ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΑθ 9310/2022

 

Υπολογισμός χρόνου παραγραφής απαιτήσεων κατά Α.Ε εποπτευομένων από το Δημόσιο. Υπολογισμός τοκοφορίας.

 

 

Αριθμός 9310/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(Δικάζον ως Εφετείο)

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Δικαστή Γεωργία Τσώκου Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών και την Γραμματέα Παρασκευή Χριστοδούλου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 17η Δεκεμβρίου 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οδός Νίκης, αριθμός 5-7, με ΑΦΜ . και τον ειδικό διαχειριστή της «ΕΡΤ Α.Ε.» και των θυγατρικών της, που κατοικοεδρεύουν στην Αθήνα, με ΑΦΜ . Δ.Ο.Υ. Δ' Αθηνών, το οποίο παραστάθηκε, δυνάμει της από 14-12-2021 δηλώσεως, δια του δικαστικού πληρεξουσίου του ΝΣΚ Γεωργίου Αρμπή (AM ΝΣΚ 457), που κατέθεσε προτάσεις.

 

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ., κατοίκου Αγίων Αναργύρων Αττικής, οδός ., αριθμός ., με ΑΦΜ . Δ.Ο.Υ. Αγίων Αναργύρων, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Νικολάου Λύτρα (AM ΔΣΑ 25602), που κατέθεσε προτάσεις (αρ.γραμ.Π.).

 

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος κατέθεσε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών την από 15-6-2015 αγωγή του (αριθ. έκθ. κατ.: ./2015), με την οποία ζητούσε ό,τι ανέφερε σ' αυτήν και η οποία μετά την ματαίωση της επανήλθε προς συζήτηση με την από 7-12-2017 και με γενικό και ειδικό αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ./11-12-2017 κλήση του. Επ' αυτής εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατ' αντιμωλία των διαδίκων, η υπ' αριθ. 466/2018 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, το οποίο την έκανε δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα το εναγόμενο με την από 23-5-2018 έφεση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Αθηνών με γενικό και ειδικό αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ./2018) και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (βλ. έκθεση με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2019 και αριθμό καταθέσεως δικογράφου ./2019 και την από 26-2-2019 πράξη ορισμού συζήτησης), κατά την οποία οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

 

Κατά την συζήτηση της υποθέσεως ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος δεν εμφανίστηκε, αλλά παραστάθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε εμπρόθεσμα έγγραφες προτάσεις, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου παραστάθηκε και ζήτησε να απορριφθεί η έφεση και να γίνουν δεκτές οι προτάσεις του.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η υπό κρίση από 23-5-2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στο Ειρηνοδικείο Αθηνών ./2018 έφεση του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος κατά της οριστικής υπ'αριθ. 466/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε κατ' αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, την από 15-6-2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ./2015 αγωγή, η οποία μετά την ματαίωση της, επανήλθε προς συζήτηση με την από 7-12-2017 και με γενικό και ειδικό αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ./11-12-2017 κλήση του ενάγοντος, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον από τα έγγραφα που προσκομίζονται προκύπτει ότι επικυρωμένο αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης επιδόθηκε στο εκκαλούν στις 27-4-2018, όπως προκύπτει από την με αριθμό ./27-4-2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ... και η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Αθηνών εμπρόθεσμα στις 25-5-2018, κατ' άρθρο 495 παρ.1, 2 και 518 παρ.1 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή από το Δικαστήριο αυτό, που είναι καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 17Α και 533 παρ.1 ΚΠολΔ), και να εξεταστεί περαιτέρω με την ίδια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (αρ.663 επ. ΚΠολΔ) ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, καθόσον για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, αφού το Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται της προκαταβολής των τελών της δίκης (άρθρο 19§1 του του Κωδ. Δ/τος της 26-6/10.7.1944 περί Κωδικός των νόμων περί δικών του Δημοσίου, σε συνδυασμό με άρθρο 36 ΠΔ 28/1931, βλ. ΜονΕφΠειρ 47/2022, ιστοσελ.Εφ.Πειρ) και σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 495ΚΠολΔ εξαιρεί ρητώς από την υποχρέωση αυτή τις διαφορές των άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ, όπως η προκείμενη.

 

Με την από 15-6-2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ./24-6-2015 αγωγή του, όπως παραδεκτά περιορίσθηκε, ο ενάγων εξέθετε ότι προσλήφθηκε από την «ΕΡΤ Α.Ε.», καθολικός διάδοχος της οποίας τυγχάνει το εναγόμενο, στις 17-10-2012, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και προσέφερε τις υπηρεσίες του ως εικονολήπτης έως τις 11-6-2013, οπότε και καταγγέλθηκε η σύμβαση του λόγω κατάργηση του νομικού προσώπου της εργοδότριας. Ότι βάσει του ΓΚΠ της «ΕΡΤ Α.Ε.» δικαιούταν να αξιώσει από αυτήν τη δαπάνη νοσηλείας στο μαιευτήριο για θέση νοσηλείας ΒΒ για την γέννηση στις 17-5-2013 του τέκνου του από την σύζυγο του ..., που ανήλθε στο ποσό των 5.984,03€, πλην όμως, η εργοδότρια αρνούταν να του την καταβάλει. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά ζητούσε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος του, να υποχρεωθεί το εναγόμενο, ως καθολικός διάδοχος της εργοδότριας, να του καταβάλει το ποσό των 4.984,03€, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε κονδύλιο κατέστη απαιτητό, ήτοι από την ημερομηνία πληρωμής, άλλως από την ημερομηνία που διεκόπη με υπαιτιότητα της εργοδότριας η εργασιακή του σχέση, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς επίσης και να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 466/2018 εκκαλουμένη απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, το οποίο την έκανε δεκτή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν και ζητά να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου σε βάρος του και να καταδικαστεί αυτός στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, άλλως σε περίπτωση καταδίκης του Ελληνικού Δημοσίου, να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη του αντιδίκου του, η οποία θα προσδιορισθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22παρ.1 του ν.3693/1957, της παρ.2 της 134423οικ/8.12.1992-20.1.1993 κοινής απόφασης Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης και του άρθρου 28παρ.5 του ν.2579/1998, επικαλούμενο ως λόγο έφεσης την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων των άρθρων 90 παρ.3 και 91 του ν.2362/1995 και ήδη 140 παρ.3, 141, 144 του ν.4270/2014, 2, 4 και 25 του Συντάγματος, 6 παρ. 1, 13, 14 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, 2 παρ.3α, δ παρ.Ι, 26, 14 παρ.1 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα όσον αφορά την απόρριψη της ένστασης διετούς παραγραφής των επίδικων αξιώσεων και του άρθρου 21 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου όσον αφορά το επιτόκιο υπολογισμού των οφειλομένων τόκων, σε συνδυασμό με την υπ' αρ.ΟΙΚ.02/11-6-2013 ΚΥΑ και το άρθρο πρώτο της ΥΑ οικ03/12-6-2013.

 

Ι) Στις διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 90 Ν. 2362/1995 "Δημόσιο Λογιστικό" που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο και είναι όμοιες με τις διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 140 Ν. 4270/2014 ορίζεται ότι, η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου πολιτικών ή στρατιωτικών κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεως της. Επίσης, στις διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 48 του ΝΔ 496/1997 "περί λογιστικού του ΝΠΔΔ" ορίζεται ότι ο χρόνος παραγραφής των κατά του νομικού προσώπου αξιώσεων των υπαλλήλων τούτου που συνδέονται με αυτό με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου από καθυστερούμενες αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι δύο ετών. Επιπρόσθετα, κατά τη διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου, το ποσοστό του επιτοκίου (υπερημερίας και νόμιμου), που ισχύει για τις οφειλές του Δημοσίου, ανέρχεται σε 6%. Από την 1η-5-2019 όμως, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ν. 4607/2019 περί τοκοφορίας οφειλών του δημοσίου, το ύψος του νόμιμου επιτοκίου και του επιτοκίου υπερημερίας κάθε οφειλής του Δημοσίου ισούται προς το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως. Το επιτόκιο του προηγούμενου εδαφίου δεν μεταβάλλεται, κατά το μέρος που αφορά το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), πριν από την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή αυτού κατά μία (1,00) εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του το επιτόκιο που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για: α)τις απαιτήσεις των φορολογουμένων της παρ. 2 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013 (Α' 170), β) τις περιπτώσεις όπου σε σύμβαση, στην οποία συμβάλλεται νόμιμα το Δημόσιο, έχει περιληφθεί ειδική πρόβλεψη σχετικά με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο, γ) τις αξιώσεις ιδιωτών που στηρίζονται σε ειδικές και ευθέως εφαρμοζόμενες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, με τις οποίες έχει καθοριστεί, ρητά και ειδικά, ύψος επιτοκίου. Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων αυτών, όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά ή παραπομπή στο ύψος του οφειλόμενου από το Δημόσιο νόμιμου επιτοκίου ή και του επιτοκίου υπερημερίας, νοείται το επιτόκιο του παρόντος. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται και σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις για τόκο ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.

 

ΙΙ) Περαιτέρω, στις διατάξεις του ιδρυτικού της «ΕΡΤ-Α.Ε.» ν.1730/1987, όπως ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε και ισχύει, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Στην παρ.1 του άρθρου 1 ότι: "ιδρύεται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου για την ελληνική ραδιοφωνία και τηλεόραση που λειτουργεί με την μορφή ανώνυμης εταιρείας και έχει έδρα την Αθήνα ...", στην παρ.3 του αυτού άρθρου ότι: "Η ΕΡΤ-Α.Ε. είναι δημόσια επιχείρηση, που ανήκει στο δημόσιο τομέα (Ν. 1256/82), ελέγχεται και εποπτεύεται από το Κράτος. Έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και τελεί υπό κοινωνικό έλεγχο που ασκείται από την Αντιπροσωπευτική Συνέλευση Κοινωνικού Ελέγχου Τηλεθεατών- Ακροατών", στην παρ.1 του άρθρου 2 ότι: "Σκοπός της ΕΡΤ-Α.Ε. είναι η οργάνωση, εκμετάλλευση και ανάπτυξη της ραδιοφωνίας και τηλεόρασης, καθώς και η συμβολή της με τα μέσα αυτά α)στην ενημέρωση β)στην μόρφωση και γ)στην ψυχαγωγία του ελληνικού λαού. Η ΕΡΤ-Α.Ε δεν επιδιώκει την απόκτηση κέρδους", στην παρ.1 του άρθρου 13 ότι: "Το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο της ΕΡΤ-ΑΕ, είναι εκείνο που προκύπτει μετά την απογραφή και αποτίμηση των περιερχόμενων σ' αυτήν περιουσιακών στοιχείων, ενεργητικών και παθητικών των καταργούμενων ΕΡΤ-1 και ΕΡΤ-2 και την απεικόνιση τους στον ισολογισμό που συντάσσεται στη συνέχεια. Το κεφάλαιο ανήκει αποκλειστικά στο Ελληνικό Δημόσιο, στο όνομα του οποίου εκδίδεται ένας ονομαστικός αναπαλλοτρίωτος τίτλος (μετοχή)", στην παρ.1 του άρθρου 14 "Πόροι της ΕΡΤ είναι α) έσοδα από ανταποδοτικό τέλος (εισφορά) που εισπράττει η ΕΡΤ-ΑΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων, β) έσοδα από διαφημίσεις, γ) έκτακτη επιχορήγηση από τον κρατικό προϋπολογισμό και δ) έσοδα από κάθε άλλη πηγή" και στην παρ.2 του ίδιου άρθρου "ότι οι ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές της ΕΡΤ-ΑΕ, αποτελούν παροχή προς το κοινό από επαχθή αιτία". Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών και ειδικότερα των άρθρων 1 παρ.1, 3α και 2 παρ.1 του Ν. 1730/1987 προκύπτει ότι η Ελληνική Ραδιοφωνία και Τηλεόραση είναι Ν.Π.Ι.Δ., που λειτουργεί με την μορφή ανώνυμης εταιρείας, υπό την επωνυμία 'ΈΡΤ Α.Ε.", κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας υπό την εποπτεία του Κράτους. Περαιτέρω, με την παρ.5 του άρθρου 14 του ίδιου ως άνω νόμου 1730/1987 ορίζεται ότι "Οι διατάξεις για την παραγραφή αξιώσεων, για τόκους προσωποκράτηση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, που ισχύουν υπέρ του Δημοσίου, εφαρμόζονται και υπέρ της "ΕΡΤ ΑΕ" και των εταιρειών που ιδρύονται με αποκλειστικά κεφάλαια της. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, εκτός από εκείνες για τόκους, δεν εφαρμόζονται για τις αξιώσεις του προσωπικού των εταιρειών αυτών που προέρχονται από την παροχή εργασίας τους για τις οποίες εφαρμόζεται η ισχύουσα νομοθεσία", ενώ με την παρ. 13 του άρθρου 19 του νόμου αυτού ορίζεται ότι "Για μια τριετία από τη δημοσίευση του νόμου αυτού η «ΕΡΤ Α.Ε.» και οι θυγατρικές εταιρείες της δεν υπόκεινται σε γενικούς ή ειδικούς άμεσους ή έμμεσους φόρους, σε κάθε μορφής τέλη ή δικαιώματα ή κρατήσεις ή εισφορές και γενικά, απολαμβάνουν αυτοδικαίως όλες τις συναφείς απαλλαγές και ατέλειες (με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 18 παρ.1 εδ.β του ν.1642/86 και του άρθρου 15 παρ.1 του ν. 1326/83) του Δημοσίου, καθώς και κάθε άλλο προνόμιο του, ιδίως οικονομικό και δικονομικό. Εξαιρούνται οι εργοδοτικές εισφορές υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων και οι επιβαρύνσεις για το προσωπικό τους, καθώς και οι φόροι και τα τέλη υπέρ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Επομένως, κατά τις διατάξεις αυτές, αναγνωρίζεται το δικαίωμα στην «ΕΡΤ-ΑΕ» να καταβάλει στους πιστωτές της τόκο υπερημερίας με το ειδικό επιτόκιο 6% ετησίως, το οποίο είναι μικρότερο από το γενικό επιτόκιο του τόκου υπερημερίας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 250 αριθ.17 ΑΚ παραγράφονται σε πέντε χρόνια οι αξιώσεις των κάθε είδους μισθών, η δε παραγραφή αυτή κατ' άρθρο 253 ΑΚ αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η κατ' άρθρο 251 ΑΚ έναρξη της. Η διάταξη αυτή είχε εφαρμογή και για τις αξιώσεις μισθών του προσωπικού της ΕΡΤ-ΑΕ, κατά το ως άνω άρθρο 14 παρ. 5 εδ β του Ν. 1730/1987 (ΑΠ 1346/2002).

 

ΙΙΙ) Ακολούθως, με τη νομίμως δημοσιευθείσα στην ΕτΚ (Β' 1414/11.6.2013) υπ' αριθ. οικ. 2/11.6.2013 κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό "κατάργηση της δημόσιας επιχείρησης ΕΛΛΗΝΙΚΗ Ραδιοφωνία-Τηλεόραση, Ανώνυμη Εταιρεία (ΕΡΤ-ΑΕ)", που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 14β του Ν. 3429/2005 (Α' 180), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 66 παρ.1 του Ν. 4002/2011 και τροποποιήθηκε διαδοχικά με την παρ.8 του άρθρου 1 της Πράξης Νομοθετικού περιεχομένου 31/31.12.2011 και με την παρ.2 του άρθρου τρίτου του Ν. 4047/2012, ορίστηκαν τα ακόλουθα: Στο άρθρο 1 ότι «1. Η Ελληνική Ραδιοφωνία-Τηλεόραση, Ανώνυμη Εταιρεία (ΕΡΤ ΑΕ), που ιδρύθηκε με το Ν. 1730/1987 (Α' 145) ως ενιαίος φορέας καταργείται [...]» και στο άρθρο 2, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο πρώτο της κοινής απόφασης υπ' αριθμ. Οικ. 6/8.7.2013 του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό (Β' 1675/8.7.2013) και στη συνέχεια, με το άρθρο 42 παρ.2 και 11 του Ν. 4262/2014 (Ά 114/10.5.2014) παρ.1 ορίζεται ότι «το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της "ΕΡΤ-ΑΕ" και των θυγατρικών της, περιλαμβανομένων των πάσης φύσεως δικαιωμάτων, αξιώσεων και υποχρεώσεων, μεταβιβάζονται αυτοδικαίως από τη δημοσίευση της παρούσας και χωρίς καμία άλλη διατύπωση στο δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών [...]» και την παρ.2 αυτού, ότι «το Δημόσιο καθίσταται διάδοχος του συνόλου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο [...] γ. Η κατάργηση της «ΕΡΤ ΑΕ» και των θυγατρικών της συνιστά λόγο βίαιης διακοπής της δίκης, κατά το άρθρο 286 ΚΠολΔ. Η διακοπή επέρχεται με τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατά παρέκκλιση του άρθρου 287 ΚΠολΔ, χωρίς να απαιτείται γνωστοποίηση της διακοπής και του λόγου της από το Ελληνικό Δημόσιο. Η δίκη που διακόπηκε συνεχίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 290 επ. του ΚΠολΔ με διάδικο το Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο της "ΕΡΤ ΑΕ" και των θυγατρικών της, εκπροσωπούμενο από τον Ειδικό Διαχειριστή». Με τις ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις, μετά την κατάργηση της «ΕΡΤ ΑΕ» και των θυγατρικών της, το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της, περιλαμβανομένων των πάσης φύσεως δικαιωμάτων, αξιώσεων και υποχρεώσεων της, μεταβιβάστηκαν αυτοδικαίως στο Ελληνικό Δημόσιο. Επομένως, βάσει των ανωτέρω διατάξεων, το Δημόσιο κατέστη διάδοχος τόσο των απαιτήσεων αυτής και των θυγατρικών της κατά τρίτων, όσο και των υποχρεώσεων τους έναντι τρίτων. Οι υποχρεώσεις της άνω εταιρίας και των θυγατρικών της, παρά τη μεταβολή στο πρόσωπο του οφειλέτη, διατηρούν την ταυτότητα τους και μεταβαίνουν στο τελευταίο με όλα τα μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα που είχαν (ΑΠ 1101/2019, ΑΠ 1287/2018). Έτσι, η απαίτηση που μεταβιβάζεται παραμένει αναλλοίωτη κατά τα εκ του νόμου χαρακτηριστικά της (ουσιαστικά ή δικονομικά) και συνεπώς, ο χρόνος της παραγραφής αυτής παραμένει ο ίδιος, ως είχε πριν τη διαδοχή, καθώς και η αφετηρία του υπολογισμού της. Ειδικότερα, η απαίτηση διατηρεί την αυτοτέλεια της, υποκείμενη στις περί παραγραφής διατάξεις του Αστικού Κώδικα, που ίσχυαν για την ως άνω ανώνυμη εταιρία και όχι στις περί παραγραφής διατάξεις του Ν. 2362/1995 ή του ΝΔ 496/1974 (βλ. ΑΠ 1289/2020 και ΑΠ 241/2020, ΑΠ 923/1991).

 

IV) Περαιτέρω, με τη διάταξη άρθρου 4 παρ.1 και 2 του Συντάγματος καθιερώνεται όχι μόνον η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι ο νομοθέτης, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή δε των ειδικών περιστάσεων ή του κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων (βλ.Ολ.ΑΠ 3/2006, 38/2005, 30/2005, 23/2004, 11/2008). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα του, όπως νόμος ορίζει και κατά το άρθρο 22 παρ.1 β του Συντάγματος, όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας. Κατά το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος, τα δικαιώματα του ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), "παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεση του δικαστεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίο θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως ...", ενώ με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής αυτής Σύμβασης, που επίσης κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων τυπική ισχύ, ορίζεται ότι "παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ειμή δια λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου ή των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους". Τέλος, και οι διατάξεις των άρθρων 2 παρ.3, 5, 14 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει ενσωματωθεί στην Ελληνική έννομη τάξη με το ν.2462/1997, επιβάλλουν τον σεβασμό των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, την ισότητα των διαδίκων και την ισονομία. Όλες οι προαναφερθείσες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε κράτους να θέτει νόμιμους περιορισμούς στην ικανοποίηση των αξιώσεων των πολιτών, όπως είναι η άσκηση των αξιώσεων τους εντός ορισμένου χρόνου, όταν συντρέχουν λόγοι γενικότερου, κοινωνικού ή δημοσίου, συμφέροντος που να δικαιολογούν τη σχετική ρύθμιση (βλ. ΑΠ 562/2011, ιστοσελ.ΑΠ), καθώς επίσης και να θέτει σε ισχύ νόμους, τους οποίους κρίνει αναγκαίους προς ρύθμιση της χρήσης αγαθών, σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων. Στην, κατά τα ανωτέρω, προεκτεινόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και ειδικότερα, οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διοικητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (βλ. Ολ.Α.Π. 31/2007, Ολ.Α.Π. 40/1998). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείριση τους από τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους της δικαστικής προστασίας. Επομένως, διατάξεις νόμων, με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη του αντιδίκου του, είναι ανίσχυρες (βλ. ΟλΑΠ 12/2013 και 4/2012, ιστοσελ.ΑΠ, πρβλ. ΟλΑΠ 7/2014, ιστοσελ.ΑΠ). Ως εκ τούτου, ανίσχυρες είναι και οι ως άνω διατάξεις του Ν. 1730/1987, με τις οποίες αναγνωρίζεται στην «ΕΡΤ ΑΕ» δικαίωμα να καταβάλει στους πιστωτές της τόκο υπερημερίας με το ειδικό επιτόκιο 6% ετησίως με χρόνο έναρξης την επίδοση της αγωγής, χωρίς αυτό να δικαιολογείται εκ λόγων γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος ως αντιτιθέμενες στις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και του ΔΣΑΠ (βλ. ΑΠ 338/2018, ιστοσελ.ΑΠ). Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, εκ των οποίων άλλα λαμβάνονται υπόψιν για άμεση απόδειξη και άλλα για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εφεσίβλητος προσλήφθηκε από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ Ραδιοφωνία-Τηλεόραση, Ανώνυμη Εταιρεία (ΕΡΤ-ΑΕ)» την 17η-10-2012, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου έως την 171-10-2013, προκειμένου να εργαστεί με την ειδικότητα του εικονολήπτη. Παρείχε όμως, τις υπηρεσίες του έως την 17η-6-2013, οπότε το νομικό πρόσωπο της εργοδότριας του καταργήθηκε με τη νομίμως δημοσιευθείσα στην ΕτΚ (Β' 1414/11.6.2013) υπ' αριθ. οικ. 2/11.6.2013 κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό "κατάργηση της δημόσιας επιχείρησης ΕΛΛΗΝΙΚΗ Ραδιοφωνία - Τηλεόραση, Ανώνυμη Εταιρεία (ΕΡΤ-ΑΕ)", που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση δυνάμει του άρθρου 14β του Ν. 3429/2005 (Α' 180), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 66 παρ.1 του ν.4002/2011 και τροποποιήθηκε διαδοχικά με την παρ. 8 του άρθρου 1 της Πράξης Νομοθετικού περιεχομένου 31/31.12.2011 και με την παρ.2 του άρθρου τρίτου του ν.4047/2012. Με το άρθρο 42 παρ.2 και 11 του Ν. 4262/2014 (Ά 114/10.5.2014) ορίστηκε ότι το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της «ΕΡΤ-ΑΕ» και των θυγατρικών της, περιλαμβανομένων των πάσης φύσεως δικαιωμάτων, αξιώσεων και υποχρεώσεων, μεταβιβάζονται αυτοδικαίως από τη δημοσίευση του νόμου και χωρίς καμία άλλη διατύπωση στο Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών και ότι το Δημόσιο καθίσταται διάδοχος του συνόλου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Επομένως, βάσει των ανωτέρω διατάξεων και σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην υπό στοιχείο III νομική σκέψη, το Δημόσιο κατέστη διάδοχος τόσο των απαιτήσεων αυτής και των θυγατρικών της κατά τρίτων, όσο και των υποχρεώσεων τους έναντι τρίτων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η σύμβαση εργασίας του εφεσίβλητου διεπόταν από τις διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της «ΕΡΤ ΑΕ» που είχε ισχύ νόμου. Στο άρθρο 35 παρ.5 αυτού προβλέπεται ότι «Οι εργαζόμενοι στην ΕΡΤ ΑΕ σε περίπτωση νοσηλείας σε νοσοκομείο ή κλινική για την ασθένεια των ίδιων, του συζύγου και των παιδιών τους δικαιούνται τα επί πλέον έξοδα νοσηλείας, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η νόμιμη αμοιβή γιατρού και οι παρακλινικές εξετάσεις από εκείνα που καλύπτουν οι ασφαλιστικοί τους φορείς ως εξής:.. στ. Το υπόλοιπο έκτακτο προσωπικό, για το ποσό που απαιτείται προς νοσηλεία στην θέση Ββ». Επίσης, το άρθρο 9 της από 12-2-2004 ΕπιχΣΣΕ μεταξύ ΕΡΤ και ΠΡΟΣΠΕΡΤ όριζε ότι οι παροχές που καλύπτονται από την ασφαλιστική σύμβαση θα συμψηφίζονται με τις αντίστοιχες παροχές που υποχρεούτο να παρέχει η ΕΡΤ ΑΕ προς το προσωπικό της σύμφωνα με το άρθρο 34 του ΓΚΠ. Στις 17-5-2013 ο εφεσίβλητος απέκτησε ένα τέκνο από τον γάμο του με την ..., το οποίο γεννήθηκε στο Μαιευτήριο «Ρ.». Για τη νοσηλεία της η μητέρα κατέβαλε το ποσό των 1.338,44€ δυνάμει της με αριθμό ./20-5-2013 απόδειξης είσπραξης, το ποσό των 380,57€ δυνάμει της με αριθμό ./20-5-2013 απόδειξης είσπραξης, το ποσό των 130,58€ δυνάμει της με αριθμό ./20-5-2013 απόδειξης παροχής υπηρεσιών, το ποσό των 244,08€ δυνάμει της με αριθμό ./20-5-2013 απόδειξης παροχής υπηρεσιών, το ποσό των 590,36€ δυνάμει της με αριθμό ./20-5-2013 απόδειξης παροχής υπηρεσιών (το υπόλοιπο ποσό καλύφθηκε από τον ασφαλιστικό φορέα), δηλαδή συνολικά το ποσό των 2.684,03€, εκ των οποίων ποσό 1.000€ ο εφεσίβλητος επιφυλάχθηκε να διεκδικήσει από την ως άνω ασφαλιστική εταιρία. Επιπρόσθετα, αποδείχθηκε ότι η μητέρα κατέβαλε το ποσό των 3.000€ στον ιατρό ., όπως προκύπτει από την με αριθμό ./20-5-2013 απόδειξη παροχής υπηρεσιών και το ποσό των 300€ στην μαία ., όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ../17-5-2013 απόδειξη παροχής υπηρεσιών. Με βάση όσα προεκτέθηκαν, ο εφεσίβλητος δικαιούταν να λάβει το συνολικό ποσό των Γενικού Κανονισμού Προσωπικού, το οποίο εφαρμοζόταν και για το έκτακτο προσωπικό της «ΕΡΤ Α.Ε.», όπως ο εφεσίβλητος, ο οποίος επίσης, είχε ενταχθεί στο υπ' αριθμ.2902/5 ομαδικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΑΕΕΓΑ», ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το πρόσωπο που κατέβαλε τα ανωτέρω ποσά και στο όνομα του οποίου εκδόθηκαν τα σχετικά παραστατικά ήταν η σύζυγος του. Η εργοδότρια όμως, αρνήθηκε την καταβολή τους. Εφόσον δε το νομικό πρόσωπο αυτής καταργήθηκε και στην θέση του υπεισήλθε το Ελληνικό Δημόσιο, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος παραδεκτά άσκησε σε βάρος του τελευταίου την ένδικη αγωγή, αξιώνοντας την καταβολή του προαναφερόμενου συνολικού ποσού, για την απόκρουση της οποίας το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν προέβαλε την ένσταση διετούς παραγραφής των επίδικων απαιτήσεων, επικαλούμενο ότι αυτές γεννήθηκαν στις 17-5-2013 και η υπό κρίση αγωγή επιδόθηκε σ' αυτό στις 30-6-2015, με αποτέλεσμα να έχουν υποπέσει σε διετή παραγραφή από την γέννηση τους, κατ' εφαρμογή του αρ.90 παρ.3 του ν. 2362/1995. Η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε κατά του Ελληνικού Δημοσίου, με την ιδιότητα του ως καθολικού διαδόχου της εργοδότριας και υπόχρεης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΡΤ ΑΕ», που καταργήθηκε την 11η-06-2013. Επομένως, οι υποχρεώσεις αυτής, παρά τη μεταβολή στο πρόσωπο του οφειλέτη, διατηρούν την ταυτότητα τους και μεταβαίνουν στο εκκαλούν με όλα τα μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα που είχαν (ΑΠ 1101/2019, ΑΠ 1287/2018), ώστε η απαίτηση που μεταβιβάζεται να παραμένει αναλλοίωτη κατά τα εκ του νόμου χαρακτηριστικά της (ουσιαστικά ή δικονομικά), καθώς το Ελληνικό Δημόσιο δεν ασκεί ιδία δικαιώματα και συνεπώς, δεν δύναται να επικαλεσθεί τη διετή παραγραφή που προβλέπεται για τις αξιώσεις κατ' αυτού ως ευθέως υπόχρεου. Αντιθέτως, ο χρόνος της παραγραφής παραμένει ο ίδιος, ως είχε πριν τη διαδοχή, καθώς και η αφετηρία του υπολογισμού της, η απαίτηση δε διατηρεί την αυτοτέλεια της, υποκείμενη στις περί πενταετούς παραγραφής διατάξεις του Αστικού Κώδικα, που ίσχυαν για την ως άνω ανώνυμη εταιρία και όχι στις περί παραγραφής διατάξεις του ν.2362/1995 ή του ν.δ.496/1974, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στις υπό στοιχεία I, II και III νομικές σκέψεις (βλ. ΑΠ 1289/2020 και πρβλ. ΑΠ 139/2020, όλες σε ιστοσελ.ΑΠ). Η επέκταση στην «Ελληνική Ραδιοφωνία και Τηλεόραση Α.Ε.» των ως άνω διατάξεων, με τις οποίες θεσπίζεται ευνοϊκότερη ρύθμιση ως προς το χρόνο παραγραφής, αλλά και της διατάξεως του άρθρου 21 του δευτέρου κεφαλαίου του κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου (β.δ. της 26.6/10-7-1944), η οποία ορίζει ότι ανάμεσα στα ουσιαστικά προνόμια του Δημοσίου συγκαταλέγεται και το ποσοστό του τόκου υπερημερίας που καταβάλλεται από το Δημόσιο και το οποίο ως τις 30-4-2019 ανερχόταν σε 6%, δηλαδή σε ποσοστό λιγότερο του 1/2 από εκείνο που υποχρεούται να καταβάλει ο οφειλέτης του Δημοσίου και το οποίο ισχύει για όλους τους άλλους διαδίκους, και από την 1η-5-2019 ρυθμίζεται από το άρθρο 45 του ν.4607/2019, αντίκειται στα άρθρα 2, 4, 20 παρ.1, 22 και 25Σ, στα άρθρα 6 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής και στα άρθρα 2, 5, 14 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην υπό στοιχείο IV νομική σκέψη. Και τούτο διότι η Ελληνική Ραδιοφωνία και Τηλεόραση ήταν Ν.Π.Ι.Δ., λειτουργούσε με την μορφή ανώνυμης εταιρείας υπό την επωνυμία «ΕΡΤ Α.Ε.» κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και ανέπτυσσε και επιχειρηματικές δραστηριότητες μέσω των θυγατρικών της εταιριών. Το απλό δε ταμειακό συμφέρον του νομικού αυτού προσώπου και δη ιδιωτικού δικαίου, δεν ταυτιζόταν με το δημόσιο ή το γενικό συμφέρον και δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την παραβίαση του δικαιώματος των πιστωτών στην περιουσία τους και την επιδίκαση για τις αξιώσεις τους τόκου μικρότερου εκείνου που καταβάλλουν οι ιδιώτες. Πιο συγκεκριμένα, η εφαρμογή των διατάξεων αυτών αντίκειται στα άρθρα 2, 4 παρ.1, 20, 22 του Συντάγματος, διότι έτσι αναγνωρίζεται ευνοϊκή μεταχείριση στην «ΕΡΤ Α.Ε.», ενώ τίθεται σε δυσμενέστερη θέση έναντι αυτής ο άλλος διάδικος. Επίσης, αντίκειται στο άρθρο 25 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει συνταγματικά την αρχή της αναλογικότητας, η οποία υπαγορεύει την τήρηση της αναλογίας ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και τα μέσα που χρησιμοποιούνται. Η αρχή αυτή προδήλως προσβάλλεται στην προκειμένη περίπτωση, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή του ευνοϊκού επιτοκίου. Και τούτο διότι, και αν θεωρηθεί ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η προστασία της «ΕΡΤ Α.Ε.», το καταβαλλόμενο ποσοστό 6% ως τόκος υπερημερίας, δεν είναι αναλογικό. Το προαναφερόμενο προνόμιο δεν είναι νομικά λογικό να εφαρμόζεται υπέρ μιας ανώνυμης εταιρείας, όπως είναι πλέον η «ΕΡΤ-ΑΕ», η οποία αναπτύσσει και επιχειρηματικές δραστηριότητες, μέσω των θυγατρικών της εταιρειών, ενόψει του ότι στην παρ.1 του άρθρου 14 ορίζεται, μεταξύ των άλλων και ότι πόροι της ΕΡΤ είναι και τα έσοδα από διαφημίσεις και από κάθε άλλη πηγή και ακόμη ότι οι ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές της ΕΡΤ-ΑΕ, αποτελούν παροχή προς το κοινό από επαχθή αιτία και συνεπώς, είναι πλέον νομικά ισότιμη με κάθε άλλη ανώνυμη εταιρεία και λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ελεύθερης οικονομίας (πρβλ. ΟλΑΠ 5/2011, που έκρινε ότι η προβλεπόμενη επέκταση της ως άνω διάταξης του άρθρου 21 του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου, ως προς το ποσοστό του επιτοκίου και στον ΟΛΠ ΑΕ., που αποτελεί επίσης επιχείρηση κοινής ωφέλειας, αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ΟλΑΠ 23/2004 που έκρινε ότι η προβλεπόμενη επέκταση της ως άνω διάταξης ως προς την έναρξη τοκοφορίας από την επίδοση μόνο καταψηφιοτικής αγωγής και στην ΟΣΕ ΑΕ, που επίσης αποτελεί επιχείρηση κοινής ωφελείας, αντίκειται στα άρθ. 4§1 και 20§1 του Συντάγματος, καθώς και ΟλΑΠ 11/2008, κατά την οποία η επέκταση επίσης στην ΟΣΕ ΑΕ της προβλεπομένης για το Δημόσιο βραχυπρόθεσμης παραγραφής των κατ' αυτής αξιώσεων των εργαζομένων της προσκρούει στις διατάξεις των άρθ. 4§§1 και 2, 20§1, 22§1 β, 25§1 του συντάγματος, 6 της ΕΣΔΑ και 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2462/1997). Επιπρόσθετα, οι ανωτέρω διατάξεις περί διετούς παραγραφής και ευνοϊκότερου ποσοστού τόκου υπερημερίας αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής αυτής Συμβάσεως, που κυρώθηκαν με το Ν.Δ. 53/1974 και έχουν υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος), που επιβάλλουν το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, στην οποία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντ. προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και ειδικότερα, οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Ολ.Α.Π. 40/1998), αφού οι διατάξεις αυτές εμποδίζουν το νομοθέτη να καταργεί και ενοχικά ακόμη δικαιώματα και όχι να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν μετά την έναρξη της ισχύος τους, ενώ εξάλλου, και από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 του ως άνω Πρωτοκόλλου προκύπτει ότι και αυτό αναγνωρίζει ευθέως το δικαίωμα κάθε Κράτους να θεσπίζει νόμους, εάν το κρίνει αναγκαίο, για τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος και να θέτει νόμιμους περιορισμούς στην ικανοποίηση των αξιώσεων των πολιτών, όπως είναι η άσκηση των αξιώσεων τους εντός ορισμένου χρόνου προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, στην έννοια του οποίου εμπίπτει, κατά τα προεκτεθέντα, και η προστασία της περιουσίας του Δημοσίου και των Ο.Τ.Α. (βλ. ΑΠ 1369/2021, ιστοσελ.ΑΠ με παραπομπή σε ΟλΑΠ 2/2011 επί ομοίας διατάξεως του άρθρου 48 παρ.3 ν.δ/τος 496/1974, Α.Π. 1047/2012, Α.Π. 123/2011). Στην κρινόμενη υπόθεση όμως, δεν προκύπτει ότι υφίσταται λόγος υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος ή έστω σοβαρού συμφέροντος, που να καθιστά ανεκτή την διαφοροποίηση αυτή. Τέλος, οι ανωτέρω διατάξεις περί παραγραφής και ευνοϊκού επιτοκίου αντίκεινται και στα άρθρα 2παρ.3σ και β, 5, 14 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, τα οποία καθιερώνουν την αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, και επιβάλλουν την ίση μεταχείριση τους από τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους της δικαστικής προστασίας. Επομένως, διατάξεις νόμων, με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη του αντιδίκου, του, είναι ανίσχυρες (ΟλΑΠ 4/2012). Ενόψει τούτων, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στις υπό στοιχεία III και IV νομικές σκέψεις, οι διατάξεις του αρ.90 παρ.3 του Ν. 2362/1995 και η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου και ήδη η ισχύουσα από 1-5-2019 διάταξη του άρθρου 45 παρ.1 του ν.4607/2019 για τον καθορισμό ευνοϊκότερου επιτοκίου δεν εφαρμόζονται στην «ΕΡΤ ΑΕ» ούτε μετά την κατάργηση της και την υπεισέλευση του Ελληνικού Δημοσίου σε δίκες με διάδικο το τελευταίο, διότι αυτό παρίσταται με την ιδιότητα του ως καθολικού διαδόχου του συνόλου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της. Αντιθέτως, οι επίδικες αξιώσεις υπόκεινται, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις υπό στοιχεία II και III νομικές σκέψεις, σε πενταετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν και κατέστη δυνατή η επιδίωξη τους και δεν συμπληρώθηκε μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 30-6-2015 (βλ. την με αριθμό ./30-6-2015 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών .). Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή και να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο ως καθολικός διάδοχος της «ΕΡΤ ΑΕ» να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.984,03€, νομιμοτόκως με το σύνηθες επιτόκιο επιδικίας, που ισχύει για όλους τους οφειλέτες και όχι με το προνομιακό επιτόκιο του Δημοσίου, η εφαρμογή του οποίου στην ένδικη υπόθεση κρίνεται αντισυνταγματική, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση - σημειωτέον ότι τα εξαιρούμενα της τοκογονίας χρονικά διαστήματα λόγω της πανδημίας του ιού covid 19 δεν αποτελούν αντικείμενο έρευνας της παρούσας δίκης, αλλά θα αφαιρεθούν κατά τη σύνταξη τυχόν επιταγής προς εκτέλεση. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι οι ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος κατά της «ΕΡΤ ΑΕ», στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της οποίας υποκαταστάθηκε ως καθολικός διάδοχος το εκκαλούν, υπάγονται στην κοινή πενταετή παραγραφή που ισχύει για απαιτήσεις από παροχή εργασίας και όχι στη διετή παραγραφή των ως άνω διατάξεων, που ισχύουν για το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ, καθώς και ότι η επίδοση της αγωγής στις 3-6-3015 διέκοψε την πενταετή παραγραφή, ώστε η σχετική ένσταση του εναγομένου να είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη και ακολούθως, επιδίκασε υπέρ του ενάγοντος το συνολικό ποσό των 4.984,03€, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Έτσι που έκρινε δεν παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάζεις του άρθρου 90 παρ.3 Ν. 2362/1995, 48 παρ.3 ΝΔ 496/1974 και 21 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου, τις οποίες ορθά δεν εφάρμοσε, διότι οι επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος γεννήθηκαν πριν την κατάργηση της «ΕΡΤ ΑΕ» και μετά την κατάργηση της μεταφέρθηκαν στο Δημόσιο, ώστε ο χρόνος της παραγραφής αυτών να παραμένει ο ίδιος, όπως είχε πριν τη διαδοχή, καθοριζόμενος από την αρχική της φύση, ως οφειλής γεγεννημένης πρωτογενώς, όχι από την παροχή εργασίας στο εναγόμενο Δημόσιο, αλλά σε τρίτο νομικό πρόσωπο και εν προκειμένω, την «ΕΡΤ ΑΕ», τις οποίες ανέλαβε να πληρώσει, ως καθολικός διάδοχος αυτού, ως είχαν πριν από την υποκατάσταση, όπως προεκτέθηκε. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου λόγοι της κρινόμενης έφεσης.

 

Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, εφόσον κανένας λόγος της δεν έγινε δεκτός ως βάσιμος, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης με τις αιτιολογίες της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), χωρίς να πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, καθόσον με τις παραδοχές του Δικαστηρίου τούτου δεν μεταβάλλεται το εύρος και το αντικείμενο του δεδικασμένου και επέρχεται τελεσιδικία, ώστε να είναι εφικτή η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, κατά τα υποστηριζόμενα και από τον εφεσίβλητο, τίτλος δε εκτελεστός παραμένει η πρωτόδικη απόφαση που επιδίκασε την απαίτηση, ενώ η παρούσα αποτελεί εκτελεστό τίτλο μόνο ως προς τη δικαστική δαπάνη που επιδικάζεται. Τέλος, κατόπιν σχετικού βασίμου αιτήματος του τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, που ηττήθηκε, κατ' άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, μειωμένα κατά το μέτρο του άρθρου 22 του Ν. 3693/1957, σε συνδυασμό προς την παρ.2 της υπ' αριθμ. 134423 οικ. της 8.12.1992/20.1.1993 κοινής Υπουργικής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, ΦΕΚ 11), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 12 παρ. 5 του Ν. 1738/1987, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

 

Δέχεται τυπικά την έφεση.

 

Απορρίπτει κατ' ουσίαν την έφεση.

 

Καταδικάζει το εκκαλούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις 6 Σεπτεμβρίου 2022, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ