ΜΠρΓρεβ 179/2005
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κτηματολογικός
πίνακας - Αναγκαστική απαλλοτρίωση - Ιδιαίτερη αποζημίωση -.
Αν
προσκομίζεται κτηματολογικός πίνακας για το ακίνητο, υπάρχει η αναγκαία προδικασία,
έστω και αν στον πίνακα αυτόν δεν περιέχονται συστατικά του απαλλοτριωθέντος
ακινήτου. Ως προς τα συστατικά που δεν περιλαμβάνονται στον κτηματολογικό
πίνακα, το δικαστήριο έχει εξουσία να προσδιορίσει τιμή μονάδας αποζημίωσης,
εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα. Ως απομένον τμήμα
του ακινήτου, για την τυχόν μείωση της αξίας του οποίου προσδιορίζεται και
παρέχεται ιδιαίτερη αποζημίωση, νοείται όχι μόνον η εναπομένουσα εδαφική
έκταση, αλλά και τα τυχόν συστατικά που υπάρχουν σ' αυτήν.
ΚΕΙΜΕΝΟ
(Απόσπασμα)...
Κατά το άρθρο 18 παρ. 6 του ν. 2882/2001, αίτημα για τον προσδιορισμό της κατά
το άρθρο 13 παρ. 4 ιδιαίτερης αποζημίωσης είναι απαράδεκτο, αν ο ιδιοκτήτης δεν
έχει υποβάλει την κατά το άρθρο 15 παρ. 2 αίτηση. Το δικαστήριο είναι αρμόδιο
να εξετάσει κατά τη διαδικασία του προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και το
αίτημα για την αναγνώριση του ιδιοκτήτη του απαλλοτριούμενου
ακινήτου, που αποκτά πρόσωπο σε διανοιγόμενη εθνική
οδό, ότι δεν είναι ωφελούμενος και, συνεπώς, δεν υποχρεούται σε αποζημίωση
τρίτων ιδιοκτησιών ούτε σε αυτοαποζημίωση.
Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του
δικαστηρίου αυτού προκύπτει ότι οι υπ' αριθμ. 1ος, 2ος, και 34ος των καθών η αίτηση δεν εμφανίστηκαν κατά την παραπάνω δικάσιμο,
ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Όπως όμως προκύπτει από τα υπ'
αριθμ. 85/2004 πρακτικά συνεδρίασης αυτού του δικαστηρίου, όλοι οι ανωτέρω κατά
τη δικάσιμο της 4ης Νοεμβρίου 2004, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης
αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής,
εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γ.Π,
συνεπώς πρέπει να δικαστούν ερήμην. Το δικαστήριο ωστόσο πρέπει να προχωρήσει
στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες, καθόσον από
την ερημοδικία τους δεν παράγεται τεκμήριο ομολογίας των πραγματικών ισχυρισμών
του αιτούντος (άρθρο 19 παρ. 7 του ν. 2882/2001). Παράβολο δεν ορίζεται,
δεδομένου ότι κατά της απόφασης αυτής δεν επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής
ερημοδικίας (άρθρο 19 παρ. 10 του ν. 2882/2001).
Το άρθρο
17 παρ. 1,2 του Συντάγματος ορίζει: «1. Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία
του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτήν δεν μπορούν να
ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. 2. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία
του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο,
όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση». Ως
καταβλητέα αποζημίωση για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης και τη δυνατότητα
κατάληψης νοείται η κατά την ως άνω διάταξη της παρ. 2 «πλήρης», η οποία πρέπει
συνεπώς να περιλαμβάνει και την αξία των κατά τα άρθρο 953 ΑΚ
συστατικών του ακινήτου, τα οποία συναπαλλοτριώνονται
αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 4 ν. 2882/2001. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 16
παρ. 1 και 17 παρ. 3 του ίδιου νόμου, η προσαγωγή στη δίκη καθορισμού της
αποζημιώσεως, πλην άλλων στοιχείων, του κτηματολογικού πίνακα είναι στοιχείο
της προδικασίας, άνευ δε αυτού η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η διάταξη
του άρθρου 16 παρ. 1 ν. 2882/2001 αναφέρεται στην καθόλου παράλειψη προσαγωγής
κτηματολογικού πίνακα. Επομένως, αν προσκομίζεται κτηματολογικός πίνακας για το
ακίνητο, υπάρχει η αναγκαία προδικασία, έστω και αν στο πίνακα αυτόν δεν
περιέχονται συστατικά του απαλλοτριωθέντος ακινήτου.
Ως προς
τα συστατικά που δεν περιλαμβάνονται στον κτηματολογικό πίνακα, το δικαστήριο
έχει εξουσία να προσδιορίσει τιμή μονάδας αποζημίωσης, εφόσον υποβληθεί σχετικό
αίτημα. Έχει δε το δικαστήριο την ευχέρεια είτε να διατάξει τη συμπλήρωση του
πίνακα, είτε να προχωρήσει στον καθορισμό τιμής και για τα παραλειφθέ-ντα συστατικά βάσει των προσκομιζομένων ή τασσόμενων και διεξαγόμενων
αποδείξεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο πίνακας θα συμπληρωθεί, αν υπάρχει
ανάγκη, εκ των υστέρων, προκειμένου να υπολογισθεί η συνολικώς καταβλητέα, για
τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, αποζημίωση (ΟλΑΠ5/2002). ίΐραιτέρω,
κατά τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 του ν. 2882/2001, εάν απαλλοτριωθεί τμήμα
ακινήτου, με αποτέλεσμα η αξία του τμήματος που απομένει στον ιδιοκτήτη να
μειωθεί, ή το τμήμα αυτό να γίνει άχρηστο για τη χρήση που προορίζεται, με την
απόφαση προσδιορισμού της αποζημίωσης για το απαλλοτριού-μενο τμήμα προσδιορίζεται και ιδιαίτερη αποζημίωση για το
τμήμα που απομένει στον ιδιοκτήτη, η οποία καταβάλλεται μαζί με την αποζημίωση
για το απαλλοτριούμενο. Ως απομένον
δε τμήμα, για την τυχόν μείωση της αξίας του οποίου προσδιορίζεται και
παρέχεται η πι πάνω ιδιαίτερη αποζημίωση, νοείται όχι μόνον η εναπομένουσα
εδαφική έκταση αλλά και τα τυχόν συστατικά του ακινήτου σε αυτήν (ΑΠ507/2000 ΕλλΔνη 2000.1584). Εξάλλου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου
15 ν. 2882/2001, μετά την κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης επιτροπή
προβαίνει στην εκτίμηση της αξίας του απαλλοτριωμένου και του ύψους της τυχόν οφειλόμενης
κατά την παρ. 4 του άρθρου 13 ιδιαίτερης αποζημίωσης. Η επιτροπή αποτελείται
από τον Προϊστάμενο της Κτηματικής Υπηρεσίας ως πρόεδρο, έναν υπάλληλο της
οικείας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας οριζόμενο από τον προϊστάμενο της
υπηρεσίας και έναν εμπειρογνώμονα οριζόμενο με αναπληρωτή.
Περαιτέρω,
κατά την παρ. 2 εδ. Β' του άρθρου 15 ν. 2882/2001 για
τον προσδιορισμό της κατά την παρ. 4 του άρθρου 13 αποζημίωσης, η επιτροπή επιλαμβάνεται
μόνον ύστερα από αίτηση του ιδιοκτήτη. Μέσα σε πέντε ημέρες από τη λήψη της
αίτησης αυτής ο πρόεδρος της επιτροπής οφείλει να ζητήσει από το κατά την παρ.
1 του άρθρου 9 ν. 2882/2001 δικαστήριο να ορίσει ένα εμπειρογνώμονα με αναπληρωτή.
Τέλος, κατά την παρ. 6 του άρθρου 18 του ν. 2882/2001, αίτημα για τον
προσδιορισμό της κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 13 ιδιαίτερης αποζημίωσης
είναι απαράδεκτο, αν ο ιδιοκτήτης δεν έχει υποβάλει την κατά το άρθρο 15 παρ. 2
αίτηση. Εξάλλου, σε περίπτωση που η έκθεση της επιτροπής του άρθρου 15 παρ. 1
ν. 2882/ 2001 είναι ατελής ή ανακριβής, δεν μνημονεύονται σε αυτήν ορισμένα
συστατικά ή μνημονεύεται η ύπαρξη τους, αλλά η επιτροπή δεν προτείνει τιμή γι'
αυτά, είτε από παράλειψη, είτε γιατί συμπεραίνει ότι δεν είναι απαραίτητο να το
κάνει ξεχωριστά, το δικαστήριο προβαίνει στον προσδιορισμό αποζημίωσης. Δεν
είναι δε απαραίτητη στην προκείμενη περίπτωση η προσαγωγή της βεβαίωσης του
άρθρου 15 παρ. 4 του προέδρου της επιτροπής, εφόσον προσκομίζεται έκθεση της
επιτροπής ατελής ή ανακριβής, από την οποία προκύπτει ότι η επιτροπή επελήφθη.
Περαιτέρω,
σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 1,2 και 4 του Συντάγματος, 1 παρ. 1
και 3 του ν. 653/1977 ερμηνευόμενες υπό το φως των
διατάξεων του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου πρωτοκόλλου της Συμβάσεως της
Ρώμης, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, το δικαστήριο
είναι αρμόδιο να εξετάσει κατά τη διαδικασία καθορισμού της αποζημίωσης και το
αίτημα περί αναγνωρίσεως του ιδιοκτήτη του απαλλοτριούμενου
ακινήτου που αποκτά πρόσωπο σε διανοιγόμενη εθνική
οδό, ότι δεν είναι ωφελούμενος και συνεπώς δεν υποχρεούται σε αποζημίωση τρίτων
ιδιοκτησιών, ούτε σε αυτοαποζημίω-ση (ΟλΑΠ 0/2004 ΕλλΔνη 2004.712).
Επίσης, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι για τον προσδιορισμό της
«πλήρους αποζημίωσης» λαμβάνεται υπόψη η αξία του απαλλοτριούμενου
ακινήτου κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης, καθώς και η δαπάνη του ιδιοκτήτη
του απαλλοτριούμενου ακινήτου, η οποία, ναι μεν δεν
συνδέεται άμεσα με την αξία του ακινήτου, είναι όμως συνέπεια της απαλλοτρίωσης
της ιδιοκτησίας του (ΟλΑΠ8/1999 ΕλλΔνη 1999.558).
Επίσης,
οι: 1) ΠΚ. για τα υπ' αριθμ. ΚΠ193,195,196 ακίνητα,
2) Α.Α, Γ.Α., Ν.Α., Χ.Α., για το υπ' αριθμ.
ΚΠ198 ακίνητο, 3) Ε.Π για το υπ' αριθμ. 201 ακίνητο, 4)
0.Λ. για το υπ' αριθμό ΚΠ203 ακίνητο, 5) Α.Ξ., Ι.Κ., Α.Κ. και Ζ.Κ. για το υπ' αρθμ. ΚΠ\ 203 ακίνητο, 6) Σ.Ν. για το
υπ' αριθμ. ΚΠ219 ακίνητο και 7) Δ.Τ. για το υπ'
αριθμ. ΚΠ221 ακίνητο, ζητούν να καθοριστεί ιδιαίτερη αποζημίωση για τα
εναπομείναντα τμήματα των ανωτέρω απαλλοτριούμενων
ακινήτων, τα οποία εξαιτίας της απαλλοτρίωσης καθίστανται άχρηστα, διότι δεν
μπορούν να οικοδομηθούν. Το ανωτέρω αίτημα των υπ' αριθμ. 2,4,6 και 7 από τους προαναφερόμενους
είναι νόμιμο, στηριζόμενο στη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 ν. 2882/2001 και
πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, δεδομένου
ότι, από τα έγγραφα που προσκομίζουν οι ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι υπέβαλαν
στον πρόεδρο της επιτροπής του άρθρου 15 παρ. 1 ν. 2882/2001 αίτηση περί
προσδιορισμού από αυτήν του ύψους της ιδιαίτερης αποζημίωσης που ζητούν.
Αντίθετα, το σχετικό αίτημα των λοιπών εκ των προαναφερθέντων είναι, σύμφωνα με
όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη της παρούσας, απορριπτέο ως
απαράδεκτο, διότι από τα έγγραφα που προσκομίζουν οι εν-λόγω απαιτούντες δεν
αποδεικνύεται ότι υπέβαλαν στον πρόεδρο της επιτροπής του άρθρου 15 παρ. 1 ν.
2882/2001 αίτηση περί προσδιορισμού από αυτήν του ύψους της ιδιαίτερης
αποζημίωσης που ζητούν.
Περαιτέρω,
ορισμένοι από τους καθών η αίτηση - ανταιτούντες και κυρίως παρεμβαίνοντες - ανταιτούντες ζητούν με τις προτάσεις τους να αναγνωρισθούν δικαιούχοι
της αποζημίωσης που θα καθορισθεί για τα απαλλοτριούμενα
ακίνητα και τα συστατικά τους. Το αίτημα αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως
απαράδεκτο, διότι ναι μεν παρέχεται με το ν. 2882/2001 η δικονομική ευχέρεια σε
οποιονδήποτε διάδικο να ζητήσει κατά την εκδίκαση της αίτησης για προσωρινό
καθορισμό αποζημίωσης να αναγνωρισθεί με την ίδια απόφαση δικαιούχος της
αποζημίωσης (άρθρο 26 παρ. 3), πλην όμως θα πρέπει η εν λόγω αίτηση να ασκείται
είτε με αυτοτελές δικόγραφο κοινοποιούμενο στον
αντίδικο πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της αίτησης για προσωρινό
καθορισμό της αποζημίωσης, είτε με τις προτάσεις, οι οποίες πρέπει να
κατατεθούν μέσα στην ίδια προθεσμία, προϋποθέσεις όμως που δεν συντρέχουν στην
προκείμενη περίπτωση για κανένα εκ των ανταιτούντων,
πλην της Ε.Π, η οποία όμως παραιτήθηκε από το σχετικό
αίτημα με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά.
Περαιτέρω,
η κυρίως παρεμβαίνουσα Δ. Π ζητεί, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου των προτάσεων
της, τη διόρθωση του κτηματολογικού πίνακα, διότι η απαλλοτριούμενη
έκταση των υπ' αριθμ. ΚΠ188,189 και 190 ακινήτων δεν είναι αυτή που αναγράφεται
στον κτηματολογικό πίνακα, αλλά μεγαλύτερη. Το αίτημα αυτό τυγχάνει απορριπτέο
ως απαράδεκτο, καθόσον από τα έγγραφα που προσκομίζει η ανωτέρω δεν
αποδεικνύεται ότι υπέβαλε την προβλεπόμενη εκ του άρθρου 16 παρ. 2 - 3 ν.
2882/2001 αίτηση περί διόρθωσης των κτηματολογικών στοιχείων στην αρχή που
κήρυξε την αναγκαστική απαλλοτρίωση. Σε κάθε δε περίπτωση, κάθε αμφισβήτηση για
την ακρίβεια των στοιχείων του κτηματολογικού διαγράμματος και του πίνακα
λύεται κατά τη δίκη για την αναγνώριση των δικαιούχων (αρθρ. 16. παρ. 8 ν.
2882/2001) και όχι κατά την εκδίκαση της αίτησης για προσωρινό καθορισμό
αποζημίωσης.
Περαιτέρω,
οι εκ των καθών η αίτηση - ανταιτούντων
και κυρίως παρεμβαινόντων - ανταιτούντων: 1) ΠΖ., Α.Ζ., Ζ.Ζ.
για τα υπ' αριθμ. ΚΠ193,195,196 ακίνητα, 2) Σ.Γ. για
το υπ' αριθμό ΚΠ194 ακίνητο, 3) A.M. για το υπ'
αριθμ. ΚΠ194 ακίνητο, 4. Σ.Σ. για το υπ' αριθμ. ΚΠ196
ακίνητο, 5) Α.Α., Γ.Α., Ν.Α.,
Χ.Α., για το υπ' αριθμ. ΚΠ198 ακίνητο, 6) Χ.Ζ., Μ.Κ., Ι.Κ,
Γ.Κ., Ν.Τ και Χ.Τ. για το υπ' αριθ. ΚΠ199 ακίνητο, 7) A.M.
και Δ.Μ. για το υπ' αριθμ. ΚΠ200 ακίνητο, 8) Α.Ν, Α.Ν. για το υπ' αριθμ. ΚΠ201
ακίνητο, 9) Ε.Π για το υ' αριθμ. 201 ακίνητο, 10) ΘΑ για
το υπ' αριθμ. ΚΠ203 ακίνητο, 11) Α.Ξ., Μ.Ξ., Α.Ξ., Ι.Κ.,
Α.Κ. και Ζ.Κ. για το υπ'
αριθμ. ΚΠ302 ακίνητο και 12) Δ.Τ. για το υπ' αριθμ.
ΚΠ221 ακίνητο, ζητούν να αναγνωρισθεί ότι δεν υποχρεούνται σε αποζημίωση τρίτων
ιδιοκτησιών, ούτε σε αυτοαποαζημίωση, διότι δεν
αποκτούν καμία ωφέλεια από τη διάνοιξη της οδού. Το ανωτέρω αίτημα είναι
νόμιμο, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας και, συνεπώς,
πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Τέλος, στηριζόμενο
στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, τυγχάνει και
το αίτημα του 0.Λ., περί προσδιορισμού πρόσθετης αποζημίωσης για τα έξοδα
μεταφοράς και μετεγκατάστασης της επιχείρησης του που βρίσκεται εντός του απαλλοτριουμένου ακινήτου. Συνεπώς, κατά το μέρος που κρίθηκαν
παραδεκτές και νόμιμες η αίτηση και οι προαναφερόμενες ανταιτήσεις
των καθών η αίτηση και των κυρίως παρεμβαινόντων,
πρέπει αυτές να εξετασθούν και ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα..
Τέλος,
αποδείχθηκε ότι τα εναπομείναντα μετά την απαλλοτρίωση τμήματα των ακινήτων,
των οποίων φέρονται ιδιοκτήτες οι απαιτούντες, δεν ωφελούνται από την κατασκευή
του συγκεκριμένου έργου, καθόσον η Εγνατία Οδός κατασκευάζεται ως κλειστός
αυτοκινητόδρομος με μεταλλικά στηθαία ασφαλείας, που στο συγκεκριμένο τμήμα θα
είναι υπερυψωμένος λόγω της κατασκευής κόμβου και συνεπώς τα εναπομείναντα
τμήματα θα στερούνται άμεσης πρόσβασης στην οδό αυτή. Συνεπώς, πέραν της
έμμεσης ωφέλειας που θα προκύψει από την ολοκλήρωση του έργου για τους ανταιτούντες αλλά και για τους υπόλοιπους κατοίκους της
περιοχής και τους χρήστες της οδού, οι ανταιτούντες
δεν θα αποκτήσουν άμεση ωφέλεια. Κατά συνέπεια δεν είναι ωφελούμενοι παρόδιοι
ιδιοκτήτες και συνεπώς δεν υποχρεούνται σε αποζημίωση τρίτων ιδιοκτησιών, ούτε
σε αυτοαποζημίωση. Επομένως, πρέπει ναγίνει δεκτό ως ουσία βάσιμο το αίτημα των: 1) ΠΖ., Α.Ζ., Ζ.Ζ.
για τα υπ' αριθμ. ΚΠ193,195,196 ακίνητα, 2) Σ.Γ. για
το υπ'αριθμό ΚΓΠ 94
ακίνητο, 3) A.M. για το υπ' αριθμ. ΚΠ194 ακίνητο, 4. Σ.Σ. για το υπ' αριθμ. ΚΠ196 ακίνητο, 5) Α.Α., Γ.Α., Ν.Α., Χ.Α.,
για το υπ' αριθμ. ΚΓΤΙ98 ακίνητο, 6) Χ.Ζ., Μ.Κ., Ι.Κ, Γ.Κ.,
Ν.Τ και XI. για το υπ'
αριθ. ΚΠ199 ακίνητο, 7) A.M. καιΔ.Μ.
για το υπ' αριθμ. ΚΠ200 ακίνητο, 8) Α.Ν, Α.Ν. για το υπ' αριθμ. ΚΠ201 ακίνητο, 9) Ε.Π για το υπ αριθμ. 201 ακίνητο, 10) 0.Λ γα το υπ' αριθμ.
ΚΠ203 ακίνητο, 11) Α.Ξ., Μ.Ξ.,
Α.Ξ., Ι.Κ., Α.Κ. και Ζ.Κ. για το υπ' αριθμ.
ΚΠ302 ακίνητο και 12) Δ.Τ. για το υπ' αριθμ. ΚΠ221
ακίνητο, και να αναγνωρισθεί ότι οι ανωτέρω δεν υποχρεούνται σε αποζημίωση
τρίτων ιδιοκτησιών, ούτε σε αυτοαποζημίωση.