2007 σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου, στην οποία ο ενάγων ήταν ο κύριος αντισυμβαλλόμενος - δανειολήπτης, συναπτόμενες στην ίδια ακριβώς ημεροχρονολογία, δεν είχαν τεθεί ιδιοχείρως από τον τελευταίο (ενάγοντα). Οι ως άνω υπογραφές τέθηκαν την ημέρα εκείνη από τον πατέρα του ενάγοντος, ., εν γνώσει και για λογαριασμό του φερόμενου ως εκδότη - ενάγοντος, κατόπιν προγενέστερης συνεννόησης μεταξύ τους ως προς τη θέση της υπογραφής με τον τρόπο αυτό. Τούτο συνάγεται όσον αφορά μεν τη με αριθμό .../22-11-2007 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, από το γεγονός ότι ο εκκαλών - ενάγων προ της σύναψης αυτής είχε υποβάλει στο Κατάστημα του Πύργου της Τράπεζας Πειραιώς Α.Ε. αίτηση προς την Τράπεζα, καθώς και όλα τα απαραίτητα έγγραφα για την έγκριση του δανείου από την εναγομένη, όσον αφορά δε τη σύμβαση εγγύησης για τη με αριθμό .../22-11-2007 σύμβαση χρεωλυτικού δανείου, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε δάνειο ποσού 60.000,00 ευρώ, με ευνοϊκούς όρους στο πλαίσιο εφαρμογής των ως άνω υπουργικών αποφάσεων, στην ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «... Ε.Ε.» της οποίας ήταν ετερόρρυθμος εταίρος και μάλιστα σε ποσοστό συμμετοχής 65 % ο εκκαλών (ενάγων), από το γεγονός ότι ο προαναφερόμενος γνώριζε για την ύπαρξη του χρέους του από την ανωτέρω σύμβαση πολύ πριν από την κοινοποίηση της από 13-11-2013 επιστολής της Τράπεζας Πειραιώς Α.Ε., προς τον ίδιο, με την οποία τον καλούσε όπως καταβάλλει εντός της προθεσμίας 15 ημερών από την κοινοποίηση της επιστολής αυτής το ποσό των 2.400,00 ευρώ με τον νόμιμο τόκο, ως αυτό απέρρεε εκ της υπ’ αριθμό .../22-11-2007 σύμβασης, δίχως να έχει αντιδράσει για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Ειδικότερα, όσον αφορά τη με αριθμό .../22-11-2007 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών προκειμένου να εγκριθεί το ως άνω δάνειο στο πλαίσιο της Υ.Α. 36579 /Β. 1666 /27-08-2007 υπέβαλε στην Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε. : α) την από 05-11-2007 αίτηση του («σχέδιο 2»), στην οποία υπογράφει κάτω από την ένδειξη «Για την εταιρεία», θέτοντας και την ατομική του σφραγίδα, και ανέφερε ότι προσκομίζει όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά σύμφωνα με τις Υ.Α. 36579/ Β. 1666 /27-08-2007 και 2/54310/0025/13-09-2007 προκειμένου να εγκριθεί από την τελευταία δάνειο κίνησης κεφαλαίου ποσού πέντε χιλιάδων (5.000,00) ευρώ με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, β) τη χωρίς ημερομηνία υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986, την οποία υπογράφει ο εκκαλών έχοντας θέσει και την ατομική σφραγίδα, απευθυνόμενη προς την Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε., με την οποία δήλωνε ότι δεν έχει λάβει επιδοτούμενη χορήγηση για κεφάλαιο κίνησης και από άλλο πιστωτικό ίδρυμα, καθώς και γ) συμπληρωμένο έντυπο με τα οικονομικά στοιχεία της ατομικής του επιχείρησης για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων που αιτούνται την παροχή της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου. Και στο ως άνω έγγραφο υπάρχει μάλιστα η προσωπική σφραγίδα του εκκαλούντος και η υπογραφή του κάτω από την ένδειξη «Για την επιχείρηση». Εφόσον ο εκκαλών στο πρώτο βαθμό με την ιδιότητα του ενάγοντος, παρότι τα ως άνω έγγραφα προσκομίσθηκαν κατά αυτού μετ’ επίκλησης από την εναγομένη Τράπεζα με τις προτάσεις της, δεν αμφισβήτησε αμέσως με την προσθήκη - αντίκρουση επί των προτάσεων του, που κατέθεσε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου τη γνησιότητα της υπογραφής επ’ αυτών (άρθρο 457 παρ. 2 του ΚΠολΔ), τούτα συνεπώς θεωρούνται ως γνήσια, προερχόμενα από τον εκκαλούντα - ενάγοντα και εφόσον έτσι έχει αποδειχθεί η γνησιότητα της υπογραφής των ως άνω εγγράφων θεωρείται ότι έχει διαπιστωθεί η γνησιότητα των περιεχομένων τους, εφόσον τούτα δεν προσβλήθηκαν ούτε ως πλαστά (άρθρο 457 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Πρέπει, έτσι, ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο σχετικός δεύτερος (επικουρικά προβαλλόμενος) πρόσθετος λόγος έφεσης, όπως το περιεχόμενο αυτού εκτιμήθηκε από το Δικαστήριο, αμέσως ανωτέρω.

Επίσης, για την έγκριση του ανωτέρω δανείου προσκομίσθηκαν στην ως άνω Τράπεζα από τον εκκαλούντα - ενάγοντα και τα ακόλουθα έγγραφα: α) φωτοαντίγραφο του Δελτίου Αστυνομικής ταυτότητας του, β) η με αριθμό πρωτοκόλλου .../26-10-2007 βεβαίωση μη οφειλής - ασφαλιστικής ενημερότητας του ίδιου, γ) η υπ' αριθμό .../17-2-2003 βεβαίωση έναρξης εργασιών φυσικού προσώπου επιτηδευματία, στην ΔΟΥ Πύργου, δ) δήλωση στοιχείων ακινήτων (Ε9) του έτους 2005, ε) δηλώσεις Ε1 (ατομικές του ενάγοντος) φορολογίας εισοδήματος των οικονομικών ετών 2005, 2006 και 2007,  στ) δηλώσεις οικονομικών στοιχείων (Ε3) του ενάγοντος για τα οικονομικά έτη 2005, 2006, 2007 και 2008, καθώς και ζ) εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. (Φ1) για την χρονική περίοδο από 1η Ιανουάριου 2007 έως 31-12-2007 και περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. (Φ2) για τις περιόδους από 0104-2007 έως 30-06-2007, από 01-01-2008 έως 31-03-2008, από 1-4-2008 έως 30-6-2008, από 1-7-2008 έως 30-9-2008 και από 1-10-2008 έως 31-122008. Από όλα τα προαναφερόμενα, αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών - ενάγων επιθυμούσε τη σύναψη του ανωτέρω δανείου και για τον λόγο αυτό είχε υποβάλει αίτηση προς έγκριση του δανείου στην εφεσίβλητη - εναγομένη, προσκομίζοντας και όλα τα απαραίτητα προσωπικά του στοιχεία, ώστε όλα όσα ισχυρίστηκε στην αγωγή του και στους δύο κύριους λόγους της έφεσης του, ότι, δηλαδή, ουδεμία συμμετοχή είχε στη σύναψη των ανωτέρω συμβάσεων και ουδέν γνώριζε περί της κατάρτισης αυτών, δεν κρίνονται πειστικά, αλλά απορρίπτονται ως ουσιαστικά αβάσιμα, δεδομένου ότι αποδείχθηκε ότι αυτός γνώριζε και ήθελε τη σύναψη των προαναφερόμενων συμβάσεων. Επίσης, το γεγονός ότι ο πατέρας του εκκαλούντος, ., γνώριζε ότι εκκρεμεί η ανωτέρω αίτηση για την έγκριση του δανείου προς την εφεσίβλητη Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ και υπέγραψε τελικώς την ανωτέρω σύμβαση καταδεικνύει ότι ο εκκαλών τον είχε πληροφορήσει για την ύπαρξη της ανωτέρω εκκρεμούς αίτησης και σε κάθε περίπτωση του είχε δώσει την προηγούμενη συναίνεση του για τη σύναψη της σύμβασης αυτής, δεδομένου ότι η γνώση του πατέρα του εκκαλούντος περί της ύπαρξης εκκρεμούς αίτησης για τη χορήγηση δανείου στο πλαίσιο της Υ.Α. 36579/Β. 1666/27-08-2007 μπορούσε να προέλθει μόνο από τον εκκαλούντα - ενάγοντα, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον με αριθμό ... δοσοληπτικό λογαριασμό που τηρούσε η εναγομένη Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ για την παρακολούθηση της σύμβασης του δανείου και, παρά τους όρους της, προ της ημερομηνίας λήξης του δανείου (07-12-2012) δεν είχε καταλογισθεί καμία καθυστερούμενη δόση και, συνεπώς, δεν είχε προηγηθεί καμία έγγραφη ενημέρωση προς τον εκκαλούντα για την εξόφληση του ως άνω δανείου και, ακόμη το ανωτέρω δάνειο εγκρίθηκε μόνο για το ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων (2.400) ευρώ και όχι για το αρχικά αιτούμενο ποσό των πέντε (5.000) ευρώ, δεδομένου ότι από τα οικονομικά στοιχεία που προσκόμισε ο εκκαλών ο κύκλος εργασιών της ατομικής του επιχείρησης για το έτος 2006 ανερχόταν στο ποσό των 6.983,00 ευρώ και βάσει της παρ. β του άρθρου μόνο της Υ.Α. 36579/ Β. 1666 /27-08-2007, τα δάνεια βάσει αυτής θα χορηγούνταν κατ' ανώτατο ύψος μέχρι 35% του κύκλου εργασιών της επιχείρησης κατά το έτος 2006. Όσον δε αφορά την υπ’ αριθμό .../22-112007 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου ποσού 60.000 ευρώ, στην οποία ο εκκαλών συμβλήθηκε ως εγγυητής, αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος τουλάχιστον από τον μήνα Μάιο του έτους 2012 γνώριζε για την ύπαρξη της ευθύνης του εκ της ανωτέρω σύμβασης εγγύησης, δίχως, παράλληλα, να αντιδράσει άμεσα, όπως θα ανέμενε κανείς, εάν γνώριζε ότι δεν ευθύνεται ως εγγυητής από την ανωτέρω σύμβαση. Ειδικότερα, η ετερόρρυθμη δανειολήπτρια εταιρεία με την επωνυμία «... Ε.Ε.», στην οποία ήταν ετερόρρυθμος εταίρος ο εκκαλών, λύθηκε αμέσως μετά τον θάνατο του πατρός του ., ομόρρυθμου εταίρου, δυνάμει του από 6-102011 ιδιωτικού συμφωνητικού λύσης ετερόρρυθμης εταιρείας από τον ίδιο ως κληρονόμο του πατέρα του . και ετερόρρυθμο εταίρο, καθώς και από την μητέρα του ., και την αδερφή του . ως κληρονόμους του ., οπότε και εάν ακόμη δεν επακολούθησε εν τοις πράγμασι στάδιο εκκαθάρισης αυτής, διότι εκ του νόμου τέθηκε αυτοδικαίως σε εκκαθάριση, θα αναμενόταν από τον εκκαλούντα και ετερόρρυθμο εταίρο να προέβαινε στον έλεγχο των υποχρεώσεων της εταιρείας στην οποία ήταν ετερόρρυθμο μέλος σε ποσοστό 65% και να λάμβανε γνώση περί της ύπαρξης της με αριθμό .../22-11-2007 σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου, στην οποία είχε συμβληθεί με την ιδιότητα του ως εγγυητής. Από τα βιβλία της ετερόρρυθμης εταιρείας προκύπτει η οφειλή ως εγγυητή όχι ενός τρίτου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών, αλλά του ίδιου του ετερόρρυθμου εταίρου της. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον με αριθμό ... δοσοληπτικό λογαριασμό που τηρούσε η εναγόμενη Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ για την παρακολούθηση της ανωτέρω σύμβασης δανείου, την 10η Απριλίου 2012, ήτοι μετά τον θάνατο του πατέρα του ενάγοντος, καταβλήθηκαν προς εξυπηρέτηση του δανείου οι τόκοι του μηνάς Δεκεμβρίου και του μηνός Μαρτίου του έτους 2012, γεγονός που καταδεικνύει αναμφίβολα ότι ο εκκαλών γνώριζε την ύπαρξη της ανωτέρω σύμβασης και αποδεχόταν την οφειλή του εξ αυτής και έδωσε εντολή ως μοναδικός πλέον εταίρος της εταιρείας για την πληρωμή των τόκων αυτών, από τον λογαριασμό της ετερόρρυθμης εταιρείας. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος εντός του δικογράφου της εφέσεως ότι ως ετερόρρυθμος μόνον εταίρος δεν είχε εξουσία διαχειρίσεως της εταιρικής περιουσίας και κινήσεως των λογαριασμών της, ώστε να δώσει τέτοια εντολή, απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμος, διότι την εντολή την έδωσε ως μοναδικός πλέον εν τοις πράγμασι εταίρος αυτής, και χωρίς να κατονομάζει ποιος άλλος θα μπορούσε να δώσει την σχετική εντολή πληρωμής, αντ’ αυτού. Σε κάθε περίπτωση, όμως ο εκκαλών έλαβε γνώση περί της ύπαρξης της σύμβασης τον Μάιο του έτους 2012, οπότε και ολοκληρώθηκε η απογραφή της κληρονομιαίας περιουσίας του αποβιώσαντος πατρός του, κατά τα προαναφερόμενα. Συγκεκριμένα, τόσο στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης για την οικονομική εκτίμηση της κληρονομιαίας περιουσίας του ., που συνέταξαν οι διορισθέντες με την με αριθμό 52/21-03-2012 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πύργου πραγματογνώμονες, όσο και στην με αριθμό .../18-05-2012 έκθεση απογραφής κληρονομιαίας περιουσίας της Συμβολαιογράφου, ., αναφέρεται στο παθητικό της κληρονομιαίας περιουσίας η ύπαρξη δανείου από την με αριθμό .../22-11-2007 σύμβαση με την εναγομένη Τράπεζα και είναι προφανές ότι ο εκκαλών μαζί με την αδελφή του . συγκέντρωσε όλα τα απαραίτητα οικονομικά στοιχεία που αφορούσαν το ενεργητικό και παθητικό της κληρονομιαίας περιουσίας του πατρός του, ., και τα προσκόμισαν στους διορισθέντες από το Ειρηνοδικείο Πύργου πραγματογνώμονες, και συνεπώς τούτος γνώριζε την ύπαρξη της ανωτέρω σύμβασης δανείου και ότι είχε συνυπογράψει αυτήν ως εγγυητής, χωρίς να προκύπτει από πουθενά ότι η συγκέντρωση των στοιχείων έγινε με αποκλειστική επιμέλεια των άνω πραγματογνωμόνων, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών. Το δε γεγονός ότι αντέδρασε πολύ μεταγενέστερα, ήτοι περίπου μετά από ενάμιση έτος, όταν και η εναγομένη Τράπεζα Πειραιώς του απέστειλε την από 13-11-2013 επιστολή που αφορούσε τη με αριθμό .../22-11-2007 σύμβαση δανείου με την οποία τον καλούσε όπως καταβάλλει εντός της προθεσμίας 15 ημερών από την κοινοποίηση της επιστολής αυτής το ποσό των 2.400,00 ευρώ με τον νόμιμο τόκο, ως αυτό απέρρεε εκ της υπ’ αριθμό .../22-11-2007 σύμβασης, καταδεικνύει ότι τούτος γνώριζε και αποδεχόταν την ευθύνη του από τη σύμβαση εγγύησης και, συνεπώς, ότι είχε προηγουμένως συναινέσει να τεθεί η υπογραφή του επί αυτής από τον πατέρα του, . . Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί συλλήβδην ως ουσιαστικά αβάσιμος και ο σχετικός δεύτερος (κύριος) λόγος έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων. Βάσει όλων των προαναφερομένων, αποδείχθηκε ότι η υπογραφή του εκκαλούντος επί των επίδικων συμβάσεων τέθηκε από τον πατέρα του, ., εν γνώσει όμως του εκκαλούντος για τη σύναψη αυτών και για λογαριασμό του και, επομένως, ο αγωγικός ισχυρισμός του εκκαλούντος περί πλαστότητας των επίδικων έγγραφων συμβάσεων ως προς την υπογραφή του, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Διότι υπάρχει, αλλά και αρκεί εν προκειμένω η περίπτωση της σιωπηρής πληρεξουσιότητας, δηλαδή η δήλωση του υιού προς αντιπροσώπευση από τον πατέρα του, που συνάγεται εξ όλων των ανωτέρω περιστάσεων και ιδίως από τη φύση των πράξεων που ενήργησε ο αντιπρόσωπος του εκκαλούντος - πατέρας του, με την ανοχή ή έστω την εικαζόμενη έγκριση του αντιπροσωπευομένου εκκαλούντος (πρβλ. ολΑΠ 19/2003 Δ/ΝΗ 2003/944). Πρόκειται, εν προκειμένω, για την περίπτωση που σε ένα έγγραφο, τεθεί, στη θέση της υπογραφής του εκδότη, υπογραφή από άλλο πρόσωπο, κατ’ εντολή όμως και κατ’ εξουσιοδότηση του εκδότη ή έστω εν γνώσει του εκδότη με συναίνεση αυτού ακόμη και σιωπηρή, οπότε τότε το έγγραφο είναι γνήσιο, δεσμεύει πλήρως τον εκδότη του και αποκλείει την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της πλαστογραφίας (X. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τα εγκλήματα σχετικά με τα υπομνήματα, εκδ. Δίκαιο και Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2005, σελ.44-45, ΑΠ 171/2002, ΠοινΛ 02.127). Η συναίνεση μάλιστα μπορεί να είναι και σιωπηρή συναγόμενη συμπερασματικά από την όλη - ανωτέρω προπεριγραφόμενη- συμπεριφορά του εκδότη (ΑΠ 307/2001, ΠοινΛ 01.448), ώστε να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος και ο σχετικός πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης, περί μη έγγραφης (προηγούμενης) συναίνεσης και περί μη έγγραφης (μεταγενέστερης) έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος. Υποβλήθηκε, τέλος, η από 20-05-2014 μήνυση του εκκαλούντος, σε βάρος παντός υπευθύνου, για το αδίκημα της πλαστογραφίας, εξ αφορμής της οποίας διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση και ασκήθηκε ποινική δίωξη στον ., ο οποίος κατά τον επίδικο χρόνο σύναψης των ως άνω συμβάσεων διατελούσε διευθυντής του υποκαταστήματος της Τράπεζας Πειραιώς στον Πύργο Ηλείας και της ., η οποία κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν η Προϊσταμένη του Τμήματος Χορηγήσεων του ως άνω υποκαταστήματος. Δυνάμει του υπ’ αριθμό 69/2019 βουλεύματος του, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ηλείας αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία σε βάρος των εν λόγω κατηγορουμένων, για την κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας πράξη της άμεσης συνέργειας σε πλαστογραφία με χρήση από κοινού από πρόσωπα που διαπράττουν πλαστογραφίες κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση και η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 30.000,00 ευρώ, που φερόταν ότι τέλεσαν στον Πύργο Ηλείας στις 22 Νοεμβρίου 2007. Αξίζει δε να σημειωθεί και η αιτιολογία του συγκεκριμένου βουλεύματος ότι «...δεν αποκλείεται ο εγκαλών να γνώριζε για τις επίδικες δανειακές συμβάσεις και να έδωσε τη συναίνεση του, όπως δεν αποκλείεται ο πατέρας του, ‘που ήταν από τους πιο γνωστούς μηχανικούς στον Πύργο και γνωστός στους υπαλλήλους της Τράπεζας’, να παρέστησε στους υπαλλήλους ότι η υπογραφή είναι του γιου του ή ότι σε κάθε περίπτωση είχε τη συναίνεση του υιού του παρά την έλλειψη πληρεξουσίου...», ενώ σε άλλο σημείο αυτού αναφέρεται ότι «...τα επίδικα δάνεια είναι πυρόπληκτα και κατά το χρονικό εκείνο διάστημα υπήρχε μεγάλος φόρτος εργασίας στην τράπεζα, για το λόγο αυτό δεν τηρούνταν επακριβώς όλες οι διατυπώσεις για τη χορήγηση των Δανείων». Μετά ταύτα το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια, και απέρριψε την αγωγή του εκκαλούντος ενάγοντος, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, έστω και με διαφορετικές επιμέρους αιτιολογίες που συμπληρώνονται και αντικαθίστανται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ, ΑΠ 298/2010 ΝοΒ 2011.979), όπου ειδικότερα επισημαίνεται, ορθά εφάρμοσε το νόμο και χωρίς πλημμέλεια εκτίμησε τις αποδείξεις και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τους σχετικούς λόγους έφεσης και τους παραδεκτούς πρόσθετους αυτής λόγους είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, όπως η έφεση, αλλά και οι πρόσθετοι λόγοι στο σύνολό τους. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας θα επιβληθούν υπέρ της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας (άρθ. 182 ΚΠολΔ) και εις βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 106, 176, 183, 190 παρ.3 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος της, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό. Περαιτέρω, εφόσον απορρίφθηκε η έφεση, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου στο δημόσιο ταμείο (κατ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Λεκτέον εδώ ότι η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δεν περιέχει αίτημα, αφού δεν ζητεί η παρεμβαίνουσα παροχή έννομης προστασίας για την ίδια, ούτε υποβάλλει δικαίωμα προς διάγνωση, γι’ αυτό δεν γεννιέται ζήτημα παραδεκτού ή απαραδέκτου, βάσιμου ή αβασίμου αυτής, αλλά εγκυρότητος ή ακυρότητας της και, συνεπώς, δεν απαιτείται να περιληφθεί στην παρούσα απόφαση, ούτε στο διατακτικό της, διάταξη επί της ουσίας για την άνω πρόσθετη παρέμβαση (ΕφΠειρ 111/2016, ΕφΑΘ 5722/2011, δημοσιευμένες σε Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ", Β. Βαθρακοκοίλη, "ΕρμΚΠολΔ", Τόμος Α, άρθρο 80, αριθ. 2-3, σελ. 560, άρθρο 83, αριθ. 4, 5 και 20, σελ. 586 και 589). Τέλος, για την περίπτωση κατά την οποία η εφεσίβλητη - υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση θα ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας, πρέπει να οριστεί από τώρα το προκαταβλητέο παράβολο της ανακοπής (άρθρα 501, 502 § 1, 505 § 2 περ. γ' ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δικαίωμα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας έχει και ο απολειπόμενος αναγκαίος ομόδικος, έστω και αν θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται στη δίκη από τους παριστάμενους αναγκαίους ομοδίκους του (ΑΠ 367/2014, ΑΠ 709/2012, ΑΠ 658/2012, ΑΠ 319/2012, ΑΠ 746/2009 και ΕφΠειρ 28/2017 Τ.Ν.Π. Νόμος) χωρίς να ερευνάται από το παρόν δικαστήριο η ύπαρξη ή μη εννόμου προς τούτο, συμφέροντος της (ολΑΠ 15/2001 Δίκη 2002. 510, ΑΠ 826/2015 και ΑΠ 241/2015 Τ.Ν.Π. Νόμος).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης - υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, θεωρούμενης ως αντιπροσωπευόμενης από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων : α) την από 18-10-2019 (αριθ. εκθ. καταθ. δικ. ./21-10-2019) έφεση, β) την από 2-2-2022 (αριθμ. εκθ. κατ. δικ. ./8-2-2022) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση και γ) τους από 19-4-2024 και με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ./2024 πρόσθετους λόγους έφεσης.

 

ΟΡΙΖΕΙ παράβολο ανακοπής ερημοδικίας ποσού διακοσίων ενενήντα ευρώ (290,00 €).

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ εν μέρει τυπικά τους από 19-4-2024 και με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ./2024 πρόσθετους λόγους έφεσης.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά α) από 18-10-2019 έφεση, β) εν μέρει τους από 194-2024 και με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ./2024 πρόσθετους λόγους έφεσης και γ) την από 2-2-2022 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση και τους παραδεκτούς πρόσθετους λόγους έφεσης κατά της υπ’ αριθμ. 43/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας (τακτικής διαδικασίας) κατ' ουσίαν.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας υπέρ της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας και εις βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του ηλεκτρονικού παράβολου ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ στο δημόσιο ταμείο.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στην Πάτρα στις 16 Ιανουάριου 2025 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη συνεδρίαση, στις 30 Ιανουαρίου 2025 χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ