ΕφΠατρ 65/2006

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Κτηματολόγιο -.

 

Κτηματολόγιο -. Καταχωρούνται οι δικαιοπραξίες, δικαστικές αποφάσεις και διοικητικές πράξεις που επάγονται σύσταση, αλλοίωση ή κατάργηση του εγγραπτέου δικαιώματος καθώς και οι κατασχέσεις επί ακινήτων, οι αγωγές και ανακοπές του άρθρου 220 ΚΠολΔ. Κτήση κυριότητας από κληρονομιά μπορεί να καταχωρηθεί στο κτηματολόγιο και πριν γίνει η εγγραφή αποδοχής και η μεταγραφή της. Όμως ο δικαιούχος δεν μπορεί να επιχειρήσει εγκύρως καμία πράξη ασκήσεως του δικαιώματός του πριν από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 1193 επ.ΑΚ. Διόρθωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής (άρθρο 7 παρ.3 ν. 2664/98). Πότε απαιτείται η άσκηση αγωγής από τον αποκτώντα κυριότητα με αιτία την κληρονομική διαδοχή. «’γνωστος ιδιοκτήτης». Διόρθωση. Περιστατικά.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

ΕφΠατρων 65/2006

 

Με το ν.2308/1995, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα με τους ν.2508/1997,2664/1998, 3127/2003 και 3212/2003, καθορίστηκαν οι όροι και οι προϋποθέσεις για την διαδικασία κτηματογραφήσεως με σκοπό την δημιουργία Εθνικού Κτηματολογίου μετά από προηγούμενη πρόσκληση με απόφαση του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογράφησης Ελλάδος (ΟΚΧΕ) των δικαιούχων εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή άλλου εγγραπτέου στα κτηματολογικά βιβλία δικαιώματος στην υπό κτηματογράφηση περιοχή, προκειμένου να υποβάλλουν σχετική δήλωση με περιεχόμενο την περιγραφή του δικαιώματος και την αιτία κτήσης του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του ν.2308/1995. Με το άρθρο 12 του ν.2664/1998, όπως αυτό συμπληρώθηκε με το ν.3127/2003, οριοθετήθηκαν οι καταχωριστέες στα κτηματολογικά φύλλα πράξεις και ως τέτοιες θεωρούνται οι δικαιοπραξίες, δικαστικές αποφάσεις και διοικητικές πράξεις, που επάγονται την σύσταση, αλλοίωση ή κατάργηση των εγγραπτέων στο Κτηματολόγιο δικαιωμάτων, καθώς επίσης οι κατασχέσεις επί ακινήτων, οι αγωγές και ανακοπές, που προβλέπονται ήδη στο άρθρο 220 ΚΠολΔ και οι οποίες διασφαλίζουν δικαιώματα και έννομα συμφέροντα όσων προβαίνουν στις ενέργειες αυτές. Πρόκειται δηλαδή συνοπτικά για όλες τις πράξεις που υπόκεινται και κατά το νυν ισχύον σύστημα μεταγραφών και υποθηκών σε δημοσιότητα με την καταχώρισή τους στα τηρούμενα στα υποθηκοφυλακεία βιβλία (βλ. Εισηγητική Έκθεση του ν.2664/1998 ΚΝοΒ 1998 σελ. 2317). Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 2 του ν.2308/1995, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.5 του ν.3127/2003, επιτρέπεται η υποβολή δηλώσεως εγγραπτέου δικαιώματος, με αιτία κτήσης την κληρονομική διαδοχή και πριν από την σύνταξη και μεταγραφή της πράξης αποδοχής κληρονομίας ή άλλης ισοδύναμης με αυτήν πράξης. Στην περίπτωση αυτή το εγγραπτέο δικαίωμα καταχωρίζεται μεν στους κτηματολογικούς πίνακες της πρώτης και δεύτερης ανάρτησης, καθώς επίσης στις πρώτες εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο, ο δικαιούχος, όμως, δεν μπορεί να επιχειρήσει εγκύρως καμία πράξη ασκήσεώς του πριν από την πλήρωση των προϋποθέσεων των άρθρων 1193 επ. του ΑΚ. Εξάλλου, με την μεταβατική διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν.3127/2003, ορίστηκε ότι οι διατάξεις του ν.2308/1995, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τον παραπάνω νόμο, εφαρμόζονται τόσο στις κτηματογραφήσεις που κηρύσσονται μετά την έναρξη ισχύος του, όσο και σε αυτές που κηρύχθηκαν πριν από αυτήν, χωρίς να ακολουθήσει η απόφαση του άρθρου 2 παρ.1 του ν.2308/1995, κατ’ εξαίρεση δε οι διατάξεις της παραγράφου 3 περίπτωση β’ του άρθρου 2 του ίδιου ν.2308/1995, όπως ισχύουν μετά το άρθρο 1 παρ.5 του ν.3127/2003, εξακολουθούν να εφαρμόζονται και στις κτηματογραφήσεις που έχουν κηρυχθεί και για τα στάδια της διαδικασίας που εκκρεμούν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (17.3.2003). Τέλος, με το άρθρο 7α παρ.1 του ν.2664/1998, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ.4 του ν.3127/2003 μετά το άρθρο 7 του παραπάνω νόμου, ορίστηκε στην υπό στοιχείο α’ περίπτωση, ότι επί ανακριβούς πρώτης εγγραφής, για την διόρθωση της οποίας ισχύουν όσα ορίζονται στα άρθρα 6 και 7, τα μη καταχωρισθέντα στις πρώτες εγγραφές δικαιώματα μεταβιβάζονται σύμφωνα με τις οικείες γι’ αυτά διατάξεις χωρίς να απαιτείται και η τήρηση της τυχόν προβλεπόμενης στις διατάξεις αυτές προϋπόθεσης της εγγραφής της σχετικής διάταξης στο κτηματολόγιο. Σε περίπτωση μεταβίβασης της κυριότητας, εφόσον ο μεταβιβάζων δεν έχει ασκήσει και καταχωρίσει στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου την αγωγή που προβλέπεται στο άρθρο 6 παρ.2, την εγγραφή αυτή αναπληρώνει η εκ μέρους του αποκτώντος άσκηση και η με επιμέλειά του καταχώριση της αγωγής αυτής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Στις περιπτώσεις αυτές η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής γίνεται υπό τις προϋποθέσεις πάντοτε του άρθρου 7 παρ.3 του ν.2664/1998, δηλαδή με την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως επί της ανωτέρω αγωγής, οπότε η διορθωμένη εγγραφή καθίσταται οριστική κατά την έννοια της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου και παράγει το προβλεπόμενο από αυτήν αμάχητο τεκμήριο. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων σαφώς προκύπτει, ότι επί κτήσεως δικαιώματος κυριότητας σε ακίνητο δυνάμει κληρονομικής διαδοχής είναι δυνατή η υποβολή δηλώσεως του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος από τον κύριο του ακινήτου του και αν ακόμη δεν έχει συνταχθεί και μεταγραφεί η οποιαδήποτε πράξη με την οποία ο κληρονόμος δηλώνει την βούλησή του να αποδεχθεί την επαχθείσα σ’ αυτόν κληρονομία (λ.χ. συμβολαιογραφική δήλωση, δήλωση αποδοχής ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας, κληρονομητήριο). Εφόσον, όμως, απώλεσε την προθεσμία δηλώσεως κατά τις πρώτες εγγραφές και το ακίνητό του εμφανίζεται στα σχετικά κτηματολογικά βιβλία και λοιπά στοιχεία του κτηματολογίου ως «αγνώστου ιδιοκτήτη» σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν.2308/1995, απαιτείται η άσκηση αγωγής από τον αποκτώντα, σύμφωνα με το άρθρο 7α του ν.2664/1998, επικαλούμενος το δικαίωμά του κυριότητας με αιτία την κληρονομική διαδοχή, η καταχώριση της οποίας στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου αναπληρώνει την εγγραφή της πράξης στο Κτηματολόγιο. Μέχρι την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής αποφάσεως επί της ως άνω αγωγής η κυριότητα του κληρονόμου παραμένει μετέωρη υπό την ανωτέρω αίρεση δικαίου, η πλήρωση της οποίας επάγεται την αναδρομική από τον χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου κτήση αυτής (βλ. σχετ. επί μεταγραφής Ολ.ΑΠ 7/2004 Ελλ.Δνη 45.705), ενώ μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής κατά το παραπάνω άρθρο 7 παρ.3 του ν.2664/1998 είναι δυνατή η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής από την αρχικά εσφαλμένη ως «αγνώστου ιδιοκτήτη» στην ορθή καταχώριση του κληρονόμου ως πραγματικού κυρίου αυτού. Στην προκειμένη υπόθεση, ο ενάγων με την από 10.6.2005 αγωγή του ισχυρίσθηκε, ότι με το 23049/19.7.2004 συμβόλαιο της συμβ/ φου Πατρών Α.Δ. αγόρασε το 0,21% ποσοστό εξ αδιαιρέτου παρά της Χ.Α. και τα 2,11% ποσοστά εξ αδιαιρέτου παρά των Ε.θυγ.Δ.Α., Κ.Δημ.Α.και Φ. θυγ.Δ.Α., ενός οικοπέδου μετά της εντός αυτού παλαιάς οικίας, κειμένου εντός της πόλεως των Πατρών, στο 627 Α Ο.Τ., επί της οδού Νόρμαν 21, στους οποίους ανήκαν κατά κυριότητα τα ποσοστά αυτά, κατά τον χρόνο ολοκλήρωσης της κτηματογράφησης. Ότι, αν και υπάρχουν πλήρεις νόμιμοι τίτλοι ιδιοκτησίας των ως άνω δικαιοπαρόχων του, για τα εν λόγω ποσοστά, εμφανίζονται (τα ποσοστά) αυτά στις πρώτες εγγραφές του Κτηματολογίου, προφανώς εκ λάθους, ως ιδιοκτησία αγνώστου. Ότι το όλο οικόπεδο βρίσκεται εντός της κτηματογραφημένης περιοχής του Δήμου Πατρέων με αριθμό ΚΑΕΚ 061673863015/0/0. Ότι με το 19889/8.12.2004 συμβόλαιο της συμ/ φου Πατρών Μ .Α. αγόρασε παρά του Λ.Μιλτ.Μ. ποσοστό 0,69% εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου που βρίσκεται εντός της πόλεως των Πατρών, επί της οδού Γρηγορίου Ε’και εντός της Κτηματογραφημένης περιοχής του Δήμου αυτής (της πόλεως) με αριθμό ΚΑΕΚ 061673863011/0/0, πλην, όμως, προφανώς εκ παραδρομής, δεν περιελήφθη στους κτηματολογικούς πίνακες ο ως άνω δικαιοπάροχός του και εμφανίζεται το ποσοστό αυτό, στις πρώτες εγγραφές του Κτηματολογίου, ως ιδιοκτησία αγνώστου. Και ότι ο εναγόμενος αρνείται την καταχώριση των ως άνω συμβολαίων αγοράς, καθώς και των αναφερομένων πράξεων αποδοχής κληρονομίας των ανωτέρω δικαιοπαρόχων του. Ζήτησε δε, να αναγνωρισθούν οι παραπάνω δικαιοπάροχοί του συγκύριοι των εν λόγω ακινήτων έκαστος κατά τα προαναφερό μενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου και να διαταχθεί η διόρθωση των ανακριβών δηλώσεων των υπ’ αριθμ. ΚΑΕΚ 061673863015/0/0 και 061673863011/0/0 Κτηματολογικών Φύλλων, αντιστοίχως. Με βάση το ιστορικό αυτό και αίτημα, η αγωγή είναι νόμιμη, γιατί στηρίζεται στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 6 παρ.2 και 3 ν.2664/1998, όπως αντικ. από το άρθρ.2παρ.3ν.3127/2003και7απαρ.1 περ.α. ν.2664/1998, που προστέθηκε με το άρθρ.2 παρ.4 ν.3127/2003. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε την αγωγή ως μη νόμιμη και την απέρριψε γι’ αυτό τον λόγο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις εν λόγω διατάξεις, κατά το βάσιμο παράπονο του εκκαλούντος - ενάγοντος. Γι’ αυτό, πρέπει να γίνει δεκτή και στην ουσία η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και αφού κρατηθεί προς εκδίκαση η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ), να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή και από ουσιαστική άποψη.

 

 

Αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με το 23049/19.7.2004 συμβόλαιο της συμβ/φου Πατρών Αλ.Δ. ο ενάγων αγόρασε τα παρακάτω ποσοστά ενός οικοπέδου μετά της εντός αυτού παλαιάς οικίας, εμβαδού 35,96 τ.μ., που βρίσκεται εντός αυτού παλαιά οικία, εμβαδού 35,96 τ.μ., που βρίσκεται εντός της πόλεως των Πατρών, στο 627 Α Ο.Τ., επί της οδού Νόρμαν 21 και συνορεύει βορειοανατολικά και βορειοδυτικά με ιδιοκτησία του ενάγοντος, νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία αγνώστου και νοτιοδυτικά με την οδό Νόρμαν. Το άνω οικόπεδο βρίσκεται εντός της κτηματογραφημένης περιοχής του Δήμου Πατρέων με αριθμό ΚΑΕΚ 061673863015/0/0 και φερόμενη επιφάνεια 38 τ.μ. Τα προαναφερόμενα ποσοστά ανήκαν ως εξής: 1) Το 0,21% ή 12/5600 εξαδιαιρέτου στην Χ.Α., στην οποία ανήκε αυτό κατά τον κρίσιμο χρόνο ολοκλήρωσης της κτηματογράφησης και δημιουργίας των πρώτων εγγραφών. Ειδικότερα, στην τελευταία το ποοσοστό αυτό είχε περιέλθει από κληρονομία του πατέρα της Π.Α., που απεβίωσε στις 31.8.2000, την οποία (κληρονομία) αποδέχθηκε με την 23048/19.7.2004 πράξη της συμβολαιογράφου Πατρών Αλ.Δ., που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο 2340 και με αύξοντα αριθμό 176 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών και 2) το 2,11% ή 19/896 εξ αδιαιρέτου στους Ε.θυγ.Δημ.Α., Κ.Δημ.Α. και Φ.θυγ.Δημ.Α., στους οποίους ανήκε αυτό κατά τον κρίσιμο χρόνο ολοκλήρωσης της διαδικασίας κτηματογράφησης και δημιουργίας των πρώτων εγγραφών. Ειδικότερα, στους τελευταίους το άνω ποσοστό περιήλθε, κατά το Ό εξ αδιαιρέτου στον καθένα από κληρονομία του πατέρα τους Δ.Κ.Α., που απεβίωσε το έτος 1981, χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε από την σύζυγό του Μ. το γένος Α.Μ. (κατά το εξ αδιαιρέτου) και από τα εν λόγω τέκνα του (κατά το Ό εξ αδιαιρέτου το καθένα), καθώς και από κληρονομία της προαναφερόμενης μητέρας τους Μ., που απεβίωσε το έτος 1982, χωρίς διαθήκη, η οποία είχε στην κυριότητά της το Ό των 19/896 εξ αδιαιρέτου από την παραπάνω κληρονομία του συζύγου της. Τις κληρονομίες αυτές αποδέχθηκαν οι ανωτέρω και για λογαριασμό της μητέρας τους, όσον αφορά στην πρώτη, με την 23047/19.7.2004 πράξη της ως άνω συμ/φου, που μεταγράφηκε νομίμως στον τόμο 2340 και με αύξοντα αριθμό 175 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών. Το όλο ως άνω ακίνητο είχε αποκτηθεί αιτία πωλήσεως με το 26559/1895 συμβόλαιο του άλλοτε συμ/φου Πατρών Μ.Σ., που έχει μεταγραφεί νομίμως στα ως άνω βιβλία μεταγραφών στον τόμο 195 και με αύξ. αριθμό 39905, από τον Κ.Δημ.Α. και την σύζυγό του Φ., το γένος Νικ.Τα. κατά 50% ή 448/896 αδιαιρέτως ο καθένας. Το έτος 1933 απεβίωσε ο Κ.Δ.Α., χωρίς διαθήκη και κληρονομήθηκε από την άνω σύζυγό του κατά το Ό εξ αδιαιρέτου, δηλ. τα 112/896 αδιαιρέτως επί του ακινήτου και ανά 42/896 εξ αδιαιρέτου από τα οκτώ (8) τέκνα του, μεταξύ των οποίων οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος Γ. και Δ.Κ.Α., καθώς και ο Χ.Κ.Α., τον οποίο, αποβιώσαντα χωρίς διαθήκη το 1938, κληρονόμησαν, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2310/1920 που ίσχυαν τότε, κατά το 1/4 αδιαιρέτως η μητέρα του, δηλ. κατά 21/896 επί του ακινήτου και κατά το υπόλοιπο εξ αδιαιρέτου, δηλ. ανά 3/896 κάθε αδελφός του. Έτσι, η Φ.χήρα Κων.Α. απέκτησε από τις κληρονομίες αυτές τα 133/896 του ακινήτου, ενώ το δικό της εξ αγοράς άνω μερίδιο είχε μεταβιβάσει στον γιό της Φ.Κ., που είχε μεταγραφεί στον τόμο 379 και με αριθμό 102870 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών. Η εν λόγω Φ.Κων.Α. απεβίωσε στις 12.3.1957 χωρίς διαθήκη και κληρονομήθηκε από τα τέκνα τηςΔ., Ε., Θ., Ι., Γ. και Α. και τα τέκνα του προαποβιώσαντος υιού της Ν., Α. και Κ. Επομένως, το άνω μερίδιό της των 133/896 περιήλθε κατά 19/896 σε κάθε τέκνο, που αποδέχθηκε την κληρονομία με την 429/1976 πράξη του συμ/φου Πατρών Σ.Π., μεταγραφείσα στον τόμο 1161 και με αριθμό 219817 των αυτών ως άνω βιβλίων μεταγραφών. Στις 29.11.1981 απεβίωσε ο Δ.Κων.Α., χωρίς διαθήκη και κληρονομήθηκε, κατά το Ό εξ αδιαιρέτου ο καθένας, από την σύζυγό του Μ. το γένος Α.Μ. και τα τέκνα του Κ., Φ. και Ε.. Το μερίδιο που είχε κατά τον θάνατό του ήταν 19/896 αδιαιρέτως, από την κληρονομία της μητέρας του, διότι είχε μεταβιβάσει τα υπόλοιπα εν ζωή. Στις 19.2.1982 απεβίωσε και η Μ.χήρα Δημ.Α., χωρίς διαθήκη και κληρονομήθηκε από τα ως άνω τρία τέκνα της, στα οποία τελικά περιήλθε το παραπάνω ποσοστό 19/896 του ακινήτου, κατ’ίσα μέρη. Οι εν λόγω κληρονομίες έγιναν αποδεκτές δια της παρόδου απράκτου της προς αποποίηση προθεσμίας, ενώ, όπως προεκτέθηκε, συντάχθηκε και η 23047/19.7.2004 πράξη αποδοχής της συμ/φου Πατρών Αλ.Δ. Περαιτέρω, στον δικαιοπάροχο της προαναφερόμενης άμεσης δικαιοπαρόχου του ενάγοντος (κατά το 0,21%) Χ.Α., πατέρα της Π.Γ.Α. το άνω ιδανικό μερίδιο των 4/280 αδιαιρέτως είχε περιέλθει από κληρονομία των αποβιωσάντων χωρίς διαθήκη γονέων του και δη: α) κατά ποσοστό 3/20 εξ αδιαιρέτου της όλης κληρονομίας του (υπαρχόντων και άλλων 4 τέκνων και συζύγου) από τον πατέρα του Γ. Κων. Α., που απεβίωσε στις 30.7.1975 και β)κατά ποσοστό 1/20 αδιαιρέτως της όλης κληρονομίας του από την μεταποβιώσασα στις 5.7.1981 μητέρα του Χ.χήρα Γ.Α., που είχε κληρονομήσει τον άνω σύζυγό της κατά ποσοστό 5/20 της όλης κληρονομίας του, υπαρχόντων και άλλων 4 τέκνων. Οι κληρονομίες αυτές εγένοντο αυτοδικαίως αποδεκτές με την πάροδο απράκτου της προς αποποίηση προθεσμίας, αλλά και ρητώς εκ μέρους των υπολοίπων κληρονόμων με την 22882/5.2.2004 πράξη της συμ/φου Πατρών Αλμ.Δ., μεταγραφείσα στον τόμο 2328 και με αριθμό 337 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών, εκ μέρους όμως της Χ. χήρας Γ.Α., δια των κληρονόμων της, με την 23048/19.7.2004 πράξη της παραπάνω συμβολαιογράφου. Εξάλλου, στον δικαιοπάροχο των αμέσως ανωτέρω, Γ.Κων.Α., το ιδανικό μερίδιο, που ήταν 64/896, είχε περιέλθει, όπως και ανωτέρω είχε εκτεθεί, ως εξής: Κατά 42/896 αδιαιρέτως από την ρηθείσα κληρονομία του αποβιώσαντος το 1933 πατέρα του Κ., κατά 3/896 από κληρονομία του αδελφού του Χ., που απεβίωσε το 1938 και, τέλος, από κληρονομία της μητέρας του (τα 19/896), που απεβίωσε το έτος 1957, όπως αναλύθηκε παραπάνω. Την τελευταία αυτή κληρονομία αποδέχθηκε δια των εξ αδιαθέτου κληρονόμων του και αυτοί δια των εξ αδιαθέτου κληρονόμων τους με την προαναφερθείσα 22882/5.2.2004 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμ/φου Πατρών Αλμ .Δ. Περαιτέρω, με το 19889/8.12.2004 συμβόλαιο της συμ/φου Πατρών Μ .Α. ο ενάγων αγόρασε ποσοστό 0,69% ή 1/144 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, εμβαδού 99,48 τ.μ., που βρίσκεται εντός της πόλεως των Πατρών, επί της οδού Γ. Ε’, βόρεια με ιδιοκτησία Σπ.Σ. και νότια με ιδιοκτησίες Τ. (ανωτέρω α’ οικόπεδο), Φ. και Α. Το οικόπεδο αυτό βρίσκεται εντός της κτηματογραφημένης περιοχής του Δήμου Πατρέων και έχει ΚΑΕΚ 061673863011/0/0 με φερόμενη επιφάνεια 119 τ.μ. Το παραπάνω ποσοστό ο ενάγων αγόρασε από τον Λ.Μ.Μ., ο οποίος το είχε αποκτήσει από κληρονομία της θείας του Ευ.Μ. του Λ. χήρα Αν.Τ., που απεβίωσε στην Πάτρα στις 30.4.1996, χωρίς να αφήσει διαθήκη, και την οποία αποδέχθηκε με την 19888/8.12.2004 πράξη της ίδιας πιο πάνω συμ/φου, μεταγραφείσα νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών στον τόμο 2340 και με αύξ. Αριθ.174, ενώ στην κληρονομηθείσα είχε περιέλθει από κληρονομία του συζύγου της Α.Τ. που απεβίωσε, χωρίς διαθήκη και χωρίς τέκνα, στην Πάτρα στις 5.3.1996 και η κληρονομία αυτή έγινε αποδεκτή με την ίδια ως άνω πράξη από τον εν λόγω Λ. Μπ. ως νόμω υπόχρεο για λογαριασμό της ανωτέρω θείας του. Κατά το άρθρο 2 του ν.2308/1995 κλήθηκαν όσοι έχουν εμπράγματο ή άλλο εγγραπτέο στα κτηματολογικά βιβλία δικαίωμα σε ακίνητα της υπό κτηματογράφηση περιοχής να υποβάλλουν δήλωση με περιγραφή του δικαιώματος και αναφορά στην αιτία κτήσης του. Κατά την τηρούμενη, όμως, διαδικασία κτηματογράφησης τα ανωτέρω οικόπεδα εκ παραδρομής δεν καταχωρίστηκαν στους κτηματολογικούς πίνακες ως συνιδιοκτησία των ως άνω δικαιοπαρόχων του ενάγοντος, με αποτέλεσμα σήμερα, μετά το πέρας της κτηματογράφησης, τα επίδικα ακίνητα να εμφανίζονται στα κτηματολογικά φύλλα των βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου Πατρών ως ακίνητα «αγνώστου ιδιοκτήτη» και να θεωρείται ότι ανήκουν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου μόλις καταστεί οριστική η πρώτη εγγραφή, λόγω της ανακριβούς πρώτης εγγραφής. Κατ’ ακολουθίαν των όσων εκτέθηκαν, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αγωγή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να ορισθεί παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της αποφάσεως, ενώ διάταξη για δικαστικά έξοδα δεν θα περιληφθεί ελλείψει σχετικού αιτήματος.