ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΑθ 27/2021

 

Αναγνώριση σχέσης έμμισθης εντολής, δικηγόρου εργαζόμενου σε νομική υπηρεσία Τράπεζας, αμειβόμενου μηνιαίως με δελτίο παροχής υπηρεσιών.

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΑΜΟΙΒΩΝ

 

 

Αριθμός Απόφασης 27/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Παναγιώτα Πετροπούλου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Παναγιώτα Αθανασοπούλου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 3 Νοεμβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

1. ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: του ..., δικηγόρου Αθηνών με ΑΜΔΣΑ ..., κατοίκου Αθηνών, οδός ..., με ΑΦΜ ..., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως και μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Σταύρου Ποντίκη (ΑΜΔΣΑ 24206).

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα . Ανώνυμη Εταιρεία» και τον διακριτικό τίτλο «.» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός .., με ΑΦΜ ... και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα . Ανώνυμη Εταιρεία» λόγω απόσχισης και εισφοράς από την δεύτερη στην πρώτη νεοσυσταθείσα εταιρεία του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας από 20.3.2020 (υπ' αριθμ. πρωτ. ./20.3.2020 απόφαση έγκρισης διάσπασης, υπ' αριθμ. πρωτ. . και ./20.3.2020 ανακοινώσεις καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Μιχαήλ - Ιάσονα Παπαδημητρίου (ΑΜΔΣΑ 34587).

 

2. ΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΟΣ: του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Ακαδημίας αρ. 60, με ΑΦΜ .) και εκπροσωπείται νόμιμα από τον παριστάμενο πρόεδρο του, Δημήτριο Βερβεσό, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Παναγιώτη Νικολόπουλο (ΑΜΔΣΑ 10436).

 

ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα . Ανώνυμη Εταιρεία» και τον διακριτικό τίτλο «.» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Όθωνος αρ. 8, με ΑΦΜ .. και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα . Ανώνυμη Εταιρεία» λόγω απόσχισης και εισφοράς από την δεύτερη στην πρώτη νεοσυσταθείσα εταιρεία του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας από 20.3.2020 (υπ' αριθμ. πρωτ. ./20.3.2020 απόφαση έγκρισης διάσπασης, υπ' αριθμ. πρωτ. . και ./20.3.2020 ανακοινώσεις καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Μιχαήλ - Ιάσονα Παπαδημητρίου (ΑΜΔΣΑ 34587).

 

Ο ενάγων ζητά να γίνει δεκτή η από 24.7.2020 αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2020, προσδιορίστηκε προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας ημερομηνία συνεδρίασης του Δικαστηρίου και γράφτηκε στο πινάκιο με αριθμό Μ-..

 

Το προσθέτως παρεμβαίνον ζητά να γίνει δεκτή η από 22.10.2020 παρέμβαση του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του αυτού Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2020, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με αριθμό Μ-..

 

Κατά τη συζήτηση της πιο πάνω κύριας αγωγής και της πρόσθετης παρέμβασης, οι οποίες συνεκφωνήθηκαν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού: Α) η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./2020 αγωγή και Β) η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./2020 πρόσθετη παρέμβαση, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31 παρ. 1 και 246 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται και κατά την προκειμένη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών - διαφορών από αμοιβές (άρθρα 614, 622 Α ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους από το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015).

 

Κατ' άρθρο 92 Α του ν.δ. 3026/1954 περί Κωδικός των Δικηγόρων «Ο δικηγόρος για τις παρεχόμενες με έμμισθη εντολή υπηρεσίες του αμείβεται με πάγια μηνιαία αμοιβή που καθορίζεται με ελεύθερη συμφωνία με τον εντολέα του». Εξάλλου, με το άρθρο 42 του νόμου 4194/2013, ήτοι του νέου κώδικα περί δικηγόρων που ισχύει από 29-9-2013, «Έμμισθος δικηγόρος είναι αυτός που προσφέρει αποκλειστικά νομικές υπηρεσίες ως νομικός σύμβουλος ή ως δικηγόρος σε συγκεκριμένο εντολέα, σταθερά και μόνιμα, αμειβόμενος αποκλειστικά με πάγια περιοδική αμοιβή. Ο ίδιος δικηγόρος μπορεί επίσης να αναλαμβάνει υποθέσεις από οποιονδήποτε άλλον, αμειβόμενος είτε ανά υπόθεση είτε με άλλον τρόπο». Από τις διατάξεις αυτές καθίσταται σαφές ότι τόσο με το προϊσχύον νομικό πλαίσιο, όσο και με βάση το καθοριζόμενο από το νέο κώδικα περί δικηγόρων, σύμβαση έμμισθης εντολής υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δικηγόρος που παρέχει νομικές υπηρεσίες σταθερά και μόνιμα σε συγκεκριμένο εντολέα, αμείβεται γι' αυτές αποκλειστικά με πάγια περιοδική αμοιβή. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 63 παρ. 3,4 και 5 του ν.δ. 3026/1954 είναι ασυμβίβαστη προς το δικηγορικό λειτούργημα πάσα έμμισθη υπηρεσία σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Κατ' εξαίρεση, επιτρέπεται στο δικηγόρο η με πάγια, ετήσια ή μηνιαία, αντιμισθία παροχή καθαρώς νομικών εργασιών είτε ως δικαστικού ή νομικού συμβούλου είτε ως δικηγόρου. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, εκτός άλλων, ότι η παροχή νομικών υπηρεσιών από δικηγόρο με περιοδική αμοιβή είναι επιτρεπτή και έγκυρη μόνο με τη μορφή της σύμβασης έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου. Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις και εκείνες των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 38 και 44 του ν.δ. 3026/1954, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. και 713 ΑΚ, συνάγεται ότι η κατ' εξαίρεση επιτρεπόμενη στον δικηγόρο παροχή νομικών υπηρεσιών με πάγια ετήσια ή μηνιαία αμοιβή (σχέση έμμισθης εντολής) που είναι πάντοτε αορίστου χρόνου, ρυθμίζεται από τον κώδικα αυτό και συμπληρωματικά από τους περί εντολής και συμβάσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών κανόνες του ΑΚ, εφόσον αυτές δεν αντίκεινται στο δημόσιο χαρακτήρα της σχέσεως. Η σχέση αυτή, της έμμισθης εντολής, λύεται με έγγραφη καταγγελία του εντολέα και με καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως, για όσο δε ο καταγγείλας παραλείπει την καταβολή της αποζημίωσης, εξακολουθεί να οφείλει την πάγια αντιμισθία. Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της έμμισθης εντολής που συνάπτει δικηγόρος με τον πελάτη του είναι η περιοδικότητα της αμοιβής, η συμφωνία δηλαδή ότι η αμοιβή θα καταβάλλεται παγίως κατά μήνα ή κατ' έτος και θα είναι ανεξάρτητη από τον αριθμό των υποθέσεων που θα του ανατεθούν ή των θεμάτων επί των οποίων οφείλει να παράσχει τις νομικές συμβουλές του, γραπτές ή προφορικές. Η ως άνω σύμβαση για τον καθορισμό της αμοιβής του δικηγόρου επιτρέπεται να καταρτισθεί ρητώς ή σιωπηρώς και, σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 2 του ως άνω Κώδικα, αποδεικνύεται με κάθε είδους έγγραφα, με απλές επιστολές, καθώς και με όρκο και ομολογία (ΑΠ 863/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, οι ανωτέρω έμμισθοι δικηγόροι δικαιούνται δώρα εορτών και επίδομα αδείας, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 4 ν. 4507/1966, 3 παρ. 16 ν. 4504/1966 σε συνδυασμό με άρθρο 2 του ΑΝ 539/1945 και αρθρ. 1 παρ. 2 19040/81 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και άρθρο 46 παρ. 1 εδ. α' Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013). Ειδικότερα στο άρθρο 1 παρ. 1, 2 και 3 της ανωτέρω ΥΑ 19040/1981, ορίζεται ότι «όλοι οι μισθωτοί, που αμείβονται με μισθό ή με ημερομίσθιο, δικαιούνται από τους πάσης φύσεως εργοδότες τους: α) Επίδομα εορτών Χριστουγέννων ίσο με ένα μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και με 25 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, β) Επίδομα εορτών Πάσχα, ίσο με μισό μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό, και με 15 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο. 2. Τα ανωτέρω επιδόματα καταβάλλονται στο ακέραιο, εφόσον η σχέση εργασίας των μισθωτών με τον υπόχρεο εργοδότη διήρκεσε ολόκληρη τη χρονική περίοδο, στην περίπτωση του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων από 1 Μαΐου μέχρι 31 Δεκεμβρίου κάθε χρόνου και του επιδόματος Πάσχα από 1 Ιανουαρίου έως 30 Απριλίου κάθε έτους. 3. Από τους ανωτέρω μισθωτούς, εκείνοι που η σχέση εργασίας τους με τον υπόχρεο στην καταβολή του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, εργοδότη, δε διήρκεσε ολόκληρο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δικαιούνται: α) Σαν επίδομα εορτών Χριστουγέννων, ποσό ίσο με 2/25 του μηνιαίου μισθού ή 2 ημερομίσθια, ανάλογα με τον συμφωνημένο τρόπο αμοιβής για κάθε 19 ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης τους μέσα στις χρονικές περιόδους που αναφέρονται στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου και β) ως επίδομα εορτών Πάσχα ποσό ίσο με το συμφωνημένο τρόπο αμοιβής για κάθε 8 ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης. Για χρονικό διάστημα μικρότερο του 19ήμερου ή του δήμερου, αντίστοιχα, δικαιούνται ανάλογο κλάσμα». Εξάλλου, το επίδομα αδείας το οποίο προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 3 § 16 του ν.δ. 4504/1966, καθορίζεται σε μισό μισθό για τους εργαζομένους που αμείβονται με μισθό και σε 13 ημερομίσθια για όσους εργαζομένους αμείβονται με ημερομίσθια. Στην περίπτωση που δεν έχει συμπληρωθεί ο βασικός χρόνος της 12μηνης εργασιακής σχέσης οι αποδοχές αδείας για τους μισθωτούς πριν πάρουν την κανονική άδεια υπολογίζονται σε δύο ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης τους. Επίσης ανάλογο επίδομα αδείας καταβάλλεται σε αυτούς. Περαιτέρω, στις τακτικές ή συνήθεις αποδοχές με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας καθώς και τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας (ΑΠ 183/2016). Επίσης, για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας, τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ19040/1981, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, του Ν. 4504/1961 και 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής τους, η 31η Δεκεμβρίου και η 30η Απριλίου για τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα αντιστοίχως, η τελευταία δε ημέρα του ημερολογιακού έτους, το αργότερο, για την χορήγηση της άδειας και για το επίδομα αδείας, η οποία και θεωρείται ως δήλη ημέρα, ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες (ΑΠ 286/2013). Προσέτι, κατά την παρ. 2 του άρθρου 24 του Ν. 1868/1989, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 37§1 του Ν. 2145/1993, το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, καθώς και τα φυσικά πρόσωπα που απασχολούν δικηγόρους με έμμισθη εντολή ορισμένου ή αορίστου χρόνου έχουν την υποχρέωση να καταβάλλουν στο Ταμείο Νομικών, το Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων και το ΚΕΑΔ ποσοστό 2/3 της εκάστοτε ετήσιας ασφαλιστικής εισφοράς των απασχολουμένων σε αυτούς δικηγόρων (η οποία αποδίδεται από τους φορείς στα ασφαλιστικά ταμεία μέσα στον Ιανουάριο του επόμενου έτους στο οποίο αφορά η υποχρέωση καταβολής των εισφορών), η υποχρέωση δε καταβολής του ποσοστού αυτού ασφαλίστρων αρχίζει από 1.1.1993 και ισχύει και για τους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους στους ανωτέρω φορείς δικηγόρους, ενώ με το όρθρο 18§8 του Ν. 3232/2004 ορίσθηκε ότι οι διατάξεις του παραπάνω εδαφίου ισχύουν και για τους από 1.1.1993 και εφεξής ασφαλισμένους δικηγόρους στους ανωτέρω φορείς (ΑΠ 1250/2009). Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθρων 167, 232, 68, 70, 349, 351 ΑΚ και 94 του ν.δ. 3026/1954, του άρθρου 46 παρ. 2 του Ν. 4194/2013 και των άρθρων 18 παρ. 1, 3 και 22 του Ν. 2190/1920 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής δικηγόρου που έγινε στο όνομα του νομικού προσώπου ανώνυμης εταιρίας από πρόσωπο ή όργανο αυτής, το οποίο δεν είχε την εξουσία να καταγγείλει τη σύμβαση, είναι ανυπόστατη. Στην περίπτωση αυτή το νομικό πρόσωπο δεν υπέχει ευθύνη έναντι του δικηγόρου, ο οποίος έπαυσε να εκτελεί τα καθήκοντα του εξαιτίας της ανυπόστατης καταγγελίας, για την πληρωμή της πάγιας αντιμισθίας του λόγω υπερημερίας του νομικού προσώπου. Αν όμως μετά την ανυπόστατη αυτή καταγγελία ο δικηγόρος προσέφερε τις υπηρεσίες του και το νομικό πρόσωπο τις απέκρουσε, περιέρχεται πλέον σε υπερημερία και υποχρεούται να καταβάλει σ' αυτόν τις αντίστοιχες πάγιες αντιμισθίες (ΑΠ 1621/2006). Επιπρόσθετα, η αρχή της ίσης μεταχείρισης (άρθρα 288 ΑΚ, 22 παρ. 1 εδ. β' του Συντάγματος, 119 της ιδρυτικής Συνθ. ΕΟΚ), σε ενεργό σχέση εξαρτημένης εργασίας, επιβάλλει στον εργοδότη, όταν προβαίνει σε οικειοθελή μισθολογική ή άλλη εργασιακή παροχή, μονομερή ή συμβατική, προς ορισμένους εργαζομένους του, να μην εξαιρεί από αυτή άλλους εργαζομένους του, ανεξαρτήτως του χρόνου προσλήψεως τους και του ύψους του μισθού τους, που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες κάτω από τις ίδιες συνθήκες, υπό την έννοια της ομοιότητος των συνθηκών απασχολήσεως και των προσόντων, εκτός αν εξαίρεση ή απόκλιση δικαιολογείται από επαρκή αντικειμενικό λόγο. Η αρχή αυτή ανάγεται σε κανόνα δημοσίας τάξεως που παρέχει απ' ευθείας στον εργαζόμενο το δικαίωμα να αξιώσει με αγωγή από τον εργοδότη την οικειοθελή παροχή. Πρόκειται για αξίωση του ενάγοντος - εργαζομένου εκπληρώσεως της παροχής και όχι για αξίωση αποζημιώσεως. Έτσι, δεν απαιτείται πταίσμα του εναγομένου - εργοδότη και δεν τίθεται ζήτημα αιτιώδους συνάφειας. Την ύπαρξη ειδικού και σοβαρού λόγου που να δικαιολογεί, αντικειμενικά, τη διαφορετική μεταχείριση, ο (εναγόμενος) εργοδότης πρέπει να επικαλεσθεί, κατ’ ένσταση και να αποδείξει. Μισθολογική παροχή είναι και η αύξηση του βασικού μισθού του εργαζομένου. Προϋπόθεση για την εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης είναι παροχή του εργοδότη να είναι οικειοθελής, ήτοι από πρωτοβουλία του, χωρίς να υπάρχει σχετική υποχρέωση του από διάταξη νόμου ή από όρο Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας ή Διαιτητικής Αποφάσεως ή από δικαστική απόφαση και να χορηγείται νομίμως, δεδομένου ότι η παρά το νόμο χορήγηση οικειοθελούς παροχής σε ορισμένους εργαζομένους, δεν δικαιολογεί ανάλογη αξίωση των εργαζομένων, στους οποίους δεν χορηγήθηκε, αφού η αξίωση από την αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν μπορεί να θεμελιωθεί - στην εργοδοτική παρανομία. Με βάση την παραπάνω αρχή ο δικηγόρος που παρέχει τις υπηρεσίες του με πάγια αντιμισθία, δικαιούται να απαιτήσει από τον εντολέα του τη μεγαλύτερη αντιμισθία, την οποία ο τελευταίος καταβάλλει οικειοθελώς σε άλλους δικηγόρους, οι οποίοι δεν διαθέτουν περισσότερα ουσιαστικά και τυπικά προσόντα, παρέχουν τις υπηρεσίες τους υπό τις ίδιες συνθήκες και δεν υπερέχουν ως προς την ποιοτική και ποσοτική απόδοση (ΑΠ 1490/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, αναγκαία στοιχεία της αγωγής, με την οποία ζητείται η επιδίκαση αμοιβής βάσει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως αποτελούν, εκτός από την οικειοθελή παροχή στην οποία προέβη ο εργοδότης προς άλλους μισθωτούς, ο προσδιορισμός των συγκεκριμένων προσώπων, προς τους οποίους εκδηλώθηκε η ευνοϊκή μεταχείριση, τα τυπικά και ουσιαστικά στοιχεία αυτών και του ενάγοντος, η εργασία την οποία παρείχαν τόσο αυτοί όσο και ο ενάγων και οι συνθήκες, υπό τις οποίες παρείχετο, ώστε να καταστεί δυνατή η σύγκριση και ακολούθως η κρίση αν στη συγκεκριμένη περίπτωση παραβιάσθηκε ή μη η προαναφερόμενη αρχή (ΑΠ 748/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 80 του ΚΠολΔ «αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν». Προϋποθέσεις της ασκήσεως πρόσθετης παρέμβασης είναι: η εκκρεμής διαδικασία, η ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ως τρίτου και η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος. Μάλιστα σχετικά με την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του παρεμβαίνοντος γίνεται δεκτό ότι αυτό πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως που να δημιουργεί τη νομική αναγκαιότητα για την άσκηση της, μπορεί να έχει χαρακτήρα τόσο υλικό, όσο και ηθικό και να αναφέρεται σε δικαιώματα που πηγάζουν τόσο από το ιδιωτικό όσο και από το δημόσιο δίκαιο. Όμως, δεν αρκεί το γεγονός ότι στην εκκρεμή δίκη επίκειται η λύση νομικού ζητήματος που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα στο πλαίσιο άλλης συναφούς υποθέσεως. Εξάλλου, η πρόσθετη παρέμβαση δεν περιέχει αίτημα, αφού δεν ζητεί ο παρεμβαίνων παροχή έννομης προστασίας για τον ίδιο, ούτε υποβάλλει δικαίωμα προς διάγνωση και για το λόγο αυτό δεν γεννάται ζήτημα παραδεκτού ή απαραδέκτου, βάσιμου ή αβασίμου της πρόσθετης παρέμβασης, αλλά ζήτημα εγκυρότητας ή ακυρότητας αυτής και συνεπώς δεν απαιτείται στην απόφαση διάταξη για την πρόσθετη παρέμβαση (Βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ τόμος Α' άρθρο 80 σελ. 5660 επ.).

 

Ο ενάγων που είναι δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών από το έτος 2002, εκθέτει στην υπό δίκην αγωγή του ότι την 1.10.2008 κατήρτισε με την εναγομένη τραπεζική εταιρεία προφορική σύμβαση έμμισθης εντολής παροχής δικηγορικών υπηρεσιών αορίστου χρόνου, πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, αντί σταθερής μηνιαίας αμοιβής, ανερχόμενης στο ποσό των 1.700,00 ευρώ, πλέον του αντιτίμου των προεισπράξεων που πραγματοποιούσε για παραστάσεις στα δικαστήρια υπέρ της εναγομένης. Ότι, ως μέλος του εσωτερικού νομικού τμήματος της εναγομένης, εκπλήρωνε προσηκόντως τα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί και τα οποία ουδόλως διαφοροποιούνταν από την άποψη του περιεχομένου και των συνθηκών απασχολήσεως, σε σχέση με εκείνα που εκτελούσαν άπαντες οι συνάδελφοι του δικηγόροι, οι οποίοι απασχολούνταν στην εναγομένη, στο πλαίσιο έγγραφης σύμβασης παροχής νομικών υπηρεσιών. Ότι παρά την παραπάνω ομοιότητα καθηκόντων, όρων εργασίας και προσόντων, η εναγομένη προέβαινε συστηματικά σε μονομερείς μισθολογικές παροχές, νόμιμες, αλλά και οικειοθελείς, προς τους κατ' όνομα κατέχοντες τον τίτλο του παρέχοντος νομική υπηρεσία με σύμβαση έμμισθης εντολής δικηγόρους, κατ' αποκλεισμό του ιδίου (του ενάγοντος), τον οποίο εξομοίωνε ονομαστικά και τυπικά προς τους εξωτερικούς δικηγόρους αυτής, στους οποίους ανέθετε το χειρισμό μεμονωμένων δικαστικών υποθέσεων της έναντι τρίτων, χωρίς η τοιαύτη δυσμενής διακριτική μεταχείριση του να δικαιολογείται από κάποιον αντικειμενικό λόγο. Ότι στις 5.6.2019, η εναγομένη δήλωσε στον ενάγοντα, δια του επικεφαλής της Διεύθυνσης Νομικών Υπηρεσιών της, ότι διακόπτεται η συνεργασία τους, καταγγέλλοντας με τον τρόπο αυτό την μεταξύ τους σχέση, χωρίς, ωστόσο, να του έχει καταβάλει μέχρι σήμερα την νόμιμη αποζημίωση που προβλέπεται στη διάταξη της παρ. 2 του άρ. 46 του Κώδικα Δικηγόρων. Ότι καθ' όλη τη διάρκεια της απασχόλησης του στην εναγομένη υφίστατο ένα διαρκές καθεστώς άνισης μεταχείρισης και εργασιακού εμπαιγμού, με την συνεχή αποπομπή του μπροστά σε κάθε νέο εγχείρημα να προβούν τα διάδικα μέρη στην κατάρτιση έγγραφου ιδιωτικού συμφωνητικού που να αποτυπώνει τους όρους της πραγματικής παροχής υπηρεσιών εκ μέρους του και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις της εναγομένης έναντι αυτού, με την απαξιωτική είσπραξη μειωμένων απολαβών έναντι των συναδέλφων του ωσάν να είναι «εργαζόμενος δεύτερης κατηγορίας», με τον εξευτελιστικό εξαναγκασμό του να προσυπογράψει την υπαγωγή του στη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 9 του Ν. 4387/2016, προκειμένου να λάβει ως αντιστάθμισμα ένα τμήμα από τις οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές του, υποβιβάζοντας τον στην κατηγορία του παρέχοντος μεμονωμένες νομικές υπηρεσίες δικηγόρου με τις συνακόλουθες μισθολογικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τους συναδέλφους του που προστατεύονταν στο πλαίσιο έγγραφης σύμβασης έμμισθης εντολής και με αποκορύφωμα, τον εκδιωγμό του από το εργατικό δυναμικό της εναγομένης, ως απορριπτική ανταπάντηση στη διεκδίκηση των δίκαιων αιτημάτων του. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων, ισχυριζόμενος ότι η μεταξύ αυτού και της εναγομένης σχέση, φέρει το χαρακτήρα της έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία, ζητά να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει α) την νόμιμη αποζημίωση για την καταγγελία της σύμβασης του, ύψους 13.883,31 ευρώ, ήτοι επτά πάγιες αντιμισθίες συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων εορτών και αδείας, καθώς και, εν είδει αστικής ποινής για τη μη καταβολή, τις πάγιες αντιμισθίες του χρονικού διαστήματος μέχρι την συζήτηση της αγωγής, ήτοι το ποσό των 30.600,00 ευρώ, β1) την αναλογία επιδομάτων Πάσχα των ετών 2009 έως 2019, ποσού 850,00 ευρώ ετησίως, β2) την αναλογία επιδομάτων Χριστουγέννων των ετών 2008 έως 2019, ποσού 639,00 ευρώ για το έτος 2008, 1.287,92 ευρώ για το έτος 2019 και 1.700,00 ευρώ ετησίως για έκαστο των ενδιάμεσων ετών, β3) την αναλογία επιδόματος αδείας των ετών 2008 έως 2019, ποσού 340,00 ευρώ για τον πρώτο χρόνο και 850,00 ευρώ για έκαστο των επομένων ετών, ήτοι συνολικά για επιδόματα εορτών και αδείας το ποσό των 37.966,92 ευρώ, γ) το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του ενάγοντος για τα έτη 2009 έως 2016 και 2019, συνολικού ποσού 35.503,95 ευρώ (ως αναλυτικά παρατίθενται σε ετήσια βάση ανά φορέα), τα οποία αναγκάστηκε να καταβάλει εξ ιδίων προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς [το 1/3 εκ του ποσού αυτού, με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης, αφού τέτοιο δόθηκε οικειοθελώς στους λοιπούς δικηγόρους της εναγομένης που απασχολούνται με έγγραφη σύμβαση έμμισθης εντολής], άλλως τα 2/3 του ποσού αυτού, ήτοι το ποσό των 21.866,86 ευρώ, δ) το ποσό των 3.366,00 ευρώ, ως εφάπαξ συνταξιοδοτική παροχή που δικαιούτο να λάβει, κατά την αποχώρηση του, στο πλαίσιο ομαδικού ασφαλιστικού προγράμματος που χρηματοδοτεί η εναγομένη υπέρ όλων των δικηγόρων με έγγραφη έμμισθη εντολή, με επίκληση της αρχή της ίσης μεταχείρισης, ε) το ποσό των 4.000,00 ευρώ, ως επίδομα βρεφονηπιακού σταθμού για τα δίδακτρα της φοίτησης του ανηλίκου τέκνου του στον κατονομαζόμενο παιδικό σταθμό για τα σχολική διετία 2014 έως 2016 (2.000,00 ευρώ το χρόνο), το οποίο η εναγομένη κατέβαλε εξ ελευθεριότητας στους συναδέλφους του με έγγραφη σύμβαση εντολής και κατ7 εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης και στ) το ποσό των 50.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την παράνομη και προσβλητική συμπεριφορά της εναγομένης. Τα παραπάνω ποσά (νόμιμη αποζημίωση, αντιμισθίες, επιδόματα εορτών και αδείας, αναλογίες ασφαλιστικών εισφορών, πρόσθετες οικειοθελείς παροχές, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), συμποσούμενα στο άθροισμα των 175.320,18 ευρώ, ζητεί ο ενάγων με το νόμιμο τόκο από τότε που κατέστησαν απαιτητά, όπως ειδικότερα αναφέρει στην αγωγή του για έκαστο κονδύλιο, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Ζητεί επίσης να κηρυχθεί η απόφαση μερικώς προσωρινό εκτελεστή κατά τις ειδικότερες διακρίσεις και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά του έξοδα. Με το περιεχόμενο αυτό, η κρισιολογούμενη αγωγή αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπο φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 16 αρ. 7,25 παρ. 2, 622 Α παρ. 1 ΚΠολΔ), προς εκδίκαση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρα 614 παρ. 5 στοιχ. α’ 622 Α παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίηση τους με το αρ. 4° του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015). Πλην όμως, η αγωγή τούτη, ως προς το υπό στοιχείο α' αίτημα της περί επιδίκασης της νόμιμης αποζημίωσης λόγω της καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής και των παγίων αντιμισθιών του αιτούμενου χρονικού διαστήματος είναι αόριστη, αφού δεν περιέχει το αναγκαίο για τη θεμελίωση της πραγματικό περιστατικό, αν δηλαδή η καταγγελία έγινε από το αρμόδιο προς τούτο πρόσωπο ή όργανο της εναγομένης, δοθέντος ότι η υπό μη νομιμοποιούμενου προς τούτο προσώπου της εναγομένης ανώνυμης εταιρείας καταγγελία είναι ανυπόστατη και δεν επιφέρει τη λύση της συνδέουσας τα διάδικα μέρη έννομης σχέσης. Δεν συνιστά δε επίκληση του κρίσιμου τούτου γεγονότος, το διαλαμβανόμενο στην αγωγή, ότι η δήλωση περί της λύσης της συνεργασίας των μερών εκφέρθηκε δια στόματος του επικεφαλής της διεύθυνσης νομικών υπηρεσιών της εναγομένης, χωρίς την συνακόλουθη αναγκαία διατύπωση ότι πρόκειται για όργανο διοίκησης αυτής που ενήργησε εντός των ορίων της εξουσίας του, σύμφωνα με τους όρους του καταστατικού της ή φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρασχέθηκε η σχετική εξουσία από το όργανο που τη διοικεί (άρθρα 65, 67, 68 και 70 ΑΚ, 18 παρ. 1, 2 και 22 παρ. 1, 3 του κωδ. Νόμου 2190/1920, 211 επ. και 713 ΑΚ). Επισημαίνεται πάντως πως δεν παρατίθεται στην αγωγή ούτε η πραγματική αλληλουχία των γεγονότων που επισυνέβησαν της καταγγελίας, αν δηλαδή και μετά την καταγγελία της σύμβασης (έστω και από μη νομιμοποιούμενο πρόσωπο της εναγομένης τράπεζας), ο ενάγων τυχόν προσέφερε πράγματι τις υπηρεσίες του σε αυτή, η οποία και τις απέκρουσε, περιελθούσα ούτως σε υπερημερία, οπότε θα ηδύνατο να αξιώσει εξαιτίας της υπερημερίας του δανειστή, τις αντίστοιχες πάγιες αντιμισθίες υπό διαφορετική πλέον νομική θεμελίωση, κατά τα ιστορούμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Πέραν τούτου, η κρισιολογούμενη αγωγή, με το παραπάνω περιεχόμενο, κατά την πιο πάνω κύρια βάση της από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των μισθωτών εκ μέρους του εργοδότη τους και αναφορικά με την πληθώρα των συνεξαρτώμενων κονδυλίων υπό τα στοιχεία γ', δ' και ε', τυγχάνει πλήρως ορισμένη, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του σχετικού αντίθετου ισχυρισμού της εναγομένης, αφού περιέχει όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωση της πραγματικά περιστατικά και δη τις οικειοθελείς παροχές τα συγκεκριμένα πρόσωπα, προς τα οποία χορηγήθηκαν [με επακριβή προσδιορισμό των χαρακτηριστικών τους διακριτικών γνωρισμάτων, ως των δικηγόρων που είχαν συνυπογράφει με την εναγομένη έγγραφη σύμβαση παροχής υπηρεσιών, ώστε να διακρίνονται ευκρινώς και ηχηρά, έναντι των λοιπών συναδέλφων τους δικηγόρων της εναγομένης, χωρίς να καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία περί της ταυτότητας τους, η δε κατονομασία των συγκεκριμένων φυσικών προσώπων που έφεραν την παραπάνω ιδιότητα, αποτελεί πραγματικό ζήτημα που μπορεί να προκύψει αποφασιστικά από την αποδεικτική διαδικασία], και τις εν γένει συνθήκες, υπό τις οποίες παρείχοντο, τα οποία (στοιχεία) δίδουν στην εναγομένη τη δυνατότητα να απαντήσει και στο δικαστήριο να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα τους. Κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή η υπό δίκην αγωγή, τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 ν. 1082/1980, 1, 4, 5 α.ν. 539/1945, 1 ν. 1346/1983, 1 παρ. 3 ν.δ. 4547/1966, 6 ν. 3144/2003 (ΦΕΚ Α 111/8.5.2003), 1 ν. 3302/2004 (ΦΕΚ Α 267/28.12.2004), 3 § 16 του ν.δ. 4504/1966, 6 της από 26.1.1977 ΕΓΣΣΕ- απόφαση Υπ. Εργασίας 4943/1971 (ΦΕΚ Β 60), 8 ν. 549/1977, Κοινές Αποφάσεις Υπ. Οικονομικών και Εργασίας 19040/1981 (ΦΕΚ Β 742), 12921/1981 (ΦΕΚ Β 212)], 24 παρ. 2 του Ν. 1868/1989, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 37§1 του Ν. 2145/1993, 22 παρ. 1 του Συντάγματος, 288 του ΑΚ και 141 της Συνθήκης της EE., καθώς επίσης και σε εκείνες των άρθρων 63 παρ. 4 περ. α\ 92 παρ. 2, 92 Α παρ. 1 του τέως Κώδικα περί Δικηγόρων - ΝΔ 3026/1954, υπό την ισχύ του οποίου καταρτίστηκε και λειτούργησε αρχικά η ένδικη σύμβαση, όπως οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 92 και 92 Α του Κώδικα αυτού ίσχυσαν μετά την αντικατάσταση τους με τα άρθρα 39 παρ. 2 του Ν. 4111/2013 (ΦΕΚ Α 18/25-1-2013) και με την υποπαράγραφο ΙΓ.1. υποπερ. 8.β. του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α 222/12- 11-2012) αντίστοιχα, ως και στη διάταξη του άρθρου 44 παρ. 1 του νέου Κώδικα Δικηγόρων - Ν. 4194/2013 (ΦΕΚ Α 208/27-9-2013) αναφορικά με το μετά την 28/9/2013 χρονικό διάστημα, 341,345,346, 361 ΑΚ, 176, 907 και 908 παρ. 1 ΚΠολΔ. Εξάλλου, μη νόμιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο είναι το υπό στοιχείο στ' αίτημα καταβολής του προαναφερόμενου ποσού ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο ενάγων εκ της μη καταβολής των αιτουμένων κονδυλίων, καθόσον μόνον η μη πληρωμή των νόμιμων αποδοχών δεν συνιστά αδικοπραξία, διότι η παράλειψη του υπόχρεου προς πληρωμή αυτών δεν οδηγεί σε απώλεια τους, ώστε ο δικαιούχος να υφίσταται περιουσιακή ζημία, αλλά αντιθέτως, ο τελευταίος μπορεί να τα διεκδικήσει με ευθεία αγωγή (ΑΠ 259/1981 ΝοΒ 29.1486, ΕφΑΘ 7982/2000 ΕλλΔνη 2002.806, ΕφΘεσ 3200/1998 ΔΕΕ 1999.429).

 

Ειδικότερα, η παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων μπορεί να θεμελιώσει αξίωση του εργαζομένου προς αποζημίωση κατά τα άρθρα 914, 927 και 298 ΑΚ μόνο για τη ζημία που υπέστη από το ως άνω αδίκημα, δηλαδή από την υπαίτια καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του - η οποία καλύπτεται καταρχήν από τους οφειλόμενους, σε κάθε περίπτωση, τόκους υπερημερίας (άρθρα 345,346 ΑΚ) - και όχι για την πληρωμή των ίδιων των αποδοχών, έστω και αν ζητούνται ως αποζημίωση (βλ. πάγια νομολογία, ΑΠ 1017/2008 ΝοΒ 2008.2139, ΑΠ 1436/2002 ΕλλΔνη 2004.757, ΕφΙωαν 264/2006 ΕΕργΔ 2007.93. ΕφΠειρ 892/2005 ΠειρΝομ 2005.507), μόνη δε η άκυρη απόλυση του μισθωτού, είτε για τυπικούς λόγους, είτε λόγω παράβασης του άρθρου 281 ΑΚ, δεν συνιστά καθαυτή προσβολή της προσωπικότητας αυτού, ώστε να μπορεί να θεμελιώσει κατά τα άρθρα 59 και 932 του ΑΚ αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΕφΑθ 5592/1999 ΕλλΔνη 2000.1402). Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, εφόσον καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το με κωδικό … ηλεκτρονικό παράβολο δικαστικού ενσήμου και το από 3-11-2020 αποδεικτικό εξόφλησης e-παραβόλου της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος).

 

Με το από 22.10.2020 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2020 συνεκδικαζόμενο δικόγραφο, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, του οποίου ο ενάγων είναι μέλος, επικαλούμενος το έννομο συμφέρον του, άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ αυτού (του ενάγοντος) και κατά της εναγομένης και ζήτησε να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί του υπέρ ου η παρέμβαση, προς το σκοπό της παραδοχή της ένδικης αγωγής και να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Η ως άνω πρόσθετη αυτή παρέμβαση ασκήθηκε παραδεκτά, ήτοι με ιδιαίτερο δικόγραφο και εμπρόθεσμα, κατ' άρθρο 591 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠολΔ (βλ. τις υπ' αριθμ. Γ-./23.10.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ... και ./23.10.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ..., προς τον υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση- ενάγοντα και την καθ' ης η πρόσθετη παρέμβαση - εναγομένη, αντίστοιχα, τις οποίες προσκομίζει με επίκληση το προσθέτως παρεμβαίνον). Το έννομο συμφέρον του επαγγελματικού αυτού Σωματείου είναι προφανές, αφού ο Σύλλογος αυτός έχει τόσον υλικό όσον και ηθικό συμφέρον στην τήρηση των θεσπιζόμενων διατάξεων που αφορούν τα μέλη του προς κατοχύρωση του δικηγορικού επαγγέλματος. Είναι δε νόμιμη η παρέμβαση, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 68, 80 και 81 του ΚΠολΔ) και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της.

 

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 250 περίπτ. 11 του ΑΚ, σε πενταετή παραγραφή υπόκειται οι αξιώσεις των δικηγόρων, των συμβολαιογράφων και των δικαστικών επιμελητών, για τις αμοιβές και για τις δαπάνες τους, κατά δε τα άρθρα 251 και 253 του ΑΚ, η παραγραφή των παραπάνω αξιώσεων αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο γεννήθηκε κάθε περιοδική παροχή και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της (ΑΠ 440/2000). Σύμφωνα δε με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 247, 249, 250, 251, 261, 270, 272, 277 ΑΚ, 215 παρ. 1, 221 παρ. Ια' και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, για το ορισμένο της ενστάσεως παραγραφής, πρέπει να αναφέρονται ο χρόνος κατά τον οποίο γεννήθηκε η αξίωση, το χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής και ο χρόνος επιδόσεως της αγωγής, προκειμένου να διαπιστωθεί αν, με αφετηρία το ανωτέρω χρονικό σημείο και μέχρι της επιδόσεως της αγωγής, από της οποίας διακόπτεται η παραγραφή, συμπληρώθηκε ο χρόνος αυτής. Διαφορετικά, σε περίπτωση, δηλαδή, μη αναφοράς των ανωτέρω στοιχείων, ο ισχυρισμός περί παραγραφής της διωκόμενης με την αγωγή αξιώσεως είναι ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως και, επομένως, απορριπτέος ως αόριστος (ΕφΙωανν 302/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ως προς την υποχρέωση αναφοράς του αφετηρίου σημείου της παραγραφής για την ορισμένη προβολή τοιαύτης ενστάσεως βλ. και ΑΠ 7/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Προσέτι, από την διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ συνάγεται ότι η άσκηση του δικαιώματος θεωρείται ως καταχρηστική και όταν ο δικαιούχος δημιούργησε με τη συμπεριφορά του την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δε θα ασκήσει πλέον το δικαίωμα του, εις τρόπον ώστε η παρά ταύτα άσκηση του, που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, επάγεται δε επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο, να αντίκειται στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής καλή πίστη θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου (ΟλΑΠ 2101/1984, ΑΠ 38/2015,207/2014). Τέτοια περίπτωση καταχρηστικής άσκησης υπάρχει όταν ο δικηγόρος, ενώ γνωρίζει ότι η νόμιμη μηνιαία αμοιβή για την παροχή των νομικών υπηρεσιών του, είναι, σύμφωνα με τη διάταξη που προαναφέρθηκε, και την καθορίζει, μεγαλύτερη, ζητεί παρόλα αυτά, από τον εντολέα του (που αγνοεί το γεγονός αυτό και τη σχετική για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής υποχρέωση του) και εισπράττει, χωρίς οποιαδήποτε διαμαρτυρία ή αντίρρηση, μικρότερη κατά μήνα αντιμισθία, επιτυγχάνοντας έτσι την κατάρτιση της σύμβασης και δημιουργώντας με τη συμπεριφορά του αυτή, αφενός μεν την εύλογη πεποίθηση στον εντολέα του ότι δεν οφείλει για την αμοιβή του άλλο ποσό από εκείνο που συμφωνήθηκε, αφετέρου δε μία πραγματική κατάσταση, η ανατροπή της οποίας με την πληρωμή του αιτούμενου ποσού θα προκαλούσε στον τελευταίο απρόβλεπτη και αδικαιολόγητη οικονομική ζημία (ΑΠ 1270/2015, ΑΠ 565/2004, ΑΠ 1040/2004).

 

Η εναγομένη, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο, προβάλλει ενστάσεις που καταχωρήθηκαν επιγραμματικά στα οικεία πρακτικά, όπως αναλύονται περισσότερο με τις έγγραφες προτάσεις που νόμιμα και εμπρόθεσμα κατέθεσε, και αρνήθηκε την αγωγή ως νόμω και ουσία αβάσιμη. Ειδικότερα, η εναγομένη προτείνει σε συμψηφισμό προς τις ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος για τα επιδόματα εορτών και αδείας τις ασφαλιστικές εισφορές το επίδομα βρεφονηπιακού σταθμού και την εξαγορά του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ανταπαίτησή της, απορρέουσα από την εκ μέρους της καταβολή σε αυτόν του συνολικού ποσού των 22.634,50 ευρώ, όπως τούτο επιμερίζεται σε έκαστο των ετών της απασχόλησης του ενάγοντος στη νομική της υπηρεσία, ως επιπρόσθετη της πάγιας τοιαύτης ιδιαίτερη αμοιβή που εισέπραξε ο ενάγων για τη μεμονωμένη και αποσπασματική δικαστική εκπροσώπηση της κακισούται προς το άθροισμα της ονομαστικής αξίας των οικείων γραμματίων προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής. Ο ανωτέρω ισχυρισμός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 440 επ. και 664 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Επιπρόσθετα, η εναγομένη προβάλλει τον ισχυρισμό ότι οι αξιώσεις του ενάγοντος, οι οποίες αφορούν στα έτη που προηγούνται του 2015, έχουν υποκύψει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αρ. 11 ΑΚ, καθόσον από το χρόνο που γεννήθηκαν μέχρι την 31.7.2020 που επιδόθηκε η ένδικη αγωγή, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας. Ωστόσο, ενόψει των όσων προεκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη, η περί παραγραφής ένσταση της εναγομένης είναι αόριστη, καθόσον δεν διαλαμβάνεται το απαραίτητο για την πληρότητα και το ορισμένο αυτής αφετήριο σημείο της παραγραφής για καθ' έκαστο κονδύλιο της αγωγής και εντεύθεν πρέπει να απορριφθεί. Ακόμη, η εναγομένη, σε απόκρουση της αγωγής αυτής ισχυρίσθηκε κατ' ένσταση ότι το δικαίωμα του ενάγοντος προς διεκδίκηση των εν λόγω κονδυλίων ασκείται καταχρηστικά, καθώς ο ανωτέρω επί μακρό χρόνο και δη καθ' όλη τη διάρκεια της απασχόλησης του ως ελεύθερος συνεργάτης με την εναγομένη εισέπραττε αδιαμαρτύρητα και αναντίρρητα τη συμφωνηθείσα αμοιβή του, αλλά και επιμίσθιο για τις παραστάσεις του στα δικαστήρια, ενώ τέτοια πρόσθετη αμοιβή δεν προβλεπόταν για τους εν παγία αντιμισθία εργαζόμενους, χωρίς ουδέποτε να διατυπώσει οποιαδήποτε επιφύλαξη σχετικά με το ύψος των καταβληθέντων, και χωρίς να οχλήσει ποτέ την εναγομένη, αξιώνοντας την καταβολή των υψηλότερων νομίμων αποδοχών δυνάμει σύμβασης έμμισθης εντολής, γνωστοποιώντας της ταυτόχρονα και το προβλεπόμενο στο νόμο ποσό αυτών, τούτο δε δεν το έπραξε ούτε κατά την εκούσια λύση της συνεργασίας του με την εναγομένη, παρά το πρώτον, ένα έτος αργότερα, με αποτέλεσμα εκ της προαναφερθείσας συμπεριφοράς του να δημιουργηθεί σ' αυτήν η εύλογη πεποίθηση ότι δεν του οφείλεται για τις υπηρεσίες που της προσέφερε άλλο ποσό πέραν του συμφωνηθέντος και ότι ουδέποτε θα επεδίωκε στο μέλλον την καταβολή του, αλλά και να παγιωθεί μία πραγματική κατάσταση, η ανατροπή της οποίας με την πληρωμή των αιτουμένων αγωγικών κονδυλίων, θα προκαλούσε στην ίδια απρόβλεπτη και αδικαιολόγητη οικονομική ζημία. Με το παραπάνω περιεχόμενο ο ισχυρισμός τούτος είναι νόμιμος ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

 

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων (ενός από κάθε πλευρά), ..., που καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, από τις υπ' αριθμούς ... και .../30.10.2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ..., αντίστοιχα, οι οποίες εδόθησαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ... με μέριμνα του ενάγοντος μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου του δυνάμει της υπ' αριθμόν .../26.10.2020 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ..., από τις υπ' αριθμούς .../2.11.2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ..., αντίστοιχα, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ... που ελήφθησαν επιμέλεια της εναγομένης κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων της δυνάμει των υπ' αριθμούς .../27.10.2020 εκθέσεων επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., την υπ' αριθμόν .../6.11.2020 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος της εναγομένης, ... ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., η οποία ελήφθη κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος με σχετική δήλωση -πρόσκληση που αναπτύχθηκε προφορικά από τον πληρεξούσιο της εναγομένης κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και καταχωρήθηκε στα οικεία πρακτικά (ο οποίος ενάγων παρέστη κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης), από το σύνολο όλων των εγγράφων ανεξαιρέτως που οι διάδικοι νομότυπα επικαλούνται και προσκομίζουν, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 339 ΚΠολΔ), ανεξάρτητα από ποιον διάδικο έχουν προσκομιστεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 346 ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της κοινότητας των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 994/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (αρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, έχοντας λάβει άδεια άσκησης επαγγέλματος Δικηγόρου,· κατόπιν εξετάσεων, το έτος 2002, όταν και εγγράφηκε στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με αριθμό . και ήδη Δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω, συνήψε με την ανωτέρω ιδιότητα του, την 1η Οκτωβρίου 2008 προφορικά με την εναγομένη τραπεζική εταιρεία σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου επί παγία αντιμισθία που συμφωνήθηκε καταβλητέα την 6η ημέρα εκάστου ημερολογιακού μηνός και ορίστηκε καθ' όλη τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης των μερών στο ποσό των 1.700,00 ευρώ, πλέον της νόμιμης επιβάρυνσης του Φ.Π.Α., που επιρρίπτετο στην εργοδότρια εναγομένη, με αντικείμενο την παροχή νομικών υπηρεσιών στο αντικείμενο της τραπεζικής δραστηριότητας που ανέπτυσσε. Ούτως ο ενάγων αρχικά, το έτος 2008, εντάχθηκε στη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών - Υποδιεύθυνση Νομικής Υποστήριξης Τραπεζικών Εργασιών και Νομιμοποιήσεων της εναγομένης που έδρευε τότε στην οδό ... ενώ, μετά την συνένωση των επιμέρους νομικών υπηρεσιών της εναγομένης σε μία ενιαία Γενική Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών (ΓΔΝΥ) που επήλθε το έτος 2014, μεταστεγάστηκε στην τότε νεοσύστατη Διεύθυνση Σχέσεων με Αρχές και Φορείς του Δημοσίου, στον 7° όροφο του κείμενου επί της οδού ... κτιρίου της τράπεζας ενόψει και της εξειδίκευσης του με μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών από γαλλικό πανεπιστήμιο (PARIS I) στο γνωστικό αντικείμενο του Δημοσίου Δικαίου. Κατ' εφαρμογήν των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, η εναγομένη απασχολούσε καθημερινά, κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας (πλην Σαββάτου και Κυριακής) από ώρα 9.00 έως ώρα 19.00 ημερησίως ως δικηγόρο τον ενάγοντα, ο οποίος και είχε επιφορτιστεί με την εκτέλεση των διάφορων νομικών υπηρεσιών που κάθε φορά του ανατίθεντο από τους εκάστοτε διευθυντές των υποδιευθύνσεων των νομικών υπηρεσιών της εναγομένης με τη χρήση της υποδομής και του εξοπλισμού που εκείνη του διέθετε. Ειδικότερα, στα καθήκοντα του περιλαμβάνονταν: 1) Η ανάθεση και ο συντονισμός των δικαστικών υποθέσεων αναφορικά με τους κατ' αποκοπή συνεργαζόμενους δικηγόρους της εναγομένης για την προάσπιση των εννόμων συμφερόντων της σε σχέση με την έγερση ενδίκων βοηθημάτων σε ολόκληρη την επικράτεια.

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ενάγων έφερε την ιδιότητα του «συντονιστή» δικηγόρου, κατά την οικεία σημειολογία της εναγομένης, ήτοι το ρόλο του συνδετικού διαμεσολαβητή μεταξύ της εναγομένης και των εξωτερικών συνεργατών της για τη διεκπεραίωση υποθέσεων εκτός της έδρας αυτής, αναλαμβάνοντας όχι μόνον το καθήκον της επιλογής των κατάλληλων επαγγελματιών, αλλά και την γενικότερη εποπτεία όλων των απαιτούμενων προς ευόδωση εκάστης νομικής ενέργειας - δικαστικής ή εξώδικης - εργασιών στον τομέα της ευθύνης του  2) Η κατεύθυνση του χειρισμού των υποθέσεων επιβολής διοικητικών προστίμων σε βάρος της εναγομένης με τη σύνταξη γνωματεύσεων περί της ευδοκίμησης ή μη τυχόν ασκούμενων ενδίκων βοηθημάτων επί σκοπώ διαγραφής τούτων προς όφελος των συμφερόντων της τράπεζας και εισηγήσεων περί της προσφορότερης νομικής αντιμετώπισης τους καθώς και η επιλογή και η εντολή διεκπεραίωσης των υποθέσεων προς εξωτερικούς δικηγόρους της επαρχίας  3) Η σύνταξη και η υποβολή προς τα αρμόδια στελέχη των οικονομικών υπηρεσιών της τράπεζας εγγράφων προβλέψεων πιθανοτήτων σε σχέση με την ανάκτηση ποσών από επιβληθέντα σε βάρος της εναγομένης πρόστιμα, κατά των οποίων είχαν ασκηθεί ένδικα βοηθήματα και ο προσδιορισμός της εσωτερικής μονάδας της τράπεζας, στον προϋπολογισμό της οποίας επρόκειτο να καταλογιστεί το κόστος του εκάστοτε προστίμου  4) Η επιμέλεια των διοικητικών υποθέσεων του τμήματος του, δηλαδή η συγκέντρωση και η αποστολή όλων των νομιμοποιητικών εγγράφων της εναγομένης τράπεζας προς τους συνεργαζόμενους δικηγόρους ανά την επικράτεια, προκειμένου να παρίστανται νομότυπα ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων και να την εκπροσωπούν κατά τους νόμιμους τύπους (ΦΕΚ νομιμοποίησης, εκπροσώπησης, πληρεξούσια και εξουσιοδοτήσεις)  5) Η σύνταξη δικογράφων και διοικητικών προσφυγών και η δικαστική εκπροσώπηση της εναγομένης ενώπιον των αρμόδιων πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων για την διαφύλαξη των εννόμων συμφερόντων της. Για την τοιαύτη ενασχόληση του εισέπραττε επιμίσθιο συγκείμενο εκ της ονομαστικής αξίας των εκάστοτε εκδιδομένων επ' ονόματι του γραμματίων προείσπραξης δικηγορικών αμοιβών του ΔΣΑ · 6) Η επικοινωνία με τους προϊσταμένους του, μέσω του διαδικτύου ή τηλεφωνικά, αλλά και σε δια ζώσης συναντήσεις μαζί τους για την ενημέρωση αυτών περί της πορείας των υποθέσεων της εναγομένης και της τελικής έκβασης τους, την λήψη κατευθύνσεων επί των εκάστοτε διαδικαστικών ζητημάτων και της χρονικής οργάνωσης του προγράμματος σχετικά με τις εργασίες που έχρηζαν διεκπεραίωσης. Ως προεκτέθηκε, ο ενάγων, από την πρόσληψη του έως την διακοπή της εργασίας του στο κατάστημα της εναγομένης, περί τα μέσα του έτους 2019, απασχολήθηκε ως δικηγόρος με τους προαναφερθέντες όρους και συνθήκες με πλήρες ημερήσιο ωράριο, από ώρα 9.00 έως ώρα 19.00, διεκπεραιώνοντας για λογαριασμό της εναγομένης δικηγορικές εργασίες τις οποίες οι εκάστοτε διευθυντές του τμήματος του ανέθεταν και τις οποίες ανεπιφύλακτα αναλάμβανε, αναλώνοντας τον εργάσιμο χρόνο του αποκλειστικά στην προάσπιση των συμφερόντων της εναγομένης, που του απορροφούσαν το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας του, μην αναλαμβάνοντας, επομένως, προσωπικές υποθέσεις ελλείψει χρόνου προς τούτο. Επιπλέον, η παροχή των υπηρεσιών του ενάγοντος προς την εναγομένη γίνονταν αποκλειστικά στο προοριζόμενο για την στέγαση της Διεύθυνσης Νομικών Υπηρεσιών της τελευταίας κατάστημα, με τη χρήση της υποδομής και του εξοπλισμού που αυτό διέθετε, αλλά και με την αρωγή των λοιπών προσώπων, τα οποία επίσης εργάζονταν εκεί κατά περιόδους, ως γραμματείς ή δικηγόροι, για την απαραίτητη προετοιμασία των εκάστοτε ανακυψάντων νομικών ζητημάτων, αλλά και δευτερευόντως εκτός του γραφείου με την απασχόληση του σε παραστάσεις ενώπιον των δικαστικών αρχών και για τη διεκπεραίωση εξωτερικών εργασιών. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον η απασχόληση του ενάγοντος στη διεύθυνση νομικών υπηρεσιών της εναγομένης απορροφούσε το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινής του δραστηριότητας και τελούσε υπό τον έλεγχο και την εποπτεία της δια των ορισθέντων ως διευθυντών και προϊσταμένων των αρμόδιων τμημάτων, οι οποίοι του παρείχαν οδηγίες και κατευθύνσεις και είχαν τον τελικό λόγο στην φύση και το νομικό χειρισμό των υποθέσεων που του ανέθεταν, η σχέση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν αυτή της έμμισθης εντολής με πλήρη απασχόληση με πάγια μηνιαία αντιμισθία, μεταξύ της εναγομένης, ως εντολέως και του ενάγοντος ως εντολοδόχου, της σύμβασης αυτής ρυθμιζόμενης από τις οικείες διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, και όχι αυτή του συνεργάτη δικηγόρου, ήτοι του απλώς συστεγαζόμενου στο οικείο κατάστημα της εναγομένης, ο οποίος παρείχε κάποιες μεμονωμένες νομικές υπηρεσίες προς τούτη, έναντι μηνιαίας αμοιβής κατ' αποκοπήν. Η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου περί των όρων και των συνθηκών της παροχής από πλευράς του ενάγοντος των νομικών του υπηρεσιών και του είδους της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσας σύμβασης ως έμμισθης εντολής δικηγόρου επιρρωνύεται ιδίως από το περιεχόμενο των όσων κατέθεσε στο ακροατήριο ενόρκως ο μάρτυρας απόδειξης, ..., ο οποίος, έχων την ιδιότητα του δικηγόρου που παρείχε τις νομικές του υπηρεσίες προς την εναγομένη δυνάμει έγγραφης σύμβασης έμμισθης εντολής, κατά σύγχρονο - ως επί τω πλείστον - χρονικό διάστημα, διατηρώντας μάλιστα όμορα γραφεία επί περίπου ένα και ήμισυ έτος στον 7° όροφο του κείμενου επί της οδού ... καταστήματος, διατηρεί προσωπική αντίληψη επί του αποδεικτέου. Η ίδια εκδοχή της καθημερινότητας στην απασχόληση του ενάγοντος στην νομική υπηρεσία της εναγομένης υποστηρίχθηκε στις ένορκες καταθέσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ... των μαρτύρων του ενάγοντος, ..., οι οποίοι δεν συνδέονται με φιλική ή συγγενική σχέση με τον ενάγοντα και έχουν ιδίαν αντίληψη περί των όσων ανέφεραν, καθώς άπαντες πτυχιούχοι Νομικής Σχολής απασχολήθηκαν στην νομική υπηρεσία της εναγομένης ως δικηγόροι, κατά περιόδους που εν πολλοίς συμπίπτουν με το χρονικό διάστημα κατά το οποίο εργάσθηκε εκεί και ο ίδιος ο ενάγων. Το απαρέγκλιτο καθημερινό ωράριο εργασίας τουλάχιστον οκτάωρης διάρκειας το οποίο εφαρμοζόταν ως προς το σύνολο των δικηγόρων που διατηρούσαν γραφείο εντός του κτιρίου της τράπεζας αποδεικνύεται, εξάλλου, με ενάργεια και αναντίρρητα, από το περιεχόμενο των εγγράφων εσωτερικής αλληλογραφίας που σε ανυποψίαστους χρόνους αντάλλασσαν μεταξύ τους οι εκάστοτε διευθυντές του τμήματος ή οι δικηγόροι για τη διεκπεραίωση αντικειμένων εργασίας όπου πρόδηλα καταδεικνύεται συστηματική προώθηση της αρχής της τήρησης ωραρίου εργασίας ως προς τον ενάγοντα, ως ίσχυε και για τους λοιπούς δικηγόρους απασχολούμενους σε καθεστώς έγγραφης σύμβασης έμμισθης εντολής. Ειδικότερα, η συμβατική δέσμευση του ενάγοντος αναφορικά με την υποχρέωση καθημερινής προσέλευσης και παραμονής κατ' ελάχιστο αριθμό εργατοωρών στο κατάστημα της εναγομένης προδίδεται από πληθώρα προσκομιζομένων εκ μέρους του ιδίου εγγράφων ανταλλαγής ηλεκτρονικής αλληλογραφίας με τη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών (διευθυντές, υποδιευθυντές, γραμματείς), όπου κατά περίπτωση γίνεται αποδέκτης μηνυμάτων, με τα οποία α) ενημερώνεται για το εναπομείναν υπόλοιπο αδιάθετων ημερών αδείας αναπαύσεως κατ' έτος καθώς και τις ακριβείς ημεροχρονολογίες της ήδη χορηθείσας τοιαύτης, που έχει πλέον εξαντληθεί, β) του απευθύνονται συστάσεις για την αποφυγή της σύμπτωσης των θερινών διακοπών του με τους συναδέλφους του δικηγόρους και της ανάληψης δεσμεύσεων προς τρίτους πριν την οριστική έγκριση από την υπηρεσία των επιθυμητών ημερών αδείας, γ) λαμβάνει σαφείς οδηγίες για τον τρόπο υποβολής αιτήματος χορήγησης ειδικής εκλογικής άδειας, με τη σύσταση να συνυποβάλλει το έντυπο τυχόν διορισμού του ως δικαστικού αντιπροσώπου και δ) γίνεται αποδέκτης προσωπικών ερωτημάτων για την ώρα επιστροφής στο γραφείο του κατόπιν της περαίωσης εξωτερικών δραστηριοτήτων επί σκοπώ συμπλήρωσης του τηρούμενου «παρουσιολογίου», καθώς και παρατηρήσεων ως προς την ακριβή ώρα της πρωινής προσέλευσης και την πιστή τήρηση μεσημεριανού διαλείμματος μισής ώρας κατά μέγιστη διάρκεια. Ανεξάρτητα από το νομότυπο της υπόταξης του δικηγόρου σε αυστηρό χρονικό πλαίσιο που προδίδει παράνομη υπαλληλοποίησή του, πάντως είναι γεγονός ότι τούτη η συνθήκη του εργασιακού περιβάλλοντος του ενάγοντος ήταν κοινή και απαράλλαχτη και για τους δικηγόρους που η εναγομένη τράπεζα λόγιζε ως εσωτερικούς τοιούτους, έχοντας μεριμνήσει για την ρύθμιση της μεταξύ των επαγγελματικής σχέσεως στο πλαίσιο έγγραφης σύμβασης παγίας αντιμισθίας.

 

Σημειωτέον ότι οι ανωτέρω παραδοχές του παρόντος Δικαστηρίου δεν αναιρούνται από την ένορκη επ' ακροατηρίου κατάθεση της μάρτυρος της εναγομένης, ..., και τις ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ... της ..., του ..., του ... και της ..., οι οποίες, καταρχάς, λόγω της επαγγελματικής σχέσης των μαρτύρων αυτών με την εναγομένη, δεν κρίνονται αξιόπιστες και αντικειμενικές. Πέραν τούτης της γενικευμένης αξιολόγησης του επαγγελματικού στάτους των άνωθεν μαρτύρων ανταπόδειξης η αδυναμία άντλησης βάσιμων αποδεικτικών πορισμάτων από το περιεχόμενο των καταθέσεων τους ερείδεται και επί των εξής διαπιστώσεων: α) Παρά την επισταμένη προσπάθεια της ..., η οποία ασκεί διοικητικής φύσης καθήκοντα, να διαφοροδιαγνώσει τους απασχολούμενους δικηγόρους στην εναγομένη σε τρεις διακριτές κατηγορίες, ήτοι τους εν παγία αντιμισθία εργαζόμενους και τους εξωτερικούς συνεργάτες, διακρινόμενων περαιτέρω των τελευταίων, αφενός μεν στους διατηρούντες εσωτερικό προσωπικό γραφείο στο κατάστημα της εναγομένης, αφετέρου δε στους στερούμενους τοιαύτης δυνατότητας συστέγασης μετά των υπολοίπων και να υπεραμυνθεί της αδέσμευτης από χρονικούς περιορισμούς παροχής της εργασίας απάντων, ως συνάδει προς την εν γένει φύση του δικηγορικού λειτουργήματος, πλην όμως παρέλειψε να κατονομάσει έστω και έναν κρίσιμο παράγοντα διαφορετικής εργασιακής συνθήκης μεταξύ των δύο πρώτων κατηγοριών δικηγόρων, ώστε να διακριθεί η θέση του ενάγοντος, ως φερόμενου εξωτερικού συνεργάτη, εν σχέση προς τους εσωτερικούς δικηγόρους της τράπεζας και να δικαιολογηθεί με τον τρόπο αυτό η αποστέρηση του από τις μισθολογικές προσαυξήσεις που αποδίδονταν αποκλειστικά στους τελευταίους εκ μέρους της εναγομένης, β) Αντίστοιχα, η εκ των μαρτύρων, ..., Διευθύντρια της Διεύθυνσης Νομικής Υποστήριξης Τραπεζικής Μικρών Επιχειρήσεων της εναγομένης, εστιάζει την κατάθεση της στην αιτιολόγηση της κοινής μεταχείρισης του ενάγοντος με τους εσωτερικούς δικηγόρους εκ μέρους της εργοδότριας εναγομένης, αναφορικά με την παραχώρηση προσωπικού χώρου γραφείου και εξοπλισμού στις εγκαταστάσεις της, ανάγοντας την πρακτική τούτη στην μέριμνα της τελευταίας για την μη εξαγωγή και εντεύθεν απώλεια κρίσιμων εγγράφων που χειρίζονται οι εξωτερικοί συνεργάτες, χωρίς ωστόσο, να δικαιολογεί επαρκώς σε τι συνίσταται η φύση των εγγράφων που μελετούσε σε συστηματική βάση ο ενάγων, αλλά ούτε και πώς συνάδει η τοιαύτη απαίτηση (της εσωτερικής μόνο διακίνησης των πολύτιμων τούτων αρχείων) προς την ισότιμα υποστηριχθείσα πεποίθηση ότι ο ενάγων δεν υποχρεωνόταν σε εισέλευση στο κατάστημα της εναγομένης. Σημειωτέον, πως η διαπίστωση της ιδίας ότι ο ενάγων ουδέποτε εμφανίστηκε στο γραφείο του πριν τις 12.00 ή 13.00 έρχεται σε κατάδηλη αντίφαση προς το σύνολο της προσκομιζόμενης έγγραφης αλληλογραφίας, απ' όπου συνάγεται η ανελαστική υποχρέωση του (ομού μετά των υπολοίπων συναδέλφων του) για καθημερινή προσέλευση στο χώρο παροχής της εργασίας του την 9η πρωινή, γ) Η ένορκη βεβαίωση του ..., Γενικού Διευθυντή Νομικών Υπηρεσιών της εναγομένης, ουδόλως συμβάλλει αποδεικτικά προς την κατεύθυνση της χάραξης σαφών ορίων ανάμεσα στις φερόμενες ως διακριτές κατηγορίες δικηγόρων της εναγομένης (δικηγόροι με πάγια αντιμισθία - εξωτερικοί συνεργάτες), εμμένοντας στερεοτυπικά στα γραφειοκρατικά κριτήρια της διαδικασίας πρόσληψης των πρώτων που στερούνται οι δεύτεροι και σε ζητήματα μισθοδοσίας ήτοι σε παράγοντες χωρίς ουσιαστική αποδεικτική βαρύτητα για τις ερευνώμενες κρίσιμες εργασιακές συνθήκες και τους όρους παροχής των δικηγορικών υπηρεσιών, ζητήματα επί των οποίων ουδέν παραθέτει. Ούτε όμως η παραπάνω κρίση, ότι δηλαδή ο ενάγων απασχολήθηκε από την εναγομένη στις εγκαταστάσεις των νομικών υπηρεσιών της κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα ως έμμισθος δικηγόρος με πάγια μηνιαία αντιμισθία και όχι ως συνεργαζόμενος δικηγόρος με μηνιαία κατ' αποκοπήν αμοιβή, κατά τον αρνητικό της αγωγής σχετικό ισχυρισμό της εναγομένης αναιρείται εκ του γεγονότος ότι ο ανωτέρω δεν ανέφερε ότι απασχολείται ως έμμισθος δικηγόρος στις ετήσιες δηλώσεις που υπέβαλλε στον Δικηγορικό Σύλλογο, ούτε και είχε ενημερώσει περί αυτού τα ασφαλιστικά του ταμεία, ενώ δεν είχε γνωστοποιήσει την πρόσληψη του δυνάμει τέτοιας σύμβασης στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, όπως υποχρεούτο, παράλειψη, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης αλλά επισύρει πειθαρχική ποινή (βλ σχετ. ΑΠ 653/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ούτε το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε κάθε μήνα έντυπες αποδείξεις για το ποσό που του κατέβαλε μηνιαίως η εναγομένη (1.700,00 ευρώ), στις οποίες περιλάμβανε αντιστοίχιση τμημάτων της αμοιβής του προς το κόστος των παρασχεθεισών υπηρεσιών του ανά Διεύθυνση - Μονάδα της τράπεζας αποτελεί ένδειξη για κατ7 αποκοπή προσφορά εργασίας ως διατείνεται η εναγομένη. Αλλά ούτε και το γεγονός ότι ο ενάγων πέραν του παγίου ποσού των 1.700,00 ευρώ που ελάμβανε ως αμοιβή μηνιαίως από την εναγομένη, εισέπραττε ως επιμίσθιο, επιπρόσθετο χρηματικό ποσό ισόποσο προς την ονομαστική αξία των προεισπράξεων που εξέδιδε για το νομότυπο της παράστασης του σε δικαστήρια για την προάσπιση των συμφερόντων της εναγομένης, για το οποίο, συμπλήρωνε και υπέγραφε ξεχωριστές χειρόγραφες αποδείξεις, στις οποίες αναφέρεται ρητά η αιτία της είσπραξης, λόγου χάριν ότι το αναγεγραμμένο ποσό εισπράττεται για «παράσταση» ενώπιον του εκάστοτε αρμόδιου δικαστηρίου, με συνοδεία έντυπου λογαριασμού νομικών εξόδων, επιρρωνύει κρίση υπέρ της ιδιότητας του ως αμειβόμενος κατ’ αποκοπή, διότι άπασες οι αποδείξεις συντάσσοντο και υπογράφοντο εξ ανάγκης με το συγκεκριμένο περιεχόμενο από τον ενάγοντα, ο οποίος δεν αντιδρούσε στη διατύπωση αυτή που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, προκειμένου να διατηρήσει την εργασιακή του θέση. Αναφορικά με το κρίσιμο για τον υπολογισμό της διάρκειας της συνδέουσας τους διαδίκους συμβατικής σχέσης ζήτημα της λύσης της τοιαύτης συνεργασίας λεκτέα τα ακόλουθα: Ο ενάγων τοποθετεί το καταληκτικό χρονικό σημείο αυτής στην 5/6/2019, ημεροχρονολογία κατά την οποία περιήλθε στον ίδιο, κατά τους ισχυρισμούς του, η διατυπωθείσα δια στόματος του Διευθυντή των Νομικών Υπηρεσιών, καταγγελία της σύμβασης του, ως κατακλείδα της αταλάντευτης και άκαμπτης άρνησης της εναγομένης να ικανοποιήσει τα δίκαια μισθολογικά του αιτήματα, τα οποία ο ίδιος επίμονα και επιτακτικά πλέον έθετε υπόψη των προϊσταμένων του φυσικών προσώπων. Η εναγομένη αντιτείνει ότι ουδέποτε εχώρησε εκ μέρους της καταγγελία της εργασιακής σχέσης τουναντίον ο ενάγων αποχώρησε οικειοθελώς παύοντας οριστικά την διεκπεραίωση των επαγγελματικών καθηκόντων του, περί το τέλος Μαΐου του έτους 2019, ως ανταπάντηση στην επιφύλαξη της εναγομένης να τον εντάξει στον στόλο των εν παγία αντιμισθία αμειβομένων δικηγόρων της Σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από τη νομική αιτία της λύσης της επίδικης σύμβασης και τις συμπαρομαρτούσες συγκυρίες που απέληξαν στην εκδήλωση της (ήτοι με καταγγελία ή με κοινή συμφωνία των μερών), στοιχεία που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, το Δικαστήριο προκρίνει αναφορικά με το χρόνο λύσης της σύμβασης την υιοθετούμενη από τον ενάγοντα εκδοχή, της 5/6/2020 όχι νωρίτερα. Τούτο με διαγνωστικό γνώμονα τα αναφερόμενα στο προσκομιζόμενο από την εναγομένη από 5/6/2019 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του ίδιου του ενάγοντος, το οποίο συνέταξε και απέστειλε αυθημερόν προς τον Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής περιγράφοντας αναλυτικό τα μελανά σημεία της σύμβασης του και αιτούμενος την διευθέτηση τους «προκειμένου να εξαντλήσει κάθε πιθανότητα αποφυγής αντιδικίας με τον επί έντεκα συναπτά έτη εργοδότη μου», όπως επί λέξει και χαρακτηριστικά διαλαμβάνεται, υπονοώντας ούτως την υφιστάμενη έως τη χρονική στιγμή τούτη ισχύ της επίμαχης σχέσης και τη δυνατότητα της απρόσκοπτης μελλοντικής εξακολούθησης της διάρκειας της επί της ευκταίας επίλυσης των διαφορών μεταξύ των διαδίκων. Επομένως ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούτο για το χρονικό αυτό διάστημα, από την 1.10.2008 έως την 5.6.2019, κατά το οποίο εργάσθηκε ως δικηγόρος στην υπηρεσία της εναγομένης δυνάμει σύμβασης έμμισθης εντολής τα επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα), αλλά και το επίδομα αδείας για το χρονικό διάστημα που εδικαιούτο και ελάμβανε άδεια, χωρίς όμως να του καταβάλλεται οποιοδήποτε χρηματικό ποσό ως επίδομα για το διάστημα αυτό. Ακολούθως από την επισκόπηση των αποδείξεων πληρωμής που εξέδωσε ο ενάγων κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, από τις οποίες προκύπτει ότι το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ως μηνιαίο πάγιο αντάλλαγμα των παρεχόμενων δικηγορικών υπηρεσιών του, ανερχόταν στο ποσό των 1.700,00 ευρώ, αποδεικνύονται τα εξής: α) Για το έτος 2008, έπρεπε να λάβει ί) ως αναλογία του επιδόματος Χριστουγέννων το ποσό των 639,00 ευρώ (2/25 μηνιαίου μισθού χ 1.700 ευρώ, για κάθε 19ήμερο διάρκειας της σχέσης απασχόλησης ήτοι 136 ευρώ χ 4,84 =) 658,24 ευρώ, πλην όμως θα επιδικαστεί το έλασσον αιτηθέν ποσό των 639,00 ευρώ και π) αναλογία επιδόματος αδείας αντίστοιχη της τριμηνιαίας διάρκειας της εργασιακής σχέσης εκ ποσού [1,666 ημέρες αδείας για τους εργαζόμενους σε πενθήμερη βάση - που κατά την ορθότερη άποψη στρογγυλοποιούνται σε 2 εργάσιμες ημέρες για κάθε μήνα εργασίας ήτοι 2 χ (1.700/25=) 68 = 136 χ 3 μήνες=] 408,00 ευρώ, πλην όμως επιδικαστέο είναι το έλασσον αιτηθέν ποσό των 340,00 ευρώ (άρθρο 106 ΚΠολΔ), ήτοι συνολικά το ποσό των (639 + 340=) 979,00 ευρώ, β) για έκαστο των επομένων δέκα (10) ετών διάρκειας της σχέσης απασχόλησης του ενάγοντος ήτοι από το έτος 2009 έως και το έτος 2018, έδει να εισπράξει i) για το επίδομα Χριστουγέννων το ποσό των 1.700,00 ευρώ (1 μηνιαίος μισθός), ϋ) για το επίδομα Πάσχα το ποσό των (1.700/2 =) 850,00 ευρώ (1/2 μηνιαίος μισθός) και iii) για το επίδομα αδείας το ποσό των (1.700/2=) 850,00 ευρώ (1/2 μηνιαίος μισθός), ήτοι συνολικά σε ετήσια βάση το ποσό των 3.400,00 ευρώ και αθροιζόμενα τα κονδύλια για όλα τα αναφερόμενα έτη, το ποσό των 3.400 χ 10 = 34.000,00 ευρώ και γ) για το έτος 2019, ί) για την αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων το ποσό των (2/25 μηνιαίου μισθού χ 1.700,00 ευρώ, για κάθε 19ήμερο διάρκειας της σχέσης απασχόλησης, ήτοι 136,00 ευρώ χ 1,89 =) 257,04 ευρώ και με προσαύξηση της αναλογίας του επιδόματος αδείας χ 1,04166 = 267,75 ευρώ, ϋ) για το επίδομα Πάσχα, το ποσό των 850,00 ευρώ (1/2 μηνιαίος μισθός) και iii) για το επίδομα αδείας το ποσό των 850,00 ευρώ (1/2 μηνιαίος μισθός), ήτοι συνολικά για το έτος 2019, ο ενάγων δικαιούνταν το ποσό των (267,75 + 850 + 850=) 1.967,75 ευρώ. Σημειωτέον, ότι στους παραπάνω υπολογισμούς για τα επιδόματα των εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, δεν έχουν συναθροιστεί οι νόμιμες προσαυξήσεις του επιδόματος αδείας που εντάσσεται στις εις χρήμα χορηγούμενες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος, στερούμενης της προσμέτρησης έννομης σημασίας στην προκείμενη περίπτωση, καθόσον το ύψος των αιτουμένων κονδυλίων, ως έλασσον των νομίμων ποσών, θα απέτρεπε την επιδίκαση των μειζόνων τοιούτων. Ώστε συνολικά για την παραπάνω αιτία του οφείλεται το συνολικό ποσό των (979 + 34.000 + 1.967,75=) 36.946,75 ευρώ, και δη νομιμοτόκως για το μεν επίδομα εορτών Πάσχα, από την 30η Απριλίου εκάστου έτους που αφορά εκάστη αξίωση, για το δε επίδομα εορτών Χριστουγέννων από την 31η Δεκεμβρίου του έτους που αφορά εκάστη αξίωση και το επίδομα αδείας, από την 31η Δεκεμβρίου του έτους που αφορά εκάστη αξίωση, εντός του οποίου η εναγομένη υποχρεούτο να χορηγήσει στον ενάγοντα την άδεια και μέχρι της πλήρους εξόφλησης. Αποδείχθηκε ακόμη ότι η εναγομένη υποχρεούτο να καταβάλει απευθείας στα ασφαλιστικά ταμεία του ενάγοντος ποσό που αναλογεί στα 2/3 των ασφαλιστικών του εισφορών για το προαναφερθέν χρονικό διάστημα που τον απασχόλησε ως δικηγόρο δυνάμει σύμβασης έμμισθης εντολής, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, με αποτέλεσμα τα ταμεία να δικαιούνται να το διεκδικήσουν σε περίπτωση μη απόδοσης πλην όμως εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έχει ήδη καταβάλει το αντίστοιχο ποσό των οφειλομένων εισφορών στα εν λόγω ταμεία για τα έτη 2008 έως 2016, με αποτέλεσμα να διατηρεί απαίτηση σε βάρος της εναγομένης για την απόδοση τους εξαιρουμένων των εισφορών για το έτος 2019 καθώς και ειδικά για τον Τομέα Υγείας και Πρόνοιας Δικηγόρων για το έτος 2016, αναφορικά με τα οποία δεν αποδείχθηκε κάποια καταβολή έναντι των οφειλομένων εισφορών εκ μέρους του ενάγοντος ώστε να μην διατηρεί αντίστοιχη απαίτηση εναντίον της εναγομένης του σχετικού αγωγικού κονδυλίου, επομένως απορριπτόμενου ως αβασίμου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη, ήδη πριν από την πρόσληψη του ενάγοντος και πάντως καθ' όλη τη διάρκεια της απασχόλησης του ως νομικού συμβούλου επί παγία αντιμισθία, κατά πάγια πρακτική, κατέβαλε απευθείας προς άπαντες ανεξαιρέτως τους απασχολούμενους δικηγόρους με καθεστώς έγγραφης σύμβασης έμμισθης εντολής σε ετήσια συχνότητα, το υπόλοιπο ποσοστό του 1/3 των ασφαλιστικών εισφορών προς τους ασφαλιστικούς φορείς (Ταμείο Νομικών, Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων και το ΤΕΑΔ). Επρόκειτο για μια γενικευμένη και παγιωμένη εκούσια εκ μέρους της εναγομένης παροχή, απρόσωπη και γενική, που αποτελούσε ένα είδος μισθολογικής παροχής ουδόλως συνδεδεμένη με την υπέρτερη ουσιαστική αξία και την απόδοση ορισμένων εκ των δικηγόρων έναντι άλλων και πλήρως ανεξάρτητη προς άλλους παράγοντες (π.χ. προϋπηρεσία, εμπειρία, σπουδές μισθολογική κλίμακα). Επομένως η εξαίρεση του ενάγοντος από την ευνοϊκή ρύθμιση της παροχής αυτής και προς εκείνον είναι αντίθετη με τις αρχές της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος τις οποίες παραβιάζει η εναγομένη, προκαλώντας εις βάρος του δυσμενή διάκριση και πρέπει για την αποκατάσταση της να ισχύσει και ως προς αυτόν η παγιωμένη πρακτική της χορήγησης του χρηματικού ποσού που αντιστοιχεί στο 1/3 των ασφαλιστικών εισφορών του και δη ανεξάρτητα από την τακτοποίηση της τοιαύτης οικονομικής εκκρεμότητας του ενάγοντος προς τους ασφαλιστικούς φορείς αφού τέτοια προϋπόθεση για την απόδοση της παροχής δεν έθετε η εναγομένη. Συνεπώς η εναγομένη υποχρεούται να προσαυξήσει τις καταβαλλόμενες στον ενάγοντα αποδοχές από την πρόσληψη του μέχρι την λύση της σύμβασης κατά το σύνολο των καταβληθεισών εκ μέρους του ενάγοντος ασφαλιστικών εισφορών προς τους ασφαλιστικούς φορείς, ενώ μη διαπιστωθείσας οιασδήποτε καταβολής, η σχετική υποχρέωση περιορίζεται σε ποσοστό 1/3 των οφειλομένων εισφορών. Πλέον συγκεκριμένα, από την επισκόπηση του υπ' αριθμ. πρωτ. ./29.10.2020 εγγράφου του ΕΦΚΑ - TAN και την από 10.3.2020 βεβαίωση Τμήματος Εσόδων - Παροχών Τομέων Δικηγόρων Αθηνών, συνάγονται τα ακόλουθα για την ασφαλιστική κατηγορία του ενάγοντος ασφαλισμένου από την 17.12.2002, ήτοι μετά την 1.1.1993: ί. Για το έτος 2008 ο ενάγων αποπλήρωσε ολοσχερώς τις ετήσιες ασφαλιστικές εισφορές του που ανέρχονται σε α) για τον Τομέα Ασφάλισης Νομικών (TAN) ποσό 1.639,56 ευρώ, με αντιστοιχία για την τρίμηνη διάρκεια της σύμβασης ποσό (1.639,56 χ 3/12=) 409,89 ευρώ, β) για τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) ποσό ετήσιας εισφοράς (491,91 χ 3/12=) 122,98 ευρώ, γ) για τον Τομέα Υγείας και Πρόνοιας Δικηγόρων Αθηνών (ΤΥΠΔΑ) ποσό (955,08 ευρώ - ένσημα + 168,31 ευρώ - προεισπράξεις= 1.123,39 χ 3/12=) 280,85 ευρώ. Επομένως η εναγομένη του οφείλει το συνολικό ποσό των (409,89 + 122,98 + 280,85 =) 813,72 ευρώ, Η) Για το έτος 2009 ο ενάγων αποπλήρωσε ολοσχερώς τις ετήσιες ασφαλιστικές εισφορές του, που ανέρχονται σε α) για τον Τομέα Ασφάλισης Νομικών (TAN) ποσό 1.664,04 ευρώ, β) για τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) ποσό 499,20 ευρώ και γ) για τον Τομέα Υγείας και Πρόνοιας Δικηγόρων (ΤΥΠΔΑ) ποσό (969,24 + 168,31=) 1.137,55 ευρώ.    Επομένως η εναγομένη του οφείλει το συνολικό ποσό των (1.664,04 + 499,20 + 1.137,55=) 3.300,79 ευρώ. Hi) Για το έτος 2010 ο ενάγων αποπλήρωσε το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του που ανέρχονται σε: α) για τον Τομέα Ασφάλισης Νομικών (TAN) ποσό 1.664,04 ευρώ, β) για τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) ποσό 499,20 ευρώ και γ) για τον Τομέα Υγείας και Πρόνοιας Δικηγόρων ποσό (969,24 + 168,31=) 1.137,55 ευρώ. Επομένως η εναγομένη του οφείλει το συνολικό ποσό των (1.664,04 + 499,20 + 1.137,55=) 3.300,79 ευρώ. ίν) Για το έτος 2011 ο ενάγων αποπλήρωσε το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του που ανέρχονται σε: α) για τον Τομέα Ασφάλισης Νομικών (TAN) ποσό 1.855,20 ευρώ, β) για τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) ποσό 556,56 ευρώ και γ) για τον Τομέα Υγείας και Πρόνοιας Δικηγόρων ποσό (1.080,66 + 168,31 =) 1.248,97 ευρώ. Επομένως, η εναγομένη του οφείλει το συνολικό ποσό των (1.855,20 + 556,56 + 1.248,97 =) 3.660,73 ευρώ, πλην όμως θα επιδικαστεί το έλασσον αιτηθέν ποσό των 3.659,72 ευρώ, ν) Για το έτος 2012 ο ενάγων αποπλήρωσε το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του που ανέρχονται σε: α) για τον Τομέα Ασφάλισης Νομικών (TAN) ποσό 2.046,36 ευρώ, β) για τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) ποσό 613,92 ευρώ και γ) για τον Τομέα Υγείας και Πρόνοιας Δικηγόρων ποσό (1.080,66 + 168,31 =) 1.248,97 ευρώ. Επομένως, η εναγομένη του οφείλει το συνολικό ποσό των (2.046,36 + 613,92 + 1.248,97 =) 3.909,25 ευρώ, πλην όμως επιδικαστέο είναι το έλασσον αιτηθέν ποσό των 3.908,70 ευρώ, vi) Για τα έτη 2013 - 2014, ο ενάγων αποπλήρωσε το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του προς τον Τομέα Υγείας και Πρόνοιας Δικηγόρων, εκ ποσού (1.192,08 + 244,80 =) 1.436,88 ευρώ ετησίως και συνολικά (1.436,88 χ 2=) 2.873,76 ευρώ καθώς και προς το ΤΕΑΔ εκ ποσού 1.171,97 ευρώ, οπότε η εναγομένη του οφείλει για την παραπάνω αιτία το ποσό των (2.873,76 + 1.171,97 =) 4.045,73 ευρώ. Ωστόσο, αναφορικά με τις εισφορές προς το TAN για τους ίδιους χρόνους ο ενάγων υπήχθη σε ρύθμιση τμηματικής αποπληρωμής τηρούμενη κανονικά μέχρι την σήμερον σε μηνιαία βάση, στο πλαίσιο της οποίας έχει καταβάλει το ποσό των 2.615,08 ευρώ, απομένοντος εισέτι ανεξόφλητου υπολοίπου εκ ποσού 2.363,63 ευρώ. Ως εκ τούτου, η εναγομένη έχει υποχρέωση να του καταβάλει έκτου ποσού που αντιστοιχεί στα 2/3 των προβλεπομένων υπέρ TAN εισφορών, δηλαδή έκτου ποσού των (2.046,36 χ 2=) 4.092,72 χ 2/3= 2.728,48 ευρώ, το ήδη καταβληθέν ποσό των 2.615,08 ευρώ και, επιπρόσθετα, το 1/3 των εισφορών προς το TAN εκ ποσού (2046,36 χ 2=) 4.092,72/3 = 1.364,24 ευρώ. Επομένως η εναγομένη του οφείλει το συνολικό ποσό των 4.045,73 + 2.615,08 + 1.364,24 =) 8.025,05 ευρώ. νϋ) Για το έτος 2015 ο ενάγων αποπλήρωσε το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του που ανέρχονται σε: α) για τον Τομέα Ασφάλισης Νομικών (TAN) ποσό 2.426,04 ευρώ, β) για τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) ποσό 727,80 ευρώ και γ) για τον Τομέα Υγείας και Πρόνοιας Δικηγόρων ποσό (1.407,11 + 244,80 =) 1.651,91 ευρώ. Επομένως, η εναγομένη του οφείλει το συνολικό ποσό των (2.426,04 + 727,80 + 1.651,91 =) 4.805,75 ευρώ, πλην όμως επιδικαστέο είναι το έλασσον αιτηθέν ποσό των 4.805,74 ευρώ. viii) Για το έτος 2016, ο ενάγων αποπλήρωσε τις ασφαλιστικές εισφορές που του αναλογούσαν προς το TAN και το ΤΕΑΔ που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των (2.426,04 + 727,80=) 3.153,84 ευρώ, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι κατέβαλε ουδέν για τις οφειλόμενες εισφορές προς το Ταμείο Υγείας και Προνοίας Δικηγόρων, της συνολικής υποχρέωσης της εναγομένης προς κάλυψη τους ανερχόμενης σε ποσοστό 1/3, ήτοι ποσό (1.407,11 + 244,80=) 1.651,90 χ 1/3 =) 550,63 ευρώ. Επομένως, η εναγομένη του οφείλει το συνολικό ποσό των (3.153,84 + 550,63 =) 3.704,47 ευρώ. ix) Αντίστοιχα, για τις ασφαλιστικές εισφορές του έτους 2019, δεν προκύπτει ότι ο ενάγων έχει προβεί σε έστω μερική αποπληρωμή τους, ώστε η υποχρέωση καταβολής της εναγομένης έναντι του ιδίου περιορίζεται σε ποσοστό 1/3 των οφειλομένων εισφορών. Αναλυτικά για το έτος 2019, οι ασφαλιστικές εισφορές του ενάγοντος με βάση τον ασφαλιστικό Νόμο 4387/2016, ανέρχονται σε α) για τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) σε ποσοστό μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς 13,33% επί του μηνιαίου μισθού του, ήτοι ποσό (1.700 χ 13,33%=) 226,61 μηνιαίως και για το εξάμηνο της απασχόλησης του ενάγοντος ποσό (226,61 χ 6=) 1.359,66 ευρώ, β) για τον Κλάδο Υγείας του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑΕΠ) σε ποσοστό μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς 3,50% επί του μηνιαίου μισθού του, ήτοι ποσό (1.700 χ 3,50%=) 59,50 ευρώ μηνιαίως και για το εξάμηνο της απασχόλησης του ενάγοντος ποσό (59,50 χ 6=) 357,00 ευρώ και γ) για τον Κλάδο Πρόνοιας και Εφάπαξ, σε ποσοστό μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς 3,50% επί του μηνιαίου μισθού του, ήτοι ποσό (1.700 χ 3,50%=) 59,50 ευρώ μηνιαίως και για το εξάμηνο της απασχόλησης του ενάγοντος ποσό (59,50 χ 6=) 357,00 ευρώ. Ήτοι το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του ενάγοντος για το έτος 2019 διαμορφώνεται στο ποσό των (1.359,66 + 357,00 + 357,00 =) 2.073,66 ευρώ και η εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλλει το ποσό των (2.073,66 χ 1/3 =) 691,22 ευρώ. Εν κατακλείδι, το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών του ενάγοντος που βαρύνει την εναγομένη για τα έτη 2008 - 2016 και 2019, συμποσούται σε (813,72 + 3.300,79 + 3.300,79 + 3.659,72 + 3.908,70 + 80)25,05 + 4.805,74 + 3.704,47 + 691,22 =) 32.210,20 ευρώ, το ποσό δε τούτο οφείλεται με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής (ΑΚ 346) και όχι από προγενέστερο χρονικό σημείο, καθώς δεν προκύπτει προηγούμενη δήλη ημέρα εκπλήρωσης της υποχρέωσης της εναγομένης, τέτοιας μη συνιστώσας της απώτερης προθεσμίας εξόφλησης των εισφορών προς τους ασφαλιστικούς φορείς που ενδιαφέρει και αφορά τον ενάγοντα και όχι την εναγομένη, ούτε άλλη εξώδικη όχληση εκ μέρους του πρώτου απευθυνόμενη προς την δεύτερη (ΑΚ 340, 341). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη παρείχε ανεξαιρέτως σε όλους τους δικηγόρους που απασχολούσε με γραπτή σύμβαση έμμισθης εντολής την οικονομική κάλυψη των ασφαλίστρων ενός προγράμματος ομαδικής ασφάλισης στην ασφαλιστική εταιρεία «. ΑΕΓΑ» δυνάμει του οποίου οι ασφαλισμένοι σε τούτο δικηγόροι, κατά την καθ' οιονδήποτε λόγο αποχώρηση τους από την υπηρεσία, ελάμβαναν το εφάπαξ ποσό που αποτελούσε το άθροισμα των καταβληθέντων σε μηνιαία βάση ασφαλίστρων, ανερχομένων σε ποσοστό 1,5% επί του μηνιαίου μισθού του εκάστοτε δικηγόρου. Το καταβληθέν στο σύνολο των δικηγόρων - υπαλλήλων της εναγομένης - ποσό υπολογιζόταν κατά τρόπο σταθερό, χωρίς ειδικότερα κριτήρια ή άλλες περιπτωσιολογικές διακρίσεις και η εναγομένη ακολουθούσε μια συμπεριφορά γενική και απρόσωπη, καταβάλλοντος ουσιαστικά ένα συγκεκριμένο πρόσθετο ποσό αποζημίωσης με την αποχώρηση κάθε δικηγόρου από την υπηρεσία της. Ο ενάγων, αποστερήθηκε τη σχετική παγιωμένη οικειοθελή μισθολογική παροχή της εναγομένης με μοναδικό κριτήριο την μη υπογραφή έγγραφης σύμβασης έμμισθης εντολής ήτοι υπέστη διακριτική δυσμενή μεταχείριση έναντι των λοιπών δικηγόρων της ίδιας κατηγορίας με τούτον, κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Το δε ποσό της εφάπαξ παροχής που θα εισέπραττε κατά την αποχώρηση του ο ενάγων, ως θα είχε διαμορφωθεί συμποσούμενων των μηνιαίων ασφαλίστρων κατά τα προεκτεθέντα, ανέρχεται σε (1.700 χ 1,5%=) 25,5 ευρώ χ 12 μήνες = 306, 00 ευρώ ετησίως και για τη συνολική υπηρεσία που παρείχε διάρκειας 10 ετών και 9 μηνών ανέρχεται σε [(306,00 χ 10) + (25,5 χ 9) =] 3.060,00 + 229,50 =) 3.289,50 ευρώ, το οποίο δικαιούται να αξιώσει από την εναγομένη και δη νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής καθότι για τον προγενέστερο χρόνο δεν αποδεικνύεται δήλη ημέρα εκπλήρωσης της παροχής εκ μέρους της εναγομένης ούτε ειδική δικαστική ή εξώδικη όχληση του ενάγοντος Προσέτι, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη καθ' όλη τη διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος στην υπηρεσία της, παρείχε σε όλους ανεξαιρέτως τους δικηγόρους που ταυτίζονταν ως προς την υπηρεσιακή κατάσταση με εκείνον, με μοναδική διαφοροποίηση ότι ως προς αυτούς είχε καταρτισθεί έγγραφη σύμβαση έμμισθης εντολής επίδομα πάγιου χρηματικού ποσού, ύψους 2.000,00 ευρώ ετησίως για την κάλυψη των εξόδων φοίτησης των ανηλίκων τέκνων τους βρεφικής και προνηπιακής ηλικίας σε βρεφονηπιακό σταθμό της ελεύθερης επιλογής τους Ο ενάγων, παρά το γεγονός ότι πληρούσε τις τυπικές προϋποθέσεις που έθετε η εναγομένη για τη χορήγηση της άνω οικειοθελούς παροχής προς τους εργαζομένους της ως πατέρας ανηλίκου άρρενος τέκνου, γεννηθέντος στις 15.6.2011, το οποίο κατά τη διετία 2014 έως και 2016 φοιτούσε στον ιδιωτικό παιδικό σταθμό «.» με δίδακτρα ύψους 4.800,00 ευρώ ετησίως (ίδετε τις από Οκτωβρίου 2020 βεβαιώσεις της διευθύνουσας το κέντρο), εξαιρέθηκε από την χορήγηση της χωρίς να υφίσταται προς τούτο ειδικός και σοβαρός κατ’ αντικειμενική κρίση λόγος. Επομένως, η εναγομένη εργοδότρια που χορήγησε την άνω παροχή εξ ελευθεριότητας σε όλους τους εσωτερικούς δικηγόρους της που απασχολούνταν υπό τις αυτές συνθήκες και προϋποθέσεις με τον ενάγοντα, αρνούμενη αυθαίρετα προς τον τελευταίο, χωρίς να επικαλείται, έστω συνοπτικά, περιστατικά για τα οποία ενδέχεται να δικαιολογείται διαφορετική μεταχείριση του κατά παρέκκλιση από την αρχή της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των δυσμενών διακρίσεων, δεν απέδειξε παρέχοντας πλήρη δικανική πεποίθηση ότι στην επίδικη περίπτωση δεν συντρέχουν περιστάσεις που συνιστούν παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, είτε ότι υπάρχει τέτοια παραβίαση, αλλά είναι δικαιολογημένη. Συνεπώς πρέπει να υποχρεωθεί να του καταβάλλει το παραπάνω εφάπαξ ποσό, που ανέρχεται για τα δύο έτη της προσχολικής φοίτησης του τέκνου του ενάγοντος στο ποσό των (2.000 χ2=) 4.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένης της επίδοσης της αγωγής καθόσον για το προηγουμένως αιτούμενο χρονικό διάστημα, δεν προκύπτει δήλη ημέρα καταβολής ούτε σχετική όχληση εκ μέρους του ενάγοντος (άρθρα 340, 341, 345 ΑΚ). Εξάλλου, οι επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος για την καταβολή εκ μέρους της εναγομένης των δώρων εορτών, των επιδομάτων αδείας, των αναλογουσών ασφαλιστικών εισφορών του και των πρόσθετων οικειοθελών μισθολογικών παροχών του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, κατά το οποίο διήρκεσε η απασχόληση του στη νομική υπηρεσία της εναγομένης με την προεκτεθείσα ιδιότητα, καθώς και η με τον τρόπο αυτό διεκδίκηση τους δεν υπερβαίνουν προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος του αυτού. Ειδικότερα, εκ του γεγονότος ότι ο ενάγων καθ' όλο το χρονικό διάστημα των σχεδόν ένδεκα ετών, κατά το οποίο προσέφερε τις νομικές του υπηρεσίες στην εναγομένη με πάγια μηνιαία αντιμισθία, ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε εγγράφως σε αυτήν, ει μη μόνον προφορικά, αλλά και με τα αναφερόμενα στο από 5.6.2019 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του ίδιου του ενάγοντος, το οποίο απεστάλη προς τον διευθύνοντα σύμβουλο της εναγομένης και στο οποίο επί λέξει διαλαμβάνεται ότι «να ενημερωθείτε προσωπικά για τα ανωτέρω, προκειμένου να εξαντλήσω κάθε πιθανότητα αποφυγής αντιδικίας με τον επί έντεκα (11) συναπτά έτη εργοδότη μου», υπογράφοντας μάλιστα ανεπιφύλακτα κάθε μήνα στις σχετικές αποδείξεις είσπραξης της αμοιβής του, προκειμένου να διατηρήσει την εργασιακή του σχέση, φοβούμενος την απώλεια αυτής, σε περίπτωση δυναμικότερης διεκδίκησης των οφειλομένων υπέρτερων αποδοχών του, λαμβανομένου υπόψη ότι τα εισοδήματα εκ της εργασίας του αυτής αποτελούσαν το μοναδικό μέσο προς εξασφάλιση των αναγκαίων για τη συνεισφορά του στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών και στη διατροφή του ανηλίκου τέκνου του, ει μη μόνον χωρίς καθυστέρηση, αμέσως μετά τη λύση της σύμβασης του και δη το πρώτον με την άσκηση της ένδικης αγωγής, που έλαβε χώρα στις 31/7/2020 (ίδετε την από 31.7.2020 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ... επί του εμπρόσθιου φύλλου του κοινοποιηθέντος στην εναγομένη δικογράφου), ήτοι περί το ένα έτος από την λήξη της σύμβασης του (συνεπώς δε συντρέχει περίπτωση μακροχρόνιας αδράνειας), ενόψει και του ότι κατά την πρόσληψη του, επιθυμώντας να ανεύρει βιοποριστική εργασία δεν ήταν εκ των πραγμάτων σε θέση να διαπραγματευθεί και να καθορίσει ο ίδιος τους όρους και τις συνθήκες παροχής των νομικών του υπηρεσιών, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί ουσιαστικά να προσχωρήσει σε μία επαχθή σύμβαση, που προσβάλλει τα δικαιώματα του ως έμμισθου δικηγόρου, εν γνώσει του ότι λαμβάνει ως αμοιβή του ποσό μικρότερο του νομίμου, δεν καθίσταται καταχρηστική η άσκηση των αγωγικών αξιώσεων. Ούτε βέβαια εκ της συμπεριφοράς του αυτής θα μπορούσε να δημιουργηθεί στην εναγομένη η εύλογη πεποίθηση ότι ο ενάγων δεν δικαιούται άλλου ποσού πέραν του συμφωνηθέντος, ώστε να κρίνεται με γνώμονα την καλή πίστη και τα συναλλακτικά χρηστά ήθη επιβεβλημένη η θυσία των αγωγικών αξιώσεων, διότι, ναι μεν ο ανωτέρω, αν και γνώριζε ότι οι νόμιμες αμοιβές του είναι υπέρτερες των συμφωνηθεισών, καθώς και ότι επιπροσθέτως δικαιούται δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας, εντούτοις προέβη στην κατάρτιση της σύμβασης αυτής και συνέχισε να εργάζεται στη νομική υπηρεσία της εναγομένης επί σχεδόν ένδεκα έτη με τους όρους αυτούς για τους λόγους που προεκτέθηκαν, ήτοι προς εξασφάλιση των αναγκαίων μέσων για τη διαβίωση του ιδίου και της οικογένειας του, χωρίς έγγραφη όχληση προς καταβολή των οφειλομένων, πλην όμως τέτοια γνώση είχε, ή πάντως όφειλε να έχει, και η εναγομένη, που διαθέτει άρτια στελεχωμένη και πλήρως οργανωμένη με καταρτισμένους και έμπειρους δικηγόρους νομική υπηρεσία και δε δικαιολογείται να αγνοεί τη σχετική για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του δικηγόρου, που απασχολούσε, υποχρέωση της, ή να αναμένει σχετική ενημέρωση από τον ενάγοντα περί του ύψους των νομίμων αποδοχών του, ως να ήταν ένας εντολέας που δε διαθέτει νομικές γνώσεις, ή να υπολαμβάνει καλόπιστα ότι ουδέν έτερο πέραν των συμφωνηθέντων οφείλει, καθώς η εναγομένη ήταν σε κάθε περίπτωση υποχρεωμένη να καταβόλει στον ενάγοντα τις νόμιμες αμοιβές (αποδοχές) του, ως διαμορφώνονται με την προσαύξηση των ασφαλιστικών εισφορών και των επιδομάτων, το ύψος των οποίων όφειλε να ερευνήσει και να ανεύρει. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, η σχετική ένσταση της εναγομένης περί απόρριψης της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης λόγω καταχρηστικής άσκησης ως προς τα κονδύλια των δώρων εορτών, των επιδομάτων αδείας, των αναλογουσών ασφαλιστικών του εισφορών για το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε αυτός ως έμμισθος δικηγόρος στη νομική υπηρεσία της εναγομένης και τις πρόσθετες οικειοθελείς παροχές, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικώς αβάσιμη.

 

Προσέτι, η ένσταση της εναγομένης περί συμψηφισμού στις απαιτήσεις του ενάγοντος του ποσού της επιπρόσθετης αμοιβής που εισέπραττε ούτος περιστασιακά και μεταβλητά, για τη δικαστική εκπροσώπηση της τράπεζας με βάση την προβλεπόμενη ελάχιστη νόμιμη αμοιβή και ισούται προς το άθροισμα της ονομαστικής αξίας των σχετικών εκδοθέντων γραμματίων προείσπραξης του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, πρέπει να απορριφθεί για ουσιαστικούς λόγους καθόσον, όπως αποδείχθηκε, η ανωτέρω χορηγούσε το εν λόγω ποσό οικειοθελώς δυνάμει της συμφωνίας της με τον ενάγοντα, ως αντάλλαγμα των παρασχεθεισών νομικών υπηρεσιών του αντιδίκου της ο οποίος και εδικαιούτο να το λάβει και, επομένως δεν διατηρεί απαίτηση σε βάρος του για την επιστροφή του. Εξάλλου, ο προβληθείς εκ μέρους της εναγομένης δικαιολογητικός λόγος για την απόδοση του ποσού αυτού, που συνίσταται στην μισθολογική εξομοίωση του ενάγοντος προς τους απασχολούμενους δικηγόρους της με σχέση παγίας αντιμισθίας δεν παρίσταται εκπληρούμενος με την υποστηριζόμενη εκδοχή της ου μόνον γιατί δεν παρατίθενται ειδικότερα στοιχεία προσδιορισμού της πάγιας μηνιαίας αμοιβής που ελάμβαναν οι συνάδελφοι του ενάγοντος οι κατέχοντες γραπτή σύμβαση εντολής, ώστε να γίνει αντιπαραβολή προς τις αποδοχές του ενάγοντος και να αξιολογηθεί ούτως η διεκδικούμενη από την εναγομένη μισθολογική εξίσωση, αλλά, επιπρόσθετα, επειδή δεν μνημονεύεται εάν στους δικηγόρους της κατηγορίας αυτής (με γραπτή σύμβαση πάγιας αντιμισθίας) ανατίθεντο καθήκοντα δικαστικής παράστασης για λογαριασμό της εναγομένης ή όχι και ποια συγκεκριμένα, ώστε να σταθμιστεί το είδος και οι συνθήκες της παρεχόμενης πρόσθετης αυτής εργασίας και να κοστολογηθεί αναλόγως. Πρέπει, επομένως ενόψει των ανωτέρω, να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αγωγή, ως κατ' ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (36.946,75 + 32.210,20 + 3.289,50 + 4.000,00 =) 76.446,45 ευρώ, με το νόμιμο τόκο για το κάθε επιμέρους κονδύλιο του ποσού αυτού κατά τις ανωτέρω διακρίσεις και στο εξής μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει να γίνει μερικώς δεκτό κατά το ποσό των 36.946,75 ευρώ που αντιστοιχεί στα παραλειφθέντα επιδόματα εορτών και αδείας διότι εκτιμάται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα που βρίσκεται, μετά τη λύση της συνεργασίας του με την εναγομένη, στην πρώιμη βαθμίδα της ανασυγκρότησης του επαγγελματικού του προσανατολισμού με τη συνεπακόλουθη αστάθεια στον πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο ενάγων, προς υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η κρινόμενη παρέμβαση, θεωρείται νικητής διάδικος λόγω της μερικής παραδοχής της αγωγής του, πρέπει η άνω πρόσθετη παρέμβαση να γίνει δεκτή ως βάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής άρθρο 179 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

 

 

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 24.7.2020 (αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ./2020) αγωγή και β) την από 22.10.2020 (αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ./2020) πρόσθετη παρέμβαση.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την από 22.10.2020 (αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ./2020) πρόσθετη παρέμβαση.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 24.7.2020 (αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ./2020) αγωγή.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των εβδομήντα έξι χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα έξι ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών του ευρώ (76.446,45 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε ένα επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, κατά τ' αναφερόμενα στο σκεπτικό.

 

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση κατά την ανωτέρω διάταξη εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, κατά το ποσό των τριάντα έξι χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα έξι ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (36.946,75 ευρώ).

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 4-3-2021, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ