ΜΠρΘεσ 764/2006

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Κτηματολόγιο -  Αγωγή διόρθωσης πρώτης εγγραφής - Εννομο συμφέρον - Εξωδικαστική επίλυση διαφοράς -.

 

Ανακριβής πρώτη εγγραφή: δικαστική επίλυση με αγωγή αναγνώρισης του εγγραπτέου δικαιώματος που προσβάλλεται και διόρθωσης της εγγραφής από όποιον έχει έννομο συμφέρον ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή. Ανακριβής πρώτη εγγραφή: εξωδικαστική επίλυση, όταν το δικαίωμα που καταχωρήθηκε στην ανακριβή πρώτη εγγραφή είχε μεταβιβασθεί, αλλοιωθεί ή καταργηθεί πριν από την ημερομηνία καταχώρησης των πρώτων εγγραφών, με αίτηση μόνον του δικαιούχου του δικαιώματος, και όχι όποιου έχει έννομο συμφέρον, που απευθύνεται στον Προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου. Η εξωδικαστική επίλυση είναι εφικτή μόνον αν δεν έχει μεσολαβήσει άλλη εγγραφή που είχε ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση, την αλλοίωση ή την κατάργηση του εγγραπτέου δικαιώματος. Κατά της απόφασης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου επιτρέπονται αντιρρήσεις ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή. Δανειστής, που επιθυμεί την καταχώρηση βάρους, μεσεγγύησης ή άλλης δέσμευσης της εξουσίας διάθεσης σε δικαίωμα που δεν έχει καταχωρηθεί στις πρώτες εγγραφές και δεν έχει μεσολαβήσει άλλη εγγραφή που είχε ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση, την αλλοίωση ή την κατάργηση του δικαιώματος, οφείλει να ασκήσει την αγωγή του άρθρου 6 § 2 του νόμου 2664/1998. Το βάρος που καταχωρείται με την παραπάνω διαδικασία τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της έκδοσης αμετάκλητης απόφασης επί της αγωγής του δανειστή. Το δικαίωμα που δεν καταχωρήθηκε μπορεί να επιβαρυνθεί εκ νέου. Στην περίπτωση αυτή, δεν απαιτείται η άσκηση νέας αγωγής, αλλά τα νέα βάρη τελούν υπό την αναβλητική αίρεση της έκδοσης αμετάκλητης απόφασης επί της αγωγής του πρώτου δανειστή.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

ΜονΠρΘεσ 764/2006

 

(Απόσπασμα)... Κατά το άρθρο 6 παρ. 1, 2 και 4 του ν. 2664/1998, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του από το ν. 3127/2003, ορίζεται «1.πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρίζονται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες, σύμφωνα με την παράγραφο 2 περίπτωση β' του άρθρου 3... 2. Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του αρμόδιου καθ' ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών, εκτός αν πρόκειται για το Ελληνικό Δημόσιο και για μόνιμους κατοίκους εξωτερικού ή εργαζόμενους μόνιμα στο εξωτερικό κατά τη λήξη της πενταετούς αυτής προθεσμίας, για τους οποίους η προθεσμία άσκησης της αγωγής είναι επτά (7) ετών... Η αποκλειστική προθεσμία αυτής της παραγράφου αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, που προβλέπει το άρθρο 1 παράγραφος 3. Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφόμενου ως δικαιούχου του δικαιώματος στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών των διαδόχων και κοινοποιείται, με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως, στον προϊστάμενο του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου. Σε περίπτωση ειδικής διαδοχής στο δικαίωμα στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή, η αγωγή πρέπει να στραφεί τόσο κατά του φερόμενου με την πρώτη εγγραφή ως δικαιούχου ή των καθολικών του διαδόχων όσο και κατά του ειδικού διαδόχου αυτού... 4. Κατ' εξαίρεση των οριζομένων στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, αν το δικαίωμα που καταχωρίστηκε στην αρχική εγγραφή είχε μεταβιβασθεί, αλλοιωθεί ή καταργηθεί δυνάμει δικαιοπραξίας, διοικητικής πράξης, δικαστικής απόφασης ή άλλης διαδικαστικής πράξης πριν από την ημερομηνία καταχώρισης των πρώτων εγγραφών, η διόρθωση της αρχικής εγγραφής δεν απαιτείται να γίνει με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.

 

 

Στην περίπτωση αυτή και υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει μεσολαβήσει άλλη εγγραφή, η επαγόμενη τη μεταβίβαση, αλλοίωση ή κατάργηση του εγγραπτέου δικαιώματος πράξη καταχωρίζεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με αίτηση του δικαιούχου σύμφωνα με τα άρθρα 14 έως 16 του νόμου αυτού, ως μεταγενέστερη εγγραφή υπό την έννοια του άρθρου 8. Η αίτηση υποβάλλεται εντός της προθεσμίας που ισχύει για την αγωγή της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας ισχύουν τα οριζόμενα στα άρθρα 7 και 7α'. Επικυρωμένο αντίγραφο της αίτησης με τα συνυποβαλλόμενα έγγραφα επιδίδεται με επιμέλεια του αιτούντος στον θιγόμενο από την αιτούμενη καταχώριση, ο οποίος έχει δικαίωμα εναντίωσης μέσα σε προθεσμία δέκα (10) εργάσιμων ημερών.... Ο προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου, εφόσον συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις, προβαίνει εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών στην καταχώριση της πράξης υπό την επιφύλαξη της μη εμπρόθεσμης άσκησης εναντίωσης από τον θιγόμενο (προσωρινή καταχώριση)... Κατά της απόφασης του προϊσταμένου μπορούν ο αιτών ή ο αρχικώς εγγεγραμμένος να υποβάλουν αντιρρήσεις ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 16...». Επίσης κατά τα άρθρα 7α' παρ. 1 α' - β' του αυτού νόμου, που προστέθηκε με το ν. 3127/2003, ορίζεται ότι «1. Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, για τη διόρθωση της οποίας ισχύουν όσα ορίζονται στα άρθρα 6 και 7 μέχρι την οριστικοποίηση της ισχύουν τα ακόλουθα: α') Τα μη καταχωρηθέντα στις πρώτες εγγραφές δικαιώματα μεταβιβάζονται και επιβαρύνονται σύμφωνα με τις οικείες γι' αυτά διατάξεις, χωρίς να απαιτείται και η τήρηση της τυχόν προβλεπόμενης στις διατάξεις αυτές προϋπόθεσης της εγγραφής της σχετικής πράξης στο κτηματολόγιο. Σε περίπτωση μεταβίβασης της κυριότητας, εφόσον ο μεταβιβάζων δεν έχει ασκήσει και καταχωρίσει στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου την αγωγή που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 6, την εγγραφή αναπληρώνει η εκ μέρους του αποκτώντος άσκηση και η με επιμέλεια του καταχώριση της αγωγής αυτής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου.

 

 

Σε περίπτωση σύστασης περιορισμένου εμπράγματου δικαιώματος ή εγγραπτέου ενοχικού δικαιώματος, η αγωγή αυτή μπορεί να ασκηθεί είτε από τον μη εγγεγραμμένο στο Κτηματολόγιο κύριο είτε από τον αποκτώντα το περιορισμένο εμπράγματο ή εγγραπτέο ενοχικό, αντίστοιχα, δικαίωμα είτε και από τους δύο από κοινού. Η αγωγή καταχωρίζεται με επιμέλεια του ενάγοντος στο Κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου και αναπληρώνει την εγγραφή της πράξης στο κτηματολόγιο...β') Για την εκ μέρους του δανειστή εγγραφή υποθήκης, προσημείωσης υποθήκης, κατάσχεσης, μεσεγγύησης ή άλλης δέσμευσης της εξουσίας διάθεσης σε δικαίωμα που δεν έχει καταχωρηθεί στις πρώτες εγγραφές και δεν έχει στο μεταξύ μεταβιβασθεί ή επιβαρυνθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, απαιτείται, πέραν των όσων προβλέπουν οι ισχύουσες για τη σύσταση των εν λόγω βαρών διατάξεις, να ασκηθεί από τον δανειστή και να καταχωρηθεί με επιμέλεια του στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου και η αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του παρόντος νόμου... Στη συζήτηση της αγωγής προσεπικαλείται υποχρεωτικά, με επιμέλεια του ενάγοντος δανειστή, ο φερόμενος ως δικαιούχος του μη καταχωρηθέντος δικαιώματος οφειλέτης... Ο προϊστάμενος του Κτηματολογικού γραφείου, κατά τον έλεγχο νομιμότητας που διενεργεί για τη σχετική εγγραφή, περιορίζεται στη διακρίβωση της συνδρομής των παραπάνω προϋποθέσεων, μη εφαρμοζόμενης εν προκειμένω της διάταξης του άρθρου 16 παρ. 1 περ. Ε'. Τα βάρη και οι δεσμεύσεις της εξουσίας διάθεσης που καταχωρίζονται σύμφωνα με τα παραπάνω οριζόμενα, καθώς επίσης κάθε παράγωγο από αυτά δικαίωμα και κάθε πράξη που στηρίζεται σε αυτά, τελούν υπό την αναβλητική αίρεση της έκδοσης αμετάκλητης απόφασης επί της αγωγής του δανειστή, με την οποία ο οφειλέτης θα αναγνωρίζεται ως δικαιούχος του μη καταχωρηθέντος αρχικά δικαιώματος.

 

 

Στην περίπτωση που το μη καταχωρηθέν στις πρώτες εγγραφές δικαίωμα μεταβιβάσθηκε ή επιβαρύνθηκε σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο α' της παρούσας παραγράφου, το κτηθέν δικαίωμα μπορεί να επιβαρυνθεί με υποθήκη, προσημείωση υποθήκης, κατάσχεση ή άλλη δέσμευση της εξουσίας διάθεσης, χωρίς να απαιτείται η άσκηση νέας αγωγής εκ μέρους του δανειστή. Στην τελευταία περίπτωση τα βάρη και οι δεσμεύσεις της εξουσίας διάθεσης, καθώς επίσης κάθε παράγωγο από αυτά δικαίωμα και κάθε πράξη που στηρίζεται σε αυτά, τελούν υπό την αναβλητική αίρεση της έκδοσης αμετάκλητης απόφασης επί της αγωγής που προβλέπεται στην περίπτωση α' της παρούσας παραγράφου...». Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, σε περίπτωση που στις πρώτες εγγραφές έχει καταχωρηθεί ένα δικαίωμα (π.χ. κυριότητα), το οποίο ήδη πριν από τις πρώτες εγγραφές στο κτηματολόγιο είχε υποστεί κάποια μεταβολή (π.χ. μεταβιβάσθηκε ή επιβαρύνθηκε με υποθήκη) μη εμφαινόμενη στις πρώτες εγγραφές, ο δικαιούχος αυτού (μη καταχωρηθέντος δικαιώματος) μπορεί με αίτηση του ενώπιον του αρμοδίου Κτηματολογικού Γραφείου να ζητήσει να καταχωρηθεί το εγγραπτέο δικαίωμα του στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, σύμφωνα με τα άρθρα 14 έως και 16 του ν. 2664/1998, ως μεταγενέστερη εγγραφή υπό την έννοια του άρθρου 8 του ιδίου νόμου, εφόσον 1) δεν έχει μεσολαβήσει άλλη εγγραφή, επαγόμενη τη μεταβίβαση, αλλοίωση ή κατάργηση του εγγραπτέου δικαιώματος 2) προκύπτει κατά τρόπο ευχερή το εγγραπτέο δικαίωμα από τίτλο που στηρίζεται σε δικαιοπραξία ή διοικητική πράξη ή δικαστική απόφαση ή διαδικαστική πράξη και 3) έχει κοινοποιήσει την αίτηση στον θιγόμενο από την αιτούμενη καταχώρηση και ο τελευταίος δεν εναντιώθηκε. Η ανωτέρω δυνατότητα «εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς» προβλέφθηκε το πρώτον από το νόμου 3127/2003, με την προσθήκη στο άρθρο 6 του νόμου 2664/19981 η τελευταία μάλιστα (δικαστική επίλυση)αποτελεί τη συνηθέστερη -αν όχι αποκλειστική- επιλογή των δικαιούχων, όσο χρόνο εφαρμόζεται το εν λόγω νομοθέτημα1 η εν λόγω δυνατότητα δόθηκε αποκλειστικά και μόνο στον δικαιούχο του δικαιώματος και όχι σε οποιονδήποτε τρίτο που έχει έννομο συμφέρον, όπως π.χ. στο δανειστή του δικαιούχου1 τούτο προκύπτει από το ίδιο κείμενο του νόμου, όπου στην παρ. 4 του άρθρου 6 αναφέρεται ρητά σε «αίτηση του δικαιούχου», σε αντίθεση με την παρ. 2 του αυτού άρθρου, που αναφέρεται ότι «η αγωγή ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον» και επιβεβαιώνεται και από την εισηγητική έκθεση του νόμου. Ενδεχόμενη αναλογική εφαρμογή της εξωδικαστικής οδού και για τον τρίτο, θα εγκυμονούσε κινδύνους για την ασφάλεια των συναλλαγών.

 

 

Για το λόγο αυτόν προβλέφθηκε από το άρθρο 7α' παρ. 1β' του ν. 2664/1998, το οποίο προστέθηκε με το ν. 3127/2003, η υποχρέωση (ο νόμος χρησιμοποιεί τον όρο «απαιτείται») ειδικά του δανειστή, προκειμένου να εγγράψει βάρος, π.χ. υποθήκη, προσημείωση υποθήκης κλπ., προς εξασφάλιση της απαιτήσεως του, επί δικαιώματος που δεν έχει καταχωρηθεί στις πρώτες εγγραφές και δεν έχει στο μεταξύ μεταβιβασθεί ή επιβαρυνθεί, να ασκήσει την αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2, να την καταχωρήσει με επιμέλεια του στο κτηματολογικό φύλλο και να προσεπικαλέσει υποχρεωτικά στη συζήτηση της αγωγής τον φερόμενο ως δικαιούχο του μη καταχωρηθέντος δικαιώματος - οφειλέτη1 μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της ανωτέρω αγωγής, με την οποία ο οφειλέτης θα αναγνωρίζεται δικαιούχος του μη καταχωρηθέντος αρχικά δικαιώματος, το βάρος που ενέγραψε ο δανειστής τελεί υπό αναβλητική αίρεση1 σε περίπτωση δε που το μη καταχωρηθέν στις πρώτες εγγραφές δικαίωμα επιβαρύνθηκε και πάλι (π.χ. με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης), δεν απαιτείται εκ νέου άσκηση της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2, αλλά και το νέο βάρος τελεί υπό την αυτή αναβλητική αίρεση της έκδοσης αμετάκλητης απόφασης.

 

 

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 79, 80, 747 και 752 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι και κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι δυνατή η άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχει η κατά το άρθρο 69 του ίδιου κώδικα διαδικαστική προϋπόθεση της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Ειδικότερα, ενώ στη δίκη της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος αναφέρεται στη θετική ή αρνητική διάγνωση του επίδικου δικαιώματος, στις περιπτώσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος συνίσταται στην παραδοχή ή απόρριψη της αίτησης αναφορικά με το ζητούμενο ρυθμιστικό μέτρο. Στη δίκη της εκούσιας δικαιοδοσίας, εφόσον η παρέμβαση του τρίτου επιδιώκει την απόρριψη της αίτησης με την οποία ανοίχθηκε η δίκη ή τη ρύθμιση του επίδικου αντικειμένου κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνο που ζητείται με την αίτηση, πρόκειται για κύρια παρέμβαση (βλ. ΕφΔωδ 120/2004 Νόμος, ΕφΑΘ 8297/2003 ΔΕΕ 2004.284, Εφθεσ 915/1997 ΕλλΔνη 38.1859, Εφθεσ 2547/1996 ΕλλΔνη 39.676, ΕφΠειρ 1121/1995 ΕλλΔνη 38.1662, ΕφΑΘ 2184/1987 Αρμ 41.953).

 

 

Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου οι με αριθμό καταθέσεως 31498/11.8.2005 αντιρρήσεις και 38893/5.10.2005 κύρια παρέμβαση, οι οποίες θα πρέπει να συνεκδικασθούν κατ' άρθρα 79 παρ. 1 και 246 του ΚΠολΔ. Με τις υπό κρίση με αριθμό καταθέσεως 31.498/ 11.8.2005 αντιρρήσεις, η καταθέτουσα αυτές τράπεζα ισχυρίζεται ότι με την υπ' αριθμόν 1537/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης διατάχθηκε η εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης προς εξασφάλιση απαιτήσεως της μέχρι του ποσού των 1.300.000 ευρώ σε ποσοστό συγκυριότητας 50% εξ αδιαιρέτου του Ι.Γ. του Δ. επί του με αριθμό 452 αγρού Δ' κατηγορίας, εκτάσεως 10.062 τ.μ. στους Ταγαράδες Θεσσαλονίκης- ότι το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε κατά το ανωτέρω ποσοστό συγκυριότητας στον Ι.Γ. δυνάμει του υπ' αριθμόν 13399/1999 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μ.Π, νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Βασιλικών ότι το εν λόγω ακίνητο είναι καταχωρημένο στα Κτηματολογικά Βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Βασιλικών με αριθμό ΚΑΕΚ... με φερόμενο δικαιούχο όχι τον Ι.Γ. αλλά τη δικαιοπάροχο του Σ., σύζ. Δ.Α., το γένος Σ. και Θ.Δ., η οποία μάλιστα εσφαλμένα καταχωρήθηκε ως Σ.Σ. του Δ. και της θ. και τούτο διότι ουδέποτε εγγράφηκε στο Κτηματολόγιο το ανωτέρω 13399/1999 συμβόλαιο1 ότι για το λόγο αυτό δεν ήταν δυνατή η εγγραφή της ανωτέρω προσημείωσης υποθήκης στο σχετικό κτηματολογικό φύλλο.1 ότι στη συνέχεια η αιτούσα τράπεζα υπέβαλε ενώπιον του Κτηματολογικού Γραφείου Βασιλικών τη με αρ. πρωτ. 744/19.7. 2005 αίτηση προς καταχώριση του με αριθμόν 13399/1999 συμβολαίου, πλην όμως αυτή απορρίφθηκε με την από 19.7.2005 πράξη της προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου Βασιλικών, για το λόγο ότι είχε μεσολαβήσει η εγγραφή στο οικείο κτηματολογικό φύλλο της με αρ. πρωτ. 13522/7.4.2005 αγωγής του αρθρ. 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998 του Μ.Γ. εναντίον της Σ.Σ. ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ζητούνταν να αναγνωρισθεί το ποσοστό συγκυριότητας του Ι.Γ. επί του ανωτέρω ακινήτου, καθώς και η διόρθωση της πρώτης εγγραφής.

 

 

Με βάση αυτό το ιστορικό προβάλλει τις αντιρρήσεις της κατά της από 19.7.2005 αρνητικής αποφάσεως της προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου Βασιλικών και ζητεί να διαταχθεί η τελευταία να καταχωρίσει στο οικείο κτηματολογικό φύλλο το υπ' αριθμόν 13399/1999 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μ.Π, με σκοπό να εγγράψει η αιτούσα τράπεζα Α ' σειράς προσημείωση υποθήκης δυνάμει της υπ' αριθμόν 1537/2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με το υπό κρίση με αριθμό καταθέσεως 38893/5.10. 2005 δικόγραφο ο Μ.Γ., επικαλούμενος έννομο συμφέρον -συνιστάμενο στο ότι έχει καταχωρίσει ήδη στο οικείο κτηματολογικό φύλλο τη με αρ. καταθ. 13522/7.4.2005 αγωγή του άρθρου 6 του ν. 2664/1998, καθώς και προσημείωση υποθήκης ποσού 800.000 ευρώ δυνάμει της υπ' αριθμόν 26275/27.10.2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης- άσκησε κύρια παρέμβαση, με την οποία ζητεί να απορριφθούν οι ανωτέρω αντιρρήσεις. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα οι υπό κρίση αντιρρήσεις αρμοδίως εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον της Κτηματολογικού Δικαστή κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 6 παρ. 4 εδ. προτελευταίο και 16 παρ. 5 του ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις» όπως ισχύει σήμερα), είναι εμπρόθεσμες, δηλαδή κατατέθηκαν εντός 15νθημέρου (29.7.2005 έλαβε γνώση της αρνητικής πράξης η αιτούσα και 11.8.2005 κατατέθηκαν οι αντιρρήσεις) και για το παραδεκτό της συζητήσεως τους καταχωρήθηκαν στο οικείο κτηματολογικό φύλλο κατ' άρθρο 16 παρ. 5 εδ. γ' του ν. 2664/1998 μετά την τελευταία τροποποίηση του από το ν. 3127/2003 (βλ. υπ' αριθμόν 852/12.8.2005 πιστοποιητικό του Κτηματολογικού Γραφείου Βασιλικών). Επίσης, η κύρια παρέμβαση παραδεκτά ασκήθηκε κατά τις διατάξεις των άρθρων 79, 747 και 752 ΚΠολΔ και εγγράφηκε στο οικείο κτηματολογικό φύλλο κατ' άρθρο 16 παρ. 5 εδ. γ 'του ν. 2664/1998 μετά την τελευταία τροποποίηση του από το ν. 3127.2003 (βλ. υπ' αριθμόν 1066/ 6.10.2005 πιστοποιητικό του Κτηματολογικού Γραφείου Βασιλικών).

 

 

Εντούτοις, οι υπό κρίση αντιρρήσεις πρέπει να απορριφθούν πρωτίστως ως μη νόμιμες, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσης, διότι κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο αυτών, τα οποία άλλωστε επιβεβαιώνονται και από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, 1) η αιτούσα την καταχώρηση του με αριθμό 13399/1999 συμβολαίου δεν είναι δικαιούχος του μη καταχωρηθέντος δικαιώματος συγκυριότητας ακινήτου1 δικαιούχος φέρεται ο Ι.Γ.1 απλώς η αιτούσα προσδοκά έννομο συμφέρον δικαιούμενη να εγγράψει προσημείωση υποθήκης επί του ανωτέρω δικαιώματος συγκυριότητας1 συνεπώς η αιτούσα, ως δανείστρια, δεν νομιμοποιείται να ζητήσει την καταχώρηση του προρρηθέντος συμβολαίου κατ' άρθρο 6 παρ. 4 του ν. 2664/1998, όπως τροποποιήθηκε από το ν. 3127/2003, ούτε στην κατάθεση αντιρρήσεων κατά της αρνητικής πράξης της προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου. Αυτό το δικαίωμα έχει μόνον ο δικαιούχος του εγγραπτέου μη καταχωρηθέντος δικαιώματος και 2) μετά την πρώτη εγγραφή μεσολάβησαν και άλλες καταχωρήσεις στο σχετικό κτηματολογικό φύλλο, επαγόμενες αλλοίωση του μη καταχωρηθέντος εγγραπτέου δικαιώματος συγκυριότητας του Ι.Γ., ήτοι εκτός της με αρ. κατ. 13522/7.4. 2005 αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998 που αναφέρει η αιτούσα, που καταχωρήθηκε την 26.4.2005, υπάρχουν επιπλέον καταχωρημένες α') η υπ' αριθμόν 19427/20.5.2005 προσεπίκληση του Ι.Γ. στη συζήτηση της ανωτέρω αγωγής και β') προσημείωση υποθήκης ποσού 800.000 ευρώ υπέρ του δανειστή Μ.Γ., που καταχωρήθηκε την 26.4.2005 δυνάμει της υπ' αριθμόν 26275/27.10.2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.

 

 

Επομένως και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να εφαρμοσθεί η οδός της εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς του άρθρου 6 παρ. 4• συνεπώς, ορθά η προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου Βασιλικών απέρριψε την αίτηση της αιτούσας τράπεζας περί καταχωρήσεως του υπ' αριθμόν 13399/1999 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Μ.Π Σημειωτέον ότι ο ανωτέρω Μ.Γ., με την ιδιότητα του δανειστή που έχει δικαίωμα εγγραφής προσημείωσης υποθήκης επί του δικαιώματος συγκυριότητας του οφειλέτη Ι.Γ. εκ 50% εξ αδιαιρέτου επί του ακινήτου με ΚΑΕΚ..., το οποίο όμως δεν ήταν καταχωρημένο στις πρώτες εγγραφές, ορθά ακολούθησε τη διαγραφόμενη από το άρθρο 7α' παρ. 1β' του ν. 2664/1998 (όπως προστέθηκε από το ν. 3127/2003) διαδικασία, με την άσκηση αφενός της με αρ. κατ. 13522/7.4.2005 αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 εναντίον της αναγραφόμενης ως δικαιούχου Σ.Σ. και την με αρ. κατ. 19427/20.5. 2005 προσεπίκληση του φερόμενου ως δικαιούχου του μη καταχωρηθέντος δικαιώματος οφειλέτη Ι.Γ. και αφετέρου με την εγγραφή της προσημείωσης υποθήκης δυνάμει της υπ' αριθμόν 26275/2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, υπό την αναβλητική αίρεση της έκδοσης αμετάκλητης απόφασης επί της προρρηθείσης αγωγής. Και η αιτούσα τράπεζα μπορεί να εγγράψει τη δική της προσημείωση υποθήκης υπό την αυτή αναβλητική αίρεση. Συνεπώς, θα πρέπει να απορριφθούν οι υπό κρίση αντιρρήσεις και να γίνει δεκτή η κύρια παρέμβαση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα θα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου και της παντελούς έλλειψης σχετικής νομολογίας (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).