ΕφΛαρ 375/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Κτηματολόγιο - Συζήτηση - Κτηματογραφικό απόσπασμα - Αρνητική αγωγή κυριότητας - Διατάραξη νομής - Αναδασμός - Παραχωρητήρια - Κυριότητα - Αποζημίωση - Αυτοψία - Κλήρος - Νομή - Χρησικτησία -.

 

 

Κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης, μετά την πάροδο μήνα από την έναρξη της προθεσμίας υποβολής ενστάσεων κατά των προσωρινών διαγραμμάτων μέχρι και τις πρώτες εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση υπόθεσης με αντικείμενο εμπράγματο ή άλλο εγγραπτέο στα κτηματολογικά βιβλία δικαίωμα σε ακίνητο, εάν δεν προσκομίζεται κτηματογραφικό απόσπασμα. Αμφισβήτηση της κυριότητας με τοποθέτηση πασσάλων με συρματόπλεγμα στο ακίνητο και,  ακολούθως, διατάραξη της κυριότητας με το κλάδεμα των εντός του επιδίκου δέντρων. Σώρευση αρνητικής και αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής. Αν ο αναδασμός έλαβε χώρα μετά την 1-9-1977, από τη δημοσίευση στο ΦΕΚ της κυρωτικής του αναδασμού απόφασης του Νομάρχη η κυριότητα των δημιουργηθέντων κτημάτων περιέρχεται αυτοδίκαια στους αναγραφόμενους ως δικαιούχους στον κυρωθέντα κτηματολογικό πίνακα, ο δε αξιώνων δικαίωμα κυριότητας ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα μπορεί να διεκδικήσει το παραχωρηθέν κτήμα, αντί αποζημίωσης, κατά του αναγραφομένου στον πίνακα δικαιούχου. Με τη μεταγραφή των οριστικών τίτλων κυριότητας (παραχωρητηρίων) αποκλείεται η διόρθωση ή ακύρωσή τους, εφόσον θίγονται δικαιώματα τρίτων που έχουν αποκτηθεί νόμιμα ή παρήλθε τριετία από τη μεταγραφή τους (με εξαίρεση την περίπτωση αντιγραφικών σφαλμάτων), ο δε αξιώνων εμπράγματο δικαίωμα επί υπαχθέντος σε αναδασμό ακινήτου δικαιούται να λάβει αποζημίωση από τον υπερ ου το παραχωρητήριο, όχι όμως και να διεκδικήσει το νέο κτήμα. Η διενέργεια αυτοψίας απόκειται στην κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου, η δε απόρριψη σχετικού αιτήματος δεν μπορεί να στηρίξει λόγο έφεσης. Πλασματική νομή του κληρούχου (ή των κληρονόμων του) μέχρι την ισχύ του Α.Ν. 431/1968, και αν ακόμη δεν κατείχε τον κλήρο. Μετά το νόμο, ο κληρούχος δεν θεωρείται πλέον κατά πλάσμα νομέας, αν δεν κατέχει πραγματικά τον κλήρο και είναι δυνατή η χωρίς την θέλησή του κτήση νομής από τρίτο, επί ολοκλήρου του κλήρου και όχι μέρους αυτού, που μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας με χρησικτησία, εφόσον ο απαιτούμενος χρόνος διανύθηκε υπό την ισχύ του Α.Ν. 431/68.

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

Επειδή, η κρινομένη έφεση κατά της υπ’  αριθμ. 73/2003 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, η οποία εξεδόθη κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθή νομοτύπως και εμπροθέσμως, συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 513, 516-518, 520 ΚΠολΔ, ήτοι προ της επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, της οποίας δεν γίνεται επίκληση ούτε προσκομίζεται απόδειξη περί αυτής, και εντός τριών ετών από της δημοσιεύσεως της αυτής αποφάσεως. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθή περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την αυτή, ως άνω, τακτική διαδικασία.

 

 

Επειδή, διά της από 2-2-1996 αγωγής του, απευθυνομένης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εζήτησε να αναγνωρισθή αφ’  ενός μεν η κυριότης αυτού επί του εις αυτή αναφερομένου και περιγραφομένου ακινήτου αφ’  ετέρου δε η ανυπαρξία δικαιώματος κυριότητος επ’  αυτού των εναγομένων και να υποχρεωθούν οι τελευταίοι να παραλείψουν οποιαδήποτε διατάραξη της κυριότητος αυτού εις το μέλλον, επ’  απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κρατήσεως κατ’  αυτών. Επί της αγωγής αυτής εξεδόθη αρχικώς η υπ’  αριθμ. 112/1997 προδικαστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, διά της οποίας αυτή εκρίθη νόμιμος και διετάχθησαν οι εις αυτή αποδείξεις εις βάρος των διαδίκων, περιλαμβανομένης και της διενεργείας πραγματογνωμοσύνης, ακολούθως δε η υπ’  αριθμ. 73/2003 οριστική απόφαση αυτού, διά της οποίας η αγωγή εγένετο δεκτή και ως κατ’  ουσίαν βάσιμος. Ήδη, κατά της αποφάσεως αυτής οι εναγόμενοι ήσκησαν την κρινομένη έφεσή των, διά της οποίας και διά τους εις αυτή και κατωτέρω αναφερομένους λόγους παραπονούνται διά την, ως άνω, παραδοχή της αγωγής και αιτούνται την εξαφάνιση της προσβαλλομένης αποφάσεως, προς τον σκοπό όπως απορριφθή εξ ολοκλήρου η κατ’  αυτών αγωγή του ήδη εφεσιβλήτου.

 

 

Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 5 § 2, 4 § 1 εδ. β΄γ΄και 12 § 1 του Ν. 2308/1995, όπως ετροποποιήθη με το άρθρο 25 § 13 του Ν. 2664/1998, συνάγεται ότι, κατά την διαδικασία της κτηματογραφήσεως, μετά την πάροδο ενός μηνός από της ενάρξεως της προθεσμίας υποβολής ενστάσεων κατά των προσωρινών διαγραμμάτων και πινάκων μέχρι και τις πρώτες εγγραφές εις τα κτηματολογικά βιβλία, δεν επιτρέπεται να συζητηθή ενώπιον Δικαστηρίου υπόθεση που να έχει ως αντικείμενο εμπράγματο δικαίωμα ή άλλο εγγραπτέο εις τα κτηματολογικά βιβλία δικαίωμα εις ακίνητο της περιοχής, εις την οποία αφορούν τα αναρτώμενα  στοιχεία, χωρίς να προσκομίζεται το σχετικό κτηματογραφικό απόσπασμα. Επομένως, κηρύσσεται απαράδεκτος η συζήτηση της υποθέσεως όταν δεν προσκομίζεται το σχετικό κτηματογραφικό απόσπασμα. Η ευρύτητα δε της διατυπώσεως της διατάξεως του άρθρου 5 § 2 του Ν. 2308/1995 («δεν επιτρέπεται … η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου…») οδηγεί εις τον αποκλεισμό της συζητήσεως οποιασδήποτε υποθέσεως ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, δικαιοδοσίας και διαδικασία (βλ. Χρ. Κούσουλα «Το Δίκαιο του Κτηματολογίου» § 20 σελ. 280 - 281 αριθμ. 786-789).

 

 

Εις την παρούσα περίπτωση, κατά την δευτέρα ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου συζήτηση της κρινομένης αγωγής, επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφαση, δεν υπεβλήθη ισχυρισμός από τους διαδίκους, διά των εγγράφων αυτών προτάσεων, ότι η περιοχή εις την οποία κείται το επίδικο ακίνητο τελεί υπό κτηματογράφηση, από του έτους 1999, ούτε ότι η ενώπιον αυτού συζήτηση διεξάγεται εις το χρονικό διάστημα μετά την πάροδο μηνός από της ενάρξεως της προθεσμίας υποβολής ενστάσεων κατά των προσωρινών διαγραμμάτων και πινάκων μέχρι και τις πρώτες εγγραφές, ώστε, συνεπεία μη προσκομίσεως του σχετικού κτηματογραφικού αποσπάσματος, να κηρυχθή απαράδεκτος η συζήτηση αυτή. Ο σχετικός, επομένως, ισχυρισμός των εκκαλούντων, που αποτελεί τον πρώτο λόγο της ενδίκου εφέσεώς των, πρέπει να απορριφθή, ως αλυσιτελής. Ήδη δε, διά το παραδεκτό της παρούσης συζητήσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προσκομίζεται μετ’  επικλήσεως το υπ’  αριθμ. .../15-10-2003 κτηματογραφικό απόσπασμα του «Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας - Κτηματολόγιο Α.Ε.».

 

 

Επειδή, από την διάταξη του άρθρου 1108 ΑΚ, συνάγεται ότι η αρνητική αγωγή ασκείται εις την περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητος, δηλαδή όταν ο κύριος διαταράσσεται εις την νομή του, που ασκεί επί του πράγματος και όχι όταν προσβάλλεται με άλλο τρόπο, όπως με την αφαίρεση ή την κατακράτηση του πράγματος. Κάθε πράξη η οποία αποτελεί διατάραξη της νομής, αποτελεί επέμβαση εις την κυριότητα, η οποία δικαιολογεί την έγερση της αρνητικής αγωγής, με αίτημα την άρση της προσβολής και την παράλειψη αυτής εις το μέλλον (ΑΠ 49/1998 ΕλΔ/νη 39,1271, ΑΠ 491/1995 ΕλΔ/νη 37,331). Με την αρνητική αγωγή είναι δυνατόν να σωρευθή και αναγνωριστική αγωγή του δικαιώματος κυριότητος του ενάγοντος επί του πράγματος, όταν ο κατά τα ανωτέρω διαταράσσων αμφισβητεί την κυριότητα αυτού επί του πράγματος (ΕφΑθ. 645/2002 ΕλΔ/νη 43,775, Εφ.Αθ. 7997/1999 Ελ.Δ/νη 42,450, Εφ.Λαρ. 242/2003 Δικογ. 2003, 280).

 

 

Εις την παρούσα περίπτωση, δια της κρινομένης αγωγής, επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφαση, ιστορείται, κατά την δέουσα εκτίμηση των εκτιθεμένων εις αυτή πραγματικών περιστατικών, ότι ο ενάγων είναι κύριος του εις αυτή αναφερομένου ακινήτου, το οποίο περιήλθε εις αυτόν, διά του υπ  αριθμ. …/1995 συμβολαίου του Συμβ/φου Γ. Μ., νομίμως μεταγραφέντος, λόγω γονικής παροχής, συσταθείσης από τον πατέρα του, Π. Μ.. Ο τελευταίος και προ αυτού ο πατέρα τούτου, Γ. Μ., κατείχαν το ακίνητο αυτό, με τα προσόντα της εκτάκτου χρησικτησίας, από του έτους 1925. Όμως, οι εναγόμενοι, κύριοι και επικαρπωτές ομόρου ακινήτου, κατά τον μήνα Ιανουάριο 1996, αμφισβητώντας την κυριότητα αυτού επί του επιδίκου ακινήτου, ενέπηζαν παρανόμως επί της δυτικής και ανατολικής πλευράς αυτού πασσάλους, τους οποίους ήνωσαν προχείρως με ακιδωτό σύρμα. Ο ενάγων, ενεργών παραχρήμα, αφήρεσε τους πασσάλους αυτούς, οι εναγόμενοι όμως επανήλθαν και εκλάδευσαν τα εντός αυτού ευρισκόμενα δένδρα, διαταράσσοντας με τον τρόπο αυτό την κυριότητά του επί του ακινήτου αυτού. Διώκεται δε διά της αγωγής να αναγνωρισθή η κυριότητα του ενάγοντος επί του ανωτέρω ακινήτου και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, οι οποίοι ουδέν δικαίωμα έχουν επ’  αυτού, να παραλείψουν κάθε διατάραξη αυτού εις το μέλλον,  επ’  απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κρατήσεως κατ’  αυτών. Υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, η κρινομένη αγωγή φέρει τον χαρακτήρα της αρνητικής αγωγής, εις την οποία παραδεκτώς σωρεύεται και αναγνωριστική της κυριότητος του ενάγοντος αγωγή, είναι δε νόμιμος, ερειδομένη επί των διατάξεων των άρθρων 1045, 1051, 1192, 1108 ΑΚ, 70, 947 ΚΠολΔ. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι οι ίδιοι είναι κύριοι και η δευτέρα τούτων επικαρπώτρια του επιδίκου ακινήτου, καταστάντες τοιούτοι, κατά τον επικαλούμενο, με τις προτάσεις των της πρώτης συζητήσεως ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου, τρόπο και κατέχουν αυτό, δεν αφορά εις τον χαρακτήρα της ενδίκου αγωγής και το νόμιμο αυτής (η οποία όπως διατείνονται δεν είναι αρνητική αλλά διεκδικητική), αλλά εις το κατ’  ουσίαν βάσιμο αυτής. Επομένως, ο αντίστοιχος λόγος της ενδίκου εφέσεώς των πρέπει να απορριφθή.

 

 

Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 21 § 1 και 4, 22 και 33 § 1, 2 του Ν. 674/1977 «Περί αναδασμού της γης…», συνάγεται ότι, αν ο αναδασμός έλαβε χώρα μετά την ισχύ του νόμου αυτού, δηλαδή μετά την 1-9-1977, από την δημοσίευση εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της αποφάσεως του Νομάρχου που κυρώνει τον αναδασμό η κυριότητα των κτημάτων που εδημιουργήθησαν δι’  αυτού περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους αναγραφομένους ως δικαιούχους εις τον κυρωθέντα κτηματολογικό πίνακα, ενώ αντιστοίχως αποσβένυται αυτοδικαίως το δικαίωμα κυριότητος που υπήρχε επί των κτημάτων που αναδιενεμήθησαν. Μετά την, ως άνω, κύρωση, εκείνος που αξιώνει δικαίωμα κυριότητος ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα δύναται να διεκδικήσει το κτήμα που παρεχωρήθη, αντί αποζημιώσεως, κατά του αναγραφομένου εις τον πίνακα δικαιούχου. Με την μεταγραφή των οριστικών τίτλων κυριότητος  (παραχωρητηρίων) αποκλείεται η διόρθωση ή ακύρωση αυτών με απόφαση του οικείου Νομάρχου, εφ’  όσον θίγονται δικαιώματα τρίτων που έχουν αποκτηθή νομίμως ή παρήλθε τριετία από την μεταγραφή των (με εξαίρεση την περίπτωση αντιγραφικών σφαλμάτων). Εις την περίπτωση δε που αποκλείεται, κατά τα ανωτέρω, η διόρθωση ή ακύρωση των τίτλων κυριότητος, εκείνος που αξιώνει δικαίωμα κυριότητος ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου, που έχει υπαχθεί εις τον αναδασμό, δικαιούται να λάβει μόνον αποζημίωση από εκείνον υπέρ του οποίου εξεδόθη παραχωρητήριο και δεν έχει δικαίωμα να διεκδικήσει το νέο κτήμα από αυτόν (ΑΠ 421/1999 Ελ.Δ/νη 40 (1999), 1511).

 

 

Εις την παρούσα περίπτωση, οι εναγόμενοι, διά του τετάρτου λόγου της ενδίκου εφέσεώς των, διατείνονται ότι εις την περιοχή, όπου κείται το επίδικο ακίνητο, έλαβε χώρα αναδασμός, ο οποίος επερατώθη κατά την διάρκεια της επιδικίας, οι ίδιοι δε εισέφεραν εις αυτόν το επίδικο ακίνητο. Η  υπ’  αριθμ. 6621/7-6-1999 απόφαση του Νομάρχου Μαγνησίας, περί κυρώσεως του αναδασμού, εδημοσιεύθη εις το υπ’ αριθμ. 1324/26-6-1999 Φ.Ε.Κ. και ακολούθως, με το υπ’  αριθμ. 7511/1999 παραχωρητήριο, το επίδικο ακίνητο παρεχωρήθη εις αυτούς, οι οποίοι κατέστησαν πρωτοδίκως κύριοι αυτού, ενώ οποιοδήποτε τυχόν δικαίωμα του ενάγοντος επ  αυτού απεσβέσθη.  Επομένως, εσφαλμένως το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπ’  όψιν τον οψιγενή αυτόν ισχυρισμό των, τον οποίο αντιπαρήλθε σιγή. Όμως, υπό τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ο ισχυρισμός αυτός των εναγομένων δεν επάγεται εν προκειμένω έννομο αποτέλεσμα, εφ’  όσον η ένδικος αγωγή ησκήθη προ του αναδασμού και της κυρώσεως αυτού με την προαναφερομένη απόφαση του Νομάρχου Μαγνησίας, που εδημοσιεύθη την 28-6-1999 (και όχι μετά την πάροδο τριετίας από της τοιαύτης δημοσιεύσεως), ενώ το επίδικο ακίνητο ταυτίζεται με το εισφερθέν εις τον αναδασμό και το παραχωρηθέν εις τους εναγομένους. Επομένως, ο σχετικός λόγος της εφέσεως πρέπει να απορριφθή. Ακόμη, πρέπει να απορριφθή και ο σχετικός λόγος της εφέσεως, που αφορά εις την απόρριψη του αιτήματος των εναγομένων περί διενεργείας αυτοψίας επί του επιδίκου ακινήτου, από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Και τούτο, διότι η διενέργεια αυτοψίας απόκειται εις την κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου (ΑΠ 1281/1990 Δ 22,515), η απόρριψη δε του αιτήματος περί διενεργείας αυτοψίας δεν δύναται να στηρίξει παράπονο του διαδίκου, ως λόγο της εφέσεως κατά της αποφάσεως που παρέλειψε να προβή εις αυτοψία (Εφ.Αθ. 12396/1987 Αρχ.Νομ. 30,219).

 

 

Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 79 § 1, 2, 3, 74, 180 και 203 του Αγροτικού Κώδικος προς την διάταξη του άρθρου 1 § 1 του Α.Ν. 431/1968, συμφώνως προς την οποία από την έναρξη της ισχύος του επιτρέπεται εις τους κατά την εποικιστική νομοθεσία κληρούχους  η εκποίηση ή οπωσδήποτε διάθεση με δικαιοπραξία εν ζωή των πάσης φύσεως κλήρων των, υπό τον περιορισμό μόνο της μη κατατμήσεως των τεμαχίων της οριστικής διανομής, συνάγεται ότι ο κληρούχος, ο οποίος είχε αποκατασταθή, κατά τον αγροτικό νόμο, με την παραχώρηση εις αυτόν συγκεκριμένου κλήρου, μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του Α.Ν. 431/1968 (23-5-1968) και αν ακόμη δεν είχε αυτόν εις την κατοχή του, ελογίζετο ως μόνος καλής πίστεως νομέας αυτού. Ο κλήρος, επομένως, που είχε παραχωρηθή, δεν απετέλει αντικείμενο νομής από άλλον και δεν ηδύνατο να οδηγήσει εις χρησικτησία. Την αυτή πλασματική νομή εις τον κλήρο είχαν και οι κληρονόμοι του αρχικού κληρούχου, εφ’  όσον με τις διατάξεις αυτές επεδιώκετο η προστασία και των κληρονόμων του κληρούχου, διά το περιερχόμενο εις αυτούς μερίδιο από τον κλήρο. Όμως, μετά την έναρξη της ισχύος του Α.Ν. 431/1968, ο κληρούχος δεν θεωρείται πλέον κατά πλάσμα του νόμου νομέας του κλήρου, αν δεν κατέχει πραγματικώς αυτόν και επομένως είναι δυνατή η χωρίς την θέλησή του κτήση νομής από τρίτο, επί ολοκλήρου του κλήρου και όχι μέρους αυτού, η οποία, εφ’  όσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις, δύναται να οδηγήσει εις κτήση κυριότητος τούτου, διά τακτικής ή εκτάκτου χρησικτησίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο απαιτούμενος χρόνος διανύθηκε υπό την ισχύ του Νόμου αυτού (ΑΠ 1692/1991 Ελ.Δ/νη 1993, 578, ΑΠ 899/1989 Ελ.Δ/νη 1990, 1261, ΑΠ 1686/1985 ΝοΒ 34,1059).

 

 

Εις την παρούσα περίπτωση, από την δέουσα εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, οι οποίοι εξητάσθησαν ενόρκως ενώπιον του αρμοδίου εισηγητού Δικαστού, που ωρίσθη διά της υπ’  αριθμ. 112/1997 προδικαστικής αποφάσεως του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου, την υπ’  αριθμ. …/2001 έκθεση πραγματογνωμοσύνης και το συνοδεύον αυτή τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού Δ. Γ., που ωρίσθη πραγματογνώμων διά της αυτής, ως άνω, προδικαστικής αποφάσεως, καθώς και από πάντα τα έγγραφα τα οποία προσκομίζουν νομίμως και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα κατωτέρω πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι αγροτεμάχιο, το οποίο έχει έκταση 4.200 m2 και κείται εις την θέση «Σ.» της κτηματικής περιφερείας Ν. Α. Μαγνησίας, αποτελεί δε το υπ’  αριθμ. 218 κληροτεμάχιο του τμήματος IV του κλήρου του Θεσσαλικού Γεωργικού Ταμείου και συνορεύει: βορείως με το υπ’  αριθμ. 219 κληροτεμάχιο, το οποίο ανήκει κατά ψιλή κυριότητα εις τους γ΄ και δ΄ των εκκαλούντων και κατ’  επικαρπίαν εις την β΄ τούτων, νοτίως με το υπ’  αριθμ. 217 κληροτεμάχιο ιδιοκτησίας πρότερον του Μ. Μυ. και ήδη αγνώστου ιδιοκτήτου, ανατολικώς με το υπ’ αριθμ. 251 κληροτεμάχιο, ιδιοκτησίας Π. Κ. και δυτικώς με το υπ’  αριθμ. 211 κληροτεμάχιο, ιδιοκτησίας του Ε. Μ. (θείου του ενάγοντος από ανεψιό). Το ακίνητο αυτό, διά του υπ’  αριθμ. 6229/1923 τίτλου κυριότητος του Υπουργείου Γεωργίας (Θεσσαλικό Γεωργικό Ταμείο) είχε παραχωρηθή εις την Ζ. χα Ν. Μο., εκτός άλλων, η ιδία όμως ουδέποτε εγκατεστάθη εις αυτό, αλλά εγκατεστάθη εις το βορείως αυτού κείμενο υπ’  αριθμ. 219 κληροτεμάχιο, το οποίο δεν είχε παραχωρηθή εις ακτήμονα καλλιεργητή και ανήκε εις την κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Από του έτους περίπου 1925, ο πάππος του ενάγοντος Γ. Μ., ο οποίος είχε αγοράσει ατύπως από τον κληρούχο Σ. Σ. και κατείχε το υπ’  αριθμ. 211 αγροτεμάχιο, κατέλαβε και το ανατολικώς αυτού κείμενο υπ’  αριθμ. 218 επίδικο ακίνητο και διενεργούσε διακατοχικές πράξεις επ’  αυτού με την πεποίθηση ότι είναι κύριος τούτου. Ειδικότερον, αυτός επέβλεπε το ακίνητο αυτό, το οποίο, λόγω της κλίσεώς του και της μορφολογίας του εδάφους του δεν ήτο επιδεκτικό καλλιεργείας, το εχρησιμοποίει διά την βοσκή του ποιμνίου του, είχε κατασκευάσει δε εις μέρος αυτού ποιμνιοστάσιο. Ωσαύτως προέβαινε εις την εκθάμνευση αυτού και των εμβολιασμό των εντός αυτού αγριελαιών, των οποίων συνέλλεγε τους καρπούς, χωρίς ποτέ να ενοχληθή από κανέναν. Τις διακατοχικές αυτές πράξεις ήσκησε ο ίδιος μέχρι του έτους 1960, ότε παρεχώρησε αυτό εις τον υιό του και πατέρα του ενάγοντος Π. Μ.. Ο τελευταίος από του χρόνου αυτού συνέχισε τις αυτές, ως άνω, διακατοχικές πράξεις επί του επιδίκου, διανοία κυρίου, μέχρι την 25-7-1995, χωρίς ποτέ να ενοχληθή από κανέναν. Ειδικότερον, εχρησιμοποίει αυτό διά την βόσκηση του ποιμνίου που διετήρει με τον αδελφό του μέχρι του έτους 1984, καθάριζε αυτό από τους εντός αυτού φυομένους θάμνους, συνέλλεγε τους καρπούς των εις αυτό ελαιοδένδρων και επέβλεπε αυτό. Επί τη βάσει όσων εξετέθησαν εις την μείζονα σκέψη, η άσκηση των διακατοχικών αυτών πράξεων από τον πατέρα και τον πάππο του ενάγοντος, μέχρι την 23-5-1968, ότε ήρχισε η ισχύς του Α.Ν. 431/1968, είναι άνευ εννόμου αποτελέσματος, εφ’  όσον κατ’  αυτό το χρονικό διάστημα, κατά πλάσμα του νόμου, νομέας του επιδίκου ακινήτου εθεωρείτο η αρχική κληρούχος, Ζ. Μο. και οι κληρονόμοι της, έστω και αν δεν κατείχαν αυτό. Όμως, μετά την 23-5-1968, ο άμεσος δικαιοπάροχος του ενάγοντος, Π. Μ., κατέχων το επίδικο ακίνητο μέχρι την 25-7-1995, διανοία κυρίου, και ασκώντας επ’  αυτού όλες τις προσιδιάζουσες εις την φύση του πράξεις νομής και κατοχής, που αναφέρονται ανωτέρω, απέκτησε κυριότητα επ’  αυτού δι’  εκτάκτου χρησικτησίας. Την κυριότητα αυτή, διά του υπ’  αριθμ. …/25-7-1995 συμβολαίου γονικής παροχής του Συμβ/φου  Γ. Μ., που μετεγράφη εις τόμο … και αριθμό … των Βιβλίων Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Α., μετεβίβασε εις τον ενάγοντα, ο οποίος κατέστη παραγώγως κύριος του επιδίκου ακινήτου. Περί των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών που αφορούν εις την άσκηση διακατοχικών πράξεων, από τους άμεσο και απώτερο δικαιοπάροχο του ενάγοντος, επί του επιδίκου ακινήτου, καταθέτουν σαφώς αμφότεροι οι προταθέντες από αυτόν και εξετασθέντες, ενώπιον του αρμοδίου Εισηγητού Δικαστού, μάρτυρες, Π. Κ., κύριος του, ανατολικώς του επιδίκου ακινήτου κειμένου, υπ’  αριθμ. 251 αγροτεμαχίου, και Β. Μ., θείος του ενάγοντος και κύριος του υπ’  αριθμ. 211 αγροτεμαχίου, που αναφέρθη ανωτέρω. Ειδικότερον, κατά τον πρώτο τούτων, που εγεννήθη το έτος 1925 και κατοικεί εις Ν. Α. «… εγώ έχω παραστάσεις και αναμνήσεις από της ηλικίας των 7 ετών. Τότε ο πατέρας μου μας έπαιρνε όλα τα παιδιά και πηγαίναμε στα κτήματα … εγώ πήγαινα με τον πατέρα μου στο κτήμα μας που είναι δίπλα από το κτήμα του Μ.. Από μικρό παιδί θυμάμαι ότι μέσα στο επίδικο έβλεπα τον παππού του ενάγοντα δηλαδή τον Γ. Μ., ο οποίος ήταν κτηνοτρόφος και είχε μαντρί μέσα στο επίδικο στο οποίο φύλασσε τα πρόβατά του… έβλεπα επίσης να καθαρίζει το επίδικο … να κλαδεύει να κάνει πεζούλες στα δένδρα … να καίει τα τσαλιά από το καθάρισμα… Όλα αυτά τα χρόνια δεν άκουσα κανέναν να αμφισβητεί ότι το επίδικο είναι του Μ. ή να το διεκδικεί… Μετά το επίδικο το πήρε ο πατέρας του ενάγοντα δηλαδή ο Π. Μ. … που συνέχισε να έχει μέσα στο επίδικο το μαντρί του στο ίδιο μέρος που το είχε και ο πατέρας του … να κάνει αυτό που πάντα γινόταν δηλαδή να κλαδεύει, να κάνει τις πεζούλες, εμβολίαζε όταν έβλεπε κανένα άγριο δένδρο…». Κατά τον δεύτερο δε τούτων, ο οποίος εγεννήθη το έτος 1925 «… από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου… ο πατέρας μου μέσα στο επίδικο είχε εγκαταστήσει μαντρί και στο διπλανό τεμάχιο δηλαδή το 211 είχε κατασκευάσει στρούγγα. Αυτό το μαντρί υπήρχε μέχρι το 1984… όλα αυτά τα χρόνια… δεν ήρθε κανείς από τους γείτονες να διαμαρτυρηθή να μας ενοχλήσει γιατί μέσα στο επίδικο ο πατέρας μου και εμείς τα δυό του παιδιά είχαμε συνεχώς το μαντρί και βοσκούσαμε το επίδικο… Ο Μο. δεν εγκαταστάθηκε ποτέ στο επίδικο αλλά εγκαταστάθηκε στο διπλανό 219…». Ο ισχυρισμός των εναγομένων περί ιδίας κυριότητος αυτών επί του επιδίκου ακινήτου δεν αποδεικνύεται βάσιμος. Ειδικότερον, δεν αποδεικνύεται ότι το ακίνητο το οποίο μετεβιβάσθη κατά ψιλή κυριότητα εις τους γ΄ και δ΄ τούτων και κατ’  επικαρπίαν εις την β΄ τούτων, διά του επικαλουμένου και προσκομιζομένου από αυτούς υπ’ αριθμ. …/1989 συμβολαίου του Συμβ/φου Ε. Ζ. που μετεγράφη εις τόμο … και αριθμό … των Βιβλίων Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Α., ταυτίζεται με το επίδικο ακίνητο και ότι η άμεσος και απωτέρα δικαιοπάροχος αυτών Μ. Ξ.-Λ. και Α. σύζυγος Δ. Τ. είχαν αποκτήσει κυριότητα επί του επιδίκου ακινήτου. Αντιθέτως, από τα αυτά αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι: οι κληρονόμοι της ανωτέρω αναφερομένης Ζ. χας Ν. Μο., διά του προσκομιζομένου και επικαλουμένου από 12-7-1934 προσυμφώνου, επώλησαν, ομού μετ’ άλλων αγροτεμαχίων, εις τον Α. Τσ., και το υπ’  αριθμ. 218 κληροτεμάχιο, ο τελευταίος δε, διά του από 18-1-1946 ατύπου προικοσυμφώνου, παρεχώρησε αυτό, εις την θυγατέρα του Α. σύζυγο Δ. Τ., χωρίς περιγραφή αυτού αλλά με την αναφορά ότι κείται «στη θέση Σ.». Εις την πραγματικότητα, όμως, τόσο ο ρηθείς Α. Τσ. όσο και η θυγατέρα του Α. σύζυγος Δ. Τ. εγκατεστάθησαν και κατείχαν το υπ’  αριθμ. 219 κληροτεμάχιο, εις το οποίο είχε εγκατασταθή και η αρχική κληρούχος Ζ. Μο. και όχι εις το επίδικο υπ’  αριθμ. 218 ακίνητο, το οποίο κατείχαν οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος, που προανεφέρθησαν. Τούτο συνάγεται και από το γεγονός ότι η ρηθείσα Α. σύζυγος Δ. Τ., διά του υπ  αριθμ. …/1985 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβ/φου Η. Φ., επώλησε και μετεβίβασε κατά κυριότητα, εις την Μ. Ξ. σύζυγο Γ. Λ., το περιελθόν εις αυτή κατά τα ανωτέρω ακίνητο «το οποίο κατέχει και νέμεται συνεχώς και αδιαλείπτως καλή τη πίστει και διανοία κυρίου από το έτος 1946…». Εις το συμβόλαιο αυτό το πωλούμενο ακίνητο περιγράφεται ως «αγροτεμάχιον κείμενον εις θέσιν «Σ.»… εκτάσεως 4.200 m2 και συνορευόμενον γύρωθεν με ιδιοκτησίες: ανατολικώς Γ. Κ., δυτικώς με όμοιον Α. Κ., βορείως με όμοιον Ε. Σ. και δρόμον και νοτίως με όμοιον Π. Μ.». Η περιγραφή όμως αυτή προσήκει εις το υπ’  αριθμ. 219 κληροτεμάχιο και όχι εις το υπ’  αριθμ. 218 που αποτελεί το επίδικο, εφ’ όσον τα ακίνητα των ομόρων ιδιοκτητών είναι τα υπ’  αριθμ. 250, 210, 220 και 218, αντιστοίχως. Δηλαδή, διά του πωλητηρίου αυτού συμβολαίου αφ  ενός μεν περιγράφεται ως πωλούμενο το υπ’  αριθμ.219 αγροτεμάχιο, αφ  ετέρου δε αναγνωρίζεται ότι κύριος του νοτίως αυτού κειμένου αγροτεμαχίου, που αποτελεί το επίδικο, είναι ο Π. Μ., άμεσος δικαιοπάροχος του ενάγοντος. Περαιτέρω, η ρηθείσα Μ. Ξ., σύζυγος Γ. Λ., διά του υπ’  αριθμ. …/22-2-1989 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβ/φου Ε. Ζ., που προανεφέρθη, επώλησε και μετεβίβασε το κατά τα ανωτέρω περιελθόν εις αυτή ακίνητο κατά ψιλή κυριότητα εις τους γ΄ και δ΄των εκκαλούντων-εναγομένων και κατ’  επικαρπίαν εις την β΄ τούτων. Εις το συμβόλαιο αυτό το πωλούμενο ακίνητο περιγράφεται ως αγροτεμάχιο, εκτάσεως 4.200 m2, κείμενο εις θέση «Σ.» της κτηματικής περιφερείας Ν. Α., με αριθμ. 218, συνορευόμενο: ανατολικώς με το υπ’ αριθμ. 250 αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας Αποστόλου Αρσενόπουλου (πρώην ιδιοκτησίας Κ.), δυτικώς με το 210 αγροτεμάχιο, ιδιοκτησίας Α. Κ., βορείως με το 220 αγροτεμάχιο, ιδιοκτησίας Ε. Σ. και νοτίως με το 218 αγροτεμάχιο, ιδιοκτησίας Π. Μ.. Εις αυτό δε γίνεται μνεία ότι το πωλούμενο ακίνητο η πωλήτρια το απέκτησε εξ αγοράς από την ρηθείσα Α. σύζυγο Δ. Τ. με το υπ’  αριθμ. …/1985 πωλητήριο συμβόλαιο που προανεφέρθη. Δηλαδή και εις το συμβόλαιο αυτό αφ’  ενός μεν περιγράφεται το υπ’  αριθμ. 219 αγροτεμάχιο, όπως επισημαίνεται και εις την υπ’  αριθμ. …/2001 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονος, Τοπογράφου Μηχανικού, Γ. Δ., αφ’  ετέρου δε το νοτίως αυτού κείμενο υπ’  αριθμ. 218 αγροτεμάχιο φέρεται ότι ανήκει εις τον Π. Μ., άμεσο δικαιοπάροχο του ενάγοντος (πρέπει δε να σημειωθή ότι, από την αναφορά εις το υπ’  αριθμ. …/1989 πωλητήριο συμβόλαιο ως πωλουμένου του υπ’ αριθμ. «218» αγροτεμαχίου και ως νοτίου ορίου αυτού πάλι του 218, συνάγεται ότι ο αριθμός του πωλουμένου δι’  αυτού αγροτεμαχίου διορθώθηκε από 219 εις 218 εκ των υστέρων, γεγονός όμως το οποίο δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή, εφ’  όσον η περιγραφή του πωλουμένου και κατεχομένου από την πωλήτρια προσήκει εις το υπ’  αριθμ. 219 αγροτεμάχιο). Οι ανωτέρω, επομένως, άμεσος και απωτέρα δικαιοπάροχοι των εναγομένων-εκκαλούντων (Α. σύζυγος Δ. Τ. και Μ. Ξ. - σύζυγος Γ. Λ.) ουδέποτε ήσκησαν διακατοχικές πράξεις επί του επιδίκου ακινήτου, διανοία κυρίου, αλλά από του έτους 1946 κατείχαν διαδοχικώς το υπ’  αριθμ. 219 αγροτεμάχιο, το οποίο όμως ανήκε εις το Ελληνικό Δημόσιο. Ως εκ τούτου δεν απέκτησαν κυριότητα επί του επιδίκου υπ’  αριθμ. 218 αγροτεμαχίου και δεν μετεβιβάσθη συνακολούθως η τοιαύτη κυριότητα εις τους εναγομένους. Τα κατατιθέμενα από τον μάρτυρα Ε. Γ., που προτάθηκε από τους εναγομένους και εξητάσθη ενώπιον του αρμοδίου Εισηγητού Δικαστού ότι «… το επίδικο οικόπεδο … το ήξερε από παλιά διότι έβλεπε τον Α. Τ.  (υιό της Α. Τ.), ο οποίος πήγαινε πολλές φορές εκεί με ενδιαφερομένους για να το πουλήσει… και άλλη μία φορά πήγανε στο κτήμα (με τον Α. Τ.) και του είπε ενώ βρίσκονταν στην κορυφή, όπου σήμερα είναι το σπίτι του Αρ., ότι το κτήμα του αρχίζει από εκεί και εκτείνεται προς νότο φτάνοντας μέχρι το κτήμα του Σ. …» και επομένως ότι το επίδικο ακίνητο κατείχε και ενέμετο η ρηθείσα Α. Τ., δεν κρίνονται αξιόπιστα και πειστικά, αναιρούνται δε από τις καταθέσεις των προαναφερομένων μαρτύρων που προτάθησαν από τον ενάγοντα αλλά και από τα συναγόμενα από τα, ως άνω, πωλητήρια συμβόλαια που επικαλούνται οι εκκαλούντες εναγόμενοι. Οι τελευταίοι, με την αγορά του ανωτέρω εις την πραγματικότητα 219 αγροτεμαχίου, που αποτελεί την κορυφή του λόφου όπου και το επίδικο, ανήγειραν πολυτελή οικία και περιέφραξαν το ακίνητό των. Μετά δε την διαπίστωση ότι το αγροτεμάχιο όπου έκτισαν την οικία των ανήκε εις την κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, εξ αφορμής του διενεργηθέντος αναδασμού, εζήτησαν και παρεχωρήθη εις αυτούς, ως αυθαιρέτως κατέχοντες τούτο, δι΄ εξαγοράς του, από το Ελληνικό Δημόσιο, διά της υπ’  αριθμ. ΑΑΑ3341/1997 αποφάσεως του Αναπληρωτού Περ/κού Διευθυντού της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας. Επί τη βάσει των προεκτεθέντων, ο περί ιδίας κυριότητος επί του επιδίκου ακινήτου ισχυρισμός των εναγομένων πρέπει να απορριφθή, ως κατ’  ουσίαν αβάσιμος. Περαιτέρω, από τα αυτά αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι οι εναγόμενοι, θεωρώντας ότι οι ίδιοι είναι κύριοι του επιδίκου ακινήτου, κατά τον μήνα Δεκέμβριο 1995 αρχικώς και κατά τον μήνα Ιανουάριο 1996 ακολούθως ετοποθέτησαν πασσάλους επί της δυτικής και ανατολικής πλευράς του επιδίκου, τους οποίους ήνωσαν με μία σειρά ακιδωτού σύρματος. Ο ενάγων ευθύς ως έλαβε γνώση τούτου αφήρεσε τους πασσάλους αυτούς, οι εναγόμενοι όμως επανήλθαν και εισελθόντες εις το επίδικο, προέβησαν εις την κλάδευση και εκθάμνευση αυτού, διαταράσσοντας κατά τον τρόπο αυτό τον ενάγοντα παρανόμως εις την κυριότητά του επ’  αυτού. Κατ’  ακολουθίαν πάντων όσων ανωτέρω εξετέθησαν, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή, να αναγνωρισθή ο ενάγων κύριος του επιδίκου ακινήτου και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, οι οποίοι ουδέν δικαίωμα έχουν επ’ αυτού, να παραλείπουν εις το μέλλον κάθε διατάραξη του ενάγοντος εις την κυριότητά του επί του αυτού ακινήτου, με την απειλή χρηματικής ποινής 300 Ευρώ εις έκαστον διά κάθε διατάραξη και προσωπικής κρατήσεως ενός μηνός, Το Πρωτόδικο, όθεν Δικαστήριο, το οποίο, διά της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων που ετέθησαν υπό την κρίση του και πρέπει οι λοιποί λόγοι της εφέσεως που συγκλίνουν εις εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και η έφεση εις το σύνολό της να απορριφθούν ως κατ’  ουσίαν αβάσιμοι. Ακόμη, πρέπει να καταδικασθούν οι εκκαλούντες εις τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ως ηττώμενοι (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ), συμφώνως προς όσα ορίζονται εις το διατακτικό της παρούσης.