ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜΠρΑθ 3578/2025
Έννοια μόνιμης
αδυναμίας πληρωμών. Στοιχεία ορισμένου αίτησης του Ν. 3869/2010. Έννοια του
Δόλου στον Ν. 3869/2010.
(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Στάθη Προβή).
Αριθμός Απόφασης: 3578/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τον Ευστράτιο Πατινίδη, Πρωτόδικη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του
Τριμελούς Συμβουλίου της Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από την
Γραμματέα Βαρβάρα Καζά.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια και στο ακροατήριό του
στις 5 Απριλίου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία
«ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ» (Τ. Π. & Δανείων) που εδρεύει στην Αθήνα
Ν. Αττικής (οδός Ακαδημίας αρ. 40) με Α.Φ.Μ. . Δ'
Δ.Ο.Υ. Αθηνών και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Προϊστάμενο της Γενικής
Διεύθυνσής του, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Άρτεμη
Μπούρα (ΑΜ ΔΣΑ 016317).
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ., κατοίκου Αθηνών, επί
της οδού ., αρ. .), με ΑΦΜ ., η οποία εκπροσωπήθηκε
από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευστάθιο Προβή (ΑΜ
ΔΣΑ 026220), 2) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα Ν. Αττικής (οδός Αιόλου αρ. 86), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε
από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αθηνά Ιωαννίδη (ΑΜ ΔΣΑ 029303), 3) Ανώνυμης
τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον
διακριτικό τίτλο «ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Σταδίου, αρ. 40, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, στη θέση της οποίας
παραστάθηκε η εταιρεία με την επωνυμία «CΕΡΑL HELLAS ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», που
εδρεύει στην Αθήνα, επί της Λεωφόρου Μεσογείων, αρ
2-4, όπως εκπροσωπείται νόμιμα και έχει αδειοδοτηθεί
από την Τράπεζα της Ελλάδος ως διάδικος μη δικαιούχος, δυνάμει των διατάξεων
του Ν. 4354/2015 και της πράξης 95/2016 της εκτελεστικής επιτροπής της Τράπεζας
της Ελλάδος, ως νομίμως εκπροσωπείται και η οποία ενεργεί επ' ονόματι και για λογαριασμό της ανώνυμης τραπεζικής
εταιρείας με την επωνυμία ΑLΡΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ», και το δ.τ. «ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ Α.Ε.», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της
οδού Σταδίου, αρ.40, και εκπροσωπείται νόμιμα, και η οποία προηγουμένως είχε
καταστεί καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία
«ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της
δεύτερης από την πρώτη, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 4)
Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕFG ΕUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα Ν. Αττικής (οδός Όθωνος
αρ. 8), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν
εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 5) Ανώνυμης εταιρείας παροχής
πιστώσεων με την επωνυμία «ΗΕLLEΝΙC ΡΟSΤ CREDIT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ
ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ», που εδρεύει στην Παιανία Ν. Αττικής (40ο χλμ. Αττικής Οδού ΣΕΑ 1),
όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η αιτούσα και ήδη 1η εφεσίβλητη άσκησε
ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από 31-12-2015 και με αριθμό έκθεσης
κατάθεσης δικογράφου ./31-12-2015 αίτησή της κατά των εκεί καθ’ ων η αίτηση
ανώνυμων τραπεζικών εταιρειών και πιστωτικών ιδρυμάτων περί υπαγωγής της στις
διατάξεις του Ν. 3869/2010 και ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο
Δικαστήριο, αφού δίκασε την άνω αίτηση ερήμην των ερήμην των 3ης και 4ης των
καθ’ ων η αίτηση και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 8777/2018 οριστική απόφασή του με την οποία δέχθηκε
την αίτηση και ως ουσιαστικά βάσιμη και διέταξε όσα αναφέρονται στο διατακτικό
αυτής. Κατά της απόφασης αυτής το 5° καθ’ ου η αίτηση Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία
«ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ» και ήδη εκκαλούν άσκησε την από 21-12-2020
με ΓΑΚ/ΕΑΚ ./23-12-2020 στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Αθηνών έφεσή του, που
προσδιορίστηκε προς συζήτηση στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με ΓΑΚ/ΕΑΚ
./1-2-2021 για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο
πινάκιο.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, οι
πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρισταμένων διαδίκων (εκκαλούντος και 1ης και 2ης
των εφεσίβλητων), ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις
προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις υπ’ αριθμ.
./8-3-2021, ./8-3-2021 και ./29-3-2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής
επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών διορισμένης στο Πρωτοδικείο
Αθηνών, ., που προσκομίζει με επίκληση το εκκαλούν, προκύπτει ότι ακριβές
αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με την κάτωθι αυτής πράξη ορισμού συζήτησής της
και κλήση για την παρούσα δικάσιμο της 5-4-2024 επιδόθηκε προς την τρίτη των
εφεσίβλητων ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ», στη θέση της οποίας υπεισήλθε η εταιρεία με την επωνυμία «CΕΡΑL
HELLAS ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ
ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», την τέταρτη των εφεσίβλητων ανώνυμη τραπεζική εταιρεία
με την επωνυμία «ΕFG ΕUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και την πέμπτη αυτών
ανώνυμη εταιρεία παροχής πιστώσεων με την επωνυμία «ΗΕLLEΝΙC ΡΟSΤ CREDIT
ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ», οι οποίες δεν παραστάθηκαν ούτε
εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά
του πινακίου. Επομένως, οι πιο πάνω εφεσίβλητες πρέπει να δικαστούν ερήμην,
ωστόσο η υπόθεση θα συζητηθεί σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρ. 524
παρ. 4, 741, 764 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο
3 του Ν. 3869/2010).
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 8777/2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου
Αθηνών, το οποίο δίκασε την από 31-12-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης
δικογράφου ./31-12-2015 αίτηση της αιτούσας και ήδη πρώτης των εφεσίβλητων, η
οποία (απόφαση) εκδόθηκε ερήμην των τρίτης («ΕFG ΕUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ») και τέταρτης των καθ’ ων η αίτηση («ΗΕLLEΝΙC ΡΟSΤ CREDIT ΑΝΩΝΥΜΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ»), και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων κατά τη
διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες
διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη και συγκεκριμένα ασκήθηκε εντός της
προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρ. 518 παρ. 2 ΚΠολΔ
προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 28-12-2018,
έως την κατάθεση της έφεσης στο Ειρηνοδικείο Αθηνών στις 23-12-2020 (άρθρ. 495,
511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 741 ΚΠολΔ),
ενώ από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε οι παριστάμενοι
διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Εξάλλου, φέρεται
παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον παρόντος Δικαστηρίου (άρθρ. 17Α και 741 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρ. 3 και 14 του Ν. 3869/2010),
κατά την προκειμένη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 741 επ. ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρ. 3
του Ν. 3869/2010). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να
ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο
των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς ν’
απαιτείται η καταβολή του προβλεπόμενου από την διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολου κατάθεσης της έφεσης, δεδομένου ότι το
εκκαλούν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου απολαμβάνει όλα τα διοικητικά,
οικονομικά και δικαστικά προνόμια του Δημοσίου, του ουσιαστικού και δικονομικού
δικαίου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του Ν. 1468/1984, όπως
ισχύει μετά την συμπλήρωση και τροποποίησή του αντιστοίχως με τα άρθρα 63 του
Ν. 2214/1994 και 10 παρ. 2 του Ν. 2526/1997, καθώς και τη διάταξη του άρθρου 28
παρ. 4 του Ν. 2579/1998 (ΑΠ 555/2024, ΑΠ 1047/2021, ΑΠ 930/2021, ΑΠ 1150/2019,
www.areiospagos.gr) και ως εκ τούτου δεν έχει υποχρέωση να καταβάλει το ως άνω
προβλεπόμενο νόμιμο παράβολο.
Με την από 31-12-2015 και με αριθμό έκθεσης
κατάθεσης δικογράφου ./31-12-2015 αίτησή της, την οποία άσκησε ενώπιον του
Ειρηνοδικείου Αθηνών, η αιτούσα και ήδη πρώτη των εφεσίβλητων . κατά των καθ’
ων η αίτηση («ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ», «ΕFG ΕUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», «ΗΕLLEΝΙC ΡΟSΤ CREDIT
ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ» και «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ»),
επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των
ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της, που αναφέρονται στην περιεχόμενη στην
αίτηση αναλυτική κατάσταση, ζήτησε να επικυρωθεί το προτεινόμενο από αυτή
σχέδιο διευθέτησης οφειλών, άλλως να γίνει ρύθμιση από το Δικαστήριο, σύμφωνα
με τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 3869/2010 και να εξαιρεθεί από την
ρευστοποίηση η κύρια κατοικία της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 2
του ιδίου Νόμου, ώστε με την τήρηση της ρύθμισης να επέλθει απαλλαγή της από
κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο των χρεών της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την
εκκαλουμένη απόφασή του, έκανε δεκτή την ως άνω αίτηση και α) ρύθμισε τα χρέη
της απούσας προσδιορίζοντας μηδενικές μηνιαίες καταβολές για χρονικό διάστημα
τριών (3) ετών, β) εξαίρεσε της εκποίησης την αναφερόμενη κύρια κατοικία
(διαμέρισμα) της αιτούσας και γ) επέβαλε σ’ αυτήν την υποχρέωση να καταβάλει
προς τους πιστωτές της για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της το ποσό των
81.725,0 ευρώ σε 240 μηνιαίες δόσεις (20 έτη), οι δε καταβολές θα αρχίσουν την
πρώτη εργάσιμη ημέρα του πρώτου μήνα αμέσως μετά τη δημοσίευση της εν λόγω
απόφασης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το πέμπτο των καθ’ ων η αίτηση
νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την κρινόμενη έφεσή του για τους λόγους που
αναφέρονται σε αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου
και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, προκειμένου να
απορριφθεί η αίτηση της αντιδίκου του.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 8 του Ν.
3869/2010 με τις οποίες προβλέπεται η δυνατότητα του φυσικού προσώπου να
απαλλάσσεται από τα χρέη αυτού, όταν δεν έχει ρευστοποιήσιμα περιουσιακά
στοιχεία ούτε επαρκούν τα τρέχοντα και προσδοκώμενα εισοδήματά του για την
εξυπηρέτησή τους, ώστε να συνδυάζεται η μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των
πιστωτών με την ανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας του οφειλέτη και τη
στοιχειώδη διαφύλαξη της προσωπικής αξιοπρέπειας αυτού και των προστατευόμενων
μελών της οικογένειάς του, προκύπτει ότι βασική προϋπόθεση ως προς την υπαγωγή
του οφειλέτη στις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου συνιστά η αποδεδειγμένη και μόνιμη
(και όχι απλώς παροδική) περιέλευση αυτού σε αδυναμία
πληρωμής των ληξιπροθέσμων χρεών του, ανεξάρτητα από
το εάν αυτή υπήρχε κατά την ανάληψη των χρεών ή επήλθε μεταγενέστερα, αλλά δεν
πρέπει να οφείλεται σε δόλο του, τη συνδρομή του οποίου επικαλείται και
αποδεικνύει ο πιστωτής. Αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα του οφειλέτη να
εξοφλήσει τους πιστωτές αυτού εξαιτίας ελλείψεως ρευστότητας, ήτοι ελλείψεως
όσων χρημάτων απαιτούνται, για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκρίνεται στα
ληξιπρόθεσμα χρέη του, έστω κι αν έχει ακίνητη ή άλλη περιουσία, η οποία δεν
είναι όμως δυνατό να ρευστοποιηθεί αμέσως. Για τον προσδιορισμό της ρευστότητας
λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα του οφειλέτη. Ως βασικά κριτήρια για τον καθορισμό
του καταβλητέου μηνιαίου ποσού τάσσονται από το ένα μέρος τα εισοδήματα του
οφειλέτη από οποιαδήποτε πηγή και ιδίως από την εργασία αυτού και η δυνατότητα
συνεισφοράς του συζύγου στα βάρη της (υπαρκτής και ενεργού) έγγαμης συμβίωσης
και από το άλλο μέρος οι βιοτικές ανάγκες (όχι απλώς οι στοιχειώδεις) του
οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του, ώστε να καλύπτεται
ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης αυτών, για την εξασφάλιση του οποίου να μην
τυγχάνει απολύτως αναγκαίο το ποσόν που ορίζεται ως καταβλητέα μηνιαία καταβολή
για την εξόφληση των χρεών. Αν η σχέση αυτή είναι αρνητική, υπό την έννοια ότι
η ρευστότητά του δεν επιτρέπει σ’ αυτόν να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών
του και στην κάλυψη των βιοτικών του αναγκών, υφίσταται μόνιμη αδυναμία
πληρωμής. Για τον προσδιορισμό της ρευστότητας λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το
εισόδημα του οφειλέτη, αλλά και η λοιπή περιουσία αυτού, κινητή και ακίνητη, η
οποία μπορεί να ρευστοποιηθεί, ώστε να ικανοποιηθούν οι πιστωτές. Ως προς την
αξιολόγηση της παραπάνω σχέσης ρευστότητας, δηλαδή ληξιπρόθεσμων οφειλών και
βιοτικών αναγκών, λαμβάνεται υπόψη τόσο η παρούσα κατάσταση ρευστότητας του
οφειλέτη όσο και αυτή που διαμορφώνεται σε βαθμό πιθανολογούμενης βεβαιότητας.
Η μόνιμη αδυναμία πληρωμής του οφειλέτη, η οποία πρέπει να συντρέχει κατά το
χρονικό σημείο της κατάθεσης της αίτησης και να διατηρείται μέχρι και τη
συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, δύναται άλλωστε να ανάγεται σε διάφορα
αίτια, όπως είναι η απόλυση από την εργασία, η μείωση μισθού ή σύνταξης και το
σοβαρό πρόβλημα υγείας. Η αδυναμία πληρωμής αποτελεί πραγματικό ζήτημα, το
οποίο μπορεί να κριθεί από τη συνολική κατάσταση του οφειλέτη, τη συνολική συμπεριφορά
των πιστωτών αυτού στο κρίσιμο χρονικό σημείο και την αναμενόμενη εξέλιξη στο
μέλλον (ΑΠ 525/2024, ΑΠ 1883/2023, ΑΠ 1674/2023, ΑΠ 1442/2021, ΑΠ 545/2021,
www.areiospagos.gr).
Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με την
ως άνω διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, απαραίτητη
προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού είναι
ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη (και γενική) αδυναμία
πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ο Ν. 3869/2010 Θεωρεί
δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο
πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στη διάταξη του
άρθρου 330 του ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι «ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν
ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια,
δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται
η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές». Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο
μορφές πταίσματος, τον δόλο και την αμέλεια. Ενώ όμως δίνει ορισμό της
αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η
έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει
με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 του ΠΚ, που ορίζει ότι «Με δόλο (με πρόθεση)
πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν
την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξεως, καθώς και όποιος γνωρίζει ότι από την
πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται». Η
τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι
με άμεσο δόλο πράττει αυτός που «θέλει» την παραγωγή του εγκληματικού
αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι
τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και, παρά ταύτα, δεν
εγκαταλείπει αυτήν. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει
το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξεώς
του και το «αποδέχεται» (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 988/2023, ΑΠ
655/2022, ΑΠ 59/2021, www.areiospagos.gr). Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις
ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που
ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από προϋφισταμένη ενοχή (ΑΠ 1 105/2023, ΑΠ 1
173/2022, ΑΠ 677/2010, www.areiospagos.gr). Δόλο, κατά συνέπεια, συνιστά η
περίπτωση εκείνη του δράστη κατά την οποία επιδοκιμάζει, δηλαδή προβλέπει, το
αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο και τελικά το αποδέχεται. Ο δόλος σχετίζεται και αφορά
πάντα πράξη και αυτή θα είναι η απαγορευμένη από το δίκαιο στον δράστη αθέτηση
ενοχικής υποχρέωσης ή γενικότερα αδικοπραξία κ.λπ. Μεταξύ των εννοιολογικών
στοιχείων του δόλου είναι και η πρόβλεψη του δράστη, ότι η συμπεριφορά του θα
προκαλέσει καθυστέρηση στην εκπλήρωση της υποχρέωσής του ή θα προκαλέσει το
γεγονός της αδυναμίας παροχής του, συνείδηση, δηλαδή του δράστη για τον κίνδυνο
επέλευσης των αποτελεσμάτων αυτών. Για τα ανωτέρω αρκεί και απαιτείται η
πρόβλεψη και η αποδοχή του παρανόμου αποτελέσματος σε γενικές γραμμές και κατά
τα γενικά ουσιώδη γνωρίσματά του. Η ακριβής έκταση της ζημίας, οι λεπτομέρειες
ή οι ιδιότητες του προσβαλλομένου αγαθού και οι λοιπές περιστάσεις που
καθορίζουν το μέγεθος της προσβολής δεν απαιτείται να προβλέπονται σαφώς, τουλάχιστον
στο βαθμό που δεν ανάγονται από το νόμο σε κρίσιμα για την ύπαρξη της ευθύνης
περιστατικά. Στην περίπτωση του Ν. 3869/2010 ο νόμος χρησιμοποιεί την έννοια
του δόλου και τη συνδέει με μια πραγματική κατάσταση, που είναι η μόνιμη
αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών.
Περαιτέρω, από τη διατύπωση της παρ. 1 εδ. Α' του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010 προκύπτει, ότι το
στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην «περιέλευση» του
οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης (και γενικής) αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το
στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά τον χρόνο ανάληψης της
οφειλής, όσο και κατά τον χρόνο μετά την ανάληψη αυτής. Ο δόλος πρέπει να
αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός, είτε είναι
μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο
χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.
3869/2010 ο οφειλέτης ενεργεί δολίως, όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του
επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει, ότι οδηγείται σε αδυναμία
πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό.
Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνο, ο οποίος καρπώνεται οφέλη από
την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε
κατά την ανάληψη των χρεών, ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από
δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών (ΑΠ
1213/2024, ΑΠ 596/2024, ΑΠ 1329/2023, ΑΠ 1104/2023, ΑΠ 475/2022, ΑΠ 1352/2021,
ΑΠ 59/2021, www.areiospagos.gr).
Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των
άρθρων 1 και 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 σαφώς προκύπτει ότι, για το ορισμένο της
αίτησης ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένου φυσικού προσώπου, ο αϊτών - οφειλέτης
πρέπει να εκθέτει σε αυτήν ότι είναι φυσικό πρόσωπο, στερούμενο πτωχευτικής
ικανότητας, ότι έχει ληξιπρόθεσμα χρέη προς τρίτους, τα οποία υπάγονται στις
ρυθμίσεις του νόμου, ότι περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής αυτών των χρεών,
ότι απέτυχε η προσπάθεια εξωδικαστικού (ήδη προδικαστικού) συμβιβασμού με τους πιστωτές
του, και ότι δεν έχει υπάρξει άλλη απαλλαγή από τα χρέη του στο παρελθόν με
βάση το νόμο. Επιπλέον, πρέπει να εκθέτει ποιοι είναι οι πιστωτές του, με πλήρη
στοιχεία, ποιες είναι οι απαιτήσεις τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, να
περιγράφει την οικογενειακή του κατάσταση (έγγαμος, άγαμος, διαζευγμένος, εάν
έχει προστατευόμενα μέλη, τα οποία υποχρεούται εκ του νόμου να διατρέφει), τα
εισοδήματα του ίδιου και της συζύγου του και τα περιουσιακά του στοιχεία.
Τέλος, πρέπει να περιλάβει στην αίτησή του σαφές και ορισμένο σχέδιο
διευθέτησης των οφειλών του, που να περιέχει ρύθμιση για όλους τους πιστωτές
και τις απαιτήσεις τους, αίτημα δικαστικής ρύθμισης των οφειλών του, επί
αποτυχίας δικαστικού συμβιβασμού και διάσωσης (εξαίρεσης από την εκποίηση) της
κύριας κατοικίας του. Πλέον των ανωτέρω ουδέν έτερο στοιχείο απαιτείται για την
πληρότητα της εν λόγω αίτησης. Επομένως, δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου
της αίτησης η αναφορά των βιοτικών αναγκών του οφειλέτη, αφού από την περιγραφή
της οικογενειακής του κατάστασης δύναται να εκτιμηθεί το ύψος αυτών και
συγκεκριμένα δεν απαιτείται να προσδιορίζεται με ακρίβεια το ποσόν που
απαιτείται για την κάλυψη κάθε επί μέρους ανάγκης της οικογένειάς του, διότι το
κόστος αυτών αποτελεί μία, κατά προσέγγιση και κατά μέσο όρο, εκτίμηση, ο δε
δικαστής, στο πλαίσιο του εξεταστικού συστήματος και της αποδεικτικής
διαδικασίας, η οποία του παρέχει τη δυνατότητα απόδειξης με κάθε πρόσφορο
αποδεικτικό μέσο και με αυτά που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, μπορεί να
αναζητήσει ο ίδιος κρίσιμα πραγματικά γεγονότα και να αξιολογήσει ποιο είναι το
πραγματικό ύψος των βιοτικών αναγκών του συγκεκριμένου οφειλέτη και της
οικογένειάς του. Εξάλλου, και τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη μόνιμη αδυναμία
πληρωμής του αιτούντος αποτελούν αντικείμενο απόδειξης, χωρίς από τις διατάξεις
του νόμου να καθίσταται αναγκαίο για την πληρότητα της αίτησης του οφειλέτη να
αναφέρεται η αιτία της αδυναμίας αυτής. Συγκεκριμένα δεν απαιτείται να
αναφέρεται σε τι συνίσταται η μόνιμη και γενική οικονομική του αδυναμία προς
εξόφληση των οφειλών του, ποιο έκτακτο γεγονός ή ποια δραστική και ουσιώδης
μεταβολή των οικονομικών δεδομένων του μεσολάβησε και τον κατέστησε σε μόνιμη
και γενική αδυναμία προς εξόφληση των χρεών του και το ύψος των μηνιαίων δόσεων
που καλείται να καταβάλλει για την κάθε δανειακή σύμβαση. Τέλος, από τις
προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι δεν απαιτείται για το ορισμένο της
αίτησης να αναφέρεται και ο χρόνος ανάληψης του εισαγόμενου προς ρύθμιση
χρέους, καθόσον από τη διατύπωση αυτών δεν προκύπτει ευθέως ότι ο χρόνος
ανάληψης του χρέους αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της αίτησης του οφειλέτη (ΑΠ
815/2024, ΑΠ 1231/2023, ΑΠ 334/2020, ΑΠ 635/2019, ΑΠ 438/2019,
www.areiospagos.gr).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την
επανεκτίμηση της χωρίς όρκο εξέτασης της αιτούσας, ως διαδίκου στην ως άνω
αίτηση και ήδη πρώτης των εφεσίβλητων, στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου
Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού,
καθώς και απ’ όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι
παριστάμενοι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών
τεκμηρίων, μερικά από τα οποία αναφέρονται στην συνέχεια, χωρίς ωστόσο να
παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της υπόθεσης, δεδομένου ότι
στην προκειμένη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας εφαρμόζεται η αρχή της
ελεύθερης απόδειξης και το ανακριτικό σύστημα, λαμβανομένων υπόψη και των
προσκομιζόμενων το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων
(κατ' άρθρ. 529 παρ. 1 σε συνδυασμό με 741 ΚΠολΔ),
αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρ. 529 ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, αποδεικνύονται τα ακόλουθα
πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα ..., που γεννήθηκε το έτος 1962, είναι
διαζευγμένη από το έτος 2002 και μητέρα δύο τέκνων, ηλικίας κατά το έτος 2018
ετών 29 και 27 αντίστοιχα. Αυτή εργαζόταν στο Δήμο Αθηναίων ως βοηθός νοσοκόμου
από τις 27-9-1990 έως τις 31-10-2014, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Ήδη είναι
συνταξιούχος και οι καθαρές μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές της ανέρχονται στο
ποσό των 821,10 ευρώ, σύμφωνα και με τη σχετική ειδοποίηση καταβολής σύνταξης
μηνός Μαΐου 2018 στο λογαριασμό της μέσω της υπηρεσίας alter
winbank. Επομένως, αυτή στερείται της εμπορικής
ιδιότητας, καθόσον ανέκαθεν εργαζόταν ως υπάλληλος στον ως άνω Δήμο και ήδη
είναι συνταξιούχος. Από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και τα σχετικά
εκκαθαριστικά σημειώματα αποδεικνύεται ότι: α) για το οικονομικό έτος 2009
(εισοδήματα από 1-1-2008 έως και 31-12-2008) δήλωσε ετήσιο εισόδημα από μισθωτή
εργασία 17.908,27 ευρώ, β) για το οικονομικό έτος 2010 (εισοδήματα από 1-1-2009
έως και 31-12-2009) δήλωσε ετήσιο εισόδημα από μισθωτή εργασία 17.981,43 ευρώ,
γ) για το οικονομικό έτος 2011 (εισοδήματα από 1-1-2010 έως και 31-12-2010)
δήλωσε ετήσιο εισόδημα από μισθωτή εργασία 16.921,16 ευρώ, δ) για το οικονομικό
έτος 2012 (εισοδήματα από 1-1-2011 έως και 31-12-2011) δήλωσε ετήσιο εισόδημα
από μισθωτή εργασία 1 5.551,90 ευρώ, ε) για το οικονομικό έτος 2013 (εισοδήματα
από 1-1-2012 έως και 31-12-2012) δήλωσε ετήσιο εισόδημα από μισθωτή εργασία
14.588,28 ευρώ, στ) για το οικονομικό έτος 2014
(εισοδήματα από 1-1-2013 έως και 31-12-2013) δήλωσε ετήσιο εισόδημα από μισθωτή
εργασία 14.579,85 ευρώ, ζ) για το φορολογικό έτος 2014 (εισοδήματα από 1-1-2014
έως και 31-12-2014) δήλωσε ετήσιο εισόδημα από μισθωτή εργασία 12.340,70 ευρώ
και η) για το φορολογικό έτος 2015 (εισοδήματα από 1-1-2015 έως και 31-12-2015)
δήλωσε ετήσιο εισόδημα από σύνταξη το ποσό των 6.898,32 ευρώ.
Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι σε χρόνο
προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης η αιτούσα ανέλαβε
τα παρακάτω χρέη, τα οποία τόσο αυτά προς τους ανέγγυους όσο και αυτά προς τους
ενέγγυους πιστωτές κατά πλάσμα του νόμου Θεωρούνται με την κοινοποίηση της
αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά τον χρόνο
κοινοποίησης της αίτησης, με εξαίρεση τις εμπραγμάτως ασφαλισμένες οφειλές, των
οποίων ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι τον χρόνο
έκδοσης της απόφασης επί της αίτησης (άρθρ. 6 παρ. 3 του Ν. 3869/2010), ήτοι:
1) από την πρώτη πιστώτρια ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» α) δυνάμει της με αριθμ.
λογαριασμού . σύμβασης καταναλωτικού δανείου στην οποία ενέχεται ως οφειλέτρια ποσό 1.058,33 ευρώ, β) δυνάμει της με αριθμό
λογαριασμού . σύμβασης στεγαστικού δανείου στην οποία ενέχεται ως οφειλέτρια ποσό 35.944,04 ευρώ. Η απαίτηση αυτή είναι
εμπραγμάτως ασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης Β' σειράς επί της πιο κάτω
κύριας κατοικίας της αιτούσας, γ) δυνάμει της με αριθμό λογαριασμού . σύμβασης
στεγαστικού δανείου, στην οποία ενέχεται ως οφειλέτρια,
ποσό 117.382,48 ευρώ. Η απαίτηση αυτή είναι εμπραγμάτως ασφαλισμένη με
προσημείωση υποθήκης Γ' σειράς επί της πιο κάτω κύριας κατοικίας της αιτούσας,
2) από τη δεύτερη πιστώτρια ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», στην οποία ενέχεται ως οφειλέτρια,
ποσό 15.802,00 ευρώ, 3) από την τρίτη πιστώτρια ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με
την επωνυμία «ΕFG ΕUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» δυνάμει της υπ’ αριθμ. . σύμβασης καταναλωτικού δανείου, στην οποία
ενέχεται ως οφειλέτρια, ποσό 1.327,70 ευρώ, 4) από
την τέταρτη πιστώτρια ανώνυμη εταιρεία παροχής πιστώσεων με την επωνυμία
«HELLENIC POST CREDIT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ» δυνάμει της υπ’ αριθμ. . σύμβασης πιστωτικής κάρτας ποσό 3.087,28 ευρώ και
5) από το πέμπτο των πιστωτών Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την
επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ» δυνάμει σύμβασης μικροεπισκευών
ποσό 15.223,79 ευρώ.
Συνεπώς, το σύνολο των οφειλών της αιτούσας
και ήδη πρώτης των εφεσίβλητων ανέρχεται στο ποσό των 189.825,62 ευρώ.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στην ακίνητη
περιουσία αυτής περιλαμβάνονται: 1) σε ποσοστό 100% δικαιώματος πλήρους
κυριότητας το υπό στοιχεία Ζ-2 διαμέρισμα του έβδομου πάνω από το ισόγειο
ορόφου επιφάνειας 85,50 τ.μ. μετά της υπό στοιχεία Υ-9 αποθήκης του υπογείου
επιφάνειας 7,30 τ.μ. , που βρίσκονται σε πολυκατοικία κείμενη στη θέση «Άνω
Πετράλωνα» εντός της περιφέρειας του Δήμου Αθηναίων και επί της οδού Αχαιών με αριθμ. 10-12. Το εν λόγω διαμέρισμα απέκτησε η αιτούσα
δυνάμει της υπ’ αριθμ. ./29-7-1998 πράξης πώλησης
οριζοντίων ιδιοκτησιών του Ν. 3741/1929 της Συμβολαιογράφου Αθηνών . και έχει
αντικειμενική αξία ύψους 102.156,25 ευρώ, αποτελεί δε την κύρια κατοικία αυτής
για την οποία υπέβαλε αίτημα εξαίρεσης από την εκποίηση, σύμφωνα με το άρθρο 9
παρ. 2 του Ν. 3869/2010. Η εν λόγω εξαίρεση είναι δυνατή, εφόσον η αξία του ως
άνω διαμερίσματος δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις
όριο αφορολογήτου ποσού για την απόκτηση πρώτης κατοικίας για διαζευγμένη
φορολογούμενη με δύο τέκνα, όπως η αιτούσα, προσαυξημένο κατά 50%. Επομένως,
συντρέχουν στο πρόσωπό της οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του
άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, εφόσον πρόκειται για αίτηση που κατατέθηκε
στις 31-12-2015, δηλαδή στο ενδιάμεσο διάστημα από την ισχύ του Ν. 4336/2015
μέχρι την ισχύ του Ν. 4346/2015 και υπάγεται σε ιδιόρρυθμη κατηγορία
προστασίας, εφαρμοζομένου αναλογικά του άρθρου 9 παρ.
2 του Ν. 3869/2010, όπως ίσχυε μέχρι την τροποποίησή του με το Ν. 4336/2015, με
μόνη διαφοροποίηση ως προς τον τρόπο διανομής των καταβολών υπέρ των πιστωτών
(σύμμετρη καταβολή), δεδομένου ότι ειδικά για τις αιτήσεις που κατατίθενται στο
ως άνω μεταβατικό στάδιο (ήτοι αιτήσεις κατατεθειμένες από 14-8-2015 μέχρι
31-12-2015) η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 προβλέπει σύμμετρη ικανοποίηση των
πιστωτών και όχι προνομιακή για εμπραγμάτως εξασφαλισμένους πιστωτές ή τους
προνομιούχους και 2) σε ποσοστό 100 % δικαιώματος πλήρους κυριότητας οικίας
επιφάνειας 55 τ.μ., μετά βοηθητικών χώρων επιφάνειας 20 τ.μ., έτους κατασκευής
1950, κείμενη στο Δήμο Εχιναίων Φθιώτιδας, στα όρια
του οικισμού του δημοτικού διαμερίσματος Παλαιοκερασέας,
η οποία δεν κρίνεται πρόσφορη προς ρευστοποίηση λόγω της παλαιότητας και της
θέσης της, συνεπεία των οποίων δεν αναμένεται να υπάρξει αγοραστικό ενδιαφέρον.
Επίσης, στην κινητή περιουσία της αιτούσας ανήκει σε ποσοστό 100% δικαιώματος
πλήρους κυριότητας το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας . Ι.Χ.Ε.
αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής FIAT, μοντέλο ΒRAVO,
1.368 κ.ε., έτους πρώτης κυκλοφορίας 2009, το οποίο όμως δεν κρίνεται πρόσφορο
προς ρευστοποίηση, ενόψει της παλαιότητας και της χαμηλής εμπορικής του αξίας.
Ειδικότερα, όσον αφορά στα εν λόγω δύο τελευταία περιουσιακά στοιχεία της
αιτούσας, αυτά πρέπει να εξαιρεθούν της ρευστοποίησης, αφού αυτή δεν θα
προκαλούσε αγοραστικό ενδιαφέρον ούτε θα απέφερε αξιόλογο τίμημα λόγω της
μορφής τους και της χαμηλής εμπορικής τους αξίας, η οποία κρίνεται δυσανάλογη
με τα έξοδα ρευστοποίησης (αμοιβή εκκαθαριστή, δημοσιεύσεις κλπ.). Εξάλλου, τα
ως άνω έσοδα της αιτούσας, συγκρινόμενα με τις προαναφερόμενες ληξιπρόθεσμες
οφειλές της από τις παραπάνω δανειακές συμβάσεις, δεν της επιτρέπουν να
ανταποκριθεί στην κανονική εξυπηρέτησή τους, δεδομένου ότι η σύνταξη που
λαμβάνει επαρκεί μόνο για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της, όπως αυτές
καθορίζονται στο πλαίσιο της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών (Ε.Ο.Π.), σε
συνδυασμό με την εκτίμηση των ιδιαιτέρων συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης,
και ανέρχονται περίπου στο ποσό των 800-850 ευρώ μηνιαίως (διατροφή, ένδυση,
υπόδηση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, δαπάνες ύδρευσης, ηλεκτροδότησης,
κοινόχρηστα, δαπάνες σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, έξοδα μετακίνησης κλπ.).
Η αδυναμία αυτή της αιτούσας δεν οφείλεται σε δόλο αυτής, είτε άμεσο είτε
ενδεχόμενο, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο ανάληψης των ως άνω οφειλών της
(2006-201 1) είχε επαρκή εισοδήματα για την εξυπηρέτησή τους και την κάλυψη των
βιοτικών αναγκών της. Επίσης, η προσπάθειά της και οι ενέργειές της να ρυθμίσει
δικαστικά τις εν λόγω οφειλές της δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά της,
αλλά οφείλεται στη σημαντική μείωση που έχουν υποστεί τα εισοδήματά της από το
έτος 2014 και μεταγενέστερα λόγω της συνταξιοδότησής της με περιορισμένη
σύνταξη εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Ειδικότερα, βασική αιτία της αδυναμίας
της να εξυπηρετήσει τα χρέη της, αποτέλεσε η γενικότερη οικονομική κρίση της
χώρας και η συνεπεία αυτής μείωση του εισοδήματος της, που δεν μπορούσε να
προβλέψει. Επομένως, με τις ενέργειές της αυτές η αιτούσα δεν υπερέβη υπαιτίως
το μέτρο και τη σύνεση του μέσου καταναλωτή και ως εκ τούτου δεν υφίσταται
υπαιτιότητα αυτής είτε με τη μορφή του άμεσου είτε με τη μορφή του ενδεχόμενου
δόλου, καθόσον η ίδια δεν προέβλεψε το αποτέλεσμα αυτό, της αδυναμίας δηλαδή
πληρωμής των χρεών της ως πιθανό και το αποδέχθηκε. Ενόψει δε των ανωτέρω
καθίσταται σαφές ότι η δημιουργία των πιο πάνω χρεών οφείλεται σε αστοχία της
αιτούσας ως προς την εκτίμηση των οικονομικών της δυνατοτήτων, και όχι σε δόλο
αυτής και δεν ήταν αποτέλεσμα δικής της επιλογής, σε συνδυασμό βέβαια και με
την στρατηγική δανεισμού που ακολουθούσαν τότε οι πιστώτριες τράπεζες. Εξάλλου,
από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα των πιο κάτω
ενστάσεων και συγκεκριμένα: α) Η ένσταση των πρώτης, δεύτερης και πέμπτου των
καθ’ ων η αίτηση (ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ», ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ
ΔΑΝΕΙΩΝ») και ήδη δεύτερης και τρίτης των εφεσιβλήτων
και εκκαλούντος αντίστοιχα, περί δόλιας περιέλευσης
σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών, γιατί από τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου
εισοδήματος προκύπτει η σημαντική μεταβολή των συνθηκών διαβίωσης της αιτούσας
και των εισοδημάτων της, που οδήγησε στην αδυναμία της να ανταποκριθεί στις
οφειλές της. Εξάλλου, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η αιτούσα προέβλεψε ότι θα
περιερχόταν σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των οφειλών της και είτε επεδίωξε είτε
αποδέχθηκε την πιθανότητα αυτή. Αντιθέτως, τα προηγούμενα εισοδήματά της, της
επέτρεπαν με ασφάλεια την πλήρη ικανοποίηση των πιστωτών της, δεν μπορεί δε να
χαρακτηριστεί δόλια συμπεριφορά η μη πρόβλεψη της συρρίκνωσης των εισοδημάτων
της λόγω της οικονομικής κρίσης. Επιπλέον, ουδόλως προέκυψε η εκ μέρους της
απούσας εξαπάτηση των πιστωτικών ιδρυμάτων ως προς την περιουσιακή και
οικονομική της κατάσταση και ως εκ τούτου και ως προς τη φερεγγυότητά της, αλλά
και ούτε η μεταγενέστερη των χορηγήσεων δόλια συμπεριφορά της, όπως η μείωση ή
επιβάρυνση της περιουσίας της με σκοπό τη μη ικανοποίηση των πιστωτών. Και β) Η
ένσταση της πρώτης των καθ’ ων η αίτηση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την
επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» και ήδη δεύτερης των εφεσίβλητων
περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, ερειδόμενη
στο γεγονός ότι η απούσα ενήργησε όλως καταχρηστικώς,
αφού κατέθεσε την αίτησή της με πρόθεση να υπαχθεί στις διατάξεις στις
διατάξεις του Ν. 3689/2010, με μοναδικό σκοπό την ελάχιστη αποπληρωμή και εν
τέλει διαγραφή των χρεών της και όχι την ευνοϊκότερη ρύθμιση των οφειλών της.
Τούτο δε διότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν
συντρέχουν εν προκειμένω περιστάσεις που να υπερβαίνουν τα ακραία αξιολογικά
όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Με τα δεδομένα αυτά είναι αβάσιμες
οι ως άνω ενστάσεις των πιστωτών της απούσας περί δόλιας περιέλευσης
αυτής σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών των χρεών της και περί
καταχρηστικής άσκησης του ως άνω δικαιώματος αυτής.
Με βάση τα παραπάνω στην προκειμένη περίπτωση
συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 2 και
5 του Ν. 3869/2010 και ρύθμισης από το Δικαστήριο μηδενικών μηνιαίων καταβολών
επί τριετία λόγω ανεπαρκούς εισοδήματος για την κάλυψη βιοτικών στοιχειωδών
αναγκών της αιτούσας, ενώ δεν κρίνεται σκόπιμος λόγω των ειδικών συνθηκών της
συγκεκριμένης περίπτωσης ο ορισμός νέας δικασίμου για επαναπροσδιορισμό των
μηνιαίων δόσεων, καθόσον δεν αναμένεται η αύξηση των εισοδημάτων της αιτούσας,
ήτοι της μηνιαίας σύνταξής της. Η ως άνω δε ρύθμιση του άρθρου 8 θα συνδυαστεί
με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, εφόσον
με τις μηδενικές καταβολές επί τριετία της πρώτης ρύθμισης, δεν επέρχεται
εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτών της αιτούσας και προβάλλεται σχετικό
αίτημα απ’ αυτήν, μετά το οποίο είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο η εξαίρεση
της πρώτης κατοικίας της από την εκποίηση. Στο πλαίσιο της ρύθμισης αυτής του
άρθρου 9 παρ. 2, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 17 του Ν.
4161/2013, η αιτούσα θα πρέπει να καταβάλει συνολικά το ποσό των ογδόντα μιας
χιλιάδων επτακοσίων είκοσι πέντε ευρώ (102.156,25 ευρώ χ 80% = 81.725). Η
αποπληρωμή του ποσού αυτού θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το νόμο εντόκως, χωρίς
ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου
με σταθερό επιτόκιο, που θα ισχύει κατά τον χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με
το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, ο χρόνος δε τοκοχρεωλυτικής
εξόφλησης του ποσού αυτού πρέπει να οριστεί σε διακόσιους σαράντα μήνες (20
έτη), λαμβανομένων υπόψη της διάρκειας των συμβάσεων, του ύψους του
ανταλλάγματος που πρέπει να πληρώσει η αιτούσα για τη διάσωση της κατοικίας
της, καθώς και της οικονομικής της δυνατότητας και της ηλικίας της, ενώ το ποσό
κάθε μηνιαίας δόσης ανέρχεται (με στρογγυλοποίηση) στο ποσό των τριακοσίων
σαράντα ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (81.725 ευρώ : 240 μηνιαίες δόσεις = 340,52
ευρώ), σύμμετρα διανεμόμενο στους πιστωτές της αιτούσας, σύμφωνα με τα ως άνω
εκτιθέμενα σχετικά με τις αιτήσεις που κατατέθηκαν μεταξύ 14-8-2015 και
31-12-2015. Οι καταβολές αυτές θα αρχίσουν την πρώτη εργάσιμη ημέρα του πρώτου
μήνα αμέσως μετά τη δημοσίευση της απόφασης (εκκαλουμένης) και θα είναι
καταβλητέες εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, μη κρινόμενης ως
σκόπιμης της χορήγησης περιόδου χάριτος, εφόσον στο πλαίσιο της ρύθμισης του
άρθρου 8 του Ν. 3869/2010 ορίστηκαν μηδενικές μηνιαίες καταβολές. Πρέπει δε να
τονιστεί ότι με την καταβολή αυτή του ως άνω ποσού για τη διάσωση της κύριας
κατοικίας της αιτούσας δεν καλύπτεται το σύνολο των οφειλών της προς τους
πιστωτές της και ως εκ τούτου το υπόλοιπο των απαιτήσεων αυτών δεν μπορεί να
ικανοποιηθεί, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατό από το νόμο να της επιβληθεί άλλη
υποχρέωση. Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί ότι η ένδικη αίτηση της αιτούσας και ήδη
πρώτης των εφεσίβλητων είναι πλήρως ορισμένη κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, καθόσον διαλαμβάνονται σ' αυτήν όλα τα στοιχεία που
απαιτούνται για το ορισμένο της, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη μείζονα
σκέψη. Στα στοιχεία δε του ορισμένου της αίτησης, παρά τους αντίθετους
ισχυρισμούς του εκκαλούντος, δεν περιλαμβάνονται η ακριβής ημεροχρονολογία
λήψης εκάστου δανείου, το ύψος των καθαρών μηνιαίων αποδοχών της αιτούσας κατά
τον χρόνο λήψης εκάστου αυτών, το ύψος της μηνιαίας δόσης των εν λόγω δανείων,
το ύψος των μηνιαίων δαπανών διαβίωσης της ίδιας και της οικογένειάς της κατά
το χρόνο λήψης αυτών, ούτε τα γεγονότα που οδήγησαν αυτήν στην αδυναμία να
ανταποκριθεί στις ανειλημμένες δανειακές της υποχρεώσεις. Επομένως, το πρωτοβάθμιο
Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε τα ίδια και,
απορρίπτοντας τις ως άνω ενστάσεις και ως κατ’ ουσίαν
αβάσιμες, έκανε δεκτή την αίτηση κατά τα ως άνω ως κατ’ ουσίαν
βάσιμη, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του
αντιθέτου συναφείς λόγοι της εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω εκτεθέντων και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης
προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως κατ’ ουσίαν
αβάσιμη. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, δεδομένου ότι δεν εφαρμόζεται η
διάταξη του άρθρου 746 ΚΠολΔ, αλλά η ειδικότερη
διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 εδ. β' του Ν. 3869/2010,
η οποία τυγχάνει εφαρμογής και στη δευτεροβάθμια δίκη. Διάταξη περί επιστροφής παραβόλου άσκησης έφεσης δεν πρέπει να περιληφθεί στην
απόφαση, δεδομένου ότι το εκκαλούν ως Ν.Π.Δ.Δ., κατά τα προαναφερόμενα, δεν
υπείχε υποχρέωση καταβολής παραβόλου. Επίσης, δεν
ορίζεται παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των
τρίτης, τέταρτης και πέμπτης των εφεσίβλητων που δικάζονται ερήμην, διότι
δυνατότητα άσκησης τέτοιας ανακοπής δεν παρέχεται από το νόμο (άρθρο 14 του Ν.
3869/2010), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των 3ης, 4ης και 5ης των
εφεσίβλητων και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν
την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 8777/2018 οριστικής
απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας - Ν.
3869/2010).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε
έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 22-4-2025, με
απόντες τους διαδίκους ή τους πληρεξούσιους δικηγόρους του εκκαλούντος και των
1ης και 2ης των εφεσίβλητων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ