ΝΟΜΟΣ 3674/2008 - ΦΕΚ 136/Α'/10.7.2008

Ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου διασφάλισης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας και άλ­λες διατάξεις.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

    Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

Αρθρο 1

Υποχρεώσεις παρόχου

 

    1. Ο πάροχος δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τα πρόσωπα που αναφέρονται στον παρόντα νόμο έχουν, καθόσον αφορά διαθέσιμες στο κοινό τηλεφωνικές υπηρεσίες, τις προβλεπόμενες στα επόμενα άρθρα υποχρεώσεις πέραν εκείνων που ορίζονται στις ισχύουσες διατάξεις.

 

    2. Ως τηλεφωνικές υπηρεσίες διαθέσιμες στο κοινό νοούνται εκείνες που παρέχονται για τη δημιουργία και τη λήψη εθνικών και διεθνών κλήσεων μέσω αριθμού ή αριθμών του εθνικού σχεδίου αριθμοδότησης.

 

Αρθρο 2

Ασφάλεια υπηρεσιών τηλεφωνίας

 

    1. Ο πάροχος ευθύνεται για την ασφάλεια των υπό την εποπτεία του χώρων, εγκαταστάσεων, συνδέσεων και των συστημάτων υλικού και λογισμικού. Προς τούτο έχει την υποχρέωση να λαμβάνει τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα και να χρησιμοποιεί συστήματα υλι­κού και λογισμικού, τα οποία διασφαλίζουν το απόρρητο της επικοινωνίας και επιτρέπουν την αποκάλυψη της παραβίασης ή απόπειρας παραβίασης του απορρήτου της επικοινωνίας.

 

    2. Ο πάροχος υποχρεούται να διασφαλίζει την τήρηση των προβλεπόμενων στην προηγούμενη παράγραφο μέ­τρων, να προβαίνει σε τακτικό έλεγχο των συστημάτων υλικού και λογισμικού που βρίσκονται στην εποπτεία του και να έχει πλήρη γνώση των τεχνικών δυνατοτή­των τους.

 

Αρθρο 3

Ειδικό σχέδιο πολιτικής ασφάλειας

 

    1. Ο πάροχος υποχρεούται να καταρτίζει και εφαρ­μόζει ειδικό σχέδιο πολιτικής ασφάλειας ως προς τα μέσα, τις μεθόδους και τα μέτρα που διασφαλίζουν το απόρρητο της επικοινωνίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα σε κανονισμούς της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) που εκδίδονται κατά το άρθρο 6 παράγραφος 1 περίπτωση ιβ' του ν. 3115/2003 (ΦΕΚ 47 Α). Στο ειδικό σχέδιο πολιτικής ασφάλειας περιέχονται ιδίως: α) τα συστήματα που χρησιμοποιούνται για τη διασφάλιση του απορρήτου, β) η καταγραφή και αξιο­λόγηση των κινδύνων που ενδέχεται να επηρεάσουν την εύρυθμη λειτουργία του εξοπλισμού και να οδηγήσουν σε παραβίαση του απορρήτου της επικοινωνίας, και γ) τα μέτρα αποτροπής των κινδύνων που έχουν ανα­γνωριστεί. Το ειδικό σχέδιο πολιτικής ασφάλειας και κάθε αναθεώρηση αυτού εγκρίνεται από την ΑΔΑΕ.

 

    2. Η εφαρμογή του ειδικού σχεδίου πολιτικής ασφά­λειας ανατίθεται από τον πάροχο σε εξουσιοδοτούμενο στέλεχος, το οποίο ορίζεται ως υπεύθυνος διασφάλι­σης του απορρήτου. Η σχετική απόφαση του παρό­χου υποβάλλεται στην ΑΔΑΕ και κοινοποιείται στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) και στην Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ). Η ΑΔΑΕ δύναται να ζητήσει οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτημα της ΑΠΔΠΧ ή της ΕΕΤΤ ή άλλης δημόσιας αρχής, την αντι­κατάσταση του υπευθύνου διασφάλισης του απορρήτου με αιτιολογημένη απόφαση της, η οποία ανακοινώνεται στον πάροχο.

 

    3. Ο πάροχος, τα μέλη της διοίκησης και ο νόμιμος εκ­πρόσωπος αυτού, ο υπεύθυνος διασφάλισης του απορ­ρήτου, οι εργαζόμενοι και οι συνεργάτες του παρόχου έχουν υποχρέωση εχεμύθειας για όλα τα θέματα που αφορούν το απόρρητο των επικοινωνιών.

 

Αρθρο 4

Κρυπτογράφηση φωνητικών σημάτων πληροφοριών

 

    1. Με διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουρ­γών Δικαιοσύνης και Μεταφορών και Επικοινωνιών δύ­ναται να επιβληθεί στους παρόχους υπηρεσιών τηλε­φωνίας υποχρέωση κρυπτογράφησης στα φωνητικά σήματα πληροφοριών που μεταδίδονται από τα εκτός της εποπτείας τους φυσικά μέσα, όπως είναι, ιδίως, οι οπτικές ίνες, οι αγώγιμες γραμμές μεταφοράς και οι ζεύξεις. Με το ίδιο διάταγμα καθορίζονται το χρο­νοδιάγραμμα, οι κατηγορίες των φυσικών μέσων στις οποίες εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα η υποχρέωση κρυπτογράφησης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία τε­χνική λεπτομέρεια. Κατά την έκδοση του διατάγματος λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, τα διεθνή πρότυπα, η διεθνής πρακτική, οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις και το κόστος εφαρμογής της κρυπτογράφησης.

 

    2. Οι μέθοδοι κρυπτογράφησης γνωστοποιούνται από τον πάροχο στην ΑΔΑΕ. Ο πάροχος συμμορφώνεται προς τις οδηγίες της αρχής, καθόσον αφορά ιδίως την καταλληλότητα, την αποτελεσματικότητα ή την αντικατάσταση των μεθόδων κρυπτογράφησης που χρησιμοποιεί. Ο πάροχος οφείλει να ανανεώνει και να προσαρμόζει τις μεθόδους κρυπτογράφησης, σύμφωνα με τις εξελίξεις της σχετικής τεχνολογίας.

 

    3. Η συμμόρφωση του παρόχου προς τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων δεν επιτρέπεται να παρακωλύει την εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας για την άρση του απορρήτου.

 

    4. Με κανονισμούς που εκδίδονται από την ΑΔΑΕ, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 περίπτωση ιβ' του ν. 3115/2003, ρυθμίζονται θέματα συμβατότητας της διαδικασίας κρυπτογράφησης μεταξύ των παροχών.

 

Αρθρο 5

Καταγραφή διαχειριστικών λειτουργιών

 

    Οι πάροχοι υπηρεσιών τηλεφωνίας, οι οποίοι χρησι­μοποιούν ψηφιακά κέντρα μεταγωγής, υποχρεούνται να καταγράφουν τις διαχειριστικές λειτουργίες που επιχειρούνται στο λογισμικό κάθε κέντρου. Η καταγρα­φή αυτή γίνεται σε ειδικά μέσα που εξασφαλίζουν την ακεραιότητα των σχετικών αρχείων. Απαγορεύεται σε οποιονδήποτε κάθε άμεση ή έμμεση επέμβαση στα δε­δομένα των ανωτέρω αρχείων. Με κανονισμό της ΑΔΑΕ, που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφος 1 περίπτωση ιβ' του ν. 3115/2003, ρυθμί­ζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την τήρηση των αρχείων του παρόντος άρθρου.

 

Αρθρο 6

Έλεγχος των συστημάτων του παρόχου

 

    Η ΑΔΑΕ προβαίνει σε τακτικούς και έκτακτους ελέγ­χους της υποδομής του συστημάτων υλικού και λο­γισμικού και γενικώς των μέσων που τελούν υπό την εποπτεία του παρόχου, προκειμένου να διαπιστωθεί η τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου και της κείμενης νομοθεσίας για την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας. Ο έλεγχος της ΑΔΑΕ δύναται να περι­λαμβάνει και τεχνικές δοκιμές με χρήση της υποδομής του παρόχου ή της υποδομής των συστημάτων υλικού και λογισμικού που διαθέτει η ΑΔΑΕ ή άλλη δημόσια αρχή. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 3 υποχρεούνται να διευκολύνουν τον έλεγχο.

 

Αρθρο 7

Δήλωση για την άρση του απορρήτου

 

    Το πρώτο δεκαήμερο κάθε τετραμήνου υποβάλλεται στον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ δήλωση υπογεγραμμένη από τον πάροχο ή τον νόμιμο εκπρόσωπο αυτού και τον υπεύθυνο διασφάλισης του απορρήτου, στην οποία ανα­φέρονται οι διατάξεις και τα βουλεύματα για την άρση του απορρήτου, καθώς και οι αρχές που είχαν υποβάλει το σχετικό αίτημα.

 

Αρθρο 8

Αμεσες ενέργειες σε περίπτωση παραβίασης του απορρήτου

 

    1. Σε περίπτωση παραβίασης ή ιδιαίτερου κινδύνου παραβίασης του απορρήτου της επικοινωνίας, ο υπεύ­θυνος διασφάλισης του απορρήτου υποχρεούται να ενημερώνει αμελλητί τον πάροχο ή τον νόμιμο εκπρό­σωπο αυτού, την εισαγγελική αρχή, την ΑΔΑΕ και τους κατά περίπτωση θιγόμενους συνδρομητές. Η ενημέρωση γίνεται εγγράφως και σε περίπτωση αδυναμίας άμεσης επικοινωνίας με οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέσο.

 

    2. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 3 υποχρεούνται, μέχρι την περιέλευση των εντολών της εισαγγελικής αρχής και της ΑΔΑΕ, να μην ανακοινώνουν σε οποιονδήποτε στοιχεία που αφορούν την παραβίαση ή τον ιδιαίτερο κίνδυνο παραβίασης του απορρήτου και να λαμβάνουν τα ενδεικνυόμενα μέτρα για τη διαφύλαξη των αποδεικτικών στοιχείων. Μετά την περιέλευση των σχετικών εντολών τα ανωτέρω πρόσω­πα υποχρεούνται να συμμορφώνονται προς αυτές.

 

Αρθρο 9

Τροποποιήσεις και προσθήκη άρθρου 292Α στον Ποινικό Κώδικα

 

    1. Ο τίτλος του δέκατου τέταρτου κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

    "Εγκλήματα κατά της ασφάλειας των συγκοινωνιών, των τηλεφωνικών επικοινωνιών και κατά των κοινωφε­λών εγκαταστάσεων".

 

    2. Στο κείμενο του άρθρου 292 (παρακώλυση συγκοι­νωνιών) του Ποινικού Κώδικα οι λέξεις "τηλεγράφου ή τηλεφώνου" αντικαθίστανται με τις λέξεις "ή τηλε­γράφου".

 

    3. Μετά το άρθρο 292 του Ποινικού Κώδικα προστίθε­ται άρθρο 292Α, που έχει ως εξής:

"Αρθρο 292Α

Εγκλήματα κατά της ασφάλειας των τηλεφωνικών επικοινωνιών

    1. Όποιος χωρίς δικαίωμα αποκτά πρόσβαση σε σύν­δεση ή σε δίκτυο παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, και με τον τρόπο αυτόν θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των τηλεφωνι­κών επικοινωνιών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000) μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ. Αν ο υπαίτιος της πράξης του προηγούμενου εδαφίου είναι ο εργαζόμενος ή συνεργάτης του παρόχου υπηρεσιών τηλεφωνίας, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000) μέχρι εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ.

    2. Ο πάροχος υπηρεσιών τηλεφωνίας ή ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού, ο οποίος παραβιάζει διάταξη κα­νονισμού της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) ή όρο της Γενικής Αδειας ή του δικαιώματος χρήσης ραδιοσυχνότητας ή του δικαιώμα­τος χρήσης αριθμού, που αναφέρονται στην ασφάλεια των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή από εκατό χιλιάδες (100.000) μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.

    3. Ο πάροχος υπηρεσιών τηλεφωνίας ή ο νόμιμος εκ­πρόσωπος αυτού ή ο υπεύθυνος διασφάλισης του απορ­ρήτου των επικοινωνιών κατά το άρθρο 3 του παρόντος νόμου, που παραλείπει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή πράξης της παραγράφου 1, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) μέχρι διακόσιες χιλιά­δες (200.000) ευρώ, εφόσον η πράξη τελέστηκε ή έγινε απόπειρα τελέσεως αυτής, ανεξάρτητα αν ο δράστης τιμωρηθεί.

    4. Αν ο υπαίτιος των πράξεων των προηγούμενων παραγράφων είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή να προκαλέσει περιουσιακή ζημία σε άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή από εκατό χιλιάδες (100.000) μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ. Εφόσον το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή από εκατό χιλιάδες (100.000) μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.

    5. Αν από τις πράξεις των προηγούμενων παραγράφων μπορεί να τεθούν σε κίνδυνο θεμελιώδεις αρχές και θε­σμοί του Πολιτεύματος, όπως μνημονεύονται στο άρθρο 134α του Ποινικού Κώδικα ή απόρρητο που αναφέρεται στην ασφάλεια του κράτους ή στην ασφάλεια εγκατα­στάσεων κοινής ωφέλειας, επιβάλλεται κάθειρξη.

    6. Όποιος αθέμιτα διαθέτει στο εμπόριο ή με άλλον τρόπο προσφέρει προς εγκατάσταση ειδικά τεχνικά μέσα για την τέλεση των πράξεων της παραγράφου 1 ή δημόσια διαφημίζει ή προσφέρει τις υπηρεσίες του για την τέλεση τους, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχι­στον ενός έτους και χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ."

 

Αρθρο 10

Τροποποίηση του άρθρου 370Α του Ποινικού Κώδικα

 

    1. Το άρθρο 370Α του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

"Αρθρο 370Α

Παραβίαση του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας και της προφορικής συνομιλίας

    1. Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο παρεμβαίνει σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παρο­χής υπηρεσιών τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λο­γισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, με σκοπό ο ίδιος ή άλλος να πληροφορηθεί ή να αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο τηλε­φωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων ή τα στοιχεία της θέσης και κίνησης της εν λόγω επικοινωνίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Με την ίδια ποινή τιμω­ρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της τηλεφωνικής επικοινωνίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.

    2. Όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνο­μιλία μεταξύ τρίτων ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.

    3. Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος κάνει χρήση της πληροφορίας ή του υλικού φορέα επί του οποίου αυτή έχει αποτυπωθεί με τους τρόπους που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 αυτού του άρθρου.

    4. Αν ο δράστης των πράξεων των παραγράφων 1, 2 και 3 αυτού του άρθρου είναι πάροχος υπηρεσιών τηλεφωνίας ή νόμιμος εκπρόσωπος αυτού ή μέλος της διοίκησης ή υπεύθυνος διασφάλισης του απορρήτου ή εργαζόμενος ή συνεργάτης του παρόχου ή ενεργεί ιδιω­τικές έρευνες ή τελεί τις πράξεις αυτές κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή απέβλεπε στην είσπραξη αμοιβής, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή από πενήντα πέντε χιλιάδες (55.000) μέχρι δια­κόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ.

    5. Αν οι πράξεις των παραγράφων 1 και 3 αυτού του άρθρου συνεπάγονται παραβίαση στρατιωτικού ή δι­πλωματικού απορρήτου ή αφορούν απόρρητο που ανα­φέρεται στην ασφάλεια του κράτους ή την ασφάλεια εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας, τιμωρούνται κατά τα άρθρα 146 και 147 του Ποινικού Κώδικα."

 

    2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 177 του Κώδικα Ποι­νικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

    "2. Αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιό­ποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία."

 

    3. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινι­κής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο δεύτερο ως εξής:

    "Τα κακουργήματα της δωροδοκίας που αναφέρονται στα άρθρα 159, 235,236 και 237 του Ποινικού Κώδικα και τα κακουργήματα της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας του άρθρου 370Α του Ποινικού Κώδικα."

 

Αρθρο 11

Διοικητικές κυρώσεις

 

    1. Όταν παραβιάζεται υποχρέωση που προβλέπεται στα άρθρα 2 έως 8 ή τελείται πράξη από τις προ­βλεπόμενες στα άρθρα 9 και 10 του παρόντος νόμου από τον πάροχο υπηρεσιών τηλεφωνίας ή τον νόμιμο εκπρόσωπο του, μέλος της διοίκησης, τον υπεύθυνο διασφάλισης του απορρήτου, εργαζόμενο ή συνεργάτη του παρόχου, επιβάλλεται για κάθε παράβαση στον πάροχο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, το βαθμό υπαιτιότητας και την περίπτωση υποτροπής, μία από τις παρακάτω κυρώσεις:

    α) σύσταση για συμμόρφωση μέσα στα χρονικά όρια της τασσόμενης προθεσμίας με προειδοποίηση επι­βολής προστίμου σε περίπτωση παράλειψης συμμόρ­φωσης,

    β) πρόστιμο από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ,

    γ) αναστολή από ένα μήνα έως ένα έτος ή οριστική ανάκληση του δικαιώματος παροχής υπηρεσιών τηλε­φωνίας.

 

    2. Οι κυρώσεις της σύστασης και του προστίμου επι­βάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση της ΑΔΑΕ ύστε­ρα από προηγούμενη κλήση του ενδιαφερομένου για παροχή εξηγήσεων. Αν η ΑΔΑΕ κρίνει ότι πρέπει να επιβληθεί κύρωση αυστηρότερη του προστίμου, δια­βιβάζει το φάκελο της υπόθεσης στην ΕΕΤΤ, η οποία δύναται με απόφαση της να επιβάλει την κύρωση της αναστολής ή ανάκλησης του δικαιώματος παροχής υπη­ρεσιών τηλεφωνίας ύστερα από προηγούμενη κλήση του ενδιαφερομένου για παροχή εξηγήσεων επί της επιβλητέας κυρώσεως. Εφόσον η ΕΕΤΤ κρίνει ότι δεν είναι προσήκουσα η επιβολή της κύρωσης της αναστο­λής ή ανάκλησης του ως άνω δικαιώματος παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας, επιστρέφει το φάκελο στην ΑΔΑΕ για την επιβολή ηπιότερης κύρωσης.

 

    3. Οι αποφάσεις που εκδίδονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου υπόκεινται σε προ­σφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Για την άσκηση και εκδίκαση της προσφυγής εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Κατά των αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου επιτρέπεται αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επι­κρατείας σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

 

Αρθρο 12

Αστική Ευθύνη

 

    1. Φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου προκαλεί σε άλλον πε­ριουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση ή σωρευτικά, σε πλήρη αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για τέτοιου είδους αποζημίωση. Η χρηματική ικανοποίηση ορίζεται, κατ' ελάχιστο, στο ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, εκτός αν ζητηθεί από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό.

 

    2. Οι απαιτήσεις της προηγούμενης παραγράφου εκδι­κάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 664 έως 676 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ανεξάρτητα από την επιβολή ή μη διοικητικών κυρώσεων ή από την άσκηση ποινικής δίωξης.

 

Αρθρο 13

Εθνικό σχέδιο ασφάλειας ηλεκτρονικών επικοινωνιών

 

    1. Το εθνικό σχέδιο ασφάλειας των επικοινωνιών (ΕΣΑΕ) καταρτίζεται με σκοπό την αποτελεσματική θωράκιση των υποδομών και μέσων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Στο ΕΣΑΕ περιλαμβάνονται ιδίως τα όρ­γανα, οι στόχοι, οι γενικές αρχές και κατευθύνσεις, τα πρότυπα, τα μέσα, οι κίνδυνοι που έχουν αναγνωριστεί, τα μέτρα οργανωτικού και εκπαιδευτικού χαρακτήρα, οι υποχρεώσεις για την ενημέρωση του κοινού, οι κυρώσεις και εν γένει οι κανόνες, οι οποίοι διέπουν την πολιτική ασφάλειας για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες των δη­μόσιων υπηρεσιών, των Ν.Π.Δ.Δ., των επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και των παροχών δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

 

    2. Το ΕΣΑΕ εγκρίνεται και αναθεωρείται με προε­δρικό διάταγμα ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών, Εξωτερικών, Εθνικής Αμυνας, Ανάπτυξης, Δικαιοσύνης, Μεταφορών και Επικοινωνιών, Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νη­σιωτικής Πολιτικής.

 

    3. Οι δημόσιες υπηρεσίες, τα Ν.Π.Δ.Δ., τα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα που λειτουργούν με τη μορφή Ν.Π.Ι.Δ. και οι πάροχοι δικτύων ή υπηρεσιών ηλε­κτρονικών επικοινωνιών υποχρεούνται να προσαρμόζουν τις πολιτικές ασφάλειας που εφαρμόζουν για την προ­στασία των ηλεκτρονικών επικοινωνιών στις αρχές και κατευθύνσεις του ΕΣΑΕ το αργότερο εντός έξι (6) μηνών από την έγκριση του. Οι πολιτικές ασφάλειας και τα ει­δικά σχέδια που εφαρμόζονται από ορισμένες ή όλες τις υπηρεσίες των Υπουργείων Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών, Εξωτερικών, Εθνικής Αμυνας, Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, δύνανται να εξαιρούνται από την υπαγωγή τους στο ΕΣΑΕ.

 

    4. Συνιστάται ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή με σκοπό την κατάρτιση του ΕΣΑΕ. Η επιτροπή συ­γκροτείται με απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, είναι εννεαμελής και αποτελείται από ανώτατο δικαστικό λειτουργό ή καθηγητή Α.Ε.Ι., εν ενερ­γεία ή μη, ως Πρόεδρο, από υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Δι­ακυβέρνησης και της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Τάξης του Υπουργείου Εσωτερικών, της Γενικής Γραμ­ματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, της Γενικής Γραμματείας Ερευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνιών του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών, της ΑΠΔΠΧ, της ΑΔΑΕ και της ΕΕΤΤ ως μέλη. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ως γραμματέας της επιτροπής υπάλληλος του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών ή δικηγόρος.

    Για τις πολιτικές ασφαλείας και τα ειδικά σχέδια που εφαρμόζονται από κάθε Υπουργείο, δημόσια υπηρεσία, Ο.Τ.Α., Περιφέρειες και Ν.Π.Δ.Δ., που είναι αποδέκτες εθνικού ή συμμαχικού διαβαθμισμένου υλικού, όπως το υλικό αυτό ορίζεται από τον Εθνικό Κανονισμό Ασφαλεί­ας (ΕΚΑ), εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κανονισμού αυτού.

 

Αρθρο 14

Αρμοδιότητες υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας

 

    Με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Δικαιοσύ­νης ιδρύεται στην Ελληνική Αστυνομία ειδική υπηρεσία για την πρόληψη και καταστολή των εγκλημάτων παρα­βίασης του απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Προς το σκοπό αυτόν συνεργάζεται με την ΑΔΑΕ υπό την εποπτεία του αρμόδιου εισαγγελέα.

 

Αρθρο 15

 

    1.Α) Ιδρύεται Εθνικό Συμβούλιο Δικαιοσύνης (Ε.ΣΥ.Δ.), το οποίο εδρεύει στην Αθήνα και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Δικαιοσύνης. Το Συμβούλιο εισηγείται και γνωμοδοτεί, εφόσον ζητηθεί από τον Υπουργό Δικαιο­σύνης, για μείζονος σημασίας θέματα που αφορούν στη λειτουργία της Δικαιοσύνης και των δικαστηρίων, στις σχεδιαζόμενες νομοθετικές πρωτοβουλίες του Υπουρ­γείου Δικαιοσύνης και την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στο διεθνές και κοινοτικό δίκαιο, στη λει­τουργία των καταστημάτων κράτησης, καθώς και σε κάθε άλλο μείζον θέμα που άπτεται των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

    Β) Το Ε.ΣΥ.Δ. συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και αποτελείται από:

    α) τον Υπουργό Δικαιοσύνης ως Πρόεδρο,

    β) τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύ­νης,

    γ) τους Προέδρους των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας,

    δ) τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου,

    ε) τους Γενικούς Επιτρόπους Επικρατείας στο Ελε­γκτικό Συνέδριο και στα διοικητικά δικαστήρια,

    στ) τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

    ζ) τους Προέδρους των Νομικών Τμημάτων του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης,

    η) τους Προέδρους των δικαστικών ενώσεων Δικαστών και Εισαγγελέων, Εισαγγελέων Ελλάδος, Δικαστών του Συμβουλίου της Επικρατείας, Δικαστών του Ελεγκτικού Συνεδρίου και Διοικητικών Δικαστών, καθώς και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

    θ) τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών ως Προέδρου της Ολομέλειας των Προέδρων των δι­κηγορικών συλλόγων της χώρας,

    ι) έναν Ακαδημαϊκό των Νομικών Επιστημών της τάξης των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών, ια) έναν διακεκρι­μένο επιστήμονα, με εξειδίκευση σε θέματα Εγκλημα­τολογίας με τον αναπληρωτή του και ιβ) έναν δικηγόρο παρ' Αρείω Πάγω από δικηγορικό σύλλογο της επαρχίας με τον αναπληρωτή του.

    Σε συμβούλους του Υπουργού Δικαιοσύνης και υπη­ρεσιακά στελέχη του Υπουργείου Δικαιοσύνης μπορεί να ανατίθεται η εισήγηση επί των εξεταζόμενων από το Συμβούλιο θεμάτων.

    Γ) Ο Υπουργός Δικαιοσύνης συγκαλεί τις συνεδριά­σεις του Ε.ΣΥ.Δ., καταρτίζει την ημερήσια διάταξη και διευθύνει τις συνεδριάσεις του. Το Ε.ΣΥ.Δ. βρίσκεται σε απαρτία εφόσον είναι παρόντα τα μισά τουλάχιστον από τα μέλη του. Η συμμετοχή στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου είναι τιμητική και άμισθη.

    Δ) Κατά τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου συντάσσε­ται πρακτικό, στο οποίο μνημονεύονται, ιδίως, τα ονό­ματα και η ιδιότητα των παριστάμενων μελών, ο τόπος και χρόνος της συνεδρίασης, τα θέματα που συζητήθη­καν με συνοπτική αναφορά στο περιεχόμενο τους, τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας και οι αποφάσεις που ελήφθησαν. Στο πρακτικό καταχωρούνται και οι γνώμες των μελών που μειοψήφησαν. Το πρακτικό τηρείται στο αρχείο της Γραμματείας του Συμβουλίου.

    Ε) Το Συμβούλιο υποστηρίζεται διοικητικά από γραμ­ματεία, στην οποία διατίθενται υπάλληλοι της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

 

    2. Α) Το Υπουργείο Δικαιοσύνης μπορεί να επιχορη­γήσει τη μη κυβερνητική οργάνωση "Διεθνή Διαφάνεια Ελλάς" για την αντιμετώπιση των δαπανών που προέρ­χονται από τη διοργάνωση της Παγκόσμιας Διάσκεψης για την καταπολέμηση της διαφθοράς (International Anti-corruption Conference), η οποία διεξάγεται το Νοέμβριο του 2008 στην Αθήνα. Η επιχορήγηση δίδεται σύμφω­να με τους όρους και προϋποθέσεις του από 14.1.2008 Μνημονίου (Memorandum of Understanding), που υπε­γράφη από την Ελληνική Κυβέρνηση και τις μη κυβερ­νητικές οργανώσεις Διεθνής Διαφάνεια (Transparency International) και Διεθνής Διαφάνεια Ελλάς (Transparency International Greece), καθώς και με το Συμβούλιο της Διεθνούς Διάσκεψης κατά της Διαφθοράς (International Anti-corruption Conference Council). To ύψος της επιχο­ρήγησης καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης.

    Β) Δεν επιτρέπεται η διάθεση της επιχορήγησης ή μέρους αυτής για σκοπό διαφορετικό από εκείνο για τον οποίο δόθηκε. Χρηματικό ποσό το οποίο δεν δια­τέθηκε για τον καθορισθέντα στο ανωτέρω Μνημόνιο σκοπό καταλογίζεται, με απόφαση του Υπουργού Δι­καιοσύνης, σε βάρος των προσώπων που αποφάσισαν ή πραγματοποίησαν τη διάθεση αυτή. Κατά της καταλογιστικής απόφασης επιτρέπεται, εντός προθεσμίας εξήντα ημερών από την κοινοποίηση, προσφυγή ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφαρμοζομένων αναλόγως, κατά τα λοιπά, των διατάξεων περί του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

    Γ) Εντός μηνός από της διεξαγωγής της Διάσκεψης, διενεργείται διαχειριστικός έλεγχος της διάθεσης της επιχορήγησης από Επιτροπή Ελέγχου. Η Επιτροπή συ­γκροτείται με απόφαση του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αποτελείται από έναν σύμβουλο και δύο δικαστικούς υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου με βαθμό τουλάχιστον προϊσταμένου τμήματος. Αντίγρα­φο του πορίσματος της Επιτροπής διαβιβάζεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης.

 

Αρθρο 16

 

    1. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 92Α του Κώδικα περί Δικηγόρων ( ν.δ. 3026/1954, ΦΕΚ 235 Α), όπως έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 12 παρ. 4 του ν. 1816/1988 (ΦΕΚ 251 Α), προστίθεται εδάφιο ως εξής:

    "Εάν όμως, σύμφωνα με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του νομικού προσώπου στο οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του, παρίσταται στα δικαστήρια και στις διοικητικές αρχές, διενεργεί ελέγχους τίτλων ιδιοκτη­σίας και καταρτίζει συμβάσεις για την προάσπιση των υποθέσεων και των συμφερόντων αυτού, αμείβεται με τις πλήρεις αποδοχές του μισθολογικού κλιμακίου στο οποίο ανήκει."

 

    2. Στο άρθρο 674 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, προστίθεται παράγραφος 3, ως εξής:

    "3. Επί εφέσεως κατά αποφάσεως που έκρινε για τη νομιμότητα απεργίας, ο Πρόεδρος Εφετών ή ο Πρόε­δρος του Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου, κατά περίπτωση, ορίζει κατ' εξαίρεση δικάσιμο, η οποία δεν πρέπει να απέχει πέραν των σαράντα οκτώ ωρών από την κατάθεση του δικογράφου αυτής στη Γραμματεία του Εφετείου, διατάσσει την εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο και την κλήτευση του εφεσίβλητου πριν από είκοσι τέσσερις ώρες από τη δικάσιμο και ορίζει τη σύνθεση του Δικαστηρίου που θα δικάσει την υπόθεση κατά την ορισθείσα ή σε οποιαδήποτε μετ' αναβολή δικάσιμο. Αναβολή της συζητήσεως επιτρέπεται μόνο εάν συντρέχει εξαιρετικά σπουδαίος λόγος και το πολύ μέχρι είκοσι τέσσερις ώρες από την ορισθείσα δικάσιμο. Το Δικαστήριο υποχρεούται να εκδώσει απόφαση επί της υποθέσεως μέσα σε τρεις ημέρες από τη συζήτησή της."

 

 

Αρθρο 17

 

Έναρξη ισχύος

 

    Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει την πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευσή του στην Εφη­μερίδα της Κυβερνήσεως.

 

    Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.