ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΣτΕ 317/2025

 

Αυθαίρετες κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις σε δασική έκταση – Πρωτόκολλα επιβολής αποζημίωσης -.

 

Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 52 παρ. 7 του ν. 4280/2014, η Διοίκηση δεν στερείται της δυνατότητας να εκδώσει  πρωτόκολλα επιβολής ειδικής αποζημίωσης, των οποίων η ισχύς και μόνο αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της σχετικής προθεσμίας. Με την ως άνω διάταξη δεν καθίσταται νόμιμη η λειτουργία των εγκαταστάσεων αλλά απλώς προβλέφθηκε μία μεταβατική περίοδος ανοχής τους.  Ενόψει της σημασίας του τιθέμενου ζητήματος σχετικά με την ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 52 παρ. 7 του ν. 4280/2014 παραπέμπει την υπόθεση  στη μείζονα (επταμελή) σύνθεση του Τμήματος.

 

 

 

 

Αριθμός 317/2025

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Ιουνίου 2023, με την εξής σύνθεση: Μαργαρίτα Γκορτζολίδου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος, Αγγελική Μίντζια, Χριστιάνα Μπολόφη, Σύμβουλοι, Μαρία Μπαμπίλη, Θεώνη Κανελλοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δημητρία Τετράδη, Γραμματέας του Ε΄ Τμήματος.

 

Για να δικάσει την από 18 Αυγούστου 2020 έφεση:

 

των: 1. .. του .., 2. .. του .., 3. …. του .., κατοίκων Γαλατσίου Αττικής (.) και 4. ... του .., κατοίκου Μεταμόρφωσης Αττικής (. . .), οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου (Α.Μ. 25964), που τον διόρισαν στο ακροατήριο,

 

κατά του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο οποίος παρέστη με την Μαγδαληνή Καραγεώργου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

 

και κατά της υπ’ αριθμ. 826/2020 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Μαρίας Μπαμπίλη.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των εκκαλούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση και την εκπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

 

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

 

 

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (αριθμός ηλεκτρονικού παραβόλου . . ./2020).

 

2. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση ζητείται η εξαφάνιση της 826/2020 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από 28.12.2018 αίτηση ακυρώσεως των ήδη εκκαλούντων κατά του υπ’ αριθμ. πρωτ. οικ.././25.10.2018 πρωτοκόλλου επιβολής ειδικής αποζημίωσης (Π.Ε.Ε.Α.) της Διεύθυνσης Δασών Αθηνών. Με το πρωτόκολλο αυτό επιβλήθηκε σε βάρος των εκκαλούντων ειδική αποζημίωση συνολικού ποσού 639.480 ευρώ, για τη διατήρηση, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 31.12.2017, αυθαιρέτων κτισμάτων εμβαδού 876 τ.μ., εντός δασικής αναδασωτέας εκτάσεως συνολικού εμβαδού 7.968,50 τ.μ. στη θέση «Λόφος Κόκκου» της περιφέρειας του Δήμου Γαλατσίου Αττικής.

 

3. Επειδή, όπως έχει παγίως κριθεί, κατά την έννοια της εφαρμοστέας εν προκειμένω παραγράφου 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) -με την οποία προστέθηκε στην παράγραφο 1 του άρθρου 58 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) δεύτερο εδάφιο και η οποία επαναλήφθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240)- ο εκκαλών βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της εφέσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, για καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους, είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς, είτε ότι οι παραδοχές της εκκαλούμενης απόφασης επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υποθέσεως, έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία, επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων, ενός τουλάχιστον εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (ΣτΕ, ΑΠ, Ελ Σ) ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Στην τελευταία περίπτωση, οι αποφάσεις, προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση της εκκαλουμένης, πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς και το κριθέν με αυτές νομικό ζήτημα θα πρέπει να ήταν ουσιώδες για την επίλυση των ενώπιον των δικαστηρίων εκείνων διαφορών. Εξάλλου, ως αντίθεση σε νομολογιακό προηγούμενο ή ως έλλειψη νομολογίας, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, δεν νοείται η αναφερόμενη σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υποθέσεως, αλλά μόνον εκείνη που αφορά στην ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής, δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως αν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της εκκαλουμένης και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (ΣτΕ 1918/2018, 1717/2018, 2706/2016 κ.ά.).

 

4. Επειδή, εν προκειμένω, από την εκκαλουμένη απόφαση, σε συνδυασμό με τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας της κρινομένης υποθέσεως προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, των άρθρων 71 του ν. 998/1979 και 114 του ν. 1892/1990, της ./2-6-1994 εκθέσεως φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών και της ./10-10-1994 αποφάσεως του Νομάρχη Αθηνών, καθώς και της ./17-1-2000 σχετικής προσκλήσεως προς τον Γ. Κ. για την κατεδάφιση αυθαιρέτων κατασκευών, μεταξύ άλλων, στάβλων, εμβαδού 263 τ.μ. και μανδριών, εμβαδού 613 τ.μ, ευρισκομένων σε έκταση 7.968,50 τ.μ. στην θέση ''…'' (.), της Περιφέρειας του Δήμου Γαλατσίου Αττικής, εκδόθηκε η με αριθμ. πρωτ. ./7-12-2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, για την κατεδάφιση-απομάκρυνση, μεταξύ άλλων των ανωτέρω κατασκευών και εγκαταστάσεων. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως, ο .. είχε ασκήσει την από 10-1-2005 προσφυγή (αίτηση ακυρώσεως), η οποία απορρίφθηκε με την 3536/2007 απόφαση Προέδρου Πρωτοδικών του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως άσκησαν την από 28-3-2008 έφεση οι ήδη εκκαλούντες, ως κληρονόμοι του, εν τω μεταξύ, αποβιώσαντος ..., ο οποίος, κατά τα προαναφερθέντα, είχε ασκήσει την προσφυγή (αίτηση ακυρώσεως). Το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την 2215/2015 απόφασή του, απέρριψε την έφεση. Κατ' επίκληση των ανωτέρω, καθώς επίσης και για τον λόγο ότι οι εκκαλούντες δεν προέβησαν στην κατεδάφιση των αυθαιρέτων κατασκευών ούτε παρέδωσαν αυτές οικειοθελώς στην αρμόδια υπηρεσία, ο Διευθυντής της Διευθύνσεως Δασών Αθηνών εξέδωσε το υπ’ αριθμ. πρωτ. οικ.. /./25.10.2018 πρωτόκολλο, με το οποίο επέβαλε σε βάρος τους (και κατά 1/4 στον καθένα) ειδική αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 67 Α του ν. 998/1979, συνολικού ποσού 639.480,00 ευρώ (συνολικό εμβαδόν κατεδαφιστέου κτίσματος 876 τ.μ. Χ 1,00 ευρώ Χ 730 ημ.), για την διατήρηση των αυθαιρέτων, το χρονικό διάστημα από 1-1-2016 έως 31-12-2017. Κατά του πρωτοκόλλου αυτού οι εκκαλούντες άσκησαν αίτηση ακυρώσεως, η οποία απορρίφθηκε με την ήδη εκκαλουμένη 826/2020 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

 

5. Επειδή, ειδικότερα, με την εκκαλουμένη, η οποία δημοσιεύθηκε στις 29.4.2020, κρίθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: “… οι αιτούντες προβάλλουν ότι το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο δεν είναι νόμιμο και δεν θα έπρεπε η Διοίκηση να εκδώσει αυτό. Τούτο δε, διότι, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 52 του ν. 4280/2014, κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις, που είχαν εγκατασταθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού χωρίς άδεια της δασικής αρχής, θα έπρεπε, εντός προθεσμίας τριών ετών να λάβουν την έγκριση επεμβάσεως των άρθρων 45 και 47Α του ν. 998/1979 και, κατά την διάρκεια της προθεσμίας αυτής, η οποία παρατάθηκε για άλλα τρία έτη με το άρθρο 145 παρ. 2 του ν. 4483/2017, αναστέλλεται η ισχύς των διοικητικών πράξεων αποβολής, επιβολής προστίμων, κατεδαφίσεως, κηρύξεώς τους ως αναδασωτέων, που τυχόν είχαν εκδοθεί και, εφ’ όσον εκδοθούν όλες οι απαιτούμενες διοικητικές πράξεις και εγκρίσεις οι πράξεις αυτές ανακαλούνται από την δασική υπηρεσία. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, προεχόντως, διότι, κατ' αρχήν, η προμνησθείσα διάταξη αναφέρεται σε αναστολή εκδοθεισών πράξεων και όχι σε μη έκδοση αυτών. ... περαιτέρω, οι αιτούντες προβάλλουν ότι το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο δεν είναι νόμιμο, διότι με αυτό επιβλήθηκε η ένδικη αποζημίωση κατά το 1/4 στον καθένα, ενώ, κατά την διάταξη του άρθρου 67Α, παρ. 5, του ν. 998/1979 προβλέπεται ότι ο κύριος, ο νομέας ή ο κάτοχος υποχρεούνται εις ολόκληρον έκαστος, στην καταβολή της επιβαλλόμενης ειδικής αποζημίωσης, συνέπεια δε αυτού είναι ότι, εάν κάποιος εξ αυτών καταβάλει όλο το ποσό να μην είναι δυνατή και η απαλλαγή των υπολοίπων. Ο λόγος αυτός, και ανεξαρτήτως του ότι στηρίζεται σε υποθετικό συλλογισμό, εν πάση περιπτώσει, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο δε, διότι η ειδική αποζημίωση έχει χρηματικό χαρακτήρα και είναι, ως εκ τούτου, επιδεκτική επιμερισμού, δεν αποτελεί κοινή, αλλά διαιρετή οφειλή κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας κάθε κληρονόμου (πρβλ. ΣτΕ 1129/2011),  οι αιτούντες προβάλλουν ότι ουδέποτε κοινοποιήθηκε στους ίδιους κλήση προς κατεδάφιση των εν λόγω κατασκευών, με συνέπεια να έχουν στερηθεί το συνταγματικό δικαίωμα (άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος) της προηγούμενης ακροάσεως και να μην έχουν την δυνατότητα επιλογής της οικειοθελούς απομακρύνσεως των κατασκευών αυτών. Όπως έχει κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 302/2018, 1950/2017, 1864/2016, 3109/2014, 3478, 3479/2013, 1785/2001 κ.ά.), η υποχρέωση εκείνου, που εγκατέστησε αυθαίρετη κατασκευή μέσα σε δάσος ή δασική έκταση, όπως προβεί στην καθαίρεσή της και την αποκατάσταση της δασικής μορφής, αρχίζει από την κλήτευσή του, που διενεργείται πριν από την έκδοση της διαταγής κατεδάφισης· με τον τρόπο δε αυτόν ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος τελεί εγκαίρως σε γνώση της επερχόμενης έννομης συνέπειας, μπορεί να αποτρέψει με δικές του ενέργειες την επιβολή της ειδικής αποζημιώσεως, χωρίς να απαιτείται εκ του νόμου νέα κλήτευσή του, πριν από την έκδοση του πρωτοκόλλου, που αποτελεί, κατά νόμον, επερχόμενη συνέπεια της πράξεως, με την οποία διατάσσεται η κατεδάφιση. Εν όψει των ανωτέρω και δεδομένου του ότι είχε προηγηθεί της εκδόσεως της ./7-12-2004 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, περί κατεδαφίσεως, η ./17-1-2000 σχετική πρόσκληση προς τον ..., δικαιοπάροχο των αιτούντων, οι τελευταίοι δε άσκησαν την από 28-3-2008 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η προμνησθείσα 2215/2015 απορριπτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, αυτοί είχαν έγκαιρη και πλήρη γνώση της πράξεως κατεδαφίσεως και της επερχόμενης έννομης συνέπειας εκδόσεως του προσβαλλομένου πρωτοκόλλου. Ως εκ τούτων, ο ανωτέρω ισχυρισμός, περί παραβιάσεως του δικαιώματος ακροάσεως των αιτούντων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επιπροσθέτως, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, του προσβαλλομένου πρωτοκόλλου έχει προηγηθεί η έκδοση του ./16-3-2016 πρωτόκολλου επιβολής ειδικής αποζημίωσης, για προγενέστερο χρονικό διάστημα, κατά του οποίου οι αιτούντες άσκησαν αίτηση ακυρώσεως και εκδόθηκε η απορριπτική 2390/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών”.

 

6. Επειδή, με το δικόγραφο της εφέσεως, η οποία κατατέθηκε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών στις 9.9.2020, προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 67Α παρ. 5 του ν. 998/1979 κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι η ειδική αποζημίωση έχει χρηματικό χαρακτήρα και είναι, ως εκ τούτου επιδεκτική επιμερισμού, καθώς και ότι δεν αποτελεί κοινή αλλά διαιρετή οφειλή κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας κάθε κληρονόμου. Ισχυρίζονται δε ότι για το κρίσιμο αυτό νομικό ζήτημα, ήτοι εάν κατά την έννοια του άρθρου 67Α παρ. 5 του ν. 998/1979, το ΠΕΕΑ μπορεί να επιβληθεί αυτοτελώς και διαιρετά σε κάθε συνιδιοκτήτη ή είναι υποχρεωτικό να επιβληθεί εις ολόκληρον στον καθένα εξ αυτών, δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου. Ωστόσο, ο λόγος αυτός, ως προς τον οποίο πράγματι δεν υφίσταται νομολογία του δικαστηρίου -ανεξαρτήτως εάν προβάλλεται με έννομο συμφέρον από τους αιτούντες, δεδομένου ότι τυχόν αποδοχή του θα οδηγούσε σε έκδοση πρωτοκόλλου ειδικής αποζημίωσης σε βάρος καθ’ ενός εξ αυτών για όλο το ποσό- είναι απορριπτέος σε κάθε περίπτωση ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη, το άρθρο 67Α παρ. 5 του ν. 998/1979 δεν αποκλείει τον επιμερισμό της επίμαχης ειδικής αποζημίωσης, η οποία, ως έχουσα χρηματικό χαρακτήρα, είναι διαιρετή οφειλή κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας κάθε κληρονόμου (πρβλ. ΣτΕ 1129/2011).

 

7. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 67Α παρ. 5 απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ο λόγος περί παραβάσεως του δικαιώματος ακροάσεως των εκκαλούντων, παρά το γεγονός ότι ουδέποτε τους επιδόθηκε κλήση για την κατεδάφιση της επίμαχης κτηνοτροφικής μονάδας, με την αιτιολογία ότι είχε κληθεί νομίμως ο δικαιοπάροχος των εκκαλούντων πριν την έκδοση του πρωτοκόλλου κατεδάφισης, καθώς και ότι οι εκκαλούντες έχουν ασκήσει αίτηση ακυρώσεως κατά άλλου ΠΕΕΑ για προγενέστερο χρονικό διάστημα, η οποία απορρίφθηκε με την 2390/2018. Ισχυρίζονται δε οι εκκαλούντες ότι ως προς τα κρίσιμα νομικά ζητήματα -ήτοι εάν κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων απαιτείται προ της εκδόσεως ΠΕΕΑ να επιδίδεται στον ιδιοκτήτη της αυθαίρετης εγκατάστασης κλήση για την κατεδάφιση αυτής, καθώς και εάν η άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά αποφάσεως κατεδάφισης ή ετέρου ΠΕΕΑ αίρει την υποχρέωση προηγούμενης κλήσεως- δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου.

 

8. Επειδή, όπως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ 414/2021), από τον συνδυασμό των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 114 του ν. 1892/1990 συνάγεται ότι, σε περίπτωση ανεγέρσεως, αυθαιρέτως, οποιασδήποτε κατασκευής σε δάσος ή δασική έκταση, η υποχρέωση του φερόμενου ως κυρίου ή νομέα ή κατόχου της κατασκευής να προβεί στην καθαίρεσή της και την αποκατάσταση του δάσους, κατ’ ακολουθίαν δε και η ευθύνη του για την καταβολή της ειδικής αποζημιώσεως σε περίπτωση που παραλείπει να συμμορφωθεί προς την ανωτέρω υποχρέωση, γεννώνται από την κλήτευσή του, η οποία αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας και διενεργείται πριν από την έκδοση της διαταγής κατεδαφίσεως της αυθαίρετης κατασκευής, χωρίς να απαιτείται νέα κλήτευση του υποχρέου για την έκδοση, στη συνέχεια, πρωτοκόλλου επιβολής ειδικής αποζημιώσεως λόγω διατηρήσεως της αυθαίρετης κατασκευής σε δάσος ή δασική έκταση (ΣτΕ 302/2018, 271/2014 κ.ά.). Κατά την έννοια δε των αυτών διατάξεων, η υποχρέωση για την καταβολή, από τον υπόχρεο προς τούτο, ειδικής αποζημιώσεως για την διατήρηση αυθαιρέτου κτίσματος ή κατασκευάσματος εντός εκτάσεως με δασικό χαρακτήρα, καθώς και ο καθορισμός του ύψους της ειδικής αυτής αποζημιώσεως συνδέονται είτε με τη νομότυπη κοινοποίηση της εκδιδομένης από τον αρμόδιο Δασάρχη σχετικής προσκλήσεως προς κατεδάφιση στον υπόχρεο είτε με τη γνώση του χαρακτηρισμού ως αυθαιρέτου και κατεδαφιστέου του κτίσματος ή του κατασκευάσματος από τον υπόχρεο, που εκδηλώνεται με ενέργειες αυτού σχετικές με την αμφισβήτηση του διαπιστωθέντος αυθαιρέτου χαρακτήρα (ΣτΕ 3478/2013, 3479/2013, πρβλ. ΣτΕ 1864/2016, 4780/2014, 4764/2013, 3964/2008, 3840/2008, 4468/2005, 766/2005). Αν ο ενδιαφερόμενος απέκτησε κάποια από τις ανωτέρω ιδιότητες μετά την έκδοση της διαταγής κατεδαφίσεως, η υποχρέωσή του για την κατεδάφιση του κτίσματος και συνακόλουθα η ευθύνη του για την καταβολή της αποζημιώσεως γεννώνται από τον χρόνο κατά τον οποίο έλαβε γνώση της υπάρξεως της διαταγής κατεδαφίσεως, εφόσον αυτή είχε κοινοποιηθεί σε κατά νόμο υπόχρεο πρόσωπο, στην περίπτωση δε αυτή δεν απαιτείται νέα κλήτευση στο όνομά του για την έκδοση πρωτοκόλλου ειδικής αποζημιώσεως σε βάρος του, αφού ο ενδιαφερόμενος τελεί εγκαίρως σε γνώση της εκ του νόμου επερχόμενης έννομης συνέπειας και μπορεί να αποτρέψει με δικές του ενέργειες την καταβολή της ειδικής αποζημιώσεως. Τούτο δε ισχύει πολλώ μάλλον σε περίπτωση κληρονομικής διαδοχής, όπου ο κληρονόμος υπεισέρχεται στην εν γένει νομική κατάσταση του κληρονομηθέντος (βλ. ΣτΕ 654/2019, πρβλ. 271/2014, 4448/2009, 1785/2001 7μ.). Συνεπώς, ο ισχυρισμός των εκκαλούντων περί ελλείψεως νομολογίας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ο δε σχετικός λόγος εφέσεως προβάλλεται απαραδέκτως.

 

9. Επειδή, τέλος, οι εκκαλούντες προβάλλουν ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 52 παρ. 7 του ν. 4280/2014 κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι η εν λόγω διάταξη αναφέρεται σε αναστολή εφαρμογής εκδοθεισών πράξεων και όχι σε μη έκδοση αυτών κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου (24.12.2014 έως 24.12.2020), διότι αυτό οδηγεί σε λογικό και νομικό absurdum οι επίμαχες κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις των εκκαλούντων να είναι ταυτοχρόνως νόμιμες και παράνομες. Σύμφωνα δε με τους ισχυρισμούς των εκκαλούντων για το νομικό αυτό ζήτημα, ήτοι εάν κατά την έννοια του άρθρου 52 παρ. 7 του ν. 4280/2014 κατά τη διάρκεια της ως άνω μεταβατικής περιόδου αναστέλλεται μόνο η ισχύς ή και έκδοση πρωτοκόλλων επιβολής ειδικής αποζημίωσης για την διατήρηση αυθαιρέτων κτισμάτων εντός δασικής εκτάσεως, δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου.

 

10. Επειδή, στην παράγραφο 7 του άρθρου 52 του ν. 4280/2014 (Α΄ 159), όπως αυτή ίσχυε εν προκειμένω μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 12 παρ. 7 του ν. 4315/2014 (Α΄ 269), ορίζονται τα εξής: «Κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις, πτηνοτροφεία, μελισσοκομεία, εκτροφεία θηραμάτων, υδατοκαλλιέργειες, εκτροφεία γουνοφόρων ή άλλες συναφείς κτηνοτροφικές μονάδες, ιεροί ναοί, που εγκαταστάθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου χωρίς άδεια της δασικής υπηρεσίας σε δάση, δασικές εκτάσεις και δημόσιες εκτάσεις των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, συνεχίζουν τη λειτουργία τους για μια τριετία από την έναρξη ισχύος του παρόντος, εντός της οποίας οφείλουν να λάβουν την έγκριση επέμβασης των άρθρων 45 και 47Α του ν. 998/1979, όπως τα άρθρα αυτά ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 36 του παρόντος νόμου, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 6 του άρθρου 45 του ν. 998/1979, έγκριση περιβαλλοντικών όρων ή υπαγωγή σε πρότυπες περιβαλλοντικές δεσμεύσεις (ΠΠΔ), σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, καθώς και τα πιστοποιητικά από την αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία ή την άδεια δόμησης, όπου απαιτούνται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4056/2012. Κατά τη διάρκεια της ανωτέρω προθεσμίας αναστέλλεται η ισχύς των διοικητικών πράξεων αποβολής, επιβολής προστίμων, κατεδάφισης, κήρυξής τους ως αναδασωτέων, που τυχόν έχουν εκδοθεί, και, εφόσον εκδοθούν όλες οι απαιτούμενες διοικητικές πράξεις και εγκρίσεις, οι πράξεις αυτές ανακαλούνται από τη δασική υπηρεσία. Τυχόν καταβληθέντα ποσά δεν επιστρέφονται ούτε συμψηφίζονται. Η συνέχιση της λειτουργίας των ανωτέρω εγκαταστάσεων απαγορεύεται στις περιπτώσεις που εκδοθεί, πλήρως αιτιολογημένη πράξη του προϊσταμένου του αρμόδιου Δασαρχείου ή της αρμόδιας Διεύθυνσης Δασών, αν δεν υπάρχει δασαρχείο σε επίπεδο νομού, στην οποία διαπιστώνονται συνεχείς επεκτάσεις των ανωτέρω εγκαταστάσεων, κοπή ή εκχέρσωση δασικής βλάστησης, καθώς και κατασκευή κτιριακών εγκαταστάσεων, που δεν σχετίζονται με τη λειτουργία τους». Σημειωτέον ότι με το άρθρο 145 παρ. 2 του ν. 4483/2017 (Α΄ 107) η ως άνω προθεσμία παρατάθηκε για τρία (3) έτη από τη λήξη της.

 

11. Επειδή, όπως ορθώς κρίθηκε και με την εκκαλουμένη, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 52 παρ. 7 του ν. 4280/2014, η Διοίκηση δεν στερείται της δυνατότητας να εκδώσει τα σχετικά πρωτόκολλα επιβολής ειδικής αποζημίωσης, των οποίων η ισχύς και μόνο αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της σχετικής προθεσμίας, και τα οποία, λαμβανομένης υπόψη και της παρατάσεως της προθεσμίας αυτής μέχρι 31.12.2022, αποτελούν μοχλό πίεσης για την ταχύτερη διευθέτηση του ζητήματος, είτε με την κατεδάφιση των αυθαίρετων κατασκευών είτε με την λήψη των σχετικών εγκρίσεων, στην τελευταία δε περίπτωση οι πράξεις που έχουν εκδοθεί, είτε πριν είτε κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής, ανακαλούνται υποχρεωτικά. Εξάλλου, με την ως άνω διάταξη δεν καθίσταται νόμιμη η λειτουργία των επίμαχων εγκαταστάσεων για το επίμαχο χρονικό διάστημα, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνουν οι εκκαλούντες, απλώς προβλέφθηκε μία μεταβατική περίοδος ανοχής τους. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος εφέσεως -ο οποίος προβάλλεται παραδεκτώς, δεδομένου ότι, όπως βασίμως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, δεν υφίσταται νομολογία του Δικαστηρίου ως προς το επίμαχο νομικό ζήτημα- είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 

12. Επειδή, ωστόσο, ενόψει της σημασίας του τιθέμενου ζητήματος σχετικά με την ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 52 παρ. 7 του ν. 4280/2014, το Τμήμα, υπό την παρούσα σύνθεση, κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει ως προς τον λόγο αυτόν να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, κατ’ άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), να ορισθεί δικάσιμος η 5.11.2025 και εισηγητής η Πάρεδρος Μ. Μπαμπίλη.

 

 

Δ ι ά τ α ύ τ α

 

 

Απορρίπτει εν μέρει την έφεση κατά το σκεπτικό.

 

Απέχει να αποφανθεί οριστικά κατά τα λοιπά και παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος.

 

Ορίζει δικάσιμο ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως την 5.11.2025 και εισηγήτρια την Πάρεδρο Μ. Μπαμπίλη.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 2023

 

 

Η Πρόεδρος του Ε´ Τμήματος  Η Γραμματέας του Ε´ Τμήματος 

 

                                      και μετά την αποχώρησή της

 

Μαργαρίτα Γκορτζολίδου         Νικόλαος Βασιλόπουλος                                                             

 

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 19ης Φεβρουαρίου 2025.

 

 

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος                            Ο Γραμματέας                                                       

 

Χρήστος Ντουχάνης                                  Νικόλαος Βασιλόπουλος