ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 971/2025

 

Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση -.

 

Από την διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά, που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Κωνσταντίνου Σακελλαριάδη)

 

 

Αριθμός 971/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α3' Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Σιμιτσή-Βετούλα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Κατσιάνη, Χρυσούλα Πλατιά-Εισηγήτρια, Ηλία Γιαρένη και Αικατερίνη Πατσιαρά, Αρεοπαγίτες.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Ιανουάριου 2025, με την παρουσία και της Γραμματέως Μαρίας Σουλάκα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ..., που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Σακελλαριάδη και κατέθεσε προτάσεις.

 

Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ... με διακριτικό τίτλο ... πού εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αλέξιο Καλπούζο και κατέθεσε προτάσεις.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 04.04.2019 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2596/2021 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2317/2023 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 29.09.2023 αίτησή της.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

 

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

I.          Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, που επισκοπούνται, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, προκύπτουν επί της διαδικαστικής πορείας της υπόθεσης, τα ακόλουθα: Η εταιρία με την επωνυμία … (ήδη αναιρεσείουσα) άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της εταιρίας με την επωνυμία ... (ήδη αναιρεσίβλητης) την από 4.4.2019 αγωγή της, επικαλούμενη: α) ότι δραστηριοποιείται στο τομέα της προμήθειας εκρηκτικών υλών και προϊόντων που χρησιμοποιούνται κυρίως σε λατομεία, μεταλλεία και στη κατασκευή δημοσίων έργων και ότι, στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της αυτής, κατάρτισε με την εναγόμενη εταιρία κατά τα έτη 2016-2018, κατόπιν νόμιμων διαγωνιστικών διαδικασιών, τις αναφερόμενες πέντε συμβάσεις πώλησης (προμήθειας) υλικών, με τις οποίες ανέλαβε την υποχρέωση, εντός των προβλεπόμενων χρονικών ορίων ισχύος εκάστης από τις εν λόγω συμβάσεις, να παραδίδει στην εναγόμενη τμηματικώς τις προβλεπόμενες σε κάθε σύμβαση ποσότητες εκρηκτικών υλών ανά δεκαπενθήμερο ή ανά μήνα, κατόπιν αντίστοιχων παραγγελιών της τελευταίας, αντί της συμβατικώς καθορισθείσας συνολικής τιμής αξίας για κάθε σύμβαση σύμφωνα με τους διαλαμβανόμενους σε εκάστη αυτών και στην αγωγή όρους καθώς και σύμφωνα με τους ειδικότερα προβλεπόμενους Γενικούς Όρους Σύμβασης και Ειδικούς Όρους Προμήθειας που συνόδευαν εκάστη από τις ως άνω συμβάσεις, αποτελώντας αναπόσπαστα τμήματά τους, β) ότι η ίδια, τηρώντας πλήρως τις συμβατικές υποχρεώσεις της, παρέδωσε στην εναγομένη, κατόπιν των αντίστοιχων παραγγελιών της τελευταίας, τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή για κάθε σύμβαση κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή αξίας υλικά, που αφορούν, όμως, μέρος των ως άνω συμβάσεων, με αποτέλεσμα η συνολική τιμή αξίας των τμημάτων των συμβάσεων που παραμένουν ανεκτέλεστα, να ανέρχεται στο ποσό των 1.517.665,29 ευρώ και γ) ότι η εναγομένη, ενεργώντας αντισυμβατικά, παρά την πραγματική και προσήκουσα παροχή εκ μέρους της ίδιας (ενάγουσας), αρνείται να παραγγείλει και να παραλάβει τις υπόλοιπες συμφωνηθείσες ποσότητες υλικών, παρά την όχλησή της με την από 24.1.2019 εξώδικη δήλωση αυτής (ενάγουσας), με την οποία ζητήθηκε η εκ μέρους της εκπλήρωσή των συμβατικών υποχρεώσεών της στο σύνολό τους και η εξόφληση του συνολικώς συμφωνηθέντος για κάθε σύμβαση τιμήματος. Με βάση δε τα περιστατικά αυτά, η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρεία να της καταβάλει νομιμοτόκως το συνολικό ποσό των 1.517.665,29 ευρώ, που αντιστοιχεί στο συμφωνηθέν τίμημα του ανεκτέλεστου μέρους εκάστης των ως άνω συμβάσεων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2596/2021 οριστική απόφασή του, αφού απέρριψε ως αόριστη την αγωγή ως προς τις αναφερόμενες τέταρτη και πέμπτη συμβάσεις, δέχθηκε αυτήν ως προς τις λοιπές (πρώτη, δεύτερη και τρίτη) συμβάσεις και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα νομιμοτόκως το συνολικό ποσό των 395.566,79 ευρώ, που αντιστοιχεί στο συμφωνηθέν τίμημα για το ανεκτέλεστο μέρος των συμβάσεων αυτών (ήτοι 285.869,79 ευρώ για την α' σύμβαση, 27.565 ευρώ για την β' σύμβαση και 82.132 ευρώ για την γ' σύμβαση). Επί της από 2.12.2021 έφεσης της εναγόμενης, που ασκήθηκε κατά της ανωτέρω απόφασης, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2317/2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση, εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατήθηκε προς εκδίκαση η υπόθεση, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή μόνο για το μικρότερο ποσό των 109.697 ευρώ, που αντιστοιχεί στο συμφωνηθέν τίμημα για το ανεκτέλεστο μέρος των δεύτερης και τρίτης από τις ως άνω συμβάσεις, ενώ αυτή (αγωγή) απορρίφθηκε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, ως προς το πρώτο επί μέρους αιτούμενο ποσό των 285.869,79 ευρώ, που αφορά στο τίμημα για το ανεκτέλεστο μέρος της πρώτη σύμβασης. Κατά της ανωτέρω τελεσίδικης απόφασης (κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή ως προς το πρώτο επί μέρους αίτημά της το σχετικό με την πρώτη σύμβαση), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, η ενάγουσα-εφεσίβλητη εταιρία άσκησε την κρινόμενη από ”29.9.2023 αίτηση αναίρεσης, η οποία, ως κατατεθείσα αυθημερόν (την 29.9.2023), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού αυτή δημοσιεύθηκε την 8.5.2023 χωρίς να προκύπτει επίδοσή της στην αναιρεσείουσα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).

 

II.         Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 288 και 343 εδ. α’ ΑΚ συνάγεται ότι ο αγοραστής που δεν παραλαμβάνει το πράγμα, το οποίο προσφέρεται προσηκόντως από τον πωλητή, περιέρχεται σε υπερημερία οφειλέτη, οπότε ο πωλητής α) μπορεί, αν δεν τάξει προθεσμία για εκπλήρωση, να ασκήσει το κατά το άρθρο 343 εδ. α' ΑΚ δικαίωμα, δηλαδή να εμμείνει στην εκπλήρωση της παροχής και παράλληλα να απαιτήσει και αποζημίωση για την τυχόν ζημία από την καθυστέρηση (ΑΠ 429/2001) και β) μπορεί να ασκήσει τα κατά το άρθρο 383 ΑΚ δικαιώματα (ΑΠ 576/2017). Περαιτέρω, αν ο δανειστής αποδέχτηκε μέρος της παροχής και όπως έχει δικαίωμα, κατά το άρθρο 316 ΑΚ, δεν το απέκρουσε, ενώ η εκπλήρωση του υπολοίπου καθυστερείται, υπάρχει μερική υπερημερία του οφειλέτη, η οποία, εφόσον υφίσταται πριν από τον ορισμό της κατά το άρθρο 383 ΑΚ προθεσμίας, ρυθμίζεται, ελλείψει ειδικών διατάξεων, με την ανάλογη εφαρμογή των κανόνων περί ολικής υπερημερίας, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 384 και 486 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή γίνεται διάκριση, αν ο δανειστής έχει ή όχι συμφέρον στην γενόμενη ήδη μερική εκπλήρωση. Όταν έχει τέτοιο συμφέρον, αφενός οφείλει να καταβάλει ανάλογο τμήμα της αντιπαροχής και αφετέρου μπορεί να ασκήσει, ως προς το καθυστερούμενο μέρος της παροχής, τα ίδια δικαιώματα που έχει σε περίπτωση ολικής υπερημερίας, δηλαδή, μεταξύ άλλων, μπορεί να ζητήσει την εκπλήρωση του υπόλοιπου μέρους της παροχής και αποζημίωση για την τυχόν ζημία που υπέστη από την καθυστέρηση (ΑΠ 959/2011, ΑΠ 922/2007, ΑΠ 1765/2005). Εξάλλου, η άσκηση ενός δικαιώματος προϋποθέτει ότι ο φορέας του κάνει χρήση της αντίστοιχης εξουσίας που του απονέμεται και συγκεκριμένα προβαίνει σε πράξη (συνήθως υλική ενέργεια ή δήλωση βούλησης), με την οποία επιδιώκεται η πραγμάτωση του δικαιώματος αυτού. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νόμιμης βάσης της απόφασης συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν, στην συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα, που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 6/2006, ΑΠ 1382/2019). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά, που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 831/2022, 1382/2019).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Η εναγόμενη-εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο ... (αναιρεσίβλητη), που έχει ως κύριο σκοπό την άσκηση εμπορικής και βιομηχανικής δραστηριότητας στον τομέα της ενέργειας στην Ελλάδα και το εξωτερικό... σύναψε κατά τα έτη 2016-2018 με την ενάγουσα- εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία (αναιρεσείουσα) που δραστηριοποιείται στον τομέα της προμήθειας εκρηκτικών υλών και προϊόντων που χρησιμοποιούνται κυρίως σε λατομεία μεταλλεία και στην κατασκευή δημοσίων έργων κατόπιν νόμιμων διαγωνιστικών διαγωνισμών (εννοεί διαγωνιστικών διαδικασιών) που εκκίνησε η εναγόμενη, τις υπ' αριθμ. ./2016, ./2016, ./2017, ./4-5-2018 και ./7-6-2018, πέντε συμβάσεις πώλησης (προμήθειας) τέτοιου είδους υλικών (εκρηκτικών υλών και συναφών προϊόντων) μετά των Γενικών Όρων Σύμβασης, των τυχόν Ειδικών Όρων Σύμβασης και της Τεχνικής περιγραφής που αποτελούσαν ένα ενιαίο σύνολο. Δυνάμει των εν λόγω συμβάσεων η ενάγουσα- εφεσίβλητη ανέλαβε την υποχρέωση εντός των προβλεπόμενων χρονικών ορίων ισχύος κάθε μιας από τις παραπάνω συμβάσεις να παραδίδει στην εναγόμενη- εκκαλούσα τμηματικώς τις προβλεπόμενες σε κάθε σύμβαση ποσότητες υλικών ανά δεκαπενθήμερο το μήνα όπως οι ποσότητες αυτές κάθε τμηματικής παράδοσης θα καθορίζονταν με επιμέρους τμηματικές (έγγραφες ή τηλεφωνικές) παραγγελίες εκ μέρους της εναγόμενης- εκκαλούσας έναντι της συμβατικώς καθορισθείσας συνολικής αξίας για κάθε σύμβαση σύμφωνα με τους ειδικότερα διαλαμβανόμενους σε κάθε μια εκ των παραπάνω συμβάσεων όρους καθώς και σύμφωνα με τις ειδικότερα προβλεπόμενες προϋποθέσεις στα επιμέρους άρθρα των Γενικών Όρων Σύμβασης, των τυχόν Ειδικών Όρων Σύμβασης και της Τεχνικής Περιγραφής που συνόδευαν τις παραπάνω συμβάσεις. Ειδικότερα, όσον αφορά στην πρώτη σύμβαση, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ./27.01.2016 αίτησης προκήρυξης διαγωνισμού της Διεύθυνσης Λειτουργικής Υποστήριξης του Κλάδου προμηθειών του Τομέα προμηθειών και Διαχείρισης Υλικού του Λιγνιτικού κέντρου Δυτικής Μακεδονίας και σύμφωνα με τους Ειδικούς Όρους Προμήθειας του οικείου διαγωνισμού, αναφορικά με την προμήθεια γαλακτώματος - μη εκρηγνυόμενου μητρικού διαλύματος για την κάλυψη των αναγκών του ανωτέρω Λιγνιτικού Κέντρου, υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων η υπ’ αριθμ. ./26.09.2016 σύμβαση με διάρκεια ισχύος 18 μηνών (που παρατάθηκε ακολούθως κατά 12 επιπλέον μήνες έως την 6.4.2019), για την πώληση (προμήθεια) 1.500.000 κιλών γαλακτώματος (μη εκρηγνυόμενου μητρικού διαλύματος) συνολικής αξίας 823.500 ευρώ μη συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος ΦΠΑ με συμφωνηθείσα τιμή μονάδας 5,49 ευρώ/10 κιλά και σύμφωνα με τις προβλεπόμενες τεχνικές προδιαγραφές στη Τεχνική περιγραφή, που αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της. Η ενάγουσα-εφεσίβλητη δε εταιρεία πωλήτρια σε εκτέλεση της παραπάνω σύμβασης πώλησε και παρέδωσε τμηματικώς στην εναγόμενη-εκκαλούσα εταιρεία αγοράστρια 979.290 κιλά γαλακτώματος που παρελήφθησαν από αυτήν συνολικής αξίας 537.639,21 ευρώ μη συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος ΦΠΑ κατόπιν των αντίστοιχων τμηματικών παραγγελιών εκ μέρους της εναγόμενης-εκκαλούσας κατά το χρονικό διάστημα από την 23.12.2006 (εννοεί 23.12.2016) έως την 30-08-2018 προς κάλυψη των ανάλογων αναγκών της σε σχέση με το παραπάνω υλικό στο Ορυχείο Νοτίου Πεδίου του Λιγνιτικού Κέντρου Δυτικής Μακεδονίας όπως τούτο αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα μετ' επικλήσεως έγγραφα παραγγελιών του Διευθυντή Κλάδου Ορυχείου Νοτίου Πεδίου της εναγόμενης- εκκαλούσας σε συνδυασμό με τον οικείο συγκεντρωτικό πίνακα λειτουργίας της παραπάνω σύμβασης που κατήρτισε η ενάγουσα- εφεσίβλητη με αναλυτική αναφορά σε εκάστη ημερομηνία παραγγελίας, ημερομηνία παράδοσης, δελτίο αποστολής, ποσότητα υλικών, τιμή μονάδας και αξία (αρχική αξία προ ΦΠΑ και συνολική αξία μετά ΦΠΑ). Με βάση δε τα ως άνω αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα - εφεσίβλητη πωλήτρια κατά τη διάρκεια ισχύος των παραπάνω συμβάσεων τήρησε άπασες τις αναληφθείσες από την ίδια συμβατικές υποχρεώσεις έναντι της εναγόμενης-εκκαλούσας αγοράστριας και ότι ήταν πάντοτε σε ετοιμότητα προς εκπλήρωση αυτών υπό την έννοια ότι αυτή ήταν σε θέση καθ' όλη τη διάρκεια λειτουργίας των παραπάνω συμβάσεων τόσο μετά από κάθε επιμέρους τμηματική παραγγελία ανά τακτά χρονικά διαστήματα υλικών εκ μέρους της εναγόμενης-εκκαλούσας να παραδίδει τμηματικώς στην τελευταία τις παραγγελθείσες ποσότητες υλικών σύμφωνα με τις προβλεπόμενες τεχνικές προδιαγραφές όσο και να τυγχάνει διαθέσιμη να προσφέρει προσηκόντως στην εναγόμενη-εκκαλούσα τα προς πώληση συμφωνηθέντα υλικά σε σχέση με τις υπολειπόμενες ποσότητες, όπως τούτο δεν αμφισβητείται από την εναγόμενη-εκκαλούσα. Από το Σεπτέμβριο όμως του 2018 και εφεξής η εναγόμενη-εκκαλούσα αγοράστρια ενόσω οι παραπάνω συμβάσεις παρέμεναν εν ισχύ και είχαν εκπληρωθεί εν μέρει έπαυσε να προβαίνει σε νέες παραγγελίες υλικών από την ενάγουσα-εφεσίβλητη. Στο πλαίσιο αυτό η ενάγουσα αιτείτο με την υπό κρίση αγωγή της την εκπλήρωση του ανεκτέλεστου μέρους κάθε μιας ως άνω σύμβασης δια της καταβολής στην ίδια του αντίστοιχου σε σχέση με το καθυστερούμενο μέρος εκάστης σύμβασης τιμήματος. Επί του ζητήματος αυτού η εναγόμενη - εκκαλούσα εταιρεία ισχυρίζεται ότι η μη παραλαβή εκ μέρους της ορισμένων ποσοτήτων εκρηκτικών υλών αποτελούσε συμβατικό της δικαίωμα προβλεπόμενο ευθέως στους Γενικούς και Ειδικούς Όρους συμβάσεων που συνιστούσαν ένα ενιαίο σύνολο με τις παραπάνω συμβάσεις πώλησης όπως και στους Ειδικούς Όρους Προμήθειας εκάστου διενεργούμενου διαγωνισμού προς σύναψη των παραπάνω συμβάσεων. Ειδικότερα, η εναγόμενη-εκκαλούσα ισχυρίζεται α) ότι οι ως άνω ένδικες συμβάσεις αφορούσαν σε ενδεικτικές ποσότητες εκρηκτικών υλών όπως τούτο προβλεπόταν ρητώς στους Ειδικούς Όρους Προμήθειας εκάστου οικείου διαγωνισμού ένεκα της αδυναμίας της επακριβούς εκ των προτέρων προσδιορισμού των αναγκαίων ποσοτήτων για τις διενεργούμενες σε καθημερινή βάση παραγωγικές ανατινάξεις σε ορυχεία αυτής στο Λιγνιτικό Κέντρο Δυτικής Μακεδονίας β) ότι σε κάθε περίπτωση στο άρθρο 10 των Γενικών όρων Σύμβασης οριζόταν ότι ο αγοραστής έχει το δικαίωμα, κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της σύμβασης να αυξομειώσει τη ποσότητα του υλικού μέχρι ενός ποσοστού με ανάλογη αυξομείωση του συνολικού τιμήματος χωρίς να έχει το δικαίωμα ο πωλητής να αυξήσει τις τιμές μονάδας ή να ζητήσει άλλες παροχές όπως το ποσοστό και οι προϋποθέσεις αυξομείωσης θα καθορίζονταν στους Ειδικούς όρους σύμβασης καθώς και γ) στους υπογραφέντες για κάθε μια σύμβαση Ειδικούς Όρους συμφωνήθηκε ότι οι συμβατικές ποσότητες μπορούσαν να αυξομειωθούν +-30% ανάλογα με τις ανάγκες της. Πλην όμως οι ως άνω ισχυρισμοί της εναγόμενης-εκκαλούσας πρέπει να γίνουν δεκτοί μόνο για τη πρώτη σύμβαση διότι αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη-εκκαλούσα αναφορικά με αυτήν διατηρούσε συμβατικώς το μονομερές δικαίωμα μείωσης των πωληθεισών προς την ίδια εκρηκτικών υλών και να απορριφθούν για τις άλλες δύο ως ουσία αβάσιμοι διότι ουδόλως αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη-εκκαλούσα αναφορικά με τις άλλες δύο συμβάσεις πώλησης διατηρούσε συμβατικώς το μονομερές δικαίωμα μείωσης των πωληθεισών προς την ίδια ποσοτήτων εκρηκτικών υλών. Συγκεκριμένα ναι μεν αρχικά στους Ειδικούς Όρους Προμήθειας εκάστου διενεργούμενου διαγωνισμού προς σύναψη των παραπάνω συμβάσεων προβλεπόταν ρητώς ότι οι συνολικές ποσότητες υλικών της διακήρυξης τύγχαναν ενδεικτικές όπως αυτά προέκυπταν από τα στατιστικά στοιχεία κατανάλωσης και τις εκτιμήσεις εκάστου αρμόδιου τμήματος της εναγόμενης- εκκαλούσας που θα προέβαινε σε χρήση των υλικών αυτών παρά ταύτα όμως εν συνεχεία κατά τη σύναψη των ένδικων συμβάσεων αφότου η ενάγουσα-εφεσίβλητη ανακηρύχθηκε μειοδότρια στους σχετικούς διαγωνισμούς τα συμβαλλόμενα μέρη (ήδη διάδικες εταιρείες) καθόρισαν ειδικώς πλέον αποβλέποντας σε αυτή μια συνολική ποσότητα από κάθε πωληθέν είδος εκρηκτικών υλών και δη 1.500.000 κιλά γαλακτώματος στην πρώτη σύμβαση, 500.000 μέτρα ακαριαίας θρυαλλίδας στη δεύτερη σύμβαση και 110.000 τεμάχια πυροκροτητών στη τρίτη σύμβαση έναντι ενός συνολικώς συμφωνηθέντος τιμήματος για κάθε σύμβαση και 823.500 ευρώ για την πρώτη σύμβαση, 745.000 ευρώ για τη δεύτερη σύμβαση και 141.500 ευρώ για την τρίτη σύμβαση. Επιπλέον δε ναι μεν στο άρθρο 10 των Γενικών Όρων Σύμβασης οι οποίοι σημειωτέον είχαν συνταχθεί από την εναγόμενη-εκκαλούσα σε προγενέστερο χρόνο ήτοι από την 30.10.2000 και αφορούσαν αορίστως σε όλους τους τυχόν προμηθευτές τους ανά τη ελληνική επικράτεια, οριζόταν ότι η εναγόμενη-εκκαλούσα διατηρούσε το δικαίωμα αυξομείωσης των ποσοτήτων των προμηθευόμενων υλικών μέχρι ενός ποσοστού κατά τη διάρκεια εκτέλεσης κάθε σύμβασης με ανάλογη αυξομείωση του συνολικού προβλεπόμενου τιμήματος πλην όμως με βάση τη ρητή διατύπωση του άρθρου αυτού, ο εν λόγω όρος ενεργοποιούνταν υπέρ της εναγόμενης-εκκαλούσας- αγοράστριας μόνο εφόσον καθορίζονταν ειδικότερα στους υπογραφέντες μεταξύ των συμβαλλομένων μερών Ειδικούς Όρους Σύμβασης το ποσοστό και οι προϋποθέσεις του δικαιώματος αυξομείωσης της εναγόμενης. Στην υπό κρίση όμως περίπτωση τέτοιος ειδικός όρος δεν περιελήφθη σε Ειδικούς Όρους Σύμβασης ή ακόμη και στις ίδιες τις ένδικες συμβάσεις όσον αφορά στη δεύτερη και στην τρίτη σύμβαση... Μόνο όσον αφορά στην πρώτη σύμβαση, ήτοι στην υπ' αριθμ ./26.09.2016 σύμβαση προβλέφθηκε ρητώς σε αυτή ότι οι συμβατικές ποσότητες μπορούσαν να αυξομειωθούν κατά 30%+-, ανάλογα με τις ανάγκες της εναγόμενης-εκκαλούσας εταιρείας και επομένως σύμφωνα με τα προαναφερόμενα ο πρώτος λόγος έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος». Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε κατ’ ουσίαν την έφεση της αναιρεσίβλητης εταιρίας κατά παραδοχή του πρώτου λόγου αυτής, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και, στη συνέχεια, κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση, απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την αγωγή της αναιρεσείουσας εταιρίας ως προς το πρώτο επί μέρους αιτούμενο ποσό των 285.869,79 ευρώ, που αφορά στο συμφωνηθέν τίμημα για το ανεκτέλεστο μέρος της πρώτης (υπ’ αριθ. ./2016) σύμβασης.

Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σε αυτήν ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της άσκησης από την αναιρεσίβλητη εταιρία του συμβατικού δικαιώματος της για μείωση των πωληθεισών στην ίδια από την αναιρεσείουσα εταιρία ποσοτήτων εκρηκτικών υλών μέχρι ποσοστού 30% ανάλογα με τις ανάγκες αυτής (αναιρεσίβλητης) και του συνακόλουθου καθορισμού, σε περίπτωση πραγματικής άσκησης του εν λόγω συμβατικού δικαιώματος, του οφειλόμενου από αυτήν μειωμένου τιμήματος για την ως άνω πρώτη σύμβαση, οι οποίες (αιτιολογίες) καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 513, 361, 316 και 343 εδ. α' ΑΚ, τις οποίες έτσι παραβίασε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχεται ότι στην επίδικη (υπ’ αριθ. ./2016) πρώτη σύμβαση προβλέφθηκε ρητώς μεταξύ των διαδίκων ότι οι συμφωνηθείσες ποσότητες των πωληθέντων υλικών (εκρηκτικών υλών) από την αναιρεσείουσα στην αναιρεσίβλητη μπορούσαν να αυξομειωθούν μέχρι «ποσοστό 30%+-» (δηλαδή μέχρι ποσοστό 30% συν-πλην) ανάλογα με τις ανάγκες της τελευταίας (αναιρεσίβλητης αγοράστριας), χωρίς, όμως, να διαλαμβάνει παραδοχές για το εάν η αναιρεσίβλητη πράγματι άσκησε το εν λόγω συμβατικό δικαίωμά της για μείωση των πωληθεισών σ’ αυτήν ποσοτήτων υλικών και συνακόλουθη μείωση του οφειλόμενου τιμήματος και συγκεκριμένα α) σε ποιο χρόνο και με ποιο τρόπο άσκησε το δικαίωμα αυτό, β) με την επίκληση ποιας αιτίας (δηλαδή αν η αιτία αυτή αφορούσε τις ανάγκες της) και για ποιο ποσοστό και γ) αν γνωστοποίησε (πότε και με ποιο τρόπο) στην αναιρεσείουσα την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος της, δεδομένου ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη νομική σκέψη, η άσκηση ενός δικαιώματος προϋποθέτει ότι ο φορέας του προβαίνει σε πράξη (συνήθως υλική ενέργεια ή δήλωση βούλησης), με την οποία επιδιώκεται η πραγμάτωση του δικαιώματος αυτού. Επιπροσθέτως, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχεται ότι ως προς την πρώτη επίδικη σύμβαση, η αναιρεσίβλητη αγοράστρια παρέλαβε από την αναιρεσείουσα πωλήτρια μειωμένη ποσότητα υλικών, συνολικής αξίας 537.630,21 ευρώ, αντί της συμβατικά προβλεπόμενης ποσότητας υλικών, συνολικής αξίας 823.500 ευρώ, με συνέπεια να υφίσταται μία διαφορά ύψους 285.869,79 ευρώ που αντιστοιχεί στο συμφωνηθέν τίμημα για το ανεκτέλεστο μέρος της εν λόγω σύμβασης, και, στη συνέχεια, απορρίπτει, στο σύνολό του, το πρώτο επί μέρους αγωγικό αίτημα της αναιρεσείουσας για το ανωτέρω ποσό των 285.869,79 ευρώ, δεχόμενο την ύπαρξη του ανωτέρω συμβατικού δικαιώματος της αναιρεσείουσας για μείωση των πωληθεισών ποσοτήτων υλικών μέχρι ποσοστού 30% και την συνακόλουθη μείωση του οφειλόμενου τιμήματος, χωρίς, όμως, να αναφέρει (και χωρίς να προβεί σε σχετικό υπολογισμό), αν πράγματι η μείωση αυτή του αρχικά προβλεπόμενου συμβατικού τιμήματος (των 823.500 ευρώ) κατά το ποσοστό αυτό (30%), δηλαδή κατά το ποσό των 247.050 ευρώ (ήτοι 823.500 ευρώ X 30%), έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη ή μερική απόρριψη του ένδικου αγωγικού αιτήματος των 285.869,79 ευρώ, ενόψει και του ότι η ίδια η αναιρεσίβλητη, με το δικόγραφο της από 2.12.2021 έφεσής της, όπως προκύπτει από την επισκόπηση αυτού (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) αναφέρει ότι, μετά τη μείωση του αρχικού τιμήματος των 823.500 ευρώ της πρώτης σύμβασης κατά ποσοστό 30%, απομένει οφειλόμενο από αυτήν υπόλοιπο εκ ποσού 38.819,79 ευρώ (23η σελίδα της έφεσης). Εξαιτίας δε των ανεπαρκών αυτών αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης, δημιουργείται ασάφεια ως προς τα περιστατικά που γίνονται δεκτά από το Εφετείο αναφορικά α) με την άσκηση από την αναιρεσίβλητη εταιρία του συμβατικού δικαιώματός της για μείωση των πωληθεισών σ’ αυτήν από την αναιρεσείουσα εταιρία ποσοτήτων υλικών μέχρι ποσοστού 30% καθώς και β) με τον καθορισμό, σε περίπτωση άσκησης του εν λόγω δικαιώματος, του ύψους του οφειλόμενου από αυτήν μειωμένου τιμήματος για την ως άνω πρώτη σύμβαση.

 

 Αποτέλεσμα των ως άνω ελλείψεων της προσβαλλόμενης απόφασης είναι να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή των προαναφερόμενων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ανωτέρω από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι βάσιμος.

 

III. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, παρελκούσης της έρευνας των πρώτου και δεύτερου από τους αριθ. 1 και 11γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγων αναίρεσης (για ευθεία παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου και για μη λήψη υπόψη προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων αντίστοιχα), οι οποίοι καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια του ως άνω κριθέντος ως βάσιμου, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος αυτής που απέρριψε το πρώτο (επί μέρους) αίτημα της ένδικης αγωγής της αναιρεσείουσας εταιρίας για επιδίκαση του ποσού των 285.869,79 ευρώ, που αντιστοιχεί στο συμφωνημένο τίμημα για το ανεκτέλεστο μέρος της καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων υπ' αριθ. ./2016 πρώτης σύμβασης. Στη συνέχεια δε, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το ανωτέρω μέρος της, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που δίκασε, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η απόδοση στην αναιρεσείουσα του καταβληθέντος από αυτήν, για το παραδεκτό Θεωρήθηκε της αίτησης, παράβολου. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της. Η αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατόπιν σχετικού αιτήματος της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Αναιρεί την υπ’ αριθ. 2317/2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος αυτής που απέρριψε το πρώτο (επί μέρους) αίτημα της από 4.4.2019 αγωγής της αναιρεσείουσας εταιρίας περί επιδίκασης του ποσού των 285.869,79 ευρώ, που αντιστοιχεί στο συμφωνημένο τίμημα για το ανεκτέλεστο μέρος της καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων υπ’ αριθ. ./2016 πρώτης σύμβασης.

 

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ανωτέρω μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί, όμως, από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.

 

Διατάσσει την απόδοση στην αναιρεσείουσα του καταβληθέντος από αυτήν παράβολου.

 

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Μαΐου 2025.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου 2025.

 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ