ΜΠρΧαλκίδας 30/2009
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κτηματολόγιο - Αίτηση διόρθωσης ανακριβούς πρώτης
εγγραφής με την ένδειξη «άγνωστος ιδιοκτήτης» - Ενωση προσώπων χωρίς νομική
προσωπικότητα -.
Ασκείται ενώπιον του
κτηματολογικού δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου, που δικάζει κατά την
εκούσια δικαιοδοσία. Αντικείμενο της δίκης είναι η διαπίστωση της ύπαρξης του
σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η διόρθωση της ανακριβούς
πρώτης εγγραφής, σύμφωνα με τη διαπίστωση αυτή, χωρίς τη διάγνωση κανενός
αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή «άγνωστου ιδιοκτήτη» δεν ενέχει
τέτοια αμφισβήτηση αλλά ακριβώς την έλλειψη διαπίστωσης του υπάρχοντος
δικαιώματος. Απορρίπτεται το αίτημα περί αναγνώρισης της κυριότητας, διότι εν
προκειμένω δεν διεξάγεται διαγνωστική δίκη για την αυθεντική διάγνωση του
εμπράγματου δικαιώματος του αιτούντος, ανεξαρτήτως ότι ελέγχεται ως προϋπόθεση
η ύπαρξη του δικαιώματος αυτού. Εξάλλου η αναγνώριση προϋποθέτει αμφισβήτηση, η
οποία δεν νοείται κατά την εκούσια δικαιοδοσία. Απορρίπτεται η αίτηση διόρθωσης
επί τη βάσει δικαιώματος κυριότητας θεμελιωμένου σε έκτακτη χρησικτησία, διότι
ενέχει διάγνωση δικαιώματος και υπάγεται στην αμφισβητούμενη δικαιοδοσία. Για
τη σύστασή ένωσης προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα δεν απαιτείται η τήρηση
κάποιου τύπου ούτε η διαδικασία που προβλέπεται για τα σωματεία.
Αντιδιαστέλλεται από την εταιρία, επειδή έχει σωματειακή οργάνωση και οι
μεταβολές σε ένα μέλος δεν επηρεάζουν τη λειτουργία της ένωσης. Διαφέρει από το
σωματείο στην έλλειψη νομικής προσωπικότητας. Οι διατάξεις για τα σωματεία
εφαρμόζονται αναλογικά. Μετά τη μετατροπή της σε σωματείο, η μεταβίβαση της
περιουσίας που απέκτησε μεταβιβάζεται στο σωματείο κατά τις κοινές διατάξεις
από τους εκκαθαριστές της ένωσης. Το σωματείο δεν αποτελεί οιονεί καθολικό
διάδοχο της ένωσης.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη
του άρθρου 1 παρ. 2 εδ. α' του ν. 2664/1998, στο κτηματολόγιο καταχωρίζονται
νομικές και τεχνικές πληροφορίες που αποσκοπούν στον ακριβή καθορισμό των ορίων
των ακινήτων και στη δημοσιότητα των εγγραπτέων στα κτηματολογικά βιβλία
δικαιωμάτων και βαρών, με τρόπο που διασφαλίζει τη δημόσια πίστη,
προστατεύοντας κάθε καλόπιστο συναλλασσόμενο που στηρίζεται στις κτηματολογικές
εγγραφές, κατά, δε τη διάταξη της παραγράφου 3 εδ. α' και β' του ίδιου άρθρου,
από την έναρξη ισχύος του κτηματολογίου σε καθεμία από τις κατά το ν. 2308/1995
κτηματογραφούμενες περιοχές αντικαθίσταται το υφιστάμενο έως τότε στις περιοχές
αυτές σύστημα μεταγραφών και υποθηκών. Η ημερομηνία έναρξης της ισχύος του
ορίζεται για καθεμία από τις κτηματογραφούμενες περιοχές με απόφαση του
Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, αμέσως μετά την ολοκλήρωση
των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία και την τήρηση των προβλεπόμενων
στη διάταξη αυτή διατυπώσεων. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 και 2 του
ν. 2664/1998, όπως αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο πέμπτο του νόμου
3559/2007 (ΦΕΚ Α' 102/14.5.2007) ορίζεται ότι: «1. Πρώτες εγγραφές είναι
εκείνες που καταχωρίζονται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά
μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες, σύμφωνα με την παράγραφο 2 περίπτωση
β' του άρθρου 3. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε
μεταγενέστερη εγγραφή, υπόκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου. 2. Σε
περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του
αρμόδιου καθ' ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος
που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά, της
πρώτης εγγραφής. Η αγωγή, αναγνωριστική ή διεκδικητική, ασκείται από όποιον
έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία οκτώ (8) ετών, εκτός αν
πρόκειται για το Ελληνικό Δημόσιο και για μόνιμους κατοίκους εξωτερικού ή
εργαζόμενους μόνιμα στο εξωτερικό κατά τη λήξη της οκταετούς αυτής προθεσμίας,
για τους οποίους η προθεσμία άσκησης της αγωγής είναι δέκα (10) ετών. Για
πρόσωπα των δύο τελευταίων κατηγοριών, που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα κατά την
τελευταία διετία της οκταετούς κατά τα ως άνω προθεσμίας, η προθεσμία για την
άσκηση της αγωγής δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο διετίας από την
οριστική εγκατάστασή τους στην Ελλάδα». Η αποκλειστική προθεσμία αυτής της
παραγράφου αρχίζει από τη δημοσίευση, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, της
απόφασης του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, που προβλέπει
το άρθρο 1 παράγραφος 3. Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφόμενου ως
δικαιούχου του δικαιώματος στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών
του διαδόχων και κοινοποιείται, με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως, στον
Προϊστάμενο του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου. Σε περίπτωση ειδικής διαδοχής
στο δικαίωμα στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή, η αγωγή πρέπει να στραφεί τόσο
κατά του φερόμενου με την πρώτη εγγραφή ως δικαιούχου ή των καθολικών του διαδόχων
όσο και κατά του ειδικού διαδόχου αυτού». Περαιτέρω, στην παρ. 3 περ. α' του ως
άνω άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3481/2006,
ορίζεται ότι στην περίπτωση των αρχικών εγγραφών με την ένδειξη «άγνωστου
ιδιοκτήτη» κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 9, δηλαδή στην περίπτωση
ακινήτων που δεν έχουν εγγραφεί ως ανήκοντα σε ορισμένο πρόσωπο, αντί της
προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου αγωγής, η διόρθωση μπορεί να
ζητηθεί με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο
δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας
του ακινήτου και, μέχρις ότου ορισθεί αυτός, στο Μονομελές Πρωτοδικείο της
τοποθεσίας του ακινήτου, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας
δικαιοδοσίας. Εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την κατάθεσή της και επί
ποινή απαραδέκτου, η αίτηση αυτή κοινοποιείται από τον αιτούντα στο Ελληνικό
Δημόσιο και εγγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Τα ανωτέρω ισχύουν
και στην περίπτωση της κύριας παρέμβασης. Εάν στο κτηματολογικό φύλλο του
ακινήτου έχουν ήδη καταχωρισθεί και άλλες αιτήσεις ή κύριες παρεμβάσεις με
αντίστοιχο περιεχόμενο, η μεταγενέστερη αίτηση κοινοποιείται από τον αιτούντα
επί ποινή απαραδέκτου και εντός της ως άνω προθεσμίας στους προηγούμενους
αιτούντες ή κυρίως παρεμβαίνοντες. Η κοινοποίηση της αιτήσεως στις ανωτέρω
περιπτώσεις γίνεται με επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της. Εφόσον η αίτηση
γίνει τελεσιδίκως δεκτή, διορθώνεται η εγγραφή. Εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω
ή ουσία αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου
υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού. Η κατάθεση και
κοινοποίηση, σύμφωνα με τα παραπάνω, της αίτησης για τη διόρθωση της εγγραφής
διακόπτει την προθεσμία για την έγερση της αγωγής της παραγράφου 2 του άρθρου
αυτού. Η προθεσμία που διακόπηκε θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο αιτών
παραιτηθεί από την αίτηση, ή αν αυτή απορριφθεί τελεσιδίκως για οποιονδήποτε
λόγο. Με την αίτηση της παραγράφου 3 εδ. α' και β' του άρθρου 1 του ν.
2664/1998 μπορεί να ζητηθεί η δι-όρθωση της εγγραφής και στην περίπτωση που ο
αιτών επι-καλείται ως τίτλο κτήσης πράξη μεταγραπτέα κατά το άρθρο 1192 αρ. 1 -
4 του ΑΚ, η οποία δεν έχει μεταγραφεί στο υποθηκοφυλακείο. Στην περίπτωση αυτή,
με την αίτηση ζητείται η διόρθωση της πρώτης εγγραφής και η καταχώρηση του
δικαιώματος στον φερόμενο στο μη μεταγεγραμένο τίτλο ως αποκτώντα, εφόσον
συντρέχουν όλες οι κατά το ουσιαστικό δίκαιο προϋποθέσεις για την κτήση του
δικαιώματος». Από τις συνδυασμένες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι, στην
περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, όταν
με την ανακριβή εγγραφή φέρεται το ακίνητο ως «άγνωστου ιδιοκτήτη», όποιος
ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, ασκεί αίτηση ενώπιον
του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου (και μέχρι να οριστεί
στο Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας του ακινήτου), που δικάζει κατά τη
διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, προκειμένου να ζητήσει τη διόρθωση της
ανακριβούς πρώτης εγγραφής. Αντικείμενο της δίκης αυτής είναι η διαπίστωση της
ύπαρξης του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η διόρθωση της
ανακριβούς πρώτης εγγραφής σύμφωνα με αυτήν τη διαπίστωση, χωρίς τη διάγνωση
κανενός αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή «άγνωστου ιδιοκτήτη» δεν
ενέχει τέτοια αμφισβήτηση, αλλά ακριβώς την έλλειψη διαπίστωσης του υπάρχοντος
δικαιώματος. Συνακόλουθα του παραπάνω αντικειμένου της δίκης είναι τα εξής: α')
ο νόμος δεν προβλέπει την απεύθυνση της ως άνω αίτησης εναντίον οποιουδήποτε,
όπως του Ελληνικού Δημοσίου, του Οργανισμού Κτηματογραφήσεων και Χαρτογραφήσεων
Ελλάδος (ΟΚΧΕ), του Προϊσταμένου του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου ή άλλου,
αν τυχόν δε απευθυνθεί αυτή εναντίον τρίτου, δεν καθίσταται ο τελευταίος
διάδικος από το γεγονός και μόνον τούτο και β') δεν απαιτείται να ζητηθεί με
την εν λόγω αίτηση η αναγνώριση δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή
πρώτη εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, ούτε να περιληφθεί
αντίστοιχη διάταξη στην απόφαση που θα εκδοθεί, καθώς αντικείμενο της δίκης που
ανοίγεται δεν είναι η αυθεντική διάγνωση δικαιώματος που αμφισβητείται,
ανεξαρτήτως του ότι ελέγχεται ως προϋπόθεση η ύπαρξη συγκεκριμένου δικαιώματος
για τη ζητούμενη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς όμως να
καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου. Τα ανωτέρω προκύπτουν και από την
προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 2664/1998, όπως
αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 3481/2006, η οποία
αναφέρεται μόνο στη διόρθωση της πρώτης εγγραφής και όχι και στην αναγνώριση
του δικαιώματος που προσβάλλεται με την εγγραφή αυτή, όπως προβλέπει η διάταξη
του άρθρου 6 παρ. 2 του νόμου 2664/1998 στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης
δικαιοδοσίας (ΕφΑθ 4502/2007 ΝοΒ 2008.86, ΜονΠρΑθ 3886/2008 Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών Νόμος, ΜονΠρΑθ 2009/2007 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, ΜονΠρΑθ
1052/2007 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος). Τέλος, ο νόμος με τις διατάξεις
των άρθρων 78 έως 106 ΑΚ ρυθμίζει τα των σωματείων, ήτοι της ένωσης είκοσι (20)
τουλάχιστον φυσικών προσώπων που επιδιώκει σκοπό μη κερδοσκοπικό και έχει
νομική προσωπικότητα, την οποία αποκτά κατόπιν δικαστικής απόφασης και εφόσον
συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις που διαγράφονται από το νόμο, ενώ με τη
διάταξη του άρθρου 107 ΑΚ ρυθμίζει τα των ενώσεων προσώπων που δεν αποτελούν
σωματεία, η ύπαρξη των οποίων προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3
του Συντάγματος και η οποία (πρόβλεψη) προκαλεί και την ανάγκη ρύθμισης των
εννόμων σχέσεων που η, παραδεκτή κατά το Σύνταγμα, ύπαρξη και δράση τους
προκαλεί. Όμως η διάταξη αυτή του άρθρου 107 ΑΚ δεν προσδιορίζει επαρκώς την
έκταση της δικαστικής προστασίας των μελών των ενώσεων αυτών προσώπων, διότι
προβλέπει μόνον ότι, εάν δεν ορίζεται άλλως, εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις
εταιρίες και ότι εάν η ένωση αυτή μετατραπεί σε σωματείο, η μεταβίβαση της
περιουσίας στο τελευταίο γίνεται κατά τις κοινές διατάξεις και δεν θεωρείται
ότι επήλθε καθολική διαδοχή. Προϋπόθεση υπαγωγής νομικού μορφώματος στην έννοια
της ένωσης προσώπων του άρθρου 107 ΑΚ είναι, η ένωση που στερείται νομική
προσωπικότητα να απαρτίζεται από πλείονα του ενός πρόσωπα, να μην είναι
ευκαιριακή, να επιδιώκει ορισμένο σκοπό, να έχει σωματειακή οργάνωση, να
εμφανίζεται στις (υπό ευρεία έννοια) συναλλαγές ως ενότητα και κατά τη δομή της
η υπόστασή της να διατηρείται ανεξάρτητη από τις μεταβολές των προσώπων - μελών
της. Το τελευταίο τούτο την αντιδιαστέλλει από την εταιρία, επειδή επί εταιρίας
οι συμβαλλόμενοι ως μέλη αποδίδουν προέχουσα σημασία το προσωπικό στοιχείο των
μελών της και, συνεπώς, κατά κανόνα (άρθρα 773, 775, 766 ΑΚ), οι μεταβολές που
επέρχονται στο πρόσωπο εταίρου ή και η διά καταγγελίας αποχώρησή του, επιφέρουν
τη λύση της εταιρίας (ενώ στην απλή ένωση προσώπων η σχέση των μελών μεταξύ
τους είναι σωματειακής υφής και συνεπώς ο θάνατος, η δικαστική συμπαράσταση, η
πτώχευση ή η αποχώρηση του μέλους δεν επηρεάζει την υπόσταση της ένωσης, αλλά
περιορίζεται μόνο στο μέλος αυτό), πέραν του ότι στην εταιρία δημιουργείται
ενοχικός δεσμός μεταξύ των μελών της, ο οποίος δεν είναι διακριτός, αλλ' ούτε
και ευχερώς νοητός στην ένωση προσώπων, όπου ο δεσμός έχει σωματειακή υφή,
ακριβώς λόγω της μακροχρονίου διαρκείας του και της κατά τα ανωτέρω επιβιώσεως
του νομικού μορφώματος και πέραν της ιδιότητος των ιδρυτικών μελών ως τοιούτων,
ακόμη δε και μετά τον θάνατο των τελευταίων. Όμως πέραν των ανωτέρω η
κεφαλαιώδης διαφορά του προβλεπομένου από το άρθρο 7Β ΑΚ σωματείου και της άνω
ένωσης προσώπων είναι η νομική προσωπικότητα του πρώτου και συνεπώς η ένωση
προσώπων στερείται παν ό,τι προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής προσωπικότητας, ενώ
κατά τα λοιπά η ένωση προσώπων αναγκαίως έχει εσωτερική οργάνωση και συνεπώς
διατάξεις που αφορούν τα σωματεία, κατ' αρχήν, εφαρμόζονται και στην ένωση
προσώπων, εκτός εκείνων που προϋποθέτουν νομική προσωπικότητα. Και ναι μεν η
διάταξη του άρθρου 107 ΑΚ ορίζει και μάλιστα αδιαστίκτως ότι επί ένωσης προσώπων
εφαρμόζονται οι διατάξεις περί των εταιριών, εφόσον δεν ορίζεται κάτι άλλο,
αλλά βάσει των ανωτέρω παραδοχών η ένωση προσώπων ρυθμίζεται βάσει των
διατάξεων περί σωματείων, περί εταιριών και των σχετικών συμφωνιών των μερών,
ως εκ της φύσης της ενώσεως προσώπων ως ενός μορφώματος μεταξύ σωματείου και
εταιρίας. Επειδή για τη σύσταση της ένωσης δεν απαιτούνται μεν οι αναγκαίες
διατυπώσεις σύστασης σωματείου (συστατική πράξη, καταστατικό και δικαστική
απόφαση), αλλ' αρκεί η συμφωνία των ιδρυτών, στην οποία περιέχονται οι κανόνες
οργάνωσης (όργανα της ένωσης και καταστατικό λειτουργίας της), η ιδιότητα του
μέλους, από την οποία πηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις, αποκτάται είτε από
την αρχή κατά τη σύσταση είτε με μεταγενέστερη προσχώρηση κατά τους όρους του
αναγκαίως εν τοις πράγμασι συμφωνηθέντος καταστατικού. Δηλαδή, η αναγνωριζομένη
από το Σύνταγμα, οργάνωση της ένωσης προσώπων έχει ως θεμέλιο τη σχετική
συμφωνία των ιδρυτικών μελών (περί την ίδρυση και τη λειτουργία της, περί την
επωνυμία, περί τη συγκρότηση της διοίκησης αλλά και περί την πειθαρχική
διαδικασία) αλλά και τις «οιονεί προσχωρήσεις» των επιγενομένων τοιούτων (ΑΠ
511/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος). Ειδικότερα δε, σε περίπτωση
μετατροπής της ένωσης σε σωματείο δημιουργείται νέο πρόσωπο, διάφορο του πρώτου
και συνεπώς δεν θεωρείται το νέο πρόσωπο οιονεί καθολικός διάδοχος του πρώτου
και συνακόλουθα φορέας της περιουσίας του, όπως σαφώς προκύπτει από τη διάταξη
του άρθρου 107 παρ. 2 ΑΚ. Συνεπώς, για τη μεταβίβαση της περιουσίας στο νέο
πρόσωπο απαιτείται η τήρηση των κοινών διατάξεων, δη-λαδή οι απαιτήσεις πρέπει
να εκχωρηθούν στο σωματείο, τα πράγματα να παραδοθούν, η κυριότητα των ακινήτων
να μεταβιβασθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή. Η μεταβίβαση γίνεται
από εκκαθαριστές της ένωσης, οι οποίοι ενεργούν και ως πληρεξούσιοι των μελών
της (Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, τόμος Α', σελ. 518).
Στην προκείμενη
περίπτωση, το αιτούν εκθέτει με την κρινόμενη αίτηση, κατ' ορθή εκτίμηση των
διαλαμβανομένων σ' αυτήν, ότι τυγχάνει αποκλειστικό κύριο δύο γειτονικών
ακινήτων, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται κατά θέση, έκταση και όρια στην υπό
κρίση αίτηση. Τα ανωτέρω ακίνητα εμφαίνονται στα οικεία κτηματολογικά φύλλα με
ΚΑΕΚ **** και ****, αντίστοιχα, περιήλθαν δε σε εκείνο με παράγωγο τρόπο, άλλως
με χρησικτησία, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην κρινόμενη αίτηση. Το αιτούν
παρέλειψε, λόγω άγνοιας για την τηρούμενη διαδικασία, να υποβάλει εντός των
προβλεπόμενων προθεσμιών στο αρμόδιο κτηματολογικό γραφείο τις απαιτούμενες
δηλώσεις και απαραίτητα έγγραφα για το εμπράγματο δικαίωμά του στα ανωτέρω
ακίνητα, με αποτέλεσμα αυτά να εμφαίνονται ως «αγνώστου» ιδιοκτήτη. Με βάση το
ιστορικό αυτό, και επικαλούμενο άμεσο έννομο συμφέρον, ζητεί: 1) να
αναγνωρισθεί αποκλειστικό κύριο των επίδικων ακινήτων, 2) να διορθωθεί η
ανακριβής πρώτη εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου
Χαλκίδας, ώστε να εμφαίνεται ότι είναι αποκλειστικό κύριο των επίδικων ακινήτων
και 3) να εμφαίνονται τα επίδικα ακίνητα στα οικεία κτηματολογικά φύλλα ως ένα
ενιαίο ακίνητο, με τη χορήγηση νέου αποκλειστικού ΚΑΕΚ. Με το ανωτέρω
περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αίτηση παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον αυτού
του Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ' ύλην (άρθρο 6 παρ. 3 του ν. 2664/1998, όπως
ισχύει μετά την τροποποίησή του με το νόμο 3481/2006) και κατά τόπο (άρθρο 29
του ΚΠολΔ) αρμόδιο, για να συζητηθεί κατά τη διαδικασία της εκούσιας
δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. του ΚΠολΔ). Η αίτηση είναι επαρκώς ορισμένη και
νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2, 4, 6 παρ. 1 και 3, 9 παρ. 1,
11, 12, 23 του ν. 2664/1998, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το νόμο
3481/2006, 513, 1033, 1192, 1198 ΑΚ και 68 ΚΠολΔ, πλην αφενός μεν της
επικουρικής βάσης της κρινόμενης αίτησης περί κτήσης της κυριότητας των ως άνω
ακινήτων, η οποία εδράζεται στη χρησικτησία, αφού το αιτούν δεν δικαιούται,
σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη στην αρχή της παρούσας, να ζητήσει
με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής των
κτηματολογικών φύλλων, αφετέρου δε των αιτημάτων 1) να αναγνωρισθεί το δικαίωμα
αποκλειστικής κυριότητας του αιτούντος στα επίδικα ακίνητα, διότι, στην
προκείμενη περίπτωση, δεν διεξάγεται, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα
σκέψη στην αρχή της παρούσας, διαγνωστική δίκη για την αυθεντική διάγνωση του
εμπραγμάτου δικαιώματός του (αιτούντος) στα ακίνητα, δηλαδή του δικαιώματος της
αποκλειστικής κυριότητάς του, ανεξαρτήτως του ότι ελέγχεται, ως προϋπόθεση, η
ύπαρξη συγκεκριμένου εμπραγμάτου δικαιώματος για τη ζητούμενη διόρθωση της
ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς όμως η σχετική κρίση να καλύπτεται με ισχύ
δεδικασμένου και χωρίς να διαλαμβάνεται σχετική διάταξη στην εκδοθησόμενη
απόφαση και 2) να εμφαίνονται τα επίδικα ως ενιαίο ακίνητο και να χορηγηθεί
αποκλειστικός ΚΑΕΚ που θα το αφορά, διότι αυτό δεν προβλέπεται από το νόμο, ενώ
δεν γίνεται επίκληση σχετικού συμβολαιογραφικού εγγράφου μεταγεγραμμένου περί
συνένωσης των επίδικων ακινήτων. Επομένως η κρινόμενη αίτηση, κατά το μέρος που
κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική
βασιμότητά της, εφόσον για το παραδεκτό της αυτή καταχωρήθηκε, νόμιμα και
εμπρόθεσμα, την 8.12.2008, στο οικείο κτηματολογικό φύλλο με αριθμό καταχώρισης
7413 (βλ. το με αριθμό πρωτοκόλλου 7413/8.12.2008 πιστοποιητικό καταχώρισης
εγγραπτέας πράξης του Κτηματολογικού Γραφείου Χαλκίδας) και κοινοποιήθηκε,
νόμιμα και εμπρόθεσμα, εντός είκοσι ημερών από την κατάθεσή της, την 3.12.2008,
στο Ελ-ληνικό Δημόσιο.
Από την εκτίμηση της
ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του αιτούντος, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο
αυτού του Δικαστηρίου και διαλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την πα-ρούσα απόφαση
πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, καθώς και από τα έγγραφα που προσκομίζει το
αιτούν, τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε ως βάση
συναγωγής δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επετράπη η εξέταση μαρτύρων (άρθρα 336
παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), καθώς και από τα πασίγνωστα πραγματικά γεγονότα και
τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη
από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα
πραγματικά περιστατικά: με το με αριθμό 3759/28.9.1931 συμβόλαιο του
συμβολαιογράφου Χαλκίδας Γ. Ζ., το οποίο έχει μεταγραφεί νόμιμα την 29.9.1931
στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Χαλκίδας στον τόμο ... και αριθμό
...., ο Ι. Β. προέβη στην αγορά ενός ακινήτου, όπως αναφέρεται στο ως άνω
συμβόλαιο, «διά λογαριασμόν του εν Χαλκίδι παραρτήματος [...] παρ' ού εν
Χαλκίδι παραρτήματος επιφυλάσσεται (δηλ. ο Ι. Β.) να ζητήσει την πληρωμήν του
υπ' αυτού καταβληθέντος τιμήματος διά την πραγματοποιηθείσαν ... αγοράν και με
το οποίον τίμημα των δραχμών τεσσαράκοντα χιλιάδων (αριθ. 40.000) εχρέωσε το
μνησθέν παράρτημα διά λογαριασμόν του οποίου ως ελέχθη ενήργησε διά του παρόντος
την διαληφθείσαν αγορά». Στη συνέχεια, με το με αριθμό 71/21.1.1935 πρακτικό
του ως άνω παραρτήματος, εξουσιοδοτήθηκαν οι Σ. Κ., πρόεδρος και Π. Γ., γενικός
γραμματέας, να υπογράψουν συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής της προαναφερόμενης
αγοράς, όπως και έγινε με τη σύνταξη του με αριθμό 2581/4.2.1935 συμβολαίου του
συμβολαιογράφου Χαλκίδας Γ. Κ., το οποίο έχει μεταγραφεί νόμιμα την 5.2.1935
στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Χαλκίδας στον τόμο ... και αριθμό
... . Επίσης, με το με αριθμό 2604/1.3.1935 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου
Χαλκίδας Γ. Κ., το οποίο έχει μεταγραφεί νόμιμα την 2.3.1935 στα βιβλία
μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Χαλκίδας στον τόμο ... και αριθμό ..., οι
προαναφερόμενοι Σ. Κ. και Π. Γ., σύμφωνα με το με αριθμό 73/14.2.1935 πρακτικό,
προέβησαν στην αγορά ενός ακινήτου, όπως αναφέρεται στο ως άνω συμβόλαιο,
«ενεργούντες εν προκειμένω ως εκπρόσωποι του εν Χαλκίδι παραρτήματος...», το δε
συμφωνηθέν τίμημα των 32.000 δραχμών ο πωλητής «δέχεται να λάβη παρά του
αγοράζοντος παραρτήματος εντός τριών (3) ετών από σήμερον άνευ τόκων...». Τα
επίδικα δύο ακίνητα είναι όμορα και έχουν λάβει ΚΑΕΚ **** και ****, έκτασης,
σύμφωνα με το οικείο κτηματολογικό φύλλο, 393 τ.μ. και 239 τ.μ., αντίστοιχα. Το
αιτούν αναγνωρίσθηκε με την με αριθμό 254/2008 απόφαση του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Χαλκίδας. Στο πρώτο άρθρο του καταστατικού που διέπει τη
λειτουργία του αναφέρεται ότι το αιτούν «αποτελεί μετατροπή της από το 1926
στην ίδια έδρα λειτουργούσης ενώσεως προσώπων με την ίδιαν επωνυμίαν». Επομένως,
σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η μετατροπή της
ένωσης των προσώπων «....» σε σωματείο (δηλαδή του αιτούντος) δημιούργησε νέο
πρόσωπο, διάφορο του πρώτου και συνεπώς το αιτούν δεν θεωρείται οιονεί
καθολικός διάδοχος του πρώτου και συνακόλουθα φορέας της περιουσίας του, όπως
σαφώς προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 107 παρ. 2 ΑΚ. Συνεπώς, για τη
μεταβίβαση της περιουσίας της ένωσης στο αιτούν (δηλαδή των επίδικων
προαναφερόμενων ακινήτων) απαιτείται η τήρηση των κοινών διατάξεων, δηλαδή η
κυριότητα των ακινήτων πρέπει να μεταβιβασθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και
μεταγραφή. Από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι η κυριότητα των
επίδικων ακινήτων μεταβιβάσθηκε από τους εκκαθαριστές της ένωσης στο αιτούν με
συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή, ούτε το αιτούν επικαλείται σχετικές
συμβολαιογραφικές πράξεις. Επομένως, κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη
αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεδομένου ότι δεν
αποδείχθηκε ότι το αιτούν είναι έγινε κύριο των επίδικων όμορων ακινήτων με
ΚΑΕΚ **** και ***** με παράγωγο τρόπο.