ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΕφΑθ 3242/2021

 

Απαλλοτρίωση - Παράλειψη παρακατάθεσης της αποζημίωσης - Παράνομη χρήση ακινήτου - Αστική ευθύνη δημοσίου - Αντιποίηση της νομής - ʼρση απαλλοτρίωσης -.

 

Ο ιδιοκτήτης ακινήτου που έχει ρυμοτομηθεί κατ’ εφαρμογή σχεδίου πόλεως, εφόσον από την επιβολή της απαλλοτρίωσης παρήλθε μακρύ χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου δεν συντελέστηκε η απαλλοτρίωση αυτή με την καταβολή ή την παρακατάθεση της οφειλόμενης αποζημίωσης, μπορεί να απευθυνθεί στη Διοίκηση και να ζητήσει την άρση της απαλλοτρίωσης του ακινήτου, διότι η διατήρησή της στην περίπτωση αυτή προσκρούει στις συνταγματικές διατάξεις για την προστασία της ιδιοκτησίας. Σε περίπτωση άρνησης της Διοίκησης ο θιγόμενος ιδιοκτήτης μπορεί να προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια και να ζητήσει την ακύρωση της ρητής ή σιωπηρής άρνησης της διοίκησης. Το διοικητικό δικαστήριο, αν κάνει δεκτή την εν λόγω αίτηση, ακυρώνοντας την άρνηση της Διοίκησης, αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου αυτή και μόνον, αφού προβεί στην άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, είτε να τροποποιήσει το ρυμοτομικό σχέδιο, είτε να επανεπιβάλει την αρθείσα αναγκαστική απαλλοτρίωση, είτε να θεωρήσει ότι το ακίνητο παραμένει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού. Με μόνη τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης με την οποία βεβαιώνεται η άρση της απαλλοτρίωσης μέχρι την τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή την επανεπιβολή σε αυτό ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, το ακίνητο παραμένει πολεοδομικώς αρρύθμιστο. Επιδίκαση αποζημίωσης για διαφυγόντα κέρδη.

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Αριθμός απόφασης 3242/2021

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(Τμήμα 2° Δημόσιο)

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αθανάσιο Δαββέτα, Πρόεδρο Εφετών, Παναγιώτη Φιλόπουλο, Εισηγητή-Εφέτη, Μαρία Παπακωνσταντίνου, Εφέτη, και τη Γραμματέα Φωτεινή Μπριντζίκη.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 18 Μαΐου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΚΑΘ'ΌΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΑΣΚΟΥΝΤΟΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΕΦΕΣΗΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΟΤΑ α' βαθμού) με την επωνυμία «Δήμος Αθηναίων», που εδρεύει στην Αθήνα, στην οδό Λιοσίων αρ. 22, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Δήμαρχο του (ΑΦΜ .), το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Μπεζαντέ βάσει δηλώσεως σύμφωνα με το άρθρ 242 παρ. 2 σε συνδ. με το άρθρο 524 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ.

 

ΤΗΣ ΚΛΘ' ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΚΑΘΉΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (στην οδό Αιόλου αρ. 86), νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ανδριανή Παπαδοπούλου βάσει δηλώσεως σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 524 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ.

 

Η ενάγουσα τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» με την από 14.6.2006 αγωγή της με αριθμ. κατάθ. δικ. ./23-6-2006, απευθυνόμενη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την οποία έστρεψε κατά του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ. (ΟΤΑ α' βαθμού) με την επωνυμία «Δήμος Αθηναίων», ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σε αυτή. Επί της αγωγής αυτής εξεδόθη η υπ' αριθμ. 4114/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή την αγωγή.

 

Κατά της απόφασης αυτής το εναγόμενο ΝΠΔΔ (ΟΤΑ α' βαθμού) με την επωνυμία «Δήμος Αθηναίων» άσκησε την από 13-6-2016 έφεση του (με αριθμ. κατάθ. δικ. ./14-6-2016 στο εκδόν την εκκαλουμένη και αριθμ. πρωτ. προσ. δικ. ./20-7-2016 στο παρόν Δικαστήριο), η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 26-9-2017 και μετά από αναβολή εκ του πινακίου για τη δικάσιμο της 22-1-2019, οπότε και συζητήθηκε.

 

Επίσης, το ως άνω εναγόμενο με ιδιαίτερο δικόγραφο που απηύθυνε ενώπιον το Δικαστηρίου τούτου άσκησε τους από 29-3-2017 πρόσθετους λόγους έφεσης (με αριθμ. κατάθ. δικ. ./7-4-2017), η συζήτηση των οποίων προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 26-9-2017 και μετά από αναβολή εκ του πινακίου για τη δικάσιμο της 22-1-2019, οπότε και συζητήθηκε.

 

Ήδη με τις υπ' αριθμ. . και ./2021 πράξεις της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών και τη σύνταξη των υπ' αριθμ. ./18-2-2021 και ./18-2-2021 εκθέσεων κατάθεσης δικογράφων και κλήσεων προς συζήτηση προσδιορίστηκαν οι υποθέσεις (έφεση και πρόσθετοι λόγοι εφέσεων) για οίκοθεν ανασυζήτηση αντιστοίχως για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά με χωριστές δηλώσεις προκατέθεσαν συμπληρωματικές προτάσεις σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 1 εδ. α' σε συνδυασμό με το άρθρο 524 παρ. 1 εδ. α'   ΚΠολΔ.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

I. Κατά το άρθρο 307 ΚΠολΔ, αν για οποιοδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Η κλήση για τη συζήτηση και τα αποδεικτικά επίδοσης συντάσσονται ατελώς. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και στην περίπτωση, που δεν εκδοθεί απόφαση από τον δικαστή λόγω παραίτησης αυτού από την υπηρεσία ή λόγω καθυστέρησης στην έκδοση της απόφασης και το δικαστήριο διατάξει να επαναληφθεί η συζήτηση. Η νέα συζήτηση της υπόθεσης (ανασυζήτηση) συνεπεία αδυναμίας έκδοσης απόφασης αποτελεί κατά την άποψη του Δικαστηρίου τούτου που δέχεται ως ορθότερη, συνέχεια της συζήτησης που προηγήθηκε κατ' ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 254 §1 ΚΠολΔ. Η ως άνω επαναλαμβανόμενη συζήτηση αποτελεί, όπως και αυτή του άρθρου 254 ΚΠολΔ, συνέχεια της προηγούμενης και όχι νέα συζήτηση, καθόσον δεν μνημονεύεται μεν ρητά στο άρθρο 307 ΚΠολΔ, όπως στο άρθρο 254, ότι η επαναλαμβανόμενη συζήτηση αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης, όμως δεν συντρέχει κανένας δικαιολογητικός λόγος να αντιμετωπιστούν κατά διαφορετικό τρόπο οι δύο περιπτώσεις. Και τούτο διότι οι περί επανάληψης της συζήτησης διατάξεις διαφέρουν μόνο ως προς το λόγο της επανάληψης, ο οποίος μάλιστα στην περίπτωση του άρθρου 307 ΚΠολΔ δεν οφείλεται σε καμιά περίπτωση σε υπαιτιότητα του διάδικου. Έτσι υφίσταται στην τελευταία περίπτωση δικαιολογητικός λόγος να μην έχει, αν δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος ή δεν εμφανιστεί προσηκόντως ή δεν καταθέσει νέες προτάσεις, δυσμενέστερη μεταχείριση δικαζόμενος ερήμην. Στη νέα, λοιπόν, συζήτηση ο απολειπόμενος διάδικος θεωρείται ως κατ' αντιμωλίαν ή ερήμην δικαζόμενος, αναλόγως με το αν είχε παραστεί ή δεν είχε παραστεί, αντίστοιχα, προσηκόντως στην προηγούμενη συζήτηση. Συνεπώς, δεν απαιτείται στη νέα συζήτηση η εκ νέου κατάθεση προτάσεων, αλλά κατ' αυτήν επιτρέπεται η συμπλήρωση των ήδη κατατεθειμένων, ενώ ο διάδικος που δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, είχε όμως παρασταθεί στην αρχική, δικάζεται αντιμωλία, χωρίς να χρειάζεται κατάθεση νέων προτάσεων (βλ. ΕφΑθ 720/2012, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 1849/2001 ΕλλΔνη 44, 207, ΕφΑθ 3365/1995, ΕλλΔνη 37, 1161). Εάν όμως δεν είχε παρασταθεί ούτε στην αρχική δίκη, εξετάζεται εάν έχει κλητευθεί νομίμως στην αρχική και στη νέα συζήτηση, και στην περίπτωση αυτή δικάζεται ερήμην.

 

II. Με τις υπ' αριθμ. . και ./2021 πράξεις της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών και τις με αριθμό εκθέσεως ./18-2-2021 και ./18-2-2021 πράξεις κατάθεσης και ορισμού συζήτησης μετά κλήσεως που συνέταξε η γραμματέας του Δικαστηρίου τούτου, φέρονται νόμιμα για οίκοθεν ανασυζήτηση, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 307 ΚΠολΔ, η από 13-6-2016 έφεση (με αριθμ. κατάθ. δικ. ./14-6-2016 στο εκδόν την εκκαλουμένη και με αριθμ. πρωτ. προσ. δικ. ./20-7-2016 στο παρόν Δικαστήριο) και οι από 29-3-2017 πρόσθετοι λόγοι έφεσης (με αριθμ. κατάθ. δικ. ./7-4-2017) κατά της υπ' αριθ. 4114/2015 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, διότι δεν κατέστη δυνατή η έκδοση αποφάσεως από την ορισθείσα εισηγήτρια-δικαστή κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο στις 22-1-2019. Κατά την εκφώνηση των υποθέσεων με τη σειρά του πινακίου κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση οι διάδικοι- οι οποίοι σημειωτέον είχαν εκπροσωπηθεί κατά την αρχική δικάσιμο της 22-1-2019 ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από πληρεξούσιους δικηγόρους βάσει χωριστών δηλώσεων τους σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 σε συνδ. με το άρθρο 524 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ με την προκατάθεση εγγράφων προτάσεων-εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους που αναφέρονται στην αρχή της παρούσας, οι οποίοι με χωριστές δηλώσεις προκατέθεσαν συμπληρωματικές προτάσεις σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις.

 

III. Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη κατά τα ανωτέρω από 13-6-2016 έφεση (αριθμ. κατάθ. δικ. ./14-6-2016 στο εκδόν την εκκαλουμένη και αριθμ. πρωτ. προσ.δικ. ./20-7-2016 στο παρόν Δικαστήριο) του πρωτοδίκως εν όλω ηττηθέντος εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος Ν.Π.Δ.Δ. (ΟΤΑ α' βαθμού) με την επωνυμία «Δήμος Αθηναίων», κατά τα προαναφερθέντα, κατά της υπ' αριθ. 4114/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε επί της από 14-6-2006 (με αριθμ. κατάθ. δικ. ./23.6.2006) αγωγής της ενάγουσας τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α. Ε.», και ήδη εφεσίβλητης αντιμωλία των διαδίκων, εφαρμόζοντας την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 520 παρ. 1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε και προκύπτει άλλωστε επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευση της στις 30-12-2015 και μέχρι την άσκηση της έφεσης, που έγινε με την κατάθεση του πρωτοτύπου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 14-6-2016 (βλ. σχετική πράξη της γραμματέως) δεν έχει παρέλθει η καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών κατ' άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει. Αρμοδίως δε, φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και για το παραδεκτό της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή του προβλεπόμενου από την παρ. 3 εδ. α' του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως ισχύει, παραβόλου, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 276 ΚΔΚ, όπως ισχύει, τα ν.π.δ.δ. (ΟΤΛ α' βαθμού), όπως εν προκειμένω το εκκαλούν με την επωνυμία «Δήμος Αθηναίων», απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε παραβόλου για την άσκηση ένδικου μέσου. Περαιτέρω, παραδεκτά ασκούνται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι από 29-3-2017 (αριθ. έκθεσ. κατάθ. δικ. ././7-4-2017 στο παρόν Δικαστήριο) πρόσθετοι λόγοι έφεσης που κατέθεσε με ιδιαίτερο δικόγραφο το ασκούν τους πρόσθετους λόγους έφεσης ως προς τα κεφάλαια της απόφασης, που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, κατ' άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ με κοινοποίηση του στην ως άνω τραπεζική εταιρεία, καθ' ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, (κοινοποίηση) που έλαβε χώρα τριάντα και πλέον ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης, ήτοι στις 11-4-2017 (βλ. προσκομιζόμενη με επίκληση υπ' αριθμ. .Γ/11-4-2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή περιφέρειας Εφετείου Αθηνών .). Σημειώνεται ότι για την άσκηση τόσο της έφεσης όσο και των πρόσθετων λόγων αυτής με αυτοτελές δικόγραφο προσκομίζεται σε αντίγραφο από το εκκαλούν-ασκούν τους πρόσθετους λόγους έφεσης η προβλεπόμενη κατ' άρθρο 72 παρ. 1 περ. ι) του ΚΔΚ (ν. 3852/2010/A' 87, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με το άρθρο 3 ν. 4623/2019/A'134) από 20-9-2017 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Αθηναίων καθώς και αντίγραφο του υπ' αριθμ. ./2-9-2019 πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών . δυνάμει του οποίου ο Δήμαρχος Αθηνών παρέσχε την εντολή και το δικαίωμα μεταξύ άλλων στον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο του που παρεστάθη κατά τα ανωτέρω ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, απασχολούμενο με πάγια αντιμισθία (βλ. τη με αρ. πρωτ. ./9-6-2021 βεβαίωση του Διευθυντή Διαχείρισης & Ανάπτυξης Ανθρωπίνου Δυναμικού του Δήμου Αθηναίων), να παρίστανται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Πρέπει, επομένως, η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και γιατί έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 31, 246 και 524 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ).

 

IV. Με την κρινόμενη αγωγή, κατ' εκτίμηση του δικογράφου της, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη- καθ' ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης εξέθετε ότι ήταν καθολική διάδοχος - δια συγχωνεύσεως και απορρόφησης - της εταιρείας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΘΝΙΚΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ». Ότι δυνάμει του υπ' αριθμ. ./08.04.1974 νομίμως μεταγεγραμμένου συμβολαίου αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών . περιήλθε στην ως άνω εταιρεία κατά πλήρη κυριότητα το λεπτομερώς περιγραφόμενο κατά θέση, έκταση και όρια ακίνητο (οικόπεδο), επιφάνειας 2.071,75 τ.μ., κείμενο στην Αθήνα, στη θέση «Ό. Α. Δ.» ή «Θ.» των Κάτω Πατησίων και επί των οδών Γ. και Π. Ότι το ανωτέρω οικόπεδο κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο υπέρ του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος-ασκούντος τους πρόσθετους λόγους έφεσης δυνάμει του από 14.09.1981 διατάγματος περί τροποποιήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Αθηναίων. Ότι κατόπιν αιτήσεως της ενάγουσας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 6577/1998 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία καθορίστηκε η οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης επί του απαλλοτριωθέντος στο ποσό των 125.000 δρχ. ανά τ.μ. Ότι το εναγόμενο δεν προέβη σε παρακατάθεση του καθορισθέντος ποσού αποζημίωσης εντός ενάμιση έτους από τη δημοσίευση της παραπάνω απόφασης, με αποτέλεσμα να ανακληθεί αυτοδίκαια η απαλλοτρίωση. Ότι στις 28.2.1982 διεπιστώθη ότι το εναγόμενο προέβη παρανόμως στην κατεδάφιση του κατασκευασθέντος από την προκάτοχο της ενάγουσας μαντρότοιχου επί της οδού ... και την απομάκρυνση της επ' αυτού (μαντρότοιχου) μεταλλικής θύρας εισόδου. Ότι κατά της παράνομης αυτής πράξης η ενάγουσα άσκησε αγωγή προστασίας της νομής της επί επιδίκου και ότι δυνάμει της υπ' αριθμ. 8572/1987 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία επικυρώθηκε δυνάμει της υπ' αριθμ. 10789/89 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, δικαιώθηκε. Ότι το εναγόμενο εξακολουθεί από το έτος 1982 και εντεύθεν να κάνει παρανόμως χρήση του ακινήτου, χωρίς να έχει καταβάλει οποιοδήποτε ποσό στην ενάγουσα. Ότι εξαιτίας της ως άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της κατάληψης του επιδίκου από το εναγόμενου η ενάγουσα υπέστη ζημία, που αντιστοιχεί στα απολεσθέντα εισοδήματα που θα απεκόμιζε με την ελεύθερη διάθεση του ακινήτου. Ότι αν το ακίνητο δεν ήταν δεσμευμένο θα μπορούσε η ενάγουσα να το εκμισθώνει σε τρίτους ως υπαίθριο χώρο στάθμευσης οχημάτων, με εκτιμώμενη μηνιαία μισθωτική αξία για το έτος 2005 στο ποσό των 9.891,92 ευρώ και για το έτος 2006 στο ποσό των 10.248,05 ευρώ, το οποίο αποτελεί το βάσιμα προσδοκώμενο κέρδος που απώλεσε, αν δεν επισυνέβαινε το ζημιογόνο γεγονός. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ζήτησε η ενάγουσα να της καταβάλει το εναγόμενο ως αποζημίωση (διαφυγόν κέρδος): α) για το χρονικό διάστημα από 01.03.2005 έως 31.12.2005 (10 μήνες) ποσό (9.891,92 Χ 10 μήνες=) 98.919,20 ευρώ, β) για το χρονικό διάστημα από 01.01.2006 έως 31.05.2006 (5 μήνες) ποσό (10.248,05 Χ 5 μήνες=) 51.240,15 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από 01.03.2005 έως 31.05.2006 το ποσό των 150.159,35 ευρώ, που αντιστοιχεί στον πορισμό του κέρδους που ματαιώθηκε εξαιτίας του ζημιογόνου γεγονότος της αυθαίρετης δέσμευσης (κατάληψης) του ακινήτου, νομιμοτόκως για κάθε επιμέρους ποσό από τη λήξη εκάστου μηνός, άλλως για το συνολικό ποσό από την επίδοση της αγωγής, μέχρι εξοφλήσεως. 1 επικουρικώς ζήτησε η ενάγουσα το ίδιο ως άνω ποσό των 150.159,35 ευρώ κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 επ. Λ Κ), καθώς το y εναγόμενο απεκόμισε ως ωφέλεια από την παράνομη χρήση του ακινήτου σε βάρος της περιουσίας και με βλάβη της ενάγουσας, ήτοι κατά το ποσό που 0α αναγκαζόταν να καταβάλει το εναγόμενο στην ενάγουσα ή σε τρίτο για τη μίσθωση του επίδικου ή άλλου όμοιου ακινήτου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ' αριθμ. 4114/2015 οριστική του απόφαση, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή ως προς αμφότερες τις βάσεις της (κύρια και επικουρική) την έκανε δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη κατά την κυρία βάση της, υποχρεώνοντας το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα ως αποζημίωση το συνολικό ποσό των 150.159,35 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη με την κρινόμενη έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης το εναγόμενο-εκκαλούν-ασκούν τους πρόσθετους λόγους έφεσης με λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της, προκειμένου να απορριφθεί καθ' ολοκληρίαν η αγωγή της αντιδίκου του.

 

V. Α) Με τα άρθρα 94 παρ. 1, 3 του Συντάγματος και 1 παρ. 1 και 2 στοιχ. η' του Ν. 1406/1983 ορίζεται αντιστοίχως ότι «Η εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές» και «Υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν έχουν μέχρι σήμερα υπαχθεί σ' αυτή. Στις διαφορές περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την ευθύνη του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ». Επίσης, με τα άρθρα 104 και 105 εδ. α' ΕισΝΑΚ, 914 ΑΚ ορίζεται αντιστοίχως ότι «Για πράξεις και η παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου που ανάγονται στις έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου ή σχετικές με την ιδιωτική του περιουσία, το Δημόσιο ευθύνεται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τα νομικά πρόσωπα. Για παράνομες πράξεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που του έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση εκτός εάν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος» και «Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Από τις διατάξεις αυτές συνδυαζόμενες με τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ προκύπτει ότι μπορεί μεν να δημιουργηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ και από υλική πράξη οργάνου του, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και συνεπώς να δημιουργηθεί εντεύθεν διοικητική διαφορά υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, μόνον όμως όταν η πράξη αυτή ενέχει άσκηση δημόσιας εξουσίας είτε γιατί εντάσσεται σε έννομη σχέση του δημοσίου δικαίου μεταξύ κράτους και πολίτη την οποία πραγματώνει ή επ' ευκαιρία της οποίας τελείται, είτε γιατί συνιστά καθ' εαυτή δραστηριότητα που αναπτύσσεται υπό καθεστώς νομοθετικής υπεροχής έναντι των πολιτών που αρμόζει αποκλειστικά στο κράτος ή στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ως φορείς δημόσιας εξουσίας. Αντίθετα, αν  η  υλική πράξη δεν συνδέεται αιτιωδώς με έννομη σχέση του δημοσίου δικαίου μεταξύ κράτους και πολίτη, ούτε καλύπτεται καθ' εαυτή από εξαιρετική νομοθετική ρύθμιση, δημιουργική σχέσεως υπεροχής έναντι των πολιτών, αλλά με τη διαχείριση της ιδιωτικής του περιουσίας, τότε η πηγάζουσα από αυτή ευθύνη του δημοσίου προς αποζημίωση θεμελιώνεται αναγκαίως στις διατάξεις ιδιωτικού δικαίου και συνεπούς η ανακύπτουσα διαφορά είναι ιδιωτική. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 106ΕισΝΑΚ οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου (105) εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους (ΑΙI 1932/2014, ΤΝΠ Νόμος, Λ ΓΙ 599/2013, ΕλλΔνη 54, 1631, ΑΠ 1793/2009, ΝοΒ 58, 733). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως νόμος ορίζει και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης...». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει: α) ότι είναι επιτρεπτή με διάταξη νόμου, η θέσπιση γενικών και αντικειμενικών περιορισμών της ιδιοκτησίας, χωρίς υποχρέωση αποζημίωσης, προς εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος, εφόσον αυτοί δεν θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας αναιρώντας ή αποδυναμώνοντας το σε μεγάλο βαθμό, είναι δε αναγκαίοι για την επίτευξη του σκοπούμενου αποτελέσματος (ΟλΛΠ 896/1985) και β) ότι επιτρέπεται η οριστική στέρηση ή αφαίρεση της ιδιοκτησίας (με μετάθεση ολική της κυριότητας του πράγματος σε άλλο πρόσωπο ή δημιουργία άλλου εμπράγματου δικαιώματος) με πράξη της πολιτείας μόνο αν επιβάλλεται προς θεραπεία δημόσιας ωφέλειας, εφόσον προηγηθεί της καταλήψεως καταβολή πλήρους αποζημίωσης που καθορίζεται από τα πολιτικά δικαστήρια. Εξάλλου, κατά το άρθρο 24 (παρ. 2-4) του Συντάγματος «2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης...3. Για να αναγνωρισθεί μία περιοχή ως οικιστική και για να ενεργοποιηθεί πολεοδομικά οι ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε αυτή συμμετέχουν υποχρεωτικά, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, στη διάθεση των εκτάσεων που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν δρόμοι, πλατείες και χώροι για κοινωφελείς γενικά χρήσεις και σκοπούς, καθώς και στις δαπάνες για την εκτέλεση των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων, όπως νόμος ορίζει. 4. Νόμος μπορεί να προβλέπει τη συμμετοχή των ιδιοκτητών περιοχής που χαρακτηρίζεται ως οικιστική στην αξιοποίηση και γενική διαρρύθμιση της σύμφωνα με εγκεκριμένο σχέδιο, με αντιπαροχή ακινήτων ίσης αξίας ή τμημάτων ιδιοκτησίας κατά όροφο, από τους χώρους που καθορίζονται τελικά ως οικοδομήσιμοι ή από κτίρια της περιοχής αυτής». Σε εκτέλεση και εφαρμογή των ως άνω συνταγματικών διατάξεων του άρθρου 24, εκδόθηκαν αρχικά ο Ν. 947/1979 «Περί οικιστικών περιοχών» και στη συνέχεια ο Ν. 1337/1983 «Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, κ.λπ.», με τους οποίους θεσμοθετήθηκαν νέες διαδικασίες (διαφέρουσες από τη ρυμοτομία των ΝΔ 17.7.1923 και 797/1971) συνολικής διαχείρισης των ακινήτων της οικιστικής περιοχής προς πραγμάτωση των συνταγματικών σκοπών, με την υποχρέωση των ιδιοκτητών να διαθέσουν χωρίς αποζημίωση μέρος του ακινήτου τους ή με υποχρεωτική συμμετοχή αυτών με ολόκληρο το ακίνητο τους έναντι αντιπαροχής άλλου ακινήτου (ή διαιρεμένης ιδιοκτησίας) ίσης αξίας. Ειδικότερα, δε, με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 του Ν. 947/1979 θεσπίστηκε η υποχρέωση των ιδιοκτησιών που περιλαμβάνονται σε περιοχή χαρακτηριζόμενη ως οικιστική για εισφορά σε γη, με σκοπό τη δημιουργία των κοινόχρηστων χώρων που απαιτούνται για την πολεοδομική διαμόρφωση και ανάπτυξη της περιοχής, σε αρμονία με τη ρύθμιση του άρθρου 24 παρ. 3 του Συντάγματος, οι όροι και η διαδικασία δε πραγματοποίησης της θεσπισθείσας εισφοράς σε γη ρυθμίστηκε με τα άρθρα 18-20 του ίδιου νομοθετήματος. Ακολούθως, με το άρθρο 22 του ίδιου ως άνω Ν. 947/1979 ορίζεται ότι «1. Από της δημοσιεύσεως του κατά το άρθρο 14 παρ.1 (του ίδιου νόμου) προεδρικού διατάγματος (περί χαρακτηρισμού περιοχής ως οικιστικής και καθορισμού των όρων αναπτύξεως αυτής) επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση οιωνδήποτε ακινήτων κειμένων εντός της περιοχής της χαρακτηριζόμενης ως οικιστικής, ανεξαρτήτως του προβλεπόμενου υπό του ως άνω διατάγματος τρόπου αναπτύξεως ή αναμορφώσεως αυτής, εν τω συνόλω ή κατά ζώνας αυτής: α) προς δημιουργία κοινοχρήστων χώρων, πέραν των διά της εισφοράς εις γην αποκτωμένων...3. Η απαλλοτρίωση ενεργείται υπέρ και δαπάναις του Δημοσίου ή δημοσίου οργανισμού ή επιχειρήσεως πολεοδομίας και στεγάσεως ή υπέρ αναγκαστικού οικοδομικού συνεταιρισμού ή αναδόχου φορέως...4. Ειδικώς διά τις απαλλοτριώσεις προς δημιουργία κοινοχρήστων χώρων, αυτές κηρύσσονται διά αυτού τούτου του προεδρικού διατάγματος περί εγκρίσεως της πολεοδομικής μελέτης». Αντιστοίχως, με τα άρθρα 8 και 12 δε αυτού ρυθμίστηκε νέα διαδικασία απόκτησης κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, η οποία εφαρμόζεται στις περιοχές ένταξης ή επέκτασης του σχεδίου και προβλέπεται ο τρόπος υλοποίησης της διαχείρισης με την έκδοση της Πράξεως Εφαρμογής, με την οποία καθορίζονται τα τμήματα των ακινήτων που αφαιρούνται χωρίς αποζημίωση για εισφορές σε γη (εκ ποσοστού ανάλογου με την εδαφική έκταση της ιδιοκτησίας) για τη δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων και υποχρεωτικές αναδασμικές μεταβολές (μετακινήσεις, συνενώσεις, αναδιανομές, ανταλλαγές ακινήτων), ακολούθως συντάσσεται και εγκρίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ πολεοδομική μελέτη και τέλος καταρτίζεται πράξη εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης, η οποία κυρώνεται με απόφαση του Νομάρχη και μεταγράφεται στο οικείο Υποθηκοφυλακείο. Η έγκριση της πολεοδομικής μελέτης έχει τις συνέπειες της έγκρισης σχεδίου πόλης. Για τη δημιουργία των κοινόχρηστων χώρων που αυτή προβλέπει καθιερώνεται, αντιστοίχως, υποχρέωση εισφοράς σε γη. Η υποχρέωση αυτή που πραγματοποιείται με την πράξη εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης, η οποία προσδιορίζει τα τμήματα που ρυμοτομούνται για κοινόχρηστους χώρους ή καταλαμβάνονται από κοινωφελείς χώρους και μπορεί, για να γίνει δυνατή η διάθεση της εισφοράς γης για τους σκοπούς του νόμου, να επιφέρει σημαντικές διαρρυθμίσεις στα τμήματα που προέρχονται από εισφορά γης, καθώς και σε κάθε ιδιοκτησία γενικά, όπως μετακινήσεις, τακτοποιήσεις, προσκυρώσεις, ανταλλαγές, καθώς και αλλαγές της μορφής των ιδιοκτησιών. Μετά την κύρωση της με απόφαση του Νομάρχη, η πράξη εφαρμογής γίνεται οριστική και αμετάκλητη και αποτελεί ταυτοχρόνως και πράξη βεβαίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη, όπως και κάθε μεταβολής που επέρχεται στα ακίνητα. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 7 περ. α' του Ν. 1337/1983 (και αντιστοίχως του άρθρου 48 παρ. 7 περ. α' του από 14/277/1999 ΠΔ ΚΒΠΝ) με τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής επέρχονται όλες οι αναφερόμενες σε αυτήν μεταβολές στις ιδιοκτησίες, εκτός από εκείνες για τις οποίες οφείλεται αποζημίωση και για τη συντέλεση των οποίων πρέπει να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες του ΝΔ από 17.7/16.8.1923 και του ΝΔ 797/1971 «Περί Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων» (ήδη του Ν. 2882/2001 -«Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων»). Οι μεταβολές των ιδιοκτησιών χωρίζονται δηλαδή σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι μεταβολές που συνίστανται σε εισφορά σε γη, με την αφαίρεση τους και τη διάθεση τους για τους προβλεπόμενους στο νόμο σκοπούς (άρθρου 17 παρ. 1 του Ν. 947/1979-άρθρο 8 παρ. 8 του Ν. 1337/1983-άρθρο 45 παρ. 8 ΚΒΠΝ). Με τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής επέρχονται όλες οι μεταβολές της κατηγορίας αυτής στις ιδιοκτησίες. Στη δεύτερη κατηγορία μεταβολών ανήκουν εκείνες που αφορούν προσκυρώσεις, τακτοποιήσεις και ρυμοτομήσεις ή και δεσμεύσεις ιδιοκτησιών, πέραν της οφειλόμενης εισφοράς σε γη. Οι επεμβάσεις αυτές, εφόσον συνίστανται σε αναγκαστικές αφαιρέσεις ιδιοκτησιών ή τμημάτων ιδιοκτησιών επιπλέον εκείνων που περιλαμβάνονται στην καθορισμένη έκταση εισφοράς σε γη, δεν ολοκληρώνεται με τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής, αλλά, σύμφωνα, με το άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος θα πρέπει να προηγηθεί η πλήρης αποζημίωση των θιγόμενων ιδιοκτησιών και μόνο μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης των εν λόγω ακινήτων, με την καταβολή της αποζημίωσης ή τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της παρακατάθεσης της, επέρχεται μεταβολή της πρώτης κατηγορίας αυτής. Εξάλλου, κατά το εδάφιο τέσσερα (4) της παραγράφου τέσσερα του άνω άρθρου (17) «η αποζημίωση που ορίσθηκε (για τη στέρηση της ιδιοκτησίας) καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά αίρεται αυτοδικαίως». Η τελευταία διάταξη επαναλαμβάνεται στο άρθρο 11 παρ. 1 του ΝΔ 797/1971 «Περί Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων» (και ήδη πλέον στο άρθρο 11 παρ. 3 του «Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων-Κ.Α.Α.Α. του Ν. 2882/2001»). Στην τέταρτη παράγραφο του άρθρου 11 του ΝΔ 797/1971 ορίζεται ότι «ανακληθείσης αυτοδικαίως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, η κηρύξασα αυτήν αρχή υποχρεούται όπως εντός ενός διμήνου εκδώσει πράξη, βεβαιούσα την επελθούσαν ανάκληση και δημοσιευόμενην διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Παρερχομένης απράκτου της προθεσμίας ταύτης, δύναται πας ενδιαφερόμενος να ζητήσει, κατά την υπό του παρόντος οριζόμενη ειδική διαδικασία περί οριστικού προσδιορισμού της αποζημιώσεως, την έκδοση δικαστικής αποφάσεως, βεβαιούσας την ανάκληση, καλουμένου εις την δίκη του υπέρ ου η αναγκαστική απαλλοτρίωση και του Δημοσίου» (αντίστοιχη ρύθμιση, καθορίζουσα τετράμηνη προθεσμία για την έκδοση βεβαιωτικής πράξης από την αρμόδια αρχή, περιλαμβάνεται στις παραγράφους 3 και 4 του «Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων - Κ.Α.Α.Α. Ν.2881/2001»). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι μετά την πάροδο της άνω συνταγματικής προθεσμίας (18μηνο) χωρίς την καταβολή της αποζημίωσης και συνεπώς μη συντέλεσης της απαλλοτρίωσης, η απαλλοτρίωση αυτή αίρεται ουσιαστικά ως προς την νομική κατάσταση του ακινήτου. Δηλαδή το ακίνητο απαλλάσσεται από το βάρος της απαλλοτρίωσης και αποβάλλει το χαρακτήρα του ως ρυμοτομούμενο ακίνητο (ΑΠ 67/1981, ΝοΒ 29, 1261). Ο ιδιοκτήτης δε, που στερήθηκε το απαλλοτριούμενο ακίνητο πριν από τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, έχει δικαίωμα να ανακτήσει τη νομή του και συγχρόνως να ζητήσει αποζημίωση, κατά τις γενικές διατάξεις, για το χρόνο που στερήθηκε την κατοχή του. Η μη καταβολή της πλήρους αποζημίωσης της απαλλοτριούμενης ιδιοκτησίας εμποδίζει όχι μόνο τη μετάσταση της κυριότητας, αλλά και τη μετάσταση της νομής (ΑΠ 771/1977, ΝοΒ 1978, 490, ΑΠ 444/1975, ΕΕΝ 1976, 36, ΕφΑΘ 15088/1988, ΑρχΝομ 1990, 26). Την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του ιδιοκτήτη πριν από την καταβολή της αποζημίωσης προβλέπει ο συνταγματικός νομοθέτης στο άρθρο 17 παρ. 4 εδ. γ' του Συντάγματος, ορίζοντας ότι «πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση, διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη». Το Σύνταγμα, με τη διάταξη του αυτή, κατοχυρώνει κυρίως τη νομή του ιδιοκτήτη και καθιστά παράνομη κάθε ενέργεια εναντίον της. Επιπλέον, στο άρθρο 11 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Κ.Α.Α.Α.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2882/2001 και σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο του ίδιου νόμου ισχύει από 7.5.2001, ορίζεται: «1. Η αρχή που κήρυξε την αναγκαστική απαλλοτρίωση δύναται με απόφαση της να την ανακαλέσει ολικώς ή μερικώς, πριν συντελεστεί, τηρώντας τη διαδικασία που ορίζεται από το άρθρο 1 για την κήρυξη αυτής. 2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριούμενο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα (4) έτη από την κήρυξη της δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθοριστεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν ασκηθεί μετά την πάροδο έτους από την παρέλευση της τετραετίας αυτής, σε κάθε δε περίπτωση μετά τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης...Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς....4....κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης...». Από τις ανωτέρω διατάξεις του ως άνω άρθρου του Κ.Λ.Α.Α. δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξη τους. Και οι ανωτέρω όμως αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εφόσον μετά την κήρυξη τους διατηρούνται χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεση τους, σύμφωνα με το νόμο, για μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο με τις ιδιαίτερες συνθήκες, που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα εύλογα όρια, με αποτέλεσμα να στερείται ο ιδιοκτήτης το δικαίωμα ελεύθερης διάθεσης του ακινήτου «κατά την πραγματική αξία του» και ελεύθερης οικονομικής εκμετάλλευσης αυτού, αποτελούν οικονομικό και νομικό βάρος της ιδιοκτησίας, που έρχεται σε αντίθεση προς τη συνταγματική προστασία αυτής. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στις περιπτώσεις ρυμοτομικού βάρους, το οποίο συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως χώρου κοινωφελών χρήσεων, ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση, την υποχρέωση, δε, αυτή δεν αναιρεί το ότι για την άρση απαιτείται τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, για την οποία ο νόμος προβλέπει την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, διότι η τροποποίηση προς το σκοπό να αρθεί η απαλλοτρίωση είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση (ΣτΕ 2276/2014, ΣτΕ 392/2014). Επομένως, ιδιοκτήτης ακινήτου, που έχει ρυμοτομηθεί κατ' εφαρμογή του σχεδίου πόλεως, εφόσον από την επιβολή της απαλλοτρίωσης παρήλθε μακρύ χρονικό διάστημα, κατά τη διάρκεια του οποίου δεν συντελέστηκε η απαλλοτρίωση αυτή με την καταβολή ή την παρακατάθεση της οφειλόμενης αποζημίωσης, μπορεί να απευθυνθεί στη Διοίκηση και να ζητήσει την άρση της απαλλοτρίωσης του ακινήτου, γιατί η διατήρηση της στην περίπτωση αυτή προσκρούει στις συνταγματικές διατάξεις για την προστασία της ιδιοκτησίας. Εάν η Διοίκηση αρνηθεί να προβεί στη νόμιμη (οφειλόμενη) αυτή ενέργεια της, ο θιγόμενος ιδιοκτήτης μπορεί να προσφύγει στα Διοικητικά Δικαστήρια και να ζητήσει την ακύρωση της ρητής ή σιωπηρής άρνησης της Διοίκησης. Το Διοικητικό Δικαστήριο, εφόσον συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις, θα κάνει δεκτή την αίτηση του θιγόμενου ιδιοκτήτη, ακυρώνοντας την άρνηση της Διοίκησης και θα αναπέμψει την υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου αυτή και μόνον, αφού προβεί στην άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης σε συμμόρφωση προς την εκδοθείσα δικαστική απόφαση, είτε να τροποποιήσει το ρυμοτομικό σχέδιο κατά τρόπο ώστε να μεταβάλλεται ο συνεπαγόμενος την αναγκαστική απαλλοτρίωση χαρακτηρισμός του ακινήτου, είτε, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, να επανεπιβάλει την αρθείσα αναγκαστική απαλλοτρίωση και δεσμεύσει εκ νέου το ακίνητο, είτε τέλος να θεωρήσει για κάποιο νόμιμο λόγο (δασικός χαρακτήρας, οριοθέτηση αιγιαλού ή ρέματος) ότι το ακίνητο παραμένει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι με μόνη τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης με την οποία βεβαιώνεται η άρση της απαλλοτρίωσης μέχρι την τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή την επανεπιβολή σ 'αυτό ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, το ακίνητο παραμένει πολεοδομικώς αρρύθμιστο (ΑΠ 57/2014, ΤΝΠ Νόμος).

 

Β) Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1099 ΑΚ, αν ο νομέας απέκτησε τη νομή με παράνομη πράξη, αφαίρεσε δηλαδή υπαίτια από τον κύριο χωρίς τη θέληση του τη νομή του πράγματος, ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου κατά τις περί αδικοπραξίας διατάξεις των άρθρων 914 επ., 934 επ. ΑΚ. Η αποζημίωση κατά τη διάταξη αυτή συνίσταται σε πλήρες διαφέρον, το οποίο περιλαμβάνει τόσο τη θετική όσο και την αποθετική ζημία που υπέστη ο κύριος από την αφαίρεση και τη μη απόδοση σ' αυτόν της νομής του πράγματος, άρα και το διαφυγόν κέρδος, χωρίς να ενδιαφέρει η καλή ή κακή πίστη αυτού ή αν η ενέργεια του αποτελεί ή όχι ποινικό αδίκημα, προϋποθέτει δε πταίσμα του εναγομένου (ΑΠ 822/2014, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 7934/2007, ΕλλΔνη 2008, 1106, ΕφΑΘ 2073/1987, ΕλλΔνη 1988, 550).  Ειδικότερα στην αγωγή που στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ πρέπει να αναφέρονται: α) η ζημιογόνος συμπεριφορά του εναγομένου, β) το παράνομο αυτής, γ) η υπαιτιότητα (αμέλεια ή δόλος), δ) η ζημία (θετική και αποθετική) και ε) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και ζημίας (ΕφΑΘ 744/2011, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 478/2004, ΕλλΔνη 2008, 603). Τέλος, το άρθρο 904 παρ. 1 εδ. α' ΑΚ ορίζει ότι «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια». Επίσης, το άρθρο 938 ΑΚ ορίζει ότι «όποιος οφείλει αποζημίωση από αδικοπραξία έχει την υποχρέωση, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να αποδώσει ό,τι περιήλθε σ' αυτόν, ακόμη και αν η απαίτηση από την αδικοπραξία έχει παραγραφεί». Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι αν από την τέλεση αδικοπραξίας δεν επήλθε μόνο ζημία σε άλλον, αλλά συγχρόνως και ωφέλεια του αδικοπραγήσαντος από την περιουσία ή με ζημία του αδικηθέντος, τότε παρά την παραγραφή της αξιώσεως από αδικοπραξία, υφίσταται αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία υπόκειται εφεξής στη ρύθμιση των άρθρων 904 επ. ΑΚ και ειδικότερα αν μεν η αδικοπραξία έγινε με αμέλεια υφίσταται αξίωση από τη διάταξη του άρθρου 909 ΛΚ κατά την οποία υποχρεούται σε απόδοση της ωφέλειας, εφόσον είναι πλουσιότερος κατά τον χρόνο επίδοσης της αγωγής, διότι απόδοση ανύπαρκτου πλουτισμού δεν νοείται, ούτε στο σκοπό του νομοθέτη ανταποκρίνεται, αν δε έγινε με πρόθεση, υφίσταται αξίωση από τη διάταξη του άρθρου 911 αρ. 2 ΛΚ με ανάλογη επέκταση αυτής, η οποία όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 904 παρ. 1 εδ. β' ΑΚ που εφαρμόζεται στην περίπτωση απόδοσης ωφέλειας, που αποκτήθηκε από παράνομη ή ανήθικη αιτία η οποία θεμελιώνεται σε δικαιοπραξία, διότι η ωφέλεια από αδικοπραξία με πρόθεση αποτελεί πλουτισμό από παράνομη αιτία και ο νόμος αποσκοπεί να αποδοθεί η κτηθείσα από την αιτία αυτή ωφέλεια. Κκ τούτων παρέπεται ότι για να τύχουν εφαρμογής οι προπαρατεθείσες διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και να αποτελέσουν βάση αγωγής πρέπει να συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας, να έχει παραγραφεί η εξ αυτής αγωγή (άρθρο 937 ΛΚ) και να συντρέχουν και οι προϋποθέσεις ως άνω εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΤΙ 1439/2014, ΛΠ 1261/2013, ΑΠ 547/2008 και ΑΠ 562/2004, ΤΠΝ Νόμος). Η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού έχει επικουρικό (επιβοηθητικό) χαρακτήρα, με την έννοια ότι χορηγείται από το νόμο όταν δεν υπάρχει ανάμεσα στα ίδια πρόσωπα και βάσει των ίδιων πραγματικών περιστατικών άλλη αξίωση που να πηγάζει από άλλη έννομη σχέση (ΟλΑΠ 22/2003, ΕλλΔνη 2003, 1261, ΑΠ 1433/2010, ΧρΙΔΔ 2011,502, ΑΠ 1014/2010, ΤΝ1Ί Νόμος), Υπό το πρίσμα αυτό όταν με την αγωγή ασκείται αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με την αξίωση του δικαιούχου από αδικοπραξία θα πρέπει, για την πληρότητα του αγωγικού δικογράφου, να αναφέρεται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής αξίωσης ή ότι η τελευταία αξίωση έχει παραγραφεί (άρθρο 938 ΑΚ). Αν όμως η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού χρησιμοποιείται ως επικουρική βάση της αγωγής, δηλαδή σωρεύεται στο δικόγραφο κατά δικονομική επικουρικότητα (υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από αδικοπραξία, άρθρο 219 ΚΠολΔ), για την πληρότητα της αρκεί να μνημονεύεται η ωφέλεια που αποκόμισε ο εναγόμενος από την αδικοπραξία («περιελθόν») σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος (άρθρο 938ΛΚ, ΑΠ 28/2010, 'ΓΝΠ Νόμος, ΚφΙΙατρ 281/2002, ΑχΝομ 2003, 272), χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης ή ότι η αξίωση του δικαιούχου έχει παραγραφεί, αφού η έλλειψη των στοιχείων της αδικοπραξίας ή η παραγραφή της αξίωσης που πηγάζει από αυτή θα διαγνωσθούν στην ίδια δίκη (ΑΠ 1468/2010, ΕΦΑΔ 2011,100).

 

VI. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αγωγή κατάγεται σε δίκη κατά την κυρία βάση της η διάγνωση διαφοράς που δημιουργείται από την υλική πράξη παράνομης δέσμευσης (κατάληψης) από το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. (ΟΤΑ α' βαθμού) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ» του επιδίκου ακινήτου, ιδιοκτησίας ήδη της ενάγουσας, τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» και την αποκατάσταση του διαφυγόντος κέρδους αυτής, ήτοι του πορισμού του κέρδους που ματαιώθηκε εξαιτίας του ως άνω ζημιογόνου γεγονότος της αυθαίρετης κατάληψης του επιδίκου και κατά την επικουρική της βάση ο εξαιτίας της παράνομης αυτής πράξης πορισμός ωφέλειας σε βάρος της ακίνητης περιουσίας της ενάγουσας και όχι η διάγνωση διαφοράς δημοσίου δικαίου που να αφορά την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης λόγω παρελεύσεως του εύλογου χρόνου παρακατάθεσης της αποζημίωσης. Με την κρινόμενη αγωγή εισάγεται, λοιπόν, διαφορά, που, αφενός μεν, είναι από τη φύση της ιδιωτικού δικαίου ως απορρέουσα από την προσβολή άσκησης του δικαιώματος της νομής από την εφεσίβλητη επί του επιδίκου ακινήτου, εξαιτίας της αυθαίρετης κατάληψης και διαχείρισης του από το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. (ΟΤΑ α' βαθμού) με την επωνυμία «Δήμος Αθηναίων», ήτοι αφορά την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του εναγόμενου, αφού η επικαλούμενη στο δικόγραφο της αγωγής παράνομη πράξη του δεν έγινε κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που του έχει ανατεθεί εν τη έννοια του άρθρου 105 σε συνδυασμό με το άρθρο 106 ΕισΝΑΚ, η οποία εκδηλώνεται κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη με τη χρήση ειδικής κατά το νόμο υπερέχουσας θέσης αυτού έναντι της ενάγουσας, τραπεζικής ανώνυμης εταιρείας. Εξάλλου, το γεγονός ότι το καταληφθέν ακίνητο διατέθηκε από το εκκαλούν (Ν.Π.Δ.Δ.) σε κοινή χρήση δεν επιδρά στη φύση της διαφοράς ως ιδιωτικού δικαίου, όπως αντιθέτως διατείνεται το εκκαλούν με την έφεση του. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του ήχθη κατ' αποτέλεσμα σε όμοια με το παρόν Δικαστήριο κρίση, διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό της ότι η κρινόμενη διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (και όχι διαφορά δημοσίου δικαίου, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων ουσίας), ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά και όλοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος - ασκούντος τους πρόσθετους λόγους έφεσης που προέβαλε πρωτοδίκως και επανεισάγει προς εξέταση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με σχετικό λόγο της έφεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής, ήτοι περί ελλείψεως δικαιοδοσίας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, προβάλλοντας τον ειδικότερο ισχυρισμό ότι η κρινόμενη διαφορά ως ανήκουσα στο δημόσιο δίκαιο υπάγεται στα διοικητικά δικαστήρια ουσίας, ελέγχονται αβάσιμα και κρίνονται απορριπτέα, πέραν του ότι το παρόν Δικαστήριο ερευνά την έλλειψη δικαιοδοσίας και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 4 εδ. α' πρώτη πρόταση ΚΠολΔ). Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι η κρινόμενη αγωγή είναι ορισμένη, αφού στο δικόγραφο της περιέχονται κατά τρόπο σαφή όλα τα αναγκαία στοιχεία που κατά νόμο δικαιολογούν την άσκηση της (άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ), ήτοι ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα τόσο κατά την κυρία βάση της (αποζημίωση για το απολεσθέν εισόδημα) όσο και κατά την επικουρική της βάση απόδοσης της ωφέλειας που απεκόμισε το εναγόμενο σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας από την παράνομη κατάληψη του επιδίκου (αδικαιολόγητος πλουτισμός κατά επικουρική διάταξη). Ειδικότερα, στην αγωγή κατά την κυρία βάση της προσδιορίζεται το αντικείμενο της και γίνεται αναφορά στην αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου ως άνω Ν.Μ.Δ.Δ., ήτοι περιγράφεται επαρκώς η (α) ζημιογόνος συμπεριφορά του εναγόμενου, β) το παράνομο αυτής, γ) η υπαιτιότητα (δόλος), δ) η ζημία (αποθετική), ήτοι το βάσιμα προσδοκώμενο κέρδος που απώλεσε, και ε) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και ζημίας. Περαιτέρω, για την πληρότητα της αγωγής κατά την επικουρική της βάση μνημονεύεται επαρκώς η ωφέλεια που απεκόμισε το εναγόμενο (Ν.J Ι.Δ.Δ.) εξαιτίας της αδικοπραξίας («περιελθόν») σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, ήτοι τα ωφελήματα που αυτό απεκόμισε από την αποκλειστική χρήση του επιδίκου, υπολογιζόμενα με βάση τη μισθωτική του αξία, συνεπεία της εξοικονόμησης της δαπάνης στην οποία θα υποβαλλόταν το εναγόμενο αν μίσθωνε άλλο όμοιο πράγμα. Μετά από όλα τα παραπάνω πρέπει ο προβαλλόμενος πρωτοδίκως ισχυρισμός του εναγόμενου (Ν.Π.Δ.Δ.) και ήδη εκκαλούντος-ασκούντος τους πρόσθετους λόγους έφεσης, περί αοριστίας του δικογράφου της αγωγής, που επαναφέρει προς εξέταση με σχετικό λόγο έφεσης, να απορριφθεί ως αβάσιμος, πέραν του ότι η αοριστία της αγωγής ερευνάται από το δικαστήριο της ουσίας αυτεπαγγέλτως, γιατί ανάγεται στην προδικασία και συνεπώς δεν απαιτείται για την έρευνα αυτής ισχυρισμός του εναγομένου (ΑΠ 971/2013).

 

VII. Από την δέουσα επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης δικαστηρίου, που επαναπροσκομίζονται σε επίσημο αντίγραφο, από το σύνολο όλων ανεξαιρέτως των προσκομιζομένων μετ' επικλήσεως από τους διαδίκους εγγράφων, για μερικά των οποίων γίνεται δε ειδική αναφορά κατωτέρου, χωρίς όμως να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, λαμβανόμενα δε υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη-εφεσίβλητη-καθ'ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης είναι καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία (ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΘΝΙΚΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», δια συγχωνεύσεως με απορρόφηση της τελευταίας ως άνω εταιρείας από την εφεσίβλητη δυνάμει του υπ' αρ. ./23.09.1998 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ., το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο . και με α.α. ., η δε υπ' αρ. Κ2-9572/29.09.1998 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, με την οποία εγκρίθηκε η ως άνω συγχώνευση, καταχωρίστηκε την 02.10.1998 στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών με αριθμό MAE ./09 και ανακοίνωση για την εν λόγω καταχώριση δημοσιεύτηκε στο υπ' αρ. 7797/02.10.1998 ΦΕΚ (τ. ΑΕ-ΕΠΕ). Δια του ίδιου ως άνω συμβολαίου μεταβιβάστηκε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, προς την εφεσίβλητη, μεταξύ άλλων, και το κάτωθι λεπτομερώς περιγραφόμενο ακίνητο, ήτοι ένα οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο, ευρισκόμενο στην περιφέρεια του Δήμου Αθηναίων, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλης των Αθηνών, στη θέση «Ό. Α. Δ.» ή «Θ.» των Κάτω Πατησίων και επί των οδών Γ. και Π., έκτασης κατά τους τίτλους 2.025,00 τ.μ. και κατά νεότερη καταμέτρηση 2.071,75 τ.μ., το οποίο εμφαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Γ'-Δ-Ε-Α στο από Ιανουάριο του έτους 1974 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ... Το ακίνητο αυτό συνορεύει βόρεια σε πλευρά Β-Γ-Π μήκους 57,40 μ. με τις ιδιοκτησίες των ..., ανατολικά σε πλευρά Γ'-Δ-Ε μήκους 38,00 μ. με τις ιδιοκτησίες των ..., νότια σε πρόσωπο Α-Ε μήκους 53,90 τ.μ. με την οδό Γ. και δυτικά σε πρόσωπο Α-Β, μήκους 36,25 μ. με την οδό Π. Το ως άνω ακίνητο είχε περιέλθει κατά πλήρη κυριότητα στην δικαιοπάροχο της εφεσίβλητης εταιρείας δια αγοράς, δυνάμει του υπ' αρ. ./08.04.1974 συμβολαίου αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο ., με α.α. .. Ακολούθως, δυνάμει του από 14.09.1981 Προεδρικού Διατάγματος (ΦΕΚ Δ' 570/13.10.1981), εγκρίθηκε η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης των Αθηνών για το οικοδομικό τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς .. στην περιοχή «Θ.» ή «Ό. Α. Δ.» Κάτω Πατησίων, δια του χαρακτηρισμού του εν λόγω οικοδομικού τετραγώνου ως κοινόχρηστου χώρου. Σε εφαρμογή του παραπάνω Προεδρικού Διατάγματος εκδόθηκε στη συνέχεια η υπ' αρ. ./1990 πράξη αναλογισμού αποζημίωσης της αρμόδιας υπαλλήλου του τμήματος απαλλοτριώσεων της Νομαρχίας Αθηνών, που κυρώθηκε εν μέρει με την υπ' αρ. ./1994 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αθηνών. Οι ρυμοτομούμενες εκτάσεις αποτυπώνονται σε πρόχειρο κτηματολογικό διάγραμμα συνταχθέν από την ., καθώς και στο συνοδεύον την υπ' αρ. 20/1990 πράξη αναλογισμού αποζημίωσης τοπογραφικό διάγραμμα που συνέταξε ο τεχνικός υπάλληλος . και θεώρησε την 08.10.1990 ο Προϊστάμενος του Β' Τμήματος του Δήμου Αθηναίων .. Μεταξύ δε των απαλλοτριωθέντων ακινήτων που ευρίσκονται στις ως άνω ρυμοτομούμενες εκτάσεις περιλαμβανόταν και το προπεριγραφέν ακίνητο της εφεσίβλητης. Όπως δε κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου από την υπ' αρ. 10789/1989 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, το εκκαλούν προέβη το μήνα Ιούλιο του έτους 1982, ήτοι προ οποιασδήποτε συντέλεσης της κατά τα ανωτέρω επιβληθείσας απαλλοτρίωσης, σε παράνομη κατάληψη του εν λόγω ακινήτου, καθαιρώντας μαντρότοιχο, μήκους 90 μέτρων και ύψους 2 μέτρων και την απομάκρυνση της ευρισκομένης στον μαντρότοιχο μεταλλικής θύρας, τον οποίο είχε ανεγείρει η δικαιοπάροχος της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, κα στη συνέχεια διαμορφώνοντας το χώρο με δενδροφύτευση, τοποθέτηση πάγκων και κατασκευή παιδικής χαράς, με αποτέλεσμα να αποβάλει την ως άνω τραπεζική εταιρεία από τη νομή του ακινήτου. Για το λόγο αυτό η τελευταία άσκησε την από 01.06.1983 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ./1983 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αρ. 8572/1987 απόφαση, με την οποία την αναγνώρισε ως νομέα επί του επιδίκου ακινήτου, διατάσσοντας παράλληλα την απόδοση του από το εκκαλούν. Η ανωτέρω απόφαση επικυρώθηκε δε τελεσιδίκως ως προς τις παραπάνω διατάξεις της δια της υπ' αρ. 10789/1989 προαναφερθείσας απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, κατόπιν άσκησης από το εκκαλούν της από 15.10.1988 και με αριθ. εκθ. καταθ. ./1988 εφέσεως του. Εν συνεχεία, η δικαιοπάροχος της εφεσίβλητης δια της από 04.07.1997 και με αριθμό Β.Λ.Β. ./1997 αίτησης της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ζήτησε τον καθορισμό της οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης για το ανωτέρω απαλλοτριούμενο ακίνητο και επ' αυτής εκδόθηκε η υπ' αρ. 6577/1998 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, δημοσιευθείσα την 08.07.1998, με την οποία καθορίστηκε η οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης στο ποσό των 125.000 δρχ. (και ήδη 366,84 ευρώ) ανά τ.μ. Πλην όμως το εκκαλούν ουδόλως προέβη, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, εντός της προβλεπόμενης στα άρθρα 17 παρ. 4 του Συντάγματος και 11 παρ. 1 του ν.δ. 797/1971 «Περί Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων» (και ήδη άρθρου 11 παρ. 3 του «Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων «Κ.Α.Λ.Α. - ν. 2882/2001) δεκαοκτάμηνης προθεσμίας σε καταβολή της καθορισθείσας αποζημίωσης, ούτε δημοσιεύτηκε αντιστοίχως εντός της ίδιας ως άνω προθεσμίας γνωστοποίηση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως για την παρακατάθεση της στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, κατ' άρθρ. 7 παρ. 1 εδ. δ' του Ν. 2882/2001), εφόσον υπόχρεο προς αποζημίωση ήταν το εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ., (ΟΤΑ α' βαθμού) με την επωνυμία «Δήμος Αθηναίων». Το ανωτέρω γεγονός συνομολογείται εξάλλου από το εκκαλούν και στο υπ' αρ. ./28.09.2004 έγγραφο - έκθεση απόψεων του Γενικού Γραμματέα του Τμήματος Απαλλοτριώσεων - Αγορών. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις προπαρατιθέμενες διατάξεις, η ανωτέρω κηρυχθείσα απαλλοτρίωση είχε αρθεί αυτοδικαίως ήδη από το μήνα Ιανουάριο του έτους 2000. Ωστόσο, η εφεσίβλητη υπέβαλε προς το εκκαλούν καθώς και προς τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αθηνών Πειραιώς και το ΥΠΕΧΩΔΕ την από 08.10.2002 αίτηση της, ζητώντας τη διοικητική βεβαίωση της αυτοδικαίως επελθούσας άρσης της απαλλοτρίωσης, πλην όμως η ανωτέρω αίτηση απορρίφθηκε σιωπηρώς με την παρέλευση άπρακτου τριμήνου από την υποβολή της. Κατόπιν αυτού η εφεσίβλητη κατέθεσε ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών την από 28.01.2003 αίτηση της, διά της οποίας ζητούσε την ακύρωση της ως άνω σιωπηρής αρνητικής απάντησης της Διοίκησης. Επί της αιτήσεως της αυτής εκδόθηκε η υπ' αρ. 5019/2005 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας ακυρώθηκε η προαναφερθείσα σιωπηρή αρνητική απάντηση της Διοίκησης επί της από 08.10.2002 αίτησης της εφεσίβλητης και αναπέμφθηκε η υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου να προβεί σε βεβαίωση της αυτοδικαίως επελθούσας ανάκλησης της απαλλοτρίωσης. Σε συμμόρφωση προς την ανωτέρω απόφαση και κατόπιν της σχετικής από 20.02.2006 εισήγησης της Διεύθυνσης Σχεδίου Πόλεως το Δημοτικό Συμβούλιο του εκκαλούντος με την υπ' αρ. ./20.03.2006 πράξη του αποφάσισε την έγκριση της ανωτέρω εισήγησης περί τροποποίησης του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου Αθηνών δια άρσης και επανεπιβολής του από 14.09.1981 Προεδρικού Διατάγματος. Ακολούθως δε, δια της υπ' αρ. ./21.07.2006 αποφάσεως του Νομάρχη Αθηνών, η οποία δημοσιεύθηκε στο υπ' αρ. 740/07.09.2006 ΦΕΚ (τ. 4° Απαλλοτριώσεων), αποφασίστηκε η άρση και επανεπιβολή της απαλλοτρίωσης του χώρου στο Ο.Τ. . περ. . επί των οδών Παρασκευοπούλου και Γιάνναρη (εντός του οποίου περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο) για κοινόχρηστο χώρο πρασίνου, η έναρξη δε ισχύος της ως άνω απόφασης έλαβε χώρα από τη δημοσίευση της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Από όλα τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι κατά το χρονικό διάστημα για το οποίο ζητείται με την υπό κρίση αγωγή αποζημίωση από την εφεσίβλητη λόγω παράνομης κατάληψης του ακινήτου της, ήτοι από 01.03.2005 έως 31.05.2006, δεν υφίστατο καθεστώς συντελεσμένης απαλλοτρίωσης επί του ακινήτου, καθόσον, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, αυτή είχε ανακληθεί αυτοδικαίως ήδη από τον Ιανουάριο του έτους 2000, ενώ επανεπιβλήθηκε διά της δημοσιεύσεως της σχετικής απόφασης του Νομάρχη Αθηνών στο ΦΕΚ τον Σεπτέμβριο του έτους 2006. Επομένως, καθ' όλο το επίδικο χρονικό διάστημα το εκκαλούν παρανόμως και υπαιτίως κατείχε το προπεριγραφέν ακίνητο της εφεσίβλητης, έχοντας προβεί σε κατάληψη του και μετατροπή του σε χώρο πρασίνου, παιδικής χαράς και αθλοπαιδιών, χωρίς ουδέποτε να έχει προβεί από τον μήνα Ιούλιο του έτους 1982 και εντεύθεν σε απόδοση του προς την εφεσίβλητη, αποστερώντας με τον τρόπο αυτό από την τελευταία την χρήση και κάρπωση του. Ωστόσο, το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν-ασκούν τους πρόσθετους λόγους έφεσης προέβαλε πρωτοδίκως την ένσταση παραγραφής της επίδικης αξίωσης ως προς αμφότερες τις νομικές της βάσεις (κύρια και επικουρική), την οποία επαναφέρει προς εξέταση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με σχετικό παράπονο που περιέχεται στους πρόσθετους λόγους έφεσης, επικαλούμενο τη διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ και ειδικότερα ότι από τη συντελεσθείσα στις 28-10-1982 γνώση εκ μέρους της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης της αυθαίρετης κατάληψης του επίδικου ακινήτου μέχρι την άσκηση της αγωγής στις 23-6-2006 έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πέραν της πενταετίας και κατά συνέπεια η ένδικη αξίωση (ως προς αμφότερες τις νομικές της βάσεις) έχουν υποκύψει στην πενταετή παραγραφή.

 

Στο άρθρο 3 του ν.δ. 31/1968 «περί προστασίας της περιουσίας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και ρυθμίσεως ετέρων τινών θεμάτων» (Α'281) ορίζεται: «Αι υπό των αστικών εν γένει νόμων και των ουσιαστικών διατάξεων περί δικών του δημοσίου αναγνώριζαμεναι εις το δημόσιον προνομίαι ή τεθεσπισμέναι ειδικαί προστατευτικοί διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και επί των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, εφ' όσον αι τυχόν υφιστάμεναι αντίστοιχοι δια τους οργανισμούς τούτους προνομίαι εν γένει δεν είναι ευρύτεροι ή ευνοϊκότεροι των επί του δημοσίου ισχυουσών». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τους ΟΤΑ ισχύει κατ' αρχήν η νομοθεσία περί δημοσίου λογιστικού, εάν όμως υπάρχουν περί παραγραφής διατάξεις του κοινού δικαίου ευνοϊκότερες, εφαρμόζονται αυτές υπέρ των ΟΤΑ (ΑΠ 1310/2009, ΑΠ 420/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντιστοίχως, με την παρ. 4 του άρθρου 29 του ν. 3202/2003 (Α' 284) προστέθηκαν στο άρθρο 304 του π.δ. 410/1995 (Α' 231, «Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας») ως προς την παραγραφή των αξιώσεων κατά των ΟΤΑ οι εξής διατάξεις: «Για την Παραγραφή των αξιώσεων κατά των ΟΤΑ έχουν εφαρμογή οι διατάξεις που διέπουν την παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου. Κάθε άλλη διάταξη που ορίζει μεγαλύτερο χρόνο παραγραφής των αξιώσεων κατά των ΟΤΑ καταργείται». Αντιστοίχως στο Ν.Δ. 321/1969 «περί Κωδικός Δημοσίου Λογιστικού», το οποίο εφαρμόζεται εφόσον η σχετική αξίωση γεννήθηκε πριν από τη θέση σε ισχύ του Ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλων διατάξεων» (ήτοι πριν από την 01.01.1996) ορίζεται στο άρθρο 91 παρ. 1 ότι «ο χρόνος της παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου, είναι πέντε ετών, εφόσον υπό ετέρας γενικής ή ειδικής διατάξεως δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής» και στο άρθρο 93 του ίδιου Ν.Δ. ότι «η παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους, καθ1 ο εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις»· Αντιστοίχως, στο άρθρο 90 παρ.1 του προαναφερόμενου Ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλων διατάξεων» ορίζεται ότι: «οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής», ενώ αντιστοίχως στο άρθρο 91 εδ. α'του ίδιου νόμου ότι «επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής.», σύμφωνα δε με το άρθρο 107 του τελευταίου ως άνω νόμου «οι διατάξεις... περί παραγραφής εφαρμόζονται επί απαιτήσεων που γεννώνται μετά την έναρξη της ισχύος του», η οποία με βάση το άρθρο 119 αυτού προσδιορίζεται την 01.01.1996. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, προκύπτει ότι υπέρ του Δημοσίου και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης ισχύει παραγραφή κάθε ενοχικού χρέους μετά παρέλευση πέντε (5) ετών αφότου γεννήθηκε η σχετική αξίωση και είναι νομικώς δυνατή η δικαστική επιδίωξη της, κατά τον κανόνα του άρθρου 251 ΑΚ, ο οποίος έχει γενική εφαρμογή και ανεξάρτητα από το χρόνο, κατά τον οποίο - αν πρόκειται για αξίωση από αδικοπραξία - αυτός που ζημιώθηκε έλαβε γνώση της ζημίας και του προς αποζημίωση υπόχρεου. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις που εισάγονται με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, είναι ειδικές ως προς την παραγραφή των ενοχικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου και των ΟΤΛ, (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και εκείνες που πηγάζουν από αδικοπραξία), με βάση τις οποίες, είτε πρόκειται γι' αυτές του άρθρου 91 παρ. 1 του Ν.Δ. 321/1969, είτε γι' αυτές του άρθρου 90 παρ. 1 του Ν. 2362/1995, σε καμία περίπτωση ο χρόνος παραγραφής, κατά τη νομοθετική βούληση που εκφράσθηκε σαφώς, δεν μπορούσε να υπερβαίνει την πενταετία, (με αφετηρία το χρονικό σημείο που προαναφέρθηκε), ενώ ο χρόνος αυτός θα κινδύνευε να εκταθεί σε εικοσαετία, αν η αφετηρία μετακινείτο στο χρόνο γνώσης από τον παθόντα της ζημίας και του προς αποζημίωση υπόχρεου, όπως ορίζει το άρθρο 937 ΑΚ (ΟλΑΠ 33/1988, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 878/2004, ΕλλΔνη 2006, 1435). Εξάλλου, σε περίπτωση αδικοπραξίας που έλαβε χώρα με πράξη ή παράλειψη άπαξ τελεσθείσα, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός (πράξη ή παράλειψη), γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημιώσεως για την όλη θετική και αποθετική ζημία, παρούσα ή μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, η δε παραγραφή της αξιώσεως αυτής αρχίζει για ύλες τις ζημίες ενιαίως (Ολ.ΛΠ 24/2003). Διαφορετικά όμως έχουν τα πράγματα όταν η γενεσιουργός της ζημίας παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υπόχρεου δεν έλαβε χώρα άπαξ, αλλά συνεχίζεται, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση που ο δράστης υπαιτίως παραλείπει να άρει δημιουργηθείσα από αυτόν επιζήμια κατάσταση, από τη διατήρηση της οποίας προκαλείται ζημία σε άλλον. Στην περίπτωση αυτή η ζημία που προκαλείται σε άλλον από την υπαίτια παράλειψη του δράστη να άρει τη γενεσιουργό της ζημίας κατάσταση δεν είναι άμεση συνέπεια της άπαξ τελεσθείσης και ολοκληρωθείσης πράξεως του δράστη, με την οποία δημιουργήθηκε η κατάσταση, αλλά της διατηρήσεως και μη άρσεως της ζημιογόνου αυτής καταστάσεως γεννάται δε όσο χρόνο διαρκεί η κατάσταση αυτή και όχι άπαξ με την τέλεση της πράξεως με την οποία η κατάσταση αυτή δημιουργήθηκε. Επομένως, η παραγραφή της αξιώσεως του ζημιωθέντος προς αποζημίωση για τη ζημία που υφίσταται από την διατήρηση της καταστάσεως αυτής και την παράλειψη του αδικοπρακτούντος να ενεργήσει προς άρση της, δεν αρχίζει από τον χρόνο της αρχικής ζημιογόνου συμπεριφοράς του αδικοπρακτούντος με την οποία δημιουργήθηκε η ζημιογόνος κατάσταση, αλλά από τα μεταγενέστερα χρονικά σημεία που εξακολουθεί να υφίσταται η κατάσταση αυτή και να προκαλεί ζημία σε άλλον (ΑΠ 1604/2014, ΕΠολΔ 2014, 766, ΑΠ 1730/2010, ΧρΙΔ 2011, 584, ΑΠ 832/2008 TNΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αποδείχθηκε, η ένδικη αδικοπραξία που τέλεσε το εναγόμενο-εκκαλούν-ασκούν τους πρόσθετους λόγους έφεσης σε βάρος της ενάγουσας-εφεσίβλητης-καθ' ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης δεν έλαβε χώρα άπαξ, επομένως δεν ολοκληρώθηκε κατά το έτος 1982, και η απαίτηση της εφεσίβλητης, η οποία έχει βάση συνεχιζόμενης αδικοπραξίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί γεννηθείσα από της καταλήψεως του ακινήτου από το εκκαλούν, το οποίο παραλείπει προς άρση της αδικοπραξίας, για ολόκληρο τον εφεξής χρόνο, ο οποίος και δεν μπορεί να υπολογισθεί εκ των προτέρων, αλλά αναγεννάται εξακολουθητικώς, εφόσον συνεχίζεται η παράνομη και αυθαίρετη κατάληψη του η δε παραγραφή αρχίζει από της τελευταίας ημέρας. Συνεπώς, η εκ του άρθρου 937 ΑΚ κατά ανωτέρω αναφερθέντα καθοριζομένη πενταετής παραγραφή δεν αρχίζει ως προς όλη τη ζημία από τότε που επήλθαν οι πρώτες επιζήμιες συνέπειες, αλλά ως προς τις ζημίες που πραγματοποιήθηκαν μεταγενεστέρως αρχίζει χωριστή παραγραφή με αφετηρία όχι προγενέστερη του χρόνου της επέλευσης τους, και ειδικότερα από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο εμπίπτουν τα εν λόγω χρονικά σημεία, τα οποία συνεχίζονται, εν προκειμένω, τουλάχιστον μέχρι το Μάιου του έτους 2006, ενώ η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε κατά τα προαναφερθέντα στις 23-6-2006, ήτοι πριν από την παρέλευση της ως άνω πενταετούς προθεσμίας της παραγραφής, απορριπτόμενων συνεπώς ως αβάσιμων της σχετικής ένστασης και του συναπτόμενου με αυτήν σχετικού λόγου που περιέχεται στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων έφεσης.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1045 και 1046 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του ακίνητο για μια εικοσαετία, γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, εκείνος δε που έχει στη νομή του το πράγμα κατά την έναρξη και τη λήξη ορισμένης χρονικής περιόδου τεκμαίρεται ότι το νέμεται και κατά τον ενδιάμεσο χρόνο. Σύμφωνα επίσης με τη διάταξη του άρθρου 974 του ίδιου κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία επί του πράγματος (κάτοχος), είναι νομέας αυτού, αν ασκεί τη φυσική εξουσία με διάνοια κυρίου. Ασκηση νομής (η οποία χρειάζεται για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία) αποτελούν όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς πάνω σ' αυτά πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό τους με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να είναι το πράγμα δικό του. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι προς απόκτηση νομής επί πράγματος απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντας, δηλαδή η βούληση εξουσίασης αυτού με διάνοια κυρίου (animus domini) και η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (corpus). Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη (με εξαίρεση την πλασματική κτήση της νομής) των δύο αυτών στοιχείων είναι δημιουργική του προστατευόμενου, από το ισχύον δίκαιο, δικαιώματος της νομής. Ειδικότερα, η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στον δικαιούχο αυτής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο> με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης, χωρίς να απαιτείται απαραίτητα και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας, ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα (opinion domini). Εκείνος όμως που εξουσιάζει το πράγμα για μια εικοσαετία γίνεται, κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, ανεξαρτήτως, όπως ειπώθηκε, αν είχε και την πεποίθηση ότι είχε την κυριότητα.  Αν λείπει το πνευματικό στοιχείο, υπάρχει μόνο κατοχή, η οποία όμως μόνη δεν μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας με χρησικτησία. Μόνο κατοχή υπάρχει, όταν η σωματική εξουσία, ολική ή μερική, ασκείται κατά κανόνα, στο όνομα άλλου με βάση κάποια νόμιμη ή υποτιθέμενη ενοχική σχέση, όπως μίσθωση, παρακαταθήκη, χρησιδάνειο, μεσεγγύηση, εκούσια ή νόμιμη αντιπροσώπευση κ.λπ. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερομένων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα περιστατικά σε κάθε περίπτωση.       Ο διάδικος που προβάλλει τη χρησικτησία, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το ακίνητο σαν δικό του. Έτι περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 980 και 982 ΑΚ σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες των άρθρων 974 και 1045 ΑΚ προκύπτει, ότι όποιος άρχισε να κατέχει στο όνομα άλλου, όπως είναι π.χ. ο χρησάμενος ή ο κατά παράκληση λαβών, τεκμαίρεται ότι, όσο διατηρεί την κατοχή κατέχει στο όνομα άλλου, δηλαδή ασκεί τη νομή του πράγματος όχι για λογαριασμό του, αλλά για λογαριασμό του νομέα (χρήστη κ.λπ.), δεν μπορεί δε να αποκτήσει την κυριότητα του πράγματος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, παρά μόνον εφόσον αντιποιηθεί του πράγματος και συντρέξουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις του άρθρου 1045 ΑΚ, μάλιστα δε στην περίπτωση ακινήτου η νομή δεν χάνεται για τον νομέα, προτού λάβει γνώση της αντιποιήσεως της νομής από τον κάτοχο που νεμόταν για λογαριασμό του, το δε τεκμήριο της νομής του άρθρου 980 παρ.2 ΑΚ έχει εφαρμογή όχι μόνο κατά τη διάρκεια της έννομης σχέσης (π.χ. χρησιδανείου), που συνδέει τον κάτοχο με το νομέα, αλλά και μετά τη λήξη αυτής, εφόσον ο κάτοχος εξακολουθεί να κατέχει το πράγμα. Με βάση τα προεκτεθέντα, εκείνος που αντιποιείται για τον εαυτό του πλέον τη νομή, εφόσον είναι ενάγων, προκειμένου να ευδοκιμήσει η αγωγή του και εφόσον είναι εναγόμενος, προκειμένου να αναστρέψει την αγωγή, έχει το βάρος να αποδείξει όχι μόνο ότι μετέβαλε στο μεταξύ βούληση, γιατί άρχισε να νέμεται για τον εαυτό του ή και για τρίτο, αλλά επί πλέον, εφόσον πρόκειται για ακίνητο ότι ο νομέας ή ο κληρονόμος του, έλαβαν γνώση της μεταβολής αυτής και δεν εναντιώθηκαν αποτελεσματικώς και ότι συνεπώς έτσι χάθηκε η νομή για το νομέα ή τους κληρονόμους του (ΑΠ 622/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1048 εδ α' του ΑΚ «η χρησικτησία διακόπτεται με την απώλεια της νομής». Η αναγνώριση από τον χρησιδεσπόζοντα άλλου ως αληθινού κυρίου του πράγματος συνιστά παράλληλα και αναγνώριση αυτού ως νομέα, οπότε επέρχεται διακοπή της χρησικτησίας κατ' άρθρο 1048 ΑΚ, καθώς χάνεται το πνευματικό στοιχείο (animus domini) της νομής (ΑΠ 302/1982, ΝοΒ 1982,1450).

 

Συγκεκριμένα, το εναγόμενο-εκκαλούν απέδειξε μεν ότι είχε καταλάβει το ακίνητο από το έτος 1982, προβαίνοντας σε πλήρη διαμόρφωση του ως χώρου πλατείας και πάρκου, συνεπώς αυτό βρισκόταν συνεχώς και αδιαλείπτως στην κατοχή του, γεγονός εξάλλου που συνομολογεί και η ίδια η ενάγουσα-εφεσίβλητη καθ' υποφοράν ήδη στο δικόγραφο της αγωγής. Πλην όμως ουδόλως αποδείχθηκε η συνδρομή του πνευματικού στοιχείου της διανοίας κυρίου (animus domini), ώστε να θεωρηθεί ότι το εκκαλούν είχε σε όλη της την έκταση τη νομή του εν λόγω ακινήτου. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι το εκκαλούν κατείχε κατά τον ανωτέρω χρόνο το ακίνητο για τη επίτευξη των σκοπών της κηρυχθείσας απαλλοτρίωσης του, ενώ η εφεσίβλητη ασκούσε κατά το ίδιο ως άνω διάστημα πλήρως τα δικαιώματα που πηγάζουν εκ της νομής και κυριότητας της επί αυτού, καθώς, εντός της προαναφερόμενης χρονικής περιόδου είχε ήδη υποβάλει: α) την από 01.11.1982 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για προσωρινή ρύθμιση κατάστασης ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, β) την από 01.06.1983 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ./1983 αγωγή αποβολής από τη νομή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, γ) την από 04.07.1997 και με αριθμό Β.ΑΒ.792/1997 αίτηση της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ως ιδιοκτήτριας απαλλοτριούμενου ακινήτου, για τον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας απαλλοτρίωσης. Ακόμα όμως και αν ήθελε θεωρηθεί ότι το εναγόμενο ενεργούσε επί του ακινήτου κυριαρχικές πράξεις (δενδροφύτευσης, πλακόστρωσης, καλλωπισμού, συντήρησης, καθαριότητας κ.λπ.), δια των οποίων εκδηλωνόταν η πρόθεση του να το εξουσιάζει απεριόριστα, αποκλειστικά και με διάρκεια - ήτοι με τέτοιο τρόπο που θα προσιδίαζε σε κύριο αυτού, ώστε να δύνανται να χαρακτηριστούν οι ενέργειες του ως πράξεις νομής - εντούτοις το ίδιο προέβαινε, καθ' όλο το εξεταζόμενο χρονικό διάστημα, δια εγγράφων και δικογράφων του, σε κατά τακτά διαστήματα δηλώσεις αναγνώρισης της εφεσίβλητης και της δικαιοπαρόχου αυτής ως αληθών κυρίων του ακινήτου και, κατά συνέπεια, ως νομέων αυτού, με αποτέλεσμα να επέρχεται διακοπή της χρησικτησίας του εκκαλούντος επί του ακινήτου, κατ' άρθρο 1048 ΑΚ, καθόσον το τελευταίο αποστερούταν δια των δηλώσεων του αυτών του πνευματικού στοιχείου (animus domini) της νομής. Συγκεκριμένα το εναγόμενο, ήδη από την υπ' αρ. πρωτ. ./08.06.1982 επιστολή του που απηύθυνε προς τη δικαιοπάροχο της εφεσίβλητης τραπεζική εταιρεία, αναγνώριζε την τελευταία ως ιδιοκτήτρια αυτού -περιγράφοντας το χαρακτηριστικά ως «άχτιστο χώρο 2.000 μ2 που ανήκει στην Κτηματική Τράπεζα» - και παράλληλα, ενημερώνοντας την τελευταία για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου που είχε λάβει χώρα, την καλούσε να ρυθμίσει τις μεταξύ τους οικονομικές υποχρεώσεις επί τη βάσει συμβολικού τιμήματος που προτίθετο να καταβάλει το εκκαλούν. Την ως άνω επιστολή, με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, επικαλέσθηκε το εκκαλούν μεταγενέστερα, κατά το έτος 1990, σε ανύποπτο χρόνο, στο πλαίσιο της από 12.06.1990 ασκηθείσας αναίρεσης του ενώπιον του Αρείου Πάγου και ως βάση υποστήριξης των αναιρετικών του λόγων, ισχυριζόμενο εν προκειμένω ότι είχε στην κατοχή του το επίδικο ακίνητο «με την πλήρη έγκριση, συναίνεση και γνώση» του τότε Διοικητή και νομίμου εκπροσώπου της δικαιοπαρόχου της εφεσίβλητης και ειδικότερα «δυνάμει εννόμου σχέσεως και δη συμφωνίας» του τότε Δημάρχου (του εκκαλούντος) και του τότε νομίμου εκπροσώπου (της δικαιοπαρόχου της εφεσίβλητης), προβαίνοντας συνεπώς, με τον τρόπο αυτό, σε ρητή αναγνώριση της κυριότητας και - συνακόλουθα - της νομής της δικαιοπαρόχου εταιρείας της εφεσίβλητης επί του ακινήτου, καθώς αποδέχθηκε ότι το ίδιο το εκκαλούν είχε μόνο κατοχή επί του ακινήτου και μάλιστα δυνάμει συγκεκριμένης συμφωνίας - έγκρισης με την ιδιοκτήτρια αυτού. Εν συνεχεία, δεκαέξι (16) περίπου χρόνια μετά, ήτοι κατά το έτος 2006, το εκκαλούν προέβη εκ νέου, διά εγγράφων του, σε αναγνώριση ετέρου προσώπου - και όχι του ιδίου - ως κυρίου του ακινήτου, ήτοι της εφεσίβλητης. Συγκεκριμένα: α) δια του υπ' αρ. ./08.02.2006 εγγράφου της Διεύθυνσης Δημοτικής Περιουσίας αυτού γνωστοποίησε την πρόβλεψη στον προϋπολογισμό του έτους 2006 Κ.Α. 7121 Φ.10 Απαλλοτριώσεις κτιρίων-εγκαταστάσεων, κτιρίων-τεχνικών έργων του Δήμου, πίστωσης αποζημίωσης για το χώρο του επιδίκου ποσού 1.044.910,00, αποδεχόμενο συνεπώς ότι κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο δεν διέθετε την κυριότητα αυτού και β) δια της από 20.02.2006 εισηγήσεως του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Σχεδίου Πόλεως αυτού, η οποία (εισήγηση) εγκρίθηκε μάλιστα, ως προαναφέρθηκε, με την υπ' αρ. ./20.03.2006 πράξη του Δημοτικού Συμβουλίου του εκκαλούντος, έκανε σαφή μνεία του επιδίκου ακινήτου, αποκαλώντας το ρητώς ως ιδιοκτησία της εφεσίβλητης. Τέλος, στο πλαίσιο της πρωτοδίκως ανοιγείσας δίκης για την κρινόμενη υπόθεση, το εκκαλούν προσκόμισε επιμέλεια του ακόμη την από 22.09.2014 έκθεση της προστηθείσας αυτού μηχανικού .., η οποία τιτλοφορείται «Υπόθεση ιδιοκτησίας Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε», προβαίνοντας για μια ακόμη φορά σε ρητή αναγνώριση της κυριότητας της εφεσίβλητης επί της επίδικης έκτασης. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι από τις προσκομιζόμενες μετ' επικλήσεως από την εφεσίβλητη το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με ημερομηνία 21-2-2019 και 14-12-2020 αναρτητέες αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων, οι οποίες προσάγονται παραδεκτά το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, εφόσον αφορούν έγγραφα που εκδόθηκαν μεταγενέστερα της συζήτησης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (βλ. άρθρο 529 ΚΠολΔ) αποδεικνύεται ότι αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία η απευθείας εξαγορά του επιδίκου αντί τιμήματος 1.326.500 ευρώ και η κατά πλειοψηφία καταβολή αποζημιώσεως για την αγορά του επιδίκου αντί τιμήματος 1.326.500 ευρώ αντιστοίχως. Αντιθέτως, όπως προελέχθη, τόσο η εφεσίβλητη, όσο και η δικαιοπάροχος αυτής τραπεζική εταιρεία είχαν από το χρονικό σημείο της κατάληψης του ακινήτου από το εναγόμενο, ήτοι από το έτος 1982 και εντεύθεν, επιδιώξει πλήρως την ικανοποίηση των αξιώσεων τους ως προς την επίδικη εδαφική έκταση, ασκώντας κατά τα έτη 1982, 1983 και 1997 τα προαναφερόμενα ένδικα βοηθήματα της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων προσωρινής ρύθμισης κατάστασης (νομής), της αγωγής αποβολής από τη νομή και της αιτήσεως προσδιορισμού οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση. Το γεγονός δε ότι η ενάγουσα-εφεσίβλητη δεν προέβη επί δεκαετίες σε εκτέλεση της ως άνω τελεσίδικης απόφασης, με την οποία αναγνωρίστηκε η νομή της επί του επιδίκου ακινήτου και διετάχθη η απόδοση του σε αυτήν δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή ως προς το πνευματικό στοιχείο της νομής, δεδομένου ότι με την απόφαση αυτή διεγνώσθη αυθεντικά υπέρ της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης το επίδικο δικαίωμα. Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός του εκκαλούντος - που επαναφέρει με σχετικό λόγο του ως άνω δικογράφου πρόσθετων λόγων έφεσης - περί ιδίας κυριότητας επί της επίδικης έκτασης λόγω συμπλήρωσης χρονικού διαστήματος πλέον των είκοσι (20) ετών, κατά το οποίο το εκκαλούν κατείχε το ακίνητο, ασκώντας επ' αυτού κυριαρχικές πράξεις νομής διάνοια κυρίου.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από τη με ημερομηνία 20.12.2011 τεχνική έκθεση που συνέταξε ο μηχανικός για την Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών της εφεσίβλητης, η αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου ως αστικού (οικοπέδου) υπολογίζεται βάσει εκτίμησης του έτους 2002 με τη μέθοδο της βέλτιστης αξιοποίησης, ήτοι της κατασκευής προς πώληση με συντελεστή δόμησης 3,00 στο ποσό των 2.200.000,00 ευρώ, επομένως, εφόσον τα αστικά ακίνητα, με βάση τους δείκτες της εφορίας, έχουν ετήσια απόδοση 5% επί της αξίας τους, η μηνιαία μισθωτική αξία του συγκεκριμένου ακινήτου υπολογίζεται στο ποσό των 9.100,00 Ευρώ περίπου (2.200.000,00 ευρώ Χ 5 % : 12 μήνες = 9.166,67 ευρώ). Αντιστοίχως, στην ίδια ως άνω έκθεση εκτιμάται πως το επίδικο ακίνητο θα μπορούσε να εκμισθωθεί σε τρίτους ως υπαίθριος χώρος στάθμευσης 104 θέσεων (20 τ.μ. ανά θέση), καθόσον η περιοχή στην οποία βρίσκεται είναι πυκνοδομημένη, με παλαιές πολυκατοικίες, χωρίς χώρους στάθμευσης. Με βάση έρευνα αγοράς στην ευρύτερη περιοχή, η αξία μηνιαίου μισθώματος ανά όχημα προσδιορίζεται βάσει εκτίμησης του έτους 2002 στο ποσό των 130,00 ευρώ ανά θέση στάθμευσης, συνεπώς τα μηνιαία έσοδα υπολογίζονται στο ποσό των 13.000,00 ευρώ περίπου (104 θέσεις Χ 130,00 ευρώ = 13.520,00 ευρώ), το οποίο (ποσό εσόδων) εκτιμάται ότι προσαυξάνεται περαιτέρω κατά περίπου 40% λόγω των κερδών από τις ωριαίες σταθμεύσεις που θα προσδοκούσε η εφεσίβλητη με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων (βάσιμα προσδοκώμενο) από μια τέτοιου είδους επιχείρηση, με αποτέλεσμα το τελικό ποσό των διαφυγόντων εσόδων αυτής να ανέρχεται στο ποσό των 19.000,00 ευρώ περίπου (13.000,00 ευρώ + 40% = 18.200,00 ευρώ). Αφαιρουμένων δε από το ως άνω ποσό εσόδων των αποδοχών των υπαλλήλων της εν λόγω επιχείρησης, ύψους 2.500,00 ευρώ περίπου, τα διαφυγόντα καθαρά έσοδα της ως άνω επιχείρησης υπολογίζονται στο ποσό των 16.500,00 ευρώ (19.000,00 ευρώ - 2.500,00 ευρώ = 16.500,00 ευρώ), εκ του οποίου (ποσού καθαρών κερδών) ο εκμισθωτής καρπώνεται περίπου ποσοστό 55% εξ αυτών, δηλαδή περίπου ποσό 9.000,00 ευρώ μηνιαίως (16.500,00 ευρώ Χ 55% = 9.075,00 ευρώ). Εκ των ανωτέρω εκτιμήσεων και των σχετικών υπολογισμών της αξίας του επιδίκου ακινήτου (με βάση τόσο την εκτιμώμενη αγοραία αξία του, όσο και τα προσδοκώμενα έσοδα που θα αποκόμιζε ως επιχείρηση), ο συντάκτης της εν λόγω έκθεσης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μηνιαίο μίσθωμα για το επίδικο ακίνητο εκτιμάται για το έτος 2002 στο ποσό των 9.000,00 ευρώ περίπου, παραμένοντας σταθερό λόγω της ομαλοποιημένης μισθωτικής αξίας κατά τα επόμενα χρόνια μέχρι και το έτος 2008, με μικρή ετήσια ανοδική τάση, με βάση τον πληθωρισμό. Στο ίδιο συμπέρασμα, ως προς τη μισθωτική αξία του εν λόγω ακινήτου κατά το έτος 2002 είχε καταλήξει εξάλλου και ο μηχανικός . στην παλαιότερη από 20.06.2002 εκτιμητική έκθεση του προς τη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών της εφεσίβλητης, θεωρώντας ότι το ως άνω μηνιαίο ποσό των 9.000,00 ευρώ αντικατοπτρίζει την τάξη μεγέθους μιας ρεαλιστικής διαπραγμάτευσης βάσης μίσθωσης και έχει υπολογισθεί με αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης των δεδομένων του προς εκτίμηση ακινήτου και της αγοράς. Σύμφωνα δε με τις προσκομισθείσες επιμέλεια της εφεσίβλητης  από 10.01.2003, 09.01.2004, 12.01.2005 και 11.06.2006 ανακοινώσεις της Γενικής Γραμματείας Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) παρουσίασε α) κατά τη δωδεκάμηνη περίοδο Ιανουαρίου 2002 - Δεκεμβρίου 2002 αύξηση (απλή δωδεκάμηνη μεταβολή) κατά 3,4 %, β) κατά τη δωδεκάμηνη περίοδο Ιανουαρίου 2003 -Δεκεμβρίου 2003 αύξηση (απλή δωδεκάμηνη μεταβολή) κατά 3,1%, γ) κατά τη δωδεκάμηνη περίοδο Ιανουαρίου 2004 - Δεκεμβρίου 2004 αύξηση (απλή δωδεκάμηνη μεταβολή) κατά 3,1% και δ) κατά τη δωδεκάμηνη περίοδο Ιανουαρίου 2005 - Δεκεμβρίου 2005 αύξηση (απλή δωδεκάμηνη μεταβολή) κατά 3,6%. Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας ως βάση εκκίνησης την υπολογισθείσα μισθωτική αξία του ακινήτου κατά το έτος 2002 στο ποσό των 9.000,00 ευρώ, το ποσό του μηνιαίου μισθώματος θα πρέπει να υπολογίζεται με βάση τη μεταβολή του ΔΤΚ που παρουσιάζεται στο τέλος εκάστου προηγούμενου έτους: α) προσαυξημένο κατά 3,4 % για το μισθωτικό έτος 2003, ήτοι στο ποσό των 9.306,00 Ευρώ (9.000,00 ευρώ + 3,4% = 9.306,00 ευρώ), β) προσαυξημένο επιπλέον κατά 3,1 % για το μισθωτικό έτος 2004, ήτοι στο ποσό των 9.594,49 Ευρώ (9.306,00 ευρώ + 3,1% = 9.594,49 ευρώ), γ) προσαυξημένο επιπλέον κατά 3,1 % για το μισθωτικό έτος 2005, ήτοι στο ποσό των 9.891,92 Ευρώ (9.594,42 ευρώ + 3,1% = 9.891,92 ευρώ) και δ) προσαυξημένο επιπλέον κατά 3,6 % για το μισθωτικό έτος 2006, ήτοι στο ποσό των 10.248,05 Ευρώ (9.891,92 ευρώ + 3,6% = 10.248,05 ευρώ). Επομένως για το χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητείται δια της υπό κρίση αγωγής από την εφεσίβλητης αποζημίωση χρήσης, ήτοι από 01.03.2005 έως 31.05.2006, το ποσό αυτής διαμορφώνεται ως εξής: α) για το χρονικό διάστημα από 01.03.2005 έως 31.12.2005 (10 μήνες) ποσό (9.891,92 ευρώ Χ 10 μήνες=) 98.919,20 ευρώ, β) για το χρονικό διάστημα από 01.01.2006 έως 31.05.2006 (5 μήνες) ποσό (10.248,05 ευρώ Χ 5 μήνες=) 51.240,15 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από 01.03.2005 έως 31.05.2006 ποσό 150.159,35 ευρώ - ως προς το οποίο μάλιστα δεν διατυπώνεται κανένα ειδικό παράπονο από το εκκαλούν-ασκούν τους πρόσθετους λόγους έφεσης - το οποίο θα πρέπει να επιδικασθεί στην εφεσίβλητη ως αποζημίωση λόγω της αποστέρησης του ακινήτου της παρανόμως και με υπαιτιότητα του εκκαλούντος κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, καθώς το ως άνω ποσό θα αποκόμιζε αυτή με βεβαιότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων αν δεν επισυνέβαινε το ζημιογόνο γεγονός και είχε την χρήση και την κάρπωση αυτού και μπορούσε να το εκμεταλλευτεί κατά τον προσήκοντα τρόπο, ήτοι με την εκμίσθωση. Δεν εκτιμάται εξάλλου βάσιμος ο ισχυρισμός του εναγομένου-εκκαλούντος-ασκούντος τους πρόσθετους λόγους έφεσης που επαναφέρει προς εξέταση με σχετικό λόγο έφεσης ότι δηλαδή η εφεσίβλητη δεν θα είχε τη δυνατότητα να κάνει οποιαδήποτε νόμιμη χρήση επί του επίδικου ακινήτου που θα της απέφερε νόμιμη πρόσοδο, λόγω του ότι αυτό ήταν και εξακολουθεί να είναι πολεοδομικά δεσμευμένο. Ειδικότερα, όπως προελέχθη, η κηρυχθείσα δια του από 14.09.1981 Προεδρικού Διατάγματος αναγκαστική απαλλοτρίωση είχε ήδη αρθεί αυτοδικαίως κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, επομένως σύμφωνα και με τα όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που παρατίθεται στην αρχή της παρούσας το επίδικο ακίνητο είχε αποβάλει το χαρακτήρα του ως ρυμοτομούμενο. Κατά συνέπεια, για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα αποτελούσε υποχρέωση της διοίκησης, εν προκειμένω του εκκαλούντος, να άρει το συγκεκριμένο ρυμοτομικό βάρος του χαρακτηρισμού του ακινήτου ως κοινόχρηστου χώρου πρασίνου, ενέργεια στην οποία υποχρεώθηκε εξάλλου αυτό δυνάμει της υπ' αρ. 5019/2005 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Εκ του αποτελέσματος συνεπώς ουδόλως αποδεικνύεται ότι η εφεσίβλητη δεν θα ήταν σε θέση να προβεί στην έκδοση άδειας μετατροπής του επίδικου ακινήτου σε υπαίθριο χώρο στάθμευσης, καθόσον το εκκαλούν με σειρά παραλείψεων του, οι οποίες συνδέονται αιτιωδώς με την παράνομη πράξη της κατάληψης του επίδικου ακινήτου και με τη ζημία που προκλήθηκε, εξακολουθούσε να το διατηρεί παρανόμως στην κατοχή του και αρνείτο αδικαιολόγητα να στέρξει εκουσίως στην άρση της παράνομης κατάστασης που αυτό το ίδιο είχε δημιουργήσει, παραλείποντας να το αποδώσει στην αληθή νομέα και κυρία αυτού, εφεσίβλητη. Επομένως, ο ειδικότερος ισχυρισμός του εναγόμενου που επαναλαμβάνει στο εφετήριο, ότι δηλαδή η ενάγουσα δε θα είχε τη δυνατότητα έκδοσης άδειας για τη μετατροπή του επιδίκου σε υπαίθριο χώρο στάθμευσης, διότι ήταν πολεοδομικά δεσμευμένο, ελέγχεται αβάσιμος και κρίνεται απορριπτέος.

 

Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, και όσα αναφέρθηκαν στα οικεία μέρη της μείζονος σκέψης, θα πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσίαν κατά την κυρία βάση της και να υποχρεωθεί το εναγόμενο, για τον αναφερόμενο στο σκεπτικό της παρούσας λύγο, να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων εκατόν πενήντα εννέα ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (150.159,35 ευρώ) νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως. Έτσι που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με εν μέρει διαφορετικές αιτιολογίες, οι οποίες αντικαθίστανται με τις παρούσες (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και όλοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος-ασκούντος πρόσθετους λόγους, έφεσης που επαναφέρει προς εξέταση με σχετικούς λόγους έφεσης και λόγους που περιέχονται στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσης ελέγχονται αβάσιμοι και κρίνονται απορριπτέοι. Εφόσον, λοιπόν, δεν υπάρχει προς εξέταση άλλος λύγος έφεσης ούτε άλλος λύγος που περιέχεται στο δικόγραφο των πρόσθετων λύγων αντέφεσης, πρέπει η έφεση και οι λύγοι που περιέχονται στο δικύγραφο της αντέφεσης να απορριφθούν στο σύνολό τους ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι. Τέλος, το εκκαλούν-ασκούν πρόσθετους λύγους έφεσης πρέπει να καταδικασθεί ως ηττηθείς διάδικος, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης-καθ'ης οι πρύσθετοι λόγοι έφεσης (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ) για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία πρέπει να καταλογιστούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1, 3 του Ν.3693/1957 (που κατά το άρθρο 276 του Ν. 3463/2006 «Κύρωση Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων» εφαρμόζεται και στους Δήμους), όπως διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 παρ. 18 Εισ.Ν.ΚΠολΔ, 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 και 2 της Υ.Λ. Οικονομικών και Δικαιοσύνης 134423/1992 και το άρθρο 281 παρ. 2 του Ν.3463/2006 (ΑΠ 777/2016 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), κατόπιν παραδοχής του σχετικού νομίμου αιτήματος της εφεσίβλητης (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων: α) την από 12-3-2018 (με αριθμ. κατάθ. δικ. ./28-2-2020) έφεση και β) τους από 29-9-2020 (με αριθμό κατάθ. δικ. ./30-9-2020) πρόσθετους λόγους έφεσης.

 

Δέχεται τύποις την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης και απορρίπτει την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης κατ' ουσίαν.

 

Καταδικάζει το εκκαλούν-ασκούν τους πρόσθετους λόγους έφεσης στα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας της εφεσίβλητης-καθ'ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 29 Ιουνίου 2021 και δημοσιεύτηκε στις 13 Ιουλίου 2021 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ