ΜΠρΘεσ 32056/2006

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Κτηματολόγιο - Αγωγή διόρθωσης πρώτης εγγραφής - Πρακτικό συμβιβαστικής επίλυσης διαφοράς -.

 

Το πρακτικό συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς που επικυρώνεται από τον πρόεδρο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου εξομοιώνεται με πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού το οποίο αναπληρώνει τον συμβολαιογραφικό τύπο, μεταγράφεται και είναι εκτελεστό. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ελέγχει μόνον αν η διαφορά είναι δεκτική συμβιβασμού και αν το πρακτικό είναι χρονολογημένο και υπογεγραμμένο. Έλεγχος νομιμότητας από τον προϊστάμενο του κτηματολογικού γραφείου πριν από την καταχώρηση της εγγραπτέας πράξης - περιεχόμενο. Δεν μπορεί να επεκταθεί σε έλεγχο του νόμω και ουσία βάσιμου της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η εγγραπτέα πράξη (δικαστική απόφαση ή πρακτικό συμβιβασμού) ούτε πολύ περισσότερο σε έλεγχο της ουσιαστικής ορθότητας της πράξης. ʼρνηση της προϊσταμένης του κτηματολογικού γραφείου να προβεί σε διόρθωση εγγραφής επί τη βάσει πρακτικού συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, με την αιτιολογία ότι αυτό θα μπορούσε να καταχωρισθεί ως μεταγενέστερη εγγραφή και όχι ως διόρθωση πρώτης εγγραφής. Μη νόμιμη η άρνηση. Δεκτή η αίτηση.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

ΜονΠρΘεσ 32056/2006

(Απόσπασμα)... Με την υπό κρίση με αριθμό καταθέσεως 18734/18.4.2006 αίτηση τους, οι αιτούντες, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον ως δικαιούχοι εγγραπτέων δικαιωμάτων στα κτηματολογικά βιβλία, προβάλλουν τις αντιρρήσεις τους κατά της από 20.3.2006 αρνητικής αποφάσεως της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου Καλαμαριάς και ζητούν να διαταχθεί η τελευταία να καταχωρήσει στα οικεία κτηματολογικά φύλλα με ΚΑΕΚ 19 043 17 05, 025/0/0, 19 043 17 06 005/0/0 και 19 043 12 07 012/0/0 το υπ' αριθμόν 4/2006 πρακτικό συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.

 

 

Η υπό κρίση αίτηση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της Κτηματολογικού Δικαστή κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 16 παρ. 5 του ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει σήμερα), είναι εμπρόθεσμη - δηλ. κατατέθηκε εντός 15νθημέρου (4.4.2006 έλαβαν γνώση της αρνητικής πράξεως οι αιτούντες και 18.4.2006 κατατέθηκαν οι αντιρρήσεις) και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 11 παρ. 4, 12 παρ. 1ιβ’, 13 παρ. 1, 14, 16 παρ. 1, 2 και 4α' του ν. 2664/1998, όπως συμπληρώθηκε με το ν. 3127/2003, 746 παρ. 2 και 791 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζητήσεως καταχωρήθησαν κατ' άρθρο 16 παρ. 5 εδ. γ' του ν. 2664/1998, μετά την τελευταία κωδικοποίηση του το 2003, οι υπό κρίση αντιρρήσεις - αίτηση στα οικεία κτηματολογικά φύλλα (βλ. υπ' αριθμόν 53/7/5646/19.4.2006 πιστοποιητικό του Κτηματολογικού Γραφείου Καλαμαριάς).

 

 

Με το άρθρο 214Α του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 6 του ν. 2479/1997, ρυθμίστηκε σύμφωνα με τη Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης R(86) 12 της 16.12.1986, ο δικονομικός θεσμός της απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης των δια-φορών ως υποχρεωτική προδικασία της δίκης, με στόχο - στα πλαίσια του πνεύματος επιτάχυνσης της απονομής της δικαιοσύνης - αφενός την ταχύτερη, απλούστερη και αφετέρου ουσιαστικότερη επίλυση ορισμένων από τις σοβαρότερες και δυσχερέστερες ιδιωτικές διαφορές αρμοδιότητας πολυμελούς πρωτοδικείου, καθότι οι διάδικοι και οι δικηγόροι τους, γνωρίζοντας καλύτερα από κάθε τρίτο την αλήθεια και τις ασθενείς πλευρές της απόψεως τους, δύνανται, αδέσμευτοι από δικονομικούς τύπους και από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, να εξεύρουν την αμοιβαίως συμφερότερη λύση. Η απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης είναι υποχρεωτική για αγωγές υπαγόμενες στην υλική αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου κατά την τακτική διαδικασία, εφόσον η διαφορά είναι δεκτική συμβιβασμού, και ως τέτοιες νοούνται - μεταξύ άλλων-και οι αγωγές προστασίας εμπραγμάτων δικαιωμάτων στις τελευταίες περιλαμβάνεται και η αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998, με την οποία ζητείται η αναγνώριση του εμπράγματου δικαιώματος του ενάγοντος και η διόρθωση της πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία, της οποίας (αγωγής) ο χαρακτήρας είναι διπλός, δηλαδή, αφενός της αναγνωριστικής (ή διεκδικητικής) της κυριότητας ακινήτου και αφετέρου της αίτησης διόρθωσης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία (ανάλογης της αίτησης της προβλεπομένης από το άρθρο 791 του ΚΠολΔ), η σχέση δε μεταξύ τους είναι αυτή του κυρίου και παρεπόμενου αιτήματος. Περαιτέρω, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 214Α του ΚΠολΔ, αφής στιγμής επιτεύχθηκε συμβιβασμός, συντάσσεται σχετικό πρακτικό, που ακολούθως επικυρώνεται από τον πρόεδρο του πολυμελούς πρωτοδικείου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η διαφορά. Μόνον από την επικύρωση αυτή η συμφωνία καθίσταται δεσμευτική από άποψη ουσιαστικού δικαίου και μόνον έκτοτε παράγει τα δικονομικά της αποτελέσματα, επιφέρει δηλ. κατάργηση της δίκης και «αποδεικνύει» το δικαίωμα που αναγνωρίσθηκε. Το συγκεκριμένο πρακτικό, μετά την επικύρωση του, εξομοιώνεται με πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού, το οποίο αναπληρώνει το συμβολαιογραφικό τύπο (ΟλΑΠ 2092/1986 ΝοΒ 1987.1629, ΜονΠρΑΘ 367/1995 Αρμ 1997.398) και σε περίπτώση που αφορά εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου μεταγράφεται κατ' άρθρο 1192 αρ. 1 του ΑΚ. 0 πρόεδρος του δικαστηρίου είναι υποχρεωμένος να διαπιστώσει μόνον α') αν η διαφορά ήταν δεκτική συμβιβασμού και β’) αν το πρακτικό είναι χρονολογημένο και υπογεγραμμένο από τους διαδίκους ή από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, αν είχαν αυτοί την ειδική κατά το άρθρο 98 του ΚΠολΔ πληρεξουσιότητα και να έχει συνταχθεί σε πρωτότυπα ισάριθμα προς τους αντιδικούντες διαδίκους ή ομάδες διαδίκων. Από την επικύρωση του πρακτικού επέρχεται κατάργηση της δίκης, είναι δυνατόν -σε περίπτωση καταψηφιστικής του διάταξης- να εξοπλισθεί τούτο με εκτελεστότητα και αφαιρεί από το δικαστή κάθε εξουσία για έκδοση αποφάσεως επί της διαφοράς ταύτης. Τέλος, προσβολή της περιληφθείσης στο πρακτικό συμβιβασμού συμφωνίας επίλυσης της διαφοράς επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις της παρ. 11 του άρθρου 214Α του ΚΠολΔ, δηλαδή λόγω ακυρότητας (178, 179 του ΑΚ) ή ακυρωσίας (ΑΚ 140 επ.), με αγωγή που εισάγεται ενώπιον του εφετείου εντός προθεσμίας 30 ημερών από την επίδοση της επικυρωτικής ως άνω πράξης του Προέδρου (βλ. Στ. Ματθίας, εις Νομ 2000.1545, Λάμπρο Κιτσαρά, Οι πρώτες εγγραφές στο Εθνικό Κτηματολόγιο, σελ. 215-218, ο οποίος συμπερασματικά καταλήγει ότι «ορθότερο είναι να γίνει δεκτό ότι η διόρθωση της εγγραφής γίνεται και επί τη βάσει του δικαστικού συμβιβασμού»). Επιπλέον, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2664/1998 έλεγχος νομιμότητας, στον οποίο υποχρεούται να προβεί ο προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου πριν από την καταχώριση εγγραπτέας πράξης, περιορίζεται στους τομείς που ορίζει περιοριστικά το εν λόγω άρθρο, ήτοι την κατά τόπον αρμοδιότητα αυτού (του Κτηματολογικού Γραφείου), την καταλληλότητα της εγγραπτέας πράξης - με την έννοια του ελέγχου της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεως για την επέλευση της επιδιωκόμενης με αυτήν μεταβολής (βλ. Εισηγητική Έκθεση του ν. 2664/1998 στο άρθρο 16), την εγκυρότητα των συνυποβαλλόμενων δικαιολογητικών και τη νομιμοποίηση του αιτούντος. Σε περίπτωση που η προς καταχώριση πράξη είναι δικαστική απόφαση ή το εξομοιούμενο με αυτήν ως προς τα αποτελέσματα πρακτικό εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς κατ' άρθρο 214Α του ΚΠολΔ, τότε ο ως άνω έλεγχος νομιμότητας δεν δύναται να επεκταθεί σε έλεγχο του νόμω και ουσία βάσιμου της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω προς καταχώρηση πράξη (δικαστική απόφαση ή πρακτικό συμβιβασμού) και πολύ περισσότερο της ορθότητας -νομικής και ουσιαστικής - της ίδιας αυτής της πράξης και τούτο διότι ο διενεργών τον έλεγχο νομιμότητας Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου -ακόμη και αν ήθελε δεχθεί κανείς την ιδιότητά του ως οιονεί δικαστικού οργάνου (βλ. Λ. Κιτσαρά, Οι πρώτες εγγραφές στο Εθνικό Κτηματολόγιο, σελ. 130), ιδιότητα που είναι ιδιαίτερα παράτολμο και επικίνδυνο να αποδοθεί με το ισχύον σήμερα στην Ελλάδα καθεστώς στους Προϊσταμένους των μεταβατικών κτηματολογικών γραφείων, που λειτουργικά ταυτίζονται με τους άμισθους υποθηκοφύλακες του προηγούμενου του κτηματολογίου καθεστώτος των μεταγραφών και δεν είναι δικαστές, όπως π.χ. Στο Κτηματολόγιο Δωδεκανήσου- να έχει μεγαλύτερη εξουσία ελέγχου της δικαστικής απόφασης ή του πρακτικού συμβιβασμού από ό,τι το ίδιο το Δικαστήριο, που αφής στιγμής επικυρωθεί το πρακτικό συμβιβασμού δεν μπορεί να ελέγξει το νόμω και ουσία βάσιμο της υπόθεσης.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση των εγγράφων που οι αιτούντες επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι αιτούντες άσκησαν κατά των 1) Ε. χήρας Α. Κ., 2) π. συζ. π. Δ., 3) π. Κ. του Α. και της Ε., 4) 0. χήρας Γ. Σ., 5) π. Σ. και 6) μ. Σ. - ως καθολικών διαδόχων του π. Κ. του Α. που αποβίωσε την 31.1.1944 στη θέρμη, τη με αριθμό καταθέσεως 4370/27.1.2006 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Τμήμα Εμπραγμάτου - Τμήμα Ζ), με την οποία ζήτησαν «Να αναγνωριστούν ως αποκλειστικοί κύριοι, νομείς και κάτοχοι, δυνάμει κληρονομικής διαδοχής, άλλως πως δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας των ανωτέρω περιγραφέντων υπ' αριθμ. 289, 1375 και 1377 κληροτεμαχίων κατά τα εξής ποσοστά εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας: Να διαταχθεί η διόρθωση, σύμφωνα με τα ανωτέρω εξ αδιαιρέτου ποσοστά συγκυριότητας των ανακριβών πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά φύλλα και τα λοιπά κτηματολογικά στοιχεία του Κτηματολογικού Γραφείου Καλαμαριάς των ανωτέρω ακινήτων και δη α') ... β…) ... γ')... και 1377 κληροτεμαχίων, δυνάμει των με αριθμό 3.667, 3.668 και 3.669/9.11.2005, 3.672/10.11.2005 και 3.667/9.11.2005 δηλώσεων αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Α. Χ. Ε. ποσοστά εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας καθενός τους στα ήδη εγγεγραμμένα στα κτηματολογικά φύλλα των ανωτέρω ακινήτων ποσοστά συγκυριότητας καθενός από τους ενάγοντες, του αναγραφόμενου ποσοστό του π. Κ. και με την αφαίρεση, στις περιπτώσεις των υπ' αριθμόν 4-6 εναγομένων (0. Κ., π. και μ. Σ.) από το αναγραφόμενο στα κτηματολογικά φύλλα ποσοστό εξ αδιαιρέτου κυριότητας καθενός εξ αυτών, εκείνου του μέρους, κατά το οποίο το δηλωθέν και καταχωρισθέν ποσοστό υπερβαίνει το τοιούτο δυνάμει των ανωτέρω δηλώσεων αποδοχής κληρονομιάς αποδεχθέν και με την προσθήκη αυτής της διαφοράς στα δικά τους (εναγόντων) ανωτέρω ποσοστά, σύμφωνα με τα κατωτέρω:... Η εν λόγω αγωγή προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 16.3.2007. Προ της συζητήσεως της αγωγής ταύτης προηγήθηκε την 10.2.2006, κατ' άρθρο 214Α του ΚΠολΔ, συνάντηση για τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, στην οποία παρέστησαν οι αιτούντες, υπό την ιδιότητα των εναγόντων μετά του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Κ. μ. οι 1η, 2η, 4ος, 5η, 6η, 7η, 9η και 10ος και διά οι λοιποί, αλλά και οι εναγόμενοι οι 2η, 3η, 5ος και 6ος μετά και οι υπόλοιποι διά του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Γ. μ: κατά τη συνάντηση αυτήν οι ανωτέρω συμφώνησαν να επιλύσουν συμβιβαστικά τη μετα-ξύ τους διαφορά ως εξής: «Α’) Οι εναγόμενοι αναγνωρίζουν το δικαίωμα της αποκλειστικής κυριότητας, νομής και κατοχής των εναγόντων επί των ακινήτων που αναφέρονται στο αιτητικό της παραπάνω αγωγής, όπως αυτό παρατίθεται ανωτέρω στο παρόν πρακτικό, και τα οποία ακίνητα αποδέχθηκαν οι ενάγοντες, όπως προαναφέρθηκε, με τις υπ’ αριθμ. 3.669/9.11.2005, 3.667/9.11.2005 και 3.672/10.11.2005 δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Α. Ε., κατά τα ποσοστά εξ αδιαιρέτου που αναφέρονται εκεί και δη ... μ…) Οι εναγόμενοι αποδέχονται το δικαίωμα των εναγόντων της καταχώρησης από το Κτηματολογικό Γραφείο Καλαμαριάς στα κτηματολογικά φύλλα των ανωτέρω περιγραφέντων ακινήτων α…) 289 (με ΚΑΕΚ ….), β…) 1375 (με ΚΑΕΚ ….) και γ..) 1377 (με ΚΑΕΚ …..) κληροτεμαχίων, των με αριθμό 3669/9.11.2005, 3667/9.11.2005 και 3672/10.11.2005 δηλώσεων αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Α. Χ. Ε., καθώς και το δικαίωμα των εναγόντων να ζητήσουν τη διόρθωση των πρώτων εγγραφών των κτηματολογικών φύλλων των παραπάνω ακινήτων με την εγγραφή και καταχώριση τους ως αποκλειστικών κυρίων, νομέων και κατόχων των ακινήτων αυτών, σύμφωνα με τα ανωτέρω εξ αδιαιρέτου ποσοστά συγκυριότητας τους και με τη διαγραφή από τα κτηματολογικά φύλλα των ιδίων ακινήτων του ανωτέρω δικαιοπαρόχου όλων (εναγόντων και εναγομένων) π. Κ και εκείνου του μέρους από τα εγγεγραμμένα ποσοστά εξ αδιαιρέτου των υπ' αριθ. 4-6 εναγομένων, το οποίο υπερβαίνει το ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας που αυτοί συμφώνησαν δυνάμει του ανωτέρω από 27.4.2005 και αποδέχθηκαν με την υπ' αριθμ. 3672/10.11.2005 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Α. Ε. 3. Η δικαστική δαπάνη συμφωνήθηκε να συμψηφισθεί». Το ανωτέρω πρακτικό συμβιβασμού υποβλήθηκε στον αρμόδιο Πρόεδρο Πρωτοδικών προς επικύρωση- πράγματι επικυρώθηκε και έλαβε αριθμό 4/2006. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγόντων, με τη με αρ. πρωτ. 6/3858/4.4.2006 αίτηση του ενώπιον του Κτηματολογικού Γραφείου Καλαμαριάς, ζήτησε να καταχωρηθεί το ως άνω πρακτικό συμβιβασμού (4/2006) στα οικεία κτηματολογικά φύλλα με ΚΑΕΚ …., …… και ……, συνυποβάλλοντας τα αναγκαία έγγραφα κατ' άρθρο 14 του ν. 2664/1998, μεταξύ των οποίων 1) την υπ' αριθμόν 3781/8.3.2006 συμβολαιογραφική πράξη ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Α. Ε. περί παραιτήσεως τόσο των εναγόντων όσο και των εναγομένων από το δικαίωμα αναγνώρισης ακυρότητας ή ακυρωσίας των περιληφθεισών στο ως άνω πρακτικό δηλώσεων βουλήσεως και 2) το υπ' αριθμόν 13/2006 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης περί μη καταθέσεως αγωγής κατά του ανωτέρω πρακτικού συμβιβασμού.

 

 

Η Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου Καλαμαριάς αρνήθηκε τη ζητούμενη καταχώρηση, εκθέτοντας τους λόγους της επί του από 20.3.2006 πρόσθετου φύλλου που επισυνάφθηκε στην αίτηση και γνωστοποιήθηκε την 4.4.2006 στον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόντων - αιτούντων (βλ. σχετική επισημείωση). Συγκεκριμένα, αρνήθηκε με την αιτιολογία ότι«... το πρακτικό εξώδικης επίλυσης συμβιβασμού δεν αποτελεί δικαστική απόφαση, αντιθέτως η διόρθωση της εγγραφής κατά τα άρθρα 6 παρ. 2 και 17 του ν. 2664/1998 απαιτεί έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης και δεν υπάρχει εξουσία διαθέσεως των συμβαλλομένων ως προς το διαπλαστικό αίτημα της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2, δεν μπορεί να γίνει διόρθωση της εγγραφής με βάση το πρακτικό συμβιβασμού εξώδικης επίλυσης της διαφοράς... α…) δεν μπορεί να ζητείται με το υπ' αριθμόν 4/2006 πρακτικό εξώδικης επίλυσης διαφοράς η καταχώριση στα κτηματολογικά φύλλα ως διορθώσεων της πρώτης εγγραφής κατ' άρθρο 7 παρ. 1 ν. 2664/1998 των υπ' αρ. 3669, 3672 και 3667/2005 δηλώσεων αποδοχής κληρονομικός της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Α. Ε., αφού ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του Κτηματολογικού Γραφείου Καλαμαριάς όσον αφορά το Δήμο Καλαμαριάς είναι η 18.7.2005, ενώ οι ως άνω αποδοχές συντάχθηκαν ήδη το έτος 2005 και δεν μεταγράφηκαν ουδέποτε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμαριάς, οπότε μόνο ως μεταγενέστερες εγγραφές του άρθρου 8 μπορούν αυτές να καταχωριστούν, β’) στο ως άνω πρακτικό αναφέρεται ότι οι ενάγοντες και οι υπ' αρ. 4-6 εναγόμενοι υπέβαλαν λανθασμένες δηλώσεις ιδιοκτησίας του άρθρου 2 ν. 2308/1995 στα αρμόδια γραφεία κτηματογράφησης, καθότι αυτές έγιναν προ της υπογραφής του από 27.4.2005 ιδιωτικού συμφωνητικού ρύθμισης κληρονομικών διαφορών και των αποδοχών κληρονομιάς που στηρίχθηκαν σε αυτό, το οποίο όμως έγινε μετά την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του Κτηματολογικού Γραφείου και άρα αποτελεί μεταγενέστερη εγγραφή και όχι ανακρίβεια της πρώτης εγγραφής (βλ. σχετ. ΜονΠρθεσ 1223/2006, αδημ.), αφού όταν δηλώθηκαν τα ποσοστά συγκυριότητας στο γραφείο κτηματογράφησης αυτό το ιδιωτικό συμφωνητικό δεν υπήρχε, και η πρώτη εγγραφή δεν μπορεί να διορθώνεται δυνάμει μεταγενέστερης δικαιοπραξίας, γ…) το ιδιωτικό συμφωνητικό δεν αποτελεί τρόπο κατάργησης της εξ αδιαθέτου διαδοχής των άρθρων 1813 επ. ΑΚ, μόνο κυριότητα με χρησικτησία θα μπορούσε να στηρίξει μετά την παρέλευση του νομίμου χρόνου ή υποκρύπτει μεταβίβαση των κληρονομιαίων ποσοστών από τον ένα κληρονόμο στον άλλο, οπότε θα έπρεπε να συνταχθεί και η σχετική συμβολαιογραφική πράξη μεταβίβασης και να πληρωθεί ο σχετικός φόρος μεταβίβασης.

 

 

Πράγματι δε σ' αυτήν την περίπτωση θα μπορούσε να καταχωρισθεί το σχετικό πρακτικό εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, όχι όμως ως διόρθωση της πρώτης εγγραφής, αλλά ως μεταγενέστερη εγγραφή του άρθρου 8 ν. 2664/1998 και η οποία, αφού επιφέρει μεταβίβαση και εν γένει αλλοίωση εμπραγμάτου δικαιώματος, θα πρέπει να συνυποβληθεί με όλα τα απαραίτητα έγγραφα που επισυνάπτονταν και σε ένα συμβολαιογραφικό έγγραφο μεταβίβασης (όπως π.χ. δήλωση φόρου μεταβίβασης- βλ. σχετ. ΟλΑΠ 2092/86 ΕλλΔνη 1987.1230, ΑΠ 1268/1990 ΕΕΝ 1991.534, ΜονΠρωτΑθ 367/1995 Αρμ 1997.398), δ…) αν δε οι συμβαλλόμενοι στο ως άνω πρακτικό ήθελαν να αναγνωριστούν κύριοι δυνάμει χρησικτησίας, θα έπρεπε να το αναφέρουν ρητά σε αυτό και όχι να ζητούν τη διόρθωση της εγγραφής δυνάμει των αναφερομένων σε αυτό δηλώσεων αποδοχής κληρονομιάς αλλά δυνάμει χρησικτησίας, αφού δεν μπορεί ένας δικαιούχος δικαιώματος να έχει το ίδιο δικαίωμα με δύο τίτλους κτήσεως, ήτοι και κληρονομικώ δικαιώματι και δυνάμει χρησικτησίας». Η εν λόγω άρνηση της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου Καλαμαριάς είναι μη νόμιμη, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσης, α') διότι μόνος αρμόδιος να αποφανθεί για το αν μία διαφορά είναι δεκτική συμβιβασμού είναι ο Πρόεδρος Πρωτοδικών ενώπιον του οποίου υποβάλλεται το πρακτικό συμβιβασμού προς επικύρωση αφής στιγμής επικυρωθεί και δεν προσβληθεί, κατ' άρθρο 214Α παρ. 11 του ΚΠολΔ, το κύρος αυτού (πρακτικού συμβιβασμού) ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει, β…) η αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998 έχει πρωτίστως αναγνωριστικό ή διεκδικητικό χαρακτήρα, διότι το βασικό αίτημα αυτής είναι η αναγνώριση του θιγόμενου δικαιώματος ή και η διεκδίκηση του (βλ. εισηγητική έκθεση του ν. 2664/1998), το δε παρεπόμενο αίτημα αυτής (αγωγής) περί διορθώσεως της σχετικής πρώτης εγγραφής δεν μπορεί να προσδώσει σε αυτήν διαπλαστικό χαρακτήρα, διότι η εγγραφή δεν έχει τέτοιο, δηλ. η εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία δεν διαπλάσει έννομη σχέση (βλ. εκτενώς εις Λ. Κιτσαρά, ό.π. σελ. 161 επ.), 3) το ίδιο το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998 ορίζει ότι σε περίπτωση που η διαφορά εισάγεται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης λόγω ποσού, τότε ακολουθείται η διαδικασία των άρθρων 270 επ., η οποία όμως προϋποθέτει ως υποχρεωτική την τήρηση της προδικασίας του άρθρου 214 Α του ΚΠολΔ, δ…) ενδεχόμενη αποδοχή της αντίθετης άποψης θα οδηγούσε σε κατάλυση των επιδιωκομένων σκοπών με τη θέσπιση τόσο της εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς όσο και του Εθνικού Κτηματολογίου, θα απέβαινε δε σε βάρος της ασφάλειας των συναλλαγών, ε') όσον αφορά το θέμα του ελέγχου της «εσωτερικής» νομιμότητας του πρακτικού συμβιβασμού - παρόλο που οι εκτιθέμενοι στην ανωτέρω απορριπτική πράξη λόγοι είναι βάσιμοι- εντούτοις, όπως ειπώθηκε ανωτέρω, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου δεν νομιμοποιείται η Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου να εισέλθει σε τέτοιου είδους έλεγχο- ενδεχόμενη αποδοχή της αντίθετης άποψης - που υποστηρίζει ότι ο έλεγχος νομιμότητας μπορεί να επεκταθεί και στα εσωτερικά ελαττώματά του προς καταχώρηση πρακτικού συμβιβασμού -, θα κατέληγε στο άτοπο, το μεν πρακτικό να μην καταχωρείται και να μην επέρχονται οι επιδιωκόμενες διορθώσεις των κτηματολογικών εγγραφών, η δε αναφυείσα διαφορά μεταξύ των διαδίκων να μην μπορεί να επιλυθεί ούτε δικαστικά, καθότι το Δικαστήριο κωλύεται να εκδικάσει την αγωγή για την οποία εκδόθηκε πρακτικό συμβιβασμού κατ' άρθρο 214Α του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση ως βάσιμη και κατ' ουσίαν και να διαταχθεί η καταχώρηση στα οικεία κτηματολογικά φύλλα του αναφερομένου στο διατακτικό πρακτικού συμβιβασμού, με χρόνο καταχώρησης κατ' άρθρο 15 παρ. 2 εδ. γ' του ν. 2664/1998 την ημερομηνία υποβολής της αρχικής αίτησης για καταχώρηση, ήτοι την 4.4.2006.