ΜΠρΛαρ 376/2007
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κτηματολόγιο - Ακίνητο «αγνώστου
ιδιοκτήτη» - Αίτηση διόρθωσης πρώτης εγγραφής - Αγωγή διόρθωσης πρώτης εγγραφής
-.
Προϋποθέσεις
αγωγής και αίτησης των παρ. 2 και 3 αντίστοιχα του άρθρου 6 του ν. 2664/98, ως
ισχύει μετά το ν. 3481/2006. Επί εγγραφής με "άγνωστο ιδιοκτήτη",
οπότε προσωρινός δικαιούχος θεωρείται το Δημόσιο, μπορεί να ζητηθεί διόρθωση
της ανακριβούς εγγραφής με αίτηση, κατά την εκούσια δικαιοδοσία, χωρίς να
απαιτείται και αίτημα για την αναγνώριση της κυριότητας. Στοιχεία αίτησης, η
εκδίκαση της οποίας δεν αναιρεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να ερευνήσει την
ύπαρξη του επικαλούμενου δικαιώματος κυριότητας. Κοινοποίηση της αίτησης, με
ποινή απαραδέκτου στο Δημόσιο. Εάν στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου έχουν καταχωρισθεί
και άλλες αιτήσεις ή κύριες παρεμβάσεις, η μεταγενέστερη αίτηση κοινοποιείται,
με ποινή απαραδέκτου, και στους προηγούμενους αιτούντες ή κυρίως
παρεμβαίνοντες. Επί απόρριψης της αίτησης ως νόμω ή
ουσία αβάσιμης, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή της παρ. 2 κατά του Δημοσίου. Η
κατάθεση και κοινοποίηση της αίτησης (παρ. 3) διακόπτει την προθεσμία της
αγωγής (παρ. 2), η οποία θεωρείται μη διακοπείσα, αν ο αιτών παραιτηθεί από την
αίτηση ή αυτή απορριφθεί τελεσιδίκως, εκτός αν ο δικαιούχος ασκήσει κατά του
Δημοσίου την αγωγή της σε έξι μήνες από την παραίτηση ή την τελεσίδικη
απόρριψη. Ο τρίτος, που αμφισβητεί την ακρίβεια της διορθωμένης εγγραφής,
μπορεί να ζητήσει τη διόρθωσή της με αγωγή της παρ. 2 κατά του υπέρ ου η
διόρθωση.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός
376/2007 (Εκουσία)
(Απόσπασμα)
... Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 Ν. 2664/1998, ως ισχύει "Σε
περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του
αρμόδιου καθ ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου, η
αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η
διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή
διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική
προθεσμία πέντε (5) ετών, εκτός αν πρόκειται για το Ελληνικό Δημόσιο και για
μόνιμους κατοίκους εξωτερικού ή εργαζόμενους μόνιμα στο εξωτερικό κατά τη λήξη
της πενταετούς αυτής προθεσμίας, για τους οποίους η προθεσμία άσκησης της
αγωγής είναι επτά (7) ετών. Για πρόσωπα των δύο τελευταίων κατηγοριών, που
εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα κατά την τελευταία διετία της πενταετούς κατά τα ως
άνω προθεσμίας, η προθεσμία για την άσκηση της αγωγής δεν συμπληρώνεται πριν
από την πάροδο διετίας από την οριστική εγκατάσταση τους στην Ελλάδα. Η
αποκλειστική προθεσμία αυτής της παραγράφου αρχίζει από τη δημοσίευση στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, της απόφασης του Οργανισμού Κτηματολογίου και
Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, που προβλέπει το άρθρο 1 παράγραφος 3. Η αγωγή
απευθύνεται κατά του αναγραφόμενου ως δικαιούχου του δικαιώματος στο οποίο
αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών του διαδόχων και κοινοποιείται, με
ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως, στον Προϊστάμενο του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου.
Σε περίπτωση ειδικής διαδοχής στο δικαίωμα στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή, η
αγωγή πρέπει να στραφεί τόσο κατά του φερόμενου με την πρώτη εγγραφή ως
δικαιούχου ή των καθολικών του διαδόχων όσο και κατά του ειδικού διαδόχου
αυτού. Επί αγωγών που ασκούνται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου τηρείται
από αυτό, η διαδικασία του άρθρου 270 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας".
Περαιτέρω,
κατά τη διάταξη της παρ.3 του άρθρου 6 του ως άνω νόμου, όπως τροποποιήθηκε με
το άρθρο 2 παρ.3 του Ν. 3127/2003 "Η αγωγή της παραγράφου 2, όταν αφορά σε
ακίνητο "άγνωστου ιδιοκτήτη" κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου
9, απευθύνεται κατά του Ο.Κ.Χ.Ε, και ανακοινώνεται, με
ποινή απαραδέκτου, στο Ελληνικό Δημόσιο εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από
την κατάθεση της", κατά τη διάταξη δε της παρ.3 του άρθρου 6 του Ν.
2664/1998, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου με την παρ.2 άρθρου 2 Ν.3481/2006, ΦΕΚ Α 162/2.8.2006 και ισχύει από 2-8-2006 κατ' άρθρο 10
παρ.1β του αυτού νόμου " α) Στην περίπτωση των αρχικών εγγραφών με την ένδειξη
"άγνωστου ιδιοκτήτη" κατά την έννοια της παραγράφου 1 του όρθρου 9, αντί
της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου αγωγής, η διόρθωση
μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται
ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και, μέχρις ότου
ορισθεί αυτός, στο Μονομελές Πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου που δικάζει
κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας..., β) Με την αίτηση της
προηγούμενης παραγράφου μπορεί να ζητηθεί η διόρθωση της εγγραφής και στην περίπτωση
που ο αιτών επικαλείται ως τίτλο κτήσης πράξη μεταγραπτέα
κατά το όρθρο 1192 αρ. 1-4 ΑΚ, η οποία δεν έχει
μεταγραφεί στο υποθηκοφυλακείο. Στην περίπτωση αυτή, με την αίτηση ζητείται η διόρθωση
της πρώτης εγγραφής και η καταχώριση του δικαιώματος στον φερόμενο στο μη μεταγεγραμμένο τίτλο ως αποκτώντα, εφόσον συντρέχουν όλες οι
κατά το ουσιαστικό δίκαιο προϋποθέσεις για την κτήση του δικαιώματος, γ) Για τη
διόρθωση εγγραφής που διατάσσεται με απόφαση του Κτηματολογικού Δικαστή,
σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, υποβάλλεται στο Κτηματολογικό
Γραφείο αίτηση από όποιον έχει έννομο συμφέρον. Με την αίτηση συνυποβάλλονται η
απόφαση και τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει ότι η απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη.
Στην περίπτωση β' της παρούσας παραγράφου καταβάλλονται ταυτόχρονα τα τέλη και
δικαιώματα της παραγράφου 2 του άρθρου 4. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζεται αναλόγως η
παράγραφος 3 του άρθρου 17...".
Από τις
διατάξεις αυτές του άρθρου 6 παρ.2 και 3 Ν. 2664/1998, ως ισχύουν, προκύπτουν,
μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: 1ον) ότι η αγωγή της παρ.2 ασκείται ενώπιον του αρμόδιου
λόγω ποσού Πρωτοδικείου (Μονομελούς ή Πολυμελούς), απευθύνεται κατά του
αναγραφόμενου ως δικαιούχου στο σχετικό κτηματολογικό φύλλο ή των καθολικών του
διαδόχων και σε περίπτωση ειδικής διαδοχής επιπροσθέτως και κατά του ειδικού διαδόχου,
αίτημα δε της αγωγής αυτής είναι η αναγνώριση του εγγραπτέου
δικαιώματος του ενάγοντος ή των εναγόντων (συνήθως κυριότητας) και η διόρθωση
του σχετικού κτηματολογικού φύλλου, η αγωγή δε αυτή εκδικάζεται κατά την
τακτική διαδικασία και 2ον) ότι σε περίπτωση που κατά την αρχική εγγραφή στο κτηματολόγιο
το επίδικο ακίνητο εμφαίνεται ως "αγνώστου ιδιοκτήτη", οπότε στην
περίπτωση αυτή προσωρινός δικαιούχος θεωρείται το Ελληνικό Δημόσιο, δύναται να
ζητηθεί η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής με αίτηση, που ασκείται ενώπιον του
αρμόδιου Δικαστηρίου, η οποία ( αίτηση ) δεν απαιτείται να απευθύνεται κατά του
Ο.Κ.Χ.Ε., ο οποίος δεν είναι διάδικος, εκδικάζεται δε
κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Αίτημα της αγωγής αυτής, κατά τη
γραμματική διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 6 παρ.3 ως ισχύει μετά την
αντικατάσταση του με το Ν. 3481/2006, είναι η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής
έτσι ώστε να αναγραφεί ο αιτών ή οι αιτούντες κύριοι ή συγκύριοι κατά τα
ποσοστά, που τους αναλογούν, επί του επίδικου ακινήτου, που εμφαίνεται ως
"αγνώστου ιδιοκτήτη", χωρίς να απαιτείται να υποβάλλεται και αίτημα
για την αναγνώριση του δικαιώματος κυριότητας, δικαίωμα όμως (αυτό δηλ. της κυριότητας)
το οποίο, είτε στηρίζεται σε παράγωγο, είτε σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης,
ερευνάται αναγκαίως από το Δικαστήριο και σε
περίπτωση διαπίστωσής του διατάσσεται ακολούθως και η σχετική διόρθωση. Για το
λόγο τούτο θα πρέπει ο αιτών να εκθέτει στο δικόγραφο της αιτήσεως του τον
τρόπο με τον οποίο έχει αποκτήσει την κυριότητα επί του επιδίκου σαν να
πρόκειται για τακτική αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή. Το ότι η εν λόγω
αίτηση εκδικάζεται κατά τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν αναιρεί,
κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να
διαπιστώσει την ύπαρξη ή όχι του σχετικού δικαιώματος κυριότητας, που επικαλείται
ο αιτών ή οι αιτούντες αφού η έρευνα του σχετικού ζητήματος κατά τις διατάξεις
της εκούσιας δικαιοδοσίας καθιερώνεται από τις ανωτέρω ειδικές νομοθετικές
διατάξεις. Η υποβολή από τον αιτούντα και των δύο αιτημάτων, ήτοι αφενός περί
αναγνώρισης του δικαιώματος της κυριότητας του στο επίδικο και αφετέρου περί
διόρθωσης της σχετικής αρχικής εγγραφής, θα πρέπει να εκτιμάται ως ένα ενιαίο
αίτημα, ήτοι ως αίτημα περί διόρθωσης της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, έτσι ώστε
να αναγράφεται πλέον ο αιτών κύριος του επίδικου ακινήτου και κατά το ποσοστό,
που του ανήκει. Η απόφαση με την οποία διατάσσεται η διόρθωση των σχετικών
αρχικών εγγραφών και η αναγραφή του αιτούντος ως κυρίου του επίδικου ακινήτου
συνιστά ουσιαστικά και αναγνώριση στο κτηματολόγιο του δικαιώματος της
κυριότητας του επ' αυτού. Με την πρόβλεψη της ανωτέρω
ταχείας διαδικασίας δεν παραβλάπτονται τυχόν δικαιώματα κυριότητας τρίτων ή του
Δημοσίου στο επίδικο, δεδομένου ότι κατά τις διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 6
του ως άνω νόμου, ως ισχύει, "εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την
κατάθεση της ( αιτήσεως ) και επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση αυτή
κοινοποιείται από τον αιτούντα στο Ελληνικό Δημόσιο και εγγράφεται στο
κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου (οπότε το τελευταίο δύναται να ασκήσει κύρια
παρέμβαση). Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση της κύριας παρέμβασης".
Περαιτέρω
«Εάν στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου έχουν ήδη καταχωρισθεί και άλλες
αιτήσεις ή κύριες παρεμβάσεις με αντίστοιχο περιεχόμενο, η μεταγενέστερη αίτηση
κοινοποιείται από τον αιτούντα επί ποινή απαραδέκτου και εντός της ως άνω
προθεσμίας στους προηγούμενους αιτούντες ή κυρίως παρεμβαίνοντες. Η κοινοποίηση
της αιτήσεως στις ανωτέρω περιπτώσεις γίνεται με επίδοση επικυρωμένου
αντιγράφου της. Εφόσον η αίτηση γίνει τελεσιδίκως δεκτή, διορθώνεται η εγγραφή.
Εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, ο
αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις
της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού. Η κατάθεση και κοινοποίηση, σύμφωνα με τα
παραπάνω, της αίτησης για τη διόρθωση της εγγραφής διακόπτει την προθεσμία για
την έγερση της αγωγής της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού. Η προθεσμία που
διακόπηκε θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο αιτών παραιτηθεί από την αίτηση ή
αν αυτή απορριφθεί τελεσιδίκως για οποιονδήποτε λόγο. Αν ο δικαιούχος ασκήσει
κατά του Ελληνικού Δημοσίου την αγωγή της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού μέσα σε
έξι (6) μήνες από την παραίτηση από την αίτηση ή από την τελεσίδικη απόρριψη
της, θεωρείται ότι η προθεσμία διακόπηκε με την κατάθεση και κοινοποίηση της
αίτησης αυτής», ενώ, τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 περ. δ' του ως
άνω νόμου, ως ισχύει «Εφόσον η αίτηση ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή γίνει
τελεσιδίκως δεκτή κατά τα ανωτέρω και εφόσον διορθωθεί η εγγραφή, κάθε τρίτος,
που αμφισβητεί την ακρίβεια της διορθωμένης εγγραφής, μπορεί να ζητήσει τη
διόρθωση της εγγραφής αυτής με αγωγή κατά του υπέρ ου η διόρθωση, υπό τις
προϋποθέσεις και εντός της προθεσμίας της παραγράφου 2 του άρθρου
αυτού.
Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 7 και 7α του νόμου
αυτού.».
Στην υπό
κρίση αίτηση η αιτούσα εκθέτει ότι έχει αποκτήσει την κυριότητα του επίδικου
ακινήτου δυνάμει πωλητηρίου συμβολαίου και ότι κατά τις αρχικές εγγραφές στο
κτηματολόγιο το ακίνητο αυτό εμφαίνεται ως αγνώστου ιδιοκτήτη και συνεπώς με
προσωρινό δικαιούχο το Ελληνικό Δημόσιο. Κατόπιν αυτών ζητεί, όπως το αίτημα
της αιτήσεως εκτιμάται από το Δικαστήριο, να διορθωθεί η σχετική αρχική εγγραφή
έτσι ώστε να αναγνωριστεί και να αναγραφεί στο αντίστοιχο κτηματολογικό φύλλο
το σχετικό δικαίωμα κυριότητας της επί του επίδικου ακινήτου.
Με το
περιεχόμενο αυτό η αίτηση αρμοδίως και παραδεκτώς
εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου με την προκείμενη
διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ( αρθρ. 6 παρ. 3 Ν. 2664/1998, όπως
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 Ν. 3481/2006 ) και έχει καταχωρισθεί
εμπρόθεσμα στο τηρούμενο κτηματολογικό φύλλο των ακινήτων ( βλ. το με αριθμ. πρωτ. 2442/15-11-2006 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης του Κτηματολογικού Γραφείου Τυρνάβου), Περαιτέρω, η αίτηση είναι νόμιμη διότι
στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 1000, 1033 επ., 1192 επ. ΑΚ και 6 παρ.3 Ν. 2664/ 1998 ως ισχύει. Πρέπει επομένως η
αίτηση να ερευνηθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα δεδομένου ότι
αυτή κοινοποιήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα προς το Ελληνικό Δημόσιο (βλ. την
υπ' αριθμ.
/ 4-12-2006 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Ν.Τ., που προσκομίζει και επικαλείται η αιτούσα).
Από όλα
τα μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενα έγγραφα
αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η αιτούσα
είναι κυρία ενός οικοπέδου με αριθμό ΚΑΕΚ
. εμβαδού
654 τ.μ., που βρίσκεται στον Α. Λ. και επί της οδού Ε. το οποίο συνορεύει γύρωθεν, βόρεια με την οδό Ελευθερίας, δυτικά με ιδιοκτησία
με αριθμό ΚΑΕΚ
., νότια με ιδιοκτησία με αριθμό ΚΑΕΚ
και ανατολικά με ιδιοκτησία με αριθμό ΚΑΕΚ
, όπως το ακίνητο αυτό εμφαίνεται στο από 9-11-2006
κτηματολογικό διάγραμμα του Ο.Κ.Χ.Ε. Την κυριότητα
του ακινήτου αυτού απέκτησε δυνάμει του υπ' αριθμ. 1.482/25-8-1989 πωλητηρίου
συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Ε.Γ. - Β., που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών
του Υποθηκοφυλακείου Τυρνάβου στον τόμο - και με α.α.
. Το ακίνητο αυτό έλαβε τον αριθμό ΚΑΕΚ
, πλην όμως κατά τις αρχικές εγγραφές στο
κτηματολόγιο εμφαίνεται ως αγνώστου ιδιοκτήτη και συνεπώς με προσωρινό
δικαιούχο το Ελληνικό Δημόσιο.
Κατόπιν
αυτών πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση και να διορθωθεί η σχετική αρχική εγγραφή κατά
τα οριζόμενα αναλυτικά στο διατακτικό.