ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΣτΕ 1039/2025

 

Οικισμοί προ του 1923 - Δασικά - Αρχή χρηστής διοίκησης - Οικισμός Αγίου Στεφάνου -.

 

Από την αρχή της χρηστής διοίκησης απορρέει υποχρέωση της Διοίκησης να ασκεί επικαίρως τις ανατιθέμενες σε αυτήν αρμοδιότητες και να συμπράττει, επίσης, σε ενέργειες από τις οποίες εξαρτάται η έκδοση διοικητικών πράξεων που ενδιαφέρουν τους διοικούμενους και η ικανοποίηση εν γένει εννόμων συμφερόντων των διοικουμένων. Όταν ο νομοθέτης προβλέπει συγκεκριμένες ενέργειες της Διοίκησης για την αποσαφήνιση του νομικού καθεστώτος μιας περιοχής από την άποψη της υπαγωγής της ή μη στη δασική νομοθεσία, χωρίς ωστόσο να τάσσει σχετική προθεσμία, η διατήρηση για ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί πλην άλλων, και από αντικρουόμενες ως προς τις νομικές τους συνέπειες πράξεις των οργάνων της Διοίκησης και των οργάνων των ΟΤΑ για την ίδια περιοχή (κήρυξη αναδάσωσης, χορήγηση οικοδομικών αδειών, καθορισμός ορίων οικισμού κ.λπ.), θεμελιώνει, με βάση την ανωτέρω γενική αρχή, υποχρέωση της Διοίκησης να εξετάσει αίτηση του διοικουμένου με την οποία προβάλλεται πλάνη της Διοίκησης κατά την έκδοση πράξης αναδάσωσης και ζητείται, κατ’ επίκληση νεότερων στοιχείων, η διερεύνηση της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων έκδοσής της, προκειμένου να αρθεί η κατάσταση της αβεβαιότητας που έχει δημιουργηθεί έως την οριστική διευθέτηση του νομικού καθεστώτος της περιοχής σύμφωνα με τη νομοθεσία. Η Διοίκηση όφειλε, λόγω της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη θέση σε ισχύ του ν. 3889/2010 χωρίς να έχουν ακόμη εφαρμοστεί τα άρθρα 23 και 24 στην περιοχή του Αγίου Στεφάνου, να εξετάσει την αίτηση και τα στοιχεία που προσκόμισαν οι αιτούντες, προκειμένου να αποσαφηνίσει τη δημιουργηθείσα νομική κατάσταση και να άρει την υφιστάμενη εκκρεμότητα με την έκδοση ρητής απόφασης, κρίνοντας, με βάση και τα νεότερα στοιχεία που είχαν προσκομίσει οι αιτούντες, αν συνέτρεχαν ή όχι οι νόμιμες προϋποθέσεις για την υπαγωγή των εκτάσεων των αιτούντων στη δασική νομοθεσία κατά τον χρόνο κήρυξης της αναδάσωσης. Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, η σιωπηρή απόρριψη της από 14.2.2018 αίτησης των αιτούντων συνιστά, κατά το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας της Διοίκησης να αποφανθεί επί της εν λόγω αίτησης. Παραπέμπει στην επταμελή σύνθεση.

 

 

Αριθμός 1039/2025

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

 

ΤΜΗΜΑ Ε΄

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Δεκεμβρίου 2022, με την εξής σύνθεση: Μαργαρίτα Γκορτζολίδου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος, Αγγελική Μίντζια, Δημήτριος Βασιλειάδης, Σύμβουλοι, Χρήστος Παπανικολάου, Δημήτριος Πυργάκης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δημητρία Τετράδη, Γραμματέας του Ε΄ Τμήματος.

 

Για να δικάσει την από 28 Αυγούστου 2018 αίτηση:

 

των: 1) …. 8) …., οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου (Α.Μ. ….), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, 9) …., ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου, …., 24) …., οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου, που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, 25) …., ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου, …., 26) …., η οποία παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου, που τον διόρισε με πληρεξούσιο, και 27) …, η οποία παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου, …,

 

κατά του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο οποίος παρέστη με την Αφεντία Ιωσηφίδου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας της Διοίκησης, τεκμαιρόμενης από την άπρακτη πάροδο της σχετικής τρίμηνης προθεσμίας να αποφανθεί επί της από 14.2.2018 (αρ. πρωτ. ΓΠ 19034/430/6.3.2018) αίτησης των αιτούντων προς τον Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Δημητρίου Βασιλειάδη.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

 

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (e παράβολο e-./2018).

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας της Διοίκησης, τεκμαιρόμενης από την άπρακτη πάροδο της σχετικής τρίμηνης προθεσμίας να αποφανθεί επί της από 14.2.2018 αίτησης των αιτούντων προς τον Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, ως προς την υποχρέωση της Διοίκησης να επανεξετάσει τις προϋποθέσεις κήρυξης το έτος 1982 αναδάσωσης εκτάσεων κειμένων εντός ορίων οικισμών προϋφισταμένων του 1923, όταν οι συνθήκες της υπόθεσης άγουν, κατά τα προβαλλόμενα από τους αιτούντες, σε ανασφάλεια δικαίου. Με την ως άνω αίτηση οι αιτούντες είχαν ζητήσει από τη Διοίκηση α) να εξετάσει αν οι ιδιοκτησίες τους περιλαμβάνονται εντός των πραγματικών ορίων του οικισμού του Αγίου Στεφάνου και αν μπορούσαν να κηρυχθούν ως αναδασωτέες το έτος 1982 και β) να ερευνήσει τη συνδρομή ή μη των νόμιμων προϋποθέσεων έκδοσης και, κατ’ ακολουθίαν, να ανακαλέσει εν μέρει, ως προς τις ιδιοκτησίες τους, την 844/22.3.1982 απόφαση του Νομάρχη Αττικής (Νομαρχούσας Διευθύντριας) (Δ΄ 357) περί κηρύξεως αναδασωτέας έκτασης 550 στρεμμάτων στη θέση «Μπογιάτι» της Κοινότητος Αγίου Στεφάνου Ν. Αττικής, όπως η πράξη αυτή ισχύει μετά την μερική ανάκλησή της ως προς τμήμα έκτασης 178 στρεμμάτων με την 318/13.3.1985 απόφαση της Νομάρχου Διαμ. Ανατολικής Αττικής (Δ΄ 162).

 

3. Επειδή, βάσει των ορισμών της περίπτωσης ιδ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977 (Α΄ 268), όπως ισχύει, η υπό κρίση διαφορά υπάγεται στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου. Όμως, για λόγους οικονομίας της δίκης, εν όψει του χρόνου κατάθεσης της αίτησης ακυρώσεως, συντρέχει, εν προκειμένω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, νόμιμος λόγος να κρατηθεί η υπόθεση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991 (Α΄ 150) και να εκδικασθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας.

….

 

5. Επειδή, οι λοιποί αιτούντες με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση, διότι προσκόμισαν προαποδεικτικώς στοιχεία με βάση τα οποία ισχυρίζονται ότι έχουν δικαιώματα ιδιοκτησίας σε ακίνητα στην περιοχή του Αγίου Στεφάνου Αττικής που εμπίπτουν εντός της κηρυχθείσας το έτος 1982 αναδασωτέας έκτασης. Περαιτέρω, οι αιτούντες παραδεκτώς ομοδικούν, διότι προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως.

 

6. Επειδή, η αίτηση ασκήθηκε εμπροθέσμως, δεδομένου ότι η προαναφερθείσα, από 14.2.2018, αίτηση προς τη Διοίκηση κατατέθηκε στην ΑΔ Αττικής στις 6.3.2018 (αρ. πρωτ. ΓΠ ././6.3.2018) και η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 31.8.2018, ήτοι εντός 60 ημερών μετά την πάροδο τριμήνου από την κατάθεση της αίτησης στη Διοίκηση, μη συνυπολογιζομένου του διαστήματος των δικαστικών διακοπών (1.7 έως 15.9) κατά το οποίο αναστέλλεται η προθεσμία για την άσκηση αίτησης ακυρώσεως.

 

7. Επειδή, με τις διατάξεις του Κεφ. Β΄ του ν. 3889/2010 (Α΄ 182) προβλέφθηκε η επιτάχυνση και απλούστευση της διαδικασίας για την κατάρτιση και κύρωση των δασικών χαρτών στο σύνολο των περιοχών της ελληνικής επικράτειας που υπάγονται στις διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, με το δε άρθρο 23 του αυτού νόμου ελήφθη μέριμνα ώστε κατά την κατάρτιση των δασικών χαρτών να αποτυπώνονται επ’ αυτών τα όρια των εγκεκριμένων σχεδίων πόλεως και πολεοδομικών μελετών, αλλά και τα όρια των οικισμών για τους οποίους υφίστανται πράξεις οριοθέτησης, εκδοθείσες κατά τις διατάξεις των π.δ/των της 21.11-1.12.1979 (∆΄ 693), 2.3-13.3.1981 (∆΄ 138) ή της 24.4.-3.5.1985 (∆΄ 181), έρεισµα των οποίων αποτέλεσαν διαδοχικά οι νόµοι 947/1979 και 1337/1983, καθώς και των οικισμών που έχουν οριοθετηθεί βάσει άλλων διατάξεων, εφόσον τα όριά τους εμπίπτουν εν όλω ή εν μέρει στους καταρτιζόμενους δασικούς χάρτες (πρβλ. αιτιολογική έκθεση και άρθρο 24 του νόμου, πρβλ. και ΣτΕ 1365/2021 Ολομ.). Ειδικότερα, στο άρθρο 23 του ν. 3889/2010, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο υποβολής της αίτησης των αιτούντων στη Διοίκηση, ορίζονται, πλην άλλων, τα εξής: «1… 2. Οι υπηρεσίες δόμησης με χρήση διαδικτυακής εφαρμογής, εφαρμόζουν επί των υποβάθρων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εντός αποκλειστικής προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την παροχή της πρόσβασης της ως άνω παραγράφου, τα κάτωθι: α) Με πορτοκαλί χρώμα τα όρια των οικισμών, όπως τα όρια αυτά έχουν εγκριθεί με πράξεις της Διοίκησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των προεδρικών διαταγμάτων της 21.11-1.12.1979 (Δ`693), της 2.3-13.3.1981 (Δ 138) ή της 24.4-3.5.1985 (Δ`181), καθώς και τα όρια των εγκεκριμένων πολεοδομικών μελετών ή ρυμοτομικών σχεδίων και όπως τα όρια αυτά έχουν εφαρμοστεί στο έδαφος. β) Με κίτρινο χρώμα τα όρια των οικισμών που έχουν οριοθετηθεί με άλλες διατάξεις πέραν των αναφερομένων στην περίπτωση α` της παρούσας παραγράφου, […] τα περιγράμματα των νομίμως υφιστάμενων οικισμών, προ του έτους 1923, για τους οποίους δεν έχει καθοριστεί όριο καθ` οιονδήποτε τρόπο, πλην όμως είναι συγκροτημένοι οικισμοί, τα όρια των πολεοδομικών μελετών και σχεδίων πόλεως που εκπονούνται για τις περιοχές αρμοδιότητάς τους, καθώς και τα υπό καθορισμό όρια οικισμών με βάση το προεδρικό διάταγμα 24.4-3.5.1985 (Δ`181) που δεν έχουν ακόμα εγκριθεί [….] 3. Για τις περιοχές που περικλείονται εντός των ορίων της περίπτωσης α` της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, δεν καταρτίζεται δασικός χάρτης, πλην όμως εφαρμόζονται οι διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, επί των εντός των ως άνω περιοχών πάρκων και αλσών, ως προς την προστασία αυτών. Για τις περιοχές που περικλείονται εντός των ορίων της περίπτωσης β` της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, δεν αναρτάται δασικός χάρτης κατά το άρθρο 14 του παρόντος νόμου, αλλά εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στο επόμενο άρθρο 24». Εξάλλου, στο άρθρο 24 του ίδιου ν. 3889/2010, το οποίο αρχικώς είχε τον τίτλο «Οικισμοί στερούμενοι νόμιμης έγκρισης», όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ.ΙΒ του άρθρου 153 του ν. 4389/2016 (Α΄ 94) και η παρ.2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 57 παρ.2 ν.4423/2016 (Α΄ 182), προβλέπεται διαδικασία για την απεικόνιση των δασικού χαρακτήρα εκτάσεων στα όρια των περιοχών της περίπτωσης β΄ της παρ. 2 του άρθρου 23 και ακολούθως διαδικασία υποβολής και εξέτασης αντιρρήσεων σύμφωνα με την παρ. 3 του εν λόγω άρθρου 24.

 

8. Επειδή, κατά το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 είναι δυνατή η άσκηση αίτησης ακυρώσεως κατά της παράλειψης της διοικητικής αρχής να προβεί σε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια, εφόσον ο νόμος επιβάλλει σ’ αυτήν την υποχρέωση να ρυθμίσει συγκεκριμένη σχέση με την έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης (ΣτΕ 1025/2024, 2666/2013, 1550/2011, 1391/1990). Περαιτέρω, όπως έχει παγίως κριθεί, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία υπαγορεύεται από την ασφάλεια δικαίου και την ανάγκη σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων και η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει, καταρχήν, υποχρέωση να ανακαλεί τις πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία προσβολής ή που έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς, ακόμη και όταν αυτές είναι παράνομες (ΣτΕ 1025/2024, 526/2021 σκ. 14, 416/2021 σκ. 3, 1725/2019, 2199/2016 κ.ά.). Πράξη δε, με την οποία εκδηλώνεται άρνηση της Διοίκησης να ανακαλέσει προηγούμενη εκτελεστή πράξη της, δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα, παρά μόνον αν εκδοθεί μετά από νέα ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης, η οποία στηρίζεται σε εκτίμηση νέων στοιχείων. Ομοίως, η σιωπηρή απόρριψη εκ μέρους της Διοίκησης αιτήματος ανάκλησης διοικητικής πράξης δεν συνιστά, κατ’ αρχήν, παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας κατά την έννοια του άρθρου 45 παράγραφος 4 του π.δ/τος 18/1989 και δεν υπόκειται, ως εκ τούτου, σε αίτηση ακυρώσεως (ΣτΕ 1025/2024, 1803, 1333/2021, 526/2021 σκ. 14, 416/2021 σκ. 3, 1725/2019, 2199/2016, 3311/2015, 2666/2013). Εξάλλου, όταν ζητείται από τη Διοίκηση να επανεξετάσει προηγούμενες πράξεις της αποφαινόμενη ειδικώς επί των νομικών ζητημάτων, η σιωπηρή άρνηση της Διοίκησης να ικανοποιήσει το αίτημα αυτό έχει βεβαιωτικό χαρακτήρα, δηλώνουσα εμμονή της Διοίκησης στις μέχρι τούδε εκπεφρασμένες θέσεις της (βλ. ΣτΕ 1025/2024, 1406/2019 σκ. 3, πρβλ. ΣτΕ 537/2017, 148/2017, 2858-9/2016 7μ., 3562/2013, 1113/2008, 2632/2006 κ.ά.).

 

9. Επειδή, περαιτέρω, από την αρχή της χρηστής διοίκησης, η οποία αποτελεί γενική αρχή του διοικητικού δικαίου που διέπει τη δράση των διοικητικών αρχών [πρβλ. Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄45), άρθρο 4 ν. 3979/2011 (Α΄138) και ήδη άρθρο 3 ν. 4727/2020 (Α΄184), άρθρο 19 ν. 4622/2019 (Α΄133)] απορρέει, πλην άλλων, η υποχρέωση της Διοίκησης να ασκεί επικαίρως τις ανατιθέμενες σε αυτήν αρμοδιότητες και να συμπράττει, επίσης, σε ενέργειες από τις οποίες εξαρτάται η έκδοση διοικητικών πράξεων που ενδιαφέρουν τους διοικούμενους και η ικανοποίηση εν γένει εννόμων συμφερόντων των διοικουμένων (πρβλ. ΣτΕ 85/2024, 1355/2023, 1376/2018, 1213/2018, 92/2016, 3925/2015, 1378/2008 κ.ά., πρβλ. ΣτΕ 3004/2010 Ολομ.). Συνεπώς, κατ’ εξαίρεση των όσων εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, όταν ο νομοθέτης προβλέπει συγκεκριμένες ενέργειες της Διοίκησης για την αποσαφήνιση του νομικού καθεστώτος μιας περιοχής από την άποψη της υπαγωγής της ή μη στη δασική νομοθεσία, χωρίς ωστόσο να τάσσει σχετική προθεσμία, η διατήρηση για ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί πλην άλλων, και από αντικρουόμενες ως προς τις νομικές τους συνέπειες πράξεις των οργάνων της Διοίκησης και των οργάνων των ΟΤΑ για την ίδια περιοχή (κήρυξη αναδάσωσης, χορήγηση οικοδομικών αδειών, καθορισμός ορίων οικισμού κ.λπ.), θεμελιώνει, με βάση την ανωτέρω γενική αρχή, υποχρέωση της Διοίκησης να εξετάσει αίτηση του διοικουμένου με την οποία προβάλλεται πλάνη της Διοίκησης κατά την έκδοση πράξης αναδάσωσης και ζητείται, κατ’ επίκληση νεότερων στοιχείων, η διερεύνηση της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων έκδοσής της, προκειμένου να αρθεί η κατάσταση της αβεβαιότητας που έχει δημιουργηθεί έως την οριστική διευθέτηση του νομικού καθεστώτος της περιοχής σύμφωνα με τη νομοθεσία (πρβλ. ΣτΕ 31/2022, 92/2016).

 

10. Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου της Διοίκησης, τα στοιχεία που προσκόμισαν οι αιτούντες, καθώς και από στοιχεία γνωστά στο Δικαστήριο από προηγούμενες ενέργειές του (ΣτΕ 3431/2006 7μ., 264/2005 7μ., 3095/2001 Ολομ., 1060/1985, 2426/1982, 2698/1981, 2029/1978 κ.ά.) προκύπτουν, μεταξύ άλλων, τα εξής: Με την 30628/2903/1976 απόφαση του Νομάρχη Αττικής «Περί καθορισμού ορίων οικισμού Αγ. Στεφάνου νομίμως προϋφισταμένου του έτους 1923» (Δ΄ 311), εκδοθείσα κατ’ επίκληση της Ε.35400/6.12.1975 απόφασης του Υπουργού Δημοσίων Έργων «Περί τρόπου καθορισμού των ορίων οικισμών προ του 1923, στερουμένων σχεδίων ρυμοτομίας» (Δ΄ 10/1976), καθορίσθηκαν τα όρια του προϋφισταμένου του έτους 1923 οικισμού του Αγίου Στεφάνου Αττικής, με βάση, πλην άλλων, και το 12033/8.6.1940 έγγραφο του Γραφείου Πολεοδομίας Αθηνών. Το έτος 1982 με την 844/22.3.1982 απόφαση της Νομαρχούσας Διευθύντριας της Νομαρχίας Αττικής-Διαμέρισμα Ανατ. Αττικής (Δ΄357) κηρύχθηκε αναδασωτέα, κατ’ επίκληση του άρθρου 117 παράγραφος 3 του Συντάγματος και «με σκοπό την επαναδημιουργία και διατήρηση της δασικής βλαστήσεως που καταστράφηκε από πυρκαγιά», δημόσια διακατεχόμενη δασική έκταση 550 στρεμμάτων στη θέση «Μπογιάτι» της Κοινότητας Αγίου Στεφάνου Ν. Αττικής εμφαινόμενη σε διάγραμμα το οποίο συνδημοσιεύθηκε με την εν λόγω πράξη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η πράξη αυτή αναδάσωσης ανακλήθηκε εν μέρει και ειδικότερα ως προς τμήμα της ανωτέρω έκτασης εμβαδού 178 στρεμμάτων με την 318/13.3.1985 απόφαση της Νομάρχου Διαμ. Ανατολικής Αττικής (Δ΄ 162) για τους λόγους που εκτίθενται στην πράξη αυτή. Περαιτέρω, με την 71164/4551/1995 απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ «Έγκριση Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (ΓΠΣ) του Δήμου Αγίου Στεφάνου (Ν. Αττικής)» (Δ΄ 561) εγκρίθηκε το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του ανωτέρω Δήμου με την επέκταση του σχεδίου πόλης σε εκτάσεις αραιοδομημένες σε ζώνες άλλων χρήσεων πλην κατοικίας, την ένταξη στο σχέδιο οικισμού προϋφισταμένου του έτους 1923 και τη δημιουργία τεσσάρων (4) πολεοδομικών ενοτήτων. Στη συνέχεια, με την 26587/2003 απόφαση της Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (Δ΄ 823) εγκρίθηκε η υπαγωγή στις διατάξεις του άρ. 13 του ν. 1337/1983 της εντός ορίων οικισμού προϋφισταμένου του έτους 1923 περιοχής Δήμου Αγίου Στεφάνου ν. Αττικής, εγκρίθηκε το πολεοδομικό σχέδιο τμήματος της πολεοδομικής ενότητας 1 του ως άνω δήμου και τροποποιήθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο του ίδιου δήμου επί του βασικού οδικού δικτύου. Όμως, η ως άνω 26587/2003 απόφαση της Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ ακυρώθηκε με την 3431/2006 7μ. απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω αναρμοδιότητας του οργάνου που την εξέδωσε. Εξάλλου, με την 264/2005 7μ. απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε μετά την 3095/2001 απόφαση της Ολομελείας και αφορούσε τη νομιμότητα πράξης αναθεώρησης οικοδομικής άδειας για την ανέγερση κτίσματος επί ακινήτου κειμένου στον Άγιο Στέφανο Αττικής, κρίθηκαν καθ’ ερμηνεία των συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων που αναφέρονται στην απόφαση, μεταξύ άλλων, τα εξής: α) ως οικοδομήσιμοι χώροι, οι οποίοι δεν υπάγονται στις περί δασών και δασικών εκτάσεων ρυθμίσεις του ν. 998/1979, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 6 περίπτ. ε΄ του εν λόγω νόμου, νοούνται οι χώροι οι οποίοι βρίσκονται σε περιοχές, αναγνωρισθείσες ως οικιστικές με το γενικό πολεοδομικό σχέδιο, και οι οποίοι έχουν, εν συνεχεία, χαρακτηρισθεί ως οικοδομήσιμοι, με εγκεκριμένη πολεοδομική μελέτη, κατά τα προβλεπόμενα στο ν. 1337/1983, β) προ του ν. 947/1979 και των κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 62 παρ. 8 του νόμου τούτου εκδοθέντων π.δ. της 21.11/1.12.1979 (Δ΄ 693) και της 2/13.3.1981 (Δ΄ 138), δεν υφίσταντο, ούτε στο ν.δ. της 17.7/16.8.1923, ούτε στη λοιπή πολεοδομική νομοθεσία, διατάξεις, που να καθορίζουν αρμοδιότητες και διαδικασία προς έκδοση πράξεως για τη διαπίστωση της ύπαρξης οικισμού διαμορφωθέντος ήδη προ του 1923 και την εξακρίβωση, βάσει των προ του 1923 υφισταμένων πραγματικών δεδομένων, των ορίων του εν λόγω οικισμού, γ) οι κατά καιρούς εκδοθείσες, προ της θεσπίσεως του ν. 947/1979 και των κατ’ εξουσιοδότηση τούτου εκδοθέντων π.δ., κανονιστικές υπουργικές αποφάσεις, με τις οποίες θεσπίσθηκαν κανόνες, αφορώντες στη διαδικασία καθορισμού των ορίων αυτών, ήσαν ανίσχυρες, ως μη ευρίσκουσες έρεισμα σε σχετική νομοθετική εξουσιοδότηση, ανίσχυρες δε είναι και οι εκδοθείσες κατ’ επίκληση των ανωτέρω κανονιστικών υπουργικών αποφάσεων διοικητικές πράξεις με τις οποίες επιχειρείται ο καθορισμός των ορίων οικισμού προϋφισταμένου του 1923 και έχουν, ομοίως, κανονιστικό χαρακτήρα, δ) μεταξύ των εν λόγω ανισχύρων πράξεων, με τις οποίες επιχειρήθηκε ο προσδιορισμός των ορίων οικισμού, φερομένου ως προϋφισταμένου του 1923, περιλαμβάνεται και η προαναφερθείσα 30628/2903/1976 απόφαση του Νομάρχη Αττικής «Περί καθορισμού ορίων οικισμού Αγίου Στεφάνου νομίμως προϋφισταμένου του έτους 1923», ε) μια ανίσχυρη, για τους ανωτέρω λόγους, πράξη προσδιορισμού των ορίων οικισμού, φερομένου ως προϋφισταμένου του 1923, δεν αρκεί για να προσδώσει νόμιμο έρεισμα σε πράξη με την οποία χορηγείται άδεια οικοδομής σε ακίνητο, φερόμενο ως κείμενο εντός των ανωτέρω ορίων, στ) ως εκ τούτου, και εφόσον δεν έχει εκδοθεί απόφαση, με την οποία χωρεί εγκύρως ο προσδιορισμός των ορίων ορισμένου οικισμού προϋφισταμένου του 1923, η αρμόδια πολεοδομική αρχή, επί υποβολής αιτήσεως χορηγήσεως αδείας ανεγέρσεως οικοδομής σε ένα ακίνητο, το οποίο, κατά τους υποβάλλοντες την αίτηση, εμπίπτει εντός των ορίων οικισμού προϋφισταμένου του 1923, οφείλει να προβεί σε δική της έρευνα επί του αναγομένου στις προϋποθέσεις χορηγήσεως της οικοδομικής αδείας ζητήματος αν το εν λόγω ακίνητο κείται ή μη εντός των ορίων τέτοιου οικισμού και να διατυπώσει περί του ζητήματος τούτου ιδία κρίση, πλήρως και ειδικώς αιτιολογημένη, ζ) κατά την έρευνα του ζητήματος τούτου, η πολεοδομική αρχή δεν μπορεί να αγνοήσει τυχόν εκδοθείσα διοικητική πράξη, με την οποία ορισμένη έκταση, εμφανιζομένη ως περιλαμβάνουσα και το ακίνητο στο οποίο αφορά η αίτηση χορηγήσεως οικοδομικής αδείας, κηρύσσεται αναδασωτέα, ούτε, εξάλλου, μπορεί να χωρήσει σε παρεμπίπτοντα έλεγχο του κύρους της τελευταίας αυτής πράξεως και η) στην εν λόγω περίπτωση, η δυνατότητα που καταλείπεται στην πολεοδομική αρχή είναι να προβεί σε κρίση περί του καθαρώς πραγματικού ζητήματος αν το ακίνητο, στο οποίο αφορά η αίτηση χορηγήσεως της οικοδομικής αδείας, κείται ή μη εντός των ορίων της αναδασωτέας περιοχής, όπως αυτά προσδιορίζονται στην σχετική (μη υποκειμένη σε παρεμπίπτοντα έλεγχο του κύρους της) διοικητική πράξη περί κηρύξεως της αναδασώσεως. Μετά ταύτα, το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα 264/2005 απόφασή του ακύρωσε την οικοδομική άδεια, όπως είχε αναθεωρηθεί, με την αιτιολογία ότι η κρίση της πολεοδομικής αρχής που την εξέδωσε είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι διατυπώνεται χωρίς τον αναγκαίο ειδικό συσχετισμό μεταξύ των στοιχείων που υποβλήθηκαν προς έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως, αφενός, και των ορίων της κηρυχθείσης ως αναδασωτέας εκτάσεως με την 844/22.3.1982 νομαρχιακή πράξη, αφετέρου, όπως τα όρια αυτά προκύπτουν από τη σχετική νομαρχιακή πράξη και το διάγραμμα που τη συνοδεύει. Ακολούθως, με την 244/25.1.2010 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής (Δ΄35) κηρύχθηκαν ως αναδασωτέες και εκτάσεις συνολικού εμβαδού 78.377,593 στρ., που είχαν κηρυχθεί ως αναδασωτέες με προγενέστερες πράξεις -ήτοι επανακηρύχθηκαν- στις οποίες περιλαμβάνεται και η 844/22.3.1982 απόφαση του Νομάρχη Αττικής (βλ. παρ. Δ΄ της απόφασης του Γεν. Γραμματέα). Οι αιτούντες, που φέρονται κατά τους ισχυρισμούς τους, ως ιδιοκτήτες ακινήτων κειμένων εντός των ορίων του προϋφιστάμενου του 1923 οικισμού του Αγίου Στεφάνου Αττικής, τα οποία έχουν περιληφθεί στην ευρύτερη έκταση που κηρύχθηκε αναδασωτέα με την 844/22.3.1982 απόφαση του Νομάρχη Αττικής, υπέβαλαν προς τον Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής την από 14.2.2018 (αριθμ. πρωτ. ././6.3.2018) αίτηση, συνοδευόμενη από τα στοιχεία που αναφέρονται στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως και, συγκεκριμένα, αποσπάσματα κτηματολογικού πίνακα ανάρτησης του Κτηματολογίου, τοπογραφικά διαγράμματα, τεχνική έκθεση –μελέτη έτους 2011, τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας Α/Φ έτους 2010 για εκάστη ιδιοκτησία, το από 22.6.2001 έγγραφο του Δημάρχου Αγίου Στεφάνου, την από 8.6.1940 πράξη του Γραφείου Σχεδίων Πόλεων του Νομού Αττικοβοιωτίας του Υπουργείου Συγκοινωνίας, την 264/2005 απόφαση του ΣτΕ, σημείωμα εφαρμογής των τίτλων των ιδιοκτησιών τους που συνοδεύει την από Ιούλιο 2011 τεχνική έκθεση, βεβαίωση-πιστοποίηση του Δημάρχου Διονύσου περί συμπερίληψης της ιδιοκτησίας των 3 πρώτων αιτούντων εντός των ορίων του προϋφισταμένου του έτους 1923 οικισμού του Αγίου Στεφάνου κ.ά. Στην ανωτέρω αίτηση προς τον Συντονιστή της Α.Δ. Αττικής -η οποία έχει ενσωματωθεί και στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης- οι αιτούντες κατ’ επίκληση των στοιχείων που συνυπέβαλαν εξέθεσαν, μεταξύ άλλων, ότι είναι κύριοι οικοπέδων τα οποία βρίσκονται εντός των ορίων του προϋφισταμένου του έτους 1923 οικισμού του Αγίου Στεφάνου στη θέση «Ζώργιαννη», ότι έχουν δηλώσει τα ακίνητα στο Εθνικό Κτηματολόγιο, ότι καθένα από αυτά έχει τον αναφερόμενο στο δικόγραφο ΚΑΕΚ, ότι τους χορηγήθηκε βεβαίωση από τον τότε Δήμο Αγ. Στεφάνου (ήδη Δήμο Διονύσου), σύμφωνα με την οποία το οικόπεδό τους «βρίσκεται εντός των ορίων του προ του έτους 1923 οικισμού Αγίου Στεφάνου Αττικής που καθορίστηκαν με την … 30628/2903/28.09.1976 … απόφαση Νομάρχη ΑΝ. Αττικής», ότι το οικόπεδο είναι άρτιο και οικοδομήσιμο σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, ότι με βάση αντίστοιχες βεβαιώσεις η πολεοδομική υπηρεσία εξέδωσε δεκάδες οικοδομικές άδειες, ότι κατά την άποψη του Δασαρχείου Πεντέλης οι ιδιοκτησίες των αιτούντων δεν περιλαμβάνονται μεν εντός της έκτασης που κηρύχθηκε αναδασωτέα με την απόφαση του έτους 2010, αλλά περιλαμβάνονται στην κηρυχθείσα με την νομαρχιακή απόφαση του έτους 1982 αναδασωτέα έκταση, ότι η ένταξη των ακινήτων τους στις αναδασωτέες εκτάσεις επιφέρει σύγχυση ως προς το νομικό τους καθεστώς, διότι οι πολεοδομικές αρχές και ο Δήμος Διονύσου θεωρούν μεν ότι η κήρυξη αναδάσωσης δεν ισχύει ως προς τα ακίνητα αυτά λόγω της συμπερίληψής τους σε οικισμό προϋφιστάμενο του έτους 1923, όμως το μη ξεκάθαρο αυτό νομικό καθεστώς δεν τους επιτρέπει να αξιοποιήσουν την ιδιοκτησία τους και επιφέρει υποβάθμιση της αξίας της. Επίσης, στην από 14.2.2018 αίτησή τους προς τη Διοίκηση οι αιτούντες παρέθεσαν τις διατάξεις του άρθρου 3 (παρ. 6) του ν. 998/1979, όπως ίσχυαν τον κρίσιμο χρόνο κήρυξης της αναδάσωσης το έτος 1982 και όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 32 παρ. 1 του ν. 4280/2014, των άρθρων 12 (παρ. 1) και 21 (παρ. 2 και 8) του ν. 3208/2003 και 9 (παρ. 2) του ν. 999/1979, τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία ερμηνεύθηκαν οι ανωτέρω διατάξεις, «ιστορικό» των διοικητικών πράξεων «οριοθέτησης» του οικισμού του Αγίου Στεφάνου από το έτος 1940, αποσπάσματα από την απόφαση 264/2005 του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και αποσπάσματα από ιδιωτική μελέτη Ιουλίου 2011 της εταιρείας με την επωνυμία «… Α.Ε.» Τεχνική Έκθεση - Μελέτη, η οποία αφορά τόσο την ευρύτερη έκταση στην οποία βρίσκονται οι ιδιοκτησίες τους, όσο και ειδικώς και αυτοτελώς καθεμιά από τις ιδιοκτησίες τους. Στα συμπεράσματα της ως άνω Τεχνικής Έκθεσης, όπως παρατίθενται στην αίτηση προς τη Διοίκηση, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: α) από την ανάλυση των κορυφών της περιμέτρου των ορίων του προϋφισταμένου του έτους 1923 οικισμού «Οίον» (ο οποίος αποτελείτο από τους οικισμούς Μπογιατίου, νυν Ανοίξεως, Αγίου Στεφάνου και Ζώργιαννης) και την σύγκριση των ορίων αυτών με τα αντίστοιχα όρια του επίσης προϋφισταμένου του έτους 1923 οικισμού (σήμερα Δήμου) του Αγίου Στεφάνου, τα οποία περιγράφονται στην 30628/2903/7.10.1976 απόφαση του Νομάρχη Αττικής, διαπιστώνεται ότι η περίμετρος των ορίων του οικισμού «Οίον», τα οποία περιγράφονται στην 12033/8.6.1940 πράξη του Γραφείου Σχεδίων Πόλεων του Νομού Αττικοβοιωτίας του Υπουργείου Συγκοινωνίας, είναι αρκετά μεγαλύτερη από την περίμετρο των ορίων τα οποία περιγράφονται στην 30628/2903/7.10.1976 απόφαση του Νομάρχη Αττικής και τούτο είναι λογικό αφού η τότε κοινότητα Οίον περιελάμβανε τους οικισμούς Μπογιατίου (σήμερα Ανοίξεως), Αγίου Στεφάνου και Ζώργιαννης, ενώ η απόφαση του 1976, περιελάμβανε μόνο τα όρια του Αγίου Στεφάνου και της Ζώργιαννης, β) τα περιγραφόμενα όρια στην 12033/8.6.1940 πράξη, τα οποία αφορούν το βόρειο, το ανατολικό και το δυτικό τμήμα της περιμέτρου του οικισμού Αγίου Στεφάνου ταυτίζονται με τα αντίστοιχα στοιχεία που περιγράφονται στην 30628/2903/7.10.1976 απόφαση του Νομάρχη Αττικής, γ) τα όρια του οικισμού Αγίου Στεφάνου απεικονίζονται στον χάρτη (Π-1) ο οποίος συνοδεύει την 71164/4551/14.7.1995 απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, με την οποία εγκρίθηκε το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο της περιοχής Αγίου Στεφάνου, δ) το γεγονός ότι στον ως άνω χάρτη του ΓΠΣ αποτυπώνονται τα όρια του προϋφισταμένου του έτους 1923 οικισμού Αγίου Στεφάνου κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 14 (παρ. 4 και 5) του από 17.7.1923 ν.δ., σημαίνει ότι αναγνωρίζονται από το ΥΠΕΧΩΔΕ τόσο η 12033/8.6.1940 πράξη όσο και η 30628/2903/7.10.1976 απόφαση του Νομάρχη Αττικής και τέλος ε) στοιχεία για σφάλματα [κατά την άποψη των συντακτών της τεχνικής έκθεσης] της απόφασης κήρυξης της αναδάσωσης έτους 1982 λόγω του μη δασικού χαρακτήρα των ιδιοκτησιών των αιτούντων. Εξάλλου, με την αίτησή τους προς τη Διοίκηση οι αιτούντες ισχυρίσθηκαν ότι η απόφαση αναδάσωσης του έτους 1982 ήταν πλημμελής και εκδόθηκε κατά πλάνη περί τα πράγματα, διότι οι ιδιοκτησίες τους περιλαμβάνονται στα όρια του οικισμού, όπως αυτά καθορίζονται με την απόφαση του Νομάρχη Αττικής έτους 1976 και σε κάθε περίπτωση, περιλαμβάνονται εντός των πραγματικών ορίων του οικισμού του Αγίου Στεφάνου, πλην περιελήφθησαν και εντός της ευρύτερης έκτασης που κηρύχθηκε αναδασωτέα το 1982 χωρίς ωστόσο να προκύπτει από κανένα στοιχείο ότι λήφθηκε υπόψη και ότι εκτιμήθηκε αιτιολογημένα το γεγονός της συμπερίληψης των υπόψη ιδιοκτησιών τους εντός των πραγματικών ορίων του προϋφισταμένου του έτους 1923 οικισμού Αγίου Στεφάνου, ότι από την προσκομισθείσα μελέτη φωτοερμηνείας έτους 2010 που αφορά «ολόκληρη την έκταση που καταλαμβάνει σήμερα ο Δήμος Αγίου Στεφάνου…» και από φωτοερμηνεία αεροφωτογραφιών των ετών 1945, 1960, 1972, 1987, 1992, 2002 και 2008 (ορθοφωτοχάρτη) προκύπτει ότι η μείζων αυτή περιοχή του οικισμού όπου περιλαμβάνονται οι ιδιοκτησίες των αιτούντων αποτελείται από γεωργικές, οικιστικές και, σε κάθε περίπτωση, μη δασικές εκτάσεις, ότι η απόφαση κήρυξης αναδασώσεως έτους 1982 δεν βασίζεται σε ασφαλή στοιχεία (ιδίως φωτοερμηνεία) και δεν προσδιορίζει τα ακριβή όρια και τις θέσεις της έκτασης που κηρύσσεται ως αναδασωτέα ώστε να τεκμηριώνεται η κρίση αυτής, ότι η ίδια απόφαση εκδόθηκε με βάση ελλιπή στοιχεία και κατά προφανή πλάνη περί τα πράγματα ως προς τις ιδιοκτησίες τους και ότι προς άρση της δημιουργηθείσης κατά τα ανωτέρω ανασφάλειας δικαίου, λόγω της αντιφατικότητας των ενεργειών των επιμέρους οργάνων της Διοίκησης (βεβαιώσεις ότι οι ιδιοκτησίες των αιτούντων ανήκουν στον προϋφιστάμενο του έτους 1923 οικισμό του Αγίου Στεφάνου, έκδοση οικοδομικών αδειών, κήρυξη αναδάσωσης κ.λπ.), η Διοίκηση οφείλει, ενόψει των ορισμών των άρθρων 17 και 24 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της προστασίας του διοικουμένου, να επανεξετάσει αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη συμπερίληψη των ιδιοκτησιών των αιτούντων στην επίμαχη απόφαση κήρυξης αναδάσωσης του έτους 1982 ή αν, αντιθέτως, αυτή εξεδόθη κατά πλάνη περί τα πράγματα. Με βάση τους προαναφερθέντες και λοιπούς συναφείς ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στην από 14.2.2018 αίτησή τους και τα στοιχεία που είχαν προσκομίσει οι αιτούντες ζήτησαν από τον Συντονιστή της ΑΔ Αττικής: α) να εξεταστεί αν οι ιδιοκτησίες τους περιλαμβάνονται εντός των πραγματικών ορίων του οικισμού του Αγίου Στεφάνου, β) να εξεταστεί, ενόψει των ανωτέρω στοιχείων, η νομιμότητα της συμπερίληψης των ιδιοκτησιών τους στην από 22.3.1982 πράξη κήρυξης της αναδάσωσης, γ) να ερευνηθεί αν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη συμπερίληψη των ιδιοκτησιών τους στις αναδασωτέες εκτάσεις και δ) να ανακληθεί η ως άνω κήρυξη της αναδάσωσης καθ’ο μέρος περιλαμβάνει στις αναδασωτέες εκτάσεις τα ακίνητά τους. Όπως εκτέθηκε, η από 14.2.2018 αίτηση απορρίφθηκε σιωπηρώς από τη Διοίκηση με την πάροδο απράκτου τριμήνου από την υποβολή της. Με την κρινόμενη αίτηση οι αιτούντες επαναλαμβάνουν τις αιτιάσεις ως προς την υποχρέωση της Διοίκησης να επανεξετάσει τη συνδρομή των προϋποθέσεων της αναδάσωσης του έτους 1982 με βάση τις ανωτέρω διατάξεις και την αρχή της χρηστής διοίκησης, λόγω της πρόκλησης παρατεταμένης ανασφάλειας δικαίου ως προς το νομικό καθεστώς των ένδικων ακινήτων, και να ανακαλέσει εν μέρει την πράξη αυτή καθ’ο μέρος αφορά τις ιδιοκτησίες τους, ζητούν δε την ακύρωση της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης από τον Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής της από 14.2.2018 αίτησής τους.

 

11. Επειδή, με το 19034/430/6.3.2018 υποβληθέν αίτημά τους προς τη Διοίκηση οι αιτούντες ισχυρίσθηκαν, κατ’ επίκληση των προαναφερθέντων στοιχείων, ότι τα επίδικα ακίνητα τους αποτελούν μη δασικές εκτάσεις, περιλαμβάνονται στα πραγματικά όρια του προϋφισταμένου του έτους 1923 οικισμού του Αγίου Στεφάνου και παρά την έλλειψη εγκεκριμένης πολεοδομικής μελέτης εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της δασικής νομοθεσίας, ζήτησαν δε από τη Διοίκηση να αποσαφηνίσει το νομικό καθεστώς που διέπει τα ακίνητά τους και να προβεί στην ανάκληση της πράξης κήρυξης της αναδάσωσης του έτους 1982 κατά το μέρος που αφορά τις ιδιοκτησίες τους, διότι αυτές ενέπιπταν στα πραγματικά όρια του οικισμού του Αγίου Στεφάνου και δεν αποτελούσαν δασικές εκτάσεις και, ως εκ τούτου, δεν έπρεπε να κηρυχθούν αναδασωτέες. Σε σχέση με τα ανωτέρω προβαλλόμενα από τους αιτούντες, τα οποία, όπως εκτέθηκε, επαναλαμβάνονται και με την κρινόμενη αίτηση, η Διοίκηση στο έγγραφο των απόψεων αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι οι επίδικες εκτάσεις, ως αυτές αποτυπώνονται στο σχετικό απόσπασμα ορθοφωτοχάρτη, βρίσκονται εντός των ορίων του προϋφισταμένου του 1923 οικισμού του Αγ. Στεφάνου Αττικής όπως αυτά καθορίσθηκαν με την 30628/2903/28.9.1976 απόφαση του Νομάρχη Αττικής, ότι για τις εκτάσεις εντός των ορίων του οικισμού Αγ. Στεφάνου δεν έχει εφαρμογή η παρ. 6 περ. ζ του άρθρου 3 του ν. 998/1979, αλλά οι διατάξεις των άρθρων 23 και 24 του ν. 3889/2010 και του άρθρου 31 παρ. 3 του ν. 4280/2014 ως ισχύουν και ότι οι επίδικες εκτάσεις είναι μεν εκτός των ορίων της πυρκαγιάς της 21-24 Αυγούστου2009 για την οποία εκδόθηκε η 244/2010 απόφαση του Γ.Γ. Περιφέρειας Αττικής, πλην εμπίπτουν στα όρια της 844/22.3.1982 απόφασης αναδάσωσης (βλ. το 3413/78375/3.11.2020 έγγραφο της Α.Δ. Αττικής/Δασαρχείο Πεντέλης). Περαιτέρω, κατόπιν σχετικού εγγράφου της βοηθού εισηγητού της υπόθεσης για την έκδοση ή μη μεταγενεστέρων πράξεων που αφορούν τα ακίνητα των αιτούντων ή τη διαδικασία ανάρτησης των δασικών χαρτών στην περιοχή του Αγ. Στεφάνου Αττικής και την εν γένει διευκρίνιση των νομικών και πραγματικών ζητημάτων της υπόθεσης, το Δασαρχείο Πεντέλης απέστειλε στο Δικαστήριο συμπληρωματικά το 321093/26.9.2022 έγγραφο στο οποίο, πλην άλλων, εκθέτει τα εξής: α) από το αρχείο της Υπηρεσίας μας δεν προκύπτει πράξη της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής επί της 19034/430/6.3.2018 αίτησης των αιτούντων, β) μέχρι την ανάρτηση του δασικού χάρτη δεν είχαν εκδοθεί πράξεις χαρακτηρισμού για τις επίδικες εκτάσεις, γ) από έρευνα στο αρχείο δεν βρέθηκαν πράξεις εκδοθείσες από την Υπηρεσία μας για τις επίδικες εκτάσεις (γ’ εδάφιο της παρ.3 άρθρ.31 ν.4280/2014) πλην της 844/1982 απόφασης του Νομάρχη Ανατ. Αττικής, δ) στον δασικό χάρτη που έχει αναρτηθεί έχουν αποτυπωθεί τα όρια των εκτάσεων του άρθρου 23 § 2 ν.3889/2010 που απέστειλε η Διεύθυνση Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Διονύσου στο τμήμα κτηματογράφησης της Δ/νσης Δασών Ανατ. Αττικής με το 19382/27.6.2017 έγγραφό της, ε) πράξεις που να αφορούν τον καθορισμό των ορίων του οικισμού του Αγ. Στεφάνου μεταγενέστερες της 30628/2903/28.9.1976 απόφασης Νομάρχη Ανατ. Αττικής δεν βρέθηκαν στο αρχείο της Υπηρεσίας μας, στ) η ευρύτερη έκταση στην οποία βρίσκονται οι επίδικες εκτάσεις, όπως αυτές αποτυπώνονται στο σχετικό σχεδιάγραμμα, έχει εξαιρεθεί της ανάρτησης του δασικού χάρτη κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23§3 ν.3889/2010, ως υπαγόμενη στις διατάξεις άρθρου 23§2 του ίδιου νόμου και ζ) οι επιτροπές του άρθρου 24 του ν.3889/2010 δεν έχουν μέχρι σήμερα συγκροτηθεί. Από τα ανωτέρω έγγραφα των απόψεων της Διοίκησης προκύπτει ότι μετά την προαναφερθείσα κρίση του Δικαστηρίου (ΣτΕ 264/2005 7μ.), κατά την οποία μη νομίμως είχαν καθορισθεί τα όρια του οικισμού του Αγίου Στεφάνου το έτος 1976, καθώς και την ακύρωση της 26587/2003 απόφασης της Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (Δ΄ 823), που είχε εγκρίνει το πολεοδομικό σχέδιο τμήματος της πολεοδομικής ενότητας 1 του (πρώην) Δήμου Αγίου Στεφάνου, ο εν λόγω οικισμός δεν έχει πολεοδομηθεί ως προς το προϋφιστάμενο του 1923 τμήμα του. Προκύπτει, επίσης, ότι η επίμαχη έκταση στην οποία βρίσκονται οι ιδιοκτησίες των αιτούντων εξαιρέθηκε από τον αναρτηθέντα δασικό χάρτη της περιοχής του Αγ. Στεφάνου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23 παρ. 3 του ν. 3889/2010 και, ειδικότερα, διότι υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 23 (παρ. 2 περ. β΄) του ίδιου νόμου. Εντούτοις, η διαδικασία που προβλέπει ο ανωτέρω νόμος στα άρθρα 23 και 24 δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί στην εν λόγω περιοχή, αφού δεν έχουν συγκροτηθεί οι Επιτροπές που προβλέπονται στο άρθρο 24 του νόμου.

 

12. Επειδή, κατά τη γνώμη του Τμήματος με την παρούσα σύνθεσή του, υπό τα ανωτέρω δεδομένα (σκ. 10 και 11) και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη 9 για την υποχρέωση που απορρέει από την αρχή της χρηστής Διοίκησης, στην προκειμένη περίπτωση η Διοίκηση όφειλε, λόγω της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη θέση σε ισχύ του ν. 3889/2010 χωρίς να έχουν ακόμη εφαρμοστεί τα άρθρα 23 και 24 στην περιοχή του Αγίου Στεφάνου, να εξετάσει την αίτηση και τα στοιχεία που προσκόμισαν οι αιτούντες, προκειμένου να αποσαφηνίσει τη δημιουργηθείσα νομική κατάσταση και να άρει την υφιστάμενη εκκρεμότητα με την έκδοση ρητής απόφασης (πρβλ. ΣτΕ 31/2022, 92/2016), κρίνοντας, με βάση και τα νεότερα στοιχεία που είχαν προσκομίσει οι αιτούντες, αν συνέτρεχαν ή όχι οι νόμιμες προϋποθέσεις για την υπαγωγή των εκτάσεων των αιτούντων στη δασική νομοθεσία κατά τον χρόνο κήρυξης της αναδάσωσης. Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, η σιωπηρή απόρριψη της από 14.2.2018 αίτησης των αιτούντων συνιστά, κατά το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας της Διοίκησης να αποφανθεί επί της εν λόγω αίτησης. Για τον λόγο αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο, η αίτηση θα έπρεπε να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η ανωτέρω σιωπηρή απόρριψη και η υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση, προκειμένου να επιληφθεί της ανωτέρω αίτησης και να αποφανθεί επ’ αυτής με την έκδοση ρητής πράξης, λόγω όμως της σπουδαιότητας του ζητήματος που ανέκυψε το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεσή του.

 

13. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως προς τους αιτούντες που δεν νομιμοποίησαν την άσκησή της, λόγω δε της σπουδαιότητας του προαναφερθέντος ζητήματος που ανέκυψε το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί κατά τα λοιπά στην επταμελή σύνθεση, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 και να ορισθεί δικάσιμος 1η Οκτωβρίου 2015 και εισηγητής ο Σύμβουλος Δ. Βασιλειάδης. Πρέπει, εξάλλου, η παρούσα απόφαση να κοινοποιηθεί στους διαδίκους, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, όπως αυτό ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 6 του ν. 5119/2024 (Α΄103).

 

Δ ι ά τ α ύ τ α

 

Απορρίπτει την αίτηση ως προς τους αιτούντες 9ο, 25ο και 27η κατά τη σειρά του δικογράφου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην 4η σκέψη.

 

Απέχει να αποφανθεί οριστικώς ως προς τους λοιπούς αιτούντες.

 

Παραπέμπει την αίτηση ως προς τους λοιπούς αιτούντες στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος.

 

Ορίζει δικάσιμο ενώπιον του Τμήματος με επταμελή σύνθεση την 1η Οκτωβρίου 2025 και εισηγητή τον Σύμβουλο Δ. Βασιλειάδη.

 

Εντέλλεται τη διενέργεια των κοινοποιήσεων που αναφέρονται στο σκεπτικό.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2024 και 15 Μαΐου 2025

 

Η Πρόεδρος του Ε´ Τμήματος           Η Γραμματέας του Ε΄ Τμήματος

 

                                                      και μετά την αποχώρησή της

 

                                                         Ο Γραμματέας

 

Μαργαρίτα Γκορτζολίδου                Νικόλαος Βασιλόπουλος

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 4ης Ιουνίου 2025.

 

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος               Ο Γραμματέας

 

Χρήστος Ντουχάνης                Νικόλαος Βασιλόπουλος