ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜΠρ(Ασφ.Μ.) Αθ 2722/2025
Έκδοση διαταγής πληρωμής - Ενεργητική νομιμοποίηση
-.
Μη
προσκομιδή από την αιτούσα εταιρεία της σύμβασης που αποδεικνύει την ενεργητική
της νομιμοποίηση, το αργότερο μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής
πληρωμής· η προσκομισθείσα με την αίτηση σύμβαση διαχείρισης, δεν ίσχυε κατά το
χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, καθώς, ήδη σε χρόνο
προγενέστερο της έκδοσης αυτής, η σύμβαση αυτή είχε τροποποιηθεί και
συμπληρωθεί δυνάμει μεταγενέστερης διαχειριστικής σύμβασης που καταχωρήθηκε
νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών. Η
διαχειριστική σύμβαση δε που επιστήριξε την έκδοση
του τίτλου, δεν συντάχθηκε κατά το νόμιμο συστατικό τύπο, ήτοι δεν έφερε το
ελάχιστο περιεχόμενο κατ’ αρ. 2 παρ. 2 ν. 4354/2015,
με αποτέλεσμα να πάσχει από απόλυτη ακυρότητα. Αναστέλλεται η εκτέλεση του
τίτλου και της επιταγής προς εκτέλεση.
(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία των δικηγόρων Πειραιά Γεωργίου Καλτσά και της
δικηγόρου Αθηνών Δήμητρας Σοφιανοπούλου).
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Αριθμός απόφασης: 2722/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Γεώργιο Βώττη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίσθηκε από τον
Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών, κατόπιν
νόμιμης κλήρωσης.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις
24 Μαρτίου 2025, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ
:
Των αιτούντων: ... οι οποίοι
εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Δήμητρα Σοφιανοπούλου.
Της καθής η
αίτηση: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ... και το διακριτικό τίτλο ...,
πρώην με την επωνυμία ... η οποία εδρεύει στο ... Αττικής … εκπροσωπείται
νόμιμα, και ενεργεί ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και διαχειρίστρια
των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία ..., που
εδρεύει στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας, ειδικού διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής
εταιρείας με την επωνυμία ..., και η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την
πληρεξούσια δικηγόρο της
Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από
19.12.2024 αίτησή τους με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2024, η οποία
προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της απόφασης. Κατά τη
συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους
ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα σημειώματα που
κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι αιτούντες αναφέρουν ότι επιτάχθηκαν
να καταβάλουν στην καθής η αίτηση δυνάμει της ./2024
διαταγής πληρωμής του Δικαστηρίου τούτου το ποσό των πενήντα ενός χιλιάδων εκατόν ενενήντα δύο ευρώ [51.192€]. Με βάση το ιστορικό
αυτό, επικαλούμενοι επείγουσα περίπτωση, ζητούν, ως ασφαλιστικό μέτρο, να
ανασταλεί-μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της από 22.11.2024 με αριθμό
κατάθεσης δικογράφου ./2024 ανακοπής που έχουν ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών-η εκτέλεση της ./2024 διαταγής πληρωμής του Δικαστηρίου
τούτου, καθόσον (i) η καθής η αίτηση δεν νομιμοποιείται
ενεργητικά για την έκδοση της διαταγής πληρωμής διότι δεν κοινοποίησε την
8.11.2022 σύμβαση συμπλήρωσης της ./4.2.2022 σύμβασης διαχείρισης, (ii) η αναφερόμενη στην αίτηση σύμβαση στεγαστικού δανείου
ουδέποτε καταγγέλθηκε, διότι η εξώδικη δήλωση κλεισίματος του λογαριασμού δεν
συνιστά καταγγελία, ενώ ακόμη και εάν θεωρηθεί ότι η εξώδικη δήλωση συνιστά
καταγγελία, με αυτήν καταγγέλθηκε μόνο μία πρόσθετη πράξη της δανειακής
σύμβασης, και μάλιστα χωρίς να προκύπτει ποια επακριβώς από τις δύο υπάρχουσες
πρόσθετες πράξεις, (iii) η καταγγελία της δανειακής
σύμβασης είναι άκυρη, διότι πραγματοποιήθηκε από υπαλλήλους, οι οποίοι δεν
είχαν την δεδομένη χρονική στιγμή την απαιτούμενη πληρεξουσιότητα, (iv) οι εκθέσεις επίδοσης της εξώδικης καταγγελίας δεν ήταν
επικυρωμένες, και (v) η καθής η αίτηση δεν
νομιμοποιείται ενεργητικά για την έκδοση της διαταγής πληρωμής και επίσης είναι
άκυρη η σύμβαση διαχείρισης στην οποία ερείδεται η ενεργητική νομιμοποίηση της καθής διότι δεν τηρήθηκε ο προβλεπόμενος στο άρθρο 2 παρ.2
Ν.4354/2015 συστατικός τύπος ως προς το ελάχιστο περιεχόμενο της εν λόγω
δικαιοπραξίας και ειδικότερα δεν αναφέρονται στην εν λόγω σύμβαση οι προς
διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης. Με
αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αίτηση παραδεκτά και αρμόδια εισάγεται προς
συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών
μέτρων. Κατόπιν τούτων πρέπει να εξετασθεί εάν οι λόγοι της αίτησης είναι
νομικά και ουσιαστικά βάσιμοι.
ΙΙ. Με τον Ν.4354/2015 «Διαχείριση των μη
εξυπηρετούμενων δανείων κλπ.» εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά
εταιρικά σχήματα οι «εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις»
[ΕΑΑΔΠ] και οι «εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις»
[ΕΔΑΔΠ], οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος
ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από
δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και
πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς
ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενό
τους που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του άνω Ν.4354/2015.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 1 παρ. Ι β’ του Ν.4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του
Ν.4643/2019, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια, που έχουν
χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, μπορεί να λάβει χώρα
μόνο λόγω πώλησης δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα
προβλέπονται στο άρθρο 3, αποκλειστικά προς (αα)
ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε
απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα, και
καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο [ΓΈΜΗ], (ββ)
εταιρίες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Χώρο που σύμφωνα με το καταστατικό τους
μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις υπό την
επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και (γγ) εταιρίες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες που σύμφωνα με
το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και
πιστώσεις υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής
νομοθεσίας οι οποίες έχουν διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα
μέσω υποκαταστήματος υπό την προϋπόθεση ότι η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος
που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς ή σε μη συνεργάσιμο κράτος. Η πώληση
και μεταβίβαση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν
χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, ρυθμίζεται στο άρθρο 3 του
Ν.4354/2015, και μπορεί να γίνει μόνο προς αδειοδοτημένη
ΕΑΑΔΠ [εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις] (ή ανάλογη αλλοδαπή
εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του
άρθρου 1 παρ.1 β. περ. ββ και γγ
Ν.4354/2015) και διέπονται [όπως και στις περιπτώσεις
της μεταβίβασης απαιτήσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 ταυ Ν.3156/2003
για την τιτλοποίηση απαιτήσεων] η μεν πώληση από τις
διατάξεις του άρθρου 513επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων
455επ. ΑΚ [άρθρο 3 παρ.1]. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 περ. γ του
Ν.4354/2015 η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει
υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων
από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος,
τα δε δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις
δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παραγράφου αυτής.
Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές
και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για
όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους οι οποίες βαρύνουν τις
εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις.
Το άρθρο 2 του Ν.4354/2015 ορίζει ότι η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις
δανείων ή/και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή
χρηματοδοτικά ιδρύματα δύναται να ανατίθεται στις ΑΕΔΑΔΠ που προβλέπονται στο
άρθρο 1 παρ. 1 περ. α του ιδίου νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.2 του Ν.4354/20Ι5
η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων
προς τις ΕΛΑΔΠ [Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις]
υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστο
περιεχόμενο, τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν
στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι
οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την
είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση
απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων
871-872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα
Δεοντολογίας όπως έχει θεσπισθεί με την 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής
Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της
παρ.2 του άρθρου 1 του Ν.4224/20Ι3 και (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η
οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται
στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Επίσης σύμφωνα με τη διάταξη της
παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, οι εταιρίες διαχείρισης
νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και
να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό
διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές
διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής
διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του Ν.4307/2014. Εφόσον
οι εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου
διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και
τον δικαιούχο της απαίτησης. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ.4 Ν.4354/2015
εξαιρετική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου διαδίκου
διευκολύνει τις εταιρίες απόκτησης οι οποίες συνήθως έχουν έδρα στην αλλοδαπή,
καθώς απαλλάσσονται από το βάρος της διαχείρισης τών
απαιτήσεων αυτών και της επιμέλειας της δικαστικής επιδίωξής τους καθόσον αυτή
ασκείται αποκλειστικά από τις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων [άρθρο 1 στοιχ. γ’ Ν.4354/2015], χωρίς να βλάπτει τα ουσιαστικά
δικαιώματα των δανειοληπτών-καταναλωτών, οι οποίοι ασκούν τα δικαιώματα τους
ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων κατά εταιρειών, οι οποίες έχουν λάβει ειδική
άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος που έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως και οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα και λειτουργούν εντός ενός
συγκεκριμένου αυστηρού νομικού καθεστώτος εποπτευόμενες από την Τράπεζα της
Ελλάδος. Από τη σύγκριση των προπαρατιθέμενων
διατάξεων προκύπτει ότι αμφότεροι οι ως άνω νόμοι 3156/2003 και 4354/2015 έχουν
παραπλήσιο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής καθώς και οι δύο καθορίζουν τις
προϋποθέσεις για τη μεταβίβαση-πώληση των απαιτήσεων [ειδικά δε στην περίπτωση
του Ν.4354/2015 των τραπεζικών] από τους φορείς τους προς τρίτους με τη
διαφοροποίηση ότι στην περίπτωση του Ν.3156/2003 μετά την πώληση ακολουθεί το
στάδιο της έκδοσης ομολογιών [της τιτλοποίησης], και
ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων αυτών από εταιρίες
διαχείρισης Ωστόσο ο Ν.4354/2015 περιέχει πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το
καθεστώς λειτουργίας των εταιριών διαχείρισης τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού,
όσο και στο πεδίο του δικονομικσύ δικαίου. Όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με
σκοπό την τιτλοποίηση σύμφωνα με το Ν.3156/2003, στο
άρθρο 10 παρ.Ι4 αυτού ορίζεται ότι η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται συμβατικά σε
πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, στον ίδιο τον μεταβιβάζοντα ή σε
τρίτο-εγγυητή με τις προϋποθέσεις που ειδικότερα ορίζονται σε αυτή. Με τη
διάταξη αυτή δεν παρέχεται ρητά στην εταιρία διαχείρισης, η οποία, συμβαλλόμενη
με την εταιρία απόκτησης, αποκτά κατά το ουσιαστικό δίκαιο την εξουσία
είσπραξης αλλότριας απαίτησης [της απαίτησης της εταιρίας απόκτησης], και η
δικονομική εξουσία να εγείρει αγωγή και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα για την
είσπραξή της με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, αιτούμενη έννομη
προστασία στο όνομα της όπως ρητά προβλέπεται τούτο για τις εταιρίες
διαχείρισης στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 2 παρ.4 του Ν.4354/2015,
δυνάμει της οποίας ο νομοθέτης εξόπλισε τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων,
στις οποίες ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων, με βάση το νόμο αυτό, και με τη
δικονομική εξουσία να ενεργούν, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, στο όνομά τους το
σύνολο των αναγκαίων δικαστικών, αλλά και εξώδικων ενεργειών, προς είσπραξη των
υπό τη διαχείρισή τους απαιτήσεων. Ωστόσο, οι εταιρίες διαχείρισης που
προβλέπονται στο άρθρο 2 Ν.4354/2015 υπάγονται σε μια ευρύτερη κατηγορία
εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις όπως είναι και εκείνες
του Ν.3156/2003. Ως εκ τούτου η διαφορετική αντιμετώπιση των εταιριών
διαχείρισης του Ν.3156/2003 από εκείνες του Ν.4354/2015 θα έχει ως συνέπεια
λογική ανακολουθία στο εσωτερικό σύστημα του νόμου. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται
και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω κανόνων δικαίου, οι οποίοι
παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ τους διότι και οι δύο
ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη απαιτήσεων τρίτων. Επιπλέον στη διάταξη
του άρθρου 1 παρ. 1 δ' του Ν.4354/2015 ορίζεται ότι οι διατάξεις του δεν
επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του Ν.3156/2003, ενώ και στην αιτιολογική
έκθεση αυτού σημειώνεται ότι «παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά
εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να
επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης
απαιτήσεων [Ν.3156/2003] είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με το
Ν.4354/2015». Κατόπιν τούτων καθίσταται σαφές ότι οι ως άνω δύο νόμοι θα πρέπει
να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται σε
αρμονία μεταξύ τους ανεξαρτήτως αν η απόκτηση των απαιτήσεων από τις εταιρείες
ειδικού σκοπού έγινε με τη διαδικασία της τιτλοποίησης
και εκχώρησης βάσει του Ν.3156/2003 ή με τη διαδικασία της πώλησης βάσει του
Ν.4354/2015. Επομένως επιβάλλεται μια ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 Ν.4354/2015,
τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση
τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ.Ι4 του Ν.3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί
με βάση τις διατάξεις του Ν.4354/2015, διότι έτσι εξυπηρετείται ο νομοθετικός
σκοπός της διευκόλυνσης της διαχείρισης των απαιτήσεων και επιλύεται κατά τρόπο
ενιαίο το ζήτημα της δικονομικής υπόστασης των εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων,
επιτυγχάνοντας κατά αυτόν τον τρόπο την αρμονική ένταξη του ερμηνευόμενου
Ν.3154/2003 στο σύστημα, χωρίς η προσέγγιση αυτή να επηρεάζεται από τις
διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες θεσπίστηκαν τα ως άνω δύο
νομοθετήματα. Διαφορετική αντιμετώπιση των εταιριών διαχείρισης των δύο
νομοθετημάτων θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ενότητας και ασφαλείας του
δικαίου, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1 και 25 παρ.1 εδαφ. α’ του Συντάγματος και επιβάλλει τη σαφήνεια και την
προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, η οποία πρέπει να
τηρείται, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές
οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερομένους [ΟλΑΠ
1/2023]. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 159 ΑΚ ορίζεται ότι «Δικαιοπραξία για την
οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος που απαιτεί ο νόμος εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο,
είναι άκυρη. Σε περίπτωση αμφιβολίας είναι επίσης άκυρη η δικαιοπραξία, αν δεν
τηρήθηκε ο τύπος που είχαν καθορίσει τα μέρη. Αλλά η εκπλήρωση της δικαιοπραξίας
με επίγνωση της έλλειψης του τύπου, θεραπεύει την έλλειψη αυτή». Από την εν
λόγω διάταξη συνάγεται ότι η ακυρότητα από τη μη τήρηση του απαιτούμενου από το
νόμο τύπου για δικαιοπραξία, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της δικαιοπραξίας
και αφορά το όλο περιεχόμενο της συνεπάγεται, αν δεν υπάρχει προς τούτο
αντίθετη στο νόμο ρύθμιση, ακυρότητα της δικαιοπραξίας ανεξάρτητα αν αυτή
απαγγέλλεται ρητά από τη διάταξη που διαγράφει τον τύπο της δικαιοπραξίας. Η
ακυρότητα αυτή λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αν έχουν
προταθεί τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι δεν τηρήθηκε ο νόμιμος
συστατικός τύπος, μπορεί ωστόσο να την επικαλεστεί και όποιος έχει έννομο
συμφέρον. Θεραπεία αυτής αποκλείεται με την πάροδο του χρόνου ή με συμφωνία των
μερών, προηγούμενη ή μεταγενέστερη, διότι οι ως προς τον τύπο διατάξεις είναι
δημόσιας τάξης και η ιδιωτική βούληση δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή
τους [3 ΑΚ]. Τέλος η τήρηση του τύπου πρέπει να καλύπτει όλα τα ουσιώδη
στοιχεία της δικαιοπραξίας και η πλήρωσή τους δεν μπορεί να γίνει με παραπομπή
σε άτυπες συμφωνίες παρά μόνο με παραπομπή σε άλλη πράξη που έχει περιβληθεί
τον απαιτούμενο τύπο [π.χ. για το τίμημα πώλησης ακινήτου σε άλλο
συμβολαιογραφικό έγγραφο], η οποία στην περίπτωση αυτή βρίσκεται σε ενότητα με
την πρώτη πράξη. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ.1 ΚΠολΔ ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου δεν
μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση πριν κοινοποιηθούν σε
εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση η επιταγή και τα έγγραφα που τον
νομιμοποιούν. Η υποχρέωση συγκοινοποίησης των
νομιμοποιητικών εγγράφων από τον καθολικό ή ειδικό διάδοχο επιβάλλεται τόσο για
την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της υπό του δικαιοπαρόχου
αρξάμενης εκτέλεσης, είναι δε ανεξάρτητη και πρέπει
να γίνεται ακόμα και όταν ο καθού η εκτέλεση έλαβε
από αλλού γνώση της διαδοχής. Ως νομιμοποιούντο το διάδοχο έγγραφα νοούνται τα αποδεικνύοντα τη διαδοχή και πρέπει να κοινοποιούνται είτε
αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα
επίσημα έγγραφα ή επικυρωμένα αντίγραφα, μη αρκούσης της απλής μνείας τούτων
στην επιταγή. Απαιτείται δε, κατά κανόνα, η επίδοση ολόκληρων των εγγράφων και
όχι αποσπασμάτων. Ωστόσο, όταν η ειδική διαδοχή λαμβάνει χώρα βάσει σύμβασης
που περιλαμβάνει εκτενή και πολυσέλιδα παραρτήματα, όπως συμβαίνει και επί
μεταβίβασης λόγω πώλησης από τραπεζικό ίδρυμα δανειακής απαίτησης προς εταιρία
απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις [«ΕΑΑΔΠ.»] κατ’ άρθρα 1 και 3 του
Ν.4354/2015, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του
άρθρου 925 παρ.1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των παραρτημάτων
των συμβάσεων μεταβίβασης τα οποία κατά κανόνα αφορούν σε μεγάλο αριθμό
οφειλετών, δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, λαμβάνοντας υπόψη και ότι συνεπάγεται την
κοινολόγηση στοιχείων που καταλαμβάνονται από το τραπεζικό απόρρητο αλλά και
προσωπικών δεδομένων, επιπλέον δε είναι και ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως
δαπανηρή, και παρεμβάλλει σοβαρά εμπόδια παρεμποδίζοντας την πρόσβαση των
δανειστών αδικαιολογήτως στην εκτελεστική διαδικασία. Επομένως, κατά συσταλτική
ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 925 παρ.1 ΚΠολΔ, υπό
το πρίσμα ταυ κανόνα δικαίου που τίθεται στο άρθρο 453 παρ.2 ΚΠολΔ το οποίο ορίζει ότι «Αν πρόκειται να διεξαχθεί
απόδειξη με βιβλίο ή άλλο εκτενές έγγραφο που περιέχει περισσότερα θέματα τα
οποία δεν έχουν συνάφεια με τη δίκη, μπορεί να υποβληθεί επικυρωμένο απόσπασμα
που περιέχει τα μέρη του εγγράφου τα οποία έχουν συνάφεια με τη δίκη», πρέπει
να γίνει δεκτό ότι για την κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ
θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης στην επίσπευση της αναγκαστικής
εκτέλεσης αρκεί η κοινοποίηση επικυρωμένου αποσπάσματος εκ του παραρτήματος της
σύμβασης πώλησης που περιέχει το μέρος εκείνο που ενδιαφέρει τον καθού η εκτέλεση οφειλέτη. Η λύση αυτή τελεί σε συμπόρευση
και με τον κανόνα του άρθρου 116 παρ.1 ΚΠολΔ αλλά και
με το άρθρο 25 παρ.1 και 3 του Συντάγματος. Περαιτέρω στην περίπτωση της
διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων
τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς του Ν.4354/2015 και του Ν.3156/2003 τα
αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη
διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο
βιβλίο του άρθρου 3 του Ν.2844/2000, επομένως είναι προφανές ότι και η
νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών
απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα τα έγγραφα που πιστοποιούν τις ως άνω
πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης είναι τα
μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον
οφειλέτη με την επιταγή. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν συνεπώς την εταιρία που
ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων είναι η καταχώριση σε
περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και
ανάθεσης της διαχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.2844/2000, ήτοι η
δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την 161/337/2003 [ήδη ΥΑ 207/2020]
απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο Ενεχυροφυλακείο
του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντας με το σχετικό
αποσπασμάτων μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων από όπου θα φαίνεται η καταχώριση της
μεταβίβασης της απαίτησης του καθού η εκτέλεση. Η
κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925
παρ.1 ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση από την
εκτίμηση των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι
πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθής
η αίτηση προσκόμισε για την έκδοση της ./2024 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών επικυρωμένα αντίγραφα (i) της ./17.12.2021 δημοσίευσης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών περίληψης της από 17.12.2021
σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών και άλλων απαιτήσεων καθώς και
(ii) της ./4.2.2022 δημοσίευσης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών περίληψης της από 17.12.2021
σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών και άλλων απαιτήσεων. Ωστόσο,
πιθανολογήθηκε ότι η ./4.2.2022 δημοσίευση στο Ενεχυροφυλακείο
Αθηνών περίληψης της από 17.12.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης
επιχειρηματικών και άλλων απαιτήσεων συμπληρώθηκε με την ./8.11.2022 σύμβαση
ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων η οποία ενεγράφη στο Ενεχυροφυλακείο
Αθηνών στις 8.11.2022 στον τόμο . με αύξοντα αριθμό ., και ως εκ τούτου πλέον
ισχύει αυτή. Κατά συνέπειες επειδή δεν προσκομίστηκε από την καθής η αίτηση ανώνυμη εταιρία, το αργότερο μέχρι την
έκδοση της ./2024 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η από
./8.11.2022 σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων που αποδείκνυε την
ενεργητική της νομιμοποίηση και επειδή, παρά την έλλειψη της άνω διαδικαστικής
προϋπόθεσης, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, για τους λόγους αυτούς
πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός ως βάσιμος ο άνω λόγος ανακοπής και θα
απαγγελθεί η ακυρότητα της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής λόγω διαδικαστικού
απαράδεκτου και, μάλιστα, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης
της νομιμοποίησης της αιτούσας με την βραδύτερη [μετά την έκδοση της διαταγής
πληρωμής] προσκόμιση των απαιτούμενων αποδεικτικών μέσων. Παράλληλα, δεν
πιθανολογήθηκε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι στους αιτούντες
κοινοποιήθηκε επικυρωμένο απόσπασμα εκ του παραρτήματος της σύμβασης πώλησης
που περιέχει το μέρος εκείνο που ενδιαφέρει τους αιτούντες. Η ως άνω παράλειψη
συνιστά μη τήρηση του νόμιμου συστατικού τύπου ως προς το ουσιώδες ελάχιστο
περιεχόμενο της προαναφερόμενης σύμβασης διαχείρισης, η οποία υπόκειται σε
συστατικό έγγραφο τύπο ο οποίος περιλάμβανες κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο, (α) τις
προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης
(β) τις πράξεις της διαχείρισης και (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης.
Ειδικότερα, ναι μεν η μεταβίβαση της ένδικης απαίτησης έλαβε χώρα λόγω τιτλοποίησης κατ’ άρθρο 10 παρ.1 Ν.3156/2003, πλην όμως η καθής είναι Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π. που έχει συσταθεί με βάση τον
Ν.4354/2015 και προκειμένου να έχει τη δικονομική δυνατότητα να επισπεύδει
αναγκαστική εκτέλεση, δυνάμει και κατ’ επίκληση της παρ.4 του άρθρου 2 του
Ν.4354/2015, απαιτείται να πληρούνται οι προϋποθέσεις ολόκληρου του άρθρου
αυτού, συμπεριλαμβανομένης και της παρ.2 του ιδίου άρθρου. Τούτο επιβάλλει η
ασφάλεια δικαίου που επιτάσσει, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη
της απόφασης, την ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 του Ν.4354/2015, τόσο στις
περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις
διατάξεις του άρθρου 10 παρ.14 Ν.3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση
τις διατάξεις του Ν.4354/2015, αλλά και η ασφάλεια των συναλλαγών, διότι ο
δανειολήπτης πρέπει να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή τόσο το πρόσωπο του δανειστή
της απαίτησης, όσο και το πρόσωπο του εγκατεστημένου στην Ελλάδα διαχειριστή
που δύναται να την εισπράξει, ακόμη και αναγκαστικά, πληροφορία εξ ίσου [ή και
περισσότερο] σημαντική. Επομένως, η προαναφερόμενη σύμβαση διαχείρισης πάσχει
απόλυτης ακυρότητας με αποτέλεσμα η κοινοποίηση αυτής στους αιτούντες κατ’
άρθρο 925 ΚΠολΔ να μην είναι λυσιτελής και ικανή ώστε
να αποδειχθεί η ενεργητική νομιμοποίηση της καθής
προς επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης. Ενόψει των ανωτέρω, πιθανολογείται ότι
θα ευδοκιμήσει ο πρώτος και ο τελευταίος λόγος ανακοπής κατά της προσβαλλόμενης
./2024 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Περαιτέρω,
πιθανολογήθηκε ότι οι αιτούντες θα υποστούν, ανεπανόρθωτη βλάβη από την
αναγκαστική εκτέλεση της παραπάνω διαταγής πληρωμής, διότι υπάρχει κίνδυνος
δημιουργίας αμετάκλητων καταστάσεων, μη αναστρέψιμων με την επαναφορά των
πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, μετά από την πιθανολογούμενη αίσια έκβαση
της δίκης για την ανακοπή. Συνακόλουθος πρέπει (i) να γίνει δεκτή η αίτηση και
να ανασταλεί η εκτέλεση της ./2024 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών και της από 1.11.2024 επιταγής προς εκτέλεση κάτωθι αντιγράφου
εκ του ./2024 εκτελεστού απογράφου της ./2024 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 22.11.2024
με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2024 ανακοπής που έχουν ασκήσει οι αιτούντες
ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και (ii)
να καταδικασθούν οι αιτούντες να πληρώσουν τα δικαστικά έξοδα της καθής η αίτηση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους.
-Δέχεται την αίτηση.
-Αναστέλλει την εκτέλεση της ./2024
διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της από 1.11.2024
επιταγής προς εκτέλεση κάτωθι αντιγράφου εκ του ./2024 εκτελεστού απογράφου της
./2024 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών μέχρι την έκδοση
οριστικής απόφασης επί της από 22.11.2024 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2024
ανακοπής που έχουν ασκήσει οι αιτούντες ενώπιον ταυ Μονομελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών.
-Καταδικάζει τους αιτούντες να πληρώσουν
τα δικαστικά έξοδα της καθής η αίτηση, το ύψος των
οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα ευρώ [350€].
-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε
σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 30 Απριλίου
2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ