ΕφΛαρ 375/2005
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κτηματολόγιο - Συζήτηση - Κτηματογραφικό απόσπασμα - Αρνητική αγωγή κυριότητας -
Διατάραξη νομής - Αναδασμός - Παραχωρητήρια - Κυριότητα - Αποζημίωση - Αυτοψία
- Κλήρος - Νομή - Χρησικτησία -.
Κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης, μετά την πάροδο μήνα από την έναρξη της προθεσμίας υποβολής ενστάσεων κατά των προσωρινών διαγραμμάτων μέχρι και τις πρώτες εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση υπόθεσης με αντικείμενο εμπράγματο ή άλλο εγγραπτέο στα κτηματολογικά βιβλία δικαίωμα σε ακίνητο, εάν δεν προσκομίζεται κτηματογραφικό απόσπασμα. Αμφισβήτηση της κυριότητας με τοποθέτηση πασσάλων με συρματόπλεγμα στο ακίνητο και, ακολούθως, διατάραξη της κυριότητας με το κλάδεμα των εντός του επιδίκου δέντρων. Σώρευση αρνητικής και αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής. Αν ο αναδασμός έλαβε χώρα μετά την 1-9-1977, από τη δημοσίευση στο ΦΕΚ της κυρωτικής του αναδασμού απόφασης του Νομάρχη η κυριότητα των δημιουργηθέντων κτημάτων περιέρχεται αυτοδίκαια στους αναγραφόμενους ως δικαιούχους στον κυρωθέντα κτηματολογικό πίνακα, ο δε αξιώνων δικαίωμα κυριότητας ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα μπορεί να διεκδικήσει το παραχωρηθέν κτήμα, αντί αποζημίωσης, κατά του αναγραφομένου στον πίνακα δικαιούχου. Με τη μεταγραφή των οριστικών τίτλων κυριότητας (παραχωρητηρίων) αποκλείεται η διόρθωση ή ακύρωσή τους, εφόσον θίγονται δικαιώματα τρίτων που έχουν αποκτηθεί νόμιμα ή παρήλθε τριετία από τη μεταγραφή τους (με εξαίρεση την περίπτωση αντιγραφικών σφαλμάτων), ο δε αξιώνων εμπράγματο δικαίωμα επί υπαχθέντος σε αναδασμό ακινήτου δικαιούται να λάβει αποζημίωση από τον υπερ ου το παραχωρητήριο, όχι όμως και να διεκδικήσει το νέο κτήμα. Η διενέργεια αυτοψίας απόκειται στην κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου, η δε απόρριψη σχετικού αιτήματος δεν μπορεί να στηρίξει λόγο έφεσης. Πλασματική νομή του κληρούχου (ή των κληρονόμων του) μέχρι την ισχύ του Α.Ν. 431/1968, και αν ακόμη δεν κατείχε τον κλήρο. Μετά το νόμο, ο κληρούχος δεν θεωρείται πλέον κατά πλάσμα νομέας, αν δεν κατέχει πραγματικά τον κλήρο και είναι δυνατή η χωρίς την θέλησή του κτήση νομής από τρίτο, επί ολοκλήρου του κλήρου και όχι μέρους αυτού, που μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας με χρησικτησία, εφόσον ο απαιτούμενος χρόνος διανύθηκε υπό την ισχύ του Α.Ν. 431/68.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Επειδή, η κρινομένη έφεση κατά της υπ αριθμ. 73/2003 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, η οποία εξεδόθη κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθή νομοτύπως και εμπροθέσμως, συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 513, 516-518, 520 ΚΠολΔ, ήτοι προ της επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, της οποίας δεν γίνεται επίκληση ούτε προσκομίζεται απόδειξη περί αυτής, και εντός τριών ετών από της δημοσιεύσεως της αυτής αποφάσεως. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθή περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την αυτή, ως άνω, τακτική διαδικασία.
Επειδή, διά της από 2-2-1996 αγωγής του, απευθυνομένης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εζήτησε να αναγνωρισθή αφ ενός μεν η κυριότης αυτού επί του εις αυτή αναφερομένου και περιγραφομένου ακινήτου αφ ετέρου δε η ανυπαρξία δικαιώματος κυριότητος επ αυτού των εναγομένων και να υποχρεωθούν οι τελευταίοι να παραλείψουν οποιαδήποτε διατάραξη της κυριότητος αυτού εις το μέλλον, επ απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κρατήσεως κατ αυτών. Επί της αγωγής αυτής εξεδόθη αρχικώς η υπ αριθμ. 112/1997 προδικαστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, διά της οποίας αυτή εκρίθη νόμιμος και διετάχθησαν οι εις αυτή αποδείξεις εις βάρος των διαδίκων, περιλαμβανομένης και της διενεργείας πραγματογνωμοσύνης, ακολούθως δε η υπ αριθμ. 73/2003 οριστική απόφαση αυτού, διά της οποίας η αγωγή εγένετο δεκτή και ως κατ ουσίαν βάσιμος. Ήδη, κατά της αποφάσεως αυτής οι εναγόμενοι ήσκησαν την κρινομένη έφεσή των, διά της οποίας και διά τους εις αυτή και κατωτέρω αναφερομένους λόγους παραπονούνται διά την, ως άνω, παραδοχή της αγωγής και αιτούνται την εξαφάνιση της προσβαλλομένης αποφάσεως, προς τον σκοπό όπως απορριφθή εξ ολοκλήρου η κατ αυτών αγωγή του ήδη εφεσιβλήτου.
Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 5 § 2, 4 § 1 εδ. β΄γ΄και 12 § 1 του Ν. 2308/1995, όπως ετροποποιήθη με το άρθρο 25 § 13 του Ν. 2664/1998, συνάγεται ότι, κατά την διαδικασία της κτηματογραφήσεως, μετά την πάροδο ενός μηνός από της ενάρξεως της προθεσμίας υποβολής ενστάσεων κατά των προσωρινών διαγραμμάτων και πινάκων μέχρι και τις πρώτες εγγραφές εις τα κτηματολογικά βιβλία, δεν επιτρέπεται να συζητηθή ενώπιον Δικαστηρίου υπόθεση που να έχει ως αντικείμενο εμπράγματο δικαίωμα ή άλλο εγγραπτέο εις τα κτηματολογικά βιβλία δικαίωμα εις ακίνητο της περιοχής, εις την οποία αφορούν τα αναρτώμενα στοιχεία, χωρίς να προσκομίζεται το σχετικό κτηματογραφικό απόσπασμα. Επομένως, κηρύσσεται απαράδεκτος η συζήτηση της υποθέσεως όταν δεν προσκομίζεται το σχετικό κτηματογραφικό απόσπασμα. Η ευρύτητα δε της διατυπώσεως της διατάξεως του άρθρου 5 § 2 του Ν. 2308/1995 («δεν επιτρέπεται η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου ») οδηγεί εις τον αποκλεισμό της συζητήσεως οποιασδήποτε υποθέσεως ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, δικαιοδοσίας και διαδικασία (βλ. Χρ. Κούσουλα «Το Δίκαιο του Κτηματολογίου» § 20 σελ. 280 - 281 αριθμ. 786-789).
Εις την παρούσα περίπτωση, κατά την δευτέρα ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου συζήτηση της κρινομένης αγωγής, επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφαση, δεν υπεβλήθη ισχυρισμός από τους διαδίκους, διά των εγγράφων αυτών προτάσεων, ότι η περιοχή εις την οποία κείται το επίδικο ακίνητο τελεί υπό κτηματογράφηση, από του έτους 1999, ούτε ότι η ενώπιον αυτού συζήτηση διεξάγεται εις το χρονικό διάστημα μετά την πάροδο μηνός από της ενάρξεως της προθεσμίας υποβολής ενστάσεων κατά των προσωρινών διαγραμμάτων και πινάκων μέχρι και τις πρώτες εγγραφές, ώστε, συνεπεία μη προσκομίσεως του σχετικού κτηματογραφικού αποσπάσματος, να κηρυχθή απαράδεκτος η συζήτηση αυτή. Ο σχετικός, επομένως, ισχυρισμός των εκκαλούντων, που αποτελεί τον πρώτο λόγο της ενδίκου εφέσεώς των, πρέπει να απορριφθή, ως αλυσιτελής. Ήδη δε, διά το παραδεκτό της παρούσης συζητήσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προσκομίζεται μετ επικλήσεως το υπ αριθμ. .../15-10-2003 κτηματογραφικό απόσπασμα του «Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας - Κτηματολόγιο Α.Ε.».
Επειδή, από την διάταξη του άρθρου 1108 ΑΚ, συνάγεται ότι η αρνητική αγωγή ασκείται εις την περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητος, δηλαδή όταν ο κύριος διαταράσσεται εις την νομή του, που ασκεί επί του πράγματος και όχι όταν προσβάλλεται με άλλο τρόπο, όπως με την αφαίρεση ή την κατακράτηση του πράγματος. Κάθε πράξη η οποία αποτελεί διατάραξη της νομής, αποτελεί επέμβαση εις την κυριότητα, η οποία δικαιολογεί την έγερση της αρνητικής αγωγής, με αίτημα την άρση της προσβολής και την παράλειψη αυτής εις το μέλλον (ΑΠ 49/1998 ΕλΔ/νη 39,1271, ΑΠ 491/1995 ΕλΔ/νη 37,331). Με την αρνητική αγωγή είναι δυνατόν να σωρευθή και αναγνωριστική αγωγή του δικαιώματος κυριότητος του ενάγοντος επί του πράγματος, όταν ο κατά τα ανωτέρω διαταράσσων αμφισβητεί την κυριότητα αυτού επί του πράγματος (ΕφΑθ. 645/2002 ΕλΔ/νη 43,775, Εφ.Αθ. 7997/1999 Ελ.Δ/νη 42,450, Εφ.Λαρ. 242/2003 Δικογ. 2003, 280).
Εις την παρούσα περίπτωση, δια της κρινομένης αγωγής, επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφαση, ιστορείται, κατά την δέουσα εκτίμηση των εκτιθεμένων εις αυτή πραγματικών περιστατικών, ότι ο ενάγων είναι κύριος του εις αυτή αναφερομένου ακινήτου, το οποίο περιήλθε εις αυτόν, διά του υπ αριθμ. /1995 συμβολαίου του Συμβ/φου Γ. Μ., νομίμως μεταγραφέντος, λόγω γονικής παροχής, συσταθείσης από τον πατέρα του, Π. Μ.. Ο τελευταίος και προ αυτού ο πατέρα τούτου, Γ. Μ., κατείχαν το ακίνητο αυτό, με τα προσόντα της εκτάκτου χρησικτησίας, από του έτους 1925. Όμως, οι εναγόμενοι, κύριοι και επικαρπωτές ομόρου ακινήτου, κατά τον μήνα Ιανουάριο 1996, αμφισβητώντας την κυριότητα αυτού επί του επιδίκου ακινήτου, ενέπηζαν παρανόμως επί της δυτικής και ανατολικής πλευράς αυτού πασσάλους, τους οποίους ήνωσαν προχείρως με ακιδωτό σύρμα. Ο ενάγων, ενεργών παραχρήμα, αφήρεσε τους πασσάλους αυτούς, οι εναγόμενοι όμως επανήλθαν και εκλάδευσαν τα εντός αυτού ευρισκόμενα δένδρα, διαταράσσοντας με τον τρόπο αυτό την κυριότητά του επί του ακινήτου αυτού. Διώκεται δε διά της αγωγής να αναγνωρισθή η κυριότητα του ενάγοντος επί του ανωτέρω ακινήτου και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, οι οποίοι ουδέν δικαίωμα έχουν επ αυτού, να παραλείψουν κάθε διατάραξη αυτού εις το μέλλον, επ απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κρατήσεως κατ αυτών. Υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, η κρινομένη αγωγή φέρει τον χαρακτήρα της αρνητικής αγωγής, εις την οποία παραδεκτώς σωρεύεται και αναγνωριστική της κυριότητος του ενάγοντος αγωγή, είναι δε νόμιμος, ερειδομένη επί των διατάξεων των άρθρων 1045, 1051, 1192, 1108 ΑΚ, 70, 947 ΚΠολΔ. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι οι ίδιοι είναι κύριοι και η δευτέρα τούτων επικαρπώτρια του επιδίκου ακινήτου, καταστάντες τοιούτοι, κατά τον επικαλούμενο, με τις προτάσεις των της πρώτης συζητήσεως ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου, τρόπο και κατέχουν αυτό, δεν αφορά εις τον χαρακτήρα της ενδίκου αγωγής και το νόμιμο αυτής (η οποία όπως διατείνονται δεν είναι αρνητική αλλά διεκδικητική), αλλά εις το κατ ουσίαν βάσιμο αυτής. Επομένως, ο αντίστοιχος λόγος της ενδίκου εφέσεώς των πρέπει να απορριφθή.
Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 21 § 1 και 4, 22 και 33 § 1, 2 του Ν. 674/1977 «Περί αναδασμού της γης », συνάγεται ότι, αν ο αναδασμός έλαβε χώρα μετά την ισχύ του νόμου αυτού, δηλαδή μετά την 1-9-1977, από την δημοσίευση εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της αποφάσεως του Νομάρχου που κυρώνει τον αναδασμό η κυριότητα των κτημάτων που εδημιουργήθησαν δι αυτού περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους αναγραφομένους ως δικαιούχους εις τον κυρωθέντα κτηματολογικό πίνακα, ενώ αντιστοίχως αποσβένυται αυτοδικαίως το δικαίωμα κυριότητος που υπήρχε επί των κτημάτων που αναδιενεμήθησαν. Μετά την, ως άνω, κύρωση, εκείνος που αξιώνει δικαίωμα κυριότητος ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα δύναται να διεκδικήσει το κτήμα που παρεχωρήθη, αντί αποζημιώσεως, κατά του αναγραφομένου εις τον πίνακα δικαιούχου. Με την μεταγραφή των οριστικών τίτλων κυριότητος (παραχωρητηρίων) αποκλείεται η διόρθωση ή ακύρωση αυτών με απόφαση του οικείου Νομάρχου, εφ όσον θίγονται δικαιώματα τρίτων που έχουν αποκτηθή νομίμως ή παρήλθε τριετία από την μεταγραφή των (με εξαίρεση την περίπτωση αντιγραφικών σφαλμάτων). Εις την περίπτωση δε που αποκλείεται, κατά τα ανωτέρω, η διόρθωση ή ακύρωση των τίτλων κυριότητος, εκείνος που αξιώνει δικαίωμα κυριότητος ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου, που έχει υπαχθεί εις τον αναδασμό, δικαιούται να λάβει μόνον αποζημίωση από εκείνον υπέρ του οποίου εξεδόθη παραχωρητήριο και δεν έχει δικαίωμα να διεκδικήσει το νέο κτήμα από αυτόν (ΑΠ 421/1999 Ελ.Δ/νη 40 (1999), 1511).
Εις την παρούσα περίπτωση, οι εναγόμενοι, διά του τετάρτου λόγου της ενδίκου εφέσεώς των, διατείνονται ότι εις την περιοχή, όπου κείται το επίδικο ακίνητο, έλαβε χώρα αναδασμός, ο οποίος επερατώθη κατά την διάρκεια της επιδικίας, οι ίδιοι δε εισέφεραν εις αυτόν το επίδικο ακίνητο. Η υπ αριθμ. 6621/7-6-1999 απόφαση του Νομάρχου Μαγνησίας, περί κυρώσεως του αναδασμού, εδημοσιεύθη εις το υπ αριθμ. 1324/26-6-1999 Φ.Ε.Κ. και ακολούθως, με το υπ αριθμ. 7511/1999 παραχωρητήριο, το επίδικο ακίνητο παρεχωρήθη εις αυτούς, οι οποίοι κατέστησαν πρωτοδίκως κύριοι αυτού, ενώ οποιοδήποτε τυχόν δικαίωμα του ενάγοντος επ αυτού απεσβέσθη. Επομένως, εσφαλμένως το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπ όψιν τον οψιγενή αυτόν ισχυρισμό των, τον οποίο αντιπαρήλθε σιγή. Όμως, υπό τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ο ισχυρισμός αυτός των εναγομένων δεν επάγεται εν προκειμένω έννομο αποτέλεσμα, εφ όσον η ένδικος αγωγή ησκήθη προ του αναδασμού και της κυρώσεως αυτού με την προαναφερομένη απόφαση του Νομάρχου Μαγνησίας, που εδημοσιεύθη την 28-6-1999 (και όχι μετά την πάροδο τριετίας από της τοιαύτης δημοσιεύσεως), ενώ το επίδικο ακίνητο ταυτίζεται με το εισφερθέν εις τον αναδασμό και το παραχωρηθέν εις τους εναγομένους. Επομένως, ο σχετικός λόγος της εφέσεως πρέπει να απορριφθή. Ακόμη, πρέπει να απορριφθή και ο σχετικός λόγος της εφέσεως, που αφορά εις την απόρριψη του αιτήματος των εναγομένων περί διενεργείας αυτοψίας επί του επιδίκου ακινήτου, από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Και τούτο, διότι η διενέργεια αυτοψίας απόκειται εις την κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου (ΑΠ 1281/1990 Δ 22,515), η απόρριψη δε του αιτήματος περί διενεργείας αυτοψίας δεν δύναται να στηρίξει παράπονο του διαδίκου, ως λόγο της εφέσεως κατά της αποφάσεως που παρέλειψε να προβή εις αυτοψία (Εφ.Αθ. 12396/1987 Αρχ.Νομ. 30,219).
Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 79 § 1, 2, 3, 74, 180 και 203 του Αγροτικού Κώδικος προς την διάταξη του άρθρου 1 § 1 του Α.Ν. 431/1968, συμφώνως προς την οποία από την έναρξη της ισχύος του επιτρέπεται εις τους κατά την εποικιστική νομοθεσία κληρούχους η εκποίηση ή οπωσδήποτε διάθεση με δικαιοπραξία εν ζωή των πάσης φύσεως κλήρων των, υπό τον περιορισμό μόνο της μη κατατμήσεως των τεμαχίων της οριστικής διανομής, συνάγεται ότι ο κληρούχος, ο οποίος είχε αποκατασταθή, κατά τον αγροτικό νόμο, με την παραχώρηση εις αυτόν συγκεκριμένου κλήρου, μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του Α.Ν. 431/1968 (23-5-1968) και αν ακόμη δεν είχε αυτόν εις την κατοχή του, ελογίζετο ως μόνος καλής πίστεως νομέας αυτού. Ο κλήρος, επομένως, που είχε παραχωρηθή, δεν απετέλει αντικείμενο νομής από άλλον και δεν ηδύνατο να οδηγήσει εις χρησικτησία. Την αυτή πλασματική νομή εις τον κλήρο είχαν και οι κληρονόμοι του αρχικού κληρούχου, εφ όσον με τις διατάξεις αυτές επεδιώκετο η προστασία και των κληρονόμων του κληρούχου, διά το περιερχόμενο εις αυτούς μερίδιο από τον κλήρο. Όμως, μετά την έναρξη της ισχύος του Α.Ν. 431/1968, ο κληρούχος δεν θεωρείται πλέον κατά πλάσμα του νόμου νομέας του κλήρου, αν δεν κατέχει πραγματικώς αυτόν και επομένως είναι δυνατή η χωρίς την θέλησή του κτήση νομής από τρίτο, επί ολοκλήρου του κλήρου και όχι μέρους αυτού, η οποία, εφ όσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις, δύναται να οδηγήσει εις κτήση κυριότητος τούτου, διά τακτικής ή εκτάκτου χρησικτησίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο απαιτούμενος χρόνος διανύθηκε υπό την ισχύ του Νόμου αυτού (ΑΠ 1692/1991 Ελ.Δ/νη 1993, 578, ΑΠ 899/1989 Ελ.Δ/νη 1990, 1261, ΑΠ 1686/1985 ΝοΒ 34,1059).
Εις την
παρούσα περίπτωση, από την δέουσα εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων
αποδείξεως και ανταποδείξεως, οι οποίοι εξητάσθησαν
ενόρκως ενώπιον του αρμοδίου εισηγητού Δικαστού, που ωρίσθη
διά της υπ
αριθμ. 112/1997 προδικαστικής αποφάσεως του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου, την
υπ αριθμ.
/2001 έκθεση
πραγματογνωμοσύνης και το συνοδεύον αυτή τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου
Μηχανικού Δ. Γ., που ωρίσθη πραγματογνώμων
διά της αυτής, ως άνω, προδικαστικής αποφάσεως, καθώς
και από πάντα τα έγγραφα τα οποία προσκομίζουν νομίμως και επικαλούνται οι
διάδικοι, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα κατωτέρω
πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι αγροτεμάχιο, το οποίο έχει
έκταση