ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΕφΑθ 863/2025

 

Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου («ΜΑΕΚ») -.

 

Νόμιμο λόγο ευθύνης της εκκαλούσας τράπεζας συνιστούν η παράβαση της εν τοις πράγμασι καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως παροχής επενδυτικών συμβουλών, η παράβαση του άρθρου 8 Ν. 2251/1994 περί ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες και η αδικοπραξία (άρθρα 914 επ. ΑΚ), ενώ ζημία συνιστά όχι αυτή καθ' εαυτήν η μετατροπή κεφαλαίου (μετρητών χρημάτων) των εναγόντων σε μετοχές, αλλά το γεγονός ότι το κεφάλαιο αυτό εξήλθε της περιουσίας τους και αντ' αυτού δεν εισήλθε ισοδύναμο ποιοτικώς μέγεθος, αλλά κάτι έτερο (aliud)∙ ήτοι σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα, ιδιαιτέρως επισφαλή, μη παρέχοντα δικαίωμα επιστροφής του κεφαλαίου και, εν τέλει, μηδενικής αξίας λόγω της πραγματικής οικονομικής καταστάσεως της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, με συνέπεια η ζημία των εφεσιβλήτων να θεωρείται επελθούσα, ακόμη και σε περίπτωση, κατά την οποία δεν είχε χωρήσει μετατροπή σε τραπεζικές μετοχές. Μεταξύ των πλειόνων συρρεόντων νομίμων λόγων ευθύνης της εκκαλούσας και της ζημίας των εφεσίβλητων υφίσταται πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, δεδομένου ότι, εάν η εναγόμενη είχε παράσχει, ως όφειλε κατά τις αρχές της καλής συναλλακτικής πίστης, τη δέουσα πλήρη ενημέρωση και διαφώτιση στους ενάγοντες - πελάτες της ως προς τη φύση, τη λειτουργία και, κυρίως, του κινδύνους της επένδυσης στα συγκεκριμένα προϊόντα και δεν επεδείκνυε συστηματικώς την περιγραφείσα παραπλανητική συμπεριφορά, οι εφεσίβλητοι, κατά τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν θα είχαν επενδύσει τα κεφάλαιά τους στα προϊόντα αυτά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία τους. Απορρίπτει την έφεση της τράπεζας.

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 863/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

[ΤΜΗΜΑ 13ο]

 

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Μαρία Χρυσού, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ελενα Παϊλα.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις 24 Οκτωβρίου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΎΣΑΣ : Της αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ (Λ.Τ.Δ.)» και το δ.τ: «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ», που εδρεύει στη Λευκωσία Κύπρου, οδός Στασινού αριθμ. 51 Στρόβολος και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα με υποκατάστημα στη Λεωφ. Αλεξάνδρας αριθμ. 192 με ΑΦΜ ………, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τις πληρεξούσιες δικηγόρους της Μαρία Φερφέλη και Ελένη Δήμου, μέλη της δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία «ΠΟΤΑΜΙΤΉΣ - ΒΕΚΡΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», με τις από 23.10.2024 δηλώσεις τους, κατ' αρθρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

 

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) ….………….. και 2) …..……………….., τους οποίους εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Δομίνικος Αρβανίτης με την από 22.10.2024 δήλωση του κατ’ αρθρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

 

Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι άσκησαν κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας την από 5.3.2020 με αριθμούς κατάθεσης ………./2020 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επ' αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ'αριθμ. 5590/2023 οριστική απόφαση του ανωτέρου Δικαστηρίου με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στους ενάγοντες νομιμοτόκως τ' αναφερόμενα στο διατακτικό αυτής χρηματικά ποσά. Την απόφαση αυτή προσβάλλει η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 28.7.2023 έφεσή της, που κατατέθηκε"' στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 28.7.2023 με αριθμούς κατάθεσης ……../2023 και αντίγραφο αυτής στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου προς προσδιορισμό δικασίμου, στις 28.7.2023, με αριθμούς κατάθεσης ./2023, δικάσιμος προς συζήτηση της οποίας ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε αφού παραστάθηκαν οι διάδικοι όπως παραπάνω αναφέρεται.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν τις από 23.10.2024 και 22.10.2024 αντίστοιχα, κατ' άρθρα 524 παρ. 1 και 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, δηλώσεις τους και τις έγγραφες προτάσεις τους, αιτούμενοι να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτές.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η κρινόμενη από 28.7.2023 έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, που κατατέθηκε στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 28.7.2023 με αριθμούς κατάθεσης ………./2023 και αντίγραφο αυτής στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου προς προσδιορισμό δικασίμου, στις 28.7.2023, με αριθμούς κατάθεσης ………/2023, στρεφόμενη κατά της υπ' αριθ. 5590/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρ. 19 ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομοτύπως (άρθρ. 495 παρ. 1, 2 ΚΠοΛΔ) και εμπροθέσμως, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 29.6.2023 (βλ. σχετικώς την υπ' αριθ. ………./29.6.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …….. ) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 28.7.2023, ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας (λόγω της έδρας της εκκαλούσας στο εξωτερικό) των εξήντα ημερών (άρθρ. 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επίσης για το παραδεκτό της έφεσης έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο παράβολο, ποσού 100 ευρώ (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ βλ. το υπ' αριθ. ………./2023 e-παράβολο που αναγράφεται στην έκθεση κατάθεσης της έφεσης). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

 

Οι ενάγοντες με την από 5.3.2020 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (υπ' αριθ. κατάθεσης ………./2020), ισχυρίσθηκαν ότι οι αναφερόμενοι στο δικόγραφο υπάλληλοι (βοηθοί εκπλήρωσης/προστηθέντες) της εναγομένης, αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας με έδρα την Κύπρο και νομίμως εγκατεστημένης με υποκατάστημα στην Ελλάδα - με την οποία οι ενάγοντες συναλλάσσονταν στο πλαίσιο της τοποθέτησης των αποταμιεύσεων τους και σύναψης συμβάσεων προθεσμιακών τραπεζικών καταθέσεων χρημάτων, έχοντας αναπτύξει σχέση εμπιστοσύνης - συνέστησαν στους ενάγοντες τον Απρίλιο του 2011 και κατά τον αναφερόμενο στην αγωγή τρόπο, παρέχοντας επενδυτική συμβουλή, να τοποθετήσουν τα χρήματά τους σε ένα νέο τραπεζικό προϊόν και συγκεκριμένα σε «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (Μ.Α.Ε.Κ.), τα οποία παρέστησαν ψευδώς στους ενάγοντες ως παρόμοια με προθεσμιακή κατάθεση πενταετούς διάρκειας, σταθερού ετήσιου επιτοκίου ύψους 6,5% (σε ευρώ και 6% σε δολάριο ΗΠΑ), με περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου. Ότι, στη συνέχεια, αφού οι ενάγοντες πείσθηκαν από τις διαβεβαιώσεις των εν λόγω υπαλλήλων, προέβησαν στην τοποθέτηση των ποσών που αναφέρουν στην αγωγή και δη στο ποσό των 200.000 δολαρίων ΗΠΑ και 67.919,00 ευρώ ο πρώτος των εναγόντων και στο ποσό των 105.000 ευρώ ο δεύτερος. Ότι ενώ οι τόκοι του πρώτου εξαμήνου ποσού 6.000 $ και 2.197,62 ευρώ πιστώθηκαν κανονικά στον λογαριασμό του πρώτου ενάγοντος στις 30.12.2011, και αφού τον Ιούνιο του 2012 δεν του καταβλήθηκαν οι τόκοι του πρώτου εξαμήνου του έτους αυτού, ενημερώθηκε (και δη τον Αύγουστο του 2013) ότι τα κεφάλαια του, των 67.919 ευρώ και των 200.000 δολαρίων ΗΠΑ (το οποίο βάσει της ισοτιμίας € : $ της ΕΚΤ στις 26.3.2013 - ημερομηνία του προαναφερθέντος Δελτίου Τύπου - αντιστοιχούσε σε 155.508 ευρώ), ήτοι συνολικά το κεφάλαιο του των 223.427 ευρώ (= 67.919 ευρώ + 155.508 ευρώ) μετατράπηκε αναγκαστικά σε 2.234 συνήθεις μετοχές δ' τάξεως της εναγομένης ονομαστικής αξίας εκάστης 1 ευρώ, δηλαδή σε συνολική ονομαστική αξία 2.234 ευρώ, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Ομοίως και για τον δεύτερο των εναγόντων ότι μολονότι οι τόκοι του πρώτου εξαμήνου ποσού 3.412,50 ευρώ πιστώθηκαν κανονικά στον λογαριασμό του στις 30.12.2011 και αφού τον Ιούνιο του 2012 δεν του καταβλήθηκαν οι τόκοι του πρώτου εξαμήνου του έτους αυτού, ενημερώθηκε(και δη τον Αύγουστο του 2013) ότι το κεφάλαιο του των 105.000 ευρώ μετατράπηκε αναγκαστικά σε 1.050 συνήθεις μετοχές δ' τάξεως της εναγομένης ονομαστικής αξίας εκάστης 1 ευρώ, δηλαδή σε συνολική ονομαστική αξία 1.050 ευρώ κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο.

Ότι τα παραπάνω αξιόγραφα δεν λειτουργούσαν, ωστόσο, σαν προθεσμιακή κατάθεση με ορισμένη διάρκεια, σταθερό επιτόκιο, περιοδική απόδοση τόκων και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου, αλλά στην πραγματικότητα επρόκειτο για πολύπλοκα χρηματοοικονομικά προϊόντα, τα οποία ήταν υβριδικά και μετατρέψιμα, σύνθετα στη σύλληψη και λειτουργία τους, με όρους μονομερώς προδιατυ πω μένους από την εναγόμενη, ασαφείς και δυσνόητους, συνιστώντα μη εξασφαλισμένες και ελάσσονος προτεραιότητας υποχρεώσεις της εναγομένης, συνδεόμενα με πλήθος κινδύνων, είτε γενικών (κίνδυνο πτώχευσης της εναγομένης, κίνδυνο επιτοκίου, πιστωτικό κίνδυνο, κίνδυνο ρευστότητας αγοράς) είτε ειδικών (κίνδυνο αφερεγγυότητας της πρώτης εναγομένης, κίνδυνο απώλειας κεφαλαιακής επάρκειας, κίνδυνο ακύρωσης καταβολής τόκων, επιχειρηματικό κίνδυνο, κίνδυνο εκμηδένισης της αξίας τους λόγω μετατροπής τους σε μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας κ.λπ.), διαπραγματεύσιμα στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, αόριστης διάρκειας (perpetual) και περιέχοντα τον όρο της ακύρωσης πληρωμής τόκων σε περίπτωση κεφαλαιακής ανεπάρκειας της Τράπεζας ή και υποχρεωτικής μετατροπής τους σε μετοχές. Ότι σκοπός έκδοσης των παραπάνω αξιόγραφων εκ μέρους της εναγομένης ήταν η κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών της. Ειδικότερα, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα του Απριλίου 2010 υπήρξε σοβαρή χειροτέρευση της πραγματικής κεφαλαιακής θέσης της εναγομένης, λόγω της υπερβολικής έκθεσης της σε Ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου (Ο.Ε.Δ.) ποσού δύο δισεκατομμυρίων τετρακοσίων εκατομμυρίων (2.400.000.000) ευρώ και ενώ τότε τα κεφάλαια αυτής ανέρχονταν σε δύο δισεκατομμύρια πεντακόσια εκατομμύρια (2.500.000.000) ευρώ και ότι τελικώς, λόγω της απομείωσης της αξίας των Ο.Ε.Δ., υπέστη ζημία στα ίδια κεφάλαιά της, ποσού πεντακοσίων είκοσι εννέα εκατομμυρίων πεντακοσίων δεκατριών χιλιάδων ΕΥΡΩ (529.513.000), με συνέπεια την επιδείνωση της κεφαλαιακής της επάρκειας, αφού δεν είχε λάβει μέτρα αποφυγής ή περιστολής της ζημίας αυτής (είτε με πώληση Ο.Ε.Δ. είτε με αγορά πιστωτικής προστασίας - CDS). Ότι η εναγόμενη αφενός μεν απέφυγε να αποτυπώσει λογιστικώς στις οικονομικές της καταστάσεις τη ζημία αυτή, αφετέρου δε, το Μάιο του 2011, εξέδωσε και προώθησε στους πελάτες της, μέσω των αρμοδίων υπαλλήλων της, τα Μ.Α.Ε.Κ., συνολικού ύψους ενός δισεκατομμυρίου τριακοσίων σαράντα δύο εκατομμυρίων ΕΤΡΩ (1.342.000.000), τα οποία εντάσσονταν στα ίδια κεφάλαιά της και περιείχαν τους ιδιαιτέρως δυσμενείς όρους της υποχρεωτικής ακύρωσης τόκων και της υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές.

Ότι αποκλειστικός σκοπός της εναγομένης ήταν η χρησιμοποίηση των παραπάνω επενδυτικών προϊόντων ως εργαλείων ενίσχυσης και διατήρησης της κεφαλαιακής επάρκειας της (ενίσχυση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (Core Tier 1) και για το λόγο αυτό εξέδωσε τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ) με τους συγκεκριμένους όρους και χαρακτηριστικά, τα οποία προώθησε με αντισυμβατικό και παράνομο τρόπο, ώστε περαιτέρω με ελλιπή ενημέρωση και σύσταση να καταπείσει του πελάτες της μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες, δολίως να τοποθετήσουν τις αποταμιεύσεις τους στα επενδυτικά αυτά προϊόντα. Ότι οι ενάγοντες δεν οδηγήθηκαν στην επιλογή της αγοράς των Μ.Α.Ε.Κ. με δική τους πρωτοβουλία, αλλά ότι η εναγόμενη, μέσω των αρμοδίων υπαλλήλων και στελεχών της (η πλειονότητα των οποίων δεν είχε δεόντως πιστοποιηθεί), κατεύθυνε αυτούς προς τούτο, παρέχουσα επενδυτικές συμβουλές, χωρίς να τηρήσει τις υποχρεώσεις επιμέλειας και διαφώτισης που απορρέουν από την παροχή επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους της καθώς και να τηρήσει την υποχρέωση άντλησης πληροφοριών αναφορικώς με την πείρα και τις γνώσεις των εναγόντων στον επενδυτικό τομέα καθώς και την οικονομική κατάσταση και τους στόχους τους (έλεγχος καταλληλότητας/συμβατότητας). Ότι η εναγόμενη προκάλεσε στους ενάγοντες απατηλή εικόνα ως προς τις αληθινές ιδιότητες των Μ.Α.Ε.Κ., με παραπλανητικές και ψευδείς παραστάσεις, ήτοι διαβεβαιώνοντας τους ενάγοντες ότι αυτά ήταν απολύτως προσαρμοσμένα στις ανάγκες και τους στόχους τους, ότι είχαν την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης, εγγυημένη απόδοση τόκων ανά εξάμηνο με σταθερό και αυξημένο επιτόκιο, ότι ήταν εξασφαλισμένη απολύτως η επιστροφή του κεφαλαίου τους στο τέλος της πενταετίας, δηλαδή στις 30.6.2016 και ότι η ίδια η εναγόμενη είναι απολύτως αξιόπιστη και φερέγγυα ως πιστωτικό ίδρυμα, έπεισε δε με τον τρόπο αυτό τους ενάγοντες να προβούν σε αγορά των συγκεκριμένων επενδυτικών προϊόντων. Ότι για τα Μ.Α.Ε.Κ. είχε εκδοθεί από την εναγόμενη ενημερωτικό δελτίο, το οποίο όμως εκείνη ουδέποτε χορήγησε στους ενάγοντες, ούτε τους γνωστοποίησε την ύπαρξή του, ούτε οι ενάγοντες υπέγραφαν ή έλαβαν υπόψη τους το εν λόγω ενημερωτικό δελτίο πριν από την αγορά των συγκεκριμένων επενδυτικών προϊόντων. Περαιτέρω οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι αν είχαν ενημερωθεί επαρκώς και γνώριζαν την αληθινή φύση των Μ.Α.Ε.Κ., δεν θα είχαν προβεί στην, υποδειχθείσα από τους αρμόδιους υπαλλήλους της εναγομένης, τοποθέτηση των κεφαλαίων τους σε αυτά. Ότι συνεπεία των ανωτέρω οι ενάγοντες υπέστησαν σημαντική περιουσιακή ζημία, αφού απώλεσαν τα επενδυμένα κεφάλαιά τους, οι δε μετοχές της πρώτης εναγόμενης που κατέχουν έχουν μηδενική πραγματική αξία. Τέλος, οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν στην αγωγή ότι, προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας τους, έχουν αξίωση αποζημίωσης στηριζόμενη: α) στις διατάξεις περί ευθύνης κατά τις διαπραγματεύσεις (άρθρο 197, 198 ΑΚ), β) τις διατάξεις του ν. 3606/2007 και της συναφούς νομοθεσίας (ν. 2396/2006), οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής στις μεταξύ τους σχέσεις στο πλαίσιο εκπλήρωσης της σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, γ) στις διατάξεις του νόμου περί προστασίας των καταναλωτών (άρθρο 8 ν. 2251/1994) και δ) στις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914 επ. ΑΚ) δυνάμει των οποίων δικαιούνται (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που αυτοί υπέστησαν, ανερχόμενης σε ποσοστό πλέον του 5% του επενδυθέντος κεφαλαίου για τον πρώτο ενάγοντα, την οποία ο τελευταίος αποτιμά στο ποσό των 12.050,24 ευρώ, και σε ποσοστό 10% του επενδυθέντος κεφαλαίου για τον δεύτερο ενάγοντα, ήτοι στο ποσό των 10.500 ευρώ. Ότι η παραγραφή των ένδικων αξιώσεων των εναγόντων έναντι της εναγόμενης διακόπηκε με την άσκηση της από 11.4.2014 (με αριθμό κατάθεσης …../2014) αγωγής τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία περιελάμβανε την αυτή πραγματική και νομική βάση με την υπό κρίση αγωγή και προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 18.5.2017 και μετ' αναβολή για τη δικάσιμο της 7.11.2019, κατά την οποία οι ενάγοντες παραιτήθηκαν του εν λόγω δικογράφου και επανήλθαν εντός εξαμήνου με την ένδικη αγωγή τους. Με βάση το ιστορικό αυτό, όπως αναπτύχθηκε στην αγωγή και μετά από παραδεκτό περιορισμό, με το δικόγραφο των προτάσεων που κατέθεσαν, του αρχικώς καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής τους σε έντοκο αναγνωριστικό (άρθρα 223 εδ. β', 295 παρ. 1 ψ ΚΠολΔ), οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 249.955,99 ευρώ [και δη ως αποζημίωση ποσό 223.427 ευρώ για κεφάλαιο + 14.522,75 ευρώ για τόκους {= [(223.427 ευρώ χ 6,5%): 2] χ 2 περιόδους τόκους (για τις 30.6.2012 και την 31.12.2012)} + και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ποσό 12.006,24 ευρώ επιφυλασσομένου του πρώτου των εναγόντων να αξιώσει από τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια παριστάμενος ως πολιτικών ενάγων το ποσό των 44 ευρώ] και στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 149.581 ευρώ [ και δη ως αποζημίωση ποσό 105.000 ευρώ για κεφάλαιο + 34.125 ευρώ για τόκους {= [(105.000 ευρώ χ 6,5%): 2] χ 10 περιόδους τόκους (για τις 30.6.2012, 31.12.2012, 30.6.2013, 31.12.2013, 30.6.2014, 31.12.2014, 30.6.2015, 31.12.2015, 30.6.2016 και 31.12.2016)} και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ποσό 10.456 ευρώ, επιφυλασσομένου του δευτέρου των εναγόντων να αξιώσει από τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια παριστάμενος ως πολιτικών ενάγων το ποσό των 44 ευρώ]. Όλα δε τ' ανωτέρω ποσά οι ενάγοντες τα ζήτησαν νομιμοτόκως από την άσκηση της από 11.4.2014 (υπ'αριθμ. κατάθεσης …………/2014 αγωγής τους, ενώ ζήτησαν επίσης, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά τους έξοδα. Επί της παραπάνω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλούμενη, υπ' αριθμ. 5590/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ' αρχάς, αποφάνθηκε ότι η ένδικη υπόθεση εμφανίζει στοιχεία αλλοδαπότητας, καθώς η εναγόμενη έχει την έδρα της στην Κύπρο και ότι παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του, ως έχον διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της, κατ' άρθρα 17 παρ. 1 και 26 Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012, καθώς και ότι είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο κατ' άρθρα 14 παρ. 2 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκειμένου να τη δικάσει κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, με τη σημείωση δε ότι η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου, ήτοι του Ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, έγινε τόσο ως lex contractus διότι τις διατάξεις αυτού επικαλούνται οι διάδικοι προς θεμελίωση των ισχυρισμών τους, υφιστάμενης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του (ΑΠ 1091/2010, ΕφΠειρ 89/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 482/2009 ΕλλΔνη 2010.245, Σπ. Βρέλλης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σελ. 188 - άρθρα 3 παρ. 1 και 2 Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 «Ρώμη 1»), όσο και ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη της εναγόμενης, καθότι εφαρμοστέο τυγχάνει το δίκαιο του τόπου επέλευσης της ζημίας, καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα (άρθρα 4 και 12 Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007). Εν συνεχεία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, ως ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 297, 298, 299, 330, 345, 346, 914, 922, 932 ΑΚ, 1 παρ. 4 και 8 Ν. 2251/1994, 3 παρ. 2 και 25 Ν. 3606/2007 (που εξακολουθούν να εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 98 του Ν. 4514/2018 για πράξεις και παραλείψεις που είχαν τελεστεί μέχρι την έναρξη ισχύος του τελευταίου νόμου), 70 και 176 ΚΠολΔ, πλην των κονδυλίων των τόκων που εμπεριέχονται στην αξιούμενη από τους ενάγοντες αποζημίωση, ως προς τα οποία έκρινε ότι η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη Λόγω αοριστίας και πλην του παρεπόμενου αιτήματος κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το οποίο έκρινε ως μη νόμιμο, μετά τον παραπάνω περιορισμό του συνόλου του κύριου αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό. Ακολούθως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατόπιν εκτίμησης και αξιολόγησης των τεθέντων ενώπιον του αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον μεν πρώτο των εναγόντων το συνολικό ποσό των 226.427 ευρώ (και δη 223.427 ως αποζημίωση + 3.000 ως χρηματική ικανοποίηση ) και στο δεύτερο των εναγόντων το συνολικό ποσό των 108.000 ευρώ (και δη 105.000 ως αποζημίωση + 3.000 ως χρηματική ικανοποίηση) με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επιδόσεως της από 11.4.2014 και με αριθμ. κατάθεσης ……../2014 αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, ενώ συμψήφισε στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων (λόγω ιδιαίτερης δυσχέρειας ως προς την ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν). Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την έφεση της, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων - ως προς το μέρος που η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε την αγωγή και βλάπτει αυτήν, κατά το οποίο και μπορεί να εξετασθεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρ. 522 ΚΠολΔ), αφού ως προς το μέρος που απορρίφθηκε η αγωγή δεν πλήττεται αντιστοίχως με έφεση ή αντέφεση των εναγόντων [βλ. ΑΠ 496/2010 ΝοΒ 2011/52, ΑΠ 1065/2009 ΝοΒ 2009/2392] - και ζητεί να εξαφανισθεί άλλως να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ώστε να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολο της.

Το πλαίσιο της δικαιοδοσίας των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων, ήτοι της εξουσίας της Πολιτείας προς άσκηση της δικαστικής λειτουργίας καθορίζεται από τα άρθρα 1, 3, 22 επ. του ΚΠολΔ και 94 παρ. 3 του Συντάγματος. Στην εξουσία αυτή της Πολιτείας, όπως οριοθετείται από το νόμο, υπάγονται όλες οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου. Συνεπώς το αντικείμενο της δίκης στα πολιτικά δικαστήρια είναι μόνο έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή αμφισβητήσεις ή έριδες των διαδίκων περί την ύπαρξη, την έκταση, το περιεχόμενο ή τα υποκείμενα βιοτικής σχέσης προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα. Υπέρβαση της δικαιοδοσίας αυτής υπάρχει, στις περιπτώσεις, που τακτικό πολιτικό δικαστήριο επιλήφθηκε υπόθεσης, μολονότι η συγκεκριμένη υπόθεση, κατά το νόμο, ανήκει στη δικαιοδοσία άλλου δικαιοδοτικού οργάνου (ποινικού ή διοικητικού) ή των διοικητικών αρχών ή στη διεθνή δικαιοδοσία αλλοδαπού δικαστηρίου ή είχε υπαχθεί εγκύρως στη διαιτησία ή συνέτρεχε προνόμιο ετεροδικίας (ΑΠ 1183/2021, 366/2020, ΑΠ 87/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ). Τα πολιτικά, όμως Δικαστήρια, σε κάθε περίπτωση έχουν δικαιοδοσία να αποφανθούν, έστω και παρεμπιπτόντως επί κάθε θέματος ακόμα και. διοικητικής φύσης το οποίο αποτελεί πρόκριμα και είναι αναγκαίο για την επίλυση της ιδιωτικής διαφοράς που φέρεται ενώπιον τους (ad hoc ΑΠ 1183/2021, σχετ. ΑΠ 27/2019, ΑΠ 246/2019, ΑΠ 547/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ), καθώς και το κύρος και τη νομιμότητα των πράξεων των οργάνων της διοίκησης ή ΝΠΔΔ, εφόσον τούτο δεν έχει αποκλεισθεί από το νόμο και δεν έχει εκδοθεί περί του κύρους αυτών, δεσμευτική για τα πολιτικά Δικαστήρια απόφαση του ΣτΕ (ΟλΑΠ 1-2/2018, ΑΠ 246/2019, 445/2020,281/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τον 5ο λόγο της κρινόμενης έφεσης ως προς το σχετικό σκέλος αυτού, η εκκαλούσα εκθέτει ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί αφερεγγυότητας και κεφαλαιακής ανεπάρκειας της ιδίας (εκκαλούσας) υπερβαίνει την αρμοδιότητα των πολιτικών Δικαστηρίων, αφού την εποπτεία και τον έλεγχο των τραπεζών ασκεί αποκλειστικά η κεντρική τράπεζα κάθε χώρος και η ΕΚΤ, ενώ περί των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, που καθορίζουν τη φερεγγυότητα ενός τραπεζικού ιδρύματος αρμόδιες είναι οι εποπτικές αρχές κράτους, η δε αποκλειστική εξουσία της προληπτικής εποπτείας καθορίζεται από σειρά διαλαμβανόμενων στο συγκεκριμένο αυτό σκέλος του 5ου λόγου έφεσης, κανόνων δίκαιου. Με το συγκεκριμένο, όμως, περιεχόμενο, το συναφές σκέλος του 5ου λόγου έφεσης, κρίνεται, σύμφωνα με τα ανωτέρω στη προηγούμενη νομική σκέψη πρωτίστως απορριπτέο, ως μη νόμιμο, καθότι τα πολιτικά Δικαστήρια έχουν σε κάθε περίπτωση δικαιοδοσία για την εξέταση των προαναφερθέντων ζητημάτων στα πλαίσια του κύριου αντικειμένου της παρούσας δίκης, όπως εν προκειμένω, όπου εισάγεται, εξεταζομένου τούτου παραδεκτά στο παρόν στάδιο ελέγχου του νομίμου του λόγου έφεσης, η επίδικη ιδιωτική διαφορά των εναγόντων — εφεσίβλητων και της εναγομένης — εκκαλούσας τράπεζας, το οποίο είναι η αποζημίωση των εναγόντων από την εναγόμενή, λόγω αντισυμβατικής, παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της τελευταίας, μέσω των προστηθέντων υπαλλήλων της, αντικείμενο που υπάγεται αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΠ 1183/2021 ΤΝΠ ΔΣΑ).

 

Τα χρηματοπιστωτικά μέσα είναι τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την πραγματοποίηση των χρηματοοικονομικών επενδύσεων, διακρίνονται δε σε εκείνα που ενσωματώνουν πιστωτικά δικαιώματα, σε εκείνα που ενσωματώνουν περιουσιακά και διοικητικά δικαιώματα και στα μικτά. Με βάση την προηγούμενη προσέγγιση, τα χρηματοπιστωτικά μέσα διακρίνονται: Στα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία αντιπροσωπεύουν δάνεια, συνεπώς ένα χρέος του εκδότη (δανειζόμενου) και τα οποία ενσωματώνουν την υπόσχεση πληρωμής προς τον αγοραστή (δανειστή). Τα χρηματοπιστωτικά μέσα αυτά στο σύνολο τους ονομάζονται χρεωστικοί τίτλοι. Τέτοια, χρηματοπιστωτικά μέσα είναι τα κάθε είδους ομόλογα και ομολογίες, τα έντοκα γραμμάτια κ.λπ. Στα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία αντιπροσωπεύουν δικαιώματα ιδιοκτησίας σε μια επιχείρηση και, συνεπώς, δικαιώματα στη διοίκηση και στα κέρδη της ί; επιχείρησης. Τέτοια χρηματοπιστωτικά μέσα είναι οι κάθε είδους μετοχές (κοινές, προνομιούχες κ.λ.π). Στα χρηματοπιστωτικά μέσα που ενσωματώνουν τόσο ιδιοκτησιακά, όσο και πιστωτικά δικαιώματα. Τέτοια χρηματοπιστωτικά μέσα είναι τα ομόλογα μετατρέψιμα σε μετοχές. Μια δεύτερη διάκριση των χρηματοπιστωτικών μέσων είναι αυτή της χρονικής διάρκειας. Από αυτήν την άποψη, τα χρηματοπιστωτικά μέσα διακρίνονται σε: Μέσα της χρηματαγοράς. Τα μέσα αυτά μπορεί να είναι μόνο χρεωστικοί τίτλοι, που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τη βραχυπρόθεσμη χρονική διάρκεια (μέχρι ένα έτος). Κινητές αξίες. Οι κινητές αξίες ή μέσα της κεφαλαιαγοράς είναι αυτά. που έχουν μακροπρόθεσμη χρονική διάρκεια, δηλαδή οι μετοχές και από τους- χρεωστικούς τίτλους αυτοί που έχουν διάρκεια πάνω από ένα έτος. Είναι δυνατόν διάφορα χρηματοπιστωτικά μέσα να συγκεντρωθούν σε ένα χαρτοφυλάκιο και τα μερίδια του χαρτοφυλακίου να πωληθούν στους επενδυτές. Τα χρηματοπιστωτικά μέσα αυτής της κατηγορίας ονομάζονται μερίδια Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ). Τα χρηματοπιστωτικά μέσα αυτής της τρίτης κατηγορίας αποτελούν μέσα συλλογικών επενδύσεων, ενώ τα μέσα των δύο πρώτων κατηγοριών (μετοχές και χρεωστικοί τίτλοι) αποτελούν μέσα ατομικής επένδυσης Οι τρεις κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων ονομάζονται πρωτογενή χρηματοπιστωτικά μέσα. Εκτός από τα πρωτογενή, υπάρχουν και τα παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα, που είναι συμβόλαια που αναφέρονται σε προθεσμιακές πράξεις επί των πρωτογενών. Οι χρεωστικοί τίτλοι έχουν ως κύρια χαρακτηριστικά την καθορισμένη ημερομηνία λήξης και το καθορισμένο ποσοστό απόδοσης το οποίο παίρνει τη μορφή του τόκου. Λόγω του δεύτερου χαρακτηριστικού τους, οι χρεωστικοί τίτλοι ονομάζονται και τίτλοι σταθερής απόδοσης (fixed income securities). Οι τελευταίοι ονομάζονται έτσι, επειδή αποφέρουν ένα σταθερό εισόδημα στον επενδυτή, σε αντίθεση με τους τίτλους μεταβλητής απόδοσης, στους οποίους η απόδοση είναι μεταβαλλόμενη και εξαρτάται από διάφορους παράγοντες Με αυτήν την έννοια οι χρεωστικοί τίτλοι συνήθως αποκαλούνται τίτλοι σταθερού εισοδήματος, γιατί ένα μεγάλο μέρος από αυτούς (οι τίτλοι σταθερού επιτοκίου) αποδίδουν μια σταθερή απόδοση για τους επενδυτές, αλλά και οι υπόλοιποι κατά κανόνα έχουν μια σταθερότερη απόδοση από άλλους τίτλους, όπως για παράδειγμα οι μετοχές. Οι χρεωστικοί τίτλοι είναι αξιόγραφα που εκδίδονται από οικονομικές μονάδες που έχουν ανάγκη δανειακών κεφαλαίων, είναι δηλαδή μέσα δανεισμού που εκδίδονται από τους δανειζόμενους (εκδότες) και αγοράζονται από τους δανειστές (επενδυτές). Οι όροι έκδοσης τον χρεωστικών τίτλων περιλαμβάνουν προβλέψεις όσον αφορά την τιμή έκδοσης, τον τρόπο πληρωμής του τόκου, τον τρόπο προσδιορισμού του επιτοκίου κ.λ.π. Τα βασικά χαρακτηριστικά τον χρεωστικών τίτλων είναι τα παρακάτω: α. Ονομαστική αξία και τιμή έκδοσης του ομολόγου Ονομαστική αξία (face valué par valué) ενός ομολόγου είναι η αξία που αναγράφεται στο ομόλογο όταν εκδίδεται και αντιστοιχεί στην τιμή εξόφλησης, δηλαδή στο χρηματικό ποσό που θα αποδοθεί στον επενδυτή στη λήξη του ομολόγου.

Η αξία αυτή στα ομόλογα τα οποία πληρώνουν τοκομερίδια σε τακτική βάση μέχρι τη λήξη, εάν εξαιρεθούν τα ομόλογα που εκδίδονται υπό το άρτιο ή υπέρ το άρτιο (discount ή premium), συμπίπτει με την τιμή έκδοσης, δηλαδή το χρηματικό ποσό το οποίο θα πληρώσει ο επενδυτής και θα εισπράξει ο εκδότης κατά την έκδοση του ομολόγου, μπορεί δε να διαφέρει από την - πραγματικά καταβαλλόμενη τιμή για την αγορά ή την εξόφλησή της. Ο τόκος ο οποίος πληρώνεται, ονομάζεται «κουπόνι» ή τοκομερίδιο, γιατί πριν την αποϋλοποίηση των τίτλων, τα κουπόνια τα οποία εκφράζουν τον τόκο, ευρίσκονταν προσαρτημένα στο σώμα του τίτλου και αποκόπτονταν κατά την πληρωμή του. Ο χρόνος λήξης είναι η ημερομηνία στην οποία θα εξοφληθεί ένα ομόλογο, δηλαδή η ημερομηνία στην οποία ο κάτοχος του θα εισπράξει την ονομαστική αξία. Όλα τα ομόλογα έχουν συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης. Εξαίρεση αποτελεί μια κατηγορία ομολόγων χωρίς ημερομηνία λήξης (perpetuáis). Το επιτόκιο έκδοσης είναι το επιτόκιο με το οποίο δανείζεται ο εκδότης του χρεωστικού τίτλου και με βάση το οποίο καθορίζεται το τοκομερίδιο. Εκδότης χρεωστικών τίτλων μπορεί να είναι οποιαδήποτε οικονομική μονάδα που έχει ανάγκη δανειακών κεφαλαίων Οι εκδότες των χρεωστικών τίτλων έχουν, όπως είναι φυσικό, διάφορους βαθμούς φερεγγυότητας. Στην αγορά ομολόγων δραστηριοποιούνται διάφορες εταιρείες που έχουν ως αντικείμενο τη βαθμολόγηση της φερεγγυότητας των εκδοτών, οι οποίες ονομάζονται εταιρείες βαθμολόγησης του βαθμού φερεγγυότητας (credit rating agencies). Οι πιο γνωστές από τις εταιρείες αυτές παγκοσμίως είναι οι Moody's, Standard & Poor's και Fitch. Οι εταιρείες αυτές βαθμολογούν τους εκδότες όσον αφορά τον βαθμό φερεγγυότητας τους και τους κατατάσσουν σε μια κλίμακα από τον ανώτατο προς τον κατώτερο βαθμό, χρησιμοποιώντας γράμματα της αλφαβήτου. Οι όροι έκδοσης των χρεωστικών τίτλων περιλαμβάνουν προβλέψεις όσον αφορά την τιμή έκδοσης, τον τρόπο πληρωμής του τόκου, τον τρόπο προσδιορισμού του επιτοκίου κλπ. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά των χρεωστικών τίτλων είναι:

α. Ομόλογα με τοκομερίδια και μηδενικού τοκομεριδίου, β. Ομόλογα σταθερού και κυμαινόμενου επιτοκίου. Το επιτόκιο των ομολόγων σε μερικές περιπτώσεις είναι προσδιορισμένο στην έκδοσή του και παραμένει σταθερό μέχρι τη λήξη του, οπότε τα ομόλογα ονομάζονται σταθερού επιτοκίου, ενώ σε άλλες "περιπτώσεις δεν είναι σταθερό και εξαρτάται από κάποιον δείκτη με τον οποίο είναι συνδεδεμένο, τα οποία ονομάζονται ομόλογα κυμαινόμενου επιτοκίου. Όταν το επιτόκιο είναι κυμαινόμενο, η απόδοση των ομολόγων εξαρτάται από απλούς επιτοκιακούς δείκτες (πχ. EURIBOR) ή/και από σύνθετους παράγοντες (πολύπλοκα ή δομημένα ομόλογα). Σε μερικές περιπτώσεις η διακύμανση των επιτοκίων περιορίζεται προς τα πάνω ή και προς τα κάτω, με την πρόβλεψη ανώτατου ποσοστού αύξησης (cap) ή μείωσης (floor), γ. Ομόλογα με δικαίωμα ανάκλησης από τον εκδότη και τον επενδυτή. Μερικά ομόλογα κατά την έκδοσή τους περιλαμβάνουν την πρόβλεψη ότι σε κάποιο χρονικό σημείο πριν από τη λήξη τους ο εκδότης έχει το δικαίωμα να τα ανακαλέσει (να τα εξοφλήσει πρόωρα). Από την άλλη πλευρά, η πρόβλεψη του δικαιώματος της πρόωρης εξόφλησης σε άλλα ομόλογα μπορεί να αφορά τον επενδυτή (redeemable at par at the holder's option), δ. Εξασφαλισμένοι και μη εξασφαλισμένοι χρεωστικοί τίτλοι. Πολλές φορές οι χρεωστικοί τίτλοι περιλαμβάνουν κάποια εξασφάλιση για την πληρωμή τους. Οι χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδουν οι επιχειρήσεις πολλές φορές είναι εξασφαλισμένοι με κάποια περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης (asset backed securities). Οι τράπεζες κατά την τιτλοποίηση απαιτήσεων εξασφαλίζουν τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδουν με τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία έχουν παράσχει ως εξασφάλιση σε αυτές οι πελάτες τους κατά τη λήψη του δανείου. Η κρίση στην αγορά ομολόγων αυτής της κατηγορίας και ειδικότερα στα τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια μειωμένης εξασφάλισης (subprime mortgages) είναι αυτή που έχει επιφέρει την πρόσφατη αναταραχή στις παγκόσμιες χρηματαγορές, ε. Ασφαλισμένοι και μη ασφαλισμένοι χρεωστικοί τίτλοι Μερικοί χρεωστικοί τίτλοι ασφαλίζονται έναντι του κινδύνου αφερεγγυότητας του εκδότη τους σε ασφαλιστικές εταιρείες, στ. Μετατρέψιμοι χρεωστικοί τίτλοι. Οι χρεωστικοί τίτλοι από την άποψη του εκδότη τους διακρίνονται σε τίτλους έκδοσης του Δημοσίου, από δημόσιους οργανισμούς, από επιχειρήσεις, από τράπεζες και από ξένους οικονομικούς φορείς (ΤριμΕφΑθ 3437/2022 ΤΝΠ ΔΣΑ, βλ, σχετ. Κ. Γαλιάτσο, Βασικές γνώσεις επενδυτικής τραπεζικής Λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση εντολών. Προσάρτημα επικαιροποίησης 4ης έκδοσης), ίϊ. Κατά τον κρίσιμο χρόνο, που αφορά η πραγματοποίηση τον ένδικων συναλλαγών ίσχυε η οδηγία 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς)» (EE L 96), η οποία ακολούθως καταργήθηκε με το άρθρο 37 του Κανονισμού (EE) 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EE L 173). Κατά το άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας 2003/6 ΕΚ για τους σκοπούς της: "1...2...3 Ως «χρηματοπιστωτικά μέσα» νοούνται -οι κινητές αξίες όπως ορίζονται στην οδηγία 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών [EE L 141], -τα μερίδια σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, -τα μέσα χρηματαγοράς, -τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης σε χρηματοπιστωτικά μέσα, περιλαμβανομένων των ισοδύναμων μέσων που διακανονίζονται σε μετρητά (financial-futures contracts, including equivalent cash-settled instruments], -οι προθεσμιακές συμφωνίες επιτοκίου, -οι συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων, νομισμάτων και μετοχών, -τα δικαιώματα απόκτησης ή διάθεσης οποιουδήποτε μέσου των ανωτέρω κατηγοριών, περιλαμβανομένων των ισοδύναμων μέσων που διακανονίζονται σε μετρητά. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει ιδίως τα δικαιώματα προαίρεσης σε νομίσματα και επιτόκια [options to acquire or dispose of any instrument falling into these categories, including equivalent cash-settled instruments. This category includes in particular options on currency and on interest rates], -τα παράγωγα μέσα σε βασικά εμπορεύματα, -κάθε άλλο μέσο που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά κράτους μέλους ή για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε μια τέτοια αγορά. iii. Εξάλλου, στο άρθρο 1 παρ. 4 της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παρ. 3 της οδηγίας 2003/6/ΕΚ για τον ορισμό των κινητών αξιών που νοούνται ως χρηματοπιστωτικά μέσα, οι κινητές αξίες ορίζονται ως εξής: «-οι μετοχές και οι λοιπές αξίες οι εξομοιώσιμες με μετοχές, -οι ομολογίες και οι λοιποί χρεωστικοί τίτλοι, που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά και -κάθε άλλη αξία η οποία συνήθως αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης που επιτρέπει την απόκτηση αυτών των κινητών αξιών με εγγραφή ή ανταλλαγή, ή παρέχει δικαίωμα εκκαθάρισης της μετρητοίς, ενώ αποκλείονται τα μέσα πληρωμής». Στο Τμήμα Β του Παραρτήματος που συνοδεύει την ανωτέρω οδηγία 93/22/ΕΟΚ απαριθμούνται οι τίτλοι ως εξής: «1. (α) Κινητές αξίες, (β) Μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων. 2. Τίτλοι της νομισματαγοράς. 3. Τίτλοι προθεσμιακών χρηματοπιστωτικών συμβάσεων (futures), συμπεριλαμβανομένων των ισοδυνάμων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς. 4. Προθεσμιακά συμβόλαια επιτοκίου (ERA). 5. Συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) με αντικείμενο επιτόκιο, συνάλλαγμα ή συμβάσεις ανταλλαγής συνδεόμενες με μετοχές ή με δείκτη μετοχών (equity swaps) 6. Προαιρέσεις (options) αγοράς ή πώλησης οιουδήποτε τίτλου υπαγομένου στο παρόν τμήμα του παραρτήματος, συμπεριλαμβανομένων των ισοδυνάμων" τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς. Συμπεριλαμβάνονται, ιδίως, στην κατηγορία αυτή, οι προαιρέσεις συναλλάγματος και επιτοκίων», iv. Η προαναφερθείσα οδηγία 93/22/ΕΟΚ για τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών, στην οποία παραπέμπει, όπως ήδη εκτέθηκε, η οδηγία 2003/6/ΕΚ ως προς τον ορισμό των κινητών αξιών που θεωρούνται χρηματοπιστωτικά μέσα, καταργήθηκε με την οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 «για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων ...» (EE L 145). Συγκεκριμένα, στο άρθρο 69 της οδηγίας αυτής ορίζεται ότι: «Η οδηγία 93/22/ΕΟΚ καταργείται από την 1η Νοεμβρίου 2007. Οι παραπομπές στην οδηγία 93/22/ΕΟΚ λογίζονται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία. Οι παραπομπές σε ορισμούς της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ ή σε άρθρα της λογίζονται ως παραπομπές σε αντίστοιχο ορισμό της παρούσας οδηγίας ή σε άρθρο της», σύμφωνα δε με το άρθρο 70, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες διατάξεις για να συμμορφωθούν προς τις ρυθμίσεις της νέας οδηγίας έως την 31.1.2007 και εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από 1.11.2007. Κατά τους ορισμούς, εξ άλλου, του άρθρου 4 της ίδιας οδηγίας, ως χρηματοπιστωτικά μέσα νοούνται «τα μέσα που προσδιορίζονται στο Τμήμα Γ τον Παραρτήματος I». Τέλος, στο Παράρτημα I [Τμήμα Γ] της ανωτέρω οδηγίας 2004/39 ΕΚ απαριθμούνται τα χρηματοπιστωτικά μέσα ως εξής: «(1) Μεταβιβάσιμες κινητές αξίες (2) Μέσα χρηματαγοράς (3) Μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων (4)... (10) ... (ΣτΕ 1710/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΤριμΕφΑΘ 3437/2022 ο.π.). Ιβ. Ο Ν. 3606/2007 «Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις» (As 195/17.8.2007, πραγματική κυκλοφορία του σχετικού φύλλου της ΕτΚ 24.8.2007), καταργηθείς πλέον με τον ομότιτλο Ν. 4514/2018, ο οποίος είχε εισαγάγει και ενσωματώσει στο εσωτερικό δίκαιο την Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «Για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την κατάργηση της οδηγίας 93/22.ΕΟΚ του Συμβουλίου» της 21.4 2004 (L 145/30.4.2004), και εξακολουθεί να εφαρμόζεται επί πράξεων ή παραλείψεων τελεσθεισών μέχρι τη θέση σε ισχύ του Ν. 4514/2018 (άρθρο 98 παρ. 1 αυτού), προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: 1) «1. Οι διατάξεις του Πρώτου Μέρους

του νόμου αυτού εφαρμόζονται στις ΑΕΠΕΤ στις οργανωμένες αγορές και τους διαχειριστές αγοράς, καθώς και στις Ανώνυμες Εταιρίες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ), εφόσον παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας τους. 2. Στα πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον παρέχουν μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις : (α) το άρθρο 2, (β) η παράγραφος 5 του άρθρου αυτού, καθώς και τα άρθρα 6,7,12 έως 15 και 19, (γ) τα άρθρα 25 έως 30, (δ) οι παράγραφοι 1,6 και 7 του άρθρου 31, οι παράγραφοι 1,2,4 και 5 του άρθρου 32, τα 34 και 49 έως 58, (ε) τα 59 έως 62,66, 69 (στ) το 71» (άρθρο 3 παρ. 1 και 2), 2) «1. Ως επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες νοούνται οι εξής: (α) Η λήψη και διαβίβαση εντολών, η οποία συνίσταται στη λήψη και διαβίβαση εντολών για λογαριασμό πελατών, για κατάρτιση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα, (β) Η εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών, η οποία συνίσταται στην κατάρτιση συμβάσεων αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, (γ) Η διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, η οποία συνίσταται στη διαπραγμάτευση από ΕΠΕΥ με κεφάλαια της ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων προς κατάρτιση συναλλαγών επ' αυτών, (δ) Η διαχείριση χαρτοφυλακίων, η οποία συνίσταται στη διαχείριση, κατά τη διακριτική ευχέρεια της ΕΠΕΤ, χαρτοφυλακίων πελατών, στο πλαίσιο εντολής τους-, που περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, (ε) Η παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία συνίσταται στην παροχή προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεως του είτε με πρωτοβουλία της ΕΠΕΤ σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα, (στ) Η αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή η τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, (ζ) Η τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης, (η) Η λειτουργία πολυμερούς μηχανισμού διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ). 2. Ως παρεπόμενες υπηρεσίες νοούνται οι εξής: (α) Η φύλαξη και διοικητική διαχείριση χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, περιλαμβανόμενης της παροχής υπηρεσιών θεματοφύλακα και παροχής συναφών υπηρεσιών όπως η διαχείριση χρηματικών διαθεσίμων ή παρεχόμενων ασφαλειών, (β) Η παροχή πιστώσεων ή δανείων σε επενδυτή προς διενέργεια συναλλαγής σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, στην οποία μεσολαβεί η ΕΠΕΤ, η οποία παρέχει την πίστωση ή το δάνειο, (γ) Η παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου τους, την κλαδική στρατηγική και συναφή θέματα, καθώς και παροχή συμβουλών και υπηρεσιών σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων, (δ) Η παροχή υπηρεσιών ξένου συναλλάγματος εφόσον συνδέονται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, (ε) Η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση ή άλλες μορφές γενικών συστάσεων που σχετίζονται με συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα, (στ) Η παροχή υπηρεσιών σχετιζόμενων με την αναδοχή, (ζ) Η παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σχετικά με τα υποκείμενα μέσα των παραγώγων που περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις ε! έως ζ' και ι' του άρθρου 5, εφόσον σχετίζονται με την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών » (άρθρο 4 παρ. 1 και 2) και 3) «1. Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να ενεργούν κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες με αμεροληψία, εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους και ειδικότερα να συμμορφώνονται με τις αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 8 του άρθρου αυτού. 2. Οι πληροφορίες που παρέχουν οι ΑΕΠΕΥ σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες. 3. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν στους πελάτες ή στους δυνητικούς πελάτες κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή.

Η πληροφόρηση περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με: (α) την ΑΕΠΕΥ και τις υπηρεσίες της, (β) τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, καθώς και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή με την υιοθέτηση των εν λόγω επενδυτικών στρατηγικών, (γ) τους τόκους εκτέλεσης και (δ) το κόστος και τις σχετικές παρεπόμενες επιβαρύνσεις. 4. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλόλητας).5. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στου επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΤ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνο με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα, για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΤ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν κατά πόσο η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι' αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. 6. Οι ΑΕΠΕΤ που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στην εκτέλεση εντολών πελατών ή τη λήψη και διαβίβαση εντολών με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες μπορούν να παρέχουν τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες τους χωρίς να έχουν λάβει τις πληροφορίες και χωρίς να έχουν καταλήξει στην κρίση που προβλέπεται στην παράγραφο 5, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις: (α) Οι εν λόγω υπηρεσίες αφορούν μετοχές, εισηγμένες για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας, μέσα χρηματαγοράς, ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, (με την εξαίρεση των ομολογιών ή άλλων μορφών τιτλοποιημένου χρέους που ενσωματώνουν παράγωγα), μερίδια ΟΣΕΚ.Α και άλλα μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα. Αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με οργανωμένη αγορά, εάν πληροί ισοδύναμες απαιτήσεις με τις οριζόμενες στο Κεφάλαιο ΣΤ τον Πρώτον Μέρους του νόμου αυτού, (β) Η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη, (γ) Ο πελάτης ή δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι, κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, η ΑΕΠΕΥ δεν υποχρεούται να αξιολογήσει τη συμβατότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου που προσφέρεται ή της υπηρεσίας που παρέχεται και ότι δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή, (δ) Η ΑΕΠΕΥ συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 13 υποχρεώσεις της. 7. Οι ΑΕΠΕΥ τηρούν αρχείο με τα έγγραφα και τις συμβάσεις που καταρτίζονται μεταξύ του πελάτη και της ΑΕΠΕΥ, τα οποία αναφέρουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, καθώς και τους όρους υπό τους οποίους η ΑΕΠΕΥ παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών μπορούν να ορίζονται με αναφορά σε άλλα έγγραφα ή νομικά κείμενα 8. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν σε κάθε πελάτη εγγράφως επαρκή ενημέρωση σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Στην ενημέρωση αυτή περιλαμβάνεται, όπου συντρέχει περίπτωση, το κόστος των συναλλαγών που εκτελούνται για λογαριασμό του και των υπηρεσιών που του παρέχονται. 9. Όταν η επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται ως μέρος χρηματοπιστωτικού προϊόντος που ήδη υπόκειται σε άλλες διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας ή σε κοινά ευρωπαϊκά πρότυπα σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα και την καταναλωτική πίστη όσον αφορά την αξιολόγηση του κινδύνου των πελατών και τις απαιτήσεις περί πληροφοριών, η παροχή της εν λόγω υπηρεσίας δεν υπόκειται επιπροσθέτως στις επιβαλλόμενες με το άρθρο αυτό υποχρεώσεις. 10. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις την ΕΠΕΥ που καθορίζονται σας παραγράφους 2 έως 8, σύμφωνα με τα εκτελεστικά μέτρα της παραγράφου 10 του άρθρου 19 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ. 11. Οι ΑΕΠΕΥ, οι ΑΕΔΟΕΕ και τα πιστωτικά ιδρύματα που διαχειρίζονται ηλεκτρονικά συστήματα μέσω των οποίων προσφέρονται κινητές αξίες, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3401 2005, πρέπει να παρέχουν στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες πληροφόρηση για τις προσφορές αυτές, που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής: i. πληροφορίες για τη νομική κατάσταση του εκδότη, il. επισκόπηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εκδότη, iii. πληροφορίες για πιθανά επενδυτικά σχέδια του εκδότη, iv. πληροφορίες για τους μετόχους/εταίρους με ποσοστό πάνω από πέντε τοις εκατό (5%) και για το κεφάλαιο. Περιγραφή κάθε γνωστής στον εκδότη συμφωνίας, της οποίας η εφαρμογή θα μπορούσε, σε μεταγενέστερη ημερομηνία, να επιφέρει αλλαγές όσον αφορά στον έλεγχο του εκδότη, ν. πληροφορίες για τη διοίκηση του εκδότη, vi. πληροφορίες για τυχόν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ διοίκησης, μετόχων του εκδότη και ΑΕΠΕΥ που παρέχει την παρεπόμενη υπηρεσία της περίπτωσης α της παρ. 2 του άρθρου 4 τον ν. 3606/2007, ΑΕΔΟΕΕ τον άρθρου 6 παρ. 4 του ν. 4209/2013 ή πιστωτικού ιδρύματος που διαμεσολαβεί vii. πληροφορίες για τον τόπο δημοσίευσης την ετήσιων οικονομικών καταστάσεων του εκδότη (πχ. ιστοσελίδα του εκδότη, ΓΈΜΗ, κ.τ.λ.), viii. πληροφορίες σχετικά με τις κινητές αξίες που προσφέρονται και τους όρους της προσφοράς (π.χ. τρόπος κατανομής των κινητών αξιών σε περίπτωση υπερκάλυψης της προσφοράς, παράδοση κινητών αξιών κ.α.), ix. περιγραφή των δικαιωμάτων (ψήφου, πληροφόρησης} που αποκτά ο επενδυτής χ. διακριτή παράθεση των παραγόντων κινδύνου που συνδέονται με τον εκδότη, τον τομέα δραστηριότητας του και τις κινητές αξίες που προσφέρονται, χι. προειδοποίηση ότι η επένδυση δεν είναι άμεσα ρευστοποιήσιμη και υπάρχει ενδεχόμενο ολικής απώλειας κεφαλαίου, χϋ. παράθεση των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τις παραπάνω πληροφορίες, χϊϋ. προειδοποίηση ότι οι παραπάνω πληροφορίες δεν εγκρίνονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις πληροφόρησης που προβλέπονται παραπάνω για τις ΑΕΠΕΥ και τις ΑΕΔΟΕΕ της παρούσης παραγράφου και τα πιστωτικά ιδρύματα, να καθορίζονται τα τεχνικά μέσα εφαρμογής τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια» (άρθρο 25). Κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 10 του άρθρου 25 Ν. 3606/2007 εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1/452/1.11.2007 Απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Φ.Ε.Κ. Β' 2136/1.11.2007) «Κανόνες Συμπεριφοράς Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Ύ.)», η οποία ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: 1) «Για τους σκοπούς της απόφασης αυτής, νοούνται ως:... 9. «Επενδυτική συμβουλή»: μια προσωπική σύσταση προς ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητα τον ως υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, ή υπό την ιδιότητα του ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, η οποία: (α) παρουσιάζεται ως κατάλληλη για το πρόσωπο αυτό ή λαμβάνει υπόψη της την κατάσταση του προσώπου αυτού και (β) αποτελεί σύσταση για την: (βα) αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, (ββ) άσκηση ή μη άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος που παρέχει ορισμένο χρηματοπιστωτικό μέσο για την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, ή εξαγορά χρηματοπιστωτικού μέσου. Μια σύσταση δεν είναι προσωπική σύσταση εάν διαδίδεται αποκλειστικά μέσω διαύλων επικοινωνίας ή απευθύνεται στο κοινό. 10. «Δίαυλος επικοινωνίας»: το μέσο ή ο τρόπος, μέσω του οποίου δημοσιοποιείται ή είναι πιθανό ότι θα δημοσιοποιηθεί μία πληροφορία, στην οποία έχει πρόσβαση μεγάλος αριθμός προσώπων, όπως ενδεικτικά, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το διαδίκτυο και η μαζική ταχυδρομική αποστολή (έγχαρτη ή ηλεκτρονική)» (άρθρο 2 παρ. 9 και 10), 2) «1. Η ΕΠΕΤ διασφαλίζει ότι όλες οι πληροφορίες, περιλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, τις οποίες απευθύνει σε ιδιώτες πελάτες ή τις οποίες διαδίδει με τρόπο που καθιστά πιθανή τη λήψη τους από ιδιώτες πελάτες, πληρούν τις προϋποθέσεις, προκειμένου να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. 2. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει απαραιτήτως την επωνυμία της ΕΠΕΤ. 3. Η πληροφόρηση πρέπει να είναι ακριβής και ειδικότερα να μη δίνει έμφαση σε ενδεχόμενα δυνητικά οφέλη από μια επενδυτική υπηρεσία ή από ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, χωρίς να επισημαίνει, παράλληλα, με σαφήνεια κάθε σχετικό κίνδυνο. Η πληροφόρηση πρέπει να είναι επαρκής και να παρουσιάζεται με τρόπο ώστε να είναι πιθανή η κατανόηση της από το μέσο μέλος της ομάδας των προσώπων στην οποία απευθύνεται και από κάθε άλλο πιθανό αποδέκτη της. Η πληροφόρηση δεν πρέπει να αποκρύπτει, να υποβαθμίζει ή να συγκαλύπτει σημαντικά στοιχεία, δηλώσεις ή προειδοποιήσεις 4. Όταν η πληροφόρηση συγκρίνει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, χρηματοπιστωτικά μέσα ή πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, πρέπει: (α η σύγκριση να είναι εύλογη και να παρουσιάζεται με ακριβοδίκαιο τρόπο (β)να προσδιορίζονται οι πηγές της πληροφόρησης που χρησιμοποιούνται για τη σύγκριση και (γ) να αναφέρονται τα βασικά στοιχεία και οι παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύγκριση. 5. Όταν η πληροφόρηση περιλαμβάνει ένδειξη προηγούμενων επιδόσεων ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, ενός χρηματοοικονομικού δείκτη ή μιας επενδυτικής υπηρεσίας: (α) Η ένδειξη προηγούμενων επιδόσεων δεν πρέπει να αποτελεί το προεξέχον στοιχείο της σχετικής ανακοίνωσης, (β) Η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει τις κατάλληλες πληροφορίες για τις επιδόσεις της αμέσως προηγούμενης πενταετίας ή, εάν το διάστημα κατά το οποίο είτε ήταν διαθέσιμο το χρηματοπιστωτικό μέσο, είτε καταρτίστηκε ο δείκτης, είτε παρασχέθηκε η επενδυτική υπηρεσία, είναι μικρότερο των πέντε ετών, για όλο το χρονικό αυτό διάστημα Η ΕΠΕΎ, πάντως μπορεί να παρέχει πληροφόρηση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την πενταετία. Σε κάθε περίπτωση η πληροφόρηση αφορά πλήρεις δωδεκάμηνες περιόδους, (γ) Η περίοδος αναφοράς και η πηγή των πληροφοριών πρέπει να αναφέρονται με σαφήνεια (δ) Η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αναφέρονται στο παρελθόν και ότι οι προηγούμενες επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων, (ε) Όταν η ένδειξη προηγουμένων επιδόσεων βασίζεται σε αριθμητικά στοιχεία εκπεφρασμένα σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο τον κράτους μέλους, στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο ιδιώτης πελάτης, πρέπει να αναφέρεται με σαφήνεια το σχετικό νόμισμα και να περιλαμβάνεται προειδοποίηση ότι η απόδοση ενδέχεται να επηρεαστεί θετικά ή αρνητικά από συναλλαγματικές διακυμάνσεις, (στ) Όταν η ένδειξη προηγουμένων επιδόσεων βασίζεται σε μεικτή απόδοση, πρέπει να γνωστοποιούνται αναλυτικά οι επιβαρύνσεις από προμήθειες, αμοιβές ή άλλες χρεώσεις. 6. Η πληροφόρηση, που περιλαμβάνει ή αναφέρεται σε προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων, πρέπει να αναφέρεται σε χρηματοπιστωτικό μέσο ή χρηματοοικονομικό δείκτη και να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) η προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων πρέπει να βασίζεται σε πραγματικές προηγούμενες επιδόσεις ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή χρηματοοικονομικών δεικτών, οι οποίοι είτε αφορούν το ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο είτε υποκείμενο μέσο του, (β) οι πραγματικές προηγούμενες επιδόσεις, στις οποίες βασίζεται η προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων, πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων (α) έως (γ), (ε) και (στ) της παραγράφου 5 και (γ) η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αφορούν -προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων και ότι οι προηγούμενες αυτές επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων. 7. Όταν η πληροφόρηση περιλαμβάνει πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με μελλοντικές επιδόσεις: (α) η πληροφόρηση δεν πρέπει να βασίζεται ή να αναφέρεται σε προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων, (β) η πληροφόρηση πρέπει να βασίζεται σε εύλογες παραδοχές που μπορούν να τεκμηριωθούν με αντικειμενικά δεδομένα, (γ) σε περίπτωση που η πληροφόρηση βασίζεται σε μεικτή απόδοση, πρέπει να γνωστοποιούνται αναλυτικά οι επιβαρύνσεις από προμήθειες, αμοιβές ή άλλες χρεώσεις και (δ) η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι οι προβλέψεις σχετικά με τις μελλοντικές επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων. 8. Πληροφόρηση, η οποία αναφέρεται σε ιδιαίτερη φορολογική μεταχείριση, πρέπει να επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη φορολογική μεταχείριση εξαρτάται από τα ατομικά δεδομένα κάθε πελάτη και ενδέχεται να μεταβληθεί στο μέλλον. 9. Η πληροφόρηση δεν πρέπει να χρησιμοποιεί το όνομα αρμόδιας αρχής με τρόπο που να δείχνει ή να υποδηλώνει ότι η αρμόδια αρχή υποστηρίζει ή εγκρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες της ΕΠΕΤ» (άρθρο 4), 3) «1. Η ΕΠΕΥ παρέχει στους πελάτες της γενική περιγραφή της φύσης και των κινδύνων που ενέχουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα, λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερα την κατηγοριοποίηση του πελάτη ως ιδιώτη ή επαγγελματία. Η περιγραφή αυτή εξηγεί τη φύση του χρηματοπιστωτικού μέσου και τους συγκεκριμένους κινδύνους που αυτό ενέχει, με επαρκείς λεπτομέρειες, ώστε ο πελάτης να μπορεί να λαμβάνει εμπεριστατωμένες επενδυτικές αποφάσεις 2. Η περιγραφή των κινδύνων περιλαμβάνει, ανάλογα με το είδος του χρηματοπιστωτικού μέσου, την κατηγορία και το επίπεδο γνώσης τον πελάτη, τα ακόλουθα στοιχεία (α) τους κινδύνους που σχετίζονται με το συγκεκριμένο είδος χρηματοπιστωτικού μέσου, επεξηγώντας τη μόχλευση που παρέχει και τις συνέπειες της, καθώς και τον κίνδυνο απώλειας του συνόλου της επένδυσης (β) τη μεταβλητότητα της τιμής του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, καθώς και οποιουσδήποτε υφιστάμενους στην αγορά, στην οποία το μέσο αυτό αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης, περιορισμού (γ) το γεγονός ότι ο επενδυτής, εκτός από το κόστος απόκτησης των χρηματοπιστωτικών μέσων, ενδέχεται να αναλάβει, ως αποτέλεσμα συναλλαγών επί των συγκεκριμένων μέσων, οικονομικές δεσμεύσεις καθώς και άλλες πρόσθετες υποχρεώσεις, περιλαμβανομένων ενδεχόμενων υποχρεώσεων (δ) το περιθώριο ασφάλισης ή παρόμοια υποχρέωση που, ενδεχομένως, απαιτείται για τη διενέργεια συναλλαγών επί των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων 3. Όταν η ΕΠΕΎ παρέχει σε ιδιώτη πελάτη πληροφορίες σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που αποτελεί αντικείμενο δημόσιας προσφοράς, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη και για την οποία έχει εκδοθεί ενημερωτικό δελτίο, σύμφωνα με τις διατάξεις τον ν. 3401/2005, ενημερώνει τον πελάτη σχετικά με το πού διατίθεται στο κοινό το συγκεκριμένο ενημερωτικό δελτίο. 4. Όταν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο αποτελείται από ένα ή περισσότερα διαφορετικά χρηματοπιστωτικά μέσα ή υπηρεσίες και είναι πιθανό οι κίνδυνοι οι οποίοι συνδέονται με το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, να είναι μεγαλύτεροι από τους κινδύνους που συνδέονται με κάθε μία από τις συνιστώσες του, η ΕΠΕΤ παρέχει επαρκή περιγραφή των συνιστωσών του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, καθώς και του τροχού με τον οποίο η αλληλεπίδραση τους αυξάνει τους κινδύνους 5. Όταν χρηματοπιστωτικά μέσα ενσωματώνουν εγγύηση τρίτου, η πληροφόρηση που παρέχει η ΕΠΕΤ σχετικά με την εγγύηση αυτή περιλαμβάνει επαρκείς λεπτομέρειες για τον εγγυητή και την εγγύηση, προκειμένη» ο ιδιώτης πελάτης να μπορεί να προβεί σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της εγγύησης» (άρθρο 8), 41 .1. Η ΕΠΕΥ, στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών συμβουλών, ή της διαχείρισης χαρτοφυλακίων λαμβάνει, από τους πελάτες, τις πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες προκειμένου να κατανοήσει τα βασικά δεδομένα του πελάτη και να σχηματίσει εύλογα την πεποίθηση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την έκταση της παρεχόμενης επενδυτικής υπηρεσίας ότι η συγκεκριμένη συναλλαγή, που προτείνει στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών συμβουλών, ή που καταρτίζει στο πλαίσιο της διαχείρισης χαρτοφυλακίου, πληροί τα ακόλουθα κριτήρια: (α) είναι σύμφωνη με τους επενδυτικούς στόχους του συγκεκριμένου πελάτη, (β) ο πελάτης έχει την οικονομική δυνατότητα να αναλάβει το βάρος των σχετικών επενδυτικών κινδύνων, σύμφωνα με τους επενδυτικούς του στόχους, (γ) ο πελάτης διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχει η προτεινόμενη συναλλαγή ή η διαχείριση του χαρτοφυλακίου του 2. Η πληροφόρηση, αναφορικά με τους επενδυτικούς στόχους του πελάτη περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά: (α) με το χρονικό διάστημα για το οποίο ο πελάτης επιθυμεί να διατηρήσει την επένδυση, (β) με τις προτιμήσεις του όσον αφορά την ανάληψη κινδύνου, (γ) με το επενδυτικό του προφίλ και (δ) με τους σκοπούς της επένδυσης. 3. Η πληροφόρηση, αναφορικά με την οικονομική κατάσταση πελάτη, περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά: (α) με την προέλευση και το ύψος των τακτικών του εισοδημάτων, (β) με τα περιουσιακά του στοιχεία, περιλαμβανομένων των ρευστών του διαθεσίμων, των επενδύσεων και των ακινήτων τον, και (γ) με τις τακτικές οικονομικές του υποχρεώσεις. 4. Ο επαγγελματίας πελάτης θεωρείται ότι διαθέτει το απαιτούμενο επίπεδο πείρας και γνώσης, για τα προϊόντα, τις συναλλαγές και τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει ενταχθεί στην κατηγορία του επαγγελματία πελάτη. Ο επαγγελματίας πελάτης της περίπτωσης (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3606/2007, θεωρείται ότι διαθέτει την οικονομική δυνατότητα να αναλάβει το βάρος των σχετικών επενδυτικών κινδύνων, σύμφωνα με τους επενδυτικούς του στόχους, όταν η παρεχόμενη επενδυτική υπηρεσία συνίσταται στην παροχή επενδυτικών συμβουλών. Ο επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος θεωρείται ότι έχει την οικονομική δυνατότητα να φέρει το βάρος κάθε σχετικού επενδυτικού κινδύνου, που είναι σύμφωνος με τους επενδυτικούς του στόχους. 5. Σε περίπτωση που η ΕΠΕΤ, δεν λάβει ως προς συγκεκριμένο πελάτη την πληροφόρηση που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007 και εξειδικεύεται τις παραγράφους 1 έως 3 αυτού του άρθρου, δεν προβαίνει στην παροχή επενδυτικών συμβουλών προς τον συγκεκριμένο πελάτη ή στη διαχείριση χαρτοφυλακίου του» (άρθρο 12), 5) «1. Η ΕΓΙΕΤ, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της συμβατότητας μίας επενδυτικής υπηρεσίας για έναν πελάτη της, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, κρίνει αν ο πελάτης αυτός διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχει το επενδυτικό προϊόν ή η επενδυτική υπηρεσία, που του παρέχει η ΕΠΕΤ ή που αιτείται ο πελάτης 2. Ένας επαγγελματίας πελάτης θεωρείται ότι διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχουν οι συγκεκριμένες επενδυτικές υπηρεσίες ή συναλλαγές, ή τα είδη των συναλλαγών ή προϊόντων, για τα οποία ο πελάτης αυτός έχει ενταχθεί στην κατηγορία του επαγγελματία πελάτη» (άρθρο 13) και 6) «1. Η πληροφόρηση, αναφορικά με τη γνώση και την πείρα που διαθέτει πελάτης στον τομέα των επενδύσεων, περιλαμβάνει τα προσωπικά στοιχεία, στο μέτρο που είναι κατάλληλα για τον πελάτη αυτό, το είδος και την έκταση της υπηρεσίας που θα παρασχεθεί, καθώς και το είδος του προϊόντος ή της συναλλαγής που προβλέπεται να πραγματοποιηθεί, συμπεριλαμβανομένης της πολυπλοκότητας τους και των κινδύνων που ενέχουν: (α) τα είδη των επενδυτικών υπηρεσιών, των συναλλαγών και χρηματοπιστωτικών μέσων με τα οποία είναι εξοικειωμένος ο πελάτης, (β) τη φύση, του όγκο και τη συχνότητα του συναλλαγών του πελάτη σε χρηματοπιστωτικά μέσα και τη χρονική περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν, (γ) το μορφωτικό επίπεδο και το επάγγελμα ή συναφές προηγούμενο επάγγελμα τού πελάτη. 2. Η ΕΠΕΤ δεν ενθαρρύνει τους πελάτες να μην παράσχουν την απαιτούμενη πληροφόρηση της αξιολόγησης της καταλληλόλητας και της συμβατότητας, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και5 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, όπως εξειδικεύονται στα άρθρα 13 έως 15. 3. Η ΕΠΕΤ δικαιούται να βασίζεται στην πληροφόρηση που της παρέχουν οι πελάτες της, εκτός εάν γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η πληροφόρηση αυτή είναι καταφανώς παρωχημένη, ανακριβής ή ελλιπής» (άρθρο 14). Τέλος, στην υπ' αριθ. 2501/31.12.2002 Πράξη Διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος «Ενημέρωση των συναλλασσόμενων με χα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους» (Φ.Ε.Κ. Α' 277/18.11.2002) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ: Τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν: - Να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερόμενων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές - Να παρέχουν περιοδική έγγραφη ενημέρωση στους συναλλασσόμενους κατά τη διάρκεια ισχύος και λειτουργίας των συμβάσεων για τον τρόπο εφαρμογής των όρων που έχουν συμφωνηθεί. - Να ανταποκρίνονται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος σε αιτήματα συναλλασσόμενων για την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων σχετικά με την εφαρμογή των συμβατικών όρων - Να διαθέτουν ειδική υπηρεσιακή μονάδα για την εξέταση παραπόνων ή καταγγελιών πελατών - Να μεριμνούν για την κατάλληλη εκπαίδευση των υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με την παροχή εξειδικευμένων πληροφοριών προς το συναλλακτικό κοινό - Να διαμορφώνουν το περιεχόμενο των διαφημίσεων τους σύμφωνα και με τους βασικούς κανόνες διαφάνειας της παρούσας Πράξης. Να διαμορφώνουν τα επιτόκια στο πλαίσιο της αρχής της ανοικτής αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, συν εκτιμώντας τους κατά περίπτωση αναλαμβανόμενους κινδύνους και λαμβάνοντας υπόψη ενδεχόμενες μεταβολές στις χρηματοοικονομικές συνθήκες καθώς και στοιχεία και πληροφορίες, τις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι οφείλουν να παρέχουν με ακρίβεια για το σκοπό αυτό. Β. ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΑΠΑΙΤΟΤΜΕΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: Σύμφωνα με τις ως άνω γενικές αρχές τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν κατ' ελάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία και πληροφορίες, ώστε οι συναλλασσόμενοι με αυτά να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης: ... Σε ότι αφορά τα σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, των οποίων η απόδοση προσδιορίζεται βάσει στοιχείων και δεικτών και τα οποία προσιδιάζουν στο χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, η ενημέρωση των συναλλασσόμενων πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή αμιγώς καταθετικά ή αμιγώς επενδυτικά προϊόντα, καθώς και η κατανόηση της αναμενόμενης απόδοσης και των πιθανών κινδύνων ... ». Εκ των ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι κυρία υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών αποτελεί η διασφάλιση της ορθότητας και της πληρότητας των συμβουλών αυτών. Η ενημέρωση του επενδυτή πρέπει να χωρεί κατά τρόπο ευλόγως κατανοητό και με τη μεγίστη δυνατή σαφήνεια, όπερ σημαίνει ότι το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να λαμβάνει υπόψη και να συνεκτιμά την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή αναφορικώς με το αντικείμενο της επενδύσεως οι δε συμβουλές πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη, όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως. Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε πρέπει, στο πλαίσιο παροχής συγκεκριμένης συμβουλής, να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσεως, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδυνεύσεως. Ο δεύτερος πόλος στον οποίο πρέπει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής είναι το αντικείμενο της επενδύσεως. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες οι οποίες αφορούν γενικώς στην αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επενδύσεως, ως και πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε ενδελεχή έρευνα. Το πιστωτικό ίδρυμα και κάθε εταιρία παροχής επενδυτικών συμβουλών οφείλουν να διαθέτουν τις πλέον «επικαιροποιημένες» πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινομένης επενδύσεως. Ιδιαιτέρως αυξημένο είναι το καθήκον του πιστωτικού ιδρύματος ή της εταιρίας παροχής επενδυτικών συμβουλών για έρευνα ή ενημέρωση σε περιπτώσεις ιδιαιτέρως επικινδύνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μια επένδυση με αυξημένους κινδύνους, πλην όμως οφείλει να καταστήσει σε αυτόν σαφείς τους κινδύνους αυτούς, στους οποίους πρόκειται να εκτεθεί.

 

Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων, οι οποίες βαρύνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και τις εταιρίες παροχής επενδυτικών συμβουλών δεν είναι η επιτυχία της επενδύσεως, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή πάσης δυνατής επιμελείας κατά την εκπλήρωση της υποχρεώσεως διαφωτίσεως, έρευνας και παροχής καταλλήλων συμβουλών (Γ. Γεωργιάδης. Οι υποχρεώσεις της τράπεζας για ενημέρωση, διαφώτιση και παροχή συμβουλών στον πελάτη, ΧρΙδΔ 2008 856). Βάσει, λοιπόν, των προαναφερομένων διατάξεων δημιουργούνται ζητήματα ευθύνης πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρίας παροχής επενδυτικών συμβουλών, εάν, ενδεικτικώς, δεν εφιστούν εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, εάν δεν πραγματοποιούν - με κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων τους - τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των περιλαμβανόμενων στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα κινητών αξιών ή εάν δεν ενημερώνουν με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων προς επένδυση τίτλων (ΕφΑθ 885/2017 ΔΕΕ 2017 1478, ΕφΑθ 770/2014 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Τούτο δε ισχύει ιδίως για τα λεγόμενο ομόλογα «ατελεύτητης διάρκειας» ή «αόριστης διάρκειας» ή «διηνεκή» ή «αιώνια» ομόλογα (perpetual bonds), τα οποία συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο συνάψεως ομολογιακού δανείου από μια ανώνυμη εταιρία ή ένα κράτος, παρέχονται δε στον κομιστή αυτών, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαιώματα απολήψεως των συμφωνηθέντων (υψηλών κατά κανόνα) τόκων, όχι όμως και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξεως. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση ή επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του επί σκοπώ εισπράξεως της ονομαστικής του αξίας μετά τη λήξη της συμφωνηθείσας διάρκειας τους ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης» αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανακλήσεως του ομολόγου οποτεδήποτε, κατά την ελεύθερη αυτού κρίση και βούληση. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως «υβριδικοί», καθ' όσον παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές άνευ δικαιώματος ψήφου, χωρίς όμως να ταυτίζονται με κανένα εκ των δυο. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στη σύλληψη και τη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα QL παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρίες (είτε πιστωτικά ιδρύματα είτε Ε.Π.Ε.Υ.) να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη ευθύνη και υποχρέωση ενημερώσεως το* εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, ιδίως όταν αυτός ανήκει στην κατηγορία των ιδιωτών επενδυτών (δηλαδή όχι των επαγγελματιών ή των θεσμικών επενδυτών), δεδομένου ότι η χρήση και η κυκλοφορία αυτιών ως ομολόγων ομολογιακού δανείου αποδίδει μια μη πραγματική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει ακόμη και τον εμπειρότερο επενδυτή ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους. Αυτή καθ' εαυτή η ονομασία τους, υποδηλούσα αξιογραφική παράσταση δανειακής υποχρεώσεως του εκδότη (ομολογία, αναγνώριση χρέους), δημιουργεί, κατά τα απολύτως κρατούντα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, σταθερή πεποίθηση περί συνάψεως δανειακής σχέσεως και συνακολούθως αδιαμφισβήτητης αξιώσεως του δανειστή (κομιστή της ομολογίας) κατά του εκδότη περί επιστροφής του, δανείου σε συγκεκριμένο χρόνο ή οποτεδήποτε αυτός το ζητήσει και όχι αντιστρόφως. Αυτό ακριβώς το φαινόμενο οφείλει πρωτίστως μια τράπεζα να απαλείψει με δική της ευθύνη, πληροφορώντας καταλλήλως τον επενδυτή και παραλλήλως διενεργώντας πραγματικό και ενδελεχή έλεγχο καταλληλόλητας και συμβατότητας αυτού, κατά τα προεκτεθέντα. Εάν δεν το πράξει, παραβιάζει τις προεκτεθείσες διατάξεις, και υπόκειται σε αξιώσεις αποζημιώσεως των επενδυτών - πελατών της (ΑΠ 16/2024 ΤΝΠ ΔΣΑ, 1182/2021 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΤριμΕφΑΘ 480/2023, ΤρίμΕφΑΘ 4564/2022, Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α., ΕφΑΘ 3255/2020, 5431/2019, ΕφΑΘ 2201/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 4250/2019 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α., ΕφΑΘ 4507/2018, ΕφΑΘ 4509/2018 αδημ. στο νομικό τύπο, ΕφΑΘ 2365/2018, ΕφΑΘ 2366/2018 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).

 

II. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 147 ΑΚ «Όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία. Αν η δήλωση απευθύνεται σε άλλον και η απάτη έγινε από τρίτον, η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί μόνο εφόσον εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση ή τρίτος που απέκτησε αμέσως δικαίωμα από αυτήν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την απάτη», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 149 του ίδιου Κώδικα «Εκείνος που απατήθηκε έχει δικαίωμα, παράλληλα με την ακύρωση της δικαιοπραξίας, να ζητήσει και την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Έχει επίσης δικαίωμα να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο να ανορθωθεί η ζημία». Εν προκειμένω η απάτη αντιμετωπίζεται: α) ως ο λόγος ο οποίος καθιστά ελαττωματική τη βούληση τον απατηθέντος, στον οποίο παρέχεται το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δηλώσεως του και β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά, η οποία γεννά εις βάρος του απατήσαντος υποχρέωση προς αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 εκ. ΑΚ). Ως απάτη κατά την έννοια της πρώτης των ως άνω διατάξεων νοείται κάθε συμπεριφορά, η οποία τείνει να παραγάγει, να ενισχύσει ή να διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βουλήσεως, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον αγνοούντα αυτά ήταν επιβεβλημένη από το καθήκον διαφωτίσεώς του βάσει της αρχής της καλής πίστεως ή της υπάρχουσας ιδιαίτερης σχέσεως μεταξύ αυτού και εκείνου, προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση. Εν πάση περιπτώσει, δεν ενδιαφέρει το είδος της δημιουργηθεισας από την απάτη πλάνης, δηλαδή εάν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, ως και εάν αναφέρεται αποκλειστικώς στα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά το χρόνο δηλώσεως της βουλήσεως (ΑΠ 316/2018, ΑΠ 209/2018 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ») Ως λόγος, ο οποίος καθιστά ελαττωματική τη δήλωση βουλήσεως, αποκτά σημασία μόνο εντός του πλαισίου της δικαιοπραξίας, καθόσον συνιστά αρνητική προϋπόθεση του κύρους της, ενώ ως αδικοπρακτική συμπεριφορά ιδρύει υποχρέωση αποζημιώσεως, εφ' όσον συντρέχουν και οι λοιποί γενικοί όροι της αδικοπραξίας (ΑΠ 384/2004 ΝοΒ 53. 492). Η απάτη των άρθρων 147 επ. ΑΚ διαφέρει της απάτης του άρθρου 386 ΠΚ, διότι η αστική διάταξη αναφέρεται σε απατηλή πρόκληση δηλώσεως βουλήσεως, ενώ ο Ποινικός Κώδικας αναφέρεται σε διάθεση περιουσίας. Ο δόλος στην αστική απάτη αρκεί να τείνει στην παραγωγή συγκεκριμένης δηλώσεως βουλήσεως και δεν ενδιαφέρει ο πορισμός παρανόμου περιουσιακού οφέλους, και ως εκ τούτου οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται. Επομένως, εάν η παραπλάνηση, η οποία δημιουργείται ή ενισχύεται ή διατηρείται σε κάποιο πρόσωπο από την απάτη αυτή, προκάλεσε ζημία στην οποία υπάγεται οποιαδήποτε μείωση της περιουσίας του, γεννάται υπέρ του πλανωμένου πρωτογενής αξίωση αποζημιώσεως έναντι του μετερχομένου την απάτη προσώπου (ΑΠ 683/1995 ΕΕΝ 1996.588). Στοιχεία της απάτης εν προκειμένω είναι: α) η πλάνη, δηλαδή η εσφαλμένη παράσταση ή αντίληψη ορισμένων πραγματικών περιστατικών, είτε του παρελθόντος είτε του παρόντος είτε του μέλλοντος, β) πρόκληση της πλάνης αυτής από άλλο πρόσωπο εις βάρος του πλανωμένου, γ) η πλάνη και η παραπλάνηση να χωρούν εκ προθέσεως και 6) η πρόκληση «ελαττωματικής» βουλήσεως, συνεχεία της οποίας ο πλανηθείς προβαίνει σε δήλωση αυτής. Εάν ο απατηθείς επιλέξει να μην ζητήσει την ακύρωση της δηλώσεως βουλήσεως αυτού λόγω απάτης, αλλά να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία ως έγκυρη και ισχυρή και να ζητήσει αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 εκ ΑΚ), η αποζημίωση περιλαμβάνει την αποκατάσταση κάθε θετικής και αποθετικής ζημίας του, όπως γενικώς προβλέπεται από τις αμέσως προαναφερόμενες διατάξεις (ΑΠ 247/2018 Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 745/2017 Αρμ. 2018 341). Στην περίπτωση αυτή (ήτοι της επιλογής του απατηθέντος να εμμείνει στη δικαιοπραξία κατά το εδ. β' του προκειμένου άρθρου), αποκαθίσταται το θετικό διαφέρον, δηλαδή κάθε κέρδος, το οποίο ο απατηθείς θα αποκόμιζε από την έγκυρη δικαιοπραξία, ενώ, αντιθέτως, εάν επιλέξει να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω απάτης, αποκαθίσταται το αρνητικό διαφέρον, ήτοι ό,τι θα είχε αυτός αποκομίσει, εάν δεν επιδείκνυε εμπιστοσύνη ότι έχει καταρτισθεί έγκυρη σύμβαση, ως και η περαιτέρω ζημία, την οποία αυτός υπέστη, επειδή επιχείρησε ακυρωθείσα δικαιοπραξία (ΑΠ 3/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1040/2018 ΧρΙδΔ 2019 511). Η απάτη ως παραγωγική αιτία αποζημιώσεως δύναται να συντρέχει και ως προσυμβατικό πταίσμα, υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθεί να υφίσταται κατά το χρόνο της δηλώσεως βουλήσεως ( ΤριμΕφΑΘ 480/2023, ΤριμΕφΑΘ 4564/2022 ο.π ΕφΠατρ 292/2017 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).

 

ΙΙΙ.α. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. «Οποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ίδιου Κώδικα «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του...». Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες τον άρθρων 297, 298 και 330 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι προϋποθέσεις γενέσεως ευθύνης προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή της παραλείψεως, γ) υπαιτιότητα, δ) ζημία και ε) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς (ήτοι του «νομίμου λόγου ευθύνης») και του επελθόντος ζημιογόνου αποτελέσματος (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΑΠ 75/2020, ΑΠ 1/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» ΑΠ 1572/2014, AIT 1361/2013 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α., ΕφΑΘ 6675/2014 ΕλλΔνη 57 802). Ως ανθρώπινη συμπεριφορά νοείται η εκούσια εξωτερική κοινωνική συμπεριφορά ανθρώπου και όχι οι καταστάσεις του εσωτερικού του κόσμου ή οι οφειλόμενες σε άσκηση ε π' αυτού ακαταμάχητης δυνάμεως ή σε καταστάσεις ελλείψεως συνειδήσεως ή σε άλογες ενέργειες ζώων, δύναται δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε πράξη ή παράλειψη. Ευθύνη από παράλειψη δημιουργείται, όταν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφυλάξεως του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος τούτο δε συμβαίνει, όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας, ειδικότερα δε όταν ο ζημιώσας με προηγούμενη πράξη του δημιούργησε κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει Λάβει τα αναγκαία μέτρα αποτροπής του κινδύνου (ΑΠ 449/2014, ΑΠ 1736/2013 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.). Παράνομη είναι, κατ' αρχήν, η συμπεριφορά, η οποία αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου και προσβάλλει τα προστατευόμενα δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου, ο δε παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή της παραλείψεως κρίνεται βάσει του ισχύοντος κατά το χρόνο συντελέσεώς της νομικού καθεστώτος. Το στοιχείο του παρανόμου θεωρείται ότι συντρέχει όχι μόνον όταν παραβιάζεται απαγορευτικός ή επιτακτικός κανόνας δικαίου, αλλά και όταν διαπιστώνεται αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή τις επιταγές της εννόμου τάξεως και ειδικώς παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης από τη θεμελιώδη δικαϊκή αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρεώσεως λήψεως συγκεκριμένων μέτρων επιμελείας προς αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΑΠ 1154/2019, 93/2016 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Δηλαδή, η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ δεν περιέχει επιταγή ή απαγόρευση, αλλά απλώς καθορίζει την κύρωση (ήτοι την υποχρέωση αποζημιώσεως) σε περίπτωση, κατά την οποία ορισμένη πράξη είναι παράνομη λόγω παραβάσεως κάποιου κανόνα δικαίου. Για το λόγο αυτό η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ χαρακτηρίζεται ως «λευκός» κανόνας δικαίου, καθ' όσον δεν ορίζει τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, αλλά παραπέμπει για το χαρακτηρισμό μιας πράξεως ως παράνομης ή μη στο σύνολο της κειμένης νομοθεσίας (αστικής, ποινικής, διοικητικής κλπ.) και, εφ' όσον βάσει της νομοθεσίας αυτής ορισμένη πράξη χαρακτηρισθεί παράνομη, επιβάλλεται ως κύρωση η υποχρέωση προς αποζημίωση. Περαιτέρω, υπαίτια είναι η συμπεριφορά, η οποία επιτρέπει την απόδοση στο δράστη προσωπικής μομφής, δηλαδή παριστά τον ψυχικό δεσμό αυτού με την αδικοπραξία (ΑΠ 1361/2013 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Η υπαιτιότητα, ως όρος της αδικοπρακτικής ευθύνης, διακρίνεται από τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος, ενδέχεται όμως η αμέλεια στην συμπεριφορά να την καθιστά εν ταυτώ παράνομη ή και αντιστρόφως η πράξη της παράνομης προσβολής να υποδηλώνει η ιδία και την ύπαρξη υπαιτιότητας με τη μορφή γενικότερα της αμελείας, όταν ιδίως η προσβολή συνίσταται στην παράβαση του γενικού καθήκοντος επιμελείας, με το οποίο αξιώνεται από κάθε κοινωνό να συμπεριφέρεται όπως ο μέσος συναλλασσόμενος, ασχέτως του εάν κατά τα λοιπά η συμπεριφορά του αποτελεί ή όχι και παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου. Υπαιτιότητα νοείται είτε υπό τη μορφή του δόλου είτε της αμελείας, με πράξη ή παράλειψη, εάν δε η ζημία οφείλεται σε υπαιτιότητα του ίδιου του παθόντος, αυτός δεν δικαιούται αποζημίωση, ενώ σε περίπτωση συντρέχοντος πταίσματος αυτού ευρίσκει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, κατά την οποία το Δικαστήριο δύναται να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να επιδικάσει αυτή μειωμένη. Εξάλλου, ζημία ως προϋπόθεση της αδικοπραξίας αποτελεί κάθε δυσμενής μεταβολή (βλάβη), η οποία προκαλείται στα υλικά ή άϋλα αγαθά του προσώπου, αποκαθίσταται δε όχι μόνο η περιουσιακή ζημία, αλλά και η ηθική βλάβη, πρέπει δε αυτή να είναι άμεση, και ως εκ τούτου αξίωση αποζημιώσεως αποκτά μόνον ο αμέσως ζημιωθείς, δηλαδή ο φορέας ή ο δικαιούχος του προσβληθέντος από την άδικη πράξη εννόμου αγαθού (ΟλΑΠ 18/2004 ΔΕΕ 2004.927, ΑΠ 1253/2012 Τ.Ν.Π. ΔΣΑ., ειδικώς για την ηθική βλάβη: ΑΠ 624/2010 ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2010 363, ΑΠ 648/2002 ΕλλΔνη 43 1616, ΕφΠειρ 485/2014 Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ», Γ. Γεωργιάδης, εις Σ.Ε.Α.Κ.. Απ. Γεωργιάδη, ΤΙ, 2010, υπό το άρθρο 932, αριθ. 18 επ.), ως και ο αμέσως προσβληθείς στα προστατευόμενα συμφέροντά του. Ειδικώς καθ' όσον αφορά στην περιουσιακή ζημία, η εξεύρεση αυτής χωρεί, κατά την κρατούσα «θεωρία της διαφοράς» επί τη βάσει της συγκρίσεως της περιουσιακής καταστάσεως του παθόντος μετά το ζημιογόνο γεγονός (ήτοι της πραγματικής περιουσιακής του καταστάσεως) και εκείνης, η οποία θα υπήρχε, εάν δεν είχε συμβεί το ζημιογόνο γεγονός (ήτοι της υποθετικής περιουσιακής του καταστάσεως). Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών μεγεθών αποτελεί τη «ζημία» (ΑΠ 1182/2021 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» ΑΠ 768/1985 ΕΕΝ 1986 275, ΕφΠειρ 145/2002 ΕλλΔνη 45). Κρίσιμη είναι η συνολική περιουσιακή κατάσταση του ζημιωθέντος, δηλαδή η επίπτωση του ζημιογόνου γεγονότος σε όλα τα αγαθά του, και όχι μόνο η βλάβη του αμέσως θιγέντος αγαθού. Στην πράξη, βεβαίως, για τον κατ' αρχήν προσδιορισμό της ζημίας εκτιμάται το τελευταίο αυτό μέγεθος (η «επιμέρους» ζημία), εάν όμως υπάρχουν επιπτώσεις της προσβολής του συγκεκριμένου αγαθού και σε άλλους τομείς, λαμβάνονται υπόψη και αυτές. Ωστόσο, περιορισμοί προκύπτουν ιδίως από την προϋπόθεση του αιτιώδους συνδέσμου, αλλά και από τα υπόλοιπα κρίσιμα για την κατάγνωση ευθύνη στοιχεία, ώστε τελικώς να αποφεύγεται η συνεκτίμηση οποιοσδήποτε (δηλαδή και τυχαίως συνδεόμενης με το ζημιογόνο γεγονός) περιουσιακής μεταβολής. Εν πάση περιπτώσει, αποκαθίσταται η συγκεκριμένη ζημία, ήτοι εκείνη, η οποία επήλθε εις έκαστη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των τυχόν ιδιαιτεροτήτων της (συγκεκριμένος υπολογισμός της ζημίας) και όχι η ζημία, η οποία επέρχεται στη μέση (συνήθη) περίπτωση κατά την κοινή πορεία των πραγμάτων (αφηρημένος υπολογισμός της ζημίας), διότι σκοπός του δικαίου της αποζημιώσεως είναι, κατ' αρχήν, η αποκατάσταση ολόκληρης της πραγματικής ζημίας, την οποία υπέστη ο συγκεκριμένος ζημιωθείς και όχι ο υποθετικός μέσος κοινωνός. Ως χρόνος υπολογισμού της ζημίας του ενάγοντος νοείται, κατά τους δικονομικούς κανόνες, ο χρόνος της συζητήσεως της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ΟλΑΠ 44/1996 ΝοΒ 45 451, ΑΠ 1401/2005 ΕλλΔνη 47 132, ΕφΠειρ 383/2013 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος, αιτιώδης σύνδεσμος (αιτιώδης συνάφεια) υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του υπαιτίου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και είχε τη δυνατότητα να επιφέρει, κατά τη συνήθη χορεία των πραγμάτων, το ζημιογόνο αποτέλεσμα. (ΑΠ 1610/2013 Τ.Ν.Π. ΑΣ.Α). Πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει, όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία ή, αναλόγως, την αντίστοιχη ηθική βλάβη. Δηλαδή, πρόσφορη θεωρείται η αιτία, η οποία δεν προκάλεσε απλώς κατά λογική αιτιότητα τη ζημία (υπό την έννοια της condicio sine qua non), αλλά είχε γενικώς την τάση και την ικανότητα να οδηγήσει σε αυτήν, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, εντεύθεν δε ζημία προκληθείσα από απρόοπτο, τυχαίο ή έκτακτο περιστατικό ή μη οφειλόμενο στην ιδιομορφία της συγκεκριμένης περιπτώσεως και όχι στη «γενική τάση» τον όρου, δεν θεωρείται συνδεόμενη κατά τρόπο πρόσφορο με αυτόν. Δηλαδή, κατά την κρατούσα στο ουσιαστικό αστικό δίκαιο θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας κρίσιμη για την κατάφαση της ευθύνης προς αποζημίωση είναι η «προβλεψιμότητα» του αποτελέσματος από τον τρίτο παρατηρητή μέσο λογικό άνθρωπο (ΟλΑΠ 18/2004 ΝοΒ 53 61, ΑΠ 1182/2021 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1183/2021 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α., ΑΠ 156/2021, ΑΠ 14/2021, ΑΠ 220/2021, ΑΠ 367/2020, ΑΠ 1163/2020, ΑΠ 102/2020, ΑΠ 424/2019, ΑΠ 1361/2013, ΕφΑΘ 755/2020 Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ», Μ. Σταθόπουλος, εις ΕρμΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, T. II, Γενικό Ενοχικό, 1979, υπό τα άρθρα 297 - 398, αριθ. 50 επ.). Μόνη η αθέτηση προϋφισταμένης ενοχής δεν συνιστά, άνευ άλλου τινός, και αδικοπραξία, υπό την προπαρατεθείσα έννοια. Είναι όμως δυνατόν η υπαίτια ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει και αξίωση από αδικοπραξία, εφ' όσον αυτή και χωρίς τη συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο επιβαλλόμενο από το δίκαιο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κανείς υπαίτια κάποιον άλλον. Δηλαδή, εάν το πταίσμα, το οποίο επέφερε τη ζημία, ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο με την αθέτηση της συμβάσεως και τη δημιουργία της παρανομίας, δεν δύνανται να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις περί αδικοπραξιών (ΑΠ 449/2014 Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 212/2000 ΕλλΔνη 41 755). Σε αντίθετη περίπτωση υφίσταται συρροή αξιώσεων από τη σύμβαση και την αδικοπραξία, οι οποίες δύνανται μεν να ασκηθούν παραλλήλως, όχι όμως και να ικανοποιηθούν σωρευτικώς, διότι η ικανοποίηση της μιας καθιστά την άλλη άνευ αντικειμένου (ΟλΑΠ 767/1973 ΝοΒ 22 705, ΑΠ 917/2020 Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1596/2014 ΧρΙδΔ 2015 185, ΑΠ 1527/2013 ΧρΙδΔ 2014 281, ΑΠ 1667/2009 ΕλλΔνη 51462, ΕφΑΘ 4356/2019, ΕφΑΘ 2201/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 4489/2011 ΕπισκΕμπΔ 2016 216), εκτός εάν ζητείται κάτι περισσότερο, όπως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, οπότε η συρρέουσα από αδικοπραξία αξίωση σώζεται κατά το αίτημα αυτό (ΑΠ 560/2010 όπ. π., ΑΠ 1664/2005 ΔΕΕ 2006 188, ΕφΑΘ 1137/2008 ΕπισκΕμπΔ 2008 904). Ενόψει των ανωτέρω, το πραγματικό του «λευκού» κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ πληρούται όταν παραβιάζονται, ιδίως αναφορικώς με τα αναφερόμενα ανωτέρω υπό στοιχείο I της μείζονος σκέψεως «ατελεύτητα ομόλογα» (perpetual bonds), οι διατάξεις του άρθρου 25 Ν. 3606/2007 «Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις» και των άρθρων 4, 8,12,13 και 14 της υπ' αριθμ. 1/452/1.11.2007 Αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Φ.Ε.Κ. Βν 2136/1.11.2007) «Κανόνες Συμπεριφοράς Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.)», OL οποίες τείνουν και στην προστασία του ιδιωτικού συμφέροντος των επενδυτών, γεννάται δε υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος και ή/και της εταιρίας παροχής επενδυτικών συμβουλών προς αποζημίωση του επενδυτή κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ), εάν η προκληθείσα στον τελευταίο ζημία οφείλεται σε υπαιτιότητα οργάνων ή προστηθέντων αυτών και υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υπαίτιας πράξεως ή παραλείψεως και της επελθούσας ζημίας του επενδυτή (ΑΠ 1738/2013 ΕπισκΕμπΔ 2013 638, ΕφΑΘ 885/2017 όπ., ΕφΑΘ 2201/2019, ΕφΑΘ 3253/2016 Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 4841/2014 ΧΡΗΔΙΚ 2015 136, ΕφΑΘ 770/2014 όπ. π., Σπ. Ψυχομάνης, Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές τράπεζες ΔΕΕ 2010 867 επ). β. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297 και 298 ΑΚ σαφώς συνάγεται ότι σκοπός του δικαίου της αποζημιώσεως είναι η αποκατάσταση της πλήρους, αλλά και μόνον, ζημίας και όχι ο πλουτισμός του ζημιωθέντος Επομένως, εάν το ζημιογόνο γεγονός προκάλεσε μεν στον ζημιωθέντα ζημία, αλλά απέφερε στον τελευταίο ορισμένες ωφέλειες (κέρδος), αποκαταστατέα τυγχάνει η πραγματική ζημία, δηλαδή η διαφορά, η οποία προκύπτει από την αφαίρεση του κέρδους από την προκληθείσα ζημία. Ο λεγόμενος «συνυπολογισμός ζημίας και κέρδους» (compensatio lucri cum damno) δεν συνιστά εξαίρεση από τους γενικούς κανόνες του δικαίου της αποζημιώσεως, αλλά εφαρμογή τους κατά τρόπο, ο οποίος προκύπτει από την ιδία την έννοια της ζημίας, για τον υπολογισμό της οποίας εκτιμάται η συνολική περιουσιακή κατάσταση του ζημιωθέντος και οι επιπτώσεις του ζημιογόνου γεγονότος, τόσο οι θετικές όσο και οι αρνητικές. Συνεπώς, για τον υπολογισμό της περιουσιακής καταστάσεως του ζημιωθέντος μετά την επέλευση της ζημίας πρέπει να συνυπολογισθεί και το τυχόν κέρδος. Η επίκληση του συνυπολογιστέου κέρδους αποτελεί ανατρεπτική της αγωγής ένσταση του εναγόμενου, η οποία οδηγεί στην απόρριψη της αγωγής εν σχέσει προς το μέρος του αξιουμένου ποσού αποζημιώσεως, το οποίο καλύπτεται από το κέρδος, το οποίο αποκομίζει ο ενάγων από το επιζήμιο γεγονός (ΟλΑΠ 54 και 55/1990 ΝοΒ 41 380). Δυσχέρεια εμφανίζει το ζήτημα του προσδιορισμού (ή της οριοθετήσεως) των συνυπολογιστέων ωφελειών, διότι ο συνυπολογισμός όλων ανεξαιρέτως των κερδών, ακόμη και των πλέον απομακρυσμένων και μόνον εμμέσως συνδεόμενων με το ζημιογόνο γεγονός, θα οδηγούσε σε άδικα αποτελέσματα. Κατά μία άποψη (θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας) συνυπολογίζονται μόνο τα κέρδη, τα οποία είναι δυνατόν να προβλεφθούν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, και όχι τα οφειλόμενα σε τυχαία ή έκτακτα περιστατικά, ενώ κατ' άλλη άποψη (θεωρία του σκοπού της κερδοφόρου παροχής) απαιτείται προσφυγή στον σκοπό της πράξεως, της συμβάσεως ή της διατάξεως του νόμου, βάσει της οποίας ο ζημιωθείς αποκόμισε το όφελος (κέρδος) και, εάν ο σκοπός αυτός συμπίπτει με το σκοπό του δικαίου της αποζημιώσεως, το κέρδος πρέπει να συνυπολογίζεται προς αποφυγή πλουτισμού του ζημιωθέντος. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και κέρδους (όπως δέχονται οι ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1857/2005, ΑΠ 1213/2001 ΈλλΔνη 43 96, ΕφΑΘ 4881/2014 όπ. π.), αλλά και μη αντίθεση του συνυπολογισμού του κέρδους, υπό τις εκάστοτε συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη ( ΑΠ 1350/2018 Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 762/2007 ΝοΒ 55 1561). γ. 1. Κατά το άρθρο 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, η οποία είναι ειδική και συμπληρώνει εκείνη του άρθρου 914 ΑΚ, αφού επεκτείνει την αδικοπρακτική ευθύνη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν προσβλήθηκε ευθέως ορισμένο δικαίωμα ή προστατευόμενο συμφέρον, σαφώς προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: (1) Συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη) αντικείμενη στα χρηστά ήθη, τέτοια δε συμπεριφορά υπάρχει όταν, κατ' αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του χρηστής και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, η συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο. (2) Η συμπεριφορά να συνοδεύεται από πρόθεση έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, πρόκλησης ζημίας χωρίς να είναι απαραίτητο ο υπαίτιος να προέβη στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με μόνο σκοπό τη ζημία του άλλου, αλλά αρκεί να γνώριζε ότι με τη συμπεριφορά του αυτή ήταν δυνατή η επέλευση ζημίας στον άλλο και, παρά τούτα, δεν θέλησε να αποστεί από αυτήν. (3) Να προκλήθηκε όντως ζημία σε άλλον (περιουσιακή ή ηθική βλάβη) (4) Να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας (ΑΠ 476/2021, ΑΠ 294/2018, ΑΠ 1664 2014, ΑΠ 43/2013 ΤΝΓΪ ΔΣΑ). Ειδικότερα, προκειμένου να κριθεί αν ορισμένη συμπεριφορά έρχεται αντικειμενικώς σε αντίθεση προς τα χρηστά ήθη υπό την ανωτέρω έννοια (την οποία δεν αποκλείει η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος), συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός αυτού που την επέδειξε, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και όλες OL λοιπές περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή η συμπεριφορά εκδηλώθηκε (ΑΠ 1121/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ). Εάν δε η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσόμενων, κρατούσες αντιλήψεις, λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Στην αναζήτηση δε του ορθού αυτού μέτρου συνεκτιμώνται - σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ - και τα επιβαλλόμενα από αυτήν όρια (ΑΠ 212/2018, ΑΠ 900/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ).

ii. 1. Αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, υφίσταται εάν η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζημίας, ήταν, καθ’ εαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα μετά διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της αντίθετης στα χρηστά ήθη συμπεριφοράς, η οποία συνιστά πρόσφορη, επαρκή αιτία πρόκλησης της (ΟλΑΠ 18/2004, ΑΠ 16/2024, ΑΠ 173/2023 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1121/2019 ΤΝΠ -ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 212/2018 ΧρϊδΔ 2019 184, ΑΠ 1354/2015 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Το ζήτημα τούτο κρίνεται εκ των προτέρων και ποτέ εκ των υστέρων. Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου. Η διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου έχει ως προϋπόθεση την παρεμβολή άλλων μεταγενεστέρων όλως εξαιρετικών και απρόβλεπτων γεγονότων, ιδίως δε ενεργειών τρίτων προσώπων, ενώ η παράλειψη του ζημιωθέντος να περιορίσει τη ζημία του παρέχει στον υπόχρεο τη δυνατότητα να προβάλει την εκ του άρθρου 300 ΑΚ ένσταση περί συντρέχοντος πταίσματος. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε κυριαρχικώς, ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή η μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Αντιθέτως, η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ή δεν υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 18/2004, ΑΠ 813/2019, ΑΠ 2/2019, ΑΠ 949/2015). Τα διδάγματα της κοινής πείρας είναι γενικές αρχές για την εξέλιξη των φυσικών φαινομένων και των βιοτικών σχέσεων, που συνάγονται επαγωγικά από την εμπειρία, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα (ΑΠ 16/2024 ο.π.). 2. Περαιτέρω, ειδικότερες μορφές της υποχρέωσης πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των αγαθών των άλλων, η οποία θεμελιώνει το στοιχείο του παρανόμου κατά τα ανωτέρω, αποτελούν οι υποχρεώσεις διαφώτισης ενημέρωσης και συμβουλευτικής καθοδήγησης/προειδοποίησης του πελάτη εκ μέρους της Τράπεζας, οι οποίες στηρίζονται στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ Τράπεζας-πελάτη. Η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των ως άνω υποχρεώσεων θεμελιώνει αδικοπρακτική της ευθύνη, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις αυτής (ευθύνης), ήτοι η υπαιτιότητα και η επέλευση ζημίας αιτιωδώς, συνδεόμενης με την παράνομη συμπεριφορά της Τράπεζας, με την έννοια ότι η παράβαση των απορρεουσών από την καλή πίστη υποχρεώσεων της Τράπεζας αποτελεί όρο, κατ' αντικειμενική πρόγνωση, πρόσφορο να οδηγήσει στο αποτέλεσμα της ζημίας. Υπό την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις, παραβιάζονται, μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός, να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, να αξιολογήσει ακολούθως ιδίως τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού Τράπεζα (ΑΠ 16/2024 ο.π.).

δ. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ. «Ο κύριος ή ο προστήσας κάποιου άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του». «Πρόστηση» είναι η τοποθέτηση ή ο διορισμός ή η χρησιμοποίηση από ένα πρόσωπο (προστήσαντα) ενός άλλου προσώπου (προστηθέντος) σε θέση ή απασχόληση (διαρκή ή μεμονωμένη εργασία), η οποία αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεως ή υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του προστήσαντος. Η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως προϋποθέτει: α) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει, όταν ο, προστήσας διατηρεί το δικαίωμα παροχής οδηγιών και εντολών στον προστηθέντα σχετικώς με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του. Δεν απαιτούνται οπωσδήποτε δεσμευτικές ειδικές εντολές, αλλά αρκούν και γενικές οδηγίες στο πλαίσιο χαλαρής εξαρτήσεως, η οποία όμως επιτρέπει μια γενική εποπτεία. Η σχέση προστήσεως δεν είναι αναγκαίο να είναι εμφανής στους τρίτους, ούτε απαιτείται η ύπαρξη δικαιοπρακτικής σχέσεως μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος, αλλά είναι δυνατόν να στηρίζεται σε οποιαδήποτε βιοτική σχέση μεταξύ των μερών, νόμιμη ή παράνομη, είναι δε αδιάφορο εάν οφείλεται ή όχι αμοιβή, ομοίως δε αδιάφορος είναι και ο τρόπος προσλήψεως του προστηθέντος από τον ίδιο τον προστήσαντα ή από τρίτο για λογαριασμό του (ΑΠ 698/2012 ΕΕμπΔ 2013 354), β) παράνομη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη του προστηθέντος, δηλαδή αδικοπραξία αυτού κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ και γ) πράξη η παράλειψη του προστηθέντος τελεσθείσα κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σε αυτόν υπηρεσίας, ακόμη και κατά κατάχρηση αυτής, η οποία υφίσταται, όταν η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη τελέσθηκε εντός των ορίων των ανατεθειμένων στον προστηθέντα καθηκόντων ή επ' ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, οι οποίες έχουν δοθεί σε αυτόν, ή καθ' υπέρβαση των καθηκόντων του, εφ’ όσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας (πράξεως ή παραλείψεως) του προστηθέντος και της ανατεθείσας σε αυτόν υπηρεσίας υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας και ο ζημιωθείς τρίτος δεν γνώριζε την κατάχρηση ούτε όφειλε να την γνωρίζει (ΑΠ 631/2015 Τ.Ν.Π, «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 959/2004 ΕλλΔνη 45 1602, ΑΠ 651/2001 ΕλλΔνη 42 1540). Η διάταξη ιδρύει γνήσια αντικειμενική και εις ολόκληρον ευθύνη του προστήσαντος για ζημίες προκληθείσες παρανόμως και υπαιτίως από τον προστηθέντα και ως εκ τούτου δεν παρέχεται δυνατότητα απαλλαγής του προστήσαντος από την ευθύνη, ακόμη και εάν αποδείξει ότι δεν βαρύνεται με πταίσμα (αμέλεια) περί την επιλογή του προστηθέντος ή ως προς τις παρασχεθείσες σε αυτόν οδηγίες ή ότι ο προστηθείς ανέπτυξε πρωτοβουλία εντός του πεδίου δράσεως του προστήσαντος (ΑΠ 243/2016 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Δικαιολογητικό λόγο της καθιερώσεως γνήσιας αντικειμενικής ευθύνης του προστήσαντος αποτελεί το γεγονός ότι αυτός ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος, διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους προκύπτοντες από τη δραστηριότητα του προστηθέντος κινδύνους. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, πέραν των αναφερομένων στα άρθρα 117 και 118 ΚΠολΔ αναγκαίων για κάθε δικόγραφο στοιχείων, πρέπει επιπλέον να διαλαμβάνει: α) σαφή έκθεση των θεμελιούντων κατά νόμον αυτή στοιχείων, τα οποία δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Σαφής έκθεση των απαραιτήτων κατά νόμο γεγονότων θεωρείται ότι υπάρχει, και όταν ιστορικώς αναφέρεται στην αγωγή η χαρακτηριστικώς περιγραφόμενη με αυτά έννοια, η οποία αποτελεί στοιχείο του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενο τής είναι αναμφιβόλως γνωστό, αφού τα προκαθορισμένα χαρακτηριστικά μιας τέτοιας έννοιας υπονοούνται με τη χρησιμοποίηση της λέξεως, με την οποία αυτή δηλώνεται. Κατά συνέπεια, εφ' όσον στην αγωγή αναφέρεται ιστορικώς η αναμφιβόλως γνωστή έννοια της προστήσεως, θεωρείται ότι προβάλλονται τα χαρακτηριστικά για την εξειδίκευση και περιγραφή της έννοιας αυτής γεγονότα, μεταξύ των οποίων και η διατήρηση από τον προστήσαντα του δικαιώματος να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του (ΑΠ 1440/2014 ΔΕΕ 2015 162, ΑΠ 1198/2009 ΔΕΕ 2009 1361, ΑΠ 1224/2008, ΑΠ 1507.2005 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 2876/2012 ΔΕΕ 2012 797).

 

ε. Περαιτέρω, στο πλαίσιο όλων, εν γένει των τραπεζικών συμβάσεων γεννώνται πέραν των υποχρεώσεων των μερών για κύρια παροχή, και επιπρόσθετες παρεχόμενες υποχρεώσεις, τις οποίες υπαγορεύει και προσδιορίζει κατά περιεχόμενο η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ αρχή της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, διευρύνοντας το περιεχόμενο της ενοχής. Επομένως και αυτές οι υποχρεώσεις, παρότι προβλέπονται στον νόμο στο περιθώριο της ενοχής, δεν παύουν να θεωρούνται (και να είναι) συμβατικές, με συνέπεια, η παράβαση τους να συνιστά πλημμελή εκπλήρωση της παροχής (βλ. Σταθόπουλος σε Γεωργιάδη -Σταθοπούλου Α.Κ, στο άρθρο 288 αρ. 23) Η παραπάνω αρχή λειτουργεί τόσο ως συμπληρωματική των δικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα, όσο και ως διορθωτική αυτών, στις περιπτώσεις όπου η συνδρομή ειδικών συνθηκών επιβάλλει παρέκκλιση από την αρχική ρύθμιση της ενοχικής σχέσης (ΟλΑΠ 927/1982 ΝοΒ 31.214, Σταθόπουλος, ό.πν αρ. 14). Εξάλλου, λόγω της προαναφερόμενης σχέσης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, που χαρακτηρίζει κάθε τραπεζική σύμβαση και έχει ως γενικό περιεχόμενο την πίστη κυρίως του πελάτη της τράπεζας ότι αυτή θα πράξει ότι είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση και την προστασία των οικονομικών του συμφερόντων, αλλά και της ίδιας της τράπεζας ότι ο πελάτης της συμπεριφέρεται απέναντι της με ειλικρίνεια και διάθεση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για εκπλήρωση των υποχρεώσεων, που αναλαμβάνει, η εφαρμογή των αρχών της καλής πίστης (288 ΑΚ) προσλαμβάνει ιδιαίτερα ευρύ περιεχόμενο και ένταση στο πλαίσιο των τραπεζικών συναλλαγών. Οι αρχές αυτές επιβάλλουν τόσο στα διαπραγματευόμενα όσο και στα συμβαλλόμενα μέρη την τήρηση συμπεριφοράς ανταποκρινόμενης στην ιδιαιτερότητα της αμοιβαίας εμπιστοσύνης των μερών. Κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων (197-198 ΑΚ) η σχέση εμπιστοσύνης, ως απόρροια της εφαρμογής της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, αφορά οπωσδήποτε στις γενικές υποχρεώσεις διαφώτισης και προστασίας. Η πρώτη έχει ως αντικείμενο την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων, σχετικά με τα περιεχόμενο της σκοπούμενης σύμβασης, ώστε να διαφυλάσσεται η συμβατική ελευθερία, δηλαδή να μην επηρεάζεται από άγνοια η βούληση του άλλου μέρους, κατά τη σύναψη της σύμβασης και τη διαμόρφωση του περιεχομένου της. Η δεύτερη αφορά στη λήψη μέτρων προστατευτικών των απόλυτων εντομών αγαθών, αλλά και της περιουσίας του άλλου μέρους. Κατά το στάδιο της συμβατικής δέσμευσης η σχέση εμπιστοσύνης επιβάλλει στην τράπεζα τις γενικές «υποχρεώσεις», αφενός, της τήρησης εξαιρετικής επιμέλειας, ως προς την εξυπηρέτηση του αντισυμβαλλόμενου πελάτη της και, αφετέρου, σε περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, της πρόταξης του συμφέροντος αποκλειστικά του πελάτη της. Ο τελευταίος οφείλει, επίσης, από την πλευρά του να επιδεικνύει ιδιαίτερα ειλικρινή συμπεριφορά και επιμέλεια. Η παράβαση αυτών των υποχρεώσεων, που θεωρούνται, επίσης, συμβατικές, συνεπάγεται, βεβαίως, ενδοσυμβατική ευθύνη του παραβάτη (ΤριμΕφΑΘ 3414/2021,6711/2020 αδημ.).

 

IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ 4 περ. α εδ. α' Ν. 2251/1994 «Προστασία των καταναλωτών», όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση της από το άρθρο 1 παρ. 5 Ν. 3587/2007 «Τροποποίηση και συμπλήρωση του ν. 2251/1994 "Προστασία των καταναλωτών", όπως ισχύει - Ενσωμάτωση της οδηγίας 2005/29 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ Ι_ 149)»και πριν από την εκ νέου αντικατάστασή της με τη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 3 και 4 Ν. 4512/2018 «Ρυθμίσεις για την εφαρμογή των διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων του προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και άλλες διατάξεις», ως «καταναλωτής» νοείται «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, ¡3(3) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας τον». Με την ως άνω διάταξη, η οποία εξακολουθεί να εφαρμόζεται υπό την ως άνω διατύπωσή της επί εννόμων σχέσεων, τα παραγωγικά γεγονότα των οποίων ανάγονται σε χρόνο μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 3587/2007 και πριν την εφαρμογή του Ν. 4512/2018 (άρθρα 2 ΑΚ και 24 ΕισΝΑΚ - ΑΠ 181/2000 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΙωαν 25/2010 Αρμ. 1099), διευρύνθηκε ο κύκλος των προσώπων, στα οποία αναγνωρίζεται η ιδιότητα του «καταναλωτή» και παρέχεται η προβλεπόμενη από το Ν. 2251/1994 προστασία, σε σχέση με τον κύκλο αυτών, στα οποία αφορά η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993, σε εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε και στα οποία παρείχε προστασία και ο προϊσχύσας Ν. 1961/1991. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. β’ της Οδηγίας «καταναλωτής είναι κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες», ενώ κατά την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του προϊσχύσαντος Ν. 1961/1991 «καταναλωτής είναι κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο, που ενεργεί συναλλαγές με σκοπό την απόκτηση ή τη χρησιμοποίηση κινητών ή ακινήτων πραγμάτων ή υπηρεσιών για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών». Ειδικότερα, καταναλωτής, κατά την προαναφερόμενη διάταξη του Ν. 2251/1994, είναι το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο ή η ένωση προσώπων τα οποία αποκτούν το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών, αλλά και των επαγγελματικών τους αναγκών, εφ' όσον είναι οι τελικοί αποδέκτες αυτών (ΑΠ 733/2011 ΕλλΔνη 53 741). Τέτοιος τελικός αποδέκτης (και όχι ενδιάμεσος) είναι εκείνος, ο οποίος αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα συμφώνως προς τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός, ο οποίος χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η κατά το Ν. 2251/1994 ρύθμιση ας προς την έννοια του καταναλωτή αποσκοπεί, όπως προκύπτει και από την Εισηγητική Έκθεση του, στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής τον προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος Ν. 1961/1991, οι οποίοι περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή στον αποκτώντα προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Η διεύρυνση αυτή δεν είναι αντίθετη προς την παραπάνω Οδηγία, δεδομένου ότι το άρθρο 8 αυτής, το οποίο ορίζει ότι Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή», επιτρέπει στον εθνικό νομοθέτη τη διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή και πάντως δεν απαγορεύει & αυτόν τη θέσπιση ταυτόσημης κατά περιεχόμενο προστασίας κατά των καταχρηστικών Γ.Ο.Σ. και υπέρ προσώπων, τα οποία δεν έχουν- την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 2β της ως άνω Οδηγίας. Επομένως, από το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε ένα στενότερο ορισμό του καταναλωτή στην προαναφερόμενη, ελάχιστης εναρμονίσεων, Οδηγία, δεν εκτοπίζεται ο ευρύτερος ορισμός της εθνικής ρυθμίσεως, διότι πρόθεση του (κοινοτικού νομοθέτη) ήταν να διατυπώσει με τη συγκεκριμένη Οδηγία κατώτατους (ελάχιστους) όρους προστασίας. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής εννόμου τήξεως δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες αφορούν ειδικώς στις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των Γ.Ο.Σ. τραπεζών. Δεδομένης, όμως, της διαρκούς επεκτάσεως των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενεστέρου οικονομικώς μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α Ν. 2251/1994 δεν συνάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων (αλλά και η κατάρτιση συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών), απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλίσκονται με τη χρήση τους, αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβιβάσεως τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, είτε αυτοί χρησιμοποιούν τις τραπεζικές υπηρεσίες για την κάλυψη ατομικών (μη επαγγελματικών - επιχειρηματικών) αναγκών τους (λ.χ. καταναλωτικά δάνεια, αποταμίευση, επενδύσεις σε χρηματοπιστωπκά προϊόντα) είτε αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επαγγελματικών - επιχειρηματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και δεν τίθεται ζήτημα περαιτέρω μεταβιβάσεως τους προς τρίτους. Δηλαδή, υπάγονται στην προστασία του Ν. 2251/1994 τόσο οι τραπεζικές υπηρεσίες, οι οποίες εκ της φύσεως τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών (αποταμιευτικών, επενδυτικών κλπ.), όσο και οι απευθυνόμενες σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών, χωρίς να αποκλείεται όμως στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, μετά από την υποβολή σχετικής ενστάσεως από την τράπεζα, εάν η επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή εμφανίζεται ως καταχρηστική, όπως συμβαίνει όταν ο δανειολήπτης ή, εν γένει, ο αντισυμβαλλόμενος της αποταμιευτής, επενδυτής κλπ. δεν εμφανίζει έλλειμμα αυτοπροστασίας, διότι διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική επιφάνεια και οργανωτική υποδομή, ώστε να δύναται να διαπραγματευθεί ισοτίμως τους όρους της μεταξύ τους συμβάσεως (16. σχετ. ΟλΑΠ 13/2015 ΧρΙδΔ 2015 675, ΑΠ 1463/2017 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 366/2017 ΔΕΕ 2017 538). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 Ν. 2251/1994, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της από το άρθρο 10 Ν. 3587/2007, «1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο. 2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. 4. Ο παρέχων υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης για την έλλειψη παρανομίας και υπαιτιότητας του. Για την έλλειψη υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδίως: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της, δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης που καταλείπεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά τον παρέχοντος αυτήν. 5. Η ύπαρξη ή η δυνατότητα παροχής τελειότερης υπηρεσίας κατά το χρόνο παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν θεμελιώνει χωρίς άλλο λόγο υπαιτιότητα 6. Οι διατάξεις για τη συνυπευθυνότητα, τη μείωση ή άρση της ευθύνης και την απαγόρευση απαλλακτικών ρητρών των παραγράφων 10, 11 και 12 τον άρθρου 6 εφαρμόζονται αναλογικά και στην ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες». Η προαναφερόμενη διάταξη δεν προβλέπει περίπτωση «ειδικώς ρυθμισμένης» αδικοπραξίας (με απλή αντιστροφή του βάρους της αποδείξεως) αλλά ιδρύει (και μετά την τροποποίησή της από το Ν. 3587/2007), κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, αυτοτελή και ανεξάρτητο της συμβάσεως ή της αδικοπραξίας νόμιμο Λόγο ευθύνης τον παρέχοντος υπηρεσίες προς αποζημίωση του λήπτη των υπηρεσιών, ήτοι την «παροχή υπηρεσιών» (ανεξαρτήτως, δηλαδή, της εντάξεως των υπηρεσιών αυτών στο πλαίσιο συμβάσεως ή μη), και προβλέπει συγκεκριμένες προϋποθέσεις εφαρμογής της, διαφοροποιούμενες σε ουσιώδη σημεία των (κατά τα λοιπά ομοίων) προϋποθέσεων της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, ήτοι α) παροχή ανεξαρτήτων υπηρεσιών στα πλαίσια ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας, β) υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή αυτών, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων φέρει το βάρος αποδείξεως της ελλείψεως της (νόθος αντικειμενική ευθύνη), γ) παράνομη συμπεριφορά, δ) ζημία κατά το γενικό δίκαιο της αποζημιώσεως (άρθρα 297, 298 ΑΚ) και ε) αιτιώδη συνάφεια μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και ζημίας. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της υπάρξεως υπαιτιότητας αναφέρονται στον νόμο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών. Ειδικότερα, η παράνομη συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες δεν συναρτάται προς το πραγματικό περιεχόμενο της υποχρεώσεώς του προς αποφυγή των κινδύνων, αλλά προς την έλλειψη ασφαλείας των υπηρεσιών, τις οποίες θεμιτώς δικαιούται να αναμένει ο καταναλωτής, καθώς και προς την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης του στη συγκεκριμένη αγορά υπηρεσιών, ήτοι προς την παραβίαση τής υποχρεώσεως λήψεως μέτρων προνοίας και ασφαλείας, τα οποία ώφειλε κατά τον νόμο ή τη σύμβαση ή την καλή πίστη κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και η δυνατό να λάβει εντός της σφαίρας επιρροής του, υπό ομαλές προβλέψιμες συνθήκες, κατά τρόπον ώστε οι παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες, χρησιμοποιούμενες από τον καταναλωτή, να μη θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα ίου τελευταίου και ιδίως την ακεραιότητα της πίστεως και της ασφαλούς παροχής υπηρεσιών, η οποία εν τέλει αποτελεί το προστατεύσιμο δικαίωμα. Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω όροι, ο βλαπτόμενος και υφιστάμενος ζημία δύναται με αγωγή κατά του παρέχοντος τις υπηρεσίες να αξιώσει την αποκατάσταση της (ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 427/2015 Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 589/2001 ΔΕΕ 2001, ΑΠ 589/2001 ΔΕΕ 20011117, ΕφΑΘ 2556/2010 ΕλλΔνη 52 251). Οι διατάξεις του Ν.2251/1994, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 και 5 αυτού, κατισχύουν - ως ειδικές -πάσης άλλης διατάξεως αντιβαίνουσας σε αυτές ή αναφερομένης σε θέματα ρυθμιζόμενα από αυτές, επομένως και των διατάξεων των άρθρων 914 επ. ΑΚ, εκτός εάν οι κοινές διατάξεις παρέχουν στον καταναλωτή μείζονα προστασία από την ειδική ρύθμιση του νόμου αυτού, με εξαίρεση τις διατάξεις, οι οποίες αφορούν σε παραγραφές και αποκλειστικές προθεσμίες (ΕφΑΘ 3270/20X2 ΕΕμπΔ 2013 575, Εφθεσ 1133/2004 ΕπισκΕμπΔ 2004 980). Ενόψει των ανωτέρω, η παροχή επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους πιστωτικών ιδρυμάτων ή εταιριών παροχής επενδυτικών συμβουλών αναμφιβόλως εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της ως άνω διατάξεως, εφ' όσον ο επενδυτής έχει, εν πάση περιπτώσει, την ιδιότητα του «τελικού αποδέκτη» της σχετικής τραπεζικής επενδυτικής υπηρεσίας, και μάλιστα ανεξαρτήτως, κατ' αρχήν, της ιδιότητας αυτού ως «ερασιτέχνη» ή «επαγγελματία» επενδυτή (ΑΠ 16/2024 ο.π., ΑΠ 1182/2021 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1183/2021 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.). Περαιτέρω, σε περίπτωση διαμεσολαβήσεως πιστωτικού ιδρύματος (τράπεζας) κατά τις συναλλαγές με αντικείμενο χρηματοπιστωτικά προϊόντα, πρέπει κατ' αρχήν να θεωρείται υφισταμένη η μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και του πελάτη αυτού - επενδυτή σύμβαση με αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει την υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος να δίδει συμβουλές στους πελάτες του αναφορικώς με χρηματοπιστωτικά προϊόντα, πρέπει δε ακόμη να γίνει δεκτό ότι στις περιπτώσεις αυτές έχει συναφθεί σιωπηρώς τοιαύτη σύμβαση, έστω και εάν δεν έχει τηρηθεί κάποιος τύπος, όπως είναι σύνηθες στην πράξη. Στοιχεία., τα οποία φανερώνουν τη δικαιοπρακτική βούληση των μερών στην περίπτωση αυτή είναι ότι: α) για τον παρέχοντα επενδυτικές υπηρεσίες είναι προφανής η μεγάλη σημασία της πληροφορήσεων για τον δυνητικό επενδυτή, διότι η πληροφόρηση αυτή θα αποτελέσει τη βάση της λήψεως σοβαρών αποφάσεων εκ μέρους του τελευταίου για τη διαχείριση των κεφαλαίων του, β) καθώς ο μέσος επενδυτής είναι συνήθως άπειρος περί τη χρηματιστηριακή - επενδυτική πρακτική των εγχωρίων και διεθνών αγορών, οι εν λόγω επιχειρήσεις διαθέτουν ειδικές γνώσεις για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, ο επενδυτής κατά κανόνα αποφασίζει βάσει των συμβουλών των επιχειρήσεων αυτών, τις εμπιστεύεται και αναμένει υπεύθυνη πληροφόρηση, η παροχή της οποίας ανάγεται στην επαγγελματική δραστηριότητα τους και γ) οι ως άνω επιχειρήσεις αποκομίζουν ίδιο οικονομικό όφελος από την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή, τουλάχιστον, έμμεσο (ΕφΑΘ 566/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Ε. Αλεξανδρίδου, Τα επενδυτικά προϊόντα της Lehman Brothers και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών, ΔΕΕ 2010 136). Τα ανωτέρω, αντιθέτως, δεν είναι δυνατόν να ισχύουν, εάν ο επενδυτής, χωρίς να ζητήσει ή δεχθεί οιαδήποτε πρόταση ή υπόδειξη ή συμβουλή ή χρηστική πληροφορία (πέραν των κοινώς γνωστών «τεχνικών» στοιχείων, όπως η φύση του επενδυτικού προϊόντος, η διάρκεια της επενδύσεως, η απόδοση αυτής κλπ), ως προς συγκεκριμένη επένδυση από το παρέχον επενδυτικές υπηρεσίες πιστωτικό ίδρυμα ή την Ε.Π.Ε.Υ., δίδει προς τους τελευταίους απλή εντολή προς εκτέλεση επενδυτικής πράξεως, την οποία έχει προαποφασίσει χωρίς οποιαδήποτε συνδρομή ή πρόταση ή εν γένει πρωτοβουλία τους, διότι στην περίπτωση αυτή προδήλως δεν τίθεται ζήτημα παροχής οιασδήποτε συμβουλής επενδυτικής φύσεως (ΕφΑΘ 4564/2022 ο.π.).

 

Από την επανεκτίμηση των προσκομιζομένων από τους ενάγοντες υπ' αριθμ. …./23.10.2020 και …./23.10.2020 ένορκων βεβαιώσεων της Συμβολαιογράφου Αθηνών, …………….., που δόθηκαν από τους μάρτυρες ………………… και ………………, αντίστοιχα, και ελήφθησαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθμ. ……/19.10.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, .), εκτιμώμενες δε και σταθμιζόμενες ανάλογα με το λόγο της γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας τους, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, ορισμένα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και τα λοιπά για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 ΚΠολΔ), χωρίς όμως, η ρητή αναφορά ορισμένων εξ αυτών να τους προσδίδει αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, στα οποία περιλαμβάνονται και : Α. οι προσκομισθείσες από αμφότερα τα διάδικα μέρη ένορκες βεβαιώσεις, στις οποίες ειδική αναφορά δεν απαιτείται [ΑΠ 1719/2017, 736/2016 Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ»] και οι οποίες έχουν ληφθεί σε δίκες επί αγωγών αποζημιώσεως άλλων επενδυτών κατά της νυν εκκαλούσας, αναφορικά με τα αυτά επενδυτικά προϊόντα, έστω και εάν δεν αποδεικνύεται εκατέρωθεν κλήτευση προς παράσταση κατά τη λήψη τους [ΑΠ 593/2019, ΑΠ 627/2018, ΑΠ 736/2016, ΑΠ 122/2013, ΑΠ 458/2012 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1342/2010 ΝοΒ 59 390, ΑΠ 187/2010 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»] και Β. οι προσκομισθείσες ένορκες καταθέσεις στο πλαίσιο άλλων πολιτικών και ποινικών δικών μεταξύ άλλων επενδυτών στα επίδικα επενδυτικά προϊόντα και της νυν εκκαλούσας ή στελεχών της, ενώ κρίνεται ότι οι ως άνω υπό στοιχεία Α και Β (79 για την εκκαλούσα και 9 για τους εφεσίβλητους) ένορκες βεβαιώσεις και καταθέσεις δεν έχουν ληφθεί επίτηδες, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα δίκη [ΑΠ 627/2018 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1342/2010 ΝοΒ 59 390, ΕφΠειρ 874/2014 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»], με την περαιτέρω σημείωση ότι παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ορισμένες εξ αυτών των βεβαιώσεων και καταθέσεων ενώπιον του παρόντος κατ' έφεση δικάζοντος Δικαστηρίου και λαμβάνονται υπόψη ως «νέα» αποδεικτικά στοιχεία κατά τη διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1 ΚΠολΔ, όχι όμως και οι προσκομισθείσες από τους διαδίκους γνωμοδοτήσεις νομομαθών, διότι οι εν λόγω γνωμοδοτήσεις δεν συνιστούν γνωμοδοτήσεις προσώπων με ειδικές γνώσεις κατά τη διάταξη του άρθρου 390 ΚΠολΔ, αλλά εξωδικονομική προέκταση των νομικών επιχειρημάτων των διαδίκων και δεν έχουν σχέση με την πραγματογνωμοσύνη των άρθρων 368 επ. ΚΠοΛΔ ή με τη γνωμοδότηση του ως άνω άρθρου, καθ' όσον, σε αντίθεση με αυτές, αποσκοπούν στην παροχή αρωγής στον Δικαστή κατά το σχηματισμό της μείζονος προτάσεως του δικανικού συλλογισμού και όχι κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της ελάσσονας προτάσεως αυτού, συνεκτιμώνται δε από το παρόν Δικαστήριο αποκλειστικώς και μόνο προς το σκοπό αυτό - ((3λ. σχετ ΑΠ 1374/2002 ΝοΒ 51 463, ΤριμΕφΑΘ 4564/2022 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑΘ 3414/2021, Εφθεσ 1909/2021, ΕφΑΘ 1128/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Μ. Μαργαρίτης - Α. Μαργαρίτη, οπ. π., υπο το άρθρο 390, αριθ. 5), τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία που ειδικά αναφέρονται στη συνέχεια (άρθρο 261 του ίδιου κώδικα) καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ ), αποδεικνύονται, σε σχέση με τα αγόμενα, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με τους λόγους της ένδικης έφεσης θέματα, τα ακόλουθα κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά:

Η εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία, εδρεύουσα στη Λευκωσία της Κύπρου, είναι νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα, διατηρούσε δε κατά τον κατωτέρω αναφερόμενο στο σκεπτικό κρίσιμο χρόνο ικανό αριθμό υποκαταστημάτων ανά την ελληνική επικράτεια, διενεργώντας ευρύ φάσμα τραπεζικών και εν γένει χρηματοοικονομικών εργασιών. Στις 30.4.2008 το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής αποφάσισε την έκδοση επενδυτικού προϊόντος υπό τον τίτλο «ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΧΡΕΟΓΡΑΦΑ 2013/2018» (εφεξής χάριν συντομίας: Μ.Χ. 2013/2018), ειδικότερα δε την έκδοση έως πεντακοσίων εβδομήντα τριών εκατομμυρίων τετρακοσίων εννέα χιλιάδων επτακοσίων ενός (573.409.701) Μ.Χ 2013/2018, ονομαστικής αξίας εκάστου ενός ΕΥΡΩ (1 ευρώ), με δικαίωμα προτεραιότητας εγγραφής υπέρ των τότε υφισταμένων μετόχων της. Στις 25.6.2008 εκδίδεται από την εκκαλούσα, το Σημείωμα Εκδιδομένου Τίτλου «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ 2013/18», στην πρώτη σελίδα του οποίου αναφέρεται ότι «Η έγκριση του παρόντος εγγράφου δεν συνεπάγεται παρότρυνση προς το επενδυτικό κοινό για επένδυση στον εκδότη. Πριν τη λήψη της επενδυτικής του απόφασης το επενδυτικό κοινό προτρέπεται να συμβουλεύεται το σύμβουλο επενδύσεων του. Η επένδυση στους τίτλους του Εκδότη συνεπάγεται κινδύνους, οι οποίοι περιγράφονται στο μέρος με τίτλο ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ του Δελτίου Παρουσίασης Εκδότη ημερομηνίας 21 Μαΐου 2008 και του Σημειώματος Εκδιδόμενου Τίτλου. Ο επενδυτής πρέπει να βασίζει οποιαδήποτε επενδυτική απόφασή του στην εξέταση τον Ενημερωτικού Δελτίου ως σύνολο». Καθ’ όσον αφορά στους βασικούς όρους εκδόσεως του ως άνω επενδυτικού προϊόντος στο από 25.6.2008 σχετικό Περιληπτικό Σημείωμα αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: «Επιτόκιο: Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα θα φέρουν σταθερό επιτόκιο 6,5% για τις πρώτες δύο περιόδους τόκου δηλαδή μέχρι τις 30 Ιουνίου 2009 και, ακολούθως, κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο θα αναθεωρείται στην αρχή της κάθε περιόδου τόκου και θα ισχύει για τη συγκεκριμένη περίοδο τόκου. Για την περίοδο 30 Ιουνίου 2009 - 30 Ιουνίου 2013 το κυμαινόμενο επιτόκιο θα είναι ίσο με το επιτόκιο Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε περιόδου τόκου συν περιθώριο 1,00%. Σε περίπτωση, που η Τράπεζα δεν προβεί στην εξαγορά τον Μετατρέψιμων Χρεογράφων, τότε για την περίοδο 1 Ιουλίου 2013 - 30 Σεπτεμβρίου 2018 το κυμαινόμενο επιτόκιο θα είναι ίσο με το επιτόκιο Euribor 6 μηνών, που θα ισχύει στην αρχή κάθε περιόδου τόκου συν περιθώριο 2.00%. Περίοδος Τόκου και Ημερομηνία Πληρωμής Τόκου: Η περίοδος τόκου είναι εξαμηνιαία και ο τόκος θα πληρώνεται σε μετρητά στο τέλος κάθε περιόδου τόκου. Ως Ημερομηνίες Πληρωμής Τόκου ορίζονται η 30 Ιουνίου και η 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Περίοδος Μετατροπής 15-30 Σεπτεμβρίου και 15-31 Μαρτίου κάθε έτους. Πρώτη Περίοδος Μετατροπής 15-30 Σεπτεμβρίου 2010. Τελευταία Περίοδος Μετατροπής 15 — 30 Μαρτίου 2013. Τιμή Μετατροπής 10,50 ευρώ. Τελευταία ημερομηνία αποπληρωμής 30 Ιουνίου 2018. Τιμή αποπληρωμής. Στο άρτιο, δηλ. στο ευρώ 1 ανά αξία. Εξαγορά (Redemption) και αγορά. Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα μπορούν, κατ’ επιλογή της Τράπεζας κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, να εξαγοραστούν από την Τράπεζα, στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους κατά τις 30 Ιουνίου 2013 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται. Προτεραιότητα (Subordination : Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα αποτελούν άμεσες, μη εξασφαλισμένες και ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) υποχρεώσεις της Τράπεζας. Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα κατατάσσονται σε ίση προτεραιότητα προς τις αξιώσεις άλλων εκδόσεων ελάσσονος προτεραιότητας. Τα δικαιώματα και οι αξιώσεις των κατόχων των Μετατρέψιμων Χρεογράφων είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) προς τις αξιώσεις των πιστωτών της Τράπεζας που είναι καταθέτες ή άλλοι πιστωτές, των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας ως προς τις αξιώσεις των καταθετών. Τα δικαιώματα και οι αξιώσεις των κατόχων των Μετατρέψιμων Χρεογράφων έχουν προτεραιότητα έναντι των κατόχων Αξιογράφων Κεφαλαίου και μετόχων της Τράπεζας. Προορισμός υπό άντληση κεφαλαίων. Ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας του Συγκροτήματος και. μαζί με τα προβλεπόμενα στο τριετές Σχέδιο του Συγκροτήματος αυξημένα αδιανέμητα κέρδη, θα μπορούν να επενδυθούν για την ανάπτυξη των εργασιών του Συγκροτήματος, τόσο οργανικά, όσο και μέσω εξαγορών. Εισαγωγή στο ΧΑΚ και στο ΧΑ: Υποβλήθηκε αίτηση για εισαγωγή των Μετατρέψιμων Χρεογράφων στο ΧΑΚ και το ΧΑ και αναμένονται οι εγκρίσεις από τα αρμόδια όργανα των δύο χρηματιστηρίων». Καθ' όσον αφορά στους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, στο αυτό ας άνω έγγραφο της εκκαλούσας, αναφέρονται τα ακόλουθα. «ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΎΝΟΥ: Η επένδυση στα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα και σε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου υπόκειται σε μια σειρά κινδύνων. Μαζί με τις λοιπές πληροφορίες που περιέχονται στο παρόν Περιληπτικό Σημείωμα, στο Δελτίο Παρουσίασης Εκδότη, στο Συμπληρωματικό Ενημερωτικό Δελτίο και στο Σημείωμα Εκδιδόμενου Τίτλου, οι δυνητικοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τους κινδύνους που περιγράφονται παρακάτω, πριν επενδύσουν στα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα τα οποία παρέχουν δικαίωμα μετατροπής σε μετοχές. Εάν επέλθει οποιοδήποτε από τα γεγονότα που περιγράφονται παρακάτω, το Συγκρότημα, η χρηματοοικονομική θέση του ή τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς και ουσιωδώς και, ανάλογα, μπορεί να σημειωθεί πτώση στην αξία και την τιμή πώλησης των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων και των μετοχών της Εταιρίας, οδηγώντας σε απώλεια του συνόλου ή μέρους οποιασδήποτε επένδυσης σε αυτές. Επιπρόσθετα, οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες που περιγράφονται παρακάτω μπορεί να μην είναι οι μόνοι που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει το Συγκρότημα. Πρόσθετοι κίνδυνοι και αβεβαιότητες που επί του παρόντος δεν είναι γνωστοί ή που θεωρούνται επουσιώδεις, μπορεί να επιδράσουν δυσμενώς στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΧΡΕΟΓΡΑΦΑ: - Μη επαρκής κάλυψη της παρούσας έκδοσης των Μετατρέψιμων Χρεογράφων - Επιτοκιακός Κίνδυνος - Εξαγορά (Redemption) και Αγορά - Προτεραιότητα (Subordination) - Περιορισμοί έκδοσης χρεογράφων -Επίδραση της έκδοσης των Μετατρέψιμων Χρεογράφων στην τιμή της μετοχής -Εμπορευσιμότητα των μετοχών που θα προκύψουν από τη μετατροπή των Μετατρέψιμων Χρεογράφων - Εμπορευσιμότητα και διακυμάνσεις τιμών των Μετατρέψιμων Χρεογράφων. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΜΕΤΟΧΕΣ: - Το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και το Χρηματιστήριο Αθηνών έχουν χαμηλότερη ρευστότητα και παρουσιάζουν εντονότερες διακυμάνσεις από άλλα χρηματιστήρια - Η τιμή των μετοχών ενδέχεται να παρουσιάσει διακυμάνσεις. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ: Το Συγκρότημα υπόκειται σε κινδύνους, οι οποίοι δεν είναι υπό τον έλεγχο του και αν παρουσιαστούν σε σημαντικό βαθμό ενδέχεται να επηρεάσουν τα οικονομικά του αποτελέσματα και να δημιουργήσουν πρόβλημα στην πληρωμή τόκου των Χρεογράφων ή και του ίδιου του κεφαλαίου. Οι κίνδυνοι αυτοί συνοψίζονται πιο κάτω - Υπάρχει ο κίνδυνος το Συγκρότημα να μην επιτύχει τους στρατηγικούς του στόχους όπως έχουν τεθεί στο τριετές στρατηγικό του πλάνο με δυσμενείς επιπτώσεις στα αποτελέσματα και τη χρηματοοικονομική θέση του Συγκροτήματος - Οι Μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό ποσοστό του Δανειακού Χαρτοφυλακίου του Συγκροτήματος - Κίνδυνος ρευστότητας - Το ρυθμιστικό πλαίσιο του κυπριακού τραπεζικού τομέα μεταβάλλεται - Οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στον Κυπριακό, Ελληνικό και Διεθνή Χώρο - Ένταση ανταγωνισμού - Νομικός κίνδυνος (litigation risk) - Οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Κύπρο και αλλού θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσμενώς τη λειτουργία του Συγκροτήματος». Εν τέλει η εκκαλούσα στις 8.8.2008 με ανακοίνωση της προς το επενδυτικό κοινό γνωστοποίησε την έναρξη της διαπραγματεύσεως των Μ.Χ 2013/2018 στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, η δε έκδοση των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων, με την οποία σκοπήθηκε η ενίσχυση του δευτεροβαθμίου κεφαλαίου της (Tier 2), καλύφθηκε πλήρως, όπως συνομολογείται και δεν αμφισβητείται ειδικώς από αμφότερα τα διάδικα μέρη. Περαιτέρω, με σκοπό την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας της εκκαλούσας, το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής με την από 25.2.2009 ανακοίνωση του γνωστοποίησε ότι αποφάσισε να προτείνει στη Γενική Συνέλευση αυτής την έκδοση ενός νέου επενδυτικού προϊόντος, των «Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου» (εφεξής χάριν συντομίας: Μ.Α.Κ.), μέχρι του ποσού των εξακοσίων σαράντα πέντε εκατομμυρίων ΕΤΡΩ (645.000.000 ευρώ).

Πράγματι, στις 30.4.2009 η εκκαλούσα με ανακοίνωση της προς το επενδυτικό κοινό γνωστοποίησε ότι η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ενέκρινε το από 30.4.2009 Ενημερωτικό Δελτίο «ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΧΡΙ 645.327.822 ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΟΝΟΜΑΣΉΚΗΣ ΑΞΙΑΣ ευρώ 1,00 ΤΟ ΚΑΘΕΝΑ». Καθ' όσον αφορά στους βασικούς όρους εκδόσεως του ως άνω επενδυτικού προϊόντος στο Τμήμα I (Περιληπτικό Σημείωμα) του ως άνω Ενημερωτικού Δελτίου αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακολούθα: «Προσφερόμενες αξίες: Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου αορίστου διάρκειας. Ύψος έκδοσης: Μέχρι ευρώ 645.327.822. Ονομαστική αξία ευρώ 1,00 (στο άρτιο) Τιμή έκδοσης: Στο άρτιο σε αξίες του ευρώ 1 και πολλαπλάσια αυτού  Τρόπος καταβολής  αντιπαροχής: OL Δικαιούχοι αλλά και οι λοιποί αιτητές δύνανται να εγγραφούν στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου καταβάλλοντας το αντίστοιχο ποσό της απαιτούμενης αντιπαροχής είτε σε μετρητά είτε με την καταβολή Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18 της Τράπεζας αντίστοιχης ονομαστικής αξίας. Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/18 που θα καταβληθούν ως αντιπαροχή και θα γίνουν αποδεκτά για εγγραφή στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου της Τράπεζας, θα ακυρωθούν και η Τράπεζα θα παύσει να έχει οποιεσδήποτε υποχρεώσεις σχετικά με αυτά. Η Τράπεζα θα καταβάλει για την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2009 μέχρι 5 Ιουνίου 2009 τους δεδουλευμένους τόκους των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18, τα οποία θα γίνουν αποδεκτά ως αντιπαροχή στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου. Καθεστώς εξασφάλισης: Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου αποτελούν άμεσες, μη εξασφαλισμένες, ελάσσονος διαβάθμισης (subordinated) υποχρεώσεις της Τράπεζας και κατατάσσονται σε ίση μοίρα (rank pari passu) μεταξύ τους. Προτεραιότητα κατάταξης: Τα δικαιώματα και οι αξιώσεις των κατόχων των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου της παρούσας έκδοσης: - είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) προς τις αξιώσεις των πιστωτών της Τράπεζας που είναι: καταθέτες ή άλλοι πιστωτές, των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας ως προς τις αξιώσεις των καταθετών, πιστωτές των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated), πλην εκείνων των οποίων οι αξιώσεις είναι ίσης προτεραιότητας (rank pari passu) με τις αξιώσεις των κατόχων Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου, κάτοχοι χρεογράφων της Τράπεζας των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated ) - είναι ίσης προτεραιότητας προς τις αξιώσεις άλλων εκδόσεων ελάσσονος προτεραιότητας, που πληρούν τα κριτήρια για περίληψη στο πρωτοβάθμιο κεφάλαιο της Τράπεζας - έχουν προτεραιότητα μόνο έναντι των μετόχων της Τράπεζας. Καμία πληρωμή σε σχέση με τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου δεν θα καθίσταται πληρωτέα εκτός και αν η Τράπεζα είναι φερέγγυα (solvent) και θα μπορεί να συνεχίσει να είναι φερέγγυα (solvent) ευθύς αμέσως μετά την πληρωμή. Διάρκεια: Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου είναι αξίες αόριστης διάρκειας χωρίς ημερομηνία λήξης (βλέπε «Εξαγορά» πιο κάτω). Επιτόκιο: Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου θα φέρουν σταθερό ετήσιο επιτόκιο 5,50% για τις πρώτες δέκα Περιόδους Τόκου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2014 και μετέπειτα κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε Περιόδου Τόκου πλέον 3,0096. Πληρωμή Τόκου: Ο τόκος είναι πληρωτέος σε εξαμηνιαία βάση στο τέλος κάθε περιόδου Πληρωμής Τόκου. Ως ημερομηνίες Πληρωμής Τόκων ορίζονται η 30 Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Κάθε Μετατρέψιμο Αξιόγραφο Κεφαλαίου θα παύε ι να φέρει Τόκο από την ημερομηνία, εξαγοράς ή μετατροπής του. Δικαίωμα Μετατροπής: Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου δύνανται κατ' επιλογή τον κατόχου τους να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές της Τράπεζας κατά τις Περιόδους Μετατροπής Τιμή Μετατροπής: ευρώ 5,50 ανά συνήθη μετοχή της Τράπεζας ονομαστικής αξίας ευρώ 1,00. Περίοδοι Μετατροπής. 15-30 Σεπτεμβρίου & 15-31 Μαρτίου κάθε έτος μέχρι το 2014. I Πρώτη Περίοδος Μετατροπής: 15 - 30 Σεπτεμβρίου 2010. Τελευταία Περίοδος Μετατροπής: 15-31 Μαρτίου 2014. Εξαγορά (Redemption) :Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου μπορούν, κατ' επιλογή της Τράπεζας, να εξαγοραστούν στο σύνολο τους, στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους στις 30 Ιουνίου 2014 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται, κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου να υπό την προϋπόθεση ότι θα αντικατασταθούν με Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο, εκτός εάν η Κεντρική Τράπεζα κρίνει ότι η Τράπεζα διαθέτει ικανοποιητική επάρκεια κεφαλαίου Τιμή Εξαγοράς. Στο άρτιο, δηλ. στο ευρώ 1 ανά Μετατρέψιμο Αξιόγραφο Κεφαλαίου Προορισμός Προϊόντος Έκδοσης: Το καθαρό προϊόν από την έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου θα ενισχύσει την Τράπεζα με επιπρόσθετο πρωτοβάθμιο κεφάλαιο βοηθώντας στη διατήρηση ισχυρών και ανταγωνιστικών δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας ... Εισαγωγή και Διαπραγμάτευση Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου θα εισαχθούν και θα διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, εφόσον ληφθούν OL σχετικές εγκρίσεις από τις αρμόδιες αρχές». Στο Μέρος Αχ του Τμήματος II του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου αναφέρεται σχετικώς με τους κινδύνους της επενδύσεως ότι : «Η επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και σε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου υπόκειται σε μια σειρά κίνδυνων. Μαζί με τις λοιπές πληροφορίες που περιέχονται ή ενσωματώνονται μέσω παραπομπής στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, οι δυνητικοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τους κινδύνους, που περιγράφονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, πριν επενδύσουν στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου, τα οποία παρέχουν δικαίωμα μετατροπής σε μετοχές. Εάν επέλθει οποιοδήποτε από τα γεγονότα που περιγράφονται παρακάτω, το Συγκρότημα, η χρηματοοικονομική θέση του ή τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς και ουσιωδώς και, ανάλογα, μπορεί να σημειωθεί πτώση στην αξία και την τιμή πώλησης των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και των μετοχών της Εταιρίας, οδηγώντας σε απώλεια του συνόλου ή μέρους οποιασδήποτε επένδυσης σε αυτά. Επιπρόσθετα, οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες που περιγράφονται παρακάτω μπορεί να μην είναι οι μόνοι που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει το Συγκρότημα.

Πρόσθετοι κίνδυνοι και αβεβαιότητες που επί του παρόντος δεν είναι γνωστοί ή που δεν θεωρούνται ουσιώδεις, μπορεί να επιδράσουν δυσμενώς τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος». Ακολούθως περιγράφονται οι σχετιζόμενοι με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος της εν λόγω αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας κίνδυνοι (κίνδυνος από τις επικρατούσες στην Κύπρο και στο εξωτερικό οικονομικές συνθήκες, κίνδυνος επιτοκίων, κίνδυνος από τις μεταβολές στις τρέχουσες τιμές μετοχών και άλλων αξιών, συναλλαγματικός κίνδυνος, κίνδυνος σχετικός με τους δανειζόμενους και την πιστωτική ικανότητα των αντισυμβαλλομένων της Τράπεζας, κίνδυνος μεταβολών των συνθηκών της αγοράς με συνέπεια αρνητικές αναπροσαρμογές στην εύλογη αξία των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων του Συγκροτήματος, κίνδυνος ρευστότητας, κίνδυνος μη ικανοποιητικής κεφαλαιακής επάρκειας για κάλυψη των ελάχιστων εποπτικών απαιτήσεων, κίνδυνος αστοχίας ή αποτυχίας των εσωτερικών διαδικασιών και λειτουργιών του Συγκροτήματος, κίνδυνος μεταβολής του σχετικού ρυθμιστικού ή νομικού πλαισίου, νομικός κίνδυνος, φορολογικός κίνδυνος, κίνδυνος εκθέσεως σε ιδιαιτέρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, κίνδυνος, απώλειας ανωτέρων διευθυντικών στελεχών και άλλου προσωπικού, ασφαλιστικός κίνδυνος, κίνδυνος διακοπής ή παραβιάσεως των συστημάτων πληροφορικής του Συγκροτήματος, κίνδυνος γενέσεως προσθέτων υποχρεώσεων για ωφελήματα αφυπηρετήσεως προσωπικού). Περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά στους κινδύνους, οι οποίοι σχετίζονται με την εν λόγω έκδοση Μ.Α.Κ., ρητώς προβλέπεται (υπό τον τίτλο «Ακύρωση Πληρωμής Τόκων») ότι «Η Τράπεζα μπορεί κατά τη διακριτική της ευχέρεια να ακυρώσει οποιαδήποτε πληρωμή τόκου. Πριν από την ημερομηνία οποιασδήποτε Πληρωμής Τόκου, αν η Τράπεζα, κατά τη διακριτική της ευχέρεια, διαπιστώσει ότι δεν τηρεί τη σχετική Κεφαλαιακή Επάρκεια, όπως αυτή ορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ή ότι η Πληρωμή Τόκου θα έχει ως αποτέλεσμα η Τράπεζα να παύσει να ικανοποιεί την προαναφερόμενη Κεφαλαιακή Επάρκεια, τότε η Τράπεζα έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει την Πληρωμή τέτοιων Τόκων, στα πλαίσια των «Περιορισμών Μερίσματος και Κεφαλαίου» ως περιγράφεται στον Όρο 4. Οποιαδήποτε τέτοια Ακύρωση Πληρωμής Τόκου θα ικανοποιηθεί από την Τράπεζα μόνο (ί) κατά την εξαγορά των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και (π) κατά την εξαγορά, ανταλλαγή ή αλλαγή τον Όρων λόγω αλλαγών στο θεσμικό και φορολογικό πλαίσιο, που διέπει τις εκδόσεις Πρωτοβάθμιου Κεφαλαίου και ιδιαίτερα τις εκδόσεις Αξιόγραφων Κεφαλαίου. Οποιαδήποτε Ακύρωση Πληρωμής Τόκου δύναται να ικανοποιηθεί (εκτός σε περίπτωση διάλυσης και στις περιπτώσεις που περιγράφονται στον Όρο 6) μόνο με το προϊόν έκδοσης Μετοχών της Τράπεζας μέσω του Εναλλακτικού Μηχανισμού Ικανοποίησης Πληρωμής Τόκου. Η πληρωμή τόκων προς τους κατόχους Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου θα γίνεται πάντοτε σε μετρητά. Αν η Τράπεζα δεν δύναται να προβεί στην πληρωμή τόκων σε μετρητά, δύναται να καλύψει την πληρωμή τόκων μέσω έκδοσης μετοχών στους κατόχους των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου κατόπιν έγκρισης της έκδοσης από Έκτακτη Γενική Συνέλευση των Μετόχων της Τράπεζας» και (υπό τον τίτλο «Εξαγορά [Redemption] και Αγορά») ότι «Η Τράπεζα δεν έχει καμία υποχρέωση εξαγοράς ή αγοράς των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα και οι Κάτοχοι δεν έχουν οποιοδήποτε δικαίωμα απαίτησης της εξαγοράς ή αγοράς από την Τράπεζα...», ενώ επισημαίνεται (υπό τον τίτλο «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου δεν αποτελούν κατάλληλη επένδυση για όλους τους επενδυτές») ότι «Κάθε πιθανός επενδυτής σε οποιαδήποτε Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου πρέπει να αξιολογήσει την καταλληλότητα μιας τέτοιας επένδυσης λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Συγκεκριμένα, κάθε πιθανός επενδυτής πρέπει: (I) να έχει απαραίτητη γνώση και εμπειρία έτσι ώστε να είναι σε θέση να προβεί σε ουσιαστική αξιολόγηση των όρων των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου, των δικαιωμάτων και κινδύνων που εμπεριέχονται στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται ή που ενσωματώνονται μέσω παραπομπής στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, (ii) να έχει την κατάλληλη γνώση και πρόσβαση σε εργαλεία ανάλυσης έτσι ώστε να αξιολογήσει, στα πλαίσια της ιδιαίτερης κατάστασής του, την επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τις επιπτώσεις που δύναται να επιφέρει μια τέτοια επένδυση στο συνολικό του χαρτοφυλάκιο, (iii) να έχει ικανοποιητικούς πόρους και ρευστότητα έτσι ώστε να μπορεί να επωμισθεί όλους τους κινδύνους της επένδυσης του στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου, (ΐν) να κατανοήσει με λεπτομέρεια τους όρους των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου, (ν) να αναγνωρίσει ότι υπάρχει περίπτωση να μην καταφέρει να πωλήσει ή να μεταφέρει τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου του για μεγάλο χρονικό διάστημα ή και καθόλου και (vi) να είναι σε θέση να αξιολογήσει (είτε ο ίδιος είτε με τη βοήθεια οικονομικών συμβούλων) τα πιθανά σενάρια που αφορούν τους παράγοντες που δύνανται να επηρεάσουν την επένδυση του, όπως το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον, τα επιτόκια ή άλλους παράγοντες και στη δυνατότητα του να αναλάβει τους κινδύνους που εμπεριέχονται στην επένδυση του», ως και (υπό τον τίτλο «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18 οφείλουν να συμβουλευθούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους»), ότι «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/201.8 οφείλουν να συμβουλευθούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους σχετικά με την καταλληλότητα τυχόν ανταλλαγής ή μη των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018 και των τυχόν συνεπειών στη φορολογική τους θέση και τις λογιστικές ή οικονομικές συνέπειες τυχόν επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου. Η σχετική αναλογία ανταλλαγής (στη βάση της ονομαστικής τους αξίας) μπορεί κατά την εισαγωγή των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου στα δύο χρηματιστήρια να μην απεικονίζει την τιμή και σχετική σχέση στην τιμή διαπραγμάτευσης των αντίστοιχων κινητών αξιών. Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου θα εισαχθούν προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και το Χρηματιστήριο Αθηνών. Με βάση τη διαπραγμάτευση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου, οι τιμές τους θα κυμαίνονται ανάλογα με τον όγκο συναλλαγών και τις διαφορές μεταξύ των εντολών αγοράς και πώλησης», τέλος δε αναφορικώς με παράγοντες κινδύνου, σχετιζομένους με τις μετοχές, ρητώς αναφέρεται ότι τα Χρηματιστήρια Αξιών Αθηνών και Κύπρου έχουν χαμηλή ρευστότητα και παρουσιάζουν εντονότερες διακυμάνσεις από άλλα χρηματιστήρια της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, με συνέπεια τη δημιουργία σοβαρού ενδεχομένου δυσμενούς επηρεασμού της τιμής της μετοχής της εκκαλούσας. Η τελευταία στις 10.6.2009 με ανακοίνωση της προς το επενδυτικό κοινό γνωστοποίησε την υπερκάλυψη της εκδόσεως του εν λόγω επενδυτικού κεφαλαίου, ως και ότι το αντληθέν ποσόν των εξακοσίων πενήντα εννέα εκατομμυρίων ΕΥΡΩ (659.000.000 ευρώ) πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την περαιτέρω ενδυνάμωση της κεφαλαιακής της επάρκειας και δη για την ενίσχυση των πρωτοβαθμίων κεφαλαίων (Tier 1) αυτής.

Γ. Ακολούθως με σκοπό την περαιτέρω ενίσχυση και διατήρηση σε υψηλά επίπεδα της κεφαλαιακής επάρκειας της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής με την από 28.2.2011 ανακοίνωση του γνωστοποίησε ότι αποφάσισε να προτείνει στη Γενική Συνέλευση αυτής την έκδοση ενός νέου επενδυτικού προϊόντος των «Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (εφεξής χάριν συντομίας: Μ.Α.Ε.Κ.), μέχρι του ποσού τού ποσού του ενός δισεκατομμυρίου τριακοσίων σαράντα δύο εκατομμυρίων ΕΤΡΩ (1.342.000.000 ευρώ). Πράγματι, στις 6.4.2011 η εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία με ανακοίνωση της προς το επενδυτικό κοινό γνωστοποίησε ότι η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ενέκρινε το από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο «ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΧΡΙ 1.342.422.297 ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ ευρώ 1,00 ΤΟ ΚΑΘΕΝΑ». Καθ’ όσον αφορά στους βασικούς όρους εκδόσεων του ως άνω επενδυτικού προϊόντος στο Τμήμα I (Περιληπτικό Σημείωμα) του ως άνω Ενημερωτικού Δελτίου αναφέρονται μεταξύ άλλων τα. ακολούθα: «Προσφερόμενες αξίες: Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου αορίστου διαρκείας. Ύψος έκδοσης: Μέχρι ευρώ 1.342.422.297. Ονομαστική αξία: ευρώ 1,00 (στο άρτιο) Τιμή έκδοσης: Στο άρτιο σε αξίες του ευρώ 1 ... Τρόπος καταβολής αντιπαροχής: Οι Δικαιούχοι αλλά και οι λοιποί αιτητές δύνανται να εγγραφούν στην έκδοση των ΜΑΕΚ καταβάλλοντας το αντίστοιχο ποσό της απαιτούμενης αντιπαροχής, είτε σε μετρητά είτε με την καταβολή για ανταλλαγή άλλων υφισταμένων αξιών της Τράπεζας αντίστοιχης ονομαστικής αξίας και συγκεκριμένα (ί) Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18, (ii) Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και (iii) Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 («Επιλέξιμες για Ανταλλαγή Αξίες»). Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/18, τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τα Αξιόγραφα Κεφαλαίου 12/2007 (Επιλέξιμες για Ανταλλαγή Αξίες) που θα καταβληθούν ως αντιπαροχή και θα γίνουν αποδεκτά για εγγραφή στην έκδοση των ΜΑΕΚ της Τράπεζας, θα ακυρωθούν και η Τράπεζα θα παύσει να έχει οποιεσδήποτε υποχρεώσεις σχετικά με αυτά. Η Τράπεζα θα καταβάλει τους δεδουλευμένους τόκους των Επιλέξιμων για Ανταλλαγή Αξιών, οι οποίες θα γίνουν δεκτές για ανταλλαγή στην έκδοση των ΜΑΕΚ. Καθεστώς εξασφάλισης και Προτεραιότητα Κατάταξης: Τα ΜΑΕΚ αποτελούν άμεσες, μη εξασφαλισμένες, ελάσσονος διαβάθμισης (subordinated) υποχρεώσεις της Τράπεζας και κατατάσσονται σε ίση μοίρα (rank pari passu) μεταξύ τους. Τα δικαιώματα και οι αξιώσεις των κατόχων των ΜΑΕΚ της παρούσας έκδοσης: - είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) προς τις αξιώσεις των πιστωτών της Τράπεζας που είναι καταθέτες ή άλλοι πιστωτές των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας ως προς τις αξιώσεις των καταθετών, πιστωτές των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) πλην εκείνων των οποίων οι αξιώσεις είναι ή εκφράζονται να είναι ίσης προτεραιότητας (rank pari passu) με τις αξιώσεις των κατόχων ΜΑΕΚ, κάτοχοι χρεογράφων της Τράπεζας των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) - είναι ίσης προτεραιότητας προς τις αξιώσεις άλλων εκδόσεων χαμηλότερης ελάσσονος προτεραιότητας, που πληρούν τα κριτήρια για περίληψη στο πρωτοβάθμιο κεφάλαιο της Τράπεζας που περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται, στα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου - έχουν προτεραιότητα έναντι των μετόχων της Τράπεζας. Οι αξιώσεις των κατόχων ΜΑΕΚ σε περίπτωση διάλυσης όπου η Τράπεζα παραμένει φερέγγυα (solvent) θα περιορίζονται στην ονομαστική αξία των ΜΑΕΚ και των δεδουλευμένων τόκων, αλλά μη συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε ακυρωθέντων τόκων. Σε περίπτωση οποιασδήποτε πληρωμής που δεν καταβάλλεται σε σχέση με τα ΜΑΕΚ, η Τράπεζα δεν θα θεωρείται ότι περιήλθε σε γεγονός αθέτησης υποχρέωσης και οι κάτοχοι των ΜΑΕΚ δεν θα έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης για εκκαθάριση ή διάλυση της Τράπεζας. Διάρκεια: Τα ΜΑΕΚ είναι αξίες αόριστης διάρκειας χωρίς ημερομηνία λήξης (βλέπε «Εξαγορά» πιο κάτω). Επιτόκιο σε Ευρώ (ευρώ): Τα ΜΑΕΚ θα φέρουν σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,50% για τις πρώτες δέκα Περιόδους Τόκου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2016 και μετέπειτα κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε Περιόδου Τόκου πλέον 3,00%. Επιτόκιο σε Δολάριο: Τα ΜΑΕΚ θα φέρουν σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,00% για τις πρώτες δέκα Περιόδους Τόκου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2016 και μετέπειτα κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε Libor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε Περιόδου Τόκου πλέον 3,00%. Πληρωμή Τόκου: Ο τόκος είναι πληρωτέος, σε εξαμηνιαία βάση στο τέλος κάθε περιόδου Πληρωμής Τόκου σύμφωνα με τους Όρους έκδοσης των ΜΑΕΚ. Ως ημερομηνίες Πληρωμής Τόκων ορίζονται η 30 Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Η Πρώτη Πληρωμή Τόκου θα είναι στις 31 Δεκεμβρίου 2011 και θα καλύπτει την περίοδο από την Ημερομηνία Έκδοσης μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2011. Κάθε Μετατρέψιμο Αξιόγραφο Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα παύει να φέρει τόκο από την ημερομηνία εξαγοράς/ αγοράς/ μετατροπής Δικαίωμα Μετατροπής. Τα ΜΑΕΚ δύνανται, κατ' επιλογή του κατόχου τους, να μετατραπούν σε Συνήθεις Μετοχές της Τράπεζας κατά τις Περιόδους Μετατροπής στην Τιμή Μετατροπής. Τιμή Μετατροπής ευρώ 3,30 ανά συνήθη μετοχή της Τράπεζας ονομαστικής αξίας ευρώ 1,00 (και θα υπόκειται στις συνήθεις αναπροσαρμογές για εταιρικές πράξεις)... Περίοδοι Μετατροπής 1-15 Μαρτίου, 15-31 Μαΐου, 1-15 Σεπτεμβρίου και 15-30 Νοεμβρίου κάθε χρόνου με την πρώτη Περίοδο Μετατροπής να αρχίζει την Πρώτη Ημερομηνία Μετατροπής και την τελευταία Περίοδο Μετατροπής να τελειώνει την Τελευταία Ημερομηνία Μετατροπής Πρώτη Ημερομηνία Μετατροπής: 1 Σεπτεμβρίου 2011. Τελευταία Ημερομηνία Μετατροπής: 31 Μαΐου 2016. Εξαγορά (Redemption): Τα ΜΑΕΚ μπορούν, κατ7 επιλογή της Τράπεζας, να εξαγοραστούν στο σύνολο τους, στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους στις 30 Ιουνίου 2016 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται, κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και υπό την προϋπόθεση ότι θα αντικατασταθούν με Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο ίσης ή ψηλότερης διαβάθμισης ... Προαιρετική Επιλογή Ακύρωσης Πληρωμής Τόκων: Η Τράπεζα μπορεί κατά την κρίση της καθ’ οιονδήποτε χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα καθώς και την οικονομική της κατάσταση, να επιλέξει να ακυρώσει την Πληρωμή Τόκου σε μη σωρευτική βάση στα πλαίσια των «Περιορισμών Μερίσματος και Κεφαλαίου» που αναφέρονται πιο κάτω. Οποιαδήποτε ακυρωθείσα πληρωμή τόκου δεν θα οφείλεται και δεν θα καθίσταται πληρωτέα από .την Τράπεζα Σε περίπτωση Ακύρωσης Πληρωμής Τόκου, η Τράπεζα δεν θα θεωρείται ότι. περιήλθε σε γεγονός αθέτησης υποχρέωσης και οι κάτοχοι των ΜΑΕΚ δεν θα έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης για εκκαθάριση ή πτώχευση της Τράπεζας. Υποχρεωτική Ακύρωση Πληρωμής Τόκων: Σε περίπτωση που η Τράπεζα δεν τηρεί τις ελάχιστες απαιτήσεις της φερεγγυότητας όπως ορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ή δεν διαθέτει τα απαιτούμενα Διανεμητέα Στοιχεία τότε η Τράπεζα υποχρεωτικά θα ακυρώσει την Πληρωμή Τόκων στα ΜΑΕΚ. Η Κεντρική Τράπεζα δυνατόν να απαιτήσει, κατά τη διακριτική της ευχέρεια, την ακύρωση Πληρωμής Τόκων, στη βάση αξιολόγησης της φερεγγυότητας και της οικονομικής κατάστασης της Τράπεζας τα επόμενα τρία χρόνια. Διανεμητέα Στοιχεία κατά την οποιαδήποτε Ημερομηνία Πληρωμής Τόκου σημαίνει, το καθαρό κέρδος του Συγκροτήματος για το έτος που προηγείται τέτοιας Ημερομηνίας Πληρωμής Τόκου μαζί με οποιαδήποτε καθαρά κέρδη και Αδιανέμητα Κέρδη (retained earnings), που μεταφέρονται από προηγούμενα έτη και οποιεσδήποτε καθαρές μεταφορές από οποιουσδήποτε λογαριασμούς αποθεματικών σε κάθε περίπτωση, οι οποίοι είναι διαθέσιμοι για διανομή στους μετόχους της Τράπεζας. Συνεπακόλουθοι Περιορισμοί Μερίσματος και Κεφαλαίου: Αν η Τράπεζα ακυρώσει την πληρωμή τόκων για οποιονδήποτε λόγο, στα πλαίσια της Προαιρετικής Επιλογής Ακύρωσης Πληρωμής Τόκων ή της Υποχρεωτικής Ακύρωσης Πληρωμής Τόκων όπως περιγράφεται πιο πάνω, τότε δεν θα επιτρέπεται η πληρωμή μερίσματος ή οποιαδήποτε άλλη καταβολή (και εξαγορά ή αγορά) πάνω στις συνήθεις μετοχές ή σε άλλες αξίες της Τράπεζας που θα λογίζονται ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, εκτός και εάν και μέχρις ότου η Τράπεζα προβεί στην επόμενη Πληρωμή Τόκου και με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο Τμήμα Π Μέρος Β Όρος 5 (γ). Υποχρεωτική Μετατροπή: Σε περίπτωση που επισυμβεί οποιοδήποτε Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας, τα ΜΑΕΚ υποχρεωτικά θα μετατρέπονται σε Συνήθεις Μετοχές, στην Τιμή Υποχρεωτικής Μετατροπής, ως ο σχετικός ορισμός πιο κάτω. Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου (Contingency Event): Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου θα θεωρείται ότι έχει επισυμβεί όταν η Τράπεζα δώσει σχετική ειδοποίηση είτε (i) ότι πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση το ύψος των Βασικών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων της Core Tier I Ratio είναι χαμηλότερο του 5%, ή κατά ή μετά την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση το ύψος των Κοινών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων -Common Equity Tier I Ratio είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο ποσοστό που θα καθοριστεί, ή (ii) όταν η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου καθορίσει ότι η Τράπεζα βρίσκεται σε μη συμμόρφωση με τα απαιτούμενα κανονιστικά όρια του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας ως καθορίζονται στους σχετικούς Εφαρμοστέους Τραπεζικούς Κανονισμούς. Σε κάθε περίπτωση θα πραγματοποιηθεί η Υποχρεωτική Μετατροπή των ΜΑΕΚ σε Συνήθεις Μετοχές συνεπεία του Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου. Η Τράπεζα, κατά την αξιολόγηση της φερεγγυότητας καθώς και της οικονομικής της θέσης μπορεί να κρίνει, σε συνεννόηση με την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ή η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να απαιτήσει, κατά τη διακριτική της ευχέρεια, ότι πιθανόν η Τράπεζα να παύσει στο άμεσο μέλλον να ικανοποιεί τα ελάχιστα αποδεκτά όρια του δείκτη Βασικών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων, του δείκτη Κοινών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων ή τον Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας, ανάλογα με την περίπτωση και για αυτό το λόγο θα θεωρηθεί ότι Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου έχει επισυμβεί. Γεγονός Βιωσιμότητας (Viability Event): Γεγονός Βιωσιμότητας ορίζεται οποτεδήποτε (i) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η υποχρεωτική μετατροπή των ΜΑΕΚ και άλλων αξιών, που με βάση τους όρους τους δυνατόν να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές σε Γεγονός Βιωσιμότητας, είναι αναγκαία για βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας και θα συμβάλει στη διατήρηση της φερεγγυότητας της Τράπεζας και/ ή (ii) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η Τράπεζα θα χρειαστεί έκτακτη κρατική βοήθεια για (α) τη διατήρηση της φερεγγυότητάς της ή (β) αποφυγή του ενδεχομένου πτώχευσής της ή (γ) δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει σημαντικό μέρος των υποχρεώσεών της ή (iii ) σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Τιμή Υποχρεωτικής Μετατροπής: Τα ΜΑΕΚ θα μετατραπούν υποχρεωτικά σε τέτοιο αριθμό Συνήθων Μετοχών που θα καθορίζεται διαιρώντας την ονομαστική αξία τον ΜΑΕΚ με το ψηλότερο της Κατώτατης Τιμής (Floor Price) και της ισχύουσας Τιμής Υποχρεωτικής Μετατροπής κατά τη σχετική Ημερομηνία Υποχρεωτικής Μετατροπής. Τιμή Υποχρεωτικής Μετατροπής σε οποιαδήποτε στιγμή σε Συνήθεις Μετοχές της Εταιρίας είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο ορίζεται το χαμηλότερο από (ί) την ανώτατη τιμή των ευρώ 3,30 (και οποιεσδήποτε μετέπειτα τυχόν συνήθεις αναπροσαρμογές για εταιρικές πράξεις), και (ii) το 80% της μεσοσταθμικής τιμής διαπραγμάτευσης της μετοχής των πέντε εργάσιμων ημερών που προηγούνται της Ειδοποίησης για Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας Κατώτατη Τιμή (Floor Price) ορίζεται η ονομαστική αξία ανά Συνήθη Μετοχή (που κατά την ημερομηνία έκδοσης είναι ευρώ 1) ... Παράγοντες Κινδύνου: Η δυνατότητα της Τράπεζας να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της ως πηγάζουν από τα ΜΑΕΚ υπόκειται σε σειρά κινδύνων. Οι Παράγοντες Κινδύνου περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, κίνδυνους ρευστότητας, κίνδυνους αγοράς, ως επίσης και πιστωτικούς λειτουργικούς, ρυθμιστικούς και νομικούς κινδύνους. Επιπρόσθετα, υπάρχουν κίνδυνοι, οι οποίοι είναι ουσιώδεις στην αξιολόγηση των κινδύνων σε σχέση με τα ΜΑΕΚ. Οι κίνδυνοι αυτοί περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται, το γεγονός ότι τα ΜΑΕΚ δυνατόν να μην είναι κατάλληλη επένδυση για όλους τους επενδυτές καθώς και συγκεκριμένοι κίνδυνοι που αφορούν τους όρους έκδοσής τους, περιλαμβανομένων της υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές έπειτα από Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και Γεγονός Βιωσιμότητας, αλλά και άλλους κινδύνους αγοράς, ως περιγράφονται με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στο Τμήμα II, Μέρος Α του παρόντος Ενημερωτικού Δελτίου. Προορισμός Προϊόντος Έκδοσης: Το καθαρό προϊόν από την έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα ενισχύσει την Τράπεζα με επιπρόσθετο πρωτοβάθμιο κεφάλαιο βοηθώντας στη διατήρηση ισχυρών και ανταγωνιστικών δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας ... Εισαγωγή και Διαπραγμάτευση: Τα ΜΑΕΚ θα εισαχθούν και θα διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, εφόσον ληφθούν οι σχετικές εγκρίσεις από τις αρμόδιες αρχές». Στο Μέρος Α’ του Τμήματος II του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου αναφέρεται σχετικώς με τους κινδύνους της επενδύσεως ότι : «Η επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και σε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου υπόκειται σε μια σειρά κινδύνων. Μαζί με τις λοιπές πληροφορίες που περιέχονται ή ενσωματώνονται μέσω παραπομπής στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, οι δυνητικοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τους κινδύνους που περιγράφονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, πριν επενδύσουν στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου που περιλαμβάνουν την επιλογή ή/και υποχρεωτική μετατροπή τους σε μετοχές και ως εκ τούτου σε μετοχές της Εταιρίας. Εάν επέλθει οποιοδήποτε από τα γεγονότα που περιγράφονται παρακάτω, το Συγκρότημα, η χρηματοοικονομική θέση του ή τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς και ουσιωδώς και, ανάλογα, μπορεί να σημειωθεί πτώση στην αξία και την τιμή πώλησης των μετοχών της Εταιρίας, οδηγώντας σε απώλεια του συνόλου ή μέρους οποιασδήποτε επένδυσης σε αυτές. Επιπρόσθετα, οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες που περιγράφονται παρακάτω μπορεί να μην είναι οι μόνοι που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει το Συγκρότημα. Πρόσθετοι κίνδυνοι και αβεβαιότητες που επί του παρόντος δεν είναι γνωστοί ή που δεν θεωρούνται ουσιώδεις, μπορεί να επιδράσουν δυσμενώς τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος», ακολούθως δε περιγράφονται οι σχετιζόμενοι με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας κίνδυνοι (κίνδυνος από τις επικρατούσες στην Κύπρο και στο εξωτερικό οικονομικές συνθήκες, κίνδυνος από τις διακυμάνσεις της αγοράς, κίνδυνος επιτοκίων, κίνδυνος από τις μεταβολές στις τρέχουσες τιμές μετοχών και άλλων αξιών, συναλλαγματικός κίνδυνος, κίνδυνος σχετικώς με τους δανειζόμενους και την πιστωτική ικανότητα των αντισυμβαλλομένων της Τράπεζας, κίνδυνος μεταβολών των συνθηκών της αγοράς με συνέχεια αρνητικές αναπροσαρμογές στην εύλογη αξία των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων του Συγκροτήματος, κίνδυνος ρευστότητας, κίνδυνος μη ικανοποιητικής κεφαλαιακής επάρκειας για κάλυψη των ελάχιστων εποπτικών απαιτήσεων, εποπτικός κίνδυνος, κίνδυνος αστοχίας ή αποτυχίας των εσωτερικών διαδικασιών και λειτουργιών του Συγκροτήματος, κίνδυνος σχετιζόμενος με τις δραστηριότητες του Συγκροτήματος στην Ελλάδα, κίνδυνος σχετιζόμενος με τις δραστηριότητες του Συγκροτήματος στη Ρωσία, κίνδυνος σχετικός με τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Κύπρο, κίνδυνος μεταβολής του σχετικού ρυθμιστικού ή νομικού πλαισίου, νομικός κίνδυνος, φορολογικός κίνδυνος, κίνδυνος εκθέσεως σε ιδιαιτέρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, κίνδυνος απώλειας ανωτέρων διευθυντικών στελεχών και άλλου προσωπικού, ασφαλιστικός κίνδυνος, κίνδυνος διακοπής ή παραβιάσεως των συστημάτων πληροφορικής του Συγκροτήματος, κίνδυνος γενέσεως προσθέτων υποχρεώσεων για ωφελήματα αφυπηρετήσεως προσωπικού). Περαιτέρω, καθόσον αφορά στους κινδύνους, οι οποίοι σχετίζονται με την εν λόγω έκδοση Μ.Α.Ε.Κ., ρητώς αναφέρεται (υπό τον τίτλο «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου αποτελούν μια νέα μορφή επένδυσης και δυνατόν να μην είναι κατάλληλα για όλους τους επενδυτές» ) ότι «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου αποτελούν μια νέα μορφή επένδυσης και δυνατόν να μην είναι κατάλληλα για όλους τους επενδυτές. Κατά συνέπεια, μια επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και τις μετοχές της Τράπεζας (στις οποίες είναι μετατρέψιμα) εμπεριέχει αυξανόμενους και εσωτερικούς κινδύνους. Κάθε πιθανός επενδυτής στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου πρέπει να καθορίσει την καταλληλότητα μιας τέτοιας επένδυσης λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις του.

Συγκεκριμένα κάθε πιθανός επενδυτής πρέπει: i. να κατέχει τις κατάλληλες γνώσεις έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει τα οφέλη και τους κινδύνους μιας επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου όπως και των πληροφοριών που περιλαμβάνονται ή ενσωματώνονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, ii να έχει πρόσβαση, τις κατάλληλες γνώσεις και τα κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει, στα πλαίσια της δικής του οικονομικής κατάστασης, μια πιθανή επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και τον αντίκτυπο στο γενικό του επενδυτικό χαρτοφυλάκιο που δυνατό να έχει η επένδυση του στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου, iii. να έχει ικανοποιητικούς οικονομικούς πόρους και ρευστότητα για να αναλάβει τους κινδύνους επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων σε περίπτωση που το νόμισμα για την αποπληρωμή του κεφαλαίου ή των τόκων είναι διαφορετικό από το νόμισμα του επενδυτή, iv. να κατανοήσει με λεπτομέρεια τους όρους έκδοσης των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου και ιδιαίτερα αλλά όχι μόνο τους όρους που αφορούν την Ακύρωση Τόκου, την Αναγκαστική Μετατροπή σε μετοχές, το Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και το Γεγονός Βιωσιμότητας και να κατανοεί τη λειτουργία των σχετικών με την έκδοση κεφαλαιαγορών, όπως και την πιθανότητα να υπάρξει Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και Γεγονός Βιωσιμότητας, v. να αναγνωρίσει ότι υπάρχει περίπτωση να μην καταφέρει να πωλήσει ή να μετατρέψει τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου για σημαντικό χρονικό διάστημα ή και καθόλου, vi. να είναι σε θέση να αξιολογήσει (είτε μόνος είτε με τη βοήθεια ενός οικονομικού συμβούλου) τα πιθανά σενάρια όσον αφορά την οικονομία, το επιτόκιο και άλλους παράγοντες, που μπορούν να έχουν επιπτώσεις στην επένδυσή του, τη μετατροπή των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε μετοχές και τη δυνατότητά του να αναλάβει τους κινδύνους που απορρέουν. Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου είναι νέα χρηματοοικονομικά μέσα. Ένας πιθανός επενδυτής δεν πρέπει να επενδύσει στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου εκτός αν κατέχει τη γνώση και την εμπειρία (είτε από μόνος του είτε με έναν οικονομικό σύμβουλο) για να αξιολογήσει την απόδοση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου στις μεταβαλλόμενες συνθήκες αγοράς, τα αποτελέσματα που θα προκύψουν από την πιθανότητα μετατροπής τους, την αξία τους και την επίδραση που αυτή η επένδυση θα έχει στο γενικό τους επενδυτικό χαρτοφυλάκιο. Πριν από τη λήψη μιας απόφασης για επένδυση, οι πιθανοί επενδυτές πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές περιστάσεις και τους στόχους της επένδυσης τους και όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο παρόν ενημερωτικό δελτίο». Στο Μέρος Α' του Τμήματος II του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται επίσης: α) (υπό τον γενικό τίτλο «Οι Κάτοχοι είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένοι στον κίνδυνο διακύμανσης στην αξία των μετοχών της Τράπεζας») ότι «Σε περίπτωση πραγματοποίησης Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίοι; ή Γεγονότος Βιωσιμότητας τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα μετατραπούν υποχρεωτικά σε μετοχές...», β) (υπό τον γενικό τίτλο «Προαιρετική Επιλογή και Υποχρεωτική Ακύρωση Πληρωμής Τόκων σε μη συσσωρευτική βάση») ότι: «Η Τράπεζα μπορεί κατά την κρίση της να ακυρώσει οποιαδήποτε πληρωμή τόκου υπό τους περιορισμούς που περιγράφονται Μέρος Β, Όρο 5 «Συνεπακόλουθοι Περιορισμοί Μερίσματος και Κεφαλαίου». Πριν από την ημερομηνία οποιασδήποτε Πληρωμής Τόκου, η Τράπεζα, κατά την κρίση της, αν διαπιστώσει ότι δεν τηρεί την σχετική Κεφαλαιακή Επάρκεια, όπως αυτή ορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ή ότι η Πληρωμή Τόκου θα έχει ως αποτέλεσμα η Τράπεζα να παύσει να ικανοποιεί την προαναφερόμενη Κεφαλαιακή Επάρκεια, τότε η Τράπεζα έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει την Πληρωμή τέτοιων Τόκων σε μη σωρευτικοί βάση, στα πλαίσια, όμως, των «Συνεπακόλουθων Περιορισμών Μερίσματος και Κεφαλαίου» ως περιγράφεται στο Τμήμα II, Μέρος Β/Π στον Όρο 5. Περαιτέρω, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δύναται και στη βάση αξιολόγησης της οικονομικής κατάστασης και της φερεγγυότητας της Τράπεζας για τα επόμενα τρία χρόνια, να απαιτήσει την ακύρωση πληρωμής τόκου ή κεφαλαίου. Η πληρωμή τόκων προς τους κατόχους Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα γίνεται πάντοτε σε μετρητά», γ) (υπό τον τίτλο «Αξίες Αόριστης Διάρκειας χωρίς οποιαδήποτε νομική ημερομηνία λήξης») ότι: «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου είναι αξίες αόριστης διάρκειας χωρίς ημερομηνία λήξης και γι' αυτό το λόγο οι επενδυτές θα λάβουν το κεφάλαιο επένδυσης τους μόνο στην περίπτωση που η Τράπεζα επιλέξει να τα εξαγοράσει με την προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου», 6) (υπό το γενικό τίτλο «Η Τράπεζα έχει το δικαίωμα αλλά όχι την υποχρέωση εξαγοράς [Redemption] και Αγοράς των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου») ότι «Η Τράπεζα δεν έχει καμία υποχρέωση εξαγοράς ή αγοράς των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα και οι Κάτοχοι δεν έχουν οποιαδήποτε δικαίωμα απαίτησης της εξαγοράς ή αγοράς από την Τράπεζα. Η Τράπεζα όμως έχει την επιλογή με την προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, να εξαγοράσει ολόκληρο το ποσό των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους στις 30 Ιουνίου 2016, ή σε οποιαδήποτε Ημερομηνία Πληρωμής Τόκου που έπεται και υπό την προϋπόθεση ότι θα αντικατασταθούν με Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο...», ε) (υπό τον γενικό τίτλο «Καθεστώς Εξασφάλισης και Προτεραιότητα Κατάταξης σε περίπτωση διάλυσης») ότι «...εάν η Τράπεζα τελεί υπό διάλυση ή εκκαθάριση, ο εκκαθαριστής θα ικανοποιήσει πρώτα όλες τις αξιώσεις των καταθετών ή άλλων πιστωτών των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας ως προς τις αξιώσεις των καταθετών και πιστωτών των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated), πλην εκείνων των οποίων οι αξιώσεις είναι ίσης προτεραιότητας (rank pari passu) με τις αξιώσεις των κατόχων Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου. Σε περίπτωση που η Τράπεζα δεν έχει ικανοποιητικά περιουσιακά στοιχεία για τον πλήρη διακανονισμό των αξιώσεων που δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας, τότε οι αξιώσεις των Κατόχων των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου δύνανται να χάσουν το σύνολο ή μέρος της επένδυσής τους. Επιπλέον, εάν τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου μετατραπούν σε Συνήθεις Μετοχές μετά από την πραγματοποίηση Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονότος Βιωσιμότητας, κάθε Κάτοχος θα υποστεί περαιτέρω μείωση της προτεραιότητας των δικαιωμάτων και αξιώσεων του λόγω της μετατροπής της επένδυσής του σε Συνήθεις Μετοχές και υπάρχει κίνδυνος οι μέτοχοι να χάσουν μέρος ή ολόκληρη την επένδυσή τους» και στ) (υπό τον τίτλο «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου κατατάσσονται ως Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο [Tier 1 capital]») ότι «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου κατατάσσονται ως πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο (Tier 1 capital) και πιθανοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τα χαρακτηριστικά τους που αφορούν μεταξύ άλλων και την προτεραιότητα κατάταξης, το καθεστώς εξασφάλισής τους και την αόριστη διάρκεια τους». Τέλος, στο αυτό Τμήμα του εν λόγια Ενημερωτικού Δελτίου επισημαίνεται (υπό τον γενικό τίτλο «ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΎΝΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΧΟΥΣ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ 2013/18, ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΣΕΙΡΑ Γ (12/2007) ΠΟΥ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΕΠΙΛΕΞΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΣΕ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΑΞΙΟΓΡΑΦΑ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ»), ότι «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 της Τράπεζας, πριν τη Λήψη οποιασδήποτε απόφασης για συμμετοχή στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου μέσω της πιθανής ανταλλαγής των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 της Τράπεζας, που ήδη κατέχουν Θα πρέπει να μελετήσουν προσεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη τη δική τους οικονομική κατάσταση, τους επενδυτικούς στόχους και ορίζοντες και τις πληροφορίες που περιέχονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο και ιδιαίτερα τους κινδύνους που περιγράφονται πιο κάτω και αφορούν τη νέα έκδοση και το ενδεχόμενο ανταλλαγής ... Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές από τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018, τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τα Αξιόγραφα Κεφαλαίου 12/2007. Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018 (τα οποία κατατάσσονται ως δευτεροβάθμιο κεφάλαιο (Tier 2 capital) της Τράπεζας) έχουν ουσιαστικές διαφορές από τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (τα οποία κατατάσσονται ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο» (Tier 1 capital) της Τράπεζας). Οι Κάτοχοι Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 θα πρέπει να εξετάσουν τις διαφορές μεταξύ των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2103/2018, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 και των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου οι οποίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την προτεραιότητά κατάταξης και το καθεστώς εξασφάλισης τους, τη διάρκειά τους, το επιτόκιο, την εξαγορά και τη δυνατότητα μετατροπής σε μετοχές της Τράπεζας, εφόσον υφίσταται, καθώς και της υποχρεωτικής μετατροπής σε συνήθεις μετοχές σε περίπτωση που επισυμβεί Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας. Οι πλήρεις όροι των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου παρουσιάζονται στο Μέρος Β του παρόντος Ενημερωτικού Δελτίου..», ότι (υπό τον τίτλο «Αβεβαιότητα ως προς τη ρευστότητα κατά τη διαπραγμάτευση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου») «Η Τράπεζα δεν σκοπεύει να υποβάλει αίτηση για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε οποιαδήποτε ρυθμισμένη αγορά εκτός από την αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και του Χρηματιστηρίου Αξιών. Τα νέα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου είναι τίτλοι για τους οποίους δεν υπάρχουν συναλλαγές σε καμία αγορά και δεν μπορεί να υπάρξει καμία διαβεβαίωση μελλοντικής ρευστότητας σας αγορές που αναμένεται να εισαχθούν», ως και (υπό τον τίτλο «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 οφείλουν να συμβουλευθούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους») ότι «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 οφείλουν να συμβουλευθούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους σχετικά με την καταλληλότητα τυχόν ανταλλαγής ή μη της επένδυσής τους και των τυχόν συνεπειών στη φορολογική τους θέση και τις λογιστικές ή οικονομικές συνέχειες τυχόν επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου. Η σχετική αναλογία ανταλλαγής (στη βάση της ονομαστικής τους αξίας) μπορεί κατά την εισαγωγή των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου στα δύο χρηματιστήρια να μην απεικονίζει την τιμή και σχετική σχέση στην τιμή διαπραγμάτευσης των αντίστοιχων κινητών αξιών», τέλος δε αναφορικώς με παράγοντες κινδύνου, σχετιζομένους με τις μετοχές, ρητώς αναφέρεται ότι τα Χρηματιστήρια Αξιών Αθηνών και Κύπρου έχουν χαμηλή ρευστότητα και παρουσιάζουν εντονότερες διακυμάνσεις από άλλα χρηματιστήρια της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, με συνέπεια τη δημιουργία σοβαρού ενδεχομένου δυσμενούς επηρεασμού της τιμής της μετοχής της εκκαλούσας. Περαιτέρω, από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι η επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών της Ελληνικής Δημοκρατίας ιδίως μετά το έτος και η συνεπεία αυτής υποβάθμιση των Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (εφεξής χάριν συντομίας: Ο.Ε.Δ.) και εντεύθεν της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας επηρέασε δυσμενώς τη θέση της εκκαλούσας, η οποία, παρά το γεγονός ότι τελούσε σε γνώση της ραγδαίας επιδεινώσεως του στοιχείου της ελληνικής οικονομίας, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2009 και μηνός Απριλίου έτους αύξησε την έκθεσή της σε Ο.Ε.Δ. μέχρι του ποσού των δύο δισεκατομμυρίων τετρακοσίων εκατομμυρίων ΕΤΡΩ (2.400.000.000 ευρώ), ενώ τα ίδια κεφάλαια αυτής ανέρχονταν σε δύο δισεκατομμύρια πεντακόσια εκατομμύρια ΕΤΡΩ (2.500.000.000 ευρώ), με συνέπεια η συγκέντρωση πραγματικού κινδύνου για την εκκαλούσα να ανέρχεται σε ποσοστό 80%, περαιτέρω δε δεν έλαβε μέτρα περιορισμού του κινδύνου αυτού (είτε με πώληση Ο.Ε.Δ. είτε με αγορά Συμβολαίων Ανταλλαγής Πιστωτικής Αθετήσεως - Credit Default Swaps [CDS]). Η συνεχής επιδείνωση των μεγεθών της ελληνικής οικονομίας προκάλεσε πρόβλημα κατά το τέλος του έτους 2010 (31.12.2010) στη κεφαλαιακή επάρκεια της εκτεθειμένης σε υπερβολικό βαθμό σε Ο.Ε.Δ., εκκαλούσας, δεδομένου ότι οι επενδύσεις της τελευταίας σε Ο.Ε.Δ. την 31.3.2010 είχαν λογιστική αξία 2.000.000.000 ευρώ, η τελική δε ζημία στα ίδια κεφάλαια αυτής από τη συγκεκριμένη αίτια (απομείωση αξίας Ο.Ε.Δ.), τον παραπάνω χρόνο, ανήλθε στο ποσό των 529.513.000 ευρώ. Ωστόσο, η εκκαλούσα απέφυγε να αποτυπώσει λογιστικώς τις ζημίες της από την απομείωση της αξίας των Ο.Ε.Δ. στις ετήσιες οικονομικές της καταστάσεις (καθ" όσον τούτο θα είχε ευθεία επίπτωση στην κεφαλαιακή της επάρκεια και στον Δείκτη Tier Core 1), αποκρύπτοντας σκοπίμως την πραγματική οικονομική της κατάσταση, αλλ' αντιθέτως προέβη σε επαναταξινόμηση του χαρτοφυλακίου της, περαιτέρω δε επιχείρησε την προώθηση προς το επενδυτικό κοινό μέσω του δικτύου υποκαταστημάτων της στην Ελλάδα και την Κύπρο σύνθετων επενδυτικών προϊόντων (προεχόντως των ΜΑΕΚ), τα οποία έφεραν τα ανωτέρω περιγραφόμενα στο σκεπτικό χαρακτηριστικά, με προφανή σκοπό την απορρόφηση του μείζονος μέρους των απωλειών αυτών, εν αγνοία και με παραπλάνηση των υποψηφίων επενδυτών ως προς την πραγματική οικονομική της κατάσταση και το βαθμό ασφαλείας της επενδύσεώς τους, όπως κατωτέρω θα εκτεθεί. Στο πλαίσιο αυτό, η εκκαλούσα αποφάσισε, αναφορικώς με τα Μ.Α.Κ. και τα Μ.Α.Ε.Κ., την ενεργοποίηση του όρου περί υποχρεωτικής ακυρώσεως πληρωμής τόκου για την περίοδο από 31.12.2011 έως 29.6.2012, το αυτό δε έπραξε την 18.12.2012 και για την περίοδο από 30.6.2012 έως 30.12.2012. Την 30.6.2012 η εκκαλούσα παρουσίασε έλλειμμα (οφειλόμενο εν πολλοίς στο ελληνικό πρόγραμμα PSI αναφορικώς με τα Ο.Ε.Δ.) και συμφώνησε με τους πιστωτές της τη χρηματοδότηση αυτής με το ποσό των δέκα δισεκατομμυρίων ΕΤΡΩ (10.000. 000.000 ευρώ), ενώ στις 15.3.2012 είχε ήδη αντλήσει από το Ευρωσύστημα (Ε.Ι.Α.) το ποσό του ενός δισεκατομμυρίου ΕΤΡΩ (1.000.000.000 ευρώ). Ωστόσο, στις 15.3.2013 το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (Eurogroup) αποφάσισε τη μη χρηματοδότηση της ανακεφαλαιοποιήσεως των δύο μεγάλων κυπριακών τραπεζών, μεταξύ των οποίων και της εκκαλούσας. Στις 26.3.2013 η εκκαλούσα τέθηκε υπό καθεστώς ειδικής εκκαθαρίσεως δυνάμει του «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου (17) 2013», στα πρότυπα της «Πρότασης Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου του 2012 για την εξυγίανση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων» και βάσει της «Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αριθμ. 2001/24/ΕΚ της 4ης Απριλίου 2001 «Για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων» και του «Περί Τραπεζικών Εργασιών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2004», με τον οποίο ενσωματώθηκε στην κυπριακή έννομη τάξη η ως άνω Οδηγία και επιβλήθηκε το πρώτον η διάσωση των τραπεζικών ιδρυμάτων με ίδια μέσα (bail - in), δηλαδή με «κούρεμα» καταθέσεων και μετοχοποίηση ομολόγων. Εντέλει, με τα υπ' αριθ. 103/29.3.2013 και 278730.7.2013 Διατάγματα (Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις) του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, υπό την ιδιότητα της τελευταίας ως Αρχής Εξυγιάνσεως κατά τους ορισμούς των άρθρων 5 (1), 5 (7), 5 (12) (α), 7 (1) και 12 του «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων» Νόμου του 2013, τα Μ.Α.Ε.Κ. μετετράπησαν σε Μετοχές Δ' Τάξεως με τιμή μετατροπής ένα ΕΤΡΟ (1 ευρώ), δηλαδή στην ονομαστική τους αξία, και με ονομαστική αξία εκάστης μετοχής στο ένα ΕΤΡΩ (1 ευρώ) για κάθε ΕΤΡΩ των ως άνω χρεών της Τράπεζας. Εν συνεχεία, επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των Μετοχών Δ' Τάξεως από 1 ευρώ σε 0,01 ευρώ δι' εκάστη μετοχή, επί σκοπώ διαγραφής των συσσωρευμένων ζημιών της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας. Κάθε εκατό (100) μετατραπείσες σε Συνήθεις Μετοχές αξίας 0,01 ευρώ δι' εκάστη μετοχή, οι οποίες ήταν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο, ενώθηκαν σε μια (νέα) Συνήθη Μετοχή, αξίας ενός ΕΤΡΟ (1 ευρώ) εκάστης. Οι μη ενοποιημένες μετοχές (λ.χ. αριθμός μετοχών ελάσσων των 100) ακυρώθηκαν και το ποσό της ονομαστικής αξίας των ακυρωθεισών μετοχών χρησιμοποιήθηκε για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εκκαλούσας, εφεξής δε όλες οι μετοχές αποτελούσαν ενιαία τάξη, παρέχουσες δικαίωμα ψήφου και απολήψεως μερίσματος στους μετόχους. Την 4.1.2017 η εκκαλούσα εξέδωσε ανακοίνωση με τίτλο «Αναστολή διαπραγμάτευσης των Υφιστάμενων Μετοχών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρίας Λτδ», με την οποία γνωστοποίησε στο επενδυτικό κοινό ότι η (εντασσόμενη στο σχέδιο εξυγιάνσεώς της) αναστολή της διαπραγματεύσεως της μετοχής της στα Χρηματιστήρια Αξιών Αθηνών και Κύπρου θα αρχίσει από 10.1.2017, ως και ότι η διαπραγμάτευση των νέων μετοχών της θα άρχιζε, υπό την αίρεση της λήψεως των σχετικών εγκρίσεων, στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Ε.3.Ε. (όχι στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών) από 19.1.2017 (βλ. περί όλων των ανωτέρω αποδειχθέντων ΤριμΕφΑΘ 4564/2022 ο.π. και ΜΕφΑΘ 1677/2024 προσκομιζόμενη).

Στο πλαίσιο αυτό, η συναλλακτική σχέση των διαδίκων μερών διαμορφώθηκε ως εξής: Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι, τους οποίους συνδέει συγγενική σχέση, καθώς πρόκειται για. ……., ηλικίας ….. ετών ο πρώτος και … ετών ο δεύτερος, κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, έχουν σπουδάσει την Φυσική Επιστήμη και έχουν εργαστεί ως μηχανικοί τηλεπικοινώνιών. Με την εναγόμενη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία διατηρούσαν σταθερή συνεργασία από το έτος 2000, εξυπηρετούμενοι από το Υποκατάστημα της εναγομένης στην πόλη της …… έχοντας αναπτύξει σχέσεις εμπιστοσύνης και εκτίμησης με το εκεί εργαζόμενο προσωπικό. Κύριος σκοπός των εναγόντων ήταν η τοποθέτηση των χρημάτων τους σε ασφαλή προϊόντα και η λήψη ικανοποιητικού επιτοκίου, ιδίως μέσω προθεσμιακών καταθέσεων, προς εξυπηρέτηση δε του σκοπού αυτού από το έτος 2000 διατηρούσαν στο ως άνω Υποκατάστημα της εναγομένης καταθετικούς λογαριασμούς κοινούς και προθεσμιακούς. Επρόκειτο δηλαδή για ιδιώτες επενδυτές και όχι για επαγγελματίες πελάτες της εναγομένης (και ήδη εκκαλούσας), οι οποίοι ουδέποτε είχαν ασχοληθεί με σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα, όπως αυτά διαλαμβάνονται ανωτέρω στην οικεία μείζονα σκέψη υπό στοιχείο (I a i-iv), ούτε δε και με συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, αλλ' αντιθέτως, επεδίωκαν να καλύψουν προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθέτησης του κεφαλαίου τους, το οποίο προέρχονταν από τις αποταμιεύσεις εκ της εργασίας τους, γεγονός που είχαν γνωστοποιήσει και καταστήσει σαφές στους προστηθέντες υπαλλήλους, του καταστήματος της εκκαλούσας, με τους οποίους συναλλάσσονταν. Η επικοινωνία τους, δε, με τα στελέχη του ανωτέρω Υποκαταστήματος της εναγομένης για το κλείσιμο ή την ανανέωση των προθεσμιακών καταθέσεων γινόταν μέσω μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή και τηλεφωνικά, λόγω της διαμονής του πρώτου ενάγοντος στην …….. και του δεύτερου ενάγοντος στην ……., ενώ η υπογραφή των σχετικών εγγράφων γινόταν σε μετέπειτα χρονικά διαστήματα όταν οι ενάγοντες επισκέπτονταν τους γονείς τους, που διέμεναν μόνιμα στην …….. και περνούσαν από το ως άνω Υποκατάστημα της εναγομένης για να συναντήσουν τα στελέχη αυτού και να υπογράψουν τα σχετικά έγγραφα που εκκρεμούσαν. Τον Ιούνιο του 2008 ο δεύτερος ενάγων μετέτρεψε μέρος των αποταμιεύσεών του, συνολικού ποσού 105.000 ευρώ, σε Μετατρέψιμα Χρεόγραφα (Μ.Χ.), πεισθείς από τους υπαλλήλους του παραπάνω Υποκαταστήματος της εναγομένης, οι οποίοι του παρουσίασαν το εν λόγω τραπεζικό προϊόν ως μία προνομιακή προθεσμιακή κατάθεση. Ο ανωτέρω διέθεσε έτσι το παραπάνω ποσό για την αγορά Μ.Χ. 2013/2018, υπογράφοντας τον Ιούλιο του 2008 τις από 24.7.2008 δύο (2) ανέκκλητες αιτήσεις εγγραφής αδιάθετων Μετατρέψιμων Χρεογράφων, ποσού 52.500 ευρώ η καθεμία (βλ. τις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη από 24.7.2008 σχετικές αιτήσεις και τα αντίστοιχα από 24.7.2008 δύο (2) αποδεικτικά συμμετοχής στην έκδοση των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τον Μάιο του 2009 οι ενάγοντες ενημερώθηκαν από τον τότε διευθυντή του Υποκαταστήματος της εναγομένης στην ……., ………….., για ένα τραπεζικό προϊόν, ήτοι τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου, και ακολούθως αποφάσισαν να προβούν στην εν λόγω επένδυση, που βάσει των διαβεβαιώσεων των στελεχών του συγκεκριμένου Υποκαταστήματος είχαν κύρια χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά μιας προθεσμιακής κατάθεσης, ήτοι διασφαλισμένη απόδοση κεφαλαίου στο τέλος της πενταετίας και ελκυστικές επιτοκιακές αποδόσεις (λήψη τόκων σε εξαμηνιαία βάση με σταθερό επιτόκιο ύψους 5,5%) (περί των προαναφερθέντων βλ. την υπ' αριθμ. ……../23.10.2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα, ………..). Έτσι, ο δεύτερος ενάγων προέβη σε μετατροπή των Μετατρέψιμων Χρεογράφων ποσού 105.000 ευρώ, που κατείχε, σε Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου της ίδιας αξίας (βλ. την από 25.5.2009 ανέκκλητη αίτηση εγγραφής Αδιάθετων Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου), ενώ ο πρώτος ενάγων διέθεσε μέρος των καταθέσεών του για την αγορά Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου, υποβάλλοντας την από 28.5.2009 ανέκκλητη αίτηση εγγραφής Αδιάθετων Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου ποσού 80.000 ευρώ, η οποία δεν έγινε δεκτή για το σύνολο του άνω ποσού αλλά για το ποσό των 67.919 ευρώ. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι τον Μάϊο του 2011 ο τότε διευθυντής του Υποκαταστήματος της εναγομένης στην ………………., ………, επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τους ενάγοντες και τους ενημέρωσε ότι η εναγόμενη (ήδη εκκαλούσα) διέθετε ένα νέο επενδυτικό προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.), προτείνοντάς τους να τοποθετήσουν τα κεφάλαια τους σε αυτό, διαβεβαιώνοντάς τους ότι και αυτό είχε τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες μιας προθεσμιακής κατάθεσης όσον αφορά την ασφάλεια του τοποθετούμενου κεφαλαίου και ότι θα ίσχυαν και για αυτό αντίστοιχοι προνομιακοί όροι (πενταετής διάρκεια δέσμευσης, επιτόκιο 6,5% ετησίως), χωρίς όμως περαιτέρω να τους γίνει, εγγράφως ή προφορικώς, καμία διευκρίνιση όσον αφορά τους ειδικότερους όρους της επένδυσης αυτής, τα χαρακτηριστικά της, τη λειτουργία και τους κινδύνους της και χωρίς να δοθεί το υπάρχον κατά τον ως άνω χρόνο Ενημερωτικό Δελτίο που αφορούσε τα Μ.Α.Ε.Κ. και συνόδευε την έκδοση τους. Έτσι, πεισθέντες οι ενάγοντες στις διαβεβαιώσεις του ανωτέρω υπαλλήλου, ο μεν δεύτερος ενάγων προέβη σε μετατροπή των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου ποσού 105.000 ευρώ, που κατείχε, σε Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου της ίδιας αξίας (βλ. την από 10.5.2011 ανέκκλητη αίτηση εγγραφής Αδιάθετων Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου), ενώ ο πρώτος ενάγων προέβη σε μετατροπή των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου ποσού 67.919 ευρώ, που κατείχε, σε Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου της ίδιας αξίας (βλ. την από 13.5.2011 ανέκκλητη αίτηση εγγραφής Αδιάθετων Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου) και επιπλέον διέθεσε το ποσό των 200.000 δολαρίων Αμερικής για την αγορά Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου, υποβάλλοντας την από 17.5.2011 ανέκκλητη αίτηση εγγραφής Αδιάθετων Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου ποσού 200.000 δολαρίων Αμερικής. Σύμφωνα, δε, με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, ……….., και στην περίπτωση των Μ.Α.Ε.Κ. τα στελέχη του Υποκαταστήματος της εναγομένης στην ……, …….. και ……….., απέστειλαν συνημμένα με email στους λογαριασμούς ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των εναγόντων το κενό (ασυμπλήρωτο) φύλλο της αίτησης, το οποίο οι τελευταίοι το υπέγραψαν και επέστρεψαν ασυμπλήρωτο στο ανωτέρω Υποκατάστημα της εναγομένης (ηλεκτρονικά και με ταχυδρομείο), προκειμένου αυτό να συμπληρωθεί από τα στελέχη του άνω Υποκαταστήματος, βάσει όσων είχαν συζητηθεί εν συντομία τηλεφωνικώς (βλ. και τα προσκομιζόμενα από τους ενάγοντες μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου). Σημειώνεται, ακόμη, ότι στις από 10.5.2011, 13.5.2011 και 17.5.2011 αιτήσεις εγγραφής Αδιάθετων Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου, που υπέγραψαν οι ενάγοντες, αναφερόταν ότι αυτοί βεβαίωναν πως διέθεταν τη γνώση και τις ικανότητες να προβούν στην αξιολόγηση της επένδυσης τους στα Μ.Α.Ε.Κ. και δήλωναν αφενός μεν ότι αποδέχονταν τους όρους έκδοσης και αναγνώριζαν τους παράγοντες που περιέχονταν στο από 5.4.2011 σχετικό ενημερωτικό δελτίο της εναγομένης, αφετέρου δε ότι δεν τους είχε παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε αξιωματούχο, υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά με τα Μ.Α.Ε.Κ. και την απόφασή τους να υποβάλλουν αίτηση εγγραφής σε αυτά, πλην όμως, ως προαναφέρθηκε, ουδέποτε παραδόθηκε σε αυτούς (εφεσίβλητους) το ως άνω αναφερόμενο στο σκεπτικό Ενημερωτικό Δελτίο ούτε τους δόθηκαν εγγράφως ή προφορικώς οιεσδήποτε διευκρινίσεις για τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, ήτοι των (Μ.Α.Ε.Κ.), όπως τα στοιχεία αυτά λεπτομερώς παρατίθενται ανωτέρω στο σκεπτικό της παρούσης. Για το δεύτερο εξάμηνο του 2011 ο πρώτος εφεσίβλητος έλαβε στις 30.12.2011 τόκους ποσών 2.745,60 ευρώ και 7.453,01 δολαρίων Αμερικής και ο δεύτερος εφεσίβλητος έλαβε στις 30.12.2011 τόκους ποσού 4.244,59 ευρώ (βλ. τις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη από 8.7.2014 δύο (2) καταστάσεις πληρωθέντων τόκων για τον πρώτο ενάγοντα και την από 30.4.2014 κατάσταση πληρωθέντων τόκων για τον δεύτερο ενάγοντα). Ωστόσο, στις 15.6.2012 η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία αποφάσισε αναφορικώς με τα Μ.Α.Κ. και τα Μ.Α.Ε.Κ. την ενεργοποίηση του όρου περί υποχρεωτικής ακυρώσεως πληρωμής τόκου για την περίοδο από 31.12.2011 έως 29.6.2012, το αυτό δε έπραξε στις 18.12.2012 και για την περίοδο από 30.6.2012 έως 30.12.2012. Τούτο, δε, οφειλόταν στην εμφάνιση κεφαλαιακού ελλείμματος της εναγόμενης, οφειλόμενο εν πολλοίς στην απομείωση των Ο.Ε.Δ., το οποίο επιχείρησε να καλύψει και μέσω των Μ.Α.Ε.Κ.. Ειδικότερα, στις 30.6.2012 η εναγόμενη παρουσίασε έλλειμμα (οφειλόμενο εν πολλοίς, όπως προαναφέρθηκε, στο ελληνικό πρόγραμμα PSI αναφορικώς με τα Ο.Ε.Δ.) και συμφώνησε με τους πιστωτές της τη χρηματοδότηση αυτής με το ποσόν των δέκα δισεκατομμυρίων ΕΥΡΩ (10.000.000.000 €), ενώ στις 15.3.2012 είχε ήδη αντλήσει από το Ευρωσύστημα (E.L.A.) το ποσόν του ενός δισεκατομμυρίου ΕΥΡΩ (1.000.000.000 €). Ωστόσο, στις 15.3.2013 το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (Eurogroup) αποφάσισε τη μη χρηματοδότηση της ανακεφαλαιοποιήσεώς της. Στις 26.3.2013 η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία και ήδη εκκαλούσα τέθηκε υπό καθεστώς ειδικής εκκαθαρίσεως δυνάμει του «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου (17) 2013», στα πρότυπα της «Πρότασης Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου του 2012 για την εξυγίανση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων» και βάσει της «Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αριθμ. 2001/24/ΕΚ της 4ης Απριλίου 2001 για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων» και του «Περί Τραπεζικών Εργασιών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2004», με τον οποίο ενσωματώθηκε στην κυπριακή έννομη τάξη η ως άνω Οδηγία και επιβλήθηκε το πρώτον η διάσωση των τραπεζικών ιδρυμάτων με ίδια μέσα (bail - in), δηλαδή με «κούρεμα» καταθέσεων και μετοχοποίηση ομολόγων. Εν τέλει, με τα υπ' αριθ. 103/29.3.2013 και 278/30.7.2013 Διατάγματα (Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις) του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, υπό την ιδιότητα της τελευταίας ως Αρχής Εξυγιάνσεως, κατά τους ορισμούς των άρθρων 5 (1), 5 (7), 5 (12) (α), 7 (1) και 12 του «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Αλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013», τα Μ.Α.Ε.Κ. μετετράπησαν σε Μετοχές Δ’ Τάξεως με τιμή μετατροπής ένα ΕΥΡΩ (1 €), δηλαδή στην ονομαστική τους αξία, και με ονομαστική αξία εκάστης μετοχής στο ένα ΕΥΡΩ (1 €) για κάθε ΕΥΡΩ των ως άνω χρεών της Τράπεζας. Εν συνεχεία, επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των Μετοχών Δ’ Τάξεως από 1 € σε 0,01 € για καθεμία μετοχή, προς το σκοπό της διαγραφής των συσσωρευμένων ζημιών της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας. Κάθε εκατό (100) μετατραπείσες σε συνήθεις μετοχές αξίας 0,01 € δι' εκάστη μετοχή, OL οποίες ήσαν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο, ενώθηκαν σε μια (νέα) συνήθη μετοχή, αξίας ενός ΕΤΡΩ (1 €) εκάστης. Οι μη ενοποιημένες μετοχές (λ.χ. αριθμός μετοχών μικρότερος των 100) ακυρώθηκαν και το ποσόν της ονομαστικής αξίας των ακυρωθεισών μετοχών χρησιμοποιήθηκε για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εκκαλούσας, εφεξής δε όλες οι μετοχές αποτελούσαν ενιαία τάξη, παρέχουσες δικαίωμα ψήφου και απολήψεως μερίσματος στους μετόχους. Αυτό είχε ως συνέπεια το αρχικά εκ μέρους του πρώτου ενάγοντος επενδυθέν κεφάλαιο των 223.427 ευρώ (= 67.919 ευρώ που αφορούν Μ.Α.Ε.Κ. σε ευρώ + 155.508 ευρώ που αφορούν Μ.Α.Ε.Κ. εκδιδόμενα σε δολάρια Αμερικής, τα οποία έχουν μετατραπεί σε μετοχές Δν Τάξης με τιμή μετατροπής € 1,00 ονομαστικής αξίας μετοχών για κάθε ισόποσο του € 1,00 του κεφαλαίου των χρεών που μετατρέπονται σε μετοχές υπολογιζόμενο με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία €:$ 1:1,2861 που αναγράφεται στο δελτίο ισοτιμιών αναφοράς που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις 26.3.2013) να μετατραπεί αναγκαστικούς και μονομερώς σε 2.234 Συνήθεις Μετοχές της εναγόμενης, ονομαστικής αξίας 1,00 €, ήτοι συνολικής ονομαστικής αξίας 2.234 €, και το αρχικά εκ μέρους του δευτέρου ενάγοντος επενδυθέν κεφάλαιο των 105.000 ευρώ να μετατραπεί αναγκαστικώς και μονομερώς σε 1.050 Συνήθεις Μετοχές της εναγόμενης, ονομαστικής αξίας 1,00 €, ήτοι συνολικής ονομαστικής αξίας 1.050 €, γεγονός το οποίο η εκκαλούσα δεν αμφισβήτησε ειδικότερα, οι μετοχές δε αυτές είχαν μηδενική πραγματική (χρηματιστηριακή) αξία και εν τέλει ανεστάλη η διαπραγμάτευσή τους στα Χρηματιστήρια Αξιών Αθηνών και Κύπρου. Η εκκαλούσα ενημέρωσε τους εφεσίβλητους για τα προαναφερθέντα με τις από 8.8.2013 ενημερωτικές επιστολές της (βλ. τις προσκομιζόμενες από τους εφεσίβλητους υπ' αριθμ. …./8.8.2013 και …../8.8.2013 ενημερωτικές επιστολές της εκκαλούσας). Έτσι, λόγω της εκμηδένισης της αξίας των Μ.Α.Ε.Κ., τα οποία, όπως αναφέρθηκε, ήταν μειωμένης εξασφάλισης, οι εφεσίβλητοι υπέστησαν περιουσιακή ζημία αντίστοιχη με τα ποσά που διέθεσαν για την αγορά τους, ήτοι 223.427 ευρώ για τον πρώτο των εναγόντων και ήδη πρώτο εφεσίβλητο και 105.000 ευρώ για το δεύτερο ενάγοντα και ήδη δεύτερο εφεσίβλητο.

 

Εξ όλων των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών αποδείχθηκε ότι: I. Η πρωτοβουλία προσεγγίσεως των εφεσιβλήτων - πελατών της εκκαλούσας με σκοπό την προσέλκυση τους και την πρόκληση της απόφασης να επενδύσουν στα προαναφερόμενα επενδυτικά προϊόντα, ανήκε αποκλειστικώς στην τελευταία, οι ως άνω υπάλληλοι του υποκαταστήματός της στην ………….. και δη η κα ……….. και ο ως άνω αρμόδιος δ/ντης κος …….., στο πλαίσιο λεπτομερούς σχετικού σχεδιασμού και ενεργώντας επί τη βάσει ρητών οδηγιών από τις κεντρικές υπηρεσίες της, επικοινωνούσαν είτε τηλεφωνικώς, είτε (κυρίως) δια ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (με e -mails), καθώς και δια ζώσης κατά την προσέλευση των εφεσιβλήτων (κατά τους καλοκαιρινούς μήνες ως επί το πλείστον) προκειμένου να ενημερώσουν και εν τέλει να προτείνουν σε αυτούς την επένδυση του σε χρήμα κεφαλαίου τους (μέχρι τότε διαθεσίμων σε προθεσμιακούς λογαριασμούς) στα επίδικα επενδυτικά προϊόντα. Το γεγονός ότι υπήρξε οργανωμένη και βάσει σχεδίου προσέγγιση των πελατών της εκκαλούσας με σκοπό τη μαζική προώθηση των ας άνω επενδυτικών προϊόντων αποδεικνύεται από σειρά προσκομιζομένων μετ' επικλήσεως από τους εφεσίβλητους εσωτερικών εγγράφων αυτής, προς τα στελέχη της, ενδεικτικώς δε αναφέρονται (σχετικώς με την έκδοση των Μ.Α.Έ.Κ.): α) το από 10.3.2011 υπ αριθ. CRM /052/11 (Σημείωμα) έγγραφο με τίτλο «ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ.99: ΕΚΤΑΚΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ» και β) το από 11.4.20011 υπ' αριθ. CRM /074/11 (Σημείωμα) έγγραφο όμοιο με τίτλο «ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ 101: ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΑΞΙΟΓΡΑΦΑ», τα οποία απευθύνονται σε ανώτερα στελέχη της εκκαλούσας τράπεζας και στα οποία γίνεται αναφορά σε «εκστρατεία» και «στόχους», προσδιορίζονται οι ομάδες ενδιαφέροντος - στόχοι (με αναφορά στο χαρτοφυλάκιο και το ύφος των καταθέσεων τους), καθορίζεται ο τρόπος επικοινωνίας και προσεγγίσεως των πελατών, αλλά και η μέθοδος καταγραφής της προσεγγίσεως αυτής και των αποτελεσμάτων της. II. Οι ανωτέρω αρμόδιοι τραπεζικοί υπάλληλοι (………. και ………….) δεν έθεσαν υπόψη των εφεσιβλήτων τα προδιαληφθέντα στο σκεπτικό Ενημερωτικά Δελτία, ούτε γνωστοποίησαν σε αυτούς εάν και πού αυτά είναι διαθέσιμα, αλλά φρόντισαν να εξασφαλίσουν την υπογραφή αυτών στις προαναφερόμενες (συνοπτικές και ολίγων σελίδων) αιτήσεις συμμετοχής στα επίμαχα επενδυτικά προϊόντα, στις οποίες περιλαμβάνεται - σε «ψιλά» γράμματα η τυπική - αλλά όχι ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα - παραδοχή ότι οι εφεσίβλητοι έλαβαν υπόψη το περιεχόμενο και τους όρους των εν λόγω προϊόντων και επιπλέον, τους κατανόησαν πλήρως, πράγμα, εν πάση περιπτώσει, εξαιρετικώς αμφίβολο, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι πράγματι έλαβαν στην κατοχή τους και ανέγνωσαν τα εν λόγω Ενημερωτικά Δελτία ή πληροφορήθηκαν καθ' οιονδήποτε τρόπο το περιεχόμενο τους, δεδομένου ότι αυτά ήταν πυκνογραμμένα σε δυσνόητη τεχνική γλώσσα με σύνθετους νομικούς και χρηματοοικονομικούς όρους, μη κατανοητούς από τον στερούμενο ειδικών γνώσεων, μέσο μη επαγγελματία, αποταμιευτή ή επενδυτή,

III. Οι ίδιοι ως άνω αρμόδιοι τραπεζικοί υπάλληλοι σκοπίμως απέκρυψαν (αποσιώπησαν) από τους εφεσίβλητους την πραγματική φύση και λειτουργία των επιδίκων επενδυτικών προϊόντων, ήτοι ότι επρόκειτο για μη εξασφαλισμένες και ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) απαιτήσεις, ως και ότι συνιστούσαν υβριδικά (hybrid) και μετατρέψιμα (convertible) σε μετοχές παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα (financial derivatives), με σκοπό την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας της εκκαλούσας και δη είτε του δευτεροβαθμίου κεφαλαίου της (Tier 2 - τα Μ.Α.Κ. 2013/2018) είτε του πρωτοβαθμίου κεφαλαίου της (Tier 1- τα Μ.Α.Κ. και τα Μ.Α.Ε.Κ.), σύνθετα στη σύλληψη και τη λειτουργία τους, συνδεόμενα με πλήθος γενικών και ειδικών κινδύνων όχι μόνο για τους τόκους, αλλά και για το ίδιο το επενδυόμενο κεφάλαιο, κατά τα λεπτομερώς εκτεθέντα ανωτέρω στο σκεπτικό, (αναφορικώς με τα Μ.Α.Κ. και τα Μ.Α.Έ.Κ.) αόριστης διάρκειας («άληκτα» ή «αιώνια» - perpetual bonds), υπό την έννοια ότι ο επενδυτής δεν είχε αξίωση κατά της εκδότριας Τράπεζας να αναζητήσει το κεφάλαιο του σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο ή οποτεδήποτε, αλλά μόνο δυνατότητα να διαθέσει αυτά στη δευτερογενή (χρηματιστηριακή) αγορά υπό τις επικρατούσες σε δεδομένη χρονική στιγμή συνθήκες διαπραγματεύσεως, ιδίως δε οι ως άνω τραπεζικοί υπάλληλοι εκ προθέσεως απέκρυψαν και δεν επισήμαναν στους εφεσίβλητους, τους ιδιαιτέρως δυσμενείς όρους της μονομερούς, κατά την κρίση της εκκαλούσας, ακυρώσεως πληρωμής τόκων (κατά την επένδυση σε Μ.Α.Κ.) και, επιπλέον (αναφορικώς με την επένδυση σε Μ.Α.Ε.Κ.) της μονομερούς και αναγκαστικής μετατροπής των τελευταίων κατά σειρά επενδυτικών προϊόντων σε μετοχές της, δεδομένου ότι όλα τα ως άνω επενδυτικά προϊόντα σχεδιάσθηκαν εξαρχής ως «μέσα απορροφήσεως ζημιών» της εκκαλούσας, ιδίως δε τα Μ.Α.Κ. και προεχόντως τα Μ.Α.Ε.Κ. αποτέλεσαν προστατευτικό μέσο («μαξιλάρι»), το οποίο ήταν σχεδιασμένο να απορροφήσει τις ιδιαιτέρως αυξημένες ζημίες αυτής λόγω της υπερβολικής εκθέσεως της σε Ο.Ε.Δ., το ενδεχόμενο προκλήσεως των οποίων ήταν ορατό και αναμφιβόλως γνωστό στα στελέχη της (εκκαλούσας) ήδη κατά το χρόνο σχεδιασμού τόσο των Μ.Χ. 2013/2018 και των Μ.Α.Κ. όσο -και κυρίως- των Μ.Α.Ε.Κ. και IV. Οι προαναφερθέντες αρμόδιοι τραπεζικοί υπάλληλοι σκοπίμως και παραπλανητικώς προέβησαν σε (άμεση ή έμμεση) σύγκριση των επιδίκων επενδυτικών προϊόντων με τις κοινές προθεσμιακές καταθέσεις, με τη λειτουργία των οποίων ήταν εξοικειωμένοι οι εφεσίβλητοι, υπερτονίζοντας και προβάλλοντας τα πλεονεκτήματα αυτών σε σχέση με τις καταθέσεις αυτές (αυξημένο και ιδιαιτέρως ελκυστικό επιτόκιο), αποσιωπώντας τους κινδύνους, όπως αυτοί περιγράφονται ανωτέρω, προβάλλοντας το διεθνές κύρος και την ευρωστία της εκκαλούσας και διαβεβαιώνοντας ότι το επενδυόμενο κεφάλαιο είναι (κατά το σύνολο της ονομαστικής αξίας αυτού) «ασφαλές» και «εγγυημένο», καίτοι, όπως καλώς γνώριζαν, ίσχυε το ακριβώς αντίθετο. Περαιτέρω, το ότι κατά την προσέγγιση των πελατών της τράπεζας με σκοπό την προώθηση των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων, σημαντικό επιχείρημα αποτελούσε η προβολή των πλεονεκτημάτων αυτών, σε σχέση με την απλή προθεσμιακή κατάθεση, ευχερώς αποδεικνύεται μεταξύ άλλων και από το προοριζόμενο «αυστηρώς για εσωτερική χρήση» έγγραφο της εκκαλούσας αναφορικά με τα Μ.Α.Ε.Κ με τίτλο «ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ», όπου αναφέρεται επί λέξει (υπό τον τίτλο «ΜΑΕΚ vs κατάθεση?» ότι «Τα ΜΑΕΚ θα φέρουν τόκο 6,50% (για τα πρώτα 5 χρόνια) μια απόδοση που είναι ψηλότερη από την κατάθεση...», χωρίς όμως να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στους σχετικούς κινδύνους του προϊόντος. Ενόψει των ανωτέρω κρίνεται ότι η εκκαλούσα υπό την ιδιότητα της παρέχουσας επενδυτικές υπηρεσίες, εντασσόμενες στον κύκλο της συνήθους εμπορικής - επιχειρηματικής της δραστηριότητας, παρά τα περί του αντιθέτου διαλαμβανόμενα στα προαναφερόμενα Ενημερωτικά Δελτία προς αποφυγή δυσμενών για την ίδια εννόμων συνεπειών, σαφώς παρέσχε δια των ως άνω προστηθέντων υπαλλήλων της επενδυτική υπηρεσία - συμβουλή (υπό τη μορφή της συστάσεως) στους πελάτες της, εφεσίβλητους, οι οποίοι φέρουν την ιδιότητα του καταναλωτή των παρεχομένων επενδυτικών υπηρεσιών ως τελικοί αποδέκτες αυτών και δεν υπερέβαιναν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή - μη «επαγγελματία» επενδυτή, δεδομένου ότι τα επενδυθέντα ποσά (ακόμη και τα υψηλότερα) δεν είναι ασυνήθη στο πεδίο της τρέχουσας αποταμιευτικής - ιδιωτικής επενδυτικής δραστηριότητας και δεν αποδείχθηκε συστηματική («επαγγελματική») ενασχόληση των εφεσιβλήτων με χρηματιστηριακές και εν γένει επενδυτικές δραστηριότητες, ενώ υφίσταται και πληροφοριακή ασσυμετρία μεταξύ της εκκαλούσας και των εφεσιβλήτων συνιστάμενη στο γεγονός ότι το στελεχιακό δυναμικό αυτής διέθετε τις προαναφερθείσες πληροφορίες περιεχόμενες στα εσωτερικά έγγραφα και τα ενημερωτικά δελτία της εκκαλούσας, αναφορικά με τα επίδικα προϊόντα, που δεν κατείχαν οι εφεσίβλητοι, το αντικείμενο της ως άνω εργασίας των οποίων κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, αλλά και πριν από αυτό, ουδεμία συνάφεια έχει με επενδύσεις στα άνω προϊόντα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εκκαλούσα είχε διαπραγματευτική υπεροχή έναντι αυτών, καθώς οι τελευταίοι δεν είχαν τη δυνατότητα να επηρεάσουν το περιεχόμενο των ως άνω αιτήσεων. Πέραν και ανεξαρτήτως των ανωτέρω, οι ως άνω τραπεζικοί υπάλληλοι δεν προκύπτει ότι διενήργησαν τον επιβαλλόμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση από τις διατάξεις του Ν. 3606/2007 έλεγχο καταλληλότητας και συμβατότητας των εφεσιβλήτων πελατών της εκκαλούσας, αναφορικώς με τις συγκεκριμένες επενδύσεις, δεδομένου, μάλιστα, ότι γνώριζαν το συντηρητικό επενδυτικό profile των τελευταίων, αλλά και το γεγονός ότι - κατά τα ρητώς αναφερόμενα σε όλα τα προαναφερόμενα Ενημερωτικά Δελτία - τα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα (ιδίως τα Μ.Α.Κ. και τα Μ.Α.'Ε.Κ.) δεν ήταν κατάλληλα για όλους τους επενδυτές. Μόνο δε το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι, κατά τα ανωτέρω, είχαν τοποθετήσει τις αποταμιεύσεις τους σε προθεσμιακές καταθέσεις της εκκαλούσας, δεν δύναται να καταστήσει αυτούς, «επενδυτές» «έμπειρους» ή «επαγγελματικού επιπέδου», δυνάμενους εκ των προτέρων να αντιληφθούν ευχερώς τους ανωτέρω αναφερομένους στο σκεπτικό κινδύνους των προκειμένων επενδυτικών προϊόντων, τα οποία ήταν κατά το χρόνο εκδόσεώς τους «πρωτότυπα», ήτοι μη σχετιζόμενα ακόμα και με τα ήδη γνωστά στους επενδυτικούς κύκλους συνήθη χρηματοπιστωτικά προϊόντα, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι στους εφεσίβλητους είχε επισημανθεί από τους προαναφερθέντες υπαλλήλους της εκκαλούσας να μην εστιάζουν την προσοχή τους στην πράγματι αποτυπουμένη στα αποστελλόμενα ενημερωτικά σημειώματα (statements) μείωση του επενδυομένου κεφαλαίου τους κατά την εξέλιξη της επενδύσεως, αλλά στο γεγονός ότι καθ' ο χρόνο ζητηθεί (από τους επενδυτές) ή αποφασισθεί (από την εκκαλούσα) η ρευστοποίηση αυτών (ιδίως των Μ.Α.Κ. και των Μ.Α.Ε.Κ.), είναι εξασφαλισμένη («εγγυημένη») η απόδοση του συνόλου της ονομαστικής αξίας του κατά περίπτωση επενδυομένου κεφαλαίου, ως και μόνη κατ’ ουσίαν δυσμενής συνέπεια σε περίπτωση ατυχούς εξελίξεως της επενδύσεως είναι η ακύρωση της πληρωμής τόκου. Η πολυπλοκότητα και η πρωτοτυπία των ας άνω επενδυτικών προϊόντων, συνδυαζόμενη με τη (σκόπιμη) παράλειψη λεπτομερούς ενημερώσεως των εφεσιβλήτων υποψηφίων επενδυτών, αναφορικά με τους συνοδεύοντες αυτά επενδυτικούς κινδύνους και την μονομερή προβολή των πλεονεκτημάτων τους από τους ανωτέρω αρμόδιους υπαλλήλους της εκκαλούσας εξηγεί ευχερώς την απόφαση των εφεσιβλήτων να προβούν στις επίδικες αγορές, χωρίς να αντιληφθούν την αληθή φύση των συγκεκριμένων προϊόντων και τον κίνδυνο απώλειας του συνόλου του επενδυομένου κεφαλαίου τους. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι η εκκαλούσα εκμεταλλεύθηκε με κακοπιστία την πληροφοριακή ασυμμετρία μεταξύ αυτής και των εφεσιβλήτων με μοναδικό σκοπό να τους προωθήσει επενδυτικά προϊόντα, ιδιαιτέρως πολύπλοκα και ριψοκίνδυνα, επιφυλάσσοντας στην ίδια υπέρμετρα και υπερβολικά εξουσιαστικά δικαιώματα (ιδίως υποχρεωτικής ακυρώσεως πληρωμής τόκων και υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές, ανυπαρξία υποχρεώσεως επιστροφής του κεφαλαίου), είναι δε ομοίως προφανές ότι εάν οι εφεσίβλητος συντηρητικοί αποταμιευτές, ενεργώντας με γνώμονα την εξασφάλιση του κεφαλαίου τους, γνώριζαν εξαρχής το σύνολο των πραγματικών δεδομένων της επενδύσεώς τους, η οποία τελικώς ήταν απολύτως συνυφασμένη με την κεφαλαιακή επάρκεια, την ευρωστία την τιμή της μετοχής της εκκαλούσας και τις εν γένει διεθνείς και εσωτερικές χρηματοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες, αναμφιβόλως δεν θα προέβαιναν στις συγκεκριμένες επενδυτικές επιλογές. Το γεγονός ότι η εκκαλούσα πράγματι τήρησε τις διατάξεις του Ν. 3401/2005 «Ενημερωτικό Δελτίο προσφοράς κινητών αξιών και εισαγωγής τους για διαπραγμάτευση», του κυπριακού Νόμου περί Εταιριών και της σχετικής ευρωπαϊκής νομοθεσίας (Οδηγία 2003 71/ΕΚ και Κανονισμός 809/2004) για τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών, στερείται εννόμου επιρροής στην υπό κρίση περίπτωση, διότι δεν επάγεται, άνευ άλλου τινός, τον αποκλεισμό της εφαρμογής του Ν. 3606/2007, ο οποίος ενσωμάτωσε στο εσωτερικό δίκαιο την Οδηγία ΜΐΡΙΕ), καθόσον ναι μεν δεν εμπίπτει κατν αρχήν στο ρυθμιστικό πεδίο του τελευταίου η πρωτογενής διάθεση χρηματοοικονομικών προϊόντων (δηλαδή η απ' ευθείας διάθεση αυτών από τον εκδότη στον επενδυτή, όπως συνέβη με τα επίδικα επενδυτικά προϊόντα), αλλά μόνο η διάθεση στη δευτερογενή (χρηματιστηριακή) αγορά, πλην όμως οι ρυθμίσεις του Ν. 3606/2007 ενεργοποιούνται και εφαρμόζονται και την περίπτωση αυτή, εφόσον εν τοις πράγμασι διαπιστώνεται η παροχή επενδυτικής υπηρεσίας υπό τη μορφή της επενδυτικής συμβουλής από τον ως άνω αρμόδιο προς διάθεση των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων υπάλληλο και υπάλληλο - δ/ντη του προαναφερθέντος υποκαταστήματος της εκκαλούσας, κατά τα προεκτιθέμενα. Ότι η εκκαλούσα παρέσχε επενδυτική υπηρεσία υπό τη μορφή της επενδυτικής συμβουλής (παροχή συστάσεως) στους υποψήφιους αγοραστές των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων, εφεσιβλήτους, αποδεικνύεται ιδίως από: α) την «Έκθεση ειδικού ελέγχου της Τράπεζας Κύπρου», η οποία εκπονήθηκε από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου με αντικείμενο τη διερεύνηση της παροχής της επενδυτικής υπηρεσίας της επενδυτικής συμβουλής κατά την προώθηση των Μ.Α.Κ. και των Μ.Α.Ε.Κ. και στην οποία καταγράφεται η πρακτική των αρμοδίων υπαλλήλων της εκκαλούσας κατά την προσέγγιση των πελατών της με σκοπό την προώθηση των Μ.Α.Κ. και των Μ.Α.Ε.Κ. η μη επαρκής ενημέρωση των τελευταίων για τους κινδύνους των προϊόντων αυτών, ο υπερτονισμός των πλεονεκτημάτων τους, η πρακτική της μη επιβολής ποινών για τυχόν προεξόφληση λογαριασμών υπό προειδοποίηση, εφόσον με τα κεφάλαια αυτών θα ελάμβανε χώρα αγορά των εν λόγω αξιογράφων, διατυπώνεται δε το συμπέρασμα αναφορικά με αμφότερα τα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα (Μ.Α.Κ. και Μ.Α.Ε.Κ.) ότι υπήρξε παροχή επενδυτικής συμβουλής υπό τη μορφή της συστάσεως, με την οποία παρουσιάσθηκαν τα εν λόγω προϊόντα ως κατάλληλα για τους επενδυτές, β) την υπ' αριθ. 9/700/10.12.2014 Απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με την οποία επιβλήθηκαν στην εκκαλούσα: βα) πρόστιμο 5.000 ευρώ για παράβαση του άρθρου 16 παρ. 1 της υπ' αριθ. 1/452/1.11.2007 αποφάσεως αυτής και ββ) πρόστιμο 5.000 ευρώ για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 25 παρ. 4 Ν. 3606/2007, καθόσον διαπιστώθηκε από την εν λόγω δημόσια αρχή μεταξύ άλλων ότι: I «Η Τράπεζα εξέδωσε εσωτερικές οδηγίες προς τους υπαλλήλους της προκειμένου να τους προετοιμάσει για να παρουσιάσουν τα συγκεκριμένα επενδυτικά προϊόντα στους πελάτες με τους οποίους έρχονταν σε επαφή. Στις οδηγίες αυτές διαπιστώθηκε η ύπαρξη σημείων παροχής επιλεκτικής πληροφόρησης προς τους πελάτες και παροχής κινήτρων προς ορισμένες κατηγορίες πελατών με ενδεχόμενο αποτέλεσμα να επηρεάζεται η απόφαση τους προς επένδυση. Η ύπαρξη επιλεκτικής πληροφόρησης και παρότρυνσης αποτελούν στοιχεία που χαρακτηρίζουν την επενδυτική συμβουλή. Η Τράπεζα κατά την προώθηση των ΜΑΚ και ΜΑΕΚ ενήργησε κατά τρόπο που ακόμη και αν δεν ήταν στις προθέσεις της, φαίνεται να παρείχε επενδυτικές συμβουλές ... Ακόμα και εάν στα έντυπα των "αιτήσεων αγοράς- των επενδυτικών προϊόντων διατυπώνεται σαφής αποποίηση ότι καμία συμβουλή δεν δίνεται, ο χειρισμός από την Τράπεζα της προώθησης των επενδυτικών προϊόντων ως προς τα σημεία που περιγράφονται ανωτέρω, οδηγεί σε βάσιμες ενδείξεις για την παροχή εκ μέρους της επενδυτικών συμβουλών. Επομένως, προκύπτει ότι η Τράπεζα κατά την προώθηση των ΜΑΚ και ΜΑΕΚ παρείχε την επενδυτική υπηρεσία των επενδυτικών συμβουλών, χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις κατά παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 16 της απόφασης 1/452/1.11.2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς» και η. «ίπ. Στο έντυπο "Ερωτήσεις και Απαντήσεις" που στάλθηκε στο δίκτυο για αυστηρά εσωτερική χρήση με σκοπό την ελάχιστη απαιτούμενη ενημέρωση των υπαλλήλων του δικτύου για τα ΜΑΕΚ υπό τη μορφή ερωταπαντήσεων, στην ερώτηση υπ' αριθμ 24 «ΜΑΕΚ νβ Κατάθεση» αναφέρεται ότε «Τα ΜΑΕΚ θα φέρουν τόκο 6,50% (για τα πρώτα 5 χρόνια) μια απόδοση υψηλότερη από την κατάθεση. Τα ΜΑΕΚ δυνατόν να εξασφαλίσουν στους κατόχους τους αρκετά ψηλότερες αποδόσεις εάν η τιμή της μετοχής στο Χρηματιστήριο είναι ψηλότερη από την τιμή της μετατροπής. Η μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές δεν είναι υποχρεωτική. Η απόφαση για την μετατροπή εναπόκειται στον κάθε επενδυτή αν επιλέξει να τα μετατρέψει ... Επίσης σχετικά με τα υπό 111. αναφερόμενα, στην ερώτηση απ' αριθμ 24 «ΜΑΕΚ νε Κατάθεση» του εντύπου «Ερωτήσεις και Απαντήσεις» διενεργείται σύγκριση των ΜΑΕΚ με τις καταθέσεις, με επισήμανση μόνο των πλεονεκτημάτων του προϊόντος (όπως το υψηλό επιτόκιο και τις υψηλότερες αποδόσεις από μια κατάθεση), χωρίς στην ίδια παράγραφο να αναφέρεται ότι σε περίπτωση που συμβεί οποιοδήποτε γεγονός έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου ή γεγονός βιωσιμότητας, τα ΜΑΕΚ υποχρεωτικά θα μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές. Επίσης, ενώ υπάρχει η αναφορά «....Η μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές δεν είναι υποχρεωτική. Η απόφαση για την μετατροπή εναπόκειται στον κάθε επενδυτή αν επιλέξει να τα μετατρέψει..», δεν αναφέρεται ότι η Τράπεζα μπορεί κατά την κρίση της καθ' οιονδήποτε χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα καθώς και την οικονομική της κατάσταση, να επιλέξει να ακυρώσει την πληρωμή τόκου και ότι οποιαδήποτε ακυρωθείσα πληρωμή τόκου δεν θα οφείλεται και δεν θα καθίσταται πληρωτέα από την Τράπεζα. Επομένως, οι υπάλληλοι της Τράπεζας, οι οποίοι, προκειμένου να είναι σε θέση να ενημερώνουν για τα βασικά χαρακτηριστικά των επενδυτικών προϊόντων τους δυνητικούς επενδυτές, έλαβαν γνώση του συγκεκριμένου ερωτηματολογίου, οδηγούνται να συγκρίνουν ένα σύνθετο επενδυτικό προϊόν με μια κατάθεση υποβαθμίζοντας τους κινδύνους που ενέχει η συγκεκριμένη επένδυση, καθώς τονίζονται επιλεκτικά μόνο τα πλέονεκτήματά της, καθότι εκτός των άλλων, δεν υπάρχει καν η αναφορά ότι τα συγκεκριμένα προϊόντα δεν εντάσσονται σε κανένα "σχέδιο προστασίας", όπως συμβαίνει με τις καταθέσεις. Η παροχή επιλεκτικής πληροφόρησης είναι δυνατόν να επηρεάσει την απόφαση του επενδυτή...» και, αφού επισημάνθηκε ότι παρασχέθηκαν από την εκκαλούσα διαφόρων τύπων κίνητρα προς διευκόλυνση της προώθησης των Μ.Α.Κ. και των Μ.Α.Ε.Κ. στο επενδυτικό κοινό (μη επιβολή επιβαρύνσεων για πρόωρη άντληση κεφαλαίων από λογαριασμούς υπό προειδοποίηση, υπό την προϋπόθεση ότι τα αντλούμενα κεφάλαια θα χρησιμοποιηθούν για την αγορά των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων, παροχή δανείων με ευνοϊκούς όρους χρηματοδοτήσεως για το προσωπικό της Τράπεζας παροχή καταναλωτικών δανείων με ευνοϊκούς όρους χρηματοδοτήσεως σε νέους επενδυτές, παροχή δανείων καταναλωτικής, επαγγελματικής και στεγαστικής πίστεως με εξασφάλιση τα συγκεκριμένα επενδυτικά προϊόντα), κρίθηκε ότι από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι στη διαδικασία προώθησης των ΜΑ ΕΚ από την Τράπεζα εντοπίστηκαν σημεία παροχής επιλεκτικής πληροφόρησης προς τους πελάτες και παροχής κινήτρων προς ορισμένες κατηγορίες πελατών με ενδεχόμενο αποτέλεσμα να επηρεάζεται η απόφασή τους για επένδυση. Επομένως, προκύπτει ότι η εκκαλούσα κατά την προώθηση των ΜΑΕΚ ενήργησε με τρόπο, που ακόμη κι αν δεν ήταν στις προθέσεις της, φαίνεται να παρείχε επενδυτικές συμβουλές, χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις, κατά παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 16 της απόφασης 1/452/1.11.2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και χωρίς να έχει διενεργήσει ως όφειλε αξιολόγηση της καταλληλότητας των επενδυτών, κατά παράβαση της παρ. 4 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, γ) την από 25.2.2013 Έγγραφη Σύσταση του Συνηγόρου του Καταναλωτή (κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 Ν. 3297/2004) προς την εκκαλούσα, με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των άρθρων 4 παρ. 1,12 παρ. 3 και 25 Ν. 3606/2007, των άρθρων 8 παρ. 1 και 9ε Ν.2251/1994 και 197 ΑΚ, με αναφορά στα αυτά ως άνω πραγματικά περιστατικά, αλλά και με επισήμανση: γα) της ελλείψεως πιστοποιήσεως των αρμοδίων υπαλλήλων της εκκαλούσας για την παροχή των συγκεκριμένων επενδυτικών υπηρεσιών, και γβ) της συνδρομής περιπτώσεως συγκρούσεως συμφερόντων κατά την έκδοση και διάθεση των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων, διότι η εκκαλούσα είναι ταυτοχρόνως ο εκδότης αυτών και ο παρέχων την επενδυτική συμβουλή περί αγοράς τους και ως τούτου ενδεχομένως να μην έχει συμφέρον σε πλήρη ενημέρωση και διαφώτιση των υποψηφίων επενδυτών αναφορικώς με τα στοιχεία της επενδύσεως, διότι αυτό λογικώς θα απέτρεπε μέρος αυτών από την επένδυση, με συνέπεια την μη πλήρη κάλυψη της συγκεκριμένης εκδόσεως και δ) την από 13.9.2013 Απόφαση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου με θέμα «Παράλειψη συμμόρφωσης της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρίας Λτδ με ορισμένες διατάξεις του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου του 2007 και της Οδηγίας που εκδόθηκε βάσει του εν Λόγω Νόμου για την Επαγγελματική Συμπεριφορά των Τραπεζών κατά την Παροχή Επενδυτικών ή Παρεπόμενων Υπηρεσιών και κατά την Άσκηση Επενδυτικών Δράστηριοτήτων του 2007», με την οποία, με ανάλογο σκεπτικό, επιβλήθηκε στην εκκαλούσα διοικητικό πρόστιμο για παράβαση της προαναφερομένης κυπριακής νομοθεσίας περί παροχής επενδυτικών συμβουλών (παροχή μη σαφών, ανακριβών και παραπλανητικών πληροφοριών προς πελάτες ή πιθανούς πελάτες, παροχή πληροφορήσεως σε μη κατανοητή μορφή, παράλειψη αντλήσεως πληροφοριών για τους πελάτες ή πιθανούς πελάτες αναφορικώς με τη γνώση και την πείρα τους στον επενδυτικό τομέα, παροχή επενδυτικών συμβουλών από μη εγγεγραμμένα στο δημόσιο μητρώο πρόσωπα, παράλειψη γενικής περιγραφής της φύσεως και των κινδύνων των χρηματοοικονομικών μέσων με επαρκείς λεπτομέρειες, ώστε να είναι δυνατή η λήψη επενδυτικής αποφάσεως επί τη βάσει σωστής ενημερώσεως, παράλειψη αξιολογήσεως της καταλληλότητας των πελατών ή πιθανών πελατών να επενδύσουν σε αξιόγραφα). Ενόψει των προεκτεθέντων η ανωτέρω λεπτομερώς περιγραφείσα στο σκεπτικό παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των αρμοδίων υπαλλήλων της εκκαλούσας συνιστούν παράβαση: α) των διατάξεων του Ν. 3606/2007, ιδίως δε των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 1 και 2,4 παρ. 1 και 2 και 25 αυτού, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 4, 8, 12, 13 και 14 της υπ' αριθ. 1/452/1.11.2007 Αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ως και των άρθρων 281, 288 και 334 ΑΚ, β) της διατάξεως του άρθρου 8 Ν. 2251/1994 περί ευθύνης αυτής ως παρέχουσας τραπεζικές - επενδυτικές υπηρεσίες, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω στις υπό στοιχεία Ιβ και IV μείζονες σκέψεις, δεδομένου ότι η εκκαλούσα παραβίασε στοιχειώδεις συναλλακτικές της υποχρεώσεις, επιβαλλόμενες από την αρχή της καλής πίστεως, και δεν κατέβαλε πάσα δυνατή επιμέλεια κατά την εκπλήρωση της υποχρεώσεως ενημερώσεως, διαφωτίσεως και παροχής κατάλληλης συμβουλής στους αντισυμβαλλομένους της επενδυτές - καταναλωτές της παρεχόμενης επενδυτικής υπηρεσίας, εφεσίβλητο και γ) των διατάξεων των άρθρων 147,149 εδ. β', 297,298, 914 επ., 922 και 932 ΑΚ, καθόσον συνιστά εν ταυτώ αδικοπραξία, κατά τα αναλυτικώς εκτεθέντα ανωτέρω στις υπό στοιχεία II και III νομικές σκέψεις, διότι με απατηλά μέσα οι ως άνω προστηθέντες της εκκαλούσας, τραπεζικοί υπάλληλοι, δολίως προκάλεσαν στους εφεσιβλήτους, οι οποίοι ήταν συντηρητικοί πελάτες της τράπεζας με profile μέσου αποταμιευτή και επενδυτή, την απόφαση να επενδύσουν το σε χρήμα κεφάλαιο τους στα εν Λόγω επενδυτικά προϊόντα, παριστώντας σε αυτούς ψευδώς ότι αυτά αποτελούν ασφαλή για το κεφάλαιο τους επενδυτική επιλογή, ενώ σαφώς γνώριζαν ότι αυτό δεν ισχύει, περαιτέρω δε επιμελώς αποσιώπησαν τους κινδύνους των συγκεκριμένων επενδύσεων, προβάλλοντας σκοπίμως μόνο τα ελκυστικά στοιχεία αυτών, με μόνο σκοπό τη διασφάλιση της κεφαλαιακής επάρκειας της εκκαλούσας, μέσω της αντλήσεως κεφαλαίων από τα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα και εν τέλει δια της μετατροπής των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές, όπως τελικώς συνέβη, κατά τα προεκτεθέντα, με συνέπεια οι εφεσίβλητοι να υποστούν περιουσιακή ζημία, αλλά και ηθική βλάβη λόγω της ψυχικής ταλαιπωρίας, η οποία προκλήθηκε σε αυτούς από την απώλεια του κεφαλαίου τους υπό τις προπεριγραφείσες συνθήκες. Ήτοι, η ανωτέρω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά της εκκαλούσας και των προστηθέντων υπαλλήλων της, προκάλεσε αιτιωδώς τη ζημία που υπέστησαν οι εφεσίβλητοι, δεδομένου ότι, εάν η εκκαλούσα είχε παράσχει, ως ώφειλε κατά τις αρχές της καλής συναλλακτικής πίστης, τη δέουσα πλήρη ενημέρωση και διαφώτιση στους εφεσίβλητους πελάτες της ως προς τη φύση, τη λειτουργία και κυρίως, τους κινδύνους της επένδυσης στα συγκεκριμένα προϊόντα και δεν επεδείκνυε συστηματικώς την προπεριγραφείσα παραπλανητική συμπεριφορά, αυτοί δεν θα είχαν επενδύσει στα προϊόντα αυτά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία τους. Στην προκειμένη, δηλαδή, περίπτωση, νόμιμο λόγο ευθύνης της εκκαλούσας συνιστούν (και δη σωρευτικώς) η παράβαση της εν τοις πράγμασι καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως παροχής επενδυτικών συμβουλών (εν προκειμένω υπό τη μορφή της συστάσεως - παράβαση άρθρων 3 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1 και 2 και 25 Ν. 3606/2007, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 4, 8,12,13 και 14 της υπ' αριθ. 1/452/1.11.2007 Αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ως και των άρθρων 281, 288 ΑΚ), η παράβαση του άρθρου 8 Ν. 2251/1994 περί ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες και η αδικοπραξία (άρθρα 914 ε π. ΑΚ), ενώ ζημία συνιστά όχι αυτή καθ' εαυτή η μετατροπή κεφαλαίου (μετρητών χρημάτων) των εναγόντων σε μετοχές αλλά το γεγονός ότι το κεφάλαιο αυτό εξήλθε της περιουσίας τους και αντ' αυτού δεν εισήλθε ισοδύναμο ποιοτικώς μέγεθος, αλλά κάτι έτερο (aliud), ήτοι σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα, ιδιαιτέρως επισφαλή, μη παρέχοντα δικαίωμα επιστροφής του κεφαλαίου και, εν τέλει, μηδενικής αξίας λόγω της πραγματικής οικονομικής καταστάσεως της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, με συνέπεια η ζημία των εφεσιβλήτων να θεωρείται επελθούσα, ακόμη και σε περίπτωση, κατά την οποία δεν είχε χωρήσει μετατροπή σε τραπεζικές μετοχές. Μεταξύ των πλειόνων συρρεόντων νομίμων λόγων ευθύνης της εκκαλούσας και της ως άνω ζημίας των εφεσίβλητων υφίσταται, ως προελέχθη, πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, δεδομένου ότι, εάν η εναγόμενη είχε παράσχει, ως όφειλε κατά τις αρχές της καλής συναλλακτικής πίστης, τη δέουσα πλήρη ενημέρωση και διαφώτιση στους ενάγοντες - πελάτες της ως προς τη φύση, τη λειτουργία και, κυρίως, του κινδύνους της επένδυσης στα συγκεκριμένα προϊόντα και δεν επεδείκνυε συστηματικώς την περιγραφείσα παραπλανητική συμπεριφορά, οι εφεσίβλητοι, κατά τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν θα είχαν επενδύσει τα κεφάλαιά τους στα προϊόντα αυτά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατ' αποτέλεσμα έκρινε ομοίως με τα ανωτέρω, έστω και με εν μέρει ελλιπή και συνοπτικότερη αιτιολογία, είτε και εν μέρει σιωπηρώς, η οποία (αιτιολογία) το μεν αντικαθίσταται, το δε συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔΚ ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, γι' αυτό και οι περί του αντιθέτου σχετικοί ισχυρισμοί της εκκαλούσας, που περιέχονται στους ακόλουθους συναφείς λόγους έφεσης και σκέλη λόγων έφεσης, με τους οποίους η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία, του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και δη: α) στους 1ο και 3ο λόγους έφεσης, με τους οποίους όπως εκτιμάται, επαναφέρεται ο πρωτοδίκως απορριφθείς ισχυρισμός αυτής, περί εφαρμογής, στην προκείμενη περίπτωση, του άρθρου 15 της Οδηγίας 2003/71/ΕΚ, του άρθρου 34 του Κανονισμού 809/2004 και του άρθρου 15 του ν. 3401 2005 και με τους οποίους αντίστοιχα η εκκαλούσα παραπονείται περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 330 ΑΚ και άρθρου 25 του ν. 3606/2007, από την εκκαλουμένη, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, για το λόγο ότι η διάθεση του επίδικου προϊόντος δεν αποτελεί επενδυτική υπηρεσία αναφερόμενη στο ν. 3606/2007, β) στο 2ο λόγο έφεσης, με τον οποίο, όπως εκτιμάται, η εκκαλούσα παραπονείται περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής από την εκκαλουμένη των διατάξεων των άρθρων 281, 288 ΑΚ, 8 παρ. 1, 2,3,4, του ν. 2251/1994, ως στοιχεία της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, για το λόγο ότι δεν υπήρξε παράβαση των συναλλακτικών υποχρεώσεών της τόσο ως προς την παροχή επενδυτικών συμβουλών για την επένδυση των εφεσιβλήτων στα επίδικα προϊόντα, όσο και ως προς την ασφάλεια του κεφαλαίου τους, γ) στον 4ο λόγο έφεσης, με τον οποίο, όπως εκτιμάται, η εκκαλούσα παραπονείται περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων και εσφαλμένης κρίσης της εκκαλουμένης, αναφορικά με τη μη ικανότητα των εφεσιβλήτων να κατανοήσουν τη φύση, τους όρους και τους κινδύνους των επίδικων αξιογράφων, λόγω εξαπάτησής τους από την ίδια, δ) στον 5ο λόγο έφεσης, ως προς τα σχετικά σκέλη τον, όπως αυτός εκτιμάται: δα) περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων και εσφαλμένης κρίσης της εκκαλουμένης, αναφορικά με το λόγο έκδοσης των επίδικων προϊόντων Μ.Α.Ε.Κ., ο οποίος κατά τον επαναφερόμενο και πρωτοδίκως απορριφθέντα ισχυρισμό της εκκαλούσας ήταν η προληπτική ενίσχυση της και δβ) περί του ότι η εκκαλουμένη απόφαση με την κρίση της για αποφυγή από την εκκαλούσα να αποτυπώσει λογιστικά τη ζημία εκ της επένδυσης σε ΟΕΔ, έχει προβεί σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Διεθνούς Λογιστικού Προτύπου 39 του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 7 και των Κανονισμών 1606/2002 και 1126/1998 και ε) στον 6ο λόγο έφεσης, ως προς το σχετικό σκέλος του, με το οποίο, όπως εκτιμάται, επαναφέρεται ο πρωτοδίκως απορριφθείς ισχυρισμός της εκκαλούσας, περί έλλειψης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του προβαλλόμενου από τους εφεσίβλητους ως ζημιογόνου γεγονότος της εξαπάτησής τους από την εκκαλούσα και της ζημίας αυτών και αντίστοιχα εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 914, 297,298,932 ΑΚ, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κρίνονται στο σύνολο τους απορριπτέοι ως αβάσιμοι, όπως αντίστοιχα κρίνονται απορριπτέοι ας ουσιαστικά αβάσιμοι και οι παραπάνω λόγοι, αλλά και σκέλη λόγων της κρινόμενης έφεσης. Περαιτέρω και αναφορικά με τους διαλαμβανόμενους στο συναφές σκέλος του 5ου λόγου της κρινόμενης έφεσης, ισχυρισμούς της εκκαλούσας, περί του ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε: α) ότι αποδείχθηκε η ύπαρξη αφερεγγυότητας της εκκαλούσας λόγω της επένδυσης σε ΟΕΔ, ενώ αντιθέτως η ίδια ήταν απολύτως φερέγγυα, β) ότι η επένδυση της ιδίας σε ΟΕΔ συνδέεται αιτιωδώς με την ζημία των εφεσιβλήτων και γ) περί ύπαρξης κεφαλαιακής ανεπάρκειας της, λόγω αύξησης της έκθεσής της σε Ο.Ε.Δ. και της απομείωσης αυτών, αυτοί κρίνονται πρωτίστως απορριπτέοι ας αλυσιτελώς προβαλλόμενοι, καθόσον το παρόν Δικαστήριο δεν στήριξε την κρίση περί των ανωτέρω αποδειχθέντων, στα ως άνω διαλαμβανόμενα στο κρινόμενο σκέλος του συγκεκριμένου λόγου έφεσης.

 

VI. Από τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, προκύπτει και ότι, επί αγωγής αποζημίωσης από αδικοπραξία (άρθρα 914, 297, 298 ΑΚ), αν ο εκκαλών με την έφεση προσβάλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς την υπαιτιότητα, συμπροσβάλλεται και το κεφάλαιο της αποζημίωσης, για υλικές ζημίες, αλλά και για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, γιατί στο εκκληθέν κεφάλαιο της υπαιτιότητας περιλαμβάνεται και το κεφάλαιο της αποζημίωσης, το οποίο συνέχεται αναγκαστικά με το κεφάλαιο της υπαιτιότητας (ΑΠ 1092-2002 ΕλλΔνη 45,152, ΕφΛαρ 210/2018, ΤριμΕφΑΘ 1168/2021 ΤΝΠΙ ΔΣΑ, ΕφΠειρ 110/2018, ΕφΛαρ 29/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ). Τέλος, αποδείχθηκε ότι από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εκκαλούσας — εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες υπέστησαν ηθική βλάβη, εξαιτίας της στεναχώριας, της απογοήτευσης και της ψυχικής ταλαιπωρίας που υπέστησαν από την απώλεια του κεφαλαίου του, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, η οποία, λαμβανομένων υπόψη την συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εκκαλούσας της έντασης του δόλου της, των κινήτρων της, τις συνέπειες της αδικοπραξίας για τους εφεσίβλητους, το είδος και την έκταση της ζημίας τους, καθώς και της εν γένει κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ για τον καθένα τους. Η εν λόγω χρηματική ικανοποίηση κρίνεται, εύλογη, ενόψει όλων την προαναφερόμενων στοιχείων, καθώς δεν υποβαθμίζει την απαξία της πράξης της εκκαλούσας αλλά ούτε και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, καταλήγοντας σε υπέρμετρο πλουτισμό των εφεσιβλήτων (άρθρ 25 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος και 2,9 § 2 και 10 § 2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή εξειδικεύεται με τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ. Ενόψει την ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ομοίως και καθόρισε το ποσό της εύλογης χρηματικής κακοποίησης των εναγόντων - εφεσιβλήτων, λόγω της ηθικής τους βλάβης από την ως άνω αιτία, στο ίδιο ως άνω ποσό των 3.000 ευρώ, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, ενώ σημειωτέον ότι το παρόν Δικαστήριο, αναφορικά με τον καθορισμό του ποσού χρηματικής ικανοποίησης από την εν λόγω αιτία, δεν θα δύνατο σε κάθε περίπτωση να καθορίσει μείζον του πρωτοδίκως επιδικασθέντος, καθώς έτσι θα καθίστατο χειρότερη η θέση της εκκαλούσας χωρίς την ύπαρξη αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης του εφεσιβλήτου, απορριπτομένου του συναφούς σκέλους του έκτου λόγου έφεσης, με το οποίο αυτή παραπονείται για κακή εκτίμηση των αποδείξεων με τον οποίο προσβάλλεται, όπως εκτιμάται και η υπαιτιότητα και κατ' αναγκαία ακολουθία, κατά τα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη υπό στοιχείο (VI) ειδικότερα εκτιθέμενα και το κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.

 

VII. Κατά το άρθρο 300 ππρ.1 εδ. α ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκταση της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: α) η ύπαρξη υποχρέωσης προς αποζημίωση και β) ο ζημιωθείς να συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία του ή την έκταση της, δηλαδή η συμπεριφορά του να συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση ή την έκταση της ζημίας του. Η έννοια της συνυπαιτιότητας είναι νομική και γι' αυτό η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος για την επέλευση της ζημίας του ή την έκταση της, δηλαδή ως προς το αν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανέλεγκτα ως αποδειχθέντα συγκροτούν ή όχι την έννοια της συνυπαιτιότητας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας (ΑΠ 1406/2021, 551/2020, ΑΠ 867/2020, ΑΠ 188/2015, ΑΠ 1673/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ). Ακολούθως, με τον έβδομο λόγο της κρινόμενης έφεσης, επαναφέρεται, όπως εκτιμάται ο προβληθείς με τις προτάσεις της εκκαλούσας - εναγομένης, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, επικουρικός ισχυρισμός περί του ότι οι εφεσίβλητοι -ενάγοντες είναι συνυπαίτιοι, αφενός στην πρόκληση και αφετέρου στην έκταση της ζημίας τους, διότι μπορούσαν να αποφύγουν την επέλευσή της ή να περιορίσουν αυτήν, καθώς ως μέσοι συνετοί συναλλασσόμενοι πολίτες έχοντες (ορισμένη) επενδυτική εμπειρία γνώριζαν τη φύση, το είδος και το περιεχόμενο της επένδυσης τους και, λόγω της ενημέρωσης που λάμβαναν, γνώριζαν τους παράγοντες κινδύνου και το γεγονός ότι επρόκειτο για επενδυτικό προϊόν στο οποίο θα μπορούσαν να μην επενδύσουν. Ο εν λόγω, όμως, ισχυρισμός, που κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ως νόμιμη εκ του άρθρου 300 παρ. 1 ΑΚ ένσταση, σύμφωνα με τα ως άνω στη σχετική νομική σκέψη υπό στοιχείο (VIII) εκτιθέμενα, όπως άλλωστε και κρίνεται εκ νέου, είναι αβάσιμος κατ' ουσίαν, καθότι ως προς μεν το πρώτο σκέλος αυτού, από τις προπαρατεθείσες συνθήκες προσέγγισης των εφεσίβλητων από τους προστηθέντες υπαλλήλους της εκκαλούσας τράπεζας αλλά και της διαφημιστικής προώθησης σε αυτούς των σχετικών ως άνω επενδυτικών προϊόντων, με την εκ προθέσεως χρήση πεπλανημένων παραστάσεων, σχετιζόμενων με τη φύση αυτών (επενδυτικών προϊόντων) και την εξασφάλιση του επενδυομένου κεφαλαίου, υπήρχε ως σκοπός, ο επηρεασμός της βούλησης των εφεσιβλήτων, όπως και αποδείχθηκε, κατά τα ανωτέρω ότι συνέβη, ενώ κατά το δεύτερο σκέλος του, καθότι η προεκτεθείσα υπαίτια συμπεριφορά της εκκαλούσας, διά των προαναφερθέντων υπαλλήλων της, εξακολούθησε, καθ' όλη τη διάρκεια της διακράτησης του επίδικου προϊόντος από τους εφεσίβλητους και, συνεπώς, οι τελευταίοι δεν είχαν ολοκληρωμένη εικόνα για τον υψηλό και μη ανταποκρινόμενο στο συντηρητικό επενδυτικό προφίλ τους, πιστωτικό κίνδυνο, που είχαν αναλάβει και, ως εκ τούτου, δεν ήταν σε θέση να λάβουν απόφαση ρευστοποίησης στηριζόμενοι σε ασφαλή κριτήρια. Η δε τυχόν επιλογή τους να συναινέσουν σε πρόταση εξαγοράς του ομολόγου από την εκδότρια αυτού σε συγκεκριμένο ποσοστό της ονομαστικής αξίας του κατά τον ως άνω χρόνο, Λαμβανομένου υπόψη ότι θα συνοδευόταν και από προφανή παραίτηση τους από το δικαίωμά τους για αποζημίωση, θα συνιστούσε επιλογή οικονομικής ζημίας τους και όχι περιστολή αυτής, δοθέντος και ότι επιδίωξή τους και αντίστοιχα διαβεβαίωση των προστηθέντων υπαλλήλων της εκκαλούσας, ήταν η διατήρηση ασφαλούς και ακέραιου του κεφαλαίου τους. Λαμβανομένου δε υπόψη, ότι οι εφεσίβλητοι, κατά τα ανωτέρω, λάμβαναν κανονικά τόκους, ενώ είχαν και τακτικές επικοινωνίες με τους υπαλλήλους της εκκαλούσας, στις οποίες δεν αναφέρθηκε σχετικό ζήτημα, δεν συνέτρεχε λόγος να προβούν (οι εφεσίβλητοι) σε πώληση των (ΜΧ. 2013/2018) και όχι σε ανταλλαγή τους με τα (Μ.Α.Κ. και τα Μ.Α.Ε.Κ), χωρίς να δύναται ως εκ τούτου να τους αποδοθεί γεγονός, το οποίο να συνιστά οποιαδήποτε συνυπαιτιότητα τους, ως προς το επελθόν για τους ίδιους ως άνω ζημιογόνο αποτέλεσμα της απώλειας του επενδυθέντος κεφαλαίου τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο και στην προκειμένη περίπτωση έκρινε ομοίως ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, γι' αυτό και ο παραπάνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ακολούθως, η εκκαλούσα — εναγόμενη με τον (8ο) λόγο της κρινόμενης έφεσης, επαναφέρει τον πρωτοδίκως επικουρικά προβληθέντα ισχυρισμό της περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας και ειδικότερα ότι σε περίπτωση, που γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή, από το ποσό που τυχόν επιδικαστεί στους εφεσίβλητους -ενάγοντες ως αποζημίωση πρέπει να αφαιρεθούν τα ποσά, που αυτοί εισέπραξαν ως τόκους από τα ανωτέρω προϊόντα, συνολικού ύψους 19.779,30 ευρώ για τον πρώτο των εναγόντων και ήδη πρώτο των εφεσιβλήτων και 22.453,35 ευρώ για τον δεύτερο των εναγόντων και ήδη δεύτερο των εφεσιβλήτων. Ο ισχυρισμός αυτός, που κρίθηκε, επίσης από την εκκαλουμένη, ως νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297,298 ΑΚ, ένσταση, όπως αυτές αναλύονται ανωτέρω στην οικεία μείζονα σκέψη υπό στοιχείο (III β), κρίνεται εκ νέου νόμιμος, κατά τα ανωτέρω, ισχυρισμός, πλην όμως, είναι απορριπτέος ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, καθόσον ελλείπει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος, ο οποίος δεν υφίσταται όταν ζημία και ωφέλεια στηρίζονται σε διαφορετική αιτία έκαστη, ή το όφελος προέκυψε από παρεμβολή εκτάκτων περιστατικών, δοθέντος ότι στην προκείμενη περίπτωση το κέρδος των εφεσιβλήτων από την ως άνω αιτία δεν προέρχεται από το ζημιογόνο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου τους, λόγω της άδικης πράξης της εκκαλούσας - εναγομένης, αλλά συνιστά καρπό των επίδικων επενδύσεων από την παραχώρηση του κεφαλαίου τους και κατά συνέπεια, δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία των τελευταίων (ΑΠ 244/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑΘ 4841/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο και στην προκείμενη περίπτωση απέρριψε ομοίως το συγκεκριμένο επικουρικά προβαλλόμενο ισχυρισμό, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, γι' αυτό και πρέπει ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εκκαλούσας - εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας να καταβάλει στους εφεσίβλητους — ενάγοντες ως αποκαταστατέα, περιουσιακή και μη, ζημία αυτού, το συνολικό ποσό των 226.427 (223.427 + 3.000) για τον πρώτο των εναγόντων - πρώτο των εφεσιβλήτων και 108.000 (105.000 + 3.000) ευρώ, για τον δεύτερο των εναγόντων - δεύτερο των εφεσίβλητων για τις προαναφερόμενες αιτίες, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της από 11.4.2014 αγωγής τους (με αριθμούς καταθέσης ………./2014), ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, γι' αυτό και τα μη έτι εξετασθέντα, λοιπά περί του αντιθέτου σκέλη των 5ου και 6ου λόγων της κρινόμενης έφεσης, όπως εκτιμώνται αυτά, πέραν όλων των ανωτέρω εξετασθέντων και απορριφθέντων λόγων έφεσης και σκελών αυτών, με τα οποία η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, κρίνονται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα, όπως αντίστοιχα κρίνεται απορριπτέα ας ουσιαστικά αβάσιμη η κρινόμενη έφεση στο σύνολο της. Περαιτέρω, η εκκαλούσα — εναγομένη πρέπει εξαιτίας της ήττας της να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων — εναγόντων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 106, 176, 183 του ΚΠολΔ και άρθρο 69 ν. 4194/2013 ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ-), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, το παράβολο έφεσης που κατέθεσε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας κατά την κατάθεση της ένδικης έφεσης, πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο λόγω της ήττας αυτής (εκκαλούσας) σε τούτη τη δίκη, (βλ. άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την εφαρμογή του Ν. 4335/2015 λόγω του χρόνου κατάθεσης της έφεσης).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ' ουσίαν την από 10.5.2022 με αρ. κατ. ……../28.7.2023 (αρ. κατ. εφετείου ………../28.7.2023) έφεση.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας — εναγομένης, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων — εναγόντων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δέκα χιλιάδων τριάντα πέντε ευρώ (10.035 €) ευρώ.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου, στο Δημόσιο Ταμείο.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του, στην Αθήνα και σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις 19.2.2025.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ