ΝΟΜΟΣ 3731/2008 - ΦΕΚ 263/Α'/23.12.2008

Αναδιοργάνωση της δημοτικής αστυνομίας και ρυθμίσεις λοιπών θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

Αρθρο 1

Αρμοδιότητες της Δημοτικής Αστυνομίας

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

 

   1. Η Δημοτική Αστυνομία ασκεί στο πλαίσιο των δια­τάξεων των άρθρων 75 και 79 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, που κυρώθηκε με το ν. 3463/2006 (ΦΕΚ 114 Α), τις εξής αρμοδιότητες:

(1) Ελέγχει την τήρηση των διατάξεων που αφορούν την ύδρευση, την άρδευση και την αποχέτευση, όπως αυτές περιλαμβάνονται στην εκάστοτε κείμενη νομοθε­σία, στις τοπικές κανονιστικές αποφάσεις που εκδίδουν οι δημοτικές και κοινοτικές αρχές και στις αποφάσεις των διοικητικών συμβουλίων των δημοτικών επιχειρή­σεων ύδρευσης και αποχέτευσης.

(2) Ελέγχει την τήρηση των όρων που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία και στις τοπικές κανονιστικές αποφάσεις που εκδίδουν οι δημοτικές και κοινοτικές αρχές, για τη χρήση των αλσών και των κήπων, των πλατειών, των παιδικών χαρών και των λοιπών κοινό­χρηστων χώρων.

(3) Ελέγχει την τήρηση των όρων οι οποίοι προβλέπο­νται στην κείμενη νομοθεσία και στις τοπικές κανονιστι­κές αποφάσεις που εκδίδουν οι δημοτικές και κοινοτικές αρχές, για τη χρήση και λειτουργία των δημοτικών και κοινοτικών αγορών, των εμποροπανηγύρεων, των ζωο-πανηγύρεων, των χριστουγεννιάτικων αγορών και γενικά των υπαίθριων δραστηριοτήτων.

(4) Ελέγχει την τήρηση των διατάξεων που αφορούν στο υπαίθριο εμπόριο και στις λαϊκές αγορές.

(5) Ελέγχει την τήρηση των διατάξεων που αφορούν στην υπαίθρια διαφήμιση, καθώς και τον έλεγχο της τήρησης ειδικότερων προδιαγραφών κατασκευής και προϋποθέσεων τοποθέτησης διαφημιστικών πλαισίων, που τυχόν έχουν τεθεί με τοπικές κανονιστικές αποφά­σεις, από τις δημοτικές και κοινοτικές αρχές.

(6) Ελέγχει την τήρηση της καθαριότητας σε κοινό­χρηστους υπαίθριους χώρους της εδαφικής περιφέρειας του οικείου δήμου ή κοινότητας και γενικότερα την τή­ρηση των κανόνων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία και τις τοπικές κανονιστικές αποφάσεις που εκδίδουν οι δημοτικές και κοινοτικές αρχές για την ανα­βάθμιση της αισθητικής των πόλεων και των οικισμών.

(7) Ελέγχει την τήρηση των μέτρων που επιβάλλονται για την πρόληψη πυρκαγιών σε κοινόχρηστους υπαί­θριους χώρους.

(8) Ελέγχει την τήρηση των διατάξεων που αφορούν στην κυκλοφορία των πεζών, τη στάση και στάθμευση των οχημάτων, στην επιβολή των διοικητικών μέτρων του άρθρου 103 του ν. 2696/1999, όπως ισχύει, για την παράνομη στάθμευση οχημάτων, καθώς και την εφαρ­μογή των διατάξεων, που αναφέρονται στην κυκλοφορία τροχοφόρων στους πεζόδρομους, πλατείες, πεζοδρόμια και γενικά σε χώρους που δεν προορίζονται για τέτοια χρήση και στην εκπομπή θορύβων από αυτά. Οι αρμοδιό­τητες αυτές ασκούνται, παράλληλα και κατά περίπτωση, και από την Ελληνική Αστυνομία (ΕΛ.ΑΣ.) και το Λιμενικό Σώμα. Όταν κατά την άσκηση τους επιλαμβάνονται η Δημοτική Αστυνομία και η Ελληνική Αστυνομία ή το Λιμενικό Σώμα, ταυτόχρονα, το συντονισμό έχει η Ελλη­νική Αστυνομία ή το Λιμενικό Σώμα, κατά περίπτωση.

(9) Ελέγχει την τήρηση των διατάξεων, που αφορούν στη ρύθμιση της κυκλοφορίας με υποδείξεις και σή­ματα των τροχονόμων στο δημοτικό οδικό δίκτυο και στα τμήματα του εθνικού και επαρχιακού δικτύου που διέρχονται μέσα από κατοικημένες περιοχές. Η αρμο­διότητα αυτή εξακολουθεί να ασκείται, παραλλήλως και κατά περίπτωση, από την Ελληνική Αστυνομία (ΕΛ.ΑΣ.) και το Λιμενικό Σώμα. Όταν κατά την άσκηση της επιλαμβάνονται η Δημοτική Αστυνομία και η Ελ­ληνική Αστυνομία ή το Λιμενικό Σώμα, ταυτόχρονα, το συντονισμό έχει η Ελληνική Αστυνομία ή το Λιμενικό Σώμα κατά περίπτωση.

(10) Ελέγχει την τήρηση των διατάξεων, που αφορούν τα εγκαταλελειμμένα οχήματα.

(11) Ελέγχει την τήρηση των διατάξεων, που αφορούν στη σήμανση των εργασιών που εκτελούνται στις οδούς και στις υποχρεώσεις αυτών που εκτελούν έργα και ενα­ποθέτουν υλικά και εργαλεία στο δημοτικό και κοινοτικό οδικό δίκτυο και ελέγχει για τη λήψη μέτρων ασφάλειας και υγιεινής σε εργασίες που εκτελούνται.

(12) Ελέγχει την τήρηση των διατάξεων που αφορούν στη λειτουργία παιδότοπων.

(13) Ελέγχει την τήρηση των διατάξεων που αφορούν στη λειτουργία καταστημάτων, επιχειρήσεων, θεάτρων, κινηματογράφων, ψυχαγωγικών και λοιπών δραστηριο­τήτων, για τις οποίες αρμόδιος για τη χορήγηση, ανά­κληση και αφαίρεση αδειών ίδρυσης, εγκατάστασης, λειτουργίας και ασκήσεως τους είναι ο οικείος Δήμος ή Κοινότητα, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες για τις οποίες έχουν ορισθεί άλλες αρχές αρμόδιες για το σχετικό έλεγχο.

(14) Ελέγχει την τήρηση των διατάξεων για την ηχορ-ρύπανση, την κοινή ησυχία και τη λειτουργία μουσικής στα καταστήματα και στα δημόσια κέντρα.

(15) Εκτελεί τις διοικητικές κυρώσεις που αφορούν τη λειτουργία καταστημάτων και επιχειρήσεων, των οποίων την άδεια ίδρυσης και λειτουργίας χορηγούν οι δημοτικές και κοινοτικές αρχές.

(16) Ελέγχει την τήρηση διατάξεων που αφορούν τους οργανωμένους από τους Δήμους και Κοινότητες χώρους προσωρινής εγκατάστασης μετακινούμενων πληθυσμι­ακών ομάδων.

(17) Ελέγχει την εφαρμογή των μέτρων που λαμβά­νονται από τις δημοτικές και τις κοινοτικές αρχές για δραστηριότητες και καταστάσεις που εγκυμονούν κιν­δύνους για τη ζωή και την περιουσία των κατοίκων και ειδικότερα από τις επικίνδυνες οικοδομές, καθώς και την εφαρμογή των κανονιστικών πράξεων που τίθενται από αυτές για την προστασία της υγείας των κατοίκων από τις οχλούσες δραστηριότητες που αναφέρονται σε αυτές.

(18) Ελέγχει την τήρηση των σχετικών διατάξεων, που αφορούν στο Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό.

(19) Αφαιρεί την άδεια οικοδομής για οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές στο Ι.Κ.Α.

(20) Ελέγχει την τήρηση των μέτρων για την προ­στασία των μουσείων, μνημείων, σπηλαίων, αρχαιολο­γικών και ιστορικών χώρων της περιοχής του Δήμου ή της Κοινότητας και των εγκαταστάσεων αυτών, που λαμβάνονται από τις οικείες δημοτικές και κοινοτικές αρχές.

(21) Συμμετέχει στην εφαρμογή των σχεδίων πολιτικής προστασίας.

(22) Ελέγχει επιχειρήσεις τουριστικού ενδιαφέροντος, σχετικά με την εφαρμογή της τουριστικής νομοθεσί­ας (βεβαίωση παραβάσεων, εκτέλεση διοικητικών κυ­ρώσεων, θεώρηση τιμοκαταλόγων των δωματίων των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και καταλυμάτων) στις περιπτώσεις που αυτές λειτουργούν σε νομούς ή νησιά όπου δεν εδρεύουν υπηρεσίες του EOT.

(23) Ελέγχει την τήρηση των διατάξεων για το ωράριο λειτουργίας των κέντρων διασκέδασης και των συνα­φών καταστημάτων, καθώς και των εμπορικών κατα­στημάτων και των καταστημάτων τροφίμων.

(24) Ελέγχει την τήρηση των διατάξεων που αφορούν τα ζώα συντροφιάς.

(25) Ελέγχει την τήρηση των διατάξεων που αφορούν τις κάθε είδους κανονιστικές αποφάσεις που εκδίδουν οι δημοτικές αρχές, καθώς και την επιβολή των πάσης φύσεως διοικητικών μέτρων που προβλέπονται από αυτές.

(26) Προστατεύει τη δημοτική και κοινοτική περιου­σία.

(27) Διενεργεί αυτοψία για την εξακρίβωση των προϋ­ποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοση διοικητικών πράξεων από τα όργανα του Δήμου ή της Κοινότητας και, ιδίως, διενεργεί αυτοψία και συντάσσει έκθεση για την έκδοση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής και για τη χορήγηση βεβαίωσης μόνιμης κατοικίας.

(28) Επιδίδει τα πάσης φύσεως έγγραφα του οικείου Δήμου ή άλλων Δημοτικών Αρχών εντός των διοικητικών ορίων του οικείου Δήμου.

 

   2. Η Ελληνική Αστυνομία παρέχει συνδρομή στο προ­σωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας κατά την άσκηση του έργου της και, ειδικότερα, σε προγραμματισμένους ελέγχους της Δημοτικής Αστυνομίας ή σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, όπου τούτο προβλέπεται.

 

   3. α) Σε όσους Δήμους ή Κοινότητες έχει συσταθεί με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας Δημοτική Αστυνομία, η οποία στελεχώνεται με προσωπικό που υπερβαίνει τα πενήντα (50) άτομα, ασκούνται όλες οι αρμοδιότητες της παραγράφου 1.

β) Εφόσον η Δημοτική Αστυνομία στελεχώνεται με προσωπικό λιγότερο των πενήντα (50) ατόμων, ασκού­νται υποχρεωτικά οι αρμοδιότητες των περιπτώσεων 1-8, 10, 11, 15, 16, 19, 21, 22 και 24-28 της παραγράφου 1 του παρόντος. Οι λοιπές αρμοδιότητες εξακολουθούν να ασκούνται από την ΕΛ.ΑΣ.

γ) Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτής της πα­ραγράφου απαιτείται η έκδοση διαπιστωτικής πράξης του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, η οποία δη­μοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

   4. Οι αρμοδιότητες της παραγράφου 1 που δεν πε­ριλαμβάνονται στην περίπτωση β' της παραγράφου 3 μπορούν να ασκηθούν, μεμονωμένα ή στο σύνολο τους, και από Δημοτική Αστυνομία που στελεχώνεται με λι­γότερους από πενήντα (50) δημοτικούς αστυνομικούς. Για την άσκηση τους εκδίδεται απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μετά από απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου. Μέχρι την έκδοση της ανωτέρω απόφασης οι αρμοδιότητες αυτές εξακο­λουθούν να ασκούνται από την ΕΛ.ΑΣ.

 

   5. Δήμοι ή Κοινότητες που δεν έχουν συστήσει Υπηρε­σία Δημοτικής Αστυνομίας μπορούν να συνάπτουν συμ­βάσεις διαδημοτικής συνεργασίας με όμορους Δήμους ή Κοινότητες που διαθέτουν τέτοια υπηρεσία, κατά τις διατάξεις του άρθρου 222 του ν. 3463/2006, με τις οποίες τους αναθέτουν την άσκηση αρμοδιοτήτων Δημοτικής Αστυνομίας στην περιφέρεια τους. Με τις συμβάσεις αυτές προσδιορίζονται ειδικότερα οι αρμοδιότητες που θα ασκούνται.

 

   6. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, μετά από γνώμη της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., καθορίζεται ο τρόπος άσκησης των αρμοδιοτήτων της Δημοτικής Αστυνομίας, η διαδικασία ελέγχου και βεβαίωσης των παραβάσεων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

 

Αρθρο 2

Σύσταση Υπηρεσίας Δημοτικής Αστυνομίας Γενικά χαρακτηριστικά

 

   1. Με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δή­μου ή της Κοινότητας μπορεί να συσταθεί Δημοτική Αστυνομία, η οποία λειτουργεί ως αυτοτελής υπηρεσία.

Με τον Οργανισμό καθορίζεται η εσωτερική διάρθρωση της υπηρεσίας και το σύνολο των θέσεων της ιεραρχίας και του λοιπού προσωπικού.

 

   2. Η Δημοτική Αστυνομία αποτελείται από ειδικό έν­στολο προσωπικό, το οποίο έχει λάβει ειδική εκπαίδευ­ση, έχει ιδιαίτερη ιεραρχία και διέπεται από κανόνες πειθαρχίας. Η υπηρεσία της Δημοτικής Αστυνομίας υποστηρίζεται διοικητικά και επιστημονικά από τις υφιστάμενες υπηρεσίες του Δήμου με αποκλειστική ή παράλληλη άσκηση καθηκόντων.

 

   3. Το προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, οφείλει να τηρεί τις διατάξεις του Συντάγματος, του Κώδικα της Ποινικής Δικονομίας και της σχετικής νομοθεσίας και να ενεργεί πάντοτε με γνώμονα τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της επιείκειας. Για όσα θέματα σχετίζονται με τις αρμοδιότητες που ασκούνται από τη Δημοτική Αστυνο­μία το προσωπικό αυτής υπάγεται σε Ειδικό Πειθαρχικό Συμβούλιο και διέπεται από διατάξεις ειδικού πειθαρ­χικού δικαίου. Τα ειδικά πειθαρχικά παραπτώματα, οι πειθαρχικές ποινές και η πειθαρχική διαδικασία, η συ­γκρότηση και η λειτουργία του Ειδικού Πειθαρχικού Συμ­βουλίου, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών. Για τα λοιπά θέματα το προσωπικό αυτό υπάγεται στις διατάξεις των άρθρων 110-150 του ν. 3584/2007 «Κύρω­ση του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων» (ΦΕΚ 143 Α).

 

   4. Το προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας υπο­χρεούται να εργάζεται εντός και εκτός γραφείων της υπηρεσίας, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες και τα καθήκοντα που του ανατίθενται. Η υπηρεσία της Δημο­τικής Αστυνομίας λειτουργεί όλο το εικοσιτετράωρο και όλες τις ημέρες της εβδομάδας, συμπεριλαμβανομένων και των αργιών, με κατάλληλη εναλλαγή του προσωπι­κού, το οποίο υποχρεούται σε τακτική ή και υπερωριακή εργασία, ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας.

 

   5. Το προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας τελεί σε διαρκή ετοιμότητα για την ταχεία επέμβαση του, σε κάθε τόπο και χρόνο, όταν καθίσταται αναγκαία η πα­ρέμβαση του, σύμφωνα με τους σχετικούς κανονισμούς και τις εντολές των προϊσταμένων.

 

   6. Για τα παραπτώματα που διώκονται ποινικά, το προ­σωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας ενεργεί καθήκοντα ειδικού ανακριτικού υπαλλήλου, κατά την ειδικότερη πρόβλεψη του άρθρου 34 του Κώδικα Ποινικής Δικο­νομίας, για όσα αδικήματα ανήκουν στην αρμοδιότητα του.

 

   7. Κάθε ελεγχόμενος από το προσωπικό της Δημοτι­κής Αστυνομίας υποχρεούται να παρέχει τα αιτούμενα, γραπτά ή προφορικά, στοιχεία ή την οφειλόμενη συν­δρομή, καθώς και να επιτρέπει την είσοδο στους χώ­ρους στους οποίους διεξάγεται έλεγχος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του παρόντος, άλλως υποπίπτει στο αδίκημα της απείθειας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 169 του Ποινικού Κώδικα.

 

   8. Κάθε αντίσταση, απείθεια, εξύβριση, άσκηση ή απειλή βίας εναντίον του προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, επισύρει τις προβλεπόμενες από την ποινική νομοθεσία κυρώσεις, ανεξάρτητα από την αποκατάσταση των προ­καλούμενων σε αυτούς ζημιών, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Σε περίπτωση διάπραξης των ανωτέρω αδικημάτων συντάσσεται από αυτό σχετι­κή έκθεση προς την υπηρεσία του, η οποία διαβιβάζεται, αμέσως, στον αρμόδιο εισαγγελέα.

 

Αρθρο 3

Διάκριση προσωπικού-Διάρθρωση υπηρεσιών

 

   1. Οι θέσεις του προσωπικού της Δημοτικής Αστυνο­μίας συνιστώνται με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπη­ρεσίας του οικείου Δήμου ή Κοινότητας σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.

 

   2. Το προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας κατα­τάσσεται σε κατηγορίες και κλάδους ΠΕ Δημοτικής Αστυνομίας, TE Δημοτικής Αστυνομίας και ΔΕ Δημο­τικής Αστυνομίας.

 

   3. Η υπηρεσία της Δημοτικής Αστυνομίας οργανώνεται σε επίπεδο Διεύθυνσης και διαρθρώνεται σε Τμήματα. Σε Δήμους όπου το προσωπικό της Δημοτικής Αστυ­νομίας δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) άτομα, η υπηρεσία της Δημοτικής Αστυνομίας οργανώνεται σε επίπεδο αυτοτελούς τμήματος. Σε Δήμους οι οποίοι διαιρούνται σε Δημοτικά Διαμερίσματα είναι δυνατή η σύσταση περισσότερων Διευθύνσεων. Στους Δήμους αυτούς επιτρέπεται η σύσταση Γενικής Διεύθυνσης Δημοτικής Αστυνομίας.

 

Αρθρο 4

Βαθμολογική διάρθρωση θέσεων

 

   Οι θέσεις του προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας, το οποίο κατατάσσεται στις κατηγορίες που αναφέρο­νται στο ανωτέρω άρθρο, ακολουθούν τη βαθμολογική διάρθρωση σύμφωνα με το άρθρο 83 του Κώδικα Κατά­στασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (εφεξής Κ.Κ.Δ.Κ.Υ.) που κυρώθηκε με το ν. 3584/2007.

 

Αρθρο 5

Χρόνος προαγωγής

 

   1. Για την προαγωγή από βαθμό σε βαθμό απαιτείται:

α) Για την κατηγορία ΠΕ:

Από το βαθμό Δ' στο βαθμό Γ' διετής υπηρεσία στο βαθμό Δ', από το βαθμό Γ' στο βαθμό Β' πενταετής υπηρεσία στο βαθμό Γ' και από το βαθμό Β' στο βαθμό Α' εξαετής υπηρεσία στο βαθμό Β'.

β) Για την κατηγορία TE:

Από το βαθμό Δ' στο βαθμό Γ' διετής υπηρεσία στο βαθμό Δ', από το βαθμό Γ' στο βαθμό Β' επταετής υπηρεσία στο βαθμό Γ' και από το βαθμό Β' στο βαθμό Α' εξαετής υπηρεσία στο βαθμό Β'.

γ) Για την κατηγορία ΔΕ:

Από το βαθμό Δ' στο βαθμό Γ' διετής υπηρεσία στο βαθμό Δ', από το βαθμό Γ' στο βαθμό Β' εννεαετής υπηρεσία στο βαθμό Γ' και από το βαθμό Β' στο βαθμό Α' οκταετής υπηρεσία στο βαθμό Β'.

 

   2. Τα δύο πρώτα έτη που διανύονται στον εισαγωγικό βαθμό όλων των κατηγοριών αποτελούν δοκιμαστική υπηρεσία, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.

 

   3. Για τους υπαλλήλους κατηγορίας ΠΕ ή TE, κατό­χους μεταπτυχιακού διπλώματος σπουδών διάρκειας ενός τουλάχιστον έτους, ο χρόνος που απαιτείται για τη βαθμολογική εξέλιξη μειώνεται συνολικά κατά δύο (2) έτη. Για τους κατόχους διδακτορικού διπλώματος ο χρόνος που απαιτείται για τη βαθμολογική εξέλιξη μειώνεται συνολικά κατά δύο (2) έτη. Αν ο υπάλληλος κατέχει μεταπτυχιακό και διδακτορικό δίπλωμα, η, κατά τα ανωτέρω, μείωση του χρόνου δεν γίνεται αθροιστικά. Οι εν λόγω τίτλοι απαιτείται να είναι συναφείς με τα αντικείμενα στα οποία απασχολούνται ή είναι δυνατόν, κατά τις οργανικές διατάξεις της υπηρεσίας τους, να απασχοληθούν. Ως μεταπτυχιακό και ως διδακτορικό δίπλωμα νοούνται εκείνα που χορηγούνται με αντίστοι­χο ιδιαίτερο τίτλο μετά τη λήψη του πτυχίου ή διπλώ­ματος Πανεπιστημίου ή TEL Για τα μεταπτυχιακά και τα διδακτορικά διπλώματα εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του εξωτερικού απαιτείται βεβαίωση ισοτιμίας από την αρμόδια αρχή.

 

Αρθρο 6

Σύστημα προαγωγών-Πίνακας προακτέων

 

   1. Οι προαγωγές γίνονται ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου. Ο υπάλληλος προάγεται στον αμέσως επόμενο βαθμό, εφόσον έχει συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο στο βαθμό που κατέχει, σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου, και έχει σε υψηλό επίπεδο τα ουσιαστικά προσόντα που αναφέ­ρονται στις εκθέσεις αξιολόγησης του. Το υπηρεσιακό συμβούλιο, προκειμένου να διαπιστώσει τη συνδρομή των ουσιαστικών προσόντων, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου του υπαλλήλου, από τα οποία προκύπτει η δραστηριότητα του στην υπη­ρεσία, η επαγγελματική επάρκεια, η πρωτοβουλία του και η αποτελεσματικότητα του. Για το σχηματισμό της κρίσης του, το υπηρεσιακό συμβούλιο λαμβάνει υπόψη τις εκθέσεις ουσιαστικών προσόντων της τελευταίας πενταετίας. Ειδικά για την προαγωγή στον Α' βαθμό, πρέπει ο υπάλληλος να έχει σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο προσόντα που μαρτυρούν διοικητική ικανότητα, όπως αυτά καθορίζονται από την κλίμακα του συστήματος αξιολόγησης των ουσιαστικών προσόντων των υπαλ­λήλων.

 

   2. Το υπηρεσιακό συμβούλιο, τον Απρίλιο κάθε έτους, καταρτίζει πίνακα προακτέων με αλφαβητική σειρά κατά βαθμό και κλάδο, καθώς και πίνακες μη προακτέ-ων. Για την εγγραφή στους πίνακες αυτούς κρίνονται οι υπάλληλοι που συμπληρώνουν έως την 30ή Απριλίου του επόμενου έτους τον απαιτούμενο για την προαγωγή χρόνο υπηρεσίας. Η ισχύς των πινάκων αρχίζει την 1η Μαΐου του έτους κατάρτισης τους, ανεξάρτητα από την ημερομηνία οριστικοποίησης τους, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.

 

   3. Οι υπάλληλοι που περιλαμβάνονται στους πίνακες προακτέων προάγονται υποχρεωτικά μέσα σε έναν μήνα από την κύρωση των πινάκων ή από την ημέρα που συμπληρώνουν τον απαιτούμενο για την προαγωγή χρόνο υπηρεσίας. Η προαγωγή θεωρείται ότι συντελεί­ται από την ημέρα που συμπληρώνει ο υπάλληλος το χρόνο υπηρεσίας που απαιτείται για να προαχθεί στον επόμενο βαθμό, ποτέ όμως πριν από την έναρξη ισχύος του οικείου πίνακα προακτέων.

 

   4. Στους πίνακες μη προακτέων περιλαμβάνονται οι υπάλληλοι που κρίνονται ως μη προακτέοι. Ως μη προακτέοι κρίνονται, με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, βάσει πραγματικών στοιχείων, οι υπάλληλοι που δεν πληρούν τις ουσιαστικές προϋ­ποθέσεις να ασκήσουν τα καθήκοντα του ανώτερου βαθμού.

 

   5. Οι αποφάσεις προαγωγών δεν δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

Αρθρο 7

Ιεραρχία προσωπικού

 

   1. α. Το προσωπικό της υπηρεσίας της Δημοτικής Αστυνομίας, εφόσον αυτή διαρθρώνεται σε επίπεδο Δι­εύθυνσης, ακολουθεί την κατωτέρω ιεραρχία:

i. Γενικός Διευθυντής

ii. Διευθυντής

iii. Υποδιευθυντής

iv. Τμηματάρχης Α'

ν. Τμηματάρχης Β'

vi. Επόπτης

νii. Δημοτικός αστυνομικός.

β. Το προσωπικό της υπηρεσίας της Δημοτικής Αστυ­νομίας, εφόσον αυτή διαρθρώνεται σε επίπεδο Αυτοτε­λούς Τμήματος, ακολουθεί την κατωτέρω ιεραρχία:

1. Τμηματάρχης

ii. Επόπτης

iii. Δημοτικός αστυνομικός.

γ. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορί­ζονται οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα των θέσεων των προηγούμενων παραγράφων.

 

   2. Για τις θέσεις ii-vi της περίπτωσης α' και i-ii της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του παρόντος γίνεται επιλογή από το υπηρεσιακό συμβούλιο και εκδίδεται πράξη τοποθέτησης από το αρμόδιο προς διορισμό όργανο. Ο Γενικός Διευθυντής προΐσταται της Γενικής Διεύθυνσης, ο Διευθυντής της Διεύθυνσης, ο Τμηματάρχης Α' των Τμημάτων και ο Τμηματάρχης του Αυτοτελούς Τμήματος.

 

Αρθρο 8

Επιλογή στις θέσεις της ιεραρχίας

 

   1. Ως Γενικός Διευθυντής, προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης, επιλέγεται υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ Δη­μοτικής Αστυνομίας με βαθμό Α' και είκοσι (20) του­λάχιστον έτη υπηρεσίας, υπό την προϋπόθεση ότι έχει διατελέσει ή είναι προϊστάμενος Διεύθυνσης κατά την ημέρα υποβολής της αίτησης υποψηφιότητας. Αν δεν υπάρχει τέτοιος υποψήφιος επιλέγεται υπάλληλος της ίδιας κατηγορίας, κλάδου και βαθμού, με δεκαοκτώ (18) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας. Αν δεν υπάρχει ούτε τέ­τοιος υποψήφιος, επιλέγεται υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ Διοικητικού με βαθμό Α' και είκοσι (20) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας, υπό την προϋπόθεση ότι έχει διατελέσει ή είναι προϊστάμενος Διεύθυνσης κατά την ημέρα υπο­βολής της αίτησης υποψηφιότητας.

 

   2. Ως Διευθυντής, προϊστάμενος της Διεύθυνσης, επι­λέγεται κατά προτεραιότητα υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ Δημοτικής Αστυνομίας με βαθμό Α' που έχει ασκήσει τουλάχιστον επί ένα (1) έτος καθήκοντα Υποδιευθυντή και, αν δεν υπάρχει, επιλέγεται υπάλληλος με βαθμό Α', που έχει ασκήσει καθήκοντα Τμηματάρχη Α' τουλά­χιστον επί δύο (2) έτη και, αν δεν υπάρχει, επιλέγεται υπάλληλος με βαθμό Α'. Εάν δεν υπάρχει ούτε τέτοιος υπάλληλος, επιλέγεται υπάλληλος της κατηγορίας TE Δημοτικής Αστυνομίας με βαθμό Α', που έχει ασκήσει τουλάχιστον επί δύο (2) έτη καθήκοντα Υποδιευθυντή και, αν δεν υπάρχει, επιλέγεται υπάλληλος με βαθμό Α', που έχει ασκήσει καθήκοντα Τμηματάρχη Α' τουλά­χιστον επί δύο (2) έτη.

 

   3. Ως Υποδιευθυντής επιλέγεται κατά προτεραιότητα υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ Δημοτικής Αστυνομίας με βαθμό Α', που έχει ασκήσει τουλάχιστον επί ένα (1) έτος καθήκοντα Τμηματάρχη Α', και, αν δεν υπάρχει, επιλέγεται υπάλληλος με βαθμό Α'. Εάν δεν υπάρχει τέτοιος υπάλλη­λος, επιλέγεται υπάλληλος της κατηγορίας TE Δημοτικής Αστυνομίας με βαθμό Α', που έχει ασκήσει τουλάχιστον επί ένα (1) έτος καθήκοντα Τμηματάρχη Α' και, αν δεν υπάρχει, επιλέγεται υπάλληλος με βαθμό Α'.

 

   4. Ως Τμηματάρχης Α', προϊστάμενος Τμήματος, επιλέ­γεται, κατά προτεραιότητα υπάλληλος της κατηγορίας ΠΕ Δημοτικής Αστυνομίας με βαθμό Α', που έχει ασκήσει τουλάχιστον επί ένα (1) έτος καθήκοντα Τμηματάρχη Β' και, αν δεν υπάρχει, επιλέγεται υπάλληλος με βαθμό Α' και, αν δεν υπάρχει, επιλέγεται υπάλληλος με βαθμό Β' και τέσσερα (4) τουλάχιστον χρόνια υπηρεσίας στο Β' βαθμό. Εάν δεν υπάρχει τέτοιος υπάλληλος, επιλέγεται υπάλληλος της κατηγορίας TE Δημοτικής Αστυνομίας με βαθμό Α', που έχει ασκήσει τουλάχιστον επί ένα (1) έτος καθήκοντα Τμηματάρχη Β' και, αν δεν υπάρχει, επιλέγεται υπάλληλος με βαθμό Α', και, αν δεν υπάρ­χει, υπάλληλος με βαθμό Β', που έχει συμπληρώσει ως ελάχιστο χρόνο υπηρεσίας στο βαθμό Β' τέσσερα (4) έτη. Αν δεν υπάρχει τέτοιος υπάλληλος, επιλέγεται Επό­πτης που έχει ασκήσει τουλάχιστον επί τέσσερα (4) έτη καθήκοντα Επόπτη.

 

   5. Ως Τμηματάρχης Β' επιλέγεται, κατά προτεραιότη­τα, υπάλληλος Α' βαθμού της κατηγορίας ΠΕ Δημοτικής Αστυνομίας και, αν δεν υπάρχει, υπάλληλος με βαθμό Β', που έχει συμπληρώσει ως ελάχιστο χρόνο υπηρεσίας στο βαθμό Β' δύο (2) έτη, και, αν δεν υπάρχει, υπάλληλος της κατηγορίας TE Δημοτικής Αστυνομίας με βαθμό Α', και, αν δεν υπάρχει, με βαθμό Β', που έχει συμπληρώσει ως ελάχιστο χρόνο υπηρεσίας στο βαθμό Β' δύο (2) έτη και, αν δεν υπάρχει, υπάλληλος της κατηγορίας ΔΕ Δημοτικής Αστυνομίας, με Α' βαθμό και, αν δεν υπάρχει, επιλέγεται Επόπτης με τέσσερα (4) τουλάχιστον χρόνια υπηρεσίας στη θέση του Επόπτη και Β' βαθμό.

 

   6. Ως Επόπτης επιλέγεται υπάλληλος της κατηγορίας ΔΕ Δημοτικής Αστυνομίας, που έχει συμπληρώσει πέντε (5) χρόνια υπηρεσίας στο βαθμό Γ'.

 

   7. Ως Τμηματάρχης, Προϊστάμενος Αυτοτελούς Τμή­ματος επιλέγεται κατά προτεραιότητα, υπάλληλος Α' βαθμού της κατηγορίας ΠΕ Δημοτικής Αστυνομίας και, αν δεν υπάρχει, υπάλληλος με βαθμό Β', που έχει συ­μπληρώσει ως ελάχιστο χρόνο υπηρεσίας στο βαθμό Β' τέσσερα (4) έτη, και, αν δεν υπάρχει, υπάλληλος της κατηγορίας TE Δημοτικής Αστυνομίας με βαθμό Α', και, αν δεν υπάρχει, με βαθμό Β', που έχει συμπληρώσει ως ελάχιστο χρόνο υπηρεσίας στο βαθμό Β' τέσσερα (4) έτη και, αν δεν υπάρχει, υπάλληλος της κατηγορίας ΔΕ Δημοτικής Αστυνομίας, με βαθμό Α' και, αν δεν υπάρ­χει, επιλέγεται Επόπτης με τέσσερα (4) τουλάχιστον χρόνια υπηρεσίας στη θέση του Επόπτη. Ως Επόπτης επιλέγεται υπάλληλος της κατηγορίας ΔΕ Δημοτικής Αστυνομίας, που έχει συμπληρώσει πέντε (5) χρόνια υπηρεσίας στο βαθμό Γ'.

 

   8. Με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οι­κονομίας και Οικονομικών καθορίζεται επίδομα θέσης ευθύνης για τις θέσεις των προηγούμενων παραγρά­φων.

 

Αρθρο 9

Κριτήρια για το σχηματισμό της κρίσης

 

   1. Η επιλογή του προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης γίνεται από το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο βάσει κρι­τηρίων που αξιολογούνται ως ακολούθως:

α. Επαγγελματικά-Τεχνικά προσόντα

* Ο βασικός τίτλος σπουδών: Αριστα 300 μόρια, λίαν καλώς 250 μόρια, καλώς 200 μόρια.

* Ο δεύτερος τίτλος σπουδών, εφόσον είναι της ίδιας εκπαιδευτικής βαθμίδας με το βασικό τίτλο σπουδών: Αριστα 80 μόρια, λίαν καλώς 60 μόρια, καλώς 40 μό­ρια.

* Ο βαθμός αποφοίτησης από τις Σχολές Εκπαίδευσης Δημοτικής Αστυνομίας 17 και άνω: 1 μόριο ανά δεκαδικό ψηφίο.

* Το διδακτορικό δίπλωμα σε γνωστικό αντικείμενο συναφές με το αντικείμενο της υπηρεσίας: μόρια 200.

* Το διδακτορικό δίπλωμα σε άλλο γνωστικό αντικεί­μενο: μόρια 120.

* Ο μεταπτυχιακός τίτλος, ετήσιας τουλάχιστον δι­άρκειας, σε γνωστικό αντικείμενο συναφές με το αντι­κείμενο της υπηρεσίας: μόρια 120.

* Ο μεταπτυχιακός τίτλος, ετήσιας τουλάχιστον διάρ­κειας, σε άλλο γνωστικό αντικείμενο: μόρια 60.

* Η άριστη γνώση μίας από τις γλώσσες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης: μόρια 60.

* Η πολύ καλή γνώση μίας από τις γλώσσες των χω­ρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης: μόρια 50.

* Η καλή γνώση μίας από τις γλώσσες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης: μόρια 40.

* Η άριστη γνώση κάθε επιπλέον ξένης γλώσσας: μό­ρια 50.

* Η πολύ καλή γνώση κάθε επιπλέον ξένης γλώσσας: μόρια 40.

* Η πιστοποιημένη επιμόρφωση που παρέχεται από το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Κ.Δ.Δ.Α.), από Σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων, της ΕΛ.ΑΣ. και του Λιμενικού Σώματος: Μέχρι 100 μόρια (ανά ημέρα επιμόρφωσης ένα (1) μόριο, με ανώτατο όριο τα 100 μόρια).

* Η παρακολούθηση του ειδικού προγράμματος εκπαί­δευσης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Κ.Δ.Δ.Α.) του άρθρου 15 παράγραφος 4 του παρόντος, προκειμένου για το προσωπικό που υπηρετούσε ήδη σε υπηρεσία Δημοτικής Αστυνομίας πριν από την έναρξη ισχύος του π.δ. 135/2006 και δεν είχε φοιτήσει στις Σχολές Εκπαίδευσης Δημοτικής Αστυνομίας, καθώς και όσων είχαν παρακολουθήσει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα των Σχολών Δημοτικής Αστυνομίας, αποδεικνύεται με αντίστοιχο πιστοποιητι­κό και λαμβάνει ένα μόριο ανά ημέρα επιμόρφωσης με ανώτατο όριο τα 50 μόρια.

β. Εργασιακή-Διοικητική εμπειρία

* Ο χρόνος υπηρεσίας: μέχρι 600 μόρια (για κάθε έτος υπηρεσίας 20 μόρια, με ανώτατο όριο τα 30 έτη). Χρόνος υπηρεσίας μεγαλύτερος του εξαμήνου λογίζεται ως πλήρες έτος.

* Ο χρόνος υπηρεσίας σε θέση προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης: μέχρι 350 μόρια (για κάθε συμπληρωμένο μήνα 9,72 μόρια, με ανώτατο όριο τους 36 μήνες).

* Ο χρόνος υπηρεσίας σε θέση προϊσταμένου Διεύ­θυνσης: μέχρι 250 μόρια (για κάθε συμπληρωμένο μήνα 6,94 μόρια, με ανώτατο όριο τους 36 μήνες).

Το σύνολο των μορίων που μπορεί να λάβει υποψή­φιος από το χρόνο υπηρεσίας σε Θέση προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης και προϊσταμένου Διεύθυνσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 350 μόρια.

γ. Ικανότητες-δεξιότητες

(1) Υπηρεσιακή αξιολόγηση: Μέχρι 700 μόρια

* Γνώση αντικειμένου υπηρεσίας

* Διοικητικές ικανότητες

* Ενδιαφέρον και δημιουργικότητα

* Υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά

* Αποτελεσματικότητα

 

Ετη

1

2

3

4

5

Μέσος όρος Επί συντελεστή βαρύτητας

Μόρια

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Γενικό Σύνολο

 

 

 

 

 

 

 

Τα ανωτέρω κριτήρια αξιολογούνται βάσει της βαθ­μολόγησης τους στις εκθέσεις αξιολόγησης της τελευ­ταίας πενταετίας, και λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος αυτής για κάθε κριτήριο με συντελεστή βαρύτητας 14.

(2) Ειδικές δραστηριότητες (ιδίως συγγραφικές εργα­σίες, ανακοινώσεις-εισηγήσεις σε συνέδρια, ημερίδες κ.λπ., συναφείς με αντικείμενο της υπηρεσίας ή της δη­μόσιας διοίκησης γενικότερα, εκπροσώπηση σε συμβού­λια, επιτροπές ή ομάδες εργασίας τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, μέλη Δ.Σ., Πρόεδροι, Διοικητές και λοιπά όργανα διοίκησης νομικών προσώπων του δη­μόσιου τομέα ή επιμόρφωση πέραν της αναφερομένης στην περίπτωση 1α): μέχρι 150 μόρια.

(3) Η ηθική αμοιβή του επαίνου: 20 μόρια.

(4) Το μετάλλιο διακεκριμένων πράξεων: 50 μόρια.

(5) Συνέντευξη: από 100 μέχρι 450 μόρια,

ως ακολούθως: ικανοποιητικώς 100, καλώς 200, πολύ καλώς 300, άριστα 450.

 

   2. Η επιλογή του Διευθυντή και Υποδιευθυντή γίνεται από το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο βάσει κριτηρίων που αξιολογούνται ως ακολούθως:

α. Επαγγελματικά-Τεχνικά προσόντα

* Ο βασικός τίτλος σπουδών: άριστα 300 μόρια, λίαν καλώς 250 μόρια, καλώς 200 μόρια.

* Ο δεύτερος τίτλος σπουδών, εφόσον είναι της ίδιας εκπαιδευτικής βαθμίδας με το βασικό τίτλο σπουδών: άριστα 80 μόρια, λίαν καλώς 60 μόρια, καλώς 40 μόρια.

* Ο βαθμός αποφοίτησης από τις Σχολές Εκπαίδευσης Δημοτικής Αστυνομίας 17 και άνω: 1 μόριο ανά δεκαδικό ψηφίο.

* Το διδακτορικό δίπλωμα σε γνωστικό αντικείμενο συναφές με το αντικείμενο της υπηρεσίας: μόρια 180.

* Το διδακτορικό δίπλωμα σε άλλο γνωστικό αντικεί­μενο: μόρια 100.

* Ο μεταπτυχιακός τίτλος, ετήσιας τουλάχιστον δι­άρκειας, σε γνωστικό αντικείμενο συναφές με το αντι­κείμενο της υπηρεσίας: μόρια 100.

* Ο μεταπτυχιακός τίτλος, ετήσιας τουλάχιστον διάρ­κειας, σε άλλο γνωστικό αντικείμενο: μόρια 60.

* Η άριστη γνώση μίας από τις γλώσσες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης: μόρια 50.

* Η πολύ καλή γνώση μίας από τις γλώσσες των χω­ρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης: μόρια 40.

* Η καλή γνώση μίας από τις γλώσσες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης: μόρια 30.

* Η άριστη γνώση κάθε επιπλέον ξένης γλώσσας: μό­ρια 40.

* Η πολύ καλή γνώση κάθε επιπλέον ξένης γλώσσας: μόρια 30.

* Η πιστοποιημένη επιμόρφωση που παρέχεται από το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Κ.Δ.Δ.Α.), από Σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων, της ΕΛ.ΑΣ. και του Λιμενικού Σώματος: Μέχρι 80 μόρια (ανά ημέρα επι­μόρφωσης ένα (1) μόριο, με ανώτατο όριο τα 80 μόρια).

* Η παρακολούθηση του ειδικού προγράμματος εκ­παίδευσης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης του άρθρου 15 παρ. 4 του παρόντος, προκειμένου για το προσωπικό που υπηρετούσε ήδη σε υπηρεσία Δημοτικής Αστυνομίας πριν από την έναρξη ισχύος του π.δ. 135/2006 και δεν είχε φοιτήσει στις Σχολές Εκπαίδευσης Δημοτικής Αστυνομίας, καθώς και όσων είχαν παρακολουθήσει το εκπαιδευτικό πρόγραμ­μα των Σχολών Δημοτικής Αστυνομίας, αποδεικνύεται με αντίστοιχο πιστοποιητικό και λαμβάνει ένα μόριο ανά ημέρα επιμόρφωσης με ανώτατο όριο τα 50 μόρια.

β. Εργασιακή-Διοικητική εμπειρία

* Ο χρόνος υπηρεσίας: μέχρι 600 μόρια (για κάθε έτος υπηρεσίας 20 μόρια, με ανώτατο όριο τα 30 έτη). Χρόνος υπηρεσίας μεγαλύτερος του εξαμήνου λογίζεται ως πλήρες έτος.

* Ο χρόνος υπηρεσίας σε θέση προϊσταμένου Διεύ­θυνσης: μέχρι 200 μόρια (για κάθε συμπληρωμένο μήνα 5,56 μόρια, με ανώτατο όριο τους 36 μήνες).

* Ο χρόνος υπηρεσίας σε θέση προϊσταμένου Τμήμα­τος: μέχρι 125 μόρια (για κάθε συμπληρωμένο μήνα 3,47 μόρια, με ανώτατο όριο τους 36 μήνες).

Το σύνολο των μορίων που μπορεί να λάβει υποψή­φιος από το χρόνο υπηρεσίας σε θέση προϊσταμένου Διεύθυνσης, προϊσταμένου Τμήματος δεν μπορεί να υπερβεί τα 200 μόρια.

γ. Ικανότητες-δεξιότητες

(1) Υπηρεσιακή αξιολόγηση: μέχρι 450 μόρια

* Γνώση αντικειμένου υπηρεσίας

* Διοικητικές ικανότητες

* Ενδιαφέρον και δημιουργικότητα

* Υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά

* Αποτελεσματικότητα

 

Ετη

1

2

3

4

5

Μέσος όρος Επί συντελεστή βαρύτητας

Μόρια

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Γενικό Σύνολο

 

 

 

 

 

 

 

Τα ανωτέρω κριτήρια αξιολογούνται βάσει της βαθμολόγησής τους στις εκθέσεις αξιολόγησης της τελευταίας πενταετίας, και λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος αυτής για κάθε κριτήριο με συντελεστή βαρύτητας 9.

(2) Ειδικές δραστηριότητες (ιδίως συγγραφικές εργα­σίες, ανακοινώσεις-εισηγήσεις σε συνέδρια, ημερίδες κ.λπ., συναφείς με αντικείμενο της υπηρεσίας ή της Δη­μόσιας Διοίκησης γενικότερα, εκπροσώπηση σε συμβού­λια, επιτροπές ή ομάδες εργασίας τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, μέλη Δ.Σ., Πρόεδροι, Διοικητές και λοιπά όργανα διοίκησης νομικών προσώπων του δη­μόσιου τομέα ή επιμόρφωση πέραν της αναφερομένης στην περίπτωση 2α): μέχρι 120 μόρια.

(3) Η ηθική αμοιβή του επαίνου: 20 μόρια.

(4) Το μετάλλιο διακεκριμένων πράξεων: 50 μόρια.

(5) Συνέντευξη: από 50 μέχρι 200 μόρια,

ως ακολούθως: ικανοποιητικώς 50, καλώς 100, πολύ καλώς 150, άριστα 200.

 

   3. Η επιλογή του Τμηματάρχη Α', του Τμηματάρχη Β' και των υφισταμένων τους Εποπτών, καθώς και του Τμηματάρχη, Προϊσταμένου Αυτοτελούς Τμήματος και του υφισταμένου του Επόπτη γίνεται από το οικείο υπη­ρεσιακό συμβούλιο, βάσει κριτηρίων που αξιολογούνται ως ακολούθως:

α. Επαγγελματικά-Τεχνικά προσόντα

* Ο βασικός τίτλος σπουδών: Αριστα 300 μόρια, λίαν καλώς 250 μόρια, καλώς 200 μόρια.

* Ο δεύτερος τίτλος σπουδών, εφόσον είναι της ίδιας εκπαιδευτικής βαθμίδας με το βασικό τίτλο σπουδών: άριστα 80, λίαν καλώς 60, καλώς 40.

* Ο βαθμός αποφοίτησης από τις Σχολές Εκπαίδευσης Δημοτικής Αστυνομίας 17 και άνω: 1 μόριο ανά δεκαδικό ψηφίο.

* Το διδακτορικό δίπλωμα σε γνωστικό αντικείμενο συναφές με το αντικείμενο της υπηρεσίας: μόρια 180.

* Το διδακτορικό δίπλωμα σε άλλο γνωστικό αντικεί­μενο: μόρια 100.

* Ο μεταπτυχιακός τίτλος, ετήσιας τουλάχιστον δι­άρκειας, σε γνωστικό αντικείμενο συναφές με το αντι­κείμενο της υπηρεσίας: μόρια 100.

* Ο μεταπτυχιακός τίτλος, ετήσιας διάρκειας, σε άλλο γνωστικό αντικείμενο: μόρια 60.

* Η άριστη γνώση μίας από τις γλώσσες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης: μόρια 70.

* Η πολύ καλή γνώση μίας από τις γλώσσες των χω­ρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης: μόρια 60.

* Η καλή γνώση μίας από τις γλώσσες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης: μόρια 50.

* Η άριστη γνώση κάθε επιπλέον ξένης γλώσσας: μό­ρια 60.

* Η πολύ καλή γνώση κάθε επιπλέον ξένης γλώσσας: μόρια 50.

* Η πιστοποιημένη επιμόρφωση που παρέχεται από το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοί­κησης, από Σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων, την ΕΛ. ΑΣ. και του Λιμενικού Σώματος: μέχρι 100 μόρια (ανά ημέρα επιμόρφωσης ένα (1) μόριο, με ανώτατο όριο τα 100 μόρια).

Η παρακολούθηση του ειδικού προγράμματος εκπαί­δευσης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης του άρθρου 15 παρ. 4 του παρόντος, προκειμένου για το προσωπικό που υπηρετούσε ήδη σε υπηρεσία Δημοτικής Αστυνομίας πριν από την έναρξη ισχύος του π.δ. 135/2006 και δεν είχε φοιτήσει στις Σχολές Εκπαίδευσης Δημοτικής Αστυνομίας, καθώς και όσων είχαν παρακολουθήσει το εκπαιδευτικό πρόγραμ­μα των Σχολών Δημοτικής Αστυνομίας, αποδεικνύεται με αντίστοιχο πιστοποιητικό και λαμβάνει ένα μόριο ανά ημέρα επιμόρφωσης με ανώτατο όριο τα 50 μόρια. β. Εργασιακή-Διοικητική εμπειρία

* Ο χρόνος υπηρεσίας: μέχρι 450 μόρια (για κάθε έτος υπηρεσίας 15 μόρια, με ανώτατο όριο τα 30 έτη). Χρόνος υπηρεσίας μεγαλύτερος του εξαμήνου λογίζεται ως πλήρες έτος.

* Ο χρόνος υπηρεσίας σε θέση προϊσταμένου Διεύ­θυνσης: μέχρι 200 μόρια (για κάθε συμπληρωμένο μήνα 5,56 μόρια, με ανώτατο όριο τους 36 μήνες).

* Ο χρόνος υπηρεσίας σε θέση προϊσταμένου Τμήμα­τος: μέχρι 125 μόρια (για κάθε συμπληρωμένο μήνα 3,47 μόρια, με ανώτατο όριο τους 36 μήνες).

Το σύνολο των μορίων που μπορεί να λάβει υποψή­φιος από το χρόνο υπηρεσίας σε θέση προϊσταμένου Διεύθυνσης, προϊσταμένου Τμήματος δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 200 μόρια.

γ. Ικανότητες-δεξιότητες

(1) Υπηρεσιακή αξιολόγηση: Μέχρι 300 μόρια.

* Γνώση αντικειμένου υπηρεσίας

* Διοικητικές ικανότητες

* Ενδιαφέρον και δημιουργικότητα

* Υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά

* Αποτελεσματικότητα

 

Ετη

1

2

3

4

5

Μέσος όρος Επί συντελεστή βαρύτητας

Μόρια

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Γενικό Σύνολο

 

 

 

 

 

 

 

Τα ανωτέρω κριτήρια αξιολογούνται βάσει της βαθ­μολόγησης τους στις εκθέσεις αξιολόγησης της τελευ­ταίας πενταετίας, και λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος αυτής για κάθε κριτήριο με συντελεστή βαρύτητας 6. Το κριτήριο «Διοικητικές ικανότητες» δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την κρίση για την επιλογή προϊσταμένων Τμήμα­τος, όταν αυτό δεν υπάρχει. Στην περίπτωση αυτή τα υπόλοιπα κριτήρια αξιολογούνται και λαμβάνεται υπό­ψη ο μέσος όρος της τελευταίας πενταετίας για κάθε κριτήριο με συντελεστή βαρύτητας 7,5.

(2) Ειδικές δραστηριότητες (ιδίως συγγραφικές εργα­σίες, ανακοινώσεις-εισηγήσεις σε συνέδρια, ημερίδες κ.λπ., συναφείς με αντικείμενο της υπηρεσίας ή της δη­μόσιας διοίκησης γενικότερα, εκπροσώπηση σε συμβού­λια, επιτροπές ή ομάδες εργασίας τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, μέλη Δ.Σ., Πρόεδροι, Διοικητές και λοιπά όργανα διοίκησης νομικών προσώπων του δη­μόσιου τομέα ή επιμόρφωση πέραν της αναφερόμενης στην περίπτωση 3α): Μέχρι 60 μόρια.

(3) Η ηθική αμοιβή του επαίνου: 20 μόρια.

(4) Το μετάλλιο διακεκριμένων πράξεων: 40 μόρια.

(5) Ειδική αξιολόγηση από το υπηρεσιακό συμβού­λιο:

Από 50 μέχρι 200 μόρια. Το υπηρεσιακό συμβούλιο μοριοδοτεί κάθε υποψήφιο με βάση τη συνολική υπη­ρεσιακή εικόνα του υπαλλήλου που αποκομίζει από το σύνολο των στοιχείων του προσωπικού μητρώου.

 

   4. Η συνολική βαθμολογία των κριτηρίων των περιπτώ­σεων β' και γ' των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος εξάγεται με προσέγγιση δύο δεκαδικών ψηφίων.

 

   5. Για τη βαθμολογία του κριτηρίου της επιμόρφω­σης της περίπτωσης α' των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος λαμβάνεται υπόψη η επιμόρφωση της τελευταίας δεκαετίας.

 

   6. Η βαθμολογία του κριτηρίου της υπηρεσιακής αξιο­λόγησης της περίπτωσης γ' των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος εξάγεται με βάση τις εκθέσεις αξιολόγη­σης που υπάρχουν στο προσωπικό μητρώο του υπαλλή­λου, έστω και αν δεν καλύπτουν πλήρη πενταετία.

 

   7. Την τελική βαθμολογία του κριτηρίου της συνέντευ­ξης της περίπτωσης γ' των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος, των ειδικών δραστηριοτήτων της περίπτω­σης γ' των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος, καθώς και της ειδικής αξιολόγησης της περίπτωσης γ' της παραγράφου 3 του παρόντος αποτελεί ο μέσος όρος του βαθμού των μελών του Υπηρεσιακού Συμβουλίου.

 

   8. Η επίδραση των αναρρωτικών αδειών στην ικα­νότητα του υπαλλήλου για την άσκηση καθηκόντων προϊσταμένου, όπως επίσης και οι συστηματικά επα­ναλαμβανόμενες αναρρωτικές άδειες και η ύπαρξη πει­θαρχικών ποινών, συνεκτιμώνται από το υπηρεσιακό συμβούλιο στη βαθμολόγηση της συνέντευξης ή της ειδικής αξιολόγησης.

 

Αρθρο 10

Επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων

 

   1. Η κατάταξη των υποψηφίων γίνεται βάσει της βαθ­μολογίας που λαμβάνει ο κάθε υποψήφιος σύμφωνα με τα κριτήρια του προηγούμενου άρθρου και η επιλογή γίνεται κατά φθίνουσα σειρά βαθμολογίας και κατά τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων.

 

   2. α. Η επιλογή προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσε­ων γίνεται από το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο του άρθρου 4 του ΚΚΔΚΥ, με ανακοίνωση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου του οικείου ΟΤΑ, με την οποία προσδιορίζονται οι κενές θέσεις προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων.

β. Η ανακοίνωση αναρτάται στον οικείο ΟΤΑ, με απο­δεικτικό, έναν μήνα πριν από τη λήξη της θητείας των υπηρετούντων προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων ή εντός ενός (1) μηνός από τη σύσταση των θέσεων και τάσσεται προθεσμία δέκα (10) ημερών για την υποβολή αιτήσεων. Η αίτηση υποψηφιότητας συνοδεύεται από βιογραφικό σημείωμα, που συντάσσεται με ευθύνη του υποψηφίου και το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου του υπαλ­λήλου.

γ. Το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο ελέγχει, σε πρώ­το στάδιο, όλες τις αιτήσεις υποψηφιοτήτων, εάν και κατά πόσον πληρούν τους όρους του νόμου. Όσοι από τους υποψηφίους δεν πληρούν τους όρους του νόμου, αποκλείονται με απόφαση του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου από την περαιτέρω διαδικασία. Σε δεύτε­ρο στάδιο το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο μοριοδοτεί κάθε υποψήφιο, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 9 του παρόντος. Ειδικώς για τη συνέντευξη, το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο καλεί κάθε υποψήφιο χωριστά, προκειμένου να μορφώσει γνώμη για την προσωπικότητα, την ικανότητα και την εν γένει καταλληλότητα του για την άσκηση των καθηκόντων του προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης.

δ. Ο Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης, του οποίου η θητεία λήγει, εξακολουθεί να διατηρεί τη θέση του και να ασκεί τα καθήκοντα του έως την επιλογή και τοποθέτηση νέου Προϊσταμένου.

ε. Σε περίπτωση που προϊστάμενος Γενικής Διεύ­θυνσης δεν επιλέγεται για δεύτερη φορά, καταλαμ­βάνει κενή θέση προϊσταμένου Διεύθυνσης, και αν δεν υπάρχει, καταλαμβάνει την πρώτη θέση προϊσταμένου Διεύθυνσης που θα κενωθεί. Έως τότε, θεωρείται προ­ϊστάμενος Διεύθυνσης και τα καθήκοντα του προσδι­ορίζονται με απόφαση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες. Η θη­τεία του ανανεώνεται, αυτόματα, εκτός εάν με απόφαση του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου απαλλαγεί από τα καθήκοντα του προϊσταμένου Διεύθυνσης για σοβαρό λόγο, αναγόμενο στην πλημμελή άσκηση αυτών. Επίσης, οι προϊστάμενοι Γενικής Διεύθυνσης, οι οποίοι δεν επιλέ­γονται πάλι μετά τη λήξη της θητείας τους, μπορούν να αποχωρήσουν από την υπηρεσία διατηρώντας τις απο­δοχές του προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης, εφόσον υποβάλουν αίτηση παραίτησης μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την ανακοίνωση της μη επανεπιλογής τους.

στ. Αν κενωθεί θέση προϊσταμένου Γενικής Διεύθυν­σης πριν από τη λήξη της θητείας ή συσταθεί νέα, το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο επιλέγει νέο προϊστάμενο για το υπόλοιπο της θητείας, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις.

 

   3. α. Η επιλογή Διευθυντών, Υποδιευθυντών, Τμηματαρ­χών Α' και Β' και Εποπτών, προκειμένου για οργανική μονάδα επιπέδου Διεύθυνσης, καθώς και Τμηματαρχών και Εποπτών, προκειμένου για οργανική μονάδα επιπέ­δου Αυτοτελούς Τμήματος, γίνεται από το υπηρεσιακό συμβούλιο, όπως προβλέπεται από το άρθρο 5 του ΚΚ-ΔΚΥ, το αργότερο μέσα σε έναν μήνα από τη λήξη της θητείας τους. Παράλειψη αποστολής των φακέλωνεντός της ανωτέρω προθεσμίας συνιστά σοβαρή παράβαση καθήκοντος του αρμόδιου οργάνου, η οποία τιμωρείται πειθαρχικώς σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.

β. Το υπηρεσιακό συμβούλιο μοριοδοτεί τους υποψη­φίους για τις θέσεις Διευθυντών, Υποδιευθυντών, Τμημα­ταρχών Α' και Β' και Εποπτών, καθώς και Τμηματαρχών, προϊσταμένων Αυτοτελούς Τμήματος και Εποπτών κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3 αντίστοιχα του προηγούμενου άρθρου. Ειδικώς για τις θέσεις Δι­ευθυντών και Υποδιευθυντών, το υπηρεσιακό συμβούλιο καλεί σε συνέντευξη κάθε υποψήφιο χωριστά, προκει­μένου να διαμορφώσει γνώμη για την προσωπικότητα, την ικανότητα και την εν γένει καταλληλότητα του για την άσκηση των καθηκόντων του Διευθυντή.

γ. Έγγραφη δήλωση του υπαλλήλου ότι δεν επιθυμεί να κριθεί κατά την επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων γίνεται δεκτή από το υπηρεσιακό συμβούλιο, εκτός εάν οι ανάγκες της υπηρεσίας επιβάλλουν τη μη αποδοχή της.

δ. Οι προϋποθέσεις, που προβλέπονται στις παραγρά­φους 2 και 3 του άρθρου 8, πρέπει να συντρέχουν το αργότερο έως και την ημέρα λήξης της θητείας των προϊσταμένων.

 

   4. Όσοι επιλέγονται από το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμ­βούλιο και τα υπηρεσιακά συμβούλια τοποθετούνται, με απόφαση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου, ως προϊστάμενοι σε αντίστοιχου επιπέδου οργανικές μονά­δες για τρία (3) έτη. Οι τοποθετούμενοι ως προϊστάμενοι εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντα τους και μετά τη λήξη της θητείας τους έως την τυχόν επανεπιλογή τους ή την τοποθέτηση του νέου προϊσταμένου.

 

   5. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου, υπάλληλος που επιλέγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος για τρίτη φορά ως Διευθυ­ντής, θεωρείται ότι καταλαμβάνει, αυτοδικαίως, θέση προϊσταμένου αντίστοιχου επιπέδου. Επίσης, υπάλληλος που επιλέγεται για τρίτη φορά ως Τμηματάρχης Α' ή Τμηματάρχης, προϊστάμενος Αυτοτελούς Τμήματος θεωρείται ότι καταλαμβάνει αυτοδικαίως θέση προϊ­σταμένου αντίστοιχου επιπέδου. Όσοι καταλαμβάνουν θέσεις προϊσταμένων, κατά την παράγραφο αυτή, κρίνο­νται εφεξής μόνο για επιλογή σε θέσεις προϊσταμένων οργανικών μονάδων ανώτερου επιπέδου. Σε περίπτωση κατά την οποία Διευθυντής δεν επανεπιλέγεται μετά τη λήξη της θητείας του, καταλαμβάνει, χωρίς κρίση υπηρεσιακού συμβουλίου, θέση Υποδιευθυντή, εκτός αν το υπηρεσιακό συμβούλιο, με αιτιολογημένη απόφαση του, κρίνει διαφορετικά.

 

   6. Με απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, ο προϊ­στάμενος μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντα του και πριν από τη λήξη της τριετίας, για σοβαρό λόγο αναγόμενο στην πλημμελή άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, και ιδιαίτερα για αδικαιολόγητη επι­είκεια ή μεροληψία κατά τη σύνταξη των εκθέσεων αξιολόγησης, για πλημμελή άσκηση ή αδυναμία άσκησης ελέγχου επί των υπαλλήλων, για μη προσήκουσα συ­μπεριφορά προς τους πολίτες, ευθυνοφοβία, απροθυμία για την εφαρμογή νέων μεθόδων οργάνωσης, λειτουρ­γίας και αποδοτικότητας, αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διεκπεραίωση των υποθέσεων, κακή συνεργασία με λοιπούς προϊσταμένους και μειωμένη ποιοτική και ποσοτική απόδοση. Ο προϊστάμενος μπορεί, επίσης, να απαλλαγεί από τα καθήκοντα του με αίτηση του, ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, που συνεκτιμά τις υπηρεσιακές ανάγκες. Στην περίπτωση αυτή και ανεξάρτητα από τους λόγους της παραίτησης, στερείται του δικαιώματος επιλογής του ως προϊσταμέ­νου οργανικής μονάδας για μία τριετία από την επομένη της έκδοσης της απόφασης απαλλαγής του από τα καθήκοντα προϊσταμένου.

 

   7. Αν κενωθεί θέση Γενικού Διευθυντή, Διευθυντή, Τμη­ματάρχη Α' ή Β', Επόπτη, Τμηματάρχη, προϊσταμένου Αυτοτελούς Τμήματος ή Επόπτη πριν από τη λήξη της θητείας ή συσταθεί νέα, το οικείο υπηρεσιακό συμ­βούλιο επιλέγει νέο προϊστάμενο για το υπόλοιπο της θητείας. Η επιλογή προϊσταμένων για τις θέσεις που κενώθηκαν ή συστάθηκαν γίνεται το αργότερο μέσα σε έναν μήνα από τότε που οι θέσεις κενώθηκαν ή συστά­θηκαν. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3α του άρθρου αυτού εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή. Για την επιλογή προϊσταμένου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής απαιτείται να υποβληθεί αίτηση από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο στην οικεία υπηρε­σία διοικητικού ή προσωπικού, το αργότερο μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ημέρα που έλαβε γνώση με φροντίδα της υπηρεσίας διοικητικού ή προσωπικού.

Το Υπηρεσιακό Συμβούλιο, με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του, μπορεί να επιλέξει ως προϊστάμενο και υπάλληλο που δεν υπέβαλε αίτηση.

 

Αρθρο 11

Προβάδισμα

 

   Το προβάδισμα μεταξύ του προσωπικού της Δημοτι­κής Αστυνομίας καθορίζεται ως εξής:

α. Μεταξύ υπαλλήλων που ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες, προηγούνται οι υπάλληλοι της κατηγορίας ΠΕ και ακολουθούν, κατά σειρά, οι υπάλληλοι της κατη­γορίας TE και τέλος οι υπάλληλοι της κατηγορίας ΔΕ.

β. Μεταξύ υπαλλήλων που ανήκουν στην ίδια κατηγο­ρία, προηγούνται οι υπάλληλοι που κατέχουν ανώτερη θέση σύμφωνα με την ιεραρχική κλίμακα του άρθρου 7 του παρόντος.

γ. Μεταξύ υπαλλήλων του ίδιου κλάδου και βαθμού δεν υπάρχει προβάδισμα.

δ. Όπου από τις οικείες οργανικές διατάξεις επιτρέ­πεται η τοποθέτηση προϊσταμένου κατηγορίας που έπεται κατά το προβάδισμα, δεν ισχύει το προβάδισμα των κατηγοριών.

 

Αρθρο 12

Αναπλήρωση προϊσταμένων

 

   1. Τον Διευθυντή που απουσιάζει ή κωλύεται αναπλη­ρώνει στα καθήκοντα του ο Υποδιευθυντής, κατά σειρά, και, ελλείψει αυτών, ο Τμηματάρχης Α', που έχει περισ­σότερο χρόνο συνολικής υπηρεσίας. Τον Υποδιευθυντή που απουσιάζει ή κωλύεται αναπληρώνει στα καθήκο­ντα του ο ανώτερος κατά βαθμό Τμηματάρχης Α' των υποκείμενων οργανικών μονάδων και επί ομοιοβάθμων ο Τμηματάρχης Α', που έχει περισσότερο χρόνο συνο­λικής υπηρεσίας.

 

   2. Τον Τμηματάρχη Α' που απουσιάζει ή κωλύεται, αναπληρώνει στα καθήκοντα του ο ανώτερος κατά βαθ­μό Τμηματάρχης Β', που υπηρετεί στην ίδια οργανική μονάδα. Αν υπηρετούν περισσότεροι Τμηματάρχες Β' με τον ίδιο βαθμό, αναπληρώνει αυτός που έχει περισ­σότερο χρόνο συνολικής υπηρεσίας.

 

   3. Τον Τμηματάρχη Β' που απουσιάζει ή κωλύεται, ανα­πληρώνει στα καθήκοντα του ο ανώτερος κατά βαθμό Επόπτης. Αν υπηρετούν περισσότεροι Επόπτες με τον ίδιο βαθμό, αναπληρώνει αυτός που έχει περισσότερο χρόνο συνολικής υπηρεσίας.

 

   4. Τον Επόπτη που απουσιάζει ή κωλύεται, αναπληρώ­νει στα καθήκοντα του ο ανώτερος κατά βαθμό δημοτι­κός αστυνομικός. Αν υπηρετούν περισσότεροι δημοτικοί αστυνομικοί με τον ίδιο βαθμό, αναπληρώνει αυτός που έχει περισσότερο χρόνο συνολικής υπηρεσίας.

 

   5. Τον Τμηματάρχη, Προϊστάμενο Αυτοτελούς Τμή­ματος που απουσιάζει ή κωλύεται, αναπληρώνει στα καθήκοντα του ο ανώτερος κατά βαθμό Επόπτης. Αν υπηρετούν περισσότεροι Επόπτες με τον ίδιο βαθμό, αναπληρώνει αυτός που έχει περισσότερο χρόνο συ­νολικής υπηρεσίας. Τον Επόπτη που απουσιάζει ή κω­λύεται, αναπληρώνει στα καθήκοντα του ο ανώτερος κατά βαθμό δημοτικός αστυνομικός. Αν υπηρετούν πε­ρισσότεροι δημοτικοί αστυνομικοί με τον ίδιο βαθμό, αναπληρώνει αυτός που έχει περισσότερο χρόνο συ­νολικής υπηρεσίας.

 

   6. Αν κενωθεί ή συσταθεί θέση προϊσταμένου οργα­νικής μονάδας ως την τοποθέτηση νέου προϊσταμένου, εφαρμόζονται οι διατάξεις των προηγούμενων παρα­γράφων.

 

   7. Ο αναπληρωτής προϊσταμένου οργανικής μονάδας, κατά το παρόν άρθρο, δικαιούται το προβλεπόμενο για τη θέση επίδομα μετά την πάροδο των δύο μηνών από την αναπλήρωση. Στην περίπτωση της παραγράφου 6 το επίδομα καταβάλλεται από την έναρξη της ανα­πλήρωσης.

 

Αρθρο 13

Απόσπαση σε τουριστικό Δήμο ή Κοινότητα

 

   Επιτρέπεται η απόσπαση υπαλλήλου της Δημοτικής Αστυνομίας σε Δημοτική Αστυνομία άλλου Δήμου ή Κοινότητας τουριστικής περιοχής, ύστερα από τη συ­μπλήρωση της διετούς δοκιμαστικής υπηρεσίας. Για την απόσπαση ο ενδιαφερόμενος Δήμος απευθύνει δημόσια πρόσκληση για την κάλυψη των υπηρεσιακών αναγκών της Δημοτικής Αστυνομίας κατά την τουριστική περί­οδο. Η απόσπαση γίνεται με αίτηση του υπαλλήλου και απόφαση του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου του ΟΤΑ υποδοχής, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του αντίστοιχου οργάνου του Δήμου της οργανικής θέσης του υπαλλήλου. Η απόσπαση γίνεται κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης κατά την τουριστική περίοδο και για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μεγα­λύτερο των 6 μηνών. Με την πάροδο του χρόνου της απόσπασης, αυτή λύεται αυτοδίκαια, και ο υπάλληλος υποχρεούται να επιστρέψει στην οργανική του θέση. Δεν είναι δυνατή η απόσπαση, όταν πρόκειται για το μοναδικό υπάλληλο στην κατηγορία του κλάδου του. Ο χρόνος υπηρεσίας του αποσπώμενου λογίζεται για όλες τις συνέπειες, ως συνεχής πραγματική υπηρεσία του υπαλλήλου στην οργανική του θέση. Οι αποδοχές του υπαλλήλου που αποσπάστηκε, καθώς και οι σχετικές εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές του, βαρύνουν το φορέα στον οποίο γίνεται η απόσπαση.

 

Αρθρο 14

Μετάταξη

 

   1. Το προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας δεν μπο­ρεί να μεταταγεί σε αντίστοιχη υπηρεσία Δήμου ή Κοι­νότητας, αν δεν συμπληρώσει τουλάχιστον οκταετή υπηρεσία στην υπηρεσία της Δημοτικής Αστυνομίας.

 

   2. Με απόφαση των Γενικών Γραμματέων των οικείων Περιφερειών, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη των αρ­μόδιων προς διορισμό οργάνων, είναι δυνατή η αμοιβαία μετάταξη προσωπικού Δημοτικής Αστυνομίας και πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου της προηγούμενης παραγράφου, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης.

 

Αρθρο 15

Ειδικές ρυθμίσεις

 

   1. Το προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του φέρει στολή, της οποίας ο τύπος, τα διακριτικά γνωρίσματα, που καθορίζουν την ιεραρχική διαβάθμιση, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών.

 

   2. Για την εκτέλεση των καθηκόντων του, το προ­σωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας εφοδιάζεται με τα αναγκαία μέσα και εξοπλισμό, που καθορίζονται με από­φαση του Υπουργού Εσωτερικών, και δεν έχουν, σε καμία περίπτωση, κατασταλτικό χαρακτήρα. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται ο τύπος της ειδικής ταυτότητας του προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας, δηλωτικής της ιδιότητάς του, όπως και του ειδικού διακριτικού σή­ματος, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

 

   3. Ο ΟΤΑ υποχρεούται στη νομική στήριξη του προσω­πικού της Δημοτικής Αστυνομίας, κάθε φορά που αυτό παραπέμπεται ενώπιον δικαστικής αρχής για λόγο που ανάγεται στην ενάσκηση των καθηκόντων του και κατά τη διάρκεια διατεταγμένης υπηρεσίας, υπό την προϋπό­θεση ότι αυτή θα ζητηθεί από το δημοτικό αστυνομικό, η δε συνδρομή του οικείου λόγου βεβαιώνεται από τον προϊστάμενο της οργανικής μονάδας, Διεύθυνσης ή Αυ­τοτελούς Τμήματος, στην οποία υπηρετεί ο δημοτικός αστυνομικός.

 

   4. Το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτο­διοίκησης μπορεί να καταρτίζει μέχρι δύο κατ' έτος εβδομαδιαία ειδικά σεμινάρια για την επιμόρφωση των δημοτικών αστυνομικών και των προϊσταμένων τους. Το πρόγραμμα των σεμιναρίων σχεδιάζεται από το Εκ­παιδευτικό Συμβούλιο κατ' ανάλογη εφαρμογή της υπ' αριθμ. 70765/2008 (ΦΕΚ 2351 Β) απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, όπως αυτή ισχύει.

 

   5. Στο τέλος της περίπτωσης β' της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του π.δ. 135/2006 (ΦΕΚ 153 Α) προστίθενται τα ακόλουθα:

 

   «καθώς και για όσους είναι γονείς με τρία παιδιά και τέκνα αυτών».

 

   6. Η παράγραφος 5 του άρθρου 7 του π.δ. 135/2006 (ΦΕΚ 153 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «5. Οι υποψήφιοι που δεν προσέρχονται για εξέταση για λόγους που δεν οφείλονται σε δική τους υπαιτιό­τητα και εφόσον δηλώσουν, πριν από την εξέταση, την αδυναμία τους να συμμετάσχουν σε αυτή, λόγω πρό­σκαιρης ανικανότητας, η οποία πρέπει να πιστοποιείται από διευθυντή κλινικής δημόσιου νοσοκομείου, μπορούν να συμμετάσχουν στην εξέταση εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός (1) μηνός από την ημερομηνία λήξης των αθλητικών δοκιμασιών. Μετά τη λήξη της προθεσμί­ας αυτής ο υποψήφιος διαγράφεται από τους πίνακες της παρ. 6 του άρθρου 7 του π.δ. 135/2006.»

 

   7. Το προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας υπάγεται στις διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται διαφορετικά από τις διατάξεις του παρόντος ή άλλες ειδικές διατάξεις.

 

Αρθρο 16

Μεταβατικές διατάξεις

 

   1. Η θητεία όσων, κατά την έναρξη ισχύος του παρό­ντος, υπηρετούν ως προϊστάμενοι οργανικών μονάδων, είτε έχουν επιλεγεί σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α) είτε ασκούν χρέη προϊσταμένου, λήγει με τη δημοσίευση του παρόντος.

 

   2. Εντός τριών μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος συνέρχεται υποχρεωτικά το Υπηρεσιακό Συμ­βούλιο του άρθρου 10 για την επιλογή στις θέσεις της ιεραρχίας του άρθρου 7. Παράλειψη αποστολής των φα­κέλων, εντός της ανωτέρω προθεσμίας, συνιστά σοβαρή παράβαση καθήκοντος του αρμόδιου οργάνου, η οποία τιμωρείται πειθαρχικώς σύμφωνα με τις ισχύουσες δι­ατάξεις. Εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, η επιλογή στις θέσεις της ιεραρχίας γίνεται ως ακολούθως:

Ως Διευθυντής, προϊστάμενος της Διεύθυνσης, επιλέ­γεται, κατά προτεραιότητα, υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ Δημοτικής Αστυνομίας με βαθμό Α' και, αν δεν υπάρχει, με βαθμό Β' και τέσσερα (4) τουλάχιστον χρόνια υπη­ρεσίας στο βαθμό Β' και, αν δεν υπάρχει, με βαθμό Β'. Εάν δεν υπάρχει ούτε τέτοιος υπάλληλος, επιλέγεται υπάλληλος της κατηγορίας TE Δημοτικής Αστυνομίας με βαθμό Α' και, αν δεν υπάρχει, με βαθμό Β' και τέσ­σερα (4) τουλάχιστον χρόνια υπηρεσίας στο βαθμό Β' και, αν δεν υπάρχει, με βαθμό Β'. Εάν δεν υπάρχει ούτε τέτοιος υπάλληλος, επιλέγεται υπάλληλος της κατη­γορίας ΔΕ Δημοτικής Αστυνομίας με Α' βαθμό και, αν δεν υπάρχει, με Β' βαθμό. Ως Υποδιευθυντής, επιλέγεται κατά προτεραιότητα υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ Δημο­τικής Αστυνομίας με βαθμό Α' και, αν δεν υπάρχει, με βαθμό Β' και τέσσερα (4) χρόνια υπηρεσίας στο βαθμό Β'. Εάν δεν υπάρχει ούτε τέτοιος υπάλληλος, επιλέγεται υπάλληλος της κατηγορίας TE Δημοτικής Αστυνομίας με βαθμό Α' και, αν δεν υπάρχει, με βαθμό Β' και τέσ­σερα (4) τουλάχιστον χρόνια υπηρεσίας στο βαθμό Β'. Εάν δεν υπάρχει ούτε τέτοιος υπάλληλος, επιλέγεται υπάλληλος της κατηγορίας ΔΕ Δημοτικής Αστυνομίας με Α' βαθμό και, αν δεν υπάρχει, με Β' βαθμό.

Ως Τμηματάρχης Α', προϊστάμενος Τμήματος ή Τμημα­τάρχης, προϊστάμενος Αυτοτελούς Τμήματος, επιλέγε­ται κατά προτεραιότητα υπάλληλος της κατηγορίας ΠΕ Δημοτικής Αστυνομίας με βαθμό Α' και, αν δεν υπάρχει, υπάλληλος με βαθμό Β', που έχει συμπληρώσει, ως ελά­χιστο χρόνο υπηρεσίας, στο βαθμό Β' τρία έτη. Εάν δεν υπάρχει τέτοιος υπάλληλος, επιλέγεται υπάλληλος της κατηγορίας TE Δημοτικής Αστυνομίας με βαθμό Α, και, αν δεν υπάρχει, με βαθμό Β', που έχει συμπληρώσει, ως ελάχιστο χρόνο υπηρεσίας, στο βαθμό Β' τρία έτη. Αν δεν υπάρχει τέτοιος υπάλληλος, επιλέγεται υπάλληλος της κατηγορίας ΔΕ Δημοτικής Αστυνομίας με Α' βαθμό και, αν δεν υπάρχει, με Β' βαθμό.

Ως Τμηματάρχης Β' επιλέγεται, κατά προτεραιότητα, υπάλληλος Α' βαθμού της κατηγορίας ΠΕ Δημοτικής Αστυνομίας και, αν δεν υπάρχει, υπάλληλος με βαθμό Β', που έχει συμπληρώσει ως ελάχιστο χρόνο υπηρεσίας στο βαθμό Β' δύο έτη, και, αν δεν υπάρχει, υπάλληλος της κατηγορίας TE Δημοτικής Αστυνομίας με βαθμό Α', και, αν δεν υπάρχει, με βαθμό Β' που έχει συμπληρώσει ως ελάχιστο χρόνο υπηρεσίας στο βαθμό Β' δύο έτη και, αν δεν υπάρχει, υπάλληλος της κατηγορίας ΔΕ Δημοτικής Αστυνομίας με Α' βαθμό και, αν δεν υπάρχει, με Β' βαθμό.

Ως Επόπτης επιλέγεται υπάλληλος της κατηγορίας ΔΕ Δημοτικής Αστυνομίας τουλάχιστον με Β' βαθμό και, αν δεν υπάρχει, με Γ' βαθμό και ένα τουλάχιστον έτος υπηρεσίας στο Γ' βαθμό.

 

   3. Αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της προηγού­μενης παραγράφου για την επιλογή Διευθυντή, Τμημα­τάρχη Α' και Τμηματάρχη Αυτοτελούς Τμήματος, τα καθήκοντα αυτά ασκούνται, παραλλήλως, από προϊστά­μενο Διεύθυνσης ή προϊστάμενο Τμήματος αντιστοίχως άλλου κλάδου του οικείου ΟΤΑ, ύστερα από απόφαση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου.

 

   4. Προσωπικό που υπηρετούσε ήδη σε υπηρεσία Δημοτικής Αστυνομίας πριν από την έναρξη ισχύος του π.δ. 135/2006 και δεν είχε εκπαιδευτεί στις Σχο­λές Δημοτικής Αστυνομίας, μπορεί, με αίτηση του, να παρακολουθήσει ειδικό πρόγραμμα εκπαίδευσης που σχεδιάζεται και υλοποιείται με ευθύνη του Ε.Κ.Δ.Δ.Α., εντός έτους από την έναρξη ισχύος του παρόντος, κατά ανάλογη εφαρμογή της υπ' αριθμ. 70765/2008 (ΦΕΚ 2351 Β') απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, όπως αυτή ισχύει. Η παρακολούθηση του ειδικού προγράμματος εκπαίδευσης είναι υποχρεωτική για το Δήμο, από τον οποίο προέρχεται ο υπάλληλος.

 

   5. Επιστημονικό και υποστηρικτικό προσωπικό του άρ­θρου 1 παράγραφος 1 εδάφ. β' του π.δ. 23/2002 (ΦΕΚ 19 Α), που υπηρετεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος σε οργανική θέση Υπηρεσίας Δημοτικής Αστυνομίας, εξακολουθεί να κατέχει τη θέση στην υπηρεσία της Δημοτικής Αστυνομίας μέχρι την καθ' οιονδήποτε τρόπο αποχώρηση του από αυτή.

 

   6. Μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος που προβλέπεται στη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του παρόντος, τα θέματα πειθαρχικής ευθύνης και της αντίστοιχης διαδικασίας ρυθμίζονται από τις οικείες διατάξεις του ν. 3584/2007.

 

Αρθρο 17

Καταργούμενες διατάξεις

 

   Κάθε γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις δι­ατάξεις των ανωτέρω άρθρων καταργείται, πλην των ρυθμίσεων του άρθρου 15 του π.δ. 23/2002, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στις ρυθμίσεις του παρόντος νό­μου και εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του παρόντος.

 

Αρθρο 18

Υπηρεσιακά θέματα υπαλλήλων Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., Τ.Ε.Δ.Κ., Συνδέσμων και ΟΤΑ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., Τ.Ε.Δ.Κ. ΚΑΙ ΟΤΑ

 

   1. Η παράγραφος 4 του άρθρου 73 του κυρωτικού νόμου 3584/2007 (ΦΕΚ 143 Α) αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «4. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε. και των Τ.Ε.Δ.Κ. και του αρμόδιου προς διορι­σμό οργάνου, επιτρέπεται η απόσπαση υπαλλήλων ΟΤΑ στην Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδας (Κ.Ε.Δ.Κ.Ε.) και στην Τοπική Ενωση Δήμων και Κοινοτή­των (Τ.Ε.Δ.Κ.), για χρονικό διάστημα μέχρι δύο (2) έτη, το οποίο μπορεί να παραταθεί για δύο (2), ακόμη, έτη και αντίστροφα. Η απόφαση για την απόσπαση εκδίδεται κατόπιν αίτησης του υπαλλήλου που αποσπάται.»

 

   2. Κενές ή κενούμενες οργανικές θέσεις τακτικού προ­σωπικού της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (Κ.Ε.Δ.Κ.Ε.) και των Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων (Τ.Ε.Δ.Κ.) των νομών καλύπτονται με προσωπικό που προσλαμβάνεται χωρίς τη διαδικασία έγκρισης της Π.Υ.Σ. 33/2006 (ΦΕΚ 280 Α), όπως εκάστο­τε ισχύει. Η πρόσληψη του προσωπικού αυτού γίνεται από την Κ.Ε.Δ.Κ.Ε. και τις Τ.Ε.Δ.Κ., με τη διαδικασία και τα κριτήρια του άρθρου 18 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α), όπως ισχύει.

 

   3. Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 73 του ν. 3584/2007 (ΦΕΚ 143 Α) ισχύουν και για αποσπάσεις υπαλλήλων ΟΤΑ σε Περιφέρειες.

 

   4. Μέχρι την έκδοση του προβλεπόμενου από τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 265 του ν. 3463/2006 (ΦΕΚ 114 Α) προεδρικού διατάγματος, για την πρόσληψη προσωπικού των ανωνύμων εταιρειών των ΟΤΑ εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α).

 

   5.α. Στις ρυθμίσεις των παραγράφων 3, 7 και 8 του άρθρου 269 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, καθώς και της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του ν. 3613/2007 (ΦΕΚ 263 Α) υπάγεται και το προσωπικό, που είχε προ­σληφθεί σε αστικές εταιρείες μη κερδοσκοπικού χα­ρακτήρα, μέχρι 31.12.2005 και απησχολείτο με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον οι εταιρείες αυτές λυθούν μέχρι 31.12.2009 και υπό την προϋπόθεση, ότι η πλειοψηφία του κεφαλαίου τους δια των εταιρικών εισφορών, που είχαν καταβληθεί, κατά τη σύσταση τους, ανήκει σε Δήμους ή Κοινότητες, καθώς και σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αυτών.

β. Στις ρυθμίσεις του άρθρου 24 του ν. 3649/2008 (ΦΕΚ 39 Α'), για οφειλές που έχουν βεβαιωθεί ή καταστεί ληξιπρόθεσμες μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εντάσσονται και οι αστικές εταιρείες μη κερ­δοσκοπικού χαρακτήρα η πλειοψηφία του κεφαλαίου των οποίων, δια των εταιρικών εισφορών που έχουν καταβληθεί, κατά τη σύσταση τους, ανήκει σε Δήμους ή Κοινότητες και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αυτών. Η καταβολή των βασικών οφειλών πραγματοποι­είται εφάπαξ ή σε δόσεις έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα του δέκατου μήνα από τη δημοσίευση του πα­ρόντος νόμου. Η υποβολή των σχετικών φορολογικών δηλώσεων διενεργείται μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία, του μήνα δημοσίευσης θεωρουμένου ως πρώτου.

 

   6. Οι διατάξεις του άρθρου 24 του ν. 3649/2008, για οφειλές που έχουν βεβαιωθεί ή καταστεί ληξιπρόθε­σμες μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται και για τις επιχειρήσεις των Νομαρχια­κών Αυτοδιοικήσεων, καθώς και για τα νομικά πρόσω­πα δημοσίου δικαίου αυτών. Η καταβολή των βασικών οφειλών πραγματοποιείται εφάπαξ ή σε δόσεις έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα του δέκατου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Η υποβολή των σχετικών φορολογικών δηλώσεων διενεργείται μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία του μήνα δημοσίευσης θεω­ρουμένου ως πρώτου. Όπου στις διατάξεις του ανωτέ­ρω άρθρου αναφέρεται Δημοτικό Συμβούλιο νοείται το Νομαρχιακό Συμβούλιο.

 

   7. Στο άρθρο 184 του ν. 3584/2007 (ΦΕΚ 143 Α) προστί­θεται παράγραφος 3 με αναρίθμηση των υφιστάμενων παραγράφων 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 σε 4, 5, 6, 7, 8, 9 και 10 αντιστοίχως, που έχει ως εξής:

 

   «3. Επιτρέπεται η απόσπαση υπαλλήλου Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε άλλον Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με αίτηση του υπαλλήλου, για συνυ­πηρέτηση με σύζυγο δημόσιο υπάλληλο ή υπάλληλο Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ή Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης α' ή β' βαθμού, με απόφαση του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου του Ο.Τ.Α. υποδοχής και ύστερα από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου από το οποίο ζητείται η απόσπαση. Η απόσπαση γίνεται για ένα (1) έτος και μπορεί να πα­ραταθεί για ένα (1) ακόμη.»

 

   8. Στο τέλος του άρθρου 182 του ν. 3584/2007 προ­στίθεται εδάφιο ως εξής:

 

   «Σε περίπτωση μη ύπαρξης κενής οργανικής θέσης, η μετάταξη ενεργείται με μεταφορά της θέσης.»

 

   9.α. Στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 224 του ν. 3584/2007 (ΦΕΚ 143 Α), μετά τις λέξεις «74 παρ.» διαγράφονται οι λέξεις «1 και».

 

   β. Στο τέλος του άρθρου 224 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

 

   «Σε περίπτωση αμοιβαίας μετάταξης κατά τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 74, καθώς και απόσπασης Δημοτικών Αστυνομικών για συνυπη­ρέτηση σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 73 δεν ισχύει η δέσμευση της οκταετίας. Επίσης, κατά τη διάρκεια της οκταετίας δεν επιτρέπεται μετάταξη για σοβαρούς προσωπικούς λόγους.»

 

   10. Στο άρθρο 230 του ν. 3584/2007 (ΦΕΚ 143 Α'), με τον οποίο κυρώθηκε ο Κώδικας Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, προστίθεται παράγραφος 5,ως ακολούθως:

 

   «5. Οι ρυθμίσεις της παραγράφου 2 του παρόντος καταλαμβάνουν και το προσωπικό των Ν.Π.Δ.Δ. των ανωτέρω Δήμων, ανεξαρτήτως της συνένωσης ή μη των ανωτέρω νομικών προσώπων.»

 

   11. Η κατανομή, σε Δήμους και Κοινότητες, προσωπι­κού, που προέρχεται από επιχειρήσεις Συνδέσμων, που λύθηκαν μέχρι 8.6.2006 και η οποία έγινε κατ' εφαρμογή της παραγράφου 6 του άρθρου 22 του ν. 3536/2007 (ΦΕΚ 42 Α') θεωρείται νόμιμη, αφότου ελήφθη η σχετική απόφαση, και για όσες περιπτώσεις δεν συντελέστηκε κατ' αναλογία συμμετοχής των αιρετών αντιπροσώ­πων των οικείων ΟΤΑ στο Διοικητικό Συμβούλιο του Συνδέσμου.

 

   12. Το έβδομο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α), όπως ισχύει, αντικαθί­σταται ως ακολούθως:

 

   «Τα ανωτέρω ισχύουν με την επιφύλαξη της παρα­γράφου 10 του άρθρου 12 του ν. 2503/1997 (ΦΕΚ 107 Α) και της παραγράφου 7 του άρθρου 25 του ν. 2738/1999 (ΦΕΚ 180 Α), προκειμένου περί υπαλλήλων των ΟΤΑ α' και β' βαθμού, αντιστοίχως, με εξαίρεση το προσωπικό των ΟΤΑ α' βαθμού που ανήκει σε υπηρεσίες καθαρι­ότητας, οι οποίες λειτουργούν, σύμφωνα με το νόμο, σε εικοσιτετράωρη βάση και το οποίο δεν εμπίπτει στον περιορισμό των δεκαέξι (16) ωρών, κατά μήνα, που προβλέπεται από το έκτο εδάφιο της παρούσας. Για το ανωτέρω προσωπικό των υπηρεσιών καθαριότητας το σχετικό όριο για υπερωριακή εργασία κατά τις Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες, καθώς και κατά τις νυχτερινές ώρες δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τριάντα (30) ώρες κατά μήνα.»

 

   13. Οι διαπραγματεύσεις προς κατάρτιση συλλογικών συμβάσεων εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2738/1999 (ΦΕΚ 18 Α), με τους μόνιμους υπαλλήλους των ΟΤΑ α' και β' βαθμού διεξάγονται από τη Γενι­κή Διεύθυνση Τοπικής Αυτοδιοίκησης του Υπουργείου Εσωτερικών, η οποία αποτελεί και το αρμόδιο όργανο εκπροσώπησης του Δημοσίου σε αυτές και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 24 παρ. 3 του ν. 3205/2003.

 

   14. Στη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 24 του ν. 3613/2007 (ΦΕΚ 263 Α) και μετά τις λέξεις «ανά δημοτικό» προστίθενται οι λέξεις «ή τοπικό».

 

   15. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β' της παρα­γράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 1080/1980 (ΦΕΚ 246 Α), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

 

   «Προκειμένου για τους Δήμους και τις Κοινότητες της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης, η επιτροπή συ­γκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και αποτελείται από: α) έναν (1) υπάλληλο κλάδου ή ειδικό­τητας ΠΕ Διοικητικού του Υπουργείου Εσωτερικών, ως Πρόεδρο, β) έναν (1) μόνιμο ή με σχέση εργασίας ιδιω­τικού δικαίου αορίστου χρόνου υπάλληλο, αντίστοιχου κλάδου ή ειδικότητας του ΟΤΑ και γ) έναν (1) δημοτικό ή κοινοτικό σύμβουλο, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από το οικείο Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο.»

 

Αρθρο 19

Εντοπιότητα υποψήφιων υπαλλήλων ΟΤΑ πρώτου βαθμού

 

   Το πρώτο εδάφιο της περ. Δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του ν. 3051/2002 (ΦΕΚ 220 Α) αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Για τους δημότες Δήμου ή Κοινότητας, εφόσον επι­θυμούν το διορισμό τους σε θέσεις του Δήμου ή της Κοινότητας του οποίου είναι δημότες ή σε θέσεις δη­μοτικής ή κοινοτικής επιχείρησης ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή ιδρύματος τους και δεσμεύονται να υπηρετούν σε αυτές επί μία τουλάχιστον δεκαετία: εκατόν πενήντα (150) μονάδες. Οι ρυθμίσεις του προ­ηγούμενου εδαφίου καταλαμβάνουν και τις σχετικές προκηρύξεις που έχουν εκδοθεί από την κατάθεση μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος.»

 

Αρθρο 20

Αναδιατυπώσεις άρθρων Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα

 

   1. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ν. 3463/2006 (ΦΕΚ 114 Α) προστίθεται το ακόλουθο εδά­φιο:

 

   «Το ίδιο ισχύει και για τους Δήμους ή τις Κοινότητες που καταργήθηκαν, κατόπιν συνένωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του επόμενου άρθρου, εφόσον δεν είχαν τοπικά διαμερίσματα.»

 

   2. Η περίπτωση γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 34του ν. 3463/2006 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Σε κάθε συνδυασμό υποψήφιων δημοτικών συμβού­λων μπορεί να περιλαμβάνονται μέχρι δύο (2) υποψήφιοι, οι οποίοι διετέλεσαν αιρετοί, για δύο περιόδους, στο αξίωμα του Δημάρχου ή για μία περίοδο στο αξίωμα του Δημάρχου και δύο περιόδους σε εκείνο του Προέ­δρου Κοινότητας, σε οποιονδήποτε Δήμο ή Κοινότητα του ίδιου νομού. Για τους ανωτέρω υποψηφίους δεν απαιτείται σταυρός προτίμησης. Αν σημειωθεί, δεν συ­νεπάγεται ακυρότητα του ψηφοδελτίου.»

 

   3. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 87 του ν. 3463/2006 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

 

   «Σε Δήμους που έχουν χαρακτηρισθεί ως τουριστικοί και έχουν πληθυσμό μέχρι δύο χιλιάδες (2.000) κατοί­κους μπορεί να ορίζεται ένας επιπλέον Αντιδήμαρχος κατά την τουριστική περίοδο. Η διάρκεια της τουριστι­κής περιόδου στο συγκεκριμένο Δήμο καθορίζεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας.»

 

   4. Στο άρθρο 94 του ν. 3463/2006 προστίθεται παρά­γραφος 6, ως ακολούθως:

 

   «6. Για την αποδοτικότερη λειτουργία των δημοτικών παρατάξεων η δημοτική αρχή οφείλει να τους παρα­χωρεί γραφείο εντός του δημοτικού καταστήματος, με δυνατότητα γραμματειακής υποστήριξης, εφόσον οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιτρέπουν.»

 

   5. Το πέμπτο εδάφιο του άρθρου 95 παράγραφος 2του ν. 3463/2006 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Αν το συμβούλιο δεν συγκληθεί το αργότερο έξι ημέ­ρες μετά την υποβολή της αίτησης, συνέρχεται ύστερα από πρόσκληση εκείνων που υπέβαλαν την αίτηση και αποφασίζει για τα θέματα, για τα οποία είχε ζητηθεί η σύγκλησή του.»

 

   6. Η παράγραφος 2 του άρθρου 127 του ν. 3463/2006 τροποποιείται ως εξής:

 

   «2. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου του Δη­μοτικού Διαμερίσματος λαμβάνουν μηνιαία αποζημίωση για τη συμμετοχή τους σε συνεδριάσεις του συμβουλίου. Το ύψος της αποζημίωσης για κάθε συνεδρίαση και η βάση υπολογισμού της, μέχρι τρεις κατά μήνα συνεδρι­άσεις, καθορίζονται με απόφαση του Δημοτικού Συμ­βουλίου, η οποία λαμβάνεται κατ' απόλυτη πλειοψηφία των μελών του, και δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 2/3 της αποζημίωσης, που δικαιούνται οι δημοτικοί σύμβουλοι για τις συνεδριάσεις του δημοτικού συμβουλίου.»

 

   7. Στους αιρετούς της παραγράφου 1 του άρθρου 139 του ν. 3463/2006 περιλαμβάνονται και όσοι είναι υπάλ­ληλοι επιχειρήσεων κοινωφελούς χαρακτήρα ειδικού σκοπού του ν. 1069/1980 (ΦΕΚ 191 Α).

 

   8. Στο άρθρο 140 παράγραφος 2 του ν. 3463/2006 δια­γράφονται οι λέξεις «για τις μετακινήσεις των υπαλλή­λων Δήμων και Κοινοτήτων» και προστίθενται οι λέξεις «από τις σχετικές διατάξεις του ν. 2685/1999 (ΦΕΚ 35 Α'), όπως ισχύει.»

 

   9. Στο άρθρο 140 παράγραφος 3 του ν. 3463/2006 προστίθενται εδάφια ως εξής:

 

   «Ο Πρόεδρος της Κοινότητας και τα μέλη του Κοι­νοτικού Συμβουλίου δικαιούνται αποζημίωση για κάθε συνεδρίαση και μέχρι τρεις (3) το πολύ συνεδριάσεις το μήνα. Η αποζημίωση για τη συμμετοχή στις συνε­δριάσεις είναι ίση με ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί των μηνιαίων εξόδων παράστασης του Προέδρου της Κοινότητας, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 136.»

 

   10. Για τους Δήμους που διαιρούνται σε δημοτικά δι­αμερίσματα, η αποζημίωση των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου ορίζεται σε ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) επί των μηνιαίων εξόδων παράστασης του Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου, όπως αυτά διαμορφώνονται, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 136.

 

   11. Στο άρθρο 141 του ν. 3463/2006 προστίθεται παρά­γραφος 3 που έχει ως εξής:

 

   «3. Η αστική ευθύνη της παραγράφου 1 υπόκειται σε τριετή παραγραφή, η οποία αρχίζει με τη λήξη της δημοτικής ή κοινοτικής περιόδου.»

 

   12. Η παράγραφος 1 του άρθρου 191 του ν. 3463/2006αντι-καθίσταται ως εξής:

 

   «1. Οι διατάξεις του άρθρου 186 εφαρμόζονται ανα­λόγως για την αγορά ιδιωτικών ακινήτων εκ μέρους των Δήμων και των Κοινοτήτων. Ειδικά στην περίπτωση αγοράς ακινήτου, όπου σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 186 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων απαιτείται η εκτίμηση της αγοραίας αξίας του από το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών ως προϋπόθεση για την κα­τάρτιση της σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας, το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο, με απόφαση του που λαμβάνεται με την πλειοψηφία επί του συνόλου των μελών του, μπορεί να κρίνει ότι το ακίνητο αυτό είναι το μόνο κατάλληλο για την εκπλήρωση δημοτικού ή κοινοτικού σκοπού και να αποφασίσει την απευθείας αγορά. Όπου, όμως, δεν προβλέπεται η εκτίμηση της αγοραίας αξίας του ακινήτου κατ' άρθρο 186 παρ. 6 του ΔΚΚ, τότε η κρίση περί του ότι το ακίνητο είναι το μόνο κατάλληλο, καθώς και η απόφαση για την απευθείας αγορά, λαμβάνονται με πλειοψηφία των 2/3 των μελών του Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου.»

 

   13. Στο άρθρο 209 του ν. 3463/2006 προστίθενται πα­ράγραφοι 9 και 10 ως ακολούθως:

 

   «9. Οι Δήμοι και οι Κοινότητες, οι Σύνδεσμοι τους, τα νομικά τους πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τα ιδρύματα τους δύνανται να αναθέτουν απευθείας ή με συνοπτική διαδικασία (πρόχειρο διαγωνισμό) παροχή υπηρεσιών, που δεν υπάγονται στις διατάξεις του ν. 3316/2005 (ΦΕΚ 42 Α), σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 83 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α), ως προς τα επιτρεπτά χρη­ματικά όρια, όπως αυτά καθορίζονται με τις εκάστοτε εκδιδόμενες αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Για την απευθείας ανάθεση απαιτείται απόφαση Δημάρχου ή Προέδρου Κοινότητας, προέδρου συνδέσμων, νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου και ιδρυμάτων, χωρίς προηγούμενη απόφαση του συμ­βουλίου. Στην περίπτωση αυτή τα συντασσόμενα τεύχη εγκρίνονται από τον Δήμαρχο ή τον Πρόεδρο Κοινότη­τας ή τον πρόεδρο του συνδέσμου, του δημοτικού ή κοι­νοτικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή ιδρύματος. Για τη συνοπτική διαδικασία (πρόχειρο διαγωνισμό) απαιτείται απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής ή του κοινοτικού συμβουλίου, του διοικητικού συμβουλίου συνδέσμων, νο­μικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου και ιδρυμάτων, που εγκρίνει και τα συντασσόμενα τεύχη.

 

   10. Η σύναψη σύμβασης παροχής υπηρεσιών με δια­πραγμάτευση χωρίς δημοσίευση σχετικής προκήρυξης ρυθμίζεται με ανάλογη εφαρμογή των αντίστοιχων διατάξεων του άρθρου 25 των προεδρικών διαταγμά­των 59/2007 (ΦΕΚ 59 Α) και 60/2007 (ΦΕΚ 64 Α), όπως ισχύουν.»

 

   14. Η παράγραφος 2 του άρθρου 217 του ν. 3463/2006 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

 

   «2. Η ειδική δημόσια συνεδρίαση του Δημοτικού Συμ­βουλίου γίνεται μέχρι το τέλος Ιουνίου και ανακοινώ­νεται πριν από δεκαπέντε (15), τουλάχιστον, ημέρες με κάθε πρόσφορο μέσο. Σε αυτή καλούνται οι κάτοικοι, καθώς και οι συνδικαλιστικοί, επιστημονικοί και κοινω­νικοί φορείς του Δήμου. Σε Δήμους άνω των 50.000 κατοίκων και σε Δήμους πρωτευουσών νομών η ειδική δημόσια συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου πραγ­ματοποιείται μέχρι την 31η Ιανουαρίου του επόμενου έτους και καλούνται, μόνον, οι θεσμοθετημένοι συλλο­γικοί φορείς της πόλεως, όπως, επιστημονικοί, εμπορι­κοί, συνδικαλιστικοί και κοινωνικοί, για την ευρύτερη, δυνατή, εκπροσώπηση των κατοίκων.»

 

   15. Η παράγραφος 2 του άρθρου 219 του ν. 3463/2006 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «2. Οι Δήμοι και οι Κοινότητες, στο πλαίσιο των ρυθ­μίσεων της προηγούμενης παραγράφου, μπορούν να πραγματοποιούν και πολιτιστικές, καλλιτεχνικές και αθλητικές εκδηλώσεις και ανταλλαγές αποστολών για την αντιμετώπιση θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, κα­θώς και να συνάπτουν συμφωνίες.»

 

   16. Το έκτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 240του ν. 3463/2006 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα εδάφια:

 

   «Είναι δυνατόν η μειοψηφία αντί δημοτικού ή κοινοτι­κού συμβούλου να ορίσει ως εκπρόσωπο της δημότη ή κάτοικο, κατ' ανάλογη εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου της παρούσας παραγράφου. Σε περίπτωση που η μειο­ψηφία δεν ορίσει συμβούλους, δημότες ή κατοίκους, ή εκείνοι που έχουν οριστεί παραιτηθούν, χωρίς να αντι­κατασταθούν, μετέχουν σύμβουλοι, δημότες ή κάτοικοι που ορίζονται από την πλειοψηφία.»

 

   17. Στο τέλος του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 244 του ν. 3463/2006 η λέξη «Δήμων» αντικαθίσταται από τη λέξη «ΟΤΑ».

 

   18. Η παράγραφος 7 του άρθρου 252 του ν. 3463/2006 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

 

   «7. Ιδρύματα και λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου των Δήμων και Κοινοτήτων δεν επιτρέπεται να συνιστούν οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή να συμμετέχουν σε αυτές.»

 

   19. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 254 του ν. 3463/2006 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Σκοπός των ανωτέρω επιχειρήσεων μπορεί να είναι επίσης η οργάνωση δημοτικής συγκοινωνίας, η εκπόνηση και εφαρμογή προγραμμάτων έρευνας και τεχνολογίας, καθώς και η εκπόνηση και εφαρμογή προγραμμάτων και πολιτικών προώθησης της απασχόλησης για την ανάπτυξη της περιοχής τους.»

 

   20. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 254 του ν. 3463/2006 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

 

   «Δεν επιτρέπεται η συμμετοχή κοινωφελούς επιχείρη­σης σε άλλες επιχειρήσεις οποιασδήποτε μορφής.»

 

   21. Η παράγραφος 4 του άρθρου 265 του ν. 3463/2006 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «4. Οι ανώνυμες εταιρείες ΟΤΑ, με εξαίρεση τις ανα­πτυξιακές ανώνυμες εταιρείες, τα Δημοτικά Περιφε­ρειακά Θέατρα (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.), τα δημοτικά και του δι­αδημοτικού χαρακτήρα θέατρα που έχουν τη μορφή ανώνυμης εταιρείας δεν συμμετέχουν σε προγραμμα­τικές συμβάσεις.»

 

   22. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 269 του Κώδι­κα Δήμων και Κοινοτήτων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3463/2006, μετά τα δύο πρώτα εδάφια προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

 

   «Οι ρυθμίσεις των προηγούμενων εδαφίων, καθώς και των παραγράφων 4, 5 και 6 του άρθρου αυτού, όπως ισχύουν, εφαρμόζονται αναλόγως και στα ΑμεΑ που είχαν προσληφθεί μέχρι 31.12.2005 από επιχειρήσεις ΟΤΑ με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης του ΟΑΕΔ και εξακολουθούν να παρέχουν υπηρεσίες κατά τη δημοσίευση του παρόντος, καθώς και σε άτομα που προσλήφθηκαν κατ' εφαρμογή του ν. 2643/1998 (ΦΕΚ 220 Α), εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις.»

 

   23. Στο άρθρο 270 του ν. 3463/2006 προστίθεται πα­ράγραφος 6, που έχει ως εξής:

 

   «6. Για τις δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις του π.δ. 410/1995, συμπεριλαμβανομένων και των αστικών εταιρειών ΟΤΑ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, για τις οποίες δεν προβλέπεται στη συστατική τους πράξη συγκεκριμένος χρόνος λειτουργίας, αυτός λήγει με την πάροδο εικοσαετίας από την έναρξη ισχύος του παρόντος.»

 

   24. Στο τέλος του εδαφίου 1 της παραγράφου 1 του άρθρου 274 του ν. 3463/2006 η φράση «τριών (3) μηνών» αντικαθίσταται από τη φράση «τριάντα (30) μηνών.»

 

   25. Η παράγραφος 2 του άρθρου 274 του ν. 3463/2006 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «2. Η μεταγραφή των αποφάσεων της προηγούμενης παραγράφου γίνεται, σε όσες περιπτώσεις δεν έχει συντελεσθεί, στα οικεία υποθηκοφυλακεία, ατελώς, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξι (6) μηνών από την έκ­δοση τους.»

 

   26. Εφόσον για τους οικισμούς που προσαρτήθηκαν-στους Δήμους του ν. 2539/1997 (ΦΕΚ 244 Α') και αποτέ­λεσαν τοπικά διαμερίσματα δεν υφίσταται καθορισμός ορίων, αυτός γίνεται από την επιτροπή της παραγράφου 9 του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου, οι διατάξεις της οποίας επαναφέρονται σε ισχύ. Η ανωτέρω επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύ­ος του παρόντος, οι δε αποφάσεις καθορισμού ορίων εκδίδονται μέχρι την 31.12.2009.

 

Αρθρο 21

Λειτουργικά ζητήματα Τοπικής Αυτοδιοίκησης

 

   1. Κατ' εξαίρεση η θητεία των Τοπικών Συμβουλίων Νέων που συγκροτήθηκαν κατά την πρώτη εφαρμογή του ν. 3443/2006 (ΦΕΚ 41 Α') διαρκεί μέχρι τη λήξη της τρέχουσας δημοτικής περιόδου.

 

   2. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορίζο­νται οι προϋποθέσεις και οι τεχνικές προδιαγραφές για την κατασκευή και τη λειτουργία των παιδικών χαρών των Δήμων και Κοινοτήτων, τα όργανα και η διαδι­κασία αδειοδότησης και ελέγχου τους, η διαδικασία συντήρησης αυτών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

 

   3. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, μετά από γνώμη της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε. και της Ε.Ν.Α.Ε., μπορεί να εκδίδε­ται Κώδικας Συμπεριφοράς των Αιρετών Οργάνων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

 

   4. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών μπορεί να διενεργείται διαγωνισμός για απονομή βραβείου σε ΟΤΑ α' και β' βαθμού που διακρίνονται στην άσκηση των αρμοδιοτήτων τους για καινοτόμες δράσεις. Με όμοια απόφαση καθορίζεται το όργανο, η διαδικασία και τα κριτήρια αξιολόγησης της βράβευσης, το είδος των βραβείων, όπως και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα.

 

   5. Με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικο­νομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημε­ρίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται, κατά κατηγορία δαπάνης, τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την εκκαθάριση και την εντολή πληρωμής των δαπανών των ΟΤΑ α' βαθμού, από τις αρμόδιες υπηρεσίες αυτών.

 

   6. Είναι δυνατή η επανασύσταση των Πρωτοβάθμιων Επιτροπών Κρίσεως Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, στα Νομαρχιακά Διαμερί­σματα και στη ΔΕΠΑΘΑ/ΓΕΕΘΑ, χωρίς χρονικό περιορισμό, όσον αφορά στη λήξη της θητείας τους, εφόσον συντρέχει λόγος, για την εξέταση, τυχόν, εκκρεμών αιτήσεων και για την επανεξέταση αποφάσεων, σε συμμόρφωση προς το περιεχόμενο σχετικών δικαστικών αποφάσεων.

 

   7. Στην περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 1069/1980 (ΦΕΚ 191 Α), όπως αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 1 του άρθρου 33 του ν. 3274/2004 (ΦΕΚ 195 Α), διαγράφεται η λέξη «διάθεση».

 

   8. Η παράγραφος 2 του άρθρου 12 του π.δ. 171/1987 (ΦΕΚ 84 Α) αντικαθίσταται ως ακολούθως:

 

   «2. Η θεώρηση των Πρωτοκόλλων Κανονισμού Τιμών Μονάδος Νέων Εργασιών (Π.Κ.Τ.Μ.Ν.Ε.) και των Ανακεφα­λαιωτικών Πινάκων Εργασιών (Α.Π.Ε.) έργων γίνεται από τα αρμόδια όργανα που θεώρησαν την αντίστοιχη μελέτη του έργου ή τον ειδικό προϋπολογισμό αυτού. Σε όσες περιπτώσεις η θεώρηση της μελέτης έχει γίνει από τη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εσωτερι­κών, η θεώρηση των Π.Κ.Τ.Μ.Ν.Ε. και των Α.Π.Ε. γίνεται από την ως άνω Υπηρεσία και, όπου από τις οικείες διατάξεις προβλέπεται γνωμοδότηση τεχνικού συμβουλίου, γνω­μοδοτεί το Συμβούλιο Δημοτικών και Κοινοτικών Εργων και Θεώρησης Μελετών του Υπουργείου Εσωτερικών. Τα Π.Κ.Τ.Μ.Ν.Ε. και οι Α.Π.Ε. που έχουν θεωρηθεί από την Τε­χνική Υπηρεσία του Υπουργείου Εσωτερικών επιστρέφο­νται στη Διευθύνουσα Υπηρεσία και κοινοποιούνται από αυτήν στον ανάδοχο, με αποδεικτικό.»

 

   9. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 περίπτωση ε' του-άρθρου 9 του π.δ. 171/1987 (ΦΕΚ 194 Α) ως προς το αρμόδιο συλλογικό όργανο των Δήμων που αποφασίζει για την απευθείας ανάθεση μικρών έργων ή εκτέλεση ερ­γασιών συντήρησης έργων μέχρι του ποσού που καθο­ρίζεται με την εκάστοτε απόφαση του Υπουργού Περι­βάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων (Απόφαση ΕΔ2α/04/40/Φ.Ν. 294/28.3.1986 (ΦΕΚ 137 Β), όπως τροποποιήθηκε με την ομοία Δ17α/7/96/Φ.Ν.294/27.8.1992 (ΦΕΚ 547 Β) κατά τις ειδικότερες ρυθμίσεις αυτής, υπό την ισχύ του ν. 3463/2006 (ΦΕΚ 141 Α)«Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων» εξακολουθούν να ισχύουν. Λη­φθείσες αποφάσεις ανάθεσης των ανωτέρω έργων από τη δημαρχιακή επιτροπή θεωρούνται νόμιμες.

 

   10. Το προσωπικό που απασχολείται στα συγχρημα­τοδοτούμενα προγράμματα του Γ' ΚΠΣ σε επιχειρήσεις ΟΤΑ συνεχίζει να προσφέρει τις υπηρεσίες του, με την ίδια σχέση εργασίας, στα προγράμματα του ΕΣΠΑ μέχρι τη λήξη τους, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 21 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α').

 

   11. Οι ανάγκες των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού, για την εν γένει φύλαξη και φρούρηση των κτιρίων, εγκαταστάσεων και χώρων τους, καθώς και για τη συνοδεία χρηματαποστολών, είναι δυνατόν να καλύπτονται, κατόπιν σχετικού μειοδοτικού διαγωνι­σμού, από επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, που λειτουργούν νομίμως.

 

   12. Οι Ο.Τ.Α. που ορίζονται με την υπ' αριθμ. οικ/5322/ Α32/2008 (ΦΕΚ 1336 Β) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωρο­ταξίας και Δημόσιων Έργων, καθώς και τα Ν.Π.Δ.Δ. αυτών, μπορούν με απόφαση του οικείου συμβουλίου τους, να ορίσουν νέα αποκλειστική προθεσμία για την υποβολή των δηλώσεων και των αιτήσεων προς υπαγωγή στη ρύθμιση του άρθρου 26 του ν. 3649/2008 (ΦΕΚ 39 Α), υπό την προϋπόθεση ότι η αρχική προθεσμία που είχε καθορισθεί από το οικείο συμβούλιο έληγε μετά την 8η Ιουνίου 2008. Η απόφαση εκδίδεται εντός δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος και η προθεσμία που θα καθορισθεί με αυτήν δεν μπορεί να υπερβαίνει τον έναν (1) μήνα από την ημερομηνία έκδοσης της. Για τα λοιπά θέματα εφαρμόζονται οι προβλέψεις του άρθρου 26 του ν. 3649/2008 και της εκδοθείσας, μέχρι την 3η Μαίου 2008, σχετικής απόφασης του συμβουλίου.

 

   13. Οι προθεσμίες των παραγράφων 1, 2 και 8 του άρθρου 269 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3463/2006 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 3613/2007 (ΦΕΚ 263 Α), παρατείνονται από τη λήξη τους ως τις 31.12.2009. Η ανωτέρω προθεσμία ισχύει και για τη με­ταφορά προσωπικού σύμφωνα με την παράγραφο 10 του άρθρου 25 του ν. 3613/2007.

Ανώνυμες αναπτυξιακές εταιρείες των ΟΤΑ μπορούν να διαχειρίζονται και να υλοποιούν κοινωνικά προγράμματα, συγχρηματοδοτούμενα από το Εθνικό Στρατηγικό Πλαί­σιο Αναφοράς 2007-2013, έως και την 31.8.2009. Μετά την ανωτέρω ημερομηνία, η εκτέλεση των προγραμμάτων αυτών θα πρέπει να έχει αναληφθεί από κοινωφελείς επι­χειρήσεις των ΟΤΑ. Μετά την ίδια ημερομηνία θα πρέπει να έχει, επίσης, πραγματοποιηθεί και η μεταφορά του προσωπικού που απασχολείται με την υλοποίηση των ίδι­ων προγραμμάτων, ύστερα από απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της οικείας κοινωφελούς επιχείρησης.

Η προθεσμία της παραγράφου 1 του άρθρου 27 του ν. 3613/2007 (ΦΕΚ 263 Α), για την εφαρμογή του Προ­γράμματος «Βοήθεια στο Σπίτι» παρατείνεται από τη λήξη της μέχρι και την 30.4.2009, εφόσον, εν τω μεταξύ, το πρόγραμμα δεν έχει υποκατασταθεί από το αντίστοι­χο νέο του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς.

Μέχρι την ανωτέρω καταληκτική ημερομηνία ισχύουν οι λοιπές ρυθμίσεις της ίδιας παραγράφου, ανεξαρτή­τως κατάρτισης σχετικών προγραμματικών συμβάσεων, υπό την προϋπόθεση, ότι το ανωτέρω πρόγραμμα εξα­κολούθησε υλοποιούμενο.

 

   14. Υφιστάμενες δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης μετατρέπονται σε ανώνυ­μες εταιρίες ΟΤΑ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 269 του ν. 3463/2006, όπως ισχύει, μετά και την τροπο­ποίηση του από την προηγούμενη παράγραφο.

 

Αρθρο 22

Ασκηση προληπτικού ελέγχου επί των δαπανών ΟΤΑ πρώτου βαθμού και νομικών προσώπων αυτών

 

   Η παρ. 4 του άρθρου 169 του Κώδικα Δήμων και Κοι­νοτήτων (ν. 3463/2006) αντικαθίσταται ως ακολούθως:

 

   «4. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, μετά από αίτηση του οικείου πρωτοβάθμιου ΟΤΑ, επιτρέπεται η άσκηση προληπτικού ελέγχου από το Ελεγκτικό Συνέδριο, επί των δαπανών Δήμων ή Κοινοτήτων με πληθυσμό κάτω των 5.000 κατοίκων. Με όμοιο διάταγμα επιτρέπεται η άσκηση προληπτικού ελέγχου επί των δαπανών.

α. Δημοτικών ή κοινοτικών ιδρυμάτων και νομικών προ­σώπων δημοσίου δικαίου, μετά από αίτηση του πρω­τοβάθμιου ΟΤΑ στην εποπτεία του οποίου υπάγονται, καθώς και

β. Συνδέσμων Δήμων και Κοινοτήτων, μετά από αίτηση των διοικητικών συμβουλίων αυτών.»

 

Αρθρο 23

Κατεδάφιση αυθαιρέτων εντός της αρμοδιότητας πε­ρισσότερων υπηρεσιών

 

   Στην περίπτωση ακινήτου το οποίο έχει κριθεί τελε­σίδικα ως αυθαίρετο και κατεδαφιστέο και βρίσκεται εντός της αρμοδιότητας δύο ή περισσότερων εμπλε­κόμενων υπηρεσιών αρμόδια, για την υλοποίηση της κατεδάφισης, καθίσταται η οικεία Περιφέρεια.

 

Αρθρο 24

Συμβούλιο Ασφάλειας και Πολιτικής Προστασίας

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

 

   1. Στο Υπουργείο Εσωτερικών ιδρύεται και λειτουρ­γεί Συμβούλιο Ασφάλειας και Πολιτικής Προστασίας (Σ.Α.Π.Π.), το οποίο συγκροτείται από τους:

α. Υπουργό Εσωτερικών, ως πρόεδρο.

β. Υφυπουργό Εσωτερικών αρμόδιο για θέματα Τοπι­κής Αυτοδιοίκησης.

γ. Υφυπουργό Εσωτερικών αρμόδιο για θέματα Δη­μόσιας Τάξης.

δ. Γενικό Γραμματέα Εσωτερικών.

ε. Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Τάξης.

στ. Γενικό Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας.

ζ. Αρχηγό Ελληνικής Αστυνομίας.

η. Αρχηγό Πυροσβεστικού Σώματος.

θ. Αρχηγό Ελληνικής Αγροφυλακής.

ι. Διοικητή Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών.

ια. Διευθυντή Διεύθυνσης Παλλαϊκής Αμυνας (Π.ΑΜ.)-Πολιτικής Σχεδίασης Εκτακτης Ανάγκης (Π.Σ.Ε.Α.), ως μέλη.

 

   2. Τα μέλη του ανωτέρω Συμβουλίου δεν αναπληρώ­νονται σε περίπτωση έλλειψης, απουσίας ή κωλύματος. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του Υπουργού αναπληρώνεται από τον Υφυπουργό.

 

   3. Το Συμβούλιο Ασφάλειας και Πολιτικής Προστασίας έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

α. Προβαίνει σε εκτιμήσεις καταστάσεων, που παρου­σιάζονται στην Επικράτεια της Χώρας ή στον ευρύτερο γεωγραφικό της χώρο και είναι δυνατόν να επηρεάσουν σοβαρά την ασφάλεια και δημόσια τάξη, την πυρασφά­λεια και δασοπυρόσβεση, την αγροτική ασφάλεια και την πολιτική προστασία ή να οδηγήσουν σε κρίση ή να δημιουργήσουν συνθήκες κρίσεως που απαιτείται άμεση αντίδραση.

β. Διαχειρίζεται τα κρίσιμα θέματα κοινής αρμοδιό­τητας των Σωμάτων και υπηρεσιών της Γενικής Γραμ­ματείας Δημόσιας Τάξης και της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας και αποφασίζει για την ακολου­θητέα στρατηγική, παρέχοντας κατευθύνσεις προς αντιμετώπισή τους.

γ. Καθορίζει τρόπους αποτελεσματικότερης συνεργα­σίας επί θεμάτων κοινής αρμοδιότητας των Σωμάτων και Υπηρεσιών των Γενικών Γραμματειών Δημόσιας Τά­ξης και Πολιτικής Προστασίας.

δ. Αποφασίζει επί θεμάτων κοινών δομών, διυπηρεσιακής συνεργασίας και διαλειτουργικότητας, αποτελεσμα­τικότητας και κοινής αρμοδιότητας των Σωμάτων και Υπηρεσιών των Γενικών Γραμματειών Δημόσιας Τάξης και Πολιτικής Προστασίας και εξετάζει θέματα που αφορούν τη δομή των δυνάμεων, κοινά εξοπλιστικά ή ερευνητικά προγράμματα, καθώς και αντίστοιχα ζητή­ματα προϋπολογισμού και Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.

ε. Εξετάζει κάθε άλλο θέμα αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών, το οποίο κρίνεται σκόπιμο να συζητηθεί.

 

   4. Η άσκηση των αρμοδιοτήτων του εν λόγω Συμ­βουλίου δεν θίγει αρμοδιότητες και λειτουργίες άλλων συλλογικών οργάνων των Σωμάτων και Υπηρεσιών του Υπουργείου Εσωτερικών.

 

   5. Το Συμβούλιο συγκαλείται από τον Πρόεδρο του, ο οποίος καθορίζει και την ημερήσια διάταξη του.

 

   6. Στο Συμβούλιο μπορούν να προσκαλούνται υπη­ρεσιακοί παράγοντες του Υπουργείου Εσωτερικών, εκπρόσωποι άλλων Υπουργείων και δημόσιων ή ιδιω­τικών φορέων, καθώς και εμπειρογνώμονες και ειδικοί επιστήμονες.

 

   7. Καθήκοντα γραμματέα εκτελεί κατά περίπτωση ανώτατος ή ανώτερος αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας ή του Πυροσβεστικού Σώματος. Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου τηρούνται, με ευθύνη του προέδρου, πρακτικά τα οποία και καταχωρούνται σε οικείο βιβλίο. Στις Υπηρεσίες κοινοποιούνται μόνο οι αποφάσεις του Συμβουλίου προς υλοποίηση.

 

Αρθρο 25

Στοιχεία αιτήσεων προς τη Διοίκηση

 

   Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του ν. 2690/1999 (ΦΕΚ 45 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «4. Τα στοιχεία της ταυτότητας που αναφέρονται στην αίτηση, όταν πρόκειται για Έλληνες πολίτες, αποδει­κνύονται από το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας ή τη σχετική προσωρινή βεβαίωση της αρμόδιας αρχής ή το διαβατήριο ή την άδεια οδήγησης ή το ατομικό βιβλιάριο υγείας όλων των ασφαλιστικών φορέων.»

 

Αρθρο 26

Αυτοματοποίηση Διεκπεραίωσης Υποθέσεων από τη Διοίκηση

 

   1. Τα ηλεκτρονικά αιτήματα τα οποία υποβάλλονται-στις Δημόσιες Υπηρεσίες, Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 32 του ν.3536/2007 (ΦΕΚ 42 Α'), είτε απευθείας από τους αιτούντες είτε μέσω Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών είτε στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης αναζήτησης δικαιολογητικών διεκπεραιώνονται αυτόματα, με την υποστήριξη και χρή­ση κατάλληλων Πληροφοριακών Συστημάτων από τους αρμόδιους φορείς, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α. Η διεκπεραίωση της υπόθεσης και η έκδοση της σχετικής πράξης βασίζεται σε στοιχεία τα οποία έχουν ελεγχθεί και έχει επιβεβαιωθεί η γνησιότητα και εγκυρό­τητα τους από τους αρμόδιους φορείς κατά το στάδιο της καταχώρισης των στοιχείων στο εκάστοτε Πληρο­φοριακό Σύστημα.

β. Ο αρμόδιος για την έκδοση της πράξης φορέας παρέχει στους λοιπούς φορείς του δημόσιου τομέα και τους τρίτους τη δυνατότητα ηλεκτρονικής επαλήθευσης και επιβεβαίωσης του περιεχομένου και της γνησιότη­τας της εκδιδόμενης σε ψηφιακή μορφή πράξης.

 

   2. Η ηλεκτρονική έκδοση της πράξης σε ψηφιακή μορ­φή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου από τους αρμόδιους φορείς συνιστά έκδοση διοικητικής πράξης. Η εκτύπωση της εκδιδόμενης πράξης σύμφωνα με τα ανωτέρω επέχει θέση ακριβούς αντιγράφου, το οποίο επικυρώνεται από τη διοικητική αρχή που παρα­λαμβάνει το αίτημα.

 

   3. Η ψηφιοποίηση διοικητικής πράξης, που εκδόθηκε σε έντυπη μορφή, απαιτεί ψηφιοποίηση του πρωτοτύπου και επικύρωση από τον αρμόδιο υπάλληλο της διοικη­τικής αρχής που το εξέδωσε ή άλλης με υποχρεωτική χρήση ψηφιακής υπογραφής.

 

Αρθρο 27

Αρμοδιότητες Υπηρεσίας Ανάπτυξης Πληροφορικής

 

   1. Η Υπηρεσία Ανάπτυξης Πληροφορικής της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Δι­ακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της είναι υπεύθυνη για:

α. Τον καθορισμό του Πλαισίου Παροχής Υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και ιδίως των προδιαγρα­φών, των κανόνων και των προτύπων σχετικά με:

i) To σχεδιασμό, ανάπτυξη, συντήρηση και λειτουργία των διαδικτυακών τόπων και πληροφοριακών συστημά­των της Δημόσιας Διοίκησης.

ii) Την ανάπτυξη και παροχή ολοκληρωμένων ηλε­κτρονικών υπηρεσιών από τους φορείς του δημόσιου τομέα.

iii) Τη διασφάλιση της διαλειτουργικότητας σε οργα­νωτικό, σημασιολογικό και τεχνολογικό επίπεδο, για την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ πληροφοριακών συστη­μάτων των φορέων του δημόσιου τομέα.

ίν) Την εγγραφή, ταυτοποίηση και ηλεκτρονική ανα­γνώριση πολιτών και επιχειρήσεων σε ηλεκτρονικές υπηρεσίες του δημόσιου τομέα.

ν) Τη διαχείριση του Μητρώου για την καταχώριση των παρεχόμενων υπηρεσιών από φορείς της Δημόσιας Διοίκησης (Μητρώο Διαλειτουργικότητας).

β. Το συντονισμό και υποστήριξη των αρμόδιων υπη­ρεσιών του Δημοσίου για την παροχή υπηρεσιών πλη­ροφόρησης και ηλεκτρονικών συναλλαγών μέσω Κε­ντρικών Διαδικτυακών Πυλών της Δημόσιας Διοίκησης, σύμφωνα με το Πλαίσιο Παροχής Υπηρεσιών Ηλεκτρο­νικής Διακυβέρνησης.

γ. Το συντονισμό και την παρακολούθηση της λειτουρ­γίας οριζόντιων έργων του Υπουργείου Εσωτερικών που υποστηρίζουν την ανάπτυξη και παροχή Ολοκληρωμέ­νων Υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.

δ. Την αντιμετώπιση κάθε άλλου θέματος που αφορά στην παροχή Ολοκληρωμένων Υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.

 

   2. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών κυρώνεται το Πλαίσιο Παροχής Υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Διακυ­βέρνησης.

 

   3. Με αποφάσεις του Υπουργού Εσωτερικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού μπορεί να ρυθ­μίζονται, όπου απαιτείται, ζητήματα ολοκλήρωσης και αυτοματοποίησης ηλεκτρονικών υπηρεσιών στο Πλαίσιο Παροχής Υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, τα οποία εμπίπτουν στη αρμοδιότητα άλλων φορέων του δημόσιου τομέα.

 

   4. Από τις ρυθμίσεις των παραπάνω παραγράφων εξαιρείται η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστη­μάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.

 

Αρθρο 28

Θέματα Επιχειρησιακών Προγραμμάτων

 

   1. Με προκήρυξη που εκδίδεται από την Ελληνική Εται­ρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Ε.Τ.Α.Α.), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παράγραφος 3 του ν. 2527/1997 (ΦΕΚ 206 Α), επιλέγονται έως διακόσια (200) κατ' ανώτατο όριο άτομα, κάτοχοι πτυχίων Σχο­λών ή Τμημάτων Πληροφορικής A.E.L ή Τ.Ε.Ι ή συναφών, για τη συμμετοχή τους σε πρόγραμμα εκπαίδευσης και διορισμό τους σύμφωνα με τις επόμενες παραγράφους. Με την προκήρυξη μπορεί να ορίζονται συγκεκριμένες ειδικότητες πληροφορικής ή συναφείς ειδικότητες που καθορίζονται από το Υπουργείο Εσωτερικών.

 

   2. Το προσωπικό αυτό εκπαιδεύεται σε ειδικά θέματα που σχετίζονται με το σχεδιασμό, παρακολούθηση και εκτέλεση δράσεων των επιχειρησιακών προγραμμάτων του Ε.Σ.Π.Α. ή άλλων κοινοτικών ή ειδικών προγραμ­μάτων. Τα θέματα εκπαίδευσης προσδιορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών. Το πρόγραμμα εκπαίδευσης οργανώνεται και εκτελείται από την Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Ε.Τ.Α.Α.).

 

   3. Το προσωπικό αυτό, μετά την εκπαίδευση του, δι­ατίθεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών για διορισμό στις Περιφέρειες και τις Νομαρχιακές Αυτοδι­οικήσεις. Ο διορισμός ανατρέχει στην ημερομηνία έντα­ξης τους στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Με την απόφαση διάθεσης καθορίζονται οι κλάδοι ή και οι ειδικότητες σε θέσεις των οποίων διορίζονται. Αν δεν υπάρχουν κενές θέσεις ή δεν επαρκούν συνιστώνται αυτοδικαίως με την απόφαση διάθεσης, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

   4. Κατά το διάστημα της εκπαίδευσης και ως το διο­ρισμό καταβάλλονται οι τακτικές αποδοχές νεοδιορι­ζόμενου υπαλλήλου αντίστοιχου κλάδου ή ειδικότητας. Οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εσωτερικών / Γενική Γραμματεία Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης στον οποίο εγγράφονται οι σχετικές πιστώσεις.

 

   5. α. Στο πλαίσιο εκτέλεσης του Επιχειρησιακού Προ­γράμματος «Διοικητική Μεταρρύθμιση 2007-2013» του Υπουργείου Εσωτερικών συγκροτείται Συμβουλευτική Επιτροπή αποτελούμενη από εμπειρογνώμονες υψηλού κύρους και επαγγελματικής κατάρτισης, Ελληνες και αλλοδαπούς, η οποία αποτελείται κατ' ανώτατο όριο από 25 μέλη.

β. Αποστολή της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι η επιστημονική υποστήριξη για την εφαρμογή του Επι­χειρησιακού Προγράμματος, η παρακολούθηση της προόδου και των αποτελεσμάτων του και η υποβολή προτάσεων και εισηγήσεων για την καλύτερη αποτελεσματικότητά του.

γ. Η Συμβουλευτική Επιτροπή συνέρχεται τακτικώς μία (1) φορά το έτος και εκτάκτως, εάν απαιτείται, μετά από πρόσκληση του Υπουργού Εσωτερικών.

δ. Στα μέλη της Επιτροπής καταβάλλεται αποζημίω­ση που καθορίζεται με απόφαση των Υπουργών Εσω­τερικών και Οικονομίας και Οικονομικών, στην οποία περιλαμβάνονται και τα έξοδα μετάβασης, επιστροφής και διαμονής, η οποία δεν θα υπερβαίνει τις τρεις (3) ημέρες κάθε φορά.

 

   6. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του ν. 3389/2005 (ΦΕΚ 232 Α), όπως τροποποιήθηκαν με την παράγραφο 1 του άρθρου 16 του ν. 3483/2006 (ΦΕΚ 169Α'), εφαρμόζονται και επί της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών για τις ανάγκες του Επι­χειρησιακού Προγράμματος «Διοικητική Μεταρρύθμιση 2007-2013». Η προβλεπόμενη στις ανωτέρω διατάξεις απόφαση εκδίδεται από τον Υπουργό Εσωτερικών.

 

Αρθρο 29

Ρυθμίσεις διαδικαστικών θεμάτων διενέργειας των εκλογών

 

   1. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του π.δ. 96/2007 (ΦΕΚ116 Α) καταργείται.

 

   2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 68 του π.δ. 96/2007 (ΦΕΚ 116 Α) αντικαθίσταται, ως ακολούθως:

 

   «3. Αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής διορίζονται:

α) Οι πρωτοδίκες και οι αντιεισαγγελείς πρωτοδι­κών.

β) Οι πάρεδροι των πρωτοδικείων και των εισαγγελιών πρωτοδικών.

γ) Οι εισηγητές του Συμβουλίου Επικρατείας.

δ) Οι εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

ε) Οι πρωτοδίκες και οι πάρεδροι των διοικητικών πρωτοδικείων.

στ) Οι σπουδαστές της Εθνικής Σχολής Δικαστών.

ζ) Οι δικαστικοί αντιπρόσωποι του Νομικού Συμβου­λίου του Κράτους.

η) Οι ειρηνοδίκες και οι πταισματοδίκες.

θ) Οι δικηγόροι.

ι) Οι συμβολαιογράφοι.

ια) Οι έμμισθοι και άμισθοι υποθηκοφύλακες.

ιβ) Οι υπάλληλοι με βαθμό Α' ή Β' της γραμματείας των δικαστηρίων, δηλαδή του Συμβουλίου Επικρατείας, όλων των πολιτικών, ποινικών και διοικητικών δικαστη­ρίων, των εισαγγελιών, της Γενικής Επιτροπείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και των έμ­μισθων υποθηκοφυλακείων.

ιγ) Οι ασκούμενοι δικηγόροι.»

 

   3. α. Η περίπτωση β' της παραγράφου 6 του άρθρου 68 του π.δ. 96/2007 αντικαθίσταται, ως εξής:

 

   «β) Το Υπουργείο Δικαιοσύνης αποστέλλει ονομαστι­κούς καταλόγους όλων των προσώπων που αναφέρο­νται στην παράγραφο 3 στοιχεία α' έως και γ', ε', στ', η, ι, ια' και ιβ'.»

 

   β. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 68 του π.δ. 96/2007 αντικαθίσταται, ως ακολούθως:

 

   «Οι παραπάνω με στοιχεία β' και στ' ονομαστικοί κατά­λογοι αποστέλλονται το αργότερο δεκαπέντε (15) ημέ­ρες μετά την κατά το άρθρο 31 παράγραφος 3 έναρξη της προεκλογικής περιόδου.»

 

   4. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 69 του π.δ. 96/2007 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Οι έφοροι, οι αναπληρωτές τους, οι αναπληρωτές αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής, που δεν άσκησαν τα καθήκοντα τους, καθώς και όσοι δικαστικοί και εισαγ­γελικοί λειτουργοί μετέχουν στην εκλογική διαδικασία, εφόσον έχουν οριστεί με σχετική απόφαση του οικείου εφόρου, ψηφίζουν τους ίδιους υποψήφιους σε εκλογικό τμήμα της έδρας του εφόρου, που ορίζεται από αυτόν, τους υποψήφιους της εκλογικής περιφέρειας στην οποία υπάγεται το ανωτέρω εκλογικό τμήμα.»

 

   5. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 82 του π.δ. 96/2007 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «5. Οι άνδρες της φρουράς του άρθρου 54 ψηφίζουν, μόνον εφόσον είναι γραμμένοι στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους του άρθρου 27, οποιασδήποτε εκλογικής περι­φέρειας, που επικυρώθηκαν από το οικείο πρωτοδικείο.»

 

   6. Η παράγραφος 2 του άρθρου 87 του π.δ. 96/2007 καταργείται.

 

   7. Η παράγραφος 3 του άρθρου 88 του π.δ. 96/2007 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «3. Οι υποψήφιοι μπορούν να ψηφίσουν σε οποιοδή­ποτε εκλογικό τμήμα της εκλογικής περιφέρειας στην οποία έχουν ανακηρυχθεί, στο οποίο βρίσκονται την ημέρα της ψηφοφορίας.»

 

   8. Η παράγραφος 3 του άρθρου 95 του π.δ. 96/2007 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «3. Με την επιφύλαξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 96 του παρόντος για την προϋπόθεση σύστασης ειδικών εκλογικών τμημάτων ετεροδημοτών, οι ετεροδημότες ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα στον τόπο διαμονής τους, εφόσον εγγρα­φούν στον ειδικό εκλογικό κατάλογο ετεροδημοτών.»

 

   9. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 96 του π.δ. 96/2007 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Προϋπόθεση για την άσκηση του εκλογικού τους δι­καιώματος αποτελεί η εγγραφή, για όλη την εφετειακή περιφέρεια, σαράντα (40) τουλάχιστον ετεροδημοτών εκλογέων, που ανήκουν στην ίδια βασική εκλογική πε­ριφέρεια.»

 

   10. Η περίπτωση β' της παραγράφου 7 του άρθρου 97 του π.δ. 96/2007 καταργείται.

 

   11. Η παράγραφος 2 του άρθρου 98 του π.δ. 96/2007 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «2. Μόλις συγκεντρωθούν τα αποτελέσματα όλων των εφορευτικών επιτροπών της εκλογικής περιφέρειας, το Πρωτοδικείο προβαίνει σε αρίθμηση των ψήφων και συ­ντάσσει τον πίνακα αποτελεσμάτων της παραγράφου 4. Επίσης συντάσσει πίνακα με αναλυτικά αποτελέσματα σταυροδοσίας των υποψηφίων, τον οποίο αποστέλλει άμεσα σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή στο Υπουργείο Εσωτερικών.»

 

   12. Η παράγραφος 2 του άρθρου 117 του π.δ. 96/2007 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «2. Η προηγούμενη παράγραφος δεν εφαρμόζεται στις γενικές βουλευτικές εκλογές και στις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μόνο για τον εκλογέα που έχει περάσει το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας του, για τον εκλογέα που θα βρίσκεται στο εξωτερικό, καθώς και για τον εκλογέα που έχει εγγρα­φεί στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους ετεροδημο­τών, αλλά, προκειμένου για τις βουλευτικές εκλογές, δεν κατέστη δυνατή η σύσταση ειδικού εκλογικού τμήματος ετεροδημοτών, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 96 του παρόντος.»

 

   13. Τα άρθρα όγδοο, ένατο, δέκατο έκτο και οι πα­ράγραφοι 2 και 3 του άρθρου δέκατου του ν. 2196/1994 (ΦΕΚ41 Α) καταργούνται.

 

   14. Το στοιχείο γ.ί. της παραγράφου 9 του άρθρου 21 του ν. 3023/2002 (ΦΕΚ 146 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «γ.ί. Η Τοπική Επιτροπή, εφόσον κρίνει ότι η καταγγε­λία είναι ορισμένη και βάσιμη, καλεί τους εκπροσώπους των κομμάτων, των συνασπισμών και τους υποψήφιους βουλευτές κατά των οποίων στρέφεται η καταγγελία, προς ακρόαση και συλλέγει το, κατά την κρίση της, αναγκαίο αποδεικτικό υλικό.»

 

   15. Η παράγραφος 1 του άρθρου 24 του ν. 3023/2002 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «1. Η υπέρβαση του ορίου της παραγράφου 1α του άρθρου 10 του παρόντος νόμου για τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση μηνυμάτων των κομμάτων και των συνασπι­σμών, τιμωρείται με πρόστιμο μέχρι το 40% της τε­λευταίας, κάθε φορά, καταβληθείσας σε αυτά τακτικής χρηματοδότησης. Αν το κόμμα δεν λαμβάνει τακτική χρηματοδότηση, τιμωρείται με πρόστιμο μέχρι εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ.»

 

Αρθρο 30

Θέματα υπηρεσιακής κατάστασης δημοσίων υπαλλήλων

 

   1. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 54 του Υπαλληλικού Κώδικα, ο οποίος έχει κυρωθεί με το ν. 3528/2007, καθώς και στην παράγραφο 1 του άρθρου 61 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, ο οποίος έχει κυρωθεί με το ν. 3584/2007, προστίθεται εδάφιο ως εξής:

 

   «Υπάλληλος, ο οποίος δεν έχει συμπληρώσει χρόνο υπηρεσίας έξι (6) μηνών, δικαιούται να λάβει τις βραχυ­χρόνιες αναρρωτικές άδειες που προβλέπονται. Μετά την εξάντλησή τους, ο υπάλληλος δικαιούται άδεια άνευ αποδοχών.»

 

   2. Η παράγραφος 8 του άρθρου 141 του Υπαλληλικού Κώδικα, που έχει κυρωθεί με το ν. 3528/2007 απαλεί­φεται.

 

   3. Η παράγραφος 8 του άρθρου 159 του Υπαλληλικού Κώδικα, ο οποίος έχει κυρωθεί με το ν. 3528/2007 ανα­διατυπώνεται ως εξής:

 

   «8. Οι διατάξεις της παραγράφου 6 δεν εφαρμόζονται στα κοινά υπηρεσιακά συμβούλια.»

 

   4. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 141 του Υπαλληλικού Κώδικα, ο οποίος έχει κυρωθεί με το ν. 3528/2007, καθώς και το πρώτο εδάφιο της παρα­γράφου 6 του άρθρου 145 του Κώδικα Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, ο οποίος έχει κυρωθεί με το ν. 3584/2007 αναδιατυπώνονται ως εξής:

 

   «Η προθεσμία για την άσκηση ένστασης και η άσκηση της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης με εξαίρεση τις πειθαρχικές ποινές της προ­σωρινής και οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού.»

 

   5. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 84 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007) προστίθενται εδάφια ως ακολούθως:

 

   «Δεν επιτρέπεται να είναι υποψήφιος για επιλογή σε θέση Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης, υπάλληλος του οποίου το υπολειπόμενο διάστημα για αυτοδίκαιη απο­χώρηση από την υπηρεσία είναι μικρότερο από δύο (2) έτη. Το προηγούμενο εδάφιο δεν ισχύει για όσους είναι, ήδη, Προϊστάμενοι Γενικής Διεύθυνσης.»

 

   6. Μετά το τέλος του εδαφίου β' της παραγράφου 3 του άρθρου 82 του Υπαλληλικού Κώδικα, που έχει κυρωθεί με το ν. 3528/2007, καθώς και μετά το τέλος του εδαφίου β' της παραγράφου 3 του άρθρου 85 του Κώδικα Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, ο οποίος έχει κυρωθεί με το ν. 3584/2007, προστίθεται εδάφιο ως εξής:

 

   «Για υπαλλήλους οι οποίοι αποκτούν διδακτορικό δί­πλωμα μετά το διορισμό τους, ο χρόνος που απαιτείται για τη βαθμολογική τους εξέλιξη μειώνεται συνολικά κατά τέσσερα (4) έτη.»

 

   7. α. Η παράγραφος 4 του άρθρου 18 του ν. 2503/1997 (ΦΕΚ 107 Α), όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις της παρα­γράφου 1 του άρθρου 42 του ν. 3536/2007 (ΦΕΚ 42 Α'), που επίσης αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν. 3613/2007 (ΦΕΚ 263 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «4. Οι διατάξεις του άρθρου 72 του ν. 3528/2007 (ΦΕΚ 26 Α), καθώς και οι διατάξεις της παραγράφου 22 του άρθρου 9 του ν. 2266/1994 (ΦΕΚ 218 Α) έχουν εφαρμογή και για μετατάξεις υπαλλήλων στους Νομούς Σερρών, Δράμας, Πέλλας, Κυκλάδων και στους Νομούς Φλώ­ρινας, Κιλκίς και Καστοριάς για τις περιοχές πέραν των όσων καθορίστηκαν ως παραμεθόριες με την υπ' αριθμ. ΔΙΔΑΔ/Φ. 42/2175/11943, 11639, 11981, 12268, 12826, 13542/20.12.1995 (ΦΕΚ 1054 Β) κοινή απόφαση των Υπουρ­γών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εσωτερικών και Εθνι­κής Οικονομίας, καθώς και για όλα τα νησιωτικά Επαρ­χεία της Χώρας.»

 

   β. Η παράγραφος 2 του άρθρου 42 του ν. 3536/2007 (ΦΕΚ 42 Α), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 8 του ν. 3613/2007 (ΦΕΚ 263 Α'), αντικα­θίσταται ως εξής:

 

   «2. Οι διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 67 του ν. 3528/2007 (ΦΕΚ 26 Α), όπως εκάστοτε ισχύει, έχουν επίσης εφαρμογή για τους Νομούς Σερρών, Δράμας, Πέλλας, Φλώρινας, Κιλκίς και Καστοριάς.»

 

   γ. Η περίπτωση ιδ' της παραγράφου 8 του άρθρου 17 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

 

   «ιδ. Κατά είκοσι (20) μονάδες για τους δημότες των Νομών Ξάνθης, Ροδόπης, Εβρου, Δράμας, Σερρών, Κα­στοριάς, Φλώρινας, Γρεβενών, Ευρυτανίας, Πέλλας και Κιλκίς ή των νησιών του Αιγαίου, πλην της Κρήτης, ή των νησιών Κυθήρων, Αντικυθήρων, Ιθάκης, Παξών, Οθωνών, Ερείκουσας και Μαθρακίου ή παραμεθόριων περιοχών των Νομών Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων, όπως οι περι­οχές αυτές καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, οι οποίοι δεσμεύονται να υπηρετήσουν επί μία τουλάχιστον δεκαετία σε θέσεις υπηρεσιών του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του παρόντος ή της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν. 2527/1997, οι οποίες προκηρύσσονται στον αντίστοιχο νομό ή νησί ή παραμεθόρια περιοχή.»

 

   8. Οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 16 του ν. 2527/1997 (ΦΕΚ 206 Α') τροποποιούνται ως ακολούθως:

 

   «4. Η μείωση του ωραρίου εργασίας κατά μία (1) ώρα την ημέρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του π.δ. 193/1988 (ΦΕΚ 84 Α), προκειμένου για τακτι­κούς υπαλλήλους και υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., που έχουν παιδιά με πνευματική, ψυ­χική ή σωματική αναπηρία σε ποσοστό 67% και άνω ή σύζυγο με αναπηρία 100% τον οποίο συντηρεί, γίνεται χωρίς ανάλογη περικοπή των αποδοχών τους. Το πο­σοστό αναπηρίας βεβαιούται σύμφωνα με τα προβλε­πόμενα από τις ισχύουσες διατάξεις.

 

   5. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο μείωση του ωραρίου ισχύει και για τους τυφλούς ή παραπληγικούς - τετραπληγικούς, τους νεφροπαθείς τελικού σταδίου, καθώς και τους έχοντες αναπηρία 67% και άνω υπαλλή­λους του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. Ειδικώς για τους τυφλούς τηλεφωνητές η μείωση του ωραρίου εργασίας ορίζεται σε δύο (2) ώρες την ημέρα.»

 

   9. Στο τέλος της περίπτωσης γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν. 3242/2004 (ΦΕΚ 102 Α) προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως:

 

   «Η αυτεπάγγελτη αναζήτηση δικαιολογητικών εφαρ­μόζεται και στις επιχειρήσεις.»

 

   10. Σε περίπτωση νοσηλείας στρατιωτικού, αστυνομι­κού, πυροσβεστικού υπαλλήλου, λιμενικού, συνοριακού-φύλακα, ειδικού φρουρού, υπαλλήλου της αγροφυλακής και εποχικού δασοπυροσβέστη σε μονάδα εντατικής θεραπείας, συνεπεία σοβαρού τραυματισμού κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του και ένεκα αυτής, το Δημόσιο καλύπτει τα έξοδα ταξιδιού και διαμονής, μέχρι εξήντα (60) ημερών, στον τόπο του νοσηλευτικού ιδρύματος ή πλησίον αυτού, στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, δύο μελών της οικογένειας του παθόντος. Με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών, Εθνικής Αμυνας, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής καθορίζονται το ύψος των εξόδων ταξιδιού και διαμο­νής, ο δημόσιος φορέας του οποίου ο προϋπολογισμός βαρύνεται, τελικώς, με την αντίστοιχη δαπάνη, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία καταβολής των εξόδων στους δικαιούχους και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

 

Αρθρο 31

Θέματα διορισμών συγγενών θανόντων κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας

 

   Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 3448/2006 (ΦΕΚ 57 Α) προστίθεται εδάφιο ως ακο­λούθως:

 

   «Ο διορισμός ενεργείται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουρ­γού.»

 

Αρθρο 32

Ρύθμιση υπηρεσιακών θεμάτων προσωπικού Ε.Κ.Δ.Δ.Α.

 

   1. Ο χρόνος διάρκειας της απόσπασης των ήδη απο­σπασμένων, καθώς και των αποσπώμενων στο Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης(Ε. Κ.Δ.Δ.Α.) εκπαιδευτικών, για την επιλογή τους σε θέσεις στελεχών εκπαίδευσης, λογίζεται από την ημερομηνία έναρξής της:

α. Για τους υπηρετούντες σε θέση Υπευθύνου Σπου­δών και Ερευνας του Ε.Κ.Δ.Δ.Α., ως χρόνος υπηρεσίας σε θέση Προϊσταμένου Εκπαιδευτικών Θεμάτων.

β. Για τους υπηρετούντες σε θέση Προϊσταμένου των Περιφερειακών Ινστιτούτων Επιμόρφωσης του Ε.Κ.Δ.Δ.Α. ή Προϊσταμένου Αυτοτελούς Τμήματος ή Γραφείου του Ε.Κ.Δ.Δ.Α., ως χρόνος υπηρεσίας σε θέση Προϊσταμένου Γραφείου Εκπαίδευσης.

γ. Για τους υπηρετούντες σε θέση Διευθυντή ή Ανα­πληρωτή Διευθυντή (άρθρο 34 του π.δ. 57/2007) του Ινστιτούτου Επιμόρφωσης του Ε.Κ.Δ.Δ.Α., ως χρόνος υπηρεσίας σε θέση Διευθυντή Εκπαίδευσης.

 

   2. Οι ως άνω αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί των περι­πτώσεων β' και γ' μπορούν να είναι υποψήφιοι Διευθυντές εκπαίδευσης και προϊστάμενοι γραφείων εκπαίδευσης, εφόσον, κατά τα λοιπά, πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου Β' υπό στοιχεία (α), (β), (γ), (δ), (ε) και(στ) του άρθρου 7 του ν. 3467/2006.

 

Αρθρο 33

Ρυθμίσεις θεμάτων υπαλλήλων του Υπουργείου Εσωτερικών

 

   Το ποσοστό τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) του εδαφίου α' της παραγράφου 5 του άρθρου 12 του ν. 3074/2002 (ΦΕΚ 296 Α) αυξάνεται σε πενήντα τοις εκατό (50%). Για το ανωτέρω ποσοστό αύξησης εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις όλων των εδαφίων της προαναφερθείσας παραγράφου του ίδιου άρθρου του ανωτέρω νόμου. Η χορηγούμενη αύξηση θα πραγματοποιηθεί σε τρεις ετήσιες δόσεις, ήτοι από 1.1.2009 σε ποσοστό από 35% σε 40%, από 1.1.2010 σε ποσοστό από 40% σε 45% και από 1.1.2011 σε ποσοστό από 45% σε 50%.

 

Αρθρο 34

Τροχαία ατυχήματα από οχήματα του Δημοσίου

 

   Η περίπτωση β' της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του ν. 976/1979 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

 

   «β) από τις αστυνομικές αρχές τη διενέργεια αυτοψίας στον τόπο του ατυχήματος και τη σύνταξη σχετικής έκθεσης μετά σχεδιαγράμματος ή αντίγραφα της έκθεσης αυτοψίας και του σχεδιαγράμματος, στις περιπτώσεις που διενεργείται προανάκριση και στις περιπτώσεις ατυχημάτων με υλικές ζημιές αντίγραφο του δελτίου οδικού τροχαίου ατυχήματος με υλικές ζημιές με σχε­διάγραμμα».

 

Αρθρο 35

Ρυθμίσεις θεμάτων Α.Σ.Ε.Π. και Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.

 

   1. Το δέκατο εδάφιο της περίπτωσης Β' της παραγρά­φου 2 του άρθρου 18 του ν. 2190/1994 αντικαθίσταται από τότε που προστέθηκε και τέθηκε σε ισχύ με την παρά­γραφο 3 του άρθρου 12 του ν. 3146/2003 ως εξής:

 

   «Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που κατά τον οργανισμό ή κανονισμό του οικείου φορέα η εμπειρία προβλέπε­ται ως προϋπόθεση διορισμού, καθώς και εκείνες που προβλέπεται, ως τυπικό προσόν διορισμού ή πρόσλη­ψης, η κατάταξη όλων των υποψηφίων, εχόντων και μη εχόντων εμπειρία, γίνεται με βάση τη βαθμολογία τους σε όλα τα βαθμολογούμενα κριτήρια και μόνο για το τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) των θέσεων που προκηρύσσονται κατά κλάδο ή ειδικότητα ή για όσο μικρότερο ποσοστό θέσεων έως το τριάντα πέντε τοις εκατό (35%), μετά την ισχύ της παραγράφου 3 του άρ­θρου 2 του ν. 3260/2004, ορίζεται στην προκήρυξη από το Α.Σ.Ε.Π. σε συνεργασία με τον οικείο φορέα, ανάλογα με τις πραγματικές ανάγκες για ανανέωση του προσω­πικού των θέσεων αυτών, η εμπειρία δεν λαμβάνεται υπόψη ως βαθμολογούμενο κριτήριο.»

 

   2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 7 του ν. 3491/2006 (ΦΕΚ 207 Α), με την οποία τροποποιήθηκε η παράγρα­φος 3 του άρθρου 4 του ν. 3074/2002 (ΦΕΚ 296 Α), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το πρώτο εδάφιο της περ. γ' της παραγράφου 8 του άρθρου 14 του ν. 3345/2005 (ΦΕΚ 138 Α'), τροποποιείται και συμπληρώνεται ως εξής:

 

   «2. Ο Ειδικός Γραμματέας του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. επικουρείται από δεκατέσσερις (14) Προϊσταμένους Επιθεωρητές, οι οποίοι προέρχονται από τους υπηρετούντες Επιθεωρητές - Ελεγκτές και ορίζονται ή παύονται με απόφαση του Ειδικού Γραμματέα του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. Ο αριθμός των Προϊσταμένων Επιθεωρητών μπορεί να αυξάνεται με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομίας και Οικονομικών σε περίπτωση αύξησης των θέσεων των Επιθεωρητών-Ελεγκτών και Βοηθών Επιθεωρητών-Ελεγκτών που υπηρετούν στην Κεντρική Υπηρεσία του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. ή σε περίπτωση σύστασης νέων Περιφερει­ακών Γραφείων.»

 

   3. Το τρίτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3074/2002 (ΦΕΚ 296 Α), όπως αυτό αντικαταστάθηκεμε την παράγραφο 2 του άρθρου 9 του ν. 3174/2003 (ΦΕΚ 205 Α), καταργείται και στο τέλος της παραγράφου 4 του ιδίου άρθρου προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως:

 

   «Για το περιεχόμενο των δηλώσεων, τον έλεγχο, τις ποινικές κυρώσεις και τον καταλογισμό εφαρμόζονται οι ισχύουσες, κάθε φορά, διατάξεις για τη δήλωση και τον έλεγχο περιουσιακής κατάστασης των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων που αναφέρονται στις πε­ριπτώσεις στ' έως και ι' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 (ΦΕΚ 309 Α').»

 

   4. Η παράγραφος 4 του άρθρου 3 του ν. 3074/2002, όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 4 του ν. 3613/2007, αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «3. Η απόσπαση των Επιθεωρητών-Ελεγκτών, που έχουν συμπληρώσει εννέα (9) συνεχή έτη υπηρεσίας στο Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. ως Επιθεωρητές-Ελεγκτές ή ως Βοηθοί Επιθεωρητές-Ελεγκτές, ανανεώνεται αυτοδίκαια. Ο συνολικός αριθμός των ανωτέρω Επιθεωρητών-Ελε­γκτών των οποίων η απόσπαση ανανεώνεται αυτοδίκαια δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) του εκάστοτε αριθμού των οργανικών θέσεων του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. Η απόσπαση των ανωτέρω Επιθεωρητών-Ελεγκτών ανακαλείται κατόπιν εισήγησης του Ειδικού Γραμματέα του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. μόνο για λόγους αδυναμίας εκτέλεσης των καθηκόντων τους ή πλημμελούς άσκη­σης αυτών ή ύστερα από αίτηση των ιδίων.»

 

Αρθρο 36

Ρυθμίσεις θεμάτων υπαλλήλων Περιφερειών

 

   1. Στους υπαλλήλους των Περιφερειών, μόνιμους και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, καταβάλλεται σταδιακώς, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της παραγράφου 4 του παρόντος, μηνιαία ειδική παροχή, η οποία συνεντέλλεται με τις μηνιαίες αποδοχές τους και το ύψος της οποίας ορίζεται ανάλογα με την κατηγορία του υπαλλήλου, ως εξής: Κατηγορία ΠΕ πεντακόσια πε­νήντα (550) ευρώ, κατηγορία TE πεντακόσια δέκα (510) ευρώ, κατηγορία ΔΕ τετρακόσια εβδομήντα (470) ευρώ και κατηγορία ΥΕ τετρακόσια πενήντα (450) ευρώ.

 

   2. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α) δεν εφαρμόζονται στους παραπάνω υπαλλήλους και η προβλεπόμενη από αυτήν προσωπική διαφορά καταργείται για τους υπαλλήλους αυτούς.

 

   3. Τυχόν καταβαλλόμενες στους ανωτέρω υπαλλήλους πρόσθετες μισθολογικές παροχές συμψηφίζονται με την ειδική παροχή της παραγράφου 1, εξαιρουμένων του επιδόματος ειδικών συνθηκών εργασίας του άρ­θρου 8 παράγραφος 1 του ν. 2342/1995 (ΦΕΚ 208 Α), του ειδικού επιδόματος (αντισταθμίσματος) του άρθρου 8 παράγραφος 2 του ν. 2430/1996 (ΦΕΚ 156 Α), του ειδικού επιδόματος του άρθρου 27 παράγραφοι 34, 35, 36 και 37 του ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α), του μερίσματος του προϊόντος του Ειδικού Λογαριασμού του άρθρου 23 του ν. 3470/2006 (ΦΕΚ 132 Α) και του ειδικού επιδόματος του άρθρου 21 παράγραφος 2 του ν. 3212/2003 (ΦΕΚ 308 Α'). Με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, η οποία εκδίδεται εντός δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ρυθμίζονται τα θέματα συμψηφισμού, μεταφοράς πιστώσεων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

 

   4. Η σταδιακή καταβολή των ποσών της παραγράφου 1 του παρόντος αρχίζει από 1ης Ιανουαρίου 2009 και ολοκληρώνεται την 1η Ιανουαρίου 2012. Ειδικότερα, την 1η Ιανουαρίου 2009 καταβάλλεται το 25% της προκύ­πτουσας σχετικής διαφοράς, την 1η Ιανουαρίου 2010 το 50% αυτής, την 1η Ιανουαρίου 2011 το 75% και την 1η Ιανουαρίου 2012 το σύνολο αυτής, ήτοι το 100%.

 

Αρθρο 37

Εποχιακά εργαζόμενοι σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

 

   Στο τέλος της περίπτωσης β' της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α'), όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του ν. 3536/2007 (ΦΕΚ 42 Α'), προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

 

   «Ομοίως, δεν απαιτείται η προσκόμιση επίκαιρης σύμ­βασης εργασίας σε περιπτώσεις εποχιακά εργαζομέ­νων σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και σε επιχειρήσεις επισιτισμού, εφόσον κατά το διάστημα της ανανέωσης λαμβάνουν επίδομα ανεργίας.»

 

Αρθρο 38

Αδεια διαμονής συζύγων επαναπατρισθέντων, παλιννοοτησάντων, ομογενών

 

   Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 60 του ν. 3386/2005 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «5. Στους συζύγους επαναπατρισθέντος ή παλιννοστήσαντος ή ομογενούς, που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών, χορηγείται άδεια διαμονής διάρκειας πέντε (5) ετών, η οποία παρέχει δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά ερ­γασίας.»

 

Αρθρο 39

Αδειες διαμονής δεκαετούς διάρκειας

 

   1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 91 του ν. 3386/2005, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παράγραφος 1 του ν. 3536/2007 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «2. Υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος έχει άδεια διαμο­νής κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, εφόσον συμπληρώσει δεκαετή συνεχή νόμιμη διαμονή στη Χώρα, δικαιούται να λάβει άδεια διαμονής διάρκειας δέκα (10) ετών, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 10 του παρόντος, η οποία παρέχει δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας. Η ανωτέρω άδεια διαμονής χορηγείται και στα ενήλικα, άνω του 21ου έτους της ηλικίας τους, μέλη της οικογένειας του υπηκόου τρίτης χώρας, εφό­σον πληρούν αυτοτελώς τις παραπάνω προϋποθέσεις. Η άδεια χορηγείται ύστερα από αίτηση του υπηκόου τρίτης χώρας και απόφαση του οργάνου που χορήγησε την τελευταία άδεια διαμονής και μπορεί να ανανεώνεται κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου, για ισόχρονο διά­στημα, εφόσον αποδεικνύει συνεχή διαμονή στην Ελλάδα, η διακοπή της οποίας δεν υπερβαίνει τα δύο (2) συναπτά έτη και διαθέτει πλήρη κάλυψη ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης. Για την ανανέωση της άδει­ας διαμονής της παρούσας οι υπήκοοι τρίτων χωρών δεν υπόκεινται στην καταβολή παραβόλου.»

 

   2. Όπου στις διατάξεις του ν. 3386/2005 ή στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται άδεια διαμονής αόριστης διάρκειας, νοείται η άδεια διαμονής της προηγούμενης παραγράφου.

 

Αρθρο 40

Ρυθμίσεις επί μέρους ζητημάτων μεταναστευτικής πολιτικής

 

   1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 84 του ν. 3386/2005, όπως συμπληρώθηκε από την παράγραφο 1 του άρθρου 15 του ν. 3536/2007, προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:

 

   «Στους υπηκόους τρίτων χωρών που ανανεώνουν την άδεια διαμονής τους βάσει των προβλεπόμενων στο τρί­το εδάφιο της παραγράφου 1 του παρόντος, παρέχεται δικαίωμα οποιασδήποτε συναλλαγής με τις αναφερό­μενες στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 υπηρεσίες, μόνο με την επίδειξη της άδειας διαμονής τους.»

 

   2. α. Η περίπτωση γ' της παραγράφου 2 του άρθρου73 του ν.3386/2005 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «γ. Την απώλεια ή την ανανέωση ή μεταβολή των στοιχείων του διαβατηρίου του ή άλλου ταξιδιωτικού εγγράφου.»

 

   β. Η περίπτωση δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 73 του ν. 3386/2005 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «δ. Την απώλεια του δελτίου διαμονής ή μόνιμης δι­αμονής.»

 

   γ. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 73 του ν. 3386/2005 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Οι παραπάνω δηλώσεις γίνονται μέσα σε δύο μήνες αφότου συμβεί το αντίστοιχο γεγονός, πλην της περί­πτωσης ανανέωσης του διαβατηρίου, η οποία μπορεί να γίνει μέχρι και την ημερομηνία υποβολής αίτησης ανα­νέωσης της άδειας διαμονής και της δήλωσης γέννησης τέκνου που τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης β' της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.»

 

   3. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 87 του ν. 3386/2005, όπως αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 6 του άρθρου 28 του ν. 3613/2007 (ΦΕΚ 263Α'), αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Στους υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι δεν εκ­πληρώνουν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 73 του παρόντος, επιβάλλεται πρόστιμο ύψους διακοσίων (200) ευρώ και τετρακοσίων (400) ευρώ σε περίπτωση υποτροπής.»

 

   4. α. Σε περιπτώσεις τέλεσης γάμου μεταξύ υπηκό­ων τρίτων χωρών που διαμένουν στη χώρα με άδεια διαμονής, στον ένα εκ των συζύγων και στα κατά το άρθρο 4 του π.δ. 131/2006 (ΦΕΚ 143 Α) μέλη της οικο­γένειας τους, που διαμένουν ήδη νόμιμα στη χώρα, μπορεί να χορηγηθεί άδεια διαμονής για οικογενεια­κή επανένωση, κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2 περίπτωση β' του άρθρου 5 του ανωτέρω προεδρικού διατάγματος.

 

   β. Η διαμονή των ανήλικων τέκνων που γεννιούνται στην Ελλάδα από νόμιμα διαμένοντες στη χώρα γονείς, καλύπτεται από την άδεια διαμονής του συντηρούντος μέχρις ότου υποβληθεί αίτηση για τη χορήγηση άδειας διαμονής τούτων. Αν η αίτηση για τη χορήγηση άδει­ας διαμονής στο ανήλικο τέκνο υποβληθεί μετά την πάροδο διετίας από τη γέννηση του επιβάλλεται το πρόστιμο που προβλέπεται από τη διάταξη της παρα­γράφου 4 του άρθρου 87 του ν. 3386/2005, όπως ισχύει. Οι ρυθμίσεις της ανωτέρω παραγράφου εφαρμόζονται και για τα γεννηθέντα πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος, τέκνα, εφόσον η αίτηση για χορήγηση άδειας διαμονής υποβληθεί εντός διαστήματος δύο ετών από τη γέννησή τους.

 

   5. Με απόφαση του κατά περίπτωση αρμόδιου οργά­νου χορηγείται άδεια διαμονής για οικογενειακή επα­νένωση σε ανήλικα τέκνα υπηκόων τρίτων χωρών που κατείχαν άδεια διαμονής, η οποία τους είχε χορηγηθεί, είτε για λόγους οικογενειακής επανένωσης είτε βάσει των μεταβατικών διατάξεων της παραγράφου 11 του άρθρου 91 του ν. 3386/2005 και η οποία δεν ανανεώθηκε ταυτόχρονα με εκείνη του συντηρούντος. Οι σχετικές αιτήσεις υποβάλλονται στις οικείες υπηρεσίες μέχρι 30.6.2009. Τυχόν εκκρεμείς αιτήσεις εξετάζονται σύμ­φωνα με τις διατάξεις του παρόντος.

 

   6. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτω­σης γ' της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, τυχόν βεβαιωθέντα πρόστιμα στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ., λόγω μη εμπρόθεσμης δήλωσης, στην οικεία υπηρεσία της Περι­φέρειας, των μεταβολών που αφορούν στην ανανέωση διαβατηρίου, διαγράφονται με ατομικά φύλλα έκπτωσης (Α.Φ.ΕΚ.) από την αρμόδια υπηρεσία της Περιφέρειας κατά τη διάταξη του άρθρου 98 του π.δ. 16/1989 (Κανο­νισμός Λειτουργίας των Δ.Ο.Υ.).

 

   7. Τέκνα υπηκόων τρίτων χωρών, τα οποία γεννήθηκαν και διαμένουν στην Ελλάδα και των οποίων οι γονείς εξακολουθούν να διαμένουν νόμιμα στη Χώρα, μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους και εφό­σον έχουν διανύσει την πρωτοβάθμια και γυμνασιακή εκπαίδευση, αποκτούν, με απόφαση του Γενικού Γραμ­ματέα της οικείας Περιφέρειας, την ιδιότητα του επί μακρόν διαμένοντος, κατά παρέκκλιση της διαδικασίας, των προϋποθέσεων και των κριτηρίων των άρθρων 67 και 68 του ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α), όπως, ισχύει, καθώς και του π.δ. 150/2006 (ΦΕΚ 160 Α). Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορίζονται τα απαιτούμενα δι­καιολογητικά, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.

 

Αρθρο 41

Θέματα ελληνικής ιθαγένειας

 

   1. Το προβλεπόμενο στις διατάξεις του άρθρου 5 πα­ράγραφος 1 περίπτωση β' του ν. 3284/2004 (ΦΕΚ 217 Α') κώλυμα που αναφέρεται στη μη ύπαρξη τελεσίδικης καταδίκης, ανεξαρτήτως ποινής και χρόνου έκδοσης καταδικαστικής απόφασης, για παραβάσεις της νομο­θεσίας για την εγκατάσταση και κίνηση αλλοδαπών στην Ελλάδα, καταργείται. Η κατάργηση του κωλύματος αυτού καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς αιτήσεις πολι­τογράφησης.

 

   2. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του ν. 3284/2004 προστίθεται εδάφιο, ως ακολούθως:

 

   «Οι ομογενείς αλλοδαποί δεν καλούνται σε συνέντευ­ξη στην Επιτροπή Πολιτογράφησης, πλην των περιπτώ­σεων εκείνων για τις οποίες ζητείται η παραπομπή από τον Υπουργό Εσωτερικών.»

 

   3. α. Στο άρθρο 15 του ν. 3284/2004 προστίθεται πα­ράγραφος 5 ως ακολούθως:

 

   «5. Με την αίτηση για την κτήση της ελληνικής ιθαγέ­νειας ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει και τον εξελ­ληνισμό του ονόματος και του επωνύμου του, αν αυτά είχαν μεταβληθεί ή αλλοιωθεί στη χώρα από την οποία προέρχεται. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας συμφωνεί με τον ενδιαφε­ρόμενο ως προς τον τρόπο αποδόσεως στην ελληνική γλώσσα του ονόματος και του επωνύμου του, με την απόφαση του, διατάσσει την εγγραφή στο δημοτολόγιο με το εξελληνισμένο κατά τα ανωτέρω ονοματεπώνυμο. Με τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις γίνεται και ο εξελλη­νισμός του ονοματεπώνυμου των ανήλικων τέκνων του αιτούντος, τα οποία αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου.»

 

   β. Η ανωτέρω ρύθμιση εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, αιτήσεις για κτήση της ελληνικής ιθαγενείας.

 

   4. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 17 του ν. 3284/2004 προστίθεται περίπτωση γ' ως ακολούθως:

 

   «γ. Αλλοδαπός, ο οποίος απέκτησε την ελληνική ιθα­γένεια, λόγω της ιδιότητας του ως δοκίμου ή μοναχού στο Αγιο Όρος, εφόσον εγκατέλειψε, αποδεδειγμένα, τη μονή της εγκαταβίωσής του, καθώς και την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους.»

 

   5. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρ-θρου76 του ν. 2910/2001 «Είσοδος και παραμονή αλλοδαπών στην Ελληνική Επικράτεια. Κτήση της Ελληνικής Ιθαγένειας με πολιτογράφηση και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 91Α') που έχει συμπεριληφθεί στις διατηρούμενες δια­τάξεις του άρθρου 35 του ν. 3284/2004 αντικαθίσταται, ως ακολούθως:

 

   «Με την ίδια διαδικασία αποκτούν ελληνική ιθαγένεια ή ειδικό δελτίο ταυτότητας, ανεξαρτήτως του χρόνου άφιξης τους στη χώρα, γονείς ή τέκνα ομογενών που έχουν ήδη αποκτήσει ειδικό δελτίο ταυτότητας ή ελ­ληνική ιθαγένεια, είτε κατόπιν εκδόσεως σχετικής περί της ελληνικής τους ιθαγένειας διαπιστωτικής πράξης του Νομάρχη κατά το προΐσχύσαν νομικό καθεστώς είτε με σχετική απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας περί κτήσης αυτής.»

 

   6. α. Στο άρθρο 1 του ν.δ. 127/1969 (ΦΕΚ 29 Α'), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 13 του ν. 3345/2005 (ΦΕΚ 138 Α), προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:

 

   «4. Με δελτίο αστυνομικής ταυτότητας μπορούν, κα­τόπιν αίτησής τους, να εφοδιάζονται και Ελληνες πο­λίτες που κατοικούν μόνιμα στην Κύπρο. Ως προς τον τύπο του δελτίου ταυτότητας, το χρόνο ισχύος και τα θέματα που αφορούν την ακύρωση και αντικατάσταση αυτού, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τα δελτία ταυτότητας των Ελλήνων πολιτών που κατοικούν ή διαμένουν στην Ελλάδα.»

 

   β. Στο άρθρο 4 του ν.δ. 127/1969, όπως αντικαταστάθη­κε και συμπληρώθηκε με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 55 του ν. 3585/2007 (ΦΕΚ 148 Α), προστίθενται παράγραφοι 5 και 6 ως εξής:

 

   «5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών και Εξωτερικών καθορίζο­νται οι ειδικότερες προϋποθέσεις, τα δικαιολογητικά, η διαδικασία, τα αρμόδια για την έκδοση της ταυτότητας όργανα, το ύψος των εξόδων αποστολής που βαρύνουν τον ενδιαφερόμενο, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα αναφορικά με την έκδοση δελτίου ταυτότητας Ελλήνων πολιτών που κατοικούν μόνιμα στην Κύπρο.

 

   6. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών και Εξωτερικών, μπορεί να αναγνωρίζεται δικαίωμα εφοδιασμού με δελ­τίο αστυνομικής ταυτότητας και σε Ελληνες πολίτες που κατοικούν μόνιμα σε άλλες χώρες.»

 

Αρθρο 42

 

   1. Συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί από πρωτοβάθ­μιους ΟΤΑ, μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, με τις οποίες έχει ανατεθεί σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδι­ωτικού δικαίου η καθαριότητα κοινόχρηστων χώρων και η αποκομιδή και διαχείριση αποβλήτων, καθώς και αντίστοιχου περιεχομένου συμβάσεις με αμιγείς δημο­τικές ή κοινοτικές ή διαδημοτικές επιχειρήσεις, που εξα­κολουθούν να λειτουργούν σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 270 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (κυρωτ. ν. 3463/2006, ΦΕΚ 114 Α'), θεωρούνται νόμιμες. Καταλογισμοί που έχουν γίνει εις βάρος αιρετών ορ­γάνων, από την ανωτέρω αιτία, αίρονται.

 

   2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 176 του ν. 3463/2006 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «4. Για τη συνομολόγηση δανείου ποσού άνω του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) ευρώ από οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης με πληθυσμό έως πενήντα χιλιάδες (50.000) κατοίκους ή άνω των τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ με πληθυσμό άνω των πενήντα χιλιάδων (50.000) κατοίκων ή άνω των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ με πληθυσμό άνω των ογδόντα χιλιάδων (80.000) κατοίκων ή άνω των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) ευρώ με πληθυσμό άνω των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) κατοίκων ή άνω των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) ευρώ με πληθυσμό άνω των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) κατοίκων, η σχετική απόφαση του οικείου συμβουλίου λαμβάνεται με αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) των με­λών του.»

 

   3. Στο πλαίσιο υλοποίησης κάθε ετήσιου προγράμμα­τος σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της υπ' αριθμ. 2008/381/ ΕΚ Απόφασης του Συμβουλίου της Ε.Ε. για τη δημιουρ­γία Ευρωπαϊκού Δικτύου Μετανάστευσης (Ε.Δ.Μ.), το Υπουργείο Εσωτερικών μπορεί να αναθέτει δράσεις και σε νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, όπως το Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής (Ι.ΜΕ.ΠΟ.), η Ελληνική Εταιρία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκη­σης Α.Ε. (Ε.Ε.Τ.Α.Α. Α.Ε.), το Κέντρο Μελετών Ασφάλειας (ΚΕ.ΜΕ.Α.) κ.ά. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών μπορεί να ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με τη λει­τουργία του «Εθνικού Σημείου Επαφής» του Ευρωπαϊκού Δικτύου Μετανάστευσης. Το ποσοστό της εθνικής συμ­μετοχής στις δαπάνες που καλύπτουν την υλοποίηση του ανωτέρω προγράμματος, όπως αυτό καθορίζεται κάθε φορά, βαρύνει τον Προϋπολογισμό Δημοσίων Επενδύσεων.

 

   4. Η μισθοδοσία του μεταφερόμενου προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, κατ' εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του ν. 3613/2007 (ΦΕΚ 263 Α'), βαρύνει τον προϋπολογισμό τους και η σχετική δαπάνη καλύπτεται από τα έσοδα τους από τους Κε­ντρικούς Αυτοτελείς Πόρους.

 

Αρθρο 43

 

   Συμβάσεις μεταφοράς μαθητών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που καταρτίσθηκαν μετα­ξύ των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων και των αστικών ή υπεραστικών ΚΤΕΛ, τουριστικών λεωφορείων ή ταξί, για τις οποίες οι Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις δεν τήρησαν τη διαδικασία που ορίζεται από τις διατάξεις της πα­ραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν. 2741/1999 (ΦΕΚ 199 Α), όπως αυτές τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του άρ­θρου 2 του ν. 3060/2002 (ΦΕΚ 242 Α), της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του ν. 3090/2002 (ΦΕΚ 329 Α) και της παραγράφου 27 του άρθρου 12 του ν. 3310/2005 (ΦΕΚ 30 Α') ή όμοιες συμβάσεις μεταφοράς μαθητών που κα­ταρτίσθηκαν κατά παρέκκλιση της διαδικασίας των υπ' αριθμ. ΙΒ/6722/29.8.1996 (ΦΕΚ 794 Β) και ΙΒ/6071/26.8.1998 (ΦΕΚ 932 Β) κοινών αποφάσεων των Υπουργών Εσωτε­ρικών, Οικονομίας και Οικονομικών, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Μεταφορών και Επικοινωνιών, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν, θεωρούνται νόμιμες.

 

   Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από την κατάθεσή του στη Βουλή.

 

Αρθρο 44

 

   1. Στο άρθρο 5 του ν. 3206/2003 (ΦΕΚ 298 Α), όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 10 του άρθρου 12 του ν. 3387/2005 (ΦΕΚ 224 Α), προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:

 

   «5. Στους ανωτέρω πολίτες που καθίστανται δια βίου ανάπηροι σε ποσοστό 100% χορηγείται μηνιαίο επίδομα διατροφής εφ' όρου ζωής, το ύψος του οποίου, οι ειδι­κότερες προϋποθέσεις, η διαδικασία καταβολής, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής.»

 

   2. Η παράγραφος 5 του άρθρου 62 του ν. 1481/1984 (ΦΕΚ 152 Α), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 2018/1992 (ΦΕΚ 33 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «5.α. Η χρήση αστυνομικών σκύλων επιτρέπεται για τον εντοπισμό ναρκωτικών ουσιών, την ανακάλυψη εκρηκτι­κών υλών, την αναζήτηση εξαφανισθέντων ατόμων, τη φύλαξη προσώπων και πραγμάτων, τη φύλαξη και συνο­δεία κρατουμένων προς αποτροπή απόδρασης, καθώς και τη λήψη μέτρων τάξης σε αθλητικές εγκαταστάσεις. Επίσης επιτρέπεται η χρήση αστυνομικών σκύλων κατά τις πεζές περιπολίες από ένστολους αστυνομικούς σε δημόσιους χώρους για την καταδίωξη και σύλληψη ατό­μων που τελούν επ' αυτοφώρω κακουργήματα ή πλημ­μελήματα και ιδίως αυτών που προβαίνουν σε πράξεις βίας κατά προσώπων ή πραγμάτων. Απαγορεύεται η χρήση αστυνομικών σκύλων για τη διάλυση συναθροί­σεων και συγκεντρώσεων. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορίζονται οι υπηρεσίες που επιτρέπεται να κάνουν χρήση αστυνομικών σκύλων, τα θέματα εκ­παίδευσης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

 

   β. Το Πυροσβεστικό Σώμα επιτρέπεται να χρησιμοποιεί ειδικά εκπαιδευμένους σκύλους για τον εντοπισμό πα­γιδευμένων και αναζήτηση εξαφανισθέντων ατόμων. Οι διατάξεις του ν. 1024/1980 (ΦΕΚ 47 Α), που αφορούν τους αστυνομικούς σκύλους, εφαρμόζονται ανάλογα και για τους σκύλους του Πυροσβεστικού Σώματος.»

 

   3. Η προθεσμία της παραγράφου 3 του άρθρου 29 του ν. 2168/1993 (ΦΕΚ 147 Α'), όπως παρατάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 2334/1995 (ΦΕΚ 184 Α) και το άρθρο 4 του ν. 2452/1996 (ΦΕΚ 283 Α) και ανανεώθηκε με το άρθρο 34 του ν. 2800/2000 (ΦΕΚ 41 Α), την παράγραφο 8 του άρθρου 9 του ν. 3169/2003 (ΦΕΚ 189 Α) και την παράγραφο 2 του άρθρου 16 του ν. 3387/2005 (ΦΕΚ 224 Α), ανανεώνεται για ένα έτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου.

 

   4. Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν. 2713/1999 (ΦΕΚ 89 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «1. Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων στελεχώνεται από μόνιμο αστυνομικό προσωπικό, το οποίο επιλέγεται και μετατίθεται σε αυτήν για μια τριετία. Η θητεία αυτή μπορεί να παρατείνεται μέχρι τρεις φορές για ένα έτος κάθε φορά. Το ως άνω προσωπικό, μετά τη συμπλήρωση τριών ετών από την αποχώρηση του από την Υπηρεσία αυτή, μπορεί να επανεπιλέγεται για τη στελέχωση της. Ως προϊστάμενοι των Υπηρεσιών αυτών ορίζονται ανώ­τεροι αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας.»

 

   5. Οι δόκιμοι υπαστυνόμοι και οι δόκιμοι αστυφύλακες όταν αποβάλουν την ιδιότητα τους αυτή για οποιονδή­ποτε λόγο, εκτός από λόγους υγείας, υποχρεούνται να καταβάλουν στο Δημόσιο αποζημίωση, που είναι ίση με το γινόμενο του 65% του συνόλου των καθαρών μηνιαίων αποδοχών υπαστυνόμου Β' ή του 50% του συνόλου των καθαρών μηνιαίων αποδοχών αστυφύλα­κα, αντιστοίχως, επί τον αριθμό των μηνών που έχουν φοιτήσει στη σχολή. Ως μηνιαίες αποδοχές νοούνται αυτές που καταβάλλονται κατά το χρόνο της εξόδου των μαθητών από τη σχολή, μετά την αφαίρεση των νόμιμων κρατήσεων. Η αποζημίωση βεβαιούται ως δη­μόσιο έσοδο με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, η δε είσπραξη της εκτελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα περί Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων. Δεν υποχρεούνται σε καταβολή της αποζημίωσης όσοι από τους προαναφερόμενους αποχωρούν κατά τη διάρκεια του πρώτου εκπαιδευτικού έτους σπουδών, καθώς και οι δόκιμοι αστυφύλακες που αποχωρούν σε οποιοδήποτε έτος σπουδών προκειμένου να εγγραφούν στη Σχολή Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας.

 

   6. Οι αστυνομικοί, οι ειδικοί φρουροί και οι συνοριακοί φύλακες της Ελληνικής Αστυνομίας, οι οποίοι κρίνονται ανίκανοι για την ενεργό υπηρεσία για λόγους υγείας, ικανοί όμως για υπηρεσία γραφείου, διατηρούνται στην ενέργεια σε θέσεις που συνιστώνται με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας και καταργούνται με την αποχώρηση τους από την υπηρεσία ή την επά­νοδο τους στην ενεργό υπηρεσία κατά τα κατωτέρω οριζόμενα. Η διατήρηση στην κατάσταση υπηρεσίας γραφείου γίνεται για μεν τους αξιωματικούς σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 10 του π.δ. 24/1997 (ΦΕΚ 29 Α'), για δε τους λοιπούς με από­φαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου Συμβουλίου Κρίσεων. Οι τιθέμενοι στην κατάσταση της υπηρεσίας γραφείου διατίθενται μετά από γνωμάτευση της Ανώτατης Υγει­ονομικής Επιτροπής της Ελληνικής Αστυνομίας (Α.Υ.Ε.) σε γραφική ή άλλη υπηρεσία ανάλογα με τα προσό­ντα τους και την κατάσταση της υγείας τους και δεν δύνανται να επανέλθουν στην ενεργό υπηρεσία. Κατ' εξαίρεση, οι αστυνομικοί μέχρι το βαθμό του Ανθυπα-στυνόμου, οι συνοριακοί φύλακες και ειδικοί φρουροί εφόσον δεν έχουν συμπληρώσει το 45ο έτος της ηλικίας τους δύνανται, εντός τριών ετών από την ημερομηνία που τέθηκαν στην κατάσταση της υπηρεσίας γραφείου, με αίτηση τους να ζητήσουν την επανεξέταση τους από την Α.Υ.Ε. προκειμένου να γνωματεύσει για την ικανό­τητα τους προς επαναφορά στην ενεργό υπηρεσία. Για την επάνοδο τους στην ενεργό υπηρεσία ακολουθείται αναλόγως η προαναφερόμενη διαδικασία που αφορά τη θέση σε υπηρεσία γραφείου.

 

   7. Από την έναρξη ισχύος του ν. 3648/2008 (ΦΕΚ 38 Α) επαναφέρεται σε ισχύ η διάταξη του άρθρου 17 παρά­γραφος 9 του ν.δ. 398/1974 (ΦΕΚ 116 Α), που καταργήθηκε με το άρθρο 39 του νόμου αυτού.

 

Αρθρο 45

 

   1. α) Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 42 του ν. 3386/2005 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «2. Ο υπή­κοος τρίτης χώρας οφείλει, πριν τη λήξη της θεώρησης εισόδου, να καταθέσει στο δήμο ή στην κοινότητα του τόπου κατοικίας ή διαμονής του αίτηση για χορήγηση άδειας διαμονής συνοδευόμενη από τα σχετικά δικαι­ολογητικά.»

 

   β) Η περίπτωση β' της παραγράφου 1 του άρθρου 44 του ν. 3386/2005 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «β. Θύματα εγκληματικών πράξεων, οι οποίες προβλέ­πονται στα άρθρα 1 έως 3 του ν. 927/1979 (ΦΕΚ 139 Α'), εφόσον έχει ασκηθεί γι' αυτές ποινική δίωξη και μέχρι να εκδοθεί δικαστική απόφαση. Εάν τα ανωτέρω πρόσωπα υποβάλλονται σε θεραπευτική αγωγή, η άδεια διαμονής εξακολουθεί να χορηγείται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η θεραπεία τους.»

 

   γ) Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 44 του ν. 3386/2005 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Προϋπόθεση για τη χορήγηση της ανωτέρω άδειας είναι η κατοχή διαβατηρίου με θεώρηση εισόδου (visa) στη χώρα, ανεξάρτητα από την ισχύ αυτής ή λήξασα άδεια διαμονής, και η αποδεδειγμένη επίκληση του συγκεκριμένου λόγου που καθιστά αναγκαία τη δια­μονή του υπηκόου τρίτης χώρας στην Ελληνική Επι­κράτεια.»

 

   δ) Η παράγραφος 6 του άρθρου 44 του ν.3386/2005 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «6. Οι άδειες διαμονής του παρόντος άρθρου παρέ­χουν στον υπήκοο τρίτης χώρας δικαίωμα πρόσβασης στη μισθωτή απασχόληση και στην παροχή υπηρεσιών ή έργου. Δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης οικονομι­κής δραστηριότητας παρέχεται μόνο στην περίπτωση που ο κάτοχος της ανωτέρω άδειας διαμονής κατείχε προηγουμένως άδεια διαμονής η οποία του επέτρεπε την άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας και η δραστηριότητα εξακολουθεί να υφίσταται. Για την ανανέωση των αδειών διαμονής του προηγούμενου εδαφίου θα εξετάζεται η συνδρομή των προϋποθέσεων ανανέωσης αδειών διαμονής για ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα.»

 

   ε) Στο άρθρο 60 του ν. 3386/2005 προστίθεται παρά­γραφος 6 ως ακολούθως:

 

   «6. α. Οι σύζυγοι επαναπατρισθέντος ή παλιννοστήσαντος ή ομογενούς, που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών, δικαιούνται να αποκτήσουν αυτοτελή άδεια διαμονής, εφόσον:

ί. Εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου και εφόσον ο γάμος διήρκεσε, έως την ημε­ρομηνία κατάθεσης της αγωγής διαζυγίου ή της αγωγής ακύρωσης του γάμου, επί τρία, τουλάχιστον, έτη από τα οποία το ένα έτος έχει διανυθεί στην Ελλάδα.

ίί. Συντρέχουν ιδιαιτέρως δυσχερείς καταστάσεις, όπως σε περίπτωση που το μέλος της οικογένειας κα­τέστη θύμα οικογενειακής βίας, εν όσω υφίστατο ο γάμος.

Η διάρκεια της αυτοτελούς άδειας διαμονής δεν μπο­ρεί να υπερβαίνει το ένα έτος. Περαιτέρω ανανέωση της επιτρέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού.

β. Στις ανωτέρω περιπτώσεις, το δικαίωμα διαμονής των ανήλικων τέκνων ακολουθεί την τύχη του δικαιώ­ματος διαμονής του γονέα, στον οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλεια.

γ. Στις ρυθμίσεις της παρούσας υπάγονται και οι αλλο­γενείς σύζυγοι ομογενών από την Αλβανία, το καθεστώς διαμονής των οποίων ρυθμίζεται από τις διατάξεις της υπ' αριθμ. 4000/3/10-δ/9.5.2005 κοινής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών, Εξωτερικών, Εθνικής Αμυνας, Απασχόλησης και Κοινω­νικής Προστασίας και Δημόσιας Τάξης, όπως ισχύει.

δ. Οι διατάξεις της παρούσας εφαρμόζονται και στους υπηκόους τρίτων χωρών που συνεχίζουν να διαμένουν στη χώρα, ανεξαρτήτως εάν τα γεγονότα της περί­πτωσης α' της παρούσας έλαβαν χώρα πριν την έναρ­ξη ισχύος του παρόντος, εφόσον οι σχετικές αιτήσεις υποβληθούν εντός έτους από την έναρξη ισχύος της παρούσας.»

 

   στ) Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 83 του ν. 3386/2005 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

 

   «Οι κυρώσεις της παρούσας επιβάλλονται και στους πολίτες των κρατών μελών της Ε.Ε.»

 

   ζ) Στο άρθρο 91 του ν. 3386/2005 προστίθεται παρά­γραφος 12 ως ακολούθως:

 

   «12.α.Υπήκοοι Αλβανίας, οι οποίοι αιτούνται τον εφοδι­ασμό τους ή την ανανέωση Ειδικού Δελτίου Ταυτότητας Ομογενούς (Ε.Δ.Τ.Ο.) και το αίτημα τους απορρίπτεται, διότι δεν απέδειξαν ομογενειακή ιδιότητα, έχουν τη δυνατότητα υπαγωγής στις διατάξεις του παρόντος, εφόσον.

ι. Διαμένουν επί τρία (3) τουλάχιστον έτη στη χώρα.

ii. Εχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση επί τυχόν ασκηθείσας αιτήσεως ακυρώσεως της σχετικής απορριπτικής απόφασης.

iii. Δεν έχει ασκηθεί σε βάρος τους ποινική δίωξη για χρησιμοποίηση ψευδών πληροφοριών, πλαστών ή πα­ραποιημένων εγγράφων, καθώς και για διάπραξη απά­της.

iv. Δεν υφίστανται σε βάρος τους λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 3536/2007 (ΦΕΚ 42 Α').

β. Η αίτηση για τη χορήγηση άδειας διαμονής υποβάλ­λεται στο δήμο ή στην κοινότητα του τόπου διαμονής του αιτούντος εντός τριών (3) μηνών από την επίδοση της απορριπτικής απόφασης ή της τελεσίδικης δικαστι­κής απόφασης επί ασκηθείσας αιτήσεως ακυρώσεως.

Η ανωτέρω άδεια διαμονής παρέχει στον κάτοχο δι­καίωμα πρόσβασης στη μισθωτή απασχόληση και στην παροχή υπηρεσιών ή έργου και έχει ετήσια ισχύ.

Δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης οικονομικής δρα­στηριότητας παρέχεται μόνο στην περίπτωση που ο κάτοχος της ανωτέρω άδειας διαμονής ασκούσε ανε­ξάρτητη οικονομική δραστηριότητα και η δραστηρι­ότητα εξακολουθεί να υφίσταται. Για την ανανέωση των αδειών διαμονής του προηγούμενου εδαφίου θα εξετάζεται η συνδρομή των προϋποθέσεων ανανέωσης αδειών διαμονής για ανεξάρτητη οικονομική δραστη­ριότητα.

Οι άδειες διαμονής της παρούσας μπορούν να ανα­νεώνονται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τη διαδι­κασία των διατάξεων του νόμου αυτού.

γ. Η ανωτέρω άδεια διαμονής χορηγείται και στα μέλη της οικογένειας του αιτούντος, εφόσον αποδεδειγμένα συγκατοικούσαν με αυτόν και εξακολουθούν να διαμέ­νουν στη χώρα.

δ. Στις ρυθμίσεις της παρούσας υπάγονται και οι υπή­κοοι Αλβανίας, τα αιτήματα των οποίων απορρίφθηκαν πριν την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας και συνεχίζουν έκτοτε να διαμένουν στη χώρα, εφόσον οι σχετικές αιτήσεις υποβληθούν εντός έτους από την έναρξη ισχύος του παρούσας.

ε. Δικαίωμα υπαγωγής στην ανωτέρω διαδικασία παρέχεται και στους υπηκόους Αλβανίας των οποίων το αίτημα για χορήγηση ή ανανέωση Ειδικού Δελτίου Ταυτότητας Ομογενούς (ΕΔΤΟ) απορρίφθηκε λόγω προ­σκόμισης πλαστών ή παραποιημένων εγγράφων, εφόσον υποβάλλουν σχετική αίτηση, εντός τριών (3) μηνών από την έκδοση σχετικής τελεσίδικης αθωωτικής απόφασης για τη διάπραξη των συγκεκριμένων αδικημάτων.»

 

   η) Υπήκοοι τρίτων χωρών που διέμεναν νόμιμα στην Ελλάδα για έναν από τους λόγους του ν. 3386/2005 και μετά τη σύναψη γάμου με έτερο υπήκοο τρίτης χώρας ή πολίτη της Ε.Ε. ή Ελληνα υπήκοο μετέβαλαν το καθε­στώς διαμονής τους και έλαβαν είτε άδεια διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης είτε δελτίο διαμονής ως μέλη οικογένειας πολίτη της Ε. Ε. ή Ελληνα, έχουν τη δυνατότητα να επανέλθουν στο προηγούμενο καθεστώς διαμονής τους, εφόσον:

α. Ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο πολίτης της Ε. Ε. ή ο Έλληνας αποβιώσει και δεν δικαιούνται αυτοτελές ή προσωποπαγές αντίστοιχα δικαίωμα διαμονής.

β. Εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση διαζυγίου ή ακύρω­σης του γάμου και δεν δικαιούνται αυτοτελές ή προ­σωποπαγές αντίστοιχα δικαίωμα διαμονής.

Η ανωτέρω δυνατότητα παρέχεται και σε όσα από τα μέλη της οικογένειας τους διέμεναν νόμιμα στη χώρα και μετέβαλαν αντίστοιχα το καθεστώς διαμο­νής τους.

 

   2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 90 του ν. 3386/2005, όπως έχει αναριθμηθεί με την παράγραφο 4 του άρθρου 17 του ν. 3536/2007 (ΦΕΚ 42 Α), αντικαθίσταται, ως ακολούθως:

 

   «7. Με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οι­κονομίας και Οικονομικών μπορεί να ανακαθορίζονται οι υπηρεσίες στις οποίες κατατίθενται οι αιτήσεις των υπηκόων τρίτων χωρών για τη χορήγηση και ανανέωση των αδειών διαμονής τους και να ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την αντίστοιχη διαδικασία και το ποσοστό επί των εσόδων από τα εισπραττόμενα παράβολα, που παρακρατείται κατά το άρθρο 92 παράγραφος 6α του ν. 3386/2005, όπως έχει αντικατασταθεί με τα άρθρα 20 παράγραφος 2 του ν. 3536/2007 και 26 παράγραφος 4 του ν. 3613/2007, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτο­μέρεια.»

 

   3. α. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 176 του ν. 3463/2006 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Στους πιο πάνω περιορισμούς δεν περιλαμβάνονται τα κάθε είδους λοιπά έσοδα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τα οποία είναι δυνατόν να χρησιμοποι­ούνται για λήψη δανείων, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος, κατόπιν εκχωρήσεως ή ενεχυριάσεως, με την επιφύλαξη τυχόν ρητής αντίθετης διάταξης.»

 

   β. Δανειακές συμβάσεις που έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, με εκχώρηση ή ενεχυρίαση λοιπών εσόδων, θεωρούνται νόμιμες.

 

   4. Απαιτήσεις και οφειλές από προγραμματικές συμβά­σεις, που έχουν συναφθεί με διάρκεια ισχύος τους μέχρι την 31.12.2009, καθώς και συμβάσεις μίσθωσης κινητών ή ακινήτων, με τη συμμετοχή αμιγών δημοτικών ή κοινοτι­κών επιχειρήσεων του π.δ. 410/1995, μετά τη μετατροπή αυτών σε κοινωφελείς επιχειρήσεις, εισπράττονται και αποπληρώνονται αντίστοιχα από τις νέες επιχειρήσεις, ακόμη και εάν προέρχονται από δραστηριότητα που δεν προβλέπεται πλέον στους σκοπούς αυτών. Δημοτική ή κοινοτική ανώνυμη εταιρεία (μονομετοχική), μπορεί να εισπράττει ή να αποπληρώνει ανάλογες απαιτήσεις και οφειλές, μόνο εάν προέρχονται από την αξιοποίηση της ακίνητης δημοτικής ή κοινοτικής περιουσίας, ή την εκμετάλλευση κοινόχρηστων χώρων.

 

   5. α) Στην παράγραφο 6 του άρθρου 18 του ν. 2768/1999 (ΦΕΚ 273 Α', 8.12.1999), προστίθενται εδάφια ως ακολού­θως:

 

   «Το δικαίωμα διορισμού παρέχεται και στα άτομα τα οποία τραυματίστηκαν σοβαρά και νοσηλεύτηκαν σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) ή ο τραυματισμός τους επέφερε αναπηρία σε ποσοστό τουλάχιστον 67%, συνεπεία του σεισμού της 7ης Σεπτεμβρίου 1999. Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατός ο διορισμός τους, για λόγους υγείας, το δικαίωμα διορισμού μεταβιβάζεται στον ή στη σύζυγο ή ένα τέκνο τους. Στα δικαιολογητικά που υποχρεούνται να προσκομίσουν οι ενδιαφερόμενοι για διορισμό, όπως αυτά περιγράφονται στο άρθρο 1 της απόφασης υπ' αριθμ. ΔΙΠΠ/Φ ΔΣ1/4159/18.2.2000, του Υπουργού Εσωτερικών προστίθεται και βεβαίωση νο­σηλευτικού ιδρύματος από την οποία να προκύπτει η νοσηλεία σε ΜΕΘ στο χρονικό διάστημα αμέσως μετά το σεισμό αυτόν ή το ποσοστό αναπηρίας (67% και άνω), καθώς και η αιτία που προκάλεσε τον τραυματισμό.»

 

   β) Στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 του ν. 3624/2007 (ΦΕΚ 289 Α', 24.12.2007), προστίθενται εδάφια ως ακολούθως:

 

   «Το δικαίωμα διορισμού παρέχεται και στα άτομα τα οποία υπέστησαν σοβαρά εγκαύματα και νοσηλεύτηκαν σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) ή προκύπτει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%, συνεπεία των εκτεταμένων και καταστρεπτικών πυρκαγιών του 2007. Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατός ο διορισμός τους, για λόγους υγείας, το δικαίωμα διορισμού μεταβιβάζεται στον ή στη σύζυγο ή ένα τέκνο τους.

Στα δικαιολογητικά που υποχρεούνται να προσκο­μίσουν οι ενδιαφερόμενοι για διορισμό, όπως αυτά περιγράφονται στην απόφαση υπ' αριθμ. ΔΙΠΠ/Φ.ΕΠ.Ι/ οικ. 1553/17.12.2008 του Υπουργού Εσωτερικών, όπως συμπληρώθηκε με την υπ' αριθμ. ΔΙΠΠ/Φ.ΕΠ1.1/12/οικ. 26795/6.10.2008 ομοία, προστίθεται βεβαίωση νοσηλευτι­κού ιδρύματος από την οποία να προκύπτει η νοσηλεία σε ΜΕΘ στο χρονικό διάστημα αμέσως μετά τις πυρ­καγιές αυτές ή το ποσοστό αναπηρίας (67% και άνω), καθώς και η αιτία που προκάλεσε τον τραυματισμό.»

 

Αρθρο 46

 

   Η ισχύς των βεβαιώσεων εγγραφής των εγγεγραμ­μένων στις τάξεις 3η και ανώτερες του Μητρώου Ερ­γοληπτικών Επιχειρήσεων (Μ.Ε.ΕΠ.), που τηρείται στη Γενική Γραμματεία Δημόσιων Εργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, η οποία λήγει, κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 97 του ν. 3669/2008 (ΦΕΚ 116 Α), εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους 2009, παρατείνεται για χρονικό διάστημα έξι μηνών μετά την ημερομηνία λή­ξης τους, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν σχε­τικό αίτημα μέχρι την ημερομηνία λήξης του πτυχίου. Η υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. θέτει σημείωση επί του πτυχίου της εταιρείας για τη δοθείσα παράταση. Πτυχία χωρίς τη σχετική σημείωση λήγουν κατά τις ισχύουσες διατάξεις.

 

Αρθρο 47

Μεταβατική ρύθμιση

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

ΤΕΛΙΚΕΣ-ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

   Η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 41 έχει εφαρμογή και στις εκκρεμείς αιτήσεις πολιτογράφη­σης ομογενών αλλοδαπών, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

 

Αρθρο 48

Καταργούμενες διατάξεις

 

   Από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη, που αντίκειται στις διατά­ξεις του παρόντος ή ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο αυτού, με την επιφύλαξη του άρθρου 17 του παρόντος.

 

Αρθρο 49

Εναρξη ισχύος

 

   Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν από τις διατάξεις του ορίζεται διαφορετικά.

 

   Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.