ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ 167/2007 - ΦΕΚ 208/Α'/31.8.2007

Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο, με τον τίτλο «Κώδικας Συντάξεων Προσωπικού Σιδηροδρόμων» των διατάξεων που ισχύουν για την απονομή των συντάξεων σε σιδηροδρομικούς υπαλλήλους που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955.

 

    Έχοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3554/2007 (ΦΕΚ 80 Α) με πρόταση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, αποφασίζουμε:

 

AΡΘΡΟ ΜΟΝΟ

 

     Οι διατάξεις της νομοθεσίας που ισχύει κατά την έκδοση του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος για την απονομή των συντάξεων στο προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων που διέπονται από το καθεστώς του ν. δ/τος 3395/1955 (ΦΕΚ 276 Α΄), όπως αυτές αναφέρονται απέναντι από κάθε άρθρο, κωδικοποιούνται σε ενιαίο κείμενο με τον τίτλο «Κώδικας Συντάξεων Προσωπικού Σιδηροδρόμων» που έχει ως εξής:

 

ΚΩΔΙΚΑΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΩΝ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΣΥΝΤΑΞΗ

 

ΑΡΘΡΟ 1

Προϋποθέσεις του δικαιώματος σύνταξης

 

      ’ρθρο 1 παρ.1 Ν.Δ. 3395/55.

 

    1. Αυτοί που ανήκουν στο μόνιμο, έκτακτο ή με σύμβαση προσωπικό των ελληνικών ατμήλατων σιδηροδρόμων δικαιούνται σύνταξη:

 

’ρθρο 1 παρ. 1 περιπτ. α' Ν.Δ. 3395/55, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 και 2 Ν. 4295/63 και αντικ. με το άρθρο 1 Ν. 479/76, σε συνδυασμό και με τα άρθρα 2 των Ν. 1902/90 και 1976/91 και 19 παρ. 3 Ν. 2084/92.

 

α) Εάν αποχωρήσουν για οποιονδήποτε λόγο από την υπηρεσία και έχουν συμπληρώσει είκοσι πέντε έτη συντάξιμη υπηρεσία στα δίκτυα.

 

’ρθρο 2 παρ. 2 Ν. 4295/63,όπως αντικ. με τα άρθρα 1 Ν. 479/76, 6 παρ. 4 Ν. 1813/88, 1 Ν. 1902/90, 1 Ν. 1976/ 91 και 19 παρ. 1 Ν. 2084/92.

 

Για τις μητέρες υπαλλήλους, οι οποίες έχουν προσληφθεί μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 1982 και είναι χήρες με άγαμα παιδιά ή διαζευγμένες με άγαμα παιδιά, ή άγαμες μητέρες με άγαμα παιδιά, καθώς και για γυναίκες που είναι έγγαμες, αρκεί η συμπλήρωση δεκαπέντε ετών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1992 και για όσες συμπληρώνουν τη δεκαπενταετία από 1η Ιανουαρίου 1993 και μετά προστίθεται ένα εξάμηνο για κάθε ημερολογιακό έτος και μέχρι τη συμπλήρωση δεκαεπτά (17) ετών και έξι (6) μηνών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.

 

’ρθρο 1 παρ. 1 Ν. 1902/90,όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 3 Ν. 1976/91.

 

 

Kατ' εξαίρεση, για τις γυναίκες υπαλλήλους οι οποίες έχουν τρία τουλάχιστον παιδιά, καθώς και για τους άνδρες υπαλλήλους, οι οποίοι έχουν τρία τουλάχιστον παιδιά και είναι χήροι ή διαζευγμένοι, εφόσον, οι τελευταίοι, με δικαστική απόφαση έχουν την επιμέλεια των ανήλικων ή ανίκανων παιδιών, αρκεί εικοσαετής πλήρης πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, ανεξάρτητα από το χρόνο πρόσληψής τους.

 

’ρθρο 3 παρ. 1 σε συνδ. με το άρθρο 6 παρ. 20 του Ν. 2227/94.

 

Για τους υπαλλήλους οι οποίοι είναι παντελώς τυφλοί, παραπληγικοί ή τετραπληγικοί, καθώς και για όσους πάσχουν από Βήτα Ομόζυγο μεσογειακή ή δρεπανοκυτταρική ή μικροδρεπανοκυτταρική αναιμία με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67% και υποβάλλονται σε μετάγγιση, αρκεί δεκαπενταετής πλήρης πραγματική συντάξιμη υπηρεσία.

 

’ρθρο 1 παρ. 1 περίπτ. γ' Ν.Δ. 3395/55, όπως αντικατ. με το άρθρο 5 παρ. 7 Ν. 4295/63.

 

β) Αν απολυθούν από την υπηρεσία και έχουν εικοσαετή τουλάχιστον υπηρεσία, από την οποία δεκαπενταετή πραγματική υπηρεσία στα δίκτυα και δέκα έτη συνεχή πραγματική συντάξιμη υπηρεσία αμέσως πριν από την απόλυση. Ο τελευταίος αυτός περιορισμός της υπηρεσίας των δέκα ετών δεν ισχύει γι' αυτούς που απολύθηκαν για το λόγο ότι καταργήθηκε η θέση.

 

’ρθρο 1 παρ. 1 περιπτ. δ' Ν.Δ. 3395/55, όπως αντικατ. με το άρθρο 3 παρ. 1 Ν. 285/76.

 

γ) Αν αποχωρήσουν από την υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας και έχουν δεκαπενταετή τουλάχιστον πραγματική συντάξιμη υπηρεσία στα δίκτυα.

 

’ρθρο 1 παρ. 1 περίπτ. ε' Ν.Δ. 3395/55 σε συνδ. με τα άρθρα 3 παρ. 7 και 6 παρ. 20 Ν. 2227/94.

 

δ) Αν απομακρυνθούν από την υπηρεσία για σωματική ή διανοητική ανικανότητα σχετική με την παραπέρα άσκηση των καθηκόντων τους και έχουν συμπληρώσει πενταετή τουλάχιστον συντάξιμη υπηρεσία ή ανεξάρτητα από το χρόνο συντάξιμης υπηρεσίας, αν η ανικανότητά τους οφείλεται σε βίαιο συμβάν που επήλθε κατά την εκτέλεση ή από αφορμή της εργασίας τους (εργατικό ατύχημα).

Κατ' εξαίρεση, αν η ανικανότητα οφείλεται σε φυματίωση, δικαιούνται σύνταξη αν έχουν συμπληρώσει τετραετή τουλάχιστον συντάξιμη υπηρεσία στα δίκτυα κατά την ημέρα της απόλυσής τους από το λόγο αυτό και με τον όρο ότι η νόσος εκδηλώθηκε μετά τριετία από την πρόσληψη τους.

 

’ρθρο 1 παρ. 2 Ν.Δ. 3395/55.

 

     2. Σιδηροδρομικός υπάλληλος θεωρείται μόνο αυτός που κατέχει θέση η οποία προβλέπεται από τον οργανισμό του δικτύου στο οποίο υπηρετεί.

 

’ρθρο 1 παρ. 3 Ν.Δ. 3395/55 σε συνδ. με το άρθρο 7 Ν.Δ. 1342/73.

 

     3. Δικαιούται επίσης σύνταξη, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, και το προσωπικό των Ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των σιδηροδρομικών δικτύων, καθώς και το από Έλληνες πολίτες προσωπικό της Διεθνούς Εταιρείας Κλιναμαξών, που εργάζεται στην Ελλάδα, εφόσον το προσωπικό των δύο αυτών περιπτώσεων έχει προσληφθεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1970.

 

Διευκρινιστική διάταξη έπειτα από το άρθρο 7 Ν.Δ. 1342/73.

 

     4. Δεν υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος το προσωπικό που προσλαμβάνεται από τον Ο.Σ.Ε. από την 1η Ιανουαρίου 1971 και μετά.

 

 

ΑΡΘΡΟ 2

Χήρα σύζυγος και ορφανά

 

’ρθρο 2 παρ. 1 περ. α' εδ. πρώτο Ν.Δ. 3395/55, όπως αντικατ. με το άρθρο 17 Ν. 1202/81 σε συνδ. με άρθρο 3 παρ. 8 Ν. 2227/94.

 

    1.  Δικαίωμα σε σύνταξη έχουν επίσης:

α) Η χήρα αυτού που είχε αποκτήσει δικαίωμα σε σύνταξη ή αυτού που πέθανε στην υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση 5ετούς τουλάχιστον πλήρους συντάξιμης υπηρεσίας στα δίκτυα, ή αυτού που πέθανε από φυματίωση η οποία εκδηλώθηκε μετά τη συμπλήρωση τριετίας από την πρόσληψή του στα δίκτυα, ή αυτού που δολοφονήθηκε στην υπηρεσία από τρομοκράτες ή άλλα άτομα εξαιτίας της υπαλληλικής του ιδιότητας ή της ενάσκησης των καθηκόντων του.

 

’ρθρο 2 παρ. 1 περιπτ. α' εδ. δεύτερο Ν.Δ. 3395/ 55, όπως αντικατ. με το άρθρο 20 παρ. 1 Ν. 955/79.

 

Η χήρα δικαιούται σύνταξη αν από το γάμο συμπληρωθεί ενός έτους συντάξιμη υπηρεσία του συζύγου της ή αν ο γάμος τελέστηκε δύο τουλάχιστον πλήρη έτη πριν από το θάνατό του. Αν όμως γεννήθηκε τέκνο ή αν ο γάμος τελέστηκε πριν από το κατά τα παραπάνω εργατικό ατύχημα, από το οποίο επήλθε ο θάνατος του συζύγου, η χήρα δικαιούται σύνταξη και χωρίς να συντρέχουν οι όροι αυτοί.

 

’ρθρο 20 παρ. 2 Ν. 955/1979.

 

Ο σύζυγος γυναίκας σιδηροδρομικής υπαλλήλου που ζει δικαιούται σύνταξη με τους όρους και τις προϋποθέσεις των προηγούμενων εδαφίων, εφόσον κατά το χρόνο του θανάτου της συζύγου του ήταν άπορος και ανίκανος για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό μεγαλύτερο από το 65% και η ανικανότητα αυτή βεβαιώνεται με γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής.

Όπου σ' αυτόν τον Κώδικα αναγράφεται η λέξη «χήρα» για την απόκτηση ή απώλεια ή αναστολή του δικαιώματος σύνταξης ή για τον υπολογισμό της, νοείται και ο χήρος που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο.

 

’ρθρο 2 παρ. 1 περιπτ. β' εδ. πρώτο και δεύτερο Ν.Δ. 3395/55, όπως αντικατ. Με άρθρα 21 παρ. 1, 2 και 5, 22 και 4 παρ. 1 του Ν. 955/79, 4 παρ. 1 και 2 Ν. 1813/88, 6 παρ. 1 Ν. 2227/94 και 5 παρ. 1 Ν. 2703/99.

 

     β) Τα παιδιά του υπαλλήλου που πέθανε έχοντας τις παραπάνω προϋποθέσεις ή του συνταξιούχου, είτε αυτά γεννήθηκαν σε γάμο των γονέων τους είτε νομιμοποιήθηκαν είτε είναι θετά είτε αναγνωρίστηκαν είτε γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους από μητέρα υπάλληλο ή συνταξιούχο από δική της υπηρεσία, αν τα μεν κορίτσια είναι άγαμα, τα δε αγόρια μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους, εφόσον είναι άγαμα, ή και μετά την συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους, εφόσον είναι ανίκανα για εργασία κατά ποσοστό 50% και άνω. Η ανικανότητά τους στην περίπτωση αυτή κρίνεται κατά το χρόνο του θανάτου του υπαλλήλου ή συνταξιούχου και βεβαιώνεται με γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής. Αν η ανικανότητα των ενήλικων αγοριών επέλθει μετά το θάνατο του υπαλλήλου ή του συνταξιούχου, το ανίκανο αγόρι δικαιούται σύνταξη, αν δεν παίρνει ή δε δικαιούται να πάρει σύνταξη από οποιονδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης ή το μηνιαίο εισόδημα του δεν υπερβαίνει το κάθε φορά κατώτατο όριο σύνταξης που καταβάλλει το Δημόσιο. Η ανικανότητα μπορεί να βεβαιωθεί και όταν ζει ο γονέας τους από τον οποίο έλκουν το δικαίωμα, η γνωμάτευση όμως αυτή θα ληφθεί υπόψη από τα δικαιοδοτούντα για τις συντάξεις όργανα, κατά την κρίση του δικαιώματος σε σύνταξη των ενήλικων αγοριών.

Τα θετά τέκνα δικαιούνται σύνταξη, εφόσον κατά το χρόνο της δημοσίευσης της απόφασης για την υιοθεσία δεν είχαν υπερβεί το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους. Ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει:

αα) Για παιδιά στρατιωτικών οι οποίοι σκοτώθηκαν ή πέθαναν από πολεμικά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τους στην ημεδαπή ή αλλοδαπή και τα οποία υιοθετήθηκαν μετά το θάνατο του πατέρα τους, αν μεν είναι κορίτσια, εφόσον κατά το χρόνο της υιοθεσίας ήταν άγαμα, αν δε είναι αγόρια, εφόσον κατά το χρόνο της υιοθεσίας ήταν άγαμα και ανήλικα. Η ενηλικίωση των αγοριών θεωρείται ότι γίνεται την 31η Δεκεμβρίου του έτους κατά το οποίο συμπληρώνεται το 18ο έτος της ηλικίας τους.

ββ) Για θετά παιδιά που είτε υιοθετήθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του Ν.Δ. 149/1973 και δε λαμβάνουν ούτε δικαιούνται να λάβουν σύνταξη από οποιονδήποτε άλλον ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης είτε είναι ανίκανα για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος.

 

’ρθρο 9 παρ. 1 Ν.1654/86.

 

γ) Η διαζευγμένη θυγατέρα, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι εξής προϋποθέσεις:

αα) Ο γάμος να λύθηκε με κοινή υπαιτιότητα ή με υπαιτιότητα του συζύγου ή από λόγο που δεν αφορά αποκλειστικά το πρόσωπό της ή με συναινετικό διαζύγιο ή να συντρέχει περίπτωση βίαιης διακοπής (σημ. ορθότερα «κατάργησης», πρόβλ. αρθρ. 604 εδ. 1 Κώδ. Πολ. Δικ.) της δίκης λόγω θανάτου του συζύγου.

ββ) Να μην έχει μηνιαίο εισόδημα από το Δημόσιο ή το δημόσιο τομέα μεγαλύτερο από το κατώτατο όριο σύνταξης του Δημοσίου, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά. Επίσης να μην έχει κάθε φορά φορολογητέο εισόδημα από οποιαδήποτε άλλη πηγή μεγαλύτερο από το παραπάνω καθοριζόμενο κατώτατο όριο.

γγ) Να μην παίρνει άλλη σύνταξη και να μην έχει ασφαλιστεί για σύνταξη σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας σύνταξης.

δδ) Κατά την 31η Δεκεμβρίου 1986 να έχει συμπληρώσει το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας της.

Παρατήρηση: Δικαιώματα που έχουν αναγνωρισθεί με τις διατάξεις που ίσχυαν πριν από το Ν. 1654/86 δεν θίγονται (αρθρ. 9 παρ. 2 Ν. 1654/86). Οι διατάξεις που αναφέρονται στο συνταξιοδοτικό δικαίωμα των διαζευγμένων θυγατέρων έχουν εφαρμογή και για εκείνες που το δικαίωμα τους γεννήθηκε πριν από τις 24/11/1986 (αρθρ. 9 παρ. 3 Ν. 1654/86).

 

’ρθρο 5 παρ. 2 Ν. 2703/99.

 

δ) Τα άγαμα αγόρια που φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές της χώρας ή σε ισότιμες με αυτές του εξωτερικού ή σε δημόσια Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι. Ε. Κ.) της χώρας δικαιούνται σύνταξη μέχρι να τελειώσουν τις σπουδές τους σύμφωνα με τα έτη φοίτησης που προβλέπει ο οργανισμός της κάθε σχολής ή του κάθε Ι.Ε.Κ. κατά περίπτωση και για ένα (1) ακόμη έτος, εφόσον συνεχίζεται η φοίτηση και πάντως όχι πέρα από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους, για όσα φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και του 22ου έτους της ηλικίας τους, προκειμένου για όσα φοιτούν σε Ι.Ε.Κ. Η σύνταξη στην περίπτωση αυτή καταβάλλεται εφόσον προσκομίζεται κάθε έτος πιστοποιητικό φοίτησης - προόδου της οικείας σχολής, από το οποίο να αποδεικνύεται η κανονική φοίτηση του σπουδαστή και υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986 ότι είναι άγαμος και δεν παίρνει σύνταξη από άλλο φορέα.

 

’ρθρο 2 παρ. 2 Ν.Δ. 3395/55.

 

     2. Στη σύνταξη της χήρας συζύγου και των τέκνων συμμετέχει η χήρα μητέρα ή η φυσική μητέρα εφόσον παραμένει άγαμη.

Στη σύνταξη της χήρας συζύγου χωρίς τέκνα συμμετέχει και ο πατέρας, και αν αυτός δεν υπάρχει ή έχει πεθάνει, η χήρα μητέρα και οι άγαμες αδελφές αυτού που πέθανε.

Τα πρόσωπα της πατρικής οικογένειας έχουν το δικαίωμα της παραπάνω συμμετοχής μόνο εφόσον είναι άπορα και συντηρούνταν κυρίως από τον υπάλληλο που πέθανε.

Το παραπάνω δικαίωμα του πατέρα, της μητέρας και των άγαμων αδελφών αναγνωρίζεται με αίτησή τους και παραμένει ακόμη και όταν η χήρα σύζυγος και τα τέκνα παύουν να υπάρχουν ή απωλέσουν με οποιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα σε σύνταξη, καθώς και όταν δε συντρέχουν για τα πρόσωπα αυτά οι όροι θεμελίωσης δικαιώματος σε σύνταξη.

Τα πρόσωπα της πατρικής οικογένειας, για τα οποία έχει αναγνωριστεί δικαίωμα συμμετοχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, μπορούν, σε κάθε περίπτωση, να παραιτηθούν από το δικαίωμα, οπότε η σύνταξη καταβάλλεται αμείωτη στη χήρα σύζυγο και τα τέκνα.

Η παραίτηση αυτή δεν μπορεί να ανακληθεί από αυτόν που παραιτήθηκε, ο οποίος χάνει ανέκκλητα το δικαίωμα σε συμμετοχή, χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα εκείνων που είναι διάδοχοι στο δικαίωμα συμμετοχής.

 

’ρθρο 20 παρ. 1 Ν. 2084/92.

 

    3. Στις άγαμες θυγατέρες εκτός από τις ανίκανες σε ποσοστό 67% και άνω, μετά την ενηλικίωση τους ή τη λήξη των σπουδών τους, η σύνταξή τους καταβάλλεται ολόκληρη μεν, αν το συνολικό, πλην της σύνταξης, κύριας και επικουρικής, μηνιαίο πραγματικό ακαθάριστο εισόδημα τους, όπως αυτό προκύπτει από τη φορολογική τους δήλωση του προηγούμενου έτους, δεν υπερβαίνει το 40πλάσιο του ημερομίσθιου ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά, περιορίζεται δε κατά το ένα τρίτο (1/3) του ποσού αυτής, αν το εισόδημα αυτό υπερβαίνει το 40πλάσιο όχι όμως και το 80πλάσιο και κατά το ένα δεύτερο (1/2) αυτής εφόσον υπερβαίνει το 80πλάσιο.

 

      Παρατήρηση 1η: Η παραπάνω διάταξη της παρ. 3, εφαρμόζεται και στις άγαμες και διαζευγμένες θυγατέρες που λάμβαναν σύνταξη κατά την έναρξη ισχύος του Ν. 2084/1992, όπως ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 20 του ίδιου νόμου, που έχει ως εξής:

«Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται και για τις άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες στις οποίες καταβάλλεται ήδη σύνταξη και οι οποίες υποχρεούνται να υποβάλλουν στην αρμόδια διεύθυνση συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους μέσα στο πρώτο δίμηνο κάθε έτους, αρχής γενομένης από του έτους 1993, επικυρωμένο αντίγραφο εκκαθαριστικού σημειώματος του φόρου εισοδήματος του προηγούμενου έτους ή σχετική βεβαίωση της αρμόδιας διεύθυνσης οικονομικών υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.) προς απόδειξη του εισοδήματος τους.

Η παράλειψη υποβολής των παραπάνω στοιχείων συνεπάγεται αναστολή της καταβολής της σύνταξης, η οποία πάντως μπορεί να καταβληθεί και πάλι με την εκ των υστέρων υποβολή των στοιχείων αυτών».

 

      Παρατήρηση 2η : Στο άρθρο 20 παρ. 1 εδαφ. τέταρτο του Ν. 2084/1992 ορίζεται ότι:

«Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, για την ενηλικίωση των τέκνων, αρρένων και θηλέων, καθώς και για την ηλικία όσων σπουδάζουν εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 13 του παρόντος. Συντάξεις που έχουν ήδη κανονιστεί με διαφορετικό όριο ηλικίας δεν θίγονται».

 

      Παρατήρηση 3η : Οι διατάξεις της παρ. 3 (άρθρο 20 παρ. 1 Ν. 2084/92) ερμηνεύθηκαν αυθεντικά με την παρ. 15 του άρθρου 6 του Ν. 2227/94 που έχει ως εξής:

«Η αληθής έννοια των διατάξεων της παρ. αυτής είναι ότι στην έννοια της σύνταξης, κύριας και επικουρικής, που περιορίζεται, περιλαμβάνεται μόνο η σύνταξη που καταβάλλεται από το Δημόσιο και οι επικουρικές συντάξεις που απορρέουν από υπηρεσίες της κύριας αυτής σύνταξης ή εξαρτώνται από αυτή και όχι οι συντάξεις που τυχόν δικαιούνται τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα από άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριες και επικουρικές, επί συρροής δε δύο συντάξεων από το Δημόσιο, για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών λαμβάνεται υπόψη η μικρότερη, όταν αμφότερες προέρχονται από μεταβίβαση, όταν δε η μία προέρχεται από ίδιο δικαίωμα και η άλλη από μεταβίβαση, λαμβάνεται υπόψη η από μεταβίβαση καθώς και οι τυχόν επικουρικές συντάξεις που απορρέουν ή εξαρτώνται από τις συντάξεις αυτές που περιορίζονται».

 

 

ΑΡΘΡΟ 3

Πατρική οικογένεια

 

’ρθρο 3 παρ. 1 Ν.Δ. 3395/55 και άρθρο 17 Ν. 1202/81, σε συνδυασμό με άρθρο 3 παρ. 7 και 8 Ν. 2227/94.

 

    1. Αν αυτός που πέθανε ήταν άγαμος ή χήρος χωρίς παιδιά ή διαζευγμένος χωρίς παιδιά και είχε αποκτήσει δικαίωμα σύνταξης ή πέθανε στην υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση δεκαετούς πλήρους συντάξιμης υπηρεσίας στα δίκτυα ή πέθανε από εργατικό ατύχημα ανεξάρτητα από χρόνο υπηρεσίας, ή πέθανε από φυματίωση που εκδηλώθηκε μετά τη συμπλήρωση τριετίας από την πρόσληψη του στα δίκτυα ή δολοφονήθηκε στην υπηρεσία από τρομοκράτες ή άλλα άτομα εξαιτίας της υπαλληλικής του ιδιότητας ή της ενάσκησης των καθηκόντων τους, δικαιούνται σύνταξη:

α) Ο άπορος πατέρας από την επομένη του θανάτου του τέκνου του, αν κατά το χρόνο αυτό έχει συμπληρωμένο το 65ο έτος της ηλικίας του, αλλιώς από τη συμπλήρωσή του ή αν είναι άπορος και ανίκανος για άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος.

β) Αν δεν υπάρχει πατέρας ή αν αυτός πέθανε, έστω και χωρίς να αποκτήσει δικαίωμα σε σύνταξη, η άπορη χήρα μητέρα, και για φυσικό τέκνο η άπορη φυσική μητέρα, εφόσον είναι άγαμη, και οι άπορες άγαμες αδελφές.

 

’ρθρο 3 παρ. 2 Ν.Δ. 3395/55.

 

     2. Σε περίπτωση που οι γονείς έχουν πάρει διαζύγιο ή βρίσκονται σε διάσταση, δικαιούνται σύνταξη η άπορη μητέρα και οι άπορες άγαμες αδελφές, αν αυτός που πέθανε τις συντηρούσε πριν από το θάνατο του, αν δε αυτός συντηρούσε και τους δύο γονείς του, η σύνταξη ανήκει και στους δύο.

 

’ρθρο 3 παρ. 3 Ν.Δ. 3395/55.

 

     3. Σε περίπτωση που ο πατέρας, μετά το θάνατο της συζύγου του, ήλθε σε νέο γάμο δικαιούνται σύνταξη οι άγαμες αμφιθαλείς ή ετεροθαλείς από την ίδια μητέρα αδελφές αυτού που πέθανε αν ζούσαν χωριστά και αυτός τις συντηρούσε πριν από το θάνατο του.

 

’ρθρο 3 παρ. 4 Ν.Δ. 3395/55.

 

     4. Σε κάθε περίπτωση, τα πρόσωπα της πατρικής οικογένειας δικαιούνται σύνταξη μόνο εφόσον συντηρούνταν κυρίως από αυτόν που πέθανε.

 

’ρθρο 20 Ν.Δ. 1202/81.

 

     5. Τα πρόσωπα της πατρικής οικογένειας που αναφέρονται σ' αυτό και στο προηγούμενο άρθρο αυτών που δολοφονήθηκαν στην υπηρεσία από τρομοκράτες ή άλλα άτομα, λόγω της υπαλληλικής τους ιδιότητας ή της ενάσκησης των καθηκόντων τους δικαιούνται σύνταξη ή συμμετοχή σ' αυτή και αν ακόμη δε συντρέχουν οι χρονικές προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα αυτά, καθώς και οι προϋποθέσεις απορίας, ηλικίας, συντήρησης ή ανικανότητας.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ

 

ΑΡΘΡΟ 4

Συντάξιμος μισθός

 

’ρθρο 4 Ν.Δ. 3395/55, όπως αντικατ. μεταγενέστερα και τελευταία με άρθρο 1 Ν. 1777/88.

 

    Ως μισθός με βάση τον οποίο κανονίζεται η σύνταξη λαμβάνεται ποσοστό του μηνιαίου μισθού ενεργείας του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού που ισχύει κάθε φορά για τους δημόσιους πολιτικούς υπαλλήλους κατά την παρακάτω με αυτούς αντιστοιχία ανάλογα με το βαθμό που φέρει ή τον κλάδο όπου ανήκε ο υπάλληλος κατά την έξοδο του από την υπηρεσία ως εξής:

α) Υπάλληλοι κλάδου διπλωματούχων μηχανικών εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου Π Ε με εισαγωγικό το 15ο Μ. Κ. και καταληκτικό το 1ο.

β) Υπάλληλοι κλάδου χημικών:

αα) με πέντε έτη σπουδών εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΠΕ με εισαγωγικό το 15ο Μ. Κ. και καταληκτικό το 1ο.

ββ) με τέσσερα έτη σπουδών εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου Π Ε με εισαγωγικό το 16ο Μ. Κ. και καταληκτικό το 1ο.

γ) Υπάλληλοι κλάδου τεχνολόγων:

αα) με τέσσερα έτη σπουδών εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΤΕ με εισαγωγικό το 17ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 2ο.

ββ) με τρία έτη σπουδών εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΤΕ με εισαγωγικό το 18ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 3ο.

δ) Υπάλληλοι κλάδου βοηθών εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 24ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 9ο.

ε) Υπάλληλοι κλάδου σχεδιαστών εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 24ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 9ο.

στ) Υπάλληλοι κλάδου διοικητικού-οικονομικού.

αα) με πτυχίο ανώτατης σχολής τεσσάρων ετών σπουδών εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΠΕ με εισαγωγικό το 16ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 1ο.

ββ) με απολυτήριο λυκείου ή εξατάξιου γυμνασίου εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό βαθμό το 24ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 9ο.

γγ) όσοι έχουν βαθμό υποπροϊσταμένου υπηρεσίας και δεν έχουν πτυχίο ανώτατης σχολής εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΤΕ με εισαγωγικό το 22ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 7ο.

δδ) όσοι έχουν βαθμό προϊσταμένου υπηρεσίας διευθυντή, και δεν έχουν πτυχίο ανώτατης σχολής, εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΤΕ με εισαγωγικό βαθμό το 19ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 4ο.

εε) Κατ' εξαίρεση, όσοι αποχώρησαν ή θα αποχωρήσουν από την υπηρεσία μετά την 1.1.1985 με βαθμό τμηματάρχη και έχουν συμπληρώσει δέκα έτη υπηρεσίας στο βαθμό αυτό, εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΤΕ με εισαγωγικό το 22ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 7ο.

ζ) Υπάλληλοι κλάδου μεταφραστών:

αα) με πτυχίο ανώτατης σχολής τεσσάρων ετών σπουδών εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΠΕ με εισαγωγικό το 16ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 1ο.

ββ) με απολυτήριο λυκείου ή εξαταξίου γυμνασίου εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 24ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 9ο.

γγ) όσοι έχουν βαθμό προϊσταμένου μεταφραστών και δεν έχουν πτυχίο ανώτατης σχολής εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΤΕ με εισαγωγικό το 19ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 4ο.

η) Υπάλληλοι κλάδου χειριστών ηλεκτρονικών μηχανών:

αα) με πτυχίο ανώτατης σχολής τεσσάρων ετών σπουδών εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου Π Ε με εισαγωγικό το 16ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 1ο.

ββ) με απολυτήριο λυκείου ή εξατάξιου γυμνασίου εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 24ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 9ο.

γγ) όσοι έχουν βαθμό αναλυτή και δεν έχουν πτυχίο ανώτατης σχολής εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΤΕ με εισαγωγικό το 22ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 7ο.

δδ) όσοι έχουν βαθμό προϊσταμένου μηχανογραφικού κέντρου και δεν έχουν πτυχίο ανώτατης σχολής εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΤΕ με εισαγωγικό το 19ο και καταληκτικό το 4ο.

εε) κατ' εξαίρεση, όσοι αποχώρησαν ή θα αποχωρήσουν από την υπηρεσία μετά την 1.1.1985, με βαθμό προγραμματιστή ηλεκτρονικών μηχανών Α και έχουν συμπληρώσει δέκα έτη υπηρεσίας στο βαθμό αυτό, εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΤΕ με εισαγωγικό το 22ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 7ο.

θ) Υπάλληλοι κλάδου χειριστών διατρητικών μηχανών εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 24ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 9ο.

ι) Υπάλληλοι κλάδου ιατρών:

αα) οι με βαθμό ιατρού Α', Β', Γ' και Δ' επιθεωρητή ιατρού και αρχιάτρου εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου Π Ε με εισαγωγικό το 14ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 1ο.

ββ) οι με βαθμό Β', Γ' και Δ', περιορισμένης όμως απασχόλησης, εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΠΕ με εισαγωγικό το 14ο Μ.Κ., και καταληκτικό το 9ο..

ια) Υπάλληλοι κλάδου νοσοκόμων εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΥΕ με εισαγωγικό το 28ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 16ο.

ιβ) Υπάλληλοι κλάδου απολυμαντών εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΥΕ με εισαγωγικό το 28ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 16ο.

ιγ) Υπάλληλοι κλάδου διαβιβαστών:

αα) όσοι έχουν απολυτήριο λυκείου ή εξατάξιου γυμνασίου εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 24ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 9ο.

ββ) όσοι έχουν απολυτήριο τριτάξιου γυμνασίου εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 26ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 11ο.

γγ) όσοι δεν έχουν τα παραπάνω τυπικά προσόντα εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΥΕ με εισαγωγικό το 28ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 16ο.

ιδ) Υπάλληλοι κλάδου κλητήρων εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΥΕ με εισαγωγικό το 28ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 16ο.

ιε) Υπάλληλοι κλάδου φυλάκων εγκαταστάσεων εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΥΕ με εισαγωγικό το 28ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 16ο.

ιστ) Υπάλληλοι κλάδου σταθμαρχών:

αα) με πτυχίο ανώτατης σχολής τεσσάρων ετών σπουδών εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΠΕ με εισαγωγικό το 16ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 1ο.

ββ) με απολυτήριο λυκείου ή εξατάξιου γυμνασίου εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 24ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 9ο.

γγ) όσοι έχουν βαθμό επιθεωρητή και δεν έχουν πτυχίο ανώτατης σχολής εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΤΕ με εισαγωγικό το 22ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 7ο.

δδ) όσοι έχουν βαθμό αρχιεπιθεωρητή, διευθυντή, και δεν έχουν πτυχίο ανώτατης σχολής εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΤΕ με εισαγωγικό το 19ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 4ο.

εε) κατ' εξαίρεση, όσοι αποχώρησαν ή θα αποχωρήσουν από την υπηρεσία μετά την 1.1.1985 με βαθμό σταθμάρχη Α και έχουν συμπληρώσει δέκα έτη υπηρεσίας στο βαθμό αυτόν εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΤΕ με εισαγωγικό το 22ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 7ο.

ιζ) Υπάλληλοι κλάδου στασιαρχών εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΥΕ με εισαγωγικό το 28ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 16ο.

ιη) Υπάλληλοι προσωπικού ελιγμών εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΥΕ με εισαγωγικό το 28ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 16ο.

ιθ) Υπάλληλοι κλάδου προσωπικού αποθηκών σταθμού:

αα) όσοι έχουν απολυτήριο τριτάξιου γυμνασίου και άνω εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 26ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 11ο.

ββ) όσοι δεν έχουν τα παραπάνω τυπικά προσόντα εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΥΕ με εισαγωγικό το 28ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 16ο.

κ) Υπάλληλοι κλάδου προσωπικού αμαξοστοιχιών:

αα) Οι με βαθμό αρχιελεγκτή και προϊσταμένου Κεντρικού Γραφείου Αμαξοστοιχιών εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 24ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 9ο.

ββ) όσοι έχουν βαθμό προϊσταμένου αμαξοστοιχιών Β και Α και ελεγκτή εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 26ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 11ο.

γγ) όσοι έχουν βαθμό τροχοπεδητή, συνοδού Β και συνοδού Α εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΥΕ με εισαγωγικό το 28ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 16ο.

κα) Υπάλληλοι κλάδου προσωπικού μηχανοστασίων:

αα) οι με βαθμό μηχανοστασιάρχη Α' εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΤΕ με εισαγωγικό το 19ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 4ο.

ββ) οι με βαθμό μηχανοστασιάρχη Β' και μηχανοδηγού Α' εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 24ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 9ο.

γγ) οι με βαθμό μηχανοδηγού Β' και θερμαστή Α' και Β' εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 26ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 11ο.

κβ) Υπάλληλοι κλάδου τεχνιτών μηχανοστασίων εργοστασίων:

αα) οι με βαθμό εργοστασιάρχη εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΤΕ με εισαγωγικό το 22ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 7ο.

ββ) οι με βαθμό υπεργοστασιάρχη και εργοδηγού εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 24ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 9ο.

γγ) οι με βαθμό αρχιτεχνίτη Ι’, αρχιτεχνίτη, τεχνίτη Α', Β' και Γ' εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 26ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 11ο.

δδ) κατ' εξαίρεση, όσοι αποχώρησαν ή θα αποχωρήσουν από την υπηρεσία μετά την 1.1.1985 με βαθμό αρχιτεχνίτη Ι’ και έχουν τρία έτη υπηρεσίας στο βαθμό αυτόν εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό βαθμό το 22ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 9ο.

κγ) Υπάλληλοι κλάδου οδηγών αυτοκινήτων εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 26ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 11ο.

κδ) Υπάλληλοι κλάδου συνοδών αυτοκινήτων εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΥΕ με εισαγωγικό το 28ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 16ο.

κε) Υπάλληλοι κλάδου σημειωτών εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΥΕ με εισαγωγικό το 28ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 16ο.

κστ) Υπάλληλοι κλάδου εργατών μηχανοστασίων εργοστασίων εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΥΕ με εισαγωγικό το 28ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 16ο.

κζ) Υπάλληλοι κλάδου προσωπικού συντήρησης γραμμής:

αα) Όσοι έχουν βαθμό υπαρχιεργάτη γραμμής, αρχιεργάτη γραμμής, εργοδηγού γραμμής και εργοδηγού γραμμής Ι εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 26ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 11ο.

ββ) Όσοι έχουν βαθμό εργάτη γραμμής Β και Α εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΥΕ με εισαγωγικό το 28ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 16ο.

γγ) κατ' εξαίρεση, όσοι αποχώρησαν ή θα αποχωρήσουν από την υπηρεσία μετά την 1.1.1985 με βαθμό εργάτη γραμμής Α' και έχουν συμπληρώσει τρία έτη υπηρεσίας στο βαθμό αυτόν εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 26ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 11ο.

κη) Υπάλληλοι φυλάκων γραμμής εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΥΕ με εισαγωγικό το 28ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 16ο.

κθ) Υπάλληλοι κλάδου φυλάκων ισόπεδων διαβάσεων εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΥΕ με εισαγωγικό το 28ο Μ.Κ.και καταληκτικό το 16ο.

λ) Υπάλληλοι κλάδου τεχνιτών γραμμής:

αα) οι με βαθμό εργοστασιάρχη εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΤΕ με εισαγωγικό το 22ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 7ο.

ββ) οι με βαθμό υπεργοστασιάρχη και εργοδηγού εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 24ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 9ο.

γγ) οι με βαθμό αρχιτεχνίτη Ι’, αρχιτεχνίτη και τεχνίτη Α', Β' και Γ' εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό βαθμό το 26ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 11ο.

δδ) κατ' εξαίρεση, όσοι αποχώρησαν ή θα αποχωρήσουν από την υπηρεσία μετά την 1.1.1985 με βαθμό αρχιτεχνίτη Ι’ και έχουν συμπληρώσει τρία έτη υπηρεσίας στο βαθμό αυτόν εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 24ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 9ο.

λα) Υπάλληλοι κλάδου διαχειριστών υλικού:

αα) όσοι έχουν απολυτήριο λυκείου ή εξατάξιου γυμνασίου εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 24ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 9ο.

ββ) όσοι έχουν απολυτήριο τριτάξιου γυμνασίου εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 26ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 11ο.

γγ) όσοι δεν έχουν τα παραπάνω τυπικά προσόντα εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΥΕ με εισαγωγικό το 28ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 16ο.

λβ) Υπάλληλοι κλάδου τεχνιτών αποθηκών υλικού εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΔΕ με εισαγωγικό το 26ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 11ο.

λγ) Υπάλληλοι κλάδου εργατών αποθηκών υλικού εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΥΕ με εισαγωγικό το 28ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 16ο.

λδ) Υπάλληλοι κλάδου καθαριστριών εξομοιώνονται με υπαλλήλους κλάδου ΥΕ με εισαγωγικό το 28ο Μ.Κ. και καταληκτικό το 16ο.

 

Αρθρο 1 παρ. 5 Ν. 2592/98 και άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 3234/04.

 

Η κατάταξη σε μισθολογικά κλιμάκια των σιδηροδρομικών υπαλλήλων που υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, από 1ης Ιανουαρίου 2004 και εφεξής, γίνεται με βάση την ανωτέρω κατά κλάδο εξομοίωση και την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 3205/2003, αντίστοιχη μισθολογική κλίμακα του κλάδου αυτού. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 16 του Ν. 2470/1997 έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους σιδηροδρομικούς υπαλλήλους της παραγράφου αυτής.

 

’ρθρο 1 παρ. 6 Ν. 2592/98.

 

     2. Για την κατάταξη των σιδηροδρομικών συνταξιούχων όλων των κλάδων στα μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.), σε εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, απαιτείται υπηρεσία ενός (1) έτους για τη χορήγηση του αμέσως επόμενου μετά το εισαγωγικό Μ.Κ. και υπηρεσία δύο (2) ετών για καθένα από τα επόμενα Μ.Κ.

 

     3. Ως υπηρεσίες για την κατάταξη στα μισθολογικά κλιμάκια λαμβάνονται υπόψη εκείνες που αναγνωρίζονται ως συντάξιμες από τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του παρόντος όπως οι διατάξεις αυτές ισχύουν, εκτός από:

α) τη στρατιωτική υπηρεσία κληρωτού και εφέδρου, εφόσον δε συμπίπτει με σιδηροδρομική ή πολιτική υπηρεσία,

β) το χρόνο φοίτησης σε σχολές ανεξάρτητα αν είναι ή όχι συντάξιμος,

γ) το χρόνο άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος πριν από το διορισμό του ιατρού στα δίκτυα,

δ) την απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα, που αναγνωρίζεται συντάξιμη από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 1405/1983, και

ε) το χρόνο που υπολογίζεται στο διπλάσιο κατά τη διάρκεια των ετών κατοχής και του εμφυλίου πολέμου.

 

    4. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, ως μισθός νοείται ο βασικός μισθός ενεργείας με την τυχόν προσαύξηση λόγω επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, όπως αυτά ισχύουν κάθε φορά για τους δημόσιους πολιτικούς υπαλλήλους. Αν μέχρι την έναρξη της ισχύος της κοινής απόφασης Φ2/8745/237/26.2.81 των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Συγκοινωνιών για τον κανονισμό της σύνταξης λαμβανόταν υπόψη ο βασικός μισθός ενεργείας και μόνο η προσαύξηση πολυετούς συνολικής υπηρεσίας ή ο βασικός μισθός ενεργείας και η προσαύξηση ευδόκιμης παραμονής στον ίδιο βαθμό, το επίδομα χρόνου υπηρεσίας του προηγούμενου εδαφίου που αναλογεί υπολογίζεται μειωμένο κατά δύο τρίτα ή ένα τρίτο αντίστοιχα. Παραπέρα, ο μισθός προσαυξάνεται με τα ακόλουθα ποσοστά για δευτερεύουσες απολαβές.

α) Για το μετακινούμενο προσωπικό έλξης και κίνησης (αρχιμηχανοδηγούς, μηχανοδηγούς, θερμαστές, αρχιελεγκτές, ελεγκτές, προϊσταμένους, λιπαντές, οδηγούς αμαξοστοιχιών και τροχοπεδητές) κατά 40%.

β) Για τους μηχανικούς διπλωματούχους ανώτερων σχολών, μηχανοστασιάρχες, υπομηχανοστασιάρχες, αρχιεργάτες και υπαρχιεργάτες γραμμής, φύλακες γραμμής, εργοστασιάρχες, υπεργοστασιάρχες, εργοδηγούς κάθε κατηγορίας, όλο το προσωπικό των σταθμών, καθώς και τους οδηγούς και τους βοηθούς εισπράκτορες αυτοκινήτων κατά 22,5%.

Για τους οδηγούς και βοηθούς εισπράκτορες αυτοκινήτων η ισχύς του προηγούμενου εδαφίου αρχίζει από την ισχύ του Ν. 479/1976. Σε όσους από αυτούς εξήλθαν από την υπηρεσία μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 479/1976 χορηγείται προσαύξηση 15% για δευτερεύουσες απολαβές.

γ) Για το εργατοτεχνικό προσωπικό κατά 15%.

δ) Για το υπόλοιπο προσωπικό κατά 12%.

Σε περίπτωση μετάταξης μόνο και όχι μετάθεσης ή προαγωγής από έναν κλάδο σε άλλο, υπολογίζονται ως δευτερεύουσες απολαβές, για τον καθορισμό της σύνταξης, ο μέσος όρος των παραπάνω δευτερευουσών απολαβών, ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας τους σε κάθε κλάδο. Κατ' εξαίρεση, σε περίπτωση προαγωγής σε βαθμό για τον οποίο προβλέπεται μικρότερο ποσοστό δευτερευουσών απολαβών, υπολογίζεται για τον καθορισμό της σύνταξης ο μέσος όρος τους, ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας σε κάθε βαθμό.

 

’ρθρο 1 παρ. 7 Ν.2592/98.

 

Τα ποσά των δευτερευουσών απολαβών αυτής της παραγράφου από την 1η Αυγούστου 1997 και μετά δεν μπορούν να υπερβούν:

α) για όσους λαμβάνουν ποσοστό δευτερευουσών απολαβών μέχρι και 20% το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) δραχμών,

β) για όσους λαμβάνουν ποσοστό δευτερευουσών απολαβών από 20,1% μέχρι 30% το ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων (45.000) δραχμών και

γ) για όσους λαμβάνουν ποσοστό δευτερευουσών απολαβών από 30,1% μέχρι και 40%, το ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων (65.000) δραχμών.

 

    5. Το ποσοστό της παραγράφου 1, με βάση το οποίο κανονίζεται η σύνταξη, καθορίζεται στα 80% του συνόλου των αναφερόμενων απολαβών στην παράγραφο 4.

 

    6. Γενικές αυξήσεις μισθών, με οποιονδήποτε τύπο και αν χορηγούνται, λαμβάνονται υπόψη για τον κανονισμό κάθε φορά των συντάξεων που απονέμονται για πρώτη φορά και την αναπροσαρμογή αυτών που έχουν απονεμηθεί. Για όσους συνταξιοδοτούνται από το δημόσιο εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά γι’ αυτούς.

 

’ρθρο 1 παρ. 1 Ν.1977/91.

 

    7. Ως μισθός για τον κανονισμό της σύνταξης του υπαλλήλου, ο οποίος κατά την εκτέλεση υπηρεσίας, που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο, καθίσταται πλήρως ανίκανος για εργασία, λαμβάνεται υπόψη ο μισθός του προκαταληκτικού κλιμακίου ή προκαταληκτικού βαθμού, στο οποίο θα εξελισσόταν μισθολογικά ή βαθμολογικά, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο του παθήματος, προσαυξημένος με επίδομα χρόνου υπηρεσίας και τυχόν ευδόκιμης παραμονής, που αντιστοιχεί σε τριακονταπενταετή πραγματική υπηρεσία.

Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν εφαρμογή και για όποιον καθίσταται πλήρως ανίκανος για εργασία συνεπεία δολοφονικής επίθεσης από ένα μόνο άτομο ή ομάδα κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας ή λόγω της ιδιότητας του ως υπαλλήλου στην ενέργεια ή συνταξιούχου.

 

’ρθρο 1 παρ. 5 Ν. 2592/98, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 3234/04.

 

    8. Ως μισθός για τον κανονισμό της σύνταξης των γενικών διευθυντών και των βοηθών γενικών διευθυντών λαμβάνεται υπόψη ο βασικός μισθός της θέσης του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου. Τη σύνταξη αυτή δικαιούνται όσοι διετέλεσαν σε θέση γενικού διευθυντή ή βοηθού γενικού διευθυντή, επί μία τουλάχιστον τριετία, με εξαίρεση τις περιπτώσεις θανάτου ή απόλυσης λόγω νόσου ή τριακονταπενταετίας ή ορίου ηλικίας ή κατάργησης της θέσης τους.

 

’ρθρο 2 παρ. 3 Ν.2320/95.

 

     9. Οι διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου αυτού, εφαρμόζονται ανάλογα και για τους προϊσταμένους γενικών διευθύνσεων του άρθρου 36 του Ν. 2190/1994.

 

ΑΡΘΡΟ 5

Συντάξιμη υπηρεσία θεμελιωτική. - Υπολογισμός χρόνου υπηρεσίας στο διπλάσιο.

 

’ρθρο 5 παρ. 1 Ν.Δ. 3395/55.

 

     1. Υπηρεσία που παρέχει δικαίωμα σε σύνταξη είναι η από της λειτουργίας των δικτύων:

α) των Σιδηροδρόμων Ελληνικού Κράτους (Λαρισαϊκού - Μακεδονίας -Θράκης),

β)  των Σιδηροδρόμων Αθηνών - Πειραιώς - Πελοποννήσου,

γ)  των Σιδηροδρόμων Θεσσαλίας,

δ)  των Σιδηροδρόμων Βορειοδυτικής Ελλάδας,

ε)  των Σιδηροδρόμων Πύργου - Κατακώλου,

στ) της Ελληνογαλλικής Εταιρείας Σιδηροδρόμων, και

ζ) των Σιδηροδρόμων Αττικής, υπηρεσία που πραγματικά διανύθηκε στα δίκτυα αυτά και μέχρι την έξοδο από την υπηρεσία.

Χρόνος υπηρεσίας που διανύθηκε μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας που ορίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν δεν λογίζεται συντάξιμος, με εξαίρεση εκείνου της αναγκαστικής παραμονής στην υπηρεσία εξαιτίας επιστράτευσης.

Ως υπηρεσία στα δίκτυα νοείται και η υπηρεσία σε Ασφαλιστικό Οργανισμό του προσωπικού του αντίστοιχου δικτύου, καθώς και η υπηρεσία στην Ελλάδα του προσωπικού της Διεθνούς Εταιρείας Κλιναμαξών.

 

’ρθρο 5 παρ. 2 Ν.Δ. 3395/55.

 

    2. Κατ' εξαίρεση, θεωρείται ως χρόνος υπηρεσίας στα δίκτυα ο χρόνος κάθε άδειας κανονικής ή αναρρωτικής ή άδειας χωρίς αποδοχές μέχρι ένα χρόνο, ο χρόνος εκπαιδευτικής άδειας μέχρι ένα έτος, καθώς και ο χρόνος της διαθεσιμότητας, εφόσον αυτή δεν οφείλεται σε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχικό παράπτωμα, για τα οποία επακολούθησε οριστική απόλυση από την υπηρεσία, καθώς και ο χρόνος απόσπασης στη Δημόσια Υπηρεσία ή άλλο Οργανισμό, εφόσον αυτή έγινε ύστερα από απόφαση του αρμόδιου Υπουργού.

 

’ρθρο 14 παρ. 1 Ν.Δ. 3741/57.

 

Στην έννοια της διάταξης της τελευταίας περίπτωσης του προηγούμενου εδαφίου περιλαμβάνεται και ο χρόνος υπηρεσίας που παρασχέθηκε και παρέχεται στη Δημόσια Υπηρεσία ή άλλο Οργανισμό, με οποιαδήποτε μορφή, με την προϋπόθεση μισθοδότησης από τα δίκτυα και καταβολής των εισφορών που έχουν κανονιστεί.

 

’ρθρο 5 παρ. 3 Ν.Δ. 3395/55.

 

    3. Επίσης θεωρείται ως υπηρεσία στα δίκτυα, προκειμένου για υπαλλήλους τους που απασχολήθηκαν στη διοίκηση Επαγγελματικών Σωματείων, ο χρόνος κατά τον οποίο αυτοί εξαιτίας της απασχόλησης τους αυτής δεν προσέφεραν πραγματική υπηρεσία, εφόσον για το χρόνο αυτόν καταβλήθηκαν οι εισφορές που προβλέπονται στο μισθό του βαθμού τον οποίο φέρουν αυτοί.

 

’ρθρο 5 παρ. 4 Ν.Δ. 3395/55, σε συνδυασμό με άρθρα 2 παρ. 8 και 11, παρ. 1 Ν. 2703/99.

 

    4. Δε θεωρείται συντάξιμος ο χρόνος της αυθαίρετης αποχής, ο χρόνος της ποινής που έχει επιβληθεί από οποιοδήποτε δικαστήριο, κατά το διάστημα που αυτή εκτίθηκε, ο χρόνος της αργίας και της προσωρινής απόλυσης, καθώς και ο χρόνος της προσωρινής κράτησης, εκτός αν μετά από αυτή επακολούθησε αθώωση ή απαλλαγή, οπότε ο χρόνος αυτός θεωρείται ως χρόνος συντάξιμης υπηρεσίας.

 

’ρθρο 1 Ν. 548/77.

 

    5. Ο χρόνος υπηρεσίας στα δίκτυα του προσωπικού εξωτερικής υπηρεσίας που επιστρατεύθηκε και παρέμεινε στις θέσεις του ή που έτυχε αναστολής προσέλευσης, λόγω ειδικότητας, κατά την εμπόλεμη περίοδο 1940-41, λογίζεται αυξημένος στο διπλάσιο.

Επίσης, λογίζεται αυξημένος στο διπλάσιο ο χρόνος υπηρεσίας του μετακινούμενου προσωπικού έλξης και κίνησης, που πραγματικά διανύθηκε στην εξωτερική υπηρεσία των δικτύων κατά το διάστημα από 2 Μαίου 1941 μέχρι 12 Οκτωβρίου 1944, κατά το οποίο η χώρα διατέλεσε κάτω από ξενική κατοχή.

 

’ρθρο 3 Ν. 548/77.

 

Ο χρόνος που υπολογίζεται προσαυξημένος σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων λογίζεται ως χρόνος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας χωρίς εξαγορά.

 

ΑΡΘΡΟ 6

Συντάξιμη υπηρεσία που προσμετράται. - Υπολογισμός χρόνου υπηρεσίας στο διπλάσιο. - Εξαγορά υπηρεσιών.

 

’ρθρο 6 παρ. 1 περίπ. α' και β' Ν.Δ. 3395/55 σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 παρ. 3 και 6 παρ. 2 εδαφ. πρώτο Ν. 1405/83.

 

    1. Συντάξιμη επίσης λογίζεται και προσμετράται στις υπηρεσίες του προηγούμενου άρθρου:

α) Η προγενέστερη υπηρεσία ως προσωρινού ή έκτακτου υπαλλήλου, τεχνίτη ή εργάτη των δικτύων που δεν κατέχει θέση που προβλέπεται από τον Οργανισμό του δικτύου, η Υπηρεσία του Προσωπικού Αποκατάστασης των Σιδηροδρομικών Δικτύων του Α.Ν. 645/1945, καθώς και η Υπηρεσία του Προσωπικού των Σιδηροδρομικών Έργων του Α.Ν. 575/1937.

 

 

’ρθρο 10 παρ. 1 Ν.1489/84.

 

β) Η στρατιωτική υπηρεσία, εφόσον ο χρόνος αυτής δεν έχει υπολογισθεί για την απόκτηση δικαιώματος για σύνταξη από το δημόσιο ή από άλλο ασφαλιστικό οργανισμό ή για την αύξηση σύνταξης που παρέχεται απ' αυτούς ή εφόσον για την υπηρεσία αυτή δεν έχει καταβληθεί εφάπαξ αποζημίωση ή άλλη χρηματική παροχή. Ειδικά ο χρόνος θητείας κληρωτού δεν μπορεί να προσμετρηθεί ως συντάξιμος πριν από τη συμπλήρωση του 52ου έτους της ηλικίας του υπαλλήλου. Ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει για το προσωπικό που δεν υπάγεται στις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 8, καθώς και για όσους εξέρχονται από την υπηρεσία λόγω σωματικής ή διανοητικής ανικανότητας ή ανικανότητας από εργατικό ατύχημα ή αν πρόκειται για οικογένειες όσων πεθαίνουν.

 

’ρθρο 3 παρ. 3 Ν.2320/95.

 

Ο παραπάνω χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας γενικά, καθώς και ο χρόνος υπηρεσίας στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, εφόσον πραγματικά διανύθηκε με τις προϋποθέσεις των άρθρων 40 και 41 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, υπολογίζεται προσαυξημένος σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα αυτά, με τη χορήγηση και της προσαύξησης του άρθρου 43 του ίδιου Κώδικα, για τη συμπλήρωση δε της δεκαοκταετίας ή εικοσαετίας, που ορίζεται στο άρθρο 41 αυτού, λαμβάνεται υπόψη τόσο η στρατιωτική, όσο και η υπηρεσία στα δίκτυα.

 

’ρθρο 6 παρ. 1 περίπτ. γ' Ν.Δ. 3395/55, όπως αντικατ. με άρθρα 1 Ν.Δ. 326/74 και 23 Ν. 955/79 σε συνδ. με τα άρθρα 3 παρ. 3 και 6 παρ. 2 εδ. πρώτο Ν. 1405/83.

 

γ) Η υπηρεσία στο Δημόσιο ή όταν πρόκειται για υπαλλήλους των Ασφαλιστικών Ταμείων, η υπηρεσία σε άλλο Ασφαλιστικό Οργανισμό, η υπηρεσία στην υπηρεσία Εκμετάλλευσης Κρατικών Αυτοκίνητων, καθώς και η υπηρεσία στον Οργανισμό Διαχείρισης Συμμαχικού Υλικού και τώρα Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού, που παρασχέθηκε με μηνιαίο μισθό ή μηνιαία ή ημερήσια αποζημίωση, εφόσον όλες οι υπηρεσίες αυτές δεν υπολογίστηκαν για την απονομή ή αύξηση της σύνταξης από το Δημόσιο ή άλλο Ασφαλιστικό Οργανισμό καθώς και ο πριν από την ανάληψη υπηρεσίας χρόνος άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος των ιατρών των σιδηροδρομικών δικτύων της Ελλάδας.

 

’ρθρο 2 Ν. 548/77.

 

    2. Γι’ αυτούς που υπηρέτησαν στο Στράτευμα κατά τους μέχρι την έναρξη της ισχύος του Ν.Δ 3395/1955 πολέμους, ο χρόνος της εμπόλεμης στρατιωτικής υπηρεσίας, που δεν συμπίπτει με διαθεσιμότητα ή αργία με πρόσκαιρη παύση, λογίζεται αυξημένος στο διπλάσιο.

Η εμπόλεμη κατάσταση που άρχισε στις 28 Οκτωβρίου 1940 θεωρείται ότι έληξε, για την εφαρμογή αυτού του άρθρου, την 1η Μαίου 1941.

 

    3. Επίσης, λογίζεται αυξημένος στο διπλάσιο ο χρόνος υπηρεσίας:

α) Αυτών που υπηρέτησαν στο Στράτευμα και εφόσον και για όσο χρόνο διατέλεσαν στη ζώνη των επιχειρήσεων, οι οποίες διεξάχθηκαν στη χώρα στο χρονικό διάστημα από 1ης Απριλίου 1946 μέχρι 31ης Οκτωβρίου 1949.

Ο χρόνος υπηρεσίας για κάθε έναν στη ζώνη των επιχειρήσεων βεβαιώνεται από την αρμόδια Διεύθυνση του οικείου Αρχηγείου.

β) Αυτών που διατέλεσαν σε αιχμαλωσία από πολεμικές επιχειρήσεις, αν δεν υπάρχουν στοιχεία ότι αυτοί δεν εκπλήρωσαν το καθήκον τους.

γ) Αυτών που διατέλεσαν κάτω από τις διαταγές της προσωρινής Κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη, για όσο διάστημα υπηρέτησαν στο Στρατό Εθνικής ’μυνας.

δ) Αυτών που είχαν μετάσχει στη μάχη της Κρήτης κατά το μήνα Μάϊο 1941 ή σε στρατιωτικές μονάδες και υπηρεσίες που συγκροτήθηκαν στη Μέση Ανατολή για τον μέχρι της 12ης Οκτωβρίου 1944 χρόνο ή σε αναγνωρισμένες Εθνικές Ανταρτικές Ομάδες Αντίστασης, κατά τη διάρκεια της κατοχής της χώρας από τον εχθρό, ως ένοπλα μέλη των ομάδων αυτών, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση απολύθηκαν από την υπηρεσία λόγω της ένταξης τους σε αναγνωρισμένες Εθνικές Ανταρτικές Ομάδες και επανήλθαν μετά σ' αυτή, με υπολογισμό του χρόνου που διανύθηκε εκτός υπηρεσίας ως χρόνου πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.

ε) Αυτών που υπηρέτησαν στα Σώματα Ασφαλείας στην Ελλάδα και στο Πυροσβεστικό Σώμα από 2 Μαίου 1941 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1944.

στ) Αυτών που είχαν μετάσχει στο Μακεδονικό και Βορειοηπειρωτικό αγώνα.

ζ) Αυτών που διατέλεσαν σε φυλάκιση, αιχμαλωσία ή ομηρία, ύστερα από σύλληψή τους από τις αρχές κατοχής κατά την περίοδο 1941-1945, για την εθνική τους δράση ή για την ιδιότητα τους ως στρατιωτικών. Τα αίτια της σύλληψής τους αποδεικνύονται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 2 του Α.Ν. 1119/1946, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Α.Ν. 599/1968.

 

’ρθρο 3 Ν. 548/77.

 

    4. Ο χρόνος που υπολογίζεται προσαυξημένος σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 αυτού του άρθρου λογίζεται ως χρόνος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας χωρίς εξαγορά.

 

’ρθρο 6 παρ. 2 εδ. πρώτο Ν.Δ. 3395/55, σε συνδ. με το Α.Ν. 599/68 και το Ν.Δ. 1342/73, όπως αντικατ. με το άρθρο 19 παρ. 1 Ν. 1489/84.

 

    5. Ο χρόνος υπηρεσίας που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού αναγνωρίζεται με πράξη της αρμόδιας διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και εξαγοράζεται με αίτηση των ενδιαφερομένων.

 

’ρθρο 5 παρ. 1 εδ. πρώτο Ν. 4295/63.

 

Σε κάθε περίπτωση αναγνώρισης από την Υπηρεσία Συντάξεων ως συντάξιμης, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του Κώδικα, υπηρεσίας που διανύθηκε με οποιονδήποτε τύπο και ιδιότητα, εκτός από τις εξαιρέσεις που ρητά αναφέρονται σ' αυτόν, οι ενδιαφερόμενοι υποχρεούνται σε εξαγορά των χρονικών διαστημάτων που αναγνωρίζονται με την καταβολή στο φορέα συνταξιοδότησης τους του διπλάσιου του ποσοστού εισφοράς ασφαλισμένου που ισχύει στις 30.4.1958, το οποίο υπολογίζεται στις συντάξιμες αποδοχές του βαθμού τους, όπως είχαν αυτές κατά την ημέραν του καταλογισμού της σχετικής οφειλής, εφόσον για τα χρονικά αυτά διαστήματα δεν είχαν υποβληθεί αυτοί κατά το παρελθόν σε ασφαλιστικές εισφορές υπέρ των δικτύων ή των καταργηθέντων Ταμείων Σύνταξης του προσωπικού αυτών.

 

’ρθρο 5 παρ. 1 εδ. δεύτερο Ν. 2295/63, όπως αντικατ. με το άρθρο 3 παρ. 1 Ν. 479/76.

 

      Από την παραπάνω υποχρέωση σε καταβολή εξαγοράς απαλλάσσονται αυτοί που δεν υποβλήθηκαν σε ασφαλιστική εισφορά με βάση ειδική διάταξη, καθώς και αυτοί που κατέβαλλαν εισφορά υπέρ του Δημοσίου ή του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.).

 

’ρθρο 6 παρ. 2 εδάφια δεύτερο, τρίτο και τέταρτο Ν.Δ. 3395/55.

 

Η εξόφληση του ποσού εξαγοράς προϋπηρεσίας γίνεται είτε με εφάπαξ καταβολή αυτού, είτε σε μηνιαίες δόσεις, ο αριθμός των οποίων δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος των εξήντα.

Η πληρωμή των δόσεων ενεργείται με κρατήσεις από το ημερομίσθιο ή το μισθό.

Αν κατά την έξοδο του υπαλλήλου από την υπηρεσία δεν έχει εξοφληθεί ολόκληρο το ποσό το οποίο καθορίσθηκε για την εξαγορά της προϋπηρεσίας που αναγνωρίστηκε, αυτό που εναπομένει παρακρατείται από τη σύνταξη που θα απονεμηθεί σε μηνιαίες δόσεις, με τον περιορισμό της παρ. 2 του άρθρου 28 αυτού του Κώδικα.

 

’ρθρο 5 παρ. 2 Ν. 4295/63.

 

Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία έξι μηνών από την κοινοποίηση σ' αυτούς της σχετικής πράξης καταλογισμού, να υποβάλουν αρμοδίως αίτηση για παραίτησή τους από την αναγνώριση των χρονικών αυτών διαστημάτων, είτε στο σύνολο είτε για ένα μέρος, και η αίτηση παραίτησης που υποβλήθηκε δεν μπορεί να ανακληθεί ή τροποποιηθεί σε καμιά περίπτωση, με συνέπεια αυτοί να απαλλάσσονται από τη σχετική οφειλή.

 

’ρθρο 6 παρ. 3 Ν.Δ. 3395/55, όπως αντικατ. με το άρθρο 19 παρ. 2 Ν. 1489/84.

 

    6. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν ανάλογη εφαρμογή και στις περιπτώσεις των παρ. 2 και 3 του προηγούμενου άρθρου αν συντρέχει περίπτωση να μην έχουν πραγματοποιηθεί εισφορές για το χρόνο που προβλέπεται στις παραγράφους αυτές.

 

’ρθρο 6 παρ. 2 εδ. πέμπτο Ν.Δ. 3395/55, όπως αντικατ. με το άρθρο 10 παρ. 2 Ν. 1489/84.

 

      7. Κατ' εξαίρεση, ο χρόνος της στρατιωτικής υπηρεσίας των σιδηροδρομικών υπαλλήλων, καθώς και ο χρόνος αυτών που υπηρέτησαν με απόσπαση χωρίς αποδοχές σε δημόσια υπηρεσία μέχρι ένα έτος, αναγνωρίζεται ως συντάξιμος χρόνος υπηρεσίας χωρίς εξαγορά.

 

’ρθρο 6 παρ. 4 Ν.Δ. 3395/55, όπως αντικατ. με το άρθρο 2 Ν.Δ. 326/74.

 

     8. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εξαγορασθεί χρόνος μεγαλύτερος από μία δεκαετία με εξαίρεση το χρόνο που διανύθηκε στην Υπηρεσία των Σιδηροδρομικών Έργων του Α.Ν. 575/1937, το προσωπικό της οποίας κατέστη με το Ν. 3240/1955 προσωπικό των Σ.Ε.Κ.

 

’ρθρο 3 Ν.Δ. 326/74.

 

     9.  Ο χρόνος υπηρεσίας στην Υπηρεσία Εκμετάλλευσης Κρατικών Αυτοκινήτων, που υπολογίζεται ως συντάξιμος με τις διατάξεις των παραγράφων 1 περιπτ. γ' και 8 αυτού του άρθρου, καθώς και ο πέρα από τη δεκαετία χρόνος του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Έργων του Α.Ν. 575/1937, εξαιρείται από την καταβολή εισφοράς για την εξαγορά του, που προβλέπεται στην παραπάνω παρ. 5, εκτός από τις περιπτώσεις για τις οποίες υφίσταται υποχρέωση εισφοράς σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 39.

 

’ρθρο 5 παρ. 6 Ν. 4295/63.

 

      10. Χρόνος άδειας χωρίς αποδοχές υπαλλήλων των δικτύων ΣΕΚ ή ΣΠΑΠ, που διανύθηκε στη Δημόσια Υπηρεσία, εξαγοράζεται μέχρι τέσσερα έτη και ο υπάλληλος υποχρεούται να καταβάλει μόνο την εισφορά του και όχι και την εισφορά του δικτύου.

 

’ρθρο 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παρ. 2 εδαφ. πρώτο Ν. 1405/1983 και το άρθρο 5 παρ. 5 του Ν. 2227/94.

 

     11. Επίσης υπολογίζεται ως συντάξιμος, ύστερα από συμπληρωματική εισφορά και προσμετράται στη λοιπή συντάξιμη υπηρεσία του υπαλλήλου, ο χρόνος της προηγούμενης απασχόλησης του σε τομείς έξω από το δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και τα άλλα Ν.Π.Δ.Δ. για τον οποίο ήταν ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης καθώς και ο χρόνος απασχόλησης στην αλλοδαπή, γενικά, για τον οποίο μεταφέρονται οι ασφαλιστικές εισφορές σε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης της χώρας ή αναγνωρίζεται ο χρόνος αυτός ως χρόνος ασφάλισης στον εν λόγω οργανισμό με βάση ειδικές διατάξεις. Ο χρόνος αυτός δε λαμβάνεται υπόψη αν έγινε ανάληψη εισφορών ή χορήγηση από τον ασφαλιστικό οργανισμό εφάπαξ παροχής αντί για σύνταξη ή αν χρησιμοποιήθηκε για συνταξιοδοτικούς σκοπούς. Αν από τη νομοθεσία του οικείου φορέα προβλέπεται δυνατότητα επιστροφής των εισφορών αυτών ή της εφάπαξ παροχής, με σκοπό την αναγνώριση του χρόνου ως συντάξιμου, ο χρόνος αυτός υπολογίζεται, εφόσον γίνει η επιστροφή. Χρόνος ασφάλισης στον ΟΓΑ δε λαμβάνεται υπόψη.

Για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής, στις περιπτώσεις όπου ο χρόνος ασφάλισης υπολογίζεται σε ημέρες, ως ένα έτος λογίζονται τριακόσιες ημέρες και ως ένας μήνας λογίζονται είκοσι πέντε ημέρες.

Η αναγνώριση του παραπάνω χρόνου μπορεί να γίνει είτε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του υπαλλήλου είτε μετά την έξοδο του από αυτήν, ύστερα από αίτηση του. Η αναγνώριση γίνεται με πράξη της αρμόδιας διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΑ.Κ.), η οποία εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 17 του Κώδικα αυτού, με βάση πιστοποιητικό του οικείου ασφαλιστικού φορέα που εκδίδεται από τα στοιχεία που τηρεί, ή, αν δεν υπάρχουν τέτοια στοιχεία, με βάση το ασφαλιστικό βιβλιάριο που τυχόν κρατεί ο ασφαλισμένος από το οποίο να προκύπτει η ασφάλιση και η εισφορά που καταβλήθηκε.

Με την πράξη αυτή, που υπόκειται στα ένδικα μέσα που προβλέπονται από το ίδιο άρθρο, καθορίζεται και το ποσό της συμπληρωματικής εισφοράς. Γι’ αυτούς που εξέρχονται από την υπηρεσία ή για τους συνταξιούχους η αναγνώριση του χρόνου και το ποσό της εισφοράς γίνεται με την πράξη κανονισμού ή αύξησης της σύνταξης.

Η συμπληρωματική εισφορά καταβάλλεται στο δημόσιο είτε κατά τη διάρκεια του χρόνου που υπηρετεί ο υπάλληλος, είτε κατά την έξοδό του από την υπηρεσία και καθορίζεται σε ποσοστό 7% στις μηνιαίες συντάξιμες  αποδοχές του (βασικός μισθός, επίδομα χρόνου υπηρεσίας και επίδομα ευδόκιμης παραμονής όπου καταβάλλεται), εφόσον πρόκειται για υπάλληλο στην ενέργεια ή στις αποδοχές με βάση τις οποίες κανονίστηκε η σύνταξη του, εφόσον πρόκειται για συνταξιούχο, όπως οι αποδοχές αυτές έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης αναγνώρισης του παραπάνω χρόνου και για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο που αναγνωρίζεται. Το ποσό της εισφοράς μπορεί να εξοφληθεί με επιλογή του ενδιαφερομένου είτε εφάπαξ είτε με μηνιαίες δόσεις, που παρακρατούνται από τις αποδοχές ή τη σύνταξή του και των οποίων ο αριθμός δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των μηνών που αναγνωρίζονται.

Αν η αναγνώριση γίνει μετά τη συνταξιοδότηση του υπαλλήλου, το ποσό των μηνιαίων κρατήσεων δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από τα 3/4 της αύξησης της σύνταξης που θα προκύψει. Στην περίπτωση αυτή ο αριθμός των μηνών, κατά τους οποίους θα γίνει η κράτηση από τη σύνταξη, αυξάνεται ανάλογα.

Αν ο εν ενεργεία υπάλληλος ή συνταξιούχος πεθάνει πριν από την ολοσχερή εξόφληση της εισφοράς, οι υπολειπόμενες μηνιαίες δόσεις παρακρατούνται από τη σύνταξη των προσώπων στα οποία μεταβιβάζεται η σύνταξη, σύμφωνα με τα πιο πάνω. Αν η καταβολή της σύνταξης διακοπεί για οποιονδήποτε λόγο, παύει η καταβολή των συμπληρωματικών εισφορών και ξαναρχίζει όταν ξαναρχίσει η καταβολή της σύνταξης.

Σε όσους καταβάλλουν το ποσό της συμπληρωματικής εισφοράς εφάπαξ παρέχεται έκπτωση 10% στο ποσό αυτό.

Οι ασφαλιστικές εισφορές (εργοδότη και ασφαλισμένου) για το χρόνο που αναγνωρίζεται, οι οποίες έχουν καταβληθεί στον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης, αποδίδονται εφάπαξ στο δημόσιο μέσα σε ένα εξάμηνο από την ημερομηνία που θα καταστούν απαιτητές με προσαύξηση 8% για κάθε χρόνο που πέρασε από τη διακοπή της ασφάλισης σ' αυτόν, μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για αναγνώριση του χρόνου από το δημόσιο. Αντί για την απόδοση των εισφορών στο δημόσιο μπορεί να γίνεται και συμψηφισμός του ποσού τους με τυχόν οφειλές του δημοσίου στους οικείους ασφαλιστικούς οργανισμούς ή παρακράτηση από το ποσό με το οποίο τυχόν επιχορηγούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό.

 

’ρθρο 2 παρ. 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παρ. 2 εδαφ. πρώτο Ν. 1405/83, όπως συμπλ. με αρθρ. 5 παρ. 3 Ν. 1976/91.

 

Ο χρόνος που υπολογίζεται ως συντάξιμος, σύμφωνα με την παράγραφο αυτή, δεν προσμετράται πριν ο υπάλληλος θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα με βάση την άλλη υπηρεσία του. Κατ' εξαίρεση, λαμβάνεται υπόψη και για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος αν ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει το 56ο έτος της ηλικίας του και εικοσαετή πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, στην οποία δεν περιλαμβάνεται ο χρόνος αυτός.

Αν ο υπάλληλος εξέλθει από την υπηρεσία πριν από τη συμπλήρωση του 56ου έτους της ηλικίας του, η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται με τη συμπλήρωση της ηλικίας αυτής.

 

’ρθρο 2 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παρ. 2 εδαφ. πρώτο Ν. 1405/1983.

 

      Για την προσμέτρηση του παραπάνω χρόνου δεν ισχύει ο περιορισμός της δεκαετίας (παρ. 8 ίδιου άρθρου).

 

ΑΡΘΡΟ 7

Συγκεφαλαίωση συντάξιμου χρόνου

 

’ρθρο 7 Ν.Δ. 3395/ 55.

 

     Κατά τη συγκεφαλαίωση του συνολικού χρόνου συντάξιμης υπηρεσίας το διάστημα που είναι μικρότερο από έξι μήνες δε λαμβάνεται υπόψη, αν όμως είναι ίσο ή μεγαλύτερο από έξι μήνες λογίζεται ως πλήρες έτος.

 

ΑΡΘΡΟ 8

Υπολογισμός σύνταξης

 

’ρθρο 8 Ν.Δ. 3395/55, όπως τροποπ. με αρθρ. 1 Ν. 147/1975 και αντικατ. με αρθρ. 4 Ν. 1202/81 (σε συνδυασμό και με το αρθρ. 2 Ν. 1209/81) και αρθρ. 7 Ν. 1694/87.

 

      1. Η μηνιαία σύνταξη συνίσταται σε τόσα τριακοστά πέμπτα του κατά το άρθρο 4 μηνιαίου συντάξιμου μισθού, όσα τα έτη της πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.

 

      2. Η σύνταξη, που κανονίζεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο στο προσωπικό των εξωτερικών υπηρεσιών, προσαυξάνεται κατά 5/35 του μηνιαίου συντάξιμου μισθού τους, εφόσον το προσωπικό αυτό έχει συμπληρώσει 20 ετών πραγματική υπηρεσία στις υπηρεσίες αυτές.

 

’ρθρο 4 παρ. 3 Ν.1813/1988.

 

      3. Η σύνταξη που παρέχεται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, στο προσωπικό που ασχολείται κατά την άσκηση των καθηκόντων της επαγγελματικής του ειδικότητας με ραδιενεργές πηγές ή ιοντίζουσες ακτινοβολίες σε ακτινολογικά ή ακτινοθεραπευτικά εργαστήρια προσαυξάνεται κατά 3/35 του μηνιαίου συντάξιμου μισθού τους.

 

      ’ρθρο 5 παρ. 3 Ν. 1902/90 και 4 παρ. 1 Ν. 1976/91 σε συνδ. με αρθρ. 6 παρ. 13 Ν. 2227/94.

 

      4. Ανεξάρτητα από το χρόνο πρόσληψης, το επί του συντάξιμου μηνιαίου μισθού ποσοστό σύνταξης για όσους παραμένουν στην υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση του κατά περίπτωση 35ετούς συντάξιμου χρόνου αυξάνεται κατά 1/50 για κάθε έτος υπηρεσίας πέρα από το 35ο και μέχρι το 40ο.

Στον κατά το προηγούμενο εδάφιο χρόνο για χορήγηση της προσαύξησης υπολογίζεται και ο χρόνος κάθε υπηρεσίας, που πραγματικά παρέχεται εφόσον αναγνωρίζεται ως συντάξιμος, ανεξάρτητα από το αν λαμβάνεται υπόψη για τη βαθμολογική ή μισθολογική εξέλιξη.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται για όσους εξέρχονται από την υπηρεσία από την έναρξη της ισχύος της.

 

’ρθρο 3 παρ. 3 2227/94.

 

     5. Η μηνιαία σύνταξη των παντελώς τυφλών, παραπληγικών και τετραπληγικών υπαλλήλων του τετάρτου εδαφίου της περίπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 1 του Κώδικα αυτού, καθώς και όσων πάσχουν από βήτα ομόζυγο μεσογειακή ή δρεπανοκυτταρική ή μικροδρεπανοκυτταρική αναιμία με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%, που υποβάλλονται σε μετάγγιση της ίδιας διάταξης, ορίζεται στα ογδόντα τοις εκατό (80%) των κατά την παρ. 4 του άρθρου 4 αποδοχών, που λαμβάνουν κατά το χρόνο της εξόδου τους από την υπηρεσία, εφόσον εξέρχονται μετά τη συμπλήρωση δεκαπενταετούς πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, ανεξάρτητα από την αιτία εξόδου.

 

ΑΡΘΡΟ 9

Σύνταξη παθόντων όχι εξαιτίας της υπηρεσίας

 

’ρθρο 9 παρ. 1 Ν.Δ. 3395/55, όπως αντικατ. με άρθρο 5 Ν. 1202/1981, και άρθρο 8 Ν. 1694/ 1987.

 

     1. Σε περίπτωση απόλυσης λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας, η σύνταξη όσων έχουν πραγματική συντάξιμη υπηρεσία 10 ως 17 ετών καθορίζεται ως εξής:

Για όσους έχουν πραγματική συντάξιμη υπηρεσία 10-14 ετών η σύνταξη συνίσταται στα 13,5/35 του μηνιαίου συντάξιμου μισθού τους, προσαυξανόμενη κατά 1/35 για κάθε έτος υπηρεσίας από το 11ο ως 14ο το οποίο συμπεριλαμβάνεται. Για όσους έχουν πραγματική συντάξιμη υπηρεσία 15-17 ετών στα 17,5/35 του μηνιαίου μισθού τους και για όσους έχουν πραγματική συντάξιμη υπηρεσία μεγαλύτερη από 18 έτη σε τόσα τριακοστά πέμπτα του μηνιαίου συντάξιμου μισθού τους, όσα είναι τα έτη της υπηρεσίας αυτής.

 

’ρθρο 9 παρ. Ν.Δ. 3395/55.

 

     2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο σύνταξη προσαυξάνεται:

α) κατά 50% αυτής για όσους κατέστησαν ανίκανοι για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος (ολική ή απόλυτη ανικανότητα) και

β) κατά 65% αυτής για όσους κατέστησαν ανίκανοι για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος και επιπλέον βρίσκονται σε κατάσταση που απαιτεί διαρκώς συνεχή επίβλεψη, περιποίηση και συμπαράσταση άλλου προσώπου.

Οι προσαυξήσεις της παραγράφου αυτής είναι προσωποπαγείς και δε λαμβάνονται υπόψη για τον κανονισμό της σύνταξης της οικογένειας.

 

 

ΑΡΘΡΟ 10

Σύνταξη παθόντων από εργατικό ατύχημα.

 

’ρθρο 10 παρ. Ν.Δ. 3395/55

 

     1. Όσοι απολύονται από την υπηρεσία για ανικανότητα από εργατικό ατύχημα δικαιούνται σύνταξη ίση:

α) με το 1/2 του συντάξιμου μισθού για όσους κατέστησαν ανίκανοι για την άσκηση των κύριων καθηκόντων τους (μερική ανικανότητα).

β) με τα 2/3 του συντάξιμου μισθού για όσους κατέστησαν ανίκανοι για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος (ολική ή απόλυτη ανικανότητα) και

γ) με το σύνολο του συντάξιμου μισθού για όσους κατέστησαν ανίκανοι για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος, και συγχρόνως βρίσκονται σε κατάσταση που απαιτεί διαρκώς συνεχή επίβλεψη, περιποίηση και συμπαράσταση άλλου προσώπου.

Σε κάθε περίπτωση , αν η σύνταξη που προκύπτει με βάση τα έτη υπηρεσίας, είναι μεγαλύτερη απ' αυτή που αναφέρεται στην παράγραφο αυτή, καταβάλλεται η μεγαλύτερη αυτή σύνταξη.

 

’ρθρο 10 παρ. 2 Ν.Δ. 3395/55

 

     2. Στις περιπτώσεις β' και γ' της προηγούμενης παραγράφου η σύνταξη της παραγράφου αυτής προσαυξάνεται κατά 15%. Η προσαύξηση αυτή είναι προσωποπαγής και δε λαμβάνεται υπόψη για τον κανονισμό της σύνταξης της οικογένειας.

 

’ρθρο 10 παρ. 3 Ν.Δ. 3395/55

 

     3. Όπου σ' αυτό και στο προηγούμενο άρθρο γίνεται αναφορά στο βαθμό μείωσης της ικανότητας για εργασία, νοείται αυτός που υπήρχε στο χρόνο της απομάκρυνσης από την υπηρεσία.

 

ΑΡΘΡΟ 11

Σύνταξη παθόντων από φυματίωση.

 

’ρθρο 11 παρ. 1 Ν.Δ. 3395 /55

 

     1. Για όσους απολύονται από την υπηρεσία για φυματίωση, η οποία εκδηλώθηκε μετά τριετία από την πρόσληψή τους, η σύνταξη συνίσταται στο 1/3 του κατά το άρθρο 4 συντάξιμου μισθού τους.

Σε κάθε περίπτωση, αν η σύνταξη που προκύπτει με βάση τα έτη υπηρεσίας είναι μεγαλύτερη από αυτή που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο, καταβάλλεται η μεγαλύτερη αυτή σύνταξη.

 

’ρθρο 11 παρ. 2 Ν.Δ. 3395/55

 

      2. Η σύνταξη της προηγούμενης παραγράφου προσαυξάνεται με ειδικό επίδομα φυματικού, το οποίο καθορίζεται από την Επιτροπή του άρθρου 16 του Κώδικα αυτού κάθε τριετία ύστερα από εξέταση του παθόντος και ανάλογα με τη βαρύτητα της κατάστασης του, το οποίο δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υπερβεί τα 2/3 του συντάξιμου μισθού.

Αν η κατάσταση της υγείας του δικαιούχου επιδεινωθεί κατά τη διάρκεια της τριετίας, τότε αυτός μπορεί να ζητήσει την εξέταση του από την παραπάνω Επιτροπή και πριν από τη λήξη της τριετίας, οπότε η νέα τριετία λογίζεται ότι αρχίζει από την ημερομηνία εξέτασης του από την Επιτροπή.

Αν κατά την εξέταση ο δικαιούχος ευρεθεί υγιής ή παρουσιάζει βελτίωση, παύει η καταβολή του επιδόματος ή μειώνεται ανάλογα. Ο τελικός καθορισμός του ποσού του επιδόματος γίνεται σε κάθε περίπτωση έξι έτη μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία.

Οι προσαυξήσεις της παραγράφου αυτής είναι προσωποπαγείς και δε λαμβάνονται υπόψη για τον κανονισμό της σύνταξης της οικογένειας.

 

ΑΡΘΡΟ 12

Ποσό οικογενειακής σύνταξης εγγάμου.

 

’ρθρο 12 παρ. 1 Ν.Δ. 3395/55, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2592/98

 

     1. Η σύνταξη της χήρας συζύγου χωρίς τέκνα ή αν συντρέχουν ένα ή και δύο τέκνα συνίσταται στα 7/10 της σύνταξης που δικαιούται ή που έχει δικαιωθεί ο σύζυγος που πέθανε και αν συντρέχουν περισσότερα από δύο τέκνα προστίθεται 1/10 για καθένα από αυτά μέχρι να συμπληρωθεί ολόκληρη η σύνταξη του συζύγου που πέθανε.

 

’ρθρο 4 παρ. 4 Ν. 1813/88, σε συνδ. με άρθρο 6 παρ. 1 Ν. 2227/94, όπως αντικ. με άρθρο 8 παρ. 8 ν. 2592/98

 

Αν κάποιο από τα παιδιά συνάψει γάμο ή πεθάνει ή κηρυχθεί άφαντο ή αν κάποιο από τα άγαμα αγόρια ενηλικιωθεί ή αν σε κάποιο από τα συνδικαιούχα στη σύνταξη πρόσωπα δεν καταβάλλεται το μερίδιο του είτε λόγω αναστολής καταβολής του είτε γιατί παίρνει σύνταξη από δικό του δικαίωμα, η σύνταξη των άλλων δικαιούχων προσώπων ανακαθορίζεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στο πρώτο εδάφιο αυτής της παραγράφου σαν να μη συντρέχουν στη σύνταξη τα πρόσωπα στα οποία δεν καταβάλλεται το μερίδιο της σύνταξης.

 

’ρθρο 12 παρ. 2 Ν.Δ. 3395/55

 

     2. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει χήρα σύζυγος ή αυτή πεθάνει ή κηρυχθεί άφαντη ή χάσει το δικαίωμα στη σύνταξη, αν υπάρχουν ένα ή δύο τέκνα η σύνταξη τους συνίσταται στα 7/10 της σύνταξης που πρέπει να απονεμηθεί ή απονεμήθηκε σ' αυτόν που πέθανε και αν υπάρχουν περισσότερα από δύο τέκνα στα 8/10 αυτής.

 

’ρθρο 21 παρ. 3 Ν.955/79

’ρθρο 21 παρ. 4 Ν. 955/79

’ρθρο 12 παρ. 3 Ν.Δ. 3395/55

 

     3. Αν υπάρχουν χήρα και τέκνα το μισό της σύνταξης ανήκει στη χήρα και το άλλο μισό στα τέκνα σε ίσες μερίδες. Αν τα τέκνα ή μερικά από αυτά έχουν άλλον επίτροπο και όχι τη μητέρα, μπορεί να απαιτηθεί η χωριστή σ' αυτά καταβολή του ποσού της σύνταξης που τους ανήκει.

 

’ρθρο 12 παρ. 4 Ν.Δ. 3395/55

 

     4. Το μερίδιο συμμετοχής της πατρικής οικογένειας που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 2 αυτού του Κώδικα συνίσταται στο 1/4 της σύνταξης της χήρας συζύγου, αν δεν υπάρχουν τέκνα δικαιούχα σύνταξης και στο 1/6 αν υπάρχουν.

Αν τα μέλη της πατρικής οικογένειας που έχουν δικαίωμα συμμετοχής παύσουν να υπάρχουν ή χάσουν το δικαίωμά τους στη σύνταξη, η μερίδα τους προσαυξάνει τη μερίδα της χήρας συζύγου και των τέκνων.

Το μερίδιο συμμετοχής της πατρικής οικογένειας που έχει καθορισθεί σύμφωνα με τα παραπάνω δεν επηρεάζεται από τη μεταγενέστερη απώλεια του δικαιώματος της συζύγου ή των τέκνων.

 

’ρθρο 12 παρ. 5 Ν.Δ. 3395/55

 

     5. Η συμμετοχή της πατρικής οικογένειας στη σύνταξη της χήρας συζύγου χωρίς τέκνα, όπως προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο, ορίζεται στο μισό της σύνταξης, αν είχε εγερθεί αγωγή διαζυγίου μεταξύ των συζύγων και η σχετική δίκη διακόπηκε βίαια λόγω θανάτου του άνδρα. (Σημ. ορθότερα «καταργήθηκε η δίκη». Πρόβλ. αρθρ. 604 εδ. 1 Κ.Πολ. Δικ.).

 

      Παρατήρηση: Η παρ. 3 του Π.Δ. 167/2000 καταργήθηκε με την περ. γ' της παρ. 4 του άρθρου 3 του Ν. 3408/05.

 

ΑΡΘΡΟ 13

Ποσό σύνταξης πατρικής οικογένειας.

 

’ρθρο 13 παρ. 1 του Ν.Δ. 3395/55

 

     1. Η σύνταξη του πατέρα συνίσταται στα 3/10 εκείνης που πρέπει να απονεμηθεί ή απονεμήθηκε σ' αυτόν που πέθανε, αν όμως αυτός που πέθανε ήταν το μοναδικό αγόρι της οικογένειας, η σύνταξη του πατέρα συνίσταται εις τα 5/10 της σύνταξης αυτού.

Το τελευταίο τούτο ισχύει και αν τυχόν το άλλο αγόρι που έχει απομείνει είναι κατά το χρόνο του θανάτου του αδελφού του, ανίκανο λόγω παθήματος για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος.

 

’ρθρο 13 παρ. 2 του Ν.Δ. 3395/55

 

     2. Στο ίδιο ποσό ορίζεται η σύνταξη της μητέρας και των αδελφών. Η σύνταξη της μητέρας και των αδελφών ανήκει κατά το μισό μεν στη μητέρα, κατά το άλλο δε μισό στις αδελφές σε ίσες μερίδες και δύναται να απαιτηθεί η καταβολή της σύνταξης αυτής σε κάθε μία χωριστά.

Αν κάποια από τις αδελφές αποκατασταθεί με γάμο ή παύσει να υπάρχει το μερίδιο της προσαυξάνει τη σύνταξη της μητέρας και των άλλων αδελφών.

Αν δεν υπάρχει μητέρα ή πεθάνει, η σύνταξη ανήκει ολόκληρη στις αδελφές.

 

’ρθρο 13 παρ. 3 Ν.Δ. 3395/55

 

Στην περίπτωση που και οι δύο γονείς έχουν δικαίωμα σύνταξης σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2 του παραπάνω άρθρου 3, η σύνταξη κατανέμεται μεταξύ τους σε ίσες μερίδες.

 

ΑΡΘΡΟ 14

Υπολογισμός συντάξεων παθόντων.

 

’ρθρο 14 Ν.Δ. 3395/55, όπως αντικατ. με το άρθρο 23 του Ν. 1202/81

 

     1. Ως σύνταξη που πρέπει να απονεμηθεί σ' αυτόν που πέθανε στην υπηρεσία, μετά τη συμπλήρωση δεκαετούς πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, λογίζεται αυτή που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 9 και αν πέθανε από φυματίωση η οποία εκδηλώθηκε μετά 3ετή υπηρεσία από την πρόσληψη του, αυτή που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 11.

 

      2. Ως σύνταξη που πρέπει να απονεμηθεί σ' αυτόν που πέθανε στην υπηρεσία από εργατικό ατύχημα, λογίζεται αυτή που ορίζεται στην επόμενη παράγραφο, μειούμενη κατά ένα βαθμό σχετικά με την εξέλιξη που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο της.

 

’ρθρο 4 του Ν.Δ. 3395/55, όπως αντικ. με το άρθρο 23 του ν. 1202/81

 

     3. Ως σύνταξη που πρέπει να απονεμηθεί στον υπάλληλο που δολοφονήθηκε στην υπηρεσία από τρομοκράτες ή άλλα άτομα λόγω της υπαλληλικής του ιδιότητας ή της ενάσκησης των καθηκόντων του, λογίζεται αυτή που ανήκει στο βαθμό του επόμενου εδαφίου και η οποία αντιστοιχεί σε τριακονταπενταετή πραγματική υπηρεσία.

Ως βαθμός, με βάση τον οποίο κανονίζεται η σύνταξη που απονέμεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός τον οποίο είχε ή με τον οποίο έπαιρνε μισθό κατά το χρόνο του θανάτου του αυτός που δολοφονήθηκε και από τη συμπλήρωση του χρόνου που απαιτείται για προαγωγή σε κάθε επόμενο βαθμό, ο βαθμός στον οποίο θα εξελισσόταν αυτός βαθμολογικά ή μισθολογικά, αν ήταν σε ενεργό υπηρεσία, σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο του θανάτου του.

Η εξέλιξη αυτή δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να είναι ανώτερη από τον προκαταληκτικό, κατά περίπτωση, βαθμό, ούτε από τέσσερες συνολικά βαθμούς πέρα από αυτόν που κατείχε ο υπάλληλος κατά το χρόνο της δολοφονίας του.

Ως αφετηρία για τον υπολογισμό του χρόνου που απαιτείται για προαγωγή, λαμβάνεται υπόψη η χρονολογία, κατά την οποία αυτός που δολοφονήθηκε απέκτησε το βαθμό τον οποίο έφερε και η αύξηση της σύνταξης από την παραπάνω εξέλιξη ορίζεται να πληρώνεται από την πρώτη του επόμενου μήνα, από τη συμπλήρωση του χρόνου που απαιτείται για προαγωγή σε κάθε βαθμό.

Η ημερομηνία αυτή καθορίζεται από το όργανο που δικαιοδοτεί ή αποφασίζει για τις συντάξεις με την πράξη ή απόφαση κανονισμού της σύνταξης.

 

’ρθρο 6 παρ. 4 Ν. 2227/94

 

Το ποσό της σύνταξης που προβλέπεται από την παράγραφο αυτή για τις οικογένειες όσων σκοτώνονται από τρομοκρατικές πράξεις, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται σε ανάπηρο πολίτη από τον άμαχο πληθυσμό ο οποίος φέρει ανικανότητα εκατό τοις εκατό (100%).

 

’ρθρο 1 παρ. 4 Ν. 1977/91

 

     4. Ως σύνταξη που πρέπει να απονεμηθεί στον υπάλληλο που πεθαίνει κατά την εκτέλεση υπηρεσίας που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο ή δολοφονείται ή τραυματίζεται θανάσιμα από ένα μόνο άτομο ή ομάδα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή λόγω της ιδιότητας του ως υπαλλήλου στην ενέργεια ή σε σύνταξη, λογίζεται αυτή που ανήκει στο μισθό του προκαταληκτικού κλιμακίου ή προκαταληκτικού βαθμού στον οποίο θα εξελισσόταν μισθολογικά ή βαθμολογικά αυτός που πέθανε ή δολοφονήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο του θανάτου ή της δολοφονίας, προσαυξημένο με επίδομα χρόνου υπηρεσίας και τυχόν επίδομα ευδόκιμης παραμονής, που αντιστοιχεί σε τριακονταπενταετή πραγματική υπηρεσία.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ

 

ΑΡΘΡΟ 15

Διαδικασία αναγνώρισης σύνταξης και υπηρεσίας - Δικαιολογητικά που υποβάλλονται - Παράβολα.

 

’ρθρο 15 παρ. 1 και 2 Ν.Δ. 3395/55, όπως αντικ. με άρθρο 19 παρ. 3 Ν. 1489/84

 

     1. Η αίτηση για αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης ή αύξησή της σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα αυτού υποβάλλεται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον μετά τη γέννηση του δικαιώματος.

 

’ρθρο 1 Β.Δ. 9.2.56

 

Την αίτηση για απονομή σύνταξης, η οποία πρέπει να αναφέρει το λόγο για τον οποίο ζητείται η απονομή της, τον τόπο διαμονής του αιτούντος με προσδιορισμό της οδού και του αριθμού της κατοικίας του και να συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στις επόμενες παραγράφους υποβάλλουν όσοι εξέρχονται από την υπηρεσία και οι οικογένειες αυτών που πέθαναν στην υπηρεσία στην αρμόδια υπηρεσία προσωπικού, η οποία υποχρεούται να τη διαβιβάσει στο φορέα από τον οποίο καταβάλλεται η σύνταξη, οι δε οικογένειες των συνταξιούχων που πέθαναν απ' ευθείας στο φορέα από τον οποίο έπαιρνε σύνταξη εκείνος που πέθανε.

Αν η αίτηση υποβάλλεται από πληρεξούσιο, πρέπει να συνοδεύεται από επικυρωμένο αντίγραφο του ειδικού πληρεξουσίου.

 

’ρθρο 2 Β.Δ. 9.2.56

 

     2. Οι υπάλληλοι που απολύονται ή παραιτούνται από την υπηρεσία υποβάλλουν μαζί με την αίτηση τα παρακάτω δικαιολογητικά :

α) Πιστοποιητικό της αρμόδιας Δημοτικής ή Κοινοτικής αρχής που εξάγεται από τα επίσημα στοιχεία που τηρούνται σ' αυτή ή που έχει εκδοθεί από την αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Εσωτερικών, το οποίο να εμφανίζει το έτος γέννησης.

’ν πρόκειται για γυναίκες όμοιο πιστοποιητικό που εξάγεται από το οικείο δημοτολόγιο.

’ν η εγγραφή της ηλικίας του υπαλλήλου στο μητρώο της οικείας υπηρεσίας στηρίζεται σε ληξιαρχική πράξη, που έχει συνταχθεί κατά τη γέννηση, πρέπει να υποβληθεί και αντίγραφο της πράξης αυτής.

 

’ρθρο 20 παρ. 6 2084/92

 

Το πιστοποιητικό της περίπτωσης αυτής δεν απαιτείται εφόσον το έτος γέννησης προκύπτει από το πιστοποιητικό υπηρεσιακών μεταβολών του υπαλλήλου.

β) Πιστοποιητικό της αρμόδιας υπηρεσίας, που εξάγεται από το τηρούμενο σ' αυτή μητρώο, για τις υπηρεσιακές μεταβολές του υπαλλήλου γενικά, το οποίο εμφανίζει το έτος γέννησης του υπαλλήλου, τους διορισμούς, μονιμοποίηση, μετατάξεις, προαγωγές της τελευταίας πενταετίας, πριν από την έξοδο από την υπηρεσία του υπαλλήλου και οπωσδήποτε την τελευταία, απονομή προσαύξησης λόγω πολυετούς υπηρεσίας ή λόγω παραμονής στον τελευταίο βαθμό, θέση σε διαθεσιμότητα, προσωρινές ή οριστικές απολύσεις, άδειες πέρα από ένα έτος με ή χωρίς αποδοχές και κάθε γενικά μεταβολή η οποία επηρεάζει το δικαίωμα στη σύνταξη.

γ) Αντίγραφο πράξης της Υπηρεσίας Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου η οποία έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν πριν από τον Α.Ν. 599/66, με την οποία αναγνωρίσθηκε ως συντάξιμος χρόνος υπηρεσίας σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 6 του Κώδικα αυτού.

δ) Βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας η οποία να εμφανίζει τις αποδοχές , τις οποίες έπαιρνε ο υπάλληλος κατά την έξοδο του από την υπηρεσία, το χρόνο μέχρι τον οποίο μισθοδοτήθηκε και το τυχόν υπόλοιπο χρέος του από εξαγορά προϋπηρεσίας ή ότι δε βαρύνεται με τέτοιο χρέος.

 

’ρθρο 3 παρ. 1 Β.Δ. 9.2.56, όπως τροπ. στη περ. γ' με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 1379/83

 

     3. Η χήρα, χωρίς τέκνα, του υπαλλήλου υποβάλλει:

α) Τα έγγραφα της παρ. 2 που αντιστοιχούν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Στο πιστοποιητικό της οικείας υπηρεσίας αναγράφεται απαραίτητα ότι ο υπάλληλος πέθανε ενώ διατελούσε στην υπηρεσία.

β) Αντίγραφο ληξιαρχικής πράξης θανάτου του υπαλλήλου.

γ) Αντίγραφο ληξιαρχικής πράξης γάμου ή πιστοποιητικό τέλεσης γάμου Ιερής Μητρόπολης.

δ) Πιστοποιητικό της οικείας Δημοτικής ή Κοινοτικής αρχής που να βεβαιώνει ότι ο γάμος δε λύθηκε μέχρι το θάνατο του συζύγου, ότι αυτή διατελεί σε χηρεία και ότι αυτός που πέθανε, δεν άφησε από το γάμο αυτό ή άλλο προηγούμενο γάμο νόμιμα ή αναγνωρισμένα εκούσια ή με δικαστική απόφαση ή θετά τέκνα ή γονείς.

 

’ρθρο 3 παρ. 2 Β.Δ. 9.2.56

 

     4. Τα τέκνα υποβάλλουν:

α) Τα έγγραφα των περ. α και β της παρ. 3.

β) Πιστοποιητικό της οικείας Δημοτικής ή Κοινοτικής αρχής που να βεβαιώνει ότι είναι νόμιμα ή αναγνωρισμένα εκούσια ή με δικαστική απόφαση ή θετά τέκνα του υπαλλήλου ή της υπαλλήλου, που πέθανε, το έτος γέννησής τους ή αν είναι άγαμα και αν είναι έγγαμα και σ' αυτή την περίπτωση τη χρονολογία τέλεσης του γάμου και ότι ο υπάλληλος ή η υπάλληλος που πέθανε δεν άφησε χήρα μητέρα, αν δε πρόκειται για τέκνα άνδρα υπαλλήλου και ότι αυτός δεν άφησε χήρα σύζυγο ή άλλα τέκνα νόμιμα ή αναγνωρισμένα εκούσια ή με δικαστική απόφαση ή θετά.

’ν πρόκειται για τέκνα που έχουν αναγνωρισθεί εκούσια ή με δικαστική απόφαση υποβάλλονται και τα έγγραφα που αποδεικνύουν την αναγνώριση τους.

Τα φυσικά τέκνα γυναίκας υπαλλήλου υποβάλλουν πιστοποιητικό της οικείας Δημοτικής ή Κοινοτικής αρχής που να βεβαιώνει ότι είναι φυσικά τέκνα αυτής που πέθανε, το έτος γέννησης τους, ότι είναι άγαμα ή όχι και ότι εκείνη δεν άφησε χήρα μητέρα.

Τα τέκνα της μητέρας υπαλλήλου που προέρχονται από νόμιμο γάμο πρέπει να υποβάλλουν και πιστοποιητικό ότι είναι ορφανά από πατέρα.

 

’ρθρο 3 παρ. 3 Β.Δ. 9.2.56

 

     5. Η χήρα σύζυγος μαζί με τα τέκνα υποβάλλουν τα πιστοποιητικά που ορίζονται στην παρ. 3 και 4 περ. β' αυτού του άρθρου.

 

’ρθρο 3 παρ. 4 Β.Δ. 9.2.56

 

     6. Αν στη σύνταξη των πιο πάνω προσώπων συμμετέχουν και γονείς βεβαιώνεται η ύπαρξη τους με το πιστοποιητικό που αναφέρεται στη περ. δ της παρ. 3 και υποβάλλονται από αυτούς και τα έγγραφα για την απόδειξη της απορίας τους που ορίζονται στην παρακάτω παράγραφο 12.

 

’ρθρο 3 παρ. 5 Β.Δ. 9.2.56

 

     7. Ο πατέρας υποβάλλει:

α) Τα έγγραφα που αναφέρονται στις περ. α' και β' της παρ. 3 του άρθρου αυτού.

β) Πιστοποιητικό της οικείας Δημοτικής ή Κοινοτικής αρχής που να βεβαιώνει ότι αυτός που πέθανε ήταν άγαμος ή χήρος ή σε διάζευξη χωρίς παιδιά και ότι αυτός ήταν νόμιμο τέκνο του ή

τον είχε αναγνωρίσει εκούσια ή με δικαστική απόφαση. Αν πρόκειται για τέκνο που είχε αναγνωρισθεί εκούσια ή με δικαστική απόφαση υποβάλλονται και τα έγγραφα που αποδεικνύουν την αναγνώριση του.

γ) Πιστοποιητικό για το χρόνο γέννησης του που εξάγεται από τα επίσημα στοιχεία του οικείου Δήμου ή Κοινότητας.

δ) Τα έγγραφα που ορίζονται στην παρακάτω παρ. 12 για την απόδειξη της απορίας του.

 

’ρθρο 3 παρ. 6 Β.Δ. 9.2.56

 

     8. Η χήρα μητέρα υποβάλλει :

α) Τα έγγραφα που ορίζονται στις περιπτώσεις α' και β' της παρ. 3 του άρθρου αυτού.

β) Πιστοποιητικό της οικείας Δημοτικής ή Κοινοτικής αρχής που να βεβαιώνει ότι είναι μητέρα του υπαλλήλου που πέθανε, ότι είναι χήρα με προσδιορισμό του χρόνου που χήρευσε και ότι ο υπάλληλος αυτός ήταν άγαμος ή χήρος ή σε διάζευξη χωρίς παιδιά και δεν άφησε αδελφές και

γ) Τα έγγραφα που ορίζονται στην παρακάτω παρ. 12 για την απόδειξη της απορίας της.

 

’ρθρο 3 παρ. 7 Β.Δ. 9.2.56

 

     9. Οι αδελφές υποβάλλουν:

α) Τα έγγραφα που ορίζονται στις περιπτώσεις α' και β' της παρ. 3 του άρθρου αυτού.

β) Πιστοποιητικό της οικείας Δημοτικής ή Κοινοτικής αρχής που να βεβαιώνει ότι είναι ορφανές από πατέρα και μητέρα και ότι είναι αδελφές του υπαλλήλου που πέθανε και άγαμες.

γ) Τα έγγραφα που ορίζονται στην παρακάτω παρ. 12 για την απόδειξη της απορίας τους.

 

’ρθρο 3 παρ. 8 Β.Δ. 9.2.56

 

     10. Η χήρα μητέρα μαζί με τις αδελφές υποβάλλουν:

α) Τα έγγραφα που ορίζονται στις περ. α' και β' της παρ. 3 του άρθρου αυτού.

β) Πιστοποιητικό που να βεβαιώνει χωριστά για τη μητέρα και χωριστά για τις αδελφές όσα ορίζονται στις παρ. 8 περ. β' και 9 περ. β' του άρθρου αυτού και

γ) Τα έγγραφα που ορίζονται στην παρακάτω παρ. 12 για την απόδειξη της απορίας τους.

 

’ρθρο 4 Β.Δ. 9.2.56

 

     11. Τα πρόσωπα της οικογένειας των σιδηροδρομικού συνταξιούχου που πέθανε, τα οποία δικαιούνται σύνταξη, υποβάλλουν απευθείας στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και ανάλογα με την περίπτωση που τα αφορά τα έγγραφα που ορίζονται στη παρ. 3-10 του άρθρου αυτού εκτός από εκείνα που αναφέρονται στην παρ. 3 περ. α'.

 

’ρθρο 5 Β.Δ. 9.2.56

 

     12. Οι γονείς και αδελφές των υπαλλήλων ή συνταξιούχων για την απόδειξη της απορίας τους υποβάλλουν:

Αν διαμένουν σε πρωτεύουσες νομών ή επαρχιών.

α) Πιστοποιητικό της οικείας Δημοτικής ή Κοινοτικής αρχής που να βεβαιώνει.

αα) Το επάγγελμα τους και τις πιθανές από αυτό προσόδους και

ββ) αν μόνο αυτός που πέθανε τους συντηρούσε ή συνέβαλλαν και άλλα τέκνα ή αδελφοί στη συντήρηση τους.

β) Πιστοποιητικό του οικείου οικονομικού Εφόρου που να βεβαιώνει την περιουσία που δήλωσαν σ' αυτόν και τις από αυτή προσόδους τους και ότι η δήλωσή τους ελέγχθηκε αληθινή.

Αν δεν επιδόθηκε δήλωση με θετικό περιεχόμενο ο έφορος πιστοποιεί αυτό και βεβαιώνει ότι η μη υποβολή δήλωσης ελέγχθηκε δικαιολογημένη.

γ) Πιστοποιητικό του οικείου υποθηκοφύλακα για την ακίνητη περιουσία τους και για τις τυχόν υποθήκες ή προσημειώσεις που έχουν εγγραφεί σ' αυτή ή ότι δεν υπάρχει μερίδα τους στα αντίστοιχα βιβλία μεταγραφών.

δ) Υπεύθυνη δήλωση για την κατεχόμενη ή όχι ακίνητη περιουσία σε οποιαδήποτε περιοχή του Κράτους με προσδιορισμό του είδους, έκτασης, αξίας και ακαθάριστης προσόδου.

Αν διαμένουν σε άλλες πόλεις ή χωριά.

α) Πιστοποιητικό της οικείας Δημοτικής ή Κοινοτικής ή Αστυνομικής αρχής, που θα έχει κυρωθεί για την ακρίβεια του περιεχομένου του από τον αρμόδιο Ειρηνοδίκη και θα βεβαιώνει το επάγγελμα τους και τις από αυτό πιθανές προσόδους τους, την κινητή και ακίνητη γενικά περιουσία τους με προσδιορισμό των από αυτή πιθανών καθαρών προσόδων και αν μόνο αυτός που πέθανε συντηρούσε την πατρική οικογένεια ή συνέβαλλαν και άλλα τέκνα στη συντήρηση της και

β) Υπεύθυνη δήλωση για την κατεχόμενη ή μη ακίνητη περιουσία σε οποιαδήποτε περιοχή του Κράτους με προσδιορισμό του είδους, έκτασης, αξίας και του από αυτή ακαθάριστου ετήσιου εισοδήματος.

 

’ρθρο 6 Β.Δ. 9.2.56

 

     13. Τα μέλη της οικογένειας, τα οποία στηρίζουν το δικαίωμα σύνταξης σε ανικανότητα, αναφέρουν αυτό στην αίτηση τους στο φορέα συνταξιοδότησης τους, ο οποίος προκαλεί την έκδοση της γνωμάτευσης της Α.Σ.Υ. Επιτροπής σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 16 αυτού του Κώδικα.

 

’ρθρο 7 Β.Δ. 9.2.56

 

     14. Η υπηρεσία προσωπικού, στην οποία υποβλήθηκε η κατά την παρ. 1 του άρθρου αυτού αίτηση, ελέγχει τα σ' αυτή δικαιολογητικά, μεριμνά για τη συμπλήρωση των τυχόν ελλείψεων που υπάρχουν, επισυνάπτει αντίγραφο της γνωμάτευσης που εκδόθηκε σύμφωνα με το παρακάτω άρθρο 16 γι’ αυτούς που απολύθηκαν λόγω σωματικής ή διανοητικής ανικανότητας και διαβιβάζει όλα τα σχετικά στο φορέα συνταξιοδότησης τους.

 

’ρθρο 8 Β.Δ. 9.2.56 σε συνδ. με το άρθρο μόνο του Β.Δ. 805/69 και 20 παρ. 7 του Ν. 2084/92

 

     15. Τα πιστοποιητικά των οικείων δημοτικών ή κοινοτικών αρχών πρέπει να στηρίζονται στα επίσημα στοιχεία τους (μητρώα αρρένων, δημοτολόγιο και ληξιαρχικά βιβλία) ή σε περίπτωση που λείπουν αυτά, σε ένορκη, ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, βεβαίωση δύο μαρτύρων, καθώς και σε υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986. Ως μάρτυρας δεν μπορεί να βεβαιώσει σύζυγος του δικαιούχου ή συγγενής του κατευθείαν γραμμή ή εκ πλαγίου, εξ αίματος μεν μέχρι 4ου βαθμού, εξ αγχιστείας δε μέχρι 3ου.

 

’ρθρο 9 Β.Δ. 9.2.56

 

     16. Η αίτηση για αναγνώριση υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Κώδικα αυτού, υποβάλλεται στην υπηρεσία προσωπικού, στην οποία ανήκει ο υπάλληλος και συνοδεύεται από τα παρακάτω δικαιολογητικά:

α) Για την υπηρεσία της περιπτ. α της παρ. 1 του άρθρου 6, υποβάλλεται πιστοποιητικό της αρμόδιας υπηρεσίας, το οποίον εκδίδεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2 αυτού του άρθρου.

β) Για την στρατιωτική υπηρεσία, υποβάλλεται επίσημο αντίγραφο του φύλλου μητρώου ή πιστοποιητικό του αρμόδιου στρατολογικού γραφείου.

γ) Για την υπηρεσία που παρασχέθηκε στο Δημόσιο ή σε Ασφαλιστικό Οργανισμό υποβάλλεται πιστοποιητικό της αρμόδιας Αρχής, το οποίο εκδίδεται με βάση τα επίσημα στοιχεία που τηρούνται απ' αυτή.

Για το χρόνο άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος υποβάλλεται πιστοποιητικό του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών ή του οικείου Ιατρικού Συλλόγου.

 

’ρθρο 9 Β.Δ. 9.2.56

 

δ) Στην περίπτωση αναγνώρισης υπηρεσίας για το λόγο ότι δεν είχαν πραγματοποιηθεί εισφορές, υποβάλλεται πιστοποιητικό της οικείας υπηρεσίας για το χρόνο κατά τον οποίο δεν πραγματοποιήθηκαν οι εισφορές και την αιτία που δεν πραγματοποιήθηκαν.

Τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στις παραπάνω περιπτώσεις β' και γ' συνοδεύονται επίσης και από υπεύθυνη δήλωση ότι ο χρόνος υπηρεσίας, για τον οποίο ζητείται η αναγνώριση, δεν υπολογίσθηκε για την απόκτηση δικαιώματος σύνταξης από το Δημόσιο ή άλλο Οργανισμό ή για αύξηση σύνταξης και ότι δεν καταβλήθηκε για την υπηρεσία αυτή εφάπαξ αποζημίωση ή άλλη χρηματική παροχή. Η Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους μπορεί να ζητά, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, επίσημη πιστοποίηση των παραπάνω η οποία εκδίδεται από την αρμόδια αρχή.

 

’ρθρο 9 Β.Δ. 9.2.56

 

ε) Στην περίπτωση αναγνώρισης υπηρεσίας η οποία έχει εξαγορασθεί, υποβάλλεται αντίγραφο της σχετικής απόφασης, καθώς και βεβαίωση, η οποία εκδίδεται αρμοδίως, ότι καταβλήθηκε το ποσό που καθορίστηκε για την εξαγορά της υπηρεσίας.

Η υπηρεσία προσωπικού, στην οποία υποβλήθηκε η κατά τα παραπάνω αίτηση, ελέγχει τα δικαιολογητικά, επισυνάπτει το φάκελο που υπάρχει για την απόφαση της παραπάνω περίπτωσης, μεριμνά για τη συμπλήρωση τυχόν ελλείψεων, ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία στο φάκελο της απόφασης που έχει εκδοθεί δεν υπάρχουν όλα τα δικαιολογητικά που ορίζονται με την παράγραφο αυτή και όλα αυτά τα δικαιολογητικά τα διαβιβάζει μετά στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.

 

’ρθρο 6 παρ. 5 εδάφια πρώτο και δεύτερο Α.Ν. 599/68, όπως ισχύουν μετά το άρθρο 7 παρ. 1 Ν. 1203/81

 

     17. Αν πρόκειται για τις συντάξεις που καταβάλλονται από το Δημόσιο, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 30 αυτού του Κώδικα, είναι απαράδεκτη η άσκηση έφεσης, αν δεν συνοδεύεται από αποδεικτικό κατάθεσης υπέρ του Δημοσίου Ταμείου ποσού, το οποίο ορίζεται κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.

 

      ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ :

1. Με το άρθρο 61 παρ. 1 και 2 του Π.Δ. 1225/81 (που είναι μεταγενέστερο του Ν. 1203/81) ορίζεται ότι είναι απαράδεκτες οι εφέσεις που ασκούνται από ιδιώτες στο Ελεγκτικό Συνέδριο αν δεν προσαρτάται σ'αυτές αποδεικτικό καταβολής παραβόλου και τάσσονται προθεσμίες για την καταβολή του με καθορισμό και των συνεπειών της παράλειψης του.

 

      2. Τα παραπάνω ισχύουν και για την καταβολή του παραβόλου της αναίρεσης σύμφωνα με το άρθρο 117 του ίδιου Π.Δ/τος.

 

’ρθρο 20 παρ. 9 Ν. 2084/92

 

     18. Αντίγραφα ή φωτοαντίγραφα εγγράφων που έχουν επικυρωθεί για το γνήσιο του περιεχομένου τους από δικηγόρους, έχουν αποδεικτική ισχύ ίση με τα πρωτότυπα και λαμβάνονται υπόψη από τα όργανα που αποφασίζουν ή δικαιοδοτούν για τις συντάξεις.

 

ΑΡΘΡΟ 16

Διαδικασία αναγνώρισης σύνταξης παθόντος.

 

’ρθρο 16 παρ. 1 Ν.Δ. 3395/55, όπως αντικατ. με άρθρο 19 παρ. 4 Ν. 1489/84

 

     1. Η αίτηση για αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης παθόντος εξαιτίας εργατικού ατυχήματος ή φυματίωσης υποβάλλεται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον μετά τη γέννηση του δικαιώματος στην υπηρεσία του υπαλλήλου.

 

’ρθρο 16 παρ. 2 Ν.Δ. 3395/55

 

     2. Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από αντίγραφο του πορίσματος της διοικητικής εξέτασης η οποία διενεργήθηκε για το ατύχημα ή αν πρόκειται για θάνατο που προήλθε από φυματίωση, από πιστοποιητικό το οποίο πρέπει να εμφανίζει τις ασθένειες του υπαλλήλου από την πρόσληψη του ή τις αναρρωτικές άδειες του.

 

’ρθρο 16 παρ. 3 Ν.Δ. 3395/55

 

     3. Για την απόλυση του προσωπικού, το οποίο κρίνεται σωματικά ή διανοητικά ανίκανο, κατά τη διαδικασία του άρθρου 107 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού Εξωτερικής Υπηρεσίας των ατμήλατων σιδηροδρόμων, είναι απαραίτητη και γνωμάτευση της ’. Σ.Υ. Επιτροπής, η οποία αποφαίνεται σχετικά με την ανικανότητα για εργασία.

 

Οι διατάξεις του Α.Ν. 301/1936 που αναφέρονται για το παραπάνω θέμα καθώς και κάθε άλλου συναφούς νομοθετήματος δεν έχουν εφεξής εφαρμογή, με εξαίρεση τις διατάξεις που αφορούν την ειδική διαδικασία απόλυσης όσων πάσχουν από φυματίωση, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν, με την επιφύλαξη και για την περίπτωση αυτή της τελικής κρίσης της Α.Σ.Υ. Επιτροπής για την ανικανότητα σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο.

 

’ρθρο 16 παρ. 4 Ν.Δ. 3395/55

 

     4. Η κατά την προηγούμενη παρ. 3 γνωμάτευση της ’.Σ.Υ. Επιτροπής, με την οποία καθορίζεται ο βαθμός ανικανότητας για την εφαρμογή όσων ορίζονται στα άρθρα 9 και 10, καθώς και η σχέση της ανικανότητας με το εργατικό ατύχημα, εκδίδεται ύστερα από αυτοπρόσωπη εξέταση του παθόντος, αν αυτή κρίνεται αναγκαία και είναι δυνατή. Την αδυναμία για την προσέλευση του παθόντος στην ’. Σ.Υ. Επιτροπή πιστοποιεί η Υγειονομική Υπηρεσία του δικτύου.

Από την ίδια Επιτροπή ενεργείται και η διαπίστωση της ανικανότητας των μελών της οικογένειας.

 

’ρθρο 16 παρ. 5 Ν.Δ. 3395/55

 

     5. Αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 11, η εξέταση του παθόντος διατάσσεται με πράξη του οργάνου που αποφασίζει ή δικαιοδοτεί στην οποία καθορίζεται και το ανώτατο όριο του σχετικού επιδόματος.

 

’ρθρο 16 παρ. 6 Ν.Δ. 3395/55, όπως αντικ. με αρθρ. 19 παρ. 5 Ν. 1489/84

 

     6. Επιτρέπεται για μία μόνο φορά η επανεξέταση από την ’. Σ.Υ. Επιτροπή ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου ή του δικτύου. Η επανεξέταση μπορεί να ενεργηθεί και πριν από την έκδοση της πράξης ή απόφασης του οργάνου που αποφασίζει ή δικαιοδοτεί.

 

’ρθρο 16 παρ. Ν.Δ. 3395/55

 

    7. Οι γνωματεύσεις της Α.Σ.Υ. Επιτροπής που προβλέπονται από το άρθρο αυτό είναι υποχρεωτικές για το όργανο που αποφασίζει ή δικαιοδοτεί, το οποίο μπορεί σε κάθε περίπτωση να ζητά αιτιολογημένα την έκδοση και νέας γνωμάτευσης της Α.Σ.Υ. Επιτροπής.

 

’ρθρο 29 Ν. 1202/81

 

     8. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται ανάλογα και για την αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης στην οικογένεια αυτού που δολοφονήθηκε στην υπηρεσία από τρομοκράτες, ή άλλα άτομα λόγω της υπαλληλικής του ιδιότητας ή της ενάσκησης των καθηκόντων του.

 

ΑΡΘΡΟ 17

Αρμοδιότητα κανονισμού των συντάξεων.

 

’ρθρο 17 εδαφ. πρώτο Ν.Δ. 3395/55, σε συνδ. με τα άρθρα 1 παρ. 1 Α.Ν. 599/68 και 10 παρ. 1 Ν.Δ. 1342/73

 

      Με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 30, οι συντάξεις του Κώδικα αυτού κανονίζονται από την Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με εφαρμογή των διατάξεων του ’.Ν. 599/1968 και του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τις αρμοδιότητες που αναγνωρίζονται από αυτόν στον Υπουργό Οικονομικών.

 

’ρθρο 17 εδαφ. δεύτερο Ν.Δ. 3395/55

 

Οπου στον Κώδικα αυτό απαιτείται για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης απορία, αυτή κρίνεται από το όργανο που αποφασίζει ή δικαιοδοτεί.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'

ΑΝΩΤΑΤΟ ΚΑΙ ΚΑΤΩΤΑΤΟ ΟΡΙΟ ΣΥΝΤΑΞΗΣ - ΕΝΑΡΞΗ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΣΥΡΡΟΗ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΜΙΣΘΟΥ Η ΑΛΛΩΝ ΑΠΟΛΑΒΩΝ

 

ΑΡΘΡΟ 18

 

Ανώτατο και κατώτατο όριο σύνταξης.

 

’ρθρο 18 Ν.Δ.3395/55

 

1. Σε καμιά περίπτωση το σύνολο της σύνταξης που απονέμεται ή που πρέπει να απονεμηθεί σύμφωνα με τον Κώδικα αυτό, δεν μπορεί να υπερβεί τον κάθε φορά μηνιαίο συντάξιμο μισθό, με βάση τον οποίο κανονίζεται η σύνταξη.

Κατ' εξαίρεση, αν συντρέχει περίπτωση προσαύξησης της σύνταξης σύμφωνα με τα άρθρα 9 ως 11 του Κώδικα αυτού, η σύνταξη που προσαυξάνεται με αυτόν τον τρόπο μπορεί να ορισθεί μέχρι το μηνιαίο μισθό ενεργείας, όπως αυτός καθορίζεται στην παρ. 2 του παραπάνω άρθρου 4.

 

      ’ρθρο 4 παρ. 2 Ν. 1976/91, όπως αντικ. με άρθρο 4 παρ. 3 Ν.2320/95

 

Η εξαίρεση του προηγούμενου εδαφίου ισχύει και για τις συντάξεις υπαλλήλων οι οποίοι λαμβάνουν προσαύξηση στο συντάξιμο μισθό τους κατά 1/50 για κάθε έτος υπηρεσίας πέρα από το 35° και μέχρι το 40ο, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του Ν. 1902/90, καθώς και γι’ αυτούς που συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των Νόμων 1897/90 και 1977/91.

 

      ’ρθρα 8 Ν. 1405/83, 4 παρ. 3 Ν.1976/91 και 2 Ν.2042/92

 

1α. Το καθαρό ποσό σύνταξης ή το άθροισμα των καθαρών ποσών συντάξεων, που δικαιούται κάθε άμεσος ή έμμεσος συνταξιούχος από το Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ., ή οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 50πλάσιο του εκάστοτε τεκμαρτού ημερομισθίου της κατά το άρθρο 37 του Α.Ν. 1846/1951 22ης ασφαλιστικής κλάσης, εφόσον έστω και σε έναν από τους πιο πάνω φορείς η εισφορά του εργοδότη υπερβαίνει, κατά το χρόνο απονομής της σύνταξης, την εισφορά του ασφαλισμένου ή υπάρχει υπέρ του φορέα κοινωνικός πόρος ή επιβάρυνση τρίτων ή ο εργοδότης ενισχύει με οποιονδήποτε τρόπο τον ασφαλιστικό φορέα. Στον περιορισμό του προηγούμενου εδαφίου υπάγονται οι συντάξεις, οι οποίες απορρέουν από μισθό, ο οποίος καθορίζεται με τυπικό νόμο ή υπουργική απόφαση ή συλλογική σύμβαση, οι συντάξεις των αναπήρων και θυμάτων πολέμου και των εξομοιούμενων με αυτούς, οι χορηγίες δημάρχων και κοινοταρχών, καθώς και οι συντάξεις, που προέρχονται από ελεύθερη άσκηση επαγγέλματος και από αυτοαπασχόληση. Ως καθαρό ποσό σύνταξης λογίζεται το ποσό που απομένει μετά από την αφαίρεση από το ακαθάριστο ποσό σύνταξης του δικαιούχου των κάθε είδους κρατήσεων, που κατά νόμο τον βαρύνουν, και του φόρου εισοδήματος και της εισφοράς Ο.Γ.Α., που αναλογεί στο ποσό αυτό. Για τον υπολογισμό του φόρου δε λαμβάνεται υπόψη ο φόρος, που αντιστοιχεί για τυχόν άλλα εισοδήματα του συνταξιούχου, ο οποίος σε κάθε περίπτωση θεωρείται ότι έχει σύζυγο και δύο τέκνα που τον βαρύνουν.

Φορείς επικουρικής ασφάλισης για την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων εδαφίων είναι αυτοί που προσδιορίζονται από το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 4202/1961, όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 12 του Ν. 1405/1983.

Στην περίπτωση που οι κατά τα προηγούμενα εδάφια συντάξεις καταβάλλονται από περισσότερους από ένα φορείς, το επιπλέον του ανώτατου επιτρεπτού ορίου ποσό εκπίπτει κατά σειρά από τη σύνταξη ή τις συντάξεις: α) του Ι.Κ.Α. εφόσον αυτό περιλαμβάνεται μεταξύ των φορέων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο και β) του Δημοσίου με την ίδια προϋπόθεση.

Σε κάθε περίπτωση που το Ι.Κ.Α. ή και το Δημόσιο δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των φορέων που αναφέρονται στη διάταξη του πρώτου εδαφίου ή μετά τις κατά το προηγούμενο εδάφιο μειώσεις εναπομένει ποσό συντάξεων μεγαλύτερο του κατά το πρώτο εδάφιο ανώτατου ορίου, το επιπλέον εκπίπτει από τις συντάξεις των λοιπών φορέων με επιμερισμό αυτού κατ' αναλογία του καταβαλλόμενου από κάθε φορέα ποσού σύνταξης.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζονται η διαδικασία ελέγχου και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά ή υπεύθυνες δηλώσεις για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.

Αμφισβητήσεις που προκύπτουν κατά την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής επιλύονται με απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τυχόν συναρμόδιων υπουργών.

 

’ρθρο 1 παρ. 1, 2 και 3 Ν.Δ. 1371/73, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 παρ. 5 Ν. 550/77, 2 παρ. 1 Ν. 1002/79, 1 παρ. 3 Ν. 787/78, 11 Ν. 1694/87, όπως αντικ. με άρθρο 6 παρ. 2 Ν.2592/98, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 14 του Ν. 3234/04 και άρθρο 1 παρ. 3 του Ν. 3408/05.

 

      2. Το κατώτατο όριο σύνταξης ή βοηθήματος των συνταξιοδοτούμενων από το Δημόσιο σιδηροδρομικών συνταξιούχων και βοηθηματούχων, καθορίζεται, χωρίς το συνυπολογισμό του επιδόματος εξομάλυνσης, καθώς και του τυχόν καταβαλλόμενου επιδόματος ανικανότητας, σε ποσοστό σαράντα τρία επί τοις εκατό (43%) του μηνιαίου βασικού μισθού του εισαγωγικού μισθολογικού κλιμακίου της ΔΕ κατηγορίας, όπως ισχύει κάθε φορά.

Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται και για τις ατομικές και οικογενειακές συντάξεις ή βοηθήματα.

 

’ρθρο 1 παρ. 4 Ν.Δ. 1371/73 σε συνδ. με άρθρο 6 παρ. 2 Ν.2227/94

 

Ως ποσό οικογενειακής σύνταξης ή βοηθήματος για την εφαρμογή αυτής της παραγράφου, νοείται και το μερίδιο που εναπομένει μετά την αναστολή μεριδίου συνδικαιούχου προσώπου καθώς και το ποσό που αναγνωρίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν στην πατρική οικογένεια κατά συμμετοχή, όχι όμως και το ποσό σύνταξης ή βοηθήματος που καταβάλλεται ύστερα από χωρισμό.

 

ΑΡΘΡΟ 19

Ηλικία συνταξιοδότησης.- Χρόνος έναρξης πληρωμής της σύνταξης.

 

’ρθρο 19 παρ. 1 Ν.Δ. 3395/55, όπως ισχύει μετά το άρθρο 2 Ν. 1976/91, όπως αντικατ. και συμπλ. με άρθρο 19 Ν.2084/92  και άρθρο 4 παρ. 3 Ν. 2227/94

 

1. Για την καταβολή της σύνταξης των υπαλλήλων θεσπίζεται ηλικία συνταξιοδότησης, η οποία ορίζεται ως εξής:

α) Για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μέχρι 31η Δεκεμβρίου 1997 το τεσσαρακοστό δεύτερο (42°) έτος της ηλικίας τους συμπληρωμένο, προκειμένου για μητέρες που έχουν ανήλικα ή σωματικώς ή πνευματικώς ανίκανα παιδιά κατά ποσοστό από 50% και άνω, ή για γυναίκες με ανίκανο σύζυγο κατά ποσοστό 67% και άνω, το πεντηκοστό τρίτο (53°) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο προκειμένου για τις λοιπές γυναίκες και το πεντηκοστό πέμπτο (55°) έτος συμπληρωμένο προκειμένου για τους άνδρες.

Το κατά το προηγούμενο εδάφιο τεσσαρακοστό δεύτερο (42ο) έτος της ηλικίας των γυναικών με ανήλικα ή ανίκανα παιδιά ή ανίκανο σύζυγο αυξάνεται από 1ης Ιανουαρίου 1993 κατά ένα εξάμηνο για κάθε ημερολογιακό έτος και μέχρι τη συμπλήρωση της ηλικίας του τεσσαρακοστού τέταρτου (44ου) έτους και έξι (6) μηνών, η δε υπάλληλος θα ακολουθεί το όριο ηλικίας που ισχύει κατά το χρόνο που συμπληρώνει δεκαπενταετή πλήρη συντάξιμη υπηρεσία.

Η ηλικία συνταξιοδότησης, που προβλέπεται από τις διατάξεις της περίπτωσης αυτής, ισχύει και για τις γυναίκες του δεύτερου εδαφίου της περίπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 1, εφόσον συμπληρώνουν δεκαπενταετή πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία μέχρι 31ης Δεκεμβρίου 1997.

  β) Για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 1ης Ιανουαρίου 1998 και μετά, το πεντηκοστό (50ό) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο για τις μητέρες που έχουν ανήλικα ή σωματικώς ή πνευματικώς ανίκανα παιδιά κατά ποσοστό 50% και άνω ή για γυναίκες με ανίκανο σύζυγο κατά ποσοστό 67% και άνω, το πεντηκοστό όγδοο (58°) έτος συμπληρωμένο για τις λοιπές γυναίκες και το εξηκοστό (60ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο προκειμένου για τους άνδρες.

Το κατά το προηγούμενο εδάφιο πεντηκοστό όγδοο (58°) έτος ηλικίας των γυναικών και το εξηκοστό (60ό) έτος ηλικίας των ανδρών, αυξάνεται από 1ης Ιανουαρίου 1998 και μετά κατά ένα εξάμηνο για κάθε ημερολογιακό έτος μέχρι τη συμπλήρωση του εξηκοστού (60ού) έτους για τις γυναίκες και του εξηκοστού πέμπτου (65ου) έτους για τους άνδρες, ο δε υπάλληλος θα ακολουθεί το όριο ηλικίας που ισχύει κατά το χρόνο που θεμελιώνει το δικαίωμα σύνταξης.

  Το δικαίωμα σύνταξης , που θεμελιώνεται με βάση τις διατάξεις των προηγούμενων περιπτώσεων και τις διατάξεις του άρθρου 1, δε θίγεται από ενδεχόμενες μεταβολές που επέρχονται στην προσωπική ή οικογενειακή κατάσταση του υπαλλήλου κατά την παραμονή του στην υπηρεσία μετά τη θεμελίωση.

 

      2. Η καταβολή της σύνταξης των υπαλλήλων της προηγούμενης παραγράφου, οι οποίοι αποχωρούν από την υπηρεσία λόγω παραίτησης ή για άλλους λόγους πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησης, αναστέλλεται μέχρι τη συμπλήρωση της ηλικίας αυτής.

Μετά τη λήξη της αναστολής αρχίζει η καταβολή της σύνταξης αναπροσαρμοσμένης με όλες τις αυξήσεις που έχουν χορηγηθεί μέχρι την έναρξη καταβολής της.

Η σύνταξη των γυναικών, που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μετά την 1η Ιανουαρίου 1998, μπορεί να καταβληθεί μετά τη συμπλήρωση του πεντηκοστού πέμπτου (55ου) έτους της ηλικίας, μειώνεται όμως κατά το 1/200 του ποσού της για κάθε μήνα που υπολείπεται από την έναρξη καταβολής της μέχρι τη συμπλήρωση της κατά περίπτωση ηλικίας συνταξιοδότησης.

Η σύνταξη των ανδρών υπαλλήλων, που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μετά την 1η Ιανουαρίου 1998, μπορεί να καταβληθεί μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού (60ού) έτους της ηλικίας, μειώνεται όμως κατά 1/200 του ποσού της για κάθε μήνα, που υπολείπεται από την έναρξη καταβολής της και μέχρι τη συμπλήρωση της κατά περίπτωση ηλικίας συνταξιοδότησης.

Για όσους έχουν προσληφθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 1983, και συμπληρώνουν τριακοντακονταπενταετή πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, η σύνταξη καταβάλλεται ολόκληρη μετά τη συμπλήρωση του πεντηκοστού ογδόου (58ου) έτους της ηλικίας προκειμένου για τις γυναίκες και του εξηκοστού (60ού) έτους της ηλικίας προκειμένου για τους άνδρες.

Στην κατά το προηγούμενο εδάφιο τριακονταπενταετή συντάξιμη υπηρεσία περιλαμβάνεται και ο χρόνος που λογίζεται ως συντάξιμος με τις διατάξεις του Ν. 1405/1983, καθώς και οι προσαυξήσεις των συντάξεων με τριακοστά πέμπτα ή πεντηκοστά.

 

’ρθρο 2 παρ. 3 του Ν. 1976/1991

 

3. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 δεν έχουν εφαρμογή για όσους από τους λοιπούς υπαλλήλους:

α) Απολύονται από την υπηρεσία για σωματική ή διανοητική ανικανότητα είτε αυτή οφείλεται στην υπηρεσία είτε όχι.

Το ίδιο ισχύει και όταν ο υπάλληλος, ενώ έχει θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης και αποχωρήσει πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, καταστεί στο μεταξύ ανίκανος κατά ποσοστό τουλάχιστον 67%.

Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία που κατέστη ανίκανος. Το ποσοστό της ανικανότητας και η ημερομηνία που επήλθε αυτή βεβαιώνονται με γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής.

β) Είναι παντελώς τυφλοί, παραπληγικοί, τετραπληγικοί ή πάσχουν από μεσογειακή ή μικροδρεπανοκυτταρική αναιμία.

γ) Απολύονται χωρίς δική τους υπαιτιότητα.

δ) Αποχωρούν από την υπηρεσία μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1997 και έχουν συμπληρώσει τριακονταπενταετή τουλάχιστον συντάξιμη υπηρεσία, στην οποία συνυπολογίζονται οι πλασματικές υπηρεσίες, οι υπηρεσίες που λογίζονται συντάξιμες με τις διατάξεις του Ν. 1405/1983, καθώς και οι προσαυξήσεις των συντάξεων με τριακοστά πέμπτα.

ε) Ανήκουν στις γυναίκες και τους χήρους ή διαζευγμένους υπαλλήλους που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο της περ. α' της παρ. 1 του άρθρου 1 του Κώδικα αυτού.

στ) Έχουν προσληφθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1982 και συμπληρώνουν, μετά τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, επταετή (7ετή) πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, στην οποία περιλαμβάνονται και οι προϋπηρεσίες του άρθρου 1 του Ν. 1405/1983.

  Με εξαίρεση τις γυναίκες του δεύτερου εδαφίου της περίπτ. α' της παραγρ. 1 του άρθρου 1, η κατά το προηγούμενο εδάφιο επταετής πλήρης πραγματική συντάξιμη υπηρεσία για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μετά την 1η Ιανουαρίου 1998, αυξάνεται κατά ένα εξάμηνο για κάθε ημερολογιακό έτος από την 1η Ιανουαρίου 1998 μέχρι τη συμπλήρωση 10 πλήρων ετών, ο δε υπάλληλος θα ακολουθεί το αυξημένο όριο που ισχύει κατά το έτος θεμελίωσης του δικαιώματος.

 

      4. Για τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησης λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία γέννησης του υπαλλήλου, εκτός αν αυτή δεν αποδεικνύεται, οπότε λαμβάνεται υπόψη η 31η Δεκεμβρίου του έτους που γεννήθηκε.

 

      5. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων η πληρωμή της σύνταξης αρχίζει από την επομένη της απομάκρυνσης του υπαλλήλου από την υπηρεσία ή από την επομένη του θανάτου του ή από την επομένη λήξης των τυχόν καταβαλλόμενων κατά το επόμενο άρθρο τρίμηνων αποδοχών.

Το τελευταίο ισχύει και για το συνταξιούχο.

 

’ρθρο 19 παρ. 2 Ν.Δ. 3395/55

 

6. Σε περίπτωση θανάτου του πατέρα το κατά την περιπτ. β της παρ. 1 του άρθρου 3 δικαίωμα στη σύνταξη και η πληρωμή της σύνταξης της χήρας μητέρας ή αδελφών αρχίζει από την επομένη του θανάτου του.

 

’ρθρο 19 παρ. 3 Ν.Δ. 3395/55

 

7. Σε περίπτωση κήρυξης αφάνειας το δικαίωμα της σύνταξης και η πληρωμή της αρχίζει από την τελευταία στιγμή του κινδύνου ή την τελευταία είδηση για τον άφαντο σύμφωνα με τις διατάξεις για την αφάνεια.

 

      ’ρθρο 19 παρ. 4 Ν.Δ. 3395/55

 

      8. Οι συντάξεις καταβάλλονται κάθε μήνα και στην αρχή του μήνα τον οποίο αφορούν.

 

’ρθρο 19 παρ. 5 Ν.Δ. 3395/55

 

9. Τις αποδοχές του προσωπικού που πρόκειται να απολυθεί για σωματική ή διανοητική ανικανότητα, μέχρι την τελική κρίση από την ’.Σ.Υ. Επιτροπή, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 16, εξακολουθεί να καταβάλει ΟΣΕ, και πάντως όχι πέρα από ένα τρίμηνο.

 

ΑΡΘΡΟ 20

Καταβολή τρίμηνων αποδοχών.

 

’ρθρο 20 παρ. 1 Ν.Δ. 3395/55 σε συνδ. με άρθρο 4 του Ν. 1902/90 και άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 1976/91

1. Στο σιδηροδρομικό υπάλληλο που απομακρύνεται από την υπηρεσία για οποιονδήποτε λόγο παρέχεται για ένα τρίμηνο ολόκληρος ο συντάξιμος μισθός, όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 4 του Κώδικα αυτού, ανεξάρτητα από το αν έχει συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης, με εξαίρεση:

α) την περίπτωση της απόλυσης για πειθαρχικό παράπτωμα ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια, και

β) την περίπτωση της παραίτησης χωρίς να συντρέχει η υπηρεσία που αναφέρεται στο άρθρο 1 παρ. 1 περίπτωση α'.

 

      ’ρθρο 20 παρ. 2 Ν.Δ. 3395/55 σε συνδ. με άρθρο 4 Ν. 1902/90 και άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 1976/91

 

      2. Η παροχή του τριμήνου καταβάλλεται και στη χήρα σύζυγο και τα τέκνα του υπαλλήλου που πέθανε στην υπηρεσία εφόσον γι’ αυτά συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2 του Κώδικα αυτού.

 

’ρθρο 20 παρ. 3 Ν.Δ. 3395/55 σε συνδ. με άρθρο 4 Ν. 1902/90 και άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 1976/91

 

      3. Αν αυτός που πέθανε ήταν συνταξιούχος, καταβάλλεται για ένα τρίμηνο στη χήρα σύζυγο και στα τέκνα που δικαιούνται σύνταξη ολόκληρη η σύνταξη του. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ο υπάλληλος που αποχώρησε πεθάνει κατά το χρόνο αναστολής καταβολής της σύνταξης του λόγω μη συμπλήρωσης της ηλικίας συνταξιοδότησης.

 

      ’ρθρο 20 παρ. 4 Ν.Δ. 3395/55

 

      4. Στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων η σύνταξη αρχίζει από την επομένη της λήξης του τριμήνου, εκτός αν η σύνταξη μαζί με τις προσαυξήσεις είναι μεγαλύτερη από τις αποδοχές, οπότε η πληρωμή αρχίζει από τη στιγμή που γεννήθηκε το δικαίωμα σε σύνταξη, με συμψηφισμό των τυχόν αποδοχών που καταβλήθηκαν.

 

      ’ρθρο 20 παρ. 5 Ν.Δ. 3395/55

 

      5. Αν αυτός που δικαιώθηκε παροχών τριμήνου επανέλθει στην υπηρεσία, δικαιούται πάλι στην απόληψη τρίμηνων παροχών, αν η μετά την επάνοδο υπηρεσία του είναι τουλάχιστον 4ετής και συνεχής.

 

’ρθρο 20 παρ. 6 Ν.Δ. 3395/55

 

6. Αν μετά τη λήξη του τριμήνου που αναφέρεται παραπάνω δεν έχει εκδοθεί πράξη κανονισμού της σύνταξης, καταβάλλεται για τρείς ακόμη μήνες το μισό των παροχών ή της σύνταξης, με συμψηφισμό τους στη σύνταξη που θα κανονισθεί.

 

’ρθρο 6 παρ. 3 Ν.Δ. 1342/73

 

      7. Οι παροχές που προβλέπονται από τις προηγούμενες παραγράφους καταβάλλονται από τον ΟΣΕ σε βάρος του Δημοσίου.

 

 

ΑΡΘΡΟ 21

Συρροή συντάξεων και μισθού ή συντάξεων.

 

’ρθρο 21 παρ. 1 Ν.Δ. 3395/55, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν.Δ. 442/70

 

1. Σε κανένα υπέρ του οποίου αναγνωρίσθηκαν σε βάρος των δικτύων περισσότερα από ένα δικαιώματα σύνταξης, τα οποία απορρέουν από δική του υπηρεσία ή πάθημα και από μεταβίβαση δικαιώματος υπαλλήλου ή συνταξιούχου που πέθανε, δεν καταβάλλεται από το Δημόσιο διπλή σύνταξη ή σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως.

 

’ρθρο 6 παρ. 6 Ν. 2227/94

 

Αν από το θάνατο υπαλλήλου ή συνταξιούχου γεννιούνται για την οικογένειά του περισσότερα από ένα δικαιώματα σύνταξης, που απορρέουν από δική του υπηρεσία ή πάθημα του ή από τις συνθήκες του θανάτου του, η οικογένεια του δικαιούται μόνο τη μία σύνταξη με επιλογή της.

 

      ’ρθρο 21 παρ. 1 Ν.Δ. 3395/55

 

      2. Αναστέλλεται, επίσης, η καταβολή της σύνταξης, αν ο συνταξιούχος ασκεί αυτοτελές επάγγελμα, εκτός από αυτούς που ασκούν ελευθέριο επάγγελμα, ή παρέχει εξαρτημένη εργασία από τα οποία κερδίζει ποσό μεγαλύτερο από το διπλάσιο του μισθού ενεργείας του βαθμού, με βάση τον οποίο κανονίσθηκε η σύνταξη.

 

’ρθρο 1 σε συνδυασμό με το αρθρ. 6 παρ. 5 Ν.Δ. 641/70, όπως αντικ. από το άρθρο 6 Ν. Ν. 1379/83

 

3. Το Ν.Δ. 641/70, όπως αντικαταστάθηκε με το Ν.Δ. 1209/72 και το άρθρο 6 του Ν. 1379/83, έχει εφαρμογή και για όσους υπάγονται στον Κώδικα αυτό.

 

’ρθρο 4 παρ. 4 Ν. 2320/95

 

4. Όσοι από τους συνταξιούχους προτιμήσουν τη σύγχρονη καταβολή αποδοχών και σύνταξης με συνέπεια τη μη αναγνώριση ως συντάξιμου του χρόνου υπηρεσίας τους, δεν απαλλάσσονται κατά τη διάρκεια αυτού από την υποχρέωση καταβολής των κρατήσεων για κύρια σύνταξη.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΠΑΡΑΓΡΑΦΕΣ

 

ΑΡΘΡΟ 22

Έκπτωση από το συνταξιοδοτικό δικαίωμα.

 

      (Καταργήθηκε με το άρθρο 19 παρ. 7 Ν.1489/84)

 

 

ΑΡΘΡΟ 23

Περιορισμοί στην αναδρομική πληρωμή συντάξεων. - Παραγραφές.

 

      ’ρθρο 23 παρ. 1 Ν.Δ. 3395/55, όπως αντικ. με άρθρο 19 παρ. 8 Ν. 1489/84

 

1. Δεν επιτρέπεται σε καμιά ανεξαιρέτως περίπτωση ν' αναγνωριστούν αναδρομικά οικονομικά δικαιώματα από συντάξεις για χρονικό διάστημα πέρα από τρία έτη από την πρώτη του μήνα κατά τον οποίο εκδίδεται η σχετική πράξη ή απόφαση.

 

’ρθρο 23 παρ. 2 εδ. πρώτο Ν.Δ. 3395/55, όπως ισχύει μετά τα άρθρα 90 παρ. 5 και 91 Ν. 2362/95

 

      2. Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων των συνταξιούχων γενικά και βοηθηματούχων του Δημοσίου, καθώς και των κληρονόμων τους από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα και βοηθήματα είναι δύο ετών, έστω και αν έχουν ενταλθεί εσφαλμένα. Η παραγραφή αυτή αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η απαίτηση και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της.

 

’ρθρο 23 παρ. 2 εδαφ. δεύτερο Ν.Δ. 3395/55, σε συνδ. με τα άρθρα 92 και 93 Ν. 2362/95 και 50 και 51 Ν.Δ. 496/74

 

Οι εντελλόμενες δεδουλευμένες συντάξεις, βοηθήματα ή επιδόματα κατά την εκτέλεση για πρώτη φορά πράξεων ή αποφάσεων κανονισμού σύνταξης ή βοηθήματος παραγράφονται σε δύο χρόνια που αρχίζουν μετά την παρέλευση τριμήνου από τη χρονολογία έκδοσης της σχετικής πράξης ή απόφασης.

Οι διατάξεις για την αναστολή και διακοπή της παραγραφής του Ν. 2362/1995 και αυτές του Ν.Δ. 496/74 εφαρμόζονται ανάλογα και στις παραπάνω περιπτώσεις.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ'

ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΑΥΤΟΥ  - ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ.

 

 

ΑΡΘΡΟ 24

Απώλεια δικαιώματος σύνταξης.

 

      ’ρθρο 24 παρ. 1 περιπτ. α Ν.Δ 3395/55.

 

Το συνταξιοδοτικό δικαίωμα χάνεται:

α) Αν ο υπάλληλος απολυθεί γιατί έπαυσε να εκπληρώνει τα καθήκοντα του αδικαιολόγητα.

 

      ’ρθρο 24 παρ. 1 περιπ. β' εδάφ. πρώτο Ν.Δ.3395/55 σε συνδ. με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν.Δ. 366/69, όπως αντικ. με άρθρο 11 παρ. 4 του ν. 1813/88

 

β) Αν ο δικαιούχος καταδικαστεί αμετάκλητα, είτε όταν ήταν στην ενέργεια είτε ως συνταξιούχος, σε ποινή κάθειρξης για κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, πλαστογραφία, απιστία, παραποίηση ή δολιοφθορά ή σε φυλάκιση για δωροδοκία ή δωροληψία, εφόσον τα αδικήματα αυτά στρέφονται κατά των δικτύων, του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και αν καταδικαστεί αμετάκλητα για κάποια από τα αδικήματα των άρθρων 270 και 272 του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με το Ν.Δ. 364/1969.

 

      ’ρθρο 24 παρ. 1 περ. β' εδαφ. δεύτερο Ν.Δ. 3395/55

 

Αν παρασχεθεί χάρη και αρθούν οι συνέπειες ή αν επέλθει αποκατάσταση το δικαίωμα ανακτάται με τους όρους του δεύτερου εδαφίου της περ. β της παρ. 1 του επόμενου άρθρου.

 

      ’ρθρο 24 παρ. 1 περ. γ' και δ' Ν.Δ. 3395/55, όπως αντικ. με άρθ. 11 παρ. 4 Ν. 1813/88

 

      γ) Αν η θυγατέρα έλθει σε γάμο ή η χήρα σε νέο γάμο είτε κατά το δίκαιο της χώρας μας είτε κατά το αλλοδαπό δίκαιο ή αν η χήρα σύζυγος εκπέσει από τη γονική μέριμνα των παιδιών λόγω καταδίκης για αδίκημα που διέπραξε με δόλο και το οποίο αφορά τη ζωή, την υγεία και τα ήθη του τέκνου, σύμφωνα με το άρθρο 1537 του Αστ. Κώδικα.

δ) Αν η χήρα σύζυγος που δικαιώθηκε σύνταξη καταδικαστεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση για παιδοκτονία.

 

 

ΑΡΘΡΟ 25

Αναστολή άσκησης του δικαιώματος σύνταξης.

 

      ’ρθρο 25 παρ. 1 Ν.Δ. 3395/55

 

      1. Το δικαίωμα σε σύνταξη δεν μπορεί να ασκηθεί αν ο δικαιούχος:

α) Καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης για οποιοδήποτε αδίκημα, εκτός από αυτά που αναφέρονται στη περιπτ. β' του προηγούμενου άρθρου, και μέχρι τη λήξη της ποινής και

β) αποβάλει την ελληνική ιθαγένεια ή αποκτήσει ξένη. ’ν αρθεί ο λόγος για τη μη άσκηση, τότε το δικαίωμα σε σύνταξη αρχίζει ή επαναλαμβάνεται από την πρώτη του επόμενου μήνα μετά την άρση.

 

      ’ρθρο 5 παρ. 3 Ν. 2703/99

 

      2. Για τους πολίτες των άλλων Κρατών - Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν απαιτείται η ελληνική ιθαγένεια για την απόκτηση του δικαιώματος σύνταξης.

 

’ρθρο 25 παρ. Ν.Δ. 3395/55

 

3. Σε περίπτωση κήρυξης αφάνειας το δικαίωμα σε σύνταξη δεν μπορεί να ασκηθεί πριν από τη νόμιμη δημοσίευση της τελεσίδικης απόφασης για την αφάνεια.

 

ΑΡΘΡΟ 26

Μεταβίβαση σύνταξης στη σύζυγο και τα τέκνα του καταδικασθέντος.

 

’ρθρο 26 παρ. 1 Ν.Δ. 3395/55

 

1. Η σύζυγος και τα τέκνα αυτού που έχει καταδικαστεί σύμφωνα με την περίπτωση β' του άρθρου 24 δικαιούνται, με τους όρους αυτού του Κώδικα, τη σύνταξη που τους ανήκει σαν αυτός που καταδικάσθηκε να είχε πεθάνει και εφόσον αυτός είχε αποκτήσει δικαίωμα με βάση τα έτη της υπηρεσίας του.

 

’ρθρο 26 παρ. 2 Ν.Δ. 3395/55

 

      2. Σε περίπτωση που ανακτηθεί το δικαίωμα απ' αυτόν που καταδικάσθηκε σύμφωνα με τους όρους του δευτέρου εδαφίου της περίπτωσης β του άρθρου 24, παύει η πληρωμή της κατά την προηγούμενη παράγραφο σύνταξης.

 

’ρθρο 26 παρ. 3 Ν.Δ. 3395/55

 

3. Η σύζυγος και τα τέκνα αυτού που καταδικάσθηκε σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 περιπτ. α' δικαιούνται στο χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να ασκηθεί απ' αυτόν το δικαίωμα σε σύνταξη ή καταβολή, να πάρουν τη σύνταξη που τους ανήκει σύμφωνα με αυτόν τον Κώδικα, σαν αυτός που καταδικάσθηκε να είχε πεθάνει.

 

ΑΡΘΡΟ 27

Μεταβολή της συνταξιοδοτικής κατάστασης.

 

’ρθρο 27 παρ. 1 Ν.Δ. 3395/55

 

1. Κάθε συνταξιούχος υποχρεούται μέσα σε έξι μήνες από τη μεταβολή των προϋποθέσεων της συνταξιοδοτικής του κατάστασης να τη γνωστοποιεί στο φορέα συνταξιοδότησής του.

Αν από την παράλειψη της αναγγελίας επέλθει ζημιά στο φορέα από σύνταξη που καταβλήθηκε χωρίς να οφείλεται, ο συνταξιούχος υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι το ποσό της σύνταξης τριών μηνών και παράλληλα υποχρεούται να επανορθώσει και τη ζημιά που προκλήθηκε.

Το ποσό της χρηματικής ποινής και της ζημιάς που προκλήθηκε βεβαιώνεται και εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα για την είσπραξη των Δημόσιων Εσόδων.

 

’ρθρο 27 παρ. 2 Ν.Δ. 3395/55

 

2. Κάθε συνταξιούχος υποχρεούται να υποβάλλει στην αρχή κάθε έτους (Ιανουάριος) βεβαίωση, που εκδίδεται από Αστυνομική, Δημοτική ή Κοινοτική Αρχή, από την οποία να προκύπτει ότι δεν επήλθε μεταβολή στην προσωπική ή οικογενειακή του κατάσταση. Σε περίπτωση που η παραπάνω βεβαίωση δεν υποβληθεί έγκαιρα, αναστέλλεται η πληρωμή της σύνταξης μέχρι την υποβολή της.

 

      ’ρθρο 8 παρ. 9 Ν. 2592/98

 

Στις παραπάνω περιπτώσεις όποιος παραλείπει να ενημερώσει τις Διευθύνσεις Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ή υποβάλλει ψευδή δήλωση για την προσωπική ή οικογενειακή ή περιουσιακή κατάσταση του συνταξιούχου, η οποία επηρεάζει το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα, τιμωρείται ύστερα από αυτεπάγγελτη δίωξη με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Ακόμη διακόπτεται η καταβολή της σύνταξης του για μία διετία από την πρώτη του επόμενου μήνα που το γεγονός διαπιστώνεται από την αρμόδια Διεύθυνση. Η σύνταξη που διακόπηκε ξαναχορηγείται είτε μετά την παρέλευση της διετίας είτε αναδρομικά από τη διακοπή της, μετά την αμετάκλητη αθώωση του συνταξιούχου από τα δικαστήρια, εφόσον αυτή γίνει νωρίτερα της διετίας, ή την οριστική παύση της ποινικής δίωξης ή την κήρυξή της σαν απαράδεκτης.

 

      ’ρθρο 8 παρ. 10 Ν. 2592/98

 

      Κάθε συνταξιούχος υποχρεούται να ενημερώνει τις αρμόδιες διευθύνσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, όποτε αυτό του ζητηθεί, για την προσωπική, οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση. Σε περίπτωση που δεν υποβληθούν τα παραπάνω στοιχεία μέχρι την ημερομηνία που ορίζεται στη σχετική ειδοποίηση, διακόπτεται η καταβολή της σύνταξης του. Η σύνταξη που διακόπηκε ξαναχορηγείται αναδρομικά από την επομένη της διακοπής της εφόσον τεθούν υπόψη της αρμόδιας Διεύθυνσης Συντάξεων τα σχετικά στοιχεία.

 

ΑΡΘΡΟ 28

Εκχώρηση και κατάσχεση των συντάξεων.

 

’ρθρο 28 παρ. 1 Ν.Δ. 3395/55

 

1. Απαγορεύεται η εκχώρηση ή η κατάσχεση των συντάξεων. ’ν πρόκειται για διατροφή συζύγου, κατιόντων ή ανιόντων επιτρέπεται η κατάσχεση του ενός τρίτου, ύστερα από άδεια του Προέδρου Πρωτοδικών.

Αν πρόκειται για εξόφληση ενυπόθηκων οικοδομικών δανείων, επιτρέπεται η εκχώρηση μέχρι και άλλου ενός τρίτου.

Ακόμη επιτρέπεται η μέχρι του ενός τρίτου εκχώρηση της σύνταξης υπέρ Επαγγελματικών Οργανώσεων, οι οποίες ανήκουν στη δύναμη της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος και σε τμήματα αυτής, ή υπέρ Καταναλωτικών Συνεταιρισμών του προσωπικού των σιδηροδρομικών υπαλλήλων ή συνταξιούχων.

 

      ’ρθρο 28 παρ. 2 Ν.Δ. 3395/55

 

2. Επιτρέπεται ο συμψηφισμός με τις χορηγούμενες συντάξεις μόνο για την απόσβεση οφειλών των δικαιούχων προς το συνταξιοδοτικό φορέα από σύνταξη που εισπράχθηκε χωρίς να οφείλεται ή από αναγνώριση προϋπηρεσίας.

Ο συμψηφισμός αυτών των απαιτήσεων του συνταξιοδοτικού φορέα με τη σύνταξη, διενεργείται με δόσεις, οι οποίες όμως δεν μπορούν να υπερβούν το ένα τρίτο (1/3) αυτής.

 

’ρθρο 20 παρ. 8 Ν. 2084/92, όπως αντικ. με το άρθρο 5 παρ. 9 Ν.2320/95

 

3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 5 του Ν. 4448/1964 αχρεωστήτως καταβαλλόμενες συντάξεις, βοηθήματα, καθώς και επιδόματα που καταβάλλονται μαζί με τη σύνταξη ή το βοήθημα, μέχρι ποσού τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών, παρακρατούνται με απόφαση του διευθυντή της αρμόδιας διεύθυνσης συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους από τις συντάξεις των επόμενων μηνών σε έξι (6) μηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα τέταρτο (1/4) του ακαθάριστου ποσού της μηνιαίας σύνταξης. Στην περίπτωση που ο αριθμός των μηνιαίων δόσεων δεν επαρκεί για την εξόφληση του παραπάνω ποσού, ο χρόνος επιμηκύνεται ανάλογα. Το ποσό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ'

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

ΑΡΘΡΟ 29

Έκταση εφαρμογής του Κώδικα.

 

Αρθρ. 30 παρ. 1 και 2 Ν.Δ. 3395/55

 

1. Οι διατάξεις αυτού του Κώδικα εφαρμόζονται:

α) Σε όσους σιδηροδρομικούς συνταξιοδοτούνται κατά τη δημοσίευση του Ν.Δ. 3395/55, των οποίων οι συντάξεις αναπροσαρμόζονται με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού, με εξαίρεση όσες διατάξεις αναφέρονται στις προϋποθέσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Σε καμιά όμως περίπτωση η σύνταξη, που αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τη σύνταξη, που έπαιρνε ο συνταξιούχος μέχρι τη δημοσίευση του Ν.Δ. 3395/1955 (8.10.1955), αλλά το επιπλέον ποσό της σύνταξης που ανήκει σ' αυτόν θεωρείται σαν προσωρινό επίδομα, που δε μεταβιβάζεται.

Διευκρινιστική διάταξη από τη νομοθεσία που ισχύει

 

β) Σε όσους σιδηροδρομικούς απέκτησαν δικαίωμα σε σύνταξη σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ. 3395/1955, όπως αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα.

 

’ρθρο 1 παρ.1 Ν.Δ. 1342/73

 

      γ) Στο προσωπικό των Σιδηροδρόμων Ελληνικού Κράτους (Σ.Ε.Κ.), το οποίο μεταφέρθηκε, σε εφαρμογή της παρ. 1 του αρθρ. 14 του Ν.Δ. 674/1970 στον ΟΣΕ που ιδρύθηκε μ' αυτό, εφόσον κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του νομοθετικού αυτού διατάγματος είχε συμπληρώσει 15ετή πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία στα σιδηροδρομικά δίκτυα του Κράτους, και του οποίου η υπηρεσία στον Οργανισμό αυτό λογίζεται ότι διανύθηκε στο δίκτυο των ΣΕΚ.

 

’ρθρο 1 παρ. Ν.Δ. 1342/73

 

Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν εφαρμογή και στο προσωπικό, του οποίου το συνταξιοδοτικό δικαίωμα διέπεται από τις διατάξεις του Ν.Δ. 3395/1955, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν, αα) των Ασφαλιστικών Ταμείων Προσωπικού των σιδηροδρομικών δικτύων , και ββ) της Διεθνούς Εταιρείας Κλιναμαξών (ΔΕΚ), εφόσον συμπλήρωσαν, κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του Ν.Δ. 674/1970, 15ετή πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία στα παραπάνω Ασφαλιστικά Ταμεία ή στη ΔΕΚ αντίστοιχα.

 

      ’ρθρο 1 παρ. 3 Ν.Δ. 1342/73

 

Το προσωπικό των προηγούμενων εδαφίων αυτής της περίπτωσης δεν μπορεί να ασφαλισθεί στον Κλάδο συντάξεων του Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος (ΤΑΠΟΤΕ).

 

      ’ρθρο 4 παρ. 1 Ν.Δ. 1342/73

 

δ) Στο μόνιμο υγειονομικό προσωπικό του ΟΣΕ και του Ταμείου Αλληλοβοηθείας Προσωπικού του ΟΣΕ που μετατάσσεται σε Δημόσια Υπηρεσία, ανεξάρτητα από το χρόνο υπηρεσίας που έχει κατά το χρόνο της μετάταξης του.

’ρθρο 3 παρ. 1 Ν.Δ. 1342/73

ε) Στο προσωπικό της περίπτ. γ' αυτής της παραγράφου που υπαγόταν κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του Ν.Δ. 674/1970 στις διατάξεις του Ν.Δ. 3395/1955 και δεν είχε συμπληρώσει κατά το χρόνο αυτό 15ετή πραγματική συντάξιμη υπηρεσία στα σιδηροδρομικά δίκτυα του Κράτους.

 

’ρθρο 4 παρ. 2 Ν.Δ. 1342/73

 

      στ) Στο υγειονομικό γενικά προσωπικό του Ταμείου Αλληλοβοήθειας Προσωπικού ΟΣΕ, που διέπεται από τις διατάξεις του Ν.Δ. 3395/55, σε περίπτωση τυχόν μετάταξης του στο Τ’ΠΟΤΕ.

 

      ’ρθρο 30 παρ. 5 Ν.Δ. 3395/55

 

      2. Κατ' εξαίρεση, το δικαίωμα σε σύνταξη των υπαλλήλων των Σιδηροδρομικών Ταμείων, που εξήλθαν από 1ης Μαρτίου 1955 από την υπηρεσία τους για κατάργηση θέσης ή σωματική ανικανότητα, κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν κατά την έξοδο τους από την υπηρεσία, δηλ. τις πριν από το Ν.Δ. 3395/1955 διατάξεις, οι οποίοι θεωρούνται όλοι σαν να είχαν συνταξιοδοτηθεί πριν από το Ν.Δ/γμα αυτό.

 

      ’ρθρο 31 παρ. 3 Ν.Δ. 3395/55

 

3. Όσοι επιστρατεύθηκαν πολιτικά σε σιδηροδρομικά δίκτυα σύμφωνα με το Ν.Δ. 1185/1942 και έπαθαν από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τους δικαιούνται σύνταξη με τις διατάξεις του Ν.Δ. 3395/1955 και από την έναρξη της ισχύος του (1.3.1955) εφόσον, εξαιτίας του ατυχήματος αυτού, κατέστησαν ανίκανοι για εργασία με ανικανότητα η οποία διαπιστώνεται σύμφωνα με το άρθρο 16.

 

’ρθρο 31 παρ. 4 Ν.Δ. 3395/55

 

      4. Οι υπάλληλοι που αναφέρονται στο αρθρ. 1 του Ν.Δ. 3395/1955 οι οποίοι εξήλθαν από την υπηρεσία πριν από την έναρξη ισχύος του και δεν απέκτησαν δικαίωμα σε σύνταξη γιατί θεωρήθηκαν ότι αποχώρησαν οικειοθελώς, δικαιούνται σύνταξη από τη χρονολογία αυτή, εφόσον κατά το χρόνο της εξόδου τους από την υπηρεσία είχαν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω απόλυσης, σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις που ίσχυαν τότε, και δεν είχαν υποβάλει έγγραφη παραίτηση.

 

’ρθρο 5 παρ. 8 Ν.4295/63

 

5. Με τις προϋποθέσεις του αρθρ. 2 του Ν.Δ. 3395/1955 επανακτούν από την έναρξη ισχύος του Ν. 4295/1963 το δικαίωμα σε σύνταξη οι άγαμες θυγατέρες των σιδηροδρομικών υπαλλήλων, των οποίων η σύνταξη που καταβαλλόταν από τα οικεία Ταμεία Συντάξεων διακόπηκε λόγω συμπλήρωσης της ηλικίας που προβλέπεται από τους κανονισμούς αυτών των Ταμείων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές στερούνται επαρκών πόρων για τη συντήρηση τους.

 

      ’ρθρο 6 παρ. 2 εδάφιο πρώτο Ν. 1405/83

 

5α. Οι διατάξεις του ν. 1405/1983 εφαρμόζονται ανάλογα και για τους σιδηροδρομικούς υπαλλήλους που αποχώρησαν από την υπηρεσία πριν από την έναρξη της ισχύος του Ν.Δ. 674/1970 χωρίς να θεμελιώσουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα.

 

ΑΡΘΡΟ 30

Συνταξιοδοτικός φορέας.

 

’ρθρο 5 παρ. 1 εδάφ. πρώτο Ν.Δ. 1342/1973

 

1. Από τη δημοσίευση του Ν.Δ. 1342/1973 οι συντάξεις όσων αποχώρησαν από την υπηρεσία μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1970 οι οποίες βαρύνουν τους ΣΕΚ, καθώς και οι συντάξεις των υπαλλήλων που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ' και δ' της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου καταβάλλονται από το Δημόσιο, το οποίο και βαρύνουν.

 

Έχει ληφθεί από το άρθρο 3 παρ. 1 Ν.Δ. 1342/1973

 

2. Από την έναρξη της ισχύος του Ν.Δ. 1342/1973 το προσωπικό, που αναφέρεται στην περίπτ. ε' της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου, υπάγεται στην ασφάλιση του Κλάδου Συντάξεων του ΤΑΠΟΤΕ.

 

      ’ρθρο 4 παρ. 2 Ν.Δ. 1342/73

 

3. Οι διατάξεις των περιπτώσεων γ' εδάφια δεύτερο και τρίτο και ε' της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου, καθώς και οι διατάξεις των παρ. 2 αυτού του άρθρου, 5 του άρθρου 31, 4 και 5 του άρθρου 39 και 5 του άρθρου 47, έχουν εφαρμογή και στο υγειονομικό γενικά προσωπικό του Ταμείου Αλληλοβοήθειας Προσωπικού ΟΣΕ, που αναφέρεται στην περ. στ' της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου, το οποίο διέπεται από τις διατάξεις του Ν.Δ. 3395/1955, σε περίπτωση τυχόν μετάταξης του στο ΤΑΠΟΤΕ.

 

      ’ρθρο 7 Ν.Δ. 1342/1973

 

4. Το προσωπικό που έχει προσληφθεί από 1 Ιανουαρίου 1971 και προσλαμβάνεται έκτοτε από τον ΟΣΕ υπάγεται στην ασφάλιση του Κλάδου Συντάξεων του ΤΑΠΟΤΕ με εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν τη νομοθεσία του.

 

      ’ρθρο 6 παρ. 2 εδαφ. τρίτο Ν. 1405/83

 

 

Για την αναγνώριση προϋπηρεσιών του παραπάνω προσωπικού ισχύουν οι διατάξεις του Ν.Δ. 4202/1961 και του άρθρου 11 του Ν. 825/1978.

 

 

ΑΡΘΡΟ 31

Συντάξιμος μισθός του προσωπικού των πρώην ΣΕΚ που μεταφέρθηκε στον ΟΣΕ

 

      ’ρθρο 31 παρ. 1 Π.Δ. 850/80, όπως αντικατ. από το αρθρ. 34 παρ. 3 εδάφ. πρώτο Ν. 1202/81 και από το άρθρο 2 Ν. 1777/88

 

      1. Η σύνταξη του προσωπικού των σιδηροδρόμων που συνταξιοδοτείται από το Δημόσιο υπολογίζεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στο αρθρ. 4 και με βάση τα βαθμολογικά δεδομένα που ίσχυαν κατά την 1η Ιανουαρίου 1981.

 

’ρθρο 2 παρ. 2 Ν.Δ. 1342/73, όπως ισχύει μετά το άρθρο 34 παρ. 3 (εδάφ. δεύτερο και τρίτο) Ν. 1202/1981, όπως αντικατ. με το αρθρ. 2 Ν. 1777/88

 

      2. Για όσους έχουν βαθμό, που δεν περιλαμβάνεται στα βαθμολογικά δεδομένα της 1ης Ιανουαρίου 1981, ως μισθός για τον κανονισμό της σύνταξης τους λαμβάνεται υπόψη ο μισθός του βαθμού ή του μισθολογικού κλιμακίου που αντιστοιχεί, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 4, στο βαθμό του κλάδου που περισσότερο προσεγγίζει ο μισθός του βαθμού που είχαν κατά το χρόνο εξόδου τους από την υπηρεσία.

Ειδικά, για όσους εξήλθαν από την υπηρεσία πριν από την παραπάνω ημερομηνία, ο μισθός καθορίζεται από τις ίδιες διατάξεις με βάση το βαθμό του κλάδου στον οποίο περισσότερο προσεγγίζει ο βαθμός του κλάδου με τον οποίο έχουν συνταξιοδοτηθεί.

Σε κάθε περίπτωση , ο μισθός που περισσότερο προσεγγίζει, δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος από το μισθό του βαθμού του αμέσως προϊσταμένου τους ή από το μισθό του ανώτατου βαθμού ή κλάδου τους.

 

’ρθρο 2 παρ. 4 Ν.Δ. 1342/73

 

3. Η σύνταξη των έμμισθων δικηγόρων και του Προϊσταμένου Δικαστικής Υπηρεσίας των τέως ΣΕΚ, που δεν αμείβονται με τις μισθολογικές διατάξεις του προσωπικού τους, υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές που τους καταβάλλονταν την 31.12.1970, προσαυξημένες με το ποσοστό μεταγενέστερης αύξησης του νόμιμου ελαχίστου ορίου πάγιας αμοιβής ή των νόμιμων προσαυξήσεων της πάγιας αμοιβής των δικηγόρων της κατηγορίας στην οποία υπάγονται οι δικηγόροι των τέως ΣΕΚ.

 

’ρθρο 5 παρ. 2 Ν.Δ. 1342/73

 

      4. Οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για ποσοστιαία αύξηση των συντάξεων των δημόσιων υπαλλήλων έχουν ανάλογη εφαρμογή και στις συντάξεις που καταβάλλονται σύμφωνα με τα παραπάνω.

 

’ρθρο 3 παρ. 4 Ν.Δ. 1342/73

 

5. Για τον υπολογισμό των εισφορών στο Τ’ΠΟΤΕ και των συντάξεων που καταβάλλονται από αυτό στο προσωπικό που ασφαλίζεται στο ταμείο αυτό, καθώς και για το συνυπολογισμό από το Τ’ΠΟΤΕ του χρόνου που αναγνωρίζεται ως συντάξιμος σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 39, ως μισθός νοείται εκείνος με βάση τον οποίο κανονίζεται η σύνταξη με τις διατάξεις του Κώδικα αυτού.

Για τον προσδιορισμό του ποσού των συντάξεων του προσωπικού που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο (σε ποσοστά στις συντάξιμες αποδοχές και τα έτη συντάξιμης υπηρεσίας), έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 8 αυτού του Κώδικα.

 

      ’ρθρο 16 παρ. 1 1489/84

 

      6. Προαγωγές σιδηροδρομικών υπαλλήλων που εξήλθαν από την υπηρεσία κατά το χρονικό διάστημα από 1 Ιανουαρίου 1980 μέχρι 27 Απριλίου 1980, οι οποίες έγιναν σε εφαρμογή της με αριθμ. ΥΠ. ΣΥΓΚΟΙΝ. Φ2/14263/402/ 22.4.1980 κοινής απόφασης των Υπουργών Εργασίας και Συγκοινωνιών μετά την έξοδο τους από την υπηρεσία, από χρονολογία όμως προγενέστερη από την έξοδό τους, λαμβάνονται υπόψη για τον κανονισμό της σύνταξής τους.

 

ΑΡΘΡΟ 32

Συντάξιμος μισθός προσωπικού ΔΕΚ.

 

      Αρθρ. 4 Ν.4295/63 σε συνδυασμό με άρθρο 2 παρ. 5 Ν.Δ. 1342/73, όπως αντί κ. με αρθρ. 24 παρ. 1 Ν.955/79 και με αρθρ. 3 Ν. 1777/1988

 

      1. Ο κανονισμός της σύνταξης του προσωπικού της Διεθνούς Εταιρείας Κλιναμαξών (ΔΕΚ), που συνταξιοδοτείται από το Δημόσιο, γίνεται με βάση την παρακάτω αντιστοιχία με τους βαθμούς των υπαλλήλων των σιδηροδρομικών δικτύων:

α) Ο διευθυντής του τμήματος της ΔΕΚ στην Ελλάδα εξομοιώνεται με διευθυντή σταθμών των δικτύων.

β) Ο προϊστάμενος ελληνικών πρακτορείων με αρχιεπιθεωρητή.

γ) Ο επιθεωρητής και προϊστάμενος πρακτορείου Α.Α., με επιθεωρητή,

δ) Ο υποεπιθεωρητής προϊστάμενος πρακτορείου, Α. Β., υποπροϊστάμενος πρακτορείου ’.Α. και προϊστάμενος πρακτορείου με σταθμάρχη Α' τάξης,

ε) Ο κεντρικός ελεγκτής, εργοδηγός, υποπροϊστά μένος πρακτορείου και προϊστάμενος γραφείου τουρισμού με σταθμάρχη Β' τάξης,

στ) Ο ελεγκτής και λογιστής Α' με σταθμάρχη Γ' τάξης,

ζ) Ο αρχιπωλητής Α.Α. και αποθηκάριος με σταθμάρχη Δ' τάξης,

η) Ο αρχιπωλητής Α.Β. με σταθμάρχη Ε' τάξης,

θ) Οι μάγειροι εστιατορίων και προϊστάμενος κυλικείου με οδηγό αμαξοστοιχιών.

ι) Οι οδηγός κλινάμαξας, συνοδός κλινοθεσίου και προϊστάμενος οχήματος εστιατορίου (σερβιτόρος) με προϊστάμενο αμαξοστοιχιών,

ια) Οι βοηθός μαγείρου κυλικείου και βοηθός μαγείρου εστιατορίου (λαντζέρης) με τροχοπεδητή,

ιβ) Οι δακτυλογράφος Α.Α., γραφέας Α.Α., λογιστής Β', βοηθός πωλητή και διερμηνέας με γραμματέα Β,

ιγ) Οι δακτυλογράφος Α.Β., γραφέας Α.Β. και βοηθός λογιστή με γραφέα,

ιδ) Οι αρχικλητήρας και βοηθός σερβιτόρος με αρχικλητήρα,

ιε) Ο κλητήρας με κλητήρα,

ιστ) Ο τεχνίτης συντήρησης με τεχνίτη Β' τάξης και

ιζ) Ο καθαριστής οχημάτων Α' και Β' με εργάτη.

Αν ο υπάλληλος δεν έχει συμπληρώσει κατά την έξοδο του από την υπηρεσία 3ετή τουλάχιστον υπηρεσία στον τελευταίο βαθμό, η σύνταξη του κανονίζεται με βάση τον αμέσως προηγούμενο βαθμό.

 

’ρθρο 4 παρ. 3 Ν. 1002/79, όπως αντικ. με αρθρ. 34 παρ. 5 Ν. 1202/81

 

2. Στο βασικό μισθό ενεργείας των βαθμών των υπαλλήλων των σιδηροδρομικών δικτύων, με τους οποίους υπαλλήλους αντιστοιχούν, σύμφωνα με τα παραπάνω, οι υπάλληλοι της ΔΕΚ, υπολογίζεται και η προσαύξηση για επίδομα χρόνου υπηρεσίας.

 

’ρθρο 24 παρ. 2 Ν.955/79

 

3. Τα ποσοστά δευτερευουσών απολαβών του προσωπικού της ΔΕΚ ορίζονται σε :

α) 12% για το προσωπικό Γραφείων.

β) 15% για τους Εργοδηγούς, Τεχνίτες συντήρησης οχημάτων, Εργάτες αποθήκης και οχημάτων.

 

γ) 40% για τον Προϊστάμενο οχήματος εστιατορίου (σερβιτόρο). Προϊστάμενο οδηγό Κλινάμαξας, Προϊστάμενο συνοδό κλινοθεσίου, Σερβιτόρο Κυλικείου, Μάγειρο εστιατορίου. Βοηθό Μάγειρου Κυλικείου αυτ/ξών, Βοηθό Σερβιτόρου και Βοηθό Μαγείρου, και

δ) 22,5% για τους Επιθεωρητές, Υποεπιθεωρητές, Κεντρικό Ελεγκτή, Ελεγκτή και Βοηθό Ελεγκτή.

 

      ’ρθρο 24 παρ. 3 Ν. 955/79

 

4. Σε καμιά περίπτωση η σύνταξη, που κανονίζεται κατά τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τη σύνταξη που έπαιρνε ο συνταξιούχος με τις διατάξεις που ίσχυαν πριν από το Ν. 955/1979 (21.8.1979), το επιπλέον όμως ποσό της σύνταξης που ανήκει σ' αυτόν σύμφωνα με αυτό το άρθρο καθορίζεται αριθμητικά στη σχετική πράξη ή απόφαση και θεωρείται προσωρινό επίδομα που δε μεταβιβάζεται.

 

ΑΡΘΡΟ 33

Συντάξιμος μισθός προσωπικού της πρώην Εταιρείας Σιδηροδρόμων Αττικής.

 

’ρθρο 3 παρ. 1 Ν. 4295/63

 

1. Για τον κανονισμό με τις διατάξεις του Ν.Δ. 3395/1955 της σύνταξης του προσωπικού της πρώην  Εταιρείας Σιδηροδρόμων Αττικής, που μεταφέρθηκε μετά τη διάλυση της Εταιρείας αυτής στην Ηλεκτρική Εταιρεία Μεταφορών (HEM) και μετά στην Εταιρεία «Ελληνικοί Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι (ΕΗΣ)», λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός ενός βαθμού ανώτερου από εκείνον που έφερε ο υπάλληλος κατά τη διάλυση της Εταιρείας, αν από τη χρονολογία μεταφοράς του σε μία από τις Εταιρείες αυτές συμπλήρωσε 10ετή υπηρεσία, και δύο ανώτερων βαθμών, αν συμπλήρωσε 20ετή υπηρεσία και με τον περιορισμό ότι ο βαθμός που λαμβάνεται υπόψη δεν μπορεί να είναι ανώτερος

α) από το βαθμό του Επιθεωρητή Μηχανικού ή Τμηματάρχη Α' τάξης ή Αρχισχεδιαστή Α' τάξης για το προσωπικό των γραφείων και ανάλογα με τον κλάδο στον οποίο ανήκει,

β) από το βαθμό του Επιθεωρητή Εκμετάλλευσης Β' τάξης ή του προϊσταμένου Αμαξοστοιχίας για το προσωπικό εκμετάλλευσης και ανάλογα με τον κλάδο,

γ) από το βαθμό Μηχανοδηγού ή Αρχιτεχνίτη για το προσωπικό έλξης και

δ) από το βαθμό του Αρχιτεχνίτη κάθε ειδικότητας ή Αρχιεργάτη Γραμμής για το προσωπικό γραμμής.

 

’ρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4295/63

 

2. Σε περίπτωση που ο υπάλληλος συμπληρώνει το χρόνο που απαιτείται για να δικαιωθεί σύνταξη με βάση τους ανώτατους βαθμούς της προηγούμενης παραγράφου, λογίζεται ότι εξάντλησε την ειδική του ιεραρχία και δικαιούται προσαύξηση κατά ποσοστό 8% στο συντάξιμο μισθό του, εφόσον συμπλήρωσε 5ετή υπηρεσία από τότε που θα λογισθεί ότι δικαιούται σύνταξη με βάση τους παραπάνω βαθμούς.

 

’ρθρο 3 παρ. 3 Ν. 4295/63

 

3. Εξαιρετικά, οι υπάλληλοι που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους δικαιούνται σύνταξη με βάση το συντάξιμο μισθό τριών ανώτερων βαθμών, εφόσον αυτοί έχουν ισάριθμες προαγωγές στις Εταιρείες που μεταφέρθηκαν και έχουν συμπληρώσει 20ετή υπηρεσία σ' αυτές, με την τήρηση και του περιορισμού της παρ. 1, όσον αφορά τους βαθμούς που ορίζονται σαν ανώτατο όριο.

 

      ’ρθρο 3 παρ. 4 Ν. 4295/63

 

4. Οι υπάλληλοι που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους μπορούν να ζητήσουν με αίτησή τους τον κανονισμό της σύνταξης τους με βάση το μισθό του προηγούμενου βαθμού με τις αντίστοιχες προσαυξήσεις του.

 

      ’ρθρο 3 παρ. 5 Ν. 4295/63

 

5. Δε δικαιούνται τα πλεονεκτήματα των προηγούμενων παραγράφων:

α) Όσοι έχουν προσληφθεί από την Εταιρεία των Σιδηροδρόμων Αττικής, που διαλύθηκε, σε θέσεις για τις οποίες δεν προβλεπόταν βαθμολογική εξέλιξη, και

β) Οι υπάλληλοι εκείνοι, που η προαγωγή τους στις Εταιρείες HEM και ΕΗΣ λήφθηκε υπόψη για τον υπολογισμό των συντάξεων τους. Αυτοί μπορούν με αίτηση τους να επιλέξουν τα παραπάνω πλεονεκτήματα, οπότε όμως δε θα ληφθεί υπόψη η προαγωγή τους στις Εταιρείες αυτές.

 

ΑΡΘΡΟ 34

Προσωπικό Ταμείων Προνοίας και Αλληλοβοηθείας Προσωπικού ΣΕΚ.

 

’ρθρο 38 παρ. 1 εδάφ. πρώτο Ν.Δ. 3395/55

 

1. Τα Ταμεία Προνοίας καθώς και οι κλάδοι Προνοίας των διαλυόμενων Ταμείων Συντάξεων του προσωπικού ατμήλατων σιδηροδρόμων συγχωνεύονται από τη δημοσίευση του Ν.Δ. 3395/55, κατά το αρθρ. 38 παρ. 1, στο Ταμείο Προνοίας Προσωπικού ΣΕΚ, το οποίο υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των Ταμείων και Κλάδων Προνοίας που συγχωνεύονται με βάση τις καταστατικές διατάξεις που ισχύουν για το Ταμείο Προνοίας ΣΕΚ.

 

      ’ρθρο 38 παρ. 2 Ν.Δ. 3395/55, όπως αντικατ. με αρθρ. 4 Ν. 1777/88

 

      2. Για το προσωπικό της προηγούμενης παραγράφου καθώς και το προσωπικό του Ταμείου Αλληλοβοηθείας προσωπικού πρώην ΣΕΚ, και τώρα ΟΣΕ, που υπάγεται στις διατάξεις αυτού του Κώδικα, σαν μισθός με βάση τον οποίο κανονίζεται η σύνταξη, λαμβάνεται ποσοστό του μηνιαίου μισθού ενεργείας του μισθολογικού κλιμακίου ή του μισθού του αντίστοιχου στο βαθμό που είχε ο υπάλληλος κατά την έξοδο του από την υπηρεσία, όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά.

 

’ρθρο 8 παρ. 1 εδαφ. δεύτερο Ν.Δ. 4262/62, σε συνδ. με το άρθρο 6 Β.Δ. 749/63, όπως αντικατ. με αρθρ. 4 Ν. 1777/88

 

3. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου, ως μισθός νοείται ο βασικός μισθός ενεργείας του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού που είχε κατά την έξοδο του από την υπηρεσία ο υπάλληλος, μαζί με τις προσαυξήσεις επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και δευτερευουσών απολαβών, που προβλέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 4, καθώς και την τυχόν παρεχόμενη προσαύξηση λόγω ευδόκιμης παραμονής, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.

 

ΑΡΘΡΟ 35

Συντάξιμες υπηρεσίες παλαιών συνταξιούχων.

 

      ’ρθρο 31 παρ. 1 Ν.Δ. 3395/55

 

Εξαιρετικά, για όσους υπηρετούν κατά την έναρξη ισχύος του Ν.Δ. 3395/55 και τους συνταξιούχους λογίζεται ως συντάξιμη υπηρεσία.

α) η σιδηροδρομική υπηρεσία στη Μικρά Ασία και Θράκη ή σε ξένα σιδηροδρομικά δίκτυα,

β) ο χρόνος διακοπής των απεργιών 1921 και 1925, εφόσον δεν είναι μεγαλύτερος από 2 έτη, και

γ) ο χρόνος διακοπής λόγω αργίας μέχρι 6 μήνες συνολικά.

 

ΑΡΘΡΟ 36

Εξαγορά προϋπηρεσιών.

 

’ρθρο 31 παρ. Ν.Δ. 3395/55

 

Οι προϋπηρεσίες που εξαγοράσθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του Ν.Δ. 3395/55 λογίζονται ως συντάξιμες, εφόσον προβλέπονται και από το νομοθετικό αυτό διάταγμα, χωρίς να απαιτείται νέα εξαγορά τους και χωρίς να εφαρμόζεται σ' αυτή την περίπτωση ο περιορισμός της παρ. 8 του άρθρου 6 αυτού του Κώδικα.

 

’ρθρο 6 παρ. 1 περιπτ. δ' Ν.Δ. 3395/55

 

      2. Οι διατάξεις της περίπτ. γ' της παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν.Δ. 3395/55 εφαρμόζονται και σε όσους συνταξιοδοτούνται κατά τη δημοσίευση αυτού του νομοθετικού δ/τος, οι οποίοι μπορούν να εξαγοράσουν το μετά τη συνταξιοδότησή τους χρόνο υπηρεσίας, που προσμετράται στο συντάξιμο χρόνο, εφόσον δε δικαιώθηκαν άλλη κύρια σύνταξη για το χρόνο αυτό, και με την προϋπόθεση καταβολής των εισφορών εργοδότη και ασφαλισμένου που έχουν κανονισθεί για το μισθό του βαθμού με βάση τον οποίο συνταξιοδοτήθηκαν.

 

’ρθρο 5 παρ. 3 Ν. 4295/63

 

      3. Οι διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 4295/1963 έχουν εφαρμογή και για όλες τις συντάξεις που κανονίσθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, σχετικά με τον καταλογισμό οφειλών για χρονικά διαστήματα που, ενώ έχουν αναγνωρισθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο ως συντάξιμη υπηρεσία, δεν εξαγοράσθηκαν. Οι οφειλές αυτές υπολογίζονται στις συντάξιμες αποδοχές του βαθμού με βάση τον οποίο κανονίσθηκε η σύνταξη.

 

’ρθρο 3 παρ. 2 Ν.479/76

 

      4. Ποσά που έχουν βεβαιωθεί από το Δημόσιο μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 479/1976 για αναγνώριση ως συντάξιμων των υπηρεσιών για τις οποίες είχαν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του Δημοσίου ή του ΙΚ’, κατά το μέρος που έχουν παρακρατηθεί ή καταβληθεί μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 1976 δεν επιστρέφονται , ενώ τα ποσά που οφείλονται διαγράφονται και δεν αναζητούνται.

 

’ρθρο 3 παρ. 3 N.479/76

 

Η διαγραφή των ποσών που οφείλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, καθώς και η επιστροφή των ποσών που τυχόν θα παρακρατηθούν ή θα καταβληθούν μετά την παραπάνω χρονολογία ενεργούνται ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων, η οποία συνοδεύεται από τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία και υποβάλλεται στην Υπηρεσία Συντάξεων μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία έξι μηνών από τη δημοσίευση του Ν. 479/1976.

 

 

ΑΡΘΡΟ 37

Αποχώρηση από την υπηρεσία χωρίς δικαίωμα σύνταξης

 

’ρθρο 1 παρ. 1 Ν. 4295/63.

 

1. Όσοι ανήκουν στο μόνιμο, έκτακτο ή με σύμβαση προσωπικό των ατμήλατων σιδηροδρόμων της Ελλάδας και αποχώρησαν ή αποχωρούν από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας ή λόγω ανικανότητας για εργασία, που διαπιστώθηκε αρμοδίως, και δε δικαιώθηκαν ή δε δικαιούνται σύνταξη, μπορούν, εφόσον πριν από την ασφάλισή τους στον οικείο φορέα ήσαν ασφαλισμένοι στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, να αναγνωρίσουν ως χρόνο ασφάλισης στο ΙΚA και τη μεταγενέστερη υπηρεσία τους στα δίκτυα, μετά την καταβολή των νόμιμων εσφορών χωρίς τόκους και προσαυξήσεις. Σ' αυτή την περίπτωση θεωρούνται ως ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ συνεχώς.

 

’ρθρο 1 παρ. 2 4295/63.

 

      2. Οι εισφορές υπέρ του ΙΚA καταβάλλονται, για μεν τον εργοδότη από το φορέα, για δε τον ασφαλισμένο επίσης από το φορέα, εφόσον και για όσο χρόνο καταβαλλόταν προς το φορέα εισφορά για σύνταξη από τον ασφαλισμένο, αλλιώς αυτές οι εισφορές καταβάλλονται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο, σύμφωνα με όσα θα ορισθούν με απόφαση της Διοίκησης του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

      ’ρθρο 1 παρ. 3 Ν.4295/63.

 

3. Η συνταξιοδότηση όσων υπάγονται στις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων αρχίζει από την έξοδό τους από την υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας ή ανικανότητας για εργασία που έχει διαπιστωθεί και κάθε αντίθετη προγενέστερη απόφαση του ΙΚA ακυρώνεται.

 

ΑΡΘΡΟ 37α

Αναγνώριση χρόνου υπηρεσίας σε ασφαλιστικούς οργανισμούς

 

      ’ρθρο 4 σε συνδ. με το άρθρο 6 παρ. 2 εδαφ. πρώτο Ν. 1405/83.

 

1. Σιδηροδρομικοί υπάλληλοι, οι οποίοι εξέρχονται για οποιονδήποτε λόγο από την υπηρεσία χωρίς να θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από το δημόσιο, μπορούν να αναγνωρίσουν το χρόνο της υπηρεσίας τους με την ιδιότητα του μόνιμου, του έκτακτου, με σύμβαση ορισμένου ή αόριστου χρόνου ή με ημερομίσθιο ή με ποσοστό, ως χρόνο ασφάλισης σε οποιονδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης με καταβολή των προβλεπόμενων εισφορών, εφόσον ήταν ασφαλισμένοι στο φορέα αυτό πριν από την είσοδο τους στην υπηρεσία ή ασφαλίστηκαν μετά τη λύση της υπαλληλικής τους σχέσης, έστω και αν ο χρόνος της υπηρεσίας τους έχει διανυθεί πριν από την έναρξη λειτουργίας του οικείου φορέα.

 

      2. Οι παραπάνω ασφαλιστικές εισφορές κατά το μέρος που βαρύνουν τον εργοδότη καταβάλλονται από το Δημόσιο και κατά το μέρος που βαρύνουν τον ασφαλισμένο καταβάλλονται από αυτόν, σύμφωνα με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τους ασφαλιστικούς φορείς που υπάγονται στην εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων και των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας για το Ν.Α.Τ. Αυτό ισχύει και για τους μετακλητούς υπαλλήλους της παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν.Δ. 4202/1961. Για τους ασφαλισμένους σε φορείς ασφάλισης αυτοτελώς απασχολουμένων και ανεξάρτητων επαγγελματιών τα 2/3 της εισφοράς καταβάλλονται από το δημόσιο και το 1/3 από τον ασφαλισμένο.

 

      3. Προϋπηρεσία, που έχει αναγνωρισθεί μέχρι τη δημοσίευση του Ν. 1405/83 ως χρόνος ασφάλισης σε ασφαλιστικό οργανισμό, εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες αναγνωρίσθηκε.

 

’ρθρο 6 παρ. 2 εδαφ. δεύτερο Ν. 1405/83.

 

      4. Αν πρόκειται για τους σιδηροδρομικούς υπαλλήλους που υπάγονται στην ασφάλιση των καταργηθέντων Ταμείων Συντάξεων και Προνοίας Σιδηροδρομικών, οι οποίοι διέκοψαν την απασχόληση τους λόγω στράτευσης και δεν επανήλθαν στη συνέχεια στα σιδηροδρομικά δίκτυα, αρμόδιος φορέας για την αναγνώριση του χρόνου της συντάξιμης στρατιωτικής τους υπηρεσίας είναι το δημόσιο.

 

 

ΑΡΘΡΟ 38

Ενστάσεις

 

      ’ρθρο 2 παρ. 1 Ν.Δ. 442/70.

 

      1. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 5 του Ν. 4448/1964 εφαρμόζονται και για τις πράξεις ή παραλείψεις του Υπουργού των Οικονομικών, σχετικά με την πληρωμή των συντάξεων που καταβάλλονται με τις διατάξεις του Κώδικα αυτού, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και εκείνες που αφορούν καταλογισμό σύνταξης η οποία εισπράχθηκε χωρίς να οφείλεται.

 

      ’ρθρο 2 παρ. 2 Ν.Δ. 442/70.

 

      2. Το Β.Δ. 598/1955 εφαρμόζεται και για τις ενστάσεις που ασκούνται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο. Οι ενστάσεις υποβάλλονται στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η οποία φροντίζει ώστε να περιέλθουν αυτές στη Γραμματεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

 

      3. Αντίγραφα των πράξεων που εκδίδονται από το Ελεγκτικό Συνέδριο, με τη φροντίδα της Γραμματείας του αποστέλλονται στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για να εκτελεσθούν και να κοινοποιηθούν στους ενδιαφερομένους.

 

 

ΑΡΘΡΟ 39

Ασφαλιστικές εισφορές

 

’ρθρο 35 παρ. 2 Ν.Δ. 3395/55.

 

      1. Τα Ασφαλιστικά Ταμεία του προσωπικού των ατμήλατων σιδηροδρόμων, όσον αφορά το προσωπικό που υπηρετεί σε καθένα απ' αυτά και για το οποίο γίνεται λόγος στο στοιχείο αα' της περίπτ. γ' της παρ. 1 του άρθρου 29, είναι υποχρεωμένα να καταβάλουν εισφορά 6% στις συντάξιμες αποδοχές του, όπως αυτές καθορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 31.

 

      ’ρθρο 35 παρ. Ν.Δ. 3395/55.

 

2. Η εισφορά της Διεθνούς Εταιρείας Κλιναμαξών και του προσωπικού της, για το οποίο γίνεται λόγος στο στοιχείο ββ' της περίπτ. γ' της παρ. 1 του άρθρου 29, ορίζεται σε 8,5% στις συντάξιμες αποδοχές του, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 32, και για την περίπτωση αυτή οι δευτερεύουσες απολαβές λογίζονται σε ποσοστό διπλάσιο από εκείνο που ορίζεται για τον υπολογισμό του συντάξιμου μισθού.

 

      ’ρθρο 35 παρ. 4 Ν.Δ. 3395/55, σε συνδ. με το άρθρο 1 παρ. 4 Ν.Δ. 1342/73

 

      3. Οι εισφορές που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους και των οποίων η υποχρέωση καταβολής άρχισε από την πρώτη του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του Ν.Δ. 3395/1955, καταβάλλονται από την έναρξη ισχύος του Ν.Δ. 1342/1973 στο Δημόσιο.

 

’ρθρο 3 παρ. 3 περίπτ. α' Ν.Δ. 1342/73.

 

4. Όλος ο χρόνος υπηρεσίας μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1970 του προσωπικού για το οποίο γίνεται λόγος στην περίπτ. ε' της παρ. 1 του αρθρ. 29 και στην παρ. 2 του άρθρου 30 του Κώδικα αυτού, ο οποίος αναγνωρίζεται ως συντάξιμος από τις διατάξεις του Ν.Δ. 3395/1955, συνυπολογίζεται από το ΤΑΠΟΤΕ στο χρόνο πραγματικής ασφάλισης σ'αυτό με την καταβολή από το Δημόσιο στο ΤΑΠΟΤΕ ασφαλιστικών εισφορών για ολόκληρο τον παραπάνω συντάξιμο χρόνο, οι οποίες υπολογίζονται για κάθε μήνα σε ποσοστό δώδεκα τοις εκατό (12%) στο μισθό που λαμβάνει αυτό κατά το χρόνο της μεταφοράς του. Το ποσό αυτών των ασφαλιστικών εισφορών καταβάλλεται τοκοχρεωλυτικά με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) σε είκοσι ίσες ετήσιες δόσεις που πρέπει να καταβάλλονται την 15 Μαίου κάθε έτους από το έτος 1973.

 

’ρθρο 3 παρ. 2 Ν.Δ. 1342/73.

 

      5. Ο ΟΣΕ, τα Ασφαλιστικά Ταμεία και η Διεθνής Εταιρεία Κλιναμαξών υποχρεούνται να παρακρατούν κάθε μήνα από το μισθό του προσωπικού της προηγούμενης παραγράφου, όπως αυτός προσδιορίζεται στην παρ. 5 του παραπάνω άρθρου 31, τις ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων που κάθε φορά καθορίζονται από τις οικείες διατάξεις του ΤΑΠΟΤΕ, και να τις αποδίδουν στο ΤΑΠΟΤΕ, μαζί με τις εισφορές που βαρύνουν τον εργοδότη, όπως αυτές προβλέπονται από τις ίδιες διατάξεις.

 

’ρθρο 34 παρ. 2 Ν.Δ. 3395/55.

 

      6. Με την επιφύλαξη της διάταξης της προηγούμενης παραγράφου, από την έναρξη ισχύος του Ν.Δ. 3395/55 τα οικεία δίκτυα απαλλάσσονται, κατά το άρθρο 34 παρ. 2 του νομοθετικού αυτού δ/τος, από κάθε είδους εισφορά υπέρ οποιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού ή λογαριασμού ή εγγυητικού κεφαλαίου για το προσωπικό τους για το οποίο γίνεται λόγος στο Ν. Δ/γμα αυτό, με εξαίρεση τις εισφορές υπέρ των Ταμείων Προνοίας και Αλληλοβοηθείας.

 

 

ΑΡΘΡΟ 40

Χρόνος εκτός υπηρεσίας

 

      ’ρθρο 1 παρ. 1 Ν. 4340/64.

 

1. Όσοι στερήθηκαν με βάση τις διατάξεις του Ν.Δ. 617/1948 και της παρ. 2 του άρθρου 24 του Ν.Δ. 3395/1955 οποιαδήποτε παροχή (σύνταξη, βοήθημα, μέρισμα κ.λπ.), που έπαιρναν ή είχαν το δικαίωμα να πάρουν, αποκαθίστανται στα δικαιώματά τους τόσο οι ίδιοι όσο και οικογένειες όσων από αυτούς πέθαναν και παίρνουν τις παροχές που δικαιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν.

 

’ρθρο 4 παρ. 3 Ν. 4448/64.

 

Στις περιπτώσεις επαναχορήγησης παροχών που ρυθμίζονται από το προηγούμενο εδάφιο δεν έχουν εφαρμογή άλλες διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας, που προβλέπουν στερήσεις ανάλογων παροχών ή αναστολή άσκησης του σχετικού δικαιώματος για τους ίδιους λόγους, για τους οποίους είχαν επιβληθεί οι στερήσεις σε εφαρμογή των διατάξεων του Ν.Δ. 617/1948 και της παρ. 2 του αρθρ. 24 του Ν.Δ. 3395/1955.

 

’ρθρο 1 παρ. 2 Ν. 4340/64.

 

Η επαναχορήγηση της σύνταξης ή η αναγνώριση του δικαιώματος σε σύνταξη όσων αποκαθίστανται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο αυτής της παραγράφου γίνεται με πράξη του αρμόδιου κατά περίπτωση οργάνου.

Η πληρωμή της σύνταξης, που επαναχορηγείται ή αναγνωρίζεται μ'αυτό τον τρόπο, αρχίζει από την πρώτη του μήνα που ακολουθεί μετά την υποβολή της αίτησης.

 

’ρθρο 2 Ν. 4340/64.

 

2. Ο χρόνος από την απομάκρυνση μέχρι την επάνοδο στην υπηρεσία των υπαλλήλων που επανήλθαν με τον Α.Ν. 1540/1950 λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας σχετικά με τη σύνταξη.

Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν εφαρμογή και για όσους εξήλθαν από την υπηρεσία μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 4340/1964, των οποίων η σύνταξη ή η αύξηση της σύνταξης ορίζεται να πληρώνεται από την 1η του μήνα κατά τον οποίο εκδίδεται η σχετική πράξη ή απόφαση.

Ν.Δ. 709/1970.

 

      3. Ο χρόνος της εκτός υπηρεσίας παραμονής όσων απολύθηκαν με τις Θ’/1967 και Γ/1967 συντακτικές πράξεις κατωτέρων υπαλλήλων και επανήλθαν με τις διατάξεις του Ν.Δ. 190/1969 από την ημέρα απόλυσης μέχρι την ημέρα της επανόδου τους στην υπηρεσία υπολογίζεται ως χρόνος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.

Πράξεις που εκδόθηκαν για κανονισμό σύνταξης, κατά το μέρος που με αυτές αναγνωρίσθηκε ως συντάξιμος ο εκτός υπηρεσίας χρόνος παραμονής του προηγούμενου εδαφίου, είναι ισχυρές.

Οι πράξεις ή αποφάσεις για κανονισμό σύνταξης, που έκριναν αντίθετα, επανεξετάζονται με βάση τις διατάξεις αυτής της παραγράφου από το όργανο που αποφασίζει για τις συντάξεις σε πρώτο βαθμό, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, που υποβάλλεται μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του Ν.Δ. 709/1970 και η έναρξη πληρωμής της σύνταξης ή της σχετικής αύξησης ορίζεται σ'αυτή την περίπτωση η πρώτη του μήνα κατά τον οποίο εκδίδεται η σχετική πράξη ή απόφαση. Η ισχύς αυτής της παραγράφου ανατρέχει στο χρόνο δημοσίευσης του Ν.Δ. 190/1969.

 

      ’ρθρο 11 παρ. 1 Ν.Δ. 76/74.

 

      4. Οι διατάξεις του Ν.Δ. 76/74, με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στα επόμενα εδάφια αυτής της παραγράφου, εφαρμόζονται ανάλογα και για τους μόνιμους ή όσους κατέχουν οργανική θέση, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν, τακτικούς υπαλλήλους του ΟΣΕ, με εξαίρεση σε κάθε περίπτωση των εκτάκτων καθώς και όσων υπηρετούν κατά τον κρίσιμο χρόνο με θητεία ή οποιαδήποτε σύμβαση υπαλλήλων του ΟΣΕ.

 

’ρθρο 11 παρ. 2 Ν.Δ. 76/74.

 

Οι υπάλληλοι του προηγούμενου εδαφίου απολαμβάνουν την προστασία του νόμου έναντι των νομικών προσώπων στα οποία μετατράπηκαν οι υπηρεσίες στις οποίες υπηρετούσαν κατά το χρόνο της απόλυσης, του υποβιβασμού ή της παραίτησης τους.

 

’ρθρο 11 παρ. 3 Ν.Δ. 76/74.

 

      Στην αποκατάσταση του Ν.Δ. 76/1974 υπάγονται και οι προϊστάμενοι των Νομικών ή Δικαστικών Υπηρεσιών, Νομικοί Σύμβουλοι και Δικηγόροι του Ο.Σ.Ε., που κατείχαν μόνιμες ή οργανικές θέσεις σύμφωνα με τον οικείο Οργανισμό και οι οποίοι υποχρεώθηκαν σε παραίτηση, υποβιβάστηκαν ή απολύθηκαν σύμφωνα με όσα ορίζονται στο Ν. Δ/γμα αυτό, καθώς και με βάση τον Α.Ν. 283/1967 ή γιατί καταργήθηκε η θέση με τον Α.Ν. 4/1967 ή με άλλο νόμο μεταγενέστερο της 20ης Απριλίου 1967.

 

’ρθρο 11 παρ. 4 Ν.Δ. 76/74.

 

      Για τους υπαγόμενους σ' αυτήν την παράγραφο υπαλλήλους, δικηγόρους κ.λπ. συγκροτείται η Επιτροπή του άρθρου 4 του Ν.Δ. 76/74 κατά τα οριζόμενα σ' αυτό με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού, μετά από γνώμη του Διοικητή του Ο.Σ.Ε.

 

      ’ρθρο 31 παρ. 2 Ν. 955/79.

 

5. Επαναφορά και βαθμολογική αποκατάσταση στην υπηρεσία σιδηροδρομικών υπαλλήλων του ΟΣΕ, που εξήλθαν για λόγους υγείας κατά το από 21.4.1967 μέχρι 23.7.1974 χρονικό διάστημα, οι οποίες έγιναν με τη διαδικασία των άρθρων 4 και 5 του Ν.Δ. 76/1974, θεωρούνται έγκυρες και ισχυρές σχετικά με το συνταξιοδοτικό δικαίωμα, αν αυτοί:

α) Πριν από την έξοδό τους από την υπηρεσία ανέπτυξαν οποιαδήποτε δράση κατά του καθεστώτος της 21.4.1967, η οποία βεβαιώθηκε από την Επιτροπή του άρθρου 4 του Ν.Δ. 76/1974,

β) Κατά το χρόνο εξόδου τους από την υπηρεσία δεν είχαν το όριο ηλικίας που ορίζεται από την περίπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 3395/1955 για να υποβάλουν παραίτηση και να δικαιωθούν σύνταξη, και

γ) Μετά την 23.7.1974, κατά την παραπομπή τους από την Επιτροπή του αρθρ. 4 του Ν.Δ. 76/1974 για εξέταση και γνωμάτευση για την ικανότητα τους από το Ιατρικό Συμβούλιο που ορίζεται από το άρθρο 207 του Γενικού Κανονισμού του ΟΣΕ, κρίθηκαν απ' αυτό απολύτως υγιείς και ικανοί να εκτελέσουν τα κύρια καθήκοντα τους στον Ο.Σ.Ε.

 

      ’ρθρο 3 παρ. 11 Ν. 2320/95.

 

6. Ο εκτός υπηρεσίας χρόνος των συμβασιούχων υπαλλήλων του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου, οι οποίοι επανέρχονται στην υπηρεσία, με εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 25 του Ν. 2190/1994, ως απολυθέντες, λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη, για όσους δε από αυτούς καταλάβουν θέσεις μόνιμων υπαλλήλων, λογίζεται και ως συντάξιμος σύμφωνα με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 20 του Ν. 2084/1992, όπως αυτό αντικαθίσταται με την παρ. 7 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου, οι υπάλληλοι δε αυτοί θεωρούνται ως συμβασιούχοι μέχρι τη μονιμοποίηση τους. Προκειμένου για υπαλλήλους που λόγω της ιδιότητάς τους ασφαλίζονται υποχρεωτικά και σε άλλο φορέα κύριας ασφάλισης και δε συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 20 του Ν. 2084/1992, όπως αυτός αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 5 του Ν. 2320/1995, η αναγνώριση του εκτός υπηρεσίας χρόνου ως συντάξιμου χωρεί με την καταβολή από τους ενδιαφερόμενους των κρατήσεων υπέρ συντάξεως που προβλέπονται, κατά περίπτωση, από τα άρθρα 6 του Ν. 1902/1990 και 20 παρ. 2 του Ν. 2084/1992.

Η εξαγορά του εκτός υπηρεσίας χρόνου γίνεται σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 25 του Ν. 2190/1994, οι δε εργοδοτικές εισφορές βαρύνουν την υπηρεσία στην οποία επαναπροσλαμβάνεται ο απολυθείς.

Οι αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη για την εξαγορά του χρόνου είναι αυτές του μήνα υποβολής της σχετικής αίτησης. Ο τρόπος εξόφλησης του ποσού της εξαγοράς θα ρυθμιστεί από την προβλεπόμενη με την παρ. 7 του άρθρου 25 του Ν. 2190/1994 απόφαση, ο δε χρόνος της υποβολής της σχετικής αίτησης ορίζεται σε ένα (1) έτος από την επαναπρόσληψή τους.

Οι διατάξεις των δύο αμέσως προηγούμενων εδαφίων έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους υπαλλήλους των λοιπών νομικών προσώπων δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 25 του Ν. 2190/1994.

 

      ’ρθρο 3 παρ. 12 Ν. 2320/95.

 

7. Ο εκτός υπηρεσίας χρόνος των δημόσιων υπαλλήλων και των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, οι οποίοι ακολουθούν δημοσιοϋπαλληλικό συνταξιοδοτικό καθεστώς και επανέρχονται στην υπηρεσία κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 26 του Ν. 2190/1994 ως εξαναγκασθέντες σε παραίτηση κατά το από 1ης Ιανουαρίου 1990 μέχρι 31 Οκτωβρίου 1993 χρονικό διάστημα, λογίζεται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας και συντάξιμος χωρίς δικαίωμα λήψης αναδρομικών αποδοχών ή συντάξεων, εφόσον παραμείνουν τουλάχιστον επί διετία στην υπηρεσία, καταβάλλουν δε και τις προβλεπόμενες, κατά περίπτωση, από τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 1902/1990 και της παρ. 2 του άρθρου 20 του Ν. 2084/1992 κρατήσεις για σύνταξη. Ο περιορισμός της διετίας δεν ισχύει σε περίπτωση θανάτου, καθώς και για όσους αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή τριακονταπενταετίας ή απόλυσης λόγω ανικανότητας. Αν ο αναγνωριζόμενος χρόνος συμπίπτει με χρόνο ασφάλισης σε άλλο ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης, οι εισφορές εργοδότη και ασφαλισμένου που έχουν καταβληθεί αποδίδονται στο Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των δύο τελευταίων εδαφίων του άρθρου 1 του Ν. 1405/1983.

Ο χρόνος, που σύμφωνα με τα παραπάνω αναγνωρίζεται ως συντάξιμος, αναγνωρίζεται με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις και ως χρόνος ασφάλισης στους φορείς επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας με καταβολή των σχετικών εισφορών από τους ενδιαφερομένους και τον εργοδότη, όπου αυτές προβλέπονται, και κατά τα αντίστοιχα ποσοστά που ορίζονται από τη νομοθεσία των οργανισμών αυτών.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται ανάλογα και στους υπαλλήλους των λοιπών νομικών προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 25 του Ν. 2190/1994, με καταβολή των εισφορών για όλο το χρονικό διάστημα του εκτός υπηρεσίας χρόνου που επιθυμούν να αναγνωρίσουν, σύμφωνα με την παρ. 7 του ίδιου άρθρου και νόμου.

Επίσης, εφαρμόζονται ανάλογα και για υπαλλήλους που επανέρχονται στην υπηρεσία σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου 26 του Ν. 2190/1994, και η επαναφορά λογίζεται από την έναρξη ισχύος του Ν. 1847/1989.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, καθώς και της προηγούμενης εφαρμόζονται και για όσους δεν επανήλθαν στην υπηρεσία μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 2190/1994, επειδή καταλήφθηκαν από το όριο ηλικίας ή συμπλήρωσαν τριακονταπενταετή δημόσια υπηρεσία και συντάξιμη, καθώς και για όσους από αυτούς πέθαναν μέχρι την ίδια ημερομηνία, ο δε εκτός υπηρεσίας χρόνος λογίζεται ως συντάξιμος μέχρι τη συμπλήρωση των ορίων αυτών ή το θάνατο τους.

 

ΑΡΘΡΟ 41

Έκδοση διαταγμάτων καθορισμού δικαιολογητικών συνταξιοδότησης

 

’ρθρο 37 Ν.Δ. 3395/55, σε συνδ. με το Ν.Δ. 1342/73

 

Με διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών μετά από γνώμη της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθορίζονται τα δικαιολογητικά που πρέπει να υποβληθούν για τον κανονισμό και την αναπροσαρμογή των συντάξεων καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

 

ΑΡΘΡΟ 42

Έξοδα κηδείας

 

 

’ρθρο 36 παρ. 1 Ν.Δ. 3395/55

 

1. Οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την καταβολή εξόδων κηδείας των πολιτικών συνταξιούχων εφαρμόζονται ανάλογα και σε περίπτωση θανάτου σιδηροδρομικού συνταξιούχου, η καταβολή δε αυτών βαρύνει τον ΟΣΕ.

 

      ’ρθρο 36 παρ. 2 Ν.Δ. 3395/55

 

2. Οι λεπτομέρειες της εφαρμογής του άρθρου αυτού καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Συγκοινωνιών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

ΑΡΘΡΟ 43

Κατάργηση Ταμείων Συντάξεων

 

’ρθρο 32 παρ. 1 Ν.Δ 3395/55 σε συνδ. με το άρθρο 5 παρ. 1, εδάφ. πρώτο Ν.Δ 1342/73.

 

      1. Από την πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση του Ν.Δ. 3395/55 καταργούνται σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 1 αυτού τα Ταμεία Συντάξεων και οι κλάδοι συντάξεων των Ταμείων Συντάξεων και Προνοίας του προσωπικού των ατμήλατων σιδηροδρόμων και οι συντάξεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του νομοθετικού αυτού δ/τος καταβάλλονται μέχρι την έναρξη της ισχύος του Ν.Δ. 1342/73 από τους Σιδηροδρόμους του Ελληνικού Κράτους.

 

Συνδετική - διευκρινιστική διάταξη έπειτα από το Ν.Δ 1342/73

 

Για τους μετά την έναρξη ισχύος του Ν.Δ. 1342/1973 συνταξιούχους και ασφαλισμένους έχουν εφαρμογή, σχετικά με την καταβολή της σύνταξης, οι διατάξεις του άρθρου 30 του Κώδικα αυτού.

 

’ρθρο 32 παρ. 2 και 3 Ν.Δ. 3395/55.

 

      2. Στις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου υπάγεται το προσωπικό, το οποίο έπαιρνε σύνταξη κατά τη δημοσίευση του Ν.Δ. 3395/1955 ή ήταν ασφαλισμένο:

α) στο Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού ΣΕΚ (δίκτυο Λάρισας),

β) στο Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού ΣΕΚ (δίκτυο Μακεδονίας),

γ) στο Ταμείο Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού των Σιδηροδρόμων Θεσσαλίας,

δ) στο Ταμείο Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού της Γαλλοελληνικής Εταιρείας Σιδηροδρόμων,

ε) στο Ταμείο Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Σιδηροδρόμων Πειραιώς - Αθηνών - Πελοποννήσου,

στ) στο Ταμείο Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Σιδηροδρόμων Βορειοδυτικής Ελλάδας,

ζ) στο Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού Σιδηροδρόμων Πύργου - Κατάκωλου και

η) στο Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού Σιδηροδρόμων Αττικής.

 

 

ΑΡΘΡΟ 44

Ρυθμίσεις θεμάτων περιουσίας και προσωπικού των καταργηθέντων ταμείων.

 

’ρθρο 33 παρ. 1 Ν.Δ. 3395/55.

 

1. Όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία των Ταμείων Συντάξεων και κλάδων συντάξεων των Ταμείων Συντάξεων και Προνοίας, που καταργούνται με το παραπάνω άρθρο 43, όπως αυτή εμφανίζεται στον τελικό ισολογισμό τους, περιέρχεται στα αντίστοιχα δίκτυα κατά τα οριζόμενα με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων και Εργασίας.

 

’ρθρο 33 παρ. 2 Ν.Δ. 3395/55.

 

2. Τα δίκτυα αναλαμβάνουν επίσης όλες τις υποχρεώσεις των Ταμείων, που υπάρχουν κατά το χρόνο κατάργησης τους μέχρι όμως το καθαρό προϊόν της περιουσίας τους, στην οποία δεν περιλαμβάνονται οι τυχόν απαιτήσεις τω ν ταμείων κατά των δικτύων.

’ρθρο 33 παρ. 3 Ν.Δ. 3395/55.

3. Στους Σιδηροδρόμους Αθηνών - Πειραιά - Πελοποννήσου περιέρχονται επίσης, από την κατάργηση του Ταμείου Συντάξεων του Προσωπικού των Σιδηροδρόμων Αττικής, οι πόροι που προβλέπονται από το άρθρο 11 εδάφ. 4 του Ν.Δ. 3102/1954, κατά το μέρος που οι πόροι αυτοί ανήκουν στο παραπάνω Ταμείο.

 

’ρθρο 33 παρ. 4 Ν.Δ. 3395/55.

 

      4. Το προσωπικό των Ταμείων που καταργούνται, το οποίο υπηρετεί με οποιαδήποτε μορφή και μέχρι το βαθμό του Τμηματάρχη α' τάξης, μονιμοποιείται και εντάσσεται αυτοδίκαια και χωρίς άλλη διατύπωση σε κενές θέσεις των αντίστοιχων δικτύων με το βαθμό που κατέχει, με σχετική πράξη που εκδίδεται από τον αρμόδιο Υπουργό. Όσοι από τους παραπάνω δεν έχουν βαθμολογική αντιστοιχία με κάποιο διοικητικό βαθμό του προσωπικού των δικτύων, εντάσσονται σε βαθμό αντίστοιχο του μισθού τους ή στον πλησιέστερο με το μισθό τους βαθμό.

Η ένταξη σύμφωνα με αυτή την παράγραφο μπορεί να γίνει και στον αμέσως ανώτερο βαθμό, κατά την κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου, με βάση τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα τους, σε σύγκριση με τα προσόντα και το χρόνο παραμονής στον αντίστοιχο βαθμό των υπαλλήλων των σιδηροδρομικών δικτύων.

Όσοι δεν μπορούν να ενταχθούν γιατί δεν υπάρχουν κενές οργανικές θέσεις, δεν απολύονται, αλλά παραμένουν προσωρινά στο δίκτυο σαν υπεράριθμοι και καταλαμβάνουν αυτοδίκαια τις θέσεις που θα κενωθούν, με εφαρμογή και σ' αυτή την περίπτωση του δεύτερου εδαφίου αυτής της παραγράφου. Για όσο χρόνο οι παραπάνω υπηρετούν ως υπεράριθμοι οπωσδήποτε δεν πληρώνονται οι κενές θέσεις ή όσες κενωθούν ισάριθμες θέσεις του εισαγωγικού βαθμού του διοικητικού κλάδου.

Η υπηρεσία στα Ταμεία που καταργούνται, των υπαλλήλων που εντάσσονται στα δίκτυα, λογίζεται για κάθε περίπτωση χρόνος υπηρεσίας δικτύου.

Ο μισθός του προσωπικού που εντάσσεται μ' αυτόν τον τρόπο καθορίζεται με βάση το μισθολόγιο που ισχύει για το προσωπικό ατμήλατων σιδηροδρόμων, το χρόνο αρχαιότητας που έχουν στην υπηρεσία των παραπάνω Ταμείων και το βαθμό στον οποίο εντάσσονται.

Η τυχόν επιπλέον διαφορά που απομένει μετά την ένταξη αυτή, θεωρείται προσωρινό επίδομα, που συμψηφίζεται σε μελλοντικές αυξήσεις.

Το προσωπικό των Ταμείων από το βαθμό του Διευθυντή β' τάξης και άνω απολύεται από την υπηρεσία με την κατάργηση των Ταμείων. Όσοι απ' αυτούς δε δικαιούνται βοήθημα από τους οικείους κλάδους Προνοίας λαμβάνουν αποζημίωση ίση με αυτή που προβλέπεται από το Ν.2112/1920, όπως αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε αργότερα, μετά την αφαίρεση από αυτή κάθε ποσού, το οποίο τυχόν δικαιούται για επιστροφή κρατήσεων από τον κλάδο Προνοίας.

Οι Νομικοί Σύμβουλοι ή Δικηγόροι των παραπάνω Ταμείων, που είχαν τοποθετηθεί με βάση το Ν.751/1948 και τον Α.Ν. 1836/1951, εντάσσονται στη δικαστική υπηρεσία του οικείου δικτύου.

 

      ’ρθρο 1 παρ. 4 Ν.Δ. 3395/55.

 

5. Οι υπάλληλοι των πιο πάνω Σιδηροδρομικών Ταμείων Συντάξεων, που έχουν συμπληρώσει 20ετή συντάξιμη υπηρεσία και δεν επιθυμούν να ενταχθούν στα οικεία σιδηροδρομικά δίκτυα, μπορούν να αποχωρήσουν από την υπηρεσία μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από τη δημοσίευση του Ν.Δ. 3395/55 και η αποχώρηση τους θεωρείται ότι οφείλεται σε κατάργηση θέσης.

Όσοι από τους υπαλλήλους των Ταμείων αυτών δε δικαιούνται σύνταξη και βοήθημα μπορούν να αποχωρήσουν από την υπηρεσία μέσα σε προθεσμία τριών μηνών λαμβάνοντας από το δίκτυο αποζημίωση ίση με αυτή που προβλέπεται από το Ν.2112/1920 και τις ασφαλιστικές τους κρατήσεις και των δύο κλάδων.

 

ΑΡΘΡΟ 45

Ρυθμίσεις δικαιωμάτων σύνταξης αναπήρων παλαιών συνταξιούχων.

 

’ρθρο 30 παρ. 3 Ν.Δ. 3395/1955

 

      Για την υπαγωγή στις διατάξεις του όσων, κατά την έναρξη της ισχύος του, συνταξιοδοτούνται για ανικανότητα, καθώς και των οικογενειών των συνταξιούχων λόγω ανικανότητας που έχουν πεθάνει, απαιτείται οπωσδήποτε νέα γνωμάτευση της Επιτροπής του άρθρου 16, η οποία θα καθορίζει την ανικανότητά τους στο χρόνο εξόδου τους από την υπηρεσία.

Όσοι από αυτούς, ενώ υποχρεούνται σε αυτοπρόσωπη εξέταση δεν προσέρχονται στην Α.Σ.Υ. Επιτροπή μέχρι το τέλος Ιουνίου 1956, θεωρούνται σαν ικανοί για τον καθορισμό του ποσού της σύνταξης τους σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 29 του κώδικα αυτού. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί για ένα εξάμηνο με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Συγκοινωνιών.

 

 

ΑΡΘΡΟ 46

Ειδικές διατάξεις που αφορούν το προσωπικό που μεταφέρθηκε από τους τέως ΣΕΚ στον ΟΣΕ.

 

’ρθρο 6 παρ. 1 Ν.Δ. 1342/73.

 

1. Όσοι από το προσωπικό που μεταφέρεται στον ΟΣΕ, συμπληρώνουν 35ετή πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, μέχρι να περατωθεί η διαδικασία ένταξης σύμφωνα με την παρ.2 του αρθρ. 14 του Ν.Δ. 674/1970, απολύονται με απόφαση του Διοικητή του ΟΣΕ, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

      ’ρθρο 6 παρ. 2 Ν.Δ. 1342/73.

 

      2. Σε όσους παραιτούνται ή απολύονται σύμφωνα με την παρ. 5 του αρθρ. 14 του Ν.Δ. 674/1970 και παίρνουν πλήρη σύνταξη κατά τη διάταξη της περίπτ. β' της παρ. 4 του άρθρου αυτού, καθώς και σε όσους απολύονται με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου παρέχεται η προσαύξηση του μισθού για ευδόκιμη παραμονή στον ίδιο βαθμό (τριετία), που ορίζεται από την παρ. 1 του αρθρ. 13 του Ν.Δ. 4352/1964.

 

’ρθρο 8 Ν.Δ. 1342/73

 

3. Όσοι παραιτούνται από τον Ο.Σ.Ε. σύμφωνα με την παρ. 5 περίπτ. α' του αρθρ. 14 του Ν.Δ. 674/1970 δικαιούνται σύνταξη κατά τις διατάξεις του Ν.Δ. 3395/55 ανεξάρτητα από ηλικία.

 

      ’ρθρο 9 παρ. 1 Ν.Δ. 1342/73.

 

4. Στη σύνταξη όσων παραιτούνται ή απολύονται με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 14 του Ν.Δ. 674/1970 προστίθενται:

α) Σε όσους έχουν είκοσι πέντε (25) ως είκοσι εννέα (29) έτη πραγματική υπηρεσία τα πεντηκοστά που ακολουθούν στο συντάξιμο μισθό:

αα) δέκα πεντηκοστά (10/50) για υπηρεσία 25 ετών.

ββ) ένδεκα πεντηκοστά (11/50) για υπηρεσία 26 ετών.

γγ) δώδεκα πεντηκοστά (12/50) για υπηρεσία 27 ετών .

δδ) δεκατρία πεντηκοστά (13/50) για υπηρεσία 28 ετών.

εε) δέκα τέσσερα πεντηκοστά (14/50) για υπηρεσία 29 ετών.

β) Σε όσους έχουν 30ετή ή και περισσότερη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία τόσα πεντηκοστά στο συντάξιμο μισθό, όσα απαιτούνται για τη χορήγηση πλήρους σύνταξης.

 

’ρθρο 9 παρ. 2 Ν.Δ. 1342/73

 

      5. Για τον καθορισμό του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγείται από το Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Ο.Σ.Ε., ο χρόνος ασφάλισης σ' αυτό του προσωπικού που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, προσαυξάνεται κατά πέντε (5) έτη και μέχρι να συμπληρωθεί αυτός της 35ετίας.

 

      ’ρθρο 9 παρ. 3 Ν.Δ. 1342/73.

 

6. Για την αναγνώριση του προσαυξημένου χρόνου ασφάλισης από το Ταμείο Προνοίας προσωπικού Ο.Σ.Ε., που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο, καταβάλλεται σ' αυτό από το Δημόσιο η διαφορά που προκύπτει μεταξύ του ποσού του εφάπαξ βοηθήματος που καταβλήθηκε και αυτού που αντιστοιχεί στο χρόνο της πραγματικής ασφάλισης του ίδιου παραπάνω προσωπικού. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών, που εκδίδεται μέσα σε τρεις μήνες από τη δημοσίευση του Ν.Δ. 1342/1973 καθορίζεται ο τρόπος που θα αποδοθεί στο παραπάνω ταμείο το ποσό της διαφοράς αυτής.

 

’ρθρο 9 παρ. 4 Ν.Δ. 1342/73.

 

7. Το Δημόσιο είναι υποχρεωμένο να δανειοδοτήσει το Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Ο.Σ.Ε. με το απαιτούμενο ποσό, για την καταβολή απ' αυτό εφάπαξ βοηθημάτων σε όσους εξέρχονται από την υπηρεσία σε εφαρμογή της παρ. 5 του αρθρ. 14 του Ν.Δ. 674/1970. Το παραπάνω δάνειο επιστρέφεται στο Δημόσιο χωρίς τόκους σε είκοσι ίσες ετήσιες δόσεις που καταβάλλονται στις 15 Μαίου κάθε έτους από το έτος 1973.

 

’ρθρο 10 παρ. 2 Ν.Δ. 1342/73

 

8. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται ο τρόπος και ο χρόνος πληρωμής των συντάξεων του Ν.Δ. 1342/73, οι οποίες καταβάλλονται από το Δημόσιο.

Μέχρι την έκδοση των Υπουργικών αποφάσεων που προβλέπονται από το προηγούμενο εδάφιο, οι συντάξεις που καταβάλλονται από το Δημόσιο σύμφωνα με όσα ορίζονται στο Ν.Δ. 1342/1973, εξακολουθούν να πληρώνονται με τον τρόπο πληρωμής που ίσχυε μέχρι τη δημοσίευση του και η σχετική δαπάνη καταλογίζεται σε βάρος του Δημοσίου. Κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του Ν.Δ. 1342/1973 ρυθμίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Με όμοιες αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Σ.Ε. μπορούν να αποσπώνται στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για μία διετία μέχρι δέκα υπάλληλοι της τέως οικονομικής Υπηρεσίας των Σ.Ε.Κ.

 

’ρθρο 5 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο Ν.Δ. 1342/73

 

      9. Το ποσό που καταβλήθηκε από το Δημόσιο στον Ο.Σ.Ε. μέχρι τη δημοσίευση του Ν.Δ. 1342/73, για την καταβολή απ' αυτόν των συντάξεων της παρ. 1 του παραπάνω άρθρου 30, συμψηφίζεται ολόκληρο με την πληρωμή τους.

 

’ρθρο11 Ν.Δ. 1342/73

 

      10. Μόνιμοι υπάλληλοι των ΣΕΚ, που είχαν σ' αυτούς υπερ35ετή συντάξιμη πραγματική υπηρεσία και παραιτήθηκαν για να διορισθούν ως Διοικητής ή Υποδιοικητής του Ο.Σ.Ε., θεωρούνται ότι πήραν προαγωγή στον αμέσως επόμενο βαθμό από εκείνον που κατείχαν κατά το χρόνο της παραίτησης τους και δικαιούνται πλήρη σύνταξη, η οποία υπολογίζεται με βάση το συντάξιμο μισθό του πιο πάνω βαθμού, εφόσον αυτός υπάρχει στην ιεραρχία του κλάδου τους.

 

’ρθρο 2 Ν. 698/77

 

11.Οι μέχρι την έναρξη της ισχύος του Ν.698/1977 μόνιμοι υπάλληλοι του Ο.Σ.Ε., που παραιτήθηκαν από τη μόνιμη θέση τους και διορίσθηκαν σε θέση Διοικητή ή Υποδιοικητή του, θεωρούνται ότι έχουν προαχθεί από την παραίτηση τους στον αμέσως επόμενο βαθμό από εκείνον που κατείχαν κατά το χρόνο αυτό, εφόσον υπήρχε τέτοιος βαθμός στην ιεραρχία του κλάδου τους και είχαν υπερ35ετή πραγματική συντάξιμη υπηρεσία και δικαιούνται πλήρη σύνταξη, η οποία υπολογίζεται με βάση το συντάξιμο μισθό του βαθμού στον οποίο προάγονται, χωρίς δικαίωμα σε αναδρομική λήψη διαφοράς σύνταξης.

 

 

      ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ'

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΡΓΗΘΕΙ - ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΑΤΗΡΟΥΝΤΑΙ ΙΣΧΥΡΕΣ.

 

 

ΑΡΘΡΟ 47

Διατάξεις που έχουν καταργηθεί - Διατάξεις που διατηρούνται ισχυρές.

 

      ’ρθρο 34 παρ. 1 εδάφ. πρώτο Ν.Δ. 3395/55.

 

1. Οι συμπληρωματικές παροχές του προσωπικού των σιδηροδρομικών δικτύων ΣΕΚ, ΣΠΑΠ κλπ., που πάσχει από φυματίωση, οι οποίες προβλέπονται από το τρίτο άρθρο του κανονισμού νοσηλείας και περίθαλψης που κυρώθηκε με τον Ν. 1961/1951, εξακολουθούν να καταβάλλονται μόνο σε όσους έχουν εξέλθει από την υπηρεσία μέχρι την ισχύ του Ν.Δ. 3395/1955 και τις δικαιούνται. Από τότε και μετά καταργούνται για τους υπαλλήλους που αφορά το εν λόγω Ν.Δ/γμα οι διατάξεις του τρίτου άρθρου του παραπάνω κανονισμού.

 

      ’ρθρο 25 Ν. 955/79.

 

Για την καταβολή των παραπάνω συμπληρωματικών παροχών αρκεί η υποβολή υπεύθυνης δήλωσης του Ν. 1599/86 από τους ενδιαφερόμενους.

 

’ρθρο 34 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο Ν.Δ. 3395/55.

 

      2. Από την έναρξη της ισχύος του Ν.Δ/τος 3395/1955 καταργείται το Ν.Δ. 129/1946. Κατ' εξαίρεση, οι διατάξεις του Ν.Δ. 129/1946 εξακολουθούν να ισχύουν γι' αυτούς που συνταξιοδοτούνται μέχρι τη δημοσίευση του Ν.Δ. 3395/1955 από το βαθμό του Διευθυντή και άνω, καθώς και για όσους κατά τη δημοσίευση του Ν.Δ/τος αυτού υπηρετούν στους ίδιους βαθμούς στα δίκτυα ΣΕΚ και ΣΠΑΠ.

 

’ρθρο 20 παρ. 7 Ν.Δ. 3395/55.

 

3. Οι αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, που έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του Ν.Δ. 3395/1955 και αναγνωρίζουν ποσά δευτερευουσών απολαβών μεγαλύτερα από αυτά που καθορίζονται με το νομοθετικό αυτό Διάταγμα, διατηρούν πλήρως την ισχύ τους.

 

      ΠΥΣ 764/58 που κυρώθηκε με το Ν.Δ 4242/62.

 

      4. Καταργούνται από την 1η Μαίου 1958 σύμφωνα με την 764/28-4-1958 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 4242/1962, οι κρατήσεις που επιβλήθηκαν αντίστοιχα με τα άρθρα 29 και 35 παρ. 1 Ν.Δ. 3395/1955 στις συντάξεις των σιδηροδρομικών και στις αποδοχές των εν ενεργεία υπαλλήλων των ατμήλατων σιδηροδρόμων της Ελλάδας και των άλλων υπαλλήλων που αναφέρονται στο άρθρο 1 του ίδιου Ν.Δ/τος.

 

’ρθρο 3 παρ. 3 περίπτ. β Ν.Δ. 1342/73.

 

5. Από την έναρξη της ισχύος του Ν.Δ. 1342/1973 καταργείται η κράτηση των τακτικών αποδοχών ενός μήνα ασφαλισμένου που είναι έγγαμος ή συνάπτει γάμο, η οποία προβλέπεται από την παραγρ. β'του αρθρ. 1 του καταστατικού του Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού της (τέως) Ανώνυμης Ελληνικής Τηλεφωνικής Εταιρείας, το οποίο εγκρίθηκε με την αριθμ. 3630/21181/1943 απόφαση του Υπουργείου Εργασίας. Οι εισφορές, που τυχόν οφείλονται στο Ταμείο για την αιτία αυτή από τους ασφαλισμένους, αποσβήνονται.

 

      ’ρθρο 34 παρ. 6 Ν.Δ. 1202/81.

 

      6. Καταργούνται από την έναρξη ισχύος του Ν. 1202/1981 α) Η παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 1342/1973, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν.479/1976, β) η παρ. 3 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 1342/1973, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του Ν.1002/1979, και γ)η παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν.1002/1979.

 

’ρθρο 7 παρ. 2 Ν. 1203/81.

 

      7. Καταργείται από την έναρξη ισχύος του Ν. 1203/1981 η περίπτ. ε' της παρ. 2 του άρθρου 15 του Κώδικα αυτού (παράβολο κανονισμού συντάξεων, σχετ. άρθρο 6 παρ. 5α Ν.599/68).

 

’ρθρο 2 παρ. 2 Ν. 1209/81.

 

8. Καταργείται από την έναρξη ισχύος του Ν. 1209/81 το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 8 του Π.Δ. 850/1980 (Διευκρ. διάταξη αρθρ. 1 και 2 Ν. 147/75).

 

’ρθρο 3 παρ. 3 Ν. 1405/83.

 

      9. Καταργείται από την έναρξη ισχύος του Ν. 1405/1983 ο περιορισμός του εξαμήνου για την αναγνώριση υπηρεσιών των περίπτ. α' και γ' της παρ. 1 του άρθρου 6 του Κώδικα (σχετ. άρθρο. 6 παρ. 1 περίπτ. α' και γ' Ν.Δ. 3395/55).

 

     Στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του Διατάγματος αυτού.