ΕφΙωαν 111/2008
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κτηματολόγιο - Αντιρρήσεις κατά
της άρνησης του προϊσταμένου κτηματολογικού γραφείου να προβεί σε καταχώριση -
Διόρθωση εγγραφής βάσει αγωγής περί κλήρου - Διόρθωση πρώτης εγγραφής λόγω
προσβολής κληρονομικού δικαιώματος -.
Διακρίνονται
από την αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 για τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής καθώς και
από την αίτηση του άρθρου 6 παρ. 3 για τη διόρθωση καταχωρίσεων με την ένδειξη
«άγνωστου ιδιοκτήτη». Για την παραδεκτή άσκησή τους αρκεί η εγγραφή τους στο
οικείο κτηματολογικό φύλλο. Ως αγωγή κατά το άρθρο 6 παρ. 2 νοείται και η αγωγή
περί κλήρου που κρίθηκε αμετάκλητα. Σε περίπτωση προσβολής του κληρονομικού
δικαιώματος με την καταχώριση ως πρώτη εγγραφή στο κτηματολόγιο τρίτου προσώπου
αντί του κληρονόμου ως κυρίου, ο τελευταίος δύναται να ασκήσει αγωγή περί
κλήρου για την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση του κληρονομιαίου αντικειμένου και με την αμετάκλητη απόφαση επ' αυτής να ζητήσει τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής, χωρίς
να απαιτείται η άσκηση της αγωγής της του άρθρου 6 § 2 ν. 2664/1998. ΚΕΙΜΕΝΟ
ΕφΙωαν
111/2008
Σύμφωνα
με τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 2 του νόμου 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο
και άλλες διατάξεις», αν ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου αρνηθεί την
καταχώρηση που ζητήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ίδιου νόμου, στα
κτηματολογικά φύλλα, επειδή, κατά τον έλεγχο νομιμότητας της σχετικής αίτησης
και των οικείων δικαιολογητικών που διενήργησε κατά το άρθρο 16 παρ. 1 του ανωτέρω
νόμου, έκρινε ότι δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις παραδοχής της εν λόγω
αίτησης, σημειώνει την άρνησή του αυτήν και εκθέτει συνοπτικά τους λόγους της
είτε στην αίτηση, είτε σε πρόσθετο φύλλο που επισυνάπτεται στην αίτηση και
γνωστοποιεί αμέσως την απόφασή του αυτή στον αιτούντα. Κατά της εν λόγω άρνησης
του προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου, ο αιτών δικαιούται να υποβάλει
αντιρρήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 5 του ανωτέρω νόμου, το οποίο ορίζει
ότι «κατά της αρνητικής απόφασης του προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου,
καθώς και της εξάλειψης καταχώρησης, ο αιτών δικαιούται να προβάλει
αντιρρήσεις. Κατά της απόφασης του προϊσταμένου, θετικής ή αρνητικής, μπορεί
και κάθε τρίτος, που έχει έννομο συμφέρον, να προβάλει αντιρρήσεις. Οι
αντιρρήσεις υποβάλλονται με αίτηση ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή και
εγγράφονται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Ο Κτηματολογικός Δικαστής,
που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ελέγχει αν η
αντίρρηση έχει εγγραφεί στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου και σε αρνητική
περίπτωση την απορρίπτει ως απαράδεκτη. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι
διατάξεις των παραγράφων 2 έως 5 του άρθρου 791 του Κώδικα Πολιτικής
Δικονομίας». Επομένως, για την παραδεκτή άσκηση των παραπάνω αντιρρήσεων
απαιτείται, αλλά και αρκεί η εγγραφή τους στο οικείο κτηματολογικό φύλλο.
Αντίθετα, δεν απαιτείται να απευθύνονται οι εν λόγω αντιρρήσεις κατά
οποιουδήποτε, ούτε, επομένως, κατά του προσώπου που, σύμφωνα με την πρώτη
εγγραφή, φέρεται ως δικαιούχος του δικαιώματος στο οποίο αφορά η εν λόγω
εγγραφή, ούτε εφαρμόζεται σ' αυτές το άρθρο 220 ΚΠολΔ,
για την εγγραφή τους, με ποινή το απαράδεκτο, στο οικείο κτηματολογικό φύλλο
πλέον, εντός τριάντα ημερών από την κατάθεσή τους, προϋποθέσεις οι οποίες
πρέπει να συντρέχουν για την αναγνωριστική ή τη διεκδικητική αγωγή, που
ασκείται, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 του νόμου 2664/1998, ενώπιον του
αρμόδιου πρωτοδικείου, για την αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με
την ανακριβή πρώτη εγγραφή και τη διόρθωση αυτής. Στην υπόθεση που εκδικάζεται,
ο εκκαλών με το από 31.7.2007 (αρ. κατ.
940/31.7.2007) δικόγραφο του, όπως από αυτό προκύπτει, υπέβαλε στον
Κτηματολογικό Δικαστή του πρωτοδικείου Ιωαννίνων (άρθρου 16 παρ. 6 του νόμου
2664/1998) αντιρρήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 5 του νόμου 2664/1998, κατά
της 1181/2007 απόφασης της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου Ιωαννίνων,
με την οποία απόφαση η ενλόγω Προϊσταμένη απέρριψε
την από18.6.2007 αίτησή του, για τη διόρθωση των στοιχείων της πρώτης κτηματολογικής
εγγραφής που αναφέρονται στη εν λόγω αίτηση. Ο παραπάνω Κτηματολογικός
Δικαστής, εκτιμώντας, όπως προκύπτει από την εκκαλούμενη
απόφασή του, τις ανωτέρω αντιρρήσεις ως αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του νόμου
2664/1998, τις απέρριψε με την παραπάνω απόφασή του ως απαράδεκτες, επειδή το
δικόγραφο τους δεν απευθυνόταν εναντίον εκείνων οι οποίοι έχουν εγγραφεί στα
οικεία κτηματολογικά φύλλα ως δικαιούχοι του σχετικού δικαιώματος και επειδή
δεν τηρήθηκε για το δικόγραφο αυτό το άρθρο 220 ΚΠολΔ.
Σύμφωνα όμως με όσα προεξετέθησαν, με την κρίση του
αυτή εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων και το
ανωτέρω δικόγραφο εκτίμησε, αφού πρόκειται για δικόγραφο αντιρρήσεων του άρθρου
16 παρ. 5 του νόμου 2664/198 και όχι για δικόγραφο αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2
του νόμου αυτού, οπότε, για την παραδεκτή άσκησή του, θα έπρεπε να αξιώσει τις
παραπάνω προϋποθέσεις. Γι' αυτό, ο σχετικός λόγο έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός
και ως βάσιμος στην ουσία και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη
απόφαση. Στη συνέχεια, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να
εκδικαστεί στην ουσία (άρθρα 535 παρ. 1, 741 ΚΠολΔ,
16 παρ. 5 νόμου 2664/1998), δεδομένου ότι οι παραπάνω αντιρρήσεις, όπως
προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, έχουν εγγραφεί στο οικείο κτηματολογικό
φύλλο (1904/10.10.2007 πιστοποιητικό του Κτηματολογικού Γραφείου Ιωαννίνων).
Το άρθρο
6 παρ. 2 του νόμου 2664/1998, για το εθνικό κτηματολόγιο, ορίζει ότι «σε
περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του
αρμόδιου καθ' ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου, η
αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η
διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή
διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική
προθεσμία πέντε (5) ετών... (και) απευθύνεται κατά του αναγραφόμενου ως
δικαιούχου του δικαιώματος στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών
του διαδόχων και κοινοποιείται, με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως, στον
προϊστάμενο του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου...». Επίσης, κατά το άρθρο 7
παρ. 3 του ίδιου παραπάνω νόμου, «οι πρώτες εγγραφές των οποίων αμφισβητήθηκε
με αγωγή η ακρίβεια μέσα στην κατά το άρθρο 6 παρ. 2 προθεσμία,
οριστικοποιούνται μόλις καταστεί αμετάκλητη η δικαστική απόφαση που απορρίπτει
την αγωγή. Αν, αντίθετα, η απόφαση που κατέστη αμετάκλητη δέχεται ολικά ή
μερικά την αγωγή, διορθώνεται η αρχική εγγραφή σύμφωνα με το διατακτικό της
αμετάκλητης απόφασης...». Εξάλλου, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των
άρθρων 1825, 1827,1829, 1846 και 1871 ΑΚ για την
προστασία του νόμιμου μεριδούχου, αυτός, λόγω της
αρχής της άμεσης συμμετοχής του στην κληρονομία, που
καθιερώνουν οι παραπάνω διατάξεις, απολαμβάνει δραστικής και, συγκεκριμένα και
εμπράγματης προστασίας, ως άμεσος και, κατά κανόνα, καθολικός διάδοχος του
κληρονομουμένου, έτσι ώστε να αποκλείονται άλλα συστήματα ενοχικής μόνον
προστασίας του, με συνέπεια, αν ο κληρονομούμενος ήταν κύριος σε αντικείμενο
της κληρονομίας, να αποκτά και ο ίδιος, κατ' αρχήν
αυτοδικαίως με την επαγωγή (και με την επιφύλαξη των άρθρων 1846, 1198 ΑΚ), επίσης (συγ)κυριότητα στο
ίδιο αντικείμενο κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του (Σταθόπουλος,
στον ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου, άρθρο 1825, αρ. 18, 19). Από τα παραπάνω και
το σκοπό που επιδιώκουν οι διατάξεις του νόμου για το εθνικό κτηματολόγιο που
προαναφέρθηκαν και ο οποίος συνίσταται στην άρση, με αμετάκλητη δικαστική
απόφαση, της αμφισβήτησης που ανέκυψε από την ανακρίβεια της πρώτης εγγραφής,
συνάγεται ότι η ανακρίβεια αυτή μπορεί να αρθεί, εφόσον συντρέχουν και οι
λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις και συνίσταται στην αμφισβήτηση του προσώπου του
δικαιούχου του εγγραπτέου δικαιώματος και με
αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η οποία εκδίδεται μετά από αγωγή περί κλήρου για
την αναγνώριση ή τη συμπλήρωση του δικαιώματος νόμιμης μοίρας του μεριδούχου κατά του προσώπου που έχει εγγραφεί στο
κτηματολόγιο ως φορέας, βάσει κληρονομικής διαδοχής, του δικαιώματος που αφορά
η παραπάνω απόφαση. Και τούτο, αφενός μεν ενόψει της φύσης του ανωτέρω
δικαιώματος του νόμιμου μεριδούχου και αφετέρου
διότι, σε κάθε περίπτωση και με την αντίθετη εκδοχή και αν ακόμη γίνει δεκτό
ότι ως αναγνωριστική αγωγή στο άρθρο 6 παρ. 2 του νόμου 2664/1998 νοείται
εκείνη με αντικείμενο μόνον το δικαίωμα της κυριότητας, ο εξαναγκασμός του νόμιμου
μεριδούχου, για τον οποίο έχει εκδοθεί αμετάκλητη ήδη
δικαστική απόφαση για το δικαίωμά του αυτό, αν ασκήσει και αναγνωριστική ή
διεκδικητική αγωγή για τα αντικείμενα της κληρονομίας,
για τα οποία έχει αναγνωριστεί αμετάκλητα το δικαίωμά του νόμιμης μοίρας, δεν
θα προσέθετε κάτι. Διότι το δικαστήριο που θα δίκαζε τη νέα αυτή αγωγή, θα
έθετε ως βάση αυτά που κρίθηκαν ήδη αμετάκλητα και θα περιοριζόταν στην απλή
αναγνώριση του δικαιώματος του ενάγοντος, κάτι το οποίο δεν ήταν, φυσικά, στις
προθέσεις του νομοθέτη του νόμου 2664/1998 και το οποίο αυτός δεν θα ήθελε.
Στην υπόθεση που εκδικάζεται, σύμφωνα με τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζει και
επικαλείται ο εκκαλών, αυτός ζήτησε με την από
18.6.2007 αίτησή του προς την Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου Ιωαννίνων
τη διόρθωση των ανακριβών στοιχείων της πρώτης εγγραφής των οικείων
κτηματολογικών φύλλων και, συγκεκριμένα, τη διαγραφή των προσώπων που έχουν
αναγραφεί στα φύλλα αυτά ως δικαιούχοι των ακινήτων που αναφέρονται στην
παραπάνω αίτηση και την εγγραφή του ίδιου και των λοιπών προσώπων που αναφέρει
στην εν λόγω αίτηση. Ο εκκαλών στηρίζει το αίτημά του
αυτό στην 168/2005 αμετάκλητη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία
αναγνωρίστηκε το δικαίωμα νόμιμης μοίρας στα παραπάνω ακίνητα, τόσο το δικό του
όσο και των λοιπών προσώπων που υπέβαλαν την ανωτέρω αίτηση, μετά από σχετική
αγωγή περί κλήρου όλων αυτών εναντίον εκείνων που έχουν εγγραφεί ως δικαιούχοι
των εν λόγω ακινήτων στα παραπάνω κτηματολογικά φύλλα. Η Προϊσταμένη του
ανωτέρω Κτηματολογικού Γραφείου, με την 1181/2007 απόφασή της, απέρριψε την εν
λόγω αίτηση και αρνήθηκε τη διόρθωση που ζητήθηκε μ' αυτήν, με την αιτιολογία
ότι η παραπάνω απόφαση δεν ήταν αναγνωριστική ή διεκδικητική, αλλά
αναγνωριστική κληρονομικού δικαιώματος. Ενόψει όμως των παραπάνω πραγματικών
περιστατικών και σύμφωνα με τα όσα προεξετέθησαν, η
άρνηση αυτή της ανωτέρω Προϊσταμένης είναι μη νόμιμη. Επομένως, οι παραπάνω
αντιρρήσεις του εκκαλούντος πρέπει να γίνουν δεκτές
και ως βάσιμες στην ουσία και να ακυρωθεί η ανωτέρω 1181/2007 απόφαση.