ΣτΕΟλ 2815/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Νομοθετική εξουσιοδότηση - Κτηματολόγιο - Δικηγόροι -.

 

Είναι ειδική η εξουσιοδότηση που παρέχεται με τη διάταξη του άρθρου 25 §12 του ν. 2664/1998 για να προσδιορισθούν οι παρεχόμενες από δικηγόρους νομικές υπηρεσίες κατά την εκπόνηση των προγραμμάτων μελετών κτηματογραφήσεων καθώς και το πλαίσιο των αμοιβών αυτών (Αντίθετη μειοψηφία).

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

(Απόσπασμα): Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από 3.3.2004 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται από το σωματείο «Π.Σ.Δ.Α.Κ.Τ.Μ.**» αφενός και από εξήντα οκτώ (68) γραφεία μελετών με εταιρική μορφή (ΟΕ, ΕΕ, ΑΕ, ΕΠΕ), τα οποία φέρονται ως ανάδοχοι ή συνανάδοχοι μελετών κτηματογραφήσεων του Εθνικού Κτηματολογίου αφετέρου, η ακύρωση της υπ' αριθ. 19699/4677/31.7.2001 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β' 1042/7.8.2001), με την οποία καθορίζονται οι νομικές εργασίες που παρέχονται από δικηγόρους κατά την εκπόνηση των προγραμμάτων μελετών κτηματογραφήσεων για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου και προσδιορίζεται το πλαίσιο των αμοιβών των εργασιών αυτών.

 

 

Επειδή, στη δίκη παρεμβαίνουν με κοινό δικόγραφο προς διατήρηση της ισχύος της προσβαλλομένης αποφάσεως ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών και εξήντα δύο (62) άλλοι Δικηγορικοί Σύλλογοι της χώρας. Εξ αυτών όμως ο Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας (υπ' αριθ. 17) δεν νομιμοποίησε τον υπογράφοντα το δικόγραφο της παρέμβασης δικηγόρο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 27 του π.δ. 18/1989 (Α' 8) και επομένως ως προς αυτόν η παρέμβαση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Κατά τα λοιπά η παρέμβαση ασκείται με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς. Επειδή, η 32η των αιτούντων («Σ.**» ΑΕΤΕΜΕ) με έγγραφη δήλωσή της που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9.1.2004 παραιτήθηκε από το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως και άρα ως προς αυτήν η δίκη πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη (άρθρο 30 §1 π.δ. 18/1989). Περαιτέρω, οι υπ' αριθ. 5, 54 και 66 των αιτούντων δεν νομιμοποίησαν τον υπογράφοντα το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως δικηγόρο σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 27 του π.δ. 18/1989 και επομένως ως προς αυτούς η αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.

 

 

Επειδή, με το ν. 2308/1995 (ΦΕΚ Α' 114/ 15.6.1995) ρυθμίσθηκε το ζήτημα της διαδικασίας της κτηματογράφησης της χώρας για τα δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, η σχετική διαδικασία αρχίζει με την έκδοση και δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων η οποία κηρύσσει ορισμένη περιοχή υπό κτηματογράφηση (άρθρο 1). Ακολουθεί η υποβολή δηλώσεων από όσους έχουν εμπράγματα ή άλλα εγγραπτέα στα κτηματολογικά βιβλία δικαιώματα επί ακινήτων της περιοχής αυτής (άρθρο 2), η με βάση τις δηλώσεις αυτές και τους συνυποβαλλόμενους τίτλους και λοιπά στοιχεία καθώς και τα τοπογραφικά υπόβαθρα που διαθέτει ο Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος (ΟΚΧΕ) σύνταξη και ανάρτηση των προσωρινών κτηματολογικών διαγραμμάτων και πινάκων (άρθρα 3 και 4), η υποβολή κατ' αυτών ενστάσεων από όσους έχουν έννομο συμφέρον (άρθρο 6) και η εξέτασή τους από Πρωτοβάθμια Επιτροπή (άρθρο 7), η μετά την εξέταση αυτή αναμόρφωση των προσωρινών κτηματολογικών διαγραμμάτων και πινάκων (άρθρο 8) και η νέα ανάρτησή τους (άρθρο 9), η υποβολή προσφυγών σε Δευτεροβάθμια Επιτροπή από τυχόν θιγομένους και η εκδίκασή τους από αυτήν (άρθρο 10), μετά την οποία γίνεται νέα αναμόρφωση των κτηματολογικών διαγραμμάτων και πινάκων, οπότε και εκδίδεται από τον ΟΚΧΕ διαπιστωτική πράξη περαίωσης της όλης διαδικασίας της Κτηματογράφησης (άρθρο 11). Στη συνέχεια, το αρμόδιο Γραφείο Kτηματoλoγίoυ προβαίνει στις πρώτες εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία για όλα τα ακίνητα της περιοχής που κτηματογραφήθηκε (άρθρο 12). Επακολούθησε ο v. 2664/ 1998 (ΦΕΚ Α' 275/3.12.1998), με τον οποίο ρυθμίσθηκαν θέματα σχετικά με την τήρηση του Εθνικού Κτηματολογίου, τη λειτουργία των Κτηματολογικών Γραφείων και τη μετάβαση από το σύστημα μεταγραφών και υποθηκών στο σύστημα του κτηματολογίου.

 

 

Ειδικότερα, με το άρθρο 25 του νόμου αυτού τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν ορισμένες διατάξεις του ν. 2308/1995, με την §12 δε του άρθρου αυτού ορίσθηκε ότι: «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ύστερα από εισήγηση της ανώνυμης εταιρίας Κτηματολόγιο Ανώνυμη Εταιρία, προσδιορίζονται οι νομικές εργασίες που παρέχονται από δικηγόρους κατά την εκπόνηση των προγραμμάτων μελετών κτηματογραφήσεων για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, καθώς επίσης το πλαίσιο, των αμοιβών τους και ρυθμίζεται κάθε άλλο συναφές ζήτημα τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα». Με βάση την εξουσιοδοτική αυτή διάταξη και ύστερα από εισήγηση της αρμόδιας κατά το άρθρο 14 §1 του ν, 2308/1995 για τη μελέτη, σύνταξη και λειτουργία του Εθνικού Κτηματολογίου ανώνυμης εταιρίας «Κ.** ΑΕ», (πρακτικό 88/2001 του Διοικητικού της Συμβουλίου) εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Δικαιοσύνης, με την οποία ορίσθηκε ότι: «1. Οι νομικές εργασίες κτηματογράφησης έως τις πρώτες εγγραφές για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου που εκτελούνται από δικηγόρους είναι οι παρακάτω: α) ο προκαταρκτικός εντοπισμός των νομικών ζητημάτων στην υπό κτηματογράφηση περιοχή κατά το στάδιο εκπόνησης της προκαταρκτικής μελέτης κτηματογράφησης και η σύνταξη σχετικής έκθεσης, β) η παρουσία δικηγόρων των μελετών κτηματογράφησης όσο χρόνο διαρκεί η προθεσμία υποβολής των κατά τα άρθρα 2, 6 και 10 του ν. 2308/1995 δηλώσεων, ενστάσεων και προσφυγών στον τόπο συλλογής τους, ώστε να είναι δυνατή η άμεση αντιμετώπιση των κάθε φύσεως νομικών ζητημάτων που μπορεί να ανακύψουν, καθώς επίσης η εκτός της προαναφερόμενης προθεσμίας παρουσία τους σε τακτά χρονικά διαστήματα στα γραφεία κτηματογράφησης για την αντιμετώπιση τρεχόντων νομικής φύσεως ζητημάτων, γ) η νομική επεξεργασία των κατά το άρθρο 2 του ν. 2308/1995 δηλώσεων εγγραπτέων δικαιωμάτων και των συνυποβαλλόμενων εγγράφων, σε συσχετισμό και με κάθε άλλη αναγκαία, νομικής φύσεως πληροφορία για τη σύνταξη και την ανάρτηση των κτηματολογικών διαγραμμάτων και πινάκων, δ) η νομική επεξεργασία των κατά τα άρθρα 6 και 10 του ν. 2308/1995 ενστάσεων και προσφυγών και η σύνταξη σχετικού υπομνήματος, το οποίο αποτελεί μέρος του φακέλου των ενστάσεων και προσφυγών που υποβάλλεται στον Οργανισμό Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, καθώς επίσης η παροχή εκ μέρους των εν λόγω δικηγόρων οποιασδήποτε πρόσθετης νομικής φύσεως πληροφορίας ή διευκρίνισης που τους ζητείται από τις επιτροπές των άρθρων 6 και 10 του ν. 2308/1995 και η παρουσία τους ενώπιον των επιτροπών, εφόσον τους ζητείται και ε) κάθε άλλη νομική εργασία αναγκαία για τη διασφάλιση της αρτιότητας εκπόνησης των μελετών κτηματογράφησης. 2. Οι κατά την προηγούμενη παράγραφο, προβλεπόμενες εκθέσεις που συντάσσουν και υπογράφουν οι δικηγόροι των μελετών κτηματογράφησης αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των υποβαλλομένων μελετών κτηματογράφησης. 3. Η αμοιβή των νομικών εργασιών της §1 ορίζεται από15% έως 25% επί της αμοιβής των αντίστοιχων σταδίων εκπόνησης των μελετών κτηματογράφησης».

 

 

Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 43 §2 του Σ: «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, όπως γίνεται παγίως δεκτό, ως «ειδικότερα θέματα», για τη ρύθμιση των οποίων επιτρέπεται η παροχή εξουσιοδότησης σε άλλα πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας όργανα, νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης. Απαιτείται, δηλαδή, στην περίπτωση αυτή να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ' ύλη προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά επί πλέον και την ουσιαστική του ρύθμιση, έστω και σε γενικό, ορισμένο όμως πλαίσιο, σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα (ΟλΣτΕ 2075/1978, 400/1986, 4027/1998, 1101/2002 κ.α.).

 

 

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα εκτεθέντα πιο πάνω στην τέταρτη σκέψη, ο ν. 2308/1995 περιέχει πλήρη και αναλυτική ρύθμιση του θέματος της διοικητικής διαδικασίας της κτηματογράφησης για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου. Στα πλαίσια της διαδικασίας αυτής, κατά την πρόδηλη έννοια των διατάξεων του νόμου αυτού, πέραν των καθαρά τεχνικής φύσεως εργασιών, περιλαμβάνεται και η παροχή νομικών υπηρεσιών που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των πάσης φύσεως νομικών ζητημάτων τα οποία ανακύπτουν κατά τα επιμέρους στάδια της εν λόγω διαδικασίας. Οι νομικές υπηρεσίες παρέχονται από τους δικηγόρους των αναδόχων των μελετών κτηματογράφησης, όπως προβλέπεται και ρητώς από την ίδια την εξουσιοδοτική διάταξη, η οποία συμπληρώνει κατά τούτο τη ρύθμιση του ν. 2308/1995. Με τα δεδομένα αυτά, η εξουσιοδότηση που παρέχεται με την παρατεθείσα διάταξη της §12 του άρθρου 25 του ν. 2664/1998 στους Υπουργούς ΠΕΧΩΔΕ και Δικαιοσύνης για τον προσδιορισμό, με κοινή απόφασή τους, των συγκεκριμένων νομικών εργασιών που παρέχονται από τους δικηγόρους κατά την εκπόνηση των προγραμμάτων μελετών κτηματογραφήσεων καθώς και του πλαισίου των αμοιβών των εργασιών αυτών, αφορά στη ρύθμιση «ειδικότερων θεμάτων» κατά την έννοια του άρθρου 43 §2 εδ. β' του Σ. Συνεπώς, θεμιτώς η εν λόγω εξουσιοδότηση παρεσχέθη στους πιο πάνω Υπουργούς και όχι στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, και, ως εκ τούτου, είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Σπ. Καραλής, Ε. Γαλανού, Σωτ. Ρίζος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Χρ. Ράμμος, Π. Κοτσώνης και Αικ. Σακελλαροπούλου, οι οποίοι διατύπωσαν τη γνώμη ότι ούτε ο ν. 2308/1995 ούτε η προαναφερθείσα εξουσιοδοτική διάταξη περιέχει, έστω και σε γενικές γραμμές, ουσιαστική ρύθμιση για το κρίσιμο αντικείμενο της συμμετοχής δικηγόρων των αναδόχων των μελετών κτηματογράφησης στα διάφορα στάδια της σχετικής διαδικασίας και της αμοιβής τους και ότι, άρα, τα θέματα στα οποία αναφέρεται η εξουσιοδοτική διάταξη δεν δύνανται να θεωρηθούν ως «ειδικότερα» κατά την έννοια της πιο πάνω συνταγματικής διατάξεως. Κατά συνέπεια, ρύθμιση των θεμάτων αυτών μόνο με κανονιστικό προεδρικό διάταγμα, μετά από επεξεργασία αυτού από το Συμβούλιο της Επικρατείας σύμφωνα με το άρθρο 95 §1 περ. δ' του Σ, θα ήταν επιτρεπτή. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα ως εκδοθείσα βάσει ανισχύρου από της ανωτέρω απόψεως νομοθετικής εξουσιοδότησης, θα έπρεπε να γίνει δεκτός ως βάσιμος.

 

 

Επειδή, τα θέματα που αναφέρονται στην εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 25 §12 του ν. 2664/1998 (νομικές εργασίες που παρέχονται από δικηγόρους κατά την εκπόνηση των μελετών προγραμμάτων κτηματογραφήσεων και πλαίσιο αμοιβών των εργασιών αυτών) δεν αφορούν στους όρους και τις προϋποθέσεις άσκησης του ελευθερίου επαγγέλματος του δικηγόρου εν γένει, ώστε η ρύθμισή τους να πρέπει να γίνει μόνο με κανονιστικό προεδρικό διάταγμα, αλλά σε ειδικότερες δραστηριότητες κατά την άσκηση του επαγγέλματος. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι απορριπτέος, προεχόντως ως επί εσφαλμένης προϋποθέσεως ερειδόμενος.

 

 

Επειδή, η ρύθμιση του ζητήματος της σχέσης αναδόχων των μελετών κτηματογράφησης και των δικηγόρων αυτών δεν αποτελούσε αντικείμενο της παρασχεθείσας με το άρθρο 25 §12 του ν. 2664/1998 εξουσιοδότησης. Αβασίμως, συνεπώς, προβάλλεται ότι μη νομίμως δεν περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση μια θεμελιώδης κατάστρωση της σχέσης αυτής, πράγμα το οποίο είναι δυνατόν, κατά τους αιτούντες να οδηγήσει σε προστριβές και διενέξεις μεταξύ αναδόχων μελετητών και δικηγόρων. Κατά τα λοιπά, η προσβαλλόμενη απόφαση, που βρίσκεται εντός των πλαισίων της εξουσιοδότησης, είναι σαφής κατά το περιεχόμενό της, τα τυχόν δε προκαλούμενα ερμηνευτικά προβλήματα κατά την εφαρμογή της δεν είναι τέτοιας φύσεως ώστε να την καθιστούν παντελώς δυσνόητη και ανεφάρμοστη, όπως αβασίμως επίσης προβάλλεται.

 

 

Επειδή, τέλος, ναι μεν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 36 §1 της Οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου «Για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών» (άρθρο 30 §1 του π.δ. 346/1998, Α' 230, με το οποίο η Οδηγία αυτή μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη), οι αναθέτουσες αρχές έχουν την ευχέρεια να καθορίζουν ως κριτήρια για την ανάθεση των σχετικών συμβάσεων είτε την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά είτε απλώς τη χαμηλότερη τιμή, όταν όμως, όπως εν προκειμένω, υπάρχουν εθνικές διατάξεις που προβλέπουν για την άσκηση ορισμένου επαγγέλματος ή την παροχή ορισμένων υπηρεσιών συγκεκριμένα όρια αμοιβών, η πιο πάνω κοινοτική διάταξη επιφυλάσσει την παράλληλη εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Ενόψει αυτού, ο λόγος ακυρώσεως κατά τον οποίον η προσβαλλόμενη απόφαση, μη ρυθμίζοντας τις σχέσεις αναδόχων μελετητών και δικηγόρων και προσδιορίζοντας την αμοιβή των τελευταίων σε ποσοστό κυμαινόμενο από 15% έως 25% επί της αμοιβής του αντίστοιχου σταδίου της μελέτης κτηματογράφησης, αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη είναι, όπως προβάλλεται, απορριπτέος ως αβάσιμος.

 

 

Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να γίνει δεκτή η παρέμβαση.