ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΕφΑθ 1922/2025

 

Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου («ΜΑΕΚ») και Μετατρέψιμα Χρεόγραφα («ΜΧ») -.

 

Από την υπαίτια παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης, η οποία δεν τήρησε τις υποχρεώσεις σαφούς πληροφόρησης και πλήρους διαφώτισης, που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τη γενική υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας στις συναλλαγές, καθώς και τις προστατευτικές των συμφερόντων του επενδυτή και του καταναλωτή διατάξεις, οι ενάγοντες υπέστησαν αιτιωδώς συνδεόμενη ζημία, συνιστάμενη στην απώλεια του επενδυμένου κεφαλαίου τους. Δέχεται την έφεση των εναγόντων - πελατών της τράπεζας.

 

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

16° ΤΜΗΜΑ

 

Αριθμός Απόφασης 1922/2025

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή, Ιωάννα Β. Κατσουλίδη, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών και την Γραμματέα Ευστρατία Μούσδη.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 31 Οκτωβρίου 2024 για να δικάσει την από 10-7-2023 και με αριθμό κατάθεσης ./2023 έφεση και την από 17-7-2023 και με αριθμό κατάθεσης ./2023 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 7626/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία), μεταξύ :

 

Α’ ΕΦΕΣΗ (./2023) :

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ - ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ : 1) .], κατοίκου Αλίμου Αττικής, στην οδό ., με Α.Φ.Μ. ., 2) ., κατοίκου Ναυπλίου στην οδό ., με Α.Φ.Μ. ., 3) ., κατοίκου Ναυπλίου ομοίως ως άνω, με Α.Φ.Μ. ., 4) ., το γένος ., κατοίκου Άριας Ναυπλίου στην οδό ., με Α.Φ.Μ. ., 5) ., το γένος ., κατοίκου Ναυπλίου στην οδό ., με Α.Φ.Μ. ., νομιμοποιούμενοι οι 2ος, 3ος, 4η και 5η εξ αυτών υπό την ιδιότητά τους ως συγκληρονόμοι τού κατά την 24-7-2016 αποβιώσαντος αδελφού τους και αρχικώς ενάγοντας . (κατοίκου εν ζωή Γλυφάδας Αττικής στην οδό ., με Α.Φ.Μ. .) κατά ποσοστό 1/4 % έκαστος εξ αυτών, 6) ., κατοίκου Θεσσαλονίκης στην οδό ., με Α.Φ.Μ. . και 7) ., κατοίκου Κοζάνης στην οδό ., με Α.Φ.Μ. ., οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Δομίνικου Αρβανίτη του Δ.Σ. Αθηνών, με τη δήλωση του άρθρου 242 Κ.Πολ.Δ..

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ (Λ.Τ.Δ.)» και διακριτικό τίτλο «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ» που εδρεύει στην Λευκωσία Κύπρου (οδό Στασινού 51, Στρόβολος), νομίμως εγκατεστημένης στην Ελλάδα, διά του υποκαταστήματος της στην Αθήνα επί της Λ. Αλεξάνδρας 192, με Α.Φ.Μ. ., η οποία στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου εκπροσωπήθηκε από τις πληρεξούσιες δικηγόρους Μαρία ΦΕΡΦΕΛΗ και Ελένη ΔΗΜΟΥ του Δ. Σ. Αθηνών, με τη δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ..

 

Β’ ΕΦΕΣΗ (./2023) :

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ - ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ : 1. . κατοίκου Βόλου Ν. Μαγνησίας στην οδό ., με Α.Φ.Μ. . και 2) . κατοίκου Ιεράς Πόλεως του Μεσολογγίου στην οδό ., με Α.Φ.Μ. ., οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Αναστάσιου Σπυρίδη του Δ.Σ. Αθηνών, με δήλωση του άρθρου 242 Κ.Πολ.Δ..

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΑΗΤΗΣ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ (Λ.Τ.Δ.)» και διακριτικό τίτλο «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ» που εδρεύει στην Λευκωσία Κύπρου (οδό Στασινού 51, Στρόβολος), νομίμως εγκατεστημένης στην Ελλάδα, διά του υποκαταστήματος της στην Αθήνα επί της Λ. Αλεξάνδρας 192, με Α.Φ.Μ. ., η οποία στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου εκπροσωπήθηκε από τις πληρεξούσιες δικηγόρους Μαρία ΦΕΡΦΕΛΗ και Ελένη ΔΗΜΟΥ του Δ. Σ. Αθηνών, με τη δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ..

 

Οι ενάγοντες ήδη εκκαλούντες άσκησαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την από 15-7-2013 (αριθμ. κατ. ./2013) αγωγή τους σε βάρος της εφεσίβλητης - εναγομένης, επί της οποίας εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ' αριθμ. 7626/2021 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου (τακτική διαδικασία), που απέρριψε την αγωγή.

 

Την απόφαση αυτή προσβάλουν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με τις από ./2023 και ./2023 εφέσεις, ως ανωτέρω εκτέθηκε, η συζήτηση των οποίων προσδιορίστηκε, στο παρόν Δικαστήριο με τις υπ’ αριθμ. ./2023 και ./2023 πράξεις της Γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

 

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το σχετικό πινάκιο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν αυτές δεκτές.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Φέρονται ενώπιον του Δικαστηρίου προς συζήτηση η από 10-7-2023 και με αριθμό κατάθεσης ./2023 έφεση του δεύτερου, τρίτου (ο οποίος απεβίωσε και στην θέση του υπεισήλθαν οι νόμιμοι κληρονόμοι του, …), έβδομου και όγδοου των εναγόντων και η από 17-7-2023 και με αριθμό κατάθεσης ./2023 έφεση του ένατου και δέκατου των εναγόντων. Οι εφέσεις αυτές, στρεφόμενες κατά της ίδιας απόφασης και υπαγόμενες στο ίδιο είδος διαδικασίας (τακτική διαδικασία), πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω προφανούς μετάξι') τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωσης των εξόδων (άρθρα 33 και 246 Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, οι ανωτέρω εφέσεις κατά της υπ’ αριθμ. 7626/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των παρόντων διαδίκων, επί της από 15-7-2013 αγωγής, κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί νομοτύπως (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513, 516, 517 εδ. α' και 520 Κ.Πολ.Δ.) και εμπροθέσμως, προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης (άρθρο 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), εντός διετίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης (καθώς δεν προκύπτει, από τα προσκομιζόμενα εκ μέρους των διαδίκων έγγραφα ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στις εκκαλούσες) και εισάγεται αρμοδίως στο παρόν Δικαστήριο (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.) κατά την τακτική διαδικασία (άρθρο 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικώς δεκτές (δεδομένου ότι έχουν καταβληθεί, όπως απαιτείται κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ,Δ., τα υπ’ αριθμ. 5981 8065 3954 0102 0080 και 6002 9962 7954 0115 0046 e παράβολα) και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια διαδικασία.

 

1.         Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330, 914 και 932 Α.Κ. προκύπτει ότι προϋποθέσεις για τη γένεση ευθύνης για αποζημίωση ή (και) χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης (ή της ψυχικής οδύνης) λόγω αδικοπραξίας είναι : α) η ύπαρξη ζημιογόνου συμπεριφοράς (πράξης ή παράλειψης), β) ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) η υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, που περιλαμβάνει τον δόλο και την αμέλεια, και δ) η κατάφαση πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά, είτε ως θετική ενέργεια, είτε ως παράλειψη ορισμένης ενέργειας, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος. Γίνεται, ωστόσο, δεκτό ότι για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα' δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο- της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικός επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΑΠ 2061/2022 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΑΠ 1284/2017, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 449/2014, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΑΠ 457/2011, ΧρΙΔ 2012. 33, ΑΠ 405/2007, Αρμ 2008. 239, ΕφΛαμ 186/2011, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 37/2009, ΕφΑΔ 2009. 593). Η παράλειψη ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκόψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 354/2022, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 2061/2022, ό.π., ΑΠ 342/2021, ό.π., ΑΠ 459/2021, ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 1185/2021, ΑΠ 1406/2021, ΑΠ 1564/2021, ΑΠ 1228/2019, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν ή πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε, αντικειμενικά, να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα. Το ζήτημα τούτο κρίνεται εκ των προτέρων και ποτέ εκ των υστέρων. Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου (πρβλ. ΑΠ 1083/2022, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΑΠ 2061/2022, ό.π., ΑΠ 1182/2021, ό.π., ΑΠ 1183/2021, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΕφΑθ 4387/2022 Νόμος).

 

Περαιτέρω, ειδικότερες μορφές της υποχρέωσης πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των αγαθών των άλλων, η οποία θεμελιώνει το στοιχείο 4 του παρανόμου κατά τα ανωτέρω, αποτελούν οι υποχρεώσεις διαφώτισης/ενημέρωσης και συμβουλευτικής καθοδήγησης/προειδοποίησης του πελάτη εκ μέρους της τράπεζας, οι οποίες στηρίζονται στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ τράπεζας - πελάτη. Η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των ως άνω υποχρεώσεων θεμελιώνει αδικοπρακτική της ευθύνη, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις αυτής (ευθύνης), ήτοι η υπαιτιότητα και η επέλευση ζημίας, αιτιωδώς συνδεόμενης με την παράνομη συμπεριφορά της τράπεζας, με την έννοια ότι η παράβαση των απορρεουσών από την καλή πίστη υποχρεώσεων της τράπεζας αποτελεί όρο, κατ' αντικειμενική πρόγνωση, πρόσφορο να οδηγήσει στο αποτέλεσμα της ζημίας. Υπό την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί τη μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και, κυρίως, να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με τη ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, να αξιολογήσει, ακολούθως, ιδίως τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού τράπεζα. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 10 του ν. 3587/2007 (και πριν από την τροποποίηση του ν. 2251/1994 με τον ν. 4512/2018, οι ρυθμίσεις του οποίου, σύμφωνα με τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 111 αυτού σε συνδ. με το άρθρο 126, δεν καταλαμβάνουν τις συμβάσεις, που έχουν συναφθεί έως και τις 17.3.2018), που ορίζουν, μεταξύ άλλων, ότι "ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή" (παρ. 1 εδ. αθ, ότι "ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο" (παρ. 1 εδ. Βά), ότι "ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας" (παρ. 3) και ότι "ο παρέχων υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης για την έλλειψη παρανομίας και υπαιτιότητάς του" (παρ. 4 εδ. α'), προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντας υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα, έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή συμβεβλημένου προσώπου μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική, είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντας τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών - επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 2251/1994 (ΑΠ 63/2022 Νόμος, ΑΠ 354/2022, ό.π„ ΑΠ 1083/2022, ό.π., ΑΠ 1411/2022 Νόμος, ΑΠ 2061/2022, ό.π., ΑΠ 1564/2021, ό.π., ΑΠ 1228/2019, ό.π., ΑΠ 974/2018, ΧρΙΔ 2019. 270, ΕφΑθ 2300/2023 Νόμος].

 

Ειδικότερα, προϋποθέσεις για τη Θεμελίωση ευθύνης σε βάρος του παρέχοντας υπηρεσίες, δυνάμει του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, είναι οι εξής: 1) η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, 2) η υπαιτιότητα του παρέχοντας υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία υπαιτιότητα τεκμαίρεται, διότι εισάγεται νόθος αντικειμενική ευθύνη (ΟλΑΠ 18/1999, ΕλλΔνη 1999. 129) και ο παρέχων έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψής της, 30 παράνομη συμπεριφορά, ήτοι συμπεριφορά του παρέχοντας υπηρεσίες που δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή τέχνης του, 4) ζημία με βάση το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης (άρθρα 297, 298 ΑΚ) και 5) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. Εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, ο βλαπτόμενος και υφιστάμενος ζημία δύναται με αγωγή κατά του παρέχοντας τις υπηρεσίες (η οποία δεν αποκλείει την κοινή αδικοπρακτική ούτε την ενδοσυμβατική ευθύνη κατά τον ΑΚ) να αξιώσει την αποκατάστασή της (βλ. ΑΠ 63/2022, ό.π., ΑΠ 589/2001, ΕλλΔνη 2002. 422, ΕφΑθ 2300/2023, ό.π.). Εξάλλου, προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 είναι η περιουσία του αποδέκτη των υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής υπηρεσιών. Οι αποδέκτες επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της εν λόγω διάταξης (ΑΠ 63/2022, ό.π., ΑΠ 354/2022, ό.π., ΑΠ 1564/2021, ό.π., ΑΠ 1228/2019, ό.π., ΕφΑθ 480/2023, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος). Ο ανωτέρω νόμος έχει, τέλος, συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε "προμηθευτή" (επομένως και στις τράπεζες) την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου "καταναλωτή" (επομένως και του ιδιώτη επενδυτή), ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής, να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του "προμηθευτή" προβλέπονται ιδίως στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται στην "απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών". Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε "εμπορία υπηρεσιών από απόσταση", αφορούν, όμως -με τελολογική ερμηνεία τους- αυτονόητα κάθε συναλλαγή με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσομένων. Η προβλεπόμενη στον νόμο κύρωση για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης εκ μέρους του "προμηθευτή" συνίσταται κυρίως σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9Θ του ανωτέρω νόμου) (ΑΠ 63/2022, ό.π., ΛΠ 354/2022, ό.π., ΑΠ 1564/2021, ό.π., ΑΠ 1228/2019, ό.π., ΑΠ 974/2018, ό.π.). Εξάλλου, οι διατάξεις του ν. 2251/1994, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 και 5 αυτού, κατισχύουν -ως ειδικές- πάσης άλλης διάταξης, αντιβαίνουσας σε αυτές ή αναφερομένης σε θέματα ρυθμιζόμενα από αυτές, επομένως και των διατάξεων των άρθρων 914 επ. ΑΚ, εκτός εάν οι κοινές διατάξεις παρέχουν στον καταναλωτή μείζονα προστασία από την ειδική ρύθμιση του νόμου αυτού, με εξαίρεση τις διατάξεις, οι οποίες αφορούν σε παραγραφές και αποκλειστικές προθεσμίες (ΕφΑθ 1401/2023, ΕφΑθ 608/2022, ΕφΑθ 3437/2022, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 3270/2012, ΕΕμπΔ 2013. 575, ΕφΘεσσ 1133/2004, ΕΕμπΔ 2004.980). Ενόψει των ανωτέρω, η παροχή επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους πιστωτικών ιδρυμάτων ή εταιρειών παροχής επενδυτικών συμβουλών αναμφιβόλως εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της ως άνω διάταξης του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, εφόσον ο επενδυτής έχει, εν πάση περιπτώσει, την ιδιότητα του «τελικού αποδέκτη» της σχετικής τραπεζικής -επενδυτικής υπηρεσίας, και μάλιστα ανεξαρτήτως, κατ’ αρχήν της ιδιότητας αυτού ως «ερασιτέχνη» ή «επαγγελματία» επενδυτή (ΕφΑθ 1401/2023, ό.π., ΕφΑθ 608/2022, ό.π.).

 

Περαιτέρω, σε περίπτωση διαμεσολάβησης πιστωτικού ιδρύματος (τράπεζας) κατά τις συναλλαγές με αντικείμενο χρηματοπιστωτικά προϊόντα, πρέπει κατ’ αρχήν να θεωρείται υφιστάμενη η μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και του πελάτη αυτού - επενδυτή σύμβαση με αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει την υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος να δίδει συμβουλές στους πελάτες του αναφορικά με χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Πρέπει, δε, ακόμη, να γίνει δεκτό ότι στις περιπτώσεις αυτές έχει συναφθεί σιωπηρώς τοιαύτη σύμβαση, έστω και εάν δεν έχει τηρηθεί κάποιος τύπος, όπως είναι σύνηθες στην πράξη. Στοιχεία, τα οποία φανερώνουν τη δικαιοπρακτική βούληση των μερών στην περίπτωση αυτή, είναι ότι: α) για τον παρέχοντα επενδυτικές υπηρεσίες είναι προφανής η μεγάλη σημασία της πληροφόρησης για τον δυνητικό επενδυτή, διότι η πληροφόρηση αυτή θα αποτελέσει τη βάση της λήψης σοβαρών αποφάσεων εκ μέρους του τελευταίου για τη διαχείριση των κεφαλαίων του, β) καθώς ο μέσος επενδυτής είναι συνήθως άπειρος περί τη χρηματιστηριακή - επενδυτική πρακτική των εγχώριων και διεθνών αγορών, ενώ οι εν λόγω επιχειρήσεις διαθέτουν ειδικές γνώσεις για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, ο επενδυτής κατά κανόνα αποφασίζει βάσει των συμβουλών των επιχειρήσεων αυτών, τις εμπιστεύεται και αναμένει υπεύθυνη πληροφόρηση, η παροχή της οποίας ανάγεται στην επαγγελματική δραστηριότητά τους, και γ) οι ως άνω επιχειρήσεις αποκομίζουν ίδιο οικονομικό όφελος από την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή, τουλάχιστον, έμμεσο (ΕφΑθ 1401/2023, ό.π., ΕφΑθ 608/2022, ό.π., ΕφΑθ 566/2019 Νόμος, Ε. Αλεξανδρίδου, Τα επενδυτικά προϊόντα της Lehman Brothers και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών, ΔΕΕ 2010. 136). Τα ανωτέρω, αντιθέτως, δεν είναι δυνατόν να ισχύουν, εάν ο επενδυτής, χωρίς να ζητήσει ή δεχθεί οιαδήποτε πρόταση ή υπόδειξη ή συμβουλή ή χρηστική πληροφορία (πέραν των κοινώς γνωστών «τεχνικών» στοιχείων, όπως η φύση του επενδυτικού προϊόντος, η διάρκεια της επένδυσης, η απόδοση αυτής κ.λπ.), ως προς συγκεκριμένη επένδυση από το παρέχον επενδυτικές υπηρεσίες πιστωτικό ίδρυμα ή την ΕΠΕΥ, δίδει προς τους τελευταίους απλή εντολή προς εκτέλεση επενδυτικής πράξης, την οποία έχει προαποφασίσει, χωρίς οποιαδήποτε συνδρομή ή πρόταση ή εν γένει πρωτοβουλία τους, διότι στην περίπτωση αυτή προδήλως δεν τίθεται ζήτημα παροχής οιασδήποτε συμβουλής επενδυτικής φύσεως (ΕφΑθ 608/2022, ό.π.).

 

2.         Πέραν, δε, της θεμελίωσης των υποχρεώσεων συμβουλευτικής καθοδήγησης και ενημέρωσης του καταναλωτή στη γενική υποχρέωση πρόνοιας, που απορρέει από την καλή πίστη, καθώς επίσης και στον κοινοτικής προέλευσης νόμο για την προστασία του καταναλωτή, το καθήκον παροχής συμβουλών στον καταναλωτή απαντάται και στο κοινοτικό δίκαιο των επενδυτικών υπηρεσιών και, ειδικότερα, στο άρθρο 19 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, γνωστής και ως «MiFID», για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου γίνεται δεκτό ότι για την παροχή εύλογων συμβουλών λαμβάνεται υπόψη η καλύτερη εξυπηρέτηση του συμφέροντος του πελάτη. Η παραπάνω οδηγία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με τον ν. 3606/2007 («Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις»). Σκοπός, δε, του πρώτου μέρους του συγκεκριμένου νόμου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 αυτού, «είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου "Για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 (L 145/30.4.2004)». Περαιτέρω, ο ν. 3606/2007, ο οποίος ναι μεν καταργήθηκε με τον ομότιτλο ν. 4514/2018 («Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις»), αλλά εξακολουθεί να εφαρμόζεται επί πράξεων ή παραλείψεων τελεσθεισών μέχρι τη θέση σε ισχύ του ν. 4514/2018 (άρθρο 98 παρ. 1 αυτού), προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: 1) «1. Οι διατάξεις του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού εφαρμόζονται στις ΑΕΠΕΥ, στις οργανωμένες αγορές και τους διαχειριστές αγοράς, καθώς και στις Ανώνυμες Εταιρίες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ), εφόσον παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας τους. 2. Στα πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον παρέχουν μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις : (α) το άρθρο 2, (β) η παράγραφος 5 του άρθρου αυτού, καθώς και τα άρθρα 6, 7, 12 έως 15 και 19, (γ) τα άρθρα 25 έως 30, [δ] οι παράγραφοι 1, 6 και 7 του άρθρου 31, οι παράγραφοι 1, 2, 4 και 5 του άρθρου 32, τα άρθρα 34 και 49 έως 58, (ε) τα άρθρα 59 έως 62, 66 και 69 και (στ) το άρθρο 71» [άρθρο 3 παρ. 1 και 2], 2) «1. Ως επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες νοούνται οι εξής : (α) Η λήψη και διαβίβαση εντολών, η οποία συνίσταται στη λήψη και διαβίβαση εντολών για λογαριασμό πελατών, για κατάρτιση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα, (β) Η εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών, η οποία συνίσταται στην κατάρτιση συμβάσεων αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, (γ) Η διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, η οποία συνίσταται στη διαπραγμάτευση από ΕΠΕΥ με κεφάλαιά της ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων προς κατάρτιση συναλλαγών επ’ αυτών, (δ) Η διαχείριση χαρτοφυλακίων, η οποία συνίσταται στη διαχείριση, κατά τη διακριτική ευχέρεια της ΕΠΕΥ, χαρτοφυλακίων πελατών, στο πλαίσιο εντολής τους, που περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, (ε) Η παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία συνίσταται στην παροχή προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεώς του είτε με πρωτοβουλία της ΕΠΕΥ, σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα, (στ) Η αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, (ζ) Η τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης, (η) Η λειτουργία πολυμερούς μηχανισμού διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ). 2. Ως παρεπόμενες υπηρεσίες νοούνται οι εξής : (α) Η φύλαξη και διοικητική διαχείριση χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, περιλαμβανομένης της παροχής υπηρεσιών θεματοφύλακα και παροχής συναφών υπηρεσιών όπως η διαχείριση χρηματικών διαθεσίμων ή παρεχόμενων ασφαλειών, (β) Η παροχή πιστώσεων ή δανείων σε επενδυτή προς διενέργεια συναλλαγής σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, στην οποία μεσολαβεί η ΕΠΕΥ, η οποία παρέχει την πίστωση ή το δάνειο, (γ) Η παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου τους, την κλαδική στρατηγική και συναφή θέματα, καθώς και παροχή συμβουλών και υπηρεσιών σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων, (δ) Η παροχή υπηρεσιών ξένου συναλλάγματος εφόσον συνδέονται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, (ε) Η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση ή άλλες μορφές γενικών συστάσεων που σχετίζονται με συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα, (στ) Η παροχή υπηρεσιών σχετιζόμενων με την αναδοχή, (ζ) Η παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σχετικά με τα υποκείμενα μέσα των παραγώγων που περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις ε έως ζ και ιΆ του άρθρου 5, εφόσον σχετίζονται με την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών» [άρθρο 4 παρ. 1 και 2] και 3) «1. Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να ενεργούν κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες με αμεροληψία, εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους και ειδικότερα να συμμορφώνονται με τις αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 8 του άρθρου αυτού. 2. Οι πληροφορίες που παρέχουν οι ΑΕΠΕΥ σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες. 3. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν στους πελάτες ή στους δυνητικούς πελάτες κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με : (α) την ΑΕΠΕΥ και τις υπηρεσίες της, (β) τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, καθώς και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή με την υιοθέτηση των εν λόγω επενδυτικών στρατηγικών, (γ) τους τόπους εκτέλεσης και (δ) το κόστος και τις σχετικές παρεπόμενες επιβαρύνσεις. 4. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλότητας). 5. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν ότι η απόφασή του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν κατά πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι’ αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. 6. Οι ΑΕΠΕΥ που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στην εκτέλεση εντολών πελατών ή τη λήψη και διαβίβαση εντολών με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες μπορούν να παρέχουν τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες τους χωρίς να έχουν λάβει τις πληροφορίες και χωρίς να έχουν καταλήξει στην κρίση που προ βλέπεται στην παράγραφο 5, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις : (α) Οι εν λόγω υπηρεσίες αφορούν μετοχές, εισηγμένες για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας, μέσα χρηματαγοράς, ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, (με την εξαίρεση των ομολογιών ή άλλων μορφών τιτλοποιημένου χρέους που ενσωματώνουν παράγωγα), μερίδια ΟΣΕΚΑ και άλλα μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα. Αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με οργανωμένη αγορά, εάν πληροί ισοδύναμες απαιτήσεις με τις οριζόμενες στο Κεφάλαιο ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού, (β) Η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη, (γ) Ο πελάτης ή δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι, κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, η ΑΕΠΕΥ δεν υποχρεούται να αξιολογήσει τη συμβατότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου που προσφέρεται ή της υπηρεσίας που παρέχεται και ότι δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή, (δ) Η ΑΕΠΕΥ συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 13 υποχρεώσεις της. 7. Οι ΑΕΠΕΥ τηρούν αρχείο με τα έγγραφα και τις συμβάσεις που καταρτίζονται μεταξύ του πελάτη και της ΑΕΠΕΥ, τα οποία αναφέρουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, καθώς και τους όρους υπό τους οποίους η ΑΕΠΕΥ παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών μπορούν να ορίζονται με αναφορά σε άλλα έγγραφα ή νομικά κείμενα. 8. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν σε κάθε πελάτη εγγράφως επαρκή ενημέρωση σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Στην ενημέρωση αυτή περιλαμβάνεται, όπου συντρέχει περίπτωση, το κόστος των συναλλαγών που εκτελούνται για λογαριασμό του και των υπηρεσιών που του παρέχονται. 9. Όταν η επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται ως μέρος χρηματοπιστωτικού προϊόντος που ήδη υπόκειται σε άλλες διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας ή σε κοινά ευρωπαϊκά πρότυπα σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα και την καταναλωτική πίστη όσον αφορά την αξιολόγηση του κινδύνου των πελατών και τις απαιτήσεις περί πληροφοριών, η παροχή της εν λόγοι υπηρεσίας δεν υπόκειται επιπροσθέτως στις επιβαλλόμενες με το άρθρο αυτό υποχρεώσεις. 10. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις των ΕΠΕΥ που καθορίζονται στις παραγράφους 2 έως 8, σύμφωνα με τα εκτελεστικά μέτρα της παραγράφου 10 του άρθρου 19 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ. 11. Οι ΑΕΠΕΥ, οι ΑΕΔΟΕΕ και τα πιστωτικά ιδρύματα που διαχειρίζονται ηλεκτρονικά συστήματα μέσω των οποίων προσφέρονται κινητές αξίες, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3401/2005, πρέπει να παρέχουν στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες πληροφόρηση για τις προσφορές αυτές, που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής : πληροφορίες για τη νομική κατάσταση του εκδότη, επισκόπηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εκδότη, πληροφορίες για πιθανά επενδυτικά σχέδια του εκδότη, πληροφορίες για τους μετόχους/εταίρους με ποσοστό πάνω από πέντε τοις εκατό (5%) και για το κεφάλαιο. Περιγραφή κάθε γνωστής στον εκδότη συμφωνίας, της οποίας η εφαρμογή θα μπορούσε, σε μεταγενέστερη ημερομηνία, να επιφέρει αλλαγές όσον αφορά στον έλεγχο του εκδότη, πληροφορίες για τη διοίκηση του εκδότη, πληροφορίες για τυχόν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ διοίκησης, μετόχων του εκδότη και ΑΕΠΕΥ που παρέχει την παρεπόμενη υπηρεσία της περίπτωσης α’ της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007, ΑΕΔΟΕΕ του άρθρου 6 παρ. 4 του ν. 4209/2013 ή πιστωτικού ιδρύματος που διαμεσολαβεί, πληροφορίες για τον τόπο δημοσίευσης των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων του εκδότη (π.χ. ιστοσελίδα του εκδότη, ΓΕΜΗ κ.τ.λ.), πληροφορίες σχετικά με τις κινητές αξίες που προσφέρονται και τους όρους της προσφοράς (π.χ. τρόπος κατανομής των κινητών αξιών σε περίπτωση υπερκάλυψης της προσφοράς, παράδοση κινητών αξίων κ.α.), περιγραφή των δικαιωμάτων (ψήφου, πληροφόρησης) που αποκτά ο επενδυτής, διακριτή παράθεση των παραγόντων κινδύνου που συνδέονται με τον εκδότη, τον τομέα δραστηριότητάς του και τις κινητές αξίες που προσφέρονται, προειδοποίηση ότι η επένδυση δεν είναι άμεσα ρευστοποιήσιμη και υπάρχει ενδεχόμενο ολικής απώλειας κεφαλαίου, παράθεση των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τις παραπάνω πληροφορίες, προειδοποίηση ότι οι παραπάνω πληροφορίες δεν εγκρίνονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις πληροφόρησης που προβλέπονται παραπάνω για τις ΑΕΠΕΥ και τις ΑΕΔΟΕΕ της παρούσης παραγράφου και τα πιστωτικά ιδρύματα, να καθορίζονται τα τεχνικά μέσα εφαρμογής τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια» (άρθρο 25). Κατ’ εξουσιοδότηση, δε, της παρ. 10 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007 εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1/452/1.11.2007 Απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (ΦΕΚ ΒΆ 2136/1.11.2007) «Κανόνες Συμπεριφοράς Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.)», η οποία ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής : 1) «Για τους σκοπούς της απόφασης αυτής νοούνται ως :.... 9. Επενδυτική συμβουλή": μια προσωπική σύσταση προς ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητά του ως υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, ή υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, η οποία : (α) παρουσιάζεται ως κατάλληλη για το πρόσωπο αυτό ή λαμβάνει υπόψη της την κατάσταση του προσώπου αυτού και (β) αποτελεί σύσταση για την : (βα) αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, (ββ) άσκηση ή μη άσκηση οποιοσδήποτε δικαιώματος που παρέχει ορισμένο χρηματοπιστωτικό μέσο για την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, ή εξαγορά χρηματοπιστωτικού μέσου. Μια σύσταση δεν είναι προσωπική σύσταση εάν διαδίδεται αποκλειστικά μέσω διαύλων επικοινωνίας ή απευθύνεται στο κοινό. 10. «Δίαυλος επικοινωνίας» : το μέσο ή ο τρόπος, μέσω του οποίου δημοσιοποιείται ή είναι πιθανό ότι θα δημοσιοποιηθεί μία πληροφορία, στην οποία έχει πρόσβαση μεγάλος αριθμός προσώπων, όπως ενδεικτικά, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το διαδίκτυο και η μαζική ταχυδρομική αποστολή (έγχαρτη ή ηλεκτρονική)» [άρθρο 2 παρ. 9 και 10], 2) «1. Η ΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι όλες οι πληροφορίες, περιλαμβανόμενων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, τις οποίες απευθύνει σε ιδιώτες πελάτες ή τις οποίες διαδίδει με τρόπο που καθιστά πιθανή τη λήψη τους από ιδιώτες πελάτες, πληρούν τις προϋποθέσεις, προκειμένου να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. 2. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει απαραιτήτως την επωνυμία της ΕΠΕΥ. 3. Η πληροφόρηση πρέπει να είναι ακριβής και ειδικότερα να μη δίνει έμφαση σε ενδεχόμενα δυνητικά οφέλη από μια επενδυτική υπηρεσία ή από ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, χωρίς να επισημαίνει, παράλληλα, με σαφήνεια κάθε σχετικό κίνδυνο. Η πληροφόρηση πρέπει να είναι επαρκής και να παρουσιάζεται με τρόπο ώστε να είναι πιθανή η κατανόησή της από το μέσο μέλος της ομάδας των προσώπων στην οποία απευθύνεται και από κάθε άλλο πιθανό αποδέκτη της. Η πληροφόρηση δεν πρέπει να αποκρύπτει, να υποβαθμίζει ή να συγκαλύπτει σημαντικά στοιχεία, δηλώσεις ή προειδοποιήσεις. 4. Όταν η πληροφόρηση συγκρίνει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, χρηματοπιστωτικά μέσα ή πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, πρέπει : (α) η σύγκριση να είναι εύλογη και να παρουσιάζεται με ακριβοδίκαιο τρόπο, (β) να προσδιορίζονται οι πηγές της πληροφόρησης που χρησιμοποιούνται για τη σύγκριση και (γ) να αναφέρονται τα βασικά στοιχεία και οι παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύγκριση. 5. Όταν η πληροφόρηση περιλαμβάνει ένδειξη προηγούμενων επιδόσεων ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, ενός χρηματοοικονομικού δείκτη ή μιας επενδυτικής υπηρεσίας : (α) Η ένδειξη προηγούμενων επιδόσεων δεν πρέπει να αποτελεί το προεξέχον στοιχείο της σχετικής ανακοίνωσης, (β) Η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει τις κατάλληλες πληροφορίες για τις επιδόσεις της αμέσως προηγούμενης πενταετίας ή, εάν το διάστημα κατά το οποίο είτε ήταν διαθέσιμο το χρηματοπιστωτικό μέσο, είτε καταρτίστηκε ο δείκτης, είτε παρασχέθηκε η επενδυτική υπηρεσία, είναι μικρότερο των πέντε ετών, για όλο το χρονικό αυτό διάστημα. Η ΕΠΕΥ, πάντως μπορεί να παρέχει πληροφόρηση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την πενταετία. Σε κάθε περίπτωση η πληροφόρηση αφορά πλήρεις δωδεκάμηνες περιόδους, (γ) Η περίοδος αναφοράς και η πηγή των πληροφοριών πρέπει να αναφέρονται με σαφήνεια, (δ) Η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αναφέρονται στο παρελθόν και ότι οι προηγούμενες επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων, (ε) Όταν η ένδειξη προηγουμένων επιδόσεων βασίζεται σε αριθμητικά στοιχεία εκπεφρασμένα σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο του κράτους μέλους, στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο ιδιώτης πελάτης, πρέπει να αναφέρεται με σαφήνεια το σχετικό νόμισμα και να περιλαμβάνεται προειδοποίηση ότι η απόδοση ενδέχεται να επηρεαστεί θετικά ή αρνητικά από συναλλαγματικές διακυμάνσεις, (στ) Όταν η ένδειξη προηγουμένων επιδόσεων βασίζεται σε μεικτή απόδοση, πρέπει να γνωστοποιούνται αναλυτικά οι επιβαρύνσεις από προμήθειες, αμοιβές ή άλλες χρεώσεις. 6. Η πληροφόρηση, που περιλαμβάνει ή αναφέρεται σε προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων, πρέπει να αναφέρεται σε χρηματοπιστωτικό μέσο ή χρηματοοικονομικό δείκτη και να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) η προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων πρέπει να βασίζεται σε πραγματικές προηγούμενες επιδόσεις ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή χρηματοοικονομικών δεικτών, οι οποίοι είτε αφορούν το ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο είτε υποκείμενο μέσο του, (β) οι πραγματικές προηγούμενες επιδόσεις, στις οποίες βασίζεται η προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων, πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων (α) έως (γ), (ε) και (στ) της παραγράφου 5 και (γ) η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αφορούν προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων και ότι οι προηγούμενες αυτές επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων. 7. Όταν η πληροφόρηση περιλαμβάνει πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με μελλοντικές επιδόσεις : (α) η πληροφόρηση δεν πρέπει να βασίζεται ή να αναφέρεται σε προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων, (β) η πληροφόρηση πρέπει να βασίζεται σε εύλογες παραδοχές που μπορούν να τεκμηριωθούν με αντικειμενικά δεδομένα, (γ] σε περίπτωση που η πληροφόρηση βασίζεται σε μεικτή απόδοση, πρέπει να

γνωστοποιούνται αναλυτικά οι επιβαρύνσεις από προμήθειες, αμοιβές ή άλλες χρεώσεις και (δ) η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι οι προβλέψεις σχετικά με τις μελλοντικές επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων, 8. Πληροφόρηση, η οποία αναφέρεται σε ιδιαίτερη φορολογική μεταχείριση, πρέπει να επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη φορολογική μεταχείριση εξαρτάται από τα ατομικά δεδομένα κάθε πελάτη και ενδέχεται να μεταβληθεί στο μέλλον. 9. Η πληροφόρηση δεν πρέπει να χρησιμοποιεί το όνομα αρμόδιας αρχής με τρόπο που να δείχνει ή να υποδηλώνει ότι η αρμόδια αρχή υποστηρίζει ή εγκρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες της ΕΠΕΥ.» [άρθρο 4], 3] «1. Η ΕΠΕΥ παρέχει στους πελάτες της γενική περιγραφή της φύσης και των κινδύνων που ενέχουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα, λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερα την κατηγοριοποίηση του πελάτη ως ιδιώτη ή επαγγελματία. Η περιγραφή αυτή εξηγεί τη φύση του χρηματοπιστωτικού μέσου και τους συγκεκριμένους κινδύνους που αυτό ενέχει, με επαρκείς λεπτομέρειες, ώστε ο πελάτης να μπορεί να λαμβάνει εμπεριστατωμένες επενδυτικές αποφάσεις. 2. Η περιγραφή των κινδύνων περιλαμβάνει, ανάλογα με το είδος του χρηματοπιστωτικού μέσου, την κατηγορία και το επίπεδο γνώσης του πελάτη, τα ακόλουθα στοιχεία: (α) τους κινδύνους που σχετίζονται με το συγκεκριμένο είδος χρηματοπιστωτικού μέσου, επεξηγώντας τη μόχλευση που παρέχει και τις συνέπειές της, καθώς και τον κίνδυνο απώλειας του συνόλου της επένδυσης, (β) τη μεταβλητότητα της τιμής του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, καθώς και οποίου σδήποτε υφιστάμενους στην αγορά, στην οποία το μέσο αυτό αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης, περιορισμούς, [γ] το γεγονός ότι ο επενδυτής, εκτός από το κόστος απόκτησης των χρηματοπιστωτικών μέσων, ενδέχεται να αναλάβει, ως αποτέλεσμα συναλλαγών επί των συγκεκριμένων μέσων, οικονομικές δεσμεύσεις καθώς και άλλες πρόσθετες υποχρεώσεις, περιλαμβανόμενων ενδεχόμενων υποχρεώσεων, (δ) το περιθώριο ασφάλισης ή παρόμοια υποχρέωση που, ενδεχομένως, απαιτείται για τη διενέργεια συναλλαγών επί των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων. 3. Όταν η ΕΠΕΥ παρέχει σε ιδιώτη πελάτη πληροφορίες σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που αποτελεί αντικείμενο δημόσιας προσφοράς, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη και για την οποία έχει εκδοθεί ενημερωτικό δελτίο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3401/2005, ενημερώνει τον πελάτη σχετικά με το πού διατίθεται στο κοινό το συγκεκριμένο ενημερωτικό δελτίο. 4. Όταν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο αποτελείται από ένα ή περισσότερα διαφορετικά χρηματοπιστωτικά μέσα ή υπηρεσίες και είναι πιθανό οι κίνδυνοι, οι οποίοι συνδέονται με το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, να είναι μεγαλύτεροι από τους κινδύνους που συνδέονται με κάθε μία από τις συνιστώσες του, η ΕΠΕΥ παρέχει επαρκή περιγραφή των συνιστωσών του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, καθώς και του τρόπου με τον οποίο η αλληλεπίδρασή τους αυξάνει τους κινδύνους. 5. Όταν χρηματοπιστωτικά μέσα ενσωματώνουν εγγύηση τρίτου, η πληροφόρηση που παρέχει η ΕΠΕΥ σχετικά με την εγγύηση αυτή περιλαμβάνει επαρκείς λεπτομέρειες για τον εγγυητή και την εγγύηση, προκειμένου ο ιδιώτης πελάτης να μπορεί να προβεί σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της εγγύησης.» [άρθρο 8], 4) «1. Η ΕΠΕΥ, στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών συμβουλών, ή της διαχείρισης χαρτοφυλακίων λαμβάνει, από τους πελάτες, τις πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες προκειμένου να κατανοήσει τα βασικά δεδομένα του πελάτη και να σχηματίσει εύλογα την πεποίθηση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την έκταση της παρεχόμενης επενδυτικής υπηρεσίας, ότι η συγκεκριμένη συναλλαγή, που προτείνει στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών συμβουλών, ή που καταρτίζει στο πλαίσιο της διαχείρισης χαρτοφυλακίου, πληροί τα ακόλουθα κριτήρια : (α) είναι σύμφωνη με τους επενδυτικούς στόχους του συγκεκριμένου πελάτη, (β) ο πελάτης έχει την οικονομική δυνατότητα να αναλάβει το βάρος των σχετικών επενδυτικών κινδύνων, σύμφωνα με τους επενδυτικούς του στόχους, (γ) ο πελάτης διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχει η προτεινόμενη συναλλαγή ή η διαχείριση του χαρτοφυλακίου του. 2. Η πληροφόρηση, αναφορικά με τους επενδυτικούς στόχους του πελάτη περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά : (α) με το χρονικό διάστημα για το οποίο ο πελάτης επιθυμεί να διατηρήσει την επένδυση, (β) με τις προτιμήσεις του όσον αφορά την ανάληψη κινδύνου, (γ) με το επενδυτικό του προφίλ και (δ) με τους σκοπούς της επένδυσης. 3. Η πληροφόρηση, αναφορικά με την οικονομική κατάσταση πελάτη, περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά : (α) με την προέλευση και το ύψος των τακτικών του εισοδημάτων, (β) με τα περιουσιακά του στοιχεία, περιλαμβανομένων των ρευστών του διαθεσίμων, των επενδύσεων και των ακινήτων του, και (γ) με τις τακτικές οικονομικές του υποχρεώσεις. 4. Ο επαγγελματίας πελάτης θεωρείται ότι διαθέτει το απαιτούμενο επίπεδο πείρας και γνώσης, για τα προϊόντα, τις συναλλαγές και τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει ενταχθεί στην κατηγορία του επαγγελματία πελάτη. Ο επαγγελματίας πελάτης της περίπτωσης (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3606/2007, θεωρείται ότι διαθέτει την οικονομική δυνατότητα να αναλάβει το βάρος των σχετικών επενδυτικών κινδύνων, σύμφωνα με τους επενδυτικούς του στόχους, όταν η παρεχόμενη επενδυτική υπηρεσία συνίσταται στην παροχή επενδυτικών συμβουλών. Ο επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος θεωρείται ότι έχει την οικονομική δυνατότητα να φέρει το βάρος κάθε σχετικού επενδυτικού κινδύνου, που είναι σύμφωνος με τους επενδυτικούς του στόχους. 5. Σε περίπτωση που η ΕΠΕΥ, δεν λάβει ως προς συγκεκριμένο πελάτη την πληροφόρηση που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007 και εξειδικεύεται [σ] τις παραγράφους 1 έως 3 αυτού του άρθρου, δεν προβαίνει στην παροχή επενδυτικών συμβουλών προς τον συγκεκριμένο πελάτη ή στη διαχείριση χαρτοφυλακίου του.» [άρθρο 12], 5) «1. Η ΕΠΕΥ, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της συμβατότητας μίας επενδυτικής υπηρεσίας για έναν πελάτη της, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, κρίνει αν ο πελάτης αυτός διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχει το επενδυτικό προϊόν ή η επενδυτική υπηρεσία, που του παρέχει η ΕΠΕΥ ή που αιτείται ο πελάτης. 2. Ένας επαγγελματίας πελάτης θεωρείται ότι διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχουν οι συγκεκριμένες επενδυτικές υπηρεσίες ή συναλλαγές, ή τα είδη των συναλλαγών ή προϊόντων, για τα οποία ο πελάτης αυτός έχει ενταχθεί στην κατηγορία του επαγγελματία πελάτη.» [άρθρο 13] και 6) «1. Η πληροφόρηση, αναφορικά με τη γνώση και την πείρα που διαθέτει πελάτης στον τομέα των επενδύσεων, περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία, στο μέτρο που είναι κατάλληλα για τον πελάτη αυτό, το είδος και την έκταση της υπηρεσίας που θα παρασχεθεί, καθώς και το είδος του προϊόντος ή της συναλλαγής που προβλέπεται να πραγματοποιηθεί, συμπεριλαμβανομένης της πολυπλοκότητάς τους και των κινδύνων που ενέχουν : (α) τα είδη των επενδυτικών υπηρεσιών, των συναλλαγών και χρηματοπιστωτικών μέσων με τα οποία είναι εξοικειωμένος ο πελάτης, (β) τη φύση, τον όγκο και τη συχνότητα των συναλλαγών του πελάτη σε χρηματοπιστωτικά μέσα και τη χρονική περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν, (γ) το μορφωτικό επίπεδο και το επάγγελμα ή συναφές προηγούμενο επάγγελμα του πελάτη. 2. Η ΕΠΕΥ δεν ενθαρρύνει τους πελάτες να μην παράσχουν την απαιτούμενη πληροφόρηση της αξιολόγησης της καταλληλότητας και της συμβατότητας, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 25 του ν. 3 606/2007, όπως εξειδικεύονται στα άρθρα 13 έως 15. 3. Η ΕΠΕΥ δικαιούται να βασίζεται στην πληροφόρηση που της παρέχουν οι πελάτες της, εκτός εάν γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η πληροφόρηση αυτή είναι καταφανώς παρωχημένη, ανακριβής ή ελλιπής.» [άρθρο 14], Τέλος, στην υπ’ αριθμ. 2501/31.10.2002 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος «Ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους» (ΦΕΚ Α' 277/18.11.2002) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : «Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ : Τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν : - Να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερομένων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές. - Να παρέχουν περιοδική έγγραφη ενημέρωση στους συναλλασσόμενους κατά τη διάρκεια ισχύος και λειτουργίας των συμβάσεων για τον τρόπο εφαρμογής των όρων που έχουν συμφωνηθεί. - Να ανταποκρίνονται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος σε αιτήματα συναλλασσομένων για την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων σχετικά με την εφαρμογή των συμβατικών όρων. - Να διαθέτουν ειδική υπηρεσιακή μονάδα για την εξέταση παραπόνων ή καταγγελιών πελατών. - Να μεριμνούν για την κατάλληλη εκπαίδευση των υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με την παροχή εξειδικευμένων πληροφοριών προς το συναλλακτικό κοινό. - Να διαμορφώνουν το περιεχόμενο των διαφημίσεών τους σύμφωνα και με τους βασικούς κανόνες διαφάνειας της παρούσας Πράξης. - Να διαμορφώνουν τα επιτόκια στο πλαίσιο της αρχής της ανοικτής αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, συνεκτιμώντας τους κατά περίπτωση αναλαμβανόμενους κινδύνους, και λαμβάνοντας υπόψη ενδεχόμενες μεταβολές στις χρηματοοικονομικές συνθήκες καθώς και στοιχεία και πληροφορίες, τις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι οφείλουν να παρέχουν με ακρίβεια για το σκοπό αυτό. Β. ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ : Σύμφωνα με τις ως άνω γενικές αρχές τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν κατ' ελάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία και πληροφορίες, ώστε οι συναλλασσόμενοι με αυτά να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης: [...] Σε ό,τι αφορά τα σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, των οποίων η απόδοση προσδιορίζεται βάσει στοιχείων και δεικτών και τα οποία προσιδιάζουν στο χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, η ενημέρωση των συναλλασσομένων πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή, αμιγώς καταθετικά ή αμιγώς επενδυτικά προϊόντα, καθώς και η κατανόηση της αναμενόμενης απόδοσης και των πιθανών κινδύνων [...]». Από τα παραπάνω σαφώς συνάγεται ότι κύρια υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών αποτελεί η διασφάλιση της ορθότητας και της πληρότητας των συμβουλών αυτών. Η ενημέρωση του επενδυτή - καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να λαμβάνει υπόψη του και να συνεκτιμά την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή αναφορικά με το αντικείμενο της επένδυσης, οι δε συμβουλές πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη, όσο και στο αντικείμενο της επένδυσης. Επιπλέον, κατά την αρχή της καταλληλότητας, το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών προσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, έτσι ώστε θα πρέπει, στο πλαίσιο της παροχής συγκεκριμένης συμβουλής, να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης. Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο πρέπει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες, οι οποίες αφορούν γενικώς στην αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, ως και πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινόμενων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε ενδελεχή έρευνα. Το πιστωτικό ίδρυμα και κάθε εταιρεία παροχής επενδυτικών συμβουλών οφείλουν να διαθέτουν ας πλέον «επικαιροποιημένες» πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επένδυσης. Ιδιαιτέρως αυξημένο είναι το καθήκον του πιστωτικού ιδρύματος ή της εταιρείας παροχής επενδυτικών συμβουλών για έρευνα ή ενημέρωση σε περιπτώσεις ιδιαιτέρως επικινδύνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επένδυση με αυξημένους κινδύνους, πλην, όμως, οφείλει να καταστήσει σε αυτόν σαφείς τους κινδύνους αυτούς, στους οποίους πρόκειται να εκτεθεί. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων, οι οποίες βαρύνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και τις εταιρείες παροχής επενδυτικών συμβουλών, δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή πάσης δυνατής επιμέλειας κατά την εκπλήρωση της υποχρέωσης διαφώτισης, έρευνας και παροχής καταλλήλων συμβουλών (Γ. Γεωργιάδης, Οι υποχρεώσεις της τράπεζας για ενημέρωση, διαφώτιση και παροχή συμβουλών στον πελάτη, ΧρΙΔ 2008. 856). Με βάση, λοιπόν, τα παραπάνω, δημιουργούνται ζητήματα ευθύνης πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας παροχής επενδυτικών συμβουλών, εάν, ενδεικτικά, δεν εφιστούν εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, εάν δεν πραγματοποιούν -με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων τους- τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των περιλαμβανόμενων στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα κινητών αξιών ή εάν δεν ενημερώνουν με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινόμενων για επένδυση τίτλων. Η παράβαση των ανωτέρω διατάξεων συνιστά παρανομία κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, δε, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση (για τα ανωτέρω πρβλ. ΑΠ 2061/2022, ό.π., ΑΠ 290/2021, ΑΠ 619/2021, ΑΠ 1163/2020, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 931/2019, ΕΕμπΔ 2020. 166, ΕφΑθ 480/2023, ό.π., ΕφΑθ 3255/2020 Νόμος). Τα ανωτέρω ισχύουν, ιδίως, για τα λεγάμενα ομόλογα «ατελεύτητης διάρκειας» ή «αόριστης διάρκειας» ή «διηνεκή» ή «αιώνια» ομόλογα (perpetual bonds), τα οποία συνιστούν ομολογίες, που εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρεία ή ένα κράτος, και παρέχουν στον κομιστή αυτών, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιογράφων την ονομαστική τους αξία, δικαίωμα απόληψης των συμφωνηθέντων (υψηλών κατά κανόνα) τόκων, όχι, όμως, και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιον απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση ή επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του, με σκοπό την είσπραξη της ονομαστικής του αξίας, μετά τη λήξη της συμφωνηθείσας διάρκειάς του ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησης του ομολόγου οποτεδήποτε, κατά την ελεύθερη αυτού κρίση και βούληση. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως «υβριδικοί», καθόσον παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές άνευ δικαιώματος ψήφου, χωρίς, όμως, να ταυτίζονται με κανένα από τα δύο. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στη σύλληψη και τη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες (είτε πιστωτικά ιδρύματα, είτε Ε.Π.Ε.Υ.) να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη ευθύνη και υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, ιδίως όταν αυτός ανήκει στην κατηγορία των ιδιωτών επενδυτών (δηλαδή όχι των επαγγελματιών ή των θεσμικών επενδυτών), δεδομένου ότι η χρήση και η κυκλοφορία αυτών ως ομολόγων ομολογιακού δανείου αποδίδει μια μη πραγματική - πλασματική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον εμπειρότερο και βαθύ γνώστη επενδυτή ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους. Αυτή καθ' εαυτή η ονομασία τους, υποδηλούσα αξιογραφική παράσταση δανειακής υποχρέωσης του εκδότη (ομολογία, αναγνώριση χρέους), δημιουργεί, κατά τα απολύτως κρατούντα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, σταθερή πεποίθηση περί σύναψης δανειακής σχέσης και, συνακολούθως, αδιαμφισβήτητης αξίωσης του δανειστή (κομιστή της ομολογίας) κατά του εκδότη περί επιστροφής του δανείου σε συγκεκριμένο χρόνο ή οποτεδήποτε αυτός το ζητήσει και όχι αντιστρόφως. Αυτό ακριβώς το φαινόμενο οφείλει πρωτίστως μία τράπεζα να απαλείψει με δική της ευθύνη, πληροφορώντας καταλλήλως τον επενδυτή και, παραλλήλως, διενεργώντας πραγματικό και ενδελεχή έλεγχο καταλληλότητας και συμβατότητας αυτού, κατά τα προεκτεθέντα. Εάν δεν το πράξει, παραβιάζει τις προεκτεθείσες διατάξεις και υπόκειται σε αξιώσεις αποζημίωσης των επενδυτών -πελατών της (βλ. για τα ανωτέρω ΑΠ 2061/2022, ό.π., ΑΠ 1182/2021, ό.π., ΑΠ 1183/2021, ό.π., ΕφΑθ 480/2023, ό.π., ΕφΑθ 2201/2019, ΕφΑθ 4250/2019, ΕφΑθ 2365/2018, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης).

 

3.         Εξάλλου, οι ανώνυμες εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών, αναζητούν τα χρηματοοικονομικά εργαλεία, που θα τους επιτρέψουν να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια με το χαμηλότερο κόστος. Ένα τέτοιο εργαλείο κεφαλαιακής ενίσχυσης είναι τα μετατρέψιμα χρεόγραφα. Πρόκειται για υβριδικά, σύνθετα χρηματοοικονομικά μέσα, που αποτελούν σύνθεση ορισμένων χαρακτηριστικών άλλων παραδοσιακών χρηματοοικονομικών μέσων, της ομολογίας και της μετοχής. Της πρώτης, διότι εξασφαλίζουν στον επενδυτή τη δυνατότητα να δανείζει χρήματα στην τράπεζα, που τα εκδίδει, με αντάλλαγμα την απόληψη σταθερής απόδοσης στο μέλλον υπό τη μορφή τόκου και δικαίωμα επιστροφής του κεφαλαίου. Της δεύτερης, διότι αποτελούν μακροχρόνια περιουσιακή διάθεση. Συγχρόνως, η εκδότρια εταιρεία διατηρεί το δικαίωμα να ανακαλέσει (εξαγοράσει) το μετατρέψιμο χρεόγραφο πριν από την περίοδο ωρίμανσής του και ο κάτοχος έχει το δικαίωμα να το μετατρέψει σε κοινές μετοχές της εκδότριας σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και σε συγκεκριμένη προκαθορισμένη τιμή. Λόγω δε αυτής της δυνατότητας μετατροπής τους τα εν λόγω χρεόγραφα συνδέονται με την οικονομική κατάσταση, τη φερεγγυότητα και την επιχειρηματική στρατηγική της εταιρείας. Περαιτέρω, τα μετατρέψιμα χρεόγραφα ενσωματώνουν άμεσες, μη εξασφαλισμένες και ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) υποχρεώσεις της εκδότριας σε σχέση με τις αξιώσεις των πιστωτών της με την έννοια ότι κατατάσσονται σε χαμηλότερη σειρά από αξιώσεις άλλων πιστωτών και ικανοποιούνται μόνο εάν είναι εφικτό μετά την ικανοποίηση αυτών. Με άλλα λόγια, τα μετατρέψιμα χρεόγραφα αποτελούν ένα δάνειο μειωμένης εξασφάλισης, το οποίο διαρθρώνεται κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τις ταμειακές ροές και τις χρηματοδοτικές ανάγκες του εκδότη με τη δυνατότητα να μετατραπεί σε μετοχικό κεφάλαιο. Τα μετατρέψιμα χρεόγραφα εκδίδονται σε διάφορες μορφές. Μία μορφή μετατρέψιμων χρεογράφων είναι τα διηνεκή, ήτοι αυτά που δεν έχουν καθορισμένη ημερομηνία λήξης (perpetual bonds), οπότε δεν αποπληρώνεται το κεφάλαιο στον επενδυτή (βλ. πλείονα ανωτέρω). Εξάλλου, εξέλιξη των μετατρέψιμων χρεογράφων αποτελούν οι υπό αίρεση μετατρέψιμες ομολογίες [Contingent Convertible Bonds (CoCos)]. Η ανάδειξη των CoCos υπήρξε αποτέλεσμα της χρηματοοικονομικής κρίσης και αυτά έχουν διαδραματίσει λόγω του ως άνω χαρακτηριστικού τους σημαντικό ρόλο όχι στο ευρύτερο πεδίο της εταιρικής χρηματοδότησης, αλλά, ειδικότερα, ως εργαλείο ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων. Πρόκειται για μετατρέψιμα χρεόγραφα, που συγκεντρώνουν τα προεκτεθέντα χαρακτηριστικά, πλέον του χαρακτηριστικού ότι τελούν υπό την αίρεση αυτοδίκαιης μετατροπής τους σε συνήθεις μετοχές της εκδότριας τράπεζας μετά την επέλευση ενός προκαθορισμένου πιστωτικού γεγονότος, που συνδέεται με την κεφαλαιακή επάρκεια και τη βιωσιμότητα αυτής (τράπεζας). Με τον τρόπο αυτό, αφενός μεν, εξασφαλίζονται μέσο μακροπρόθεσμα κεφάλαια, που βελτιώνουν κατά τη διάθεσή τους από τους επενδυτές τη ρευστότητα της εκδότριας τράπεζας, αφετέρου δε, στην περίπτωση επέλευσης του πιστωτικού γεγονότος, που αποτελεί τον καταλύτη ενεργοποίησης της δυνατότητας μετατροπής των CoCos σε κοινές μετοχές, ενδυναμώνονται τα ίδια κεφάλαια της εκδότριας και επιρρίπτονται οι ζημιές στους επενδυτές. Επομένως, τα CoCos, εκτός από εργαλείο κεφαλαιακής ενίσχυσης με χαμηλότερο κόστος από ένα απλό ομολογιακό δάνειο ή μία αύξηση κεφαλαίου stricto sensu, λειτουργούν σε καταστάσεις αφερεγγυότητας και ως εργαλείο απορρόφησης ζημιών, διότι ως ετεροχρονισμένη αύξηση κεφαλαίου με τη μετατροπή τους σε μετοχές βελτιώνουν την αναλογία ιδίων κεφαλαίων και, κατ’ επέκταση, την κεφαλαιακή επάρκεια της τράπεζας {βλ. Θ. Κουλουριάνο, Η έκδοση ομολογιακού δανείου με μετατρέψιμες ομολογίες στο εταιρικό δίκαιο, σελ. 61, Κ. Ντζούφα, Οι υπό αίρεση μετατρέψιμες ομολογίες - CoCos (Contingent Convertible Bonds)} και ο ρόλος τους ως εργαλείων για την ανακεφαλαιοποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων, ΔΕΕ 2016, σελ. 1032 επ., Β. Τουντόπουλο, Ζητήματα από την έκδοση και κατάρτιση συναλλαγών επί αιώνιων ομολογιών (perpetual bonds) στο ελληνικό δίκαιο, ΕπισκΕΔ 2009, σελ. 300 επ., Ε. Χουλιάρα, Οι μετατρέψιμες ομολογίες ως εργαλείο χρηματοδότησης, εκδ. 2019, σελ. 19-20,36,70-72 και 76] [ΕφΑθ 2300/2023, ό.π.].

 

4.         Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 147 ΑΚ, ως απάτη, που στοιχειοθετεί ελάττωμα της βούλησης και μπορεί να επιφέρει ακύρωση της καταρτισθείσας δικαιοπραξίας και υποχρέωση προς αποζημίωση κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, νοείται κάθε συμπεριφορά, με την οποία ενσυνείδητα και από πρόθεση (αρκεί και ενδεχόμενος δόλος) προκαλείται σε άλλον πλάνη ή ενισχύεται ή διατηρείται πεπλανημένη αντίληψη αυτού, ώστε η συμπεριφορά αυτή να υπήρξε αποφασιστική για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας ή τη συνομολόγηση ορισμένων κρίσιμων σημείων αυτής και εν γένει για την επιχειρηθείσα πράξη. Η παραπλανητική συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται είτε στην παράσταση ψευδών γεγονότων (παρελθόντων, παρόντων ή μελλόντων) ως αληθινών είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον συμβαλλόμενο, που τα αγνοούσε, ήταν επιβεβλημένη από τον νόμο, την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη ή από την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση, η συμπεριφορά, δε, αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δήλωσης βούλησης του απατηθέντος, η οποία και πράγματι προκλήθηκε από την απάτη. Η, συνεπεία της απάτης, πλάνη του δηλούντος δεν ενδιαφέρει αν είναι συγγνωστή ή όχι, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται στα παραγωγικά της βούλησης αίτια, αν, δε, είναι ουσιώδης μπορεί να επιφέρει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και λόγω πλάνης. Ο δόλος του μετερχομένου την απάτη υπάρχει, όταν αυτός επιδιώκει ή τουλάχιστον αποδέχεται να παρασυρθεί ο απατώμενος σε δήλωση βούλησης, στην οποία δεν θα προέβαινε χωρίς τη δόλια εξαπάτηση, δεν απαιτείται, όμως, ο εξαπατών να επιδιώκει την απόκτηση παρανόμου περιουσιακού οφέλους. Αρκεί μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς του δράστη και της δήλωσης βούλησης του εξαπατηθέντος να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η παραπλανητική αυτή συμπεριφορά του δράστη υπήρξε αποφασιστικό αίτιο για τη δήλωση βούλησης του συγκεκριμένου εξαπατηθέντος, με βάση τις προσωπικές ικανότητες και ιδιότητες αυτού (υποκειμενικό κριτήριο) και όχι με το αντικειμενικό κριτήριο, εκείνο, δηλαδή, του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η δόλια παράσταση μπορεί να συνίσταται ακόμη και σε υπόσχεση του απατήσαντος προς τον απατηθέντα για την τήρηση στο μέλλον ορισμένης στάσης εκ μέρους του (ΑΠ 316/2018, ΑΠ 511/2016, ΑΠ 368/2014, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1718/2014, ΧρΙΔ 2015. 180, ΑΠ 541/2012, ΕΕμπΔ 2012. 896, ΑΠ 1225/2010, ΕλλΔνη 2011. 994, ΕφΑθ 3607/2019, ΕφΔωδ 78/2018, ΕφΘεσσ 2731/2018, ΕφΘρακ 21/2017, ΕφΠειρ 540/2015, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 874/2013, ΕΝαυτΔ 2013. 422). Η αποζημίωση στην περίπτωση αυτή, και εφόσον αποδεχθεί τη δικαιοπραξία ο απατηθείς, περιλαμβάνει τη θετική και αποθετική ζημία, στην έκταση που δικαιούται ο ζημιωθείς σε κάθε αδικοπραξία [πρβλ. και άρθρο 149 εδ. β' ΑΚ, κατά το οποίο ο απατηθείς δικαιούται να αποζημιωθεί για το θετικό διαφέρον, ήτοι δικαιούται σε ανόρθωση από τον άλλο κάθε ζημίας, που θα αποφευγόταν, αν τα κρίσιμα περιστατικά ήταν όχι ψευδή, αλλά αληθινά και η σύμβαση εκπληρωνόταν, καθώς και ΑΠ 1040/2018, ΧρΤΔ 2019. 511, ΑΠ 715/2011, ΕπισκΕΔ 2011. 942, ΑΠ 1960/2009, ΧρΙΔ 2010. 603, ΑΠ 373/2008, ΧρΙΔ 2008. 781, ΕφΠατρ 292/2017, ΠΠΑΘ 1818/2012, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, Α. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 4η έκδοση (2012), § 40 αρ. 60], Αντίθετα, αν ο απατηθείς επιλέξει να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω απάτης, αποκαθίσταται το αρνητικό διαφέρον ή διαφέρον εμπιστοσύνης, δηλαδή αυτός δικαιούται αποζημίωση για την κάλυψη κάθε ζημίας, που θα είχε αποφευχθεί, αν δεν είχε εσφαλμένα πιστέψει (δείξει εμπιστοσύνη) στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης, καθώς και της περαιτέρω ζημίας, που υπέστη, επειδή επιχείρησε δικαιοπραξία που ακυρώθηκε (βλ. άρθρο 149 εδ. α’ ΑΚ, καθώς και ΑΠ 3/2019, ΑΠ 1734/2013, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 715/2011, ό.π., ΑΠ 649/2008, ΧρΙΔ 2010.19, Α. Γεωργιάδη, ό.π., § 40 αρ. 57). Έτσι, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, η απάτη αντιμετωπίζεται στο δίκαιο του Αστικού Κώδικα υπό δύο έννοιες, ήτοι: α) ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη βούληση του απατηθέντος, εξαιτίας της οποίας ελαττωματικότητας δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της δήλωσής του, και β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά του απατήσαντος, η οποία γεννά σε βάρος του υποχρέωση αποζημίωσης, κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, ανεξαρτήτως αν η απάτη αποτελεί και ποινικό αδίκημα (πρβλ. ΑΠ 1040/2018, ό.π., ΑΠ 1756/2011, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 56/2012, Δικογραφία 2012. 266). Επί τη βάσει αυτή, η απάτη, εκτός από λόγος που καθιστά ακυρώσιμη τη δικαιοπραξία, αποτελεί και αδικοπρακτική συμπεριφορά, δόλια και αντικείμενη στα χρηστά ήθη, η οποία, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 197, 198, 147, 148, 281, 288 και 919 του ΑΚ, ιδρύει αυτοτελή και πρωτογενή υποχρέωση αποζημίωσης, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι αυτής, δηλαδή η ζημία και ο αιτιώδης σύνδεσμός της με την απατηλή (δόλια) συμπεριφορά του υπαιτίου, στοιχεία που, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 εδ. α και β Κ.Πολ.Δ., πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής (βλ ΑΠ 745/2020, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 3/2019, ό.π., ΑΠ 1040/2018, ό.π., ΑΠ 373/2008, ό.π., ΕφΑιγ 10/2020, ΜΕφΠατρ 2/2022 Νόμος, Λέκκα, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚΙ, 2π έκδοση, 197-198 αρ. 9).  Επομένως, η απάτη ως παραγωγική αιτία αποζημίωσης δύναται να συντρέχει και ως προσυμβατικό πταίσμα, υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθεί να υφίσταται κατά τον χρόνο της δήλωσης βούλησης (Α.Π. 16/2024, 2061/2022, Ε.Α. 480/2023, 4727/2023, 608/2022, 1655/2022, 3255/2020 ΝΟΜΟΣ).

 

Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν την από 15-7-2013 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εναντίον της εφεσίβλητης (πρώτης εναγομένης) και εναντίον της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» ως προς την οποία παραιτήθηκαν από την αγωγή και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο κατά την συζήτηση της αγωγής. Με την αγωγή αυτή ισχυρίστηκαν ειδικότερα, ότι τον Ιούλιο του 2008, τον Μάιο του 2009 και τον Μάιο του έτους 2011, οι ενάγοντες τοποθέτησαν τα κεφάλαια που αναφέρονται στην αγωγή σε ομόλογα έκδοσης της εναγομένης με την ονομασία «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα» (Μ.Χ.), «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου (Μ.Α.Κ.) και «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (Μ.Α.Ε.Κ.) αντίστοιχα, πειθόμενοι στις ψευδείς διαβεβαιώσεις των προστηθέντων της εναγομένης, ότι πρόκειται για μία ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων τους, ομοιάζουσα με αυτή της προθεσμιακής κατάθεσης, με υψηλό ωστόσο επιτόκια. Ότι το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων σε Μ.Χ. και Μ.Α.Κ. οι ενάγοντες μετέτρεψαν σε Μ.Α.Ε.Κ. κατά τις διακρίσεις της αγωγής.   Ότι η εναγομένη δολίως δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, ουδέποτε τους ενημέρωσε για τη φύση των ανωτέρω ομολόγων και για την άληκτη διάρκειά τους, τους αυξημένους κινδύνους της τοποθέτησης των χρημάτων τους σ’ αυτά, ότι οι επενδύσεις σε ομόλογα όπως τα ανωτέρω, δεν ταίριαζαν στις επενδυτικές τους ανάγκες, δηλαδή σε επένδυση χωρίς ρίσκο που θα τους απέδιδε μία σταθερή απόδοση, καλύτερη από τις προθεσμιακές τραπεζικές καταθέσεις. Επίσης, ότι ουδέποτε τους ενημέρωσαν για τη φερεγγυότητα της εναγομένης εκδότριας, η οποία ήδη κατά την έκδοση των Μ.Α.Ε.Κ. εξέλιπε, αφού ήδη δεν διέθετε κεφαλαιακή επάρκεια, γεγονός το οποίο δολίως τους απεκρύβη. Oτι στην πραγματικότητα τα ομόλογα αυτά συνιστούσαν μία υψηλού ρίσκου επένδυση, διότι στερούνταν ημερομηνίας λήξης, δηλαδή ήταν αόριστης διάρκειας, με την υποχρέωση του εκδότη να αποδίδει μόνο τόκους κατ’ έτος, χωρίς υποχρέωση εξαγοράς τους σε δεδομένη χρονική στιγμή και ότι σε περίπτωση μη κεφαλαιακής επάρκειας της εκδότριας υπήρχε περίπτωση απώλειας των συμφωνηθέντων τόκων, αλλά και του ιδίου του επενδεδυμένου κεφαλαίου τους. Ότι αν είχαν ενημερωθεί για τα παραπάνω, δεν θα τοποθετούσαν τα χρήματά τους στα επίδικα ομόλογα. Ότι η πρώτη εναγομένη με την προεκτεθείσα συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών προς τους ενάγοντες, παραβίασε τις υποχρεώσεις της για ακριβή και πλήρη ενημέρωσή τους, ενώ παράλληλα τους δημιούργησε πεπλανημένη πεποίθηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αποσιώπηση της αλήθειας, παρουσιάζοντας την όλη επένδυση ως εγγυημένου κεφαλαίου κατά 100% και μηδενικού κινδύνου και δεν αξιολόγησε το επενδυτικό προφίλ, τις ανάγκες και τις δυνατότητες εκάστου εξ αυτών. Ότι τον Ιούνιο του 2012 η εναγομένη σταμάτησε να καταβάλει τόκους, ενώ τον 8° του έτους 2013 τους ενημέρωσε ότι μετατρέπει τα Μ.Χ., Μ.Α.Κ. και Μ.Α.Ε.Κ. σε συνήθεις μετοχές της Δ' τάξης αξίας 1 ευρώ εκάστης, η αξία της οποίας απομειώθηκε στη συνέχεια σε 0,01 ευρώ με αποτέλεσμα την ουσιαστική απώλεια πλήρους του κεφαλαίου τους. Με βάση το ως άνω ιστορικό, οι ενάγοντες, κατόπιν παραδεκτής μετατροπής του αιτήματος τους από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό πλην του ένατου και δέκατου εξ αυτών, ζήτησαν να ακυρωθούν οι επίδικες συμβάσεις αγοράς, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, (η πρώτη ενάγουσα παραιτήθηκε του δικογράφου της αγωγής), στον δεύτερο εξ αυτών το ποσό των 112.904,17 ευρώ συν το ποσό των τόκων ανερχόμενο στο ποσό των 36.693,85 ευρώ ως αποζημίωση της περιουσιακής ζημίας του και το ποσό των 11.246,41 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, μη συμπεριλαμβανομένου του ποσού των 44 ευρώ λόγω επιφυλάξεως προς παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, στον τρίτο εξ αυτών το ποσό των 171.420 συν το ποσό των τόκων ανερχόμενο στο ποσό των 55.711,50 ευρώ ως αποζημίωση της περιουσιακής ζημίας του και το ποσό των 17.098,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, μη συμπεριλαμβανομένου του ποσού των 44 ευρώ λόγω επιφυλάξεως προς παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, (η τέταρτη, πέμπτη και έκτος των εναγόντων δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την συζήτηση της αγωγής), στον έβδομο εξ αυτών το ποσό των 60.115 ευρώ συν το ποσό των 19.537,37 ευρώ ως αποζημίωση της περιουσιακής ζημίας του και το ποσό των 5.967,50 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, μη συμπεριλαμβανομένου του ποσού των 44,00 ευρώ λόγω επιφυλάξεως προς παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, στον όγδοο εξ αυτών το ποσό των 58.902 ευρώ συν το ποσό των τόκων ανερχόμενο στο ποσό των 19.143,15 ευρώ ως αποζημίωση της περιουσιακής ζημίας του και το ποσό των 5.846,20 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, μη συμπεριλαμβανομένου του ποσού των 44 ευρώ λόγω επιφυλάξεως προς παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, να υποχρεωθεί να καταβάλλει νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, στον ένατο εξ αυτών το ποσό των 100.000 ευρώ συν το ποσό των τόκων ανερχόμενο στο ποσό των 15.440 ευρώ ως αποζημίωση της περιουσιακής ζημίας του και το ποσό των 9.956 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, μη συμπεριλαμβανομένου του ποσού των 44 ευρώ λόγω επιφυλάξεως προς παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων και στον δέκατο εξ αυτών το ποσό των 37.500 ευρώ συν το ποσό των τόκων ανερχόμενο στο ποσό των 5.790 ευρώ ως αποζημίωση της περιουσιακής ζημίας του και το ποσό των 3.706 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, μη συμπεριλαμβανομένου του ποσού των 44,00 ευρώ λόγω επιφυλάξεως προς παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων τους.

 

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 7626/2021 οριστική απόφασή του, αφού θεώρησε την αγωγή ως μη ασκηθείσα ως προς την πρώτη ενάγουσα, κήρυξε την συζήτηση αυτής ματαιωμένη μεταξύ της δεύτερης εναγομένης και της τέταρτης, πέμπτης και έκτου των εναγόντων λόγω της ερημοδικίας τους, κήρυξε απαράδεκτη την συζήτηση της αγωγής αναφορικά με τους λοιπούς ενάγοντες ως προς την δεύτερη εναγομένη λόγω μη σύννομης παραίτησης από το δικόγραφο της αγωγής ως προς αυτή, και τελικά δικάζοντας αντιμωλία των λοιπών διαδίκων (εκκαλούντων αμφοτέρων των εφέσεων και εφεσίβλητης), έκρινε ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη λόγω έλλειψης αιτιώδους συνδέσμου της εκτιθέμενης περιουσιακής ζημίας των εναγόντων με την αναφερόμενη στην αγωγή αντισυμβατική και αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων της εναγομένης, δεχόμενο ότι η ζημία τους ήταν απόρροια της νομοθετικής παρεμβάσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κεντρικής της Τράπεζας χωρίς την οποία δεν θα επερχόταν το επιζήμιο αποτέλεσμα και απέρριψε αυτή, συμψηφίζοντας τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες (ενάγοντες) με τις ως άνω εφέσεις και για τους σ' αυτές αναφερόμενους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την αποδοχή εν όλω της αγωγής ως ορισμένης και βάσιμης και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη (εναγόμενη) στα δικαστικά τους έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε όμως ως προς την απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης, διότι η αγωγή τύγχανε νόμιμη, σύμφωνα με τις εις τις μείζονες προτάσεις εκτιθέμενες σκέψεις, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 141, 142, 147, 149 εδ. α', 154-157, 184 σε συνδ. με 180, 197, 198, 281, 288, 297, 298 εδ. α, 299, 330, 334 παρ. 1, 335 επ., 340, 345, 361, 914 {σε συνδυασμό και με το άρθρο 386 Π.Κ., όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο της συντέλεσης των παραγωγικών γεγονότων της προκείμενης διαφοράς (πρβλ. ΑΠ 1935/2014, ΑΠ 223/2002, ΕφΘεσ 794/2012 Νόμος)}, 919, 922 και 932 ΑΚ, 11 παρ. 1 περ. ία ν. 3601/2007, 1 παρ. 4, 8, 9α, 9γ, 9δ, 9ε και 90 παρ. 1 εδ. α' ν. 2251/1994 (όπως ίσχυαν πριν από τις τροποποιήσεις του ν. 2251/1994 με τον ν. 4512/2018, οι ρυθμίσεις του οποίου, σύμφωνα με τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 111 αυτού σε συνδ. με το άρθρο 126, δεν καταλαμβάνουν τις συμβάσεις, που έχουν συναφθεί έως και τις 17.3.2018), 3 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1 και 2, 13 και 25 ν. 3606/2007 (σημειουμένου ότι, αν και οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 70 του ν. 3606/2007 καταργήθηκαν με το άρθρο 97 του ν. 4514/2018, σύμφωνα με το άρθρο 98 παρ. 1 του ίδιου νόμου, αυτές εξακολουθούν να εφαρμόζονται για πράξεις και παραλείψεις, που έχουν τελεστεί μέχρι την έναρξη ισχύος του), 2 παρ. 9, 4, 6, 8, 12, 13, 14 και 16 παρ. 1 της υπ’ αριθμ. 1/452/1.11.2007 Απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (ΦΕΚ Β' 2136/1.11.2007), μόνου της υπ’ αριθμ. 2501/31.10.2002 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Α' 277/18.11.2002), 71, 176, 189, 191 παρ. 2, 907 και 908 παρ. 1 περ. δ' Κ.Πολ.Δ., πλην των αγωγικών αιτημάτων κονδυλίου περί επιδίκασης στους ενάγοντες των ως άνω εκτιθέμενων ποσών, στα οποία συμποσούνται οι τόκοι, που θα είχαν οι ενάγοντες εισπράξει από την επένδυση των κεφαλαίων στα αντίστοιχα Μ.Χ., Μ.Α.Κ. και Μ.Α.Ε.Κ., σύμφωνα με τα προβλεφθέντα στις ένδικες συμβάσεις, για τις περιόδους εκτοκισμού μέχρι και τις 31-12-2016, τα οποία είναι απορριπτέα ως μη νόμιμα, διότι πρόκειται για θετικό διαφέρον ή διαφέρον εκπλήρωσης, δηλαδή για ό,τι οι ενάγοντες θα αποκόμιζαν από την έγκυρη δικαιοπραξία, ζημία η οποία, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην (4) νομική σκέψη, δεν δύναται να αποκατασταθεί στην περίπτωση που ο απατηθείς επιλέξει να ζητήσει, ως εν προκειμένω, την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Έτσι, σε περίπτωση που ο απαιτηθείς επιλέξει να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας δικαιούται παράλληλα αποζημίωση που έγκειται στο αρνητικό διαφέρον, περιλαμβάνον κάθε ζημία αυτού που θα είχε αποφευχθεί, αν δεν είχε πειστεί στη σύναψη της σύμβασης, ούτε σε κάθε περίπτωση, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι πρόκειται για διαφυγόν κέρδος, ήτοι για τόκους που θα επιτύγχαναν από άλλη σύμβαση σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που είχαν ληφθεί, μνημονεύοντας, μάλιστα, με εξειδικευμένο τρόπο όλες τις περιστάσεις που θα καθιστούσαν αναμενόμενη την απόδοση του οριζόμενου τόκου για το ίδιο ως άνω χρονικά διάστημα. Πρέπει, συνεπώς, γενομένων δεκτών ως βάσιμων των πρώτων λόγων αμφοτέρων των εφέσεων, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να κρατηθεί και να δικαστεί η αγωγή περαιτέρω κατ’ ουσία, δεδομένου ότι είχαν καταβληθεί τα ανάλογα τέλη δικαστικών ενσήμων με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις για τα καταψηφιστικά αιτήματα του ένατου και δέκατου των εναγόντων (βλ. υπ’ αριθμ. . ηλεκτρονικό παράβολο δικαστικού ενσήμου και υπ' αριθμ. ./05-10-2020 ηλεκτρονική απόδειξη πληρωμής της Τράπεζας ALPHA BANK για τον ένατο των εναγόντων και υπ' αριθμ. . ηλεκτρονικό παράβολο δικαστικού ενσήμου και υπ' αριθμ. ./05-10-2020 ηλεκτρονική απόδειξη πληρωμής της ΕΤΕ για τον δέκατο των εναγόντων), μη εξεταζομένων των λοιπών λόγων εφέσεων, όι οποίοι σε κάθε περίπτωση, αλυσιτελώς προβάλλονται, δοθέντος ότι αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων ενώ το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως προαναφέρθηκε δεν ερεύνησε την ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης αγωγής.

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297 και 298 Α.Κ. σαφώς συνάγεται ότι σκοπός του δίκαιου της αποζημιώσεως είναι η αποκατάσταση της πλήρους, αλλά και μόνον, ζημίας και όχι ο πλουτισμός του ζημιωθέντος. Επομένως, εάν το ζημιογόνο γεγονός προκάλεσε μεν στον ζημιωθέντα ζημία, αλλά απέφερε στον τελευταίο ορισμένες ωφέλειες (κέρδος), αποκαταστατέα τυγχάνει η πραγματική ζημία, δηλαδή η διαφορά, η οποία προκύπτει από την αφαίρεση του κέρδους από την προκληθείοα ζημία. Ο λεγόμενός «συνυπολογισμός ζημίας και κέρδους» (compensatio lucri cum darnno) δεν συνιστά εξαίρεση από τούς γενικούς κανόνες του δικαίου της αποζημιώσεως, αλλά εφαρμογή τούς κατά τρόπο, ο οποίος προκύπτει από την ιδία την έννοια της ζημίας, για τον υπολογισμό της οποίας εκτιμάται η συνολική περιουσιακή κατάσταση του ζημιωθέντος και οι επιπτώσεις του ζημιογόνου γεγονότος, τόσο οι θετικές όσο και οι αρνητικές. Συνεπώς, για τον υπολογισμό της περιουσιακής καταστάσεως του ζημιωθέντος μετά την επέλευση της ζημίας πρέπει να συνυπολογισθεί και το τυχόν κέρδος. Η επίκληση του συνυπολογιστέου κέρδους αποτελεί ανατρεπτική της αγωγής ένσταση του εναγόμενου, η οποία οδηγεί στην απόρριψη της αγωγής εν σχέσει προς το μέρος του αξιουμένου ποσού αποζημιώσεως, το οποίο καλύπτεται από το κέρδος, το οποίο αποκομίζει ο ενάγων από το επιζήμιο γεγονός (ΟλΑΠ 54 και 56/1990 ΝοΒ 41.380). Δυσχέρεια εμφανίζει το ζήτημα του προσδιορισμού (ή της οριοθετήσεως) των συνυπολογιστέων ωφελειών, διότι ο συνυπολογισμός όλων ανεξαιρέτως των κερδών, ακόμη και των πλέον απομακρυσμένων και μόνον εμμέσως συνδεόμενων με το ζημιογόνο γεγονός, θα οδηγούσε σε άδικα αποτελέσματα. Κατά μία άποψη (θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας) συνυπολογίζονται μόνο τα κέρδη, τα οποία είναι δυνατόν να προβλεφθούν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, και όχι τα οφειλόμενα σε τυχαία ή έκτακτα περιστατικά, ενώ κατ’ άλλη άποψη (θεωρία του σκοπού της κερδοφόρου παροχής) απαιτείται προσφυγή στον σκοπό της πράξεως, της συμβάσεως ή της διατάξεως του νόμου, βάσει της οποίας ο ζημιωθείς αποκόμισε το όφελος (κέρδος) και, εάν ο σκοπός αυτός συμπίπτει με το σκοπό το δικαίου της αποζημιώσεως, το κέρδος πρέπει να συνυπολογίζεται προς αποφυγή πλουτισμού του ζημιωθέντος. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και κέρδους (όπως δέχονται οι ΑΠ 244/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1857/2005, ΑΠ 1213/2001 ΕλλΔνη 43.96, ΕφΑθ 4881/2014), αλλά και μη αντίθεση του συνυπολογισμού του κέρδους, υπό τις εκάστοτε συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη (ΑΠ 1083/2022, ΑΠ 1185/2021, ΑΠ 1286/2021, ΑΠ 244/2016, Ε.Α. 480/2023 ΝΟΜΟΣ).

 

Εν προκειμένω, η εναγόμενη με τις νομοτύπως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της αρνήθηκε την αγωγή, και επικουρικά προέβαλε την ένσταση συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας των εναγόντων ως προς τα αναλυτικός αναφερόμενα σε αυτές ποσά των τόκων που έκαστος εξ αυτών έλαβε ως κάτοχος των επενδυτικών της προϊόντων, την οποία επαναφέρει και με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Ο εν λόγω όμως ισχυρισμός, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στα άρθρα 298 εδ. α’ και 930 παρ. 3 Α.Κ., ως ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους κατά τα προεκτεθέντα ποσά για έκαστο ενάγοντα από τις αποδόσεις των τόκων των Μ.Χ.-Μ.Α.Κ.-Μ.Α.Ε.Κ., είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, σύμφωνα και με τις εις την μείζονα πρόταση εκτιθέμενες σκέψεις. Ειδικότερα, όταν από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός αυτό ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (άρθρο 298 ΑΚ), η πραγματική ζημία του ζημιωθέντος έγκειται, κατόπιν του σχετικού συνυπολογισμού (και εφόσον υποβληθεί η εξεταζόμενη ένσταση), σε ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Επομένως, δεν χωρεί τέτοιος συνυπολογισμός στην περίπτωση αδυναμίας κατάφασης πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ζημιογόνου συμβάντος και της συγκεκριμένης ωφέλειας, όπως και αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία και είναι, επίσης, δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (βλ. ΑΠ 1083/2022, ΑΠ 1524/2022, ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 1183/2021, ΑΠ 1185/2021, ΑΠ 1286/2021, ΑΠ 244/2016 ΝΟΜΟΣ). Τούτων δοθέντων, και αληθούς υποτιθέμενης της είσπραξης του ως άνω ποσών από τους ενάγοντες, δεν πρόκειται για κέρδος αυτών από τη ζημία τους (από το ένδικο ζημιογόνο γεγονός), αλλά για απότοκο της συναφθείσας μεταξύ αυτών και της εναγομένης σύμβασης, η οποία σαφώς προέβλεπε συγκεκριμένες απολήψεις για αυτούς, ήτοι για καρπό της επένδυσής τους στα ως άνω επενδυτικά προϊόντα. Κατά τούτο, οι τόκοι, που έλαβαν οι ενάγοντες ως απόδοση των συγκεκριμένων επενδυτικών προϊόντων, είναι, μεν, κέρδος τους από την κυριότητα των τίτλων αυτών, πλην, όμως, το κέρδος αυτό δεν προέρχεται από (δεν συνδέεται αιτιωδώς με) το επιζήμιο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου τους, η οποία οφείλεται στην παράνομη και υπαίτια (δόλια) συμπεριφορά των υπαλλήλων της εναγομένης, που δημιούργησε σε αυτούς την πεπλανημένη πεποίθηση ότι θα τους αποδιδόταν μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα ακέραιο το κεφάλαιο της επένδυσής τους, αλλά από το (μη επιζήμιο, διαφορετικό) γεγονός της παραχώρησης των κεφαλαίων τους στην εναγομένη τράπεζα, η οποία τα εκμεταλλεύθηκε, με όποιο πρόσφορο τρόπο μπορούσε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς τους στους ενάγοντες. Καθίσταται, συνεπώς, σαφές ότι το κεφάλαιο των τόκων, ως κέρδος, έχει αυτοτέλεια έναντι των εκ του νόμου συνεπειών του ζημιογόνου γεγονότος και, συνεπώς, δεν συνυπολογίζεται με την επίδικη ζημία των εναγόντων. Άλλωστε, ο προτεινόμενος (από την εναγομένη) συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, η οποία δεν ανέχεται το συμφωνηθέν κέρδος των εναγόντων από την εκτέλεση της ένδικης σύμβασης και από τη -στο πλαίσιο αυτής- επικερδή εκμετάλλευση του κεφαλαίου τους από την εναγομένη να αποβεί σε ωφέλεια αυτής (ζημιώσασας).

 

Περαιτέρω, η εναγόμενη επικουρικά προβάλλει την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων, αφενός σε σχέση με την πρόκληση της επικαλούμενης ζημίας τους, διότι όφειλαν να έχουν αναγνώσει τα έγγραφα που κλήθηκαν να υπογράψουν, να ζητήσουν περαιτέρω διευκρινίσεις, και να μην δηλώσουν ψευδώς ότι κατανόησαν το περιεχόμενό τους, αφετέρου ως προς την έκταση της ζημίας τους, δεδομένου ότι όφειλαν, από την παραλαβή του πρώτου statement, να δουν την απομείωση της αξίας του κεφαλαίου τους, να αντιληφθούν ότι πρόκειται για χρηματιστηριακό προϊόν για το οποίο υφίσταται κίνδυνος ζημίας, και να περιορίσουν τη ζημία τους με τη ρευστοποίηση των Μ.Χ., Μ.Α.Κ. ή Μ.Α.Ε.Κ. ανά περίπτωση, αμέσως στο Χρηματιστήριο. Ότι παρά τούτα ουδέν έπραξαν, με αποτέλεσμα να ευθύνονται για την έκταση του συνόλου της ζημίας τους. Η εν λόγω ένσταση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 300 § 1 και 330 Α.Κ. και πρέπει να εξετασθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

Από την εκτίμηση των ενόρκων βεβαιώσεων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες και συγκεκριμένα της υπ’ αριθμ. ./2-10-2020 ένορκης βεβαίωσης της . ενώπιον της Συμβ/φου Κρωπίας ., της υπ’ αριθμ. ./2-10-2020 ένορκης βεβαίωσης της . ενώπιον του Συμβ/φου Ναυπλίου ., της υπ’ αριθμ. ./1-10-2020 ένορκης βεβαίωσης του . ενώπιον της Συμβ/φου Θεσσαλονίκης ., της υπ’ αριθμ. ./2-10-2020 ένορκης βεβαίωσης της . ενώπιον της Συμβ/φου Κοζάνης ., της υπ’ αριθμ. ./2-10-2020 ένορκης βεβαίωσης του . ενώπιον του Συμβ/φου Μεσολογγίου ., της υπ’ αριθμ. ./2020 ένορκης βεβαίωσης της . ενώπιον της Ειρηνοδίκη Βόλου ., οι οποίες λήφθηκαν νομότυπα μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης να παραστεί (βλ. υπ’ αριθμ. . Ε/28-9-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς .) και των εγγράφων που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, στα οποία (δικαστικά τεκμήρια) περιλαμβάνονται και ένορκες βεβαιώσεις οι οποίες δόθηκαν στα πλαίσια άλλων δικών, από τις ομολογίες που συνάγονται από τις προτάσεις των διαδίκων (άρθρα 261 και 352 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία, κατά το άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., λαμβάνονται αυτεπάγγελτα υπόψη από το Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο δεύτερος ενάγων (10ς εκκαλών της υπό στοιχείο Α’ έφεσης) ., μηχανολόγος, είχε συνεργασία με την εφεσίβλητη από 20ετίας, διατηρούσε δε τα χρήματά του κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Ο αρχικώς τρίτος ενάγων, ., ετών 64 το έτος 2008, συνταξιούχος υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών, ο οποίος όπως έχει ήδη αναφερθεί έχει αποβιώσει και την δίκη συνεχίζουν στο όνομά του τα αδέλφια του, δεύτερος, τρίτος, τέταρτη και πέμπτη των εκκαλούντων της υπό στοιχείο Α’ έφεσης, ήταν πελάτης της εφεσίβλητης εναγομένης από το έτος 1996, διατηρούσε δε τα χρήματά του εκ των αποδοχών του σε προθεσμιακή κατάθεση. Ο έβδομος ενάγων (6ος εκκαλών της υπό στοιχείο Α’ έφεσης), ., ελεύθερος επαγγελματίας και ήδη άνεργος, είχε συνεργασία ετών με την εναγομένη εφεσίβλητη, διατηρούσε δε προθεσμιακή κατάθεση, έχοντας τοποθετήσει σε αυτή τις οικονομίες του. Ο όγδοος ενάγων (7ος εκκαλών της υπό στοιχείο Α’ έφεσης) ., υπάλληλος της Δ.Ε.Η., είχε συνεργασία ετών με την εναγομένη εφεσίβλητη, διατηρούσε δε προθεσμιακή κατάθεση, έχοντας τοποθετήσει σε αυτή τις οικονομίες του. Ο ένατος ενάγων (1ος εκκαλών της υπό στοιχείο Β’ έφεσης), ιδιωτικός υπάλληλος, ήταν πελάτης της εφεσίβλητης από το έτος 2007, δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις ούτε επενδυτική εμπειρία. Ο δέκατος ενάγων (2ος εκκαλών της υπό στοιχείο Β’ έφεσης), ετών 36 το έτος 2008, εκπαιδευτικός μέσης εκπαίδευσης, ήταν πελάτης της εφεσίβλητης εναγομένης από το έτος 2004, διατηρούσε δε τα χρήματά του σε προθεσμιακή κατάθεση και δεν είχε ποτέ την οποιαδήποτε σχέση με το χρηματιστήριο και τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι ενάγοντες δεν ήταν επαγγελματίες πελάτες, που διέθεταν την αναγκαία πείρα και γνώση για να κατανοούν τους κινδύνους που ενέχουν όλες οι επενδυτικές υπηρεσίες και είχαν ένα συντηρητικό επενδυτικό προφίλ, αποσκοπώντας στη διασφάλιση των κεφαλαίων τους μέσω της διασποράς τους και στην εγγυημένη απόδοσή τους, όσοι δε εξ αυτών είχαν επενδύσει στο παρελθόν σε μετοχές, το έκαναν σε περιορισμένη έκταση και βαθμό, που δεν αναιρεί το συντηρητικό επενδυτικό προφίλ τους και την επιδίωξή τους να έχουν διασφαλισμένο το κεφάλαιό τους. Τον Ιούλιο του έτους 2008 η εναγομένη εξέδωσε ένα νέο επενδυτικό προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018 (ΚΥΠΡΟ 1)» τα οποία ήταν ομόλογα με επιτόκιο 7,5 % για τον πρώτο χρόνο και ακολούθως με κυμαινόμενο επιτόκιο Euribor 6 μηνών πλέον 1% και στη συνέχεια κυμαινόμενο επιτόκιο Euribor 6 μηνών πλέον 2%. Εν συνεχεία το Μάρτιο του 2009 η εναγομένη εξέδωσε ακόμη ένα νέο επενδυτικό προϊόν υπό την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου» (Μ.Α.Κ.). Επρόκειτο για ομόλογα αέναης διάρκειας, για τα οποία η εναγομένη θα απέδιδε ετήσιο τόκο με σταθερό επιτόκιο 5,5 % για τα πρώτα πέντε έτη και εν συνεχεία κυμαινόμενο ίσο με το Euribor 6 μηνών πλέον 3%. Τα ομόλογα ήταν διαπραγματεύσιμα στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ) και στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ) και ο κάτοχός τους μπορούσε να τα ρευστοποιήσει στο χρηματιστήριο. Επίσης, έδιναν το δικαίωμα στον κάτοχό τους να ζητήσει από την τράπεζα να τα μετατρέψει σε μετοχές της σε δύο προκαθορισμένες από την τράπεζα περιόδους και προ της παρέλευσης πενταετίας από την έκδοσή τους. Ο δεύτερος ενάγων τον Ιούνιο του έτους 2009 επισκέφθηκε το υποκατάστημα αυτής στην Αργυρούπολη Αττικής, στην οδό Κύπρου 29, κατόπιν προτροπής της υπαλλήλου της εφεσίβλητης ., η οποία ακολούθως του συνέστησε πολύ ένθερμα να επενδύσει σε ένα επενδυτικό ομόλογο παραπλήσιο προθεσμιακής κατάθεσης πενταετούς διάρκειας, με προνομιακό επιτόκιο και εγγυημένη επιστροφή κατά την λήξη του, ήτοι «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου (Μ.Α.Κ.). Κατόπιν διαβεβαιώσεων της ως άνω υπαλλήλου ότι πρόκειται για ασφαλή κι επικερδή τοποθέτηση (με επιτόκιο 5,5%), τοποθέτησε στις 27-5-2009, με μεταφορά από λογαριασμό που τηρούσε στην εφεσίβλητη το ποσό των 5.000 ευρώ, υπογράφοντας σχετική αίτηση εγγραφής. Ο τρίτος ενάγων κατόπιν προτροπών προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης ., στο υποκατάστημα αυτής στο Κολονάκι Αθηνών (. και .) αγόρασε 171.420 Μ.Χ. αξίας 171.420 ευρώ. Ο έβδομος ενάγων, μετά από προτροπές του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης, στο υποκατάστημα της Θεσσαλονίκης στην περιοχή ., ., αγόρασε 60.115 Μ.Χ., αξίας 60.115 ευρώ. Ο όγδοος ενάγων, μετά από προτροπές της προστηθείσας υπαλλήλου της εναγομένης ., στο υποκατάστημα αυτής στην Κοζάνη (στην οδό .), αγόρασε 28.902 Μ.Χ. αξίας 28.902 ευρώ. Ο ένατος ενάγων, μετά από προτροπές των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης, στο υποκατάστημα αυτής στο Ηράκλειο Κρήτης (πλατεία Ελευθερίας, κωδ. .), αγόρασε 100.000 MX αξίας 100.000 ευρώ, υπογράφοντας την από 25-7-2008 «ανέκκλητη αίτηση αδιάθετων μετατρέψιμων χρεογράφων». Ο δέκατος ενάγων, μετά από προτροπές του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης ., στο υποκατάστημα αυτής στο Αγρίνιο, αγόρασε 37.500 Μ.Χ. αξίας 37.500 ευρώ, κατόπιν πρόωρης λήξης της προθεσμιακής του κατάθεσης χωρίς ποινή, υπογράφοντας μεταγενέστερα το από 28-7-2008 «Αποδεικτικό Συμμετοχής στην Έκδοση Μ.Χ. 2013/2018». Τόσο τα Μ.Χ. όσο και τα Μ.Α.Κ. παρουσιάστηκαν από τους προστηθέντες υπαλλήλους της εναγομένης στους ενάγοντες ως επενδυτικά προϊόντα που έχουν τα χαρακτηριστικά της κλασσικής προθεσμιακής κατάθεσης με διασφαλισμένο το κεφάλαιο και περιοδική καταβολή τόκων. Τον Μάιο του 2011 η εναγομένη πρότεινε στους ενάγοντες, δια των προαναφερθέντων υπαλλήλων της, με τους οποίους συναλλάσσονταν τότε οι ενάγοντες, να επενδύσουν σε ένα νέο προϊόν εκδόσεώς της, το οποίο ονομαζόταν «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (Μ.Α.Ε.Κ.). Όπως προέκυπτε από το από 5.4.2011 ενημερωτικό δελτίο που υποχρεωτικά κατά το Ν. 3401/2005 εξέδωσε η εναγομένη, επρόκειτο και πάλι για ομόλογα αέναης διάρκειας, για τα οποία η εναγομένη θα απέδιδε ετήσιο σταθερό επιτόκιο 6,5 % για τα πρώτα πέντε έτη και εν συνεχεία κυμαινόμενο ίσο με το Euribor 6 μηνών πλέον 3%. Ο τόκος υπολογιζόταν επί του επενδυμένου κεφαλαίου, ανεξαρτήτως της τιμής διαπραγμάτευσης στο Χρηματιστήριο και ο κάτοχος είχε το δικαίωμα να ζητήσει από την τράπεζα να τα μετατρέψει σε μετοχές της σε προκαθορισμένες από την τράπεζα τέσσερις περιόδους. Η τράπεζα είχε το δικαίωμα την πρώτη πενταετία να τα εξαγοράσει από τον Κάτοχο στην ονομαστική τους αξία, ανεξαρτήτως της χρηματιστηριακής τους αξίας. Ο κάτοχος μπορούσε να τα πουλήσει χρηματιστηριακώς. Σύμφωνα με τους όρους έκδοσης, προβλεπόταν η προαιρετική κατά την κρίση της τράπεζας επιλογή της ακύρωσης πληρωμής τόκων, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα και την οικονομική της κατάσταση και η υποχρεωτική ακύρωση πληρωμής τόκων σε περίπτωση που η τράπεζα δεν πληρούσε τις ελάχιστες απαιτήσεις φερεγγυότητας ως ορίζονταν από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Επίσης προβλεπόταν υποχρεωτική μετατροπή του προϊόντος σε συνήθεις μετοχές, σε περίπτωση «γεγονότος έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου» ή «γεγονότος βιωσιμότητας». Γεγονός έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου θεωρείτο ότι θα είχε επισυμβεί όταν η Τράπεζα έδινε σχετική ειδοποίηση είτε (I) ότι πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ε.Ε. το ύψος των βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων της είναι χαμηλότερο του 5% ή ότι κατά ή μετά την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III ως αυτή θα υιοθετηθεί από την ΕΕ το ύψος των κοινών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο ποσοστό που θα καθοριστεί είτε (II). όταν η ΚτΚ θα καθόριζε ότι η τράπεζα βρισκόταν σε μη συμμόρφωση με τα απαιτούμενα κανονιστικά όρια του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας κατά τα οριζόμενα στους σχετικούς εφαρμοστέους τραπεζικούς κανονισμούς. Γεγονός βιωσιμότητας οριζόταν (i) οποτεδήποτε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου έκρινε, ότι η υποχρεωτική μετατροπή των Μ.Α.Ε.Κ. (και άλλων αξιών, που με βάση τους όρους τους ήταν δυνατόν να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές σε γεγονός βιωσιμότητας), ήταν αναγκαία για βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας και θα συνέβαλε στη διατήρηση της φερεγγυότητάς της ή (ii) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου έκρινε ότι η Τράπεζα θα χρειαστεί έκτακτη κρατική βοήθεια για τη διατήρηση της φερεγγυότητάς της ή την αποφυγή ενδεχομένου πτώχευσής της ή δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει σημαντικό μέρος των υποχρεώσεών της ή σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Επί προαιρετικής ή υποχρεωτικής ακύρωσης της πληρωμής τόκων, η εναγομένη δεν θα προέβαινε στην καταβολή μερίσματος ή σε οποιαδήποτε έτερη πληρωμή σχετικά με τις συνήθεις μετοχές ή άλλες αξίες της, που θα λογίζονταν, ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο. Οι ενάγοντες αποδέχτηκαν την πρόταση της εναγομένης ως αυτή τους παρουσιάστηκε από τους προστηθέντες υπαλλήλους αυτής με τους οποίους συναλλάσσονταν και μετέτρεψαν τα ανήκοντα σε αυτούς προηγούμενα Μ.Χ. ή Μ.Λ.Κ. σε Μ.Α.Ε.Κ. ή αγόρασαν Μ.Α.Ε.Κ. ως ακολούθως : ο δεύτερος ενάγων, έλαβε επιστολή της εφεσίβλητης με την οποία του πρότεινε την τοποθέτηση του κεφαλαίου του σε άλλο προϊόν και δη σε Μ.Α.Ε.Κ.. Μετέβη στο εν λόγω κατάστημα και η προστηθείσα προαναφερόμενη υπάλληλος αυτής, συμβούλευσε τον δεύτερο ενάγοντα να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ.. Έτσι μετέτρεψε τα ανήκοντα σε αυτόν ήδη 5.000 Μ.ΑΚ. σε Μ.Α.Ε.Κ. και κατόπιν ένθερμης προτροπής της ίδιας υπαλλήλου Κ. Γούλα, τοποθέτησε επιπλέον κεφάλαιο 107.904,17 ευρώ σε Μ.Α.Ε.Κ., όπως προκύπτει από την από 10-5-2011 σχετική αίτηση εγγραφής αδιάθετων Μ.Α.Ε.Κ. και την υπ’ αριθμ. ./18-5-2011 επιστολή παραχώρησης της εναγομένης - εφεσίβλητης. Ο τρίτος ενάγων τον Μάιο του 2009 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτόν 171.420 Μ.Χ. σε Μ.Α.Κ., όπως προκύπτει από το από 26-5-2009 αποδεικτικό συμμετοχής ενώ τον Μάιο του έτους 2011 μετέτρεψε κατόπιν επικοινωνίας με την ίδια προαναφερθείσα προστηθείσα υπάλληλο της εναγομένης τα ανήκοντα σε αυτόν 171.420 Μ.Α.Κ. σε Μ.Α.Ε.Κ., όπως προκύπτει από το από 2-5-2011 αποδεικτικό συμμετοχής. Ο έβδομος ενάγων, μετέτρεψε τα ανήκοντα σε αυτόν 60.115 Μ.Χ. σε Μ.Α.Ε.Κ. όπως προκύπτει από το από 3-5-2011 αποδεικτικό συμμετοχής. Ο όγδοος ενάγων μετέτρεψε τα ανήκοντα σε αυτόν 28.902 Μ.Χ. σε Μ.Α.Ε.Κ. και τοποθέτησε επιπλέον και το ποσό των αποταμιεύσεων του ύψους 30.000 ευρώ επίσης σε Μ.Α.Ε.Κ., και συνολικά το ποσό των 58.902 ευρώ, όπως προκύπτει από το από 10-5-2011 αποδεικτικό συμμετοχής. Ο ένατος και ο δέκατος των εναγόντων δεν μετέτρεψαν τα ανήκοντα σε αυτούς 100.000 Μ.Χ. και 37.500 Μ.Χ. αντίστοιχα, ούτε σε Μ.Α.Κ. ούτε σε Μ.Α.Ε.Κ., θεωρώντας ότι είχαν ήδη τοποθετήσει το κεφάλαιό τους σε μια ασφαλή και σίγουρη προθεσμιακή κατάθεση. Κοινό χαρακτηριστικό των παραπάνω τριών (3) επενδυτικών προϊόντων (Μ.Χ. 2013/2018, Μ.Α.Κ. και Μ.Α.Ε.Κ.) ήταν ότι πρόκειται για χρηματιστηριακά προϊόντα, τα οποία ήταν διαπραγματεύσιμα στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Αποτελούσαν δε πολύπλοκα χρηματοοικονομικά μέσα λόγω των χαρακτηριστικών της μετατρεψιμότητάς τους σε μετοχές ή / και της αόριστης διάρκειάς τους (Μ.Α.Κ. και Μ.Α.Ε.Κ.), που εμπεριέχουν κινδύνους, οι οποίοι ενδεχομένως να μην ήταν πλήρως κατανοητοί από ιδιώτες επενδυτές, οι οποίοι αποτέλεσαν το επενδυτικό κοινό στο οποίο κατά το μεγαλύτερο μέρος διατέθηκε κάθε έκδοση. Ειδικότερα, ο επενδυτής, που θα τα επέλεγε ως τοποθέτηση του κεφαλαίου, αναλάμβανε τον πιστωτικό κίνδυνο, ήτοι τον κίνδυνο η εκδότρια εναγομένη να μην ήταν σε θέση να εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις της λόγω επιδείνωσης της οικονομικής της κατάστασης εξαιτίας επενδυτικών της επιλογών και, συνεπακόλουθη, μείωση της φερεγγυότητάς της, οποιαδήποτε δε αλλαγή στην πιστοληπτική ικανότητα της εκδότριας και αδυναμία της να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις θα αποτιμώνταν και στη δευτερογενή αγορά, στην οποία μετά την κτήση τους θα διαπραγματεύονταν τα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα, και θα αντικατοπτρίζονταν στην τιμή διαπραγμάτευσής τους. Επίσης, εξέθετε το κεφάλαιό του στους κινδύνους αγοράς και ρευστότητας, ήτοι α. σε επιτοκιακό κίνδυνο κατά τις περιόδους που το επιτόκιο θα ήταν κυμαινόμενο, καθοριζόμενο από το Euribor, και β. στον κίνδυνο να έχει πέσει η χρηματιστηριακή αξία του επενδυτικού προϊόντος εφόσον αποφάσιζε να ρευστοποιήσει το προϊόν στο Χρηματιστήριο Αξιών, ή η τιμή κτήσης της μετοχής να είναι χαμηλότερη της τιμής μετατροπής, εφόσον αποφάσιζε να το μετατρέψει σε μετοχές και, στη συνέχεια, να το πουλήσει. Σκοπός των εκδόσεων Μ.Χ. 2013/2018 και Μ.Α.Κ. ήταν η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγομένης εντός του αβέβαιου χρηματοοικονομικού περιβάλλοντος, που είχε αναδείξει η παγκόσμια οικονομική κρίση 2007-2008, καθώς, εάν και το έτος 2008 έκλεισε με κερδοφορία, η τελευταία σημείωσε απώλειες 163 εκατομμυρίων ευρώ. Οι απώλειες αυτές, ναι μεν δεν επηρέασαν τις αποδόσεις κερδών-απωλειών, διότι απορροφήθηκαν από τα ρευστά διαθέσιμό της, πλην όμως αποτέλεσαν προφανώς γεγονός, που έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου στη Διοίκηση της εναγομένης - εφεσίβλητης. Σκοπός της έκδοσης των Μ.Α.Ε.Κ. ήταν η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας αυτής, αλλά και η απορρόφηση των ζημιών, που υφίστατο ενδεχόμενο να προκαλέσει στη διαθέσιμη ρευστότητα και στην πιστοληπτική ικανότητά της η υψηλή συγκέντρωση ομολόγων του ελληνικού δημοσίου (ΟΕΔ) στο χαρτοφυλάκιό της (ΜΑΕΚ) ενόψει και των αυξημένων απαιτήσεων για εποπτικά κεφάλαια της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (ΕΤΑ) και του Συμφώνου της Βασιλείας III. Τα επίδικα επενδυτικά προϊόντα πρέπει να μην αντιμετωπιστούν μεμονωμένα στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, διότι μετά την έκδοση των Μ.Χ. 2013/2018 οι μετέπειτα εκδόσεις ήταν κάθε μία εξέλιξη και συνέχεια της προηγούμενης, προσαρμοσμένη στις εκάστοτε ανάγκες της εναγομένης - εφεσίβλητης, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι επισημαίνονταν στους υπαλλήλους των υποκαταστημάτων ότι πρέπει να επιτευχθεί η ανταλλαγή του ενός προϊόντος με το άλλο (τα MX 2013/2018 να ανταλλαγούν με ΜΑΚ και τα τελευταία με ΜΑΕΚ), προς το σκοπό δε αυτό τα Μ.Α.Κ. σχεδιάστηκαν ως ελκυστικότερα από τα Μ.Χ. 2013/2018 (υψηλότερο επιτόκιο σταθερό για πέντε έτη όταν το επιτόκιο των Μ.Χ. 2013/2018, είχε διαμορφωθεί κάτω από 5,5% και χαμηλότερη τιμή μετατροπής, ήτοι 5,50 ευρώ ανά μετοχή αντί 10,50 ευρώ) και τα Μ.Α.Ε.Κ. ως ελκυστικότερα των Μ.Α.Κ. (υψηλότερο επιτόκιο κατά 1% και χαμηλότερη τιμή μετατροπής, ήτοι 3,30 ευρώ ανά μετοχή αντί 5,50 ευρώ). Κάθε έκδοση, άλλωστε, ανάλογα με το σκοπό, που εξυπηρετούσε έφερε έναν επιπλέον όρο προς το συμφέρον της εναγομένης - εφεσίβλητης (τα ΜΑΚ τον όρο περί αναστολής πληρωμής τόκων και τα ΜΑΕΚ και τον όρο περί υποχρεωτικής μετατροπής τους σε συνήθεις μετοχές της εκκαλούσας, καθώς τα MX 2013/2018 και τα ΜΑΚ δεν μπορούσαν να επαυξήσουν το δείκτη Core Tier I που καθορίζει την κεφαλαιακή επάρκεια, λόγω της μη δυνατότητας αυτοδίκαιης μετατροπής τους σε μετοχές της εκκαλούσας). Η μεγάλη, εξάλλου, σημασία, που είχε για την εναγομένη - εφεσίβλητη η επιτυχία και των τριών (3) εκδόσεων, αποδεικνύεται από εσωτερικά έγγραφα αυτής στα οποία γίνεται λόγος για εξαιρετική σπουδαιότητα της κάλυψης. Όπως και από το γεγονός ότι όσον αφορά τα Μ.Χ. 2013/2018, τα οποία εκδόθηκαν σε χρόνο, που ίσχυε μοντέλο αξιολόγησης για τα υποκαταστήματα της εναγομένης - εφεσίβλητης, ορίσθηκε ότι κάθε υποκατάστημα, που θα επιτύγχανε το 100% του στόχου διάθεσης, θα πριμοδοτείται με επιπλέον μονάδες, ενώ από κάθε υποκατάστημα, που δεν θα έφθανε το 70% του στόχου, θα αφαιρούνταν 70 μονάδες. Προς το σκοπό επιτυχίας των εκδόσεων η εναγομένη επέλεξε για τη διάθεσή τους στην πρωτογενή αγορά ένα μικτό σύστημα, παρά τους αβάσιμους ισχυρισμούς της για διάθεσή τους αποκλειστικώς και μόνο μέσω δημόσιας προσφοράς στο ευρύ επενδυτικό κοινό. Πιο συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι πέρα από τη δημόσια προσφορά, σχεδίασε μία εκστρατεία προώθησης ιδιωτικής τοποθέτησης των επίδικων επενδυτικών προϊόντων, η οποία ήταν επικεντρωμένη σε μία κατηγορία πελατών της με εξατομικευμένο προφίλ, τους καταθέτες, μεσαίου και υψηλού οικονομικού επιπέδου, με μακροπρόθεσμο ορίζοντα αποταμίευσης. Οι τελευταίοι επελέγησαν, διότι εκτιμήθηκε ότι λόγω των επενδύσεών τους σε προθεσμιακές καταθέσεις θα είχαν τη διάθεση να δεσμεύσουν τα χρήματά τους για σειρά ετών εξασφαλίζοντας υψηλές αποδόσεις. Η επιλογή τους δε, έγινε με χρήση της βάσης πελατών («πελατολόγιο»), από την οποία προέκυπτε το προφίλ κάθε πελάτη της εναγομένης - εφεσίβλητης. Συνετάγησαν δε λίστες πελατών, εν δυνάμει επενδυτών, ανά υποκαταστήματα της εναγομένης και εστάλησαν στο οικείο υποκατάστημα προς αξιοποίηση. Εξάλλου, η συνεχής επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών της Ελληνικής Δημοκρατίας ιδίως μετά το έτος 2009 και η συνεπεία αυτής υποβάθμιση των Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (εφεξής Ο.Ε.Δ.) και εντεύθεν της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας επηρέασε δυσμενώς τη θέση της εφεσίβλητης - εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας, η οποία, παρά το γεγονός ότι τελούσε σε γνώση της ραγδαίας επιδείνωσης των στοιχείων της ελληνικής οικονομίας, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2009 και μηνός Απριλίου του έτους 2010, αύξησε την έκθεσή της σε Ο.Ε.Δ. μέχρι του ποσού των δύο δισεκατομμυρίων τετρακοσίων εκατομμυρίων ευρώ (2.400.000.000 €), ενώ τα ίδια κεφάλαια αυτής ανέρχονταν σε δύο δισεκατομμύρια πεντακόσια εκατομμύρια ευρώ (2.500.000.000 €), με συνέπεια η συγκέντρωση πραγματικού κινδύνου για την εναγομένη να ανέρχεται σε ποσοστό 80%, περαιτέρω δε, δεν έλαβε μέτρα περιορισμού του κινδύνου αυτού υπερέκθεσής της στα Ο.Ε.Δ. Έτσι, η ζημία στα ίδια κεφάλαια αυτής από τη συγκεκριμένη αιτία (απομείωση αξίας Ο.Ε.Δ.) ανήλθε κατά το τέλος του έτους 2010 στο ποσόν των 529.513.000 ευρώ. Ωστόσο, η εναγομένη απέφυγε να αποτυπώσει λογιστικώς ας ζημίες της από την απομείωση της αξίας των Ο.Ε.Δ. σας ετήσιες οικονομικές της καταστάσεις (καθ’ όσον τούτο θα είχε ευθεία επίπτωση στην κεφαλαιακή της επάρκεια και στον Δείκτη Tier Core 1), αποκρύπτοντας σκόπιμα την πραγματική οικονομική της κατάσταση, αλλά αντιθέτως επιχείρησε την προώθηση προς το επενδυτικό κοινό μέσω του δικτύου υποκαταστημάτων της στην Ελλάδα και την Κύπρο των σύνθετων αυτών επενδυτικών προϊόντων (Μ.Α.Ε.Κ.), τα οποία έφεραν τα ανωτέρω περιγραφόμενα χαρακτηριστικά, με προφανή σκοπό την απορρόφηση του μείζονος μέρους των απωλειών αυτών, εν αγνοία και με παραπλάνηση των υποψηφίων επενδυτών ως προς την πραγματική οικονομική της κατάσταση και το βαθμό ασφαλείας της επενδύσεώς τους. Ειδικότερα, γνωρίζοντας η εναγομένη τη σπουδαιότητα της επιτυχούς κάλυψης της έκδοσης των Μ.Α.Ε.Κ. στο σύνολό τους, εκμεταλλεύτηκε την προνομιακή πληροφόρηση που είχε σε σχέση με τους ενάγοντες επενδυτές, την ισχυρή οργανωτική και λειτουργική της υποδομή και τη δυνατότητα διείσδυσης στην περιουσιακή τους σφαίρα, αφού γνώριζε ότι αυτοί ήδη ήταν πελάτες της και κάτοχοι του παλαιότερου προϊόντος Μ.Α.Κ. ή Μ.Χ. και με δολίως ελλιπή και παραπλανητική ενημέρωση και σύσταση, τους έπεισε μέσω των αρμοδίων υπαλλήλων της των υποκαταστημάτων με τα οποία συνεργάζονταν οι ενάγοντες, να τοποθετήσουν τις αποταμιεύσεις τους στα Μ.Α.Ε.Κ., χωρίς να προβεί ως όφειλε στον αναγκαίο έλεγχο καταλληλότητας αυτών με τα συγκεκριμένα προϊόντα και χωρίς να τους ενημερώσει για τους παραπάνω λεπτομερώς αναφερόμενους κινδύνους. Συγκεκριμένα, η διοίκηση της εναγομένης, με στόχο την καλύτερη και αποδοτικότερη προώθηση των εν λόγω προϊόντων, συνέστησε στους αρμόδιους για την προώθηση των εν λόγω προϊόντων υπαλλήλους της να απευθυνθούν σε πελάτες των καταστημάτων, μετόχους της εναγομένης ή μη αλλά και στους προθεσμιακούς καταθέτες. Ακολούθησε η αποστολή στα κατά τόπους καταστήματα κάποιων απαραίτητων ενημερωτικών εγγράφων με συχνές ερωτήσεις και απαντήσεις σε σχέση με την έκδοση του μετατρέψιμου ομολόγου καθώς και με τα επιχειρήματα πώλησης αυτού, ενώ ταυτόχρονα προγραμματίστηκαν συναντήσεις και ενημερώσεις με τηλεδιάσκεψη μέσω της εφαρμογής Centra, που επιτρέπει τη σύγχρονη διάδραση των συμμετεχόντων με ήχο και βίντεο. Στις ενημερώσεις αυτές δινόταν έμφαση στα πλεονεκτήματα του συγκεκριμένου προϊόντος για τους πελάτες, καθώς και στο προφίλ των πελατών που θα έπρεπε να προσεγγίσουν, όπως επενδυτές και καταθέτες, που θα δέχονταν να δεσμεύσουν τα χρήματά τους για κάποια χρόνια, προκειμένου να έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις, από τις συνήθεις καταθέσεις, όπως επιτόκιο 6,5%. Επιπλέον αναφέρθηκε στους αρμοδίους υπαλλήλους της εναγομένης ότι αυτοί θα έπρεπε να τονίζουν στους υποψήφιους αγοραστές εκείνα τα πλεονεκτήματα του προϊόντος που θα τους οδηγούσαν στην αγορά του, όπως το γεγονός ότι αυτοί θα απολάμβαναν την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης, με υψηλό επιτόκιο και την εξάμηνη απόληψη των τόκων. Ακόμη, τους είχαν δώσει σαφείς οδηγίες να «σπάνε» τις προθεσμιακές καταθέσεις χωρίς ποινή για όσους ήθελαν να συμμετάσχουν και δεν είχε λήξει η προθεσμιακή τους κατάθεση. Στα πλαίσια της ως άνω ακολουθούμενης πολιτικής, αρχές του Μαΐου του 2011 οι προστηθέντες υπάλληλοι της Τράπεζας Κύπρου επικοινώνησαν με τους άνω ενάγοντες, με σκοπό να τους πείσουν να μετατρέψουν τα Μ.Α.Κ. σε Μ.Α.Ε.Κ. και να επενδύσουν και νέα κεφάλαια σ’ αυτά. Για να το πετύχουν αυτό, τους παρουσίασαν τα νέα ομόλογα ως μία χαμηλού ρίσκου επένδυση, ως ένα ιδιαίτερα επωφελές προϊόν, ενημερώνοντάς τους ότι δεν θα τους επιβαλλόταν ποινή εξαιτίας της πρόωρης εξόφλησης της προθεσμιακής τους κατάθεσης. Έτσι πείστηκαν κατά τα ανωτέρω να διαθέσουν τα ανωτέρω κεφάλαια από μετατροπή προγενέστερων Μ.Α.Κ. σε Μ.Α.Ε.Κ. είτε με πρόσθετη τοποθέτηση ευρώ ή δολαρίων ΗΠΑ. Προς πιστοποίηση της συνάψεως της ως άνω συμβάσεως αγοράς Μ.Α.Ε.Κ. από μέρους των εναγόντων εκδόθηκαν από την εναγομένη τα αντίστοιχα αποδεικτικά συμμετοχής τους στην έκδοση των Μ.Α.Ε.Κ., στα οποία διαλαμβανόταν το επενδυθέν εκεί από τον κάθε ενάγοντα κεφάλαιο, όπως και προαναφέρθηκε. Σε προδιατυπωμένο εκ μέρους της εναγομένης όρο της συμβάσεως αυτής, όπου όμως, δεν μνημονευόταν οποιοδήποτε ακριβές χαρακτηριστικό της φύσης των Μ.Α.Ε.Κ., ώστε να δύνανται οι ενάγοντες να την αντιληφθούν, αναφερόταν, εντούτοις ότι αυτοί βεβαίωναν πως διαθέτουν τη γνώση και τις ικανότητες να προβούν στην αξιολόγηση της επενδύσεώς τους στα Μ.Α.Ε.Κ. και δήλωναν ότι αφενός αποδέχονταν τους όρους έκδοσης και τους παράγοντες κινδύνου που περιέχονται στο από 05-04-2011 σχετικό ενημερωτικό δελτίο της εναγομένης και αφετέρου ότι δεν τους είχε παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την εναγομένη, οποιοδήποτε υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά με τα Μ.Α.Ε.Κ και την απόφαση των εναγόντων να υποβάλουν αίτηση εγγραφής σε αυτά. Όμως στην πραγματικότητα, ουδέποτε παραδόθηκε στους ενάγοντες το ως άνω ενημερωτικό φυλλάδιο, το οποίο, εν πάση περιπτώσει, ακόμη κι αν το είχαν οι ενάγοντες αναγνώσει προσεκτικά, δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν τη λειτουργία του εν λόγω επενδυτικού προϊόντος (Μ.Α.Ε.Κ.). Τούτο δε, διότι, όπως προεκτέθηκε, τα εν λόγω ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν ήταν απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds, ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, να αποδίδουν μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε ακόμη και τον πιο έμπειρο επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους, στον οποίο, σαφώς και δεν περιλαμβάνονταν οι ενάγοντες, οι οποίοι δεν είχαν χαρακτηρισθεί, ως επαγγελματίες επενδυτές και δεν αντιλήφθηκαν σε όλη της την έκταση, τη νέα επένδυση, εμπιστευόμενοι τις συμβουλές των υπαλλήλων της εναγομένης. Η τελευταία ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες είχαν επαρκή επενδυτική εμπειρία, ικανή για να κατανοήσουν πλήρως τους κινδύνους της επίδικης επένδυσης, στηρίζει δε τον ισχυρισμό της αυτόν στο γεγονός ότι ήδη πριν την έναρξη της συνεργασίας τους με αυτήν το 2008, κάποιοι διέθεταν επενδυτική μερίδα στο ΧΑΑ συνεργαζόμενοι με άλλες χρηματιστηριακές εταιρείες, ωστόσο, δεν αποδεικνύεται ούτε συστηματική ενασχόληση των εναγόντων με πολύπλοκες χρηματιστηριακές συναλλαγές, ούτε ειδική γνώση και εκπαίδευση στην επιλογή επενδυτικών προϊόντων, ούτε επιδίωξη εκ μέρους τους τοποθέτησης κεφαλαίων σε υψηλού ρίσκου επενδύσεις με σκοπό αποκόμισης υψηλού κέρδους ούτε ότι υπερέβαιναν το πρότυπο του μέσου επενδυτή ούτε ότι ήταν κατάλληλοι για το εν λόγω προϊόν - για τη διαπίστωση της καταλληλότητάς τους άλλωστε, όπως ήδη αναφέρθηκε, η εναγομένη δεν διενήργησε κανένα σχετικό τεστ, σχετικά δε ερωτηματολόγια που προσκομίζουν οι ενάγοντες είναι ασυμπλήρωτα. Αντιθέτως, η εναγόμενη ως προμηθεύτρια επενδυτικών υπηρεσιών, εντός του κύκλου της εμπορικής της δραστηριότητας, παρά τα όσα αντίθετα ρητώς διαλαμβάνονταν στα ενημερωτικά δελτία προς αποφυγή συνεπειών, σαφώς, παρείχε μέσω των προστηθέντων της υπαλλήλων των υποκαταστημάτων της με τα οποία συνεργάζονταν οι ενάγοντες επενδυτική συμβουλή και σύσταση σ’ αυτούς, οι οποίοι διέθεταν στην προκειμένη περίπτωση και την ιδιότητα του καταναλωτή, ως τελικοί αποδέκτες της προαναφερθείσας επενδυτικής υπηρεσίας της εναγομένης, που δεν υπερέβαινε το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, χωρίς να διενεργήσει τον επιβαλλόμενο έλεγχο καταλληλότητας των συγκεκριμένων επενδυτών, διαμορφώνοντας την επιλογή τους να επενδύσουν στο επενδυτικό προϊόν της. Οι ενάγοντες, μολονότι επιζητούσαν την ασφάλεια των χρημάτων τους, δεν είχαν επαρκώς ενημερωθεί από τους προστηθέντες υπαλλήλους της εναγομένης για τους κινδύνους που σήμαινε η επένδυση των κεφαλαίων τους στα επίδικα προϊόντα Μ.Χ., Μ.Α.Κ.. και Μ.Α.Ε.Κ., που παρουσιάστηκαν ως επένδυση με τα χαρακτηριστικά της προθεσμιακής κατάθεσης, ούτε εξάλλου ενημερώθηκαν για την κεφαλαιουχική ανεπάρκεια που επιζητούσε η εναγομένη να καλύψει με τα ανωτέρω προϊόντα, ιδιαιτέρως τα Μ.Α.Ε.Κ. Δεν ενημερώθηκαν ότι τα Μ.Α.Κ. και τα Μ.Α.Ε.Κ. περιείχαν τον όρο ακύρωσης πληρωμής τόκων σε περίπτωση που η τράπεζα διαπίστωνε τη μη κεφαλαιακή της επάρκεια, όπως αυτή οριζόταν από την Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδος και για το γεγονός ότι συνιστούσαν, αόριστης διάρκειας χρηματοοικονομικά προϊόντα, άμεσα συνυφασμένα με την οικονομική κατάσταση και την επιχειρηματική στρατηγική της εναγομένης και συνεπώς, τα χρήματά τους δεν ήταν διασφαλισμένα, ότι ήταν υποχρεωτικά μετατρέψιμα σε μετοχές και ως εκ τούτου, η εναγομένη δεν είχε καμία υποχρέωση απόδοσης των χρημάτων (προαιρετικό ήταν το δικαίωμα εξαγοράς εκ μέρους της εναγομένης στην πενταετία), ότι δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες και τους στόχους τους, ότι η εναγομένη τους είχε εκμεταλλευτεί κακόπιστα, για να τους προωθήσει πλήρως ακατάλληλα και ιδιαιτέρως ριψοκίνδυνα επενδυτικά προϊόντα, ότι η εναγομένη απολάμβανε υπέρμετρα εξουσιαστικά δικαιώματα (λόγω της μειωμένης διασφάλισης, της δυνατότητας ακύρωσης πληρωμής τόκων - της υποχρεωτικής ακύρωσης πληρωμής τόκων και υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές). Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι με την υπ’ αριθ. 9/700/ΙΟ¬Ι 2-2014 απόφασή της, η Ελληνική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της Ελλάδος, επέβαλε πρόστιμο 10.000 ευρώ στην εναγομένη «διότι κατά την προώθηση Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.) παρείχε επενδυτικές συμβουλές, χωρίς να έχει προβεί σε έλεγχο καταλληλότητας επενδυτών και χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις, κατά παράβαση του Ν. 3606/2007 και της υπ' αριθ. 1/452/2007 Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς». Επίσης, με την από 28-04-2014 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου επιβλήθηκε πρόστιμο στην εναγομένη για τις ελλιπείς πληροφορίες στο Ενημερωτικό Δελτίο των Μ.Α.Ε.Κ. της 05.04.2011. Επίσης, ο Συνήγορος του Καταναλωτή προέβη στην υπ' αριθμ. 4995/25.02.2013 έγγραφη σύστασή του, αφού διαπίστωσε την παροχή επενδυτικών συμβουλών της Τράπεζας προς τους επενδυτές πελάτες της χωρίς να λαμβάνει υπόψη της το επενδυτικό τους προφίλ και χωρίς να προσφέρει αντικειμενική και πλήρη ενημέρωση και χωρίς τις προαπαιτούμενες οδηγίες του Ν. 3606/2007, αναφορικά με τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων. Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι εν προκειμένω η ίδια είχε μόνο την ιδιότητα της εκδότριας του προϊόντος, η δε υποχρέωσή της ενημέρωσης του επενδυτικού κοινού εξαντλήθηκε στην προβλεπόμενη από το Ν. 3401/2005 σε συνδυασμό με τον Κανονισμό της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 809/2004 (L 149, 30.4.2004), υποχρεωτική έκδοση ενημερωτικού δελτίου, που περιέγραφε λεπτομερώς το προϊόν, τις ιδιότητες και τους κινδύνους που θα μπορούσαν να προκύψουν από τη διάθεσή του στους επενδυτές, καθώς και πληροφορίες για τον εκδότη και την οικονομική του κατάσταση. Ωστόσο, όπως αναφέρεται παραπάνω, η ίδια δεν ενημέρωσε για την υπερέκθεσή της στα Ο.Ε.Δ., την έντονη κεφαλαιακή της ανεπάρκεια και την ασφυκτική ανάγκη της να καλύψει την τελευταία. Πέραν τούτων, η ιδιότητα της εκδότριας του προϊόντος δεν αναιρεί την ευθύνη της σύμφωνα με το Ν. 3606/2007, αφού, όπως αποδείχθηκε, η εναγομένη προέβαινε και στην παροχή επενδυτικών συμβουλών. Επενδυτική συμβουλή, σύμφωνα με τον αναλυτικό ορισμό, που εμπεριέχεται στην υπ' αριθ. 1/452/01.11.2007 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είναι «μια προσωπική σύσταση προς ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητά του ως υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, ή υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, η οποία: α) παρουσιάζεται κατάλληλη για το σχετικό πρόσωπο ή να λαμβάνει υπόψη την κατάσταση του προσώπου αυτού και β) αποτελεί σύσταση για βα) την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, ββ) άσκηση ή μη άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος, που παρέχει δεδομένο χρηματοπιστωτικό μέσο για την αγορά, πώληση, έγγραφη ανταλλαγή, ή εξαγορά χρηματοπιστωτικού μέσου». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι κίνδυνοι που συνδέονταν με τα παραπάνω χρηματοοικονομικά προϊόντα της εναγομένης τράπεζας πραγματώθηκαν. Ειδικότερα, η εναγόμενη στις 15.6.2012 αποφάσισε, αναφορικά με τα Μ.Α.Ε.Κ., την ενεργοποίηση του όρου περί υποχρεωτικής ακυρώσεως πληρωμής τόκου για την περίοδο από 31.12.2011 έως 29.6.2012, ενημερώνοντας τους επενδυτές δια των αρμοδίων υπαλλήλων της ότι δε θα καταβάλλονταν οι τόκοι του τελευταίου εξαμήνου, μετά από εντολή που δόθηκε από τα κεντρικά της γραφεία. Επίσης, η εναγόμενη τράπεζα προέβη σε υποχρεωτική ακύρωση πληρωμής τόκου την 18.12.2012 και για την περίοδο από 30.6.2012 έως 30.12.2012. Την 30.6.2012 παρουσίασε έλλειμμα 730 εκατομμυρίων ευρώ, οφειλόμενο κυρίως στο ελληνικό πρόγραμμα PSI για τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου (Ο.Ε.Δ.) και συμφώνησε με τους πιστωτές της τη χρηματοδότηση αυτής, ενώ την 15.3.2012 είχε ήδη αντλήσει από το Ευρωσύστημα (E.L.A.) το ποσό του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ (1.000.000.000 €). Ωστόσο, την 15.3.2013 το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (Eurogroup) αποφάσισε τη μη χρηματοδότηση της ανακεφαλαιοποίησης των δύο μεγάλων κυπριακών τραπεζών, ήτοι της εναγομένης τραπεζικής εταιρίας και της Λαϊκής Τράπεζας. Εν συνεχεία δυνάμει του υπ’ αριθ. 103/29.3.2013 Διατάγματος της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου η εναγόμενη τέθηκε υπό καθεστώς ειδικής εκκαθαρίσεως δυνάμει του «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου (17) 2013» και προβλέφθηκε η διάσωσή της με ίδια μέσα. Εν τέλει, με τα υπ’ αριθ. 103/29.3.2013 και 278/30.7.2013 Διατάγματα του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, υπό την ιδιότητά της ως Αρχής Εξυγιάνσεως κατά τους ορισμούς των άρθρων 5(1), 5(7), 5(12)(α), 7(1) και 12 του «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων» Νόμου του 2013, τα Μ.Α.Ε.Κ. μετατράπηκαν σε Μετοχές Δ' Τάξεως με τιμή μετατροπής ένα ευρώ (1 €), δηλαδή στην ονομαστική τους αξία, και με ονομαστική αξία εκάστης μετοχής στο ένα ευρώ (1 €) για κάθε ευρώ των ως άνω χρεών της Τράπεζας. Εν συνεχεία, επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των Μετοχών Δ' Τάξεως από 1 € σε 0,01 € για κάθε μετοχή, με σκοπό τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας. Κάθε εκατό (100) μετατραπείσες σε συνήθεις μετοχές αξίας 0,01 € για κάθε μετοχή, που ήταν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο, ενώθηκαν σε μια (νέα) συνήθη μετοχή, αξίας ενός ευρώ (1 €) εκάστη. Οι μη ενοποιημένες μετοχές (αριθμός μετοχών κάτω των 100) ακυρώθηκαν και το ποσό της ονομαστικής αξίας των ακυρωθεισών μετοχών χρησιμοποιήθηκε για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εναγόμενης, εφεξής δε όλες οι μετοχές αποτελούσαν ενιαία τάξη, παρέχουσες δικαίωμα ψήφου και απολήψεως μερίσματος στους μετόχους. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η εναγομένη δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, παραβίασε τις συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το περιεχόμενό τους προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 Α.Κ. και συγκεκριμένα δολίως δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση α) της ενημέρωσης και διαφώτισης των εναγόντων για τη φύση των άνω προϊόντων, των κινδύνων που αυτά εγκυμονούσαν για τα κεφάλαιά τους και της κεφαλαιακής της ανεπάρκειας και β) παροχής κατάλληλης συμβουλής, παραβιάζοντας τις διατάξεις του άρθρου 25 Ν. 3607/2007, η δε συμπεριφορά της αυτή συνιστά το πραγματικό του Κανόνα Δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ. Ειδικότερα, η εναγομένη υπέχει αδικοπρακτική ευθύνη έναντι των εναγόντων για το λόγο ότι με την ως άνω περιγραφείσα συμπεριφορά των προαναφερομένων υπαλλήλων της των υποκαταστημάτων με τα οποία συναλλάχθηκαν οι ενάγοντες, προκάλεσε με δόλο σ’ αυτούς, οι οποίοι ετύγχαναν συντηρητικοί πελάτες αυτής και πάντως όχι επαγγελματίες, την απόφαση επένδυσης στα κρίσιμα Μ.Χ., Μ.Α.Κ. και Μ.Α.Ε.Κ., παριστάνοντας, ότι τα εν λόγω προϊόντα αποτελούσαν δήθεν ασφαλή τοποθέτηση όμοια με προθεσμιακή κατάθεση, με υψηλό επιτόκιο, περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και δήθεν εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, αποσιωπώντας τους δολίως τους ενσωματωμένους κινδύνους αυτών, την υπερέκθεσή της στα Ο.Ε.Δ. και την επιτακτική ανάγκη κάλυψης της κεφαλαιακής της ανεπάρκειας, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό στους ενάγοντες κατά τα παραπάνω μείωση της περιουσίας τους, στην προσπάθειά της να εξισορροπήσει την κλονισμένη κεφαλαιακή της επάρκεια, μέσω της αντλήσεως κεφαλαίων από τη διάθεση των εν λόγω ομολόγων. Αν οι ενάγοντες είχαν ενημερωθεί για τη φύση και τους κινδύνους απώλειας του κεφαλαίου τους καθώς και για την κεφαλαιακή ανεπάρκεια της εναγομένης, για την κάλυψη της οποίας ενδιαφερόταν να αντλήσει τα κεφάλαια ιδίως της επένδυσης στα Μ.Α.Ε.Κ., οι ενάγοντες δεν θα είχαν επιλέξει να προχωρήσουν σ' αυτή τη ζημιογόνα επένδυση και θα διατηρούσαν τα κεφάλαιά τους. Η εναγομένη, επιπλέον, ισχυρίζεται ότι η ζημία των εναγόντων οφείλεται στην υποχρεωτική διάσωσή της με ίδια μέσα, με τις αποφάσεις της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και του Eurogroup, κατά τα άνω εκτιθέμενα, γεγονός που συνιστά ανώτερα βία η οποία αίρει την ευθύνη της. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι βάσιμος. Η παράλειψη κατά τα ανωτέρω ορθής ενημέρωσης των εναγόντων για τους κινδύνους των προϊόντων και την ανεπάρκεια των κεφαλαίων της εναγομένης μπορεί αντικειμενικά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να θεωρηθεί ως πρόσφορη αιτία, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, του ζημιογόνου αποτελέσματος της μετοχοποίησης των επενδυθέντων κεφαλαίων των εναγόντων. Η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης ειδικότερα συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα ζημία της περιουσίας των εναγόντων, η οποία προκλήθηκε εξαιτίας του ότι η επένδυση στα πολύπλοκα ένδικα χρηματοοικονομικά προϊόντα και ιδίως στο τελευταίο Μ.Α.Ε.Κ., μεταχειρήθηκε χωρίς να προηγηθεί η παροχή αναγκαίας ενημέρωσης, ούτε για τη φύση και τους κινδύνους των προϊόντων ούτε για την κεφαλαιακή ανεπάρκεια της εναγομένης, ώστε οι ενάγοντες να κατανοήσουν τη φύση και τους κινδύνους της επένδυσής τους και να αποφασίσουν εάν θα την πραγματοποιήσουν ή όχι. Από την υπαίτια παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης, η οποία δεν τήρησε τις υποχρεώσεις σαφούς πληροφόρησης και πλήρους διαφώτισης, που επιβάλλονται από την καλή πίστη, την γενική υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας στις συναλλαγές, καθώς και τις προστατευτικές των συμφερόντων του επενδυτή και του καταναλωτή διατάξεις, οι ενάγοντες υπέστησαν αιτιωδώς συνδεόμενη ζημία, συνιστάμενη στην απώλεια του επενδυμένου κεφαλαίου τους. Η δε αιτιώδης αυτή σύνδεση δεν διακόπηκε με τη μεσολάβηση της ψήφισης του ειδικού νόμου στις 22.3.2013 και τα κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα Διατάγματα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για τη θέση της εναγομένης σε εξυγίανση, δυνάμει των οποίων τα ως άνω Μ.Α.Ε.Κ. μετατράπηκαν υποχρεωτικά σε μετοχές-Δ’ τάξεως και στη συνέχεια, σε συνήθεις μετοχές της Τράπεζας, με ονομαστική αξία εκάστης 0,01 ευρώ, καθόσον, χωρίς την ελλιπή πληροφόρηση και εσφαλμένη συμβουλή, δηλαδή υπό συνθήκες σωστής πληροφόρησης για τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης επένδυσης, οι ενάγοντες δεν θα είχαν επιλέξει να προχωρήσουν σ' αυτή τη ζημιογόνα επένδυση και θα απείχαν από τη συγκεκριμένη τοποθέτηση των χρημάτων τους, διατηρώντας αυτά στην περιουσία τους, και έτσι η αγορά των ένδικων ομολόγων αποφασίσθηκε ως αποτέλεσμα της παράβασης, η οποία εμφιλοχώρησε κατά το στάδιο πριν από την αγορά τους. Διότι είναι η κεφαλαιακή ανεπάρκεια της εναγομένης που προκάλεσε την άνω κρατική παρέμβαση και όχι η κρατική παρέμβαση που προκάλεσε, δήθεν ως γεγονός ανωτέρας βίας, την ανεπάρκεια. Απορριπτέος επίσης τυγχάνει ο ισχυρισμός της εναγομένης εκ των άρθρων 300 και 330 Α.Κ. ότι οι ενάγοντες συνετέλεσαν οι ίδιοι στην επέλευση και την έκταση της ζημίας τους, δεδομένου ότι είχαν διαβάσει και ενημερωθεί άλλως όφειλαν να είχαν διαβάσει και ενημερωθεί αφενός μεν από τις από 12.7.2008 (για τα Μ.Χ.), 18.5.2009 (για τα Μ.Α.Κ.), 20.4.2011 (για τα Μ.Α.Ε.Κ.), ενημερωτικές επιστολές που έστειλε η εναγομένη, αφετέρου δε από τις έγγραφες ενημερώσεις των χαρτοφυλακίων τους (statements) που τους έστελνε η εναγομένη ήδη από 31.12.2008, για τη φύση και τους κινδύνους που παρουσίαζε η επένδυση στα επίδικα προϊόντα καθώς και για το ότι δεν επρόκειτο για προθεσμιακές καταθέσεις και δεν έπραξαν κάτι, μολονότι έβλεπαν ότι το κεφάλαιό τους συνεχώς απομειωνόταν στο χρηματιστήριο. Κατ’ αρχάς καμία από αυτές τις ενημερώσεις και ιδίως αυτές που σχετίζονται με τα Μ.Α.Ε.Κ. δεν ενημέρωνε για την κεφαλαιακή ανεπάρκεια της εναγομένης. Τα ενημερωτικά δελτία περιείχαν πυκνογραμμένες σελίδες με τεχνικούς οικονομικούς όρους μη κατανοητούς σε μη συστηματικούς επενδυτές, όπως οι ενάγοντες, οι οποίοι ήταν μέσοι συντηρητικοί αποταμιευτές - επενδυτές χωρίς ειδικές νομικές και χρηματοοικονομικές γνώσεις, για τους οποίους πρωτεύουσα σημασία είχε η προσωπική επαφή με τους προστηθέντες υπαλλήλους των υποκαταστημάτων της τράπεζας και η σχέση εμπιστοσύνης που είχαν με αυτούς. Οι ενάγοντες, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν ενδιαφέρονταν ουσιαστικά για τη χρηματιστηριακή εκποίηση των ομολόγων αλλά για τη λήψη των συμβατικών τόκων και εν τέλει του κεφαλαίου τους, κατά την ημερομηνία ανάκλησης του προϊόντος από την τράπεζα, οι δε υπάλληλοι της τράπεζας, στους οποίους προσέβλεπαν οι ενάγοντες για την ορθή ενημέρωσή τους, εξέθεταν αναλυτικά τα πλεονεκτήματα της επένδυσης, καθώς και ότι τα επίδικα προϊόντα είχαν δήθεν την ασφάλεια μιας προθεσμιακής κατάθεσης, ασφάλεια που προσέφερε η δήθεν φερεγγυότητα της εκδότριας, χωρίς αναφορά στους κινδύνους και τους ειδικότερους όρους αυτής. Οι ίδιοι, ενόψει της ελλιπούς ενημέρωσης και της συμπεριφοράς των υπαλλήλων της εναγομένης, δεν μπορούσαν τα έτη 2008 μέχρι και 2011 να αντιληφθούν τον κίνδυνο της επένδυσής τους. Τον δε Ιούλιο του 2012, όταν ενημερώθηκαν ότι η τράπεζα δεν θα τους καταβάλει τους τόκους της τρέχουσας περιόδου και ως εκ τούτου συνειδητοποίησαν το πρώτον ότι η επένδυσή τους δεν είναι ασφαλής, είχε ήδη εκδοθεί η ετήσια έκθεση περί εταιρικής διακυβέρνησης έτους 2011 της τράπεζας με την οποία είχε γίνει γνωστή η σημαντική της ζημία λόγω της απομείωσης των ΟΕΔ και ότι την 31.12.2011 δεν πληρούνταν οι ελάχιστοι δείκτες κεφαλαιακής της επάρκειας, με αποτέλεσμα η διάθεση του προϊόντος χρηματιστηριακώς να ήταν κατά το χρόνο αυτό πρακτικώς μηδαμινή (βλ. την από 6.2.2017 γνωμοδότηση Επίκουρου Καθηγητή Νομικής Ζ. Τσολακίδη). Ουδέποτε εξάλλου αποδείχθηκε ότι οι προστηθέντες υπάλληλοι των υποκαταστημάτων της εναγομένης υπέδειξαν σ’ αυτούς τη ρευστοποίηση χρηματιστηριακώς των τίτλων τους, η οποία ήταν αντίθετη, ως αναφέρθηκε ανωτέρω, με την επιδίωξή τους να εισπράξουν την αξία του προϊόντος ασχέτως με την χρηματιστηριακή του αξία κατά την εξαγορά του από την τράπεζα, επιδίωξη που ήταν απολύτως συμβατή με την παρουσίαση του προϊόντος από την ίδια την εναγομένη ως ενός προϊόντος με δήθεν ασφάλεια προθεσμιακής κατάθεσης, υπό την «εγγύηση» της δήθεν φερεγγυότητάς της. Συνοψίζοντας, για να γίνει δεκτή οποιαδήποτε συνυπαιτιότητά τους στην επέλευση ή την έκταση της ζημίας τους, θα έπρεπε οι ίδιοι, όντες συντηρητικοί επενδυτές, να είχαν επαρκώς ενημερωθεί από την εναγομένη και τους προστηθέντες της για τη φύση των ομολόγων αέναης διάρκειας, τους κινδύνους να μη λάβουν τους συμφωνηθέντες τόκους και κυρίως να απωλέσουν το ίδιο το κεφάλαιό τους, καθώς και την κακή οικονομική κατάσταση της εναγομένης λόγω της υπερέκθεσής της στα Ο.Ε.Δ. και την ασφυκτική πίεση ενίσχυσης της κεφαλαιακής της επάρκειας που εξυπηρετούσε η έκδοση των προϊόντων ιδίως των Μ.Α.Ε.Κ.. Υπό συνθήκες ορθής και πλήρους πληροφόρησης για τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους των ως άνω επενδυτικών προϊόντων και χωρίς εξαπάτησή τους, οι ενάγοντες, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, θα απείχαν από την τοποθέτηση των χρημάτων τους στα επίδικα χρηματοοικονομικά προϊόντα βάσει του συντηρητικού τους επενδυτικού προφίλ και, έτσι, θα είχε αποφευχθεί η ζημία τους. Τέτοια όμως ενημέρωση, όπως έχει αναλυθεί ανωτέρω, ουδέποτε έλαβε χώρα. Κατά τούτο, η ίδια η αγορά των συγκεκριμένων προϊόντων, η οποία δεν απετράπη, είναι το επιζήμιο αποτέλεσμα του προηγηθέντος σφάλματος της εναγομένης.

 

Συνεπώς, ενόψει των όσων αποδείχθηκαν, συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποζημίωσης των εναγόντων, για την οποία ευθύνεται η εναγομένη, εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 922 Α.Κ., οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία από την άδικη συμπεριφορά των υπαλλήλων - προστηθέντων της εναγομένης, η οποία και οδήγησε αιτιωδώς στη ζημία τους. Η ζημία αυτή ανέρχεται για τον κάθε ενάγοντα στο ποσό της απωλεσθείσας επένδυσής του και συγκεκριμένα 1) στο ποσό των 112.904,17 ευρώ για τον δεύτερο των εναγόντων, 2) στο ποσό των 171.420 ευρώ για τον τρίτο των εναγόντων, ο οποίος απεβίωσε και στη θέση του συνεχίζουν οι κληρονόμοι του κατά τα ανωτέρω, 3) στο ποσό των 60.115 ευρώ για τον έβδομο των εναγόντων, 4) στο ποσό των 58.902 ευρώ για τον όγδοο των εναγόντων, 5) στο ποσό των 100.000 ευρώ για τον ένατο των εναγόντων, 6) στο ποσό των 37.500 ευρώ για τον δέκατο των εναγόντων. Τέλος, οι ενάγοντες, εξαιτίας της άδικης πράξης, που τέλεσε η εναγομένη σε βάρος τους, υπέστησαν ηθική βλάβη, στενοχώρια και θλίψη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται εύλογη χρηματική ικανοποίηση.  Το ύψος της, με βάση το είδος και τις συνθήκες τέλεσης της προσβολής, το βαθμό πταίσματος της εναγομένης, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, προσδιορίζεται στο ποσό των 5.000 ευρώ για τον δεύτερο των εναγόντων, στο ποσό των 8.000 ευρώ για τον τρίτο των εναγόντων, ο οποίος απεβίωσε και στη θέση του συνεχίζουν οι κληρονόμοι του κατά τα ανωτέρω, στο ποσό των 3.000 ευρώ για τον έβδομο των εναγόντων, στο ποσό των 3.000 ευρώ για τον όγδοο των εναγόντων, στο ποσό των 5.000 ευρώ για τον ένατο των εναγόντων και στο ποσό των 2.000 ευρώ για τον δέκατο των εναγόντων, ποσά τα οποία, μετά τη στάθμιση των άνω στοιχείων, κρίνονται εύλογα.

 

Μετά ταύτα, η αγωγή, η οποία ασκήθηκε εντός της κατ’ άρθρο 157 Α.Κ. διετούς αποσβεστικής προθεσμίας, που άρχισε μετά βεβαιότητας όχι πριν από τον Ιούνιο του 2012 (χρόνο κατά τον οποίο οι ενάγοντες πληροφορήθηκαν την μη καταβολή τόκων), γεγονός, άλλωστε, που ουδόλως αμφισβητείται από την εναγομένη, απορριπτόμενης της σχετικής προβαλλόμενης από αυτή ένστασης, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη, να ακυρωθούν οι εν λόγω συμβάσεις, ήτοι ως προς τον δεύτερο ενάγοντα η από 10-5-2011 σύμβαση αγοράς (ανέκκλητη αίτηση εγγραφής) Μ.Α.Ε.Κ., ως προς τον τρίτο ενάγοντα η από 2-5-2011 σύμβαση αγοράς (ανέκκλητη αίτηση εγγραφής) Μ.Α.Ε.Κ., ως προς τον έβδομο ενάγοντα η από 3-5-2011 σύμβαση αγοράς (ανέκκλητη αίτηση εγγραφής) Μ.Α.Ε.Κ., ως προς τον όγδοο ενάγοντα η από 10-5-2011 σύμβαση αγοράς (ανέκκλητη αίτηση εγγραφής) Μ.Α.Ε.Κ., ως προς τον ένατο ενάγοντα η από 25-7-2008 σύμβαση αγοράς (ανέκκλητη αίτηση εγγραφής) Μ.Χ. και ως προς τον δέκατο ενάγοντα η από 28-7-2008 σύμβαση αγοράς (ανέκκλητη αίτηση εγγραφής) Μ.Χ., να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλλει 1) στον δεύτερο των εναγόντων στο ποσό των 112.904,17 συν το ποσό των 5.000 ευρώ και συνολικά το ποσό των 117.904,17 ευρώ, 2) στον τρίτο των εναγόντων, ο οποίος απεβίωσε και στη θέση του συνεχίζουν οι κληρονόμοι του κατά τα ανωτέρω, το ποσό των 171.420 ευρώ συν το ποσό των 8.000 ευρώ και συνολικά το ποσό των 179.420 ευρώ, 3) στον έβδομο των εναγόντων το ποσό των 60.115 ευρώ συν το ποσό των 3.000 ευρώ και συνολικά το ποσό των 63.115 ευρώ, 4) στον όγδοο των εναγόντων το ποσό των 58.902 ευρώ συν το ποσό των 3.000 ευρώ και συνολικά το ποσό των 61.902 ευρώ, να υποχρεωθεί να καταβάλλει 5) στον ένατο των εναγόντων το ποσό των 100.000 ευρώ συν το ποσό των 5.000 ευρώ και συνολικά το ποσό των 105.000 ευρώ και 6) στον δέκατο των εναγόντων το ποσό των 37.500 ευρώ συν το ποσό των 2.000 ευρώ και συνολικά το ποσό των 39.500 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της αγωγής.   Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρ. 179, 183 Κ.Πολ.Δ.) ενώ λόγω της παραδοχής αμφοτέρων των εφέσεων, πρέπει να αποδοθούν στους εκκαλούντες τα κατατεθέντα με αυτές παράβολα (άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 10-7-2023 και με αριθμό κατάθεσης ./2023 έφεση και την από 17-7-2023 και με αριθμό κατάθεσης ./2023 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 7626/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία).

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τις εφέσεις από τυπική και ουσιαστική άποψη.

 

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 7626/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

 

ΔΙΚΑΖΕΙ την από ./2013 αγωγή στην ουσία της.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

 

ΑΚΥΡΩΝΕΙ ως προς τον δεύτερο ενάγοντα την από 10-5-2011 σύμβαση αγοράς (ανέκκλητη αίτηση εγγραφής) Μ.Α.Ε.Κ., ως προς τον τρίτο ενάγοντα την από 2-5-2011 σύμβαση αγοράς (ανέκκλητη αίτηση εγγραφής) Μ.Α.Ε.Κ., ως προς τον έβδομο ενάγοντα την από 3-5-2011 σύμβαση αγοράς (ανέκκλητη αίτηση εγγραφής) Μ.Α.Ε.Κ., ως προς τον όγδοο ενάγοντα την από 10-5-2011 σύμβαση αγοράς (ανέκκλητη αίτηση εγγραφής) Μ.Α.Ε.Κ., ως προς τον ένατο ενάγοντα την από 25-7-2008 σύμβαση αγοράς (ανέκκλητη αίτηση εγγραφής) Μ.Χ. και ως προς τον δέκατο ενάγοντα την από 28-7-2008 σύμβαση αγοράς (ανέκκλητη αίτηση εγγραφής) Μ.Χ..

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλλει στον δεύτερο των εναγόντων στο ποσό των (117.904,17) εκατόν δεκαεπτά χιλιάδων εννιακοσίων τεσσάρων ευρώ και δεκαεπτά λεπτών, στον τρίτο των εναγόντων, ο οποίος απεβίωσε και στη θέση του συνεχίζουν οι κληρονόμοι του, το ποσό των (179.420) εκατόν εβδομήντα εννέα χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι ευρώ, στον έβδομο των εναγόντων το ποσό των (63.115) εξήντα τριών χιλιάδων εκατόν δεκαπέντε ευρώ και στον όγδοο των εναγόντων το ποσό των (61.902) εξήντα ενός χιλιάδων εννιακοσίων δύο ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλλει στον ένατο των εναγόντων το ποσό των (105.000) εκατόν πέντε χιλιάδων ευρώ και στον δέκατο των εναγόντων το ποσό των (39.500) τριάντα εννέα χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή, στους εκκαλούντες, των κατατεθέντων με τις εφέσεις παραβολών.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 11 Απριλίου 2025.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ