ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΗλείας 266/2025

 

Ακύρωση διαταγής πληρωμής -.

 

Η αιτούσα την έκδοση διαταγής πληρωμής οφείλει προκειμένου να αξιώσει συμβατικούς τόκους υπερημερίας, να υπολογίσει τους συμβατικούς τόκους από την ημερομηνία της καταγγελίας μέχρι την κατάθεση της αίτησής της ή να αναφέρει στην διαταγή πληρωμής τα μέχρι τότε εφαρμοσθέντα (κυμαινόμενα) συμβατικά επιτόκια, για το δε μετέπειτα χρονικό διάστημα και μέχρι την εξόφληση οφείλει να επιδιώξει την έκδοση νέας διαταγής πληρωμής ως προς τους συμβατικούς τόκους υπερημερίας του επόμενου χρονικού διαστήματος. Ομοίως αόριστη είναι και η επιταγή προς εκτέλεση με την οποία επιτάσσει την καταβολή του κεφαλαίου εντόκως με το εκάστοτε  ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με τον ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο (άρθρο 12 ν. 2601/1998) χωρίς όμως και πάλι να αναφέρει το συγκεκριμένο ποσό των καταβλητέων τόκων, εφόσον δεν προκύπτει από τον εκτελεστό τίτλο το επιτόκιο των τελευταίων, αποκλειομένης σύμφωνα με το άρθρο 916 ΚΠολΔ της συμπλήρωσης της έλλειψης αυτής με έγγραφα που βρίσκονται εκτός του τίτλου, ώστε καθίσταται αδύνατη εν προκειμένω η εξεύρεση του επιτασσόμενου ποσού των τόκων με μαθηματικό υπολογισμό.

 

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία της δικηγόρου Αμαλιάδας Ειρήνης Φάσσου).

 

 

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός 266/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

 

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ιωάννα Παπαδοπούλου, Πρωτόδικη Ειδικής Επετηρίδας (Ν.5108/2024), την οποία όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών Ηλείας με πράξη της και από την Γραμματέα Σωτηρία Βλάχου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 26.03.2025, για να δικάσει την υπόθεση:

 

Των ανακοπτόντων: 1. ... κατοίκου Πύργου Ηλείας, του ., με ΑΦΜ ... και 2. ... κατοίκου Πύργου Ηλείας, ... με ΑΦΜ ... οι οποίοι αμφότεροι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Ειρήνης Φάσσου του Παναγιώτη (ΑΜ ΔΣΑΜΛ 000122, αρ. γραμματίου προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ./26.03.2025).

 

ΚΑΤΑ

 

Της καθ' ης η ανακοπή: Της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων κατά το Ν.4354/2015, με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» [ΙΝΤΡΟΥΜ ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ] και διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», με έδρα την Αθήνα, Λεωφόρος Μεσογείων αρ. 109-111 (με αριθμό Γ.Ε.Μ.Η. . και ΑΦΜ .Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Αθηνών), που εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργοϋσας, εν προκειμένω, δυνάμει της από 23.12.2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, επ' ονόματι και για λογαριασμό της εταιρείας «Ρhoenix NPL Finance Designated Activity Company», με έδρα στο Δουβλίνο Ιρλανδίας (με αρ.μητρώου . και δ/νση 3 George's Dock, IFSC, 4ος όροφος, Δουβλίνο 1), η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.», με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. . και ΑΦΜ ., με έδρα στο Δήμο Αθηναίων, επί της οδού Αμερικής αρ.4, δυνάμει της από 21.07.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων και σύμφωνα με τις διατάζεις του άρθρου 10 του Ν.3156/2003, των άρθρων 455 επ. ΑΚ και του άρθρου 61 του Ν.4548/2018, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Αναστασίας Διαμαντοπούλου του Γεωργίου (Α.Μ/ΔΣΗΛ 000120, αρ. γραμματίου προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ./26.03.2025).

 

Φέρεται προς συζήτηση η από 01.09.2024 και με αρ. κατάθεσης ... ανακοπή των ανακοπτόντων κατά της καθ' ης, η οποία κατατέθηκε ενώπιον της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου και προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο κατά την σειρά εγγραφής της σε αυτό. Κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στα δικόγραφά τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 631, 632 παρ. 2, 633 παρ. 2 εδ. γ, 904 παρ. 2 περ. α και ε, 918 παρ. 2 περ. α, 919 και 933 παρ. 4 ΚΠολΔ, ως ισχύουν μετά την κατά περίπτωση αντικατάστασή τους από το Ν.4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α‘87/23-07-2015, με έναρξη ισχύος από 01-01-2016), συνάγεται ότι η διαταγή πληρωμής που επιδικάζει προσωρινά και ύστερα από συνοπτική διαδικασία, κατά κανόνα χωρίς κλήτευση του οφειλέτη, την απαίτηση, δεν βεβαιώνει κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτησης την ύπαρξη της απαίτησης, της οποίας την πληρωμή διατάσσει, αφού στον καθ’ ου οφειλέτη παρέχεται δικαίωμα άμεσης αμφισβήτησης της γένεσης και της ύπαρξής της (και όχι μόνο της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής) με το ένδικο βοήθημα της ανακοπής (πρώτα του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ και σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης άσκησής της και μετά από νέα κοινοποίηση της διαταγής πληρωμής αυτής του άρθρου 633 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πριν από την πάροδο και της δεύτερης αυτής προθεσμίας, η διαταγή πληρωμής δεν αποκτά ισχύ δεδικασμένου (ΑΠ 1538/2005 ΕλλΔνη 2006.118) και ως εκ τούτου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 933 παρ. 4 και 633 παρ. 2 εδ. γ ΚΠολΔ, ως ισχύουν σήμερα, ο οφειλέτης, σε βάρος του οποίου επιχειρείται αναγκαστική εκτέλεση με βάση τη διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί τίτλο εκτελεστό, δεν κωλύεται να προτείνει με την κατ' άρθρο 933 ΚΠολΔ ασκούμενη ανακοπή ως λόγους ακυρότητας της εκτέλεσης και ενστάσεις, οι οποίες βάλλουν κατά του ουσία υποστατού της επιδικασθείσας απαίτησης (ΟλΑΠ 30/1987 ΝοΒ 1988.96, ΑΠ 870/2004 ΤραπΝομΠληρΝΟΜΟΣ, ΑΠ 382/2002 Δ 2003.353, ΕφΑΘ 33/2006 ΧρΙΔ 2006.459, ΕφΘεσ 63/1997 Αρμ. 1999.250, Μπρίνιας, Άμυνα κατά διαταγής πληρωμής ΝοΒ 24.501 επ. ιδία 504- 507). Όταν επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση, η οποία στηρίζεται σε διαταγή πληρωμής και δεν έχει διαταχθεί η αναστολή της κατ' άρθρο 632 παρ. 3 ΚΠολΔ, υπάρχει στη διάθεση του καθ' ου, όχι μόνο η ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ, αλλά και αυτή του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Αν επιδοθεί στον καθ' ου η εκτέλεση αντίγραφο του απογράφου της διαταγής πληρωμής με επιταγή για εκτέλεση αρχίζουν να τρέχουν οι προθεσμίες για άσκηση τόσο της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ, όσο και της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Και οι δύο ανακοπές έχουν διαπλαστικό χαρακτήρα. Η πρώτη όμως ανακοπή έχει ως αίτημα την ακύρωση της διαταγής πληρωμής ως εκτελεστού τίτλου, ενώ η δεύτερη την ακύρωση της πράξης εκτέλεσης που βάλλεται με αυτήν (ΕφΘεσ 63/1997 ό.πΕφΘεσ 1955/1989 Αρμ 1991.1235, Π. Γέσιου - Φάλτση Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης Γενικό Μέρος, β' έκδοση 2017, παρ. 34, αριθ. 45 επ., σελ. 578 επ.). Μια δεύτερη διαφορά των δύο ανακοπών αφορά τους λόγους που η κάθε μια μπορεί να περιέχει. Η ανακοπή του άρθρου 632 - 633 ΚΠολΔ μπορεί να στηρίζεται (μόνο) σε λόγους, οι οποίοι αφορούν την εν γένει ύπαρξη των νομίμων προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής, άρα και την ύπαρξη της απαίτησης. Οι λόγοι αυτοί, σύμφωνα με την ορθότερη (και κρατούσα) άποψη, μπορούν να περιλαμβάνουν τόσο αναρρήσεις αναφορικά με τυπικές ελλείψεις του τίτλου, όσο όμως και αυτές που θίγουν τη γέννηση, άσκηση ή απόσβεση της απαίτησης. Η ανακοπή, όμως, του άρθρου 933 ΚΠολΔ, εκτός από τους παραπάνω λόγους, μπορεί επί πλέον να επικαλείται και λόγους που αφορούν την ακυρότητα της πράξης εκτέλεσης αυτής καθ’ εαυτής, τα ελαττώματα δηλαδή της εκτελεστικής διαδικασίας (ΕφΘεσ 63/1997 ό.π., Π. Γέσιου - Φαλτσή, ό.π., παρ. 34, σελ. 547 επ.). Η παράλληλη άσκηση ή εκδίκαση των προαναφερθέντων δυο ενδίκων βοηθημάτων των άρθρων 632 και 933 ΚΠολΔ μπορεί να εμφανιστεί όχι μόνο, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, με τη μορφή της άσκησης ενός από αυτά, ενώ υπάρχει ήδη εκκρεμοδικία ως προς το άλλο, αλλά και με την μορφή της αντικειμενικής σώρευσης, όταν δηλαδή υφίστανται δικόγραφα ανακοπής περιέχοντα ένωση του αιτήματος τόσο της ανακοπής του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ (ακύρωση διαταγής πληρωμής), όσο και εκείνου της ανακοπής του άρθρου 933 παρ. 1 ΚΠολΔ (κατά κανόνα πρόκειται για αίτημα ακύρωσης της επιταγής προς πληρωμή και ενδεχομένως και ακύρωσης της κατάσχεσης), ακόμη και για τους ίδιους λόγους. Σε κάθε περίπτωση, η σώρευση των ανακοπών των άρθρων 632 και 933 ΚΠολΔ τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει σύγχυση, ότι αυτές υπάγονται στην ίδια διαδικασία και ότι το επιλαμβανόμενο δικαστήριο είναι αρμόδιο για αμφότερες (άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠολΔ, Π. Γέσιου - Φαλτσή, ό.π., παρ. 34, σελ. 582 επ.). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015, «ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή η οποία απευθύνεται στο καθ' ύλην αρμόδιο Δικαστήριο του τόπου έκδοσης της διαταγής πληρωμής», ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 933 παρ. 1 ΚΠολΔ «αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον, οι οποίες αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή που εισάγεται στο Ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος έχει εκδοθεί από το δικαστήριο αυτό, και στο Μονομελές Πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση». Σημειώνεται  μετά τις αλλαγές που επέφερε ο Ν.5134/2024 στο ανωτέρω άρθρο, η ανακοπή του αρθ.933 παρ.1 εισάγεται πλέον μόνο στο Μονομελές Πρωτοδικείο.

 

Από τη με αριθμ. ./04.09.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ... την οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι ανακόπτοντες, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 01.09.2024 και με αρ. κατάθεσης ...03.09.2024 ανακοπής, με την πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την ανωτέρω αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τους ανακόπτοντες στην καθ’ ης η ανακοπή (άρθρα 122 παρ.1, 123 παρ.1, 126 παρ.1 περ. γ, 129, 591 περ.α του ΚΠολΔ), η οποία παραστάθηκε ως άνω, στο εισαγωγικό τμήμα της παρούσης, αναφέρεται, και κατέθεσε προτάσεις.

 

Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη ανακοπή οι ανακόπτοντες αιτούνται να ακυρωθεί και να εξαφανισθεί, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφό τους λόγους, η υπ’ αριθ. ./2024 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, μετά του υπ’ αριθμ../2024 πρώτου απογράφου εκτελεστού αυτής και της από 11.07.2024 επιταγής προς πληρωμή της ως άνω διαταγής πληρωμής, που τους κοινοποιήθηκε στις 15.07.2024 (βλ. από 15.07.2024 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, επί του σώματος της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, σε συνδυασμό με τις υπ’ αριθμ. ./15.07.2024 και ./15.07.2024 εκθέσεις επίδοσης της ιδίας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας) και με την οποία επιτάσσονται να καταβάλουν, ενεχόμενοι προς τούτο αλληλεγγύως, αδιαιρέτως και έκαστος εις ολόκληρον, στην καθ’ ης η ανακοπή το συνολικό ποσό των 46.844,13 € (έκτων οποίων 1. ποσό 45.407,33 € για επιδικασθέν κεφάλαιο, εντόκως με τον προβλεπόμενο στη σύμβαση και το νόμο επιτόκιο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης στους καθ ’ ων- ήδη ανακόπτοντες, της εξωδίκου καταγγελίας, ήτοι από 03.10.2023 μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, πάντων τούτων κεφαλαιοποιουμένων και ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο βάσει άρθρου της συμβάσεως και αρθ. 12 Ν.2601/98, μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης, 2. ποσό 1.300,00 € για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, 3. ποσό 20,00 € για έκδοση α' απογράφου και αντιγράφου εκ α' απογράφου, 4. ποσό 30,00€ για έξοδα σύνταξης της επιταγής προς πληρωμή και ποσό 43,40X2=86,80€ για δαπάνη επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή μετά δικαιωμάτων του δικαστικού επιμελητή, το μεν υπ' αρ.1 κονδύλι του κεφαλαίου εντόκως όπως αναλύθηκε ανωτέρω, τα δε υπ' αρ.2 έως 5 κονδύλια με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης) και να καταδικαστεί η καθ’ ης στη δικαστική δαπάνη και αμοιβή της πληρεξούσιας δικηγόρου των ανακοπτόντων. Στο δικόγραφο αυτό παραδεκτά σωρεύονται η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 ΚΠολΔ και η ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αφού αφενός μεν υπάγονται στην ίδια προκειμένη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών του άρθρου 632 ΚΠολΔ και των αναφερόμενων σ’ αυτό άρθρων (βλ. και άρθρο 937 παρ. 3 ΚΠολΔ) και στην καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 14 παρ. 1, 584, 632 παρ. 1 και 933 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ), αφετέρου δε το αίτημα κάθε μιας, έστω και στους ίδιους λόγους στηριζόμενο, είναι διαφορετικό, δηλαδή η ακύρωση της διαταγής πληρωμής και η ακύρωση πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης αντίστοιχα (βλ. ΕιρΑΘ 6153/1990 ΕλΔ/νη 35. 449). Περαιτέρω, οι ανακοπές έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα, η μεν πρώτη μέσα στην προθεσμία του άρθρου 633 παρ. 2 ΚΠολΔ, αφού η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 15.07.2024 (βλ. από 15.07.2024 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, επί του σώματος της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, ότε επιδόθηκε ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο εκ του εις χείρας της καθ' ης υπ' αριθ. ./2024 πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ' αριθμ../2024 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, μετά της από 11.07.2024 επιταγής προς πληρωμή, σε συνδυασμό με τις υπ' αριθμ../15.07.2024 και ./15.07. 2024 εκθέσεις επίδοσης της ιδίας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας) και αυτή άσκησε την κρινόμενη από 01.09.2024 ανακοπή της, που κατατέθηκε στις 03.09.2024 με αρ. κατάθεσης .03.09.2024 και επιδόθηκε στην καθ’ ης την 04.09.2024, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. ./04.09.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ..., η δε δεύτερη, που αφορά την εκτέλεση, έως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης (άρθρο 934 παρ. 1 περ. β). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

 

Η καθ' ης παραστάθηκε, ζήτησε δε να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, νόμω και ουσία αβάσιμη, για τους λόγους που αναφέρει στις προτάσεις της.

 

Με τον ένατο λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής πάσχει από αοριστία διότι είναι ανεκκαθάριστο το ποσό της επιδικασθείσας απαίτησης διότι, μεταξύ άλλων, η απαίτηση της καθ' ης για την οποία εκδόθηκε αυτή, συντίθεται από κεφάλαιο και έξοδα, εντόκως, με διαφοροποίηση του ποσού και της χρονικής αφετηρίας των ποσών των τόκων και ανά είδος αυτών, με αποτέλεσμα να μην προσδιορίζεται επακριβώς σε τι συνίσταται το επιδικασθέν ποσό, ούτε ποια ακριβώς κονδύλια καλούνται να καταβάλλουν, ποιο το ποσό των τόκων, η συχνότητα και ο τρόπος ανατοκισμού, και εξ αυτού του λόγου είναι άκυρη η διαταγή πληρωμής και αντίστοιχα η επιταγή προς πληρωμή. Αντίστοιχα, με το δέκατο λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι είναι αόριστη η επιταγή προς πληρωμή λόγω μη καθορισμού τον τόκων από την επομένη της επίδοσης της εξωδίκου μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, ενώ δεν προκύπτει ούτε το ποσό του επιτοκίου που ίσχυε κατά τη λειτουργία της δανειακής σύμβασης, ούτε το ποσό των τόκων μετά τον εξαμηνιαίο ανατοκισμό των ανεξόφλητων και ληξιπρόθεσμων χρεών. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 624 παρ. 1 ΚΠολΔ η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί μόνο αν η απαίτηση δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων που οφείλεται είναι ορισμένο. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι για την έκδοση διαταγής πληρωμής προϋποτίθεται ότι η αξίωση είναι γεννημένη και βέβαιη. Το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαίτησης, είτε καταχρηστικών (εφόσον τα σχετικά δικαιοκωλυτικά ή δικαιοφθόρα γεγονότα δεν προκύπτουν από τα υποβαλλόμενα στο δικαστή στοιχεία), είτε γνησίων, δεν αφορά στην απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξίωσης και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής. Οι εν λόγω ενστάσεις στοιχειοθετούν, κατ' άρθρο 632 ΚΠολΔ, λόγους ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής. Συνεπώς, δεν έχει χαρακτήρα αίρεσης και για το λόγο αυτό δεν εμποδίζει την έκδοση διαταγής πληρωμής οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης (ΑΠ 933/2011, ΑΠ 911/2005, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει, ότι για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι αναγκαίο να είναι η απαίτηση εκκαθαρισμένη, δηλαδή να προσδιορίζεται επακριβώς ως προς το ύψος της στο κατ’ άρθρο 623 ΚΠολΔ έγγραφο ή να προκύπτει από το συνδυασμό του ως άνω εγγράφου με άλλα. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται και όταν για τον υπολογισμό του οφειλόμενου ποσού απαιτούνται απλοί μαθηματικοί υπολογισμοί (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νικάς [-Ποδηματά], ΚΠολΔ 2000 II υπό άρθρο 624 αρ. 11, ΑΠ 1336/2006, ΕλλΔνη 2007. 799, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, παγ. νμλγ.). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 626 παρ. 2 και 3, στοιχ. γ’, 630 στοιχ. γ’ και 631 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνον εκτελεστό τίτλο και δεν τυγχάνει δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη πλήρους αιτιολογικού, αρκεί πλην άλλων στοιχείων, να εμπεριέχει απλώς την αιτία της πληρωμής, ήτοι να προσδιορίζεται, έστω και συνοπτικώς, το είδος της δικαιοπραξίας, εξ ης απορρέει η απαίτηση, δίχως να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την αιτία της πληρωμής και δεν απαιτείται να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συνιστούν την αιτία.

 

Επομένως, επί διαταγής πληρωμής εκδοθείσας βάσει οριστικού καταλοίπου εκ σύμβασης αλληλόχρεου ή ανοικτού λογαριασμού ή σύμβασης έκδοσης πιστωτικού δελτίου ή δανειακής σύμβασης μετά τραπέζης, αρκεί να αναφέρεται συνοπτικώς ότι το διατασσόμενο χρηματικό ποσό τυγχάνει το χρεωστικό υπόλοιπο εις βάρος του οφειλέτη, δίχως να απαιτείται η πλήρης αναφορά της κίνησης των χρεοπιστωτικών κονδυλίων του λογαριασμού κίνησης της σύμβασης, ούτε το επιτόκιο που φαρμόσθηκε κατά καιρούς από την τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων (ΑΠ 1268/2022, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1109/2015, Αρμ. 2015.2085, ΜονΕφΠειρ 638/2015, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5900/2006, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, παγ. νμλγ.). Αντιστοίχως, στην αίτηση προς έκδοση της διαταγής πληρωμής αρκεί να αναφέρεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η συμφωνία περί αναγωγής των βιβλίων της τράπεζας σε έγγραφο απόδειξης της απαίτησης και του ύψους αυτής, το οριστικό κλείσιμο ή η καταγγελία της σύμβασης και το ύψος του οριστικού καταλοίπου, καθώς και το απόσπασμα κίνησης του λογαριασμού από την έναρξή του ή από την τελευταία αναγνώριση έως το οριστικό κλείσιμο, δίχως να είναι ανάγκη να εμπεριέχονται στο περιεχόμενο της αίτησης τα επιμέρους κονδύλια χρεοπιστώσεων του λογαριασμού κίνησης, εφόσον αυτά εκτίθενται στο συνημμένο επί της αίτησης αντίγραφο ή απόσπασμα του λογαριασμού, ανεξαρτήτως του ότι ο αιτούμενος την έκδοση της διαταγής πληρωμής δύναται να επιδιώξει μέρος μόνον της χρηματικής απαίτησης ή μέρος μόνον των τόκων, δίχως να απαιτείται αιτιολογία διά την τοιαύτην επιλογήν (βλ. ΑΠ 1071/2017, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1512/2006 και ΑΠ 192/2005, ΕλλΔνη 47. 1650 και 458, ΑΠ 925/2002, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1432/1998, ΕλλΔνη 40.91, ΑΠ 1215/1995 και 1106/1994 ΕλλΔνη 38. 1973 και 1075 και ΕφΑθ 1646/2006 ΕλλΔνη 48.627). Αν αναγνωρίσθηκε το (τελικό) κατάλοιπο του λογαριασμού, οπότε γεννάται ενοχή ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων κονδυλίων του, δεν απαιτείται να προκύπτουν από το απόσπασμα τα επί μέρους κονδύλια του λογαριασμού, εφ’ όσον όμως γίνεται ειδική επίκληση της αναγνώρισης (ΑΠ 1850/2011, ΑΠ 27/2010, ΑΠ 1458/2006, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 192/2005, Δικ. 2006. 460, ΕφΑθ 4499/2021, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 630 του ΚΠολΔ η διαταγή πληρωμής καταρτίζεται εγγράφως και πρέπει να περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο του δικαστή, ο οποίος εκδίδει τη διαταγή πληρωμής, β) το ονοματεπώνυμο, την κατοικία και τη διεύθυνση εκείνου, ο οποίος ζήτησε την έκδοση της διαταγής πληρωμής και εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση, γ) την αιτία της πληρωμής, δ) το ποσό των χρημάτων ή χρεωγράφων, που πρέπει να καταβληθεί, ε) διαταγή προς πληρωμή, στ) υπόμνηση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται, ότι έχει το δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή μέσα σε δέκα πέντε (15) ημέρες από την επίδοση της διαταγής πληρωμής και ζ) την υπογραφή του δικαστή. Ήτοι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 630 στοιχ. ε’ ΚΠολΔ η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, πλην των άλλων στοιχείων, και το ποσό των χρημάτων που πρέπει να καταβληθεί. Η αναφορά αυτή απαιτείται για το εκκαθαρισμένο της απαίτησης και αποτελεί κατ’ άρθρο 916 ΚΠολΔ προϋπόθεση της εκτελεστότητας αυτής (ΑΠ 196/2020, ΑΠ 1094/2006, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ως άνω ελλείποντα στοιχεία δεν αποτελούν υποχρεωτικό περιεχόμενο ούτε της αίτησης ούτε της διαταγής πληρωμής, στην οποία αρκεί να αναφέρεται το ακριβές ποσό των χρημάτων που πρέπει να καταβληθεί και ότι το διατασσόμενο χρηματικό ποσό τυγχάνει το χρεωστικό υπόλοιπο εις βάρος του οφειλέτη, δίχως να απαιτείται η πλήρης αναφορά της κίνησης των χρεοπιστωτικών κονδυλίων του λογαριασμού κίνησης της σύμβασης, ούτε τα επιτόκια που εφαρμόσθηκαν κατά καιρούς από την τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων. Ομοίως η ανάλυση της ακριβούς προέλευσης του επιτασσόμενου ποσού, το πώς δηλαδή αυτό προέκυψε ως χρεωστικό υπόλοιπο, δεν αποτελεί υποχρεωτικό περιεχόμενο ούτε της αίτησης ούτε της διαταγής πληρωμής, εφ’ όσον η ανάλυση αυτή προκύπτει από τα επισυναπτόμενα για την έκδοσή της απαιτούμενα έγγραφα. Ακόμη, δεν αποτελούν υποχρεωτικό περιεχόμενο ούτε της διαταγής πληρωμής αλλά ούτε και της αίτησης που υποβλήθηκε προς έκδοσή της τα επιτόκια που εφαρμόσθηκαν κατά καιρούς από την τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων (ΑΠ 196/2020, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, το ύψος του επιτοκίου βάσει του οποίου υπολογίστηκαν οι τόκοι δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει ευθέως από το απόσπασμα που προσκομίζεται για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, αφού τα λοιπά σταθερά στοιχεία (κεφάλαιο - χρόνος) επιτρέπουν τον υπολογισμό του επιτοκίου βάσει απλών αριθμητικών πράξεων, πολύ δε περισσότερο όταν στο αντίγραφο του λογαριασμού που προσκομίστηκε για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, έκαστο κονδύλια τόκων (συμβατικοί, υπερημερίας, ανατοκισμού, κ.λπ.) παρατίθεται λεπτομερώς (ΑΠ 196/2020, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εφ’ όσον ο οφειλέτης υποχρεώνεται με τη διαταγή πληρωμής να καταβάλει το κεφάλαιο νομιμοτόκως, τότε είναι επαρκώς ορισμένο το ποσό των καταβλητέων τόκων υπερημερίας, η δε εξεύρεση του ακριβούς επιτασσόμενου για την αιτία αυτή ποσού είναι ζήτημα απλών μαθηματικών υπολογισμών με βάση το κεφάλαιο, το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας, το ύψος του οποίου προκύπτει ευθέως εκ του νόμου, και την περίοδο εκτοκισμού, της οποίας αναφέρεται το εναρκτήριο χρονικό σημείο, χωρίς να προκύπτει αοριστία από τη μη αναφορά του καταληκτικού χρονικού σημείου, ήτοι του χρόνου εξόφλησης, αφού αυτό είναι μελλοντικό και εξαρτάται αποκλειστικά και μόνον από τον οφειλέτη. Περαιτέρω τα χρονικά διαστήματα του ανατοκισμού εξευρίσκονται ευχερώς ημερολογιακά, ενώ δεν απαιτείται για το ορισμένο της διαταγής ή της επιταγής να αναλύεται το επιτασσόμενο κεφάλαιο. Ομοίως και οι τόκοι εξ ανατοκισμού προκύπτουν βάσει των ίδιων ως άνω στοιχείων (κεφάλαιο - επιτόκιο - εναρκτήριο χρονικό σημείο - περίοδος εκτοκισμού) με μαθηματικό υπολογισμό, ο οποίος δεν είναι ιδιαίτερα σύνθετος, αλλά αρκεί η ανά εξάμηνο πρόσθεση των παραχθέντων κατά το αμέσως προηγηθέν εξάμηνο τόκων στο κεφάλαιο και ο εν συνεχεία εκ νέου υπολογισμός των τόκων της επόμενης περιόδου με βάση το κατά τα ανωτέρω προκύψαν νέο κεφάλαιο κ.ο.κ. Ωστόσο πολύ συχνά με τη διαταγή πληρωμής ο οφειλέτης υποχρεώνεται να καταβάλει το επιδικασθέν κεφάλαιο εντόκως από την καταγγελία ή το κλείσιμο του λογαριασμού με το εκάστοτε ισχύον συμβατικό (όχι νόμιμο) επιτόκιο υπερημερίας και με ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο (άρθρο 12 ν. 2601/1998) πλέον εξόδων μέχρι πλήρους εξοφλήσεως. Μια τέτοια διατύπωση για τόκους του επιδικασθέντος κεφαλαίου είναι αόριστη, εφ’ όσον στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής δεν αναφέρεται, κατά παράβαση του άρθρου 630 στοιχ. ε’ ΚΠολΔ, ποιο είναι το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο συνήθως είναι κυμαινόμενο, ώστε να είναι δυνατή η εξεύρεση του ποσού των (συμβατικών) τόκων υπερημερίας και ανατοκισμού με μαθηματικό υπολογισμό και άρα το επιτασσόμενο ποσό να είναι ορισμένο και σύμφωνο με το άρθρο 630 στοιχ. ε’ ΚΠολΔ, δεδομένου και ότι σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει, αν από τον εκτελεστό τίτλο δεν προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής, αποκλεισμένης της συμπλήρωσης με έγγραφα που βρίσκονται εκτός του τίτλου. Άρα η καθ’ ης τράπεζα οφείλει, % προκειμένου να αξιώσει συμβατικούς τόκους υπερημερίας, να υπολογίσει τους συμβατικούς τόκους από την ημερομηνία της καταγγελίας μέχρι την κατάθεση της αίτησής της ή να αναφέρει στη διαταγή πληρωμής τα μέχρι τότε εφαρμοσθέντα (κυμαινόμενα) συμβατικά επιτόκια, για το δε μετέπειτα χρονικό διάστημα και μέχρι την εξόφληση οφείλει να επιδιώξει την έκδοση νέας διαταγής πληρωμής ως προς τους συμβατικούς τόκους υπερημερίας του επόμενου χρονικού διαστήματος. Ομοίως αόριστη είναι η επιταγή προς εκτέλεση, με την οποία επιτάσσεται η καταβολή του κεφαλαίου «εντόκως με το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο (άρθρο 12 ν. 2601/1998) πλέον εξόδων μέχρι πλήρους εξοφλήσεως», χωρίς όμως και πάλι να αναφέρεται το συγκεκριμένο ποσό των καταβλητέων τόκων, εφ’ όσον δεν προκύπτει από τον εκτελεστό τίτλο το επιτόκιο των τελευταίων, αποκλεισμένης σύμφωνα με το άρθρο 916 ΚΠολΔ της συμπλήρωσης της έλλειψης αυτής με έγγραφα που βρίσκονται εκτός του τίτλου, ώστε καθίσταται αδύνατη εν προκειμένω η εξεύρεση του επιτασσόμενου ποσού των τόκων με μαθηματικό υπολογισμό, (βλ. Οι κυριότεροι λόγοι ανακοπής κατά διαταγών πληρωμής και κατά της εκτέλεσης προς ικανοποίηση απαιτήσεων προερχομένων από τραπεζικές συμβάσεις, Μελέτη Χριστόφορου Σ. Μάρκου, Σεπτέμβριος 2023, δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ).

 

Συνοψίζοντας τα ανωτέρω, σε ό,τι αφορά το καταβλητέο ποσό χρημάτων ή χρεογράφων, αυτό είναι αναγκαίο για την πλήρωση της προϋποθέσεως για την αναγκαστική εκτέλεση (άρθρο 916 του ΚΠολΔ), καθόσον για να γίνει αυτή πρέπει να προκύπτει από τον εκτελεστό τίτλο το ποσό και το ποιόν της παροχής. Πρέπει δε με το ποσό να προστίθενται, αν υπάρχει αίτημα, και οι τόκοι, αλλά όχι με ουνυπολογισμό του ορισμένου ποσού αυτών, αλλά με την προσθήκη της λέξεως νομιμότοκα και του προσδιορισμού του χρόνου έναρξης αυτών. Η αναφορά ειδικότερα στη διαταγή πληρωμής του καταβλητέου ποσού χρημάτων απαιτείται να γίνεται με τρόπο που να μπορεί να καθοριστεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως όταν υπάρχει καταδίκη σε τόκους ορισμένου κεφαλαίου, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 1094/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ). Οι τόκοι των τόκων, όμως, που προκύπτουν από ανατοκισμό, πρέπει να επιδικάζονται ρητώς (ΑΠ 998/2008, ΑΠ 1509/2003, ΑΠ 675/2001, ΑΠ 528/99, ΕφΑθ 213/2017 όλες δημ. ΝΟΜΟΣ) και να γράφονται κατά ποσό ορισμένο (ΕφΑθ 1132/2008 α’ δημ. ΝΟΜΟΣ). Από την παράλειψη ενός των παραπάνω στοιχείων δημιουργείται ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, ακυρότητα που δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αφού ο νόμος δεν ορίζει αυτό, αλλά θεμελιώνει λόγο ανακοπής (βλ. σχετ. Β. Βαθρακοκοίλης Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Γ, άρ 630 ΚΠολΔ, σελ. 829-830 παρ. δ). Εξάλλου κάθε υπερημερία στην καταβολή της συμβατικής δόσης, αφού πρώτα υπολογιστεί με επιτόκιο επιπλέον του συμβατικού κατά 2,5 μονάδες (+2,5 %) για χρονικό διάστημα έξι μηνών, συγκροτεί στο τέλος του εν λόγω εξαμήνου ένα νέο αυτοτελές χρεολύσιο (κεφάλαιο), το οποίο προστίθεται στο αρχικό δανεισθέν κεφάλαιο. Αυτό αποτελεί τον κεφαλαιοποιημένο τόκο, ήτοι τον τόκο που κάθε μία υπερημερία ξεχωριστά δημιούργησε για ένα εξάμηνο. Η αναγραφή των κεφαλαιοποιημένων τόκων, κατατείνει στο να υποδειχθεί α) πόσες εξαμηνιαίες υπερημερίες δημιουργήθηκαν από την έναρξη τη επίδικης σύμβασης μέχρι της καταγγελίας της, β) ποιο ήταν το ανεξόφλητο χρηματικό ποσό που υπολογίστηκε με τόκο υπερημερίας, γ) ποιο το εξάμηνο κάθε μίας υπερημερίας και τελικά δ) το κεφάλαιο που προέκυψε κατά την ημερομηνία λήξης εκάστης υπερημερίας, καταλήγοντας να κεφαλαιοποιηθεί, δηλαδή να ενσωματωθεί στο κεφάλαιο, κατά την εκπνοή του εκάστου εξαμήνου (ΜΠΑ 140/2024, ΝΟΜΟΣ). Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον τίτλο προκύπτει κατά ποσόν και ποιόν, είναι δε εκκαθαρισμένη η χρηματική απαίτηση όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1543/2015 ΝΟΜΟΣ). Άρα σε μια τέτοια περίπτωση τόσο η διαταγή πληρωμής όσο και η επιταγή προς εκτέλεση πρέπει να ακυρωθούν, αφού η μεν διαταγή πληρωμής δεν αναφέρει το καταβλητέο ποσό (630 στοιχ. ε’ ΚΠολΔ), η δε επιταγή προς εκτέλεση πάσχει ακυρότητας κατά τα άρθρα 916 και 924 ΚΠολΔ, διότι από τον εκτελεστό τίτλο δεν προκύπτει, κατά τα προεκτεθέντα, η ποσότητα της παροχής (απαίτηση ανεκκαθάριστη) (ΜονΕφΑιγ 11/2021, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση με τον ένατο λόγο της κρινόμενης ανακοπής τους, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου αυτού, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι ο τίτλος βάσει του οποίου επισπεύδεται σε βάρος τους αναγκαστική εκτέλεση από την καθ’ ης (η οποία αρχίζει από την επίδοση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση αντιγράφου του απογράφου με επιταγή για εκτέλεση), ήτοι η υπ’αριθμ../2024 διαταγή πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας πρέπει να ακυρωθεί, διότι δεν αναφέρεται σε αυτή και κατά ποσό ορισμένο των κεφαλαιοποιημένων τόκων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ανακοπή, ενώ για τον ίδιο λόγο (που αναγράφεται ως δέκατος λόγος ανακοπής) είναι αόριστη και η από 11.07.2024 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του ακριβούς φωτοτυπικού αντιγράφου εκ του α' απογράφου εκτελεστού της υπ' αριθμ../2024 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας. Με το παραπάνω περιεχόμενο ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε και, πρέπει, να ερευνηθεί στην ουσία του. Δυνάμει της υπ’ αριθμ. ... σύμβασης στεγαστικού δανείου, η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε» παρείχε στην α' ανακόπτουσα, με εγγύηση του β’ ανακόπτοντος, δάνειο ποσού 80.000 ευρώ, για την επισκευή κατοικίας. Εν συνεχεία υπεγράφησαν μεταξύ των συμβαλλομένων μερών οι από 02.10.2013, 22.12.2015, 13.03.2017 και 13.04.2021 Πρόσθετες Πράξεις Σύμβασης Στεγαστικού Δανείου. Ένεκα μη εμπρόθεσμης καταβολής των μηνιαίων δόσεων, στις 02.10.2023, η καθ' ής επέδωσε στους ανακόπτοντες την από 25.09.2023 εξώδικη καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης (βλ. τις με αριθμ..Β/02.10.2023 και .Β/02.10. 2023 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, ..., με την οποία τους δήλωσε ότι καταγγέλλει την ένδικη σύμβαση και τους κάλεσε να της καταβάλλουν άμεσα το οφειλόμενο ποσό και, συγκεκριμένα, το ποσό των 69.711,93 ευρώ, εντόκως από την επομένη της καταγγελίας, με επιτόκιό υπερημερίας το συμφωνηθέν συμβατικό επιτόκιο προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες, έως την ολοσχερή εξόφληση. Μετά ταύτα με την από 17.05.2024 αίτησή της, η καθ' ής αιτήθηκε από το παρόν Δικαστήριο και πέτυχε την έκδοση της με αριθμ. ./2024 διαταγής πληρωμής και εν προκειμένω εκτελεστού τίτλου, στο διατακτικό της οποίας αναφέρεται η υποχρέωση των ανακοπτόντων να καταβάλλουν ενεχόμενοι αλληλεγγύως, αδιαιρέτως και έκαστος εις ολόκληρον στην καθής το συνολικό ποσό των 45.407,33 ευρώ (κατόπιν γενόμενου περιορισμού της συνολικής απαίτησης των 69.711,93 €, το οποίο ποσό των 45.407,33 € αποτελεί μέρος του κεφαλαίου της σε βάρος των οφειλετών- εδώ ανακοπτόντων απαίτησης, προς περιορισμό των εξόδων και με επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος της δανείστριας- εδώ καθ' ης για την είσπραξη του συνόλου της απαίτησής της), εντόκως με το προβλεπόμενο στη σύμβαση και το νόμο επιτόκιο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης στους καθ' ων της εξωδίκου καταγγελίας, ήτοι από την 03.10.2023 μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, πάντων τούτων κεφαλαιοποιουμένων ανά εξάμηνο (βάσει άρθρου της συμβάσεως και αρ. 12 Ν.2601/98) μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, καθώς και 1.300,00 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Εν συνεχεία, με την από 11.07.2024 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του ακριβούς φωτοτυπικού αντιγράφου εκ του α' απογράφου εκτελεστού της υπ' αριθμ.70/2024 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, οι ανακόπτοντες επιτάχθηκαν να καταβάλλουν στην καθ' ης, ενεχόμενοι προς τούτο αλληλεγγύως, αδιαιρέτως και έκαστος εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 46.844,13 €, εκ των οποίων 1. ποσό 45.407,33 € για επιδικασθέν κεφάλαιο, εντόκως με τον προβλεπόμενο στη σύμβαση και το νόμο επιτόκιο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης στους καθ' ων- ήδη ανακόπτοντες, της εξωδίκου καταγγελίας, ήτοι από 03.10.2023 μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, πάντων τούτων κεφαλαιοποιουμένων και ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο βάσει άρθρου της συμβάσεως και αρθ. 12 Ν.2601/98, μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης, 2. ποσό 1.300,00 € για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, 3. ποσό 20,00 € για έκδοση α' απογράφου και αντιγράφου εξ α' απογράφου, 4. ποσό 30,00€ για έξοδα σύνταξης της επιταγής προς πληρωμή και ποσό 43,40X2=86,80€ για δαπάνη επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή μετά δικαιωμάτων του δικαστικού επιμελητή, το μεν υπ' αρ. 1 κονδύλι του κεφαλαίου εντόκως όπως αναλύθηκε ανωτέρω, τα δε υπ’ αρ.2 έως 5 κονδύλια με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης. Από το ως άνω περιεχόμενο της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, αλλά κατ’ ακολουθίαν και της επιταγής προς πληρωμή, σαφώς συνάγεται ότι ζητείται από τους ανακόπτοντες - οφειλέτες να καταβάλουν πέραν από τους τόκους υπερημερίας, ο υπολογισμός των οποίων γίνεται σχετικά ευχερώς δοθέντος του κεφαλαίου (45.407,33 ευρώ), του χρονικού σημείου έναρξης υπολογισμού τους και του συμβατικού επιτοκίου υπερημερίας, το ποσοστό του οποίου πρέπει να αναζητηθεί στα άρθρα της ένδικης σύμβασης, και τόκους τόκων οι οποίοι υπολογίζονται με εξαμηνιαίο ανατοκισμό. Ο υπολογισμός των τόκων αυτών (κεφαλαιοποιημένων) είναι ιδιαίτερα σύνθετος, και για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο να μνημονεύονται ρητά στο διατακτικό της διαταγής πληρωμής διαφορετικά αυτή είναι αόριστη, καθώς αν παραλειφθεί η αναγραφή τους δεν προκύπτει με σαφήνεια το ύψος της απαίτησης. Ωστόσο, σε κανένα σημείο της προσβαλλόμενης πράξης δεν προσδιορίζεται το ποσό των κεφαλαιοποιημένων τόκων, καθώς δε γίνεται μνεία του εφαρμοζόμενου επιτοκίου, ενώ γίνεται και μνεία ότι του προβλεπόμενου εκ της σύμβασης και του νόμου επιτοκίου, πάντα τούτα κεφαλαιοποιούνται και ανατοκίζονται ανά εξάμηνο (βάσει άρθρου σύμβασης και αρθ. 12 Ν.2601/98). Επομένως, η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, στην οποία δεν αναφέρονται ρητά οι κεφαλαιοποιημένοι τόκοι, πάσχει αοριστίας και, ως εκ τούτου, είναι ακυρωτέα, όπως είναι ακυρωτέα και η βάσει αυτής συνταχθείσα επιταγή προς πληρωμή. Περαιτέρω, υφίσταται εν προκειμένω δικονομική βλάβη των ανακοπτόντων που συνίσταται στην αδυναμία τους να αντικρούσουν το κονδύλιο αυτό, το ύψος ίου οποίου δεν γνωρίζουν και μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την κήρυξη ακυρότητας. Κατόπιν τούτων, θα πρέπει ο ένατος λόγος ανακοπής (και κατ' επέκταση και ο δέκατος, που αφορά ομοίως την αοριστία), να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος, παρελκόμενης της εξέτασης των λοιπών λόγων, καθόσον επί ανακοπής των άρθρων 632 και 933 ΚΠολΔ, αρκεί να γίνει δεκτός ένας λόγος που επιφέρει την ακυρότητα του εκτελεστού τίτλου και των προσβαλλόμενων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, καθιστώντας την εξέταση των υπολοίπων λόγων άνευ αντικειμένου. Μετά ταύτα, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της η κρινόμενη ανακοπή και να καταδικασθεί η καθ’ ης στα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων λόγω της ήττας της (άρθρο 176 παρ. 1 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

 

ΑΚΥΡΩΝΕΙ τη με αριθμό ./2024 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας και την από 11.07.2024 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου από το πρώτο εκτελεστό με αριθμό ./2024 απογράφου της άνω διαταγής πληρωμής.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης στα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων, τα οποία ορίζει στο ποσόν των τετρακοσίων (400,00 €) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πύργο Ηλείας, την 24η/04/2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ