ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 638/2023

 

Δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων - Συμβάσεις εκτέλεσης δημοσίων έργων και μελετών - Συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών - Αναιρετικός έλεγχος -.

 

Χαρακτηριστικά διοικητικών συμβάσεων. Το νομοθετικό καθεστώς, κατά το οποίο οι διαφορές από συμβάσεις με το Δημόσιο ή με ΝΠΔΔ υπάγονταν είτε στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για διοικητική σύμβαση, είτε στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για ιδιωτικού δικαίου σύμβαση, και το οποίο ρητά προβλεπόταν και στον Ν. 4412/8-8-2016 «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)», μεταβλήθηκε, αφενός μεν ως προς τις συμβάσεις εκτέλεσης δημοσίων έργων και μελετών και ορίστηκε ότι κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, που προκύπτει από συμβάσεις εκτέλεσης δημοσίων έργων και μελετών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, διοικητικό εφετείο, στις οποίες διατάξεις μάλιστα προσδόθηκε αναδρομική ισχύς, αφετέρου δε ως προς τις συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών. Ισχύς των νέων διατάξεων. Αναιρετικός έλεγχος υπέρβασης δικαιοδοσίας από τα πολιτικά δικαστήρια.

 

 

 

Αριθμός 638/2023

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2' Πολιτικό Τμήμα

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου - Εισηγήτρια, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Γεώργιο Αυγέρη και Μαρί Δεργαζαριάν, Αρεοπαγίτες.

 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Μαΐου 2022, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Του αναιρεσείοντος: νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών "Γιώργος Γεννηματάς", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ραζέλο.

 

Της αναιρεσιβλήτου: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαράλαμπο Ζαχαριάδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-12-2019 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών.

Εκδόθηκε η απόφαση 32/2021 του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 26-4-2021 αίτησή του.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

 

Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την διαδικασία των μικροδιαφορών και μη υποκειμένη σε έφεση, κατά το άρθρο 512 ΚΠολΔ, υπ' αριθμ. 32/2021 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, το οποίο έκανε δεκτή την από 6/12/2019 αγωγή της αναιρεσίβλητης κατά του αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ). Στο άρθρο 94 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος, όπως αυτό αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζονται τα εξής: "1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το Σύνταγμα επιβάλλει την υπαγωγή των ιδιωτικών διαφορών στα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια, αποκλείει δε από τον κοινό νομοθέτη την εξουσία να χαρακτηρίζει ως διοικητικές διαφορές, όσες από τη φύση τους είναι ιδιωτικές, επιτρέπει όμως σ` αυτόν, σε εξαιρετικές και μόνο περιπτώσεις, προς εξασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής της ιδίας νομοθεσίας, την ανάθεση της εκδικάσεως ορισμένων κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή και αντιστρόφως (ΑΕΔ 18/2009).

 

Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1406/1983, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διατάξεως του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτή ίσχυε πριν την ανωτέρω συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001 και επέβαλε την εντός πενταετούς προθεσμίας, δυναμένης να παραταθεί με νόμο, υποβολή της εκδικάσεως στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εκείνων εκ των διοικητικών διαφορών ουσίας, που δεν είχαν ακόμα υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των ενδεικτικά προβλεπομένων στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου 1 περιπτώσεων περιελήφθησαν και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι'), δηλαδή οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αξίωση. Η σύμβαση είναι διοικητική, εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος, που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες προβλέπονται κανονιστικώς, έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλόμενου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό. Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικά τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές και οι διαφορές από αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (Α.Ε.Δ.7/2019, ΑΕΔ7/2017, Α.Ε.Δ. 1-2/2016, ΑΕΔ 12-11/2013, ΑΕΔ 3/2012, ΑΠ 268/2023, ΑΠ891/2018). Το παραπάνω νομοθετικό καθεστώς, κατά το οποίο οι διαφορές από συμβάσεις με το Δημόσιο ή με ΝΠΔΔ υπάγονταν είτε στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για διοικητική σύμβαση, είτε στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για ιδιωτικού δικαίου σύμβαση, και το οποίο ρητά προβλεπόταν και στο Ν. 4412/8-8-2016 "Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)", με τον οποίο θεσπίστηκαν ενιαίοι κανόνες για τις διαδικασίες προγραμµατισµού, ανάθεσης, σύναψης και εκτέλεσης δηµοσίων συµβάσεων, μεταβλήθηκε, αφενός μεν ως προς τις συμβάσεις εκτέλεσης δημοσίων έργων και μελετών με τα άρθρα 21 και 22 του Ν. 4491/13-10-2017, με τα οποία αντικαταστάθηκαν αντιστοίχως οι διατάξεις των άρθρων 175 και 198 του Ν. 4412/2016 και ορίστηκε ότι κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, που προκύπτει από συμβάσεις εκτέλεσης δημοσίων έργων και μελετών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, διοικητικό εφετείο, στις οποίες διατάξεις μάλιστα προσδόθηκε αναδρομική ισχύς με την διάταξη του άρθρου 376 παρ. 14 του Ν.4412/2016, που προστέθηκε με το άρθρο 23 ν. 4491/2017 και ορίζει ότι το άρθρο 175 του Ν. 4412/2016 (στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 198 του ιδίου νόμου) εφαρμόζεται και στις διαφορές που ανακύπτουν από συμβάσεις έργων και μελετών, που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4412/2016, αφετέρου δε ως προς τις συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών με το άρθρο 43 παρ. 24 περ. α' του ν. 4605/1-4-2019, με το οποίο προστέθηκε άρθρο 205 Α' στον προαναφερόμενο Ν. 4412/2016, το οποίο άρχισε να ισχύει τρεις μήνες μετά από τη δημοσίευση του νόμου αυτού (4605/2019) στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ήτοι από 01.07.2019), σύμφωνα με το οποίο: "1. Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο διοικητικό εφετείο της περιφέρειας, στην οποία εκτελείται η σύμβαση ...". Στη διάταξη αυτή δεν δόθηκε αναδρομική ισχύς, όπως, κατά τα ανωτέρω, δόθηκε για τις συμβάσεις δημοσίων έργων και μελετών με το άρθρο 23 Ν.4491/2017, στην δε αιτιολογική έκθεση του Ν. 4605/2019 αναφέρεται ότι το άρθρο 205 Α' προστέθηκε στο νόμο 4412/2016, προκειμένου να επιτευχθεί η ενιαία εφαρμογή στις συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών του νόμου αυτού, ο οποίος, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 376 παρ.1 αυτού, εφαρμόζεται σε όλες τις δημόσιες συμβάσεις, καθώς και σε όλους τους διαγωνισμούς μελετών, η έναρξη της διαδικασίας σύναψης των οποίων, σύμφωνα με τα άρθρα 61, 120, 290 και 330, λαμβάνει χώρα μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, ήτοι μετά από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η οποία έλαβε χώρα στις 08.08.2016. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι η προσθήκη του άρθρου 205 Α' στο νόμο 4412/2016 έγινε, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 94 παρ. 3 του Συντάγματος, χάριν της ενιαίας εφαρμογής των κανόνων του Ν. 4412/2016 και μόνον, αφού στη διάταξη αυτή δεν δόθηκε αναδρομική ισχύς, όπως δόθηκε για τα άρθρα 175 και 198 του ιδίου νόμου με το Ν.4791/2017 για τις συμβάσεις δημοσίων έργων και μελετών, και συνεπώς το άρθρο αυτό (205Α') εφαρμόζεται για τις προσφυγές ή αγωγές, που κατατίθενται μετά την 1/7/2019, που άρχισε να ισχύει ο νόμος 4605/2019, που το προσέθεσε στο Ν. 4412/2016, και αφορούν σε συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών, η έναρξη της διαδικασίας σύναψης των οποίων έλαβε χώρα μετά τις 08.08.2016 και για τις οποίες συνεπώς εφαρμόζεται ο Ν. 4412/2016, αντίθετα δε, δεν εφαρμόζεται για τις συμβάσεις που συνάφθηκαν πριν το νόμο 4412/2016, για τις οποίες δεν εφαρμόζεται ο νόμος αυτός, και τούτο ακόμα και αν η προσφυγή ή αγωγή κατατεθεί μετά την 1/7/2019. Για τις συμβάσεις αυτές, που συνάφθηκαν πριν το νόμο 4412/2016, εφόσον δεν είναι διοικητικές αλλά είναι ιδιωτικού δικαίου συμβάσεις, παραμένει η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, αφού δεν καταλαμβάνονται από το άρθρο 205 Α' του νόμου 4412/2016, που αφορά μόνο τις συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών, για τις οποίες εφαρμόζεται ο Ν. 4412/2016 (ΑΠ 268/2023). Περαιτέρω η υπέρβαση από τα πολιτικά δικαστήρια της δικαιοδοσίας τους, αν πρόκειται για απόφαση ειρηνοδικείου ή απόφαση πρωτοδικείου, που εκδόθηκε σε έφεση κατά απόφασης ειρηνοδικείου, ιδρύει το λόγο αναιρέσεως από τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 3 περιπτ. α' ΚΠολΔ, η οποία είναι αντίστοιχη της διάταξης του άρθρου 559 αρ.4 ΚΠολΔ, κατά την έννοια της οποίας υφίσταται υπέρβαση δικαιοδοσίας και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όταν τα πολιτικά δικαστήρια επιλαμβάνονται υποθέσεως, η οποία, κατά το νόμο, δεν ανήκει στη δικαιοδοσία τους, αλλά, με βάση τα πλαίσια που ορίζονται στο άρθρο 1 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1/2018, ΑΠ1002/2020), στη δικαιοδοσία άλλου δικαστηρίου, ποινικού ή διοικητικού ή στη δικαιοδοσία διοικητικής αρχής (ΟλΑΠ 5/1995, ΑΠ 4/2018, ΑΠ 59/2017).

 

Ο λόγος αυτός αναίρεσης, προτείνεται για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 2 περ. γ` ΚΠολΔ, καθόσον η έλλειψη δικαιοδοσίας αφορά τη δημόσια τάξη (Ολ.ΑΠ 20/08, ΑΠ 319/2018, ΑΠ 397/2018). Στην περίπτωση υπέρβασης της δικαιοδοσίας του πολιτικού δικαστηρίου δεν ιδρύονται οι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και οι αντίστοιχοι από τους αριθμούς 1 και 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ (αν πρόκειται για απόφαση ειρηνοδικείου ή απόφαση πρωτοδικείου, που εκδόθηκε σε έφεση κατά απόφασης ειρηνοδικείου), λόγοι αναίρεσης, που στηρίζονται αντιστοίχως στην επίκληση της πλημμέλειας της ευθείας και της εκ πλαγίου παραβίασης κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, διότι οι περί δικαιοδοσίας διατάξεις είναι όχι του ουσιαστικού αλλά του δικονομικού δικαίου, τούτο δε δεν αλλάζει εκ του ότι το δικαστήριο την περί δικαιοδοσίας κρίση του έχει τυχόν στηρίξει σε παρεμπίπτουσα κρίση σχετική με ερμηνεία ή εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που φέρεται στο αναιρετήριο ότι επίσης παραβιάστηκε (ΟλΑΠ 11/2000, ΑΠ 1319/2022, ΑΠ 1529/2017), ενώ κατά τον αρ. 5 του άνω άρθρου (560 ΚΠολΔ), που είναι ταυτόσημος με εκείνον του άρθρου 559 ΚΠολΔ αρ.8, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο (ειρηνοδικείο ή δικάσαν κατ' έφεση Πρωτοδικείο) έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 6 ΚΠολΔ, αν πρόκειται για απόφαση ειρηνοδικείου ή απόφαση πρωτοδικείου, που εκδόθηκε σε έφεση κατά απόφασης ειρηνοδικείου, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός προϋποθέτει την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και όχι την απόρριψη ισχυρισμού ως μη νόμιμου, αόριστου, απαράδεκτου ή για οποιοδήποτε άλλο τυπικό λόγο (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 988/2021).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή της, όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση του δικογράφου της, η αναιρεσείουσα εξέθεσε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα εξής: Ότι δραστηριοποιείται στην εισαγωγή και εμπορία οφθαλμολογικών - οπτικών ειδών και μηχανημάτων και ότι στα πλαίσια της ανωτέρω δραστηριότητας, πώλησε και παρέδωσε προσηκόντως στο αναιρεσείον ΝΠΔΔ, που διατηρεί οφθαλμολογική κλινική, το Νοέμβριο του 2013 και τον Οκτώβριο του 2014, τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή κατ' είδος, ποσότητα, κωδικό, τιμή μονάδος και συνολική αξία, περιλαμβανομένου του ΦΠΑ, υγειονομικά υλικά (ενδοφακούς), τα οποία το αναιρεσείον παρέλαβε ανεπιφύλακτα, εκδοθέντων προς τούτο και των με αρ. ./7-11-2013 και με αρ. ./8-10-2014 τιμολογίων πώλησης, ποσού (μετά του ΦΠΑ 13%) 491,55 ευρώ και 1278,03 ευρώ, αντιστοίχως και ότι το αναιρεσείον αρνείται να καταβάλει το συνολικό ποσό των 1769,58 ευρώ που αντιστοιχεί στην αξία των εν λόγω υλικών. Με τα περιστατικά αυτά ζήτησε, με βάση τις συμβάσεις πώλησης, κατά παραδεκτή μετατροπή του αγωγικού της αιτήματος να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του αναιρεσείοντος νοσοκομείου να της καταβάλλει το παραπάνω ποσό, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το Ειρηνοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκανε δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε το αναιρεσείον να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη νομιμοτόκως το ποσό των 1.769,58 ευρώ, αφού έκρινε ότι "παραδεκτά εισάγεται ενώπιόν του η αγωγή προς εκδίκαση, καθόσον η διαφορά που απορρέει από τις επίμαχες συμβάσεις μεταξύ των διαδίκων είναι διαφορά ιδιωτικού δικαίου, ...απορριπτομένων των περί αντιθέτου ισχυρισμών του εναγομένου...", δεχόμενο, (εκ του ότι επιλήφθηκε και δίκασε την υπόθεση), ότι έχει δικαιοδοσία να δικάσει, απορρίπτοντας, χωρίς πανηγυρική διατύπωση, τον σχετικό περί έλλειψης δικαιοδοσίας του κατά το άρθρο 205Α του ν.4412/2016 ισχυρισμό που το αναιρεσείον προέβαλε με τις προτάσεις του. Έτσι που έκρινε το Ειρηνοδικείο, το οποίο δέχθηκε ότι η ένδικη διαφορά είναι ιδιωτική, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και όχι στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, απορρίπτοντας (χωρίς ρητή μνεία) τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ορθώς εφάρμοσε το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς και δη τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, 1 εδαφ. α' και 2 του Κ.Πολ.Δ. και 1 παρ. 2 περ. ι' του ν. 1406/1983, σύμφωνα με τις οποίες η ύπαρξη της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων εξαρτάται από τη φύση της ερευνώμενης διαφοράς ως διοικητικής ή ιδιωτικού δικαίου διαφοράς, και δεν παραβίασε με τη μη εφαρμογή του τη διάταξη του άρθρου 205 Α' του Ν. 4412/2016, που προστέθηκε με το άρθρο 43 παρ. 24α' του ν. 4605/2019, η οποία δεν ήταν εφαρμοστέα στη προκείμενη περίπτωση, καθόσον, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, οι επίδικες συμβάσεις πώλησης, συναφθείσες πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4412/2016, αποτελούν ιδιωτικού δικαίου διαφορά, για την οποία, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 205 Α ' του Ν. 4412/2016. Επομένως, το Ειρηνοδικείο δεν υπερέβη θετικά τη δικαιοδοσία του και δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 560 αριθ. 3 ΚΠολΔ.

 

Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Ειρηνοδικείο, παρά τον νόμο, δέχθηκε την ύπαρξη δικαιοδοσίας του, είναι αβάσιμος. Με το δεύτερο αναιρετικό λόγο το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του άρθρου 560 αρ.5 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Ειρηνοδικείο δεν έλαβε υπόψη τον προβληθέντα ισχυρισμό του περί ελλείψεως δικαιοδοσίας του ανωτέρω δικαστηρίου. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού το Ειρηνοδικείο, κρίνοντας ότι πρόκειται για ιδιωτική διαφορά και προχωρώντας στην ουσιαστική έρευνα της αγωγής, δέχθηκε, κατά λογική αναγκαιότητα, ότι είχε δικαιοδοσία προς εκδίκαση της διαφοράς και, συνεπώς, εκ του πράγματος έλαβε υπόψη και απέρριψε τον αμέσως πιο πάνω ισχυρισμό, εφόσον δεν συνέτρεχαν οι συναφείς προϋποθέσεις της επίμαχης διάταξης, κατά τα προεκτιθέμενα. Τέλος, απαράδεκτος είναι και ο τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αρ. 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ πλημμέλεια με την αιτίαση ότι με μη επαρκείς αιτιολογίες απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του ότι το Ειρηνοδικείο δεν έχει δικαιοδοσία να δικάσει κατά το άρθρο 205 Α' του Ν.4412/2016, καθόσον, στην περίπτωση υπέρβασης της δικαιοδοσίας του πολιτικού δικαστηρίου δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός, διότι, όπως προαναφέρθηκε, οι περί δικαιοδοσίας διατάξεις είναι όχι ουσιαστικού αλλά δικονομικού δικαίου.

 

Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να επιδικασθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος που ηττήθηκε (αρθ. 176, 183, 191 ΚΠολΔ) τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης που κατέθεσε προτάσεις. Σημειωτέον ότι για τον υπολογισμό των δικαστικών εξόδων δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη δίκη το άρθρο 22 παρ. 1, 3 του Ν. 3693/1957 που προβλέπει περιορισμένο ύψος αυτών, διότι η νομική υπηρεσία του αναιρεσείοντος δεν διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΑΠ 234/2022, ΑΠ 151/2020, ΑΠ 1492/2017, ΑΠ 589/2015, ΑΠ 294/2014). Διάταξη περί παραβόλου δεν περιλαμβάνεται, εφόσον το αναιρεσείον ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δεν κατέβαλε παράβολο κατά την κατάθεση της αιτήσεως αναιρέσεως.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Απορρίπτει την από 26/4/2021 αίτηση του ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών Γιώργος Γεννηματάς" για αναίρεση της υπ' αριθ. 32/2021 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών.

 

Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Μαρτίου 2023.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Απριλίου 2023.

 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ