ΕφΠατρ 33/2017
Αγωγή διανομής - Κοινωνία - Προσεπίκληση - Έφεση -
Μη κλήτευση πρωτοδίκως προσεπικαλούμενου ενυπόθηκου δανειστή -Απαράδεκτη
συζήτηση υπόθεσης -.
Η
άσκηση των ενδίκων μέσων της εφέσεως (και της αναιρέσεως) από έναν κοινωνό,
σχετικώς προς την διανομή, επιφέρει αποτελέσματα και για τον ενυπόθηκο ή ενεχυρούχο δανειστή, με συνέπεια να θεωρείται από τον νόμο
ότι τα άσκησε και αυτός, μολονότι αδράνησε, χωρίς να είναι απαραίτητο να
στρέφονται και εναντίον του, αρκεί μόνον ο εν λόγω δανειστής να καλείται, με
ποινή απαραδέκτου, στην αντίστοιχη δίκη (δευτεροβάθμια ή αναιρετική) στην
οποία, αν δεν εμφανισθεί, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τους λοιπούς παριστάμενους
διαδίκους (κοινωνούς). Στην προκειμένη περίπτωση, επί εφέσεως σε δίκη διανομής,
δεν αποδείχθηκε η κλήτευση της πρωτοδίκως προσεπικληθείσας
διαδίκου (τραπεζικής εταιρείας), αφού τόσο οι νυν εκκαλούντες (εναγόμενοι), όσο
και η νυν εφεσίβλητη (ενάγουσα) με επιμέλεια της οποίας επισπεύδεται η συζήτηση
της εφέσεως, ουδόλως επικαλούνται και αποδεικνύουν ότι κάλεσαν την ως άνω προσεπικληθείσα Τράπεζα για να παραστεί στη προκειμένη
(δευτεροβάθμια) δίκη και η τελευταία δεν εμφανίσθηκε στη συζήτηση της υποθέσεως.
Επομένως κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της υπό κρίση υποθέσεως και
διατάσσεται η κλήτευση της πρωτοδίκως προσεπικληθείσας
Τράπεζας κατά την δικάσιμο που θα ορισθεί.
ΑΡΙΘΜΟΣ 33/2017
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Εμμανουήλ
Καλεντάκη, Πρόεδρο Εφετών. Ελένη Κατσούλη,
Εφέτη, Μαρία Μπαντουβά Εισηγήτρια - Εφέτη, και από τη
Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του
στις 22 Σεπτεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: ..., κατοίκου Πειραιώς (οδός
...), 2) Μαρίας ..., κατοίκου Πύργου Ηλείας (οδός ...), 3) ..., κατοίκου Πύργου
Ηλείας (οδός ...), οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας τους δικηγόρου
Διονυσίας Τζίνη. -
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ..., κατοίκου
Καλλιθέας Αττικής, (οδός ...), η παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου
Νικολάου Θεοδώρου, 2) Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «Εθνική
Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νομίμως εκπροσωπείται, η
οποία δε παραστάθηκε στο Δικαστήριο.-
Η πρώτη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του
Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας την από 11/07/2008 και υπ' αριθ. εκθ. καταθ. 18/2009, αγωγή, επί
της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 130/2010 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου που
δέχθηκε την αγωγή.-
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του
Δικαστηρίου τούτου οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες. με την από 3-04-2011
έφεση τους η οποία κατατέθηκε στην Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με
αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 15/04-04-2011 και προσδιορίστηκε με την υπ' αριθμόν
408/1-06-2011 πράξη της Γραμματέα αυτού του Δικαστηρίου για τη δικάσιμο της
16ης -05-2013, κατόπιν πρώτης αναβολής για τη δικάσιμο της 15ης -01-2015 και
ακολούθως για τη δικάσιμο που αναφέρεται παραπάνω.-
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο της
υποθέσεως, η οποία εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι
πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από τον Πρόεδρο
ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις
που κατέθεσαν.-
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ
ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 491 ΚΠολΔ, «στη δίκη διανομής προσεπικαλούνται υποχρεωτικά, με
επιμέλεια εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση, όσοι έχουν δικαίωμα υποθήκης ή
ενεχύρου ή επικαρπίας, καθώς και όσοι έχουν επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική
κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς» (παρ. 1). «Αν δεν έγινε η
προσεπίκληση που αναφέρεται στην παρ. 1 το δικαστήριο με αίτηση κάποιου από
τους διαδίκους ή αυτεπαγγέλτως αναβάλλει τη συζήτηση και ορίζει προθεσμία μέσα
στην οποία πρέπει να προσεπικληθεί εκείνος που έχει δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου
ή επικαρπίας ή εκείνος που έχει επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση.
Αν η προθεσμία περάσει άπρακτη η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη» (παρ. 2). Η
διάταξη αυτή θεσπίσθηκε γιατί ο νομοθέτης, εν όψει των σοβαρών συνεπειών που
επιφέρει η διανομή πράγματος, στο οποίο τρίτοι έχουν δικαιώματα υποθήκης ή
ενεχύρου ή επικαρπίας ή έχουν επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στην
ιδανική μερίδα ενός από τους συγκυρίους, θέλησε οι προαναφερόμενοι τρίτοι, όχι
να λαμβάνουν απλώς γνώση της δίκης διανομής, αλλά και να συμμετέχουν
υποχρεωτικώς σ' αυτή, αφού από την τελεσιδικία της σχετικής αποφάσεως, σύμφωνα
με την διάταξη του άρθρου 492 παρ. 1 ΚΠολΔ, που
εισήγαγε νέα ρύθμιση, διαφορετική από εκείνη του ΑΚ (άρθρο 803), η υποθήκη ή το
ενέχυρο περιορίζονται εφεξής μόνο στα μέρη που περιήλθαν στον οφειλέτη. Ακόμη ο
νόμος (άρθρο 492 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ), προκειμένου να
εξασφαλίσει πληρέστερα τα συμφέροντα του εν λόγω υποχρεωτικώς προσεπικαλουμένου
ενυπόθηκου ή ενεχυρούχου δανειστή, του παρέχει το
δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο που διατάσσει την διανομή να διατάξει
υπέρ αυτού τα πρόσθετα εξασφαλιστικά μέτρα: α) της συστάσεως υποθήκης ή
ενεχύρου σε αντικείμενα που με την διανομή περιέρχονται στον οφειλέτη του. στα
οποία δεν είχε συσταθεί υποθήκη ή ενέχυρο, και β) της εξοφλήσεως (εν όλω ή εν μέρει), ύστερα από αίτηση του ενυπόθηκου ή ενεχυρούχου δανειστή, της ασφαλισμένης με την υποθήκη ή το
ενέχυρο απαιτήσεως του, έστω και αν αυτή δεν είναι ληξιπρόθεσμη κατά τον χρόνο
της διανομής, με την καταβολή εκ μέρους κάποιου άλλου κοινωνού ολόκληρου ή
μέρους του ποσού στον κοινωνό που η μερίδα του βαρύνεται με υποθήκη ή ενέχυρο,
προκειμένου έτσι να εξισωθούν οι μερίδες τους. Με δεδομένα αυτά και το
περαιτέρω γεγονός ότι η άσκηση της προσεπικλήσεως έχει. κατά το άρθρο 89 εδάφ. τελευταίο του ΚΠολΔ, τα
αποτελέσματα που έχει και η άσκηση της αγωγής, ο ενυπόθηκος ή ενεχυρούχος δανειστής από την επίδοση σ' αυτόν της
προσεπικλήσεως καθίσταται αναγκαίος ομόδικος των συγκυρίων ανάμεσα στους
οποίους διεξάγεται η δίκη της διανομής του κοινού πράγματος υπό την έννοια του
άρθρου 76 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα. Έτσι αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου, έστω
και αν δεν άσκησε παρέμβαση Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 3 ΚΠολΔ, να καλείται σε κάθε μεταγενέστερη διαδικαστική πράξη
σε όλα τα στάδια της προαναφερομένης δίκης. Αν το εν λόγω υποχρεωτικώς
προσεπικαλούμενο πρόσωπο δεν εμφανισθεί στην δίκη της διανομής κοινού πράγματος
θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται κατά το άρθρο 76 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, από
τους λοιπούς παριστάμενους διαδίκους (κοινωνούς) και δεσμεύεται από το
δεδικασμένο που πηγάζει από την απόφαση που εκδίδεται επί της αγωγής διανομής,
διότι διευρύνονται και ως προς αυτό τα υποκειμενικά όρια της δίκης. Εξ άλλου, η
δίκη διανομής είναι, όχι μόνο διαπλαστική, αλλά και διπλού χαρακτήρα σε όλη την
πορεία της, ως προς το επίκοινο δικαίωμα, αφού τόσον
στον πρώτο, όσον και στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, δημιουργείται, για όλους
τους κοινωνούς, διπλή δίκη, στην οποία, ανεξαρτήτως από το ποιος κοινωνός
άσκησε την αγωγή, ο ενάγων είναι συγχρόνως και εναγόμενος, καθώς και κάθε
εναγόμενος είναι συνάμα αντίδικος του συνεναγομένου
του, εφ' όσον οποιοσδήποτε από τους εναγομένους κοινωνούς μπορεί να υποβάλει
αίτηση η οποία θεμελιώνεται σε διαφορετικούς πραγματικούς ισχυρισμούς από
εκείνους του ενάγοντος ως προς το δικαίωμα του στο κοινό πράγμα και την
διάπλαση του, χωρίς όμως η αίτηση αυτή να έχει χαρακτήρα ανταγωγής. Αν η εν
λόγω αίτηση γίνει δεκτή, η δίκη αποβαίνει εις βάρος των λοιπών, όχι με την
απόρριψη της αγωγής, αλλά με την διάπλαση της έννομης σχέσεως κατά τρόπο
διαφορετικό από εκείνον του ενάγοντος ή των εναγομένων που, κατά τούτο, είναι
αντίδικοι μεταξύ τους, δεσμευόμενοι από την διαπλαστική ενέργεια της κατά τον
τρόπο αυτό εκδιδόμενης αποφάσεως. Η ιδιομορφία αυτής της δίκης διανομής έχει ως
αποτέλεσμα να μην εφαρμόζεται εδώ η διάταξη του άρθρου 76 παρ. 4 ΚΠολΔ. σύμφωνα με την οποία, «η άσκηση των ένδικων μέσων
από κάποιον από τους ομοδίκους της παρ. 1 έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους»,
αλλά ο εναγόμενος αν ασκήσει έφεση, οφείλει, με ποινή απαραδέκτου, να την
απευθύνει και εναντίον του αναγκαίου ομοδίκου του (συνεναγομένου)
στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρο 517 εδ. β' ΚΠολΔ). Πράγματι, ο τελευταίος, στο μέτρο που έχει αντίθετα
συμφέροντα, εξ αιτίας δε του διπλού χαρακτήρα της δίκης αυτής, έχει και την
ιδιότητα του αντιδίκου. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι στην άσκηση της
εφέσεως θεωρείται αντιπροσωπευόμενος από τον εκκαλούντα αναγκαίο ομόδικο του
(βλ. ΟλΑΠ 321/1983). Αντιθέτως, τα πρόσωπα που έχουν
μόνον δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου σε μερίδα κάποιου ή κάποιων από τους
κοινωνούς, ο νόμος (άρθρο 491 ΚΠολΔ) δεν θέλησε να
συμμετέχουν στην δίκη διανομής, ως ενάγοντες ή εναγόμενοι (πρβλ.
άρθρο 478 ΚΠολΔ), αλλά εν όψει του προαναφερομένου
διαπλαστικού αποτελέσματος που συνεπάγεται γι' αυτά η δίκη, ως προς τα προεκτιθέμενα δικαιώματα τους, απαιτεί απλώς να
προσεπικαλούνται σ' αυτήν υποχρεωτικώς, προκειμένου, αν θέλουν, να ασκήσουν με
παρέμβαση τους, τα προβλεπόμενα από το άρθρο 492 ΚΠολΔ
δικαιώματα τους. Συνεπώς, ως προς τα πρόσωπα αυτά, η δίκη της διανομής σε όλη
την διαδρομή της δεν μπορεί να θεωρηθεί διπλή, υπό την έννοια ότι οι
προσεπικαλούμενοι ενυπόθηκοι ή ενεχυρούχοι δανειστές
έχουν ταυτοχρόνως και την ιδιότητα του προσεπικαλούντος
κοινωνού. Έτσι, στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η παρ. 4 του άρθρου 76 ΚΠολΔ. Τούτο σημαίνει ότι η άσκηση των ενδίκων μέσων της
εφέσεως (και της αναιρέσεως) από έναν κοινωνό, σχετικώς προς την διανομή,
επιφέρει αποτελέσματα και για τον ενυπόθηκο ή ενεχυρούχο
δανειστή, με συνέπεια να θεωρείται από τον νόμο ότι τα άσκησε και αυτός,
μολονότι αδράνησε, χωρίς να είναι απαραίτητο να στρέφονται και εναντίον του,
αρκεί μόνον ο εν λόγω δανειστής να καλείται, με ποινή απαραδέκτου, στην
αντίστοιχη δίκη (δευτεροβάθμια ή αναιρετική) στην οποία, αν δεν εμφανισθεί,
θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τους λοιπούς παριστάμενους διαδίκους
(κοινωνούς) (βλ. ΟλΑΠ 20/1995 ΕλΔ
1995 1534, ΕΠειρ 58/2014 Δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).-
Στην προκειμένη περίπτωση,
φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η υπ' αριθμ. εκθ. καταθ. 408/2010 έφεση των
εναγομένων κατά της υπ' αριθμ. 130/2010 οριστικής
αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, το οποίο δίκασε κατά την τακτική
διαδικασία, επί αγωγής διανομής κοινού ακινήτου, της ενάγουσας - προσεπικαλούσας (στον πρώτο βαθμό) την τραπεζική εταιρεία
υπό την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ», ως ενυπόθηκη δανείστρια της
μερίδας της ενάγουσας επί του κοινού ακινήτου, η οποία έτσι έγινε διάδικος στην
σχετική δίκη. Εν όψει όμως του γεγονότος ότι δεν αποδεικνύεται η κλήτευση της ανωτέρω
πρωτοδίκως προσεπικληθείσας διαδίκου (τραπεζικής
εταιρείας), αφού τόσο οι νυν εκκαλούντες (εναγόμενοι), όσο και η νυν εφεσίβλητη
(ενάγουσα) με επιμέλεια της οποίας επισπεύδεται η συζήτηση της εφέσεως, ουδόλως
επικαλούνται και αποδεικνύουν ότι κάλεσαν την ως άνω προσεπικληθείσα
Τράπεζα για να παραστεί στην προκείμενη (δευτεροβάθμια) δίκη και η τελευταία
δεν εμφανίσθηκε στη συζήτηση της υποθέσεως, θα πρέπει, σύμφωνα με όσα εκτενώς
εκτίθενται στην προηγούμενη νομική
σκέψη, η συζήτηση της υπό κρίση υποθέσεως, να κηρυχθεί απαράδεκτη, και
να διαταχθεί η κλήτευση αυτής για την μεταγενέστερη δικάσιμο που θα ορισθεί
νομίμως.-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη την συζήτηση της υπ'
αριθμ. εκθ. καταθ. 1159/8.10.2010 εφέσεως κατά της υπ αριθμ. 130/2010 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Ηλείας.-
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την κλήτευση της πρωτοδίκως προσεπικληθείσας τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία
«Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος» κατά την δικάσιμο που θα ορισθεί.-
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στην Πάτρα στις 19
Δεκεμβρίου 2016 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο
του στις 26 Ιανουαρίου 2017, χωρίς την
παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.-