ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 940/2023

 

Προστασία καταναλωτών - Αδικοπρακτική ευθύνη Τράπεζας στο πλαίσιο σύμβασης επενδυτικών υπηρεσιών  -.

 

Οι προστηθέντες υπάλληλοί της παρέβησαν το καθήκον διαφώτισης των επενδυτών που είχαν την ιδιότητα του καταναλωτή και δεν τους ενημέρωσαν ότι το επίμαχο ομόλογο ήταν σύνθετο επενδυτικό προϊόν μειωμένης εξασφάλισης που ενείχε πολύ σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο, με αποτέλεσμα αυτοί να μην είναι σε θέση να κατανοήσουν ούτε τη φύση ούτε και τους πιθανούς κινδύνους του επίδικου ομολόγου. Η εν λόγω παράβαση των υποχρεώσεων από τη σύμβαση και τον νόμο στοιχειοθετεί παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της τράπεζας η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την επελθούσα στους αναιρεσιβλήτους ζημία. Μη συνδρομή συντρέχοντος πταίσματος. Απόρριψη αναιρετικών λόγων από τους αριθ. 1, 8, 9, 11, 19, 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.

 

 

 

Αριθμός 940/2023

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 

Α2΄ Πολιτικό Τμήμα

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου και Βαρβάρα Πάπαρη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 30 Ιανουάριου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Των αναιρεσειουσών: 1) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑLPΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑLΡΗΑ ΑSSΕΤ ΜΑΝΑGΕΜΕΝΤ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ» και τον διακριτικό τίτλο «ΑLΡΗΑ ΑSSΕΤ ΜΑΝΑGΕΜΕΝΤ Α.Ε.Δ.Α.Κ.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Βιτώρο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.

 

Των αναιρεσιβλήτων: 1) .  του . , 2) .  του . , 3) .  του .  και 4) .  του . , απάντων κατοίκων Πελασγίας Φθιώτιδας. Εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αικατερίνη Βούλγαρη.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-10-2013 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6183/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 6050/2020 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες την από 10-6-2021 αίτησή τους.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

1. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθμό 6050/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων. Με την απόφαση αυτή, αφού συνεκδικάσθηκαν, απορρίφθηκαν ως αβάσιμες κατ’ ουσίαν α) η από 22-9-2017 έφεση των ήδη αναιρεσειουσών ανωνύμων εταιριών κατά της με αριθμό 6183/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και β) η από 12-7-2019 αντέφεση των ήδη αναιρεσιβλήτων, και επικυρώθηκε η ως άνω εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η από 30-10- 2013 αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατά των αναιρεσειουσών και υποχρεώθηκαν οι τελευταίες να καταβάλουν σε κάθε έναν από τους αντιδίκους τους το ποσό των 34.729,75 ευρώ νομιμοτόκως. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 Κ.Πολ.Δ), είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577 παρ.3 Κ.Πολ.Δ). Σημειώνεται, ότι η πρώτη αναιρεσείουσα τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΑLPΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και διακριτικό τίτλο «ΑLPΗΑ ΒΑΝΚ», άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και παρίσταται στο Δικαστήριο τούτο ως καθολική διάδοχος της πρώτης εκκαλούσας-πρώτης εναγομένης τραπεζικής εταιρείας με την ίδια επωνυμία «ΑLPΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και διακριτικό τίτλο «ΑLPΗΑ ΒΑΝΚ ΑΕ», λόγω διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας και σύσταση της ήδη πρώτης αναιρεσείουσας εταιρείας.

 

2. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας, για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη, ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 459/2021, ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005). Είναι δυνατό μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή καθ' εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 354/2022,ΑΠ 459/2021, ΑΠ 536/2019). Περαιτέρω, αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε, αντικειμενικά, να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 18/2004). Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου (ΑΠ 719/2012). Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε κυριαρχικώς, ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή η μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, η παράβαση των οποίων ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ. Αντιθέτως, η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ή δεν υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΟλΑΠ 2/2019, ΑΠ 354/2022,ΑΠ 459/2021, ΑΠ 1228/2019). Περαιτέρω, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/ 340/24-4-1997), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 7 παρ.1 του ν. 2396/1996, (τα άρθρα 131 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1.11.2007, με το άρθρο 85 του ν.3606/2007), ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: «Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς». [...] Τρίτη αρχή: «Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων, ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές». Τέταρτη αρχή: «Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς». [...] Έβδομη αρχή: «Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς». Σύμφωνα, επομένως, με τις διατάξεις του καταργηθέντος, σήμερα, Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΞΥ), ο οποίος τύγχανε, κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επιδίκου κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ’ αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο, εύλογα, κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της, την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή, για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6. ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6. 1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει, στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής, να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6. 2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ, εντάσσονται πληροφορίες, που αφορούν, γενικά, την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντας επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Ιδιαίτερα, αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις, ιδιαίτερα, επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει, σε αυτόν, συνειδητό τον κίνδυνο, στον οποίο εκτίθεται. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων, που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ, δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας, για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της, τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με, απολύτως σαφή, τρόπο τον επενδυτή, ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση. Άλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς ν.3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό, νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MIFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 459/2021, ΑΠ 1350/2018, ΑΠ Μ            1738/2013). Ακολούθως, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντας υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα, έναντι του πελάτη της ή άλλου, με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση, μεταξύ παρέχοντας τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος (ΑΠ 1028/2015). Υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης, λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 2251/1994. Ο ανωτέρω νόμος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε «προμηθευτή» - και στις τράπεζες- την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή» -και του ιδιώτη επενδυτή- ώστε αυτός να λαμβάνει, τεκμηριωμένα, τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία, διαφορετικά, δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του «προμηθευτή» προβλέπονται, ιδίως, στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται στην «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών». Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε «εμπορία υπηρεσιών από απόσταση», αφορούν, όμως -με τελολογική ερμηνεία τους- αυτονόητα κάθε συναλλαγή, με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσόμενων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση, για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης, εκ μέρους του "προμηθευτή", συνίσταται, κυρίως, σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9θ του ανωτέρω νόμου). Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του ως άνω νόμου, είναι η περιουσία του αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Οι αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της εν λόγω διάταξης (ΑΠ 354/2022,ΑΠ 974/2018, ΑΠ 865/2017). Περαιτέρω, επί όλων των σύνθετων τραπεζικών προϊόντων εφαρμόζεται επί πλέον και η 2501/31.10.2002 Πράξη του Διοικητή της ΤτΕ, η οποία δημοσιευθείσα στην ΕτΚ (ΦΕΚ Α', 277), έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (ΑΠ 2123/2009). Βάσει δε της Πράξης αυτής, η ενημέρωση των συναλλασσόμενων, οποιοσδήποτε προέλευσης και βαθμού εμπειρίας, πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές επί συνθέτων ομολόγων πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή, αμιγώς καταθετικά ή αμιγώς επενδυτικά, καθώς και η κατανόηση των πιθανών ειδικά ισχυόντων για αυτά κινδύνων και της αναμενόμενης απόδοσης τους (ΑΠ 459/2021). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται: «αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών». Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 14/2015, ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 27/1998). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/08, ΟλΑΠ 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 354/2022,ΑΠ 40/2020, ΑΠ 1075/2019, ΑΠ 708/2017).

 

3. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχτηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Οι δύο πρώτοι ενάγοντες (αναιρεσίβλητοι), σύζυγοι μεταξύ τους, έχοντας αποφασίσει να επενδύσουν τα προερχόμενα από τις αποταμιεύσεις τους χρήματα, απευθύνθηκαν στην πρώτη εναγομένη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ Α.Ε.», της οποίας ήταν, ήδη, πελάτες, ώστε με τις συμβουλές, που θα τους παρέχονταν από τους εξειδικευμένους συμβούλους του τμήματος PRIVATE BANKING, να προβούν στην τοποθέτηση των χρημάτων τους. Έτσι, στις 18.11.2005, στοχεύοντας σε επένδυση, με εγγυημένο κεφάλαιο, οι δύο πρώτοι ενάγοντες, καθώς και τα δύο τέκνα τους, τρίτος και τέταρτος ενάγοντες (ο τέταρτος, εκπροσωπούμενος από τους δύο πρώτους ενάγοντες, λόγω της ανηλικότητάς του), συνήψαν με την πρώτη εναγομένη και τη θυγατρική αυτής εταιρεία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», η οποία με την υπ’ αριθμ. Κ2-12430/23.12.2009 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας συγχωνεύθηκε, με απορρόφηση, από τη δεύτερη εναγόμενη, που συναποτελούσαν το τμήμα ALPHA PRIVATE ΒΑΝΚ, κύριο φορέα υπηρεσιών private banking της πρώτης εναγόμενης, την υπ’ αριθμ. … σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και την υπ’ αριθμ. Ρ… πρόσθετη Πράξη Σύμβασης Παροχής Υπηρεσιών - Λήψη και Διαβίβασης Εντολών με τα Παραρτήματά της, Γ - Επενδυτικό Ερωτηματολόγιο - προφίλ Ειδικές Εντολές, Δ - Επενδυτικοί Κίνδυνοι, που αναλαμβάνει ο επενδυτής, Ε - Παραδοχές Αποτίμηση/Στοιχεία Επενδυτή, που αποτελούσαν ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο, με την ως άνω βασική σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Με βάση τη σύμβαση αυτή, τη, σιωπηρώς καταρτισθείσα σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, την πρόσθετη πράξη και τα παραρτήματά της, οι εναγόμενες ανέλαβαν την κατάρτιση συναλλαγών επί του χαρτοφυλακίου των εναγόντων, σύμφωνα με τις εντολές που θα λάμβαναν από αυτούς, επί όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων, που αναφέρονταν στην παράγραφο 1 α (I) του άρθρου 2 του ν. 2396/1996, πλην των συναλλαγών επί παραγώγων, για τα οποία απαιτείτο, ειδική προς τούτο σύμβαση. Σύμφωνα, δε, με το επενδυτικό ερωτηματολόγιο, που συμπληρώθηκε με πρωτοβουλία των εναγομένων, σε συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ, οι ενάγοντες κατατάχθηκαν στην κατηγορία τη «ισορροπημένης κατανομής επενδύσεων». Στο πλαίσιο της ανωτέρω σύμβασης, οι ενάγοντες, στις 23.11.2005, αγόρασαν, έναντι ποσού 136.662,79 ευρώ, ομόλογο κυμαινόμενου επιτοκίου της ASPIS FINANCE PLC, με στοιχεία, … , εκδόσεως, στις 10.2.2005, λήξεως, στις 10.2.2015, με ονομαστική αξία 135.000 ευρώ. Ακολούθως οι ενάγοντες, στις 11.11.2010, λόγω εφαρμογής της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21.4.2004 «Για αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων», γνωστής και ως «MiFID», η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη, με τις διατάξεις του ν. 3606/2007, αναγνώρισαν τις ενέργειες, που είχαν γίνει, μέχρι τότε, βάσει των προαναφερθέντων συμβάσεων και κατήρτισαν ο καθένας από αυτούς χωριστά τις υπ’ αριθμ. Ρ…  έως … συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, οι, δε, εναγόμενες, συμμορφούμενες στο νέο κανονιστικό πλαίσιο, κατηγοριοποίησαν τους ενάγοντες «ως ιδιώτες επενδυτές» και τους κατέταξαν στην κατηγορία των συμβατών για επένδυση, σε απλά χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, το επίδικο ομόλογο εκδόθηκε, στις 8.2.2005, από τη θυγατρική της τράπεζας με την επωνυμία «ASPIS BANK ΑΕ, ήτοι από την εταιρεία με την επωνυμία «ASPIS FINANCE PLC», με την εγγύηση της ανωτέρω τράπεζας. Το συνολικό ποσό της έκδοσης ανήλθε, σε 50.000.000 ευρώ. Για το ανωτέρω ομόλογο εκδόθηκε το από 8.2.2005 ενημερωτικό σημείωμα της εκδότριας εταιρείας στην αγγλική γλώσσα, εισήλθε, δε, προς διαπραγμάτευση στο χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου και έλαβε rating, κατά την έκδοσή του, ΒΒ από τον οίκο Fitch. Προερχόταν από δευτερογενή αγορά και ήταν μειωμένης εξασφάλισης. Σύμφωνα με την ανωτέρω διαβάθμιση, το ομόλογο χαρακτηριζόταν αξιόπιστο για τις πληρωμές τόκων και κεφαλαίου, πλην, όμως ενείχε στοιχεία κερδοσκοπίας, ενώ, σύμφωνα με το ίδιο ως άνω ενημερωτικό σημείωμα απαγορευόταν οποιαδήποτε δημόσια προσφορά ή απόπειρα πώλησής του, στην Ελλάδα, χωρίς εγκεκριμένο, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία ενημερωτικό δελτίο. Περαιτέρω, κάθε τύπος χρηματοδότησης βρίσκεται σε διαφορετικό επίπεδο προτεραιότητας αποπληρωμής, αν η εταιρεία πτωχεύσει ή τεθεί σε εκκαθάριση. Στα χρηματοοικονομικά, έχουν επικρατήσει οι όροι senior και junior depts, που περιγράφουν την προτεραιότητα των χρεών. Τα τελευταία έχουν τη χαμηλότερη προτεραιότητα, είναι δηλαδή μειωμένης εξασφάλισης, δημιουργούν ελάσσονος προτεραιότητας υποχρεώσεις του εκδότη, κατατασσόμενες, με ίσους όρους, μεταξύ τους, χωρίς να παρέχεται κάποιου είδους προτίμηση μεταξύ τους και, συνεπώς, έχουν λιγότερες πιθανότητες, να αποπληρωθούν είτε με μετρητά, είτε μέσω ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, αφού όλα τα υπόλοιπα χρέη θα βρίσκονταν υψηλότερα στην ιεραρχία αποπληρωμής. Η ASPIS ΒΑΝΚ, σύμφωνα με το ενημερωτικό της δελτίο του έτους 2006, το Δεκέμβριο του έτους 2005, είχε λάβει από το διεθνή οίκο αξιολόγησης Fitch,  τις εξής διαβαθμίσεις: μακροπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση ΒΒ + , βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση Β, Χρηματοοικονομική θέση C/D. Περαιτέρω, σε σχέση με την παρεχόμενη εγγύηση από την ASPIS ΒΑΝΚ, πρέπει να επισημανθούν τα εξής: Το ομολογιακό δάνειο της ASPIS FINANCE ανήκε στην κατηγορία των subordinated bonds. Παρά το γεγονός ότι στην αρχική σελίδα του ενημερωτικού σημειώματος για την έκδοση του εν λόγω ομολογιακού δανείου αναφέρεται, ότι η έκδοση είναι με την αμετάκλητη εγγύηση της ASPIS ΒΑΝΚ, διευκρινίζεται ότι η εγγύηση αυτή αναφέρεται στη μειωμένης διασφάλισης εγγύηση. Τούτο σημαίνει ότι, οι κάτοχοι των ομολογιών εκδόσεως της ASPIS FINANCE θα ικανοποιούνταν, μόνον, εφόσον ικανοποιούνταν πλήρως οι προηγούμενοι τη τάξει πιστωτές της εγγυήτριας ASPIS ΒΑΝΚ, δηλαδή μετά τους πιστωτές της εγγυήτριας, με διασφάλιση και μετά τους λοιπούς πιστωτές μειωμένης διασφάλισης, που δεν κατατάσσονταν, όπως οι συγκεκριμένες ομολογίες. Σε περίπτωση, δηλαδή, πτώχευσης ή εκκαθάρισης, η τράπεζα θα ικανοποιούσε πρώτα όλους τους λοιπούς πιστωτές της και έπειτα, τους πιστωτές της ASPIS FINANCE. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το ενημερωτικό δελτίο της εκδότριας, επρόκειτο για ομολογιακό δάνειο μειωμένης διασφάλισης, που εκδόθηκε στις 10.2.2005, έληγε στις 10.2.2015, με δικαίωμα ανάκλησης το έτος 2010, το, δε, επιτόκιο (Euribor συν περιθώριο 1,35% μέχρι και το Φεβρουάριο του 2010 και ύστερα, σε περίπτωση μη ανάκλησης, προσαυξημένο κατά 1,30%) πληρωνόταν ανά τρίμηνο. Οι εν λόγω ομολογίες, λόγω της ρήτρας μειωμένης διασφάλισης, θεωρούνταν «σύνθετα» επενδυτικά προϊόντα, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών. Κατά το χρόνο κυκλοφορίας του ενημερωτικού δελτίου, ήτοι στις 8.2.2005, είχε γίνει αίτηση για την εισαγωγή των τίτλων στο Χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου και αναμενόταν η βαθμολόγηση των τίτλων ΒΒ στην κλίμακα διαβάθμισης πιστοληπτικής ικανότητας από τον προαναφερθέντα διεθνή οίκο αξιολόγησης. Το συγκεκριμένο προϊόν, κατά τη στιγμή της έκδοσής του, είχε χαμηλή πιστοληπτική διαβάθμιση ΒΒ και, ως εκ τούτου, ανήκε στην κατηγορία του κερδοσκοπικού. Σύμφωνα με την κλίμακα, που χρησιμοποιεί ο εν λόγω οίκος αξιολόγησης, η συγκεκριμένη αξιολόγηση υποδεικνύει αυξημένη ευπάθεια σε πιστωτικό κίνδυνο, ιδιαίτερα σε περίπτωση δυσμενών μεταβολών στην επιχείρηση ή στις οικονομικές συνθήκες με την πάροδο του χρόνου. Η πιστοληπτική διαβάθμιση των τίτλων με ΒΒ, τους κατατάσσει στην κατηγορία των ομολογιών υψηλού κινδύνου (junk bonds). Περαιτέρω, με την υπ’ αριθμ. 25/17.12.2011 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ τ. Β' 2856/17.12.2011), η «Τ ΒΑΝΚ ΑΤΕ» (πρώην ASPIS ΒΑΝΚ, βλ. ΦΕΚ Τ. ΑΕ και ΕΠΕ5635/22.6.2010) τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, ενώ με βάση την με αριθμό 26/17.12.2011 (ΦΕΚ τ. Β' 2856/17.12.2011) απόφαση της ίδιας Επιτροπής, το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της μεταβιβάστηκε στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΤΕ», το οποίο κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τ ΒΑΝΚ ΑΤΕ». Στα μεταβιβαζόμενα στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονταν οι υποχρεώσεις μειωμένης διασφάλισης, αφού οι δανειστές, μειωμένης διασφάλισης, ικανοποιούνται από το προϊόν της εκκαθάρισης με την ικανοποίηση των ανέγγυων πιστωτών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι, στις 28.12.2011, η πρώτη εναγομένη τραπεζική εταιρεία πληροφόρησε, εγγράφως, τους ενάγοντες ότι το ως άνω πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «Τ - ΒΑΝΚ ΑΤΕ» είχε τεθεί, σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, ενώ με την από 23.1.2012 επιστολή της, κάλεσε αυτούς, στο πλαίσιο της διαδικασίας ειδικής εκκαθάρισης, να προβούν σε αναγγελία των σχετικών απαιτήσεών τους,, έναντι του ειδικού εκκαθαριστή. Ακολούθως, οι ενάγοντες, με την από 31.1.2012 αναγγελία τους προς τον ειδικό εκκαθαριστή της ανωτέρω τραπεζικής εταιρείας, Ι… Γ… , ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους από το επίδικο ομόλογο. Εξάλλου, οι ενάγοντες, με την ως άνω από 28.12.2011 επιστολή της πρώτης εναγομένης, πληροφορήθηκαν για πρώτη φορά, ότι υπήρχε κίνδυνος απώλειας της επένδυσής τους. Σημειωτέον ότι, στη συνέλευση των πιστωτών, που έλαβε χώρα, στις 30.10.2013, αποφασίσθηκε να διανεμηθεί στου κατόχους των επιδίκων ομολογιών το ποσό των 0,60 ευρώ ανά 1000 ευρώ, ονομαστική αξία, δηλαδή για την επένδυση των 135.000 ευρώ, θα λάμβαναν το ποσό των 81 ευρώ. Λόγω, δε, της αποτιμήσεως της επίδικης επένδυσης στο ανωτέρω ποσό οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία, ύψους 134.919 ευρώ (135.000 ευρώ - 81 ευρώ). Περαιτέρω, αποδεικνύεται, ότι οι ενάγοντες, κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης, της πρόσθετης σύμβασης και των παραρτημάτων αυτής, δεν διέθεταν οιασδήποτε μορφής ειδική εκπαίδευση ή εμπειρία, που θα τους επέτρεπε, να επιλέγουν οι ίδιοι τις μορφές τοποθετήσεως του κεφαλαίου τους. Ειδικότερα, ο πρώτος ενάγων, ήταν υπάλληλος του ΟΤΕ, η δεύτερη ενάγουσα, νοικοκυρά, ο τρίτος ενάγων φοιτητής και ο τέταρτος ενάγων μαθητής Λυκείου. Βρίσκονταν, δε, εκτός του κύκλου των προσώπων, που θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν και, κατά μείζονα λόγο, να συνδυάσουν και να αξιολογήσουν εκτεταμένο σύνολο προφορικών ειδικών πληροφοριών για τη μορφή, το περιεχόμενο και, κυρίως, τις διακρίσεις, με γνώμονα τους κινδύνους των προτεινόμενων επενδυτικών επιλογών. Το γεγονός ότι οι δύο πρώτοι ενάγοντες, είχαν αγοράσει δύο ομόλογα κυμαινόμενου επιτοκίου εκδόσεως της ALPHA CREDIT GROUP PLC, στις 30.3.2004, ονομαστικής αξίας 67.000 ευρώ και στις 22.7.2004, ονομαστικής αξίας 50.000 ευρώ, από την πώληση των οποίων εισέπραξαν το ποσό των 117.006,51 ευρώ, με το οποίο στη συνέχεια αγόρασαν ομόλογο ίδιας έκδοσης, ονομαστικής αξίας 137.000 ευρώ, δεν καθιστά αυτούς έμπειρους, ώστε να μπορούν να επιλέγουν οι ίδιοι τα προϊόντα, στα οποία θα τοποθετούσαν το διαθέσιμο κεφάλαιό τους, αφού δεν αποδείχθηκε μακροχρόνια ενασχόληση με τα χρηματοοικονομικά. Με δεδομένους τους όρους αυτούς, που προσδιορίζουν, ποια ήταν η θέση κάθε μέρους στις υφιστάμενες μεταξύ των διαδίκων συναλλακτικές σχέσεις, είναι βέβαιο ότι αυτές δεν είχαν τη μορφή της εκτέλεσης εκ μέρους της εναγομένης τράπεζας, όσων» επενδυτικών επιλογών απέδιδαν αντίστοιχες αποφάσεις των εναγόντων, στις οποίες είχαν καταλήξει οι ίδιοι, αφού, προηγουμένως, είχαν απλώς ενημερωθεί σχετικώς από τις ως άνω αντισυμβαλλόμενες τους. Αντιθέτως, αποδεικνύεται ότι, οι εναγόμενες, μέσω των εξειδικευμένων υπαλλήλων που απασχολούσαν, ήταν σε θέση να διαμορφώσουν το περιεχόμενο, όσων επιλογών εμφανίζονταν να επιχειρούνται από τους ενάγοντες, δίχως, να παρέχουν στους τελευταίους, κατά τρόπο κατανοητό για τους ίδιους, όσες πληροφορίες θα ήταν απαραίτητες, ώστε να αποφασίσουν αν θα αποδεχθούν ή θα απορρίψουν την προτεινόμενη από αυτούς επένδυση του κεφαλαίου τους. Επιπλέον, όσο έμπειροι και αν τυχόν θεωρηθούν οι ενάγοντες καθίσταται σαφές ότι οι εναγόμενες διέθεταν πιο εξειδικευμένες γνώσεις, σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και τις αντίστοιχες συναλλαγές, με αποτέλεσμα οι συμβουλές τους να ήταν, άκρως, απαραίτητες για τη διαμόρφωση της επενδυτικής συμπεριφοράς των εναγόντων, οι οποίοι, με τη σειρά τους, βασίζονταν στην παροχή υπεύθυνης πληροφόρησης εκ μέρους των εναγομένων, η οποία, άλλωστε ανάγεται στην επαγγελματική ενασχόληση αυτών. Ενόψει των παραπάνω ουσιαστικών παραδοχών και των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας των εναγόντων, που αφορούν στο επίπεδο εκπαίδευσης και στο περιεχόμενο των εμπειριών αυτών, αποδεικνύεται η αδυναμία αυτών να αντιληφθούν την ιδιότητα του συγκεκριμένου ομολόγου, όπως, επίσης, και τη βαθμίδα επενδυτικού κινδύνου αυτού. Σε κάθε περίπτωση, εάν οι εναγόμενες δια των προστηθέντων υπαλλήλων τους, είχαν δώσει εγγράφως στους ενάγοντες το ανωτέρω ενημερωτικό δελτίο της εκδότριας του ομολόγου, μεταφρασμένο στην Ελληνική γλώσσα και είχαν επιχειρήσει προφορικώς, να τους αναπτύξουν τις δυσνόητες για το μέσο άνθρωπο έννοιες αυτού και να τους εξηγήσουν το περιεχόμενο της συναλλακτικής σχέσης, που περιγράφεται στο έγγραφο αυτό, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αυτοί θα είχαν αρνηθεί να επιχειρήσουν την προτεινόμενη σε αυτούς τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, προεχόντως, διότι δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν, ώστε να ελέγξουν, τη μορφή και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης πολύπλοκης συναλλακτικής σχέσης. Κατά μείζονα λόγο, οι ενάγοντες θα είχαν απορρίψει την επένδυση αυτή, σε περίπτωση που είχαν πληροφορηθεί ότι η διάθεση του εν λόγω ομολόγου απαγορευόταν στην Ελλάδα και  ότι οι εναγόμενες δεν αναλάμβαναν οποιαδήποτε ευθύνη, έναντι των ιδίων, σε σχέση με το επενδυόμενο κεφάλαιο, διότι στη συγκεκριμένη συμβατική σχέση η εκδότρια είχε την έδρα της στο Λονδίνο. Με τα δεδομένα αυτά, κρίνεται βάσιμος ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι η εναγομένη παρέλειψε, όπως είχε υποχρέωση, να ενημερώσει σχετικά με τα ανωτέρω αναφερόμενα χαρακτηριστικά της επένδυσης, την οποία τους υπέδειξε να επιχειρήσουν, με συνέπεια οι ενάγοντες να μην έχουν κατανοήσει, τουλάχιστον, τους κινδύνους για την απώλεια του κεφαλαίου τους, ο οποίος, όπως αποδείχθηκε, συνδεόταν βάσιμα με τέτοιας μορφής επενδυτική επιλογή από την πλευρά τους. Από τη συμπεριφορά αυτή των εναγομένων, που συνίσταται στην αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης των εναγόντων - πελατών αυτής εκ μέρους της, αναφορικά με την ασφάλεια του επενδυθέντος κεφαλαίου τους, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των κανόνων των άρθρων 281 και 288 ΑΚ σε συνδυασμό με το Ν. 2396/1996, φέρνει τις εναγόμενες σε υπαίτια θέση, έναντι των πελατών τους - εναγόντων, ακριβώς, εξαιτίας της πλημμελούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους, από την επίδικη σύμβαση, κατά τα εκτιθέμενα και στη νομική σκέψη της παρούσας. Επιπλέον, η συμπεριφορά των αρμοδίων υπαλλήλων των εναγόμενων αποτελεί, συγχρόνως, παράβαση του τότε ισχύοντος Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, δυνάμει των διατάξεων του οποίου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης της τράπεζας, εάν δεν εφιστούν, εγγράφως, την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, εάν δεν πραγματοποιούν, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβουλών της τεχνικής ανάλυσης της μελλοντικής κινήσεως των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, εάν δεν ενημερώνουν, με απολύτως σαφή τρόπο, τον επενδυτή, ως προς τις αποδόσεις των προτεινόμενων για επένδυση τίτλων, .... . Η κρίση αυτή επιρρωνύεται και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το Κεφ. Β' αριθ. 4 περ. γ' της Πράξης Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας αριθ. 2501/2002 (ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 ΦΕΚ Α' 277), «Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν, επίσης, να παρέχουν ενημέρωση για τη νομική θέση και τα δικαιώματα των συναλλασσομένων, ιδίως, στην περίπτωση κατοχής εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων τίτλων (π.χ. συμφωνίες πώλησης με επαναγορά και των λοιπών αξιών των συναλλασσομένων, είτε αυτή προκύπτει από καταθέσεις, είτε από επενδυτικά ή σύνθετα προϊόντα», ενώ, σύμφωνα με το Κεφ. Γ' της ίδιας Πράξης αριθμ. 1 στοιχ. Γ’ και Δ', «Οφείλουν να γνωστοποιούν στους συναλλασσομένους, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, όλους τους όρους, που διέπουν τη μεταξύ τους σχέση και να τους παρέχουν πλήρες αντίγραφο μετά τη σύναψή της. Χορηγούν στους πελάτες τους παραστατικά συναλλαγών, καθώς και ανάλυση των καταβολών, που πραγματοποιούν οι συναλλασσόμενοι σε εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους από τόκους, προμήθειες, εφάπαξ έξοδα και φόρους - τέλη. Η ανάλυση αυτή παρέχεται το αργότερο με την επομένη της συναλλαγής περιοδική ενημέρωση». Περαιτέρω, οι ενάγοντες, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, υπάγονται στην έννοια του καταναλωτή και πρέπει, να τύχουν προστασίας του Ν. 2251/1994, καθόσον δεν υπερβαίνουν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δεδομένου ότι ούτε το ποσό, το οποίο επένδυσαν, ήταν τόσο υψηλό, ούτε αποδεικνύεται συστηματική ενασχόληση με προϊόντα και συναλλαγές - υψηλής οικονομικής αξίας, ούτε άλλωστε, διέθεταν, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, υπερβαίνουσα το μέσο όρο καταναλωτή, με τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, γνώση και εμπειρία από συναλλαγές τέτοιου είδους. Επομένως, η παραπάνω συμπεριφορά των εναγομένων συνιστά και παράβαση του ανωτέρω Νόμου περί απαγόρευσης αθέμιτων εμπορικών πρακτικών και συγκεκριμένα, της υποχρέωσης παροχής της αναγκαίας και κατάλληλης πληροφόρησης, ώστε ο επενδυτής να αναλαμβάνει τεκμηριωμένα την απόφασή του για την πραγματοποίηση ή όχι κάποιας συναλλαγής. Η δικανική αυτή κρίση, περί πλημμελούς εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων των εναγομένων, ενισχύεται και από το γεγονός ότι, μολονότι, οι εναγόμενες, όφειλαν - συμμορφούμενες προς τις αναληφθείσες, κατά τα ανωτέρω, συμβατικές της υποχρεώσεις, παρέλειψαν να προσκομίσουν στους ενάγοντες το προαναφερόμενο Offering Circular (ενημερωτικό σημείωμα εκδότη), προκειμένου να ενημερωθούν πλήρως και εμπεριστατωμένα για το επενδυτικό αυτό προϊόν, επεξηγούμενο, απαραιτήτως, από τους έμπειρους υπαλλήλους αυτής. Η αντισυμβατική αυτή συμπεριφορά των εναγομένων αποτελεί, συγχρόνως και αδικοπρακτική συμπεριφορά αυτών, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των κανόνων των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, των διατάξεων του Ν. 2251/1994, αλλά και του τότε ισχύοντος Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ). Και τούτο, διότι οι ενάγοντες απευθύνονταν σε συγκεκριμένους υπαλλήλους των εναγομένων, που συνδέονταν μαζί τους με σχέση εξαρτημένης εργασίας, οι οποίοι διαχειρίζονταν τις αποταμιεύσεις τους, τους πρότειναν την αγορά του επιδίκου ομολόγου και διενήργησαν, για λογαριασμό τους, την επίμαχη αγοραπωλησία του. Οι εν λόγω υπάλληλοι, κατά την εκτέλεση της ανατεθειμένης σε αυτούς από τις εναγόμενες υπηρεσίας της παροχής τραπεζικών/επενδυτικών υπηρεσιών, ακολουθώντας τις οδηγίες και εντολές του εκάστοτε προϊσταμένου - διευθυντή τους, ενήργησαν με αμέλεια, ήτοι χωρίς την επιμέλεια, που απαιτείται σε τέτοιου είδους συναλλαγές, εκ μέρους του μέσου συνετού υπαλλήλου τραπεζικού ιδρύματος, επιφορτισμένου, μεταξύ άλλων και με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, δεδομένου ότι - καίτοι τους είχε επισημανθεί από τους ενάγοντες ότι επεδίωκαν την ελάχιστη δυνατή ανάληψη κινδύνου, πρότειναν στους ενάγοντες την αγορά του συγκεκριμένου ομολόγου, που ήταν μειωμένης εξασφάλισης, δεν απευθυνόταν σε Έλληνες επενδυτές και δεν επιτρεπόταν να αποτελέσει αντικείμενο προσέλκυσης σε αγορά από το ελληνικό επενδυτικό κοινό, σύμφωνα με το Offering Circular (ενημερωτικό σημείωμα εκδότη), δηλονότι, αποτελούσε επενδυτικό προϊόν, εντελώς, ασύμβατο προς τους επενδυτικούς στόχους των εναγόντων και το συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ, γεγονότα που όφειλαν και μπορούσαν να γνωρίζουν οι εκάστοτε υπάλληλοι, αν είχαν προμηθευθεί και ενημερωθεί για το περιεχόμενο, ως ήταν υποχρεωμένοι, του ανωτέρω Offering Circular (ενημερωτικό σημείωμα εκδότη) και ακολούθως, το είχαν επεξηγήσει και παραδώσει στους ενάγοντες. Μετά ταύτα, οι εναγόμενες ευθύνονται, αντικειμενικά, προς αποζημίωση των εναγόντων, οι οποίοι ζημιώθηκαν από αδικοπραξία τελεσθείσα από τους προστηθέντες υπαλλήλους των εναγομένων και ευρισκόμενη σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την εκτέλεση της υπό διεκπεραίωση υποθέσεως των εναγομένων.... Επιπλέον, συγκεκριμένη υπαίτια και παράνομη εναγομένων συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα ζημία της περιουσίας των εναγόντων, αφού, όπως αποδεικνύεται, αυτή προκλήθηκε, διότι η επένδυση επιχειρήθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή προς τους τελευταίους της ενημέρωσης, που ήταν αναγκαία, ώστε να κατανοήσουν τη μορφή και το περιεχόμενο και να αποφασίσουν οι ίδιοι, αν θα επιλέξουν την προτεινόμενη προς αυτούς τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, αναλαμβάνοντας, μέσω της επιλογής τους, όσους κινδύνους συνδέονται με την τελευταία. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, απορριπτέα, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, κρίνεται η ένσταση των εναγομένων περί ανυπαρξίας αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των ενεργειών τους και της ζημίας των εναγόντων. Επίσης, ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι την ανυπαρξία οποιοσδήποτε συμβατικής σχέσης μεταξύ αυτών και των εναγόντων αποδεικνύει η έλλειψη αμοιβής, αληθινός υποτιθέμενος, ουδεμία επιρροή ασκεί στην προκειμένη περίπτωση και δεν συνεπάγεται ανυπαρξία συνεργασίας μεταξύ τους διότι, ακόμα και η προσδοκία προσέλκυσης πελατών ή η ενίσχυση των δεσμών συνεργασίας με τους ήδη υπάρχοντες, αποτελούν είδος οικονομικού οφέλους. Περαιτέρω, απορριπτέα, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη κρίνεται και η ένσταση συντρέχοντας πταίσματος των εναγόντων, στην πρόκληση άλλως στη μη αποτροπή της ζημίας τους, λόγω της μη εκ μέρους τους ρευστοποίησης του επιδίκου ομολόγου, παρά το γεγονός ότι από το έτος 2009 είχε αρχίσει την πτωτική του πορεία, καθόσον οι ενάγοντες, ακόμα και κατά την πτωτική πορεία της τιμής του ομολόγου, δεν γνώριζαν ούτε μπορούσαν να γνωρίζουν ότι ήταν πιθανή η απώλεια του κεφαλαίου τους, αφού δεν είχαν ενημερωθεί σχετικά από τις εναγόμενες. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ήταν εφικτή η πώληση του ομολόγου στη δευτερογενή αγορά και ότι υπήρχε ενδιαφέρον από επενδυτές. Επίσης, η προβαλλόμενη από τους εναγομένους ένσταση συνυπολογισμού ζημίας - κέρδους περί αφαίρεσης του ποσού των 32.611,27 ευρώ από το ποσό που ζημιώθηκαν οι ενάγοντες, λόγω είσπραξης του ποσού αυτού από τις διανομές τοκομεριδίων του επιδίκου προϊόντος, κρίνεται απορριπτέος, ως μη νόμιμος, καθόσον το ως άνω κέρδος των εναγόντων δεν προέρχεται από το ζημιογόνο γεγονός αλλά από τις μεταξύ των διαδίκων επίδικες συμβάσεις.... Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε τα ίδια, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, οποία αντικαθίσταται από την παρούσα (άρθρ. 534 ΚΠολΔ) δεν έσφαλε και όσα, αντίθετα, υποστηρίζουν οι εναγόμενες με τους σχετικούς λόγους της έφεσής τους κρίνονται απορριπτέα, ως αβάσιμα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων υπέστησαν και ηθική βλάβη. Λαμβανομένων, δε, υπόψη των συνθηκών τέλεσης της ως άνω αδικοπραξίας, του είδους και του μεγέθους της προσβολής των εναγόντων, της βαρύτητας του πταίσματος των εναγομένων και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, το δικαστήριο κρίνει ότι ο καθένας από τους ενάγοντες δικαιούται χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, ύψους 1.000 ευρώ, ποσό που κρίνεται εύλογο και κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, αναλόγως και με τα επιδικαζόμενα σε αντίστοιχες περιπτώσεις ποσά. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε τα ίδια, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, τα όσα, δε, αντίθετα, υποστηρίζουν οι εναγόμενες, με το δέκατο τρίτο λόγο της έφεσής τους και οι ενάγοντες με την αντέφεσή τους, κρίνονται απορριπτέα, ως αβάσιμα...». Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε κατ' ουσία την έφεση των αναιρεσειουσών κατά της πρωτόδικης 6183/2017 απόφασης, η οποία δέχτηκε εν μέρει την αγωγή των αναιρεσίβλητων και υποχρέωσε τις αναιρεσείουσες να καταβάλουν σε καθένα από αυτούς (αναιρεσίβλητους) το ποσό των 34.729,75 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

 

4. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914, 922, 926, 330, 334, 281, 288, 297, 298 ΑΚ, 8 του ν. 2251/1994, καθώς και εκείνες του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ.1 του ν. 2396/1996, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, καθόσον, με βάση τα πιο πάνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, κατά παράβαση των διατάξεων αυτών, οι προστηθέντες υπάλληλοι της αναιρεσείουσας παρέβησαν το καθήκον διαφώτισης των αναιρεσιβλήτων, που είχαν την ιδιότητα του καταναλωτή, και δεν προσέφεραν σ’ αυτούς σαφή, ορθή, πλήρη και κατάλληλη συμβουλευτική καθοδήγηση σχετικά με το προταθέν επενδυτικό προϊόν και συγκεκριμένα δεν τους ενημέρωσαν ότι το επίμαχο ομόλογο ήταν σύνθετο επενδυτικό προϊόν, μειωμένης εξασφάλισης, με διαβάθμιση ΒΒ, που ενείχε πολύ σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο, με αποτέλεσμα οι αναιρεσίβλητοι να μην είναι σε θέση να κατανοήσουν ούτε τη φύση ούτε και τους πιθανούς κινδύνους του ένδικου ομολόγου και έτσι, αγνοώντας τα παραπάνω, προέβησαν, στην προαναφερόμενη επένδυση, ενώ αν είχαν ενημερωθεί και γνώριζαν τούτο, ότι δηλαδή το ομόλογο ήταν μειωμένης εξασφάλισης και ότι υπήρχε κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου του, δεν θα είχαν προβεί στη συγκεκριμένη επένδυση. Η ως άνω παράβαση των εκ της συμβάσεως, εκ του ανωτέρω κώδικα και του ν. 2251/1994 υποχρεώσεων στοιχειοθετεί παράνομη και υπαίτια, υπό τη μορφή της αμέλειας, συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων των αναιρεσειουσών, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την επελθούσα στους αναιρεσίβλητους ζημία, αφού ήταν ικανή, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη βλάβη αυτή, την οποία και επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να στοιχειοθετείται, με την εν λόγω συμπεριφορά την προστηθέντων υπαλλήλων τους, αδικοπρακτική συμπεριφορά των αναιρεσειουσών και να δικαιολογείται, έτσι, η παραδοχή της αγωγής των αναιρεσιβλήτων. Ειδικότερα, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω διατάξεις, απορρίπτοντας εκ του πράγματος, τον ισχυρισμό των αναιρεσειουσών, ότι ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς τους και της ζημίας των αναιρεσιβλήτων διακόπηκε, λόγω του ότι μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας των αναιρεσιβλήτων παρεμβλήθηκαν απρόβλεπτες περιστάσεις και συγκεκριμένα, η πρωτοφανής οικονομική και τραπεζική κρίση, εξαιτίας της οποίας, όσον αφορά το ένδικο ομόλογο “Aspis Finance Plc”, ανακλήθηκε η άδεια της εγγυήτριας εταιρείας και τέθηκε υπό ειδική εκκαθάριση, καθόσον με βάση όσα δέχθηκε το Εφετείο για το ζημιογόνο γεγονός, τη ζημία των αναιρεσιβλήτων και τη μεταξύ αυτών σύνδεση, το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάστηκε ως προς την επέλευσή του από τα ως άνω συμβάντα, τα οποία αποτελούν γεγονότα αδιάφορα για το κρίσιμο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας, δεδομένου ότι, στην προκειμένη επένδυση, η αγορά του ένδικου ομολόγου αποφασίσθηκε ως αποτέλεσμα της παράβασης, η οποία εμφιλοχώρησε κατά το στάδιο πριν από την αγορά τους, λόγω της πλημμελούς πληροφόρησης και συμβουλής και, συνεπώς, η ίδια η αγορά του ομολόγου άρα και η τοποθέτηση του χρηματικού ποσού, που δεν απετράπησαν, είναι το επιζήμιο αποτέλεσμα της συμπεριφοράς των αναιρεσειουσών, αφού, χωρίς την πλημμελή πληροφόρηση και συμβουλή, δηλαδή υπό συνθήκες ηροφόρησης για τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης οι επενδυτές αναιρεσίβλητοι δεν θα είχαν επιλέξει να προχωρήσουν σ' αυτή και θα απείχαν από την τοποθέτηση των χρημάτων  τους. Έτσι, η πλήρωση του αιτιώδους συνδέσμου το νόμιμο λόγο ευθύνης και στη ζημία είναι από τα πράγματα πρόδηλη, αφού χωρίς τις συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις δεν θα είχε επενδυθεί το ως άνω ποσό και θα είχε αποφευχθεί η ζημία των αναιρεσιβλήτων. Συνακόλουθα, κατ' εφαρμογή της θεωρίας της διαφοράς (σύγκριση υποθετικής με υπάρχουσα περιουσιακή κατάσταση), η αποκαταστατέα ζημία, που συνδέεται αιτιωδώς με τις γενόμενες δεκτές ως παράνομες πράξεις των αναιρεσειουσών, ταυτοποιείται στο ύψος του χρηματικού ποσού που οι αναιρεσίβλητοι τοποθέτησαν στη συγκεκριμένη επένδυση (θετική ζημία) και αποκαθίσταται μέσω της απόδοσής τους. Εφόσον δηλαδή η ζημία των αναιρεσιβλήτων, κατά τις ανωτέρω αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επήλθε ήδη κατά τον χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης, το αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε από τα προαναφερόμενα γεγονότα που επακολούθησαν. Σε κάθε περίπτωση, ο ισχυρισμός των αναιρεσειουσών περί διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου ανάγεται στην εκτίμηση πραγμάτων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 354/2022,ΑΠ 1177/2018), δεδομένου ότι το αν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος ή εάν επήλθε ή όχι διακοπή αυτού είναι ζητήματα πραγματικά, που δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Και τούτο γιατί είναι όντως πραγματικό ζήτημα το αν ένα γεγονός υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση αιτία, με την έννοια του αναγκαίου όρου, ενός αποτελέσματος ή αντίστροφα, καθώς και το εάν μεταξύ του γεγονότος και του αποτελέσματος μεσολάβησε ένα άλλο γεγονός, το οποίο διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο με το πρώτο και επέφερε αποκλειστικά το αποτέλεσμα (ΑΠ 354/2022,ΑΠ 1406/2021, ΑΠ 1305/2005). Περαιτέρω, το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ' αυτήν την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής εφαρμογή αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια, και επάρκεια τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, με τις υποστηρίζουσες αυτό ειδικότερες παραδοχές: α) μεταξύ των αναιρεσειουσών και των αναιρεσιβλήτων καταρτίστηκε "σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών - συμβουλών", β) το επίδικο ομόλογο που αγόρασαν οι αναιρεσίβλητοι, το οποίο κατά την έκδοσή του αξιολογήθηκε με την ένδειξη ΒΒ από τον οίκο Fitch, προερχόταν από δευτερογενή αγορά και ήταν μειωμένης εξασφάλισης, έχοντας δηλαδή λιγότερες πιθανότητες, να αποπληρωθεί είτε με μετρητά, είτε μέσω ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων της εκδότριας, αφού όλα τα υπόλοιπα χρέη της θα βρίσκονταν υψηλότερα στην ιεραρχία αποπληρωμής, η ως άνω δε αξιολόγηση, κατά την οποία αυτό ενείχε στοιχεία κερδοσκοπίας, υποδείκνυε αυξημένη ευπάθεια σε πιστωτικό κίνδυνο, ιδιαίτερα σε περίπτωση δυσμενών μεταβολών στην επιχείρηση ή στις οικονομικές συνθήκες με την πάροδο του χρόνου, κατατασσόμενο έτσι στην κατηγορία των ομολογιών υψηλού κινδύνου (junk  bonds) και, με βάση το σχετικό ενημερωτικό σημείωμα της εκδότριας, απαγορευόταν οποιαδήποτε δημόσια προσφορά ή απόπειρα πώλησής του στην Ελλάδα, χωρίς εγκεκριμένο, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, ενημερωτικό δελτίο, δ) σε σχέση με την παρεχόμενη για το συγκεκριμένο ομολογιακό δάνειο εκδότριας εγγύηση από την ASPIS BANK, αυτή αναφερόταν μειωμένης διασφάλισης εγγύηση, με την έννοια ότι οι κάτοχοι ομολογιών εκδόσεως της ASPIS FINANCE θα ικανοποιούνταν, μόνον, εφόσον ικανοποιούνταν πλήρως οι προηγούμενοι τη τάξει πιστωτές της εγγυήτριας Α8ΡΙ8 ΒΑΝΚ και, ως εκ τούτου, σε περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης, η τράπεζα θα ικανοποιούσε πρώτα όλους τους λοιπούς πιστωτές της και έπειτα, τους πιστωτές της ASPIS FINANCE, γ) οι αναιρεσίβλητοι, κατατασσόμενοι, με βάση το συμπληρωθέν από αυτούς επενδυτικό ερωτηματολόγιο, κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης, στην κατηγορία τη «ισορροπημένης κατανομής επενδύσεων», ενδιαφέρονταν για επένδυση, με εγγυημένο κεφάλαιο και όχι για υψηλού ρίσκου επένδυση, δεν διέθεταν οιασδήποτε μορφής ειδική εκπαίδευση ή εμπειρία, που θα τους επέτρεπε να επιλέγουν οι ίδιοι τις μορφές τοποθετήσεως του κεφαλαίου τους, αφού ο πρώτος ήταν υπάλληλος του ΟΤΕ, η δεύτερη νοικοκυρά, ο τρίτος φοιτητής και ο τέταρτος μαθητής Λυκείου, βρίσκονταν δε εκτός του κύκλου των προσώπων, που θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν, να συνδυάσουν και να αξιολογήσουν εκτεταμένο σύνολο προφορικών ειδικών πληροφοριών για τη μορφή, το περιεχόμενο και, κυρίως, τις διακρίσεις, με γνώμονα τους κινδύνους των προτεινόμενων επενδυτικών επιλογών και, ως εκ τούτου, αδυνατούσαν να αντιληφθούν την ιδιότητα του συγκεκριμένου ομολόγου, όπως, επίσης, και τη βαθμίδα επενδυτικού κινδύνου αυτού, με αποτέλεσμα να είναι άκρως απαραίτητες οι συμβουλές των προστηθέντων υπαλλήλων των αναιρεσειουσών, που διέθεταν εξειδικευμένες γνώσεις, σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και τις αντίστοιχες συναλλαγές, για τη διαμόρφωση της επενδυτικής συμπεριφοράς των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι βασίζονταν στην παροχή υπεύθυνης πληροφόρησης εκ μέρους των αναιρεσειουσών, δ) ενόψει αυτού, οι μεταξύ των διαδίκων συναλλακτικές σχέσεις, δεν είχαν τη μορφή απλής εκτέλεσης εκ μέρους της τράπεζας σχετικών επενδυτικών επιλογών των αναιρεσιβλήτων, στις οποίες είχαν καταλήξει οι ίδιοι, αφού, προηγουμένως, είχαν απλώς ενημερωθεί σχετικώς από τις ως άνω αντισυμβαλλόμενες τους, αλλά, αντιθέτως, οι αναιρεσείουσες, μέσω των εξειδικευμένων υπαλλήλων που απασχολούσαν, ήταν σε θέση να διαμορφώσουν την απόφαση των αναιρεσιβλήτων, δίχως να παρέχουν στους τελευταίους, κατά τρόπο κατανοητό για τους ίδιους, όσες πληροφορίες θα ήταν απαραίτητες, ώστε να αποφασίσουν αν θα αποδεχθούν ή θα απορρίψουν την προτεινόμενη από αυτούς επένδυση του κεφαλαίου τους, ε) παρ’ όλα αυτά, οι προστηθέντες υπάλληλοι των αναιρεσειουσών υπέδειξαν στους αναιρεσιβλήτους να προβούν στην ένδικη επένδυση, παραλείποντας, αν και είχαν υποχρέωση, να τους ενημερώσουν σχετικά με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά της επένδυσης, με συνέπεια οι αναιρεσίβλητοι να μην έχουν κατανοήσει, τουλάχιστον, τους κινδύνους για την απώλεια του κεφαλαίου τους, ο οποίος, όπως αποδείχθηκε, συνδεόταν βάσιμα με τέτοιας μορφής επενδυτική επιλογή από την πλευρά τους, στ) ειδικότερα, οι ως άνω υπάλληλοι, κατά την εκτέλεση της ανατεθειμένης σε αυτούς από τις εναγόμενες υπηρεσίας της παροχής τραπεζικών/επενδυτικών υπηρεσιών, ακολουθώντας τις οδηγίες και εντολές του εκάστοτε προϊσταμένου - διευθυντή τους, ενήργησαν χωρίς την επιμέλεια, που απαιτείται σε τέτοιου είδους συναλλαγές, εκ μέρους του μέσου συνετού υπαλλήλου τραπεζικού ιδρύματος, επιφορτισμένου, μεταξύ άλλων και με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, δεδομένου ότι, καίτοι τους είχε επισημανθεί από τους αναιρεσιβλήτους, ότι επεδίωκαν την ελάχιστη δυνατή ανάληψη κινδύνου, πρότειναν σ’ αυτούς την αγορά του συγκεκριμένου ομολόγου, το οποίο ήταν μειωμένης εξασφάλισης, δεν απευθυνόταν σε Έλληνες επενδυτές και δεν επιτρεπόταν να αποτελέσει αντικείμενο προσέλκυσης σε αγορά από το ελληνικό επενδυτικό κοινό σύμφωνα με το ενημερωτικό σημείωμα της εκδότριας, αποτελούσε δηλαδή επενδυτικό προϊόν εντελώς, ασύμβατο προς τους επενδυτικούς στόχους των αναιρεσιβλήτων και το συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ, γεγονότα που όφειλαν και μπορούσαν να γνωρίζουν οι ανωτέρω υπάλληλοι, ζ) επί πλέον παρέλειψαν να παραδώσουν στους αναιρεσιβλήτους το ενημερωτικό σημείωμα εκδότη, προκειμένου αυτοί να ενημερωθούν πλήρως και εμπεριστατωμένα για το επενδυτικό αυτό προϊόν, επεξηγούμενο απαραιτήτως από αυτούς, η) με τη συμπεριφορά τους αυτή αναιρεσειουσών αθέτησαν το καθήκον συμβουλευτικής καθοδήγησης και αναιρεσιβλήτων - πελατών, αναφορικά οι υπάλληλοι των διαφώτισης, παροχής προειδοποίησης των με την ασφάλεια του επενδυθέντος κεφαλαίου τους, εκπληρώνοντας πλημμελώς τις υποχρεώσεις τους από την επίδικη σύμβαση και παραβιάζοντας, επίσης, και τον τότε ισχύοντα Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, αφού δεν επέστησαν, εγγράφως, την προσοχή των αναιρεσιβλήτων επενδυτών στους κινδύνους της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής του, παρέχοντας σ’ αυτούς με απολύτως σαφή τρόπο, την κατάλληλη ενημέρωση, ιδίως, εφόσον επρόκειτο για περίπτωση σύνθετου προϊόντος, ενώ, εξάλλου, η παραπάνω συμπεριφορά των αναιρεσειουσών συνιστά και παράβαση του του Ν. 2251/1994, καθόσον παρέβησαν την υποχρέωση παροχής της αναγκαίας και κατάλληλης πληροφόρησης, ώστε οι αναιρεσίβλητοι, μη υπερβαίνοντες το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, να λάβουν τεκμηριωμένα την απόφασή τους για την πραγματοποίηση ή όχι της ένδικης συναλλαγής, θ) αν οι αναιρεσείουσες, δια των προστηθέντων υπαλλήλων τους, είχαν δώσει εγγράφως στους αναιρεσιβλήτους το ανωτέρω ενημερωτικό δελτίο της εκδότριας του ομολόγου, μεταφρασμένο στην Ελληνική γλώσσα και είχαν επιχειρήσει προφορικώς, να τους αναπτύξουν τις δυσνόητες για το μέσο άνθρωπο έννοιες αυτού και να τους εξηγήσουν το περιεχόμενο της περιγραφόμενης σ’ αυτό συναλλακτικής σχέσης, οι αναιρεσίβλητοι θα είχαν αρνηθεί να επιχειρήσουν την προτεινόμενη σε αυτούς τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, ιδιαίτερα δε, σε περίπτωση που είχαν πληροφορηθεί ότι η διάθεση του εν λόγω ομολόγου απαγορευόταν στην Ελλάδα και ότι οι αναιρεσείουσες δεν αναλάμβαναν οποιαδήποτε ευθύνη, έναντι των ιδίων, σε σχέση με το επενδυόμενο κεφάλαιο, και η) λόγω εκμηδένισης της αξίας του ενδίκου ομολόγου, οι αναιρεσίβλητοι υπέστησαν ζημία ύψους 134.919 ευρώ, ήτοι το ποσό που κατέβαλαν για την αγορά του ομολόγου ύψους 135.000 ευρώ μειωμένο κατά το ποσό των 81 ευρώ, που αποφασίστηκε, στη συνέλευση των πιστωτών της πρώτης αναιρεσείουσας, να διανεμηθεί στου κατόχους των επιδίκων ομολογιών, με συνέπεια η ζημία τους να είναι ουσιαστικά ίση με το χρηματικό ποσό που αυτοί διέθεσαν για την αγορά του. Συνεπώς, οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και έκτος από τους αριθ.1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (κατά το οικείο έκαστος μέρος και κατά τη νοηματική τους εκτίμηση) λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από το άρθρο 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, συνιστάμενες αφενός μεν στην παραβίαση των πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, και ειδικότερα σε εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, καθόσον υπήρξε συμβατική ρύθμιση της σχετικής υποχρέωσης αυτών προς ενημέρωση των αναιρεσιβλήτων η οποία και τηρήθηκε και σε εσφαλμένη υπαγωγή των ανελέγκτως γενομένων δεκτών ως αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στις διατάξεις του ανωτέρω Κανονισμού και, συνακόλουθα, σε αυτή του άρθρου 914 ΑΚ, καθώς, επίσης, και σε έλλειψη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ελλιπούς ενημέρωσης των αναιρεσιβλήτων ως προς τα χαρακτηριστικά του ομολόγου και της επελθούσας σε αυτούς ζημίας, αφετέρου δε στην εκ πλαγίου παραβίαση των διατάξεων τούτων λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών επί των αναφερόμενων σ' αυτό ζητημάτων, είναι αβάσιμοι, ενώ η επίκληση με το δεύτερο λόγο αναίρεσης εσφαλμένης εφαρμογής των άρθρων 713, 714 και 192 ΑΚ, είναι αλυσιτελής, αφού το Εφετείο δέχτηκε ανελέγκτως ότι, μεταξύ των διαδίκων, καταρτίστηκε και προφορική σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών. Εξάλλου, με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλονται επίσης πλημμέλειες από τον αρ.19 (κατ’ εκτίμηση) του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, πέραν του ότι δεν περιλαμβανόταν σχετικός ισχυρισμός στην ιστορική βάση της αγωγής, δέχθηκε, με ανεπαρκείς αιτιολογίες, σιωπηρή κατάρτιση μεταξύ των διαδίκων σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι αυτή έχει πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ανωτέρω κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την κατάρτιση σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών μεταξύ των διαδίκων, κατά παραδοχή σχετικού ισχυρισμού των αναιρεσιβλήτων, όπως τούτο προκύπτει από την επιτρεπτή, κατ' άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής.

 

5. Κατά το άρθρο 559 αριθ.8 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται "αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, οι θεμελιωτικοί, καταλυτικοί ή διακωλυτικοί ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, ασκούμενοι με αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση ή με λόγο έφεσης ή αντέφεσης, ο οποίος αφορά αυτοτελείς ισχυρισμούς ή άρνηση αυτοτελών ισχυρισμών (ΑΠ 62/2002), όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις ή οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και εάν αποτελούν περιεχόμενο λόγου έφεσης, ούτε οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι ισχυρισμοί (Ολ ΑΠ 3/1997) ή τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από αυτά (ΑΠ 185/2002). Επίσης, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ ΑΠ 12/1997) ή όταν αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ ΑΠ 11/1996) ή παρέλειψε να απαντήσει σε ισχυρισμό αόριστο, μη νόμιμο ή αλυσιτελή, που δεν ασκούσε επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ ΑΠ 2/1989, ΑΠ 1078/2022, ΑΠ 559/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, με το πρώτο λόγο αναίρεσης (κατά το οικείο μέρος) προβάλλονται πλημμέλειες από τον αρ.8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό των αναιρεσειουσών περί απαλλακτικών ρητρών, όσον αφορά την υποχρέωση ενημέρωσης των αναιρεσιβλήτων και την ευθύνη τους για την επελθούσα ζημία αυτών. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι προεχόντως απαράδεκτος, καθόσον ο ανωτέρω ισχυρισμός συνιστά άρνηση της στηριζόμενης στις διατάξεις περί αδικοπραξιών αγωγικής αξίωσης των εναγόντων και, συνεπώς, δεν αποτελεί "πράγμα" και δεν ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης. Επίσης με τους τρίτο, τέταρτο και έκτο λόγους αναίρεσης (κατά το οικείο έκαστος μέρος), με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 8 περ. α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα ότι δέχθηκε προς θεμελίωση της ευθύνης των αναιρεσειουσών ότι το ένδικο ομόλογο ήταν σύνθετο επενδυτικό προϊόν λόγω της ρήτρας μειωμένης εξασφάλισης υψηλού κινδύνου, η διάθεση του οποίου απαγορεύονταν στην Ελλάδα, ότι αυτό ήταν ασύμβατο με το επενδυτικό προφίλ των αναιρεσιβλήτων και ότι οι τελευταίοι θα είχαν αρνηθεί να επιχειρήσουν την ένδικη επένδυση αν τους είχαν ενημερώσει σχετικά οι προστηθέντες των αναιρεσειουσών και γνώριζαν τα ανωτέρω, παρότι οι αναιρεσίβλητοι στην αγωγή τους δεν ανέφεραν ο,τιδήποτε σχετικό. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί οι αναφερόμενες αιτιάσεις δεν αφορούν σε "πράγματα" κατά την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια, αλλά σε συμπεράσματα από περιστατικά που έγιναν δεκτά ως προκύψαντα από τις αποδείξεις, αναφορικά με την επίκληση από τους αναιρεσίβλητους, με την ένδικη αγωγή, αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των αναιρεσειουσών, αφορούν δε τα εν λόγω περιστατικά περαιτέρω διευκρίνιση και πληρέστερο προσδιορισμό των λεπτομερειών και συνθηκών της ιστορικής βάσης της αγωγής, που θεμελιώνει την αξίωση των αναιρεσιβλήτων, έστω και αν τα εν λόγω περιστατικά δεν συμπίπτουν πλήρως προς τα εκτιθέμενα στους αγωγικούς ισχυρισμούς ενόψει του ότι, αφορούν στην υπό του δικαστηρίου αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων.

 

6. Κατά το άρθρο 300 παρ.1 εδ. α' ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: α) η ύπαρξη υποχρέωσης προς αποζημίωση και β) ο ζημιωθείς να συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία του ή την έκτασή της, δηλαδή η συμπεριφορά του να συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση ή την έκταση της ζημίας του. Η έννοια της συνυπαιτιότητας είναι νομική και γι' αυτό η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη ή μη συντρέχοντας πταίσματος του ζημιωθέντος για την επέλευση της ζημίας του ή την έκτασή της, δηλαδή ως προς το αν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανέλεγκτα ως αποδειχθέντα συγκροτούν ή όχι την έννοια της συνυπαιτιότητας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας (ΑΠ 354/2022,ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 551/2020, ΑΠ 867/2020, ΑΠ 188/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, με το να απορρίψει το Εφετείο την ένσταση των αναιρεσειουσών περί συντρέχοντας πταίσματος των αναιρεσιβλήτων, λόγω της μη έγκαιρης εκ μέρους τους ρευστοποίησης του ένδικου ομολόγου, παρά το γεγονός ότι από το έτος 2009 είχε αρχίσει η πτωτική του πορεία, δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 300 και 330 ΑΚ ευθέως, καθόσον, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, οι αναιρεσίβλητοι, ακόμη και κατά την πτωτική πορεία της τιμής του ομολόγου δεν γνώριζαν ούτε μπορούσαν να γνωρίζουν ως εκ της έλλειψης ειδικών γνώσεων και εξειδικευμένης εμπειρίας περί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ότι ήταν πιθανή η απώλεια του κεφαλαίου τους, περιστατικό για το οποίο δεν τους ενημέρωσαν οι αναιρεσείουσες, ενώ δεν προέκυψε ότι ήταν εφικτή η πώληση του ένδικου ομολόγου στη δευτερογενή αγορά. Επομένως, ο περί του αντιθέτου έκτος από το άρθρο 559 αριθ.1 λόγος του αναιρετηρίου (κατά το οικείο μέρος αυτού και κατά την νοηματική του εκτίμηση) είναι αβάσιμος.

 

7. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 εδ. γ' ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Ο λόγος αυτός απορρίπτεται ως αβάσιμος, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίσθηκαν και των οποίων έγινε επίκληση. Αρκεί δε προς τούτο η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολογήσεως καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της, προκύπτει αναμφιβόλως η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 1202/2008). Δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαιρεί μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νομίμως οι διάδικοι (ΑΠ 367/2011).    Στην προκειμένη περίπτωση, με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως (κατά το οικείο έκαστος μέρος) αποδίδεται από τις αναιρεσείουσες στην προσβαλλομένη απόφαση η εκ του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, τα προσκομισθέντα με επίκληση έγγραφα σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με τα παραρτήματα αυτής με επενδυτικό ερωτηματολόγιο, από τις οποίες προέκυπτε αφενός ότι δεν συνήφθη σύμβαση παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, αφετέρου ότι οι αναιρεσίβλητοι ήταν ισορροπημένοι και όχι συντηρητικοί επενδυτές και ότι οι αναιρεσείουσες παρείχαν σ’ αυτούς σαφή, αναλυτική γραπτή ενημέρωση, περιλαμβάνουσα όλους τους κινδύνους των ομολόγων πριν την αγορά του ένδικου ομολόγου απ’ αυτούς. Από το περιεχόμενο όμως της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι σ’ αυτή γίνεται ρητή μνεία ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη του, εκτός των άλλων αποδεικτικών μέσων, και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, μεταξύ των οποίων, και την «υπ’αριθμ. Π. πρόσθετη Πράξη Σύμβασης Παροχής Υπηρεσιών - Λήψη και Διαβίβασης Εντολών με τα Παραρτήματά της, Γ - Επενδυτικό Ερωτηματολόγιο - προφίλ Ειδικές Εντολές, Δ - Επενδυτικοί Κίνδυνοι, που αναλαμβάνει ο επενδυτής, Ε - Παραδοχές Αποτίμηση /Στοιχεία Επενδυτή, που αποτελούσαν ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο, με την ως άνω βασική σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών». Σε κάθε περίπτωση και υπό την εκδοχή της μη ειδικής αντίκρουσης του περιεχομένου αυτών, στην οποία οι αναιρεσείουσες στηρίζουν τον ισχυρισμό τους ότι δεν λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, δεν δημιουργείται αμφιβολία περί της λήψεως υπόψη και των εν λόγω εγγράφων, πλην όμως, το δικαστήριο κατέληξε σε αντίθετο με τους ισχυρισμούς των αναιρεσειουσών αποδεικτικό πόρισμα, συνεκτιμώντας αυτά με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, που μνημονεύονται στην προσβαλλομένη απόφαση. Κατά συνέπεια, ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.

 

8. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 20 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται να το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα, που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος ιδρύεται μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου (σφάλμα ανάγνωσης), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα, που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση των γεγονότων, που εκφεύγει, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. του αναιρετικού ελέγχου (Α.Π. 630/2020). Για να ιδρυθεί ο λόγος αυτός πρέπει το δικαστήριο να κατέληξε σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα λόγω της παραμόρφωσης, αυτό δε συμβαίνει όταν για την απόδειξη η ανταπόδειξη του ουσιώδους ισχυρισμού, στηρίχθηκε αποκλειστικά στο έγγραφο, που παραμορφώθηκε (ΑΠ 1435/2018) ή κυρίως σ’ αυτό γιατί το συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλά εξήρε με την απόφαση την αποδεικτική του βαρύτητα (Ολ. ΑΠ 2/2008, ΑΠ 464/2019, ΑΠ 763/2018). Με το δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως (κατά το οικείο μέρος) προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των ίδιων ως άνω εγγράφων, δεχόμενο ότι προκύπτει σύναψη, σιωπηρώς, σύμβασης παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, αφού οι αναιρεσείουσες αποδίδουν στο Εφετείο, όχι διαγνωστικό σφάλμα ως προς το αληθές περιεχόμενο των ανωτέρω εγγράφων, δηλαδή ότι δέχθηκε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται σ’ αυτά, αλλά εσφαλμένη κρίση ως προς την ερμηνεία, εκτίμηση και αξιολόγηση του περιεχομένου τους και μη συναγωγή του ορθού, κατ' αυτούς, αποδεικτικού πορίσματος. Η αποδιδόμενη, όμως, εσφαλμένη εκτίμηση ως προς τα συναγόμενα, από την αξιολόγηση του περιεχομένου των ανωτέρω εγγράφων μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, πραγματικά περιστατικά, δεν ιδρύει τον εκ του αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο, αφού πρόκειται για αιτίαση αναγομένη στην αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση πραγμάτων. Επομένως, ο εξεταζόμενος, από τον αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολ, λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος.

 

9. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 9 γ' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα της δίκης. Τέτοια αίτηση είναι ιδίως η της αγωγής, της ανταγωγής, της κύριας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, της ανακοπής, της τριτανακοπής και κάθε ένδικου μέσου. Επίσης, τέτοια αίτηση είναι αυτή, με την οποία ο διάδικος ζητεί τη διενέργεια υποχρεωτικής για το δικαστήριο διαδικαστικής πράξης (ΑΠ 353/2020, ΑΠ 123/2016). Η παράλειψη, όμως, του δικαστηρίου της ουσίας να λάβει υπόψη του ενστάσεις ή αντενστάσεις των διαδίκων δεν θεμελιώνει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 9 Κ.Πολ.Δ., αλλά εκείνον του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο, κατ’ ορθή εκτίμησή του, από τον αρ.8 (και όχι τον αριθμό 9) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο αναιρέσεως, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και, έτσι, άφησε αδίκαστη την ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της δεύτερης αναιρεσείουσας, την οποία αυτή παραδεκτά προέβαλε, με τον ισχυρισμό ότι συμβλήθηκε στη σύμβαση με τους αναιρεσιβλήτους μόνο για την περίπτωση που αυτοί επιθυμούσαν την επένδυση με αμοιβαία κεφάλαια στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με αποτέλεσμα ν’ απορρίψει την έφεση κατ’ ουσία και ως προς αυτή. Ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος είναι απαράδεκτος, γιατί ο περιεχόμενος σ’ αυτόν ισχυρισμός (ο οποίος δεν συνιστά αίτηση, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθμ. 9 του ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 946/2012) δεν αποτελεί «πράγμα» κατά την έννοια του αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αλλά συνιστά άρνηση της ιστορικής βάσης της ένδικης αγωγής (βλ. ΑΠ 893/2018, ΑΠ 1014/2015, ΑΠ 49/2011, ΑΠ 1162/2008). Σε κάθε δε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης συνάγεται ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και απέρριψε σιωπηρά τον ισχυρισμό της δεύτερης αναιρεσείουσας για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησής της, δεχόμενο ως αποδειχθέντα γεγονότα αντίθετα προς εκείνα που ισχυρίστηκε η δεύτερη αναιρεσείουσα.

 

10. Κατ’ ακολουθία τούτων, και αφού δε υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι αναιρεσείουσες, λόγω ήττας τους, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

      - Απορρίπτει την από 10.06.2021 αίτηση των 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ» για αναίρεση της 6050/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

 

      - Διατάσσει την εισαγωγή του παράβολου στο δημόσιο

Ταμείο

 

      - Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων που ορίζει σε δύο χιλιάδες και επτακόσια (2.700) ευρώ.

 

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Μαΐου 2023.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Ιουνίου 2023.

 

 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ