ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜονΕφΘεσ 503/2025
Από
τον συνδυασμό των άρθρων 281 του ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ
και 25 παρ. 3 του Σ, προκύπτει ότι η πραγμάτωση με αναγκαστική εκτέλεση της απαίτησης
του δανειστή κατά του οφειλέτη αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος δημοσίου δικαίου,
και συνεπώς λόγο ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί
να αποτελέσει και η προφανής αντίθεση της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης
στα όρια που θέτει η διάταξη του 281 ΑΚ. Εξάλλου, η αρχή της αναλογικότητας που
θεμελιώνεται στο άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος, θέτει όρια τα οποία απαγορεύουν
τη χρήση μέσων εκτέλεσης, άρα και την επιχείρηση των σχετικών πράξεων εκτέλεσης,
όταν τα μέσα αυτά δεν είναι κατάλληλα για να επιτύχουν τον σκοπό της εκτελεστικής
διαδικασίας (αρχή της καταλληλότητας), όταν δεν είναι
αναγκαία επειδή υπάρχει άλλο ηπιότερο μέσο (αρχή της αναγκαιότητας η του ηπιότερου
μέσου) και τρίτον όταν προκαλούν ζημία που είναι δυσανάλογα μεγάλη και επιβαρυντική
για τον θιγόμενο, γιατί τα ωφελήματα που επιδιώκει ο επισπεύδων με τις πράξεις εκτέλεσης
δεν βρίσκονται σε αρμόζουσα λογική ακολουθία με τις αρνητικές επιπτώσεις του
για τον καθ’ ου η εκτέλεση (αρχή αναλογικότητας υπό στενή έννοια). Έτσι, κρίνεται
ότι εν προκειμένω η επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης υπερβαίνει τα όρια που
επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός
του δικαιώματος, καθόσον υπερβαίνει τα ανεκτά όρια θυσίας του οφειλέτη και συνεπάγεται
αποκλειστικά ζημία αυτού, δίχως ιδιαίτερο οικονομικό όφελος για την επισπεύδουσα,
προκαλώντας δυσβάσταχτες συνέπειες για τον οφειλέτη.
(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία της δικηγόρου Θεσσαλονίκης Δανάης Αντωνοπούλου)
ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 503/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή
Σωτηρία Αρχάκη-Χριστοδουλίδου, Εφέτη, που ορίστηκε
από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Θεσσαλονίκης
και από τη Γραμματέα Νικολέττα Νέδα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο
ακροατήριό του στις 14 Φεβρουαρίου 2025, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΚΑΘ' ΗΣ Η
ΑΝΑΚΟΠΗ: Εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων κατά τον Ν. 4354/2015, με την
επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ
ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» [ΙΝΤΡΟΥΜ ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ
ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ] και διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», με έδρα την
Αθήνα, Λεωφόρος Μεσογείων αριθμ. 109-111 [με αριθμό
Γ.Ε.Μ.Η. .και ΑΦ Μ . ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών), που εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσα, εν
προκειμένω, δυνάμει των διαδοχικών από 21.07.2020 και 1.3.2021 συμβάσεων
διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, επ' ονόματι
και για λογαριασμό της εταιρείας με επωνυμία VEGA II NPL FINANCE DESIGNATED
ACTIVITY COMPANY, με έδρα στο Δουβλίνο Ιρλανδίας (με αρ.
μητρώου 672239 και διεύθυνση 3 George's Dock, IFSC, 4ος όροφος, Δουβλίνο 1), η οποία έχει καταστεί
ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», με έδρα στο Δήμο Αθηναίων, επί της οδού Αμερικής αριθμ. 4 (με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. . και ΑΦΜ .), δυνάμει της από
21.07.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων και σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, των άρθρων 455 επ.
Α.Κ., η οποία με την σειρά της νομιμοποιήθηκε ως προς την επίδικη απαίτηση κατά
των καθ’ ων με την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου, λόγω συγχώνευσης με
απορρόφηση από αυτήν, της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία
«ΤΡΑΠΕΖΑ MILLENNIUM BANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» (υπό την προγενέστερη επωνυμία
"Τράπεζα NOVABANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ"), που έδρευε στην Αθήνα, οδός Ελ.
Βενιζέλου αρ. 25-29, κατ’ άρθρο 75 του ν. 2190/1920,
δυνάμει της υπ’ αριθμ. 14533/29.11.2013 πράξης του
συμβολαιογράφου Πειραιά. Στέφανου Βασιλάκη και η οποία συγχώνευση εγκρίθηκε με
την αριθμ. Πρωτ.
Κ27198/9.12.2013 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας,
καταχωρήθηκε δε αυτή στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ) του Υπουργείου
Ανάπτυξης την 9.12.2013 (ΦΕΚ ΤΑΕ-ΕΠΕ 8678/09.12.2013) ως εκ τούτου η
απορροφούσα εταιρεία υποκαθίσταται σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της
απορροφουμένης εταιρείας, η οποία παραστάθηκε δια του
πληρεξουσίου δικηγόρου της Χρήστου Βλαδενίδη (AM
6065) του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, που κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: ., κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός ., με Α.Φ.Μ. ., ο
οποίος εκπροσωπήθηκε στο δικαστήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο του Δανάη
Αντωνοπούλου (AM 9442) του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης που παραστάθηκε με
δήλωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ
και κατέθεσε προτάσεις.
Ο ανακόπτων
και ήδη εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, τη
με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ././27.1.2023 ανακοπή του εναντίον της
καθ' ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσας και ζήτησε να γίνουν δεκτά, όσα
αναφέρονται σ' αυτήν. Το ανωτέρω δικαστήριο αφού δίκασε την ανακοπή κατά την
ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την
υπ' αριθμόν 8212/2023 οριστική του απόφαση, με την οποία έκανε δεκτή την
ανακοπή και ακύρωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας.
Την παραπάνω απόφαση προσέβαλε προς το Δικαστήριο
τούτο η καθ' ης η ανακοπή με την από 5.2.2024 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε στη
γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου
μέσου ././2024 και ακολούθως, με την υπ' αριθμόν ././2024 έκθεση κατάθεσης
ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη
δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη σημερινή συζήτηση
της παραπάνω υποθέσεως και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου
πινακίου, παραστάθηκαν οι διάδικοι όπως αναφέρεται παραπάνω.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη, από 5.2.2024
[αριθμός έκθεσης κατάθεσης ././2024) έφεση της ηττηθείσας πρωτοδίκως καθ'ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσας, κατά της υπ' αριθμόν
8212/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που
εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών αντιμωλία των
διαδίκων, με την οποία έγινε δεκτή η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου
././27.1.2023 ανακοπή που άσκησε ο ανακοπών και ήδη εφεσίβλητος, παραδεκτά
εισάγεται για να εκδικαστεί ενώπιον του αρμοδίου τούτου Δικαστηρίου (άρθρο 19
του ΚΠολΔ), έχει δε ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα
εφόσον δεν προκύπτει -ούτε οι διάδικοι επικαλούνται- επίδοση της προσβαλλόμενης
απόφασης, ενώ δεν παρήλθε χρονικό διάστημα άνω των δύο ετών από τη δημοσίευση
της εκκαλούμενης, δεδομένου ότι η τελευταία δημοσιεύθηκε στις 19.6.2023 και η
έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 13.2.2024
(άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520
παρ. 1 ΚΠολΔ). Επίσης, για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί
από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο ποσού 100,00 ευρώ, όπως τούτο βεβαιώνεται
στην έκθεση κατάθεσης (άρθρο 495 παρ. 3 περ. Αβ' του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως η κρινόμενη έφεση να γίνει τυπικά
δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των
λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 § 1
του ΚΠολΔ), κατά την ίδια, ως άνω, διαδικασία.
Ο ανακόπτων
με την από 26.8.2021 ανακοπή του που άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο
Θεσσαλονίκης, ζητούσε την ακύρωση: α) της από 30-11-2022 επιταγής προς πληρωμή
κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ' αριθμ.
./2021 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης,
με την οποία επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ' ης η ανακοπή, ενεργούσα ως
διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την
επωνυμία «VEGA II NPL FINANCE DAC», ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής
εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ» και της τελευταίας ως καθολικής
διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ MILLENIUM
BANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», το ποσό των 159.453,32 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, ως
οφειλή του απορρέουσα από σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου και β) της υπ' αριθμ. ./16-12-2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης
ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης .,
με την οποία η καθ' ης η ανακοπή επέβαλε κατάσχεση στην περιγραφόμενη ακίνητη
περιουσία του που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, για την ικανοποίηση της άνω
απαίτησής της σε βάρος του, καθώς και να καταδικαστεί η καθ' ης στην καταβολή
των δικαστικών του εξόδων. Επί της ανακοπής αυτής που εκδικάστηκε κατά τη δικάσιμο
της 26.4.2023 αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η υπ' αριθμόν 8212/2023 οριστική
απόφαση του παραπάνω δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η ανακοπή και
ακυρώθηκαν η από 30-11-2022 επιταγή προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου
εκτελεστού απογράφου της υπ' αριθμ. ./2021 διαταγής
πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και η υπ' αριθμ. ./16-12-2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης
περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης .. Εναντίον
της απόφασης αυτής παραπονείται η ηττηθείσα πρωτοδίκως καθ' ης η ανακοπή και
ήδη εκκαλούσα, για τους αναφερόμενους στην κρινόμενη έφεση της λόγους, οι
οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των
αποδείξεων, ζητεί δε να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η
ανακοπή που άσκησε ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος.
Ι. Από τον συνδυασμό των
διατάξεων των άρθρων 281 του ΑΚ, 116 και 933 του ΚΠολΔ
και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η πραγμάτωση, με αναγκαστική
εκτέλεση, της απαίτησης του δανειστή κατά του οφειλέτη, αποτελεί ενάσκηση
ουσιαστικού δικαιώματος δημοσίου δικαίου και, συνεπώς, λόγο της ανακοπής του
άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η προφανής
αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, στα
αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή
οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Κατά
την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, για να θεωρηθεί η άσκηση του
δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η
καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή ο κοινωνικός σκοπός του
δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα
συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή
τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά
νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος,
καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις
του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 1519/2017, ΑΠ 2045/2014, ΑΠ 1627/2012,
όλες δημ. στην επίσημη ιστοσελίδα του ΑΠ, ΑΠ 558/1995
ΤΝΠ "ΝΟΜΟΣ"). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, καλή πίστη
θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά
τους συνηθισμένους τρόπους ενέργειας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών»
χρησιμεύουν οι ιδέες του -κατά γενική αντίληψη- χρηστώς
και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Προκειμένου δε να
κριθεί αν ;σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει αντικειμενική υπέρβαση των
προαναφερόμενων ορίων, συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του ασκούντος το
δικαίωμα, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και όλες οι λοιπές
περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς (ΑΠ 119/2016 δημοσίευση
"ΝΟΜΟΣ"). Η καταχρηστική συμπεριφορά του φορέα του δικαιώματος
εμφανίζεται υπό διάφορες μορφές, όπως με την ύπαρξη δυσαναλογίας μεταξύ του
χρησιμοποιουμένου μέσου εκτέλεσης και του επιδιωκόμενου σκοπού, με την άσκηση
δικονομικού δικαιώματος κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή
πίστη, δηλαδή όταν η συμπεριφορά του φορέα του δικαιώματος ωθείται από
κακοβουλία, με αποκλειστικό σκοπό τη βλάβη του άλλου ή όταν η πράξη της
εκτέλεσης υπερβαίνει τα όρια της θυσίας του οφειλέτη (ο.π.
ΑΠ 558/1995). Εξάλλου, για να χαρακτηριστεί η άσκηση του δικαιώματος
καταχρηστική, απαιτείται οι πράξεις του υπόχρεου και η δημιουργηθείσα
κατάσταση, που συνεπάγεται επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε
αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα αν οι
συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον
υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες
συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της
ικανοποίησης του δικαιώματος του. Εξάλλου, η αρχή της αναλογικότητας που
κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος, θέτει όρια τα οποία
απαγορεύουν τη χρήση μέσων εκτέλεσης, άρα και την επιχείρηση των σχετικών
πράξεων εκτέλεσης, όταν τα μέσα αυτά δεν είναι κατάλληλα για να επιτύχουν τον
σκοπό της εκτελεστικής διαδικασίας (αρχή της καταλληλότητας),
όταν δεν είναι αναγκαία επειδή υπάρχει άλλο ηπιότερο μέσο (αρχή της
αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου) και τρίτον όταν προκαλούν ζημία που είναι
δυσανάλογα μεγάλη και επιβαρυντική για τον θιγόμενο, γιατί τα ωφελήματα που
επιδιώκει ο επισπεύδων με τις πράξεις εκτέλεσης δεν βρίσκονται σε αρμόζουσα
λογική ακολουθία με τις αρνητικές επιπτώσεις του για τον καθ' ου η εκτέλεση
(αρχή αναλογικότητας υπό στενή έννοια (ΟλΑΠ 43/2005
δημοσίευση "ΝΟΜΟΣ").
Ειδικότερα, οι πράξεις
κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν
την αρχή της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου, όταν η αξίωση του δανειστή
είναι δυνατό να ικανοποιηθεί με άλλο μέσο ασυγκρίτως ηπιότερο για τον οφειλέτη,
όπως με κατάσχεση άλλων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, η αξία των οποίων
είναι μικρότερη του αρχικά κατασχεθέντος στοιχείου, αξία βέβαια που καλύπτει
την αξίωση του δανειστή, οπότε η επιδίωξη ικανοποίησης αυτής με κατάσχεση
περιουσιακού στοιχείου δυσανάλογης αξίας με την απαίτηση και με ζημία του
οφειλέτη είναι άκυρη ως καταχρηστική, ενώ οι πράξεις κατάσχεσης και
πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της
αναλογικότητας υπό στενή έννοια, όταν εμφανίζονται ως μέτρα εξαιρετικής
σκληρότητας για τον συγκεκριμένο οφειλέτη, τα οποία υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια
της θυσίας του, ενώ ταυτόχρονα η απαίτηση που εκτελείται είναι μικρής αξίας
και, συνεπώς, έκδηλη η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου εκτέλεσης και του
σκοπού για τον οποίον αυτό επιβάλλεται. Μάλιστα η ακυρότητα των εν λόγω πράξεων
εκτέλεσης επέρχεται έστω και αν δεν υπάρχουν άλλα περιουσιακά στοιχεία του
οφειλέτη, τα οποία θα μπορούσαν να κατασχεθούν (ΑΠ 2069/2007 δημ. στην επίσημη ιστοσελίδα του Α.Π., Κ. Μπότσαρης Η αρχή
της διαθέσεως στην αναγκαστική εκτέλεση εκδ. 2017
σελ. 138-142). Επιπλέον δε, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη
συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν
μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατά την παραπάνω διάταξη, παρά μόνο
αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ.
όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη
συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει, όταν ο δανειστής, όπως έχει το δικαίωμα από
την σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί
δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας
(διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση,
υπάρχει υπέρβαση και, μάλιστα, προφανής, των αρχών της καλής πίστης, των
χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 333/2019, ΑΠ 1202/2018, ΑΠ 724/2017, ΑΠ
1352/2011, ΑΠ 535/2015, ΑΠ 893/2008, ΑΠ 1472/2004, ΕφΑθ
1409/2024, ΕφΠειρ 90/2025, ΕφΑθ
535/2018, ΕφΘεσ 473/2017, ΕφΔυτΜακ
26/2007 δημοσιευμένες σε "ΝΟΜΟΣ"). Ειδικότερα, οι Τράπεζες, ως
χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και
στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ' αυτές επιχειρήσεων και προσώπων,
φυσικών ή νομικών, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού
τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα αυτών που χρηματοδοτούν,
αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης
εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και
προστασίας από την πλευρά των τραπεζών, των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε
να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι' αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και, για το
λόγο αυτό, η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις
αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των
οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται, αντίστοιχα, κάθε
κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι, σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της
Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω
πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής
του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ αυτή την
υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του
οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται
να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την
ίδια, πολλώ δε μάλλον όταν οι απαιτήσεις της είναι
ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται
σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ' αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε, οι
παραπάνω ενέργειες της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (βλ ΕφΛαρ 17/2017 με τις εκεί
παραπομπές σε ΑΠ 1352/11 ΕΕμπΔ 2012, 417, ΑΠ
1535/1995, ΑΠ 567/1996 δημοσίευση "ΝΟΜΟΣ" και γενικά για την
καταχρηστική άσκηση δικαιώματος βλ ΑΠ 1484/2014, ΑΠ
741/2009, ΑΠ 312/2002 ΕλλΔικ 44, 143, ΕφΑθ 3861/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Κατ' εφαρμογή του άρθρου
1 παρ. 2 του Ν. 4224/2013 "Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού
Χρέους Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο Αξιοποίησης", θεσπίστηκε για τη
διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ιδιωτών και επιχειρήσεων από την Τράπεζα
της Ελλάδος ("ΤτΕ") με την υπ’ αρ. 116/1/25.08.2014 (ΦΕΚ Β’ 2289/ 27.08.2014) Απόφαση της
Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΕΠΑΘ), ο Κώδικας Δεοντολογίας, ο
οποίος τέθηκε σε ισχύ την 31.12.2014 και έχει ήδη τροποποιηθεί δύο φορές με
αντίστοιχες αποφάσεις της άνω Επιτροπής με αριθμούς 129/2/16.02.2015 (ΦΕΚ Β’
486/31.03.2015) και 148/10/5.10.2015 (ΦΕΚ Β’ 2219/15.10.2015). Εν τέλει
αναθεωρήθηκε, δηλαδή καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, με την Απόφαση
195/1/29.07.2016 (ΦΕΚ Β’ 2376/02.08.2016) της ΕΠΑΘ. Ο Κώδικας αυτός θέτει ως
κύριο και πρωταρχικό στόχο του την εξεύρεση συναινετικής λύσης μεταξύ
δανειολήπτη και πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος, που έχει χορηγήσει
πίστωση στον πρώτο, προκειμένου να μειωθεί με συμβιβαστικό τρόπο το δυσθεώρητο
ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Βασική υποχρέωση που συνεπάγεται η
εφαρμογή του Κώδικα, αποτελεί η τήρηση των διαδικασιών του, πριν την τυχόν
καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης. Ο Κώδικας αυτός πρέπει να τηρείται
από κάθε πιστωτικό και χρηματοδοτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας
από την ΤτΕ και εφαρμόζεται σε κάθε μορφής οφειλή με
καθυστέρηση άνω των εξήντα (τριάντα πριν την αναθεώρηση του Κώδικα)
ημερολογιακών ημερών. Κάθε ίδρυμα, σύμφωνα με τον Κώδικα, υποχρεούται, μεταξύ
άλλων, να θεσπίσει λεπτομερώς καταγεγραμμένη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων
(Δ.Ε.Κ.), στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα, πρωτοφειλέτες, συνοφειλέτες και
εγγυητές, εφόσον διατηρούν τον χαρακτηρισμό του "συνεργάσιμου
δανειολήπτη", όπως ορίστηκε με απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου
Διαχείρισης ιδιωτικού Χρέους στο άρθρο 73 παρ. 2 του Ν. 4389/2016 (ΦΕΚ Α'
94/27.5.2016) "Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας
δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες
διατάξεις". Ειδικότερα, ένας δανειολήπτης είναι συνεργάσιμος έναντι των
δανειστών του όταν: (α) παρέχει πλήρη και επικαιροποιημένα
στοιχεία επικοινωνίας στους δανειστές, (β) είναι διαθέσιμος σε επικοινωνία με
τον δανειστή και ανταποκρίνεται με ειλικρίνεια και σαφήνεια σε κλήσεις και
επιστολές του δανειστή ή όποιου ενεργεί για λογαριασμό του, εντός δεκαπέντε
(15) εργασίμων ημερών, (γ) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση
πληροφοριών προς το ίδρυμα αναφορικά με την τρέχουσα οικονομική του κατάσταση
εντός δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών από την η μέρα μεταβολής της ή από την
ημέρα που θα του ζητηθούν ανάλογες πληροφορίες από τον δανειστή ή όποιον
ενεργεί νομίμως για λογαριασμό του, (δ) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή
γνωστοποίηση πληροφοριών, προς το δανειστή ή όποιον ενεργεί για λογαριασμό του,
οι οποίες θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην μελλοντική οικονομική του
κατάσταση εντός δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών από την ημέρα που θα περιέλθουν
σε γνώση του, και (ε) συναινεί σε διερεύνηση εναλλακτικής πρότασης αναδιάρθρωσης
με το δανειστή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Δεοντολογίας. Η
θεσπισθείσα και καταγραφείσα, από τον Κώδικα,
Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (Δ.Ε.Κ.), αποτελείται από πέντε στάδια. Κατά
το πρώτο στάδιο, το ίδρυμα, μεταξύ άλλων, επικοινωνεί με τον πρωτοφειλέτη και, αν υπάρχει, τον εγγυητή, αποστέλλοντάς
τους γραπτή ειδοποίηση εντός των επόμενων τριάντα (δεκαπέντε πριν την
αναθεώρηση του Κώδικα) ημερολογιακών ημερών από τη συμπλήρωση εξήντα (τριάντα
πριν την αναθεώρηση του Κώδικα) ημερολογιακών ημερών καθυστέρησης στην καταβολή
δόσης της οφειλής, με την οποία, μεταξύ άλλων, αυτοί ενημερώνονται για τα
στοιχεία της ληξιπρόθεσμης οφειλής και την ένταξή τους στη Δ.Ε.Κ., λαμβάνουν το
"Ενημερωτικό Φυλλάδιο προς τους Δανειολήπτες με οικονομικές δυσχέρειες"
και, αν είναι φυσικά πρόσωπα, την "Τυποποιημένη Κατάσταση Οικονομικής
Πληροφόρησης" (ΤΥ.Κ.Ο.Π.) ή, αν είναι νομικά πρόσωπα, το τυποποιημένο
έντυπο του ιδρύματος για την υποβολή πληροφόρησης από νομικά πρόσωπα και
καλούνται να συμπληρώσουν με ακρίβεια και πληρότητα το αντίστοιχο έντυπο και να
το προσκομίσουν στο ίδρυμα εντός δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών, προκειμένου
στη συνέχεια να έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στο δεύτερο στάδιο της Δ.Ε.Κ.
Αν ο δανειολήπτης δεν ανταποκριθεί εμπρόθεσμα στην ανωτέρω ειδοποίηση, τότε
χαρακτηρίζεται ως "μη συνεργάσιμος" και το ίδρυμα δύναται να
καταγγείλει τη σύμβαση και να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του χωρίς περαιτέρω
προειδοποίηση. Κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται συγκέντρωση οικονομικών και
λοιπών πληροφοριών του δανειολήπτη. Κατά το τρίτο στάδιο γίνεται αξιολόγηση των
υποβληθέντων οικονομικών στοιχείων. Ειδικότερα, για κάθε κατηγορίας δανειολήπτη
και εγγυητή αξιολογούνται ενδεικτικά στοιχεία, όπως η οικονομική του κατάσταση,
το συνολικό ύψος και η φύση των χρεών του, η τρέχουσα ικανότητά του για
αποπληρωμή των οφειλών του, το ιστορικό της οικονομικής του συμπεριφοράς και η
προβλεπόμενη ικανότητα αποπληρωμής των οφειλών. Αν, ειδικότερα, ο δανειολήπτης
ή ο εγγυητής αποτελεί επιχείρηση, επιπροσθέτως αξιολογούνται, ανεξάρτητα από τη
νομική μορφή της, στοιχεία όπως το υποβληθέν επιχειρηματικό σχέδιο. Το ίδρυμα,
καθ’ όλη τη διάρκεια του σταδίου της αξιολόγησης, οφείλει να καταβάλλει κάθε
εύλογη προσπάθεια για να συνεργαστεί με τον δανειολήπτη προκειμένου να
προσδιορίσει με ακρίβεια την ικανότητά του για αποπληρωμή του χρέους, με στόχο
να καταλήξουν σε μια κατάλληλη λύση. Επιπροσθέτως, το ίδρυμα οφείλει να προβεί
σε αξιολόγηση της αξίας τυχόν εμπράγματης εξασφάλισης (ή άλλου περιουσιακού
στοιχείου που θα μπορούσε με τη συναίνεση του δανειολήπτη να αποτελέσει
πρόσθετη εξασφάλιση). Κατά το τέταρτο στάδιο γίνεται πρόταση κατάλληλων λύσεων
στον δανειολήπτη (λύση βραχυπρόθεσμης ή μακροπρόθεσμης ρύθμισης ή λύση
οριστικής διευθέτησης). Από το ίδρυμα θα πρέπει να επιλέγεται η καταλληλότερη,
κατά περίπτωση, λύση. Για τους σκοπούς του Κώδικα ως "κατάλληλη λύση"
θεωρείται εκείνη που διασφαλίζει τη συμμόρφωση του ιδρύματος προς τις εποπτικές
του υποχρεώσεις. Ειδικότερα, για την αξιολόγηση της καταλληλότητας
κάθε λύσης, λαμβάνονται υπόψη, σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη συμμόρφωσης του
ιδρύματος προς ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις, καθώς και οι ειδικότερες για τη
διαχείριση των καθυστερήσεων κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες η ΤτΕ έχει θέσει με την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής (Π.Ε.Ε.)
42/30.05.2014 στα εποπτευόμενα από αυτή ιδρύματα για τον σχεδιασμό και
αξιολόγηση βιώσιμων τύπων ρύθμισης. Το πέμπτο στάδιο περιλαμβάνει τη διαδικασία
εξέτασης των ενστάσεων, ιδίως ενόψει του χαρακτηρισμού του δανειολήπτη ως μη
συνεργάσιμου. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο Κώδικας επιβάλλει στα ιδρύματα,
που δεσμεύονται από αυτόν, την τήρηση, μεταξύ άλλων, των πέντε σταδίων της
Δ.Ε.Κ του Κώδικα πριν το ίδρυμα προβεί σε καταγγελία της οικείας σύμβασης και
εκκινήσει νομικές ενέργειες αναγκαστικής είσπραξης της καθυστερούμενης
απαίτησης. Αναφορικά με τη νομική φύση του εν λόγω Κώδικα αυτός βάσει του
οργάνου που τον θέσπισε και του περιεχομένου του, αποτελεί κανονιστική
διοικητική πράξη, εκδοθείσα κατόπιν νομοθετικής
εξουσιοδότησης, που θέτει κανόνες ουσιαστικού δικαίου (Τραπεζικού ή αστικού),
δηλαδή κανόνες θετικού δικαίου (ΑΠ 323/2021, ΑΠ 1352/2011, ΕφΑθ(Τριμ) 651/2024 δημοσίευση "ΝΟΜΟΣ").
Στην προκειμένη περίπτωση,
με τον μοναδικό λόγο της υπό κρίση εφέσεως, παραπονείται η εκκαλούσα διότι το
πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία
και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 του Α.Κ. και την πλημμελή εκτίμηση των
εγγράφων που προσκομίστηκαν, έκρινε ότι η ίδια, προέβη σε επίσπευση εις βάρος
του ανακόπτοντος, διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης,
κατά τρόπο καταχρηστικό, με αποτέλεσμα να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις
της εκτελεστικής διαδικασίας, ενώ, εάν ορθά είχε κρίνει, έπρεπε να τον
απορρίψει.
Από την επανεκτίμηση των
εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκε ότι με την
υπ' αριθμόν ./20-10-2008 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, η ανώνυμη τραπεζική
εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ MILLENIUM ΒΑΝΚ» χορήγησε στον ανακόπτοντα δάνειο ποσού 840.900,00 ευρώ, με σκοπό την
ανέγερση οικοδομής επί των οδών . στη Θεσσαλονίκη, στα πλαίσια της
επαγγελματικής του δραστηριότητας ως εργολάβου δημοσίων και ιδιωτικών έργων, με
τους ειδικότερα αναφερόμενους όρους και συμφωνίες, εξοφλητέο σε 60 μηνιαίες
δόσεις, συμπεριλαμβανομένης διετούς περιόδου τοκοπληρωμής,
ήτοι περιόδου κατά την οποία οι δόσεις θα περιλαμβάνουν μόνο τόκους, με
υπολογισμό των τόκων με κυμαινόμενο επιτόκιο με βάση το επιτόκιο Euribor και πλέον περιθωρίου 1,85% και εισφοράς του Ν.
128/1975. Την εμπρόθεσμη και ολοσχερή εξόφληση του ποσού του δανείου εγγυήθηκαν
εγγράφως υπέρ του ανακόπτοντος οι γονείς του, ., ευθυνόμενοι εις ολόκληρον με τον
δανειολήπτη. Οι δόσεις που περιελάμβαναν μόνο τόκους
ανέρχονταν στο ποσό των 4.672,00 ευρώ περίπου μηνιαίως, ενώ οι οφειλόμενες εν
συνεχεία τοκοχρεωλυτικές δόσεις, ανέρχονταν στο ποσό των 25.789,00 ευρώ περίπου
μηνιαίως. Για την εξασφάλιση της δανείστριας τράπεζας, δυνάμει της υπ' αριθμ. 34237/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Θεσσαλονίκης ενεγράφησαν προσημειώσεις υποθήκης ποσού 1.009.080,00 ευρώ, ως
ακολούθως: Α) πρώτης σειράς, επί των εξής ακινήτων του ανακόπτοντος,
που βρίσκονται στην ανεγερθείσα από αυτόν οικοδομή στη διασταύρωση των οδών .
στη Θεσσαλονίκη: 1) επί θέσης στάθμευσης στο υπόγειο της οικοδομής με αριθμό 2,
εμβαδού 12 τ.μ., με ποσοστό συμμετοχής στο οικόπεδο 4/1000 εξ αδιαιρέτου, 2)
επί διαμερίσματος του 5ου ορόφου της οικοδομής, με αριθμό εσωτερικής αρίθμησης
1, εμβαδού μικτού 122,30 τ.μ. και καθαρού 100,50 τ.μ., με ποσοστό συμμετοχής
στο οικόπεδο 62,46/1000 εξ αδιαιρέτου, 3) επί θέσης στάθμευσης στο υπόγειο της
οικοδομής με αριθμό 3, εμβαδού 12 τ.μ., με ποσοστό συμμετοχής στο οικόπεδο
4/1000 εξ αδιαιρέτου, 4) επί διαμερίσματος του 5ου ορόφου της οικοδομής, με
αριθμό εσωτερικής αρίθμησης 2, εμβαδού μικτού 130,42 τ.μ. και καθαρού 107,18 τ.μ, με ποσοστό συμμετοχής στο οικόπεδο 66,62/1000 εξ
αδιαιρέτου και Β) δεύτερης σειράς, λόγω εγγραφής σε αυτά προσημειώσεων πρώτης
σειράς υπέρ της ίδιας δανείστριας ποσού 324.000,00 ευρώ, προς εξασφάλιση
απαιτήσεών της από έτερες συμβάσεις που είχαν συνάψει και ειδικότερα από τις
υπ' αριθμ. ./25-7-2008 και ./25-7-2008 συμβάσεις
στεγαστικών δανείων, 5) επί διαμερίσματος του 3ου ορόφου, με αριθμό εσωτερικής
αρίθμησης 1, εμβαδού μικτού 119,16 τ.μ. και καθαρού 99,84 τ.μ., με ποσοστό
συμμετοχής στο οικόπεδο 78/1000 εξ αδιαιρέτου, που βρίσκεται σε οικοδομή στη
συμβολή των οδών . στη Θεσσαλονίκη, που ανήκε τότε κατ' ισομοιρία στους
εγγυητές γονείς του ανακόπτοντος, 6) επί
διαμερίσματος του εν εσοχή 6ου ορόφου (ρετιρέ) της ίδιας οικοδομής, που
καταλαμβάνει ολόκληρο τον όροφο, εμβαδού μικτού 142,50 τ.μ. και καθαρού 119,41
τ.μ., με ποσοστό συμμετοχής στο οικόπεδο 102/1000 εξ αδιαιρέτου, με
παρακολουθήματα δύο αποθήκες στο υπόγειο της οικοδομής εμβαδού 4,00 τ.μ.
εκάστη, που ανήκε στον ανακόπτοντα και 7) επί
διαμερίσματος του 1ου ορόφου της οικοδομής, με αριθμό εσωτερικής αρίθμησης 3,
εμβαδού μικτού 71,23 τ.μ. και καθαρού 61,25 τ.μ., με ποσοστό συμμετοχής στο
οικόπεδο 40/1000 εξ αδιαιρέτου, που ανήκε στον ανακόπτοντα.
Η συνολική αξία των άνω ακινήτων εκτιμήθηκε από τον μηχανικό της δανείστριας
στο ποσό των 1.587.000,00 ευρώ. Ακολούθως, δυνάμει της υπ' αριθμ.
./3-11-2009 συμβολαιογραφικής πράξης τροποποίησης, τα άνω υπό στοιχεία 2 και 4
δύο διαμερίσματα του 5ου ορόφου διαιρέθηκαν, έτσι ώστε τελικά δημιουργήθηκαν
τέσσερα διαμερίσματα - οριζόντιες ιδιοκτησίες, με αριθμούς Δ1Α, Δ1Β, Δ2Α και
Δ2Β, κατόπιν δε τούτου δυνάμει της υπ' αριθμ.
35798/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, τροποποιήθηκε
αντίστοιχα και η άνω υπ' αριθμ. 34237/2008 απόφαση
αυτού του Δικαστηρίου, Μετά από καταβολή από τον ανακόπτοντα
προς τη δανείστρια πρόωρα -στις 2-11-2009- προς εξόφληση μέρους του κεφαλαίου
του δανείου του ποσού των 300.000,00 ευρώ, που εξασφάλισε μέσω της πώλησης
ακινήτων από την επαγγελματική του δραστηριότητα, δυνάμει της υπ' αριθμ. 36615/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Θεσσαλονίκης ανακλήθηκε μερικώς με τη συναίνεση της καθ' ης η υπ' αριθμ. 34237/2008 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου ως προς τις
εγγραφείσες προσημειώσεις υποθήκης επί των υπ' αριθμ.
Δ1Α και Δ2Α διαμερισμάτων του ανακόπτοντος, οι οποίες
και εξαλείφθηκαν, ενώ δυνάμει της υπ' αριθμ.
38045/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ανακλήθηκε μερικώς
με τη συναίνεσή της η ίδια απόφαση και ως προς τις εγγραφείσες προσημειώσεις
υποθήκης επί των υπ' αριθμ. 2 και 3 θέσεων
στάθμευσης, οι οποίες ομοίως εξαλείφθηκαν. Επίσης, μετά από καταβολή από τον ανακόπτοντα προς τη δανείστρια στις 23-7-2010 και του ποσού
των 180.000,00 ευρώ, με την υπ' αριθμ.
24075/30-7-2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ανακλήθηκε
μερικώς με τη συναίνεση της καθ' ης, η υπ' αριθμ.
34237/2008 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου και ως προς την εγγραφείσα προσημείωση
υποθήκης επί του υπ' αριθμ. Δ1Β διαμερίσματος, η
οποία και εξαλείφθηκε. Ωστόσο, λόγω της οικονομικής κρίσης που έπληξε τη χώρα
το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, με ιδιαίτερα δυσμενή αποτελέσματα στο χώρο
της οικοδομικής δραστηριότητας και της αγοράς ακινήτων και την εντεύθεν
αδυναμία του ανακόπτοντος- μετά τη λήξη της περιόδου
κατά την οποία οι δόσεις περιλάμβαναν μόνο τοκοπληρωμή-
να ανταποκριθεί στην καταβολή των αυξημένων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, οι οποίες
(μετά και την καταβολή μεγάλου μέρους του κεφαλαίου) ανέρχονταν πλέον σε ποσό περίπου
10.600,00 ευρώ μηνιαίως, καταρτίστηκε μεταξύ του ανακόπτοντος
και των εγγυητών αφενός και της δανείστριας τράπεζας αφετέρου, η από 21-2-2011
τροποποιητική πράξη, με την οποία, και ενώ η οφειλή του είχε μειωθεί στο
συνολικό ποσό των 360.039,87 ευρώ, το οποίο αναγνώρισε ο ανακόπτων,
χορηγήθηκε σε αυτόν επιπλέον περίοδος 6 μηνών, από 2-3-2011 έως 2-8-2011, κατά
την οποία οι καταβλητέες δόσεις θα περιλάμβαναν μόνο τόκους, με αύξηση όμως του
περιθωρίου επιτοκίου από 1,85% στο 4,00%. Ακολούθως και ενώ ο ανακόπτων είχε προβεί στην καταβολή προς τη δανείστρια στις
2-6-2011 και του ποσού των 240.000,00 ευρώ, ώστε η οφειλή του είχε μειωθεί στο
συνολικό ποσό των 122.736,48 ευρώ, καταρτίστηκε η από 28-11-2011 τροποποιητική
πράξη, με την οποία χορηγήθηκε στον ανακόπτοντα
επιπλέον περίοδος 8 μηνών, από 2-12-2011 έως 2-7-2012, κατά την οποία οι
καταβλητέες δόσεις θα περιλάμβαναν μόνο τόκους, με το ίδιο αυξημένο περιθώριο
4,00%. Ο ανακόπτων συναίνεσε με την υπογραφή των άνω
τροποποιητικών συμβάσεων στην αύξηση του επιτοκίου, ώστε να μην καταγγελθεί η
σύμβαση, ωστόσο επανειλημμένα διαμαρτυρήθηκε προς τη δανείστρια ως προς την εν
λόγω αύξηση, θεωρώντας τη αυθαίρετη και καταχρηστική, δεδομένου και ότι είχε
καταβάλει χωρίς να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη η σχετική του υποχρέωση, το 86%
του κεφαλαίου του δανείου, και ζήτησε τη μείωσή του, η δε δανείστρια αρνήθηκε
να πράξει τούτο, απαντώντας του εντέλει εγγράφως με την από 14-11-2011 επιστολή
της, ότι το επιτόκιο του δανείου έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με την τιμολογιακή
πολιτική της τράπεζας, σε συνδυασμό με τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν
στην αγορά.
Περαιτέρω ο ανακόπτων, μετά τις προαναφερθείσες καταβολές (μετά την
τελευταία εκ των οποίων ποσού 240.000,00 ευρώ στις 2-6-2011 η οφειλή του
μειώθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου), αιτήθηκε από τη δανείστρια να
συναινέσει στην άρση των προσημειώσεων υποθήκης που είχε εγγράψει επί των υπό
στοιχείο 5 και 7 ακινήτων, ήτοι διαμερίσματος του 3ου ορόφου με αριθμό
εσωτερικής αρίθμησης 1 και διαμερίσματος του 1ου ορόφου με αριθμό εσωτερικής
αρίθμησης 3 της οικοδομής στη συμβολή των οδών . στη Θεσσαλονίκη και τούτο,
προκειμένου με την πώλησή τους να μπορέσει να ανταποκρίνεται στις δανειακές του
υποχρεώσεις, ωστόσο η τελευταία αρνήθηκε να συναινέσει. Μετά από την εξέλιξη
αυτή, ο ανακόπτων, από κοινού με τους συνεγγυητές
γονείς του, αιτήθηκε την περαιτέρω μερική ανάκληση της άνω υπ' αριθμ. 34237/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Θεσσαλονίκης, όπως και της υπ' αριθμ. 26697/2008
απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας είχε εγγραφεί προσημείωση
υποθήκης στα άνω ακίνητα για την εξασφάλιση των έτερων απαιτήσεων της
δανείστριας, η οποία όμως απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ.
11801/2012 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, καθόσον κρίθηκε ότι η αξία των λοιπών
δύο ακινήτων επί των οποίων υφίσταντο εγγεγραμμένες προσημειώσεις υποθήκης υπέρ
της καθ' ης, ήτοι του διαμερίσματος του 5ου ορόφου με αριθμό Δ2Β επί των οδών .
και του διαμερίσματος του 6ου ορόφου επί των οδών ., συνολικού ποσού 405.000,00
ευρώ, δεν ασφάλιζε επαρκώς τις συνολικές απαιτήσεις της αντιδίκου του, ήτοι
τόσο από την ένδικη, όσο και από τις λοιπές υπ' αριθμ.
./25-7-2008 και ./25-7-2008 συμβάσεις στεγαστικών δανείων, οι οποίες ανέρχονταν
τότε στο συνολικό ποσό των 346.485,16 ευρώ. Ακολούθως, λόγω της συνεχιζόμενης
έλλειψης ρευστότητας του ανακόπτοντος, εξαιτίας της
αδυναμίας, πώλησης ακινήτων και της συνακόλουθης αδυναμίας του να ανταποκριθεί
στις τοκοχρεωλυτικές δόσεις του δανείου, που έπρεπε να καταβάλει μετά τη λήξη
της νέας περιόδου κατά την οποία είχε υποχρέωση καταβολής μόνο τόκων, συνήφθησαν επιπλέον μεταξύ των μερών, η από 9-5-2012
τροποποιητική πράξη, με αναγνωρισθέν από τον ανακόπτοντα
οφειλόμενο ποσό 104.648,79 ευρώ, με την οποία χορηγήθηκε στον ανακόπτοντα επιπλέον περίοδος τοκοπληρωμής
12 μηνών από 2-6-2012 έως 2-5-2013 με περιθώριο 3,50% και αύξηση των δόσεων σε
120, και λίγες ημέρες αργότερα η από 31-5-2012 τροποποιητική πράξη, με
διαφοροποίηση του αναγνωρισθέντος από τον ανακόπτοντα
οφειλόμενου ποσού σε 124.455,17 ευρώ, με την οποία επαναλήφθηκε ότι χορηγήθηκε
στον ανακόπτοντα επιπλέον περίοδος τοκοπληρωμής 12 μηνών από 2-6-2012 έως 2-5-2013 με
περιθώριο 3,50% και αύξηση των δόσεων σε 120. Ο ανακόπτων
εν συνεχεία άσκησε σε βάρος της δανείστριας, ενώπιον του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, την υπ' αριθμ. κατάθεσης
./2012 αγωγή του, αιτούμενος την καταβολή του συνολικού ποσού των 30.353,65
ευρώ, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, λόγω παράνομων
χρεώσεων στις καταρτισθείσες με αυτή δανειακές
συμβάσεις, τις οποίες χρεώσεις είχε ήδη επισημάνει στη δανείστρια, δικάσιμος
για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η 6-2-2013. Ωστόσο στις 18-12-2012 κατέθεσε
στο Δικαστήριο δήλωση παραίτησης από το δικόγραφο της ως άνω αγωγής, καθόσον η
εν λόγω παραίτηση αποτέλεσε -κατόπιν αιτήματος της δανείστριας- προϋπόθεση για
την περαιτέρω ρύθμιση της οφειλής του, η οποία έλαβε χώρα λίγες ημέρες μετά, με
την από 27-12-2012 τροποποιητική πράξη, με την οποία, και ενώ το οφειλόμενο
υπόλοιπο ανερχόταν στο ποσό των 127.638,58 ευρώ, συμφωνήθηκε η περίοδος χάριτος
κεφαλαίου και τόκων 6 μηνών, από 2-1-2013 έως 2-6-2013, και η περίοδος τοκοπληρωμής 6 μηνών, από 2-7-2013 έως 2-12-2013, κατά την
οποία οι καταβλητέες δόσεις θα περιλάμβαναν μόνο τόκους, με μειωμένο περιθώριο
2,00%. Ακολούθως, καταρτίσθηκε και η από 30-7-2013 τροποποιητική πράξη, με την
οποία συμφωνήθηκε η περίοδος χάριτος κεφαλαίου και τόκων 5 μηνών, από 2-8-2013
έως 2-12-2013, με αναγνωρισθέν από τους οφειλέτες υπόλοιπο στον άνω χρόνο,
130.793,21 ευρώ. Το επόμενο διάστημα υπογράφηκαν η υπ' αριθμ.
9-1-2015 πρόσθετη πράξη, με την οποία αναγνωρίστηκε από τον ανακόπτοντα
το συνολικό ανεξόφλητο υπόλοιπο, ποσού 136.748,24 ευρώ, εκ του οποίου ποσό
122.312,07 ευρώ αντιστοιχούσε σε άληκτο κεφάλαιο, ποσό 10.528,98 ευρώ σε
ληξιπρόθεσμες δόσεις, ποσό 3.657,19 ευρώ σε συμβατικούς τόκους και ποσό 250,00
ευρώ σε έξοδα, και συμφωνήθηκε η εξόφληση σε 97 μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές
δόσεις, με περιθώριο 2,75%, και η από 31-5-2016 πρόσθετη πράξη, με την οποία
αναγνωρίστηκε από τον ανακόπτοντα το συνολικό
ανεξόφλητο υπόλοιπο, ποσού 145.089,79 ευρώ, εκ του οποίου ποσό 133.975,93 ευρώ
αντιστοιχούσε σε άληκτο κεφάλαιο και ποσό 11.113,86 ευρώ σε ληξιπρόθεσμες
οφειλές, και συμφωνήθηκε η χορήγηση περιόδου χάριτος κεφαλαίου 12 μηνών, κατά
τη διάρκεια της οποίας θα καταβάλλονταν μόνο τόκοι ανά μήνα. Εξάλλου, λόγω
εξεύρεσης πιθανού αγοραστή για την πώληση ενός εκ των προσημειωμένων από τη
δανείστρια, ακινήτων του, και ειδικότερα του διαμερίσματος του 3ου ορόφου με
αριθμό εσωτερικής αρίθμησης 1, ο ανακόπτων ζήτησε από
τη δανείστρια την άρση της εγγραφείσας προσημείωσης επ' αυτού, δηλώνοντας με
την από 14-9-2015 επιστολή του ότι από την πώλησή του θα μπορούσε να της
καταβάλει το ποσό των 80.000,00 ευρώ, ώστε οι εναπομείνασες οφειλές του θα
εξασφαλίζονταν από τις λοιπές εγγραφείσες προσημειώσεις, ενώ το σχετικό αίτημά
του επανέλαβε και με την από 6-11-2015 επιστολή του, εκθέτοντας επιπλέον ότι
ανέμενε την είσπραξη οφειλομένων μισθωμάτων και
αιτούμενος τη χορήγηση επιπλέον περιόδου χάριτος έως τον Σεπτέμβριο του 2016,
ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, ενώ το αίτημά του
επανέλαβε και τον Νοέμβριο του έτους 2016. Ωστόσο η δανείστρια δεν ανταποκρίθηκε
στα εν λόγω αιτήματά του. Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι στα πλαίσια της
Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων του Κώδικα Δεοντολογίας, ο ανακόπτων υπέβαλε στις 18-12-2015 στη δανείστρια την
Τυποποιημένη Κατάσταση Οικονομικής Πληροφόρησης, με τα αναγκαία στοιχεία της
οικονομικής του κατάστασης και της ακίνητης περιουσίας του. Εξάλλου, κατόπιν
αιτήματος της δανείστριας, ο ανακόπτων της υπέβαλε
τον Μάρτιο του έτους 2017 και επικαιροποιημένη
κατάσταση των στοιχείων του. Η δε δανείστρια του απάντησε τον Ιούνιο του έτους
2017 ότι τα οικονομικά του στοιχεία και δεδομένα αποκλείουν την εξεύρεση λύσης
ρύθμισης, καθότι δεν θεμελιώνονται οι αναγκαίες συνθήκες βιωσιμότητας ως προς
την ομαλή εξυπηρέτηση και αποπληρωμή των οφειλών του και συνεπώς, δεν
υφίστανται οι προϋποθέσεις διαμόρφωσης και υποβολής πρότασης λύσης ρύθμισης
αυτών και ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της ΔΕΚ, υφίσταται μόνο η δυνατότητα
οριστικής διευθέτησης των οφειλών του μέσω της καταγγελίας των δανειακών
συμβάσεων και την έναρξη νομικών ενεργειών για την κάλυψη των απαιτήσεων της
τράπεζας. Ο ανακόπτων συνέχισε και μετά την αποστολή
της παραπάνω απάντησης της δανείστριας να επιδιώκει τη ρύθμιση της οφειλής του,
με τη μερική εξόφληση αυτής κατά το ποσό των 80.000,00 ευρώ μέσω της πώλησης
του προαναφερόμενου διαμερίσματος, χωρίς ωστόσο να υπάρχει συναίνεση της
δανείστριας, η οποία ζητούσε επιπλέον ως όρο για τη ρύθμιση των δανείων του, τη
συνυπογραφή αυτής από την αδελφή του ., η οποία, μετά
τον θάνατο πλέον των γονέων τους και συνεγγυητών στη σύμβαση δανείου, ήδη
ευθυνόταν ως κληρονόμος του πατέρα τους κατά ποσοστό 18,75% και ως μοναδική
κληρονόμος της μητέρας τους με το ευεργέτημα της απογραφής, με τον ανακόπτοντα να διαμαρτύρεται εγγράφως για τη συμπεριφορά
της με την από 15-12-2017 επιστολή του. Ο ανακόπτων
αργότερα, και ενώ τον Νοέμβριο του έτους 2018 είχαν καταγγελθεί από τη
δανείστρια οι δύο έτερες συμβάσεις στεγαστικών δανείων που είχαν καταρτισθεί
μεταξύ τους, επανέλαβε τις προσπάθειές του για ρύθμιση των οφειλών του,
αποστέλλοντας στη δανείστρια την από 25-2-2019 εξώδικη δήλωσή του, προτείνοντας
την πώληση του προσημειωμένου οροφοδιαμερίσματος του
6ου ορόφου στην οικοδομή επί των οδών ., που αποτελούσε και την κύρια κατοικία
του, προσφέροντας από το τίμημα το ποσό των 88.000,00 ευρώ και την παραχώρηση
εμπράγματης εξασφάλισης με την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε έτερα ακίνητα
ελεύθερα βαρών και ειδικότερα σε συνενωμένα καταστήματα με αρίθμηση Κ1 και Κ2
στην οικοδομή επί των οδών ., συνολικού εμβαδού 130,11 τ.μ., το δεύτερο εκ των
οποίων δεν ήταν ακόμη στην κυριότητά του, αλλά αντιστοιχούσε σε μέρος της
εργολαβικής του αμοιβής που είχαν αναλάβει υποχρέωση να του μεταβιβάσουν οι
οικοπεδούχοι με το σχετικό εργολαβικό προσύμφωνο για την ανέγερση της εν λόγω
οικοδομής. Η δανείστρια επέδειξε σχετικό ενδιαφέρον για την εν λόγω πρόταση, με
αποτέλεσμα αφενός με ενέργειες του ανακόπτοντος να
ολοκληρωθεί η μεταβίβαση της κυριότητας του άνω υπ' αριθμ.
Κ2 καταστήματος σε αυτόν, με την κατάρτιση του υπ' αριθμ.
./1-3-2019 συμβολαίου πώλησης του συμβολαιογράφου ., αφετέρου ο ανακόπτων να λάβει προκαταβολή για την πώληση του
διαμερίσματος του 6ου ορόφου που αποτελούσε την κατοικία του, στις 16-7-2019.
Παρά δε το ότι ο ανακόπτων όχλησε
εκ νέου τη δανείστρια για την απάντησή της επί της άνω πρότασής του, δηλώνοντας
και την πρόθεσή του για την καταβολή και ποσών από την αναδρομική καταβολή της
σύνταξής του και την αναμενόμενη είσπραξη οφειλόμενων μισθωμάτων για την οποία
είχε πετύχει την έκδοση εκτελεστών τίτλων, η τελευταία δεν απάντησε σε αυτή.
Αντιθέτως, στις 24-6-2019 η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ», ενεργώντας ως καθολική διάδοχος της αρχικής δανείστριας, επέδωσε
στον ανακόπτοντα την από 29-5-2019 εξώδικη δήλωση -
καταγγελία της, με την οποία, επικαλούμενη την εκ μέρους του μη εκπλήρωση των
συμβατικών του υποχρεώσεων και ειδικότερα την υπερημερία του ως προς την
καταβολή 31 ληξιπρόθεσμων δόσεων, του δήλωσε ότι καταγγέλλει τη σύμβαση και ότι
είχε προβεί στις 11-4-2019 στο κλείσιμο του τηρούμενου στα πλαίσια αυτής,
λογαριασμού, με συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 159.453,32 ευρώ. Αντίστοιχη
εξώδικη δήλωση επέδωσε στις 20-8-2019 και στην ., ως κληρονόμο των εγγυητών, οι
οποίοι εν τω μεταξύ είχαν αποβιώσει. Ο ανακόπτων
συνέχισε και μετά την καταγγελία της σύμβασης να επιδιώκει τη ρύθμιση της
οφειλής του, με την εξόφληση μέρους αυτής μέσω της πώλησης ακινήτων του.
Κατόπιν δε διαπραγματεύσεων, μέσω της πώλησης έτερου
διαμερίσματός του του 5ου ορόφου επί της οδού ., εμβαδού 31,22 τ.μ., κατόπιν
συναίνεσης της δανείστριας στην άρση της εγγραφείσας επ' αυτού προσημείωσης,
της κατέβαλε όλο το ποσό του τιμήματος των 50.000,00 ευρώ. Επίσης με τις από
13-2-2020 και από 5-8-2020 επιστολές του πρότεινε εκ νέου στη δανείστρια να
συνδράμει στη ρευστοποίηση δύο εκ των διαμερισμάτων του, ώστε να μπορέσει να
εξοφλήσει μεγάλο μέρος της οφειλής του, ενώ αιτήθηκε και την αφαίρεση από την
οφειλή ποσών που κατ' αυτόν χρεώθηκαν παρανόμως, ωστόσο η δανείστρια δεν
ανταποκρίθηκε. Αποδείχθηκε, εξάλλου, ότι η «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ», στα πλαίσια τιτλοποίησης απαιτήσεων, δυνάμει της από 12-9-2019 σύμβασης
πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, διεπόμενης
από τα άρθρα 10 και 14 Ν. 3156/2003, περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε νόμιμα
στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών του Ν.
2844/2000 στις 16-9-2019 με αριθμό πρωτοκόλλου 237/16-9-2019 στον τόμο 10 και
με αύξοντα αριθμό 271, της εγγραφής αυτής λογιζόμενης ως ανακοίνωσης της
σύμβασης και έχουσας αποτελέσματα αναγγελίας της εκχώρησης στον οφειλέτη,
μεταβίβασε, μεταξύ άλλων, και την επίδικη, απορρέουσα από την προαναφερόμενη
σύμβαση, απαίτησή της σε βάρος του ανακόπτοντος στην
αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «PIRAEUS SNF DESIGNATED
ACTIVITY COMPANY», που έχει συσταθεί νόμιμα και λειτουργεί με έδρα το Δουβλίνο
Ιρλανδίας, η οποία έκτοτε κατέστη ειδική διάδοχος της αρχικής δικαιούχου
τραπεζικής εταιρίας, με την εν λόγω δε μεταβίβαση μεταβιβάσθηκε αυτοδικαίως και
κάθε παρεπόμενο δικαίωμα που συνδέεται με τη μεταβιβασθείσα απαίτηση, καθώς και
οι εξασφαλίσεις αυτής. Η εν λόγω αλλοδαπή εταιρία, δυνάμει της από 12-9-2019
σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας έχει
καταχωρηθεί νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου
Αθηνών στις 16-9-2019 στον τόμο 10 και με αριθμό 272 με αριθμό πρωτοκόλλου
238/16-9-2019, ανέθεσε τη διαχείριση του ως άνω χαρτοφυλακίου,
συμπεριλαμβανομένης και της ως άνω απαίτησης, στην «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ», ενώ
στις 23-9-2019 δημοσιεύθηκε στα ίδια βιβλία στον τόμο 10 με αριθμό 285 με
αριθμό πρωτοκόλλου 251/23-9-2019 μεταβολή του προσώπου του διαχειριστή, που
ορίστηκε η καθ' ης η ανακοπή εταιρία με την επωνυμία «INTRUM HELLAS Ανώνυμη
Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις», τότε με την επωνυμία
«ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», που έχει αδειοδοτηθεί
με την υπ' αριθμ. 326/2/17-9-2019 απόφαση της ΕΠΑΘ ΤτΕ (ΦΕΚ Β' 3533/20-9-2019) και ελέγχεται από την Τράπεζα
της Ελλάδος ως εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.
4354/2015, όπως αυτός ισχύει. Στις 13-7-2020 η ως άνω εταιρία ειδικού σκοπού
«PIRAEUS SNF DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» προέβη σε επανεκχώρηση
προς την «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ» μέρους των μεταβιβασθεισών προς αυτή απαιτήσεων,
στο οποίο περιλαμβάνεται και η επίδικη, δημοσιευθείσας της σχετικής μεταβολής
στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμ. πρωτ. 269/13-7-2020 στον
τόμο 11 με αριθμό 217, όπως προκύπτει από το καταχωρημένο στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών παράρτημα της παραπάνω μεταβολής.
Αποδείχθηκε, εξάλλου, ότι η «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ», στα πλαίσια τιτλοποίησης απαιτήσεων, δυνάμει της από 21-7-2020 σύμβασης
πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, διεπόμενης
από τα άρθρα 10 και 14 Ν. 3156/2003, περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε νόμιμα
στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών του Ν.
2844/2000 στις 22-7-2020 με αριθμό πρωτοκόλλου 297/22-7-2020 στον τόμο 11 και
με αύξοντα αριθμό 245, της εγγραφής αυτής λογιζόμενης ως ανακοίνωσης της
σύμβασης και έχουσας αποτελέσματα αναγγελίας της εκχώρησης στον οφειλέτη,
μεταβίβασε, μεταξύ άλλων, και την επίδικη, απορρέουσα από την προαναφερόμενη
σύμβαση, απαίτησή της σε βάρος του ανακόπτοντος, όπως
προκύπτει από το καταχωρημένο στο Ενεχυροφυλακείο
Αθηνών παράρτημα της παραπάνω σύμβασης μεταβίβασης, στην αλλοδαπή εταιρία
ειδικού σκοπού με την επωνυμία «VEGA II NPL FINANCE DESIGNATED ACTIVITY
CΟMPANY», που έχει συσταθεί νόμιμα και λειτουργεί με έδρα το Δουβλίνο
Ιρλανδίας, η οποία έκτοτε κατέστη ειδική διάδοχος της αρχικής δικαιούχου
τραπεζικής εταιρίας, με την εν λόγω δε μεταβίβαση μεταβιβάσθηκε αυτοδικαίως και
κάθε παρεπόμενο δικαίωμα που συνδέεται με τις μεταβιβασθείσες απαιτήσεις, καθώς
και οι εξασφαλίσεις αυτών. Η εν λόγω αλλοδαπή εταιρία, δυνάμει της από
21-7-2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας
έχει καταχωρηθεί νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου
Αθηνών στις 22-7-2020 στον τόμο 11 και με αριθμό 246 με αριθμό πρωτοκόλλου
298/22-7-2020, ανέθεσε τη διαχείριση του ως άνω χαρτοφυλακίου,
συμπεριλαμβανόμενης και της ως άνω απαίτησης, στην καθ' ης η ανακοπή εταιρία με
την επωνυμία «ΙNTRUM HELLAS Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια
και Πιστώσεις». Εν συνεχεία, δυνάμει του από 1-3-2021 ιδιωτικού συμφωνητικού
που καταρτίστηκε μεταξύ της δικαιούχου και της διαχειρίστριας, που καταχωρήθηκε
στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις 17-3-2021
στον τόμο 12 και με αριθμό 55 με αριθμό πρωτοκόλλου 65/17-3-2021, συμφωνήθηκε η
λύση της ως άνω από 21-7-2020 σύμβασης διαχείρισης, ενώ την ίδια ημέρα, δυνάμει
της νέας από 1-3-2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη
της οποίας έχει καταχωρηθεί νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου
Αθηνών στις 17-3-2021 στον τόμο 12 και με αριθμό 58 με αριθμό πρωτοκόλλου
68/17-3-2021, η ως άνω δικαιούχος εταιρία «VEGA ΙΙ NPL FINANCE DESIGNATED
ACTIVITY COMPANY» ανέθεσε τη διαχείριση των τιτλοποιημένων
απαιτήσεών της στην ίδια εταιρία με την επωνυμία «INTRUM HELLAS Ανώνυμη
Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις». Μετά την κατά τα άνω
καταγγελία της σύμβασης, η καθ' ης, ενεργώντας ως διαχειρίστρια της αλλοδαπής
εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «VEGA II NPL FINANCE DAC», με έδρα το
Δουβλίνο Ιρλανδίας, ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με
την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ» και της τελευταίας ως καθολικής διαδόχου της
αρχικής δανείστριας εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ MILLENIUM BANK ΑΝΩΝΥΜΗ
ΕΤΑΙΡΙΑ», πέτυχε σε βάρος του ανακόπτοντος και της .
για την άνω απαίτησή της, την έκδοση της υπ' αριθμ. ./2021
διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την
οποία υποχρεώθηκαν αυτοί να της καταβάλουν ευθυνόμενοι
εις ολόκληρον, ο μεν ανακόπτων
το ποσό των 159.453,32 ευρώ, με το νόμιμο τραπεζικό τόκο υπερημερίας από
25-6-2019, και η δεύτερη εξ αυτών το ποσό των 159.453,32 ευρώ, ευθυνόμενη ως μοναδική επ' ωφελεία
απογραφής κληρονόμος της μητέρας της εγγυήτριας . και από τη συνολική ως άνω
οφειλή το ποσό των 59.794,99 ευρώ ευθυνόμενη με το
σύνολο της περιουσίας της ως κατά ποσοστό 3/8 κληρονόμος του εγγυητή πατέρα της
., με το νόμιμο τραπεζικό τόκο υπερημερίας από 21-8-2019. Ακριβές αντίγραφο του
πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 28-7-2021 με την από 8-7-2021 επιταγή προς
πληρωμή, με την οποία επιτάσσεται να καταβάλει την άνω οφειλή πλέον τόκων και
εξόδων. Κατά της άνω διαταγής πληρωμής και της από 8-7-2021 επιταγής προς
πληρωμή ο ανακόπτων και η συνοφειλέτρια
. άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την υπ' αριθμ. ././26-8-2021 ανακοπή, δικάσιμος για τη συζήτηση της
οποίας ορίστηκε η 11-2-2025. Μετά την έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής, ο ανακόπτων, στις 29-8-2021 υπέβαλε αίτηση εξωδικαστικού
μηχανισμού ρύθμισης οφειλών στα πλαίσια των διατάξεων του Ν. 4738/2020, η οποία
έως σήμερα εκκρεμεί, λόγω αναμονής ανάκτησης στοιχείων από τρίτες πηγές.
Επιπλέον, στις 18-1-2022 κοινοποίησε μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
στην καθ' ης την πρότασή του να προχωρήσει στην πώληση του διαμερίσματος του
1ου ορόφου επί των οδών ., μετά από συναίνεση αυτής για άρση των επ' αυτού
προσημειώσεων υποθήκης, ώστε το τίμημα αυτού ποσού 95.000,00 ευρώ να καταβληθεί
προς μείωση της επίδικης οφειλής του κατά το μεγαλύτερο μέρος της, η οποία,
μετά την καταβολή και των 50.000,00 ευρώ, η οποία δεν αναφέρεται στη διαταγή
πληρωμής, ανερχόταν στο ποσό των 112.220,77 ευρώ, προτείνοντας περαιτέρω την
ολική ή μερική διαγραφή του υπολοίπου, άλλως τη ρύθμισή του σε δόσεις. Μετά την
υποβολή της παραπάνω πρότασης, η καθ' ης ζήτησε την αποστολή από τον ανακόπτοντα σειράς δικαιολογητικών, του ιδίου και της συνευθυνόμενης αδελφής του ., προκειμένου να προχωρήσει
στην αξιολόγησή της, εν συνεχεία επιπλέον δικαιολογητικά, καθώς και δήλωση
ενδιαφέροντος από τον υποψήφιο αγοραστή, με τον ανακόπτοντα
να ανταποκρίνεται στα αιτήματά της. Επίσης, στις 24-3-2022 ο ανακόπτων απέστειλε στην καθ' ης και συμπληρωματική πρόταση
ρύθμισης/αποπληρωμής, με την οποία, εκτός από την πώληση του διαμερίσματος και
την καταβολή στην καθ' ης του ποσού των 95.000,00 ευρώ, της πρότεινε και την
εφάπαξ καταβολή του ποσού των 6.500,00 ευρώ, για την ολική αποπληρωμή των δύο
συμβάσεων καταναλωτικού δανείου, που επίσης είχε καταρτίσει με τη δικαιοπάροχο
της καθ' ης, καθώς και επιπλέον το ποσό των 13.500,00 ευρώ προς περαιτέρω
μείωση του υπολοίπου του επίδικου δανείου, ενώ ως προς το υπόλοιπο αυτού και
των στεγαστικών του δανείων, πρότεινε τη διαγραφή μέρους των τόκων και τη
ρύθμιση του υπολοίπου με μηνιαίες δόσεις ποσού 1.000,00 ευρώ με επιτόκιο
ενήμερης οφειλής, δεσμευόμενος ότι μόλις καταστεί εφικτή η εύρεση αγοραστή για
τα έτερα ακίνητα ιδιοκτησίας του, ήτοι διαμέρισμα του 3ου ορόφου και
συνενωμένου ισογείου καταστήματος στην οικοδομή επί των οδών ., θα επανερχόταν
με νέα πρόταση προς περαιτέρω μείωση της οφειλής του, ήτοι από το σύνολο των
συμβάσεων δανείου. Η καθ' ης συνέχισε να ζητά από τον ανακόπτοντα
την αποστολή επιπλέον δικαιολογητικών, επιδιώκοντας και τη διενέργεια αυτοψίας
στο ένδικο διαμέρισμα. Λόγω μη ύπαρξης θετικής απάντησης στην πρότασή του από
την καθ' ης, ο ανακόπτων επανέλαβε αυτή στις
4-4-2022, ενώ στις 30-6-2022 της απέστειλε και νέα συμπληρωματική πρόταση,
ζητώντας, σε περίπτωση απόρριψης της προηγούμενης, να προχωρήσει η πώληση του
διαμερίσματός του επί του 1ου ορόφου έναντι τιμήματος 95.000,00 ευρώ, που θα
πιστωνόταν στην οφειλή, να προχωρήσει στην εκπλειστηρίαση
του προσημειωμένου από αυτή διαμερίσματος του 3ου ορόφου και το εναπομείναν
υπόλοιπο να ρυθμισθεί με δόσεις ποσού 1.000,00 ευρώ. Εν τέλει, στις 11-7-2022,
η καθ' ης του κοινοποίησε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου την από 11-7-2022
επιστολή της, με την οποία του δήλωσε, ότι οι προτάσεις του δεν εμπίπτουν στο
πλαίσιο της πιστωτικής πολιτικής και στις σχετικές ευχέρειες ρύθμισης της
εταιρίας, ωστόσο του δήλωσε ότι αυτή είναι διαθέσιμη να εξετάσει οποιοδήποτε
ρεαλιστικό αίτημα ρύθμισης ή συμβιβαστικής εξόφλησης της οφειλής, διαφορετικά
του δήλωσε ότι θα προχωρήσει στις νόμιμες ενέργειες για την είσπραξη της
απαίτησής της κατά όλων των ενεχομένων. Μάλιστα την ίδια ημέρα, 11-7-2022, του
κοινοποίησε και κατασχετήριο εις χείρας εννέα τραπεζών και πιστωτικών
ιδρυμάτων, επιτάσσοντάς τα να μην του καταβάλουν την κατασχεθείσα απαίτηση,
ποσού 163.005,32 ευρώ. Εν συνεχεία, στις 2-12-2022, ακριβές αντίγραφο του
πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής επέδωσε η καθ' ης
στον ανακόπτοντα για δεύτερη φορά με την
προσβαλλόμενη από 30-11-2022 επιταγή προς πληρωμή και, λίγες ημέρες αργότερα,
με επίσπευσή της προς ικανοποίηση της άνω απαίτησής της, δυνάμει της υπ' αριθμ. ./16-12-2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης
ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου
Θεσσαλονίκης με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ., που του κοινοποιήθηκε στις
19-12-2022, κατασχέθηκε αναγκαστικά το περιγραφόμενο σε αυτή ακίνητό του, ήτοι
το προαναφερθέν κατάστημα του ισογείου ορόφου με αριθμό Κ2, με ΚΑΕΚ ./0/14,
εμβαδού μικτού 94,82 τ.μ. και καθαρού 88,00 τ.μ., που βρίσκεται στην προπεριγραφόμενη οικοδομή επί των οδών ., όπως ειδικότερα
περιγράφεται στην άνω έκθεση κατάσχεσης, το οποίο απέκτησε ο ανακόπτων με το υπ' αριθμ. ./2019
συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ., με εκτιμηθείσα
αξία και τιμή πρώτης προσφοράς 100.000,00 ευρώ, ορίστηκε δε ως ημερομηνία
πλειστηριασμού η 26-7-2023 ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης . .. Η άνω
κατάσχεση έλαβε χώρα από την καθ' ης για το ποσό των 100.000,00 ευρώ, ως μέρος
του κεφαλαίου της απαίτησής της, με ρητή επιφύλαξη για την είσπραξη του
υπολοίπου αυτής με άλλη αναγκαστική εκτέλεση ή με αναγγελία στον ίδιο ή άλλο
πλειστηριασμό. Σημειώνεται ότι όλα τα ανωτέρω αποδειχθέντα και ενώπιον του
Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πραγματικά περιστατικά, τα οποία περιλαμβάνονται στο
σκεπτικό της εκκαλούμενης απόφασης, ουδόλως αμφισβητήθηκαν από την εκκαλούσα με
το δικόγραφο της υπό κρίση εφέσεως ούτε και ζητείται με σχετικό λόγο έφεσης η
εξαφάνισης της εκκαλούμενης απόφασης, για τυχόν σφάλμα της αναφορικά με την αλήθεια
των πραγματικών αυτών περιστατικών. Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο της ασκηθείσας ανακοπής του που έγινε δεκτός από το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο και ακυρώθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις της εκτελεστικής
διαδικασίας, για την παραδοχή του οποίου παραπονείται η εκκαλούσα με την
κρινόμενη έφεσή της, ο ανακόπτων, ισχυριζόταν ότι η
επίσπευση από την καθ' ης της προσβαλλόμενης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης
σε βάρος του τυγχάνει καταχρηστική, καθόσον, μετά την έκδοση της υπ' αριθμόν
./2021 διαταγής πληρωμής, επί της οποίας βασιζόταν η εκτελεστική διαδικασία σε
βάρος του, επιχείρησε εκ νέου, όπως και παλαιότερα, να ρυθμίσει τις οφειλές του
προς την καθ' ης, προτείνοντας εύλογους τρόπους αποπληρωμής, ωστόσο η καθ' ης
αναιτιολόγητα απέρριψε τις προτάσεις του, ενώ ενεργώντας με πρόθεση
αισχροκέρδειας και με μεθόδευση, προκειμένου αυτός να αποκτήσει το ήδη
κατασχεθέν ακίνητο, ήτοι το με αριθμό Κ2 κατάστημα του ισογείου ορόφου που έχει
πρόσοψη στις οδούς ., εμβαδού καθαρού 88,00 τ.μ. και μικτού 94,82 τ.μ.,
αποτελούμενο από έναν ενιαίο χώρο, μια αποθήκη και αποχωρητήριο, μετά του
αναλογούντος σε αυτό ποσοστού επί του οικοπέδου 48,43/1000 εξ αδιαιρέτου, ώστε
δήθεν με την προσημείωσή του, θα συναινούσε η καθ' ης στην άρση προσημείωσης
επί έτερου ακινήτου του ανακόπτοντος,
το οποίο θα μπορούσε να ρευστοποιήσει και στη ρύθμιση των οφειλών του, προέβη
στην κατάσχεση αυτού, αποσκοπώντας στην απόκτησή του μέσω πλειστηριασμού σε
ευτελή τιμή, παρά τη μεγαλύτερη εμπορική του αξία και αδιαφορώντας για τη ζημία
που ο ίδιος ο ανακόπτων θα υφίστατο και μάλιστα, ενώ
ο ίδιος ήδη από 29-8-2021 είχε ξεκινήσει τη διαδικασία για την υπαγωγή του στον
εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών του Ν. 4738/2020, η οποία χωρίς δική
του υπαιτιότητα δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Επί τη βάση του λόγου αυτού της
ανακοπής που άσκησε ο ανακόπτων, για την παραδοχή του
οποίου από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παραπονείται η εκκαλούσα, αποδείχθηκε ότι
ο ανακόπτων, υπήρξε απόλυτα συνεργάσιμος
δανειολήπτης, ήδη από τον χρόνο κατάρτισης, στις 20-10-2008, της σύμβασης
επιχειρηματικού δανείου ύψους 840.900,00 ευρώ, το οποίο έλαβε προκειμένου να το
χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες της επαγγελματικής του δραστηριότητας ως
εργολάβου και συγκεκριμένα, για την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής με το σύστημα
της αντιπαροχής, καθόσον ήδη κατά τα πρώτα δύο έτη της σύμβασης, αν και υπήρχε
μόνο υποχρέωση πληρωμής τόκων εκ μέρους του, αυτός, προέβη σε πρόωρη εξόφληση
μεγάλου μέρους του ληφθέντος κεφαλαίου, καθώς είχε
την ευχέρεια να το πράξει μέσω των χρημάτων που εισέπραττε από την πώληση των
ακινήτων που αποτελούσαν το εργολαβικό του αντάλλαγμα. Ωστόσο, εξαιτίας της
οικονομικής κρίσης που ενέσκυψε στη χώρα από το έτος
2009 και μετέπειτα, ο ανακόπτων, δέχθηκε σοβαρό
πλήγμα στην επαγγελματική του ενασχόληση ως εργολάβου, καθόσον η οικονομική
κρίση έπληξε ιδιαίτερα τον τομέα κατασκευής και ανέγερσης κατοικιών. Έτσι, ο ανακόπτων, από το έτος 2011 και μετέπειτα αντιμετώπισε
σοβαρά οικονομικά προβλήματα και έλλειψη ρευστότητας, με αποτέλεσμα να μην
μπορεί να ανταποκριθεί στις υψηλές τοκοχρεωλυτικές δόσεις που έπρεπε πλέον να
καταβάλλει, μετά την πάροδο της περιόδου πληρωμής των τόκων. Για τον λόγο αυτό,
προέβη στην υποβολή σχετικών αιτημάτων προς την τραπεζική εταιρεία με την
επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ MILLENIUM ΒΑΝΚ» για τη διευθέτηση της οφειλής του, με
αποτέλεσμα την κατάρτιση τροποποιητικών πράξεων της αρχικής δανειακής σύμβασης
που είχε συνάψει με την προαναφερόμενη τραπεζική εταιρεία, η οποία του
χορηγούσε περιόδους χάριτος κεφαλαίου, καθώς παρατεινόταν η περίοδος τοκοπληρωμής, πλην όμως με σημαντική αύξηση του περιθωρίου
του επιτοκίου, αρχικά μάλιστα από 1,85% σε 4%, παρά το γεγονός ότι το κεφάλαιο
της απαίτησης είχε μειωθεί σημαντικά λόγω των καταβολών που είχε ήδη
πραγματοποιήσει. Συγκεκριμένα, ο ανακόπτων, τρία
μόλις έτη μετά τη λήψη του δανείου, είχε καταφέρει να καταβάλει ποσά που
αντιστοιχούσαν σε ποσοστό περίπου 85% του αρχικού κεφαλαίου, χωρίς ουδέποτε να
αδιαφορήσει για την τακτοποίηση των οφειλών του, παρά την συνεχιζόμενη
οικονομική κρίση στον επαγγελματικό χώρο στον οποίο δραστηριοποιούνταν,
καταβάλλοντας ακόμη και τις μη εισέτι ληξιπρόθεσμες οφειλές του προς την
παραπάνω τράπεζα, γεγονότα που ήταν γνωστά τόσο στην αρχική δανείστρια τράπεζα
όσο και στην ειδική διάδοχό της στην απαίτηση που απέρρεε από την λήψη του
ανωτέρω δανείου. Έτσι, το γεγονός της γνώσης των παραπάνω πραγματικών
περιστατικών εκ μέρους της δανείστριας και εν συνεχεία της καθ' ης, (οι οποίες
αποτελούν χρηματοδοτικούς οργανισμούς που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην
ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ' αυτές επιχειρήσεων και
προσώπων, φυσικών ή νομικών, που έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του
χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα αυτών που
χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση
ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση
πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών, των συμφερόντων των πελατών
τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι
αυτούς συνέπειες σύμφωνα και με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της
παρούσας), επέβαλε την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά τους, των
συμφερόντων του ανακόπτοντος-πελάτη τους, προκειμένου
να αποφευχθούν υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες γι αυτόν.
Για τον ίδιο λόγο άλλωστε, σύμφωνα και με τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης
με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών, ενόψει της
οικονομικής δυσχέρειας που αντιμετώπιζε ο ανακόπτων
για τον λόγο που προεκτέθηκε, η οποία υπερέβαινε τα
όρια της αντοχής του, η δανείστρια, όφειλε να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση
στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων του ανακόπτοντος,
ενόψει μάλιστα της μακροχρόνιας συνεργασίας τους, να επιδείξει καλή πίστη καινά
ανεχθεί μια απόκλιση από τα συμφωνηθέντα. Αντιθέτως, στις 24-6-2019 η ανώνυμη
τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ», ενεργώντας ως καθολική
διάδοχος της αρχικής δανείστριας, επέδωσε στον ανακόπτοντα
την από 29-5-2019 εξώδικη δήλωση - καταγγελία της, με την οποία, επικαλούμενη
την εκ μέρους του μη εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων και ειδικότερα
την υπερημερία του ως προς την καταβολή 31 ληξιπρόθεσμων δόσεων, του δήλωσε ότι
καταγγέλλει τη σύμβαση και ότι είχε προβεί στις 11-4-2019 στο κλείσιμο του
τηρούμενου -στα πλαίσια αυτής- λογαριασμού, με συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο ύψους
159.453,32 ευρώ. Ακολούθως, μετά την καταγγελία της σύμβασης, η καθ' ης,
ενεργώντας ως διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την
επωνυμία «VEGA II NPL FINANCE DAC», με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας, ως ειδικής
διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΕ» και της τελευταίας ως καθολικής διαδόχου της αρχικής δανείστριας εταιρίας
με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ MILLENIUM BANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», πέτυχε σε βάρος του ανακόπτοντος (και της άνω .) την έκδοση της υπ' αριθμ. ./2021 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία υποχρεώθηκαν αυτοί να της καταβάλουν ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, ο μεν ανακόπτων το ποσό των 159.453,32 ευρώ, με το νόμιμο
τραπεζικό τόκο υπερημερίας από 25-6-2019, και η δεύτερη εξ αυτών το ποσό των
159.453,32 ευρώ. Ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω
διαταγής πληρωμής επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις
28-7-2021 με την από 8-7-2021 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτάχθηκε να
καταβάλει την άνω οφειλή πλέον τόκων και εξόδων. Ωστόσο, ο ανακόπτων,
ακόμη και μετά την καταγγελία της σύμβασης και την έκδοση εκτελεστού τίτλου σε
βάρος του, με διαρκείς ενέργειες επεδίωκε τη ρύθμιση των οφειλών του, ιδίως με
την πώληση ακινήτων του και την καταβολή του τιμήματος προς μείωση των οφειλών,
ενέργεια που απαιτούσε τη συναίνεση της δανείστριας για την άρση των
εγγεγραμμένων επί των ακινήτων, προσημειώσεων υποθήκης, που εξασφάλιζαν τις
απαιτήσεις της, ωστόσο η δανείστρια τις περισσότερες φορές είτε δεν
ανταποκρινόταν στα αιτήματά του είτε του έδινε αρνητική απάντηση, παρά το
γεγονός ότι ο ανακόπτων της έκανε πρόταση και για την
εγγραφή προσημειώσεων σε άλλα ακίνητά του, ελεύθερα βαρών. "Όπως περαιτέρω
αποδείχθηκε, ο ανακόπτων, προκειμένου να συναινέσει η
δανείστρια στην άρση της προσημείωσης που είχε εγγράψει επί της κύριας
κατοικίας του για την οποία βρέθηκε υποψήφιος αγοραστής, απέκτησε κατά
κυριότητα την 1-3-2019 το ανωτέρω με στοιχεία Κ2 κατάστημα, που αποτελούσε
μέρος της εργολαβικής του αμοιβής, προκειμένου η δανείστρια να εγγράψει επ'
αυτού προσημείωση υποθήκης, για την περαιτέρω εξασφάλιση του ανεξόφλητου μέρους
της οφειλής του. Παρά δε το γεγονός ότι αρχικά η δανείστρια, φάνηκε να
αντιμετωπίζει θετικά την παραπάνω πρόταση του ανακόπτοντος,
ωστόσο στη συνέχεια, αρνήθηκε να συναινέσει σ' αυτήν και ακολούθως, προέβη σε
καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης. Παρά δε την εξέλιξη αυτή, ο ανακόπτων, συνέχισε τις προσπάθειες για αποπληρωμή των
δανειακών του υποχρεώσεων και ξεκίνησε διαδικασίες για την υποβολή του στον
εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών υποβάλλοντας σχετική αίτηση, πλην όμως
η σχετική διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε, δίχως δική του υπαιτιότητα. Έτσι, στις
18.1.2022 ο ανακόπτων κοινοποίησε στην καθ' ης νέα
πρόταση ρύθμισης-αποπληρωμής των δανειακών του υποχρεώσεων, ώστε να προχωρήσει
στην πώληση ενός διαμερίσματος του πρώτου ορόφου επί των οδών ., μετά από
συναίνεση της καθ' ης για άρση των υφιστάμενων προσημειώσεων υποθήκης, έναντι
τιμήματος 95.000 ευρώ, το οποίο θα πιστωνόταν εξ ολοκλήρου για τη μείωση της
οφειλής του από την επίμαχη δανειακή σύμβαση, η οποία κατά τον χρόνο εκείνο
είχε απομειωθεί στο ποσό των 112.220,77 ευρώ (η
διαταγή πληρωμής είχε εκδοθεί για το ποσό των 159.453,32 ευρώ), καθώς ο ανακόπτων είχε καταβάλει το ποσό των 50.000 ευρώ μετά από
πώληση ενός εκ των ακινήτων του. Η καθ' ης δια των νομίμων
εκπροσώπων της, έδειξε να ανταποκρίνεται θετικά στην παραπάνω πρόταση, ζητώντας
από τον ανακόπτοντα ένα μεγάλο αριθμό δικαιολογητικών
εγγράφων, τόσο από τον ίδιο όσο και από την αδελφή του, προκειμένου να
προχωρήσει στην αξιολόγηση της πρότασης αυτής, υποβάλλοντάς τον επί μήνες σε
σειρά ενεργειών συγκέντρωσης και αποστολής των εν λόγω εγγράφων προς την ίδια,
δημιουργώντας του έτσι εύλογα την πεποίθηση, ότι δεν θα επέσπευδε διαδικασίες
αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του, για την είσπραξη του υπόλοιπου της οφειλής
του. Μάλιστα, καθ' όλο το χρονικό αυτό διάστημα, ο ανακόπτων
βρισκόταν σε συνεχή τηλεφωνική και γραπτή επικοινωνία με δύο στελέχη της καθ'
ης, τα οποία του υποδείκνυαν τον βέλτιστο τρόπο διατύπωσης των αιτημάτων του,
ώστε αυτά να ευδοκιμήσουν. Σε μια ύστατη προσπάθεια για την αποπληρωμή της
οφειλής του, ο ανακόπτων στις 24.3.2022 απέστειλε
στην καθ' ης συμπληρωματική πρόταση ρύθμισης-αποπληρωμής της οφειλής του, μόλις
καθίστατο δυνατή η πώληση ενός διαμερίσματος του τρίτου ορόφου και του ισογείου
καταστήματος επί της οδού ., πρόταση που αρχικά εξετάστηκε από την καθ' ης η
οποία μάλιστα ζήτησε την αποστολή στοιχείων αναφορικά με το διαμέρισμα του
τρίτου ορόφου, ενώ στις 30.6.2022 υπέβαλε νέα συμπληρωματική πρόταση. Ωστόσο, η καθ' ης, με την τελευταία από
11-7-2022 επιστολή της προς τον ανακόπτοντα μέσω
ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τον ενημέρωνε αορίστως και σε αντίθεση με την έως
τότε συμπεριφορά της, ότι οι προτάσεις του δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο της
πιστωτικής πολιτικής και στις σχετικές ευχέρειες ρύθμισης της εταιρείας, χωρίς
μάλιστα να αντιπροτείνει η ίδια έναν άλλο βιώσιμο τρόπο ρύθμισης της οφειλής,
επιδίδοντας επιπλέον σε αυτόν την ίδια ημέρα κατασχετήριο εις χείρας τρίτων για
την ένδικη απαίτησή της, την οποία συνέχισε να προσδιορίζει στο ποσό των
159.453,32 ευρώ, όπως επιδικάστηκε με τη διαταγή πληρωμής, δίχως να αφαιρεί από
την οφειλή την τελευταία καταβολή από τον ανακόπτοντα
του ποσού των 50.000,00 ευρώ, στην οποία προέβη μέσω πώλησης ακινήτου. Μετά δε
την αρνητική αυτή στάση της για αποδέσμευση της ακίνητης περιουσίας του ανακόπτοντος, προκειμένου με το επιτυγχανόμενο
τίμημα να εξοφληθεί μεγάλο μέρος της οφειλής και να ρυθμιστεί το υπόλοιπο, η
καθ' ης, επέσπευσε την προκείμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης,
προβαίνοντας μάλιστα σε κατάσχεση του ελεύθερου βαρών υπ' αριθμ.
Κ2 καταστήματος, που ο ανακόπτων απέκτησε χωρίς
καταβολή χρηματικού ποσού ως ανταλλάγματος, καθόσον αποτελούσε μέρος της
εργολαβικής του αμοιβής για την ανέγερση της οικοδομής όπου βρίσκεται,
προκειμένου εν συνεχεία να συναινέσει στην εγγραφή από την καθ' ης επ' αυτού,
εμπράγματης εξασφάλισης, με ταυτόχρονη συναίνεση της τελευταίας για την άρση
της προσημείωσης που είχε εγγράψει επί της κύριας κατοικίας του. Μάλιστα, το με
αριθμό Κ2 κατάστημα λειτουργεί ως ενιαίο - συνενωμένο κατάστημα με το όμορο υπ'
αριθμ. Κ1 κατάστημα του ανακόπτοντος
επί της ίδιας οικοδομής, η δε καθ' ης κατά τον ίδιο χρόνο είχε επαρκείς
εμπράγματες εξασφαλίσεις της απαίτησής της, σε τρία έτερα ακίνητα. Με τη
συμπεριφορά της δε αυτή η καθ' ης, αποστέρησε από τον ανακόπτοντα
τη δυνατότητα να επιδιώξει την ελεύθερη εκποίηση της ακίνητης περιουσίας του,
προκειμένου να επιτύχει υψηλότερο τίμημα με τη βοήθεια και του υιού του που
μετέρχεται το επάγγελμα του μεσίτη, το οποίο στη συνέχεια θα κατέβαλε σ' αυτήν
για τη μείωση της οφειλή του σε μεγαλύτερη έκταση, επιλέγοντας να προβεί σε
αναγκαστική κατάσχεση του ακινήτου του και σε αναγκαστική εκποίηση αυτού μέσω
πλειστηριασμού, σε τιμή η οποία κατά το συνήθως συμβαίνον σε ανάλογες
περιπτώσεις, υπολείπεται αυτής που επιτυγχάνεται σε συνθήκες ελεύθερης αγορά.
Με βάση όλα τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, η -από την καθ' ης
σε βάρος του ανακόπτοντος- επίσπευση της διαδικασίας
αναγκαστικής εκτέλεσης, υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή
πίστη, τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του πράγματι
υφιστάμενου δικαιώματός της που ανάγεται στη διαχείριση της περιουσίας της για
την οποία η ίδια αποφασίζει, πλην όμως παρίσταται ως μέτρο ιδιαίτερης
σκληρότητας για τον ανακόπτοντα, καθόσον υπερβαίνει
πλέον τα ανεκτά όρια θυσίας του και συνεπάγεται αποκλειστικά ζημία αυτού, δίχως
ιδιαίτερο οικονομικό όφελος για την ίδια, προκαλώντας έτσι στον υπόχρεο ανακόπτοντα, όχι δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά
του, αλλά αφόρητες και δυσβάστακτες συνέπειες, θέτοντας σε κίνδυνο την
οικονομική του υπόσταση και μάλιστα με δυσανάλογα επαχθείς γι' αυτόν συνέπειες,
σε σχέση με αυτές που θα υποστεί η καθ' ης από τη μη άσκηση του δικαιώματός της
για αναγκαστική εκτέλεση.
Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την
εκκαλούμενη απόφασή του, έκανε δεκτό και ως ουσιαστικά βάσιμο τον δεύτερο λόγο
της ανακοπής που άσκησε ο ανακόπτων και ακύρωσε τις
προσβαλλόμενες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, ορθά ερμήνευσε και
εφάρμοσε τις σχετικές νομικές διατάξεις και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και
όσα σχετικά περί του αντιθέτου υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον μοναδικό λόγο της
υπό κρίση εφέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα όπως και αυτή η
τελευταία στο σύνολο της. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας
πρέπει -κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου- να επιβληθούν σε
βάρος της εκκαλούσας ως ηττηθείσας διαδίκου (άρθρα 106, 176, 183, 190 και 191
παρ. 1 του ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου που
κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση της εφέσεως (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. δ' ΚΠολΔ) όπως ειδικότερα
ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των
διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν στην ουσία, κατά της με αριθμό 8212/2023 οριστικής απόφασης
του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών
Διαφορών).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του προκατατεθέντος παραβόλου ποσού
εκατό ευρώ (100,00 €), στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα
στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού
δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων ευρώ (400,00 €).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και
δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 8 Απριλίου 2025, σε έκτακτη δημόσια
συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των
πληρεξούσιων δικηγόρων τους, παρουσία και της γραμματέως.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ