ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρ(Ασφ.Μ.) Αθ 2550/2025

 

Διαταγή πληρωμής - Επίδοση - Προθεσμία -.

 

Η διάταξη του άρθρου 630Α ΚΠολΔ καθιστά υποχρεωτική την επίδοση της διαταγής πληρωμής στον καθ’ ου μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την έκδοσή της· αν η διαταγή δεν επιδοθεί (εγκύρως) στον καθ’ ου μέσα στη δίμηνη προθεσμία, αποβάλλει αυτοδικαίως την ισχύ της, με συνέπεια η διαταγή να μην παράγει πλέον καμία έννομη ενέργεια, αλλά και τα αποτελέσματα που τυχόν επήλθαν να ανατρέπονται αναδρομικά· το ανίσχυρο της διαταγής πληρωμής που δεν επιδόθηκε μέσα στην προαναφερόμενη δίμηνη προθεσμία συνιστά δικονομική ακυρότητα που επέρχεται αυτοδικαίως κατά το άρθρο 159 περ. 1 του ΚΠολΔ· Στην προκειμένη περίπτωση ο δικαστικός επιμελητής επέδωσε τον τίτλο στην προηγούμενη διεύθυνση του ανακόπτοντος, μολονότι η μεταβολή της κατοικίας του και η καινούρια του διεύθυνση είχε καταστεί γνωστή στην Τράπεζα. Η επίδοση σε άλλη διεύθυνση, από τη δηλωθείσα, εξομοιώνεται με ανυπαρξία επίδοσης. Αναστέλλεται η εκτέλεση τόσο της διαταγής πληρωμής, όσο και της επιταγής προς πληρωμή.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία των δικηγόρων Πειραιά Γεωργίου Καλτσά και της δικηγόρου Καβάλας Ιωάννας Χριστοφορίδου).

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 2550/2025

Αριθμός Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ κατάθεσης αίτησης …..

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

 

      ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελισάβετ Μελά, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε με κλήρωση σύμφωνα με το νόμο.

 

      ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Μαρτίου 2025, για να δικάσει την αίτηση με αριθμό Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ κατάθεσης ./2024 αίτηση, μεταξύ:

 

      ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ :   … κατοίκου Γερμανίας …, με ΑΦΜ .., ο οποίος παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Ιωάννας Χριστοφορίδου (ΑΜ ΔΣ Καβάλας 000725), που κατέθεσε σημείωμα, και

      ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ : Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … και διακριτικό τίτλο …, με έδρα την Αθήνα …, …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσας, εν προκειμένω, δυνάμει της από… σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία …, που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας … η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία     .» με αρ. ΓΕΜΗ…, με έδρα στο δήμο Αθηναίων (οδός …, δυνάμει της από … σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 του ν. 3156/2003, 455 επ. ΑΚ και 61 του Ν. 4548/2018, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της …… που κατέθεσε σημείωμα.

 

       ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

        Ι.. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 1, 2 εδ. α’ ΚΠολΔ, ο οφειλέτης, κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής, έχει το δικαίωμα, μέσα σε δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοσή της, να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο εκδόσαν τη διαταγή πληρωμής Ειρηνοδικείο ή Μονομελές Πρωτοδικείο. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ, η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής. Το δικαστήριο, όμως, που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής μπορεί, κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, να χορηγήσει αναστολή με εγγύηση ή χωρίς εγγύηση, ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για την ανακοπή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της αναστολής είναι: α) η εμπρόθεσμη άσκηση της, κατ’ αυτής, ανακοπής, η οποία ασκείται με κατάθεση στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου αυτής, προς τον καθ’ ου στρέφεται εντός δέκα πέντε (15) εργασίμων ημερών, από την επομένη της επίδοσης της διαταγής πληρωμής, β) η πιθανολόγηση ευδοκίμησης ενός, τουλάχιστον, λόγου της ασκηθείσας ανακοπής και γ) η πιθανολόγηση ότι, με την άμεση εκτέλεση της διαταγής πληρωμής, δημιουργείται κίνδυνος να υποστεί ο αϊτών ανεπανόρθωτη βλάβη (βλ. Βαθρακοκοίλης, Ερμηνευτική - Νομολογιακή Ανάλυση ΚΠολΔ, άρθρο 632, αρ. 37, Χαμηλοθώρης, Ασφαλιστικά Μέτρα, σελ. 531 και ΜΠΠειρ 3516/2012, ΜΠΘεσ 28805/2012 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).

 

       II. Στο άρθρο 938 ΚΠολΔ παρ. 1 ορίζεται ότι «Με εξαίρεση την κατάσχεση ακινήτων, ως προς τα οποία εφαρμόζεται η παρ. 2, όπως επίσης με εξαίρεση την κατάσχεση κινητών που υπόκεινται σε φθορά, με αίτηση του ανακόπτοντος μπορεί να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση της ανακοπής. Επίσης, μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Η αίτηση ασκείται στο αρμόδιο κατά τα άρθρα 933 και 936 δικαστήριο και δικάζεται κατά τα άρθρα 686 επ.». Το ανωτέρω, δε, άρθρο εφαρμόζεται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά από την έναρξη ισχύος του νόμου 4842/2021, όπως ορίζεται στο άρθρο 60 αυτού, η δε έναρξη ισχύος του αρχίζει την 1η-01-2022.

 

      Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών με την κρινόμενη αίτηση, εκθέτει ότι την 11η-04-2024 του επιδόθηκε αντίγραφο εξ απογράφου της με αριθμό ./2024 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει το ποσό των 15.607,12 ευρώ εντόκως καθώς και το ποσό των 340,00 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Ότι του συγκοινοποιήθηκε η από 08-04-2024 επιταγή προς πληρωμή με την οποία επιτάσσεται να καταβάλει τα ανωτέρω ποσά πλέον των αναφερόμενων σε αυτήν. Ότι κατέθεσε την από 23-04-2024 ανακοπή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών σε βάρος της αναφερόμενης διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή (άρθρα 632 και 933 ΚΠολΔ), το περιεχόμενο της οποίας συμπεριλαμβάνει αυτολεξεί στο δικόγραφό του, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε τότε για τη δικάσιμο της 26ης-03-2025 (στο τότε Ειρηνοδικείο). Περαιτέρω, εκθέτει ότι, η ευδοκίμηση της παραπάνω ανακοπής ενώπιον του ανωτέρω δικαστηρίου είναι βέβαιη, ενώ η εκτέλεση της εν λόγω διαταγής πληρωμής και η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του, θα επιφέρει στον ίδιο ανεπανόρθωτη βλάβη, αφού ο αϊτών κινδυνεύει να απωλέσει την ακίνητη περιουσία του και να υποστεί οικονομική καταστροφή. Για τους λόγους αυτούς, ζητεί να ανασταλεί ολικά και χωρίς εγγύηση η εκτέλεση της αναφερόμενης διαταγής πληρωμής και της παρά πόδας αυτής επιταγής προς πληρωμή, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθείσας ανακοπής του, και τέλος, να καταδικαστεί η καθ’ ης στη δικαστική του δαπάνη.

 

      Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, οι σωρευθείσες αιτήσεις αρμοδίως και παραδεκτά, εισάγονται για να συζητηθούν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τον Ν. 5108/2024), έχουν ασκηθεί νόμιμα, πλην του αιτήματος να ανασταλεί η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθείσας ανακοπής, καθώς σύμφωνα με τα άρθρα 632 παρ. 3 και 938 παρ. 5 ΚΠολΔ η αναστολή χορηγείται μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας ανακοπής, στηριζόμενες στα άρθρα 632 και 938 παρ. 1 ΚΠολΔ και πρέπει να εξεταστούν κατά το μέρος τους που κρίθηκαν νόμιμες περαιτέρω στην ουσία τους. Όμως, το αίτημα για την καταδίκη της καθ’ ης η αίτηση στα δικαστικά έξοδα, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, αφού κατ' άρθρο 84 παρ. 2 Ν. 4194/2013 τα έξοδα αναστολής επιδικάζονται σε κάθε περίπτωση σε βάρος του αιτούντος.

 

      Σύμφωνα με το άρθρο 630 Α εδ. α' και β' του ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά τον Ν. 4335/2015, «η διαταγή πληρωμής επιδίδεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την έκδοσή της. Αν η επίδοση δεν γίνει μέσα στην προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου, η διαταγή πληρωμής παύει αυτοδικαίως να ισχύει.». Η προθεσμία αυτή, που αποτελεί γνήσια δικονομική προθεσμία ενέργειας διαδικαστικής πράξης (Μπέης: Κύρος διαταγής πληρωμής, που επιδόθηκε μετά τη δίμηνη προθεσμία από την έκδοσή της. Γνωμοδ. Δ 33 σελ. 54 επ. και ιδίως 71), αρχίζει από την επομένη της έκδοσης της διαταγής πληρωμής (άρθρο 144 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώ ο τρόπος υπολογισμού καθορίζεται βάσει του άρθρου 145 παρ. 2 ΚΠολΔ (Χαρ Απαλαγάκη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 6η Έκδοση, άρθρο 630 Α, αριθ. 2). Αν η διαταγή πληρωμής δεν επιδοθεί (εγκύρως) στον καθ’ ου μέσα στην προαναφερόμενη δίμηνη προθεσμία, αποβάλλει αυτοδικαίως την ισχύ της. Επιπροσθέτως, θα πρέπει ειδικότερα να επισημανθεί ότι σε κάθε περίπτωση, παρότι το στοιχείο αυτό (της εγκυρότητας της επίδοσης) δεν αναγράφεται στο νόμο, η κρίση για το άκυρο της επίδοσης ισοδυναμεί με ανυπαρξία επίδοσης εντός της δίμηνης προθεσμίας. Αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή αρκεί μόνο η επίδοση της διαταγής πληρωμής ως πραγματικό γεγονός, δίχως να ενδιαφέρει το έγκυρο αυτής, προσκρούει στην απαίτηση της έγκυρης επίδοσης ως προϋπόθεση της έναρξης της προθεσμίας άσκησης της ανακοπής, καθώς είναι άτοπο να υποστηρίζεται ότι δεν έχει αρχίσει να τρέχει η τελευταία, ενώ εξακολουθεί να ισχύει η διαταγή πληρωμής λόγω της επίδοσής της (βλ. παρατηρήσεις Στεφ Πανταζόπουλου στην ΕφΘεσ 1440/2014 ΕλλΔνη 2014.1449 και Στεφ. Πανταζόπουλος, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, 4η έκδοση, σελ. 114). Περαιτέρω, η μεταγενέστερη (εκπρόθεσμη) επίδοσή της δεν επηρεάζει τη συνέπεια αυτή. Έτσι, η διαταγή πληρωμής δεν παράγει πλέον καμιά έννομη συνέπεια, θεωρείται ανύπαρκτη και κατά νομική αναγκαιότητα συμπαρασύρονται δε σε ανατροπή, αυτοδίκαιη, και οι σε αυτή επιστηριζόμενες συνέπειές της, τα δε αποτελέσματα (της εκτελεστότητάς της) που τυχόν επήλθαν ανατρέπονται αναδρομικά (Ποδηματά σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, άρθρο 630 Α, αρ. 3-4, άρθρο 631, αρ. 2, Βαθρακοκοίλης: ΚωδΠολΔ, Συμπλ. Τόμος (2001), άρθρο 630 Α αριθ. 2). Το ανίσχυρο της διαταγής πληρωμής που δεν επιδόθηκε (εγκύρως) μέσα στην προαναφερόμενη δίμηνη προθεσμία συνιστά δικονομική ακυρότητα που επέρχεται αυτοδικαίως κατά το άρθρο 159 περ. 1 του ΚΠολΔ (Παπαδάκης: Διαταγές στη μισθωτική διαδικασία, έκδοση 2004 αρ. 505, Παπαδάκης, Διαταγή Πληρωμής, 2η Έκδοση, σελ. 136, Καλογιάννης, Διαταγή Πληρωμής, έκδοση 2005, σελ 60, Χαρ. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ , 6η Έκδοση, άρθρο 159, αριθ. 11), αφού ακυρότητα κατά τη διάταξη του άρθρου 159 περ. 1 του ΚΠολΔ, οπότε η απαγγελία της είναι υποχρεωτική, υπάρχει όχι μόνο όταν ο νόμος προβλέπει ρητά τη συγκεκριμένη κύρωση, ως συνέπεια της παραβίασης συγκεκριμένης δικονομικής διάταξης (ΟλΑΠ 963/1985 ΝοΒ 1985.1407), αλλά και όταν χρησιμοποιεί παρεμφερείς, προς την ποινή ακυρότητας, εκφράσεις που είναι νομικά ταυτόσημες ή κατά περιεχόμενο ταυτόσημες, αντίστοιχες ή ισοδύναμες, με αυτή, όπως είναι "η πράξη είναι ανίσχυρη", ή "δεν δύναται να γίνει" ή "απαγορεύεται" ή " για να έχει κύρος η πράξη" ή "ισχύει μόνο" ή "δεν ισχύει" (ΕφΠατ 430/2006 ΑχΝομ 2007.333, ΕφΚερκ 96/2000 ΙονΕπιΔ 2001.77, Ορφανίδης σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, άρθρο 159, αρ. 9, Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ άρθρο 159 αριθ. 8, Κατηφόρης παρατ. στη ΜΠρΠειρ 2412/1987 Δ 1988.78). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η ακυρότητα επέρχεται χωρίς την επίκληση και απόδειξη βλάβης του διαδίκου (Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ άρθρο 159, αριθ. 3, Νίκας ΠολΔικ II σ.106, Χαρ. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, 6η Έκδοση, άρθρο 159 αριθ. 11, ΕφΑΘ 11081/1996 ΕλλΔνη 1997.1632, ΕφΘεσ 2694/1992 ΕλλΔνη 1994.635, πρβλ. ΑΠ 958/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), λαμβανομένου μάλιστα υπ’ όψιν ότι οι περιορισμοί που θέτει το άρθρο 160 ΚΠολΔ εφαρμόζονται αποκλειστικώς για τις παραβάσεις που εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 159 αρ. 3 ΚΠολΔ, δηλαδή στην ακύρωση ή απαγγελία του απαραδέκτου που προϋποθέτει τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης του διαδίκου που εναντιώνεται (Βαθρακοκοίλης ΕρμΚΠολΔ άρθρο 160, αριθ. 2). Ειδικότερα, μόνο στην περίπτωση που η συγκεκριμένη δικονομική παράβαση δεν τιμωρείται ρητά από το νόμο με την επιβολή ορισμένης κύρωσης (επέλευση ακυρότητας, προσβολή της δικαστικής απόφασης με αναίρεση ή αναψηλάφηση), ο διάδικος είναι απαραίτητο να θεμελιώσει την ακυρότητα στην πρόκληση σε αυτόν εξαιτίας της παράβασης (κατά κανόνα δικονομικής) βλάβης, η οποία θα αρθεί μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας της διαδικαστικής πράξης, κατά το άρθρο 159 αρ. 3 ΚΠολΔ (Τσικρικάς, Διαδικαστικές πράξεις, 2017, σελ. 88). Ο από το άρθρο 630Α ισχυρισμός, περαιτέρω, δεν αφορά τη δημόσια τάξη, αφού η απαγγελλόμενη αυτοδίκαιη, κατά την εν λόγω διάταξη, ακυρότητα της διαταγής πληρωμής δεν αφορά στην αποτροπή επέλευσης έννομης συνέπειας μη ανεκτής από την κρατούσα στη χώρα μας ηθική, κοινωνική, πολιτειακή ή οικονομική τάξη. Η θέσπιση αυτής της διάταξης, με βάση την οποία η κατά τα άρθρα 631 και 904 § 2 στοιχ. ε' του ΚΠολΔ εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής αίρεται στην περίπτωση της μη επίδοσής της στον οφειλέτη μέσα σε δυο μήνες από την έκδοσή της, αφορά μόνο το συμφέρον του καθ’ ου η διαταγή πληρωμής και οφείλεται στη μέριμνα να λαμβάνει αυτός έγκαιρα γνώση της διαταγής και να έχει έτσι τη δυνατότητα άμυνας εναντίον της, ώστε να μη παραμένει η διαταγή πληρωμής ανεπίδοτη για αόριστο χρόνο στα χέρια του δανειστή και εντεύθεν σε εκκρεμότητα επ' αόριστο χρόνο η σχετική απαίτησή του κατά του οφειλέτη, με κίνδυνο να μπορεί ο δανειστής κάποτε να την αξιοποιεί αθέμιτα εις βάρος της αξιοπιστίας και φερεγγυότητας του καθ’ ου στις συναλλαγές. Συνοψίζοντας, η μη εμπρόθεσμη επίδοση, ή η μη επίδοση καθόλου ή η, προς μη επίδοση εξομοιούμενη, μη νόμιμη (ελαττωματική) επίδοση της διαταγής πληρωμής, μέσα στην ως άνω προθεσμία, επιφέρει ανατροπή της ισχύος της, η οποία δεν είναι υποχρεωτικό να προβληθεί με λόγο ανακοπής, κύριο ή πρόσθετο, και με επίκληση συνδρομής δικονομικής βλάβης, αφού ούσα αυτοδίκαιη, καθότι ο νόμος απαιτεί με ποινή ακυρότητας την πραγματοποίηση της επίδοσης, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης, χωρίς πάντως να αποκλείεται σε περίπτωση αμφισβήτησης ως προς την παύση της ισχύος της διαταγής, η δυνατότητα άσκησης ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ εναντίον της, η οποία, αν ασκηθεί θα έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα (βλ. μεταξύ άλλων ΕφΑθηνών 514/2024 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 124 ΚΠολΔ η επίδοση γίνεται όπου βρεθεί το πρόσωπο στο οποίο πρέπει να γίνει, αν το πρόσωπο αυτό έχει στον τόπο της επίδοσης κατοικία, κατάστημα ή γραφείο, τότε η επίδοση δεν μπορεί να γίνει αλλού, χωρίς τη συναίνεση του. Κατά το άρθρο 128 αν ο παραλήπτης δεν βρίσκεται στην κατοικία του κατά το χρόνο της επίδοσης, ούτε άλλος σύνοικος αυτού, το έγγραφο θυροκολλάται κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 4 της διάταξης αυτής. Κατά την παράγραφο 2 της ίδιας διάταξης κατοικία είναι το σπίτι ή διαμέρισμα που είναι προορισμένο για διημέρευση ή διανυκτέρευση του παραλήπτη, ακόμη και αν για πολύ μικρό χρονικό διάστημα δεν χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό. Η έννοια της κατοικίας εν προκειμένω είναι διάφορη αυτής του άρθρου 51 ΑΚ, διότι αρκεί ο χώρος να προορίζεται για διημέρευση ή διανυκτέρευση και να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τέτοιος, χωρίς πάντως να αναιρεί την ύπαρξη κατοικίας ή επί μικρό χρονικό διάστημα μη χρησιμοποίηση του, ως κατοικία. Δεν είναι νόμιμη η επίδοση στην τελευταία γνωστή κατοικία του προσώπου και δεν είναι νόμιμη η επίδοση που γίνεται με δόλο και γνώση του παραγγέλλοντος ότι το έγγραφο δεν θα περιέλθει σε αυτόν στον οποίο απευθύνεται και αφορά. Η εγκατάλειψη του τόπου κατοικίας ή εργασίας που καθίσταται εμφανής με την απόσυρση των επίπλων και εν γένει των περιουσιακών στοιχείων του προσώπου, τη διακοπή των συνδέσεων νερού, ηλεκτρικού, τηλεφώνου κ.λπ. και η οποία είναι γνωστή στον επιδίδοντα, καθιστά την επίδοση στον τόπο αυτό άκυρη. Στην έκθεση επιδόσεως πρέπει κατ’ άρθρο 117 ΚΠολΔ να προσδιορίζεται σαφώς χωρίς να μένει αμφιβολία ο πραγματικός τόπος επιδόσεως, αρκεί δε να αναφέρεται ότι εκεί βρίσκεται η κατοικία χωρίς να απαιτείται μνεία συγκεκριμένου ορόφου (βλ. Ορφανίδη σε Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ τ. I σελ. 294 αριθ. 4). Όπως γίνεται δεκτό νομίμως επιδίδεται έγγραφο στην έδρα της εταιρείας που προκύπτει από το καταστατικό αυτής, όπως έχει τροποποιηθεί, εφ’ όσον η διεύθυνση βεβαιώνεται στην έκθεση επίδοσης από τον δικαστικό επιμελητή και έχουν τηρηθεί οι όροι της παρ. 4 του άρθρου 128 για την έγκυρη θυροκόλληση αυτού (ΑΠ 14/2014 Α δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Είναι ακόμη δυνατόν, ο παραλήπτης να έχει περισσότερες κατοικίες, σε μία από τις οποίες μπορεί εγκύρως να επιδίδεται το έγγραφο (ΕφΑΘ 3814/2011 ΕλλΔνη 2012, 808).

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 του ΚΠολΔ, η έκθεση επίδοσης που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ’ αυτήν ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή ή ενώπιον του. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή της ως πλαστής. Τα περιστατικά αντίθετα που βεβαιώνονται σ' αυτήν, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής, αλλά τα οποία δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψη του, όπως είναι το ότι στο συγκεκριμένο οίκημα όπου έγινε η επίδοση βρίσκεται η κατοικία αυτού που το παρέλαβε ή ότι εκείνος στον οποίο εγχειρίσθηκε το έγγραφο είναι συγγενής του παραλήπτη και συνοικεί μαζί του, αποδεικνύονται μεν πλήρως από την έκθεση επίδοσης, επιτρέπεται όμως ως προς αυτά ανταπόδειξη με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο από εκείνον που αμφισβητεί την αλήθεια τους. Η διεξαγωγή της ανταπόδειξης γίνεται στην περίπτωση αυτή κατά τη διαδικασία που εκδικάζεται η συγκεκριμένη εκάστοτε υπόθεση (βλ. σχετικά μεταξύ άλλων ΕφΑιγαίου 97/2021, ΕφΘεσσαλονίκης 1558/2015 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).

 

      Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση όλων των προσκομισθέντων εγγράφων από τους διαδίκους, πιθανολογήθηκαν τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά : Την 11η-04-2024 επιδόθηκε στον αιτούντα αντίγραφο εξ απογράφου της με αριθμό ./2024 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει το ποσό των 15.607,12 ευρώ όπως νόμιμα και παραδεκτά περιορίστηκε συμμέτρως κατά κεφάλαιο, τόκους, τόκους τόκων και έξοδα, εντόκως με το προβλεπόμενο στη σύμβαση και το νόμο επιτόκιο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της από 28-11-2023 εξωδίκου καταγγελίας, ήτοι από την 5η-12-2023, πάντων τούτων κεφαλαιοποιημένων και ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνο μέχρι ολοσχερή εξόφληση, καθώς και το ποσό των 340,00 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Του συγκοινοποιήθηκε, δε, η από 08-04-2024 επιταγή προς πληρωμή με την οποία επιτάσσεται να καταβάλει τα ανωτέρω ποσά πλέον των αναφερόμενων σε αυτήν. Ο αιτών άσκησε τη με αριθμό κατάθεσης στο Ειρηνοδικείο Αθηνών ./2024 ανακοπή σε βάρος της αναφερόμενης διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή, την οποία επέδωσε στην καθ’ ης η αίτηση την 29η-04-2024 (βλ. τη με αριθμό ./2024 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά … με αποτέλεσμα να πιθανολογείται ότι η ανωτέρω ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα. Ομοίως, και η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ πιθανολογείται ότι έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, αφού δεν έχει λάβει χώρα μέχρι σήμερα κατάσχεση (άρθρο 933 και 934 ΚΠολΔ). Η ανακοπή τους έχει προσδιοριστεί για να συζητηθεί στο τότε Ειρηνοδικείο Αθηνών και νυν Πρωτοδικείο Αθηνών την 26η-03-2025, οπότε έχει ήδη συζητηθεί, αλλά δεν έχει εκδοθεί ακόμη απόφαση επ’ αυτής. Ο ανωτέρω ανακόπτων αιτείται την ακύρωση τόσο της αναφερόμενης διαταγής πληρωμής όσο και της ανωτέρω επιταγής προς πληρωμή.

 Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δεν έχει επιδοθεί νόμιμα, καθώς είναι κάτοικος εξωτερικού, και η προσβαλλόμενη διαταγή επιδόθηκε στον Πειραιά, με αποτέλεσμα να έχει παύσει η ισχύς της, αφού δεν έχει επιδοθεί εντός της δίμηνης προθεσμίας του άρθρου 630Α ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα να πρέπει να ακυρωθεί τόσο ο εκτελεστός τίτλος όσο και η επισπευδόμενη εκτέλεση που στηρίζεται σε αυτόν. Ο κρινόμενος λόγος πιθανολογείται ότι θα κριθεί ορισμένος και νόμιμος, στηριζόμενος στα άρθρα 124 επ., 134, 623 επ., 630 Α, 924, 933 ΚΠολΔ και πιθανολογείται ότι θα εξεταστεί στην ουσία του. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, πιθανολογείται ότι μετά την από 29-02-2024 αίτηση της καθ’ ης η ανακοπή εκδόθηκε η με αριθμό ./2024 διαταγή πληρωμής της δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία επιδόθηκε μαζί με την από 8-04- 2024 επιταγή προς πληρωμή στον ανακόπτοντα την 11η-04-2024 με θυροκόλληση, όπως αναφέρεται στη με αριθμό ./11-04-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο … Ο ανωτέρω δικαστικός επιμελητής μετέβη στον Πειραιά στην οδό …, όπου και αναφέρει ότι βρίσκεται η κατοικία του ανακόπτοντος και ότι δεν βρήκε εκεί ούτε τον ίδιο ούτε κάποιο από τα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 128 και 129 ΚΠολΔ, οπότε θυροκόλλησε το δικόγραφο έξω από την πολυκατοικία ενώπιον της μάρτυρα …. Βέβαια, ο ανακόπτων στην από 10-11-2003 αίτηση / σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας από την αρχική δικαιούχο τραπεζική εταιρεία «Πειραιώς» που υπεγράφη στην Ηλιούπολη, με βάση την οποία του παραδόθηκε σχετική πιστωτική κάρτα, με βάση το υπόλοιπο της οποίας εκδόθηκε η επίδικη διαταγή πληρωμής είχε δηλώσει ως διεύθυνση κατοικίας του την οδό … στην Αθήνα και ως διεύθυνση εργασίας την … (όπου και επιδίδονταν όλοι οι μηνιαίοι λογαριασμοί της κάρτας). Επίσης, πιθανολογείται ότι με βάση τον γενικό όρο 12.9 της ανωτέρω σύμβασης ο ανακόπτων ανέλαβε την υποχρέωση να ενημερώνει εγγράφως την ανωτέρω τράπεζα σε περίπτωση αλλαγής της διεύθυνσής του. Πιθανολογείται, δε, ότι με την από 16-03-2021 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων μεταξύ της τράπεζας Πειραιώς και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού …, όπως αυτή συμπληρώθηκε την 24-11-2022, που νόμιμα καταχωρίστηκε σε περίληψη στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών η τελευταία απέκτησε μεταξύ άλλων και την επίδικη απαίτηση σε βάρος του ανακόπτοντος και στη συνέχεια ανέθεσε τη διαχείριση αυτής στην καθ’ ης η ανακοπή με την από 17-03-2021 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, όπως αυτή συμπληρώθηκε την 24η-11-2022, που νόμιμα καταχωρίστηκε σε περίληψη στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών. Στο μεταξύ ο ανακόπτων είχε αιτηθεί τη ρύθμιση των οφειλών του (υπερχρεωμένα) και στην αίτησή του είχε συμπεριλάβει την επίδικη απαίτηση, οπότε εκδόθηκε η με αριθμό 645/2022 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς (εκούσια δικαιοδοσία). Στη συνέχεια, ο ανακόπτων εφεσίβαλε την ανωτέρω απόφαση και επέδωσε τη με αριθμό κατάθεσης ./2022 έφεσή του με κλήση προς συζήτηση μεταξύ άλλων και στην καθ’ ης η ανακοπή (ήδη διαχειρίστρια της απαίτησης) την 6η-07-2022 (βλ. σχετικά τη με αριθμό ./06-07-2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς …. Στο ανωτέρω δικόγραφο αναγράφεται ως διεύθυνση κατοικίας του ανακόπτοντος η οδός … και ως προσωρινή διαμονή του σχετική διεύθυνση στην πόλη … της Γερμανίας. Η ανωτέρω επίδοση δικογράφου με διαφορετική διεύθυνση του ανακόπτοντος στην καθ’ ης η ανακοπή (με δικαστικό επιμελητή) πληροί τους όρους της έγγραφης γνωστοποίησης αλλαγής διεύθυνσης του αναφερόμενου παραπάνω όρου της σύμβασης επί της οποίας εδράζεται η έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής. Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι η καταγγελία της επίδικης σύμβασης επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στη διεύθυνση … και όχι στη … (βλ. την με αριθμό ./04-12-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …). Δηλαδή, η καθ’ ης η ανακοπή γνώριζε τη νέα διεύθυνση του ανακόπτοντος, αλλά επέδωσε τη διαταγή πληρωμής σε άλλη διεύθυνση. Έτσι, πιθανολογείται ότι πράγματι η επίδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής δεν έλαβε χώρα στη δηλωθείσα διεύθυνση του ανακόπτοντος, αλλά σε άλλη διεύθυνση που δεν αντιστοιχεί ούτε στη δηλωθείσα διεύθυνση της προσωρινής του διαμονής, με αποτέλεσμα αυτή να είναι άκυρη. Το άκυρο της παραπάνω επίδοσης ισοδυναμεί με ανυπαρξία επίδοσης της διαταγής πληρωμής και δη ανεξαρτήτως της προσβολής της με ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ με αίτημα την ακύρωσή της, με άμεση δε συνέπεια τη μη εκκίνηση της προβλεπόμενης στη διάταξη του άρθρου 632 ΠολΔ προθεσμίας για την άσκηση της. εν λόγω ανακοπής, ενώ, δεν έλαβε χώρα άλλη έγκυρη επίδοση εντός διμήνου από την έκδοσή της με αποτέλεσμα αυτή να έχει αποβάλει την ισχύ της ως εκτελεστός τίτλος και να συμπαρασύρει σε ακυρότητα και τη βάσει αυτής αναγκαστική εκτέλεση. Πιθανολογείται, λοιπόν, ότι ο κρινόμενος λόγος της ανακοπής θα γίνει δεκτός στην ουσία του, αφού η επίδικη διαταγή πληρωμής δεν επιδόθηκε εντός της δίμηνης προθεσμίας του άρθρου 630Α ΚΠολΔ στη δηλωθείσα διεύθυνση κατοικίας ή προσωρινής διαμονής του ανακόπτοντος, και συνακόλουθα πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτή η ανακοπή του. Ακόμη, πιθανολογείται ότι η συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να του επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη, αφού κινδυνεύει να απωλέσει την ακίνητη περιουσία του. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει η αίτηση δεκτή στην ουσία της και να ανασταλεί η εκτέλεση της επίδικης διαταγής πληρωμής και της επίδικης επιταγής προς πληρωμή μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας ανακοπής. Πρέπει, δε, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η αίτηση σε βάρος του αιτούντος, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 191 ΚΠολΔ και 84 παρ. 2 Ν. 4194/2013, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

      ΔΙΚΑΖΕΙ την αίτηση αντιμωλία διαδίκων.

 

      ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση στην ουσία της.

 

      ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την εκτέλεση της με αριθμό ./2024 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών και της από 08-04-2024 επιταγής προς πληρωμή που τέθηκε κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της με αριθμό κατάθεσης στο Ειρηνοδικείο Αθηνών ./2024 ανακοπής.

 

      ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του αιτούντος τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η αίτηση, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων σαράντα (240,00) ευρώ.

 

      ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 25 Απριλίου 2025.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

                                  (για τη δημοσίευση)