ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 997/2023

 

Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων - Οφειλές προς ΕΦΚΑ - Αναιρετικοί λόγοι κατά αποφάσεων πρωτοδικείων που εκδίδονται επί εφέσεων κατά αποφάσεων ειρηνοδικείων -.

 

Διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του νόμου για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα ως προς τα δυνάμενα να υπαχθούν χρέη, ώστε να καταλαμβάνει και τις ασφαλιστικές οφειλές προς τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής. Απόρριψη ενστάσεως δόλιας περιέλευσης του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Απόρριψη ένστασης εμπορικότητας της οφειλής. Στους περιοριστικώς αναφερόμενους αναιρετικούς λόγους κατά αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατ’ αποφάσεων των ειρηνοδικείων δεν περιλαμβάνονται οι αιτιάσεις από τους αριθμούς 10 και 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.

 

 

Αριθμός 997/2023

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ' Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μυρσίνη Παπαχίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Βλάχου, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Ασπασία Μεσσηνιάτη - Γρυπάρη και Σταύρο Μάλαινο, Αρεοπαγίτες.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 2 Δεκεμβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

 

Του αναιρεσείοντος: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης" (ΕΦΚΑ) και ήδη "Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης" (e-ΕΦΚΑ), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικού διαδόχου του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία "Οργανισμός Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών" (ΟΑΕΕ), το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιωάννα Ζωγράφου, που δήλωσε στο ακροατήριο την ως άνω μεταβολή του αναιρεσείοντος, χωρίς να καταθέσει προτάσεις.

 

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Ρ. (πρώην Σ.) του Ν., κατοίκου ..., 2) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), που εδρεύει στην Αθήνα, εκ των οποίων η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Τσουκαλά, το 3ο εκπροσωπήθηκε από την Ζαχαρούλα Χατζηπαύλου, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που δεν κατέθεσε προτάσεις, ενώ η 2η δεν παραστάθηκε.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-6-2016 αίτηση της 1ης των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Καλλιθέας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 152/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 10270/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 11-12-2019 αίτησή του.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Σταύρο Μάλαινο, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και ο πληρεξούσιος της 1ης αναιρεσίβλητης την απόρριψή της.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 568 παρ. 4, 576 παρ. 2, 575 και 226 παρ. 4, εδάφ. γ' και δ' του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ο αναιρεσίβλητος και ο αναιρεσείων, που επισπεύδει τη συζήτηση, έχει επιδώσει σ' αυτόν αντίγραφο του κατατεθέντος δικογράφου της αιτήσεως, με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσιβλήτου. Αν δε η συζήτηση αναβληθεί από το πινάκιο για μεταγενέστερη δικάσιμο, δεν απαιτείται νέα κλήτευση των διαδίκων, επομένως και του αναιρεσιβλήτου, για τη νέα αυτή δικάσιμο, αφού η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο της μετ' αναβολή δικασίμου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (Α.Π. 20/2023, Α.Π. 1683/2022, Α.Π. 59/2022, Α.Π. 640/2020).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι η δεύτερη αναιρεσίβλητη δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, η οποία είχε οριστεί μετά από αναβολή εκ του πινακίου από την αρχική δικάσιμο της 18-2-2022, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε και κατέθεσε έγγραφη δήλωση, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.. Όπως δε προκύπτει από την υπ' αριθμ. ./15-9-2021 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Δ. Π., την οποία προσκομίζει και επικαλείται νομίμως η πρώτη αναιρεσίβλητη, η οποία επισπεύδει τη συζήτηση της αναιρέσεως, μετά από έγγραφη παραγγελία του πληρεξουσίου δικηγόρου της, ακριβές αντίγραφο της αιτήσεως κοινοποιήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με επίδοση στην αρμόδια για παραλαβή, υπάλληλο της δεύτερης αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 129 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. Κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, παραστάθηκαν νομίμως και προσηκόντως μόνον το αναιρεσείον, η επισπεύδουσα τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως πρώτη αναιρεσίβλητη και το τρίτο αναιρεσίβλητο. Επομένως, αφού η ανωτέρω δεύτερη των αναιρεσιβλήτων δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αν και κλητεύτηκε νομίμως και εμπροθέσμως προς τούτο, πρέπει, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 576 παρ. 2, περ. α' και γ' του Κ.Πολ.Δ., να προχωρήσει η συζήτηση της ενδίκου αιτήσεως αναιρέσεως παρά την απουσία της.

 

Η κρινόμενη, από 11-12-2019 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ./11-12-2019), αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 10270/2019 τελεσιδίκου αποφάσεως του δικάσαντος, ως Εφετείου, Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας των άρθρων 739 επ. του Κ.Πολ.Δ., με την οποία δικάζονται, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 3869/2010, οι υποθέσεις για τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, ασκήθηκε νομοτύπως με την κατάθεση του δικογράφου αυτής στην γραμματεία του ως άνω Δικαστηρίου (άρθρ. 495 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. και 14 του Ν. 3869/2010) και εμπροθέσμως (άρθρα 552, 553 παρ. 1β, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1, 741 και 769 του Κ.Πολ.Δ.). Είναι, επομένως, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 αριθμ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), αναφορικώς με τη διαδικαστική πορεία της υποθέσεως, προκύπτει ότι η ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας την από 30-6-2016 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ./11-7-2016) αίτησή της, με την οποία, επικαλούμενη ότι είναι φυσικό πρόσωπο, χωρίς πτωχευτική ικανότητα και ότι έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς τους καθών η αίτηση, ήτοι το αναιρεσείον και τους δεύτερη και τρίτο των αναιρεσιβλήτων, ζήτησε τη δικαστική ρύθμιση των οφειλών της προς τους ως άνω πιστωτές της, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν. 3869/2010 και να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 2 του ιδίου, ως άνω, νόμου, κατά τα ειδικότερα στην αίτησή της αναφερόμενα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την υπ' αριθμ. 152/2017 απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αίτηση. Ασκηθείσης εφέσεως από την αιτούσα και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη, το, δικάσαν ως Εφετείο, Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη, υπ' αριθμ. 10270/2019, απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αίτηση ως βάσιμη κατ' ουσίαν, ρύθμισε τα χρέη της αιτούσας και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης προσδιορίζοντας μηνιαίες καταβολές προς τους καθών η αίτηση πιστωτές της επί τρία έτη και εξαίρεσε από την εκποίηση την κύρια κατοικία της, επιβάλλοντας σ' αυτήν, για τη διάσωσή της, τη μηνιαία καταβολή των αναφερομένων ποσών στους πιστωτές της για χρονικό διάστημα είκοσι ετών.

 

Με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 ("Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων..."), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 της ΥΠΟΠΑΡ. Α4 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 (ΦΕΚ 94/Α/14-8-2015) και εφαρμόζεται στην ένδικη περίπτωση (άρθρο 2 ΥΠΟΠΑΡ. Α4 άρθρο 2 παρ. 5 του ίδιου νόμου 4336/2015) ως εκ του χρόνου υποβολής - καταθέσεως, στις 28-12-2015, της ένδικης, από 28-12-2015 (υπ' αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως 18/28-12-2015) αιτήσεως εκ του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, φυσικά πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του Ν. 3588/2007 και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για τη ρύθμιση των οφειλών τους κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. Το επιλαμβανόμενο της υποθέσεως δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και, γι' αυτό, παραλείφθηκε στο νόμο, κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν (άρθρ. 262 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) και να τον αποδείξει (Α.Π. 778/2022, Α.Π. 171/2022, Α.Π. 1050/2021, Α.Π. 59/2021).

 

Εξάλλου, ο Ν. 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου, από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου, ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 330 του Α.Κ., με την οποία ορίζεται ότι "Ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίσθηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νομίμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές". Η παραπάνω διάταξη παρέχει γενικό ορισμό της έννοιας του πταίσματος, έχει δε εφαρμογή, τόσο στις συμβάσεις, όσο και στις αδικοπραξίες, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, όπου γίνεται λόγος για υπαιτιότητα. Η ίδια διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια. Ενώ, όμως, δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 του Π.Κ., που ορίζει ότι: "Με δόλο (πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. Επίσης, όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται". Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει τον δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε, ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που θέλει την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως, ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξεώς του και, παρά ταύτα, δεν εγκαταλείπει την πράξη του. Αντιθέτως, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος, που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξεώς του και το αποδέχεται (Ολ. Α.Π. 4/2010, Ολ. Α.Π. 8/2005). Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία, που ξεπερνά τα πλαίσια της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή (Α.Π. 677/2010). Δόλο, κατά συνέπειαν, συνιστά η περίπτωση εκείνη του δράστη, κατά την οποία επιδοκιμάζει, δηλαδή προβλέπει το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο και, τελικώς, το αποδέχεται. Ο δόλος σχετίζεται και αφορά πάντα πράξη και αυτή θα είναι η, απαγορευμένη από το δίκαιο στον δράστη, αθέτηση ενοχικής υποχρεώσεως ή, γενικότερα, αδικοπραξία. Μεταξύ των εννοιολογικών στοιχείων του δόλου, είναι και η πρόβλεψη του δράστη, ότι η συμπεριφορά του θα προκαλέσει καθυστέρηση στην εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του ή θα προκαλέσει το γεγονός της αδυναμίας παροχής του, συνείδηση, δηλαδή του δράστη για τον κίνδυνο επελεύσεως των αποτελεσμάτων αυτών. Για τα ανωτέρω αρκεί και απαιτείται η πρόβλεψη και η αποδοχή του παρανόμου αποτελέσματος σε γενικές γραμμές και κατά τα γενικά ουσιώδη γνωρίσματά του. Η ακριβής έκταση της ζημίας, οι λεπτομέρειες ή οι ιδιότητες του προσβαλλόμενου αγαθού και οι λοιπές περιστάσεις, που καθορίζουν το μέγεθος της προσβολής, δεν απαιτείται να προβλέπονται, σαφώς τουλάχιστον, στο βαθμό που δεν ανάγονται από τον νόμο σε κρίσιμα, για την ύπαρξη της ευθύνης, περιστατικά. Στην περίπτωση του Ν. 3869/2010, ο νόμος χρησιμοποιεί την έννοια του δόλου και την συνδέει με μια πραγματική κατάσταση, που είναι η μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών. Περαιτέρω, από τη διατύπωση της παρ. 1, εδάφ. α' του Ν. 3869/2010, προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην περιέλευση του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει, τόσο κατά το χρόνο αναλήψεως της οφειλής, όσον και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός, είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε.

 

Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως, όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνο, ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του, με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως, είτε γνώριζε, κατά την ανάληψη των χρεών, ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενεστέρως σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, η συνεπεία του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανισθεί μετά την ανάληψη του χρέους, αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν, δηλαδή, ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος, γνωρίζει ότι, ενόψει των εισοδημάτων του και των εν γένει αναγκών του, δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχομένου δόλου συντρέχει, όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων, την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο, ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και, παρά ταύτα, αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, σε μία δανειακή σύμβαση υφίσταται κατ' ουσίαν αποδοχή από τον δανειολήπτη της προβλεπόμενης αδυναμίας του να αποπληρώσει το ειλημμένο δάνειο, όταν έχοντας γνώση της πρόδηλης αναντιστοιχίας των εισοδημάτων του προς τις οφειλές, την αποπληρωμή των οποίων με ιδία πρωτοβουλία αναλαμβάνει και σταθμίζοντας τη διακινδύνευση των οικονομικών συμφερόντων, τόσον του ίδιου, όσον και του πιστωτή του, με το επιδιωκόμενο όφελος, το οποίο θα καρπωθεί, εφόσον πραγματοποιηθεί ο κίνδυνος, προβαίνει στη σύναψη της σχετικής δανειακής συμβάσεως, επειδή κρίνει ότι η σκοπούμενη γι' αυτόν ωφέλεια από τη χρήση των δανειακών κεφαλαίων σαφώς υπερέχει των συνεπειών, που επαπειλούνται από την επέλευση του κινδύνου. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για την συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος, όπως επίσης και η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Ο δόλος του οφειλέτη, στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του, περιορίζεται στην πρόθεση του οφειλέτη και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος και η παράλειψη από την πλευρά των τελευταίων να ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, πράγμα το οποίο, άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον, ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών (Α.Π. 59/2021, Α.Π. 400/2020, Α.Π. 286/2017, Α.Π. 153/2017, Α.Π. 65/2017).

 

Περαιτέρω, απαλλαγή του οφειλέτη σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου από τα χρέη του, όπως αυτά περιγράφονται στην αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4, επιτρέπεται μόνο μία φορά. Απαίτηση πιστωτή, η οποία δεν έχει συμπεριληφθεί στην αίτηση, δεν επηρεάζεται από τη διαδικασία διευθετήσεως των οφειλών του αιτούντος κατά τον παρόντα νόμο. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για να δικαιούται ο οφειλέτης να υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου για τη ρύθμιση των οφειλών του και απαλλαγή από το υπόλοιπο αυτών, πρέπει να βρίσκεται σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών, που πρέπει να την περιγράψει στην αίτησή του και, ακολούθως, να αποδείξει ότι δεν οφείλεται σε δόλο του, του οποίου (δόλου), πάντως, η ύπαρξη προτείνεται από πιστωτή. Αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του, εξαιτίας ελλείψεως ρευστότητας, δηλαδή ελλείψεως όσων χρημάτων απαιτούνται, για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκρίνεται στα χρέη του, που καθίστανται ληξιπρόθεσμα και απαιτητά (όταν επέλθει ο χρόνος εκπληρώσεώς τους, όπως αυτός καθορίζεται από τη δικαιοπραξία ή από τις περιστάσεις ή από την φύση της ενοχικής σχέσεως, κατά τα άρθρα 323 και 340 του Α.Κ.), έστω και αν έχει ακίνητη ή άλλη περιουσία, η οποία, όμως, δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί αμέσως. Δεν χρειάζεται να είναι όλες οι απαιτήσεις ληξιπρόθεσμες κατά τη στιγμή της αδυναμίας των πληρωμών. Αρκεί να είναι έστω και μία, ως προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας του Ν. 3869/2010, με την εξαίρεση που θα αναπτυχθεί στη συνέχεια, εφόσον, βεβαίως, συντρέχει και η άλλη προαναφερθείσα προϋπόθεση της μόνιμης και γενικής αδυναμίας πληρωμών, αλλιώς, ο οφειλέτης ασκεί πρόωρα το δικαίωμά του και η αίτησή του θα απορριφθεί. Για τον προσδιορισμό ρευστότητας λαμβάνεται υπ' όψιν το εισόδημα του οφειλέτη. Ειδικότερα, η αδυναμία του οφειλέτη να ανταπεξέλθει στις οφειλές του, κρίνεται συνολικώς με βάση τη σχέση ρευστότητάς του προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του και αφού ληφθούν υπ' όψιν, εφόσον το ορίζει ο νόμος, οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του. Αν η σχέση αυτή είναι αρνητική, με την έννοια ότι η ρευστότητά του δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του και στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών του, υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμής. Για την αξιολόγηση της σχέσεως ρευστότητας, ληξιπρόθεσμων οφειλών και βιοτικών αναγκών λαμβάνεται υπ' όψιν τόσον η παρούσα κατάσταση ρευστότητας του οφειλέτη, όσον και αυτή που διαμορφώνεται κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων. Επισημαίνεται ότι η εν λόγω αδυναμία πληρωμών πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της αξιοπρεπούς διαβιώσεως του οφειλέτη και της οικογενείας του, δηλαδή η μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών πρέπει να συνδυάζεται με τη βασική προστασία της προσωπικής αξιοπρέπειας και, συνακολούθως, τη διατήρηση - εξασφάλιση ενός στοιχειώδους επιπέδου διαβιώσεως του οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογενείας του (Α.Π. 1162/2022, Α.Π. 785/2022, Α.Π. 257/2020, Α.Π. 1379/2019).

 

Περαιτέρω, η μόνιμη αδυναμία πληρωμής του οφειλέτη, που πρέπει να υπάρχει κατά το χρονικό σημείο της καταθέσεως της αιτήσεως και η κατάσταση αυτή να διατηρείται μέχρι και την συζήτηση στο ακροατήριο, μπορεί να οφείλεται σε διάφορα αίτια, όπως απόλυση από την εργασία, μείωση μισθού ή συντάξεως, σοβαρό πρόβλημα υγείας κ.λπ. (Α.Π. 785/2022, Α.Π. 257/2020, Α.Π. 882/2019, Α.Π. 551/2018). Η αδυναμία πληρωμής, κατά κανόνα, είναι πραγματικό ζήτημα, το οποίο δύναται να κριθεί από τη συνολική κατάσταση του οφειλέτη, από τη συνολική συμπεριφορά των πιστωτών του στο κρίσιμο χρονικό σημείο και την αναμενόμενη εξέλιξη στο μέλλον. Πράξεις που φανερώνουν μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη, για την αντιμετώπιση ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, μπορούν, ενδεικτικώς, να αποτελέσουν διαμαρτυρικά συναλλαγματικών για τη μη πληρωμή, επιταγές που δεν πληρώθηκαν κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή τους προς πληρωμή, διαταγές πληρωμής πιστωτικών τίτλων, τελεσίδικες καταψηφιστικές δικαστικές αποφάσεις, αιτήματα του οφειλέτη που διατυπώνονται σε επιστολές προς δανειστές για φιλικό διακανονισμό κ.λπ. (Α.Π. 785/2022, Α.Π. 257/2020, Α.Π. 1208/2017, Α.Π. 951/2015). Επίσης, με τον Ν. 4336/2015 διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 3869/2010 ως προς τα δυνάμενα προς υπαγωγή χρέη, προστιθεμένης στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 περιπτώσεως υπό στοιχείο γ', κατά την οποία στο πεδίο εφαρμογής του τελευταίου νόμου υπάγονται "... γ) ασφαλιστικές οφειλές προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής. Τα αναφερόμενα στα στοιχεία α', β' και γ' πρόσωπα, δεν επιτρέπεται να συνιστούν το σύνολο των πιστωτών του αιτούντος και οι οφειλές του προς αυτά υποβάλλονται σε ρύθμιση κατά τον παρόντα νόμο μαζί με τις οφειλές του προς τους ιδιώτες πιστωτές". Η δυνατότητα υπαγωγής πλέον των εν λόγω οφειλών, οι οποίες αρχικώς δεν υπάγονταν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, κρίθηκε επιβεβλημένη από το νομοθέτη, προκειμένου να επιτευχθεί ο προστατευτικός σκοπός των ρυθμίσεων του Ν. 3869/2010, που είναι η απαλλαγή του οφειλέτη, υπό προϋποθέσεις, από τα χρέη του και η επάνοδός του στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου, καθώς τυχόν απαλλαγή από τα χρέη προς ιδιώτες με διατήρηση των μέχρι πρότινος εξαιρουμένων χρεών (εν προκειμένω και έναντι των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως) θα καθιστούσε άνευ ουσιαστικού αποτελέσματος τυχόν επιτυγχανόμενη απαλλαγή του οφειλέτη, ο οποίος θα εξακολουθούσε να βαρύνεται με τα εξαιρούμενα χρέη. Η δε εξαίρεση συγκεκριμένων απαιτήσεων από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 3869/2010 είχε ως συνέπεια τη δημιουργία δανειστών δύο ταχυτήτων, καθώς οι πιστωτές που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής, βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι των υπολοίπων, διατηρώντας στο ακέραιο τις απαιτήσεις τους. Μάλιστα, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου και κατ' εξαίρεσιν της αρχής της καθολικότητας, δίδεται η δυνατότητα στον οφειλέτη να επιλέξει την ρύθμιση, που θα ακολουθήσει ως προς τις εν λόγω οφειλές, καθώς ο οφειλέτης που έχει ρυθμίσει καθοιονδήποτε τρόπο τις ανωτέρω οφειλές κάνοντας χρήση ενός άλλου θεσμικού πλαισίου (π.χ. 100 δόσεις), θα πρέπει να εγκαταλείψει την εν λόγω ρύθμιση, εφόσον επιθυμεί να υπαχθεί στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκαν, καλούμενος ο ίδιος να σταθμίσει τυχόν επιπτώσεις, που συνεπάγεται η μη προσήκουσα καταβολή των υποχρεώσεων αυτών, ειδικώς όσον αφορά στις απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως και την πιθανότητα απώλειας συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και περιθάλψεως. Κατά τα ως άνω, ουδόλως θίγεται, με την εισαγωγή της ανωτέρω διατάξεως, η εγγύηση του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως αυτή εξειδικεύεται στην αρχή της προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου και της οικονομικής βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως με τη δημιουργία εντονότατων προβλημάτων στην οικονομική τους βιωσιμότητα, καθώς η είσπραξη των εν λόγω οφειλών είναι λίαν επισφαλής, αν όχι αδύνατη και οι φορείς δεν δύνανται να στηρίζουν σε αυτές τη βιωσιμότητά τους. Η περικοπή οφειλών υπερχρεωμένων ήδη πολιτών δεν στερεί τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως από αναγκαίους πόρους, όταν η αβεβαιότητα εισπράξεως σε σχέση με τη δυνατότητα εξοφλήσεως είναι ιδιαιτέρως υψηλή. Άλλωστε, ο υπερχρεωμένος οφειλέτης ακριβώς λόγω της ιδιότητάς του δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει, ούτως ή άλλως, στις υποχρεώσεις του έναντι αυτών και, συνεπώς, θα οδηγείτο στο ίδιο αποτέλεσμα, ήτοι την συσσώρευση οφειλών μη δυνάμενων να εισπραχθούν και την απώλεια παροχών. Άλλωστε, η ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη και η ενδεχόμενη απαλλαγή του από αυτά δεν επέρχεται αμέσως, συνεπεία της αιτήσεώς του, αλλά τίθεται σειρά προϋποθέσεων, με συμμετοχή στη διαδικασία και των πιστωτών. Η δε απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη συνιστά την απόληξη μιας διαδικασίας, συνδυαζόμενη, ενδεχομένως, με τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Πέραν των ανωτέρω, επισημαίνεται ότι η απαλλαγή του οφειλέτη από χρέη, συμπεριλαμβανομένων και των οφειλών έναντι των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως είναι ήδη γνωστή στο δικαιικό μας σύστημα. Επιπροσθέτως, προϋφιστάμενος νόμος, ο οποίος επέφερε γενναίες περικοπές στις εν λόγω οφειλές, επιρρωνύει τη θέση υπέρ της σύμφωνης με το Σύνταγμα επιλογής του νομοθέτη για υπαγωγή και των ανωτέρω οφειλών στις διατάξεις του Ν. 3869/2010. Η ανυπαρξία δε πλαισίου ρυθμίσεως συνολικώς των οφειλών ενός υπερχρεωμένου προσώπου, όπως ο νόμος ορίζει, που στερείται δηλαδή πτωχευτικής ικανότητας και έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών, τον οδηγεί σε κοινωνική περιθωριοποίηση και οικονομικό αποκλεισμό, σε αντίθεση με τις επιταγές του Συντάγματος.

 

Εξάλλου, η διαδικασία ρυθμίσεως των χρεών εκ του Ν. 3869/2010 δεν είναι διαδικασία αποδόσεως ή μη συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Δεν εξαρτάται από την υπαγωγή σε αυτόν το νόμο, αν ο οφειλέτης θα λάβει σύνταξη, αλλά από αυτόν τον νόμο εξαρτάται μόνο η ρύθμιση των χρεών του συμπεριλαμβανομένων και των χρεών προς ασφαλιστικά ταμεία. Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 1, εδάφ. α' του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται "αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών...". Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ανελέγκτως το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ο λόγος αναιρέσεως αυτός ιδρύεται, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτό δεν επιτρέπεται να πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. (Ολ. Α.Π. 4/2021, Ολ. Α.Π. 1/2021, Α.Π. 1683/2022, Α.Π. 785/2022).

 

Ακόμη, κατά την διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 5 του Κ.Πολ.Δ., ο λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπ' όψιν του πράγματα, που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπ' όψιν πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακολούθως, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως, αντενστάσεως ή λόγου εφέσεως, όχι, όμως και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε οι αιτιολογημένες αρνήσεις και οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι εφέσεως (Ολ. Α.Π. 11/1996, Α.Π. 3/2021, Α.Π. 1162/2022, Α.Π. 322/2020, Α.Π. 5/2020). Επίσης, δεν αποτελούν "πράγματα" και τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων (Α.Π. 1162/2022, Α.Π. 5/2020, Α.Π. 1455/2009, Α.Π. 94/2008). Δεν ιδρύεται δε, ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο έλαβε υπ' όψιν τον προταθέντα ισχυρισμό ή το λόγο εφέσεως και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, ως απαράδεκτο ή αβάσιμο, γεγονός που σημαίνει ότι τον έλαβε υπ' όψιν (Ολ. Α.Π. 14/2004, Α.Π. 1162/2022, Α.Π. 14/2021, Α.Π. 15/2021, Α.Π. 595/2020, Α.Π. 1106/2019), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Α.Π. 1162/2022, Α.Π. 3/2021, Α.Π. 694/2020, Α.Π. 90/2019). Δεν αποτελούν "πράγματα" οι νομικοί ισχυρισμοί, που αφορούν στην ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου, ούτε και η επιχειρηματολογία του διαδίκου (Ολ. Α.Π. 3/1997, Α.Π. 726/2014, Α.Π. 701/2008).

 

Με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια αληθώς εκ του άρθρου 560 αριθμ. 1 και 5, περ. β' του Κ.Πολ.Δ. (και όχι εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δ., εφόσον πρόκειται για απόφαση που εκδόθηκε επί εφέσεως κατά αποφάσεως Ειρηνοδικείου) ότι το ως Εφετείο δικάσαν Δικαστήριο δεν απάντησε στην νομίμως προβληθείσα ένστασή του, περί αντισυνταγματικότητας των διατάξεων της περ. γ' της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε με την υποπαράγραφο Α4, άρθρο 1 του Ν. 4.336/2015, που εντάσσουν τις οφειλές προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς στον ως άνω νόμο.

 

Από την επιτρεπτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, ότι το ως Εφετείο δικάσαν Δικαστήριο, δέχτηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: "Η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα (ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη) έχει γεννηθεί το έτος 1961. Είναι διαζευγμένη και έχει δύο ενήλικα τέκνα, με τα οποία δεν συγκατοικεί. Είναι ιδιωτική υπάλληλος (εργαζόμενη στην εταιρεία με την επωνυμία "Κ. Α.Ε."), αποκερδαίνοντας μηνιαίως το ποσό των 557,29 ευρώ καθαρά (βλ. μισθοδοσία Ιανουάριου 2017). Κατοικεί δε σε μισθωμένο διαμέρισμα στην ... ..., καταβάλλοντας μηνιαίο μίσθωμα ύψους 150 ευρώ. Μέχρι το 2012 διατηρούσε ατομική επιχείρηση πώλησης λευκών ειδών. Λόγω δε των μειωμένων κερδών της επιχείρησης και των προβλημάτων υγείας (ψωρίαση κατά πλάκας) που αντιμετώπιζε από καιρό, αναγκάσθηκε να προβεί σε παύση εργασιών αυτής στις 14-3-2012. Το ετήσιο εισόδημά της το οικονομικό έτος 2008 ανήλθε στο ποσό των 16.030,83 ευρώ (από την ατομική επιχείρηση), το οικονομικό έτος 2012 στο ποσό των 3.080,83 ευρώ (από την ατομική επιχείρηση), το οικονομικό έτος 2013 ανήλθε στο ποσό των 173,58 ευρώ (από την ατομική επιχείρηση), το οικονομικό έτος 2014 στο ποσό των 7.487,51 ευρώ (από μισθούς της ως ιδιωτικής υπαλλήλου), το φορολογικό έτος 2014 στο ποσό των 7.582,56 ευρώ (από μισθούς της ως ιδιωτικής υπαλλήλου) και το φορολογικό έτος 2015 στο ποσό των 7.622,83 ευρώ (από μισθούς της ως ιδιωτικής υπαλλήλου). Επίσης, έχει τη συγκυριότητα κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου του υπό στοιχεία Ε-2 διαμερίσματος πέμπτου ορόφου πολυκατοικίας, που έχει επιφάνεια 81 τ.μ. και βρίσκεται στη Δημοτική Ενότητα … του Δήμου …. του Νομού Αττικής, ... (του υπολοίπου 50% εξ αδιαιρέτου ανήκοντος στον πρώην σύζυγό της Α. Σ., ο οποίος κατοικεί σε αυτό). Επομένως, το μηνιαίο εισόδημά της το φορολογικό έτος 2015 ήταν (7.622,83 ευρώ : 12 μήνες =) 635,24 ευρώ. Οι δε μηνιαίες δαπάνες διαβίωσής της (διατροφής, ένδυσης, υπόδυσης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ψυχαγωγίας, λογαριασμών Δ.Ε.Κ.Ο. της μισθωμένης κατοικίας της) ανέρχονται στα 450 ευρώ περίπου (πλέον της δαπάνης μισθώματος 150 ευρώ που καταβάλλει προσωρινά, ως ανωτέρω, μέχρι να επανεγκατασταθεί στην κύρια κατοικία της, όπως εκθέτει στην αίτησή της). Σε χρόνο μεταγενέστερο του έτους πριν την κατάθεση της αίτησης η αιτούσα ανέλαβε τα παρακάτω χρέη έναντι των καθ' ων η αίτηση και ήδη εφεσιβλήτων συνολικού ύψους 217.450,93 ευρώ: 1) από την πρώτη καθ' ης η αίτηση τράπεζα: α) ποσό 8.919,24 ευρώ ως οφειλέτρια του υπ' αριθμ. .../16-1-2012 στεγαστικού δανείου με προσημείωση υποθήκης ακινήτου (σε συνδυασμό με την από 20-3-2015 πρόσθετη πράξη), με το οποίο ρυθμίσθηκαν με ευνοϊκότερους όρους χρέη της από προηγούμενες δανειακές συμβάσεις, β) ποσό 94.263,93 ευρώ ως οφειλέτρια του υπ' αριθμ. .../29-12-2006 στεγαστικού δανείου με προσημείωση υποθήκης ακινήτου (σε συνδυασμό με την από 20-3-2015 πρόσθετη πράξη), γ) ποσό 30.715,99 ευρώ ως οφειλέτρια του υπ' αριθμ. .../16-10-2003 στεγαστικού δανείου με προσημείωση υποθήκης ακινήτου (σε συνδυασμό με την από 20-3-2015 πρόσθετη πράξη), δ) ποσό 57.742,64 ευρώ ως οφειλέτρια του υπ' αριθμ. .../16-1-2012 στεγαστικού δανείου με προσημείωση υποθήκης ακινήτου (σε συνδυασμό με την από 20-3-2015 πρόσθετη πράξη), με το οποίο ρυθμίσθηκαν με ευνοϊκότερους όρους χρέη της από προηγούμενες δανειακές συμβάσεις, ε) ποσό 70,20 ευρώ ως οφειλέτρια του υπ' αριθμ. ... λογαριασμού σύμβασης χορήγησης πιστωτικής κάρτας, 2) από τη δεύτερη καθ' ης η αίτηση ποσό 8.414,38 ευρώ ως οφειλέτρια χρεών προς τη ΣΤ' Δ.Ο.Υ. Αθηνών και 3) από το τρίτο καθ' ου η αίτηση ποσό 17.324,37 ευρώ ως οφειλέτρια ασφαλιστικών εισφορών προς τον πρώην Οργανισμό Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών. Ως προς τα χρέη προς τη δεύτερη καθ' ης η αίτηση πρέπει να σημειωθεί ότι: α) ότι σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 4323/9-6-2012 έκθεση αποποίησης κληρονομιάς του γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών η αιτούσα έχει αποποιηθεί την κληρονομιά του πατέρα της Ν. Ρ. του Ι., που είχε αποβιώσει στις 11-2- 2012, και άρα δεν βαρύνεται με τα σχετικά χρέη της κληρονομιάς, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της δεύτερης καθ' ης η αίτηση, β) στο αιτούμενο με το δικόγραφο της αίτησης προς ρύθμιση συνολικό χρέος προς τη δεύτερη καθ' ης περιλαμβάνεται το βεβαιωθέν υπ' αριθμ. ΑΤΒ 2904/29-4-2015 ποσό των 5.500 ευρώ από εκχώρηση μισθωμάτων προς το Δημόσιο, που βεβαιώθηκε στις 29-4-2015, ήτοι πλέον του έτους πριν την κατάθεση της αίτησης (άρθρο 1 παρ. 4 εδ. α' στοιχ. α' Ν. 3869/2010) που έλαβε χώρα στις 11-7-2016 και, άρα, νομίμως περιλαμβάνεται στα αιτούμενα προς ρύθμιση οφειλόμενα ποσά, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της δεύτερης καθ' ης η αίτηση και γ) στο αιτούμενο με το δικόγραφο της αίτησης προς ρύθμιση συνολικό χρέος προς τη δεύτερη καθ' ης περιλαμβάνεται το βεβαιωθέν υπ' αριθμ. ΑΤΒ 477/19-2-2013 ποσό των 505,16 ευρώ από Φ.Π.Α., που δεν αποδείχθηκε ότι δημιουργήθηκε από αδίκημα που τελέσθηκε από τον οφειλέτη με δόλο ή βαρεία αμέλεια (άρθρο 1 παρ. 4 εδ. α' στοιχ. β Ν. 3869/2010), καθόσον δεν προσκομίζεται προς τούτο σχετική αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ..., απορριπτομένου του ισχυρισμού της δεύτερης καθ' ης η αίτηση περί του απαραδέκτου της υπαγωγής του εν λόγω χρέους από Φ.Π.Α. άνευ άλλου τινός στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010. Από το έτος 2012 η αιτούσα έχει περιέλθει σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών της λόγω της δραστικής μείωσης των εισοδημάτων της και των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε (βλ. τα προσκομιζόμενα ιατρικά πιστοποιητικά). Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι η αιτούσα περιήλθε σε αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της από δόλο (έστω και ενδεχόμενο), καθόσον τα ανωτέρω χρέη αναλήφθηκαν σε χρόνο που ήταν ακόμη ενεργός η ατομική της επιχείρηση και είχε ικανό εισόδημα για την αποπληρωμή τους, ενώ ειδικά τα ως άνω αναφερόμενα υπό στοιχεία 1α) και 1δ) δάνεια του 2012 συνήφθησαν προς αποπληρωμή παλαιοτέρων χρεών με ευνοϊκότερους όρους και, συνεπώς, δεν συνιστούν ανάληψη νέων χρεών ...

 

Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση δόλιας περιέλευσης της αιτούσας σε κατάσταση μόνιμης και γενικής αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών της ως ουσία αβάσιμη. Εξάλλου, οι οφειλές της αιτούσας προς το τρίτο καθ' ου η αίτηση δεν καταδεικνύουν ότι η αιτούσα είχε παύσει τις πληρωμής της κατά τον χρόνο που είχε ακόμα την εμπορική ιδιότητα, καθόσον το μεγαλύτερο μέρος των εν λόγω οφειλών της αφορά εισφορές προηγούμενων ετών (2004-2006), που προέρχονταν από παλαιότερες οφειλές της ομόρρυθμης εταιρείας του πατέρα της, της οποίας ήταν μέλος και της οποίας διάδοχος αποτέλεσε η δική της ατομική επιχείρηση.

Συνεπώς, η ένσταση εμπορικότητας των χρεών, που είχαν προβάλει οι καθ' ων πρωτοδίκως, είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη. Εφόσον δε οι καθ' ων η αίτηση δεν αποδέχονται το προτεινόμενο δια της αιτήσεως σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της αιτούσας, συντρέχουν στο πρόσωπό της οι προϋποθέσεις υπαγωγής της στη ρύθμιση του ν. 3869/2010 και, άρα, η ρύθμιση των χρεών της θα γίνει με μηνιαίες καταβολές απευθείας στους καθ' ων η αίτηση πιστωτές της από τα εισοδήματα της, από τις οποίες (καταβολές) θα ικανοποιηθούν αυτοί συμμέτρως (άρθρο 8 παρ. 2 ν. 3869/2010). Σημειωτέον ειδικά ως προς το χρέος προς τη δεύτερη καθ' ης ότι είναι δυνατή η υπαγωγή του στον ν. 3869/2010, ακόμα και εάν έχει υπαχθεί σε καθεστώς ρύθμισης άλλου νόμου σύμφωνα το άρθρο 1 παρ. 3 εδ. β' ν. 3869/2010 ... Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, το προς διάθεση στους πιστωτές ποσό, λαμβανομένων υπόψη των ως άνω εύλογων δαπανών διαβίωσης της αιτούσας, ανέρχεται στα 50 ευρώ μηνιαίως και το οποίο θα διανεμηθεί συμμέτρως στους καθ' ων η αίτηση ως εξής: 1) στην πρώτη καθ' ης η αίτηση: α) για την οφειλή από την υπ' αριθμ. ... σύμβαση πίστωσης το ποσό των (50 : 217.450,93 X 8.919,24 =) 2,05 ευρώ, β) για την οφειλή από την υπ' αριθμ. ... σύμβαση στεγαστικού δανείου το ποσό των (50 : 217.450,93 X 94.263,93 =) 21,67 ευρώ, γ) για την οφειλή από την υπ' αριθμ. ... σύμβαση στεγαστικού δανείου το ποσό των (50 : 217.450,93 X 30.715,99 =) 7,06 ευρώ, δ) για την οφειλή από την υπ' αριθμ. ... σύμβαση στεγαστικού δανείου το ποσό των (50 : 217.450,93 X 57.742,64 =) 13,28 ευρώ, ε) για την οφειλή από τον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό χορήγησης πιστωτικής κάρτας το ποσό των (50 : 217.450,93 X 70,20 =) 0,02 ευρώ, 2) στη δεύτερη καθ' ης η αίτηση το ποσό των (50 : 217.450,93 X 8.414,38 =) 1,93 ευρώ και 3) στο τρίτο καθ' ου η αίτηση το ποσό των (50 : 217.450,93 X 17.324,37 =) 3,98 ευρώ. Τα ανωτέρω ποσά θα καταβάλλονται για χρονικό διάστημα τριών ετών ή 36 ισόποσων μηνιαίων δόσεων, αρχής γενομένης την 1η Οκτωβρίου 2019. Η ρύθμιση αυτή θα συνδυασθεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 ν. 3869/2010 διάσωση της κύριας κατοικίας, καθόσον με τις καταβολές επί τριετία της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 συνολικού ύψους (50 ευρώ X 36 μηνιαίες δόσεις =) 1.800 ευρώ δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτών της αιτούσας συνολικού ύψους 217.450,93 ευρώ, το μηνιαίο εισόδημά της ανέρχεται στα 635,24 ευρώ (ποσό που δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης), είναι συνεργάσιμη δανειολήπτης και υποβάλλεται αίτημα εξαίρεσης της (δυνάμενης να χρησιμοποιηθεί ως) κύριας κατοικίας της αιτούσας από την εκποίηση, η αξία της οποίας (κύριας κατοικίας) δεν υπερβαίνει το αφορολόγητο όριο της πρώτης κατοικίας (180.000 ευρώ).

 

Συνεπώς, πρέπει να ορισθούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της αιτούσας. Σημειωτέον ότι η αντικειμενική και η εμπορική αξία όλου του ακινήτου ανέρχεται στα 51.175,80 ευρώ και 55.112,40 ευρώ αντίστοιχα, ενώ η αντικειμενική και η εμπορική αξία του ποσοστού συγκυριότητας της αιτούσας ανέρχεται στα 25.587,90 ευρώ και 27.556,20 ευρώ αντίστοιχα (βλ. ΕΝΦΙΑ έτους 2016). Επομένως, για τη διάσωση πρέπει η αιτούσα να καταβάλει το ποσό των 62 ευρώ μηνιαίως για μία εικοσαετία, ήτοι συνολικά (62 ευρώ X 240 μηνιαίες δόσεις -) 14.880 ευρώ, ποσό που αντανακλά την τρέχουσα και μελλοντική οικονομική κατάσταση της απούσας και που κρίνεται ότι θα επιτυγχανόταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκποίησης της κύριας κατοικίας της στο πλαίσιο αναγκαστικής εκτέλεσης. Η αποπληρωμή του ποσού αυτού, που αφορά τις απαιτήσεις που τυγχάνουν προνομιακής ικανοποίησης λόγω εμπράγματης εξασφάλισης ή προνομιούχου απαίτησης (άρθρα 974 επ ΚΠολΔ), θα ξεκινήσει την 1η Οκτωβρίου 2022 και θα γίνει εντόκως χωρίς ανατοκισμό, ειδικά δε ως προς τα χρέη προς την πρώτη καθ' ης με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά τον χρόνο αποπληρωμής σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ε.Κ.Τ., ενώ ειδικά ως προς τα χρέη προς τη δεύτερη και το τρίτο των καθ' ων με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής. Ειδικότερα, το ποσό των 62 ευρώ μηνιαίως θα κατανεμηθεί συμμέτρως ως εξής: 1) στην πρώτη καθ' ης η αίτηση: α) για την οφειλή από την υπ' αριθμ. ... σύμβαση πίστωσης με προσημείωση υποθήκης ακινήτου το ποσό των 1,92 ευρώ, β) για την οφειλή από την υπ' αριθμ. ... σύμβαση στεγαστικού δανείου με προσημείωση υποθήκης ακινήτου το ποσό των 20,33 ευρώ, γ) για την οφειλή από την υπ' αριθμ. ... σύμβαση στεγαστικού δανείου με προσημείωση υποθήκης ακινήτου το ποσό των 6,63 ευρώ, δ) για την οφειλή από την υπ' αριθμ. ... σύμβαση στεγαστικού δανείου με προσημείωση υποθήκης ακινήτου το ποσό των 12,45 ευρώ, 2) στη δεύτερη καθ' ης η αίτηση το ποσό των 6,76 ευρώ και 3) στο τρίτο καθ' ου η αίτηση το ποσό των 13,91 ευρώ. Επομένως, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την αίτηση ως ουσία αβάσιμη κατ' αποδοχή της ένστασης δόλιας περιέλευσης της απούσας σε κατάσταση μόνιμης και γενικής αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της.". Κρίνοντας έτσι το, ως Εφετείο, δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, για να καταλήξει στο αποδεικτικό πόρισμα ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις, προκειμένου να υπαχθεί στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 3869/2010, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 επ. του ανωτέρω νόμου, στις οποίες ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και τα οποία αρκούσαν, για να πληρωθεί το πραγματικό των ανωτέρω ουσιαστικών κανόνων δικαίου, τους οποίους δεν παραβίασε ευθέως και είναι (οι διατάξεις) σύμφωνες με τις διατάξεις του Συντάγματος. Επομένως, ο πρώτος αναιρετικός λόγος, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, είναι αβάσιμος. Ο ίδιος αναιρετικός λόγος, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, όπως εκτιμάται εκ του αριθμού 5 του άρθρου 560 του Κ.Πολ.Δ., είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, καθόσον δεν αποτελεί "πράγμα", κατά την έννοια του τελευταίου άρθρου, ο ισχυρισμός, περί αντισυνταγματικότητας ουσιαστικής διατάξεως.

 

Κατά το άρθρο 560 του Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον Ν. 4335/2015, έχει δε στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του ως άνω Ν. 4335/2015, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε μετά την 1.1.2016, κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των Πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών κ.λπ., 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε, όπως ορίζει ο νόμος ή δίκασε ειρηνοδίκης, του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί την δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας, 5) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν... και 6) αν η απόφαση δεν είχε νόμιμη βάση.... Όπως προκύπτει από τη σαφή διατύπωση της ως άνω διατάξεως, οι λόγοι αναιρέσεως κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων και των αποφάσεων των Πρωτοδικείων, που εκδίδονται επί εφέσεων κατά αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, απαριθμούνται περιοριστικώς σ' αυτές (Ολ. Α.Π. 45/1987, Α.Π. 272/2019, Α.Π. 608/2015, Α.Π. 91/2015, Α.Π. 1870/2013, Α.Π. 901/2013), είναι ειδικές, ως προς τους επιτρεπομένους λόγους αναιρέσεως κατά των αναφερομένων εκεί αποφάσεων και αποκλείουν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., που αναφέρονται στους λόγους αναιρέσεως των αποφάσεων των λοιπών δικαστηρίων (Α.Π. 1286/2020, Α.Π. 369/2019, Α.Π. 272/2019, Α.Π. 313/2017, Α.Π. 608/2015, Α.Π. 1870/2013, Α.Π. 901/2013). Οι έξι λόγοι αντιστοιχούν προς τους λόγους των αριθμών 1, 2, 4, 5, 8 και 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. προς τους οποίους, όμως, δεν ταυτίζονται πλήρως (Α.Π. 272/2019). Εξ αντιθέτου συνάγεται, ότι κατά των αποφάσεων των ως άνω δικαστηρίων δεν επιτρέπεται αναίρεση για τους λοιπούς, αναφερόμενους στο άρθρο 559 του Κ.Πολ.Δ., λόγους, μεταξύ των οποίων και εκείνοι των αριθμών 10 και 11, που ιδρύεται "αν το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη" και "αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν" (Α.Π. 20/2023).

 

Με το δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως το αναιρεσείον επικαλείται πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 1, 8, 10, 11 και 19 του Κ.Πολ.Δ., αιτιώμενο ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν έλαβε υπ' όψιν του πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, άλλως το δικαστήριο δεν ερμήνευσε σωστά αυτά και, συγκεκριμένα, δεν έλαβε υπ' όψιν του, άλλως δεν ερμήνευσε ορθά: α) την ένσταση περί εμπορικής ιδιότητας της πρώτης των αναιρεσιβλήτων, καθώς αυτή άσκησε εμπορική δραστηριότητα σε επιχείρηση πωλήσεως λευκών ειδών, τόσον ως ομόρρυθμο μέλος έως το 2006, όσο και ατομικώς έως την οριστική διακοπή της ως άνω επιχειρήσεώς το Μάρτιο του 2012, έχοντας περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών, πριν από τον Μάρτιο του 2012, όταν και έπαυσε την ως άνω εμπορική δραστηριότητά της και β) την ένσταση, περί δολίας περιελεύσεως της πρώτης των αναιρεσιβλήτων σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών, καθώς αυτή συνήψε τουλάχιστον δύο δάνεια με τη δεύτερη των αναιρεσιβλήτων, το 2006 και το 2012, ενώ ήδη όφειλε από το 2004 τις ασφαλιστικές εισφορές της στον Ο.Α.Ε.Ε. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, καθό μέρος προβάλλει αιτιάσεις από τους αριθμούς 10 και 11 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού, κατά τα προαναφερθέντα, τέτοια αιτίαση δεν προβλέπεται στους περιοριστικώς αναφερομένους αναιρετικούς λόγους του άρθρου 560 του Κ.Πολ.Δ. στις υποθέσεις των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατ' αποφάσεων των ειρηνοδικείων, όπως εν προκειμένω. Κατά τα λοιπά οι παραπάνω αιτιάσεις εκτιμώμενες ότι στηρίζονται αληθώς στους αριθμούς 1, 5 και 6 του άρθρου 560 του Κ.Πολ.Δ. (και όχι των αριθμών 1, 8 και 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα γενόμενα δεκτά από το, ως Εφετείο, δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, η ένσταση του αναιρεσείοντος, περί δολίας περιελεύσεως της πρώτης αναιρεσίβλητης σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών απορρίφθηκε, ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, γιατί δεν αποδείχθηκε δόλος αυτής και, ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε (όπως είχε ισχυριστεί το αναιρεσείον στην ένστασή του), ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη δολίως προέβη σε δανεισμό δυσανάλογο των δυνατοτήτων της. Απορρίφθηκε, επίσης, με την προσβαλλόμενη απόφαση και ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, περί εμπορικότητας της επίδικης οφειλής της τελευταίας, δεχόμενο το δικάσαν Δικαστήριο ότι το μεγαλύτερο μέρος των οφειλών αυτής αφορά εισφορές προηγούμενων ετών, προερχόμενες από παλαιότερες οφειλές της ομόρρυθμης εταιρείας του πατέρα της, της οποίας αυτή ήταν μέλος και της οποίας διάδοχος αποτέλεσε η δική της ατομική επιχείρηση. Επομένως, αφού, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης, δεν αποδείχθηκε δόλος της οφειλέτριας - πρώτης αναιρεσίβλητης και στοιχείο εμπορικότητας αναφορικώς με τις επίδικη οφειλή προς το αναιρεσείον, το Δικαστήριο της ουσίας, απορρίπτοντας τους σχετικούς ισχυρισμούς του τελευταίου, ως αβάσιμους κατ' ουσίαν, δεν παραβίασε, ευθέως, την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 3869/2010, με εσφαλμένη υπαγωγή σε αυτή των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν. Περαιτέρω, ο λόγος αναιρέσεως, καθό μέρος, κατά τα λοιπά, αναφέρεται στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως για την απόρριψη των πιο πάνω ισχυρισμών, ως αβάσιμων κατ' ουσίαν, είναι, προεχόντως, απαράδεκτος, διότι με το πρόσχημα της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελιώσεώς του στις προαναφερόμενες διατάξεις πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη, ουσιαστική εκτίμηση, ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων από το δικαστήριο της ουσίας. Κατόπιν όλων αυτών και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Διάταξη περί εισαγωγής παραβόλου ενδίκου μέσου, στο Δημόσιο Ταμείο, κατ' άρθρο 495 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., δεν ορίζεται, διότι το αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ. δεν βαρύνεται με τέτοια υποχρέωση, κατ' άρθρο 28 παρ. 4 του Ν. 2579/1998 (Α.Π. 1047/2021, Α.Π. 1150/2019).

 

Τέλος, στην παρούσα απόφαση δεν θα περιληφθεί διάταξη για δικαστικά έξοδα, κατά το άρθρο 746 του Κ.Πολ.Δ., έστω και αν πρόκειται για υπόθεση, που κρίνεται κατά τους κανόνες της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρ. 3, εδάφ. β' του Ν. 3869/2010), γιατί η δικαστική διαδικασία του εν λόγω νόμου δεν επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου αυτού, καθώς επικρατεί η ειδικότερη ρύθμιση, που προβλέπει το άρθρο 8, παρ. 6, εδάφ. β' του πιο πάνω Ν. 3869/2010, κατά το οποίο "...Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται", που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (Α.Π. 1683/2022, Α.Π. 785/2022, Α.Π. 658/2022).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Απορρίπτει την από 11-12-2019 αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 10270/2019 αποφάσεως του, δικάσαντος ως Εφετείου, Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Μαρτίου 2023.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Ιουνίου 2023.

 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                    Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ