ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΑθ 551/2025

 

Ανακοπή 933 ΚΠολΔ κατά έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης -.

Αόριστος περιορισμός ποσού κατάσχεσης. Δεκτή η ανακοπή. Ακυρώνει έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία της δικηγόρου Αθηνών Προξενίας Α. Καρτσωνάκη).

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ 551/2025

Αριθμός κατάθεσης ανακοπής …/09.10.2024

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θωμά Παπαδογρηγοράκο, Πρωτόδικη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Βασιλική Παπαθεολόγου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 7η Ιανουάριου 2025, για να δικάσει την υπόθεση με αντικείμενο ανακοπή κατά της εκτέλεσης

 

ΑΝΑΚΟΠΤΩΝ: … του … και της …, κάτοικος … Αττικής, με ΑΦΜ … και παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου ΠΡΟΞΕΝΙΑΣ ΚΑΡΤΣΩΝΑΚΗ, ΑΜ ΔΣΑ 31259.

 

ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ;  Η εταιρία διαχείριση απαιτήσεων με τη επωνυμία «do value Greece Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από δάνεια και Πιστώσεις» με τον διακριτικό τίτλο «do value Greece», πρώην με την επωνυμία «EUROBANK EPS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» (ΓΙΟΥΡΟΜΠΑΝΚ ΕΦΠΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ) με διακριτικό τίτλο «ΕUROBANK FINANCIAL PLANNING SERVICES» (ΓΙΟΥΡΟΜΠΑΝΚ ΦΑΙΝΑΝΣΙΑΛ ΠΛΑΝΙΝΓΚ ΣΕΡΒΙΣΙΣ), που εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής, με ΑΦΜ … όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσα εν προκειμένω ως διαχειρίστρια απαιτήσεων και ως εντολοδόχος και ειδική πληρεξούσια, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της εταιρίας…, με έδρα το … Ιρλανδίας η οποία έχει καταστεί ειδική διάδικος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» με ΑΦΜ …, με έδρα των Δήμο Αθηναίων, δυνάμει της από 17-12-2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ.8 του ν. 3156/2003 και παραστάθηκε ΔΙΑ του πληρεξούσιου δικηγόρου ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΜΕΛΛΙΟΥ, ΑΜ ΔΣΑ 31990. Η ανακόπτουσα ζητεί την αποδοχή της από 08.10.2024 ανακοπής της, που κατατέθηκε στην γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης …/09.10.2024 δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης και εγγράφηκε στο πινάκιο. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, όπως αυτή εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι διάδικοι εμφανίστηκαν, όπως αναφέρεται ανωτέρω, και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με την υπό κρίση ανακοπή ζητείται, για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή να ακυρωθεί η επισπευδόμενη από την καθής διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται με την υπ' αριθ. …/25-07-2024 Έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …, με την ιδιότητά της ως μέλος της Αστικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών με την επωνυμία «…ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ», η οποία στηρίζεται στη με αριθμό 20718/2014 Διαταγή Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και του πρώτου εξ αυτής εκτελεστού απογράφου με αριθμό …/2014 και του με αριθμό …/03-09-2024 αποσπάσματος κατασχετήριας έκθεσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή, να ακυρωθεί η από 08-07-2024 επιταγή προς πληρωμή, γραμμένης κάτω από το αντίγραφο του πρώτου απογράφου της υπ' αριθμ. ./2014 Διαταγής Πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας δόθηκε εντολή στον ανωτέρω δικαστικό επιμελητή να προβεί στην αναγκαστική κατάσχεση της περιουσίας, και να καταδικασθεί η καθ’ ης στη δικαστική δαπάνη της ανακόπτουσας. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση ανακοπή παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (933, 937 παρ. 3, 614, 584, 591 ΚΠολΔ), κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (937 παρ. 3, 614 επ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από τον ν. 4335/2015), διότι η επιταγή, δυνάμει της οποίας επιβλήθηκε η ένδικη κατάσχεση, επιδόθηκε στον ανακόπτοντα μετά την 1-1-2016 (βλ. άρθρο ένατο παρ. 2 ως άνω νόμου - μεταβατικές διατάξεις). Περαιτέρω, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 933 παρ. 1 σε συνδ. με άρθρο 934 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από τον ν. 4335/2015), εντός 45 ημερών από την ημέρα επίδοσης στον ανακόπτοντα της έκθεσης κατάσχεσης την 26.07.2024 (βλ. σχετ. επισημείωση στο σώμα της ανακοπτόμενης έκθεσης κατάσχεσης) ενώ η ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης στις 09.10.2023 (βλ σχετ. υπ’ αριθμ. …/09.10.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …). Ως εκ τούτου πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, την απόρριψη των οποίων ζητεί η καθ’ης.

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ (όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 παρ.2 του Ν.4055/2012) «Λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι απαράδεκτοι όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της αυτής ή άλλης πράξης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.». Με την παραπάνω διάταξη θεσπίζεται η υποχρέωση προβολής όλων των γεννημένων και δυνάμενων να προταθούν με το δικόγραφο της ανακοπής ή των πρόσθετων λόγων, λόγων ανακοπής κατά τη συζήτηση της ανακοπής, καθιερώνοντας ταυτόχρονα το σύστημα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΣχΠολΔ XIII 124,1. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις I, β' έκδ., άρθρο 935, σελ.478), προκειμένου να εξασφαλισθεί η ταχύτερη δυνατή αντιμετώπιση των αμφισβητήσεων ως προς το κύρος της αναγκαστικής εκτέλεσης (βλ. ΑΠ 41/1987 ΝοΒ 1988.106, I. Μπρίνια, ό.π.). Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, που σκοπεί στην ταχεία εκκαθάριση της διαδικασίας της εκτελέσεως από αμφισβητήσεις για το κύρος της και στην ασφάλεια των συναλλαγών, όλοι οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 933 ΚΠολΔ λόγοι ακυρότητας που είχαν γεννηθεί και μπορούσαν να γεννηθούν με προγενέστερα ασκηθείσα ανακοπή, δεν επιτρέπεται, με ποινή το απαράδεκτο, να αποτελέσουν τη βάση μεταγενέστερης ανακοπής ή να ερευνηθούν επ’ευκαιρία άλλης δίκης. Και αν ακόμα υπάρχει προθεσμία από το άρθρο 934 ΚΠολΔ για την άσκηση νέας ανακοπής, δεν μπορεί να προταθούν με την προηγούμενη ανακοπή (βλ. ΑΠ 856/2014 ΕφΑΔΠολΔ 2014.1059, ΑΠ 1711/2014 ΤΝΠ Νόμος). Πολύ περισσότερο δεν επιτρέπεται να προταθούν λόγοι ανακοπής της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως αν οι ίδιοι λόγοι με προηγούμενη απόφαση κρίθηκαν και απορρίφθηκαν (βλ. ΑΠ 1284/2008 ΤΝΠ Νόμος). Το υπό της ανωτέρω διατάξεως θεσπιζόμενο απαράδεκτο ισχύει μόνο για την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ και όχι σε άλλου είδους ανακοπές (όπως των άρθρων 936, 979 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 1791/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ190/2007 ΤΝΠ Νόμος, I. Μπρίνιας ο.π., 481), λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως και ισχύει ανεξαρτήτως αν οι λόγοι ανακοπής αφορούν στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ή την απαίτηση (βλ. ΑΠ 1660/2006 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, το απαράδεκτο που θεσπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ προβλέπεται ανεξάρτητα από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 330 ΚΠολΔ, δεν στηρίζεται δηλαδή στην ύπαρξη τυχόν τελεσίδικης κρίσης ως προς τους λόγους (ενστάσεις) ακυρότητας της πράξης σε προγενέστερη δίκη ανακοπής, αλλά απλώς στο γεγονός της μη προβολής τους σε αυτήν (βλ. ΑΠ 41/1987 ΝοΒ 1988.106, ΜΠρΡοδ 3949/2007 ΤΝΠ Νόμος). Βεβαίως στις περιπτώσεις όπου υπάρχει το δεδικασμένο της απόφασης που εκδόθηκε στην προγενέστερη ανακοπή, δεν υπάρχει πεδίο πρακτικής εφαρμογής του άρθρου 935 ΚΠολΔ, αφού αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 933 παρ.4 ΚΠολΔ, καλύπτει τους λόγους της ανακοπής που καταλαμβάνονται από τα άρθρα 330 και 633 παρ.2 εδ.γ' ΚΠολΔ για να θεωρηθούν οι λόγοι αυτοί απαράδεκτοι σε μεταγενέστερη δίκη (βλ. Π.Γέσιου - Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τομ.Ι, Γενικό Μέρος, έκδ.2017, σελ.762). Ακόμη, λόγοι οι οποίοι ήταν γεννημένοι κατά τη δίκη της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αλλά δεν μπορούσαν να προταθούν, διότι δεν αποδεικνύονταν με έγγραφα ή δικαστική ομολογία (άρθρο 933 παρ.5 ΚΠολΔ), μπορούν να προβληθούν στη συνέχεια σε μεταγενέστερη δίκη, χωρίς να εμποδίζονται από το απαράδεκτο της διάταξης του άρθρου 935 ούτε από το άρθρο 330 ΚΠολΔ, διότι το παραγόμενο απορριπτικό δεδικασμένο από τη διάταξη του άρθρου 933 παρ.5 εκτείνεται μόνο στο απαράδεκτο της προβολής τους που απαγγέλλεται λόγω της άμεσης απόδειξής τους, και συνεπώς οι ισχυρισμοί αυτοί δεν εμποδίζονται από το κατά το άρθρο 330 ΚΠολΔ δεδικασμένο και τη διάταξη του άρθρου 935, εφόσον είναι ουσιώδεις κατά το ουσιαστικό δίκαιο, προς κατ’ουσίαν έρευνα σε μεταγενέστερη δίκη που ανοίγεται με νέα ανακοπή κατά της ίδιας εκτέλεσης (βλ. ΟλΑΠ 49/2005 ΧρηΔικ 2007.106, ΟλΑΠ 10/1993 ΕλλΔνη 1994.1242, ΑΠ 2143/2007 ΕΠολΔ 2008.341, ΕφΑΘ 6610/1994 Δ 1996.290), ή με αγωγή κατά τη συζήτηση της οποίας δεν αποκρούονται από το κατά το άρθρο 330 ΚΠολΔ δεδικασμένο (βλ. ΟλΑΠ 12/2009 ΑρχΝ 2009.708, ΟλΑΠ 49/2005 ό.π., ΑΠ 2143/2007 ΕΠολΔ 2008.341). Για την εφαρμογή του άρθρου 935 ΚΠολΔ απαιτούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) να έχει προηγηθεί ανακοπή κατ’άρθρο 933 ΚΠολΔ εναντίον ορισμένης πράξης της διαδικασίας εκτελέσεως, το κύρος της οποίας καλείται να εξετάσει επόμενο (διαφορετικό) δικαστήριο είτε κυρίως είτε παρεμπιπτόντως, χωρίς να ερευνάται αν έχει περατωθεί τελεσίδικα ή όχι η προγενέστερη δίκη (βλ. ΕφΑΘ 2202/1990 Δ 1991.523 ΜΠρΘεσ 26449/2002 ΑρχΝ 2005.805 και I. Μπρίνιας, ό.π. άρθ.935, αρ.173, 174, σελ.479-481, Π. Γέσιου - Φαλτσή, ό.π., σελ.757'758, Α. Παπαδοπούλου, Η συγκέντρωση των λόγων ανακοπής στην αναγκαστική εκτέλεση, έκδ.2016, σελ.133, 138), β) οι μεταγενεστέρως προτεινόμενοι λόγοι να ήταν γεννημένοι και να μπορούσαν να προταθούν στην  προγενέστερη δίκη, ως τέτοιοι δε νοούνται όχι μόνον οι γνωστοί ανακόπτοντα και δυνάμενοι να προταθούν κατά τον χρόνο της προγενέστερης ανακοπής αλλά και οι άγνωστοι ακόμη σ’αυτόν, εφόσον όμως υφίσταντο τότε, εκτός και αν δεν μπορούσαν να προβληθούν από αντικειμενικούς λόγους. Λόγοι ανακοπής που γεννήθηκαν μετά το χρονικό σημείο στο οποίο ήταν δυνατή η παραδεκτή κατάθεση του δικογράφου των πρόσθετων λόγων στην προηγούμενη δίκη δεν υπάγονται στο απαράδεκτο του άρθρου 935 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 856/2014 ΕφΑΔ 2014.1059, ΑΠ 242/2001 ΕλλΔνη 2001.1575, ΑΠ 1130/1994 ΕλλΔνη 1996.644, ΕφΑΘ 2234/1992 ΕλλΔνη 1995,672, ΜΠρΘεσ 23368/2012 ΕΠολΔ 2012.623, ΜΠρΠειρ 2437/2005 ΧρΙΔ 2005.739 και I. Μπρίνιας, ό.π., άρθ.935, αρ.174, σελ.481, Π. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σελ.758, Α. Παπαδοπούλου, ό.π., σελ.150, 152). Οι οψιγενείς λόγοι ανακοπής, όσο είναι ακόμη εμπρόθεσμοι κατ’άρθρο 934 ΚΠολΔ, μπορούν να προταθούν παραδεκτά και κατά της ίδιας πράξης εκτέλεσης (βλ. Π.Γέσιου - Φάλτση, ό.π., σελ.758, Α. Παπαδοπούλου, ό.π.} σελ.162 επ,). Επίσης, λόγοι ανακοπής που, μολονότι γεννημένοι, ήταν απαράδεκτοι κατά τον χρόνο διεξαγωγής της προηγούμενης δίκης της ανακοπής, γιατί δεν μπορούσαν να αποδειχθούν αμέσως (άρθ. 933 παρ.5 ΚΠολΔ). δεν νοούνται ως λόγοι που «μπορούν να προταθούν» και δεν θεωρούνται ότι καλύπτονται από το απαράδεκτο του άρθρου 935 ΚΠολΔ (βλ. ΟλΑΠ 49/2005 ό.π., ΑΠ 1285/2008 ΝοΒ 2009.900, Π. Γέσιου - Φαλτσή, ό.π., σελ.759), γ) μεταγενέστερη δίκη στην οποία ανακύπτει, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα κύρους της αυτής ή άλλης πράξης της εκτέλεσης. Σύμφωνα με την ερμηνεία που είχε επικρατήσει πριν την τροποποίηση του άρθρου 935 ΚΠολΔ με το άρθρο 19 παρ.2 του Ν.4055/2012 το απαράδεκτο του άρθρου 935 μπορούσε να λειτουργήσει μόνο όταν πρόκειται για μεταγενέστερη δίκη όπου κρινόταν το ζήτημα της εγκυρότητας της ίδιας πράξεως εκτελέσεως. Αντίθετα, δεν υπήρχε απαράδεκτο των λόγων της ανακοπής όταν αυτοί έβαλλαν κατά μεταγενέστερων πράξεων εκτελέσεως, εάν οι λόγοι ανακοπής επιδρούσαν ακυρωτικά και σε αυτές, και εάν βέβαια υπήρχε προθεσμία για την άσκηση της μεταγενέστερης ανακοπής (βλ. ΜΠρΡοδ 21/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΘεσ 26449/2002 ΑρχΝ 2005.805, ΜΠρΑΘ 4998/1975 Αρμ Λ' 325, I. Μπρίνιας, ό.π., άρθ.935, αρ.173, σελ.481, αντίθετα ΑΠ 242/2001 ΕλλΔνη 2001.1575, ΙΥΙΠρΠειρ 2437/2005 ΧρΙΔ 2005.739, Μπέης, Παρατηρήσεις Δ 25.652). Εν τέλει το άρθρο 19 παρ.2 του Ν.4055/2012 αντικατέστησε το άρθρο 935 και πρόσδωσε στο σχετικό κανόνα διατύπωση που υποδηλώνει ρητά ότι το απαράδεκτο ισχύει ανεξάρτητα από το αν προσβάλλεται με την ανακοπή η ίδια ή άλλη πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας (Βλ. Π. Γέσιου - Φαλτσή, ό.π., σελ.761, Α. Παπαδοπούλου, ό.π., σελ.223 επ., 226 επ., Ν. Νικάς, ΔίκαιοΑναγκαστικής Εκτελέσεως, τομ.ί, Γενικό Μέρος, έκδ.2017, σελ.652). Συνεπώς, αφορά είτε σε νέα ακυρωτική ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ακόμη και όταν η νέα ανακοπή ασκείται μέσα στις προθεσμίες του άρθρου 934 (βλ. ΕφΑΘ 2234/1992 ΕλλΔνη 1995.672, ΕφΑΘ 9705/1988 ΕλλΔνη 1991.999, ΕφΑΘ 4586/1984 ΕΕΝ 51.594), είτε σε οποιαδήποτε άλλη αγωγή, π.χ. αρνητική αναγνωριστική αγωγή περί αναγνώρισης της ανυπαρξίας της αξίωσης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύσθηκε η εναντίον του εκτέλεση (βλ. ΕφΑΘ 9705/1988 ΕλλΔνη 1991.999, ΕφΑΘ 2642/1974 ΝοΒ 1975.54) ή η δίκη της ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1083/1994 ΕλλΔνη 1996.113), ή αγωγή αποζημίωσης ή αδικαιολόγητου πλουτισμού (βλ. ΕφΑΘ 4586/1984 ΕΕΝ 1984.594), όπου μπορεί παρεμπιπτόντως να τεθεί το θέμα του κύρους της πράξης εκτέλεσης και δ) ταυτότητα των διαδίκων στη πρώτη και στη δεύτερη δίκη, δεδομένου ότι μόνον εκείνος που άσκησε ήδη προηγούμενη ανακοπή αποκρούεται με τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ και όχι τρίτος δανειστής του καθ’ου (βλ. ΜΠρΘεσ 23368/2012 ΕΠολΔ 2012.623 και Ι,Μπρίνιας, ό.π., άρθ.935, σελ.481, Π. Γέσιου - Φαλτσή, ό.π., 761, Ν. Νικάς, ό.π., σελ.655, Α. Παπαδόπουλου, ό.π., σελ.228 επ., 232 επ.). Ταυτότητα των διαδίκων μεταξύ αρχικής και μεταγενέστερης δίκης υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις, όπου στο πρόσωπο του καθ’ου οφειλέτη ή του δανειστή χωρεί καθολική ή ειδική διαδοχή, ενόσω διαρκεί η αναγκαστική εκτέλεση (βλ. ΟλΑΠ 17/2004 ΕλλΔνη 2004.1320, ΕφΑΘ 1991/1986 ΑρχΝ 1987.216). Το άρθρο 935 ΚΠολΔ εφαρμόζεται συνακόλουθα και όταν η μεταγενέστερη δίκη διεξάγεται μεταξύ των κληρονόμων (βλ. ΑΠ 1311/2011 ΝοΒ 2012.291) του αρχικού ανακόπτοντος ή του δανειστή ή του οιονεί καθολικού διαδόχου τους, όπως λ.χ. επί μετατροπής μιας εταιρίας σε άλλη νομική μορφή ή συγχώνευσης ανωνύμων εταιριών (βλ. ΟλΑΠ 12/1999 ΕλλΔνη 1999.606, ΑΠ 345/2006 Δ 2006.1170, ΠΠρΧίου 73/2001 ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΑΘ 610/2010 ΤΝΠ Νόμος), ή του ειδικού διαδόχου τους κατόπιν αναδοχής του χρέους του οφειλέτη (άρθρα 471 επ. ΑΚ) ή έπειτα από εκχώρηση της απαίτησης του δανειστή (άρθρα 455 επ. ΑΚ) (βλ. ΑΠ 1079/1991 Δ 1992.702). Οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι θεωρούνται ως συνέχεια του αρχικού διαδίκου στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 935 ΚΠολΔ, υπεισέρχονται, μάλιστα, στη νομική του θέση (βλ. ΟλΑΠ 12/1999 ό.π., ΑΠ 345/2006 ό.π.) και συνεχίζεται η ίδια διαδικασία εκτέλεσης, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του άρθρου 935 ΚΠολΔ ((βλ. ΑΠ 345/2006 ό.π., ΑΠ 1279/1994 ΕλλΔνη 1996.644 και Α. Παπαδοπούλου, ό.π., σελ. 228).

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 «Ουσιώδη προαπαιτούμενα για κάθε έκθεση είναι α) να συντάσσεται όταν γίνεται η πράξη με την παρουσία όσων συμπράττουν, β) να αναφέρει τον τόπο και το χρόνο που γίνεται η πράξη, το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο, την κατοικία, τη διεύθυνση, καθώς και τον αριθμό φορολογικού μητρώου κάθε προσώπου που είναι παρόν, γ) να διαβάζεται στους παρόντες διαδίκους και στα άλλα πρόσωπα που συμπράττουν και να επιβεβαιώνεται από αυτούς, δ) να υπογράφεται από το δικαστή ή δικαστικό υπάλληλο που τη συνέταξε, από το γραμματέα που συνέπραξε, από τους παρόντες διαδίκους και τα άλλα πρόσωπα που συνέπραξαν ή να αναφέρεται η άρνηση ή η αδυναμία τους να υπογράψουν. 2. Η σύνταξη της έκθεσης μπορεί να γίνεται και με ηλεκτρονικά μέσα.».. Η τήρηση των πιο πάνω διατυπώσεων δεν τίθεται με ποινή την ακυρότητα. Συνεπώς, για να απαγγελθεί ακυρότητα, πρέπει να επήλθε σ' αυτόν που προτείνει την παράβαση, βλάβη που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (αρθ. 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ, βλ. και ΑΠ 658/07, ΑΠ 1685/05, ΑΠ 1179/99, ΑΠ 893/91). Η βλάβη είναι πραγματικό γεγονός, που πρέπει να προτείνεται νόμιμα από αυτόν που την επικαλείται, δεδομένου ότι δε λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο (βλ. ΑΠ 1179/99, 652/1988, 1372/1982). Η ύπαρξη δε της βλάβης τεκμαίρεται σε περίπτωση μη παραστάσεως του διαδίκου στη συζήτηση ή σε περίπτωση εκπρόθεσμης ασκήσεως διαδικαστικής πράξεως. Θεωρείται πάντως ότι δεν υπάρχει δικονομική Βλάβη στην περίπτωση που παραβιάσθηκαν διατάξεις που ρυθμίζουν τη διαδικασία, όταν από την παράβαση που σημειώθηκε δεν επηρεάζεται, ούτε ήταν δυνατόν να επηρεασθεί η δυνατότητα της άμυνας του διαδίκου (ΑΠ 1860/2022, ΑΠ 329/2019 δημ. Νομος).

 

Στην προκειμένη περίπτωση αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, ότι οι πρώτος λόγος (ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΛΟΓΩ ΜΗ ΤΗΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΟΡΙΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 927 ΚΠολΔ), τέταρτος λόγος (ΜΗ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΦΕΡΟΜΕΝΗΣ ΩΣ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ ΤΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία …, και της do value Greece ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΠΑ ΤΗΝ ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ, ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 925 ΚΠολΔ ΈΛΛΕΙΨΗ ΣΥΓΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ ΤΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ-ΑΚΥΡΕΣ ΟΙ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ), πέμπτος λόγος (ΕΝΣΤΑΣΗ ΕΛΛΕΙΨΗΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΥΠΟΓΡΑΦΟΝΤΟΣ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ Δ/Π ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ-ΑΚΥΡΗ Η ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗ Δ/Π ΛΟΓΩ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΕΠΙΣΠΕΥΔΕΤΑΙ Η ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ, έβδομος λόγος κατά το δεύτερο σκέλος ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (εφόσον τα ιστορούμενα στο λόγο κατά το δεύτερο σκέλος μπορούσαν να προταθούν στη δίκη της πρώτης ανακοπής), όγδοος λόγος ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΜΕΝΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ -ΑΟΡΙΣΤΙΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΠΙΤΑΣΣΟΜΕΝΟ ΠΟΣΟ-ΜΗ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΤΟΚΩΝ -ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ 916 ΚΠολΔ ένατος λόγος ΜΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΔΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΕΠΙΣΠΕΥΔΕΤΑΙ Η ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ, δέκατος λόγος ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΜΕΝΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ ΠΡΟΣ ΠΛΗΡΏΜΗ-ΑΟΡΙΣΤΙΑ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΤΟΥ ΚΟΝΔΥΛΙΟΥ ΤΩΝ ΤΟΚΩΝ- ΜΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΑΥΤΩΝ-ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡ. 924 ΚΑΙ 927 ΚΠΟΛΔ., ενδέκατος λόγος ΜΗ αναφορά του Συνολικού Ετήσιου Πραγματικού Ποσοστού Επιβάρυνσης (ΣΕΠΠΕ) στην Δ/Π, δωδέκατος λόγος ένσταση παραγραφής οι οποίοι κατά τα αναφερόμενα στο λόγο αφορούν παραγεγραμμένους τόκους, οι οποίοι γεννήθηκαν την 15-07-2013 και παραγράφηκαν την 31-12-2018, ήτοι ήταν ήδη γεννημένος κατά το χρόνο άσκηση της προηγούμενης ανακοπής, δέκατος τρίτος λόγος. (Ένσταση ακυρότητας των Γενικών Όρων Συναλλαγών (ΓΟΣ) της επίδικης σύμβασης δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 20718/2014 Διαταγή Πληρωμής, δυνάμει της οποίας επισπεύδεται η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. …/26-7-2024 Έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας. -Παράνομη η μετακύληση και η τοκοποίηση της εισφοράς του Ν. 128/75. Ανατοκισμός επιτρέπεται μόνον επί των καθυστερούμενων τόκων και όχι φόρων, εισφορών και άλλων προμηθειών), μπορούσαν να προταθούν ως λόγοι, όπως προκύπτει και από τις προσκομισθείσα από 26-07-2024 με την με ΓΑΚ …/2024 και ΕΑΚ …/2024 Ανακοπή κατά της με αριθμό 20718/2024 Διαταγής Πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κατά της από 08.07.2024 επιταγής προς εκτέλεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με ημερομηνία συζήτησης για τις 03.05.2033 Επομένως, αφού, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, οι πιο πάνω προβαλλόμενοι λόγοι ήταν ήδη γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν στη δίκη της παραπάνω ανακοπής κατά της επιταγής, οι παραπάνω λόγοι του υπό κρίση δικογράφου είναι απορριπτέοι σύμφωνα με το άρθρο 935 του ΚΠολΔ, οπότε ελλείπει και το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για την άσκηση της δεύτερης (υπό κρίση) ανακοπής, η οποία βάλλει κατά της ίδιας (από 08.07.2024 επιταγής προς εκτέλεση) και κατά μεταγενέστερης (υπ' αριθ. …/25-07-2024 Έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης ) και εντάσσεται στο πλαίσιο της ίδιας επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης.

 

Κατά το άρθρο 993 ορίζεται ότι “παρ. 1 εδ. α’. Η κατάσχεση γίνεται με τη σύνταξη έκθεσης από το δικαστικό επιμελητή μπροστά σ' έναν ενήλικο μάρτυρα” και “παρ. 2. εδ. α’. Οι διατάξεις των παρ. 1 εδάφιο β' και 2 έως 4 του άρθρου 954 εφαρμόζονται και εδώ”. Σύμφωνα δε με τις τελευταίες διατάξεις του άρθρου 954 “ παρ. 1 εδ. β’. Το κατασχεμένο το εκτιμά ο δικαστικός επιμελητής ή ο πραγματογνώμονας που ο επιμελητής προσλαμβάνει κατά την κρίση του για αυτόν τον σκοπό”, “παρ. 2 εδ. α’. Η κατασχετήρια έκθεση πρέπει να περιέχει, εκτός από τα ουσιώδη που απαιτούνται από το άρθρο 117 και α) ακριβή περιγραφή του κατασχεμένου πράγματος, ώστε να μη γεννιέται αμφιβολία για την ταυτότητά του, β) αναφορά της εκτίμησης του κατασχεμένου που έκανε ο δικαστικός επιμελητής ή ο πραγματογνώμονας, γ) τιμή πρώτης προσφοράς που πρέπει να είναι τουλάχιστον τα δύο τρίτα της αξίας, στην οποία εκτιμήθηκε το κατασχεμένο κινητό πράγμα, δ) αναφορά του εκτελεστού τίτλου, στον οποίο βασίζεται η εκτέλεση, της επιταγής που επιδόθηκε στον οφειλέτη και του ποσού για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, ε) αναφορά της ημέρας του πλειστηριασμού, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά σε πέντε (5) μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από την ημερομηνία αυτή, του τόπου του πλειστηριασμού, καθώς και του ονόματος του υπαλλήλου του πλειστηριασμού” και “παρ. 3. Την κατασχετήρια έκθεση υπογράφουν ο δικαστικός επιμελητής και ο μάρτυρας και αν είναι παρόντες εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται και εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση την υπογράφουν και αυτοί. Αν κάποιος από αυτούς αρνηθεί να υπογράψει, η άρνησή του αναφέρεται στην έκθεση”. Σύμφωνα δε με το άρθρο 117 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζεται ότι “1. Ουσιώδη προαπαιτούμενα για κάθε έκθεση είναι: α) να συντάσσεται όταν γίνεται η πράξη με την παρουσία όσων συμπράττουν, β) να αναφέρει τον τόπο και το χρόνο που γίνεται η πράξη, το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο, την κατοικία, τη διεύθυνση, καθώς και τον αριθμό φορολογικού μητρώου κάθε προσώπου που είναι παρόν, γ) να διαβάζεται στους παρόντες διαδίκους και στα άλλα πρόσωπα που συμπράττουν και να επιβεβαιώνεται από αυτούς, δ) να υπογράφεται από το δικαστή ή δικαστικό υπάλληλο που τη συνέταξε, από το γραμματέα που συνέπραξε, από τους παρόντες διαδίκους και τα άλλα πρόσωπα που συνέπραξαν ή να αναφέρεται η άρνηση ή η αδυναμία τους να υπογράψουν”. Η τήρηση των πιο πάνω διατυπώσεων δεν τίθεται με ποινή την ακυρότητα. Συνεπώς, για να απαγγελθεί ακυρότητα, πρέπει να επήλθε σ' αυτόν που προτείνει την παράβαση, βλάβη που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (αρθ. 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ, βλ. και ΑΠ 658/07, ΑΠ 1685/05, ΑΠ 1179/99, ΑΠ 893/91). Η βλάβη είναι πραγματικό γεγονός, που πρέπει να προτείνεται νόμιμα από αυτόν που την επικαλείται, δεδομένου ότι δε λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο (βλ. ΑΠ 1179/99, 652/1988, 1372/1982). Η ύπαρξη δε της βλάβης τεκμαίρεται σε περίπτωση μη παραστάσεως του διαδίκου στη συζήτηση ή σε περίπτωση εκπρόθεσμης ασκήσεως διαδικαστικής πράξεως. Θεωρείται πάντως ότι δεν υπάρχει δικονομική βλάβη στην περίπτωση που παραβιάσθηκαν διατάξεις που ρυθμίζουν τη διαδικασία, όταν από την παράβαση που σημειώθηκε δεν επηρεάζεται, ούτε ήταν δυνατόν να επηρεασθεί η δυνατότητα της άμυνας του διαδίκου (ΑΠ 1860/2022, ΑΠ 329/2019 δημ Νομος). Με τον τρίτο λόγο ανακοπής διατείνεται ότι στην προσβαλλόμενη έκθεση κατάσχεσης (σελ. 12 αυτής) η αναφορά στα στοιχεία των μαρτύρων … είναι ελλιπής, καθότι δεν αναφέρονται οι αριθμοί φορολογικού μητρώου τους, κατ (άρθρ. 117§1 στοιχ.β ΚΠολΔ). Ο σχετικός ισχυρισμός της είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, αφού η προβαλλόμενη πλημμέλεια (η έλλειψη αναγραφής ΑΦΜ) η μη αναφορά του ως άνω στοιχείου, που ήταν απαραίτητο περιεχόμενο της εκθέσεως, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, δεν επηρέασε, ούτε ήταν δυνατόν να επηρεάσει τη δυνατότητα άμυνας και την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της ανακόπτουσας.

 

Κατά το άρθρο 954 παρ. 2 εδαφ. ε του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με τον ν. 4335/2015, τον ν. 4472/2017 και τον ν. 4512/2018 και το άρθρο 63 του ν.4842/2021, και το οποίο εφαρμόζεται και στην κατάσχεση ακινήτων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 993 παρ. 2 εδαφ. α του ίδιου Κώδικα «Η κατασχετήρια έκθεση πρέπει να περιέχει [...] και ε) αναφορά της ημέρας του πλειστηριασμού, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά σε πέντε (5) μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από την ημερομηνία αυτή.... Εάν η παραπάνω προθεσμία συμπληρώνεται τον Αύγουστο, τότε για τον υπολογισμό της λαμβάνεται υπόψη ο επόμενος μήνας». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 993 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 76 του ν.4842/2021, «2. Οι διατάξεις των παρ. 1 εδάφιο β' και 2 έως 4 του άρθρου 954 εφαρμόζονται και εδώ, με εξαίρεση τον χρόνο διενέργειας του πλειστηριασμού, ο οποίος ορίζεται υποχρεωτικά σε επτά (7) μήνες από την ημερομηνία περάτωσης της κατάσχεσης και πάντως όχι μετά την παρέλευση οκτώ (8) μηνών από την ημερομηνία αυτή. Εάν η παραπάνω προθεσμία συμπληρώνεται τον μήνα Αύγουστο, τότε για τον υπολογισμό της λαμβάνεται υπόψη ο επόμενος μήνας...... Δικαιολογητικός λόγος της νομοθετικής μεταβολής ήταν, αφενός, η επιτάχυνση και η απλοποίηση της εκτελεστικής διαδικασίας και, αφετέρου, η τοποθέτηση του πλειστηριασμού σε τέτοιο χρονικό σημείο, κατά το οποίο θα έχουν ολοκληρωθεί σε πρώτο βαθμό οι δίκες περί την εκτέλεση και ο καθ’ ου αυτή επισπεύδεται θα έχει προβάλει τις αντιρρήσεις του (αιτιολογική έκθεση του ν. 4335/2015, Βλ. και Α. Πλεύρη, Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 σε ζητήματα του δικαίου της αναγκαστικής εκτελέσεως, σε Δνη 2016/152 επομ.). Με τη διάταξη αυτή θεσπίζονται δύο [2] δικονομικές προθεσμίες και ειδικότερα μία προπαρασκευαστική και μία προθεσμία ενέργειας, καθώς, αφενός, καθίσταται υποχρεωτική η επτάμηνη αναμονή για τη διενέργεια του πλειστηριασμού μετά την κατάσχεση (η οποία συνιστά κατ’ ουσίαν ex lege αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας) και, αφετέρου, προσδιορίζεται το απώτατο χρονικό όριο για τη διενέργειά του. Οι δικονομικές προθεσμίες διακρίνονται σε προπαρασκευαστικές και ενέργειας ανάλογα με το σκοπό που επιδιώκουν. Στην μεν πρώτη περίπτωση θα πρέπει να παρέλθει η τασσόμενη προθεσμία που προβλέπεται προκειμένου να διενεργηθεί η διαδικαστική πράξη, διαφορετικά επέρχεται είτε ακυρότητα της πράξης αυτής είτε απαράδεκτο της συζήτησης, ενώ στη δεύτερη, η διαδικαστική πράξη θα πρέπει να λάβει χώρα εντός της τασσόμενης προθεσμίας άλλως επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα της επιχείρησής της (βλ. άρθρο 151 ΚΠολΔ). Οι προπαρασκευαστικές προθεσμίες δεν αναστέλλονται κατά το μήνα Αύγουστο (Ν. Νικάς, ο.π., § 56, αρ. 12, σελ. 342, Γ. Ορφανίδης, Ζητήματα προθεσμιών στον ΚΠολΔ, Δνη 2002/325 επομ., Ε. Μπαλογιάννη/Μ. Γεωργιάδου, σε X. Απαλαγάκη [επιμ.] Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2016, άρθρο 147, αρ. 4, σελ. 494), ενώ επ’ αυτών δεν εφαρμόζεται το άρθρο 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ (Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νικάς [- Γ. Ορφανίδης], Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος I, 2000, άρθρο 147, αρ. 6, σελ. 351). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 940Α ΚΠολΔ «Στο χρονικό διάστημα από 1 μέχρι 31 Αύγουστου δεν επιτρέπεται η διενέργεια οποιοσδήποτε πράξης εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένης και της επιταγής προς εκτέλεση. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται, όταν πρόκειται για πλοία και αεροσκάφη». Ο σκοπός που επιδιώχθηκε με τη θέσπιση της διάταξης αυτής ήταν, προφανώς, κυρίως η προστασία του οφειλέτη από ενδεχόμενο αιφνιδιασμό του και απώλεια προθεσμιών, αλλά και η διευκόλυνση της ανάπαυσης, κατά τη διάρκεια του Αυγούστου, των προσώπων, τα οποία, με οποιοδήποτε τρόπο, απασχολούνται με τις αναγκαστικές εκτελέσεις. Ενόψει δε της λεκτικής διατύπωσης της ως άνω διάταξης, η οποία είναι γενική, με σαφή προσδιορισμό των εξαιρέσεων στο εδάφ. β' αυτής, η θεσπιζόμενη απαγόρευση καταλαμβάνει κάθε πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, πέρα από τη μνημονευόμενη επιταγή προς εκτέλεση, η οποία αποτελεί το αφετήριο σημείο έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης. Περαιτέρω, η παραβίαση της διάταξης αυτής, με την ενέργεια πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τη διάρκεια του Αυγούστου, επιφέρει ακυρότητα της πράξης, χωρίς τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης, της οποίας δεν απαιτείται επίκληση και απόδειξη. Τούτο δεν ορίζεται μεν ρητώς προκύπτει όμως από την έντονα απαγορευτική διατύπωση της διάταξης [«...δεν επιτρέπεται...»], που ισοδυναμεί με ποινή ακυρότητας, ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε βλάβη (ΑΠ 1441/2017, ΑΠ 1337/2014 και ΑΠ 1868/1999 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Εκ της ρητής διατύπωσης της διάταξης σαφώς συνάγεται ότι υφίσταται αποκλειστικά ρητή νομοθετική πρόβλεψη περί απαγόρευσης της διενέργειας πράξεων εκτέλεσης εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, και όχι αναστολής των προθεσμιών που σχετίζονται με τις εκτελεστικές αυτές πράξεις και μόνο εφόσον η έναρξη ή λήξη της πιο πάνω προθεσμίας εμπίπτει εντός του μηνός Αύγουστου, παρατείνεται για αντίστοιχο χρονικό διάστημα που αρχίζει από την πρώτη Σεπτεμβρίου όχι δε και στην περίπτωση κατά την οποία το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ήτοι 1-31 Αυγούστου περιλαμβάνεται στο χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου, κατ' άρθρο 954 παρ. 2 ΚΠολΔ, πρέπει να οριστεί η ημέρα του πλειστηριασμού [ΑΠ 1337/2014 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ad hoc ΜΕφΑΘ 3593/2021, αδημ.).Η εκδοχή κατά την οποία η επτάμηνη προθεσμία του άρθρου 954 παρ. 2 εδαφ. ε του ΚΠολΔ (αλλά και η αντίστοιχη προθεσμία του άρθρου 993 παρ. 2 εδ. α του ίδιου Κώδικα), που πρέπει να διατρέξει από την περάτωση της κατάσχεσης έως και τη διενέργεια του αναγκαστικού ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου, και συνεπώς για τον υπολογισμό του επτάμηνου δεν πρέπει να συνυπολογίζεται ο μήνας Αύγουστος, άλλως πάσχει ακυρότητα η έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης (.., Μία προσπάθεια ερμηνευτικής προσέγγισης της νέας προθεσμίας ορισμού πρώτου πλειστηριασμού του άρθρου 954 παρ. 4 εδ. ε ΚΠολΔ ιδίως επί ακινήτων, σε ΕφΑΔ 2018/618 επομ.), η οποία μάλιστα (εν λόγω άποψη) συσχετίζει την αναστολή των προθεσμιών του άρθρου 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ, με την απαγόρευση διενέργειας πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης από 1 έως 31 Αυγούστου, κατ’ άρθρο 940Α του ΚΠολΔ, υπό την έννοια ότι ο συνυπολογισμός του χρονικού διαστήματος του Αυγούστου στην επτάμηνη προθεσμία παραβιάζει τη διάταξη αυτή, παραγνωρίζει ότι ο νομοθέτης κατά την τροποποίηση του ΚΠολΔ με το ν. 4335/2015 επέλεξε να μην εντάξει την προθεσμία του άρθρου 954 παρ. 2 (και 993 παρ.2) στο άρθρο 147 παρ. 2, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για ακούσιο νομοθετικό κενό, που θα επέτρεπε την αναλογική εφαρμογή της τελευταίας διάταξης, Άλλωστε, δεν τίθεται ζήτημα καταστρατήγησης των δικαιωμάτων του καθ’ ου η εκτέλεση, αφού αυτός έχει τη δυνατότητα να ασκήσει τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα ή βοηθήματα σε χρονικό διάστημα προγενέστερο της διενέργειας του πλειστηριασμού, όπως συμβαίνει με την ανακοπή του άρθρου 933, που ασκείται μέσα σε σαράντα πέντε [45] ημέρες από την κατάσχεση και την ανακοπή του άρθρου 954 παρ. 4 εδαφ. α, που, όπως και η αναστολή του άρθρου 1000, ασκούνται δεκαπέντε [15] τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Το ζήτημα συνεπώς του συνυπολογισμού του Αυγούστου στην εν λόγω επτάμηνη προπαρασκευαστική προθεσμία δεν πρέπει να συγχέεται με το μη συναφές θέμα της απαγόρευσης της διενέργειας πράξεων εκτέλεσης από την 1η έως την 31η Αυγούστου κατ’ άρθρο 940Α του ΚΠολΔ, της οποίας (απαγόρευσης) δεν αποτελεί κατά νόμο συνέπεια η αναστολή της αντίστοιχης προθεσμίας. Επομένως, το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό της προθεσμίας των επτά [7] μηνών του άρθρου 993 παρ. 2 εδαφ. α του ΚΠολΔ (ΑΠ 1337/2014 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ad hoc ΜΕφΑΘ 3593/2021, αδημ., ΕφΠειρ 425/2021 ΤΝΠ Νόμος, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νικάς [-Ε. Κιουπτσίδου - Στρατουδάκη], Ερμηνεία ΚΠολΔ2 - Αναγκαστική Εκτέλεση, 2021, άρθρο 954, σελ. 359, Ν. Κατηφόρης, παρατηρήσεις στην [αντίθετη] ΜονΠρωτΑΘ. 1057/2019, σε ΕΠολΔ 2020/294 επομ., Κ. Ροβόλη, Ζητήματα από την προθεσμία ορισμού ημερομηνίας πρώτου πλειστηριασμού, e-Θεμις ΕΕΝ, 2021). Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής διατείνεται ότι εν προκειμένω, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης με αριθμό …/25.07.2024 Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών…,η οποία συντάχθηκε και άρα περατώθηκε στις 25-07-2024, προκύπτει ότι ορίσθηκε ως ημερομηνία διενέργειας του αναγκαστικού πλειστηριασμού η 5η Μαρτίου 2025, ήτοι σε χρονικό διάστημα επτά (7) μηνών και οκτώ (8) ημερών από την περάτωση. Ότι ωστόσο, στο ανωτέρω χρονικό διάστημα των 7 μηνών και 8 ημερών, συμπεριλήφθηκε για τον υπολογισμό του υποχρεωτικού επταμήνου που προβλέπεται στη διάταξη του 993 ΚΠολΔ και το χρονικό διάστημα από 1-31 Αυγούστου (κατά αναλογική εφαρμογή του άρθ. 147 παρ. 2 ΚΠολΔ- σύμφωνα με σύμφωνα με την οποία, το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται στις προθεσμίες που καθορίζονται περιοριστικά, στη διάταξη αυτή) 3). Κατά συνέπεια, κατ' ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία (ανάλογη εφαρμογή) δεν αποκλείεται ενόψει του προεκτεθέντος σκοπού και της ευρύτητας της διατυπώσεως της διατάξεως του άρθρου 940 Α ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 954 παρ.2 περ.ε ως ισχύει κατά τον επίδικο χρόνο,. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, ο υπό κρίση λόγος θα πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, καθώς, σύμφωνα με τα στη μείζονα σκέψη της παρούσας διαλαμβανόμενα, το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό της προθεσμίας των επτά [7] μηνών του άρθρου 993 παρ. 2 εδαφ. α του ΚΠολΔ, καθώς δεν πρέπει να συγχέεται η αναστολή της διάταξης του άρθρου 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ με την απαγόρευση διενέργειας πράξεων εκτέλεσης από την 1η έως την 31η Αυγούστου κατ’ άρθρο 940Α του ΚΠολΔ, ούτε χωρεί εν προκειμένω αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία δεν περιλαμβάνει την διάταξη του άρθρου 954 παρ.2 στοιχ.ε ΚΠολΔ, κατόπιν σχετικής νομοθετικής επιλογής, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται ακούσιο νομοθετικό κενό, που θα δικαιολογούσε αναλογική εφαρμογή της τελευταίας αυτής διάταξης.

 

Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτέλεσης, όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη (ΑΠ 724/2017, ΑΠ 893/2008, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξ άλλου, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 951 παρ. 2 ΚΠολΔ, που αποτελεί έκφανση της γενικής αρχής περί απαγόρευσης καταχρηστικής διαδικαστικής συμπεριφοράς και απηχεί την αρχή της αναλογικότητας, αποσκοπώντας στην αποτροπή της υπερβολικής καταπίεσης του οφειλέτη από την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων που ευρίσκονται σε δυσαναλογία προς την απαίτηση, επιβάλλεται περιορισμός προς προστασία του οφειλέτη καθ’ ου η εκτέλεση από τον κίνδυνο της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού πραγμάτων περισσότερων από όσα απαιτούνται για την ικανοποίηση των δανειστών και των εξόδων της εκτέλεσης. Ο περιορισμός της καταχρηστικής άσκησης της αξίωσης για αναγκαστική εκτέλεση εκδηλώνεται ως απειλή ακυρότητας της αναγκαστικής κατάσχεσης πράγματος του οφειλέτη αξίας δυσαναλόγως μεγαλύτερης από το ύψος της ουσιαστικής αξίωσης του επισπεύδοντας ή της κατάσχεσης ορισμένου πράγματος, όταν υπάρχουν άλλα αντικείμενα δεκτικά κατάσχεσης που υπερκαλύπτουν το ποσόν της εκτελούμενης αξίωσης ή όταν υπάρχει άλλο πράγμα κυριότητας του καθ’ ου μικρότερης αξίας, που υπερκαλύπτει την απαίτηση του επισπεύδοντας (ΟλΑΠ 1/2009, ΑρχΝ 2009. 708, ΟλΑΠ 49/2005, ΕλλΔνη 2006. 80, ΑΠ 385/2010, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και Β. Βαθρακοκοίλη ΕρΝομΚΠολΔ τομ. Ε’ υπό άρθρο 951, παρ. 13-14, σελ. 664'665). Ωστόσο, η ως άνω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται με ευρύτητα, δεδομένου ότι κατά την επιβολή της κατάσχεσης δεν είναι βέβαιο πόσοι δανειστές θα αναγγελθούν (ΑΠ 73/1999, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), έτσι ώστε εάν ο οφειλέτης έχει π.χ. και άλλα χρέη και ως εκ τούτου προβλέπονται αναγγελίες άλλων δανειστών, λαμβάνονται υπόψη και οι απαιτήσεις αυτές, προκειμένου να υπάρχει η δυνατότητα ικανοποίησης του κατασχόντος (ΜονΕφΑιγ 6/2021, ΕφΑΘ 715/2000, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, έτσι και I. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Τόμος 2ος, εκδ. 1983,παρ. 257, σελ. 695, Κεραμεύς/ Κονδύλης/Νίκας [-Νικολόπουλος], ΚΠολΔ 2000 I υπό άρθρο 951 αρ. 5), πάντοτε σε συνδυασμό με τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης και εν γένει της διάταξης του άρθρου 116 ΚΠολΔ. Εάν το αντικείμενο της κατάσχεσης αποτελεί το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη, η κατάσχεσή του δεν είναι άκυρη, ακόμη και αν υπάρχει εμφανής δυσαναλογία μεταξύ της αξίας του και της εκτελούμενης αξίωσης (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας [Νικολόπουλος], ΚΠολΔ 2000 II υπό άρθρο 951, αρ. 5, σελ. 1836, Γέσιου - Φαλτσή II § 53 σ. 93, βλ. επίσης ΜονΕφΑιγ 16/2022, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, κατά την οποία ...μόνη η λογιστική σύγκριση του ύψους της απαίτησης και της αξίας του κατασχεθέντος δεν αρκεί, αλλά θα πρέπει επιπροσθέτως ο αιτών-ανακόπτων να επικαλείται ότι υφίσταται έτερος τρόπος ικανοποίησης του δανειστή, άλλως θα παραβιαζόταν το δικαίωμα του επισπεύδοντας προς αναγκαστική ικανοποίηση της απαίτησής του...) Με τον έβδομο λόγο κατά το πρώτο σκέλος διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη κατάσχεση με ορισμό ημερομηνίας πλειστηριασμού ασκείται από την αντίδικο με τρόπο καταχρηστικό, με ιδιαίτερα σκληρά μέσα, δυσανάλογα προς την ωφέλεια από την είσπραξη της οφειλής μου δεδομένου ότι επέλεξε να κατασχέσει για οφειλή ύψους είκοσι χιλιάδων Ευρώ (20.000,00 €}, το επίμαχο ακίνητο συνολικής εμπορικής αξίας δυσανάλογα μεγάλης, η οποία ανέρχεται τουλάχιστον στο συνολικό ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (65.000,00 €), όπως αποδεικνύεται από την εκπονηθείσα με πρωτοβουλία και δαπάνες της αντιδίκου μου εκτίμηση εμπορικής αξίας ακινήτου. Ότι ειδικότερα, λαμβανομένων υπόψη του κεφαλαίου της ως άνω απαίτησης της καθ' ής, εκ ποσού 20.000,00 ευρώ (πλέον τόκων κι εξόδων), για την οποία επισπεύδεται η εκτελεστική διαδικασία, και της παραπάνω εμπορικής αξίας (και τιμής πρώτης προσφοράς) του κατασχεμένου ακινήτου, εκ ποσού 65.000,00 ευρώ, κρίνεται ότι η αξία του κατασχεθέντος ακινήτου που αποτελεί μάλιστα την κύρια και μόνιμη κατοικία της, είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη σε σχέση με το ύψος της εκτελούμενης απαίτησης της αντιδίκου μου και μάλιστα κατά τρεις φορές μεγαλύτερη. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος αφού, προκειμένου να κριθεί αν είναι καταχρηστική η κατάσχεση θα πρέπει η ανακόπτουσα να αναφέρει ποιο άλλο περιουσιακό στοιχείο, επαρκές προς ικανοποίηση της ένδικης απαίτησης, όφειλε να κατασχέσει η καθ’ ης ως ηπιότερο μέσο (κρατούσα γνώμη, βλ. ενδεικτικά ΜονΕφΠειρ 699/2022, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 904, 915 και 916 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η δυνάμει εκτελεστού τίτλου, μεταξύ των οποίων και η διαταγή πληρωμής, αναγκαστική εκτέλεση, προϋποθέτει να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη η απαίτηση. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον εκτελεστό τίτλο προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 1543/2014). Η δε χρηματική απαίτηση είναι εκκαθαρισμένη, ακόμη και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 1543/2014, ΑΠ 653/2013). Στην αντίθετη περίπτωση, η με έγγραφο διαπιστουμένη αξίωση του επισπεύδοντας δεν είναι επιδεκτική εκτελέσεως. Αναγκαία, συνεπώς, προϋπόθεση της εγκυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ο πλήρης προσδιορισμός στον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο της εκτάσεως, του είδους και του περιεχομένου της αξιώσεως που ενσωματώνει. Κατά συνέπεια αναγκαστική εκτέλεση με τίτλο, από τον οποίο δεν προκύπτει απαίτηση εκκαθαρισμένη είναι άκυρη, χωρίς να χρειάζεται να υποδεικνύεται βλάβη (ΑΠ 758/2014, ΑΠ 905/2011, ΑΠ 1124/2010). Εξάλλου, η κατάσχεση δεν πάσχει, επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το πράγματι οφειλόμενο, λόγω περιορισμού της απαίτησης, εφόσον βεβαίως ο περιορισμός είναι ορισμένος και δεν επιφέρει μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 904, 915, 916 και 924 ΚΠολΔ, ακυρότητα δεν υπάρχει και αν ακόμα η κατάσχεση έχει επιβληθεί για ποσό μεγαλύτερο του πράγματι οφειλόμενου (ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 1543/2014, ΑΠ 758/2014). Ο περιορισμός αυτός δεν προσβάλλει τα συμφέροντα του οφειλέτη, αφού συνεπάγεται τη μείωση των εξόδων που τον βαρύνουν. Για την αποτροπή, όμως, του κινδύνου προβολής μεταγενέστερα του ισχυρισμού του ότι χώρησε παραίτηση του δανειστή από το υπόλοιπο μέρος της απαίτησής του, καθώς και επίσης και του κινδύνου προσβολής της εκτέλεσης για αοριστία, σε σχέση με το ζήτημα για ποια κονδύλια της απαίτησης διενεργήθηκε, θα πρέπει να γίνεται αφενός μεν ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία αυτή επισπεύδεται έκτοτε, αφετέρου δε ρητή επιφύλαξη για το υπόλοιπο μέρος της απαίτησης. Έτσι, ο περιορισμός στην έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της απαίτησης για την οποία επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται επακριβώς ο εν λόγω περιορισμός, ήτοι τα ακριβή κονδύλια για τα οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, είναι αόριστος, επιφέροντας στην ουσία την μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη και συνακόλουθα καθιστά άκυρη την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης λόγω έλλειψης στην ουσία της προϋπόθεσης του εκκαθαρισμένου της απαίτησης. (ΑΠ 442/2024 δημ Νόμος).

 

Με τον έκτο λόγο ανακοπής διατείνεται ότι, με την προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση, επιβλήθηκε κατάσχεση στο περιγραφόμενο ανωτέρω ακίνητό μου «για το ποσό των είκοσι χιλιάδων Ευρώ (20.000,00 €) και μόνο προς περιορισμό των εξόδων εκτελέσεως της επισπεύδουσας, επιφυλασσόμενης ρητώς της επισπεύδουσας νια την είσπραξη του υπολοίπου του επιταχθέντος ποσού, σύμφωνα με την κοινοποιηθείσα επιταγή, μετά των εξόδων έως την πλήρη εξόφληση, με άλλη αναγκαστική εκτέλεση ή αναγγελία, στον ίδιο ή άλλο πλειστηριασμό» ( σελ. 13 της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης), δηλαδή εκ του συνολικού ποσού των σαράντα οκτώ χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα ενός Ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (48.381,53 €). Ότι από τον ως άνω περιορισμό όμως του ποσού της επιβληθείσας κατάσχεσης από το συνολικά επιταχθέν ποσό με την ανακοπτόμενη επιταγή εκ 48.381,53 €, δεν καθίσταται σαφές για ποια ακριβώς κονδύλια διενεργείται έκτοτε η εκτέλεση, καθώς δεν μπορεί να συναχθεί αν τα 20.000,00 € αφορούν μόνο μέρος του καθυστερημένου επιδικασθέντος με την διαταγή πληρωμής συνολικού ποσού ( 47.525,53 €, το οποίο αποτελείται από χρεωλύσια, τόκους και έξοδα) ή αφορούν μέρος του επιταχθέντος με την προσβαλλόμενη επιταγή συνολικού ποσού (48.381,53 €}, ή όλα ή μέρος της δικαστικής δαπάνης ή αμοιβών. Ότι το ποσό της επιβαλλόμενης κατάσχεσης δεν ταυτίζεται με κανένα από τα ποσά των έξι ξεχωριστών απαιτήσεων (όπως αυτές αναφέρονται ανωτέρω}, ούτε υπάρχει έστω αίτημα για την κατά ποσοστό επιδίκαση κάθε μιας εξ αυτών. Ότι αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι ότι δεν μπορεί με οποιοδήποτε τρόπο να εξακριβωθεί από την ανακόπτουσα, ποια απαίτηση ακριβώς διατάσσομαι να εξοφλήσω και ποια δικαιούμαι να αμφισβητήσω (κεφάλαιο ή τόκους ή τόκους υπερημερίας ή τόκους κεφαλαιοποιημένους ή έξοδα ή μέρος αυτών}, εν τέλει δε ποια απαίτηση και από ποια αιτία εξοπλίζεται με εκτελεστό τίτλο και μπορεί να ικανοποιηθεί με τη σε βάρος μου προσβαλλόμενη αναγκαστική εκτέλεση. Η ασάφεια και η σύγχυση που προκαλείται δεν έχει μόνο θεωρητική αλλά και πρακτική σημασία καθώς υπάρχουν διαφορετικές προϋποθέσεις γένεσης, τοκοφορίας, παραγραφής (π.χ. τόκων) κλπ με αντίστοιχες δυνατότητες αντίκρουσης και άμυνας εκ μέρους μου τόσο με την παρούσα ανακοπή όσο και στο μέλλον, π.χ. σε θέματα παραγραφής της εκάστοτε απαίτησης της αντιδίκου. Με αυτό το περιεχόμενο, ο υπό κρίση λόγοι ανακοπής είναι νόμιμος, και αποδεικνύεται ουσιαστικά βάσιμος. Τούτο διότι με τη σημείωση στην έκθεση κατάσχεσης ότι αυτή συντελείται για το ποσό των είκοσι χιλιάδων Ευρώ (20.000,00 €) και μόνο προς περιορισμό των εξόδων εκτελέσεως της επισπεύδουσας, επιφυλασσόμενης ρητώς της επισπεύδουσας για την είσπραξη του υπολοίπου του επιταχθέντος ποσού, σύμφωνα με την κοινοποιηθείσα επιταγή, μετά των εξόδων έως την πλήρη εξόφληση, με άλλη αναγκαστική εκτέλεση ή αναγγελία, στον ίδιο ή άλλο πλειστηριασμό», ενόψει του ότι η επισπεύδουσα - καθ’ ης χαρακτηρίζει στην προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου όλα τα ως άνω ποσά ως «επιταχθέν ποσό» και στη συνέχεια περιορίζει την απαίτησή της αυτή, χωρίς να προσδιορίζει σε τι συνίσταται ο περιορισμός αυτός (κεφάλαιο, τόκοι ή έξοδα), καθιστά ασαφές για ποιο κονδύλιο διενεργείται έκτοτε η προσβαλλόμενη εκτέλεση και κατ’ επέκταση απροσδιόριστο το ακριβές ποσό που πρέπει να αναφέρεται κατά σύμφωνα με το άρθρο 954 παρ. 2 περ. δ’ του ΚΠολΔ, και για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, ενώ δεν αναφέρεται ρητά ότι ο περιορισμός αφορά το κεφάλαιο ή κάποιο άλλο κονδύλιο. Συνεπώς, αν και ο περιορισμός της κατάσχεσης σε μικρότερο ποσό, δεν καθιστά εξ αρχής ανεκκαθάριστη την απαίτηση, σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, εν προκειμένω ο ανωτέρω περιορισμός της απαίτησης, καθίσταται αόριστος και επιφέρει στην ουσία την μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη και συνακόλουθα την ακυρότητα της προσβαλλόμενης έκθεσης, λόγω έλλειψης της ουσιαστικής προϋπόθεσης του εκκαθαρισμένου της απαίτησης, που συνιστά αναγκαία προϋπόθεση της εγκυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 904, 915 και 916 του ΚΠολΔ, είναι ο πλήρης προσδιορισμός στον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο της έκτασης, του είδους και του περιεχομένου της αξίωσης που ενσωματώνει, προϋπόθεση η οποία δεν πληρούται αν δεν αναφέρεται ότι ο περιορισμός αφορά είτε το κεφάλαιο είτε κάποιο άλλο κονδύλι (.βλ και ΜονΕφΚρ 190/2024 δημ Νομος). Σημειώνεται ότι δεν αρκεί να αναφέρεται μόνο στην εντολή ότι ο περιορισμός του ποσού αφορά μόνο το κεφάλαιο, όπως συμβαίνει εν προκειμένω (σελ 9-10 έκθεσης κατάσχεσης). Κατόπιν όλων των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή ως προς την επιταγή και να γίνει δεκτή ως προς την προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης και να ακυρωθεί η με αριθμό …/25-07-2024 Έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών…. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή ως προς την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή ως προς την προσβαλλόμενη κατάσχεση

 

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την με αριθμό …/2024 Έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών…

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 5 Φεβρουάριου 2025.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ   

Θωμάς Παπαδογρηγοράκος                    Βασιλική Παπαθεολόγου