ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΠΠρΓιαννιτσών 6/2025
Έννοια έννομης σχέσης και εννόμου συμφέροντος κατ’
άρθρ. 70 ΚΠολΔ - Νομική αοριστία -.
Εικονικότητα
της σύμβασης εταιρείας / εικονική συμμετοχή εταίρου. Η εταιρία στην οποία
ορισμένος από τους συνεταίρους συμμετέχει εικονικώς, θα πρέπει να
αντιμετωπισθεί ως μερικώς άκυρη, δηλαδή καθ’ ο μέρος αφορά στην εικονική
συμμετοχή του σε αυτήν, δίχως η μερική αυτή ακυρότητα να επιφέρει την ακυρότητα
ολόκληρης της εταιρείας, εφόσον δεν συνάγεται ότι η εταιρεία δεν θα είχε
συσταθεί χωρίς την εικονική αυτή συμμετοχή. Ως εκ τούτου, τα διά της εταιρικής
συμβάσεως αποκτώμενα εταιρικά μερίδια ή οι μετοχές υπό του παρενθέτου
προσώπου περιέρχονται άνευ εταίρου στο υποκρυπτόμενο πρόσωπο, το οποίο είναι
και ο αληθής εταίρος και το οποίο, σε περίπτωση αμφισβητήσεως των εκ της
εταιρικής σχέσεως δικαιωμάτων του από το παρένθετο πρόσωπο, δικαιούται να
ζητήσει τη δικαστική αναγνώριση αυτών.
(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία της δικηγόρου Θεσσαλονίκης Δανάης Αντωνοπούλου)
Αριθμός Απόφασης 6/2025
(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης
αγωγής ./02-4-2024)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ
(Τακτική Διαδικασία)
Συγκροτήθηκε από τους
Δικαστές, Βασιλική Δημητριάδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ελένη Τσιμέρογλου,
Πρωτοδίκη Γενικής Επετηρίδας-Εισηγήτρια, Αθηνά Βασιλειάδου, Πρωτοδίκη Γενικής
Επετηρίδας, και τη Γραμματέα, Μαλαματή Τσιρκινίδου,
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο
ακροατήριό του, στα Γιαννιτσά, τη 15η Οκτωβρίου 2024, προκειμένου να δικάσει
την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ., κατοίκου
Γιαννιτσών Πέλλας, επί της οδού ., αριθ. ., με Α.Φ.Μ. …, που παραστάθηκε δια
των εμπροθέσμως κατατεθεισών, την 31η-7-2024 (άρθρα 144, 145, 147 παρ. 2, 237
παρ. 1 εδ. α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και 9
παρ. 1 του Ν. 4640/2019), από 20-7-2024 εγγράφων προτάσεων, μετά της ομοίως
εμπροθέσμως κατατεθείσης, την 23η-9-2024, ομόχρονης έγγραφης
προσθήκης-αντίκρουσης, που υπέβαλε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, Ιορδάνης Τοπαλίδης
(Δ.Σ. Γιαννιτσών, Α.Μ.: 180) [βλ. την από 19-7-2024 εξουσιοδότηση εκ μέρους του
ενάγοντος προς τον υπογράφοντα πληρεξούσιο δικηγόρο, που προσκομίσθηκε μετά τη
συζήτηση της ένδικης υποθέσεως, κατόπιν ειδοποιήσεως, την 9η-12-2024, εκ μέρους
της Γραμματέως μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που ευρίσκεται (η ειδοποίηση)
εντός της οικείας δικογραφίας, του ως άνω δικηγόρου, στο πλαίσιο εφαρμογής των
άρθρων 227 και 237 παρ. 1 εδ. β-δ του Κώδικα
Πολιτικής Δικονομίας].
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1)
Μονοπρόσωπης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία “. –
ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗ – ΕΜΠΟΡΙΚΗ – ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”
και τον διακριτικό τίτλο “. Μ.Ι.Κ.Ε.”, που εδρεύει στα Γιαννιτσά Πέλλας (.ο
χιλιόμετρο Γιαννιτσών-Έδεσσας), νομίμως εκπροσωπουμένης,
με Α.Φ.Μ.: …, και 2) ., κατοίκου Αξού Γιαννιτσών
Πέλλας, με Α.Φ.Μ.: …, που αμφότεροι παραστάθηκαν δια των εμπροθέσμως
κατατεθεισών, την 6η-9-2024 (άρθρα 144, 145, 147 παρ. 2, 237 παρ. 1 εδ. α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και 9 παρ. 1 του Ν.
4640/2019), ομόχρονων κοινών εγγράφων προτάσεων, μετά της ομοίως εμπροθέσμως
κατατεθείσης, την 23η-9-2024, ομόχρονης έγγραφης προσθήκης-αντίκρουσης, που
υπέβαλε η πληρεξούσια δικηγόρος τους, Δανάη Αντωνοπούλου (Δ.Σ. Θεσσαλονίκης,
Α.Μ.: 9442), εταίρος της δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία “Δ. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ
- Μ. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ” και έδρα στη Θεσσαλονίκη [βλ. τις δύο (2) από 29-8-2024
εξουσιοδοτήσεις εκ μέρους των εναγομένων προς την
υπογράφουσα πληρεξούσια δικηγόρο].
Η από 12-3-2024 αγωγή
κατατέθηκε στο παρόν Δικαστήριο με αριθμό κατάθεσης ./02-4-2024 και επιδόθηκε
εμπροθέσμως στους εναγομένους, σύμφωνα με το άρθρο
215 παρ. 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [βλ. τις με αριθμούς .(Γ)/03-4-2024
και .(Γ)/03-4-2024 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου
Γιαννιτσών, .]. Για τη συζήτηση της ανωτέρω αγωγής ορίσθηκε η αναφερόμενη στην
αρχή της παρούσης δικάσιμο, ενώ, επιπλέον, ενεγράφη αυτή στο οικείο πινάκιο με
αριθμό ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 70 του
Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας: “Όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η
ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή”.
Από τη διατύπωση της διατάξεως αυτής, που είναι ουσιαστικού δικαίου, προκύπτει
ότι, είναι δυνατή η αναγνώριση με αγωγή της υπάρξεως ή ανυπαρξίας έννομης
σχέσεως ιδιωτικού δικαίου, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών
δικαστηρίων και τελεί σε κατάσταση αβεβαιότητας, εφόσον συντρέχει έννομο
συμφέρον. Ως έννομη σχέσης νοείται η βιοτική σχέση του προσώπου που αναφέρεται
σε έτερο πρόσωπο ή υλικό αγαθό και ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο.
Έννομο δε, συμφέρον υφίσταται όταν η αιτούμενη διάγνωση είναι κατάλληλο μέσο
άρσεως της υφισταμένης αβεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων και αποτροπής του
προκαλουμένου στο συμφέρον του ενάγοντος κινδύνου από αυτήν. Δεν αποτελούν
έννομη σχέση, υπό την ως άνω έννοια, τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα
αφηρημένα νομικά ζητήματα δίχως τη σύνδεσή τους με έννομη σχέση, της οποίας
ζητείται μέσω της αγωγής η προστασία. Επίσης, δεν αποτελεί έννομη σχέση η
διαπίστωση πραγματικών ή νομικών καταστάσεων δίχως καθορισμό των προσαπτομένων από το δίκαιο συνεπειών, έστω και αν
μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή όπου υπάγονται τα περιστατικά αυτά.
Περαιτέρω, έννομο συμφέρον υφίσταται όταν η προκαλούμενη με την αναγνωριστική
αγωγή δικαστική απόφαση είναι σε θέση να διαλευκάνει την αμφισβητουμένη ύπαρξη
ή ανυπαρξία της έννομης σχέσεως, να άρει τη σχετική αβεβαιότητα και να
αποτρέψει σχετικές με αυτό παρούσες ή μέλλουσες δικαστικές διενέξεις και
μάλιστα οριστικώς, με δύναμη δεδικασμένου. Συνεπώς,
αποφάσεις που δεν διαλευκαίνουν οριστικώς την έννομη σχέση, αλλά μόνο στοιχεία
ή προδικαστικά ζητήματα αυτής, δεν είναι ικανές για παραγωγή δεδικασμένου και άρα ούτε και για αναγνώριση των εν λόγω
μεμονωμένων στοιχείων, διότι πρέπει να προστεθούν και έτερα γεγονότα για την
οριστική απόφαση επί της όλης έννομης σχέσεως. Μεμονωμένα, δηλαδή, στοιχεία της
έννομης σχέσεως ή προδικαστικά αυτής στοιχεία δεν δύνανται να καταστούν
αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής. Εξάλλου, το έννομο συμφέρον, που πρέπει να
υφίσταται κατά τον χρόνο συζητήσεως της αναγνωριστικής αγωγής, και να είναι
άμεσο, κατά την έννοια του άρθρου 68 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αποτελεί
νομική έννοια και η κρίση περί συνδρομής αυτού από το δικαστήριο της ουσίας, με
βάση τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο
(βλ. ΑΠ 134/20215, ΑΠ 356/2013, ΑΠ 508/2013, ΑΠ 941/1997 στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που εκτίθενται στην
αγωγή, σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από τον Νόμο για τη θεμελίωσή της,
χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία ελέγχεται με τον προβλεπόμενο από τον αριθμό
1 του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αναιρετικό λόγο, ως παράβαση
κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Συνεπώς, νομική είναι η αοριστία, που συνδέεται με
τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντιθέτως, η έλλεψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που
θεμελιώνουν καταρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ουσιαστικό δικαίωμα και
αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου,
χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής, ενώ η επίκληση απλώς των
στοιχείων του Νόμου, δίχως αναφορά πραγματικών περιστατικών, χαρακτηρίζεται ως
ποιοτική αοριστία της αγωγής και αμφότερες ελέγχονται αναιρετικώς με τους
οριζόμενους στους αριθμούς 8 ή 14 του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής
Δικονομίας λόγους (βλ. ΟλΑΠ 18/1998, ΑΠ 683/2013, ΑΠ
1967/2006 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα «areiospagos.gr»).
II. Από το άρθρο 180 του
Αστικού Κώδικα, το οποίο ρυθμίζοντας τα αποτελέσματα ακυρότητας δικαιοπραξίας,
ορίζει ότι η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε, και που έχει την
έννοια ότι η άκυρη δικαιοπραξία δεν παράγει τα έννομα αποτελέσματα που επιδιώκονταν
με αυτήν, συνάγονται τα εξής: οι λόγοι της ακυρότητα προβλέπονται αμέσως ή
εμμέσως, αλλά σαφώς στον Νόμο. Η ακυρότητα είναι κατά κανόνα απόλυτη, υπό την
έννοια ότι δύναται να την επικαλεσθεί ουχί μόνο εκείνος που συνήψε τη
μονομερή/πολυμερή δικαιοπραξία ή σύμβαση, αλλά και οιοσδήπότε
άλλος. Κατ’ εξαίρεση, ωστόσο, είναι σχετική, συντρέχει, δε, τούτο όταν δύνανται
να την επικαλεσθούν ορισμένα μόνο πρόσωπα, στα οποία
αναγνωρίζεται το σχετικό δικαίωμα. Εξάλλου, η ακυρότητα, απόλυτη ή σχετική,
προτείνεται καταρχήν έναντι οιουδήποτε και ιδίως έναντι εκείνου που αξιώνει
δικαίωμα από την άκυρη δικαιοπραξία, κατ’ εξαίρεση, ωστόσο, δεν προτείνεται
έναντι ορισμένου τρίτου ως προ ς τη δικαιοπραξία, προβλεπομένου
αμέσως ή εμμέσως, αλλά σαφώς στον Νόμο. Η ακυρότητα, δε, απόλυτη ή σχετική,
κατά κανόνα επέρχεται αυτοδικαίως, υπό την έννοια ότι δεν απαιτείται να
κηρυχθεί με δικαστική απόφαση, ωστόσο ο Νόμος προβλέπει ορισμένες περιπτώσεις
επελεύσεως της ακυρότητας με δικαστική απόφαση. Άλλωστε, δεν αποκλείεται η έγερση
αναγνωριστικής αγωγής για την από το δικαστήριο αναγνώριση της ακυρότητας
ορισμένης δικαιοπραξίας, η ευόδωση, δε, τέτοιας αγωγής προϋποθέτει, σύμφωνα με
το άρθρο 70 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ότι ο ενάγων έχει έννομο συμφέρον
στην έναντι του εναγομένου δικαστική αναγνώριση της
ακυρότητας της δικαιοπραξίας (βλ. ΕφΠειρ 737/2006, ΕφΑθ 6038/2004 στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, καθώς και Μ. Καράση, Εγχειρίδιο Γενικών Αρχών του Αστικού Δικαίου-Δίκαιο
της Δικαιοπραξίας έκδοση 1996, σελ. 117-120). Περαιτέρω, το άρθρο 138 του
Αστικού Κώδικα ορίζει στην πρώτη, μεν, παράγραφο: «Δήλωση βούλησης που δεν
έγινε σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη», στη, δε, δεύτερη
παράγραφο: «Άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι
έγκυρη, αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη
σύστασή της». Από την πρώτη διάταξη συνάγεται ότι, η δήλωση βούλησης που δεν
έγινε σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά, αποκαλείται εικονική και είναι άκυρη,
θεωρούμενη σαν να μην έγινε (άρθρο 180 του ιδίου Κώδικα). Εικονική είναι,
λοιπόν, η δήλωση βούλησης, η οποία σε γνώση του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται
στην πραγματικότητα και έχει ως σκοπό να δημιουργήσει σε άλλους την εν τύπωση
μεταβολής ορισμένης νομικής κατάστασης, δίχως να υφίσταται πρόθεση στον δηλούντα
τέτοιας νομικής μεταβολής. Εικονική δύναται να είναι η δήλωση βούλησης ουχί
μόνο σε μονομερή δικαιοπραξία, αλλά και σε σύμβαση, στην τελευταία, δε,
περίπτωση για την αντίστοιχη ακυρότητα της σύμβασης προϋποτίθεται γνώση της
εικονικότητα από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος και συμφωνία όλων των κατά
τον χρόνο κατάρτισης συμβαλλομένων ότι η σύμβαση που συνάφθηκε δεν παράγει
έννομες συνέπειες. Εάν ο δηλών είναι άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, η εικονικότητα
(της δήλωσης βούλησης) κρίνεται από το πρόσωπο του αντιπροσώπου, ουχί, δε, του αντιπροσωπευομένου. Έτσι, για την εικονικότητα της σύμβασης
αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων
βαρύνεται με ελάττωμα, το οποίο συνίσταται στο ότι
δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων της προκύπτουν ο σκοπός ή τα αίτια που οδήγησαν
στην ελαττωματική αυτή δήλωση, εκτός αν υποκρύπτει έτερη
δικαιοπραξία και μόνο για την έρευνα του κύρους ή μη αυτής, ούτε αποτελεί
προϋπόθεση για τη θεμελίωσή της ο δόλος του οφειλέτη εις βάρος των δανειστών
του ή εν γένει πρόθεση εξαπατήσεως. Η δεύτερη διάταξη δεν είναι προσδιοριστική
της εικονικότητας, υπό την έννοια ότι οριοθετεί απλώς την έκταση και την
ενέργειά της, αλλά έχει αυτοτέλεια, διότι στηρίζεται σε νέα πραγματικά
γεγονότα, διαφορετικά από εκείνα που απαρτίζουν την εικονικότητα της εμφανούς
δικαιοπραξίας. Εξάλλου, η έννοια της εικονικότητας είμαι καθ’ εαυτήν ορισμένη και δεν απαιτείται, για την πληρότητα του
περί εικονικότητας ορισμένης δικαιοπραξίας αγωγικού
ισχυρισμού, να περιέχεται και το στοιχείο ότι άπαντες οι συμβαλλόμενοι ήταν εν
γνώσει της εικονικότητας, κατά τον χρόνο της κατάρτισης της δικαιοπραξίας, αφού
αυτό, ως σύμφυτο με την έννοια της εικονικότητας, θεωρείται αυτονόητο ως
συντρέχον. Την εικονικότητα μίας δικαιοπραξίας δύναται να επικαλεσθεί αυτός που
έκανε τη δήλωση ή οι καθολικοί και ειδικοί διάδοχοί του, οι δανειστές του και
έκαστος τρίτος μη συμβαλλόμενος, όταν έχει έννομο συμφέρον, το οποίο δύναται να
είναι υλικό ή ηθικό, ενώ υφίσταται όταν από την κατάρτιση της άκυρης σύμβασης
δημιουργείται αβεβαιότητα ως προς ορισμένη σχέση και κίνδυνος για τα συμφέροντά
του, είτε άμεσος, είτε επικείμενος. Ο εικονικώς δικαιοπρακτήσας
δύναται να αντιτάξει την εικονικότητα και την ακυρότητα από αυτήν της
δικαιοπραξίας τόσο κατά του αντισυμβληθέντος, όσο και
κατά του τρίτου, που συναλλάχθηκε εν γνώσει της εικονικότητας, ουχί, δε, και
κατά εκείνου που αγνοούσε οπωσδήποτε αυτήν. Συνεπώς, γίνεται διάκριση της
εικονικότητας σε απόλυτη, η οποία επιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της
εικονικής δικαιοπραξίας, όταν αυτή δεν καλύπτει έτερη
δικαιοπραξία, δηλαδή όταν οι δικαιοπρακτούντες δεν
ήθελαν να επέλθει με τη δικαιοπραξία ορισμένη έννομη μεταβολή, και σε σχετική,
η οποία επιφέρει την ακυρότητα της φανερής δικαιοπραξίας, που δεν έγινε στα
σοβαρά, ουχί, όμως, και εκείνης που κρύβεται κάτω από αυτήν, η οποία είναι
έγκυρη, εάν την ήθελαν τα συμβαλλόμενα μέρη και συντρέχουν οι όροι που
απαιτούνται για τη σύστασή της. Ειδικότερα, επί εικονικότητας (προσωπικής ή
κεφαλαιουχικής) εταιρείας, ασχέτως ορισμένων συνεπειών που δύνανται να επέλθουν
για το παρελθόν, χάριν ιδίως του συμφέροντος των τρίτων από την πραγματική
λειτουργία της εταιρείας, της οποίας αγνοούσαν την εικονικότητα, δεν δύναται να
γίνει λόγος για δικαιώματα και υποχρεώσεις των εταίρων που απορρέουν από την
εταιρική σύμβαση, για διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων και εταιρικών μερίδων,
ούτε δημιουργείται υποχρέωση για τον εντολοδόχο από σύμβαση εντολής για τη
διαχείριση εταιρικών υποθέσεων εικονικής προσωπικής εταιρείας. Όπως καθεμία
δικαιοπραξία έτσι και η σύμβαση εταιρείας, εάν καταρτίσθηκε κατά τα φαινόμενα
μόνο, είναι άκυρη και λογίζεται ως μη γενόμενη, είναι, δε, αδιάφορο εάν κατά
την κατάρτιση της εικονικής αυτής σύμβασης μετείχε ο ένας από τους
συμβαλλομένους κατ’ εντολή του ετέρου, αφού και τότε δεν παράγονται έννομες
συνέπειες, καθόσον λόγω της εικονικότητάς της ουδεμία μεταβολή επέρχεται στις
μεταξύ των σχέσεις, ούτε ορισμένο δικαίωμα γεννάται υπέρ αυτών. Η εικονικότητα
δύναται να αφορά τόσο στο ότι η εταιρεία υποκρύπτεται υπό έτερη
σύμβαση, όσο και ότι η εταιρεία υποκρύπτει έτερη ή
ουδεμία σύμβαση. Μεταξύ των δυνατών περιπτώσεων εικονικότητας ανήκει και η
εικονική συμμετοχή εταίρου ή η εικονικότητα ύψους συμμετοχής, δίχως
εικονικότητα της όλης εταιρείας. Με έρεισμα, μάλιστα, τη διδασκαλία της “de
facto” εταιρείας πρέπει να θεωρηθεί, ως περιεχόμενο της καλής πίστεως, ότι οι
εταιρικές ακυρότητες θεωρούνται καταρχήν μερικές ακυρότητες, οι οποίες δεν επηρεάζουν το λοιπό περιεχόμενο
της συμβάσεως. Συνακόλουθα, η εταιρεία, στην οποία ορισμένος από τους
συνεταίρους συμμετέχει εικονικώς, θα πρέπει να αντιμετωπισθεί ως μερικώς άκυρη,
δηλαδή καθ’ ο μέρος αφορά στην εικονική συμμετοχή του σε αυτήν, δίχως η μερική
αυτή ακυρότητα να επιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της εταιρείας, εφόσον δεν
συνάγεται ότι η εταιρεία δεν θα είχε συσταθεί χωρίς την εικονική αυτή
συμμετοχή. Προσέτι, εικονικότητα υφίσταται και όταν κάποιος, επιθυμώντας να
διατηρήσει μυστική έναντι των τρίτων τη συμμετοχή του σε ορισμένη δικαιοπραξία,
χρησιμοποιεί για την κατάρτιση αυτής έτερο (παρένθετο) πρόσωπο, το οποίο,
εμφανιζόμενο ως κατ’ επίφαση συμβαλλόμενος, συνάπτει τη δικαιοπραξία
φαινομενικώς, μεν, στο όνομά του, στην πραγματικότητα, όμως, για λογαριασμό του
υποκρυπτομένου προσώπου, εν γνώσει του
αντισυμβαλλομένου, ο οποίος και αποδέχεται τη συνομολόγηση της συμβάσεως υπέρ
του υποκρυπτομένου προσώπου. Στην περίπτωση αυτήν, η καταρτισθείσα σύμβαση ισχύει, κατά τη βούληση των συμβληθέντων υπέρ του καλυπτομένου
προσώπου. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και όταν, κατ’ ειδική νομοθετική διάταξη, για
τη σύσταση της συμβάσεως απαιτείται ορισμένος τύπος, αρκεί να έχει περιβληθεί
τον τύπο αυτό η εικονική, ως προς το πρόσωπο του συμβληθέντος,
σύμβαση. Επομένως, κάποιος επιθυμώντας να συστήσει (προσωπική ή κεφαλαιουχική)
εταιρεία, χωρίς να γνωρίζουν άλλοι τη συμμετοχή του σε αυτήν, δύναται να
χρησιμοποιεί προς τούτο παρένθετο πρόσωπο, το οποίο συμπράττει στην ιδρυτική
της εν λόγω εταιρείας σύμβαση, φαινομενικώς, μεν, στο όνομά του, στην
πραγματικότητα, όμως, για λογαριασμό του υποκρυπτομένου
προσώπου. Έτσι, και στην περίπτωση αυτήν, ενώ είναι άκυρη, ως εικονική, για τις
μεταξύ των σχέσεις η συμμετοχή του παρενθέτου
προσώπου στην εταιρεία, παραμένει έγκυρη η, υπό την εικονική αυτή σύμβαση,
καλυπτόμενη και υπό των συμβληθέντων θεληθείσα έτερη σύμβαση, βάσει
της οποίας αληθής εταίρος τυγχάνει το υπό του παρενθέτου
υποκρυπτόμενο πρόσωπο, εφόσον για την κατάρτιση της συμβάσεως τηρήθηκε ο αξιούμενος, κατ’ ειδική νομοθετική διάταξη, τύπος. Ως εκ
τούτου, τα δια της εταιρικής συμβάσεως αποκτώμενα εταιρικά μερίδια ή οι μετοχές
υπό του παρενθέτου προσώπου περιέρχονται άνευ ετέρου
στο υποκρυπτόμενο πρόσωπο, το οποίο είναι και ο αληθής εταίρος και το οποίο, σε
περίπτωση αμφισβητήσεως των εκ της εταιρικής σχέσεως δικαιωμάτων του από το
παρένθετο πρόσωπο, δικαιούται να ζητήσει τη δικαστική αναγνώριση αυτών (βλ. ΟλΑΠ 32/1998, ΑΠ 28/2022, ΑΠ 1454/2022, ΑΠ 1175/2021, ΑΠ
752/2020, ΑΠ 5028/2018, ΑΠ 291/2018, ΑΠ 1105/2017, ΑΠ 563/2016, ΑΠ 365/2015, ΑΠ
429/2015, ΑΠ 719, 720, 722/2011, ΑΠ 1807/2009, ΑΠ 713/2016, ΑΠ 918/2006, ΑΠ
1247/2003, ΕφΠατρ 108/2020, ΜονΕφΠατρ
535/2022, ΜονΕφΠειρ 414/2020 άπασες στην Τ.Ν.Π.
ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Στα άρθρα 43 επ. του Ν. 4072/2012 ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
Άρθρο 43: «1. Εισάγεται νέα εταιρική μορφή, η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία.
Η εταιρεία αυτή έχει νομική προσωπικότητα και είναι εμπορική, ακόμη και αν ο
σκοπός της δεν είναι εμπορική επιχείρηση. Απαγορεύεται στην ιδιωτική εταιρεία η
άσκηση επιχείρησης για την οποία έχει οριστεί από το νόμο αποκλειστικά άλλη
εταιρική μορφή. 2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 79, για τις εταιρικές
υποχρεώσεις ευθύνεται μόνο η εταιρεία με την περιουσία της. 3. Το κεφάλαιο της
ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας καθορίζεται από τους εταίρους χωρίς
περιορισμό, μπορεί δε να είναι μηδενικό. Οι εταίροι συμμετέχουν στην εταιρεία
με κεφαλαιακές, με εξωκεφαλαιακές ή με εγγυητικές
εισφορές, σύμφωνα με τα άρθρα 77 έως 79. 4. Η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία
μπορεί να συνιστάται από ένα πρόσωπο ή να καθίσταται μονοπρόσωπη. Το όνομα του
μοναδικού εταίρου υποβάλλεται σε δημοσιότητα δια του Γ.Ε.Μ.Η. 5. Το καταστατικό
της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας και οι τροποποιήσεις του, εφόσον είναι
ιδιωτικά έγγραφα, καθώς και οι αποφάσεις των εταίρων της και τα πρακτικά
μπορούν να συντάσσονται και σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής
Ένωσης. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται το άρθρο 14 του Ν. 3419/2005. Στις σχέσεις
της εταιρείας και των εταίρων με τους τρίτους υπερισχύει το κείμενο στην
ελληνική». Άρθρο 44: “1. H επωνυμία της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας
σχηματίζεται είτε από το όνομα ενός ή περισσότερων εταίρων είτε από το
αντικείμενο της δραστηριότητας που ασκεί είτε από άλλες λεκτικές ενδείξεις. Η
επωνυμία της εταιρείας μπορεί να αποδίδεται ολόκληρη ή εν μέρει με λατινικούς
χαρακτήρες. 2. Στην επωνυμία της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας πρέπει να
περιέχονται σε κάθε περίπτωση ολογράφως οι λέξεις «Ιδιωτική Κεφαλαιουχική
Εταιρεία» ή το ακρωνύμιο «Ι.Κ.Ε». Για τις διεθνείς συναλλαγές, οι ανωτέρω
λέξεις εκφράζονται ως “Single Member
Private Company” ή/και «Single Member P.C.» Άρθρο 46: “1.
Η διάρκεια της εταιρείας είναι ορισμένου χρόνου ή αόριστη. 2. Αν η διάρκεια της
εταιρείας είναι ορισμένου χρόνου, αυτή ορίζεται στο καταστατικό και αποδίδεται
σε έτη. 3. Η διάρκεια της εταιρείας είναι αόριστη, εφόσον: α) έχει οριστεί ρητά
στο καταστατικό ως αόριστη ή β) έχει λήξει ο χρόνος διάρκειας που έχει οριστεί
στο καταστατικό και οι εταίροι δεν αποφασίσουν τη λύση της εταιρείας». Άρθρο
49: Η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία συνιστάται από ένα ή περισσότερα φυσικά ή
νομικά πρόσωπα (ιδρυτές). 2. Η πράξη σύστασης της εταιρείας καταρτίζεται με
έγγραφο που πρέπει να περιέχει το καταστατικό. Το έγγραφο αυτό είναι
συμβολαιογραφικό, αν το επιβάλλει ειδική διάταξη νόμου αν εισφέρονται την
εταιρεία περιουσιακά στοιχεία, για τη μεταβίβαση των οποίων απαιτείται ο τύπος
αυτός, ή αν επιλέγεται από τα μέρη». Άρθρο 75: «1. Η συμμετοχή στην ιδιωτική
κεφαλαιουχική εταιρεία προϋποθέτει την απόκτηση ενός ή περισσότερων εταιρικών
μεριδίων. Τα εταιρικά μερίδια δεν μπορούν να παρασταθούν με μετοχές. Η εταιρεία
μπορεί να χορηγεί έγγραφο για τα εταιρικά μερίδια που δεν έχει χαρακτήρα αξιόγραφου.
2. Ο αρχικός αριθμός των εταιρικών μεριδίων κάθε εταίρου ορίζεται στο
καταστατικό κατά το άρθρο 50. Στη συνέχεια ο αριθμός αυτός μπορεί να
αυξομειώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. 3. Τα εταιρικά
μερίδια έχουν ονομαστική αξία τουλάχιστον ενός (1) ευρώ. Η ονομαστική αξία
είναι ίδια για όλα τα εταιρικά μερίδια ανεξάρτητα από το είδος της εισφοράς
στην οποία αντιστοιχούν. 4. Τα εταιρικά μερίδια μπορεί να αποτελούν αντικείμενο
κοινωνίας, επικαρπίας ή ενεχύρου. Υποχρεώσεις που προκύπτουν από εξωκεφαλαιακές ή εγγυητικές εισφορές, κατά την έννοια των
άρθρων 78 και 79, βαρύνουν αποκλειστικά τον ψιλό κύριο ή τον ενεχυριαστή.
Εκείνος που έχει το δικαίωμα ψήφου ορίζεται από το καταστατικό, άλλως ισχύουν
αναλόγως τα άρθρα 1177 και 1245 του Αστικού Κώδικα. 5. Αν εταιρικό μερίδιο
περιέλθει σε περισσότερους, οι συνδικαιούχοι οφείλουν
να υποδείξουν στην εταιρεία κοινό εκπρόσωπο. Αν, δεν υποδείξουν, δηλώσεις που
έχουν σχέση με την εταιρική ιδιότητα των συνδικαιούχων
μπορεί να γίνουν εγκύρως προς οποιονδήποτε από αυτούς». Άρθρο 95: “1. Κάθε
σύμβαση μεταξύ εταιρείας και των εταίρων ή του διαχειριστή πρέπει να
καταγράφεται στο βιβλίο πρακτικών του άρθρου 66 με μέριμνα του διαχειριστή και
να ανακοινώνεται σε όλους τους εταίρους μέσα σε ένα μήνα από τη σύναψή τους. Αν
η εταιρεία είναι μονοπρόσωπη, η καταγραφή αυτή αποτελεί προϋπόθεση του κύρους
της σύμβασης, εκτός αν η σύμβαση αφορά τρέχουσες πράξεις που συνάπτονται υπό
κανονικές συνθήκες. 2. Το καταστατικό μπορεί να υποβάλλει συγκεκριμένες ή και
όλες τις συμβάσεις της παραγράφου 1 σε έγκριση των εταίρων. 3. Η εκτέλεση των
συμβάσεων της παραγράφου 1 απαγορεύεται, εφόσον με την εκτέλεση αυτή
ματαιώνεται, εν όλω ή εν μέρει, η ικανοποίηση των
λοιπών δανειστών της εταιρείας. 4. Συμφωνίες εταιρείας και εταίρων, που αφορούν
τη διαχείριση της περιουσίας της εταιρείας εκ μέρους των τελευταίων, είναι
επιτρεπτές».
IV. Σύμφωνα με το άρθρο 2
του προεδρικού διατάγματος 346/2001: «Για την εφαρμογή των διατάξεων του
παρόντος νοούνται: α. «επάγγελμα οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων», η
δραστηριότητα κάθε επιχείρησης η οποία εκτελεί μεταφορά εμπορευμάτων για
λογαριασμό τρίτων είτε με όχημα με κινητήρα είτε με συνδυασμό οχημάτων … γ.
«επιχείρηση»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί κερδοσκοπική ή μη
δραστηριότητα, κάθε οργάνωση ή ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα που
ασκεί κερδοσκοπική ή μη δραστηριότητα, καθώς και κάθε δημόσιος οργανισμός που
έχει ιδία νομική προσωπικότητα ή εξαρτάται από αρχή έχουσα νομική
προσωπικότητα», ενώ κατ’ άρθρο 3 του ιδίου ως άνω προεδρικού διατάγματος: «1.
Κάθε επιχείρηση που επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμα του οδικού μεταφορέα
επιβατών ή εμπορευμάτων, πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) να
παρέχει εχέγγυα αξιοπιστίας, β) να διαθέτει την κατάλληλη οικονομική επιφάνεια,
γ) να πληροί την προϋπόθεση της
επαγγελματικής επάρκειας, μπορεί να ασκήσει το επάγγελμα του οδικού μεταφορέα
εμπορευμάτων ή επιβατών, αρκεί να ορίσει ένα άλλο άτομο για να διευθύνει μόνιμα
και πραγματικά τις δραστηριότητες της επιχείρησής του, το οποίο πρέπει να
πληροί τις προϋποθέσεις της αξιοπιστίας και επαγγελματικής επάρκειας … 6. (α) Η
επαγγελματική επάρκεια συνίσταται στην κατοχή των γνώσεων που αντιστοιχούν στο
επίπεδο εκπαίδευσης το οποίο προβλέπεται στο παράρτημα I του άρθρου 16 του
παρόντος, στα θέματα που απαριθμούνται σε αυτό, (β) Η κατοχή των γνώσεων αυτών
αποδεικνύεται με το πιστοποιητικό επάρκειας, που χορηγείται από τις Περιφέρειες
στους ενδιαφερομένους, έπειτα από παρακολούθηση μαθημάτων σε ειδικές Σχολές
Επαγγελματικής Κατάρτισης Μεταφορέων (ΣΕΚΑΜ) και επιτυχείς γραπτές εξετάσεις
που διοργανώνονται από αυτές (Περιφέρειες) … (στ) Το
Πιστοποιητικό Επαγγελματικής Επάρκειας που έχει χορηγηθεί σε ένα πρόσωπο μπορεί
να χρησιμοποιηθεί σε μία και μόνο μεταφορική επιχείρηση ως απόδειξη πλήρωσης
της προϋπόθεσης αυτής (επαγγελματικής επάρκειας). 7. Στις επιχειρήσεις που
υποδεικνύουν ότι πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου χορηγείται από
την Υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων άδεια
άσκησης επαγγέλματος οδικού μεταφορέα επιβατών ή εμπορευμάτων ανάλογα, μετά από
αίτηση του ενδιαφερομένου. Σε αντίθετη περίπτωση, εκδίδεται αιτιολογημένη
απόφαση του οικείου νομάρχη περί απόρριψης του σχετικού αιτήματος. Στους
μεταφορείς χορηγείται ο τύπος άδειας άσκησης επαγγέλματος οδικού μεταφορέα που
απεικονίζεται στο Παράρτημα Η του άρθρου 16 του παρόντος». Περαιτέρω, στο άρθρο
3 του Κανονισμού 1071/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της
21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων, όσον αφορά τους
όρους που πρέπει να πληρούνται για την άσκηση του επαγγέλματος του οδικού
μεταφορέα, και την κατάργηση της οδηγίας 96/26/ΕΚ του Συμβουλίου, προβλέπεται
ότι: «1. Οι επιχειρήσεις που ασκούν το επάγγελμα του οδικού μεταφορέα πρέπει:
α) να έχουν πραγματικό και σταθερό τόπο εγκατάστασης σε ένα κράτος μέλος, β) να
παρέχουν εχέγγυα αξιοπιστίας, γ) να διαθέτουν την κατάλληλη οικονομική
επιφάνεια και δ) να διαθέτουν την κατάλληλη επαγγελματική επάρκεια. 2. Τα κράτη
μέλη δύνανται να αποφασίσουν την επιβολή πρόσθετων απαιτήσεων, οι οποίες πρέπει
να είναι αναλογικές και να μην επιφέρουν διακρίσεις και τις οποίες πρέπει να
πληρούν οι επιχειρήσεις για να λάβουν άδεια άσκησης του επαγγέλματος του οδικού
μεταφορέα», ενώ στο άρθρο 4 του ιδίου ανωτέρω Κανονισμού ορίζεται ότι: «1. Η
επιχείρηση που ασκεί το επάγγελμα του οδικού μεταφορέα ορίζει ένα τουλάχιστον
φυσικό πρόσωπο, τον διαχειριστή μεταφορών, ο οποίος ικανοποιεί τις απαιτήσεις
που προβλέπονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία β) και δ) και ο οποίος: α)
διαχειρίζεται συνεχώς και πραγματικά τις μεταφορικές δραστηριότητες της
επιχείρησης, β) έχει γνήσια σχέση με την επιχείρηση ως μισθωτός, διευθυντής,
κύριος ή μέτοχος ή τη διοικεί ή, εάν η επιχείρηση είναι φυσικό πρόσωπο, είναι
το πρόσωπο αυτό και γ) έχει την κατοικία του εντός της Κοινότητας. 2. Εάν μια
επιχείρηση δεν πληροί την απαίτηση επαγγελματικής επάρκειας που προβλέπει το άρθρο
3 παράγραφος 1 στοιχείο δ), η αρμόδια αρχή μπορεί να της επιτρέψει να ασκεί το
επάγγελμα του μεταφορέα χωρίς να έχει ορισθεί διαχειριστής μεταφορών σύμφωνα με
την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, υπό τις εξής προϋποθέσεις: α) η επιχείρηση
θα ορίσει ένα φυσικό πρόσωπο με κατοικία εντός της Κοινότητας, το οποίο θα
πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχεία β) και δ) και το οποίο
θα είναι εξουσιοδοτημένο, βάσει σύμβασης, να εκτελεί τα καθήκοντα του
διαχειριστή μεταφορών για λογαριασμό της επιχείρησης, β) η σύμβαση που συνδέει
την επιχείρηση με το πρόσωπο που αναφέρεται στο στοιχείο α) θα διευκρινίζει τα
καθήκοντα που πρέπει να φέρει σε πέρας το πρόσωπο αυτό κατά τρόπο
αποτελεσματικό και συνεχή και θα αναφέρει τις αρμοδιότητές του ως διαχειριστή
μεταφορών. Στα προσδιοριζόμενα καθήκοντα περιλαμβάνονται ιδίως αυτά που
συνδέονται με τη διαχείριση της συντήρησης των οχημάτων, τον έλεγχο των
συμβάσεων και των παραστατικών μεταφοράς, τη βασική λογιστική, τη διάθεση των
φορτίων ή την κατανομή των υπηρεσιών σε οδηγούς και οχήματα και τον έλεγχο των
διαδικασιών που αφορούν την ασφάλεια, γ) υπό την ιδιότητά του/της ως
διαχειριστή μεταφορών, το πρόσωπο που αναφέρεται στο στοιχείο α) δύναται να
διευθύνει τις δραστηριότητες μεταφοράς το πολύ τεσσάρων διαφορετικών
επιχειρήσεων, οι οποίες εκτελούνται με μέγιστο συνδυασμένο στόλο 50 οχημάτων
συνολικά. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να περιορίσουν τον αριθμό των
επιχειρήσεων ή/και το μέγεθος του συνολικού στόλου οχημάτων τα οποία μπορεί να
διαχειρίζεται το πρόσωπο αυτό, και δ) το πρόσωπο που αναφέρεται στο στοιχείο α)
θα εκτελεί τα συγκεκριμένα καθήκοντα αποκλειστικά προς όφελος της επιχείρησης
και οι αρμοδιότητές του θα ασκούνται ανεξάρτητα από όλες τις επιχειρήσεις για
τις οποίες η επιχείρηση εκτελεί μεταφορές. 3. Τα κράτη μέλη μπορούν να
αποφασίσουν ότι ο διαχειριστής μεταφορών που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο
1 δεν μπορεί, επιπρόσθετα, να έχει διοριστεί για τα καθήκοντα που ασκούνται
σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή ότι μπορεί να έχει διοριστεί μόνο για περιορισμένο
αριθμό επιχειρήσεων ή για στόλο οχημάτων μικρότερο από τον προβλεπόμενο στην
παράγραφο 2 στοιχείο γ). 4. Η επιχείρηση ενημερώνει την αρμόδια αρχή σχετικά με
τον διαχειριστή ή τους διαχειριστές μεταφορών που έχουν οριστεί». Έτι
περαιτέρω, κατ’ άρθρο 2 παρ. 7-9 του Ν.3887/2010 (ως ισχύει μετά τους Νόμους
4038/2012, 4233/2014 και 4850/2021): «7. Μεταφορικές επιχειρήσεις συνιστούν: α.
Οι εμπορικές εταιρίες οποιοσδήποτε νομικής μορφής, οι οποίες έχουν νομική
προσωπικότητα και οι οποίες πληρούν τα κριτήρια πρόσβασης στο επάγγελμα του
οδικού μεταφορέα, όπως καθορίζονται στο π.δ. 346/2001
και στον Κανονισμό 1071/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, β.
Τα φυσικά πρόσωπα που πληρούν τα κριτήρια πρόσβασης στο επάγγελμα του οδικού
μεταφορέα, όπως καθορίζονται στο π.δ 346/2001 και
στον Κανονισμό 1071/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, γ. Οι
μεταφορικές επιχειρήσεις άλλης μορφής, που δεν υπάγονται στις περιπτώσεις α’
και β’, οι οποίες ήδη λειτουργούν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου και οι
οποίες μπορούν να λειτουργούν με αυτή τη μορφή για χρονικό διάστημα δώδεκα (12)
ετών από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου της παρ. 1 του άρθρου 14. 8. Ως
οδικός μεταφορέας νοείται η επιχείρηση, που πληροί τα κριτήρια πρόσβασης στο
επάγγελμα του οδικού μεταφορέα, όπως καθορίζονται στο π.δ.
346/2001 και στον Κανονισμό 1071/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου. 9. Οι εμπορευματικές μεταφορές διενεργούνται αποκλειστικά από τις
μεταφορικές επιχειρήσεις, που λειτουργούν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος
νόμου, καθώς και από τις μεταφορικές εταιρείες, που συνιστώνται κατά τις
διατάξεις του παρόντος νόμου».
Στην προκειμένη περίπτωση, ο
ενάγων εκθέτει, με την υπό κρίση αγωγή του, ότι, σύμφωνα με το υπ’ αριθμόν
./22-2-2011 έγγραφο της Συμβολαιογράφου Γιαννιτσών, . ., συστήθηκε η
μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «. ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ», με έδρα στα Γιαννιτσά Πέλλας, με μοναδικό
μέτοχο-ιδρυτή τον δεύτερο των εναγομένων και σκοπό τη
διενέργεια οδικών μεταφορών στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ότι, με τη νομίμως
δημοσιευθείσα υπ’ αριθμόν ./04-5-2020 πράξη της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου
Γιαννιτσών, η προαναφερόμενη εταιρεία μετατράπηκε στην πρώτη των εναγομένων ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία με την επωνυμία
«. - ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗ - ΕΜΠΟΡΙΚΗ - ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ», με έδρα στα Γιαννιτσά Πέλλας, με μοναδικό μέτοχο-ιδρυτή-διαχειριστή
τον δεύτερο των εναγομένων και σκοπούς την παροχή
υπηρεσιών παντός είδους μεταφοράς στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με ιδιόκτητα ή
μισθωμένα οχήματα, την παροχή υπηρεσιών διαμεταφοράς,
ήτοι οδικής, σιδηροδρομικής, θαλάσσιας, ποτάμιας και αεροπορικής, την παροχή
υπηρεσιών αποθήκευσης-διανομής- συσκευασίας-εφοδιαστικής («logistics»)
και εν γένει διαχείρισης της ροής — εμπορευμάτων τρίτων στην Ελλάδα και το
εξωτερικό, την εμπορία επαγγελματικών-επιβατικών οχημάτων, εξαρτημάτων και
ανταλλακτικών αυτών, προερχομένων από την εγχώρια ή τη διεθνή αγορά, τη
μίσθωση- εκμίσθωση επαγγελματικών και επιβατικών οχημάτων με ή χωρίς οδηγό,
καθώς και τη λειτουργία (πολυ)συνεργείων για την
επισκευή επαγγελματικών και επιβατικών οχημάτων. Ότι η εναγόμενη εταιρεία
φαινομενικά ιδρύθηκε από τον δεύτερο των εναγομένων-ανεψιό
του ιδίου (του ενάγοντος), εξαιτίας της ισχύουσας απαγόρευσης ίδρυσης ή
συμμετοχής σε μεταφορική εταιρεία φυσικού προσώπου, μη κατέχοντας άδεια
ασκήσεως του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα. Ότι, αφού επιτεύχθηκε η λήψη
της αδείας του οδικού μεταφορέα από τον δεύτερο των εναγομένων,
ο ίδιος (ο ενάγων) αποφάσισε την ίδρυση της εναγόμενης εταιρείας στο όνομα του εναγομένου, ενώ στην πραγματικότητα αυτός (ο ενάγων) ήταν ο
ιδρυτής και μέτοχος της εταιρείας κατά ποσοστό 51,00%. Ότι ο ίδιος (ο ενάγων)
και ο εναγόμενος ήταν ομόρρυθμα μέλη της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία
«. ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε», με έδρα στα Γιαννιτσά Πέλλας και με αντικείμενo
δραστηριότητας την εμπορία μεταχειρισμένων φορτηγών αυτοκινήτων και οχημάτων
μεταφοράς, η οποία συστήθηκε με το νομίμως δημοσιευθέν από 22-5-1986 ιδιωτικό
συμφωνητικό και εν συνεχεία τροποποιήθηκε με τα ειδικότερα αναφερόμενα νομίμως
δημοσιευθέντα από 18-3-1987, 07-7-1992, 05-2-1993, 05-8-1994, 31-7-2006 και
25-9-2006 ιδιωτικά συμφωνητικά. Ότι η ως άνω ετερόρρυθμη εταιρεία υπήρξε
εξαρχής αμιγώς οικογενειακή εταιρεία, αποδοτική και ωφέλιμη για όλα τα μέλη
της. Ότι η εναγόμενη εταιρεία συστήθηκε με απόφαση, επιμέλεια και έξοδα του
ιδίου (του ενάγοντας), φαινομενικά στο όνομα του δευτέρου των εναγομένων, κατόχου άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος του
μεταφορέα, και αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση των αναγκών της ανωτέρω «μητρικής»
ετερόρρυθμης εταιρείας, οι οποίες συστεγάζονταν στο περιγραφόμενο αγροτεμάχιο.
Ότι η εναγόμενη εταιρεία συστήθηκε στην πραγματικότητα από τον ίδιο (τον
ενάγοντα), με ίδια συμμετοχή, όπως και στην παραπάνω «μητρική» ετερόρρυθμη
εταιρεία, ποσοστού 51,00%, άλλως από τα μέλη της ως άνω «μητρικής» ετερόρρυθμης
εταιρείας, ήτοι από τον ίδιο (τον ενάγοντα), κατά ποσοστό 51,00%, τον δεύτερο
των εναγομένων, κατά ποσοστό 25,00%, και τον αδελφό
του τελευταίου-ετερόρρυθμο μέλος, ., κατά ποσοστό 24,00%. Ότι η αναγκαιότητα
ίδρυσης της εναγόμενης εταιρείας συνίστατο στο ότι οι αγοραστές των μεταχειρισμένων
οχημάτων της προαναφερομένης ετερόρρυθμης εταιρείας
χρειάζονταν συνήθως και άδεια δημοσίας χρήσεως, συνδεόμενη με το εκάστοτε
πωλούμενο από την εν λόγω ετερόρρυθμη εταιρεία όχημα. Ότι, εξαιτίας του ότι η
ως άνω ετερόρρυθμη εταιρεία δεν μπορούσε να συμπεριλάβει στο αντικείμενό της τις
μεταφορές, αυτός (ο ενάγων) επέλεξε την ίδρυση της εναγόμενης εταιρείας στο
όνομα του δευτέρου των εναγομένων, που είχε άδεια
μεταφορέα και ουδέπoτε πραγματοποίησε έστω και ένα
δρομολόγιο, αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση των αναγκών της προαναφερομένης
ετερόρρυθμης εταιρείας. Ότι η ανωτέρω ετερόρρυθμη εταιρεία συχνά αναλάμβανε
στην κατοχή της πωληθέντα οχήματα, λόγω μη πληρωμής
του τιμήματος αυτών που είχαν ταξινομηθεί στη Βουλγαρία και είχαν λάβει
βουλγαρικές πινακίδες, λόγω, δε, του ότι καθεμία οφειλή, που είχε ο κάτοχος των
πωληθέντων οχημάτων προς τρίτους ή κυρίως το
Βουλγαρικό Δημόσιο, συνδεόταν με τα οχήματα που είχαν τις βουλγαρικές πινακίδες
και προκειμένου η ανωτέρω ετερόρρυθμη εταιρεία να μην επιβαρύνεται με τα χρέη
που συνδέονταν με την άδεια κυκλοφορίας, απαιτείτο η «επανεισαγωγή»
δια του εκτελωνισμού τους και η λήψη νέων ελληνικών πινακίδων κυκλοφορίας,
βάσει συνδεομένης αδείας δημοσίας χρήσεως. Ότι
ειδικότερα η παραπάνω ετερόρρυθμη εταιρεία είχε πωλήσει φορτηγό όχημα στον
πελάτη της, ., που δεν κατόρθωσε να εξοφλήσει και ο οποίος συμφώνησε με τον
ίδιο (τον ενάγοντα) την πώληση του ιδίου φορτηγού, μετά της συνοδευομένης
αδείας δημοσίας χρήσεως, η οποία (πώληση) ήταν αδύνατη, διότι η εν λόγω
πωλήτρια ετερόρρυθμη εταιρεία δεν διέθετε άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος
δημοσίων μεταφορών. Ότι όλα τα παραπάνω περιστατικά ήταν εν γνώσει του δευτέρου
των εναγομένων και προς το συμφέρον όλων των μελών
της ως άνω «μητρικής» ετερόρρυθμης εταιρείας, η διεύρυνση της δραστηριότητας
της οποίας επιτεύχθηκε με την ίδρυση της εναγόμενης εταιρείας. Ότι μετά τη
διάρρηξη των σχέσεων αυτού (του ενάγοντος) με τον δεύτερο των εναγομένων, στις αρχές του έτους 2016, ο τελευταίος
οικειοποιήθηκε την εναγόμενη εταιρεία, κρατώντας και τα οχήματα που μεταβίβασε
σε αυτήν η παραπάνω ετερόρρυθμη εταιρεία, με αποτέλεσμα αυτός (ο ενάγων) να
δικαιούται να ζητήσει την αναγνώριση της εικονικότητας της εναγόμενης
εταιρείας, στην οποία πραγματικός μέτοχος είναι ο ίδιος (ο ενάγων) κατά ποσοστό
51,00%. Με βάση, δε, το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζητεί να αναγνωρισθεί η
εικονικότητα της εναγόμενης εταιρείας ως προς το πρόσωπο του μοναδικού
ιδρυτή-μετόχου-δευτέρου των εναγομένων, ενώ, τέλος,
να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.
Η κρινόμενη αγωγή, για το
αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή του προβλεπομένου,
κατ’ άρθρο 33 παρ. 1 του Ν. 4446/2016, τέλους δικαστικού ενσήμου, λόγω της
αναγνωριστικής φύσεως αυτής, ούτε υπόκειται στη διαδικασία διαμεσολάβησης,
ελλείψει εξουσίας διάθεσης εκ μέρους των διάδικων πλευρών του αντικειμένου της
ένδικης διαφοράς (άρθρα 3 παρ. 1 και 6 παρ. 1 του Ν.4640/2019), αρμοδίως
εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο, σύμφωνα με τα άρθρα 13, 14, 16,
17, 18 παρ. 1, 22, 25 παρ. 2 και 37 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,
καθόσον συνιστά μη αποτιμητή σε χρήμα διαφορά,
προκειμένου να εκδικασθεί κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία. Ωστόσο, αυτή
κρίνεται απορριπτέα πρωτίστως ως απαράδεκτη λόγω (νομικής και ποιοτικής)
αοριστίας. Ειδικότερα, δεν εκτίθενται στο υπό κρίση αγωγικό
δικόγραφο, με σαφήνεια, ακρίβεια και πληρότητα, εκείνα τα (ουσιώδη) πραγματικά
περιστατικά, που είναι απαραίτητα για τη θεμελίωσή της και συνδέονται, κατόπιν
αυτεπάγγελτης νομικής υπαγωγής αυτών, με τους εφαρμοστέους, στην ένδικη
υπόθεση, κανόνες ουσιαστικού δικαίου. Πλέον συγκεκριμένα, δεν καθίσταται
απολύτως σαφές, όπως επιτάσσει το άρθρο 216 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το
εάν τα παραπάνω μνημονευόμενα, ελλιπή και ενδοιαστικώς διατυπωμένα, πραγματικά
περιστατικά, στα οποία ερείδεται το προβαλλόμενο αναγνωριστικό αγωγικό αίτημα, συνδέονται με απόλυτη ή μερική ακυρότητα,
συνεπεία της επικαλουμένης εικονικότητας της εναγόμενης ιδιωτικής
κεφαλαιουχικής εταιρείας, δεδομένου, μάλιστα, ότι, όπως προαναπτύχθηκε
στην υπό στοιχείο II μείζονα σκέψη της παρούσης, οι εταιρικές ακυρότητες θεωρούνται καταρχήν μερικές ακυρότητες,
οι οποίες δεν επηρεάζουν το όλο περιεχόμενο της εταιρικής συμβάσεως. Εξάλλου, ο
ενάγων ισχυρίζεται, επί λέξει, ότι: «η εναγόμενη εταιρεία φαινομενικά ιδρύθηκε
από τον δεύτερο των εναγομένων-ανεψιό του ιδίου,
εξαιτίας της ισχύουσας απαγόρευσης ίδρυσης ή συμμετοχής σε μεταφορική εταιρεία
φυσικού προσώπου, μη κατέχοντος άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του οδικού
μεταφορέα», «ότι, αφού επιτεύχθηκε η λήψη της αδείας του οδικού μεταφορέα από
τον δεύτερο των εναγομένων, ο ίδιος αποφάσισε την
ίδρυση της εναγόμενης εταιρείας στο όνομα του εναγομένου,
ενώ στην πραγματικότητα αυτός ήταν ο ιδρυτής και μέτοχος της εταιρείας κατά
ποσοστό 51,00%», «ότι η εναγόμενη εταιρεία συστήθηκε με απόφαση, επιμέλεια και
έξοδα του ιδίου, φαινομενικά στο όνομα του δευτέρου των εναγομένων,
κατόχου άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος του μεταφορέα, και αποκλειστικά προς
εξυπηρέτηση των αναγκών της ανωτέρω «μητρικής» ετερόρρυθμης εταιρείας», «ότι η
εναγόμενη εταιρεία συστήθηκε στην πραγματικότητα από τον ίδιο (τον ενάγοντα),
με ίδια συμμετοχή, όπως και στην παραπάνω «μητρική» ετερόρρυθμη εταιρεία,
ποσοστού 51,00%, άλλως από τα μέλη της ως άνω «μητρικής» ετερόρρυθμης
εταιρείας, ήτοι από τον ίδιο (τον ενάγοντα), κατά ποσοστό 51,00%, τον δεύτερο
των εναγομένων, κατά ποσοστό 25,00%, και τον αδελφό
του τελευταίου-ετερόρρυθμο μέλος, ., κατά ποσοστό 24,00%», «ότι η αναγκαιότητα
ίδρυσης της εναγόμενης εταιρείας συνίστατο στο ότι οι αγοραστές των μεταχειρισμένων
οχημάτων της προαναφερομένης ετερόρρυθμης εταιρείας
χρειάζονταν συνήθως και άδεια δημοσίας χρήσεως, συνδεόμενη με το εκάστοτε
πωλούμενο από την εν λόγω ετερόρρυθμη εταιρεία όχημα», «ότι, εξαιτίας του ότι η
ως άνω ετερόρρυθμη εταιρεία δεν μπορούσε να συμπεριλάβει στο αντικείμενό της
τις μεταφορές, αυτός (ο ενάγων) επέλεξε την ίδρυση της εναγόμενης εταιρείας στο
όνομα του δευτέρου των εναγομένων», με αποτέλεσμα να επιρρωνύεται ο όλως αόριστος
χαρακτήρας του κρινόμενου αγωγικού δικογράφου.
Περαιτέρω, ουδόλως εξειδικεύεται στο υπό κρίση αγωγικό
δικόγραφο, όπως απαιτείται κατ’ άρθρο 70 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και
σύμφωνα με τα προδιαληφθέντα στην υπό στοιχείο I
μείζονα σκέψη της παρούσης, το ειδικό και άμεσο έννομο συμφέρον στο πρόσωπο του
ενάγοντας ως προς την αιτούμενη αναγνώριση της διατεινομένης
ακυρότητας, λόγω εικονικότητας, της εναγόμενης εταιρείας, ενώ ουδόλως αρκεί η
λίαν σύντομη και όλως αόριστη αναφορά: «μετά τη
διάρρηξη των σχέσεων αυτού (του ενάγοντας) με τον δεύτερο των εναγομένων, στις αρχές του έτους 2016, ο τελευταίος
οικειοποιήθηκε την εναγόμενη εταιρεία, κρατώντας και τα οχήματα που μεταβίβασε
σε αυτήν η παραπάνω ετερόρρυθμη εταιρεία». Σε κάθε, δε, περίπτωση, η κρινόμενη
αγωγή τυγχάνει απορριπτέα και ως νομικά αβάσιμη. Πλέον συγκεκριμένα, οι αγωγικοί, περί της απαγόρευσης ίδρυσης ή συμμετοχής σε
μεταφορική εταιρεία φυσικού προσώπου, μη κατέχοντας άδεια ασκήσεως του
επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα, καθώς και περί της αδυναμίας της
αναφερομένης ετερόρρυθμης εταιρείας να συμπεριλάβει στο αντικείμενό της τις
μεταφορές, ισχυρισμοί, που επιχειρούν να επιστηρίξουν
τη διατεινομένη εικονικότητα της εναγόμενης
εταιρείας, απορρίπτονται ως μη νόμιμοι, διότι, σύμφωνα με το παρατιθέμενο στην
υπό στοιχείο IV μείζονα σκέψη της παρούσης ισχύσαν, κατά τον επικαλούμενο χρόνο
ιδρύσεως της εναγόμενης εταιρείας (04-5-2020), νομοθετικό πλαίσιο, δεν υφίστατο
η προρρηθείσα απαγόρευση, δεδομένου ότι μεταφορικές
επιχειρήσεις εδύναντο να συνιστούν εμπορικές
εταιρείες οιασδήποτε νομικής μορφής, έχουσες νομική προσωπικότητα και πληρουμένων των κριτηρίων πρόσβασης στο επάγγελμα του
οδικού μεταφορέα, όπως αυτά καθορίζονται στο π.δ.
346/2001 και στον Κανονισμό 1071/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και
Συμβουλίου. Σημειώνεται, άλλωστε, ότι, από την επισκόπηση της νομίμως
δημοσιευθείσης με αριθμό ./04-5-2020 συμβολαιογραφικής πράξεως, μετατράπηκε η
τέως μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «. ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ», καταργουμένου του
νομίμως δημοσιευθέντος με αριθμό ./22-2-2011 συστατικού αυτής συμβολαιογραφικού
καταστατικού, στην εναγόμενη ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία με την επωνυμία «.
- ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗ - ΕΜΠΟΡΙΚΗ - ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ», εδρεύουσα στα Γιαννιτσά Πέλλας, με
μοναδικό εταίρο-διαχειριστή τον δεύτερο των εναγομένων
και σκοπούς την παροχή υπηρεσιών παντός είδους μεταφοράς στην Ελλάδα και το
εξωτερικό, με ιδιόκτητα ή μισθωμένα οχήματα, την παροχή υπηρεσιών διαμεταφοράς, ήτοι οδικής, σιδηροδρομικής, θαλάσσιας,
ποτάμιας και αεροπορικής, την παροχή υπηρεσιών αποθήκευσης - διανομής -
συσκευασίας - εφοδιαστικής («logistics») και εν γένει
διαχείρισης της ροής εμπορευμάτων τρίτων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, την
εμπορία επαγγελματικών - επιβατικών οχημάτων, εξαρτημάτων και ανταλλακτικών
αυτών, προερχομένων από την εγχώρια ή τη διεθνή αγορά, τη μίσθωση - εκμίσθωση
επαγγελματικών και επιβατικών οχημάτων με ή χωρίς οδηγό, καθώς και τη
λειτουργία (πολυ)συνεργείων για την επισκευή -
κατασκευή - βελτίωση - αναβάθμιση - προσαρμογή επαγγελματικών - επιβατικών
οχημάτων, μερών και εξαρτημάτων αυτών. Συνακόλουθα, από τη 13η Μαΐου 2020,
οπότε και καταχωρήθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο η προρρηθείσα
με αριθμό ./04-5-2020 συμβολαιογραφική πράξη συστάσεως της εναγόμενης
εταιρείας, κι εφεξής, δεν υφίσταται ως νομικό πρόσωπο η αναφερόμενη στο αγωγικό δικόγραφο μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης
ευθύνης, παρά το γεγονός ότι ο ενάγων συγχέει συνεχώς, διατυπώνοντας
ενδοιαστικώς, τις δύο αυτές εταιρείες, των οποίων, εναλλάξ ή συμπλεκτικώς, αιτείται την αναγνώριση της ακυρότητας λόγω
εικονικότητας αυτών. Επομένως, με βάση τις προπαρατεθείσες
σκέψεις, η από 12-3-2024 αγωγή κρίνεται απορριπτέα προεχόντως
ως αόριστη και ανεπίδεκτη περαιτέρω δικαστικής εκτιμήσεως, σε κάθε, δε,
περίπτωση ως νόμω αβάσιμη, παρελκομένης, έτσι, της
εξέτασης των λοιπών προβαλλομένων εκ μέρους των εναγομένων
ισχυρισμών (βλ. ΑΠ 1192/1978 ΝομΒ 27.917, ΕφΘεσ 141/2005 αδημοσίευτη στον νομικό Τύπο). Τέλος, πρέπει
να επιβληθεί εις βάρος του ηττηθέντος ενάγοντος η πληρωμή της δικαστικής
δαπάνης των νικησάντων εναγομένων,
κατόπιν υποβολής, δια των από 06-9-2024 κοινών εγγράφων προτάσεων των
τελευταίων, σχετικού αιτήματος, σύμφωνα με τα άρθρα 106, 176, 191 παρ. 2 του
Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και κατά τα ειδικότερα οριζόμενα κατωτέρω στο
διατακτικό της παρούσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ κατ’ αντιμωλίαν
των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 12-3-2024
και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./02-4-2024 αγωγή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος του
ενάγοντος την πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των εναγομένων,
που ορίζεται στο ποσό ύψους εξακοσίων (600,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ στα
Γιαννιτσά, την 4η Απριλίου 2025, και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη,
δημόσια στο ακροατήριό του, συνεδρίαση, στον ίδιο τόπο, την 8η Απριλίου 2025,
χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μαλαματή Γ. Τσιρκινίδου
Προϊστ. Τμήματος