ΝΟΜΟΣ 3669/2008 - ΦΕΚ 116/Α'/18.6.2008

Κύρωση της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημόσιων έργων.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

   Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

Αρθρο πρώτο

 

   Κυρώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 76 παράγραφοι 6 και 7 του Συντάγματος, η κωδικοποίηση της νομοθεσίας που αφορά στην κατασκευή των δημόσιων έργων, όπως καταρτίσθηκε από την Ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή, η οποία συστάθηκε, κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 26 παρ. 4 του ν. 2508/1997 (ΦΕΚ 124 Α'), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 1 περ. γ' του ν. 3044/2002 (ΦΕΚ 197 Α'), με την αριθμ. Δ17α/01/8/Φ.Ν 433/17.1.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δη­μόσιων Έργων και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 36 Β') και συγκρο­τήθηκε με την υπ' αριθμ. Δ17α/10/14/Φ.Ν 433/10.2.2003 απόφαση του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων (ΦΕΚ 164 Β'), της οποίας το κεί­μενο έχει ως εξής:

 

ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ

 

ΜΕΡΟΣ Ι

ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

 

Αρθρο 1

Πεδίο Εφαρμογής - Έννοιες - Γενικές Αρχές

 

   1. Οι διατάξεις του παρόντος Κώδικα εφαρμόζονται σε όλα τα έργα που προγραμματίζονται και εκτελούνται από τους φορείς, που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του ν.2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α').

Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και του εκάστοτε αρμόδιου Υπουργού, είναι δυ­νατόν έργα που προγραμματίζονται και εκτελούνται από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου των ανωτέρω φορέ­ων να εξαιρούνται διατάξεων του παρόντος Κώδικα.

 

   2. Τα δημόσια έργα είναι έργα υποδομής της χώ­ρας που καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγι­κών δυνατοτήτων, στην αύξηση του εθνικού προϊόντος, στην ασφάλεια της χώρας και γενικά αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του λαού. Τα δημόσια έργα εντάσσονται στο γενικό πλαίσιο της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης της χώρας και υλοποιούν επιλογές του δημοκρατικού προγραμματισμού.

 

   3. Από τεχνική άποψη δημόσια έργα είναι όλα τα έργα που εκτελούν οι φορείς της παρ.1 και συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με το έδαφος, το υπέδαφος ή τον υποθαλάσσιο χώρο, όπως και τα πλωτά τμήματα των τεχνικών έργων. Ως έργο νοείται κάθε νέα κατασκευή ή επέκταση ή ανακαίνιση ή επισκευή ή συντήρηση και η οικονομικά ή τεχνικά αυτοτελής λειτουργία, καθώς και κάθε σχετική ερευνητική εργασία, που απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση.

 

   4. Με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα καθιερώ­νονται:

α) Ενιαίοι κανόνες για την κατασκευή όλων των δη­μοσίων έργων.

β) Ο κοινωνικός έλεγχος με τον οποίο εξασφαλίζεται η διαφάνεια των διαδικασιών, η άρτια εκτέλεση των έργων και η προστασία του περιβάλλοντος. Ως κοινω­νικός έλεγχος νοείται η θεσμοθετημένη συμμετοχή στις σχετικές διαδικασίες των εκπροσώπων των φορέων, των ΟΤΑ και άλλων κοινωνικών φορέων.

γ) Η ανάδειξη της Γενικής Γραμματείας Δημόσιων Έργων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χω­ροταξίας και Δημόσιων Έργων (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.) σε κρατικό επιτελικό φορέα στον τομέα υλοποίησης των Δημόσιων Έργων και στην εποπτεία της όλης κατασκευαστικής δραστηριότητας της χώρας.

δ) Ορθολογικό πλαίσιο για την οργάνωση, ανάπτυξη και εξέλιξη των εργοληπτικών επιχειρήσεων που ανα­λαμβάνουν την κατασκευή των έργων.

 

   5. Τα έργα προγραμματίζονται σύμφωνα με τις κείμε­νες διατάξεις και ορίζεται για κάθε έργο ή ομάδα έργων, το ύψος και η πηγή προέλευσης των πιστώσεων για τη χρηματοδότηση της κατασκευής.

 

   6. Με προεδρικό διάταγμα (π.δ.) η εφαρμογή του Κώ­δικα αυτού μπορεί να επεκταθεί εν όλω ή εν μέρει, και στα έργα γεωργικών συνεταιρισμών ή συνεταιριστικών επιχειρήσεων, καθώς και ιδιωτικών επιχειρήσεων στις οποίες συμμετέχει ο δημόσιος τομέας ή νοσηλευτικών και γενικά κοινωφελών ιδρυμάτων που δεν ανήκουν στο δημόσιο τομέα. Με όμοιο π.δ. στις περιπτώσεις ιδιωτι­κών έργων που επιχορηγούνται από το δημόσιο τομέα μπορεί να καθορισθεί η μερική εφαρμογή διατάξεων του Κώδικα αυτού για τη χρησιμοποίηση επιχειρήσεων εγγεγραμμένων στο μητρώο του άρθρου 92 του παρό­ντος, τον ποιοτικό έλεγχο και τις χρησιμοποιούμενες προδιαγραφές.

 

   7. Για την εφαρμογή του παρόντος Κώδικα οι παρα­κάτω όροι έχουν την ακόλουθη σημασία:

α) «Εργοδότης» ή «Κύριος του Έργου» είναι το Δη­μόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο του δημοσίου τομέα για λογαριασμό του οποίου καταρτίζεται η σύμβαση ή κατασκευάζεται το έργο.

β) «Φορέας κατασκευής του έργου» είναι η αρμόδια αρχή ή υπηρεσία που έχει την ευθύνη υλοποίησης του έργου.

γ) «Προϊσταμένη αρχή» ή «Εποπτεύουσα Αρχή» είναι, η αρχή ή υπηρεσία ή όργανο του φορέα κατασκευής του έργου που εποπτεύει την κατασκευή του και ιδίως αποφασίζει για κάθε μεταβολή των όρων της σύμβασης ή άλλων στοιχείων αυτής, όπου αυτό ορίζεται στον παρόντα Κώδικα.

δ) «Διευθύνουσα υπηρεσία» ή «Επιβλέπουσα Υπηρε­σία» είναι η τεχνική υπηρεσία του φορέα κατασκευής του έργου που είναι αρμόδια για την παρακολούθηση, έλεγχο και διοίκηση της κατασκευής του έργου.

ε) «Τεχνικό Συμβούλιο» είναι το συλλογικό όργανο του φορέα κατασκευής του έργου το οποίο γνωμοδοτεί στα θέματα που ορίζει ο Κώδικας αυτός.

στ) «Ανάδοχος Εργολήπτης» ή «Ανάδοχος» είναι η εργοληπτική επιχείρηση στην οποία έχει ανατεθεί με σύμβαση η κατασκευή του έργου.

ζ) «Σύμβαση» είναι η γραπτή συμφωνία μεταξύ του εργοδότη ή του φορέα κατασκευής του έργου και του αναδόχου για την κατασκευή του έργου, καθώς και όλα τα σχετικά τεύχη, σχέδια και προδιαγραφές.

 

  

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΑΝΑΔΟΧΟΥ - ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ

 

Αρθρο  2

Γενικές Διατάξεις

 

   1. Τα δημόσια έργα κατασκευάζονται με βάση τη σχε­τική μελέτη:

α) Από ειδικευμένες εργοληπτικές επιχειρήσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 92 του παρόντος.

β) Από τον φορέα κατασκευής του έργου με αυτε­πιστασία μέσω κατάλληλης τεχνικής υπηρεσίας και προσωπικού που είτε υπάρχει είτε κατά περίπτωση προσλαμβάνεται και αμείβεται από τις πιστώσεις του έργου.

 

   2. Η αρμόδια αρχή ή υπηρεσία που έχει την ευθύνη κατασκευής του έργου αποφασίζει για τον τρόπο κατα­σκευής σύμφωνα με την παράγραφο και τα άρθρα 3 και 4 του παρόντος. Η απόφαση αυτή μπορεί να λαμβάνεται για κάθε έργο ή για είδη εργασιών ή για εργασίες που αφορούν ορισμένη χρονική περίοδο. Η έγκριση διεξαγω­γής δημοπρασίας αποτελεί και έγκριση της κατασκευής του έργου με εργοληπτική επιχείρηση.

 

Αρθρο  3

Τρόποι επιλογής εργοληπτικής επιχείρησης

 

   Τρόποι επιλογής της εργοληπτικής επιχείρησης για την κατασκευή του έργου είναι:

α) Η ανοικτή δημοπρασία, στην οποία λαμβάνουν μέ­ρος και υποβάλλουν προσφορές όλοι όσοι έχουν τα νόμιμα προσόντα που προβλέπονται στη διακήρυξη. Αυτή είναι η κύρια διαδικασία επιλογής.

β) Η δημοπρασία με προεπιλογή, εφαρμόζεται κυρίως σε έργα μεγάλης σπουδαιότητας ή εξειδικευμένα και διεξάγεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 23 του παρόντος.

γ) Η απευθείας ανάθεση ή διαγωνισμός μεταξύ πε­ριορισμένου αριθμού προσκαλούμενων εργοληπτικών επιχειρήσεων, η οποία αποτελεί εξαιρετική διαδικασία και εφαρμόζεται όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 28 του παρόντος.

δ) Ο πρόχειρος διαγωνισμός και η προφορική δημο­πρασία που διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 29 του παρόντος.

 

  

Αρθρο 4

Συστήματα υποβολής προσφορών

 

   Η διακήρυξη για τη δημοπράτηση καθορίζει το σύστη­μα υποβολής των προσφορών. Συστήματα υποβολής προσφορών είναι:

α) Η προσφορά ενιαίου ποσοστού έκπτωσης πάνω σε συμπληρωμένο τιμολόγιο της υπηρεσίας.

β) Η προσφορά επιμέρους ποσοστών έκπτωσης κατά ομάδες τιμών, σε συμπληρωμένο τιμολόγιο ομαδοποιη­μένων τιμών της υπηρεσίας με έλεγχο ομαλότητας των επιμέρους ποσοστών έκπτωσης.

γ) Η ελεύθερη συμπλήρωση ανοιχτού τιμολογίου που μπορεί να περιλαμβάνει αναλυτικές τιμές ή περιληπτικές τιμές ή κατ' αποκοπή τιμή.

δ) Η προσφορά που περιλαμβάνει μελέτη και κατα­σκευή με κατ' αποκοπή εργολαβικό αντάλλαγμα για το έργο ολόκληρο ή κατά τμήματα. Στο σύστημα αυτό αξι­ολογείται πρώτα η ποιότητα της προσφοράς (μελέτη) και στη συνέχεια εξετάζεται η οικονομική προσφορά.

ε) Η μειοδοσία μόνο πάνω στο ποσοστό οφέλους για εκτέλεση απολογιστικών εργασιών.

στ) Η προσφορά για την αξιοποίηση ακινήτων του εργοδότη με το σύστημα της αντιπαροχής ποσοστών εξ αδιαιρέτου και αντιστοίχων διηρημένων ιδιοκτησιών.

ζ) Η προσφορά που περιλαμβάνει τη μερική ή ολική αυτοχρηματοδότηση με αντάλλαγμα τη λειτουργία ή εκμετάλλευση του έργου ή άλλα τυχόν ανταλλάγματα έναντι της κατασκευής του έργου.

Τα συστήματα αυτά μπορούν να εφαρμοσθούν και σε συνδυασμό μεταξύ τους στη δημοπρασία του ίδιου έργου.

 

  

Αρθρο 5

Σύστημα προσφοράς με ενιαίο ποσοστό έκπτωσης

 

   1. Το σύστημα προσφοράς με ενιαίο ποσοστό έκπτω­σης εφαρμόζεται μόνο σε έργα που η προμέτρηση των εργασιών είναι δύσκολη ή αδύνατη, όπως είναι ιδίως τα έργα συντηρήσεων, βελτιώσεων και ανακαινίσεων και ο προϋπολογισμός υπηρεσίας δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο μέχρι του οποίου γίνονται δεκτές εργοληπτικές επιχειρήσεις πρώτης τάξης του Μητρώου Εμπειρίας Εργοληπτικών Επιχειρήσεων (Μ.Ε.ΕΠ.).

 

   2. Οι διαγωνιζόμενοι προσφέρουν ενιαία έκπτωση στις τιμές του τιμολογίου της υπηρεσίας, που εκφράζεται σε ακέραιες μονάδες επί τοις εκατό (%). Αν η υπηρεσία δεν χορηγήσει έντυπο προσφοράς, οι διαγωνιζόμενοι τη συντάσσουν σε δικό τους έγγραφο.

 

Αρθρο  6

Σύστημα προσφοράς με επιμέρους ποσοστά έκπτωσης

 

   1. Το σύστημα προσφοράς επιμέρους ποσοστών έκ­πτωσης κατά ομάδες τιμών εφαρμόζεται ιδίως όταν εί­ναι μεγάλο το πλήθος των τιμών μονάδας με τις οποίες θα καταρτισθεί η σύμβαση.

 

   2. Στους ενδιαφερόμενους χορηγείται από την υπη­ρεσία για υποβολή στο διαγωνισμό έντυπο προσφοράς ποσοστών έκπτωσης κατά ομάδες τιμών ομοειδών ερ­γασιών, που συμπληρώνεται από τους διαγωνιζόμενους σύμφωνα με τις επόμενες παραγράφους.

 

   3. Οι διαγωνιζόμενοι προσφέρουν επιμέρους ποσοστά έκπτωσης για κάθε ομάδα τιμών του τιμολογίου και του προϋπολογισμού, εκφραζόμενα σε ακέραιες μονάδες επί τοις εκατό (%). Είναι δυνατόν, σε κάποια ή κάποιες ομάδες εργασιών η προσφερόμενη έκπτωση να είναι μηδενική ή αρνητική, με την προϋπόθεση ότι η συνολική έκπτωση είναι θετική. Η τελευταία αυτή προϋπόθεση δεν ισχύει αν το ορίζει ρητά η διακήρυξη.

 

   4. Τα επιμέρους ποσοστά έκπτωσης πρέπει να βρί­σκονται σε ομαλή σχέση μεταξύ τους. Για τον έλεγχο της ομαλότητας υπολογίζεται από την επιτροπή διαγω­νισμού για κάθε μειοδότη το συνολικό ύψος προϋπολο­γισμού προσφοράς που διαμορφώνεται μετά την αφαί­ρεση από κάθε ομάδα εργασιών ποσού που αντιστοιχεί στην έκπτωση που προσφέρθηκε. Από τη σύγκριση του προϋπολογισμού προσφοράς προς τον αρχικό προϋπο­λογισμό της υπηρεσίας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κονδύλιο για τα απρόβλεπτα, προκύπτει η μέση έκπτω­ση επί τοις εκατό Εμ του υπόψη μειοδότη. Ομαλή είναι η προσφορά όταν κανένα επιμέρους ποσοστό έκπτωσης Εί δεν είναι μικρότερο από 1,10Εμ-10% ούτε μεγαλύτερο από 0,90Εμ+10%.

 

   5. Προσφορά που έχει αποκλίσεις από τα όρια της προηγούμενης παραγράφου είναι απαράδεκτη. Κατ' εξαίρεση, αν οι αποκλίσεις των ποσοστών έκπτωσης προς τα άνω ή προς τα κάτω δεν υπερβαίνουν το 0,10 (1-Εμ) και αφορούν ομάδα ή ομάδες εργασιών που αθροι­στικά η αξία τους στον προϋπολογισμό της υπηρεσίας δεν ξεπερνά το πέντε τοις εκατό (5%) και προκειμένου να γίνει η κατακύρωση της δημοπρασίας, η προσφορά ομαλοποιείται με αύξηση στο κατώτερο όριο ομαλότη­τας της παραγράφου 4 όλων των ποσοστών έκπτωσης που υπολείπονται από αυτό και η σύμβαση θεωρείται καταρτισμένη με τα ποσοστά αυτά και τα αντίστοιχα ποσά, όπως διορθώνονται από την επιτροπή διαγω­νισμού. Τα επιμέρους ποσοστά που είναι μεγαλύτερα από το ανώτατο όριο ομαλότητας δεν θίγονται στην καταρτιζόμενη σύμβαση.

 

Αρθρο  7

Σύστημα προσφοράς με ελεύθερη συμπλήρωση τιμολογίου

 

   1. Το σύστημα προσφοράς με ελεύθερη συμπλήρωση ανοιχτού τιμολογίου μπορεί να εφαρμόζεται σε έργα ανεξάρτητα από προϋπολογισμό όταν οι ποσότητες των εργασιών έχουν προμετρηθεί χωρίς κίνδυνο συμβατι­κών σφαλμάτων και δεν αναμένονται κατασκευαστικές αποκλίσεις. Στο σύστημα αυτό οι τιμές του τιμολογίου μπορεί να είναι αναλυτικές ή περιληπτικές για ολοκλη­ρωμένα τμήματα σύνθετων εργασιών ή να είναι κατ' αποκοπή τιμές για ευρύτερα τμήματα του έργου ή για όλο το έργο.

 

   2. Στους ενδιαφερόμενους χορηγούνται από την υπη­ρεσία για υποβολή στο διαγωνισμό:

α) Τιμολόγιο όμοιο με το τιμολόγιο της υπηρεσίας, στο οποίο όμως οι τιμές είναι ασυμπλήρωτες.

β) Προϋπολογισμός, όμοιος με τον προϋπολογισμό της υπηρεσίας στον οποίο όμως οι τιμές μονάδας, τα γινόμενα και τα αθροίσματα είναι ασυμπλήρωτα. Το κονδύλιο για απρόβλεπτες δαπάνες συμπληρώνεται από την υπηρεσία σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 57 του παρόντος.

 

   3. Οι διαγωνιζόμενοι προσφέρουν τιμές, συμπληρώ­νοντας το ασυμπλήρωτο τιμολόγιο και προϋπολογισμό με τις προσφερόμενες από αυτούς τιμές χωρίς όμως καμία δέσμευση ομαλότητας. Συμπληρώνουν ακόμα τα γινόμενα των ποσοτήτων επί τις τιμές, τα επιμέρους και το γενικό άθροισμα, το ποσό για γενικά έξοδα και όφελος εργολάβου (Γ.Ε. και Ο.Ε.) βάσει του αναγραφό­μενου στο έντυπο ποσοστού, αν προβλέπεται χωριστά και το συνολικό άθροισμα του προϋπολογισμού προ­σφοράς. Όλες οι τιμές στο τιμολόγιο συμπληρώνονται ολογράφως επί ποινή απαραδέκτου. Τυχόν αριθμητική αναγραφή τιμής στο τιμολόγιο δεν λαμβάνεται υπόψη. Αν υπάρχει διαφορά μεταξύ των αριθμητικών τιμών του προϋπολογισμού και των τιμών του τιμολογίου, ο προϋ­πολογισμός διορθώνεται με βάση τις ολόγραφες τιμές του τιμολογίου. Επίσης διορθώνονται τυχόν σφάλματα στα γινόμενα και τα αθροίσματα του προϋπολογισμού, ο οποίος ισχύει όπως διορθώθηκε. Αν υπάρχουν διαφορές τιμών ή λάθη σε μεγάλη κλίμακα, μπορεί η προσφορά να κριθεί απαράδεκτη.

 

   4. Η τεκμαρτή έκπτωση στο σύστημα αυτό προκύπτει από τη σύγκριση του προϋπολογισμού προσφοράς με τον προϋπολογισμό υπηρεσίας χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κονδύλιο για απρόβλεπτα.

 

Αρθρο  8

Σύστημα προσφοράς που περιλαμβάνει μελέτη και κατασκευή

 

   1. Για την επιλογή του συστήματος προσφοράς που περιλαμβάνει μελέτη και κατασκευή απαιτείται προη­γούμενη απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χω­ροταξίας και Δημόσιων Έργων, μετά από γνώμη του Συμβουλίου Κατασκευών της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.

Το σύστημα προσφοράς μελέτης και κατασκευής εφαρμόζεται στις περιπτώσεις έργων που επιδέχονται ειδικούς τρόπους κατασκευής ή μεθόδους που καλύπτο­νται από τεχνογνωσίες ή άλλα κατοχυρωμένα δικαιώμα­τα ή στα έργα με ιδιομορφίες ως προς τον τρόπο και τις φάσεις κατασκευής τους ή αν κρίνεται σκόπιμος ο συνδυασμός βελτίωσης ή ολοκλήρωσης ή αναθεώρησης υπάρχουσας μελέτης της Υπηρεσίας με την κατασκευή ή αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων.

 

   2. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιλογή του συ­στήματος προσφοράς που περιλαμβάνει μελέτη και κατασκευή πέρα από τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, είναι η ύπαρξη εγκεκριμένης προμελέτης και οικονομοτεχνικής μελέτης της υπηρεσίας για τον καθορισμό του προϋπολογισμού υπηρεσίας. Τα τεύ­χη δημοπράτησης περιλαμβάνουν μεταξύ των άλλων «Κανονισμό Μελετών Έργου» και «Πρότυπα Κατασκευ­ής Έργου», τα οποία συντάσσονται ειδικά για το προς δημοπράτηση έργο ή υπάρχουν και εφαρμόστηκαν σε παρόμοια έργα.

Μετά την έγκριση της προκαταρκτικής μελέτης της υπηρεσίας και προ της έγκρισης της προμελέτης προ­ηγείται η εκπόνηση όλων των αναγκαίων καλούμενων «υποστηρικτικών μελετών», όπως π.χ. είναι οι μελέτες των συνθηκών του έργου και όλες οι απαραίτητες πρά­ξεις ή αποφάσεις που επιτρέπουν την ακώλυτη εφαρμο­γή της σύμβασης, όπως π.χ. αδειοδοτήσεις συναρμόδιων φορέων.

Οι διαγωνιζόμενοι υποβάλλουν στη δημοπρασία του­λάχιστον προμελέτη όλων των απαραίτητων έργων ή οριστική μελέτη προκειμένου για κτιριακά έργα. Οι μελετητές όλων των διαγωνιζομένων πρέπει να έχουν τα κατάλληλα προσόντα, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία για τα πτυχία μελετητών και γραφείων με­λετών ή ισοδύναμη εμπειρία προκειμένου για ευρωπαϊκά γραφεία μελετών με έδρα εκτός Ελλάδας.

 

   3. Κατά την εφαρμογή του συστήματος αυτού μπορεί με τη διακήρυξη να ζητείται από τους διαγωνιζόμενους, εκτός από την οικονομική τους προσφορά, η συμπλή­ρωση ή σύνταξη μελετών, ο προσδιορισμός τεχνολο­γικών χαρακτηριστικών και προδιαγραφών επιμέρους στοιχείων του έργου ή η υποβολή προτάσεων - λύσεων σε δεδομένο τεχνικό πρόβλημα ή ο καθορισμός της προθεσμίας για την αποπεράτωση κατασκευής του έργου σε συνδυασμό με τα λειτουργικά έξοδα και την αποδοτικότητα της επένδυσης. Τα ανωτέρω ζητούμενα προσαρμόζονται στο αντικείμενο της κάθε σύμβασης.

 

   4. Η οικονομική προσφορά περιλαμβάνει το εργολα­βικό αντάλλαγμα κατ' αποκοπή για ολόκληρο το έργο ή για τμήματα του έργου. Με τη διακήρυξη μπορεί να ζητείται και συμπλήρωση τιμολογίου από το διαγωνι­ζόμενο, προκειμένου να διαπιστωθεί ο βαθμός προετοι­μασίας της οικονομικής προσφοράς ή να αποτιμηθούν τυχόν διαφοροποιήσεις που ενδεχόμενα θα προκύψουν από απρόβλεπτες περιστάσεις ή θα ζητηθούν από την υπηρεσία.

 

   5. Για την ανάδειξη του αναδόχου, κατά το σύστημα του παρόντος άρθρου, λαμβάνονται υπόψη οι οικονο­μικές προσφορές σε συνδυασμό με την αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών. Η επιτροπή διαγωνισμού κατ' αρχήν ελέγχει κατά πόσον οι τεχνικές προσφορές τη­ρούν τις τεχνικές προδιαγραφές που καθορίζονται με τα συμβατικά τεύχη και ανακοινώνει το αποτέλεσμα με πρακτικό στο οποίο αποφασίζει ποιες προσφορές γίνονται δεκτές και ποιες απορρίπτονται. Το πρακτικό αυτό ανακοινώνεται στους διαγωνιζόμενους. Κατά του ανωτέρω πρακτικού χωρούν ενστάσεις εντός πέντε (5) ημερών από την ανακοίνωσή του. Μετά την εκδίκαση των ενστάσεων προχωρεί η διαδικασία της κρίσης και αξιολόγησης των τεχνικών προσφορών από την επι­τροπή διαγωνισμού και συντάσσεται νέο πρακτικό που ανακοινώνεται στους ενδιαφερόμενους πριν ανοιχθούν οι οικονομικές προσφορές. Κατά του πρακτικού αυ­τού χωρούν επίσης ενστάσεις εντός πέντε (5) ημερών από της ανακοινώσεώς του στους διαγωνιζόμενους.

Τα κριτήρια της αξιολόγησης και ο βαθμός επιρροής τους στην επιδιωκόμενη βέλτιστη ποιότητα ορίζονται πάντοτε στη διακήρυξη. Οι κρινόμενες μελέτες βαθ­μολογούνται πάντοτε με εκατονταβάθμια βαθμολογία και καθορίζεται η ελάχιστη επιτρεπόμενη αποδεκτή βαθμολογία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το εβδομήντα (70).

Ελάχιστη βαθμολογία μπορεί να ορίζεται και για κρι­τήριο ή κριτήρια που επηρεάζουν σημαντικά την όλη ποιότητα της τεχνικής προσφοράς. Προσφορά που βαθμολογείται κάτω από την ελάχιστη συνολική επι­τρεπόμενη βαθμολογία απορρίπτεται. Αν ορίζεται στη διακήρυξη, το ίδιο ισχύει και αν κριτήριο ή κριτήρια βαθμολογήθηκαν κάτω από την ελάχιστη βαθμολογία που καθορίστηκε στο κριτήριο ή στα κριτήρια αυτά.

Θέσπιση κριτηρίου ή υποκριτηρίου για την εμπειρία τόσο του μελετητή του διαγωνιζόμενου όσο και αυτού τούτου του διαγωνιζόμενου σε περίπτωση διαγωνισμού ανοιχτής διαδικασίας απαγορεύεται. Όταν το κύριο αντι­κείμενο της τεχνικής προσφοράς είναι η μελέτη του διαγωνιζόμενου, η συνολική βαθμολογία τυχόν κριτη­ρίων που αφορούν σε άλλες απαιτήσεις δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 15/100.

 

   6. Σε κάθε υποβαλλόμενη προσφορά αντιστοιχεί η ανηγμένη προσφορά της που προκύπτει ως συνάρτη­ση της οικονομικής προσφοράς (Π) και της συνολικής βαθμολογίας (Β), δηλαδή ισχύει Πα=φ(Π, Β) όπου Πα η ανηγμένη προσφορά. Προσωρινή μειοδότρια ή βέλτιστη προσφορά είναι η ελάχιστη από τις Πα.

Για την εξεύρεση του τύπου της Πα, ο οποίος ορίζεται στη διακήρυξη, καθορίζεται σε κάθε περίπτωση έργου το τμήμα της Π που επηρεάζεται από την επιδιωκόμενη ποιότητα της τεχνικής προσφοράς και το υπόλοιπο τμή­μα της Π στο οποίο δεν επιδρά η τεχνική αξιολόγηση.

Αν 0=ρ.π όπου ρ είναι το υπόλοιπο τμήμα της Π, το μη επηρεαζόμενο από την τεχνική αξιολόγηση και όταν ρ<1,0, τότε το πρώτο τμήμα της Π είναι (1-ρ).Π και σε αυτό επιδρά η βαθμολογία Β/100.

Διαμορφώνεται έτσι ο γενικός τύπος της Πα που εί­ναι:

(1-ρ) x Π

Πα = -    + ρ x Π = Κ x Π

Β

100

όπου

(1-ρ) x 100

Κ =    -    + ρ

Β

Για τιμές του ρ ίσες προς 0,00 ή 0,05 ή 0,10 ή 0,15 κ.λπ. προκύπτουν διάφοροι τύποι της Πα. Η τιμή του ρ ορίζεται πάντοτε στη διακήρυξη και αιτιολογείται συ­νοπτικά. Για να είναι επιλέξιμο το σύστημα προσφοράς μελέτης και κατασκευής και να ισχύουν τα ανωτέρω, πρέπει ρ < 0,40.

Ο διαιρέτης Β/100 που επιδρά στο τμήμα (1-ρ).Π απα­γορεύεται να εμφανίζεται με «δύναμη», μεγαλύτερη της πρώτης. Αν στη συνάρτηση Πα=φ(Π.Β), επιδιώκεται η ενίσχυση της επιρροής της Π μπορεί να τίθεται ως διαιρέτης του (1-ρ).Π, ο (Β/100) 0,5 οπότε,

(1-ρ) x 10 Κ =    -    + ρ

λ/β

και προκύπτουν αντίστοιχοι τύποι για την Πα.

 

   7. Όταν το σύστημα προσφοράς μελέτης-κατασκευής συνδυάζεται με άλλο ή άλλα συστήματα προσφοράς και στο σύστημα μελέτης-κατασκευής αντιστοιχεί τμήμα που υπερβαίνει το ήμισυ του προϋπολογισμού υπηρε­σίας, θεωρουμένου ότι περιλαμβάνει τη δαπάνη των εργασιών (με τα γενικά έξοδα και το όφελος της επι­χείρησης) και τις απρόβλεπτες δαπάνες (απρόβλεπτα), για να είναι ομαλή η συνολική προσφορά πρέπει για τον προϋπολογισμό προσφοράς των τμημάτων του προϋπο­λογισμού Υπηρεσίας που αντιστοιχούν στο άλλο ή στα άλλα συστήματα προσφοράς, να ισχύει η σχέση:

0,90.(Π.Υ).(1-εμ) < Π.Π.> < 1,10.(Π.Υ).(1-εμ) όπου,

Π.Υ. είναι ο προϋπολογισμός υπηρεσίας του κάθε άλλου τμήματος του συνολικού προϋπολογισμού υπη­ρεσίας, εκτός από αυτό που αντιστοιχεί στο σύστημα προσφοράς μελέτης-κατασκευής.

Π.Π. είναι ο προϋπολογισμός προσφοράς που αντι­στοιχεί στον ανωτέρω Π.Υ. και εμ είναι η μέση έκπτωση επί τοις εκατό (%) που προκύπτει από τη σύγκριση του συνολικού προϋπολογισμού προσφοράς προς το συνολικό προϋπολογισμό υπηρεσίας.

Για την εξεύρεση του συνολικού προϋπολογισμού προ­σφοράς, για το τμήμα που αντιστοιχεί στο σύστημα προσφοράς μελέτης-κατασκευής τίθεται η αντίστοιχη

Πα.

Αν έστω και σε ένα από τα άλλα τμήματα του προϋ­πολογισμού υπηρεσίας, ο αντίστοιχος προϋπολογισμός προσφοράς δεν πληροί την ανωτέρω σχέση η συνολική προσφορά απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

 

   8. Όταν το σύστημα προσφοράς μελέτης-κατασκευής συνδυάζεται με άλλο ή άλλα συστήματα προσφοράς και στο σύστημα μελέτης-κατασκευής αντιστοιχεί τμή­μα που υπολείπεται του ημίσεως του προϋπολογισμού υπηρεσίας, θεωρουμένου, όπως στην προηγούμενη παράγραφο, για να είναι ομαλός ο προϋπολογισμός προσφοράς, που αντιστοιχεί στο τμήμα με το σύστημα προσφοράς μελέτης-κατασκευής, εφαρμόζεται ανάλογα η σχέση της προηγούμενης παραγράφου με την επι­σήμανση ότι ως Π.Π. νοείται η Πα και ως Π.Υ. τίθεται ο προϋπολογισμός υπηρεσίας του τμήματος με το σύ­στημα προσφοράς μελέτης-κατασκευής. Αν στο άλλο σύστημα προσφοράς εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 26 του παρόντος, οι εκπτώσεις Ε% προκύπτουν από τη σύγκριση των αντίστοιχων προϋπολογισμών προσφορών προς τον προϋπολογισμό υπηρεσίας του τμήματος που υπερβαίνει το ήμισυ του συνολικού προ­ϋπολογισμού υπηρεσίας.

Αν δεν πληρούται η σχέση της προηγούμενης παρα­γράφου για το τμήμα του προϋπολογισμού υπηρεσίας που αντιστοιχεί στο σύστημα προσφοράς μελέτης - κατασκευής η συνολική προσφορά απορρίπτεται.

 

   9. Όταν συνδυάζονται περισσότερα από ένα συστή­ματα προσφοράς υπάρχουν και περισσότεροι από ένας σφραγισμένοι φάκελοι των αντίστοιχων μερικών οικονο­μικών προσφορών. Όσο διαρκεί η εξέταση της μερικής προσφοράς που αντιστοιχεί στο κύριο σύστημα προ­σφοράς, δηλαδή αυτό στο οποίο αντιστοιχεί τμήμα που υπερβαίνει το ήμισυ του προϋπολογισμού Υπηρεσίας η άλλη μερική προσφορά παραμένει σφραγισμένη.

 

Αρθρο  9

Μειοδοσία στο ποσοστό οφέλους απολογιστικών εργασιών

 

   1. Το σύστημα μειοδοσίας μόνο πάνω στο ποσοστό οφέλους για εκτέλεση απολογιστικών εργασιών εφαρ­μόζεται σε έργα που είναι ιδιαίτερα δύσκολο να τιμο­λογηθούν, σε δοκιμαστικές εργασίες και έρευνες, σε περιπτώσεις συνέχισης εργολαβιών μετά από έκπτωση του αρχικού αναδόχου ή για συγκεκριμένο τμήμα του έργου, που έχει τις παραπάνω ιδιαιτερότητες. Η διακή­ρυξη προβλέπει το συνολικό ύψος προϋπολογισμού των δαπανών και τα τεχνικά στοιχεία (σχέδια, περιγραφές κ.λπ.) που θα δοθούν στους ενδιαφερομένους.

 

   2. Το ποσοστό για γενικά έξοδα και όφελος του ανα­δόχου απολογιστικών εργασιών, ορίζεται σε δεκαοχτώ επί τοις εκατό (18%) και εφαρμόζεται στο σύνολο των δαπανών που πραγματοποιούνται για λογαριασμό του εργοδότη, όπως στις προμήθειες υλικών, μισθωμάτων μηχανημάτων, καυσίμων και λιπαντικών, αξίας μισθών και ημερομισθίων, λοιπών αποζημιώσεων και ασφαλιστι­κών εισφορών των εργαζομένων και κάθε είδους κρατή­σεων και υπόκειται στην έκπτωση της δημοπρασίας.

 

   3. Οι διαγωνιζόμενοι υποψήφιοι προσφέρουν έκπτωση εκφραζόμενη σε ακέραιες μονάδες επί τοις εκατό (%), επί του ποσοστού των γενικών εξόδων και οφέλους του αναδόχου.

 

Αρθρο  10

Προσφορά για την αξιοποίηση ακινήτων με αντιπαροχή

 

   1. Το σύστημα προσφοράς για την αξιοποίηση ακι­νήτων του εργοδότη με το σύστημα της αντιπαροχής ποσοστών εξ αδιαιρέτου και αντιστοίχων διηρημένων ιδιοκτησιών, εφαρμόζεται όταν ο κύριος του έργου απο­φασίζει την οικοδόμηση ακινήτων του με το σύστημα αυτό. Ο ανάδοχος στην περίπτωση αυτή θα λάβει ως εργολαβικό αντάλλαγμα ποσοστό εξ αδιαιρέτου του ακινήτου και τις αντίστοιχες διηρημένες ιδιοκτησίες.

 

   2. Η δημοπράτηση γίνεται με βάση ιδίως τη μελέτη του έργου που θα κατασκευαστεί και τα σχέδια συμβο­λαίου οροφοκτησίας, κανονισμού λειτουργίας, πινάκων ποσοστών συνιδιοκτησίας και κατανομών των κοινόχρη­στων δαπανών ή δαπανών για τα κοινόκτητα πράγματα, προσυμφώνων σταδιακής μεταβίβασης ποσοστών του οικοπέδου ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών και οι διαγωνιζόμενοι προσφέρουν τα σχετικά ποσοστά συνι­διοκτησίας και διηρημένες ιδιοκτησίες, όπως ειδικότερα ορίζεται με τη διακήρυξη.

 

   3. Αν αποφασισθεί η εφαρμογή του συστήματος αξι­οποίησης ακινήτου με μελέτη των διαγωνιζομένων, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 8 του παρόντος.

 

Αρθρο  11

Προσφορά που περιλαμβάνει άλλα ανταλλάγματα

 

   1. Το σύστημα της προσφοράς που περιλαμβάνει τη μερική ή ολική αυτοχρηματοδότηση με αντάλλαγμα τη λειτουργία ή εκμετάλλευση του έργου ή άλλα τυ­χόν ανταλλάγματα έναντι της κατασκευής του έργου, εφαρμόζεται όταν ο κύριος του έργου προκειμένου να πραγματοποιήσει την κατασκευή, κρίνει σκόπιμη την παραχώρηση άλλου εργολαβικού ανταλλάγματος εκτός από πλήρη χρηματική καταβολή ή αντιπαροχή ακινήτων. Τέτοια ανταλλάγματα μπορεί να είναι η παραχώρη­ση της χρήσης ή της εκμετάλλευσης του έργου για ορισμένη χρονική περίοδο, η αντιπαροχή γεωργικών ή μεταλλευτικών ή βιομηχανικών προϊόντων ή υπηρεσιών και άλλα.

 

   2. Κατά την εφαρμογή του συστήματος, η διακήρυ­ξη ορίζει το είδος και την έκταση των διατιθεμένων ανταλλαγμάτων και σε κάθε περίπτωση εξασφαλίζει την αναγωγή σε κοινή βάση, εξέταση και βαθμολόγηση τόσο των τεχνικών προσφορών όσο και των οικονομι­κών, όπως και τον τρόπο αναζήτησης της βέλτιστης προσφοράς. Για την ανάδειξη του αναδόχου εφαρμό­ζονται ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 8 του παρόντος.

 

Αρθρο  12

Εκτέλεση δημοσίων έργων με το σύστημα της αντιπαροχής

 

   1. Η εκτέλεση των δημοσίων έργων, με το σύστημα της αντιπαροχής του άρθρου 10 ή της παροχής άλλων ανταλλαγμάτων του άρθρου 11, καθώς και η εκτέλεση οποιουδήποτε άλλου δημοσίου έργου με χρηματοδότη­ση τρίτων κατά ποσοστό πάνω από πενήντα τοις εκατό (50%) διέπεται από τη νομοθεσία περί δημοσίων έργων με την επιφύλαξη των παρακάτω ρυθμίσεων, ανάλογα με το εκτελούμενο έργο.

α) Σε περίπτωση υπερημερίας του κυρίου του έργου ή του φορέα κατασκευής αυτού ως προς την εκπλή­ρωση των υποχρεώσεών του ή σε περίπτωση υπαίτιας ή ανυπαίτιας αδυναμίας αυτού, ο ανάδοχος έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, που προβλέπονται από τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα.

β) Σε περίπτωση διακοπής των εργασιών πέραν των δεκαπέντε (15) ημερών από γεγονός για το οποίο δεν ευθύνεται ο ανάδοχος, τότε δικαιούται αυτός να ζητήσει αποζημίωση για τη ζημία, που υπέστη από τη διακοπή αυτή στο υπόψη έργο. Σε περίπτωση, όμως, που η διακο­πή αυτή διαρκέσει για συνεχές χρονικό διάστημα μεγα­λύτερο των τριών (3) μηνών, τότε ο ανάδοχος δικαιούται επιπλέον να ζητήσει τη διάλυση της σύμβασης.

γ) Σε περίπτωση που ο ανάδοχος ασκήσει το παρε­χόμενο σε αυτόν από το νόμο δικαίωμα να ζητήσει τη διάλυση της σύμβασης, δικαιούται να ζητήσει και απο­ζημίωση για την τυχόν ζημία του από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης.

δ) Ο κύριος του έργου και ο φορέας κατασκευής αυ­τού δεν έχουν το δικαίωμα να καταγγείλουν ή διαλύ­σουν τη σύμβαση εργολαβίας χωρίς σπουδαίο λόγο, ο οποίος κρίνεται ως τέτοιος μετά από γνώμη του Συμ­βουλίου Δημόσιων Έργων. Εάν ο λόγος αυτός αφορά γεγονός για το οποίο δεν ευθύνεται ο ανάδοχος, τότε αυτός δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση. Σε περίπτω­ση, όμως, που η σύμβαση αφορά περισσότερες από μία διαφορετικές και αυτοτελείς κατασκευές, μπορεί να συνομολογηθεί ότι ο κύριος του έργου ή ο φορέας κατασκευής αυτού έχουν το δικαίωμα να καταγγείλουν ή διαλύσουν τη σύμβαση ως προς μία ή περισσότερες αυτοτελείς και διαφορετικές κατασκευές, μέχρι ορισμέ­νη προθεσμία και πάντως πριν από το συμβατικό χρόνο έναρξης εργασιών επί των αυτοτελών και διαφορετικών αυτών κατασκευών. Στην τελευταία αυτή περίπτωση θα καθορισθεί με νέα απόφαση, μετά από γνώμη του Συμβουλίου Δημόσιων Έργων, τόσο ο τρόπος αναπροσ­διορισμού του εργολαβικού ανταλλάγματος όσο και η αναπροσαρμογή της σύμβασης.

ε) Η μεταβίβαση των οριζόντιων ιδιοκτησιών ή η παρα­χώρηση δικαιωμάτων επ' αυτών στον ανάδοχο γίνεται σταδιακά ανάλογα με την πρόοδο εκτέλεσης των ερ­γασιών. Μπορεί, όμως, με τη σύμβαση να συμφωνηθεί η πρόωρη μεταβίβαση οριζόντιων ιδιοκτησιών ή η πρόωρη παραχώρηση δικαιωμάτων επ' αυτών του επόμενου στα­δίου με την κατάθεση ισόποσης εγγυητικής επιστολής του αναδόχου, η οποία θα αποδίδεται σε αυτόν με την περάτωση του σταδίου εκείνου των εργασιών που θε­μελιώνει το δικαίωμά του για τη γενόμενη μεταβίβαση ή παραχώρηση, εφόσον προβλέπεται στη διακήρυξη.

στ) Σε περίπτωση έκπτωσης του αναδόχου θα γίνεται επιμέτρηση των εργασιών, που έχει εκτελέσει αυτός, θα καταπίπτουν οι εγγυητικές επιστολές καλής εκτέλεσης ως και οι εγγυητικές επιστολές, που θα έχουν τυχόν δοθεί, σύμφωνα με την προηγούμενη περίπτωση ε', θα υπολογίζεται η ζημία, που υφίσταται ο κύριος του έργου και θα γίνεται εκκαθάριση της εργολαβίας. Ο τρόπος επιμέτρησης των εργασιών, που εκτέλεσε ο ανάδοχος, ο τρόπος υπολογισμού της ζημίας του κυρίου του έργου, ο τρόπος εκκαθάρισης της εργολαβίας και ο τρόπος πληρωμής των ποσών, που τυχόν δικαιούται ο ανάδοχος, καθορίζονται στα συμβατικά τεύχη. Ο τρόπος και η δια­δικασία ολοκλήρωσης του ημιτελούς έργου εναπόκειται στην κρίση του κυρίου του έργου.

ζ) Για την επίλυση των διαφορών που απορρέουν από τη σύμβαση εργολαβίας ή εξ αφορμής αυτής, δύναται να συνομολογηθεί συμφωνία διεθνούς ή εσωτερικής διαιτησίας, εφόσον προβλέπεται στη διακήρυξη.

 

   2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημό­σιων Έργων, το ανωτέρω ποσοστό της παραγράφου 1 μπορεί να ορίζεται για έργα συγκοινωνιακά κατώτερο του πενήντα τοις εκατό (50%) εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων της άνω παραγράφου.

 

   3. Σε περίπτωση παραχώρησης της χρήσης και εκμε­τάλλευσης του κατασκευασθέντος έργου ή συσταθεισών οριζόντιων ή καθέτων ιδιοκτησιών στον ανάδοχο, η παραχώρηση αυτή θα διέπεται από τους συμβατικούς όρους και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του πα­ρόντος άρθρου και του Αστικού Κώδικα. Ο ανάδοχος υποχρεούται να καταθέσει εγγύηση καλής εκτέλεσης της σύμβασης παραχώρησης, που θα ορίζει η σχετική διακήρυξη και θα διέπεται από τους θεσπιζόμενους από αυτήν όρους. Με τις συμβάσεις αυτές ο κύριος του έρ­γου μπορεί να εγγυηθεί στον ανάδοχο τη διατήρηση διαφόρων συνθηκών και να συνομολογηθεί, ότι σε πε­ρίπτωση μεταβολής των συνθηκών αυτών, ο ανάδοχος δικαιούται να ζητήσει είτε αποζημίωση για τη ζημιά που υπέστη είτε αναπροσαρμογή της οφειλόμενης σε αυτόν παροχής είτε και λύση της σύμβασης παραχώ­ρησης με αποζημίωσή του για τη ζημιά που υπέστη από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης. Για την επίλυση των διαφορών που απορρέουν από τις συμβάσεις παραχώ­ρησης ή εξ αφορμής αυτών μπορεί να συνομολογηθεί διεθνής ή εσωτερική διαιτησία, εφόσον προβλέπεται στη διακήρυξη.

 

   4. Τα ανταλλάγματα, που εισπράττει ο ανάδοχος από την πώληση και μεταβίβαση των παραπάνω οριζόντιων ή κάθετων ιδιοκτησιών ή την παραχώρηση διαρκών ή πο­λυετών δικαιωμάτων επ' αυτών σε τρίτους θεωρούνται σαν ακαθάριστα έσοδα αυτού και φορολογούνται σαν εργολαβικό αντάλλαγμα δημοσίου τεχνικού έργου, σύμ­φωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 36α του ν.δ. 3323/1955 ( ΦΕΚ 214 Α'). Τα ανταλλάγμα­τα, που εισπράττει ο ανάδοχος από την εκμετάλλευση των υπόλοιπων οριζόντιων ή κάθετων ιδιοκτησιών ή από την εκμετάλλευση των παραπάνω ειδικών έργων ή των χώρων στάθμευσης θεωρούνται σαν ακαθάριστα έσοδα από εμπορικές επιχειρήσεις και φορολογούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31 και επόμενα του ν.δ. 3323/1955.

 

   5. Στα παραπάνω ειδικά έργα, στα έργα χώρων στάθ­μευσης και στα έργα, που εκτελούνται με ολική ή μερική χρηματοδότηση τρίτων, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, η απόσβεση του κόστους κατα­σκευής των έργων αυτών και των τόκων των δανείων και πιστώσεων του αναδόχου, κατά την κατασκευαστική περίοδο, οι οποίοι θεωρούνται ως κόστος κατασκευής, γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 50 του ν.1914/1990.

 

Αρθρο  13

Εναλλακτικές Προσφορές

 

   Όταν εφαρμόζεται ένα από τα συστήματα υποβο­λής προσφορών των άρθρων 8, 10 και 11 του παρόντος είναι δυνατή η υποβολή από τους ενδιαφερομένους εκτός από την κύρια προσφορά τους και εναλλακτικών προσφορών που να στηρίζονται σε διαφορετικές τεχνι­κές λύσεις που προτείνονται από τον προσφέροντα, εκτός αν αυτό αποκλείεται από τη διακήρυξη. Αν οι εναλλακτικές λύσεις καλύπτουν τις προδιαγραφές της διακήρυξης, κρίνονται όλες ως ισοδύναμες ανεξάρτη­τες προσφορές. Εάν οι προδιαγραφές δεν καλύπτονται αλλά οι τεχνικές λύσεις κρίνονται ως ικανοποιητικές, ο φορέας κατασκευής μπορεί, (πριν ανοιχτούν οι οικο­νομικές προσφορές και ματαιώνοντας κατά τα λοιπά το διαγωνισμό) να εξαγοράσει τις μελέτες των λύσεων αυτών και να επαναλάβει τη δημοπράτηση βάσει των εξαγορασμένων μελετών.

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ - ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ - ΤΕΥΧΗ ΔΗΜΟΠΡΑΤΗΣΗΣ

 

Αρθρο  14

Μελέτη περιβαλλοντικών όρων -Έγκριση περιβαλλοντικών όρων

 

   1. Για την πραγματοποίηση νέων έργων ή δραστηρι­οτήτων ή τη μετεγκατάσταση υφισταμένων, τα οποία λόγω της φύσης, του μεγέθους ή της έκτασής τους είναι πιθανό να προκαλέσουν σοβαρές επιπτώσεις στο περι­βάλλον ή τα οποία χωρίς μεν να προκαλούν σοβαρές επιπτώσεις, πρέπει πάντως να διέπονται για την προ­στασία του περιβάλλοντος από γενικές προδιαγραφές, όρους και περιορισμούς, απαιτείται η έγκριση όρων για την προστασία του περιβάλλοντος. Έγκριση όρων για την προστασία του περιβάλλοντος απαιτείται επίσης για την επέκταση, την τροποποίηση ή και τον εκσυγ­χρονισμό υφιστάμενων έργων ή δραστηριοτήτων, που έχουν καταταγεί στις παραπάνω κατηγορίες, εφόσον επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον.

 

   2. Με την απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων η Διοίκηση επιβάλλει προϋποθέσεις, όρους, περιορισμούς και διαφοροποιήσεις για την πραγματοποίηση του έρ­γου ή της δραστηριότητας, ιδίως ως προς τη θέση, το μέγεθος, το είδος, την εφαρμοζόμενη τεχνολογία και τα γενικά τεχνικά χαρακτηριστικά.

 

   3. Η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων απο­τελεί προϋπόθεση για την έκδοση των διοικητικών πρά­ξεων που απαιτούνται κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για την πραγματοποίηση του έργου ή της δραστηριότητας.

 

   4. Για την κατάταξη των έργων σε κατηγορίες ανά­λογα με τις επιπτώσεις που είναι πιθανόν να προκα­λέσουν στο περιβάλλον, καθώς και για τη διαδικασία έκδοσης και το περιεχόμενο της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων πρέπει να τηρούνται τα ειδικότε­ρα οριζόμενα στα άρθρα 3, 4 και 5 του ν.1650/1986 (ΦΕΚ 160 Α'), όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 2 του ν. 3010/ 2002 (ΦΕΚ 91 Α'), καθώς και στην κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομι­κών, Ανάπτυξης, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Πολιτισμού, Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτι­κής Πολιτικής, Τουριστικής Ανάπτυξης, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Μεταφορών και Επικοινωνιών 69269/5387/24.10.1990 (ΦΕΚ 678 Β'), όπως τροποποιήθηκε με την κοινή υπουργική απόφαση 15393/ 2332/5.8.2002 (ΦΕΚ 1022 Β').

 

Αρθρο  15

Δημοπρασία - Διακήρυξη

 

   1. Η δημοπρασία για την ανάθεση κατασκευής έργου διενεργείται με βάση τη σχετική διακήρυξη. Η διακή­ρυξη με την οποία γίνεται και ο προσδιορισμός του συστήματος υποβολής των προσφορών του άρθρου 4 του παρόντος Κώδικα, εγκρίνεται σε κάθε συγκεκριμέ­νη περίπτωση από την προϊσταμένη αρχή, η οποία και διενεργεί τη δημοπρασία ή ορίζει την αρχή που θα τη διενεργήσει.

 

   2. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χω­ροταξίας και Δημόσιων Έργων εγκρίνονται πρότυπα τεύχη διακηρύξεων και εντύπων προσφοράς για όλα τα συστήματα υποβολής προσφοράς, καθώς και άλλα πρότυπα εγγράφων που χρησιμοποιούνται κατά τις δη­μοπρασίες των έργων.

Τα πρότυπα, μετά την έγκρισή τους, ισχύουν υποχρε­ωτικά για όλους τους φορείς που δημοπρατούν δημόσια έργα.

 

   3. Κατά την έγκριση της διακήρυξης το τυχόν υπάρ­χον στην εγκεκριμένη μελέτη σχέδιο διακήρυξης προ­σαρμόζεται σύμφωνα με τα ισχύοντα πρότυπα τεύχη διακήρυξης εφόσον αυτό απαιτείται. Επίσης, γίνεται και τυχόν αναγκαία προσαρμογή των άλλων στοιχείων της μελέτης που συνεπάγεται η αλλαγή της διακήρυξης.

 

   4. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χω­ροταξίας και Δημόσιων Έργων, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Τμήματος Κατασκευών του Συμβουλίου Δημόσιων Έργων της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλ­λοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, μπορεί να προστίθενται στη διακήρυξη επιπλέον όροι, όταν τούτο ενδείκνυται από το είδος ή την πολυπλοκότητα του προς ανάθεση έργου.

 

   5. Με τα συμβατικά τεύχη επιτρέπεται να αναλάβει ο ανάδοχος την αναγκαία συμπλήρωση ή προσαρμο­γή των στοιχείων της μελέτης προς τα δεδομένα του εδάφους.

 

   6. Η διακήρυξη για τη διενέργεια ανοιχτής δημοπρα­σίας περιέχει τα εξής τουλάχιστον στοιχεία, ανάλογα με το σύστημα υποβολής προσφοράς:

α) Τον τίτλο της αρχής που εκδίδει τη διακήρυξη.

β) Το σύστημα υποβολής προσφοράς με αναφορά στις διατάξεις που εφαρμόζονται για τη διεξαγωγή της δημοπρασίας.

γ) Τον τίτλο του έργου, τα κύρια χαρακτηριστικά του και τον προϋπολογισμό του, όπως και αν περιλαμβάνε­ται τυχόν εκπόνηση μελέτης.

δ) Την ημερομηνία διεξαγωγής της δημοπρασίας, την έδρα της υπηρεσίας στην οποία θα γίνει η παραλαβή των προσφορών από την επιτροπή διαγωνισμού, την ώρα λήξης παραλαβής των προσφορών.

ε) Τις εργοληπτικές επιχειρήσεις που γίνονται δεκτές για υποβολή προσφοράς, σύμφωνα με τις σχετικές δια­τάξεις και τα τυχόν πρόσθετα απαιτούμενα προσόντα και προϋποθέσεις.

στ) Τις απαιτούμενες εγγυήσεις συμμετοχής και προς ποιον πρέπει να παρέχεται η εγγύηση.

ζ) Τα τυχόν απαιτούμενα πρόσθετα δικαιολογητικά, όπως δηλώσεις, αναλύσεις, παρατηρήσεις και άλλα.

η) Τον κατάλογο των συμβατικών τευχών και σχεδίων, τη σειρά ισχύος τους και πού βρίσκονται διαθέσιμα για τους ενδιαφερομένους.

θ) Σαφείς οδηγίες για τον τρόπο σύνταξης και υπο­βολής των προσφορών.

ι) Τον φορέα κατασκευής, πληροφορίες για τις πι­στώσεις του έργου, για τους τυχόν ειδικούς όρους πληρωμής και για τις επιβαρύνσεις του εργολαβικού ανταλλάγματος για κρατήσεις υπέρ τρίτων κ.λπ..

ια) Τα κριτήρια βαθμολογίας για ανάδειξη της βέλ­τιστης προσφοράς σε περίπτωση αξιολόγησης των προσφορών και τυχόν αμοιβή των αξιολογότερων με­λετών.

ιβ) Το χρόνο ισχύος των προσφορών, όπως προβλέ­πεται από τις σχετικές διατάξεις.

ιγ) Την τυχόν αποδοχή εναλλακτικών προσφορών.

ιδ) Την Αρχή που θα εγκρίνει το αποτέλεσμα της δημοπρασίας.

 

   7. Περίληψη της διακήρυξης για τη διενέργεια ανοικτής δημοπρασίας δημοσιεύεται τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από τη διεξαγωγή της στο Τεύχος Δια­κηρύξεων Δημόσιων Συμβάσεων της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και σε δύο (2) τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες. Όταν πρόκειται για νομαρχιακού επιπέδου έργα η τρίτη εφημερίδα στην οποία δημοσιεύεται η διακήρυξη πρέπει να είναι μία (1) της Πρωτεύουσας του Νομού όπου θα εκτελεσθούν τα έργα αν εκδίδεται εκεί ημερήσια εφημερίδα. Όταν εφαρμόζεται το σύστημα των περιπτώσεων δ', στ' και ζ' του άρθρου 4 του παρό­ντος, η δημοσίευση γίνεται σαράντα (40) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη διεξαγωγή της δημοπρασίας. Μεγα­λύτερα χρονικά όρια για τη δημοσίευση των περιλήψεων και πρόσθετοι όροι δημοσιότητας που επιβάλλονται από διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας τηρούνται όταν συντρέχει σχετική περίπτωση. Όταν πρόκειται για έργα που στις δημοπρασίες τους γίνονται δεκτές και επιχει­ρήσεις εγγεγραμμένες σε Νομαρχιακά Μητρώα η δημοσίευση για τη δημοπρασία γίνεται δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη διεξαγωγή της σε μία (1) ημερήσια εφημερίδα της Πρωτεύουσας του Νομού, αν εκδίδεται τέτοια εφημερίδα και αν όχι σε μία (1) ημερήσια εφημε­ρίδα της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης. Όταν πρόκειται για επανάληψη δημοπρασίας και εφόσον η επανάληψη γίνεται πριν περάσουν τέσσερις (4) μήνες από την προ­ηγούμενη δημοπρασία, όλες οι προθεσμίες της παρα­γράφου αυτής μειώνονται στο μισό. Όταν πρόκειται για νομαρχιακού επιπέδου έργα, πέραν των δημοσιεύσεων που προβλέπονται στην παράγραφο αυτή, μπορεί με την έγκριση της διακήρυξης να προβλεφθεί η δημοσίευση της περίληψης και σε μία (1) εβδομαδιαία εφημερίδα του νομού όπου θα εκτελεσθούν τα έργα αν εκδίδεται στο νομό τέτοια εφημερίδα. Η τυχόν μη δημοσίευση της περίληψης της διακήρυξης στην εβδομαδιαία εφημερίδα ή η δημοσίευση αυτής εκτός των χρονικών ορίων που προβλέπονται στην παράγραφο αυτή δεν επηρεάζει την κανονική διεξαγωγή της δημοπρασίας.

 

   8.α. Οι περιλήψεις των ανωτέρω διακηρύξεων, κατα­χωρίζονται επίσης υποχρεωτικά, με κριτήριο την προ­βλεπόμενη από τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρ­θρου 13 του ν. 2328/1995 (ΦΕΚ 159 Α') ίση κατανομή, με αμοιβή σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 4 του ν. 3548/2007 (ΦΕΚ 68 Α'), από τον αρμόδιο φορέα για λογαριασμό του οποίου δημοσιεύεται η διακήρυξη σε τουλάχιστον δύο (2) ημερήσιες και μία (1) εβδομαδιαία νομαρχιακές εφημερίδες, οι οποίες περιλαμβάνονται στην απόφαση του άρθρου 2 του ν. 3548/2007 και έχουν την έδρα τους στο νομό, που θα λάβει χώρα η εκτέλε­ση του έργου. Σε νομούς στους οποίους δεν εκδίδεται ημερήσια εφημερίδα, αρκεί η δημοσίευση σε δύο (2) τουλάχιστον εβδομαδιαίες εφημερίδες του νομού που θα λάβει χώρα η εκτέλεση του έργου, εφόσον υπάρχουν. Αν οι νομοί στους οποίους θα λάβει χώρα η εκτέλεση του έργου, σύμφωνα με το αντικείμενο της διακήρυ­ξης, είναι περισσότεροι από έναν, η δημοσίευση της διακήρυξης γίνεται σε τουλάχιστον μία (1) ημερήσια νομαρχιακή εφημερίδα κάθε νομού και μία (1) εβδομα­διαία νομαρχιακή εφημερίδα από εκείνες που έχουν την έδρα τους σε έναν από τους νομούς στους οποίους θα λάβει χώρα η εκτέλεση του έργου. Σε νομούς, η περι­φέρεια των οποίων περιλαμβάνει μόνο νησιά, οι κατά τα ανωτέρω δημοσιεύσεις πρέπει να καταχωρίζονται σε τουλάχιστον δύο (2) ημερήσιες και μία (1) εβδομαδιαία νομαρχιακές εφημερίδες που έχουν την έδρα τους σε δύο (2) τουλάχιστον νησιά.

β. Εφόσον η εκτέλεση του έργου, λαβαίνει χώρα εντός των νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης, οι περιλήψεις των ανωτέρω διακηρύξεων καταχωρίζονται σε τουλά­χιστον μία (1) ημερήσια και μία (1) εβδομαδιαία τοπικές εφημερίδες, οι οποίες περιλαμβάνονται στην απόφαση του άρθρου 2 του ν. 3548/2007 και έχουν την έδρα τους σε δήμο ή κοινότητα εντός των νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης. Σε δήμους ή κοινότητες, εντός των νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης, όπου δεν εκδίδεται ημερήσια εφημερίδα, αρκεί η δημοσίευση σε δύο (2) τουλάχιστον εβδομαδιαίες εφημερίδες του δήμου ή της κοινότητας που εδρεύει ο φορέας. Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν, οι περιλήψεις των διακηρύξεων δημοσι­εύονται σε δύο τουλάχιστον εβδομαδιαίες εφημερίδες της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Αν οι δήμοι ή οι κοινότητες στους οποίους θα λάβει χώρα η εκτέλεση του έργου είναι περισσότεροι από έναν, η δημοσίευση της διακήρυξης γίνεται σε τουλάχιστον μία (1) ημερήσια τοπική εφημερίδα κάθε δήμου ή κοινότητας και μία (1) εβδομαδιαία τοπική εφημερίδα, από εκείνες που έχουν την έδρα τους σε έναν από τους δήμους ή κοινότητες στους οποίους θα λάβει χώρα η εκτέλεση του έργου.

 

   9. Η υποχρέωση δημοσιεύσεων της προηγούμενης παραγράφου, είναι ανεξάρτητη από την υποχρέωση δημοσιεύσεων, η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 7 και διενεργούνται επιπλέον αυτών. Η κατά την παρά­γραφο 7 του παρόντος δημοσίευση σε εφημερίδες του νομαρχιακού και τοπικού τύπου διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3548/2007.

 

   10. Τα έξοδα των εκ του νόμου απαραίτητων δημοσι­εύσεων της διακήρυξης της δημοπρασίας στην οποία αναδείχθηκε ανάδοχος, βαρύνουν τον ίδιο και εισπράτ­τονται με τον πρώτο λογαριασμό πληρωμής του έργου. Τα έξοδα δημοσιεύσεων των τυχόν προηγούμενων δια­γωνισμών για την ανάθεση του ίδιου έργου, καθώς και τα έξοδα των μη απαραίτητων εκ του νόμου δημοσιεύ­σεων βαρύνουν την αναθέτουσα αρχή και καταβάλλο­νται από τις πιστώσεις του έργου.

 

   11. Για τη διακήρυξη δημοπράτησης με το σύστημα της προεπιλογής εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 23 του παρόντος.

 

Αρθρο  16

Καλούμενες στη δημοπρασία εργοληπτικές επιχειρήσεις - κοινοπραξίες

 

   1. Στις δημοπρασίες κατασκευής των έργων καλού­νται οι εγγεγραμμένες στο Μ.Ε.ΕΠ. ή τα νομαρχιακά μητρώα επιχειρήσεις, κατά κατηγορίες ή εξειδικευμένες επιχειρήσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων. Τα ίδια εφαρμόζονται και για την ανάθεση έργων χωρίς διαγωνισμό, όπου αυτή επιτρέπεται.

 

   2. Όταν το έργο ανήκει αποκλειστικά σε μια κατηγορία του Μ.Ε.ΕΠ. καλούνται οι επιχειρήσεις της κατηγορίας αυτής. Ένα έργο θεωρείται ότι ανήκει αποκλειστικά σε μια κατηγορία αν ανήκουν στην κατηγορία αυτή πλέον του ενενήντα τοις εκατό (90%) των εργασιών του όλου έργου. Για τον υπολογισμό του ποσοστού αυτού δεν λαμβάνονται υπόψη τα απρόβλεπτα.

 

   3. Αν το έργο περιλαμβάνει εργασίες διαφόρων κατη­γοριών που καμιάς το ποσοστό δεν ξεπερνά το όριο της προηγούμενης παραγράφου, στις δημοπρασίες καλού­νται επιχειρήσεις που είναι εγγεγραμμένες για όλες τις κατηγορίες του έργου ή κοινοπραξίες επιχειρήσεων που να καλύπτουν τις καλούμενες κατηγορίες. Κατηγορία με ποσοστό εργασιών λιγότερο του δέκα τοις εκατό (10%) δεν λαμβάνεται υπόψη, μπορεί όμως η διακήρυξη να ορίσει διαφορετικά.

 

   4. Αν το έργο περιλαμβάνει αποκλειστικά αντικείμενο εξειδικευμένων επιχειρήσεων του Μ.Ε.ΕΠ., καλούνται στο διαγωνισμό οι επιχειρήσεις που είναι εγγεγραμμένες στην αντίστοιχη κατηγορία και οι εξειδικευμένες επι­χειρήσεις αν υπάρχουν σε αντίστοιχες τάξεις. Τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 2 εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή.

 

   5. Σε περιπτώσεις ειδικών έργων που η κατασκευή τους απαιτεί εξειδικευμένες επιχειρήσεις μπορεί η δι­ακήρυξη να ορίσει πρόσθετες απαιτήσεις για τη συμμε­τοχή σε δημοπρασία. Στις απαιτήσεις αυτές μπορεί να περιλαμβάνεται η υποχρεωτική σύμπραξη επιχειρήσεων εξειδικευμένων για ορισμένες εργασίες του έργου ή τεχνικών του Μ.Ε.Κ., πέρα από τα κατώτερα όρια της υποχρεωτικής στελέχωσης ή τεχνικού του Μ.Ε.Κ. που είναι εγγεγραμμένοι για επιμέρους εργασίες μιας κα­τηγορίας.

Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροτα­ξίας και Δημόσιων Έργων, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Τμήματος Κατασκευών του Συμβουλίου Δημόσιων Έργων της Γ.Γ.Δ.Ε., μπορεί να προστίθενται στη διακήρυξη επιπλέον όροι, όταν τούτο ενδείκνυται από το είδος ή την πολυπλοκότητα του προς ανάθεση έργου.

 

   6. Αν στη δημοπρασία καλούνται εργοληπτικές επι­χειρήσεις μιας κατηγορίας, η τάξη προσδιορίζεται από τον προϋπολογισμό της υπηρεσίας με τον οποίο δημο­πρατείται το έργο. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου τα ποσοστά των απρόβλεπτων δαπανών (απρό­βλεπτα) λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη, όπως αυτά καθορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 57 του παρόντος. Αν στη δημοπρασία καλούνται εργοληπτικές επιχειρήσεις περισσότερων κατηγοριών ή κοινοπραξίες επιχειρήσεων περισσότερων κατηγοριών, η τάξη για κάθε κατηγορία προσδιορίζεται από το αντίστοιχο μέ­ρος του προϋπολογισμού. Τα πιο πάνω εφαρμόζονται ανάλογα και για τις εξειδικευμένες επιχειρήσεις.

 

   7. Οι εργοληπτικές επιχειρήσεις γίνονται δεκτές στις δημοπρασίες και σε κοινοπραξία αν δεν το αποκλείει η διακήρυξη. Οι εργοληπτικές επιχειρήσεις που κοινοπρακτούν και είναι της αυτής κατηγορίας πρέπει να ανήκουν όλες σε μία από τις καλούμενες στη δημοπρασία τάξεις και είτε να είναι όλες της ίδιας τάξης ή να διαφέρουν κατά μία τάξη. Η καθεμία από τις επιχειρήσεις που κοινοπρακτούν, συμμετέχει στην κοινοπραξία με ποσοστό όχι μικρότερο του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του προϋπολογισμού της υπηρεσίας του δημοπρατούμε­νου έργου. Αν το έργο περιλαμβάνει εργασίες περισ­σότερων κατηγοριών το ποσοστό του προηγούμενου εδαφίου αναφέρεται στον προϋπολογισμό της κάθε κατηγορίας.

 

   8. Σε περίπτωση που εργοληπτική επιχείρηση κοινο-πρακτεί με άλλη εργοληπτική επιχείρηση της αμέσως ανώτερης τάξης της ίδιας κατηγορίας, τηρούνται οι σχετικές διατάξεις για τα κατώτατα όρια ανάληψης δημόσιου έργου, που ισχύουν κάθε φορά για τις εργο­ληπτικές επιχειρήσεις της ανώτερης τάξης.

 

   9. Σε δημοπρασία δημόσιου έργου, που περιλαμβάνει περισσότερες από μία κατηγορίες και η εργοληπτική επιχείρηση καλύπτει την καλούμενη τάξη της κύριας κατηγορίας, δεν ισχύουν τα κατώτατα όρια για τις άλ­λες κατηγορίες του έργου, εφόσον η επιχείρηση είναι εγγεγραμμένη σε αυτές τις κατηγορίες στην ίδια ή ανώτερη τάξη από την καλούμενη στη δημοπρασία. Ως κύρια θεωρείται η μεγαλύτερη σε προϋπολογισμό κατηγορία.

 

   10. Κοινοπραξίες εργοληπτικών επιχειρήσεων εγγε­γραμμένων στην ίδια τάξη και κατηγορία έργου του Μ.Ε.ΕΠ. μέχρι και την πέμπτη τάξη, επιτρέπεται να αναλάβουν έργα προϋπολογισμού μεγαλύτερου από το ανώτατο όριο της τάξης τους μέχρι το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της διαφοράς μεταξύ του ανώτατου ορίου της τάξης τους και του ανώτατου ορίου της επό­μενης τάξης, υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον δύο από τις επιχειρήσεις αυτές συμμετέχουν στην κατανομή της κατασκευής του έργου ή στα κέρδη και τις ζημίες της κοινοπραξίας, με ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) η καθεμιά. Όταν κοινοπρακτούν επιχειρή­σεις εγγεγραμμμένες στην έκτη τάξη του Μ.Ε.ΕΠ. για την ίδια κατηγορία εργασιών, το ανώτατο όριο προϋ­πολογισμού διαμορφώνεται στα εξήντα εκατομμύρια (60.000.000) ευρώ, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσοστό συμμετοχής της καθεμιάς στα κέρδη και τις ζημίες της κοινοπραξίας, ανέρχεται τουλάχιστον σε είκοσι πέντε τοις εκατό (25%). Τα όρια της παραγράφου αυτής μπο­ρεί να επανακαθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων, λαμβανομένου υπόψη του δείκτη αναθεώρησης των τιμών των δημοσίων έργων, όπως καθορίζεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

 

   11. Σε κάθε περίπτωση κοινοπραξίας όλες οι επιχειρή­σεις που κοινοπρακτούν ευθύνονται εις ολόκληρο για κάθε ευθύνη που προκύπτει από τη συμμετοχή τους στη δημοπρασία.

 

Αρθρο  17

Συμβατικά Τεύχη

 

   1. Η διακήρυξη της δημοπρασίας μνημονεύει τα συμ­βατικά τεύχη και σχέδια που μαζί με τη διακήρυξη απο­τελούν τη βάση για την κατάρτιση της εργολαβικής σύμβασης. Σε περίπτωση απευθείας ανάθεσης τα τεύχη αυτά προσδιορίζονται με τη σύμβαση.

 

   2. Τα τεχνικά συμβατικά τεύχη είναι σχέδια και κεί­μενα που δίνουν εικόνα του έργου που πρόκειται να κατασκευαστεί και των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει ο ανάδοχος με τη σύμβαση (τεχνική περιγραφή, συγ­γραφές υποχρεώσεων κ.λπ.).

 

   3. Ο προϋπολογισμός της υπηρεσίας αποτελεί έν­δειξη της προεκτίμησης του κόστους του έργου και ανώτατο όριο προσφοράς, όταν η διακήρυξη δεν ορίζει ρητά ότι επιτρέπονται προσφορές μεγαλύτερες από τον προϋπολογισμό της υπηρεσίας ή αρνητικές εκπτώσεις, ανάλογα με το εφαρμοζόμενο σύστημα υποβολής προ­σφοράς. Ο προϋπολογισμός μπορεί να είναι αναλυτικός ή να περιλαμβάνει κατ' αποκοπή τίμημα για το έργο ή τμήματά του.

 

   4. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χω­ροταξίας και Δημόσιων Έργων εγκρίνονται ενιαία τι­μολόγια εργασιών, ανάλογα με την κατηγορία και το μέγεθος των έργων και με την προσβασιμότητα της περιοχής εκτέλεσής τους.

 

   5. Τα τιμολόγια, μετά την έγκρισή τους, ισχύουν υπο­χρεωτικά για όλους τους φορείς που δημοπρατούν δημόσια έργα.

 

   6. Οι τιμές των εργασιών των ενιαίων τιμολογίων αναπροσαρμόζονται, όπως ορίζεται στην απόφαση και λαμβάνονται αυτούσιες ή σε συνδυασμό μεταξύ τους για τη σύνταξη των προϋπολογισμών των έργων.

 

   7. Στις τιμές του προϋπολογισμού και του τιμολογίου τόσο της υπηρεσίας όσο και της προσφοράς περιλαμ­βάνεται κάθε σχετική δαπάνη, καθώς και τα γενικά έξο­δα και όφελος της εργοληπτικής επιχείρησης. Αν γίνεται ρητή μνεία στα σχετικά τεύχη μπορεί να διαχωρίζονται οι τιμές και να προστίθεται στο τέλος ποσοστό γενικών εξόδων και οφέλους που ορίζεται σε δεκαοκτώ τοις εκατό (18%), για έργα που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων ή άλλες πηγές με ανάλογες απαλλαγές και σε είκοσι οκτώ τοις εκατό (28%) για τις άλλες περιπτώσεις.

 

   8. Ο προϋπολογισμός της υπηρεσίας όταν είναι αναλυ­τικός ομαδοποιεί τις ομοειδείς εργασίες με ένδειξη του αθροίσματος της δαπάνης κάθε ομάδας. Αν δεν υπάρχει τέτοια ομαδοποίηση νοείται ότι το σύνολο των εργα­σιών είναι μία ομάδα. Σε έργα που η προμέτρηση των εργασιών είναι δύσκολη ή αδύνατη, όπως σε περιπτώ­σεις έργων συντήρησης, μπορεί ο προϋπολογισμός να μην περιλαμβάνει ποσότητες των επιμέρους εργασιών αλλά μόνο την κατ' εκτίμηση δαπάνη του συνόλου κάθε ομάδας ομοειδών εργασιών και το γενικό σύνολο.

 

   9. Οι προσφορές των διαγωνιζομένων ανάλογα με το σύστημα υποβολής προσφοράς συντάσσονται είτε σε έντυπα της υπηρεσίας είτε βάσει υποδειγμάτων της υπηρεσίας, όπως ορίζεται στη διακήρυξη.

 

Αρθρο  18

Τεύχος παρατηρήσεων

 

   1. Όταν πρόκειται για έργα με προϋπολογισμό που υπερβαίνει το όριο για το οποίο γίνονται δεκτές εργο­ληπτικές επιχειρήσεις πρώτης τάξης, μπορεί η διακήρυ­ξη να προβλέπει την υποχρέωση των διαγωνιζομένων να υποβάλουν μαζί με την προσφορά τους, τεύχος παρατη­ρήσεων για την τεχνική μελέτη και τα τεύχη, οικονομικά και συμβατικά, με τα οποία δημοπρατείται το έργο. Για έργα με προϋπολογισμό που υπερβαίνει το όριο για το οποίο γίνονται δεκτές εργοληπτικές επιχειρήσεις δεύτερης τάξης, η διακήρυξη μπορεί να ορίσει ότι το τεύχος πρέπει να υποβληθεί σε οριζόμενη προθεσμία πριν από τη δημοπρασία. Με το τεύχος παρατηρήσεων θα σχολιάζεται η ορθότητα της λύσης, το εφικτό της κατασκευής, θα επισημαίνονται τυχόν σφάλματα στο τεχνικό οικονομικό ή στο συμβατικό μέρος ή θα ανα­φέρεται ότι διαπιστώθηκε το εφαρμόσιμο της μελέτης και δεν υπάρχουν παρατηρήσεις.

 

   2. Το περιεχόμενο του τεύχους αυτού, που δεν αποτελεί συμβατικό στοιχείο, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ποτέ για ερμηνεία της σύμβασης, αλλά χρησιμεύει μόνο για την εκτίμηση των πραγμάτων κατά την ανάθεση του έργου και σαν αξιολογικό στοιχείο της εργοληπτικής επι­χείρησης κατά τις σχετικές διαδικασίες του Μέρους III. Τα ανωτέρω ισχύουν ανάλογα και για το τεύχος παρατηρή­σεων που υποβάλλεται με την εκδήλωση ενδιαφέροντος συμμετοχής στη δημοπρασία με προεπιλογή, εφόσον ζητηθεί με την πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος.

 

   3. Ευστοχία στο σχολιασμό μέσω του τεύχους πα­ρατηρήσεων, έστω και εκ των υστέρων διαπιστούμενη, θα αποτελεί ευνοϊκό στοιχείο για την αξιολόγηση του επιστημονικού δυναμικού της επιχείρησης κατά τις δι­ατάξεις για το Μ.Ε.Κ. και το Μ.Ε.ΕΠ., ανεξάρτητα από την ανάληψη ή μη του έργου από την επιχείρηση που υπέβαλε το τεύχος.

 

Αρθρο  19

Βραβείο αξιολογότερων μελετών

 

   1. Όταν εφαρμόζεται σύστημα προσφορών που περι­λαμβάνει μελέτη και κατασκευή, μπορεί στη διακήρυξη να ορίζεται η καταβολή χρηματικού ποσού ως βραβεί­ου σε αριθμό μελετών που θα επιτύχουν την ανώτερη βαθμολογία στην αξιολόγηση. Ο αριθμός των μελετών που βραβεύονται δεν μπορεί να υπερβαίνει τις πέντε (5) και η βαθμολογία των βραβευμένων δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το εβδομήντα τοις εκατό (70%) της ανώ­τερης προβλεπόμενης στη διακήρυξη βαθμολογίας.

 

   2. Το χρηματικό ποσό για κάθε βραβευόμενη μελέτη καθορίζεται ρητά από τη διακήρυξη και δεν μπορεί να είναι ανώτερο από τα τρία χιλιοστά της προϋπολογι­ζόμενης δαπάνης του έργου. Τα ποσά των βραβείων πληρώνονται από τις πιστώσεις του έργου. Δεν κα­ταβάλλεται το βραβείο στον ανάδοχο του έργου για τον οποίο θεωρείται ότι συμψηφίζεται στο εργολαβικό αντάλλαγμα.

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ

 

Αρθρο  20

Προαπαιτούμενα συμμετοχής σε διαγωνισμό

 

   1. Τα προαπαιτούμενα συμμετοχής σε ένα διαγωνισμό είναι τα προβλεπόμενα στα πρότυπα τεύχη διακηρύξεων δημοσίων έργων τα οποία εγκρίθηκαν με την υπ' αριθμ. Δ17α/02/115/Φ.Ν 443/3.8.2007 (ΦΕΚ 1586 Β') απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, κατ' εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του παρόντος.

 

   2. Για τη συμμετοχή εργοληπτικής επιχείρησης οποι­ασδήποτε τάξης του Μ.Ε.ΕΠ. σε δημοπρασία δημοσίου έργου, το οποίο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, απαιτείται η προσκόμιση αποκλειστι­κά και μόνο του πρωτοτύπου της βεβαίωσης εγγραφής της στο Μ.Ε.ΕΠ..

 

   3. Κατά την κατάθεση της προσφοράς κάθε προσφέρουσα εργοληπτική επιχείρηση υποχρεούται να υποβά­λει βεβαιώσεις των υπηρεσιών για την εξόφληση των ασφαλιστικών εισφορών και τη φορολογική ενημερό­τητα για τα δημόσια έργα που εκτελεί μόνη της ή σε κοινοπραξία.

 

   4. Κάθε εργοληπτική επιχείρηση Μ.Ε.ΕΠ. προκειμέ­νου να αναλάβει την εκτέλεση μέρους ή του συνόλου δημοσίου έργου, ως ανάδοχος ή ως μέλος αναδόχου κοινοπραξίας ή ως μέλος κατασκευαστικής κοινοπρα­ξίας ή ως αναγνωρισμένος υπεργολάβος, σύμφωνα με το άρθρο 68 του παρόντος, πρέπει να μην έχει μέσα σε ολόκληρη τη χώρα, πριν από τη συμμετοχή της σε διαγωνισμό, ανεκτέλεστο μέρος εργολαβιών δημοσίων έργων του δημόσιου τομέα, ανώτερο από τα πιο κάτω όρια:

Για τις εργοληπτικές επιχειρήσεις μέχρι και την έκτη τάξη, από το τριπλάσιο του ανώτατου ορίου της τάξης τους, για τις εργοληπτικές επιχειρήσεις της έβδομης τάξης, από το τετραπλάσιο του μεγέθους «κύκλος ερ­γασιών», όπως αυτό ορίζεται στην περίπτωση δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 99 του παρόντος και χρη­σιμοποιείται σαν παρανομαστής του κλάσματος α1 του Τμήματος Α του Τύπου Κατάταξης ή από το τετραπλά­σιο του μέσου όρου του μεγέθους «κύκλος εργασιών», όπως αυτό ορίζεται στην περίπτωση α' της παραγρά­φου 2 του άρθρου 99 του παρόντος, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο. Για την εξεύρεση του μέσου όρου ο κύ­κλος εργασιών, όπως ορίζεται ανωτέρω, διαιρείται δια του τρία (3). Κάθε χρόνο οι εταιρείες υποβάλλουν στην υπηρεσία Μ.Ε.ΕΠ. τα στοιχεία του κύκλου εργασιών του τελευταίου χρόνου, προκειμένου να επικαιροποιείται ο κύκλος εργασιών της τελευταίας κάθε φορά τριετίας και να προκύπτει ο μέσος όρος αυτής σύμφωνα με τα ανωτέρω, ώστε να διαμορφώνεται κάθε χρόνο και το όριο ανεκτέλεστου. Για τον υπολογισμό, σύμφωνα με τα παραπάνω των ανεκτέλεστων υπολοίπων εργασιών εργοληπτικών επιχειρήσεων που είναι εγγεγραμμένες στο Μ.Ε.ΕΠ. σε περισσότερες κατηγορίες έργων δια­φορετικών τάξεων λαμβάνεται υπόψη η μεγαλύτερη τάξη εγγραφής. Το όριο του ανεκτέλεστου υπόλοιπου εργασιών κάθε έργου διαπιστώνεται με προσκόμιση βεβαίωσης του Μ.Ε.ΕΠ. ή της αρμόδιας υπηρεσίας που εκτελεί το αντίστοιχο έργο και εκδίδεται μέσα στο προηγούμενο εξάμηνο πριν από την ημερομηνία δημο­πράτησης του έργου.

Ως έργα του ευρύτερου δημόσιου τομέα για την εφαρμογή του ανωτέρω εδαφίου νοούνται τα έργα που ανατίθενται από τους φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α'), ανεξαρτήτως αν οι φορείς αυτοί εξαιρέθηκαν του πεδίου εφαρμογής της διάταξης αυτής. Στο όριο ανεκτέλεστου υπολοίπου εργασιών δεν υπολογίζονται τα έργα που κατασκευάζονται με μερική ή και ολική αυτοχρηματοδότηση. Με απόφαση του Υπουργού Περι­βάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων μπορούν να αναπροσαρμόζονται, κατά τις τάξεις του Μ.Ε.ΕΠ., τα όρια του ανεκτέλεστου μέρους συμβάσεων δημοσίων έργων που εκτελούνται στην ημεδαπή και τα οποία δεν πρέπει να υπερβαίνουν οι εγγεγραμμένες στο Μ.Ε.ΕΠ. εργοληπτικές επιχειρήσεις, προκειμένου να αναλά­βουν την εκτέλεση του συνόλου ή μέρους δημόσιου έργου, ως ανάδοχοι ή μέλη αναδόχου κοινοπραξίας ή μέλη κατασκευαστικής κοινοπραξίας ή αναγνωρισμένοι υπεργολάβοι. Για την αναπροσαρμογή των ορίων, ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων λαμβάνει υπόψη ιδίως την ανάγκη δίκαιου κα­ταμερισμού των έργων μεταξύ των τάξεων του Μ.Ε.ΕΠ. και το μέγεθος των επιχειρήσεων της κάθε τάξης. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται ο τρόπος απόδειξης της μη υπέρβασης του ως άνω ορίου, καθώς και οι φορείς, τα έργα των οποίων υπολογίζονται στο ανεκτέλεστο μέρος.

 

   5. Για τη συμμετοχή σε διαγωνισμούς δημοσίων έργων χορηγείται σε κάθε εργοληπτική επιχείρηση εγγεγραμ­μένη στο Μ.Ε.ΕΠ. «ενημερότητα πτυχίου», η οποία, σε συνδυασμό με τη βεβαίωση εγγραφής που εκδίδεται από την υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ., συνιστά «επίση­μο κατάλογο αναγνωρισμένων εργοληπτών» κατά την έννοια του άρθρου 151 του παρόντος και απαλλάσσει τις εργοληπτικές επιχειρήσεις από την υποχρέωση να καταθέτουν τα επιμέρους δικαιολογητικά στους δια­γωνισμούς. Για την έκδοση και χορήγηση της «ενημε­ρότητας πτυχίου» οι εργοληπτικές επιχειρήσεις υπο­βάλλουν σε τακτά χρονικά διαστήματα, στην υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ., τα δικαιολογητικά συμμετοχής τους σε διαγωνισμούς, όπως αυτά ορίζονται από τις κείμενες διατάξεις.

Τα υποβαλλόμενα δικαιολογητικά, η διαδικασία υπο­βολής τους, ο χρόνος ισχύος της «ενημερότητας πτυ­χίου», η διαδικασία ανανέωσής της, οι συνέπειες εκ της μη υποβολής της σε διαγωνισμό, ο χρόνος εφαρμογής του μέτρου και κάθε σχετικό θέμα, ορίζονται με την υπ' αριθμ. Δ15/οικ/24298/28.7.2005 ( ΦΕΚ 1105 Β') απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημο­σίων Έργων.

Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροτα­ξίας και Δημόσιων Έργων μπορεί να επανακαθορίζονται τα ανωτέρω στοιχεία.

 

   6. Για τη συμμετοχή σε δημοπρασία και την υπο­βολή οικονομικής προσφοράς απαιτείται η κατάθεση εγγύησης συμμετοχής σύμφωνα με το άρθρο 24 του παρόντος.

 

   7. Οι μετοχές των ανωνύμων εταιρειών που συμμετέ­χουν, αυτοτελώς ή σε κοινοπραξία ή ένωση προσώπων ή σε οποιασδήποτε μορφής οντότητα, σε διαγωνιστική διαδικασία ή διαδικασία ανάθεσης κατασκευής έργων του δημοσίου ή των νομικών προσώπων του ευρύτε­ρου δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με τις διατάξεις του ν. 3310/2005, με οικονομικό αντικείμενο ή αντάλλαγμα ανώτερο του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ, είναι υποχρεωτικά ονομαστικές, προκειμένου να καταστεί εφικτός ο έλεγχος της συνδρομής των λόγων αποκλεισμού από τις διαγωνιστικές διαδικασίες ή τις διαδικασίες ανάθεσης σύμφωνα με τις Οδηγίες περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων δη­μοσίων έργων, όπως εκάστοτε ισχύουν.

 

   8. Με το φάκελο προσφοράς υποβάλλεται και βεβαί­ωση τράπεζας, που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα, για την πιστοληπτική ικανότητα της εργοληπτικής επι­χείρησης, εφόσον δημοπρατείται ή ανατίθεται έργο προϋπολογισμού μεγαλύτερου από το ανώτατο όριο της τέταρτης τάξης.

 

   9. Μαζί με την κατάθεση της προσφοράς οι εγγεγραμ­μένες στο Μ.Ε.ΕΠ. επιχειρήσεις καταθέτουν και αποδει­κτικό ή νόμιμα επικυρωμένο αντίγραφό του, καταβολής στην εργοληπτική οργάνωση στην οποία ανήκουν των εισφορών τους που αντιστοιχούν στο χρόνο διεξαγωγής της δημοπρασίας.

 

   10. Η μη προσκόμιση των ανωτέρω στοιχείων αποτελεί λόγο αποκλεισμού της επιχείρησης από το διαγωνισμό και επιβολής των προβλεπόμενων από το νόμο διοικη­τικών ποινών.

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε

ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑΣ - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ - ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΑΝΑΔΟΧΟΥ

 

Αρθρο  21

Επιτροπή διαγωνισμού

 

   1. Στα έργα συνολικού προϋπολογισμού μέχρι το ανώ­τατο όριο της δεύτερης τάξης του Μ.Ε.ΕΠ., χωρίς να συνυπολογίζονται τα κονδύλια της αναθεώρησης και του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.), η επιτροπή δι­αγωνισμού αποτελείται από τρία υπηρεσιακά μέλη, που ορίζονται από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας που διε­νεργεί τη δημοπρασία. Ένα από τα μέλη της επιτροπής ορίζεται ως πρόεδρος. Για την επιτροπή ορίζεται και αριθμός αναπληρωματικών μελών που αναπληρώνουν κατά τη σειρά που διορίζονται, οποιαδήποτε από τα τα­κτικά μέλη που τυχόν λείπουν, απουσιάζουν ή κωλύονται. Τα μέλη της επιτροπής διαγωνισμού μπορεί να ορίζο­νται για τη διενέργεια περισσότερων διαγωνισμών.

 

   2. Στην περίπτωση αυτή παρίσταται και ένας (1) εκπρό­σωπος των εργοληπτικών οργανώσεων, που υποδεικνύ­εται από τις πανελλήνιες εργοληπτικές οργανώσεις με τον αναπληρωτή του, χωρίς να μετέχει στις διαδικασίες του διαγωνισμού.

 

   3. Στα έργα συνολικού προϋπολογισμού ανώτερου του οριζόμενου στην παράγραφο 1, η επιτροπή διαγωνισμού αποτελείται από:

α) Τέσσερις (4) τεχνικούς υπαλλήλους φορέων του δημοσίου τομέα, που έχουν την αντίστοιχη δυνατότητα, ανάλογα με τα στελέχη που διαθέτουν οι υπηρεσίες για την αξιολόγηση δημοπρατούμενου τεχνικού έργου. Αν το έργο πρόκειται να χρησιμοποιηθεί από φορέα άλλον από το φορέα κατασκευής, το ένα από αυτά τα μέλη προέρχεται από το φορέα που θα χρησιμοποιήσει το έργο.

β) Έναν (1) εκπρόσωπο των Ο.Τ.Α. που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από την Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων του Νομού όταν πρόκειται για έργα νο­μαρχιακού επιπέδου, από την Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων του Νομού της έδρας της διανομαρχιακής υπηρεσίας, όταν πρόκειται για τα έργα της και από την Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

γ) Έναν (1) εκπρόσωπο του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας (ΤΕΕ), που υποδεικνύεται με τον αναπλη­ρωτή του από τα αρμόδια όργανα του ΤΕΕ. Όταν πρό­κειται για έργα εθνικού ή διανομαρχιακού επιπέδου ο εκπρόσωπος ορίζεται από τη Διοικούσα Επιτροπή του

ΤΕΕ.

δ) Έναν (1) εκπρόσωπο των εργοληπτικών οργανώ­σεων που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τους υποδεικνυόμενους από τις πανελλήνιες σχετικές ορ­γανώσεις. Σε περίπτωση που υπάρχουν εργοληπτικές οργανώσεις που καλύπτουν σε ικανοποιητικό βαθμό αντιπροσωπευτικότητας τις εργοληπτικές επιχειρήσεις ενός νομού, ο πιο πάνω εκπρόσωπος υποδεικνύεται από τις οργανώσεις αυτές όταν πρόκειται για έργα νομαρ­χιακού επιπέδου του Νομού αυτού.

Για την υπόδειξη του ανωτέρω εκπροσώπου της πε­ρίπτωσης (δ), καλούνται οι σχετικές ενώσεις να υποδεί­ξουν κοινό εκπρόσωπο. Σε περίπτωση που οι διάφορες ενώσεις υποδείξουν διάφορα πρόσωπα ως εκπροσώ­πους, ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων επιλέγει το τακτικό και αναπληρωματικό μέλος από τα πρόσωπα που προτάθηκαν.

 

   4. Η επιτροπή διαγωνισμού της παραγράφου 3, συ­γκροτείται από την προϊσταμένη αρχή του φορέα κα­τασκευής του έργου. Από τα μέλη της περίπτωσης α' της παραγράφου 3 ορίζεται ο πρόεδρος της επιτροπής με τον αναπληρωτή του. Στην επιτροπή ορίζεται και αριθμός αναπληρωματικών μελών της περίπτωσης α' της προηγούμενης παραγράφου, που αναπληρώνουν κατά τη σειρά που διορίζονται οποιαδήποτε από τα τακτικά αυτά μέλη που τυχόν λείπουν, απουσιάζουν ή κωλύονται. Το έργο της επιτροπής διεξάγεται με επι­μέλεια του προέδρου.

 

   5. Οι φορείς κατασκευής που συστηματικά δημο­πρατούν έργα μπορεί να συγκροτούν σε ετήσια βάση επιτροπές διαγωνισμού σε επίπεδο νομαρχιακό, δια­νομαρχιακό και εθνικό για το σύνολο των έργων τους ή κατά κατηγορίες. Στην περίπτωση αυτή διαδικασίες δημοπρασιών που άρχισαν μέσα στο έτος συνεχίζονται και ολοκληρώνονται από την ίδια επιτροπή και μετά τη λήξη του έτους. Η ύπαρξη επιτροπών σε ετήσια βάση δεν αποκλείει τη συγκρότηση επιτροπής διαγωνισμού συγκεκριμένου έργου ή έργων. Για τα νομαρχιακού επι­πέδου έργα όλων των υπηρεσιών αρμοδιότητας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης μπορεί η επιτροπή σε ετήσια βάση να συγκροτηθεί ενιαία για όλα τα έργα των υπηρεσιών αυτών. Στην περίπτωση αυτή η επι­τροπή συγκροτείται από το Νομάρχη. Στις επιτροπές ετήσιας βάσης, το μέλος που εκπροσωπεί το φορέα χρησιμοποίησης του έργου, μπορεί να ορίζεται από την αρχή ή σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με αντί­στοιχο προσδιορισμό και του μέλους αντί του οποίου συμμετέχει στην επιτροπή. Οι αποφάσεις συγκρότησης όλων των επιτροπών διαγωνισμού, κοινοποιούνται στα διοριζόμενα μέλη και τις ενδιαφερόμενες υπηρεσίες και ανακοινώνονται με τοιχοκόλληση στο κατάστημα της υπηρεσίας που την εκδίδει χωρίς να απαιτείται άλλος τύπος δημοσιότητας.

 

   6. Οι φορείς του δημόσιου τομέα που δεν εκτελούν συστηματικά έργα μπορεί γενικά ή σε συγκεκριμένη περιοχή να μη συστήσουν ιδιαίτερη επιτροπή διαγωνι­σμού αλλά να απευθύνονται σε επιτροπή διαγωνισμού που έχει συγκροτηθεί σε αντίστοιχο επίπεδο από τη Γ.Γ.Δ.Ε. ή τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση.

 

   7. Για τα μέλη των περιπτώσεων β', γ' και δ' της παρα­γράφου 3 οι φορείς που τα υποδεικνύουν αποστέλλουν σχετικούς ετήσιους πίνακες εκπροσώπων, από τους οποίους ορίζονται τα αντίστοιχα μέλη των επιτροπών. Αν οι πίνακες αυτοί δεν περιέλθουν στην αρμόδια για τον ορισμό της επιτροπής αρχή μέσα σε είκοσι (20) ημέ­ρες από τη σχετική πρόσκληση, η αρχή μέχρις ότου της περιέλθουν σχετικοί πίνακες ορίζει τα αντίστοιχα μέλη των επιτροπών διαγωνισμού από πρόσωπα που έχουν την αντίστοιχη ιδιότητα για να υποδειχθούν. Οι πίνακες μπορεί να συμπληρώνονται ή να αντικαθίστανται από το φορέα που υποδεικνύει τα μέλη.

 

   8. Για τις προσφορές που υποβάλλονται με τα συστή­ματα των περιπτώσεων δ', στ' και ζ' του άρθρου 4 του παρόντος και για την περίπτωση ειδικών ή μεγάλων έργων οι επιτροπές διαγωνισμού συμπληρώνονται με απόφαση της προϊσταμένης αρχής και με άλλα μέλη που έχουν την κατάλληλη επιστημονική κατάρτιση και που δεν μπορεί να είναι περισσότερα από τέσσερα (4). Η επεξεργασία των στοιχείων για την αξιολόγηση των προσφορών μπορεί να ανατεθεί με την απόφαση αυτή σε κλιμάκιο της όλης επιτροπής. Με την απόφαση καθορίζονται και τα μέλη του κλιμακίου.

 

   9. Κατ' εξαίρεση η προϊσταμένη αρχή, για έργα που παρουσιάζουν ιδιαίτερα προβλήματα, μπορεί να εφαρ­μόσει τις παραγράφους 3 έως 8, έστω και αν τα έργα αυτά έχουν προϋπολογισμό μικρότερο από το όριο της παραγράφου 3.

 

   10. Οι επιτροπές διαγωνισμού οφείλουν να παραδώ­σουν την εισήγησή τους έγκαιρα, ώστε η αρμόδια αρχή να αποφασίσει για το αποτέλεσμα του διαγωνισμού μέσα στην προθεσμία ισχύος των προσφορών.

 

   11. Για τη συγκρότηση και λειτουργία των ανωτέρω επιτροπών διαγωνισμού εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις των άρθρων 13 έως 15 του ν. 2690/1999.

 

Αρθρο  22

Διαδικασία κατάθεσης και εξέτασης προσφορών

 

   1. Η ανοιχτή δημοπρασία και η φάση υποβολής των προσφορών στη δημοπρασία με προεπιλογή διεξά­γονται ημέρα Τρίτη και με ώρα λήξης υποβολής των προσφορών τη 10η π.μ.. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν διενεργηθεί η δημοπρασία κατά την αρχικά ορισθείσα ημέρα ή αν κατά την ημέρα αυτή δεν υποβληθεί καμιά προσφορά, διενεργείται σε οποιαδήποτε άλλη ημέρα, η οποία ορίζεται με πράξη της προϊσταμένης αρχής. Η πράξη αυτή γνωστοποιείται σε όσους ενδιαφερόμενους έλαβαν τεύχη του διαγωνισμού, πέντε (5) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν τη νέα ημερομηνία του διαγωνι­σμού με τον τρόπο που ορίζεται στη διακήρυξη. Εφόσον και στη νέα αυτή ημερομηνία δεν καταστεί δυνατή η διεξαγωγή του διαγωνισμού ή δεν υποβληθούν προσφο­ρές, μπορεί να ορισθεί και νέα ημερομηνία διεξαγωγής, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων των δύο προηγούμενων εδαφίων. Σε περίπτωση που και στη νέα αυτή ημερομηνία δεν διεξαχθεί ο διαγωνισμός ή δεν υποβληθεί καμιά προσφορά, ο διαγωνισμός επαναλαμ­βάνεται. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, η οποία τίθεται σε ισχύ ένα (1) μήνα μετά τη δημοσίευσή της στην Εφημε­ρίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί για διαγωνισμούς που διεξάγονται με τα συστήματα μελέτη-κατασκευή και μερική ή ολική αυτοχρηματοδότηση του έργου με δι­άφορα ανταλλάγματα, να ορίζεται διαφορετική ημέρα υποβολής των προσφορών, καθώς και μία (1) ακόμη ημέ­ρα διεξαγωγής διαγωνισμών. Με αποφάσεις των κατά τόπους νομαρχών και για διαγωνισμούς που διεξάγονται σε νησιά μπορεί να καθορίζεται μία (1) επιπλέον ημέρα της εβδομάδας για τη διεξαγωγή των δημοπρασιών των φορέων του νομού.

 

   2. Η κατάθεση των δικαιολογητικών συμμετοχής και της οικονομικής προσφοράς σε δημοπρασία δημοσίου έργου, το οποίο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου γίνεται αυτοπροσώπως, για ατομική επιχείρηση από το φυσικό πρόσωπο που την ασκεί, για ομόρρυθμη και ετερόρρυθμη εταιρεία από το νόμιμο εκπρόσωπο ή εξουσιοδοτημένο ομόρρυθμο εταίρο της, για την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης από εξουσιοδο­τημένο διαχειριστή και για ανώνυμη εταιρεία από εξου­σιοδοτημένο μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου.

Σε περίπτωση κοινοπραξίας την προσφορά καταθέ­τουν είτε όλοι οι κοινοπρακτούντες, ο καθένας νόμιμα εκπροσωπούμενος ή αντιπροσωπευόμενος όπως παρα­πάνω, είτε ένας από τους κοινοπρακτούντες που ορίζε­ται με συμβολαιογραφικό έγγραφο ως κοινός εκπρόσω­πος της κοινοπραξίας. Απαγορεύεται η εκπροσώπηση δύο ή περισσότερων διαγωνιζόμενων εργοληπτικών επι­χειρήσεων ή κοινοπραξιών από τον ίδιο εκπρόσωπο.

 

   3. Οι οικονομικές προσφορές στις δημοπρασίες υπο­βάλλονται πάντα μέσα σε σφραγισμένο φάκελο που αναγράφει τον τίτλο της εργοληπτικής επιχείρησης και την επιγραφή «οικονομική προσφορά για το έργο...». Τα λοιπά έγγραφα και δικαιολογητικά που έχουν ζητηθεί από τη διακήρυξη, παραδίδονται σε χωριστό ανοιχτό φάκελο, στον οποίο περιέχονται και τα κατά νόμο μηχα-νόσημα των συμβατικών τευχών που υπολογίζονται με βάση τον προϋπολογισμό της υπηρεσίας. Αν η προσφο­ρά περιλαμβάνει και τεχνικές προτάσεις του υποψηφίου (σύστημα μελέτη και κατασκευή), η τεχνική προσφορά υποβάλλεται σε τρίτο ιδιαίτερο κλειστό φάκελο.

 

   4. Οι οικονομικές προσφορές (Τιμολόγιο προσφοράς - προϋπολογισμός, έντυπο προσφοράς εκπτώσεων κ.λπ.) υπογράφονται πάντοτε από το νόμιμο εκπρόσωπο της εργοληπτικής επιχείρησης ή κοινοπραξίας, ο οποίος μο­νογράφει τις προσφορές και κατά φύλλο. Μονογραφές που τυχόν λείπουν μπορεί να συμπληρωθούν ενώπιον της επιτροπής διαγωνισμού μετά το άνοιγμα των προ­σφορών. Αν ο ενδιαφερόμενος αρνηθεί να μονογράψει, τότε μονογράφει η επιτροπή τα σχετικά φύλλα και η προσφορά θεωρείται ισχυρή.

 

   5. Η έναρξη παραλαβής κηρύσσεται από τον πρόε­δρο της επιτροπής διαγωνισμού μισή ώρα πριν από την ώρα λήξης. Η παραλαβή μπορεί να συνεχισθεί και μετά την ώρα λήξης, αν η παράδοση προσφορών που έχει έγκαιρα αρχίσει συνεχίζεται χωρίς διακοπή λόγω του πλήθους των προσελθόντων ενδιαφερομένων. Η λήξη της παραλαβής κηρύσσεται επίσης από τον πρόεδρο της επιτροπής με προειδοποίηση ολίγων λεπτών της ώρας και μετά την κήρυξη της λήξης δεν γίνεται δεκτή άλλη προσφορά.

 

   6. Η κατάθεση των δικαιολογητικών συμμετοχής των διαγωνιζομένων, των οικονομικών προσφορών, καθώς και των τεχνικών προσφορών, στις περιπτώσεις που προβλέπεται κατά το νόμο η υποβολή τους, γίνεται ταυτόχρονα. Όταν ως κριτήριο ανάθεσης επιλέγεται η χαμηλότερη τιμή κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 26 του παρόντος, η παραλαβή και η εξέταση των προσφο­ρών στην ανοικτή δημοπρασία γίνεται από την επιτροπή διαγωνισμού αυθημερόν, σε δημόσια συνεδρίαση και σε ενιαίο στάδιο, το οποίο περιλαμβάνει τον έλεγχο των δικαιολογητικών συμμετοχής, την αποσφράγιση και τον έλεγχο των οικονομικών προσφορών και την υποβολή του πρακτικού της για το αποτέλεσμα της δημοπρασίας.

 

   7. Κατά την υποβολή των δικαιολογητικών συμμετοχής και των οικονομικών προσφορών, η επιτροπή διαγωνι­σμού ελέγχει τη νομιμοποίηση των προσώπων που τα υποβάλλουν, εκτός της περιπτώσεως της ταχυδρομικής αποστολής των προσφορών, όταν αυτή επιτρέπεται κατά τις κείμενες διατάξεις. Οι προσφορές που πα­ραλαμβάνονται καταχωρούνται κατά σειρά κατάθεσής τους στο πρακτικό της δημοπρασίας, στο οποίο ειδι­κότερα γράφονται η σειρά προσέλευσης, η επωνυμία της εργοληπτικής επιχείρησης, η τάξη και κατηγορίας της, ο εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος, καθώς και η εκπλήρωση άλλων τυχόν τυπικών προϋποθέσεων που απαιτεί η διακήρυξη. Όλοι οι φάκελοι αριθμούνται με τον αύξοντα αριθμό προσέλευσης των ενδιαφερομένων, όπως καταχωρήθηκαν στο πρακτικό και μονογράφονται από τα μέλη της επιτροπής. Μετά την ολοκλήρωση της παραλαβής των προσφορών και καταγραφής των δικαι­ολογητικών συμμετοχής, ελέγχεται και επιστρέφεται το πρωτότυπο της βεβαίωσης εγγραφής στο Μ.Ε.ΕΠ. και ακολουθεί αμέσως η αποσφράγιση των οικονομικών προσφορών και ανακοίνωση των επί μέρους στοιχείων τους τα οποία καταχωρούνται στο πρακτικό. Η διαδικα­σία περατώνεται την ίδια ημέρα με την υπογραφή των υποβληθέντων δικαιολογητικών και των οικονομικών προσφορών των διαγωνιζομένων από τα μέλη της επι­τροπής. Η μη υποβολή οποιουδήποτε από τα δικαιολο­γητικά συμμετοχής που προβλέπονται στη διακήρυξη καθιστά την προσφορά απαράδεκτη.

 

   8. Ο πλήρης έλεγχος των δικαιολογητικών συμμετοχής και των οικονομικών προσφορών ολοκληρώνεται την ημέρα της δημοπρασίας και διενεργείται κατά τη σειρά της μειοδοσίας, αρχίζοντας από τον πρώτο μειοδότη. Αν η ολοκλήρωση του ελέγχου δεν είναι δυνατή την ίδια ημέρα, λόγω του μεγάλου αριθμού των προσφορών, ελέγχονται τουλάχιστον οι δέκα (10) πρώτες κατά σειρά μειοδοσίας προσφορές. Στην περίπτωση αυτή η διαδι­κασία συνεχίζεται τις επόμενες εργάσιμες ημέρες, εκτός αν υφίσταται σπουδαίος λόγος για την αναβολή της σε ημέρα και ώρα που ανακοινώνεται με τοιχοκόλληση στον πίνακα ανακοινώσεων της υπηρεσίας.

 

   9. Η εφαρμογή της όλης διαδικασίας καταχωρείται στο πρακτικό της επιτροπής διαγωνισμού ή σε παράρτημά του που υπογράφεται από τον πρόεδρο και τα μέλη της. Ακολουθεί ανακοίνωση του προέδρου της επιτροπής, σε πίνακα της υπηρεσίας στην οποία διε­ξάγονται οι ανοιχτές συνεδριάσεις της, με την οποία γνωστοποιείται στους διαγωνιζόμενους ότι το πρακτικό διατίθεται για ενημέρωσή τους και ότι μπορούν μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την ανωτέρω ανακοίνωση να υποβάλουν όλες τις τυχόν ενστάσεις τους, οι οποίες απευθύνονται στην προϊσταμένη αρχή.

 

   10. Αν κατά του ανωτέρω πρακτικού δεν υποβληθούν ενστάσεις, η επιτροπή διαγωνισμού ολοκληρώνει το πρακτικό για το αποτέλεσμα της δημοπρασίας και το υποβάλλει στην προϊσταμένη αρχή, η οποία εγκρίνει το αποτέλεσμα, επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 27 του παρόντος. Αν υποβληθούν ενστάσεις, η επιτροπή διαγωνισμού τις διαβιβάζει μαζί με το πρακτι­κό και τη γνώμη της στην προϊσταμένη αρχή, η οποία εκδικάζει τις ενστάσεις, αποφασίζει και τελικά εγκρίνει το αποτέλεσμα.

 

Αρθρο  23

Διαδικασία με προεπιλογή

 

   1. Για την εφαρμογή της διαδικασίας δημοπράτησης έργου με προεπιλογή, σύμφωνα με την περίπτωση β' του άρθρου 3 του παρόντος, απαιτείται προηγούμενη απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, μετά από γνώμη του Τμήματος Κατασκευών του Συμβουλίου Δημόσιων Έργων της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων.

 

   2. Η δημοπρασία με προεπιλογή διεξάγεται ως εξής: Αρχικά εκδηλώνουν ενδιαφέρον συμμετοχής όλοι όσοι θεωρούν ότι διαθέτουν τα προσόντα που προδιαγρά­φονται στη διακήρυξη. Ακολουθεί προεπιλογή και πρό­σκληση για συμμετοχή στην κυρίως δημοπρασία και επίδοση προσφοράς εκείνων που έχουν προεπιλεγεί.

 

   3. Η διακήρυξη για την εκδήλωση ενδιαφέροντος από μέρους εργοληπτικών επιχειρήσεων που επιθυμούν να επιλεγούν για να συμμετάσχουν στη δημοπρασία αυτή περιέχει στοιχεία ανάλογα με τα αναφερόμενα στην παράγραφο 6 του άρθρου 15 του παρόντος Κώδικα και επιπλέον περιέχει την πιθανολογούμενη ημερομηνία που οι προεπιλεγόμενοι θα κληθούν να υποβάλουν προ­σφορά. Για την προεπιλογή δεν απαιτείται η κατάθεση εγγύησης αλλά η διακήρυξη αναφέρει την απαιτούμενη εγγύηση για τη συμμετοχή στο στάδιο υποβολής των προσφορών.

 

   4. Περίληψη της διακήρυξης για την εκδήλωση εν­διαφέροντος στις δημοπρασίες με προεπιλογή δημο­σιεύεται τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από την τελευταία ημερομηνία παραλαβής αιτήσεων, όπως ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 15 του παρόντος.

 

   5. Η κατάθεση των αιτήσεων για εκδήλωση ενδιαφέ­ροντος, που συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά που προβλέπει η διακήρυξη, γίνεται στην έδρα της υπηρε­σίας που ορίζει η διακήρυξη. Μπορεί με τη διακήρυξη να ορίζεται και άλλος τρόπος παραλαβής αιτήσεων, όπως και να παρέχεται η δυνατότητα αποστολής των αιτήσεων ταχυδρομικώς ή με οποιοδήποτε πρόσωπο χωρίς ειδική εξουσιοδότηση.

 

   6. Μετά τη λήξη της προθεσμίας που έχει ταχθεί για τη συγκέντρωση αιτήσεων για την εκδήλωση ενδιαφέ­ροντος για προεπιλογή, η αρμόδια υπηρεσία διαβιβάζει το σύνολο των αιτήσεων με τα δικαιολογητικά που τις συνοδεύουν στην επιτροπή προεπιλογής. Η επιτροπή αυτή που συγκροτείται από την προϊσταμένη αρχή δεν μπορεί να έχει περισσότερα από επτά (7) μέλη και απο­φασίζει για τη συγκεκριμένη προεπιλογή με σχετικό πρακτικό στο οποίο περιλαμβάνει και όλα τα στοιχεία που έλαβε υπόψη της. Κατάλογος με τις εργοληπτικές επιχειρήσεις που υπέβαλαν αίτηση τοιχοκολλάται στο κατάστημα της αρμόδιας αρχής.

 

   7. Η επιλογή στηρίζεται στη μελέτη των φακέλων των ενδιαφερομένων και στα κριτήρια της εγγραφής τους στο Μ.Ε.ΕΠ., που εκτιμώνται ειδικά για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Το αποτέλεσμα της προεπιλογής ανακοινώ­νεται εγγράφως από την αρμόδια υπηρεσία σε όλους όσους υπέβαλαν αίτηση είτε έχουν επιλεγεί είτε όχι. Οι ενστάσεις για την προεπιλογή υποβάλλονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 25 του παρόντος.

 

   8. Οι προσκλήσεις για υποβολή προσφοράς από ερ­γοληπτικές επιχειρήσεις που προεπελέγησαν κατά τη διαδικασία προεπιλογής, στέλνονται στους παραλήπτες επί αποδείξει μέσα στις προθεσμίες της παραγράφου 8 του άρθρου 15 του παρόντος, που αντιστοιχούν στο σύστημα και το είδος του διαγωνισμού. Όταν μετά την προεπιλογή κληθούν οι επιλεγέντες να υποβάλουν προ­σφορά, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 22 του παρόντος.

 

Αρθρο  24

Εγγύηση συμμετοχής - Χρόνος ισχύος των προσφορών

 

   1. Το ύψος της εγγύησης συμμετοχής ορίζεται πάντο­τε στη διακήρυξη σταθερό για όλους τους ενδιαφερό­μενους και προσδιορίζεται στο δύο τοις εκατό (2%) της προϋπολογιζόμενης αξίας του έργου, με ανάλογη στρογγύλευση. Σε περιπτώσεις που το έργο είναι ιδιαί­τερα σημαντικό ή επείγον, η εγγύηση συμμετοχής μπο­ρεί να καθορίζεται μέχρι τέσσερα τοις εκατό (4%) της προϋπολογιζόμενης αξίας με ανάλογη επίσης στρογγύλευση. Η εγγύηση συμμετοχής παρέχεται, όπως ορίζεται στην παράγραφο 5.

 

   2. Οι προσφορές που υποβάλλονται στους διαγωνι­σμούς για την ανάθεση των δημοσίων έργων δεσμεύουν τους προσφέροντες για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών, μέσα στο οποίο πρέπει να συναφθεί η σύμβαση. Όταν στο διαγωνισμό υποβάλλονται και τεχνικές προσφορές, ο χρόνος ισχύος των προσφορών ανέρχεται σε δέκα (10) μήνες. Ειδικότερα στους διαγωνισμούς που υπόκεινται εκ του νόμου στον προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο ως άνω χρόνος ισχύος των προσφορών προσαυξάνεται κατά τρεις (3) επιπλέον μή­νες αντίστοιχα. Στα έργα που ανατίθενται με το σύστη­μα προσφοράς του άρθρου 11 του παρόντος, ο χρόνος ισχύος της προσφοράς ορίζεται από τη διακήρυξη.

 

   3. Επιτρέπεται, οι εγγυητικές επιστολές για τη συμμε­τοχή, να έχουν προθεσμία ισχύος, που όμως θα υπερ­βαίνει κατά τριάντα (30) ημέρες τον προδιαγραφόμενο χρόνο ισχύος των προσφορών.

 

   4. Η εγγύηση συμμετοχής των τριών πρώτων κατά σειρά μειοδοσίας υποψηφίων επιστρέφεται μετά την υπογραφή της σύμβασης. Οι εγγυήσεις συμμετοχής των άλλων διαγωνιζόμενων αποδίδονται μετά την έγκριση του αποτελέσματος του διαγωνισμού ή και νωρίτερα αν το ζητήσει ο ενδιαφερόμενος που δεν υπέβαλε ένσταση και η αρχή που διενεργεί το διαγωνισμό δεν πιθανολο­γεί την ανατροπή του αποτελέσματος με ενδεχόμενη την ανακήρυξή του ως αναδόχου.

 

   5. Η εγγύηση συμμετοχής των προηγούμενων πα­ραγράφων, παρέχεται με εγγυητικές επιστολές του Ταμείου Συντάξεων Εργοληπτών Δημόσιων Έργων (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.) ή τραπεζών που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα ή οποιοδήποτε άλλο κράτος - μέλος της Ευ­ρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.) ή του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (Π.Ο.Ε.), συνοδευόμενες από επίσημη μετάφρασή τους στην ελληνική γλώσσα. Μπορεί επίσης να παρέχεται και με γραμμάτιο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων για παρακατάθεση σε αυτό του αντίστοιχου χρηματι­κού ποσού ή χρεογράφων που προβλέπεται η τέτοια χρήση τους και με την τιμή που προβλέπουν για αυτά οι ειδικές διατάξεις.

Οι ως άνω εγγυητικές επιστολές πρέπει, προκειμένου να γίνουν αποδεκτές από την υπηρεσία, να απευθύ­νονται στην αρχή που διεξάγει το διαγωνισμό, ή στο φορέα κατασκευής ή στον κύριο του έργου, να ανα­φέρουν σαφώς τα στοιχεία της επιχείρησης υπέρ της οποίας παρέχονται, τον τίτλο του έργου, το ποσό για το οποίο παρέχεται η εγγύηση και το χρόνο ισχύος, όπως αυτά προβλέπονται στη διακήρυξη, επιπλέον δε να πε­ριλαμβάνουν παραίτηση του εγγυητή από το δικαίωμα διζήσεως και υπόσχεση για την απροφάσιστη καταβολή του ποσού, εντός πέντε (5) το πολύ εργασίμων ημερών από την ημέρα λήψεως της σχετικής ειδοποίησης.

 

   6. Η εγγύηση συμμετοχής στη δημοπρασία καταπί­πτει υπέρ του κυρίου του έργου, αν η προσφορά που υποβάλλεται δεν τηρεί τους βασικούς όρους της διακή­ρυξης και των τευχών δημοπράτησης από μέρους της εργοληπτικής επιχείρησης. Η απόφαση κατάπτωσης της εγγύησης εκδίδεται μετά από γνώμη του Συμβουλίου Δημόσιων Έργων.

 

Αρθρο  25

Ενστάσεις κατά τις διαδικασίες δημοπρασιών

 

   Ενστάσεις κατά του κύρους των δημοπρασιών μπορεί να υποβληθούν μόνο από επιχειρήσεις που συμμετέ­χουν στο διαγωνισμό ή αποκλείστηκαν από αυτόν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας του. Οι ενστάσεις μπορεί να υποβληθούν μόνο για τα στάδια προεπιλογής, κατάθεσης προσφορών και αξιολόγησης και για λόγους που ανακύπτουν κατά το αντίστοιχο στάδιο.

Οι ενστάσεις υποβάλλονται μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την ανακοίνωση του αποτελέσματος του αντίστοι­χου σταδίου και απευθύνονται στην προϊσταμένη αρχή η οποία και αποφασίζει.

 

Αρθρο  26

Ανάδειξη αναδόχου κατασκευής έργων

 

   1. Η ανάθεση της κατασκευής των δημοσίων έργων γίνεται υποχρεωτικά στην εργοληπτική επιχείρηση ή κοινοπραξία η οποία προσέφερε τη χαμηλότερη τιμή, υπό τον όρο ότι καλύπτει όλες τις προϋποθέσεις συμμε­τοχής στο διαγωνισμό. Αν η ισχύς της προσφοράς του αναδειχθέντος μειοδότη έχει λήξει και δεν συμφωνεί στην παράταση ισχύος της προς το σκοπό σύναψης της σύμβασης, η προϊσταμένη αρχή απευθύνεται στο δεύτερο κατά σειρά μειοδότη, στον οποίο κατακυρώνει το διαγωνισμό αν αυτός συμφωνεί στην παράταση και ούτω καθεξής, υπό την επιφύλαξη και στην περίπτωση αυτή, των διατάξεων του άρθρου 27 του παρόντος.

 

   2. Μετά τον κατά νόμο έλεγχο της νομιμότητας της διαδικασίας ανάθεσης από το Ελεγκτικό Συνέδριο και πριν από τη σύναψη της σύμβασης, η προϊσταμένη αρχή ζητεί από την εργοληπτική επιχείρηση ή κοινοπραξία που αναδείχθηκε μειοδότρια, τάσσοντας την κατά την κρίση της αναγκαία προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δέκα (10) ημερών, να προσκο­μίσει εκ νέου, επικαιροποιημένα, τα δικαιολογητικά συμμετοχής που προσκομίσθηκαν στο διαγωνισμό και έχει τυχόν λήξει ο χρόνος ισχύος τους, επιπλέον δε, σε κάθε περίπτωση, πιστοποιητικό περί μη κηρύξεως σε πτώχευση, εκκαθάριση και αναγκαστική διαχείριση. Το πιστοποιητικό αυτό πρέπει να φέρει απαραίτητα χρόνο έκδοσης μετά την κοινοποίηση της σχετικής πρόσκλησης της υπηρεσίας. Αν η τεθείσα προθεσμία παρέλθει άπρακτη ή αν τα προσκομισθέντα δικαιολο­γητικά είναι ελλιπή ή αν εξέλιπαν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες έγινε δεκτός στο διαγωνισμό ο μειοδότης, εξετάζεται η ανάθεση της κατα- σκευής στην αμέσως επόμενη, κατά σειρά μειοδοσίας, εργοληπτική επιχεί­ρηση ή κοινοπραξία υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και ούτω καθεξής έως ότου καταστεί δυνατή η ανάθεση, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 27 του παρόντος. Η μη έγκαιρη προσκόμιση των ως άνω δικαιολογητικών, για λόγους που οφείλονται σε υπαιτιότητα του μειοδότη, έχει ως συνέπεια την άμεση κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής και αποτελεί λόγο πειθαρχικής δίωξης κατά τις διατάξεις του άρθρου 82 και επόμενα του παρόντος. Σε περίπτωση μειοδότριας κοινοπραξίας, τις συνέπειες του προηγούμενου εδαφίου υφίσταται το υπαίτιο μέλος της.

 

   3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρ­μόζονται υποχρεωτικά και στην περίπτωση διαγωνισμού μεταξύ περιορισμένου αριθμού επιχειρήσεων, όταν η ανάθεση γίνεται με βάση την οικονομική προσφορά των διαγωνιζόμενων. Στις περιπτώσεις διαγωνισμών με τα συστήματα προσφοράς: α) μελέτη και κατασκευή, β) αξιοποίηση ακινήτων με αντιπαροχή και γ) μερική ή ολική αυτοχρηματοδότηση του έργου με διάφορα ανταλλάγματα, ο ανάδοχος αναδεικνύεται κατά τις ει­δικές περί αυτών διατάξεις.

 

Αρθρο  27

Έγκριση του αποτελέσματος της δημοπρασίας

 

   1. Η δημοπρασία δεν ολοκληρώνεται πριν εγκριθεί το αποτέλεσμά της από την προϊσταμένη αρχή.

 

   2. Η διαδικασία ή και το αποτέλεσμα της δημοπρασίας ακυρώνεται πριν από την έκδοση της κατακυρωτικής απόφασης με αιτιολογημένη απόφαση της προϊστα­μένης αρχής, ενώ και η εκδοθείσα απόφαση κατακύ­ρωσης ανακαλείται από την ίδια, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, εφόσον συντρέχει έστω και μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) Κατά τη διεξαγωγή του διαγωνισμού εμφιλοχώρη­σαν παραβιάσεις των κειμένων διατάξεων ή των όρων της διακήρυξης, οι οποίες επηρεάζουν το αποτέλεσμα της δημοπρασίας και δεν μπορούν να αποκατασταθούν αλλιώς παρά με την ακύρωση του αποτελέσματος.

β) Η οικονομική προσφορά του τελικού μειοδότη κρί­νεται μη ικανοποιητική για τον κύριο του έργου. Στην περίπτωση αυτή, για την ακύρωση απαιτείται γνώμη του Τεχνικού Συμβουλίου του Υπουργείου στο οποίο υπάγεται ή από το οποίο εποπτεύεται η αναθέτουσα αρχή, ή το τεχνικό συμβούλιο της οικείας περιφέρειας, όταν στο οικείο Υπουργείο δεν υφίσταται τεχνικό συμ­βούλιο και όταν αναθέτουσες αρχές είναι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης Α' και Β' βαθμού ή ενώσεις ή νομικά πρόσωπα των οργανισμών αυτών.

γ) Ο συναγωνισμός δεν υπήρξε επαρκής ή υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι οι διαγωνιζόμενοι συνεννοήθηκαν για να αποφύγουν τον πραγματικό συναγωνισμό. Σε περίπτωση ακύρωσης του αποτελέσματος της δημο­πρασίας ή ανάκλησης της σχετικής απόφασης λόγω συνεννόησης των διαγωνιζομένων, οι συνεννοηθέντες αποκλείονται από την καθ' οιονδήποτε τρόπο συμμετο­χή στην εκτέλεση του προς ανάθεση έργου και κινεί­ται εναντίον τους υποχρεωτικά, με πρωτοβουλία της προϊσταμένης αρχής, η προβλεπόμενη από τις κείμενες διατάξεις πειθαρχική διαδικασία.

 

   3. Η προϊσταμένη αρχή μπορεί, με αιτιολογημένη από-φασή της, αν διαπιστώσει ότι εμφιλοχώρησαν λάθη ή παραλείψεις κατά τη διαδικασία του διαγωνισμού, να ακυρώσει μερικά τη διαδικασία της δημοπρασίας ή να αναμορφώσει το αποτέλεσμά της ή να διατάξει την επανάληψή της από το σημείο που συντελέστηκε το λάθος ή η παράλειψη.

 

   4. Η προϊσταμένη αρχή μπορεί με αιτιολογημένη από-φασή της να ανακαλέσει τη διακήρυξη του διαγωνισμού, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, αν δεν έχει πλέον ενδιαφέρον στην εκτέλεση του έργου, ή προκει­μένου να δημοπρατήσει πάλι το έργο με τροποποίηση των αρχικών όρων ή να το κατασκευάσει με οποιονδή­ποτε άλλο νόμιμο τρόπο. Η προϊσταμένη αρχή μπορεί επίσης, με αιτιολογημένη απόφασή της, να ανακαλέσει τη διακήρυξη του διαγωνισμού, αν η σύμβαση δεν έχει συναφθεί ή έχει καταστεί βέβαιο ότι δεν πρόκειται να συναφθεί μέσα σε διάστημα δώδεκα (12) μηνών από την ημέρα δημοσίευσης της διακήρυξης ή δεκαοκτώ (18) μηνών, στις περιπτώσεις διαγωνισμού με προεπιλογή ή με εφαρμογή του συστήματος προσφοράς που περι­λαμβάνει μελέτη - κατασκευή. Το αμέσως προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση εφαρμογής του συστήματος προσφοράς για την αξιοποίηση ακινή­των από τον εργοδότη με το σύστημα της αντιπαροχής, καθώς και του συστήματος προσφοράς που περιλαμ­βάνει τη μερική ή ολική αυτοχρηματοδότηση έργου, με διάφορα ανταλλάγματα.

 

Αρθρο  28

Προϋποθέσεις εφαρμογής της απευθείας ανάθεσης ή διαγωνισμού μεταξύ περιορισμένου αριθμού προσκαλούμενων εργοληπτικών επιχειρήσεων

 

   1. Η απευθείας ανάθεση ή διαγωνισμός μεταξύ πε­ριορισμένου αριθμού προσκαλούμενων εργοληπτικών επιχειρήσεων, ως τρόπος επιλογής εργοληπτικής επι­χείρησης για την κατασκευή δημοσίου έργου, αποτελεί εξαιρετική διαδικασία και επιτρέπεται:

α) Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 83 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α'), όπως κάθε φορά ισχύουν.

β) Όταν πρόκειται για υπόθεση που αφορά σε απόρ­ρητα του κράτους. Ο χαρακτηρισμός ως κρατικού απορρήτου δίδεται ύστερα από απόφαση του Πρωθυ­πουργού.

γ) Σε ειδικές περιπτώσεις, όπως σε περίπτωση θεο­μηνίας, σοβαρού επικείμενου κινδύνου, μοναδικότητας του κατασκευαστή, συνέχισης εργασιών ύστερα από έκπτωση του αναδόχου ή διάλυσης της εργολαβικής σύμβασης, όταν πρόκειται για ερευνητικές εργασίες ή εργασίες δοκιμαστικές εφαρμογής νέων τεχνολογιών ή για έργα ειδικής φύσης, εφόσον χαρακτηριστούν έτσι με απόφαση του φορέα κατασκευής του έργου, που εκδί­δεται ύστερα από γνώμη του Τεχνικού Συμβουλίου.

δ) Όταν πρόκειται για την κατασκευή έργων Οργανι­σμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) α' βαθμίδας από κατασκευαστικές επιχειρήσεις των Ο.Τ.Α. εγγεγραμ­μένες στο μητρώο του άρθρου 92 του παρόντος και με τις ειδικότερες προϋποθέσεις και τους όρους που προβλέπονται από το άρθρο 10 του π.δ. 171/1987 ( ΦΕΚ 84 Α').

Οι προϋποθέσεις και οι όροι αυτοί μπορεί να τρο­ποποιούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.

ε) Όταν πρόκειται για την κατασκευή μικρών έργων και εργασιών συντήρησης, που η προϋπολογιζόμενη δαπάνη τους δεν υπερβαίνει ορισμένα ποσά που καθο­ρίζονται γενικά ή κατά φορείς ή κατηγορίες έργων με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.

 

   2. Μετά από έγκριση του αρμόδιου οργάνου και ύστε­ρα από δημοσίευση σχετικής προκήρυξης επιτρέπεται ομοίως η απευθείας ανάθεση:

α) Όταν κατά τη διενέργεια διαγωνισμού οι προσφο­ρές που έχουν υποβληθεί είναι άκυρες ή απαράδεκτες και η επανάληψη του διαγωνισμού κρίνεται από το όρ­γανο που έχει διακηρύξει το διαγωνισμό ασύμφορη για το Δημόσιο.

Στην περίπτωση αυτή οι όροι της διακήρυξης του διεξαχθέντος διαγωνισμού επιτρέπεται να μεταβληθούν, κατά την απευθείας ανάθεση, μόνο για να καταστούν πιο συμφέροντες για το Δημόσιο.

β) Όταν συντρέχουν εξαιρετικές περιπτώσεις και πρό­κειται για έργα που η φύση τους ή αστάθμητοι παρά­γοντες δεν επιτρέπουν μια προκαταρκτική συνολική τιμολόγηση.

 

   3. Μετά από έγκριση του αρμόδιου οργάνου χωρίς δημοσίευση της σχετικής προκήρυξης, επιτρέπεται η απευθείας ανάθεση:

α) Όταν δεν έχει υποβληθεί καμία προσφορά ή καμία κατάλληλη προσφορά σε διαγωνισμό ανοιχτό ή κλει­στό.

β) Όταν για λόγους τεχνικούς, καλλιτεχνικούς ή σχε­τικούς με την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων, η εκτέλεση των έργων μπορεί να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο πρόσωπο.

γ) Σε περίπτωση που η σύμβαση αποτελεί συνέχεια ενός διαγωνισμού μελετών και σύμφωνα με τους εφαρ­μοζόμενους κανόνες θα πρέπει να ανατεθεί αυτή στο νικητή του διαγωνισμού ή σε έναν από αυτούς.

δ) Σε περίπτωση που έκτακτη και προδήλως κατεπεί­γουσα ανάγκη, η συνδρομή της οποίας αιτιολογείται πλήρως από την αρμόδια υπηρεσία, καθιστά αδύνατη την τήρηση των διατάξεων που αφορούν τη διενέργεια δημοπρασίας και υπό την προϋπόθεση ότι η ως άνω έκτακτη και κατεπείγουσα ανάγκη δεν οφείλεται σε δική της ευθύνη.

ε) Σε περίπτωση συμπληρωματικών εργασιών που δεν περιλαμβάνονται στην πρώτη σύμβαση κατασκευής έρ­γου, οι οποίες είναι όμως αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων κατά την εκτέλεση της αρχικής σύμβασης έργου και υπό τις περαιτέρω προϋποθέσεις:

i) όταν δεν μπορούν να διαχωριστούν από την κύρια σύμβαση

ii) όταν μπορούν μεν να διαχωριστούν, είναι όμως από­λυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της.

Οι συμπληρωματικές αυτές εργασίες δεν μπορούν να υπερβαίνουν το πενήντα τοις εκατό (50%) της αξίας της κύριας σύμβασης.

στ) Στην περίπτωση νέων έργων που συνίστανται στην επανάληψη άλλων παρόμοιων που είχαν ανατεθεί με διαγωνισμό στον αρχικό ανάδοχο και αποτελούν συ­νέχεια ή συμπλήρωση της αρχικής σύμβασης, με την προϋπόθεση ότι δεν έχει παρέλθει τριετία από αυτή και εξασφαλίζονται οι ίδιοι όροι και προϋποθέσεις με δυνατότητα τιμαριθμικής αναπροσαρμογής.

 

Αρθρο  29

Πρόχειρος Διαγωνισμός - Προφορική Δημοπρασία

 

   1. Αν πρόκειται για έργο που ο προϋπολογισμός του είναι μεγαλύτερος από το όριο που επιτρέπεται η απευ­θείας ανάθεση και μέχρι του ποσού που καθορίζεται κάθε φορά, σύμφωνα με τις διατάξεις του β' εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 83 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α'), μπορεί να διενεργηθεί πρόχειρος διαγωνισμός ή προφορική δημοπρασία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους.

 

   2. Ο πρόχειρος διαγωνισμός διενεργείται με συνοπτική διαδικασία από τριμελή επιτροπή.

 

   3. Η προφορική δημοπρασία διενεργείται με προφορι­κές προσφορές ποσοστού έκπτωσης ενώπιον της επι­τροπής διεξαγωγής της. Η επιτροπή καταγράφει στο πρακτικό τα στοιχεία του κάθε διαγωνιζόμενου και την έκπτωση που δηλώνει. Καθένας απ' αυτούς που συμ­μετέχει στη δημοπρασία μπορεί, μετά την εκφώνηση και καταγραφή από άλλο συμμετέχοντα, ευνοϊκότερης προσφοράς για τον κύριο του έργου, να προσφέρει ξανά μεγαλύτερο ποσοστό έκπτωσης. Το πρακτικό, μόλις τελειώσει ο διαγωνισμός, κλείνει και προσυπογράφεται από τον τελευταίο μειοδότη. Στις προφορικές δημοπρα­σίες κάθε διαγωνιζόμενος προσφέρει ενιαίο ποσοστό έκπτωσης για όλες τις τιμές του τιμολογίου της υπη­ρεσίας σε ακέραιες μονάδες επί τοις εκατό (%).

 

   4. Οι προφορικές δημοπρασίες της προηγούμενης πα­ραγράφου διενεργούνται με βάση κείμενο των όρων και τιμών που εγκρίνεται από τη διευθύνουσα υπηρεσία.

 

   5. Ανακοίνωση για τη δημοπρασία δημοσιεύεται σε μια ημερήσια τοπική εφημερίδα πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δημοπρασία και τοιχοκολλάται πριν από την ίδια προθεσμία στο χώρο ανακοινώσεων της υπη­ρεσίας που διενεργεί τη δημοπρασία. Αν δεν εκδίδεται στα όρια του Νομού τέτοια εφημερίδα αρκεί η πιο πάνω τοιχοκόλληση. Παράλληλα μπορεί πάντοτε κατά την κρίση της υπηρεσίας να ακολουθηθεί και οποιοσδή­ποτε άλλος πρόσφορος τρόπος γνωστοποίησης της δημοπρασίας.

 

   6. Η προσφορά δεσμεύει αυτόν που την υποβάλλει επί ένα (1) μήνα από τη διεξαγωγή της δημοπρασίας. Μέσα σε αυτό το μήνα πρέπει να υπογραφεί η σχετική σύμβαση.

 

   7. Η έγκριση του αποτελέσματος της δημοπρασίας γίνεται από τη διευθύνουσα υπηρεσία.

 

   8. Κατά τα λοιπά για την εγγύηση συμμετοχής, την επιτροπή διεξαγωγής της δημοπρασίας και την κατάρ­τιση της σύμβασης εφαρμόζονται ανάλογα οι σχετικές διατάξεις του παρόντος κώδικα.

 

   ΜΕΡΟΣ ΙΙ

ΣΥΜΒΑΣΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'

ΕΡΓΟΛΑΒΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ

 

Αρθρο  30

Σύναψη σύμβασης

 

   1. Η σύμβαση κατασκευής του έργου, όταν αυτή απο­τελεί συνέχεια δημοπρασίας, συνάπτεται με την κοι­νοποίηση προς τον ανακηρυχθέντα ως ανάδοχο, της εγκριτικής του αποτελέσματος της δημοπρασίας από­φασης της προϊσταμένης αρχής. Οι συμβατικοί όροι περιέχονται στην αντίστοιχη διακήρυξη, στα τεύχη και σχέδια που την συνοδεύουν, στις οικείες εγκεκριμένες μελέτες, καθώς και στα τεύχη και σχέδια, στα οποία γίνεται παραπομπή ή αναφορά. Το, αποδεικτικού χαρα­κτήρα, έγγραφο συμφωνητικό που πρέπει να υπογρά­φεται μεταξύ των συμβαλλομένων μερών ύστερα από την σύναψη της σύμβασης, απαγορεύεται να μεταβάλει τους συμβατικούς όρους. Σε κάθε άλλη περίπτωση η σύμβαση συνάπτεται με την υπογραφή του σχετικού εγγράφου.

 

   2. α) Πριν από την εκ μέρους του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ. και των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών σύναψη οποιασδήποτε σύμβασης έργου, προϋπολογισμού δα­πάνης, χωρίς συνυπολογισμό του αναλογούντος φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), μεγαλύτερου του ποσού του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ, διενεργείται υποχρεωτικά έλεγχος νομιμότητας αυτής από κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αν δεν διενεργηθεί έλεγχος, η σύμβαση που συνάπτεται είναι άκυρη. Για το σκοπό αυτόν υποβάλλεται από την προϊσταμένη αρχή φάκε­λος με όλα τα σχετικά έγγραφα και στοιχεία, ιδίως δε αυτά των οποίων η έλλειψη επιφέρει κατά την κειμένη νομοθεσία τον αποκλεισμό της συμμετέχουσας στο διαγωνισμό επιχείρησης. Αν ο έλεγχος αποβεί αρνητικός η σύμβαση δεν συνάπτεται. Ο έλεγχος ολοκληρώνεται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη διαβίβαση προς το Ελεγκτικό Συνέδριο του φακέλου.

β) Ο προβλεπόμενος από την περίπτωση α' της πα­ρούσας παραγράφου έλεγχος νομιμότητας επί των συγχρηματοδοτούμενων συμβάσεων εκτέλεσης έργων διενεργείται υποχρεωτικά πριν από τη σύναψή τους από κλιμάκια του Ελεγκτικού Συνεδρίου εφόσον η προ­ϋπολογιζόμενη δαπάνη υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ χωρίς Φ.Π.Α.. Ο έλεγχος αυτός περατώνεται εντός τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών από την κατάθεση του σχετικού φακέλου στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Σε περίπτωση που από τον έλεγχο διαπιστωθεί έλλειψη στοιχείων, αυτά ζητούνται από τον αρμόδιο φορέα κατά τρόπο πλήρη και εξαντλητι­κό πριν την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας. Ο έλεγχος ολοκληρώνεται μετά την κατάθεση και των συμπληρωματικών στοιχείων σε κάθε περίπτωση εντός αποκλειστικής προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την καταθέση αυτών. Εάν παρέλθουν οι ανωτέρω προ­θεσμίες χωρίς το σχέδιο σύμβασης να έχει απορριφθεί με αιτιολογημένη πράξη του Ελεγκτικού Συνεδρίου τού­το θεωρείται εγκεκριμένο.

γ) Οι προγραμματικές συμβάσεις, οι οποίες συνά­πτονται μεταξύ δύο αναθετουσών αρχών, όπως αυτές ορίζονται στην παράγραφο 9 του άρθρου 1 του ν. 3316/ 2005 (ΦΕΚ 42 Α'), και αφορούν συγχρηματοδοτούμενα έργα, δεν εμπίπτουν στον προβλεπόμενο από την πε­ρίπτωση α' έλεγχο νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνε­δρίου, εφόσον το ύψος του προϋπολογισμού των έργων τα οποία αφορά η προγραμματική σύμβαση είναι κα­τώτερο των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) ευρώ. Για τις συμβάσεις ανάθεσης έργων που συνάπτονται στο πλαίσιο των προγραμματικών συμβάσεων εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα από την περίπτωση β'.

 

   3. Μετά τον κατά ανωτέρω έλεγχο νομιμότητας της διαδικασίας ανάθεσης από το Ελεγκτικό Συνέδριο και πριν από τη σύναψη της σύμβασης, ακολουθείται η δι­αδικασία της παραγράφου 2 του άρθρου 26 του πα­ρόντος.

 

   4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων 2 και 3 εφαρμόζονται υποχρεωτικά και στην περίπτωση δια­γωνισμού μεταξύ περιορισμένου αριθμού επιχειρήσεων, όταν η ανάθεση γίνεται επί τη βάσει της οικονομικής προσφοράς των διαγωνιζομένων.

 

   5. Για την υπογραφή του εγγράφου συμφωνητικού καλείται ο ανάδοχος σε ορισμένο τόπο και σε ορισμέ­νη προθεσμία που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δεκαπέντε (15) ημέρες. Η έγγραφη πρόσκληση γίνεται συγχρόνως με την κοινοποίηση προς τον ανάδοχο της αντίστοιχης εγκριτικής του αποτελέσματος της δημο­πρασίας απόφασης της προϊσταμένης αρχής. Μέσα στην τασσόμενη προθεσμία ο ανάδοχος είναι υποχρε­ωμένος να προσκομίσει τις σχετικές εγγυήσεις και όλα τα απαιτούμενα από τη σύμβαση έγγραφα.

 

   6. Αν ο ανάδοχος δεν προσέλθει για την υπογραφή του εγγράφου συμφωνητικού ή δεν προσκομίσει τα απαι­τούμενα από την προηγούμενη παράγραφο στοιχεία και η σύμβαση έχει κατά τα παραπάνω ήδη συναφθεί, κηρύσσεται έκπτωτος από αυτήν, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη κοινοποίηση ειδικής πρόσκλησης και καταπίπτει υπέρ του κυρίου του έργου η εγγύηση συμ­μετοχής στη δημοπρασία, ως ειδική ποινή. Η έκπτωση κηρύσσεται με απόφαση της διευθύνουσας υπηρεσίας και κατ' αυτής ο ανάδοχος δικαιούται να υποβάλει έν­σταση εντός δέκα (10) ημερών από την παραλαβή της. Η εμπρόθεσμη υποβολή ένστασης αναστέλλει την επι­βληθείσα έκπτωση από τη σύμβαση. Επί της ενστάσεως αποφασίζει οριστικά η προϊσταμένη αρχή.

 

   7. Η σύμβαση, εκ μέρους του κυρίου του έργου, υπο­γράφεται, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στην εγκριτική του αποτελέσματος της δημοπρασίας απόφαση της προϊσταμένης αρχής, από τον προϊστάμενο της διευ­θύνουσας υπηρεσίας και αναγράφει πάντοτε τον κύριο του έργου.

 

   8. Κατά την υπογραφή του εγγράφου συμφωνητικού ο ανάδοχος δηλώνει την έδρα του και την ακριβή διεύθυνσή του. Μέχρι την πλήρη εκκαθάριση της εργολαβικής σύμβασης κάθε μεταβολή των στοιχείων αυτών δηλώνεται υποχρεωτικά και χωρίς καθυστέρηση στη διευ­θύνουσα υπηρεσία. Διαφορετικά κάθε κοινοποίηση που γίνεται στην παλαιότερη διεύθυνση που έχει δηλώσει ο ανάδοχος, επιφέρει όλα τα νόμιμα αποτελέσματά της.

 

   9. Ο ανάδοχος, κατά τον ίδιο παραπάνω χρόνο, δη­λώνει εγγράφως αντίκλητο, κάτοικο της έδρας της δι­ευθύνουσας υπηρεσίας. Ο αντίκλητος πρέπει να είναι αποδεκτός από τη διευθύνουσα υπηρεσία. Η δήλωση του αναδόχου συνοδεύεται από δήλωση και του ορι­ζομένου ως αντικλήτου ότι αποδέχεται τον γενόμενο διορισμό του. Κάθε κοινοποίηση προς τον αντίκλητο θεωρείται ότι γίνεται προς τον ανάδοχο. Αντικατάστα­ση του αντικλήτου είναι δυνατή με ανάλογη εφαρμογή της παραπάνω διαδικασίας. Η αντικατάσταση ισχύει μόνο μετά την αποδοχή του νέου αντικλήτου από τη διευθύνουσα υπηρεσία. Η διευθύνουσα υπηρεσία έχει πάντοτε το δικαίωμα να ζητά την αντικατάσταση του αντικλήτου, αν αυτός αρνηθεί την παραλαβή εγγράφων ή απουσιάζει συστηματικά από την έδρα του ή γενικά κριθεί ακατάλληλος. Στην περίπτωση αυτή ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να ορίσει χωρίς καμιά καθυστέρη­ση νέο αντίκλητο.

 

   10. Κατά την υπογραφή της σύμβασης κατασκευής έργου, ύστερα από διαγωνισμό, επανυπολογίζονται, σε συνδυασμό με την έκπτωση, οι προβλεπόμενες δαπάνες για το φόρο προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), την αναθε­ώρηση και γενικά οτιδήποτε προβλέπεται πέραν της δαπάνης κατασκευής του έργου.

 

Αρθρο  31

Ασυμβίβαστες ιδιότητες

 

   1. Η ιδιότητα του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου, του μέλους οργάνου διοίκησης ή του διευ­θυντικού στελέχους επιχείρησης μέσων ενημέρωσης, είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου, του μέλους οργάνου διοίκησης ή του διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που συνάπτει δημόσιες συμβάσεις κατασκευής έργων, εφόσον συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις της παραγράφου 4. Σε περίπτωση που βασικός μέτοχος ή εταίρος της επιχείρησης είναι νομικό πρόσωπο, η ασυμβίβαστη ιδιότητα καταλαμβάνει και τα μέλη του οργάνου διοίκησης και τα διευθυντικά στελέχη του νο­μικού αυτού προσώπου, εφόσον συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις της παραγράφου 4.

 

   2. Η ασυμβίβαστη ιδιότητα της προηγούμενης παρα­γράφου καταλαμβάνει επίσης και τα παρένθετα πρό­σωπα του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου, του μέλους οργάνου διοίκησης ή του διευθυντικού στε­λέχους επιχείρησης μέσων ενημέρωσης ή επιχείρησης που συνάπτει δημόσιες συμβάσεις κατασκευής έργων, καθώς και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μέσω χρηματοδότησης ή συμφωνίας, εξαιρουμένων των δανείων από αναγνωρισμένους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ελέγχει επιχείρηση μέσων ενημέρωσης ή επιχείρηση που συ­νάπτει δημόσιες συμβάσεις κατασκευής έργων ή ασκεί επιρροή στη λήψη αποφάσεων, που λαμβάνονται από τα όργανα διοίκησης ή τα διευθυντικά στελέχη, σχε­τικά με τη διοίκηση και την εν γένει λειτουργία των επιχειρήσεων αυτών, εφόσον συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις της παραγράφου 4.

 

   3. Σε περίπτωση που σε διαγωνιστική διαδικασία ή διαδικασία ανάθεσης για τη σύναψη δημόσιας σύμβα­σης κατασκευής έργων συμμετέχει ένωση προσώπων ή κοινοπραξία ή οποιασδήποτε άλλης μορφής οντότη­τα, η συνδρομή ασυμβίβαστης ιδιότητας του παρόντος άρθρου ερευνάται αυτοτελώς για κάθε μέλος τους, εφόσον συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις της παραγράφου 4.

 

   4. Η διαπίστωση της ασυμβίβαστης ιδιότητας γίνεται, ξεχωριστά, για κάθε διαγωνιστική διαδικασία ή διαδικα­σία ανάθεσης από την αναθέτουσα αρχή και ελέγχεται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 33 του παρόντος, εφόσον, λόγω της συνδρομής της κατά τα ως άνω ασυμβίβαστης ιδιότητας, αποδειχθεί με οριστική δικαστική απόφαση που έχει ισχύ δεδικασμένου ότι συντρέχει περίπτωση αποκλεισμού, εξαιτίας ενεργητικής διαφθοράς, κατά την έννοια του εδαφίου β' της παραγράφου 1 του άρθρου 144 του παρόντος (άρθρο 45 παρ.1 εδάφ.β' της Οδη­γίας 2004/18/ΕΚ της 31.3.2004). Ενεργητική διαφθορά στοιχειοθετείται όταν οποιοσδήποτε, εκ προθέσεως, υπόσχεται ή παρέχει σε υπάλληλο της αναθέτουσας αρχής, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, οποιασδή­ποτε φύσεως ωφέλημα για τον εαυτό του ή για τρίτο, προκειμένου ο υπάλληλος να τελέσει ή να μην τελέσει πράξη εκ των καθηκόντων του, ή κατά την άσκηση των καθηκόντων του κατά παράβαση των νόμιμων καθη­κόντων του. Με την οριστική καταδικαστική απόφαση που έχει ισχύ δεδικασμένου πρέπει να διαπιστώνεται η ανωτέρω αξιόποινη πράξη της επιχείρησης Μ.Μ.Ε. με την οποία συνδέεται ο υποψήφιος, εξαιτίας της κατά τα ως άνω συνδρομής των ασυμβιβάστων ιδιοτήτων και απαγορεύσεων του παρόντος και του επόμενου άρθρου και να αποδεικνύεται η τέλεση της αξιόποινης πράξης του υποψηφίου αυτού και η ιδιότητά του ως φυσικού αυ­τουργού ή ηθικού αυτουργού ή συναυτουργού ή άμεσου συνεργού στην τέλεση του αδικήματος της ενεργητικής διαφθοράς.

 

   5. Σε περίπτωση που εκδοθεί, κατά τα ως άνω, οριστι­κή καταδικαστική απόφαση, με ισχύ δεδικασμένου, που να διαπιστώνει το αδίκημα της ενεργητικής διαφθοράς, εάν μεν συνεχίζεται η διαγωνιστική διαδικασία ή η δι­αδικασία ανάθεσης για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης κατασκευής έργου, ο υποψήφιος στη διαδικασία αυτή αποκλείεται, εάν δε συνεχίζεται η εκτέλεση της σύμ­βασης, ο ανάδοχος κηρύσσεται έκπτωτος. Εάν η εκτέ­λεση της σύμβασης κατασκευής έργου έχει ανατεθεί σε κοινοπραξία, της οποίας ένα ή περισσότερα μέλη έχουν καταδικαστεί, κατά τα ως άνω, για τη διάπραξη του αδικήματος της ενεργητικής διαφθοράς ως φυσικοί ή ηθικοί αυτουργοί, τα μέλη αυτά κηρύσσονται έκπτωτα και τα υπόλοιπα μέλη συνεχίζουν την εκτέλεση της σύμβασης, είτε μεταξύ τους είτε υποκαθιστώντας τα έκπτωτα μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι συναινεί η ανα­θέτουσα αρχή. Ο καταδικασθείς υποψήφιος ή ανάδοχος δεν επιτρέπεται να συμμετέχει σε διαγωνιστική διαδικα­σία ή σε διαδικασία ανάθεσης για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης κατασκευής έργου για χρονικό διάστημα ενός έτους από την έκδοση της σχετικής καταδικαστικής απόφασης. Σε περίπτωση υποτροπής, το ανωτέρω χρο­νικό διάστημα αποκλεισμού ορίζεται σε πέντε (5) έτη. Οι αποφάσεις της αναθέτουσας αρχής για τον αποκλεισμό του υποψηφίου από τη διαγωνιστική διαδικασία ή τη διαδικασία ανάθεσης για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης κατασκευής έργου, καθώς και οι αποφάσεις της αρχής που, κατά το άρθρο 33 του παρόντος, είναι αρμόδια για τη διαδικασία ελέγχου, υπόκεινται σε προσφυγή, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου α' της παρα­γράφου 2 του άρθρου 3 του ν. 2522/1997 (ΦΕΚ 178 Α'), όπως ισχύει, καθώς και, ανεξάρτητα από την άσκηση ή μη αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου.

 

   6. Για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 31 έως 34 του παρόντος λαμβάνονται υπόψη οι ορισμοί του άρθρου 2 του ν. 3310/2005, όπως ισχύει μετά το άρθρο 2 του ν. 3414/2005 (ΦΕΚ 279 Α').

 

Αρθρο  32

Απαγόρευση σύναψης δημοσίων συμβάσεων κατασκευής έργων

 

   1. Απαγορεύεται η σύναψη δημοσίων συμβάσεων κα­τασκευής έργων με επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης. Η ίδια απαγόρευση ισχύει και για τους εταίρους, τους βασικούς μετόχους, τα μέλη των οργάνων διοίκησης και τα διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων αυτών, εφό­σον διαπιστωθεί η συνδρομή του ασυμβίβαστου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 31 του παρόντος. Απαγορεύεται επίσης η σύναψη δημοσίων συμβάσεων κατασκευής έρ­γων με επιχειρήσεις των οποίων οι εταίροι ή οι βασικοί μέτοχοι ή τα μέλη οργάνων διοίκησης ή τα διευθυντικά στελέχη είναι επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης ή εταίροι ή βασικοί μέτοχοι ή μέλη οργάνων διοίκησης ή τα διευ­θυντικά στελέχη επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης, εφό­σον διαπιστωθεί η συνδρομή του ασυμβιβάστου κατά τα οριζόμενα επίσης στο άρθρο 31 του παρόντος.

 

   2. Η απαγόρευση της παραγράφου 1 καταλαμβάνει και:

α) τα παρένθετα πρόσωπα των φυσικών ή νομικών προσώπων που υπάγονται στην παράγραφο 1, β) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, από το οποίο εξαρτάται οικονομικά, μέσω χρηματοδότησης, εξαιρουμένων των δανείων από αναγνωρισμένους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, ή καθ' οιονδήποτε άλλο τρόπο, επιχείρη­ση μέσων ενημέρωσης, ή ασκεί επιρροή στη λήψη των αποφάσεων που λαμβάνονται, από τα όργανα διοίκησης ή τα διευθυντικά στελέχη, σχετικά με τη διοίκηση και την εν γένει λειτουργία της επιχείρησης αυτής.

 

   3. Από την απαγόρευση του παρόντος εξαιρούνται οι δημόσιες συμβάσεις, των οποίων το αντικείμενο έχει άμεση ή έμμεση σχέση με το αντικείμενο των δραστη­ριοτήτων των επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης. Επίσης, εξαιρούνται οι δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται με επιχειρήσεις των οποίων βασικός μέτοχος είναι πολιτικό κόμμα που χρηματοδοτείται από τον τακτικό προϋπολογισμό ή εκπρόσωπος αυτού, εκτός εάν στις επιχειρήσεις αυτές συμμετέχει άλλος βασικός μέτοχος που κατέχει τις ασυμβίβαστες ιδιότητες του άρθρου 31 του παρόντος.

 

   4. α) Απαγορεύεται η σύναψη δημοσίων συμβάσεων με εξωχώριες εταιρείες, σύμφωνα με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης στ' της παραγρά­φου 1 του άρθρου 31 του ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α'), που προστέθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 5 του ν. 3091/2002 (ΦΕΚ 330 Α'). Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται οι χώρες στις οποίες λειτουργούν εξωχώριες εταιρείες με βάση το σχετικό κατάλογο χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.). Οι εξωχώριες εταιρείες απαγορεύεται, επίσης, να συμμετέχουν με ποσοστό μεγαλύτερο του ένα τοις εκατό (1%) επί του μετοχικού κεφαλαίου ή να κατέχουν εταιρικά μερίδια ή να είναι εταίροι των εταίρων σε επιχειρήσεις που συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν. 3310/ 2005, όπως ισχύει μετά το ν. 3414/2005. Η απα­γόρευση του προηγούμενου εδαφίου ισχύει και για τις εξωχώριες εταιρείες, οι οποίες συμμετέχουν σε άλλα νομικά πρόσωπα που είναι μέτοχοι επιχειρήσεων που συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις ή μέτοχοι των μετόχων αυτών και ούτω καθεξής, και οι οποίες είναι κάτοχοι ποσοστού μετοχών, το οποίο συνυπολογιζόμενο και αναγόμενο σε ποσοστό μετοχών στην επιχείρηση που συνάπτει δημόσιες συμβάσεις αντιστοιχεί σε ποσοστό μεγαλύτερο του ένα τοις εκατό (1%) επί του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέ­σεις της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν. 3310/2005, όπως ισχύει μετά το ν. 3414/2005.

β) Απαγορεύεται εξωχώρια εταιρεία να συμμετέχει με ποσοστό μεγαλύτερο του ένα τοις εκατό (1%) επί του μετοχικού κεφαλαίου ή να κατέχει εταιρικά μερί­δια ή να είναι εταίρος του εταίρου επιχείρησης μέσων ενημέρωσης, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν. 3310/2005, όπως ισχύει μετά το ν. 3414/2005. Η απαγόρευση του προηγού­μενου εδαφίου ισχύει και για τις εξωχώριες εταιρείες, οι οποίες συμμετέχουν σε άλλα νομικά πρόσωπα που είναι μέτοχοι επιχείρησης μέσων ενημέρωσης ή μέτοχοι των μετόχων αυτών και ούτω καθεξής και οι οποίες είναι κάτοχοι ποσοστού μετοχών, το οποίο συνυπολογιζόμενο και αναγόμενο σε ποσοστό μετοχών στην επιχείρηση μέσων ενημέρωσης αντιστοιχεί σε ποσοστό μεγαλύτερο του ένα τοις εκατό (1%) επί του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν. 3310/2005, όπως ισχύει μετά το ν. 3414/2005.

γ) Σε περίπτωση παράβασης των ανωτέρω διατάξε­ων με τα στοιχεία α' και β' της παραγράφου αυτής, η επιχείρηση που πρόκειται να συμμετάσχει ή συμμετέχει σε διαγωνιστική διαδικασία ή διαδικασία ανάθεσης για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης ή η επιχείρηση μέσων ενημέρωσης υποχρεούνται να καλέσει την εξωχώρια εταιρεία να εκποιήσει το σύνολο των εταιρικών μερι­δίων που κατέχει ή το συνολικό ή υπερβαίνοντα κατά περίπτωση αριθμό μετοχών, βάσει των οποίων χαρα­κτηρίστηκε εταίρος ή εταίρος των εταίρων ή βασικός μέτοχος της αντίστοιχης επιχείρησης, εντός προθε­σμίας δέκα (10) ημερών από τη γνώση της παράβα­σης εκ μέρους της επιχείρησης. Μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής, οι μετοχές της εξωχώριας εταιρεί­ας θεωρούνται αυτοδικαίως άκυρες και η επιχείρηση ή, εάν πρόκειται για μετοχές εισηγμένες σε ημεδαπό χρηματιστήριο, το Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών, οφείλει να διαγράψει την εξωχώρια εταιρεία από τα βιβλία με­τόχων ή τις βάσεις δεδομένων του Συστήματος Αυλων Τίτλων (Σ.Α.Τ.) αντίστοιχα. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του στοιχείου ε' της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του κ.ν. 2190/1920, του προϊόντος της εκποίησης αποδιδόμενου στον κύριο των ακυρουμένων μετοχών.

 

Αρθρο  33

Διαδικασία ελέγχου

 

   1. Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.) ελέγχει κατά τη διαδικασία του παρόντος άρθρου, εάν συντρέχει σε επιχείρηση που συνάπτει δημόσιες συμβάσεις κατασκευής έργων ασυμβίβαστη ιδιότητα ή απαγόρευση, κατά την έννοια και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 31 και 32 του παρόντος. Ο έλεγχός της είναι διαρκής και καταλαμβάνει το χρονικό διάστημα από την υπογραφή της δημόσιας σύμβασης κατασκευής έργου έως και την ολοκλήρωση εκτέλεσής της. Ο έλεγχος και οι συνέπειες της συνδρομής ασυμβιβάστων ιδιοτήτων και των απαγορεύσεων του ν. 3310/2005 όπως ισχύει μετά το ν. 3414/2005 αναφέρονται υποχρεωτικά σε όλες τις προκηρύξεις και προσκλήσεις εκδήλωσης ενδιαφέ­ροντος που εκδίδονται από τις αναθέτουσες αρχές.

 

   2. Πριν από την υπογραφή της δημόσιας σύμβασης κατασκευής έργου με οικονομικό αντικείμενο ή αντάλ­λαγμα μεγαλύτερο του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ, απαιτείται η υποβολή από την επιχείρηση στο Τμήμα Ελέγχου Διαφάνειας του Ε.Σ.Ρ., αίτησης για την έκδοση πιστοποιητικού μη συνδρομής ασυμβιβάστων ιδιοτήτων και απαγορεύσεων, κατά την έννοια και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 31 και 32 του παρόντος. Στην αίτηση αυτή αναγράφονται τα στοιχεία της ανα­θέτουσας αρχής και του αντικειμένου της διαγωνιστικής διαδικασίας ή της διαδικασίας ανάθεσης. Με την αίτηση συνυποβάλλονται τα έγγραφα που απαιτούνται για τον έλεγχο των ασυμβιβάστων ιδιοτήτων και των απαγο­ρεύσεων των προηγούμενων άρθρων. Σε περίπτωση έκδοσης, πριν από την υπογραφή της δημόσιας σύμ­βασης, οριστικής καταδικαστικής απόφασης που έχει ισχύ δεδικασμένου, με την οποία διαπιστώνεται κατά τα ως άνω η τέλεση του αδικήματος της ενεργητικής διαφθοράς, η αναθέτουσα αρχή οφείλει, χωρίς υπαί­τια καθυστέρηση, να υποβάλει την απόφασή της περί αποκλεισμού του υποψηφίου στο Ε.Σ.Ρ. προκειμένου να ελεγχθεί, το αργότερο πριν από την υπογραφή της δημόσιας σύμβασης, ο αποκλεισμός του.

 

   3. Οι επιχειρήσεις που συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3310/2005, όπως ισχύει υποβάλλουν τα προβλεπόμενα από την υπ' αριθμ. 20977/23.8.2007 (ΦΕΚ 1673 Β') απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Επικρατείας έγγραφα. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και του Υπουργού στον οποίο ανατίθενται εκάστοτε οι αρμοδιότητες του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ύστερα από γνώμη του Ε.Σ.Ρ. καθορίζονται, συμπληρώνονται ή τρο­ποποιούνται τα απαιτούμενα ως άνω έγγραφα, τα οποία πρέπει να αναφέρουν τα αναγκαία στοιχεία για την εφαρμογή του ν. 3310/2005, όπως ισχύει.

 

   4. Μετά τη σύναψη δημόσιας σύμβασης κατασκευής έργου, η επιχείρηση υποχρεούται να γνωστοποιεί στο Τμήμα Ελέγχου Διαφάνειας του Ε.Σ.Ρ. οποιαδήποτε αλλαγή των φυσικών ή νομικών προσώπων που εμπί­πτουν στις ασυμβίβαστες ιδιότητες ή τις απαγορεύσεις, κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις των άρθρων 31 και 32 του παρόντος, καθ' όλη τη διάρκεια εκτέλεσης της δημόσιας σύμβασης και έως την ολοκλήρωση της εκτέλεσής της. Σε περίπτωση έκδοσης, μετά από την υπογραφή της δημόσιας σύμβασης, οριστικής καταδι­καστικής απόφασης που έχει ισχύ δεδικασμένου, με την οποία διαπιστώνεται κατά τα ως άνω η τέλεση του αδικήματος της ενεργητικής διαφθοράς, η αναθέτουσα αρχή οφείλει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, να προσκο­μίσει την απόφασή της περί εκπτώσεως του αναδόχου στο Ε.Σ.Ρ., προκειμένου να ελεγχθεί η έκπτωσή του.

 

Αρθρο  34

Συνέπειες ελέγχου

 

   1. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχουν οι ασυμβίβαστες ιδιότητες ή απαγορεύσεις κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις των άρθρων 31 και 32 του παρόντος, ο Πρόεδρος του Ε.Σ.Ρ. ή το εξουσιοδοτημένο από αυτόν μέλος του εκδίδει, μετά από απόφαση του Ε.Σ.Ρ., το σχετικό πιστοποιητικό εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την υποβολή του αιτήματος του ενδιαφερομένου σε αυτό. Στο πιστοποι­ητικό αναγράφονται τα στοιχεία της συγκεκριμένης δι­αγωνιστικής διαδικασίας ή διαδικασίας ανάθεσης, στην οποία αφορά το πιστοποιητικό, καθώς και τα στοιχεία της αναθέτουσας αρχής στην οποία απευθύνεται. Το πιστοποιητικό εκδίδεται σε τέσσερα (4) πρωτότυπα. Το ένα πρωτότυπο φυλάσσεται σε ειδικό φάκελο που τηρείται στο Τμήμα Ελέγχου Διαφάνειας του Ε.Σ.Ρ., το άλλο αποστέλλεται προς την αναθέτουσα αρχή, η οποία διενεργεί τη συγκεκριμένη διαγωνιστική διαδικασία ή τη διαδικασία ανάθεσης, στην οποία αφορά το πιστοποιη­τικό και τα άλλα δύο χορηγούνται στον ενδιαφερόμενο, προκειμένου να επισυναφθούν στο σώμα της δημόσι­ας σύμβασης, στο κείμενο της οποίας αναγράφεται υποχρεωτικά ο αριθμός πρωτοκόλλου που φέρει το πιστοποιητικό. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητά από το Ε.Σ.Ρ. την έκδοση του πιστοποιητικού σε μεγαλύτε­ρο αριθμό πρωτοτύπων ανάλογα με τον αριθμό των συμβαλλομένων.

Η ανωτέρω αποκλειστική προθεσμία των τριάντα (30) ημερών μπορεί να παραταθεί για αποκλειστική προθε­σμία έως δεκαπέντε (15) το πολύ ημέρες, ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση της Ολομέλειας του Ε.Σ.Ρ., η οποία κοινοποιείται και στην αναθέτουσα αρχή.

 

   2. Εάν το Ε.Σ.Ρ. διαπιστώσει ότι συντρέχει ασυμβί­βαστη ιδιότητα ή απαγόρευση κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις των άρθρων 31 και 32 του παρόντος, ο Πρόεδρος του Ε.Σ.Ρ. ή το εξουσιοδοτημένο από αυτόν μέλος του εκδίδει, μετά από τη σχετική απόφαση της Ολομέλειας του Ε.Σ.Ρ., και εντός της προαναφερόμενης αποκλειστικής προθεσμίας, σχετική απορριπτική πράξη, που είναι πλήρως και ειδικώς αιτιολογημένη. Η απορ­ριπτική πράξη κοινοποιείται χωρίς καθυστέρηση στην αναθέτουσα αρχή. Στην περίπτωση αυτή η αναθέτουσα αρχή ανακηρύσσει ανάδοχο τον αμέσως επόμενο κατά σειρά υποψήφιο, ο οποίος και υποχρεούται στην τήρηση της σχετικής διαδικασίας για την έκδοση του πιστοποι­ητικού από το Ε.Σ.Ρ., με την επιφύλαξη εφαρμογής της διάταξης της περίπτωσης α' της παραγράφου 7 του άρθρου 7 του ν. 3310/2005, όπως ισχύει.

 

   3. Αν παρέλθει άπρακτη η ανωτέρω αποκλειστική προθεσμία, η αναθέτουσα αρχή, με την επιφύλαξη των οριζομένων στις παραγράφους 5, 6 και 7, προβαίνει στην κατάρτιση της δημόσιας σύμβασης ωσάν να είχε εκδοθεί σχετικό πιστοποιητικό.

 

   4. Εάν μετά τη σύναψη της δημόσιας σύμβασης εκτέ­λεσης έργου και κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής της διαπιστωθεί από την Ολομέλεια του Ε.Σ.Ρ., μετά από αι­τιολογημένη εισήγηση του Τμήματος Ελέγχου Διαφάνειας του Ε.Σ.Ρ., η συνδρομή σχετικά με τον ανάδοχο μιας από τις προαναφερθείσες ασυμβίβαστες ιδιότητες και απαγορεύσεις, κατά την έννοια και υπό τις προϋποθέ­σεις των άρθρων 31 και 32 του παρόντος, επιβάλλονται οι προβλεπόμενες στο άρθρο 7 του ν. 3310/2005, όπως ισχύει μετά το ν. 3414/2005, κυρώσεις.

 

   5. Η κρίση που διατυπώνει το Ε.Σ.Ρ για τη συνδρομή ή μη των ασυμβίβαστων ιδιοτήτων ή απαγορεύσεων, που προβλέπονται κατά την έννοια και υπό τις προϋποθέ­σεις των άρθρων 31 και 32 του παρόντος, με την έκδο­ση ρητής διοικητικής πράξης, δεσμεύει τα όργανα που ελέγχουν τη νομιμότητα της κατάρτισης των δημοσίων συμβάσεων σε οποιοδήποτε στάδιο αυτής, με εξαίρεση τον έλεγχο που διενεργείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τη διαδικασία της παραγράφου 7 του άρθρου 19 του π.δ. 774/1980, όπως κάθε φορά ισχύει.

 

   6. Οι πράξεις του Ε.Σ.Ρ. που εκδίδονται στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου αυτού αποτελούν εκτε­λεστές διοικητικές πράξεις. Όποιος έχει έννομο συμ­φέρον, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου, ασκεί ενώπιον του Ε.Σ.Ρ. προσφυγή, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου α' της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ν. 2522/1997 ( ΦΕΚ 178 Α'), όπως ισχύει κάθε φορά, καθώς και ανεξάρτητα από την προηγούμενη άσκηση αίτησης ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου του παραπάνω νόμου.

 

   7. Η σύναψη δημόσιας σύμβασης χωρίς προηγουμένως να έχει τηρηθεί η διοικητική διαδικασία του άρθρου αυτού ή κατά παράβαση της εκδοθείσας, εντός της οριζόμενης προθεσμίας, απόφασης του Ε.Σ.Ρ. ή κατά πα­ράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού, είναι άκυρη, και επισύρει για τα αρμόδια όργανα της αναθέτουσας αρχής, τα οποία προβαίνουν εν γνώσει τους στην ανω­τέρω σύναψη, την ποινή της φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους.

 

   8. Σε περίπτωση που η αναθέτουσα αρχή κατακυρώσει το διαγωνισμό ή αναθέσει την εκτέλεση της δημόσιας σύμβασης στον αμέσως επόμενο κατά σειρά υποψή­φιο για τους λόγους που αναφέρονται στις διατάξεις της παραγράφου 2, ο αποκλεισθείς ή ο εκπεσών ανά­δοχος, πέραν των κυρώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, οφείλει έναντι της αναθέτουσας αρχής να καταβάλει τη διαφορά του ανταλλάγματος που τυ­χόν προκύπτει από την κατακύρωση της σύμβασης ή την ανάθεση της εκτέλεσής της στον αμέσως επόμενο κατά σειρά υποψήφιο. Εάν η αναθέτουσα αρχή είναι το Δημόσιο, η είσπραξη της κατά τα ως άνω διαφοράς του ανταλλάγματος βεβαιώνεται από την αρμόδια ΔΟΥ, κατόπιν σχετικής πράξης της αναθέτουσας αρχής, με την οποία εκκαθαρίζεται η απαίτηση. Η πράξη της αρ­μόδιας ΔΟΥ αποτελεί νόμιμο τίτλο για την είσπραξή του ως δημοσίου εσόδου κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Εάν αναθέτουσα αρχή είναι νομικό πρόσωπο του ευρύ­τερου δημόσιου τομέα, η σχετική απαίτηση επιδιώκεται δικαστικώς, εφόσον γι' αυτά τα νομικά πρόσωπα δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΚΕΔΕ.

 

Αρθρο  35

Εγγυήσεις Καλής Εκτέλεσης

 

   1. Για την ανάληψη της κατασκευής του έργου απαι­τείται η παροχή εγγύησης καλής εκτέλεσης του έργου.

Η εγγύηση κατατίθεται κατά την υπογραφή του ιδιω­τικού συμφωνητικού της σύμβασης και το ύψος της ανέρχεται γενικά σε ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) του προϋπολογισμού της υπηρεσίας. Στον προϋπολο­γισμό περιλαμβάνεται το κονδύλιο των απροβλέπτων και δεν περιλαμβάνονται τα κονδύλια της αναθεώρησης και του Φ.Π.Α.. Στις περιπτώσεις ειδικών ή σημαντικών έργων ή αν ο χρόνος εκτέλεσης του έργου έχει ιδιαί­τερη σημασία, η διακήρυξη μπορεί να ορίζει μεγαλύτε­ρο ποσοστό εγγύησης, όχι όμως πέραν του δέκα τοις εκατό (10%) του προϋπολογισμού της υπηρεσίας. Σε περίπτωση απευθείας ανάθεσης ή διαγωνισμού μεταξύ περιορισμένου αριθμού επιχειρήσεων, ορίζεται ομοίως με τη σύμβαση εγγύηση μέχρι του ποσοστού του προ­ηγούμενου εδαφίου.

 

   2. Σε κάθε διακήρυξη έργου που εφαρμόζεται η παρά­γραφος 1 του άρθρου 26 του παρόντος, ορίζεται υπο­χρεωτικά ένα όριο ποσοστού έκπτωσης, πάνω από το οποίο ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να προσκομίζει, επιπλέον της εγγύησης της προηγούμενης παραγράφου, πρόσθετη εγγύηση καλής εκτέλεσης ως ακολούθως: για τις πρώτες δέκα εκατοστιαίες μονάδες έκπτωσης μετά το ως άνω όριο, μισή (0,5) εκατοστιαία μονάδα εγγύησης για κάθε μονάδα έκπτωσης. Για τις επόμενες δέκα εκατοστιαίες μονάδες έκπτωσης, μία (1) μονάδα για κάθε μονάδα έκπτωσης. Τέλος, για τις επόμενες μονάδες έκπτωσης, μιάμιση (1,5) μονάδα εγγύησης για κάθε μονάδα έκπτωσης έως ότου συμπληρωθεί συνο­λικό ποσοστό πρόσθετης εγγύησης τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) του προϋπολογισμού της υπηρεσίας, όπως αυτός ορίζεται πιο πάνω.

 

   3. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωρο­ταξίας και Δημοσίων Έργων, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Συμβουλίου Δημόσιων Έργων, ορίζεται για όλα τα εκτελούμενα στη χώρα δημόσια έργα ενιαίο όριο ανά κατηγορία και είδος έργου, άνω του οποίου ισχύει υποχρεωτικά η παράγραφος 2. Μέχρι την έκδοση της απόφασης το ποσοστό αυτό ορίζεται κατά την παρά­γραφο 2. Σε ορισμένους νομούς που παρουσιάζουν, για διάφορους λόγους, ιδιαίτερες δυσχέρειες στην εκτέλε­ση των έργων και για έργα προϋπολογισμού μέχρι του ανώτατου ορίου της δεύτερης τάξης του Μ.Ε.ΕΠ., είναι δυνατός ο ορισμός, με την ίδια απόφαση, μεγαλύτερου ορίου εφαρμογής της παραγράφου 2, ανά κατηγορία και είδος έργου, για τις εργοληπτικές επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στο νομό όπου εκτελείται το έργο. Για έργα που εκτελούνται σε νησιωτικές περιοχές το παραπάνω εδάφιο εφαρμόζεται υποχρεωτικά.

 

   4. Για τα έργα που ανήκουν στις κατηγορίες οδοποιί­ας, οικοδομικών, υδραυλικών, λιμενικών και πρασίνου το ανωτέρω ποσοστό έκπτωσης ορίζεται γενικά σε δώδεκα τοις εκατό (12%). Για τα έργα προϋπολογισμού μέχρι του ανωτάτου ορίου της δεύτερης τάξης του Μ.Ε.ΕΠ. που εκτελούνται σε νησιωτικές περιοχές και για τις εργοληπτικές επιχειρήσεις που έχουν έδρα στο νομό όπου οι περιοχές αυτές υπάγονται, το όριο καθορίζε­ται σε δεκαπέντε τοις εκατό (15%) για τις ανωτέρω κατηγορίες.

 

   5. Αν, για λόγους που αφορούν τον κύριο του έργου, δεν είναι δυνατή η έναρξη των εργασιών μετά την υπο­γραφή της σύμβασης, ο ανάδοχος, πέραν της, κατά τις κείμενες διατάξεις, αποζημίωσής του για τις θετικές ζημίες μετά την υποβολή έγγραφης όχλησης, μπορεί να υποβάλει αίτηση προς τη διευθύνουσα υπηρεσία για επιστροφή της πρόσθετης εγγύησης της παραγράφου 2. Επί της αιτήσεως αποφασίζει αιτιολογημένα η προϊστα­μένη αρχή, εντός μηνός από την υποβολή της, κατόπιν εισηγήσεως της διευθύνουσας υπηρεσίας. Ο ανάδοχος υποχρεούται να προσκομίσει εκ νέου την πρόσθετη εγγύηση, όταν καταστεί δυνατή η έναρξη των εργασι­ών στο έργο και εντός δεκαπέντε (15) ημερών από της εγγράφου σχετικής προσκλήσεως της διευθύνουσας υπηρεσίας, άλλως κηρύσσεται υποχρεωτικά έκπτωτος, εκτός αν έχει κινηθεί η διαδικασία διάλυσης από τον ανάδοχο. Κατά τα λοιπά ως προς τη διαδικασία της έκ­πτωσης, τις συνέπειες και τη συνέχιση και ολοκλήρωση του έργου έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 61 του παρόντος.

 

   6. Για τις τυχόν συμπληρωματικές συμβάσεις που υπογράφονται στα πλαίσια της αρχικής σύμβασης, ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να καταθέσει πριν την υπογραφή, συμπληρωματική εγγύηση, το ποσοστό της οποίας υπολογίζεται στο ποσό της συμπληρωματικής σύμβασης και ισούται με το γενικό ποσοστό που ανα­φέρεται στην παράγραφο 1, στο οποίο προστίθεται το ήμισυ του ποσοστού που ενδεχομένως προκύπτει κατά την παράγραφο 2.

 

   7. Οι εγγυήσεις που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους, οι εγγυήσεις για τη συμμετοχή στους διαγωνισμούς, καθώς και οι εγγυήσεις για την τυχόν λαμβανόμενη προκαταβολή, παρέχονται με εγγυητικές επιστολές του Ταμείου Συντάξεων Μηχανικών Εργολη­πτών Δημόσιων Έργων (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.), ή τραπεζών που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα ή οποιοδήποτε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) ή του Ευ­ρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.) ή του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (Π.Ο.Ε.), συνοδευόμενες από επί­σημη μετάφρασή τους στην ελληνική γλώσσα. Μπορεί επίσης να παρέχονται και με γραμμάτιο του Ταμείου Πα­ρακαταθηκών και Δανείων για παρακατάθεση σε αυτό του αντίστοιχου χρηματικού ποσού ή χρεογράφων που προβλέπεται η τέτοια χρήση τους και με την τιμή που προβλέπουν για αυτά οι ειδικές διατάξεις.

Οι ως άνω εγγυητικές επιστολές πρέπει, προκειμένου να γίνουν αποδεκτές από την υπηρεσία, να απευθύ­νονται στην αρχή που διεξάγει το διαγωνισμό, ή στο φορέα κατασκευής ή στον κύριο του έργου, να ανα­φέρουν σαφώς τα στοιχεία της επιχείρησης υπέρ της οποίας παρέχονται, τον τίτλο του έργου, το ποσό για το οποίο παρέχεται η εγγύηση και το χρόνο ισχύος, όπως αυτά προβλέπονται στη διακήρυξη, επιπλέον δε να περιλαμβάνουν παραίτηση του εγγυητή από το δι­καίωμα διζήσεως και υπόσχεση για την απροφάσιστη καταβολή του ποσού, εντός πέντε (5) ημερών από την ημέρα λήψεως της σχετικής ειδοποιήσεως.

 

   8. Οι εγγυήσεις των προηγούμενων παραγράφων κα­ταπίπτουν πάντοτε υπέρ του κυρίου του έργου και κα­λύπτουν στο σύνολό τους και χωρίς καμία διάκριση την πλήρη και πιστή εφαρμογή όλων ανεξαιρέτως των όρων της σύμβασης από τον ανάδοχο και κάθε απαίτηση του κυρίου απέναντι στον ανάδοχο που προκύπτει από την εκτέλεση ή και εξαιτίας του έργου. Η κατάπτωση γίνεται με αιτιολογημένη απόφαση της διευθύνουσας υπηρεσίας. Η τυχόν υποβολή ενστάσεως κατά της απο­φάσεως αυτής δεν αναστέλλει τη διαδικασία είσπραξης της εγγύησης.

 

   9. Η εγγύηση καλής εκτέλεσης συμπληρώνεται με κρα­τήσεις που γίνονται σε κάθε πληρωμή προς τον ανάδο­χο. Οι κρατήσεις ανέρχονται σε πέντε τοις εκατό (5%) στην πιστοποιούμενη αξία των εργασιών και σε δέκα τοις εκατό (10%) στην αξία των υλικών που περιλαμβά­νονται προσωρινά στην πιστοποίηση, μέχρις ότου αυτά ενσωματωθούν στις εργασίες. Οι κρατήσεις μπορεί να αντικατασταθούν οποτεδήποτε από τον ανάδοχο, μερι­κά ή ολικά, με ισόποση εγγυητική επιστολή. Οι εγγυήσεις της παραγράφου αυτής περιορίζονται κατά ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) επί της αξίας των εργασιών που περιλαμβάνονται στις εγκεκριμένες από την υπηρεσία επιμετρήσεις. Η μείωση αποφασίζεται από τη διευθύ­νουσα υπηρεσία, ύστερα από αίτηση του αναδόχου, συνοδευόμενη από ειδικό απολογισμό των εργασιών των οποίων έχουν εγκριθεί οι επιμετρήσεις.

 

   10. Αν αποφασισθεί από τον κύριο ή το φορέα κατα­σκευής του έργου μείωση των εργασιών της σύμβασης, που συνεπάγεται και μείωση του προς καταβολή συμ­βατικού ποσού, η εγγύηση καλής εκτέλεσης του έργου μειώνεται αναλόγως με τη μείωση του συμβατικού πο­σού. Η μείωση των εγγυήσεων αποφασίζεται από τη διευθύνουσα υπηρεσία του έργου, κατόπιν αιτήσεως του αναδόχου.

Με την ολοκλήρωση της εκτέλεσης και πιστοποίησης εργασιών που ανέρχονται σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) της αρχικής ή συμπληρωματικής σύμβασης, επιστρέφεται, με αίτηση του αναδόχου και σχετική από­φαση της διευθύνουσας υπηρεσίας, ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) της τυχόν πρόσθετης εγγύησης. Εν συνεχεία κάθε φορά που αυξάνονται οι εκτελεσθείσες και πιστοποιηθείσες εργασίες κατά δέκα (10) ποσοστιαί­ες μονάδες, επιστρέφεται ανάλογο ποσοστό της τυχόν πρόσθετης εγγύησης, ενώ με την έκδοση της βεβαίωσης περάτωσης του έργου επιστρέφεται το σύνολό της.

Η εγγύηση της παραγράφου 1 περιορίζεται σε ποσο­στό σαράντα τοις εκατό (40%) της αρχικής εγγύησης, όπως τυχόν συμπληρώθηκε κατόπιν της υπογραφής συ­μπληρωματικών συμβάσεων, αμέσως μετά την έγκριση του Πρωτοκόλλου Προσωρινής Παραλαβής. Το σύνολο της εγγύησης της παραγράφου 1 επιστρέφεται χωρίς καθυστέρηση, αμέσως μετά την έγκριση του Πρωτοκόλ­λου Οριστικής Παραλαβής και τη σύνταξη του τελικού λογαριασμού του έργου.

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'

ΔΙΟΙΚΗΣΗ -ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

 

Αρθρο  36

Διοίκηση του έργου - Επίβλεψη -Υπερημερία κυρίου του έργου

 

   1. Η παρακολούθηση, ο έλεγχος και η διοίκηση των έργων ασκούνται από την αρμόδια τεχνική υπηρεσία του φορέα κατασκευής του έργου (διευθύνουσα ή επι­βλέπουσα υπηρεσία), η οποία ορίζει τους τεχνικούς υπαλλήλους που θα ασχοληθούν ειδικότερα με την επίβλεψη, προσδιορίζει τα καθήκοντά τους όταν είναι περισσότεροι από έναν, παρακολουθεί το έργο τους και γενικά προβαίνει σε κάθε νόμιμη ενέργεια και ενεργεί ό,τι απαιτείται για την καλή και έγκαιρη εκτέλεση των έργων.

 

   2. Η διευθύνουσα υπηρεσία ορίζει ως επιβλέποντες και βοηθούς αυτών για το έργο ή τμήματά του ή είδη εργασιών τεχνικούς υπαλλήλους, που έχουν την αντίστοιχη δυνατότητα, ανάλογα με τα στελέχη που διαθέτει, τις υπηρεσιακές ανάγκες και την αξιολόγηση του έργου και του προσωπικού. Οι επιβλέποντες αποτελούν τους άμεσους βοηθούς του προϊστάμενου της διευθύνου­σας υπηρεσίας στην άσκηση των καθηκόντων της που σχετίζονται με το έργο, όπως αυτά ορίζονται στις επί μέρους διατάξεις του παρόντος Κώδικα. Δεν αποκλείε­ται η άσκηση της επίβλεψης από τον προϊστάμενο της διευθύνουσας υπηρεσίας.

 

   3. Στα καθήκοντα των επιβλεπόντων περιλαμβάνο­νται η παρακολούθηση και ο έλεγχος της ποιότητας και ποσότητας των εργασιών και γενικά η τήρηση των όρων της σύμβασης από τον ανάδοχο. Οι βοηθοί των επιβλεπόντων ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατί­θενται και έχουν ανάλογες ευθύνες.

 

   4. Στην περίπτωση κατασκευής έργου με ανάθεση σε ανάδοχο η επίβλεψη αποσκοπεί στην πιστή εκπλήρωση από τον ανάδοχο των όρων της σύμβασης και στην κατασκευή του έργου σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης, ώστε να ανταποκρίνεται στον προορισμό του.

Στην περίπτωση κατασκευής έργου με αυτεπιστασία, η επίβλεψη οργανώνει και διευθύνει τα μέσα που έχει στη διάθεσή της κατά τον οικονομοτεχνικά προσφορό­τερο τρόπο, για να επιτύχει την κατασκευή του έργου σύμφωνα με τις προδιαγραφές και τους κανόνες της τέχνης, ώστε να ανταποκρίνεται στον προορισμό του.

 

   5. Η υποχρέωση της επίβλεψης να προβαίνει σε κάθε ενέργεια για την πιστή εκπλήρωση των όρων της σύμβα­σης από τον ανάδοχο, δεν μειώνει σε καμιά περίπτωση τις ευθύνες του αναδόχου, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και τη σύμβαση.

 

   6. Η επίβλεψη μπορεί να ασκηθεί εκτός από τον τόπο των έργων και σε όλους τους χώρους που κατασκευά­ζονται τμήματα του έργου.

 

   7. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωρο­ταξίας και Δημόσιων Έργων καθορίζονται κατηγορίες μεγάλων ή ειδικών έργων, στην ομάδα επίβλεψης των οποίων μετέχει απαραίτητα και ο μελετητής του έργου. Με την ίδια απόφαση ρυθμίζεται κάθε σχετική λεπτομέ­ρεια, ιδίως ο τρόπος καθορισμού της τυχόν αμοιβής του και η διαδικασία ανάθεσης των σχετικών υπηρεσιών.

 

   8. Η διευθύνουσα υπηρεσία κατά τη διάρκεια της κα­τασκευής του έργου συντάσσει και στέλνει στην προϊ­σταμένη αρχή κάθε δίμηνο συνοπτικές εκθέσεις για την πορεία του έργου και τα σημαντικά προβλήματα που σχετίζονται με την κατασκευή του.

 

   9. Σε περιπτώσεις μεγάλων ή ειδικών ή σημαντικών έργων η επίβλεψη μπορεί να γίνει με κλιμάκιο της δι­ευθύνουσας υπηρεσίας, που έχει επικεφαλής τεχνικό κατηγορίας ΠΕ και τον απαιτούμενο αριθμό βοηθών και άλλου τεχνικού και διοικητικού προσωπικού. Το κλι­μάκιο επίβλεψης μπορεί να εγκατασταθεί στην έδρα της διευθύνουσας υπηρεσίας ή με απόφαση Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και ΔημόσιωνΈργων στον τόπο των έργων.

 

   10. Όταν παρίσταται ανάγκη διαπίστωσης πραγμα­τικών περιστατικών, η αρμόδια υπηρεσία μπορεί να προβαίνει σε αυτοψία που ενεργείται από κατάλληλο τεχνικό υπάλληλο ή επιτροπή από τεχνικούς υπαλλή­λους που συντάσσουν σχετική έκθεση. Όταν γίνονται τέτοιες αυτοψίες καλείται να παραστεί και ο ανάδοχος, αν συντρέχει περίπτωση.

 

   11. Αν ο κύριος του έργου καταστεί υπερήμερος ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών του, ο ανάδοχος δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση μόνο για τις θετικές του ζημιές που προκαλούνται μετά την επίδοση από αυτόν σχετικής έγγραφης όχλησης. Σε περίπτωση υπερημερίας από καθυστέρηση πληρωμής οι θετικές ζημιές οφείλονται κατά το μέτρο που υπερ­βαίνουν τον τόκο υπερημερίας.

 

Αρθρο  37

Γενικές υποχρεώσεις του αναδόχου

 

   1. Ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να κατασκευάσει το έργο κατά τους όρους της σύμβασης και τις σύμ­φωνες προς αυτή και το νόμο έγγραφες εντολές του φορέα κατασκευής του έργου.

 

   2. Ο ανάδοχος έχει την υποχρέωση να τηρεί με ακρί­βεια τη διάταξη και τις διαστάσεις των διαφόρων με­ρών του έργου, όπως προκύπτουν από τα εγκεκριμένα σχέδια ή άλλα στοιχεία της μελέτης.

 

   3. Οι έγγραφες εντολές που δίνονται από το αρμόδιο όργανο για συμπλήρωση ή τροποποίηση των στοιχείων της μελέτης, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 57 του παρόντος, καθώς και η εκτέλεση των εγκεκριμένων συμπληρωματικών εργασιών, είναι υπο­χρεωτική για τον ανάδοχο. Ο ανάδοχος δεν δικαιούται να λάβει αποζημίωση ή αύξηση τιμών για μεταβολές στα έργα που έγιναν χωρίς έγγραφη διαταγή, έστω και αν αυτές βελτιώνουν το έργο. Αν η χωρίς έγκριση με­ταβολή επιφέρει μείωση ποσοτήτων ή διαστάσεων, κα­ταβάλλεται μόνο η αξία των ποσοτήτων των εργασιών που έχουν πράγματι εκτελεσθεί χωρίς να αποκλείεται εφαρμογή των διατάξεων για κακοτεχνία.

 

   4. Σε επείγουσες περιπτώσεις η διαταγή για τροπο­ποιήσεις ή συμπληρώσεις δίνεται προφορικά στον τόπο των έργων και καταχωρείται στο ημερολόγιο. Αν τη διαταγή αυτή δίνει ο επιβλέπων, οφείλει να ενημερώσει αμέσως εγγράφως τη διευθύνουσα υπηρεσία, για την έκδοση κανονικής διαταγής. Αν η διαταγή αυτή διαφο­ροποιεί μερικά ή ολικά τις εντολές του επιβλέποντα, ο ανάδοχος αποζημιώνεται για τις εργασίες που έχει εκτελέσει σύμφωνα με την εντολή της επίβλεψης μέχρι τη λήψη της εντολής της διευθύνουσας υπηρεσίας.

 

   5. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση, ο ανά­δοχος υποχρεούται να διαθέσει για το έργο όλο το απαιτούμενο προσωπικό, υλικά, μηχανήματα, οχήματα, αποθηκευτικούς χώρους, εργαλεία και οποιαδήποτε άλλα μέσα. Ο ανάδοχος σε κάθε περίπτωση βαρύνεται με όλες τις απαιτούμενες δαπάνες για την ολοκλήρω­ση του έργου, όπως είναι οι δαπάνες των μισθών και ημερομισθίων του προσωπικού, οι δαπάνες όλων των εργοδοτικών επιβαρύνσεων, οι δαπάνες για τη μετακίνη­ση του προσωπικού του, οι δαπάνες των υλικών και της μεταφοράς, διαλογής, φύλαξης, φθοράς τους κ.λπ., οι δαπάνες λειτουργίας, συντήρησης, απόσβεσης, μίσθω­σης μηχανημάτων και οχημάτων, οι φόροι, τέλη, δασμοί, ασφαλιστικές κρατήσεις ή επιβαρύνσεις, οι δαπάνες εφαρμογής των σχεδίων κατασκευής των σταθερών σημείων, καταμετρήσεων, δοκιμών, προσπελάσεων προς το έργο και στις θέσεις για τη λήψη υλικών, σύστασης και διάλυσης εργοταξίων, οι δαπάνες αποζημιώσεων ζημιών στο προσωπικό του, στον κύριο του έργου ή σε οποιονδήποτε τρίτο και γενικά κάθε είδους δαπάνη απαραίτητη για την καλή και έντεχνη εκτέλεση του έργου.

 

   6. Οι φόροι, τέλη, δασμοί, κρατήσεις και οποιεσδήπο­τε άλλες νόμιμες επιβαρύνσεις βαρύνουν τον ανάδο­χο, όπως ισχύουν κατά το χρόνο που δημιουργείται η υποχρέωση καταβολής τους. Κατ' εξαίρεση άλλοι φό­ροι του Δημοσίου που βαρύνουν άμεσα το εργολαβικό αντάλλαγμα, βαρύνουν τον ανάδοχο μόνο στο μέτρο που ίσχυαν κατά το χρόνο υποβολής της προσφοράς. Τυχόν μεταγενέστερες αυξομειώσεις, αυξομειώνουν αντίστοιχα το οφειλόμενο εργολαβικό αντάλλαγμα. Τα δύο προηγούμενα εδάφια δεν ισχύουν για το φόρο εισοδήματος ή τις τυχόν παρακρατήσεις έναντι του φόρου αυτού.

 

   7. Ο ανάδοχος έχει την υποχρέωση για την τήρηση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, των διατά­ξεων και κανονισμών για την πρόληψη ατυχημάτων στο προσωπικό του, ή στο προσωπικό του φορέα του έργου, ή σε οποιονδήποτε τρίτο και για τη λήψη μέτρων προ­στασίας του περιβάλλοντος. Σχετικά με τη λήψη μέτρων ασφαλείας είναι υποχρεωμένος να εκπονεί με ευθύνη του κάθε σχετική μελέτη (στατική ικριωμάτων, μελέτη προσωρινής σήμανσης έργων κ.λπ.) και να λαμβάνει όλα τα σχετικά μέτρα.

 

   8. Ανεξάρτητα από την υποχρέωση του αναδόχου να διαθέτει όλο το προσωπικό που απαιτείται για τη διεύ­θυνση της κατασκευής και την κατασκευή του έργου, η σύμβαση μπορεί να ορίζει κατ' εκτίμηση τον αριθμό τεχνικού προσωπικού κατά ειδικότητα και βαθμίδα εκ­παίδευσης, που πρέπει να διαθέτει ο ανάδοχος κατά την εκτέλεση της σύμβασής του. Ο αριθμός αυτός προ­σαρμόζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του έργου με βάση το χρονοδιάγραμμα κατασκευής του. Ο ανάδοχος οφείλει να λαμβάνει μέτρα προστασίας σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία στο Σχέδιο Ασφάλειας και Υγεί­ας (ΣΑΥ), όπως αυτό ρυθμίζεται με τις αποφάσεις του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων ΔΙΠΑΔ/οικ.177/ 2.3.2001 (ΦΕΚ 266 Β'), ΔΕΕΠΠ/85/ 14.5.2001 (ΦΕΚ 686 Β') και ΔΙΠΑΔ/οικ889/ 27.11.2002 (ΦΕΚ 16 Β'), στο χρονοδιάγραμμα των εργασιών, καθώς και τις ενδεχόμενες τροποποιήσεις ή άλλες αναγκαίες ανα­προσαρμογές των μελετών κατά τη φάση της μελέτης και της κατασκευής του έργου.

Η διευθύνουσα υπηρεσία μπορεί πάντα να διατάσσει την απομάκρυνση του προσωπικού που κρίνεται δικαιο­λογημένα ακατάλληλο ή την ενίσχυση των συνεργείων του αναδόχου.

 

   9. Αν ο ανάδοχος καθυστερεί τις πληρωμές των απο­δοχών του προσωπικού που χρησιμοποιεί στο έργο, η διευθύνουσα υπηρεσία μετά από γραπτή όχληση των ενδιαφερομένων, καλεί τον ανάδοχο να εξοφλήσει τους δικαιούχους μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες. Αν ο ανά­δοχος δεν εξοφλήσει τους δικαιούχους, τότε η διευθύ­νουσα υπηρεσία συντάσσει καταστάσεις πληρωμής των οφειλομένων και πληρώνει απευθείας τους δικαιούχους από τις πιστώσεις του έργου, για λογαριασμό του ανα­δόχου και έναντι του λαβείν του. Σε εφαρμογή της παραγράφου αυτής μπορεί να πληρωθούν οι αποδοχές μέχρι τριών (3) το πολύ μηνών πριν από την όχληση των ενδιαφερομένων.

 

   10. Ο ανάδοχος έχει όλη την ευθύνη για την ανεύρεση και χρησιμοποίηση πηγών αδρανών υλικών ή άλλων υλικών, που δεν προέρχονται από το εμπόριο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τη σύμβαση. Οι πηγές αυτές πριν από τη χρησιμοποίησή τους πρέπει να εγκριθούν από τη διευθύνουσα υπηρεσία, που μπορεί να απα­γορεύσει τη χρήση ακατάλληλων ή απρόσφορων για τα έργα πηγών. Αν διαπιστωθεί ότι ο ανάδοχος εμπο­ρεύεται τα εξορυσσόμενα για την εκτέλεση του έργου αδρανή υλικά κηρύσσεται έκπτωτος με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσι­ων Έργων. Με την ίδια απόφαση μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο μέχρι εβδομήντα τέσσερις χιλιάδες (74.000) ευρώ, το οποίο εισπράττεται υπέρ του Ταμείου Εθνικής Οδοποιίας (Τ.Ε.Ο. Α.Ε.), σύμφωνα με τις διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων.

 

   11. Τα υλικά που συναντώνται κατά την κατασκευή του έργου ή προέρχονται από καθαίρεση παλιών έργων, ανήκουν στον κύριο του έργου. Ο ανάδοχος αποζημι­ώνεται για τις δαπάνες εξαγωγής ή διαφύλαξής τους, αν η σύμβαση δεν ορίζει διαφορετικά και οφείλει να παίρνει τα κατάλληλα μέτρα, για να αποτραπεί ή να είναι όσο το δυνατόν μικρότερη η βλάβη των υλικών κατά την εξαγωγή τους. Χρησιμοποίηση των υλικών από τον ανάδοχο γίνεται μετά από διαταγή της υπηρεσίας και αφού συνταχθεί σχετικό πρωτόκολλο μεταξύ του επιβλέποντος και του αναδόχου.

 

   12. Ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να ειδοποιήσει αμέσως τη διευθύνουσα υπηρεσία αν τυχόν κατά την κατασκευή των έργων βρεθούν αρχαιότητες ή οποια­δήποτε έργα τέχνης. Οι διατάξεις για τις αρχαιότητες εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή. Για την καθυ­στέρηση των έργων ή τυχόν διακοπή τους από αυτή την αιτία, έχουν εφαρμογή οι σχετικές διατάξεις του παρόντος κώδικα.

 

   13. Ο ανάδοχος έχει την υποχρέωση να μην παρε­μποδίζει την εκτέλεση οποιωνδήποτε άλλων έργων ή εργασιών φορέα του δημόσιου τομέα, που είναι δυνα­τόν να επηρεάζονται από τις εργασίες της εργολαβίας του, να προστατεύει τις υπάρχουσες κατασκευές και εκμεταλλεύσεις από κάθε βλάβη ή διακοπή λειτουργίας τους και χωρίς μείωση της ευθύνης του να αποκαθιστά ή να συμβάλει στην άμεση αποκατάσταση των τυχόν βλαβών ή διακοπών.

 

   14. Ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη άσκηση της επίβλεψης στα εργοστά­σια που τυχόν κατασκευάζονται τμήματα του έργου και γενικά σε όλους τους χώρους που κρίνει απαραίτητο η διευθύνουσα υπηρεσία. Ο διευθύνων από μέρους της αναδόχου επιχείρησης τα έργα υποχρεούται, μετά από ειδοποίηση της υπηρεσίας, να συνοδεύει τους υπαλ­λήλους που επιβλέπουν, διευθύνουν ή επιθεωρούν τα έργα, κατά τις μεταβάσεις για επίβλεψη, έλεγχο ή επι­θεώρηση στον τόπο των έργων ή στους άλλους τόπους παραγωγής.

 

Αρθρο  38

Διεύθυνση έργου από την πλευρά του αναδόχου

 

   Η διεύθυνση των έργων από την πλευρά του αναδόχου στους τόπους κατασκευής τους γίνεται από τεχνικούς που έχουν τα κατάλληλα προσόντα και είναι αποδεκτοί από την Υπηρεσία. Η επί τόπου των έργων παρουσία τεχνικού στελέχους ή τεχνικού υπαλλήλου της εργο­ληπτικής επιχείρησης είναι υποχρεωτική και ανάλο­γη με τη φύση και το μέγεθος του κατασκευαζόμενου έργου. Προκειμένου για έργα προϋπολογισμού πάνω από τρία εκατομμύρια (3.000.000,00) ευρώ, η αναλογία αυτή καθορίζεται τουλάχιστον σε τρεις (3) τεχνικούς ανάλογων προσόντων και πείρας, από τους οποίους ένας (1) πρέπει να είναι διπλωματούχος ανώτατου εκ­παιδευτικού ιδρύματος (Α.Ε.Ι.) και ένας (1) πτυχιούχος τεχνολογικού εκπαιδευτικού ιδρύματος (Τ.Ε.Ι.). Η ελάχι­στη τεχνική στελέχωση του εργοταξίου σε κάθε έργο μπορεί πάντα να αλλάζει με απόφαση του κυρίου ή του φορέα κατασκευής του έργου, εφόσον προβλέ­πεται στη διακήρυξη. Για το προσωπικό που αποτελεί την ελάχιστη στελέχωση, απαιτείται προσκόμιση στη διευθύνουσα υπηρεσία βεβαίωσης του οικείου ασφαλι­στικού φορέα, στην οποία θα αναγράφεται και ο χρόνος ασφάλισης των εργαζομένων. Η παράβαση των διατά­ξεων του άρθρου αυτού αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα για την εργοληπτική επιχείρηση, τα στελέχη και τους υπαλλήλους της, καθώς και για τους υπαλλήλους της διευθύνουσας υπηρεσίας. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων μπο­ρεί να αναπροσαρμόζεται ο αριθμός των τεχνικών επί τόπου των έργων, ανάλογα με τον προϋπολογισμό και τη φύση του εκτελούμενου έργου.

 

Αρθρο  39

Υποχρεώσεις μελών αναδόχου κοινοπραξίας

 

   1. Οι εγγυήσεις εκτέλεσης του έργου πρέπει να είναι κοινές υπέρ όλων των μελών της κοινοπραξίας.

 

   2. Τα μέλη της αναδόχου κοινοπραξίας ευθύνονται έναντι του κυρίου του έργου εις ολόκληρο για κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη σύμβαση ή από το νόμο.

 

   3. Όλα τα μέλη της κοινοπραξίας οφείλουν κατά την κατάρτιση και υπογραφή της σύμβασης να καταθέσουν συμβολαιογραφική πράξη διορισμού κοινού εκπροσώπου της κοινοπραξίας έναντι του κυρίου του έργου και των υπηρεσιών. Με την ίδια πράξη ορίζεται υποχρεωτικά και ο αναπληρωτής του εκπροσώπου. Ο αναπληρω­τής εκπροσωπεί την κοινοπραξία σε κάθε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του εκπροσώπου, καθώς και σε περιπτώσεις θανάτου ή ανικανότητας αυτού. Ο εκπρό­σωπος και ο αναπληρωτής του πρέπει να είναι φυσικό πρόσωπο από τα μέλη της κοινοπραξίας ή από τους νόμιμους εκπροσώπους των εταιριών που κοινοπρακτούν. Ο εκπρόσωπος ή ο αναπληρωτής του μπορούν να διορίζουν άλλους πληρεξούσιους για τη διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων κατά την εκπροσώπηση της κοινοπραξίας, εφόσον δόθηκε σε αυτούς τέτοια εξου­σία με την πράξη διορισμού τους. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου ο διορισμός του εκπροσώπου και του αναπληρωτού και η αποδοχή του από αυτούς διαρκούν καθ' όλη τη διάρκεια του έργου και μέχρι την πλήρη εκκαθάριση των σχέσεων της κοινοπραξίας με τον κύριο του έργου. Μαζί με την πράξη διορισμού κατατίθενται κατά την υπογραφή της σύμβασης και δηλώσεις αποδοχής του διορισμού τους από τον εκπρόσωπο και από τον αναπληρωτή του. Ο διορισμός του εκπροσώπου και του αναπληρωτή του και οι δηλώσεις αποδοχής πρέπει να είναι χωρίς αί­ρεση ή όρους και να εκτείνονται σε όλα τα θέματα που αφορούν την εκτέλεση της σύμβασης, στα οποία περιλαμβάνεται και η είσπραξη του εργολαβικού ανταλ­λάγματος και ο διορισμός αντικλήτου.

 

   4. Αντικατάσταση του εκπροσώπου ή του αναπληρωτή του ή και των δύο γίνεται μόνο από κοινού από όλα τα μέλη της κοινοπραξίας με συμβολαιογραφική πράξη.

Μόνο μετά την κοινοποίηση της πράξης αυτής και των δηλώσεων αποδοχής του διορισμού τους από τους δι­οριζόμενους παύει η εξουσία εκπροσώπησης αυτών που είχαν διορισθεί πριν.

 

Αρθρο  40

Πειθαρχικές ευθύνες διοικητικών οργάνων

 

   1. Η υπαίτια παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από όργανα του φορέα κατασκευής του έργου αποτελεί πειθαρχική παράβαση.

 

   2. Ιδίως αποτελούν πειθαρχικές παραβάσεις:

α) Για τους επιβλέποντες το έργο: η υπαίτια καθυ­στέρηση στην ενημέρωση του προϊσταμένου της διευ­θύνουσας υπηρεσίας για την εκ μέρους του αναδόχου παραβίαση του χρονοδιαγράμματος κατασκευής ή την κατασκευή ελαττωματικών εργασιών ή την ενσωμάτωση ελαττωματικών υλικών ή την παράλειψη τήρησης των νόμιμων μέτρων ασφάλειας ή προστασίας του περι­βάλλοντος.

β) Για τον προϊστάμενο της διευθύνουσας υπηρεσίας: η παράλειψη κίνησης και διεκπεραίωσης της διαδικασί­ας έκπτωσης του αναδόχου παρά τη συνδρομή των ανα­γκαίων προϋποθέσεων, η παράλειψη έγκαιρης έγκρισης των επιμετρήσεων και των λογαριασμών του έργου και η χορήγηση εντολών για εκτέλεση εργασιών οι οποίες δεν προβλέπονται από την αρχική ή εγκεκριμένη συ­μπληρωματική σύμβαση, ούτε άλλως πως είναι επιτρε­πτή η εκτέλεσή τους κατά τις κείμενες διατάξεις.

γ) Για τον προϊστάμενο και τα όργανα της προϊστα­μένης αρχής: η παράλειψη έγκαιρης έγκρισης των Ανα­κεφαλαιωτικών Πινάκων και των Πρωτοκόλλων προσω­ρινής και οριστικής παραλαβής, η χορήγηση παράτασης προθεσμίας χωρίς να υφίστανται οι νόμιμες προϋποθέ­σεις και η παράλειψη έκδοσης απόφασης σε ένσταση του αναδόχου κατά απόφασης κήρυξης έκπτωσης, εντός της δίμηνης προθεσμίας της παραγράφου 8 του άρθρου 62 του παρόντος.

 

   3. Για τις παραβάσεις των προηγούμενων παραγράφων ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων ή το αρμόδιο όργανο των άλλων φορέων που εκτελούν δημόσια έργα είτε επιβάλλει εις βάρος των υπαιτίων, ανάλογα με τη βαρύτητά τους, την πειθαρχική ποινή του προστίμου μέχρι ποσού αντίστοιχου του μι­σθού των έξι (6) μηνών είτε τους παραπέμπει στο οικείο πειθαρχικό όργανο για την επιβολή των κατά τις κείμε­νες διατάξεις προβλεπόμενων πειθαρχικών ποινών.

 

Αρθρο  41

Σύμβουλοι

 

   1. Όταν πρόκειται να εκτελεσθούν δημόσια έργα προβλεπόμενου συνολικού κόστους μεγαλύτερου των τριάντα εκατομμυρίων (30.000.000) ευρώ είτε κατά το σύστημα της αντιπαροχής είτε κατά το σύστημα παρο­χής άλλων ανταλλαγμάτων είτε κατά οποιοδήποτε άλλο σύστημα προβλεπόμενο από την ισχύουσα νομοθεσία, επιτρέπεται η ανάθεση καθηκόντων συμβούλου οποιασ­δήποτε ειδικότητας (τεχνικού, οικονομικού συμβούλου, συμβούλου οργανώσεως κ.λπ.) σε ημεδαπά ή αλλοδαπά, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για να παράσχουν τις υπη­ρεσίες τους, που απαιτούνται για την υλοποίηση και εκτέλεση των έργων αυτών.

Η ανάθεση γίνεται με σύμβαση. Ο τρόπος ανάθεσης, οι παρεχόμενες από τον σύμβουλο υπηρεσίες, οι όροι της σύμβασης και η αμοιβή καθορίζονται με απόφαση του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, χωρίς δέσμευση από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη. Η αμοιβή του συμβούλου μπορεί επίσης να βαρύνει τον προϋπολογι­σμό του Ειδικού Ταμείου Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων (Ε.Τ.Ε.Ρ.Π.Σ.) ή τον προϋπολο­γισμό του Ταμείου Εθνικής Οδοποιίας (Τ.Ε.Ο.), κατόπιν αποφάσεως του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, μετά από σύμφωνη γνώμη των διοικητικών τους συμβουλίων.

 

   2. Για την εκτέλεση (μελέτη - κατασκευή) του έργου ή μέρους αυτού και ειδικότερα για το σχεδιασμό, μελέτη, έλεγχο μελέτης, διοίκηση και επίβλεψη του έργου της κάθε Ειδικής Υπηρεσίας Δημόσιων Έργων, καθώς και για τις ανάγκες μηχανογράφησης των υπηρεσιών της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, επιτρέπεται η ανάθεση καθηκό­ντων συμβούλου οποιασδήποτε ειδικότητας (τεχνικού, οικονομικού συμβούλου, συμβούλου οργανώσεως), σε ημεδαπά ή αλλοδαπά, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για να παράσχουν τις υπηρεσίες τους, που απαιτούνται για την υλοποίηση και εκτέλεση των έργων αυτών.

Η ανάθεση γίνεται με σύμβαση, ύστερα από γνώμη του Τεχνικού Συμβουλίου Δημόσιων Έργων της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, στην οποία προσδιορίζονται οι όροι και οι προϋ­ποθέσεις ανάθεσης, οι παρεχόμενες από τον σύμβουλο υπηρεσίες και η σχετική αμοιβή, κατά παρέκκλιση από κάθε γενική ή ειδική διάταξη και από τις διατάξεις για τις αμοιβές των μηχανικών.

Οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν τις πιστώσεις του έρ­γου.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οι­κονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού, μπορεί να εφαρμόζονται οι διατάξεις των δύο προηγού­μενων εδαφίων, ολικά ή μερικά, σε συγκεκριμένο έργο ή τμήμα έργου ή ομάδα έργων, εθνικού ή διανομαρχιακού ή νομαρχιακού επιπέδου, που εκτελούνται από το Δη­μόσιο ή φορείς του δημόσιου τομέα και να ρυθμίζονται όλα τα σχετικά θέματα.

 

   3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων 1 και 2 που αφορούν στη διαδικασία πρόσληψης συμβούλου εφαρμόζονται μόνο για τις συμβάσεις με προεκτιμώμενη αμοιβή κάτω του εκάστοτε ορίου εφαρμογής της Οδηγίας 2004/18 ΕΚ.

 

Αρθρο  42

Εμπειρογνώμονες

 

   Σε περιπτώσεις ειδικών ή μεγάλων έργων υποδομής ή έργων στα οποία εφαρμόζονται μη διαδεδομένες ειδικές μέθοδοι μελέτης και κατασκευής, ιδίως σε θέματα ασφά­λειας ή αντιμετώπισης και αποτροπής κινδύνου, μπορεί, με απόφαση της προϊσταμένης αρχής, που λαμβάνεται κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Τεχνικού Συμβουλίου του φορέα κατασκευής του έργου να ορίζεται ως ειδι­κός εμπειρογνώμονας για την επίλυση συγκεκριμένου τεχνικού προβλήματος και για ολιγοήμερη απασχόληση, επιστήμονας εγνωσμένου κύρους και φήμης και μεγάλης εμπειρίας σχετικής με το προς επίλυση θέμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 3316/2005.

 

Αρθρο  43

Συμβουλευτική Επιτροπή Παρακολούθησης του έργου

 

   1. Σε περίπτωση κατασκευής σημαντικών έργων συ­γκροτείται επιτροπή παρακολούθησης του έργου. Η επιτροπή έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα και παρακο­λουθεί την εφαρμογή της μελέτης ή την αιτιολογη­μένη αποδοχή προτεινόμενων τροποποιήσεων αυτής, την τήρηση του χρονοδιαγράμματος κατασκευής, τη διαμόρφωση του κόστους, την τήρηση κανόνων ασφα­λείας και υγιεινής του χώρου εργασίας, την τήρηση των μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος και γενικά την πορεία του έργου.

 

   2. Ο χαρακτηρισμός των έργων ως «σημαντικών έρ­γων» για την εφαρμογή της ανωτέρω παραγράφου γί­νεται από τον κύριο του έργου, ο οποίος και συγκροτεί την επιτροπή. Στις περιπτώσεις έργων του Δημοσίου ο χαρακτηρισμός του έργου σαν σημαντικού και η ταυτό­χρονη σύσταση και συγκρότηση της επιτροπής γίνεται από τον Νομάρχη για τα έργα νομαρχιακού επιπέδου και από τον αρμόδιο Υπουργό για τα άλλα έργα. Για τα έργα των άλλων φορέων του δημόσιου τομέα ο χαρα­κτηρισμός και η σύσταση και συγκρότηση της επιτροπής γίνεται από το αρμόδιο όργανο του κυρίου του έργου. Η προβλεπόμενη από το νόμο δυνατότητα του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων να χαρακτηρίσει το έργο σαν σημαντικό και να συστήσει και συγκροτήσει τις σχετικές επιτροπές, έχει εφαρμογή και στις περιπτώσεις έργων νομαρχιακού επιπέδου για όλους τους φορείς του δημόσιου τομέα.

 

   3. H επιτροπή συνιστάται και συγκροτείται για κάθε συγκεκριμένο έργο ή ομάδα έργων, ακόμη και από το στάδιο της μελέτης για την άσκηση αναλόγων καθη­κόντων κατά το στάδιο αυτό.

 

   4. H επιτροπή αποτελείται από όργανα της υπηρε­σίας και από εκπροσώπους των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των φορέων που θα χρησιμοποιήσουν τα έργα ή και τυχόν άλλων κοινωνικών φορέων. Με την απόφαση συγκρότησης ορίζεται ο πρόεδρος της επιτροπής και ο αναπληρωτής του, καθώς και τα μέλη που δεν μπορεί να είναι περισσότερα από πέντε (5) όταν πρόκειται για έργα νομαρχιακού επιπέδου και επτά (7) για τα άλλα έργα.

 

   5. Με μέριμνα του Προέδρου η επιτροπή ορίζει ένα μέλος της, ως σύνδεσμο με τον φορέα κατασκευής. Ο σύνδεσμος ανακοινώνεται στον φορέα κατασκευής του έργου, που του παρέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για ενημέρωση της επιτροπής στα θέματα αρμοδιότητάς της όπως αυτά προβλέπονται στις σχετικές διατάξεις του νόμου. Η επιτροπή μπορεί πάντα να προβαίνει στην αντικατάσταση του συνδέσμου.

 

   6. Οι συνεδριάσεις και λοιπές ενέργειες της επιτρο­πής δεν ακολουθούν ορισμένο τύπο. Κάθε φορά που η επιτροπή ή ορισμένα μέλη της το θεωρούν σκόπιμο και τουλάχιστον στο τέλος του κάθε ημερολογιακού τριμήνου, συντάσσονται εκθέσεις που περιλαμβάνουν τα συμπεράσματα των συζητήσεων και τη γνώμη της επιτροπής στα θέματα της αρμοδιότητάς της. Σε πε­ρίπτωση που διαμορφώνονται περισσότερες από μία γνώμες, καταχωρούνται όλες οι γνώμες στην έκθεση, με αναφορά των μελών που τάσσονται με την κάθε γνώμη. Η καταχώρηση γίνεται με πρώτη τη γνώμη που συγκεντρώνει την υποστήριξη των περισσότερων μελών και ακολουθούν στη σειρά με την ίδια βάση οι υπόλοιπες γνώμες. Οι εκθέσεις υπογράφονται από τον πρόεδρο και το σύνδεσμο, κοινοποιούνται στον κύριο του έρ­γου και τον φορέα κατασκευής (διευθύνουσα υπηρεσία - προϊσταμένη αρχή) και ανακοινώνονται στη Γ.Γ.Δ.Ε.. Όταν η επιτροπή έχει συγκροτηθεί για ομάδα έργων, οι εκθέσεις μπορεί να συντάσσονται και χωριστά για καθένα έργο. Στον ανάδοχο μπορεί να κοινοποιούνται, αν το ζητήσει, τα μέρη των εκθέσεων που τυχόν περι­λαμβάνουν κρίσεις γι' αυτόν.

 

   7. Η διευθύνουσα υπηρεσία ανακοινώνει υποχρεωτικά στον πρόεδρο της επιτροπής τη σύμβαση, τις σχετικές αποφάσεις τροποποιήσεων της σύμβασης, εκπτώσεων ή διαλύσεων εργολαβίας, την έκδοση βεβαίωσης περάτω­σης του έργου και τις αποφάσεις συγκρότησης των επι­τροπών παραλαβής. Αν η επιτροπή έχει συγκροτηθεί από το στάδιο εκπόνησης της μελέτης, ανακοινώνονται επίσης οι αποφάσεις επιλογής μελετητών, έγκρισης σταδίων ή φάσεων μελέτης και τελικών εγκρίσεων της μελέτης.

Η επιτροπή ενεργεί και λειτουργεί σύμφωνα με όσα ορίζονται με προεδρικό διάταγμα.

 

Αρθρο  44

Κοινοποίηση στον ανάδοχο - εκπροσώπηση

 

   1. Οι κοινοποιήσεις εγγράφων της υπηρεσίας προς τον ανάδοχο ή τον αντίκλητό του γίνονται με όργανο της υπηρεσίας ή με οποιοδήποτε άλλο δημόσιο όργανο ή με δικαστικό επιμελητή. Για την κοινοποίηση συντάσσεται σχετικό αποδεικτικό. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλο­γα οι οικείες διατάξεις του κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Ο ανάδοχος γνωστοποιεί στη διευθύνουσα υπηρεσία τη νόμιμη εκπροσώπησή του ή τους τυχόν πληρεξού­σιους.

 

   2. Όταν πρόκειται για υπογραφή του χρονοδιαγράμ­ματος, των επιμετρήσεων, των πρωτοκόλλων αφανών εργασιών, των πρωτοκόλλων κανονισμού τιμών μονάδος νέων εργασιών (Π.Κ.Τ.Μ.Ν.Ε.) των Ανακεφαλαιωτικών Πι­νάκων, συμπληρωματικών συμβάσεων, των πιστοποιή­σεων και της επί τόπου παρακολούθησης και διοίκησης κατασκευής του έργου, ο ανάδοχος μπορεί να αντι­προσωπευθεί από τεχνικό στέλεχος της επιχείρησης ή άλλο τεχνικό που έχει τα νόμιμα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα.

Ο ανωτέρω τεχνικός μπορεί να είναι ολικά ή μερικά και πληρεξούσιος ή εκπρόσωπος του αναδόχου.

 

Αρθρο  45

Σύμπραξη στην κατασκευή του μελετητή -Πρόσθετες εγγυήσεις - Ευθύνη

 

   1. Όταν η μελέτη του έργου έχει εκπονηθεί από ιδι­ωτικό μελετητικό γραφείο, η διευθύνουσα υπηρεσία ειδοποιεί εγγράφως τον μελετητή για την έναρξη κα­τασκευής του έργου που έχει μελετήσει και για κάθε τροποποίηση της μελέτης εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 2.

Οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται για έργα προϋπολο­γισμού μεγαλύτερου από το ανώτατο όριο προϋπολο­γισμού έργων, που μπορούν να αναλαμβάνουν εργολη­πτικές επιχειρήσεις της Α2 τάξης του Μ.Ε.ΕΠ..

Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωρο­ταξίας και Δημόσιων Έργων, μπορεί το ποσό αυτό να αναπροσαρμόζεται και να αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη τάξη. Για έργα μικρότερου προϋπολογισμού, όπως αυτός κάθε φορά ισχύει, μπορούν να εφαρμόζονται οι ανωτέρω διατάξεις, εφόσον προβλέπεται στη σχετική διακήρυξη και με όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται με όμοια απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωρο­ταξίας και Δημόσιων Έργων.

 

   2. Επιτρέπεται η τροποποίηση της εγκεκριμένης με­λέτης, κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου, για τη διόρθωση σφαλμάτων της ή τη συμπλήρωση ελλείψεών της ή για λόγους που υπαγορεύονται από απρόβλεπτες περιστάσεις. Προς τούτο υποβάλλεται πρόταση της διευθύνουσας υπηρεσίας του έργου προς την προϊ­σταμένη αρχή, η οποία αποφασίζει ύστερα από γνώμη του αρμόδιου τεχνικού συμβουλίου κατασκευών. Αν η τροποποίηση αποδίδεται σε σφάλματα και ελλείψεις της μελέτης και ο μελετητής αποδέχεται την ευθύ­νη του, τροποποιεί τη μελέτη κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 31 του ν. 3316/ 2005, εφόσον δεν έχουν παραγραφεί οι αξιώσεις του εργοδότη. Σε κάθε άλλη περίπτωση την τροποποίηση αναλαμβάνει ο ανάδοχος του έργου σε συνεργασία με μελετητή που διαθέτει τα νόμιμα προσόντα. Για να εισαχθεί το θέμα στο Τεχνικό Συμβούλιο πρέπει η τροποποιητική μελέτη να είναι σε στάδιο αντίστοιχο με την προς τροποποίηση και να έχει τεθεί υπόψη του αρχικού μελετητή που διατυπώνει εγγράφως σε εύλογη προθεσμία τη γνώμη του.

Κατά τη συζήτηση στο συμβούλιο καλούνται προς ακρόαση ο αρχικός μελετητής, ο ανάδοχος του έργου ή εκπρόσωποί τους και εκπρόσωπος της υπηρεσίας που ενέκρινε την αρχική μελέτη, οι οποίοι υποβάλλουν γραπτό υπόμνημα. Η προϊσταμένη αρχή εκδίδει την απόφαση περί αποδοχής της πρότασης τροποποίησης της μελέτης, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την έκδοση της γνωμοδότησης του συμβουλίου και η κοινοποίηση της απόφασης στην υπηρεσία τήρησης των μητρώων, αποτελεί προϋπόθεση για την πληρωμή των εργασιών της τροποποιητικής μελέτης. Αν η ανάγκη τροποποίησης της μελέτης αποδίδεται σε σφάλματα ή ελλείψεις της και δεν έχουν παραγραφεί οι αξιώσεις του κυρίου του έργου κατά του μελετητή, εφαρμόζονται οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 31 του ν. 3316/2005. Ο μελετητής της αρχι­κής μελέτης μπορεί να ασκήσει αίτηση θεραπείας κατά της απόφασης περί τροποποίησης της μελέτης, αν αυτή αποδίδεται σε σφάλματα ή παραλείψεις της μελέτης. Η άσκηση αίτησης θεραπείας αναστέλλει τις εις βάρος του μελετητή οικονομικές συνέπειες και την έναρξη της πειθαρχικής διαδικασίας, όχι όμως την εφαρμογή της τροποποιημένης μελέτης.

Η απόφαση κοινοποιείται στα αρμόδια για την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας κατά του μελετητή και των υπαιτίων υπαλλήλων όργανα, αν η ανάγκη τροποποίη­σης οφείλεται σε λάθη ή παραλείψεις της μελέτης.

 

   3. Αν δεν έχει περάσει η εξαετία που προβλέπεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 31 του ν. 3316/2005 για την παραγραφή των αξιώσεων του εργοδότη κατά του μελετητή, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 4 του αυτού άρθρου 31.

 

   4. Για την πληρότητα των εκπονούμενων μελετών, τον αρτιότερο σχεδιασμό, την καλύτερη διοίκηση και επί­βλεψη και την έντεχνη κατασκευή του έργου, υποχρε­ούνται ο μελετητής, ο ανάδοχος κατασκευής του έργου και ο τεχνικός σύμβουλος να ασφαλίζουν τη μελέτη, την κατασκευή του έργου και τις υπηρεσίες τεχνικού συμβούλου αντίστοιχα.

Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημό­σιων Έργων και Ανάπτυξης, ορίζονται η έναρξη εφαρ­μογής της παραγράφου αυτής, οι μελέτες, τα έργα και οι υπηρεσίες τεχνικού συμβούλου που εξαιρούνται από την υποχρέωση ασφάλισης και ρυθμίζονται τα σχετικά θέματα εφαρμογής της διάταξης αυτής και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χω­ροταξίας και Δημόσιων Έργων και Ανάπτυξης καθορίζο­νται, ειδικά, τα ελάχιστα όρια ασφαλιστικών καλύψεων, οι αποδεκτές εξαιρέσεις και οι μέγιστες απαλλαγές από τις ασφαλιστικές καλύψεις.

 

Αρθρο  46

Χρονοδιάγραμμα κατασκευής

 

   1. Σε κάθε σύμβαση κατασκευής έργου ορίζεται προ­θεσμία για την περάτωσή του στο σύνολο και κατά τμήματα. Μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την υπογραφή της σύμβασης, ο ανάδοχος με βάση την ολική και τις τμηματικές προθεσμίες, συντάσσει και υποβάλλει στη διευθύνουσα υπηρεσία το χρονοδι­άγραμμα κατασκευής του έργου.

 

   2. Η διευθύνουσα υπηρεσία εγκρίνει μέσα σε δέκα (10) ημέρες το χρονοδιάγραμμα και μπορεί να τροποποιή­σει τις προτάσεις του αναδόχου σχετικά με τη σειρά και τη διάρκεια κατασκευής των έργων, ανάλογα με τις δυνατότητες χρονικής κλιμάκωσης των πιστώσεων, μέσα στα όρια των συμβατικών προθεσμιών. Το εγκε­κριμένο χρονοδιάγραμμα αποτελεί συμβατικό στοιχείο του έργου. Αν η έγκριση δεν γίνει μέσα στην πιο πάνω προθεσμία, ή αν μέσα στην προθεσμία αυτή δεν ζη­τήσει γραπτά η διευθύνουσα υπηρεσία διευκρινίσεις ή αναμορφώσεις ή συμπληρώσεις, το χρονοδιάγραμ­μα θεωρείται ότι έχει εγκριθεί. Αναπροσαρμογές του χρονοδιαγράμματος εγκρίνονται όταν μεταβληθούν οι προθεσμίες, το αντικείμενο ή οι ποσότητες των εργα­σιών. Η έναρξη των εργασιών του έργου από μέρους του αναδόχου δεν μπορεί να καθυστερήσει πέρα των τριάντα (30) ημερών από την υπογραφή της σύμβασης. Η μη τήρηση των ανωτέρω προθεσμιών με υπαιτιότητα του αναδόχου συνεπάγεται την επιβολή των διοικητικών και παρεπόμενων χρηματικών κυρώσεων, αποτελεί λόγο έκπτωσης του αναδόχου και για τα αρμόδια όργανα του φορέα κατασκευής αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα, σύμ­φωνα με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του άρθρου 40 του παρόντος.

 

   3. Το εγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα αποτελεί το ανα­λυτικό πρόγραμμα κατασκευής του έργου. Το χρονοδι­άγραμμα αναλύει ανά μονάδα χρόνου και πάντως ανά ημερολογιακό τρίμηνο τις εργασίες που προβλέπεται να εκτελεσθούν. Το χρονοδιάγραμμα συντάσσεται με τη μορφή τετραγωνικού πίνακα που περιλαμβάνει την πιο πάνω χρονική ανάλυση των ποσοτήτων ανά εργασία ή ομάδα εργασιών και συνοδεύεται από γραμμικό διά­γραμμα και σχετική έκθεση. Σε σημαντικά έργα μπορεί να προβλέπεται η σύνταξη τευχών ή διαγραμμάτων με τη μέθοδο της δικτυωτής ανάλυσης.

 

   4. Ο ανάδοχος κατασκευής του έργου υποχρεούται επίσης μέσα σε έναν (1) μήνα από την υπογραφή της σύμβασης να συντάξει και να υποβάλει οργανόγραμμα του εργοταξίου, στο οποίο θα περιγράφονται λεπτομε­ρώς τα πλήρη στοιχεία στελεχών, εξοπλισμού και μηχα­νημάτων που θα περιλαμβάνει η εργοταξιακή ανάπτυξη για την εκτέλεση του έργου.

 

   5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζο­νται σε συμβάσεις έργων που στις δημοπρασίες τους καλούνται να συμμετάσχουν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και επιχειρήσεις εγγεγραμμένες στα νομαρ­χιακά μητρώα. Στις περιπτώσεις αυτές η διευθύνουσα υπηρεσία κοινοποιεί έγκαιρα στον ανάδοχο πίνακες των εργασιών που πρέπει να εκτελεσθούν. Ο πρώτος πίνα­κας κοινοποιείται κατά την υπογραφή της σύμβασης.

 

Αρθρο  47

Ημερολόγιο του έργου

 

   1. Για κάθε εργολαβία, με μέριμνα του αναδόχου τη­ρείται ημερολόγιο σε βιβλιοδετημένα διπλότυπα αριθ­μημένα φύλλα. Το ημερολόγιο συμπληρώνεται καθημε­ρινά και αναγράφονται, με συνοπτικό τρόπο, σε αυτό στοιχεία για τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν, αριθμητικά στοιχεία για το απασχολούμενο προσωπικό κατά κατηγορίες, τα χρησιμοποιούμενα μηχανήματα, τα προσκομιζόμενα υλικά, τις εκτελούμενες εργασίες, τις εργαστηριακές εξετάσεις, τις εντολές και παρατηρήσεις των οργάνων επίβλεψης, τυχόν έκτακτα περιστατικά και κάθε άλλο σχετικό με το έργο σημαντικό πληροφοριακό στοιχείο.

 

   2. Το ημερολόγιο υπογράφεται από εντεταλμένο όργανο της επίβλεψης και τον εκπρόσωπο του ανα­δόχου. Το ένα αποκοπτόμενο φύλλο περιέρχεται στη διευθύνουσα υπηρεσία. Οι εγγραφές στο ημερολόγιο αποτελούν πληροφοριακά στοιχεία για τις καιρικές συνθήκες, τη δύναμη απασχολούμενου προσωπικού και μηχανημάτων και γενικά για την παροχή εικόνας προόδου του έργου.

 

   3. Η διευθύνουσα υπηρεσία μπορεί πάντα να ορίσει την εγγραφή στο ημερολόγιο συμπληρωματικών πλη­ροφοριών ή άλλων στοιχείων που προσιδιάζουν στο συγκεκριμένο έργο ή να ζητήσει από τον ανάδοχο την τήρηση και άλλων στατιστικών στοιχείων. Στις περιπτώ­σεις μικρών έργων μπορεί η διευθύνουσα υπηρεσία να ορίσει την τήρηση του ημερολογίου κατά άλλο συνοπτι­κότερο τρόπο, την τήρησή του κατά εβδομάδα ή άλλο χρονικό διάστημα ή και τη μη τήρηση ημερολογίου.

 

Αρθρο  48

Προθεσμίες

 

   1. Κάθε σύμβαση, εκτός από την προθεσμία για την περάτωση του συνόλου του έργου (συνολική προθε­σμία), περιλαμβάνει και προθεσμίες για την ολοκλήρωση συγκεκριμένων τμημάτων αυτού (τμηματικές προθεσμί­ες). Σε περιπτώσεις μικρών έργων ή έργων που από τη φύση τους δεν επιδέχονται προσδιορισμό τμημάτων ή χαρακτηριστικών επί μέρους δραστηριοτήτων, μπορεί η σύμβαση να μην προβλέπει τμηματικές προθεσμίες.

 

   2. Όλες οι προθεσμίες (συνολική και τμηματικές) αρ­χίζουν από την υπογραφή της σύμβασης, εκτός αν στα συμβατικά τεύχη ορίζεται διαφορετικά.

 

   3. Μέσα στη συνολική προθεσμία πρέπει να έχουν τελειώσει όλες οι επί μέρους εργασίες του έργου και να έχουν ολοκληρωθεί οι τυχόν προβλεπόμενες από τη σύμβαση δοκιμές. Το ίδιο ισχύει αναλογικά και για τις τμηματικές προθεσμίες.

 

   4. Τμηματικές προθεσμίες ορίζονται από τη σύμβαση: α. Για παράδοση τμημάτων του έργου που η έγκαι­ρη αποπεράτωσή τους έχει ιδιαίτερη σημασία για τον κύριο του έργου, όπως είναι η κατασκευή τμημάτων του έργου που μπορεί να χρησιμοποιηθούν αυτοτελώς, η συμπλήρωση εργασιών που αποτελούν προϋπόθεση ή συνδυάζονται με τις εργασίες άλλου έργου, εκτός της εργολαβίας στην οποία αναφέρεται η συγκεκριμέ­νη σύμβαση, η εκτέλεση εργασιών για εξασφάλιση του έργου από καιρικές συνθήκες (αποκλειστικές τμηματικές προθεσμίες).

β. Ως σταθμοί ενδιάμεσου ελέγχου της προόδου του έργου (ενδεικτικές τμηματικές προθεσμίες).

 

   5. Όλες οι καθοριζόμενες τμηματικές προθεσμίες θε­ωρούνται ως ενδεικτικές, εκτός αν ρητώς ορίζονται από τη σύμβαση ως αποκλειστικές.

 

   6. Υποχρεωτικά καθορίζονται στα συμβατικά τεύχη και για την περίοδο έναρξης των εργασιών εκτέλεσης ενδεικτικές τμηματικές προθεσμίες ανά έναν (1) ή το πολύ δύο (2) μήνες ανάλογα με το μέγεθος του έργου και τις συνθήκες εκτέλεσης. Οι ως άνω υποχρεωτικές ενδεικτικές προθεσμίες τίθενται για το διάστημα από την υπογραφή της σύμβασης μέχρι το πέρας του ενός τετάρτου (1/4) της αρχικής συμβατικής προθεσμίας πε­ραίωσης. Το χρονικό αυτό διάστημα δεν μπορεί να είναι μικρότερο από έξι (6) μήνες.

 

   7. Ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να συνεχίσει την κατασκευή του έργου για επιπλέον της συνολικής προ­θεσμίας χρονικό διάστημα, ίσο προς το ένα τρίτο (1/3) αυτής και πάντως όχι μικρότερο των τριών (3) μηνών (οριακή προθεσμία). Η συνολική προθεσμία υπολογίζεται με βάση την αρχική συμβατική προθεσμία και τις τυχόν παρατάσεις που εγκρίθηκαν ύστερα από σχετικό αίτημα του αναδόχου μέσα στην αρχική συμβατική προθεσμία και δεν οφείλονται σε υπαιτιότητά του.

 

   8. Παράταση της συνολικής ή των τμηματικών προ­θεσμιών εγκρίνεται:

α) Είτε «με αναθεώρηση», όταν η καθυστέρηση του συνόλου των εργασιών του έργου ή του αντίστοιχου τμήματος δεν οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του αναδόχου ή προκύπτει από αύξηση του αρχικού συμβατικού αντικειμένου.

β) Είτε «χωρίς αναθεώρηση», για το σύνολο ή μέρος των υπολειπόμενων εργασιών, όταν η παράταση κρίνε­ται σκόπιμη για το συμφέρον του έργου, έστω και αν η καθυστέρηση του συνόλου ή μέρους των υπολειπό­μενων εργασιών οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότη­τα του αναδόχου. Σε περίπτωση έγκρισης παράτασης προθεσμίας «χωρίς αναθεώρηση» για το σύνολο των υπολειπόμενων εργασιών του έργου ή μιας τμηματι­κής προθεσμίας του, επιβάλλονται οι σχετικές ποινικές ρήτρες, ανεξάρτητα από την έγκριση της παράτασης αυτής.

 

   9. Κατά την έγκριση των παρατάσεων της συνολικής ή των τμηματικών προθεσμιών, εκτιμάται και προσδι­ορίζεται πάντοτε το υπαίτιο για την επιμήκυνση του χρόνου συμβαλλόμενο μέρος, για το σύνολο ή για μέρος των έργων ή κατά κονδύλια εργασιών. Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής δεν επηρεάζουν την κατάπτωση των ποινικών ρητρών, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της.

 

   10. Η έγκριση των παρατάσεων προθεσμιών γίνεται από την προϊσταμένη αρχή, ύστερα από αίτηση του αναδόχου. Παράταση μπορεί να εγκριθεί και χωρίς αί­τηση του αναδόχου, αν αυτή δεν υπερβαίνει την οριακή προθεσμία. Η αίτηση, αν υπάρχει, κατατίθεται στη διευ­θύνουσα υπηρεσία που διατυπώνει πάντοτε τη γνώμη της προς την προϊσταμένη αρχή. Όταν πρόκειται για παράταση «χωρίς αναθεώρηση», ο προϊστάμενος της δι­ευθύνουσας υπηρεσίας, σε αντιπαράσταση με τον ανά­δοχο, καταρτίζει πίνακα διαχωρισμού των εργασιών, σε εκείνες που μπορούσαν να εκτελεσθούν σε προηγούμε­νη αναθεωρητική περίοδο και στις λοιπές εργασίες. Οι πρώτες διαχωρίζονται και κατά αναθεωρητική περίοδο, μέσα στην οποία μπορούσε και έπρεπε να εκτελεσθούν. Ο πίνακας αποτελεί πράξη της διευθύνουσας υπηρεσίας και ο ανάδοχος δικαιούται να υποβάλει ένσταση κατά του πίνακα διαχωρισμού, μόνο αν τον υπογράψει με επιφύλαξη. Σε περίπτωση άρνησης του αναδόχου να συμπράξει στην κατάρτιση ή να υπογράψει τον πίνακα, εφαρμόζεται ανάλογα η διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 57 του παρόντος.

 

Αρθρο  49

Ποινικές ρήτρες για παραβίαση προθεσμιών έργου

 

   1. Με τη σύμβαση ορίζονται οι ποινικές ρήτρες οι οποίες καταπίπτουν υπέρ του κυρίου του έργου, αν ο ανάδοχος υπερβεί, με υπαιτιότητά του, τη συνολική και τις τυχόν τεθείσες τμηματικές προθεσμίες κατα­σκευής του έργου. Οι ποινικές ρήτρες καταπίπτουν με αιτιολογημένη απόφαση της διευθύνουσας υπηρεσίας και παρακρατούνται από τον αμέσως επόμενο λογαρι­ασμό του έργου. Η κατάπτωση των ποινικών ρητρών για υπέρβαση της συνολικής και των αποκλειστικών τμηματικών προθεσμιών δεν ανακαλείται. Οι ποινικές ρήτρες για υπέρβαση των ενδεικτικών τμηματικών προθεσμιών ανακαλούνται υποχρεωτικά, αν το έργο περατωθεί μέσα στη συνολική προθεσμία και τις εγκε­κριμένες παρατάσεις της.

 

   2. Η ποινική ρήτρα που επιβάλλεται στον ανάδοχο για κάθε ημέρα υπέρβασης της συνολικής προθεσμίας ορί­ζεται σε δεκαπέντε τοις εκατό (15%) της μέσης ημερήσι­ας αξίας του έργου και επιβάλλεται για αριθμό ημερών ίσο με το είκοσι τοις εκατό (20%) της προβλεπόμενης από τη σύμβαση αρχικής συνολικής προθεσμίας. Για τις επόμενες ημέρες μέχρι ακόμα δεκαπέντε τοις εκα­τό (15%) της αρχικής συνολικής προθεσμίας, η ποινική ρήτρα για κάθε ημέρα ορίζεται σε είκοσι τοις εκατό (20%) της μέσης ημερήσιας αξίας του έργου.

Ως μέση ημερήσια αξία νοείται το πηλίκο του συνολι­κού χρηματικού ποσού της σύμβασης, μαζί με το ποσό των τυχόν συμπληρωματικών συμβάσεων και χωρίς την αναθεώρηση και το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.), προς τη συνολική προθεσμία του έργου.

Οι ποινικές ρήτρες που επιβάλλονται για την υπέρ­βαση της συνολικής προθεσμίας δεν επιτρέπεται να υπερβούν συνολικά ποσοστό έξι τοις εκατό (6%) του συνολικού ποσού της σύμβασης, χωρίς Φ.Π.Α..

Εφόσον στη σύμβαση ορίζονται τμηματικές προθεσμί­ες, ορίζεται υποχρεωτικά και το ποσοστό των ποινικών ρητρών ανά ημέρα υπέρβασης, καθώς και ο συνολικός χρόνος για την επιβολή τους. Το συνολικό ποσό της ποι­νικής ρήτρας για υπέρβαση των τμηματικών προθεσμιών δεν μπορεί να ξεπεράσει σε ποσοστό το τρία τοις εκατό (3%) του ποσού της σύμβασης, χωρίς Φ.Π.Α..

 

   3. Όταν ο χρόνος αποπεράτωσης ενός έργου έχει ιδιαίτερη σημασία για τον κύριο του έργου και εφόσον προβλέπεται σχετικά στα συμβατικά τεύχη, μπορεί με τη σύμβαση να περιοριστούν οι ανωτέρω χρόνοι για την επιβολή των ποινικών ρητρών μέχρι το μισό, με ανάλογη αύξηση του ποσοστού της ημερήσιας ποινι­κής ρήτρας, διατηρουμένου του ανωτάτου ορίου της ποινικής ρήτρας.

 

Αρθρο  50

Επιτάχυνση εργασιών - Ρήτρα πρόσθετης καταβολής (πριμ)

 

   1. Ο κύριος του έργου ή ο φορέας κατασκευής για την κάλυψη ή περιορισμό των καθυστερήσεων του έργου, στην περίπτωση που ευθύνεται γι' αυτές ο ανάδοχος, μπορεί να δώσει εντολή στον ανάδοχο να επιταχύνει τις εργασίες, εκτελώντας τις απαραίτητες πρόσθετες εργασίες και παίρνοντας τα απαραίτητα πρόσθετα μέ­τρα, χωρίς καμία επιπλέον αποζημίωση. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και στα έργα που κατασκευάζονται με μερική ή ολική αυτοχρημα­τοδότηση.

 

   2. Εφόσον η ταχύτερη, σε σχέση με τη συμβατική προθεσμία, εκτέλεση του έργου ή τμήματος αυτού, έχει ιδιαίτερη σημασία και, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει σχετική πρόβλεψη στη διακήρυξη δημοπράτησης του έργου ή στην απόφαση απευθείας ανάθεσης ή στην πρόσκληση διαγωνισμού μεταξύ περιορισμένου αριθμού προσκαλουμένων εργοληπτικών επιχειρήσεων, κατα­βάλλεται στον ανάδοχο πρόσθετη καταβολή (πριμ).

Η πρόσθετη καταβολή υπολογίζεται ως ποσοστό του αρχικού συμβατικού αντικειμένου και το συνολικό ύψος της δεν μπορεί να υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) της προϋπολογιζόμενης δαπάνης του έργου και μπορεί να προβλέπεται η κατανομή των σχετικών ποσών, κατά χρονική μονάδα ταχύτερης παράδοσης του έργου ή του κρίσιμου τμήματος, όπως και κάθε θέμα που σχετίζεται με την αναγνώριση των προϋποθέσεων για την πραγ­ματοποίηση της πρόσθετης καταβολής.

Η πρόσθετη καταβολή θεωρείται συμπληρωματικό εργολαβικό αντάλλαγμα και περιλαμβάνεται στις σχε­τικές πιστοποιήσεις του έργου.

 

   3. Στις περιπτώσεις που προβλέπεται πρόσθετη κατα­βολή για ταχύτερη περάτωση του έργου, οι αποφάσεις για παρατάσεις προθεσμιών ρυθμίζουν πάντοτε κάθε θέμα που σχετίζεται με την πρόσθετη αυτή καταβολή και ιδιαίτερα, αν μετατίθεται, μερικά ή ολικά, ο κρίσιμος, για την πρόσθετη καταβολή, χρόνος.

 

Αρθρο  51

Προκαταβολές

 

   1. Αν προβλέπεται από τη διακήρυξη, χορηγείται στον ανάδοχο προκαταβολή μέχρι του δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του ολικού ποσού της σύμβασης. Η χορήγηση οποιασδήποτε προκαταβολής γίνεται μετά την εγκα­τάσταση εργοταξίου από τον ανάδοχο επί τόπου του έργου. Για το ποσό αυτό βαρύνεται ο ανάδοχος με τόκο. Το ποσοστό του επιτοκίου καθορίζεται ειδικά και ανέρχεται σε ποσοστό ίσο με το επιτόκιο των εντό­κων γραμματίων του Δημοσίου δωδεκάμηνης διάρκει­ας προσαυξημένο κατά 0,25 ποσοστιαίες μονάδες και αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωρο­ταξίας και Δημόσιων Έργων.

 

   2. Η προκαταβολή που προβλέπεται από τη διακήρυξη καταβάλλεται στον ανάδοχο ύστερα από αίτησή του στο σύνολο ή τμηματικά.

 

   3. Η διακήρυξη μπορεί να προβλέπει προκαταβολές: α) Μέχρι πέντε τοις εκατό (5%) του αρχικού συμβατι­κού αντικειμένου, για δαπάνες πρώτων εγκαταστάσεων, μελέτες και άλλα έξοδα εκκίνησης του έργου. Η προκα­ταβολή αυτή μπορεί να οριστεί μέχρι δέκα τοις εκατό (10%) στις περιπτώσεις έργων με σημαντικές μελέτες ή σημαντικές εγκαταστάσεις, προσκομίσεις μηχανικού εξοπλισμού και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις μεγάλων αρχικών δαπανών.

β) Μέχρι δέκα τοις εκατό (10%) του αρχικού συμβα­τικού αντικειμένου, για δαπάνες προμηθειών υλικών ή μηχανημάτων που εγκαθίστανται ή ενσωματώνονται στο έργο. Σε κάθε περίπτωση το άθροισμα των προβλε­πόμενων προκαταβολών δεν μπορεί να είναι ανώτερο του δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του αρχικού συμβατικού χρηματικού αντικειμένου.

 

   4. Για τη λήψη της προκαταβολής ή μέρους της, πρέπει από τον ανάδοχο να κατατεθεί εγγυητική επιστολή που να καλύπτει το ποσό της προκαταβολής, αυξημένο με τους τόκους της υπολογισμένους για χρονικό διάστημα ίσο με το μισό της συνολικής προθεσμίας του έργου και με επιτόκιο αυτό που ορίζεται σύμφωνα με την παρά­γραφο 1. Η εγγυητική επιστολή αποδεσμεύεται τμημα­τικά με την πρόοδο απόσβεσης της προκαταβολής.

 

   5. Η απόσβεση της προκαταβολής γίνεται τμηματικά με παρακράτηση από κάθε πληρωμή προς τον ανάδοχο, μεταγενέστερη του χρόνου λήψης της προκαταβολής εκατοστιαίου ποσοστού (Π%), που εφαρμόζεται στο ποσό της πληρωμής και προκύπτει από τη σχέση:

Π = ρ/Σ x 100 x 1,10

όπου: ρ είναι το ποσό της προκαταβολής σε ευρώ και Σ, πάλι σε ευρώ, το μέρος του συμβατικού ποσού που δεν έχει ακόμα πληρωθεί στον ανάδοχο κατά τη χορήγηση της προκαταβολής. Αν διάφορα ποσά ρ1, ρ2, ρ3 κ.λπ. χορηγηθούν ως τμηματική παροχή της προκα­ταβολής, τότε το ποσοστό παρακράτησης προκύπτει από τη σχέση:

Π = 100 x 1,10 x (ρ1/Σ1 + ρ2/Σ2 + ρ3/Σ3 + ...)

όπου Σ1, Σ2, Σ3 κ.λπ. είναι τα αντίστοιχα με το Σ ποσά όταν χορηγήθηκαν τμηματικά οι προκαταβολές ρ1, ρ2, ρ3 κ.λπ..

 

   6. Μαζί με την παρακράτηση για τμηματική απόσβε­ση της προκαταβολής γίνεται και παρακράτηση των δεδουλευμένων τόκων στο μέχρι τότε αναπόσβεστο μέρος της προκαταβολής. Οι τόκοι υπολογίζονται μέχρι την ημερομηνία υποβολής του σχετικού λογαριασμού για ακέραιο αριθμό μηνών. Κλάσμα μήνα θεωρείται ως ακέραιος μήνας.

 

   7. Η προκαταβολή απαγορεύεται να χρησιμοποιηθεί για δαπάνες που δεν σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με το έργο. Στην περίπτωση α' της παραγράφου 3 ο ανά­δοχος υποχρεούται να δίνει στην υπηρεσία στο τέλος κάθε μήνα συνοπτική κατάσταση για τις καταβολές που έχει πραγματοποιήσει σε βάρος της προκαταβολής και το υπόλοιπό της με ένδειξη του τραπεζικού λογαρια­σμού στον οποίο είναι κατατεθειμένο.

 

   8. Η προκαταβολή της περίπτωσης β' της παραγράφου 3 κατατίθεται υποχρεωτικά σε δεσμευμένο τραπεζικό λογαριασμό και χρησιμοποιείται μόνο για την πληρω­μή της προμήθειας των υλικών ή μηχανημάτων, για τα οποία έχει χορηγηθεί και για τα οποία έχουν κατατεθεί πριν από τη χορήγησή της σχετικά προτιμολόγια. Οι πληρωμές από το δεσμευμένο αυτόν λογαριασμό γίνο­νται με επιταγές του αναδόχου, θεωρημένες από τη δι­ευθύνουσα υπηρεσία. Η θεώρηση των επιταγών γίνεται με βάση τα προσκομιζόμενα οριστικά τιμολόγια ή άλλα έγγραφα και αποδεικτικά στοιχεία δαπανών (φορτωτι­κές, εκκαθαρίσεις δασμών κ.λπ.) ή για την επιστροφή της προκαταβολής ή μέρους της που δεν χρησιμοποιήθηκε. Η σύμβαση μπορεί να ορίζει στην περίπτωση της προ­καταβολής αυτής και άλλους συμπληρωματικούς όρους για την παρακολούθηση της διάθεσης των υλικών και μηχανημάτων που αγοράστηκαν με αυτή.

 

   9. Ο ανάδοχος μπορεί πάντα να ζητήσει ταχύτερη απόσβεση της προκαταβολής, από αυτή που προβλέ­πεται στην παράγραφο 5.

 

   10. Εάν η σύμβαση διαλυθεί με υπαιτιότητα του ανα­δόχου, το τυχόν αναπόσβεστο μέρος της προκαταβολής πρέπει να επιστραφεί, το αργότερο σε τρεις (3) μήνες από τη διάλυση της σύμβασης. Μετά την προθεσμία αυτή στο αναπόσβεστο μέρος της προκαταβολής οφείλεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας, αντί του ειδικού τόκου που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1. Αν η σύμβαση διαλυθεί ή περιοριστεί με υπαιτιότητα του εργοδότη, το τυχόν αναπόσβεστο μέρος της προκαταβολής, που δεν συμψηφίζεται προς εκκαθαρισμένες απαιτήσεις του αναδόχου κατά του κυρίου του έργου επιστρέφεται, μέσα σε έξι (6) μήνες από τη διάλυση ή τη λήξη των λοιπών εργασιών στην περίπτωση περιορισμού του έρ­γου. Κατά το εξάμηνο αυτό διάστημα δεν υπολογίζεται τόκος στο αναπόσβεστο μέρος της προκαταβολής, μετά την παρέλευσή του όμως, οφείλεται και στην περίπτωση αυτή ο νόμιμος τόκος υπερημερίας.

 

Αρθρο  52

Επιμετρήσεις

 

   1. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής του έργου λαμ­βάνονται όλα τα αναγκαία στοιχεία για την επιμέτρηση των ποσοτήτων των εκτελούμενων εργασιών. Οι επι­μετρήσεις συντάσσονται με μέριμνα και δαπάνη του αναδόχου και υπόκεινται στον έλεγχο της υπηρεσίας. Τα επιμετρητικά στοιχεία λαμβάνονται από κοινού από τον επιβλέποντα και τον εκπρόσωπο του αναδόχου, καταχωρούνται σε επιμετρητικά φύλλα εις διπλούν, που υπογράφονται από τα δύο μέρη και καθένα παίρνει από ένα αντίγραφο.

 

   2. Στο τέλος κάθε μήνα ο ανάδοχος συντάσσει επιμε­τρήσεις κατά διακριτά μέρη του έργου για τις εργασίες που εκτελέσθηκαν τον προηγούμενο μήνα. Η επιμέτρηση περιλαμβάνει για κάθε εργασία συνοπτική περιγραφή της με ένδειξη του αντίστοιχου άρθρου του τιμολο­γίου ή των πρωτοκόλλων κανονισμού τιμών μονάδας νέων εργασιών, που εκτελέσθηκαν και τα αναγκαία γι' αυτό επιμετρητικά σχέδια και διαγράμματα, με βάση τα στοιχεία απευθείας καταμέτρησης των εργασιών ή των πρωτοκόλλων της επόμενης παραγράφου. Οι επιμε­τρήσεις, συνοδευόμενες από τα αναγκαία επιμετρητικά σχέδια, υποβάλλονται από τον ανάδοχο στη διευθύνου­σα υπηρεσία για έλεγχο, αφού υπογραφούν από αυτόν με την ένδειξη «όπως συντάχθηκαν από τον ανάδοχο». Η διευθύνουσα υπηρεσία μετά την παραβολή προς τα επιμετρητικά στοιχεία, τον έλεγχο και τυχόν διόρθωση των υπολογισμών, εγκρίνει τις επιμετρήσεις και τις κοι­νοποιεί στον ανάδοχο. Η κοινοποίηση αυτή θεωρείται πράξη της διευθύνουσας υπηρεσίας κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 76 του παρόντος και ο ανάδοχος αν δεν αποδέχεται τις διορθώσεις μπορεί να ασκήσει το προβλεπόμενο δικαίωμα της ένστασης.

 

   3. Όταν πρόκειται για εργασίες που η ποσοτική τους επαλήθευση δεν θα είναι δυνατή στην τελική μορφή του έργου, όπως εργασίες που πρόκειται να επικαλυφθούν από άλλες και δεν θα είναι τελικά εμφανείς, ποσότητες που παραλαμβάνονται με ζύγιση ή άλλα παρόμοια, ο ανάδοχος υποχρεούται να καλέσει τον επιβλέποντα να προβούν από κοινού στην καταμέτρηση ή ζύγιση και να συντάξουν πρωτόκολλο παραλαβής αφανών εργασιών ή πρωτόκολλο ζυγίσεως αντίστοιχα. Η διευθύνουσα υπη­ρεσία μπορεί σε σοβαρές περιπτώσεις να ορίσει επιτρο­πή για την παραλαβή των εργασιών και τη σύνταξη των πιο πάνω πρωτοκόλλων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί επίσης και η προϊσταμένη αρχή να παραγγείλει τη συγκρότηση τέτοιων επιτροπών.

 

   4. Ειδικώς ο χαρακτηρισμός των εδαφών που κατα­σκευάζεται το έργο, γίνεται από δύο ή περισσότερους τεχνικούς υπαλλήλους, που ορίζονται από τη διευθύ­νουσα υπηρεσία. Ο ορισμός της επιτροπής αυτής ανα­κοινώνεται στην προϊσταμένη αρχή, η οποία μπορεί να ορίσει και άλλον υπάλληλο να συμμετέχει στο έργο της επιτροπής. Η προϊσταμένη αρχή μπορεί σε κάθε περίπτωση να ορίσει άλλη επιτροπή για επανέλεγχο και χαρακτηρισμό εδαφών. Σε περίπτωση που δεν επαρκεί το τεχνικό προσωπικό ή σε περίπτωση αδυναμίας να ληφθεί απόφαση, λόγω διαφωνίας των υπαλλήλων που ορίζονται σε άρτιο αριθμό, ο ανωτέρω χαρακτηρισμός εδαφών γίνεται κατά τον προσφορότερο τρόπο με από­φαση της προϊσταμένης αρχής.

 

   5. Δύο (2) μήνες το αργότερο μετά τη βεβαιωμένη πε­ράτωση του έργου ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να υποβάλει στη διευθύνουσα υπηρεσία τυχόν επί μέρους επιμετρήσεις που λείπουν και την «τελική επιμέτρηση», δηλαδή τελικό συνοπτικό πίνακα που ανακεφαλαιώνει τις ποσότητες όλων των τμηματικών επιμετρήσεων και των πρωτοκόλλων της παραγράφου 3. Αν αυτές έχουν ελεγχθεί από τη διευθύνουσα υπηρεσία, οι ποσότητες τίθενται όπως διορθώθηκαν, έστω και αν εκκρεμούν κατ' αυτών ενστάσεις του αναδόχου ή αιτήσεις θεραπείας. Η καταχώρηση αυτή στην τελική επιμέτρηση δεν απο­τελεί παραίτηση του αναδόχου από τέτοιες αιτήσεις ή ενστάσεις που έχουν ασκηθεί νόμιμα, ούτε παρέχει το δικαίωμα σε αυτόν να υποβάλει νέες. Για τις επί μέρους επιμετρήσεις που δεν έχουν ακόμη ελεγχθεί από την υπηρεσία ή γι' αυτές που τυχόν υποβάλλονται για πρώτη φορά μαζί με την τελική επιμέτρηση, καταχωρούνται οι ποσότητες των επιμετρήσεων όπως συντάχθηκαν από τον ανάδοχο πριν από τον έλεγχο της υπηρεσίας. Η τελική επιμέτρηση υπογράφεται από τον ανάδοχο με την ένδειξη «όπως συντάχθηκε από τον ανάδοχο». Η διευθύνουσα υπηρεσία έχει υποχρέωση να προβεί στον έλεγχο της τελικής επιμέτρησης, μέσα σε δύο (2) μήνες από την υποβολή της και να κοινοποιήσει στον ανάδοχο την ελεγμένη και τυχόν διορθωμένη επιμέτρηση. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 έχει εφαρμογή για την τελική επιμέτρηση.

 

   6. Σε περίπτωση που δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα από τον ανάδοχο η τελική επιμέτρηση επιβάλλεται σε βά­ρος του, για κάθε συμπληρωμένο μήνα καθυστέρησης, ειδική ποινική ρήτρα ποσοστού δύο χιλιοστών (2%ο) επί του συνολικού ποσού που έχει καταβληθεί στον ανάδοχο μέχρι τότε για την όλη σύμβαση. Η ποινική ρήτρα επιβάλλεται με απόφαση της διευθύνουσας υπη­ρεσίας και για έξι (6) το πολύ μήνες καθυστέρησης. Ανεξάρτητα από την επιβολή της ποινικής ρήτρας και μετά την πάροδο του χρόνου επιβολής της, η τελική επιμέτρηση συντάσσεται από την υπηρεσία που μπορεί να χρησιμοποιήσει γι' αυτό ιδιώτες τεχνικούς και συ­νεργεία καταλογίζοντας τη σχετική δαπάνη σε βάρος του αναδόχου. Η τελική επιμέτρηση που συντάσσεται με αυτόν τον τρόπο κοινοποιείται στον ανάδοχο.

 

   7. Μαζί με την τελική επιμέτρηση ο ανάδοχος μπορεί να υποβάλει και κάθε άλλο αίτημά του, που σχετίζε­ται με την εκτέλεση της σύμβασης, για το οποίο δεν έχει χάσει το σχετικό δικαίωμα από κάποια άλλη αιτία. Μετά την υποβολή της τελικής επιμέτρησης, μόνο για οψιγενείς αιτίες μπορεί ο ανάδοχος να εγείρει σχετικές απαιτήσεις.

 

   8. Στις περιπτώσεις συμβάσεων που προβλέπουν πλη­ρωμή με κατ' αποκοπή τίμημα, τελική επιμέτρηση είναι η επιβεβαίωση κατασκευής των επί μέρους εργασιών ποιοτικά και ποσοτικά, όπως προβλέπονται στη σύμ­βαση. Για την πραγματοποίηση των τμηματικών πλη­ρωμών εφαρμόζονται επί μέρους ποσοστά εκτέλεσης εργασιών κατά τμήματα του έργου, όπως ορίζεται στη σύμβαση.

 

Αρθρο  53

Λογαριασμοί - Πιστοποιήσεις

 

   1. Η πληρωμή στον ανάδοχο του εργολαβικού ανταλ­λάγματος γίνεται τμηματικά, με βάση τις πιστοποιήσεις των εργασιών που έχουν εκτελεσθεί μέσα στα όρια του χρονοδιαγράμματος εργασιών.

Αν από τον ανάδοχο κατασκευασθούν εργασίες πέρα από τις προβλεπόμενες στο χρονοδιάγραμμα, ο κύριος του έργου έχει το δικαίωμα να αναβάλει την πληρωμή των επιπλέον εργασιών, ώστε να συμπέσει με τα προ­βλεπόμενα στο χρονοδιάγραμμα. Η διάταξη του προη­γούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται όταν στη σύμβαση προβλέπεται πρόσθετη καταβολή (πριμ) στον ανάδοχο για τη γρηγορότερη περάτωση του έργου.

 

   2. Η πραγματοποίηση τόσο των τμηματικών πληρω­μών όσο και της οριστικής πληρωμής του εργολαβικού ανταλλάγματος, καθώς και η εκκαθάριση όλων των αμοιβαίων απαιτήσεων από την εργολαβική σύμβαση, γίνεται με βάση τους λογαριασμούς και τις πιστοποι­ήσεις.

 

   3. Μετά τη λήξη κάθε μήνα ή άλλης χρονικής περιόδου που τυχόν ορίζει η σύμβαση για τις τμηματικές πληρω­μές, ο ανάδοχος συντάσσει λογαριασμό των οφειλόμε­νων σε αυτόν ποσών από εργασίες που εκτελέσθηκαν. Οι λογαριασμοί αυτοί στηρίζονται στις καταμετρήσεις των εργασιών και στα πρωτόκολλα παραλαβής αφανών εργασιών. Κατ' αρχήν απαγορεύεται να περιλαμβάνο­νται στο λογαριασμό εργασίες που δεν έχουν κατα­μετρηθεί. Για τμήματα του έργου που, κατά την κρίση του επιβλέποντα μηχανικού, δεν ήταν δυνατή η σύνταξη επιμετρήσεων κατά διακριτά και αυτοτελώς επιμετρήσιμα τμήματα του έργου, επιτρέπεται να περιλαμβάνονται στο λογαριασμό εργασίες βάσει προσωρινών επιμετρή­σεων, για τις οποίες όμως έχουν ληφθεί επιμετρητικά στοιχεία. Η τελευταία αυτή εξαίρεση γίνεται μόνο για τον πρώτο μήνα, μετά την εκτέλεση της εργασίας.

 

   4. Αν δεν προβλέπεται διαφορετικά στη σύμβαση, ημι­τελείς εργασίες μπορεί να περιληφθούν στο λογαριασμό με έγκριση της υπηρεσίας, αν η φύση τους είναι τέτοια που, τυχόν διακοπή του έργου, δε θα κατέστρεφε την ημιτελή εργασία. Οι εργασίες αυτές καταχωρούνται σε χωριστό μέρος του λογαριασμού και περιλαμβάνονται με προσωρινή τιμή μειωμένη, ώστε να είναι δυνατή η αυτοτελής αποπεράτωση της εργασίας με το υπόλοιπο της προβλεπόμενης τιμής.

 

   5. Στο λογαριασμό μπορεί να περιληφθούν, επίσης, τα υλικά που εισκομίσθηκαν με έγκριση της υπηρε­σίας στα εργοτάξια ή σε αποθήκες που δηλώθηκαν και εγκρίθηκαν. Οι ποσότητες των υλικών αυτών δεν μπορεί να υπερβαίνουν αυτές που απαιτούνται για την εκτέλεση των προσεχών εργασιών του εγκεκριμένου προγράμματος, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση. Οι ποσότητες των υλικών περιλαμβάνονται χωριστά στο συνοπτικό πίνακα εργασιών που συνοδεύει το λογαριασμό, στον οποίο αναφέρονται επίσης και οι θέσεις αποθήκευσης των υλικών. Για τα περιλαμβα­νόμενα στους λογαριασμούς υλικά ο ανάδοχος έχει ακέραιη την ευθύνη, μέχρι την ενσωμάτωσή τους και την παραλαβή του έργου. Τα υλικά περιλαμβάνονται σε χωριστό τμήμα των λογαριασμών, με τιμές που δεν μπορεί να είναι ανώτερες των τιμών πρακτικού της Επι­τροπής Διαπίστωσης Τιμών Δημοσίων Έργων (ΕΔΤΔΕ) του χρόνου της δημοπρασίας και που βρίσκονται σε συ­νάρτηση προς την αντίστοιχη συμβατική τιμή, ώστε το υπόλοιπο μέρος της τιμής να αρκεί για την ολοκλήρωση της εργασίας, στην οποία θα ενσωματωθούν τα υλικά. Ποσοστά γενικών εξόδων και οφέλους της επόμενης παραγράφου δεν υπολογίζονται στα υλικά.

 

   6. Στους λογαριασμούς περιλαμβάνονται επίσης η αναθεώρηση τιμών, αποζημιώσεις κάθε είδους που έχουν εγκριθεί, αντίτιμο απολογιστικών εργασιών που εκτελέσθηκαν μέσω της εργολαβίας και κάθε άλλη εγκεκριμένη δαπάνη που καταβάλλεται στον ανάδοχο. Στο λογαριασμό περιλαμβάνεται ακόμη και το ποσοστό γενικών εξόδων και οφέλους του εργολάβου της πα­ραγράφου 7 του άρθρου 17 του παρόντος, αν αυτό δεν περιλαμβάνεται στις συμβατικές τιμές, και το σύνολο μειώνεται κατά το ποσοστό έκπτωσης της δημοπρασί­ας, αν συντρέχει περίπτωση. Από τους λογαριασμούς αφαιρούνται όλες οι εκκαθαρισμένες απαιτήσεις του εργοδότη και ιδίως ποινικές ρήτρες, περικοπές τιμών των άρθρων 60 και 73 του παρόντος, συμπληρωματική κράτηση εγγύησης, αν γι' αυτή δεν έχουν κατατεθεί εγγυητικές επιστολές, οπότε γίνεται σχετική μνεία, απόσβεση προκαταβολών, παρακράτηση αξίας τυχόν χορηγούμενων υλικών, πληρωμές που έγιναν σε βά­ρος και για λογαριασμό του αναδόχου και γενικά κάθε απαίτηση του εργοδότη που δεν έχει ικανοποιηθεί με άλλον τρόπο.

 

   7. Οι λογαριασμοί συντάσσονται πάντοτε ανακεφα­λαιωτικοί και για την πληρωμή συνοδεύονται μόνο από ανακεφαλαιωτικό συνοπτικό πίνακα των εργασιών που εκτελέσθηκαν από την αρχή του έργου, τα παραστατικά στοιχεία των τυχόν απολογιστικών εργασιών, το συνο­πτικό πίνακα του υπολογισμού της αναθεώρησης και από τις αποφάσεις που αναγνωρίζουν αποζημιώσεις ή επιβάλλουν ποινικές ρήτρες ή περικοπές ή άλλες απαι­τήσεις του εργοδότη. Από κάθε νεότερο λογαριασμό αφαιρούνται τα ποσά που πληρώθηκαν με τους προη­γούμενους λογαριασμούς.

 

   8. Οι λογαριασμοί υποβάλλονται στη διευθύνουσα υπηρεσία που τους ελέγχει και τους διορθώνει, αν είναι ανάγκη, μέσα σε έναν (1) μήνα. Αν ο λογαριασμός που έχει υποβληθεί έχει ασάφειες ή ανακρίβειες, σε βαθμό που να είναι δυσχερής η διόρθωσή του, η διευθύνουσα υπηρεσία, με διαταγή της προς τον ανάδοχο, επιση­μαίνει τις ανακρίβειες ή ασάφειες που διαπιστώθηκαν από τον έλεγχο και παραγγέλλει την ανασύνταξη και επανυποβολή του. Στην περίπτωση αυτή η οριζόμενη μηνιαία προθεσμία για τον έλεγχο του λογαριασμού αρχίζει από την επανυποβολή, ύστερα από την ανα­σύνταξη από τον ανάδοχο. Ο έλεγχος του λογαρια­σμού μπορεί να γίνει από συνεργείο της υπηρεσίας, στο οποίο συμμετέχει ο επιβλέπων το έργο. Ο επι­βλέπων υπογράφει το λογαριασμό, βεβαιώνοντας έτσι ότι οι ποσότητες είναι σύμφωνες με τις επιμετρήσεις και τα επιμετρητικά στοιχεία, οι τιμές σύμφωνες με τη σύμβαση και τις σχετικές διατάξεις και γενικά ότι έχουν διενεργηθεί στο λογαριασμό όλες οι περικοπές ή εκπτώσεις ποσών, που προκύπτουν από το νόμο και την εφαρμογή της σύμβασης. Ο λογαριασμός, μετά τον έλεγχο, εγκρίνεται από τη διευθύνουσα υπηρεσία και έτσι εγκεκριμένος αποτελεί την πιστοποίηση για την πληρωμή του αναδόχου. Η έγκριση του λογαριασμού από τη διευθύνουσα υπηρεσία είναι δυνατή και χωρίς την υπογραφή του επιβλέποντα.

 

   9. Αν η πληρωμή ενός λογαριασμού καθυστερήσει χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου, πέρα του διμήνου από την υποβολή του, οφείλεται, αν υποβληθεί έγγραφη όχληση και από την ημερομηνία υποβολής της, τόκος υπερημερίας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 του π.δ. 166/2003 (ΦΕΚ 38 Α') και ο ανάδοχος μπορεί να διακόψει τις εργασίες, αφού κοινοποιήσει στη διευ­θύνουσα υπηρεσία ειδική έγγραφη δήλωση.

 

   10. Για την πληρωμή της δαπάνης κατασκευής του έργου επιτρέπεται πάντοτε η έκδοση ενταλμάτων προ­πληρωμής, χωρίς να εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή άλλη σχετική γενική ή ειδική διάταξη.

 

   11. Επιτρέπεται η εκ μέρους του αναδόχου του έργου εκχώρηση χρηματικής απαίτησης, για την οποία έχει συνταχθεί και εγκριθεί πιστοποίηση εκ της κατασκευής έργου, σε αναγνωρισμένες τράπεζες ή νομικά πρόσω­πα δημοσίου δικαίου ή προμηθευτές υλικών και μηχα­νημάτων για την εκτέλεση του έργου εκ του οποίου προέρχεται η απαίτηση ή εργάτες και υπαλλήλους που χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιούνται για την κατα­σκευή του.

Για την κατάσχεση και εκχώρηση του εργολαβικού ανταλλάγματος, εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις. Κατ' εξαίρεση κατά της απαιτήσεως του εργολαβικού ανταλλάγματος, μπορεί πάντα να συμψηφίζονται εκ­καθαρισμένες απαιτήσεις του κυρίου του έργου κατά του αναδόχου, προερχόμενες από την εκτέλεση άλλων έργων και μέχρι ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) από κάθε πιστοποίηση του εκτελούμενου έργου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, μπορεί να ορισθεί η δυνατότητα και η διαδικασία εκ­χώρησης από μέρους του αναδόχου απαίτησης από εγκεκριμένη πιστοποίηση ή μέρους της προς τον κύριο του έργου για την εξόφληση οποιασδήποτε οφειλής του προς αυτόν.

 

   12. Όλες οι πληρωμές που γίνονται στον ανάδοχο κατά τη διάρκεια κατασκευής του έργου με βάση τις πιστοποιήσεις αποτελούν πάντοτε καταβολές έναντι του εργολαβικού ανταλλάγματος που εκκαθαρίζεται μετά την οριστική παραλαβή.

 

   13. Μετά τη διενέργεια της προσωρινής παραλαβής ο ανάδοχος συντάσσει και υποβάλλει «προτελικό λογαρι­ασμό», με βάση τις ποσότητες που περιλαμβάνονται στο σχετικό πρωτόκολλο. Μετά τη διενέργεια της οριστικής παραλαβής και την έγκριση του πρωτοκόλλου ο ανά­δοχος συντάσσει και υποβάλλει «τελικό λογαριασμό». Για τον προτελικό και τελικό λογαριασμό εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου αυτού. Με τον τελι­κό λογαριασμό γίνεται εκκαθάριση του εργολαβικού ανταλλάγματος και όλων των αμοιβαίων απαιτήσεων που έχουν σχέση με την εκτέλεση της σύμβασης.

 

Αρθρο  54

Αναθεώρηση τιμών

 

   1. Οι συμβατικές τιμές κάθε σύμβασης δημόσιου έργου αναθεωρούνται ενιαία για όλη τη χώρα κατά ημερολο­γιακό τρίμηνο (αναθεωρητική περίοδος) και με βάση τα στοιχεία και δεδομένα της εικοστής ημέρας του πρώτου μήνα της περιόδου αυτής. Σε όλη τη διάρκεια της κάθε αναθεωρητικής περιόδου οι αναθεωρημένες συμβατικές τιμές παραμένουν σταθερές.

 

   2. Η αναθεώρηση υπολογίζεται για τις εργασίες που πραγματικά εκτελέστηκαν μέσα στο προβλεπόμενο από το άρθρο 46 χρονοδιάγραμμα. Εργασίες που, για οποιονδήποτε λόγο, εκτελέστηκαν σε αναθεωρητική περίοδο μεταγενέστερη της προβλεπόμενης από το χρονοδιάγραμμα, θεωρούνται για τον υπολογισμό της αναθεώρησης ότι εκτελέστηκαν στην αναθεωρητική περίοδο κατά την οποία έπρεπε να εκτελεστούν. Για τις εργασίες που εκτελέστηκαν πριν από την προβλε­πόμενη από το χρονοδιάγραμμα αναθεωρητική περί­οδο, η αναθεώρηση υπολογίζεται με βάση το χρόνο της πραγματικής εκτέλεσής τους. Για τις εργασίες που εκτελέστηκαν μετά την πάροδο της αρχικής συμβατικής προθεσμίας, η αναθεώρηση υπολογίζεται με βάση τους συντελεστές που ίσχυαν κατά την τελευταία αναθεω­ρητική περίοδο του αρχικού χρονοδιαγράμματος κατα­σκευής του έργου, εφόσον η καθυστέρηση οφείλεται σε υπαιτιότητα του αναδόχου. Στην περίπτωση αυτή επιβάλλονται οι διοικητικές και οι παρεπόμενες χρημα­τικές κυρώσεις, που προβλέπονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 82, καθώς και οι προβλεπόμενες από το άρθρο 49 του παρόντος.

 

   3. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου κατά την έγκριση παρατάσεων της συνολικής ή των τμηματικών προθεσμιών των συμβάσεων των δημόσιων έργων εκτιμάται και προσδιορίζεται πάντοτε το υπαίτιο για την επιμήκυνση του χρόνου συμβαλλόμενο μέρος για το σύνολο ή για μέρος των έργων ή κατά κονδύ­λια εργασιών. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν επηρεάζουν την κατάπτωση των ποινικών ρητρών, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της.

 

   4. Ως χρόνος εκκίνησης για τον υπολογισμό της ανα­θεώρησης κάθε εργολαβικής σύμβασης ορίζεται το ημερολογιακό τρίμηνο μέσα στο οποίο:

α) υποβλήθηκε η προσφορά, αν πρόκειται για σύμβα­ση, που καταρτίσθηκε ύστερα από δημοπρασία ή

β) εκδόθηκε η σχετική εγκριτική απόφαση, αν πρόκει­ται για σύμβαση που καταρτίσθηκε χωρίς δημοπρασία, και υπό τον όρο ότι η εγκριτική αυτή απόφαση δεν ορίζει άλλο χρόνο.

Οι τιμές της σύμβασης παραμένουν σταθερές για τις εργασίες που εκτελούνται ή που έπρεπε να εκτελεστούν μέσα στο τρίμηνο που θεωρείται χρόνος εκκίνησης και στο αμέσως επόμενο ημερολογιακό τρίμηνο. Κατ' εξαί­ρεση η σταθερότητα των τιμών περιορίζεται μόνο στο ημερολογιακό τρίμηνο εκκίνησης όταν πρόκειται για έργα οποιασδήποτε κατηγορίας συνολικού αρχικού προϋπολογισμού δημοπρατούμενου ή ανατιθέμενου έργου, χωρίς αναθεώρηση, μέχρι το ανώτερο όριο της δεύτερης τάξης εργοληπτικών επιχειρήσεων , όπως ορίζεται, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 102 του παρόντος.

 

   5. Η αναθεώρηση (αύξηση ή μείωση) για κάθε αναθε­ωρητική περίοδο υπολογίζεται με βάση τον τύπο:

ΔΤν = Τ ί       -1- S ) όπου είναι:

Τ: η υπόψη τιμή της σύμβασης,

ΔΤν: η αναθεώρηση της παραπάνω τιμής στην υπόψη αναθεωρητική περίοδο ν,

Αο: τιμή που προκύπτει αφού συμπληρωθεί με βασικές τιμές του χρόνου εκκίνησης το οριζόμενο για την τιμή Τ άρθρο ανάλυσης τιμών ή συνδυασμός άρθρων με τα βάρη τους, όπως προσδιορίζονται από τη σύμβαση σύμφωνα με την παράγραφο 7,

Αν: τιμή που προκύπτει όπως παραπάνω με τις βασικές τιμές της αναθεωρητικής περιόδου ν,

σ: σταθερός συντελεστής που αντιπροσωπεύει το μη αναθεωρούμενο μέρος της τιμής και που προσδιορίζεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων μεταξύ του 0,07 και 0,20 κατά κα­τηγορίες ή μέγεθος έργων και ανάλογα με τον αριθμό των αναθεωρητικών περιόδων, που μεσολαβούν μεταξύ του χρόνου εκκίνησης και της συγκεκριμένης κάθε φορά αναθεωρητικής περιόδου.

 

   6. Ο σταθερός συντελεστής «σ» στον τύπο της αναθε­ώρησης της παραγράφου 5 ορίζεται από τη σχέση:

σ=σ1 +0,01ν,

όπου σ1 είναι συντελεστής που καθορίζεται ενιαία για όλες τις κατηγορίες ή και χωριστά για καθεμία από τις κατηγορίες των δημόσιων έργων και ανέρχεται σε σ1=0,12 για όλες τις κατηγορίες έργων και

«ν» είναι ακέραιος αριθμός ίσος με τη μονάδα για την πρώτη αναθεωρητική περίοδο που υπολογίζεται αναθεώρηση για τη συγκεκριμένη σε κάθε περίπτωση εργολαβία και που αυξάνεται κατά μία μονάδα για κα­θεμιά από τις επόμενες αναθεωρητικές περιόδους της συγκεκριμένης εργολαβίας. Ο ν παύει να αυξάνει όταν το «σ» γίνει 0,20. Ο συντελεστής σ1 μπορεί να αναπρο­σαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.

 

   7. Η αναθεώρηση της τιμής κάθε συμβατικού κονδυλί­ου γίνεται με βάση τα αντίστοιχα άρθρα εγκεκριμένων αναλύσεων τιμών που ορίζονται με τα συμβατικά τεύ­χη. Όταν πρόκειται για κονδύλια που δεν ταυτίζονται με άρθρα εγκεκριμένων αναλύσεων ή σε περιπτώσεις κατ' αποκοπή τιμών ή σύνθετων τιμών τα συμβατικά τεύχη ή τα πρωτόκολλα νέων τιμών καθορίζουν για την αναθεώρησή τους παρεμφερή άρθρα εγκεκριμένων ανα­λύσεων ή ομάδα τέτοιων κονδυλίων με τα αντίστοιχα βάρη καθενός άρθρου.

 

   8. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις με εργολαβικό αντάλλαγμα άλλο εκτός από χρηματική καταβολή και στις απολογιστικές ερ­γασίες.

Στις συμβάσεις, που καταρτίζονται με τον τρόπο που προβλέπουν οι περιπτώσεις γ' και δ' του άρθρου 4 του παρόντος ή που το αντάλλαγμα συνομολογείται σε ξένο νόμισμα, καθορίζεται με τη διακήρυξη αναθεώρησης και προσδιορίζεται ο τρόπος υπολογισμού της, ο οποίος μπορεί να είναι ίδιος ή διαφορετικός από τον ισχύοντα τρόπο αναθεώρησης.

 

   9. Τα περιλαμβανόμενα στις πιστοποιήσεις υλικά θε­ωρούνται ως μερική εκτέλεση των εργασιών, για τις οποίες προορίζονται και η αναθεώρηση της πιστοποιούμενης αξίας τους γίνεται, όταν πιστοποιούνται, με τους συντελεστές των κονδυλίων στα οποία προβλέπεται να χρησιμοποιηθούν. Όταν εκτελεσθούν οι εργασίες, η αναθεώρηση υπολογίζεται μόνο στο υπόλοιπο μέρος της αξίας τους, ύστερα από αφαίρεση της αξίας των υλικών που είχαν πιστοποιηθεί σε προηγούμενη ανα­θεωρητική περίοδο.

 

   10. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται ανά­λογα και στις εργασίες που μένουν ημιτελείς σε μια αναθεωρητική περίοδο.

 

   11. Η αξία των υλικών που χορηγούνται από τον φορέα κατασκευής του έργου δεν υπόκειται σε καμιά αναθεώ­ρηση. Για την αναθεώρηση των τιμών των εργασιών που ορίζονται στη σύμβαση χωρίς την αξία των υλικών τα αντίστοιχα ποσά Αν και Αο που περιέχονται στον τύπο του παρόντος άρθρου υπολογίζονται αφού η σχετική ανάλυση συμπληρωθεί με μηδενική την αξία του υλικού. Αν οι τιμές περιλαμβάνουν την αξία των υλικών, τότε εφαρμόζεται ο ίδιος συντελεστής και στην εκπιπτόμενη αξία του υλικού, εκτός αν ρητά ορίζεται στη σύμβαση άλλος τρόπος υπολογισμού της αναθεώρησης στην εκπιπτόμενη αξία του υλικού.

 

   12. Στις περιπτώσεις που στη σύμβαση προβλέπεται η προμήθεια εξοπλισμού ή σημαντικής αξίας μηχανη­μάτων για τη λειτουργία ή εγκατάσταση στο έργο και προσδιορίζεται χωριστά το αντάλλαγμα για την προ­μήθεια, μπορεί για το αντάλλαγμα αυτό να οριστεί με τη σύμβαση άλλος τρόπος αναθεώρησης.

 

   13. Η αναθεώρηση δεν εφαρμόζεται στα ποσά απο­ζημιώσεων που αναγνωρίζονται διοικητικά ή δικαστικά, εκτός αν τα ποσά αυτά είναι συνάρτηση τιμών για τις οποίες προβλέπεται στη συγκεκριμένη περίπτωση ανα­θεώρηση, σύμφωνα με ό,τι προκύπτει από τη σχετική δικαστική απόφαση ή διοικητική πράξη.

 

   14. Το ποσό της αναθεώρησης καταβάλλεται από τις πιστώσεις του έργου.

 

   15. Πέρα από την προβλεπόμενη στις διατάξεις του άρ­θρου αυτού αναθεώρηση τιμών αποκλείεται η αναπρο­σαρμογή του εργολαβικού ανταλλάγματος ή η διάλυση των συμβάσεων δημόσιων έργων, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 288 ή 388 του Αστικού Κώδικα ένεκα της αυξομείωσης των τιμών.

 

   16. Η διαπίστωση των βασικών τιμών ημερομισθίων, υλικών και μισθωμάτων, μηχανημάτων όπως και των εργοδοτικών επιβαρύνσεων στα ημερομίσθια γίνεται από την Επιτροπή Διαπίστωσης Τιμών Δημόσιων Έργων (ΕΔΤΔΕ), που προβλέπεται από το άρθρο 9 της κοινής απόφασης των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων αριθμ. 80885/5439/6.8.1992 (ΦΕΚ 573 Β').

 

   17. Οι τιμές που διαπιστώνονται από την επιτροπή είναι οι μέσες τιμές που διαμορφώνονται στην αγο­ρά της περιοχής της πρωτεύουσας και οι τιμές αυτές χρησιμοποιούνται σε όλη τη χώρα, όχι μόνο για την αναθεώρηση αλλά και για οποιαδήποτε άλλη συμπλή­ρωση αναλύσεων τιμών, όπου προβλέπουν τη χρήση των αναλύσεων οι σχετικές διατάξεις. Οι τιμές των ημερομι­σθίων αναφέρονται στον μέσης απόδοσης εργαζόμενο της αντίστοιχης ειδικότητας. Οι τιμές υλικών είναι οι τιμές που διαμορφώνονται για τη χονδρική πώληση των υλικών ως ελεύθερων εμπορευμάτων και περιλαμβά­νουν κάθε σχετική επιβάρυνση που περιλαμβάνεται στις τιμές αυτές, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και τα συναλλακτικά ήθη (όπως πάγια συνυπολογιζόμενες συσκευασίες ή μεταφορές, Φ.Π.Α. τιμολογίων). Οι τιμές μισθωμάτων μηχανημάτων και αυτοκινήτων διαπιστώνο­νται για μηχανήματα σε καλή κατάσταση λειτουργίας. Όταν διατίθενται από φορέα του δημόσιου τομέα τέτοια μηχανήματα, λαμβάνονται υπόψη και οι τιμές των μισθω­μάτων αυτών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μηχανημάτων που δεν υπάρχουν στην αγορά επαρκή στοιχεία για τη διαμόρφωση της τιμής τους η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της τα χαρακτηριστικά του μηχανήματος (όπως κόστος, απόδοση, διάρκεια ζωής, κατανάλωση ενέργει­ας), σε σύγκριση με άλλα ανάλογα μηχανήματα για τα οποία διαμορφώνεται αγοραίο μίσθωμα. Για τη διαπί­στωση των τιμών γενικά η επιτροπή λαμβάνει υπόψη της κάθε πρόσφορο στοιχείο και ιδιαίτερα τα στοιχεία που συγκεντρώνονται συνεχώς από την αρμόδια υπη­ρεσία της Γ.Γ.Δ.Ε., η οποία και παρέχει γραμματειακή και διοικητική εξυπηρέτηση στην επιτροπή. Οι τιμές που διαπιστώνονται από την Επιτροπή ισχύουν για όλες τις εργολαβίες.

 

   18. Απόσπασμα των πρακτικών της επιτροπής, που περιλαμβάνει τις τιμές που διαπιστώνονται, κοινοποι­είται στο Τ.Ε.Ε. και στις πανελλήνιες επαγγελματικές εργοληπτικές ενώσεις, που δίνουν κάθε δυνατή δημο­σιότητα στις τιμές. Οι πιο πάνω πανελλήνιες εργολη­πτικές ενώσεις μπορούν να ασκήσουν ένσταση κατά των πρακτικών για ορισμένες τιμές, σε ανατρεπτική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση των πρακτικών στο Τ.Ε.Ε.. Η ένσταση κατατίθεται στη γραμματεία της Επιτροπής και σε αυτή αποφασίζει ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων μετά από γνώμη της ίδιας επιτροπής της πα­ραγράφου  16. Η απόφαση κοινοποιείται όπως και το απόσπασμα του πρακτικού της επιτροπής και ενεργεί έναντι πάντων.

 

   19. Η αναθεώρηση υπολογίζεται με βάση συντελεστές που κοινοποιούνται μηχανογραφικά. Στην περίπτωση της παραγράφου 11, αν δεν δίνονται μηχανογραφικά οι συντελεστές με μηδενική την αξία των υλικών, συ­ντάσσεται ειδικό φύλλο υπολογισμού του συντελεστή. Το ίδιο εφαρμόζεται και σε κάθε περίπτωση που ο σχε­τικός συντελεστής δεν δίνεται μηχανογραφικά. Στις περιπτώσεις κονδυλίων αναλύσεων με πληθώρα εξει­δικευμένων παραμέτρων ή ποιοτήτων υλικών διαφόρων προελεύσεων ή κυμαινόμενων μέσα στο αυτό άρθρο συντελεστών μεταφοράς, η αναθεώρηση γίνεται με το μηχανογραφικά κοινοποιούμενο συντελεστή της αντι­προσωπευτικότερης σχετικής περίπτωσης.

 

   20. Στις πιστοποιήσεις εμφανίζονται συνολικά τα ποσά αναθεώρησης κάθε αναθεωρητικής περιόδου, όπως προ­κύπτουν από το σχετικό πίνακα. Οι ποσότητες εργασιών που έχουν εκτελεσθεί ή έπρεπε να εκτελεσθούν μέσα σε κάθε αναθεωρητική περίοδο προκύπτουν από σχετικούς πίνακες κατανομής των εργασιών που απαιτούνται για τον υπολογισμό της αναθεώρησης. Με τους πίνακες αυτούς γίνεται και η εφαρμογή της παραγράφου 2 βάσει του χρονοδιαγράμματος του έργου, όπως αυτό οριστι­κοποιήθηκε ως εγκεκριμένο πρόγραμμα κατασκευής και με ανοχή εκτιμήσεων δέκα τοις εκατό (10%) προς τα πάνω ή προς τα κάτω από τη συνολική αξία εκτε­λεστέων εργασιών κατά αναθεωρητική περίοδο όπως προκύπτει από το πρόγραμμα αυτό.

 

   21. Η αναθεώρηση κάθε αναθεωρητικής περιόδου πε­ριλαμβάνεται στην πρώτη πιστοποίηση μετά την κοι­νοποίηση των συντελεστών της περιόδου αυτής. Μέχρι τότε υπολογίζεται η αναθεώρηση προσωρινά με τους συντελεστές της τελευταίας αναθεωρητικής περιόδου για την οποία έχουν κοινοποιηθεί οι συντελεστές ανα­θεώρησης. Για να περιληφθεί σε πιστοποίηση η αναθε­ώρηση δεν απαιτείται να έχει εγκριθεί ειδικό κονδύλιο για την αναθεώρηση και η πληρωμή γίνεται από τις εγκεκριμένες για το έργο πιστώσεις.

 

Αρθρο  55

Απολογιστικές εργασίες

 

   1. Στις περιπτώσεις συμβάσεων με ανάδοχο για την κατασκευή έργου με το απολογιστικό σύστημα του άρ­θρου 9 εφαρμόζονται οι παράγραφοι 2 έως 9.

 

   2. Η διευθύνουσα υπηρεσία μπορεί να ορίζει τον αριθ­μό του απαιτούμενου προσωπικού κατά ειδικότητα, τον αριθμό και είδος μηχανημάτων ή άλλων μέσων και να διατάσσει την αντικατάσταση τυχόν ακατάλληλων.

Μπορεί επίσης να ορίζει το είδος και την ποσότητα των απαιτούμενων υλικών. Η διευθύνουσα υπηρεσία ε­γκρίνει τα ανώτατα όρια αμοιβής του προσωπικού του αναδόχου κατά ειδικότητα με τη δυνατότητα να ορίσει διάφορα όρια για ορισμένο αριθμό εργαζομένων κάθε ειδικότητας ανάλογα με την απόδοσή τους.

 

   3. Η παρακολούθηση της δαπάνης και ο απολογισμός της χρήσης των υλικών ή άλλων μέσων που αγοράζο­νται με δαπάνη του κυρίου του έργου, γίνεται όπως ορίζεται με τη σύμβαση. Στη δαπάνη αυτή προστίθεται το εργολαβικό ποσοστό μειωμένο κατά την έκπτωση της σχετικής δημοπρασίας.

 

   4. Οι εργοδοτικές επιβαρύνσεις και όλες οι τυχόν ισχύουσες κρατήσεις ή εισφορές υπέρ τρίτων στη δα­πάνη του έργου, εκτός φόρου εισοδήματος και Φ.Π.Α., καταβάλλονται από τον ανάδοχο και αποδίδονται σε αυτόν, με το εργολαβικό ποσοστό, μειωμένο κατά την έκπτωση της δημοπρασίας.

 

   5. Αποζημιώσεις προσωπικού των απολογιστικών εργασιών βαρύνουν τον κύριο του έργου μόνο για το διάστημα που το προσωπικό ασχολήθηκε στις απο­λογιστικές εργασίες και αν η λύση της σύμβασής του γίνεται με τη βούληση του κυρίου του έργου και κατά τη διάρκεια κατασκευής του έργου.

 

   6. Ο κύριος του έργου ευθύνεται για εργατικά ατυχή­ματα που συμβαίνουν κατά την κατασκευή του έργου μόνο αν αυτά οφείλονται σε υπαιτιότητα των οργά­νων του ή των οργάνων του φορέα κατασκευής του έργου.

 

   7. Για τις απολογιστικές εργασίες συντάσσεται από τον ανάδοχο επιμέτρηση και απολογισμός της δαπά­νης και για την παραλαβή τους εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρων 73 και 75 του παρόντος. Ο χρόνος υποχρεωτικής συντήρησης και οι υποχρεώσεις του αναδόχου κατά το χρόνο αυτόν ορίζονται με τη σύμβαση.

 

   8. Στις περιπτώσεις που η σύμβαση της απολογιστι­κής εκτέλεσης προβλέπει την κατασκευή εργασιών με υπεργολαβίες, ολικά ή μερικά, για την εκτέλεση της υπεργολαβίας από τον υπεργολάβο δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, αλλά ό,τι ορίζεται σχετικά στη σύμβαση του κυρίου του έργου με τον ανάδοχο.

 

   9. Σε κάθε περίπτωση απολογιστικής εκτέλεσης ερ­γασιών τηρείται ειδικό ημερολόγιο στο οποίο κατα­γράφονται καθημερινά το απασχολούμενο προσωπικό κατά ειδικότητα, μηχανήματα ή άλλα μέσα, τα εισκο-μιζόμενα υλικά και καύσιμα, οι εκτελούμενες εργασίες περιγραφικά και κατά θέση του έργου και κάθε άλλο στοιχείο για την τεκμηρίωση της ορθολογιστικής δια­χείρισης των μέσων, των υλικών και της αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού. Τα φύλλα του ημερολογίου αυτού συνοδεύουν τους απολογισμούς των έργων και τίθενται υπόψη της επιτροπής προσωρινής παραλαβής. Μετά την έναρξη της καθημερινής εργασίας παραδί­δεται στον εκπρόσωπο της διευθύνουσας υπηρεσίας ειδικό δελτίο που περιλαμβάνει ονομαστική κατάσταση του απασχολούμενου προσωπικού και κατάσταση των μηχανημάτων.

 

   10. Κατά την εκτέλεση οποιασδήποτε σύμβασης κα­τασκευής έργου με άλλο σύστημα, εκτός από το απο­λογιστικό σύστημα, ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει και αναγκαίες απολογιστικές εργασίες, όταν του δοθεί ειδική εντολή από τη διευθύνουσα υπηρεσία. Στην περίπτωση αυτή καταβάλλεται στον ανάδοχο και περιλαμβάνεται στην πιστοποίηση η πραγματική δαπά­νη που προκύπτει σύμφωνα με τα νόμιμα αποδεικτικά πληρωμής για την εκτέλεση των εργασιών. Η δαπάνη αυτή δεν υπόκειται στην έκπτωση της δημοπρασίας. Καταβάλλεται επίσης στον ανάδοχο το εργολαβικό ποσοστό της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του παρό­ντος, αν δεν ορίζεται στη σύμβαση διαφορετικά. Στο ποσοστό αυτό εφαρμόζεται η ρητή ή τεκμαρτή έκπτω­ση της δημοπρασίας. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 6 και του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 9 εφαρμόζονται ανάλογα και στις περιπτώσεις της πα­ραγράφου αυτής.

 

Αρθρο  56

Επείγουσες πρόσθετες εργασίες

 

   Αν υπάρχει ανάγκη να εκτελεσθούν επείγουσες πρό­σθετες εργασίες μπορεί να εγκριθεί από την προϊ­σταμένη αρχή η εκτέλεσή τους πριν από τη σύνταξη

Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών. Για την έγκριση αυτή η διευθύνουσα υπηρεσία συντάσσει τεχνική περι­γραφή των εργασιών, με αιτιολόγηση του επείγοντος και εκτίμηση της δαπάνης, με βάση τις συμβατικές τιμές μονάδας ή ενδεικτικές τιμές για τυχόν νέες εργασίες.

Ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει τις ερ­γασίες αυτές, που επιτρέπεται να περιλαμβάνονται στις σχετικές πιστοποιήσεις και πριν από την έγκριση Ανακε­φαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών και που ενσωματώνονται στον επόμενο Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Εργασιών. Οι εργασίες για τις οποίες δεν υπάρχει εγκεκριμένη νέα τιμή περιλαμβάνονται στους σχετικούς λογαριασμούς με τις ενδεικτικές τιμές μειωμένες κατά είκοσι τοις εκατό (20%).

 

Αρθρο  57

Αυξομειώσεις εργασιών - Νέες εργασίες

 

   1. Το έργο εκτελείται σύμφωνα με τη σύμβαση και τα τεύχη και σχέδια που τη συνοδεύουν. Ο φορέας κατασκευής του έργου έχει το δικαίωμα, αν προκύψει ανάγκη εκτέλεσης συμπληρωματικών εργασιών, που δεν περιλαμβάνονται στο αρχικό ανατεθέν έργο ούτε στην πρώτη συναφθείσα σύμβαση και οι οποίες κατέστησαν αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων κατά την εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, να συνάπτει σύμβαση με τον ανάδοχο του έργου, με την προϋπόθεση ότι οι συμπληρωμα­τικές εργασίες δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την κύρια σύμβαση, χωρίς να δημι­ουργήσουν μείζονα προβλήματα για τις αναθέτουσες αρχές ή όταν αυτές οι εργασίες, μολονότι μπορούν να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Το συνολικό ποσό των συμβάσεων αυτών δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσοστό του πενήντα τοις εκατό (50%) του ποσού της αρχικής σύμβασης, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η αμοιβή για τη σύνταξη των τυχόν απαιτούμενων με­λετών για τις συμπληρωματικές εργασίες. Η εκτέλεση των συμπληρωματικών εργασιών είναι υποχρεωτική για τον ανάδοχο του έργου και, προκειμένου να υπογραφεί η σύμβαση για την εκτέλεσή τους, απαιτείται γνώμη του οικείου τεχνικού συμβουλίου. Για τον καθορισμό τιμών μονάδας στις εργασίες της συμπληρωματικής σύμβασης λαμβάνονται οι τιμές της αρχικής σύμβασης και για τον κανονισμό τιμών μονάδας στις νέες εργα­σίες της συμπληρωματικής σύμβασης εφαρμόζονται οι παράγραφοι 5, 6 και 7.

 

   2. Κάθε σύμβαση επόμενη της αρχικής συνοδεύεται από Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Εργασιών (Α.Π.Ε.) που πε­ριλαμβάνει ιδίως τις ενδείξεις των εργασιών, τις τιμές μονάδας των εργασιών, τα μεγέθη των ποσοτήτων, τις δαπάνες του προϋπολογισμού του αρχικά ανατεθέντος έργου, του προϋπολογισμού της αμέσως προηγούμενης σύμβασης και του προϋπολογισμού της προς κατάρτιση νέας σύμβασης.

Περιλαμβάνει ακόμη και τις δαπάνες των απρόβλε­πτων, καθώς και την προβλεπόμενη δαπάνη για αναθε­ώρηση και Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.).

 

   3. Με τα ποσά των απρόβλεπτων δαπανών (απρό­βλεπτα) που περιλαμβάνονται στην αρχική σύμβαση καλύπτονται ιδίως δαπάνες που προκύπτουν από εφαρ­μογή νέων κανονισμών ή κανόνων που καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικοί μετά την ανάθεση του έργου, καθώς και από προφανείς παραλείψεις ή σφάλματα της προμέτρη-σης της μελέτης ή από απαιτήσεις της κατασκευής οι οποίες καθίστανται απαραίτητες για την αρτιότητα και λειτουργικότητα του έργου, παρά την πλήρη εφαρμογή των σχετικών προδιαγραφών κατά την κατάρτιση των μελετών του έργου και υπό την προϋπόθεση να μην τροποποιείται το «βασικό σχέδιο» του έργου, δηλαδή ή όλη κατασκευή, καθώς και τα βασικά διακριτά στοιχεία της, όπως προβλέπονται από την αρχική σύμβαση. Για τη διάθεση των απρόβλεπτων δαπανών συντάσσεται Α.Π.Ε. που δεν μπορεί να συμπεριλάβει συμπληρωμα­τικές εργασίες, οι οποίες κατέστησαν αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων. Τα ποσά των απρόβλεπτων δαπανών ανέρχονται σε ποσοστό εννέα τοις εκατό (9%) επί του προϋπολογισμού της υπηρεσίας, χωρίς το συνυ­πολογισμό των κονδυλίων αναθεώρησης και Φ.Π.Α., για έργα συνολικού προϋπολογισμού ίσου ή μεγαλύτερου του ορίου εφαρμογής της Κοινοτικής Νομοθεσίας, σύμ­φωνα με την απόφαση Δ17α/08/78/ΦΝ 357/3.11.1995 (ΦΕΚ 941 Β') και δεκαπέντε τοις εκατό (15%) για έργα προ­ϋπολογισμού μικρότερου του ως άνω ορίου, σύμφωνα με την απόφαση Δ17α/07/45/ΦΝ 380/27.5.1996 (ΦΕΚ 409 Β') και μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων. Το ποσό των απρόβλεπτων δαπανών επανυπο-λογίζεται κατά την υπογραφή της σύμβασης, ανάλογα με την προσφερθείσα έκπτωση, ώστε να διατηρείται σταθερή η ποσοστιαία αναλογία, σύμφωνα με το άρθρο 30 του παρόντος.

 

   4. Οι συμβατικές ποσότητες εργασιών μίας σύμβασης εκτέλεσης δημόσιου έργου επιτρέπεται να μειωθούν και η δαπάνη που εξοικονομείται («επί έλασσον δαπάνη») να χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση άλλων εργασιών της ίδιας εργολαβίας, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α) Αναφέρεται ρητά η δυνατότητα αυτή στη διακήρυξη και τη σύμβαση.

β) i) Δεν τροποποιείται το «βασικό σχέδιο» (υπό την έννοια των Κοινοτικών Οδηγιών 2004/17 και 2004/18) της προκήρυξης, ούτε οι προδιαγραφές του έργου, όπως πε­ριγράφονται στα συμβατικά τεύχη, ούτε να καταργείται ομάδα εργασιών της αρχικής σύμβασης, ii) δεν θίγεται η πληρότητα, ποιότητα και λειτουργικότητα του έργου και iii) δεν χρησιμοποιείται για την πληρωμή νέων εργασιών που δεν υπήρχαν στην αρχική σύμβαση.

γ) Δεν υπερβαίνει η δαπάνη αυτή, κατά τον τελικό εγκεκριμένο Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Εργασιών του έργου, ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της συμβατικής δαπάνης ομάδας εργασιών του έργου ούτε, αθροιστι­κά, ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) της δαπάνης της αρχικής σύμβασης χωρίς Φ.Π.Α., αναθεώρηση τιμών και απρόβλεπτες δαπάνες. Στην αθροιστική αυτή ανακεφα­λαίωση λαμβάνονται υπόψη μόνο οι μεταφορές δαπάνης από μία ομάδα εργασιών σε άλλη.

Τα ποσά που εξοικονομούνται, εφόσον υπερβαίνουν τα ανωτέρω όρια (20% ή και 10%), μειώνουν ισόποσα τη δαπάνη της σύμβασης χωρίς Φ.Π.Α., αναθεωρήσεις και απρόβλεπτες δαπάνες. Για τη χρήση των «επί έλασσον δαπανών» απαιτείται σε κάθε περίπτωση η σύμφωνη γνώμη του οικείου τεχνικού συμβουλίου, ύστερα από εισήγηση του φορέα υλοποίησης, η οποία συνοδεύεται από τη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας Διαχειριστικής Αρχής, εφόσον πρόκειται για έργο συγχρηματοδοτού­μενο από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο προϋπολογισμός των έργων στα οποία εφαρμόζε­ται η παράγραφος αυτή αναλύεται σε Ομάδες Εργασιών, οι οποίες συντίθενται από εργασίες που υπάγονται σε ενιαία υποσύνολα του τεχνικού αντικειμένου των έργων, έχουν παρόμοιο τρόπο κατασκευής και επιδέχονται το ίδιο ποσοστό έκπτωσης στις τιμές μονάδας τους. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, η οποία μετά την έκδοσή της θα έχει εφαρμογή σε όλα τα ως άνω έργα, προσδιορίζονται οι Ομάδες Εργασιών ανά κατηγορία έργων.

Η παράγραφος αυτή καταλαμβάνει τις συμβάσεις έργων όλων εν γένει των αναθετουσών αρχών κατά την έννοια των κοινοτικών Οδηγιών 2004/17 και 2004/18, εφόσον τα έργα αυτά: α) κατασκευάζονται με μελέτες που εκπονούνται βάσει των διατάξεων του ν. 3316/2005 ή β) προκηρύσσονται μετά την 1.3.2006 ή γ) αφορούν σε έργα που θα συγχρηματοδοτηθούν από την Ευρωπα­ϊκή Ένωση για την προγραμματική περίοδο 2007-2013, ανεξαρτήτως ημερομηνίας προκήρυξης.

 

   5. Όλα τα όρια ή ποσοστά του άρθρου αυτού αναφέ­ρονται στα αρχικά ποσά και τιμές της σύμβασης μαζί με τα απρόβλεπτα και δεν περιλαμβάνονται σε αυτά αναθεώρηση τιμών, μεταγενέστερη τροποποίησή τους ή οποιαδήποτε αποζημίωση.

 

   6. Αν στον Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Εργασιών περι­λαμβάνονται και εργασίες για τις οποίες δεν υπάρχουν τιμές μονάδας, ο Ανακεφαλαιωτικός Πίνακας συνοδεύ­εται από πρωτόκολλο που κανονίζει τις τιμές για τις εργασίες αυτές. Ο κανονισμός τιμών μονάδας νέων ερ­γασιών γίνεται με υποχρεωτική εφαρμογή κατά σειρά των κατωτέρω περιπτώσεων α', β' και γ' ως εξής:

α) για εργασίες για τις οποίες υπάρχουν συμβατικές τιμές για παρόμοιες ή ανάλογες εργασίες, οι τιμές κα­θορίζονται ανάλογα προς αυτές,

β) για εργασίες για τις οποίες δεν υπάρχουν παρό­μοιες ή ανάλογες συμβατικές τιμές αλλά περιλαμβάνο­νται σε εγκεκριμένα ή συμβατικά αναλυτικά τιμολόγια (αναλύσεις τιμών), οι τιμές καθορίζονται σύμφωνα με τα τιμολόγια αυτά και

γ) για εργασίες που δεν περιλαμβάνονται στις προ­ηγούμενες περιπτώσεις οι τιμές καθορίζονται με βάση τα πραγματικά στοιχεία κόστους.

Η εξακρίβωση του κόστους γίνεται από επιτροπή που συγκροτείται από τη διευθύνουσα υπηρεσία και αποτε­λείται από τρεις (3) τεχνικούς υπαλλήλους, που έχουν την αντίστοιχη ικανότητα. Στα μέλη της επιτροπής πε­ριλαμβάνεται και ο επιβλέπων το έργο τεχνικός υπάλ­ληλος. Σε περίπτωση που δεν επαρκεί το τεχνικό προ­σωπικό η επιτροπή συγκροτείται από δύο (2) τεχνικούς υπαλλήλους, μη αποκλειομένης της συμμετοχής στην επιτροπή του επιβλέποντα και του προϊσταμένου της δι­ευθύνουσας υπηρεσίας. Η προϊσταμένη αρχή μπορεί σε κάθε περίπτωση να διατάξει τη διενέργεια δοκιμαστικών εργασιών από τον ανάδοχο και να συγκροτήσει άλλη επιτροπή από τεχνικούς υπαλλήλους για την παρακο­λούθηση της απόδοσης των απαραίτητων συντελεστών παραγωγής της νέας εργασίας. Στοιχεία που έχουν προκύψει για τον κανονισμό της τιμής της ίδιας εργασί­ας ή τμήματος αυτής του ίδιου φορέα κατασκευής του έργου ή άλλων φορέων του δημόσιου τομέα ή από δο­κιμαστικές εργασίες εξακρίβωσης του κόστους άλλων εργολαβιών, δεν αποτελούν τεκμήριο για τον κανονισμό  τιμών. Η περίπτωση γ' εφαρμόζεται μόνο για το μέρος της νέας τιμής που δεν μπορεί να κανονιστεί σύμφωνα με τις περιπτώσεις α' ή β'. Στην «ανάλυση της τιμής» διαχωρίζονται τα τμήματα που κανονίζονται σύμφωνα με την περίπτωση γ' από τα τμήματα που κανονίζονται σύμφωνα με τις περιπτώσεις α' ή β'.

Για εργασίες που είναι παρεμφερείς προς συμβατικές ή ήδη καθορισμένες νέες, οι τιμές κατά τα παραπά­νω συντάσσονται μόνο για τα επιπλέον ή επί έλαττον στοιχεία κόστους.

Ο κανονισμός νέων τιμών γίνεται με τις βασικές τι­μές ιδίως των ημερομισθίων, υλικών και μισθωμάτων μηχανημάτων του χρόνου δημοπράτησης του έργου ή του τυχόν άλλου ισχύοντος για την εργολαβία χρόνου εκκίνησης της αναθεώρησης. Οι προκύπτουσες από πρόσφατα στοιχεία κόστους τιμές ανάγονται στο χρόνο εκκίνησης της αναθεώρησης με αντίστροφη εφαρμογή του σχετικού τύπου της αναθεώρησης.

Οι τιμές που κανονίζονται σύμφωνα με την περίπτωση β' υπόκεινται στη σχετική έκπτωση της δημοπρασίας, ρητή ή τεκμαρτή. Η ρητή ή τεκμαρτή έκπτωση εφαρμό­ζεται και στην περίπτωση α', αν η έκπτωση δεν περι­λαμβάνεται στην όμοια ή ανάλογη εργασία, καθώς και στο μέρος της τιμής της περίπτωσης γ' που κανονίζεται σύμφωνα με τις περιπτώσεις α' ή β'.

Οι τιμές ιδίως των υλικών των μηχανικών εξοπλισμών, των συσκευών, που δεν περιλαμβάνονται στις βασικές τιμές, υπόκεινται στη σχετική έκπτωση της δημοπρασί­ας, αν αποδεδειγμένα τα είδη αυτά υπάρχουν ευρέως διαδεδομένα στο εμπόριο.

Στα συστήματα προσφοράς των άρθρων 8,10 και 11 του παρόντος ορίζεται υποχρεωτικά στη διακήρυξη τεκμαρ­τή έκπτωση και για τον προσδιορισμό της λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ των άλλων, η φύση του έργου, οι ιδιαι­τερότητες και δυσκολίες των εργασιών και κάθε άλλο στοιχείο που προσιδιάζει στο συγκεκριμένο έργο.

 

   7. Η τιμή μονάδας νέας εργασίας που κανονίζεται σύμφωνα με την περίπτωση β' της παραγράφου 6 ή το μέρος της τιμής της περίπτωσης γ', που κανονίζε­ται σύμφωνα με την περίπτωση β' της παραγράφου 6, ανάγεται στο επίπεδο των τιμών της προσφοράς, πολλαπλασιαζόμενη με σταθερό συντελεστή που αφορά στη συμβατική ομάδα ομοειδών εργασιών στην οποία εντάσσεται η υπόψη νέα εργασία. Ο σταθερός συντε­λεστής «σ» προκύπτει από τον τύπο:

σ = Α: Β όπου:

Α: Η δαπάνη της συμβατικής ομάδας ομοειδών ερ­γασιών, που εντάσσεται η νέα εργασία, με τιμές του προϋπολογισμού υπηρεσίας του χρόνου δημοπράτησης του έργου ή τυχόν άλλου ισχύοντος για την εργολαβία χρόνου εκκίνησης της αναθεώρησης και

Β: Η δαπάνη της συμβατικής ομάδας ομοειδών εργασι­ών, στην οποία εντάσσεται η νέα εργασία, με τιμές των ισχυουσών εγκεκριμένων αναλύσεων τιμών του χρόνου δημοπράτησης του έργου ή τυχόν άλλου ισχύοντος για την εργολαβία χρόνου εκκίνησης της αναθεώρησης.

Η τιμή μονάδας νέας εργασίας που από τη φύση της δεν εντάσσεται σε κάποια από τις συμβατικές ομάδες ομοειδών εργασιών καθορίζεται πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή που υπολογίζεται με τον ίδιο παραπάνω τύπο σ = Α/Β όπου οι δαπάνες Α και Β αφορούν στις ερ­γασίες του προϋπολογισμού υπηρεσίας που θεωρούνται ότι αποτελούν μια ομάδα εργασιών. Για τον υπολογισμό των δαπανών, με βάση τις οποίες προσδιορίζονται τα ανωτέρω πηλίκα λαμβάνονται υπόψη μόνο οι εργασίες εκείνες του προϋπολογισμού υπηρεσίας, οι οποίες είτε υπάρχουν αυτούσιες στις εκάστοτε ισχύουσες εγκεκρι­μένες αναλύσεις τιμών ή εγκεκριμένα τιμολόγια δημο­πράτησης έργων είτε υπάρχουν ως αυτούσια τμήματα εργασιών των αναλύσεων ή τιμολογίων αυτών. Στις περιπτώσεις που ο προϋπολογισμός υπηρεσίας περι­λαμβάνει «κατ' αποκοπήν τιμές» ή τιμές αναφερόμενες στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του παρόντος με τα συμβατικά τεύχη εγκρίνεται υπο­χρεωτικά και ανάλυση της τιμής των εργασιών αυτών ή βασικών επί μέρους συνιστωσών εργασιών που επη­ρεάζουν άμεσα την «κατ' αποκοπήν τιμή» και που πε­ριλαμβάνονται στις ανωτέρω ισχύουσες εγκεκριμένες αναλύσεις τιμών.

Ο ανωτέρω τρόπος καθορισμού τιμών των νέων ερ­γασιών δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις των συστη­μάτων προσφοράς των άρθρων 8, 10 και 11 του παρό­ντος. Με τη διακήρυξη ορίζεται γι' αυτά τα συστήματα προσφοράς σταθερός συντελεστής, που καθορίζεται με βάση τις γενικές αρχές τιμολόγησης των εργασιών στους προϋπολογισμούς υπηρεσίας από τους φορείς κατασκευής των έργων και πάντως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος του 0,90.

Οι νέες τιμές μονάδας εργασιών που καθορίζονται με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου προσαυξάνονται με το ποσοστό γενικών εξόδων και οφέλους του αναδόχου που ισχύει για τη σύμβαση, αν αυτό για την περίπτωση α' της παραγράφου 6 δεν περιέχεται στην παρόμοια ή ανάλογη τιμή.

 

   8. Οι Ανακεφαλαιωτικοί Πίνακες Εργασιών και τα Πρω­τόκολλα Κανονισμού Τιμών Μονάδας Νέων Εργασιών που τους συνοδεύουν συντάσσονται από τη διευθύ­νουσα υπηρεσία και υπογράφονται από τον ανάδοχο ανεπιφύλακτα ή με επιφύλαξη. Αν ο ανάδοχος αρνηθεί την υπογραφή, του κοινοποιείται ο ανακεφαλαιωτικός πίνακας και τα πρωτόκολλα, σύμφωνα με το άρθρο 44 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή όπως και στην περίπτωση που ο ανάδοχος υπέγραψε τα σχετικά έγ­γραφα με επιφύλαξη, δικαιούται να υποβάλει ένσταση. Ο Ανακεφαλαιωτικός Πίνακας Εργασιών και τα πρωτό­κολλα νέων τιμών εγκρίνονται από την προϊσταμένη αρχή, στην οποία διαβιβάζονται μαζί με την τυχόν έν­σταση του αναδόχου, την αιτιολογική έκθεση για την ανάγκη των τροποποιήσεων, τον τρόπο κανονισμού των τιμών και κάθε σχετική πληροφορία. Αν έχει υποβληθεί ένσταση διατυπώνεται και η γνώμη της διευθύνουσας υπηρεσίας στο περιεχόμενο της ένστασης αυτής. Μετά την έγκριση του Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών, ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει τις σχε­τικές εργασίες χωρίς αυτό να θίγει τα δικαιώματά του για επίλυση της τυχόν διαφοράς.

 

Αρθρο  58

Βλάβες στα έργα - Αναγνώριση αποζημιώσεων

 

   1. Μέχρι την οριστική παραλαβή ο ανάδοχος φέρει τον κίνδυνο του έργου για βλάβες από οποιαδήποτε αιτία εκτός αν αυτές οφείλονται σε υπαιτιότητα του φορέα κατασκευής του έργου ή αν προβλέπεται διαφορετικά στη σύμβαση. Αν το έργο παραδοθεί για χρήση πριν από την παραλαβή οι βλάβες από τη χρήση, εφόσον δεν οφείλονται σε κακή ποιότητα του έργου, βαρύνουν τον κύριο αυτού.

Κατ' εξαίρεση για βλάβες του έργου ή των μόνιμων εγκαταστάσεων του αναδόχου στον τόπο των έργων που προέρχονται από ανωτέρα βία, αναγνωρίζεται στον ανάδοχο δικαίωμα αποζημίωσης ανάλογης με τη ζημία, το ποσό της οποίας καθορίζεται με συνεκτίμηση του είδους και της έκτασης των βλαβών και των ειδικών συνθηκών σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

 

   2. Ο ανάδοχος υποχρεούται να διορθώσει μέσα σε οριζόμενη από τον φορέα κατασκευής εύλογη προθε­σμία τα ελαττώματα του έργου, που θα διαπιστωθούν κατά τη διάρκεια της κατασκευής και μέχρι την οριστική παραλαβή. Αν η προθεσμία αυτή περάσει άπρακτη, ο φορέας κατασκευής του έργου μπορεί να εκτελέσει τη διόρθωση σε βάρος του αναδόχου με οποιονδήποτε τρόπο, με την επιφύλαξη πάντοτε του δικαιώματός του να κηρύξει τον ανάδοχο έκπτωτο. Αν το ελάττωμα δεν είναι ουσιώδες και η διόρθωσή του απαιτεί δυσανάλο­γες δαπάνες γίνεται σχετική μείωση του εργολαβικού ανταλλάγματος.

 

   3. Ο ανάδοχος δεν δικαιούται καμιά αποζημίωση από τον κύριο του έργου για οποιαδήποτε βλάβη επέρχεται στα έργα, για οποιαδήποτε φθορά ή απώλεια υλικών και γενικά για οποιαδήποτε ζημία που οφείλεται σε αμέλεια, απρονοησία ή ανεπιτηδειότητα αυτού ή του προσωπικού του ή σε μη χρήση των κατάλληλων μέσων ή σε οποιαδήποτε άλλη αιτία, εκτός από τις περιπτώσεις υπαιτιότητας του φορέα κατασκευής του έργου ή ανω­τέρας βίας, σύμφωνα με την παράγραφο 1. Ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να αποκαταστήσει τις βλάβες που τον βαρύνουν με δικές του δαπάνες.

 

   4. Για να αναγνωρισθεί η αποζημίωση των βλαβών που προξενήθηκαν από ανωτέρα βία ο ανάδοχος πρέπει να δηλώσει γραπτώς στη διευθύνουσα υπηρεσία το είδος και την έκταση των βλαβών, καθώς και τη δαπάνη για την επανόρθωσή της κατά το μέτρο που μπορεί αυτή να εκτιμηθεί. Η δήλωση περιλαμβάνει επίσης υποχρεωτικά περιγραφή της αιτίας των βλαβών, που χαρακτηρίζεται ως ανωτέρα βία και αίτημα αποζημίωσης για αποκατάστασή τους.

 

   5. Η δήλωση υποβάλλεται σε ανατρεπτική προθεσμία δέκα (10) ημερών από την επέλευση της βλάβης. Αν πρό­κειται για έργο που έχει περατωθεί και δεν έχει ακόμα παραληφθεί οριστικά η προθεσμία αυτή ορίζεται σε είκοσι (20) ημέρες. Η διευθύνουσα υπηρεσία προβαίνει αμέσως σε αυτοψία για την εξακρίβωση του περιεχο­μένου της δηλώσεως και ιδιαίτερα του είδους και της έκτασης των βλαβών, του χρόνου και των συνθηκών που τις προκάλεσαν και μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την υποβολή της δήλωσης του αναδόχου ζητά από την προϊσταμένη αρχή να ορίσει επιτροπή από υπαλλήλους, η οποία οφείλει να προβεί σε επιτόπια εξέταση σε αντιπαράσταση με τον ανάδοχο και να συντάξει σχετικό πρωτόκολλο διαπίστωσης των βλαβών μέσα σε δέκα (10) ημέρες από τη σύστασή της. Στο πρωτόκολλο εκτί­θενται τα αίτια, ο χρόνος και οι ειδικές συνθήκες από τις οποίες επήλθαν οι βλάβες, με περιγραφή όλων των στοιχείων που έχουν εξακριβωθεί. Επίσης εξετάζεται η ύπαρξη ή όχι της ευθύνης του αναδόχου, προσδιορίζεται με λεπτομέρεια το είδος και η έκταση των βλαβών και προτείνεται ο τρόπος και η δαπάνη που απαιτείται για την επανόρθωσή τους. Αν το έργο χρησιμοποιείται, η υπηρεσία που το χρησιμοποιεί ειδοποιεί τη διευθύνουσα υπηρεσία για παρουσιαζόμενες βλάβες.

 

   6. Το πρωτόκολλο της προηγούμενης παραγράφου επέχει θέση πράξης της διευθύνουσας υπηρεσίας για την υποβολή ένστασης του αναδόχου σύμφωνα με το νόμο. Η ένσταση είναι απαράδεκτη εφόσον το πρω­τόκολλο υπογράφηκε από τον ανάδοχο χωρίς καμιά επιφύλαξη. Αν ο ανάδοχος δεν παραστεί ή αρνηθεί να υπογράψει το πρωτόκολλο, ο προϊστάμενος της διευθύ­νουσας υπηρεσίας του το κοινοποιεί. Η ένσταση ειδικά στην περίπτωση αυτή υποβάλλεται μέσα σε ανατρε­πτική προθεσμία πέντε (5) ημερών από την υπογραφή με επιφύλαξη του πρωτοκόλλου ή από την κοινοποίηση αυτού. Η αποζημίωση αναγνωρίζεται με απόφαση της προϊσταμένης αρχής που εγκρίνει με τροποποίηση ή όχι το πρωτόκολλο και αποφασίζει επί της τυχόν ενστά­σεως. Η αποζημίωση προσδιορίζεται πάντοτε με βάση τους συμβατικούς όρους και τιμές. Όταν η αποκατάστα­ση των βλαβών διατάσσεται αφού τελειώσει το έργο και έχουν απομακρυνθεί οι εργοταξιακές εγκαταστάσεις του αναδόχου, κανονίζονται εύλογες τιμές μονάδας για την εκτέλεση εργασιών αποκατάστασης ή εκτελούνται απολογιστικά.

 

   7. Ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει τις εργασίες που έχουν διαταχθεί για την αποκατάσταση της βλάβης. Αν από τις βλάβες που προξενήθηκαν στα έργα δημιουργείται κίνδυνος για την ασφάλεια προσώ­πων ή για πρόκληση σημαντικών ζημιών σε τρίτους ή περαιτέρω σημαντικής βλάβης των έργων, ο προϊστά­μενος της διευθύνουσας υπηρεσίας μπορεί να εγκρίνει και πριν από την επίδοση της δήλωσης του αναδόχου σύμφωνα με την παράγραφο 5 την κατασκευή αναγκαί­ων επειγόντων έργων, στο μέτρο του δυνατού, έστω και αν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο της σύμβασης που συνάφθηκε με τον ανάδοχο. Η διαταγή γι' αυτά μνημο­νεύει απαραίτητα τις διατάξεις της παραγράφου αυτής και κοινοποιείται στην προϊσταμένη αρχή. Ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να προβεί στην κατασκευή των δι­ατασσόμενων εργασιών χωρίς χρονοτριβή, διαθέτοντας γι' αυτό όλο το δυναμικό της οργάνωσής του. Η διευθύ­νουσα υπηρεσία μπορεί, όταν διαπιστώσει ανεπάρκεια της οργάνωσης του αναδόχου για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των κινδύνων, να εγκρίνει την κατασκευή μέρους ή και του συνόλου των διατασσόμενων εργα­σιών με οποιονδήποτε άλλον πρόσφορο τρόπο. Όλες οι δαπάνες για την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών καταβάλλονται από τις πιστώσεις που διατίθενται για την κατασκευή του έργου και βαρύνουν τελικά τον κύριο του έργου, εκτός αν με την απόφαση της προϊσταμένης αρχής που εγκρίνει το πρωτόκολλο καταλογισθεί η δαπάνη συνολικά ή μερικά σε βάρος του αναδόχου, ως υπαιτίου για τη βλάβη που προξενήθηκε στα έργα.

 

   8. Η εκτέλεση των εργασιών για την αποκατάσταση των βλαβών από ανωτέρα βία μπορεί να δικαιολογήσει παράταση των προθεσμιών εκτέλεσης των εργασιών για εύλογο χρονικό διάστημα.

 

   9. Η διαδικασία των παραγράφων 5 έως 7 εφαρμόζεται ανάλογα και για τον καθορισμό της αποζημίωσης του αναδόχου για τυχόν εργασίες αποκατάστασης ή πρό­ληψης κινδύνων σε έργα που εκτελέσθηκαν, καθώς και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι βλάβες οφείλονται σε υπαιτιότητα του κυρίου του έργου ή σε άλλη αιτία που εξαιρείται από την ευθύνη του αναδόχου.

 

   10. Εργασίες για αποκατάσταση βλαβών που οφείλο­νται σε χρήση έργου, που παραδόθηκε σε χρήση πριν από την παραλαβή του κατά τις διατάξεις του παρό­ντος, εκτελούνται μόνο μετά από έγγραφη εντολή της διευθύνουσας υπηρεσίας. Η εντολή αυτή κοινοποιείται απαραίτητα στην προϊσταμένη αρχή. Για διαπίστωση της εκτέλεσης των εργασιών αυτών συντάσσεται ειδικό πρωτόκολλο μεταξύ του προϊσταμένου της διευθύνου­σας υπηρεσίας και του αναδόχου. Στις περιπτώσεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται ανάλογα κατά τα λοιπά οι παράγραφοι 7 και 8.

 

Αρθρο  59

Ποιότητα στα δημόσια έργα Πρόγραμμα Ποιότητας Έργου (Π.Π.Ε.)

 

   1. Το Π.Π.Ε. ενσωματώνει και κωδικοποιεί όλες τις απαι­τήσεις των συμβατικών τευχών, περιγράφει τις φάσεις ανάπτυξης του έργου και τις αντίστοιχες δραστηρι­ότητες, είναι σε πλήρη εναρμόνιση και περιλαμβάνει το χρονοδιάγραμμα του έργου, καθορίζει τον τρόπο οργάνωσης και διοίκησης του έργου και τον τρόπο και τις λεπτομέρειες συγκέντρωσης και αρχειοθέτησης των στοιχείων κατά την κατασκευή, ώστε να ικανοποιούνται οι απαιτήσεις ιχνηλασιμότητας.

Το Π.Π.Ε. αποτελεί το εσωτερικό κανονιστικό έγγρα­φο του έργου και παρέχει όλα τα εργαλεία παρακο­λούθησης του έργου, συγκέντρωσης των στοιχείων, τεκμηρίωσης των εργασιών που έχουν εκτελεστεί και αρχειοθέτησής τους.

 

   2. Απαιτείται η εκπόνηση και εφαρμογή Προγράμματος Ποιότητας Έργου σε κάθε δημόσιο έργο (Κατασκευή ή Μελέτη), του οποίου ο προϋπολογισμός, αν πρόκειται για κατασκευή, υπερβαίνει το ανώτατο όριο κατά το οποίο γίνονται δεκτές εργοληπτικές επιχειρήσεις δεύ­τερης τάξης, σύμφωνα με τις διατάξεις των αποφάσεων ΔΕΕΠ/οικ.502/13.10.2000 (ΦΕΚ 1265 Β'), ΔΙΠΑΔ/οικ. 611/ 24.7.2001 (ΦΕΚ 1013 Β'), ΔΙΠΑΔ/οικ.501/1.7.2003 (ΦΕΚ 928 Β') του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων. Την ποιότητα των δημόσιων έργων αφορούν και οι παρακάτω αποφάσεις: α) ΔΕΕΠΠ/οικ.4/ 19.1.2001 (ΦΕΚ 94 Β'), β) ΔΕΕΠΠ/οικ.110/12.5.2003 (ΦΕΚ 624 Β') του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, καθώς και γ) η Δ14/43309/5.3.2001 (ΦΕΚ 332 Β') του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.

 

   3. Στα δημόσια έργα, που εκτελούνται από όλους τους φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα και συγχρημα­τοδοτούνται από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επι­τρέπεται, εκτός από τους ελέγχους που προβλέπονται από τις σχετικές διατάξεις για τα δημόσια έργα, να δι­ενεργούνται έλεγχοι ποιότητας των κατασκευαζόμενων έργων και από ειδικό Σύμβουλο που προσλαμβάνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ύστερα από σχετικό διαγωνισμό. Με την κοινή απόφα­ση αριθμ. 64517/Ε.Υ.Σ. 6195/2.10.2003 (ΦΕΚ 1539 Β') των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλο­ντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων κανονίζονται όλα τα σχετικά θέματα με τον τρόπο διενέργειας των ελέγχων, την υποχρέωση των υπηρεσιών για παροχή στοιχείων και πληροφοριών στο Συμβούλιο, ώστε να διευκολύνεται στο έργο του, την ελεύθερη πρόσβαση σε όλους τους χώρους κατασκευής του έργου και στις πηγές λήψης των υλικών, την ακώλυτη πραγματοποίη­ση δειγματοληψιών, τη συνεργασία των υπηρεσιών και των εργαστηρίων της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλ­λοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, τον τρόπο αποκατάστασης των διαπιστούμενων ελαττωμάτων και τυχόν επίλυση διαφωνιών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 60 του παρόντος ή τα καθοριζόμενα στη σύμβαση και ρυθμίζεται κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια για την αποτελεσματικότητα του ποιοτικού ελέγχου.

Με όμοια απόφαση μπορεί να τροποποιούνται οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου.

 

Αρθρο  60

Ακαταλληλότητα υλικών - Ελαττώματα -Παράλειψη συντήρησης

 

   1. Η παραλαβή και ο έλεγχος της ποιότητας των υλι­κών που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή του έργου ή ενσωματώνονται σε αυτό, γίνεται από δύο (2) ή πε­ρισσότερους τεχνικούς υπαλλήλους, που ορίζονται από τη διευθύνουσα υπηρεσία. Ο ορισμός της επιτροπής ανακοινώνεται στην προϊσταμένη αρχή, η οποία μπορεί να ορίσει και άλλον υπάλληλο να συμμετέχει στο έργο της επιτροπής. Η προϊσταμένη αρχή μπορεί σε κάθε περίπτωση να ορίσει άλλη επιτροπή για τον επανέλεγχο της παραλαβής υλικών και να διατάσσει τη διενέργεια εργαστηριακών ελέγχων. Σε περίπτωση που δεν επαρ­κεί το τεχνικό προσωπικό ή σε περίπτωση αδυναμίας να ληφθεί απόφαση λόγω διαφωνίας των υπαλλήλων που ορίζονται σε άρτιο αριθμό, ο ανωτέρω έλεγχος και παραλαβή υλικών γίνεται κατά τον προσφορότερο τρόπο με απόφαση της προϊσταμένης αρχής.

 

   2. Αν κατά την κατασκευή των έργων η επίβλεψη θεωρεί ότι τα προς χρησιμοποίηση υλικά δεν πληρούν τις απαιτήσεις των προδιαγραφών ή γενικά είναι ακα­τάλληλα, διατάσσεται από τη διευθύνουσα υπηρεσία η μη χρησιμοποίηση των υλικών. Αν ο ανάδοχος διαφωνεί, τα υλικά δεν χρησιμοποιούνται αν δεν κριθεί η καταλληλότητά τους από εργαστηριακό έλεγχο που γίνεται από τα εργαστήρια της Γ.Γ.Δ.Ε. ή Πολυτεχνικών Σχολών ή άλλα κρατικά εργαστήρια. Η δαπάνη για τις εργαστη­ριακές έρευνες προκαταβάλλεται από τον ανάδοχο και τον βαρύνει τελικά, αν αποδειχθεί η ακαταλληλότητα των υλικών. Στην αντίθετη περίπτωση η δαπάνη βαρύνει τον κύριο του έργου και αποδίδεται στον ανάδοχο από τις πιστώσεις του έργου.

 

   3. Αν κατά τη διάρκεια κατασκευής των έργων μέχρι την οριστική παραλαβή οποιαδήποτε εργασία παρου­σιάσει ελαττώματα που δεν αποκαθίστανται από τον ανάδοχο, κοινοποιείται σε αυτόν ειδική διαταγή της διευθύνουσας υπηρεσίας. Η ειδική διαταγή προσδιορίζει τα ελαττώματα και τάσσει εύλογη προθεσμία για την αποκατάστασή τους. Στην αποκατάσταση μπορεί να περιλαμβάνεται η καθαίρεση των ελαττωματικών εργα­σιών και η ανακατασκευή τους, αν αυτό επιβάλλεται. Αν το ελάττωμα δεν είναι ουσιώδες και η αποκατάστασή του απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες με την ειδική δια­ταγή καθορίζεται ποσοστό μείωσης της αμοιβής του αναδόχου για τις αντίστοιχες εργασίες. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η διαταγή μπορεί να περιλαμβάνει και την εκτέλεση ορισμένων εργασιών για τον περιορισμό του ελαττώματος.

 

   4. Η ένσταση του αναδόχου στην περίπτωση της ει­δικής διαταγής που προβλέπει η προηγούμενη παρά­γραφος ασκείται σε ανατρεπτική προθεσμία δέκα (10) ημερών από την κοινοποίησή της. Με την εμπρόθεσμη ένσταση αναστέλλεται η υποχρέωση εκτέλεσης των εργασιών μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση της προϊσταμένης αρχής στην ένσταση. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της ένστασης δεν επέρχεται ή αίρεται, αν ο προϊστάμενος της διευθύνουσας υπηρεσίας χαρακτηρίσει με διατα­γή του το ελάττωμα ως επικίνδυνο. Στην περίπτωση αυτή οι εργασίες για την άρση του ελαττώματος ή οι εργασίες που ορίζονται στη διαταγή για την αποτροπή των κινδύνων εκτελούνται αμέσως από τον ανάδοχο. Ο επιβλέπων ή άλλος εκπρόσωπος της διευθύνουσας υπηρεσίας παρακολουθεί ειδικά τις εργασίες αυτές και καταχωρεί στο ημερολόγιο όλα τα μέτρα που παίρνει ο ανάδοχος για την εκτέλεση της διαταγής. Το ανασταλ­τικό αποτέλεσμα της ένστασης δεν επέρχεται επίσης ή αίρεται, αν πρόκειται για εργασίες που θα καλυφθούν από άλλες εργασίες ή αποτελούν την προϋπόθεση άλ­λων εργασιών, οπότε η διαταγή του προϊσταμένου της διευθύνουσας υπηρεσίας μπορεί να ορίζει τη μη συνέ­χιση των εργασιών πριν από την αποκατάσταση των ελαττωμάτων.

 

   5. Αν ο ανάδοχος με την ένστασή του ζητεί τη διε­νέργεια εργαστηριακών ερευνών ή άλλων δοκιμών για την εξακρίβωση του ελαττώματος, οι εργασίες αυτές εκτελούνται πριν εκδοθεί απόφαση επί της ενστάσε­ως, ύστερα από εντολή της προϊσταμένης αρχής, που προσδιορίζει το είδος και την έκτασή τους. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 για την επιβάρυνση της δαπάνης εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή.

 

   6. Η προϊσταμένη αρχή αποφαίνεται οριστικά επί της ενστάσεως και για να εκδώσει την απόφασή της μπορεί να διατάξει τη διενέργεια αυτοψίας ή οποιασδήποτε άλλης έρευνας, αν το κρίνει απαραίτητο. Ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να συμμορφωθεί προς την από­φαση αυτή. Αν τελικά ύστερα από αίτηση θεραπείας ή δικαστικά δικαιωθεί ο ανάδοχος στις απόψεις του, έχει το δικαίωμα να πληρωθεί με τους συμβατικούς όρους και τιμές για τις πρόσθετες εργασίες. Αν οι εργασίες διατάχθηκαν ύστερα από την απομάκρυνση των εγκα­ταστάσεων του αναδόχου συντάσσονται νέες τιμές που λαμβάνουν υπόψη τους και το γεγονός αυτό.

 

   7. Σε περίπτωση που ο ανάδοχος δεν αποκαταστήσει τις πλημμέλειες μέσα στην προθεσμία που τάσσεται σε αυτόν με την ειδική διαταγή ή αν ασκηθεί εμπρό­θεσμη ένσταση, μέσα στην ίδια προθεσμία από την κοινοποίηση της απόφασης επί της ενστάσεως, τότε οι εργασίες αποκατάστασης της πλημμέλειας μπορεί να εκτελεσθούν με μέριμνα της διευθύνουσας υπηρεσίας με οποιονδήποτε τρόπο σε βάρος και για λογαριασμό του αναδόχου με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του κυρίου του έργου ως προς την εφαρμογή των λοιπών κυρώσεων κατά του αναδόχου.

 

   8. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 έως 7 εφαρμόζο­νται ανάλογα και για την περίπτωση που ο ανάδοχος παραλείπει τις υποχρεώσεις του για τη συντήρηση των έργων όσο διάστημα τον βαρύνει η συντήρηση αυτή.

 

   9. Οι εργασίες που παρουσιάζουν ουσιώδη ελαττώμα­τα δεν περιλαμβάνονται στην πιστοποίηση.

Οι εργασίες που παρουσιάζουν επουσιώδη ελαττώ­ματα περιλαμβάνονται με μειωμένη τιμή όπως καθο­ρίζεται στην ειδική διαταγή μέχρι την αποκατάσταση του ελαττώματος. Αν το ελάττωμα αποκαλυφθεί αφού έχουν πιστοποιηθεί οι εργασίες, μπορεί η περικοπή να γίνει στην επόμενη ή σταδιακά σε περισσότερες επό­μενες πιστοποιήσεις, σύμφωνα με σχετική απόφαση της διευθύνουσας υπηρεσίας.

 

   10. Αν το ελάττωμα αποκαλυφθεί κατά την παραλαβή των έργων, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγρά­φου 4 του άρθρου 73 του παρόντος και η διαπίστωση της αποκατάστασης των ελαττωμάτων γίνεται από τη διευθύνουσα υπηρεσία.

 

Αρθρο  61

Έκπτωση αναδόχου

 

   1. Αν ο ανάδοχος δεν εκπληρώνει τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή δεν συμμορφώνεται με τις γρα­πτές εντολές της υπηρεσίας, που είναι σύμφωνες με τη σύμβαση ή το νόμο, κηρύσσεται έκπτωτος από την εργολαβία.

 

   2. Η διαδικασία έκπτωσης κινείται υποχρεωτικά κατά του αναδόχου, αν συντρέχει μία από τις παρακάτω πε­ριπτώσεις:

α) Καθυστερήσει υπαίτια, πέραν του μηνός από της υπογραφής της συμβάσεως την έναρξη των εργασιών ή την υποβολή του αναλυτικού χρονοδιαγράμματος, σύμφωνα και με τα προβλεπόμενα στη σύμβαση.

β) Υπερβεί με υπαιτιότητά του, για χρόνο περισσότερο του μηνός, τον προβλεπόμενο στη σύμβαση χρόνο για την ολοκλήρωση της εργοταξιακής του ανάπτυξης.

γ) Υπερβεί με υπαιτιότητά του, κατά δύο (2) τουλάχι­στον μήνες, έστω και μία αποκλειστική προθεσμία του εγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος. Κατ' εξαίρεση, αν η εκτέλεση των εργασιών καθυστερεί, αλλά ο ανάδο­χος έχει ήδη εκτελέσει εργασίες που αντιστοιχούν σε ποσοστό τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%) του συμβατικού αντικειμένου, όπως έχει διαμορφωθεί με τις τυχόν υπογραφείσες συμπληρωματικές συμβάσεις, είναι δυνατή η χορήγηση παράτασης των προθεσμιών προς το συμφέρον του έργου, έστω κι αν η καθυστέρηση των εργασιών οφείλεται σε υπαιτιότητά του. Η παράταση χορηγείται στην περίπτωση αυτή χωρίς αναθεώρηση τιμών και με επιβολή των προβλεπομένων στις διατάξεις του άρθρου 49 του παρόντος.

δ) Οι εργασίες του είναι κατά σύστημα κακότεχνες ή τα υλικά που χρησιμοποιεί δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές. Για να κηρυχθεί ο ανάδοχος έκπτωτος για το λόγο αυτόν πρέπει να έχει προηγηθεί, τουλάχι­στον μία φορά, η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 60 του παρόντος για την αποκατάσταση των κακοτε­χνιών του έργου και να έχει απορριφθεί, στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων αυτών, η ένσταση του αναδόχου.

ε) Παρεκκλίνει επανειλημμένα από τα εγκεκριμένα σχέδια ή παραλείπει συστηματικά την τήρηση των κα­νόνων ασφαλείας των εργαζομένων ή προστασίας του περιβάλλοντος. Για να κινηθεί η διαδικασία έκπτωσης στην περίπτωση αυτή απαιτείται η κοινοποίηση δύο (2) τουλάχιστον σχετικών εγγράφων προειδοποιήσεων της διευθύνουσας υπηρεσίας προς τον ανάδοχο.

 

   3. Η περίπτωση γ' της ανωτέρω παραγράφου εφαρμό­ζεται αναλογικά και στην περίπτωση παραβίασης των ενδεικτικών προθεσμιών της παρούσας παραγράφου. Για την εφαρμογή της καθορίζονται υποχρεωτικά στα συμβατικά τεύχη και για την περίοδο έναρξης των ερ­γασιών εκτέλεσης, ενδεικτικές τμηματικές προθεσμίες ανά έναν (1) ή το πολύ δύο (2) μήνες ανάλογα με το μέγεθος του έργου και τις συνθήκες εκτέλεσης. Οι ως άνω υποχρεωτικές ενδεικτικές προθεσμίες τίθενται για το διάστημα από την υπογραφή της σύμβασης μέχρι το πέρας του ενός τετάρτου (1/4) της αρχικής συμβατικής προθεσμίας περαίωσης. Το χρονικό αυτό διάστημα δεν μπορεί να είναι μικρότερο από έξι (6) μήνες.

 

   4. Αν υφίσταται λόγος έκπτωσης, κοινοποιείται στον ανάδοχο ειδική πρόσκληση της διευθύνουσας υπηρεσί­ας, η οποία αναφέρεται απαραίτητα στις διατάξεις του άρθρου αυτού και περιλαμβάνει συγκεκριμένη περιγρα­φή ενεργειών ή εργασιών που πρέπει να εκτελέσει ο ανάδοχος μέσα στην τασσόμενη προθεσμία. Η τασσόμε­νη προθεσμία πρέπει να είναι εύλογη, δηλαδή ανάλογη του χρόνου που απαιτείται κατά την κοινή αντίληψη για την εκτέλεση των εργασιών ή των ενεργειών. Δεν μπορεί πάντως να είναι μικρότερη από δέκα (10) ημέρες, ούτε και μεγαλύτερη από τριάντα (30) ημέρες.

Όταν ζητείται η λήψη μέτρων για την αποτροπή επεί­γοντος κινδύνου, η προθεσμία που τάσσεται μπορεί να είναι μικρότερη των δέκα (10) ημερών.

 

   5. Παρά την κοινοποίηση της ειδικής πρόσκλησης και τις προθεσμίες που τάσσει για την εκτέλεση συγκεκρι­μένων εργασιών ή ενεργειών, ο ανάδοχος είναι υποχρε­ωμένος να τηρεί τις εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις του, για την εμπρόθεσμη εκτέλεση των έργων ή τμημά­των του και υφίσταται τις νόμιμες συνέπειες από την τυχόν υπέρβαση των συμβατικών προθεσμιών.

 

   6. Αν η προθεσμία που τέθηκε με την ειδική πρό­σκληση παρήλθε χωρίς ο ανάδοχος να συμμορφωθεί με το περιεχόμενό της, κηρύσσεται έκπτωτος αμέσως και πάντως πριν από την παρέλευση δεκαπέντε (15) ημερών από την πάροδο της προθεσμίας, με απόφαση του προϊσταμένου της διευθύνουσας υπηρεσίας. Στην απόφαση προσδιορίζονται οι εργασίες και ενέργειες που τυχόν εκτέλεσε ο ανάδοχος, σε συμμόρφωση προς την ειδική πρόσκληση και αιτιολογείται η έκπτωση, με αναφορά στις εργασίες που δεν εκτέλεσε και ενέργειες που δεν συμμορφώθηκε.

 

   7. Αν κατά της απόφασης έκπτωσης δεν ασκηθεί εμπρόθεσμα ένσταση ή αν απορριφθεί η ένσταση από την αρμόδια προς τούτο προϊσταμένη αρχή, η έκπτωση καθίσταται οριστική. Αν ασκηθεί εμπρόθεσμα ένσταση, αναστέλλονται οι συνέπειες της έκπτωσης μέχρι αυτή να οριστικοποιηθεί και ο ανάδοχος υποχρεούται να συ­νεχίσει τις εργασίες της εργολαβίας. Η απόφαση επί της ενστάσεως εκδίδεται, μετά γνώμη του αρμόδιου Τεχνικού Συμβουλίου, από την προϊσταμένη αρχή και κοινοποιείται υποχρεωτικά, εντός δύο (2) μηνών από την κατάθεσή της. Η τυχόν αποδοχή ή απόρριψη της ένστα­σης αιτιολογείται, μεταξύ δε των λόγων αποδοχής μπο­ρεί να περιλαμβάνεται και η καταφανής βελτίωση του ρυθμού ή της ποιότητας των εκτελούμενων εργασιών, ώστε να πιθανολογείται βάσιμα η έγκαιρη και έντεχνη εκτέλεση του έργου. Αν η ανωτέρω δίμηνη προθεσμία παρέλθει άπρακτη, κινείται η πειθαρχική διαδικασία κατά των υπαίτιων υπαλλήλων κατά το άρθρο 40 του παρόντος, για την επιβολή ποινών αναλόγων προς τις επιπτώσεις της αμέλειάς τους στα συμφέροντα του κυρίου του έργου, επιπλέον δε, ο ανάδοχος υποχρεού­ται να διακόψει τις εργασίες, έως ότου εκδοθεί ρητή απόφαση της προϊσταμένης αρχής επί της ενστάσεώς του. Για το χρόνο διάρκειας της διακοπής δικαιούται ισόποση παράταση προθεσμίας με αναθεώρηση, εφόσον η ένστασή του γίνει τελικά αποδεκτή, ενώ η διακοπή των εργασιών δεν αποτελεί λόγο για τη διάλυση της σύμ­βασης. Ουδεμία εργασία εκτελούμενη μετά την ημέρα της κατά τα άνω υποχρεωτικής διακοπής των εργασιών και μέχρι την έκδοση τυχόν θετικής για τον ανάδοχο αποφάσεως πιστοποιείται για πληρωμή. Μόλις οριστι­κοποιηθεί η έκπτωση, η προϊσταμένη αρχή υποχρεούται να ενημερώσει εγγράφως τη Διεύθυνση Μητρώων και Τεχνικών Επαγγελμάτων της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.

 

   8. Αν μετά την κήρυξη της έκπτωσης και πριν από την οριστικοποίησή της ο ανάδοχος εξακολουθεί να παραμελεί τις υποχρεώσεις του, η διευθύνουσα υπηρε­σία μπορεί να επέμβει για την αποτροπή ενδεχόμενων κινδύνων για το έργο και εκτελεί τις απαιτούμενες προς τούτο εργασίες σε βάρος και για λογαριασμό του ανα­δόχου. Επίσης εκτελεί τις απαραίτητες κατεπείγουσες εργασίες μετά την οριστικοποίηση της έκπτωσης και μέχρι τον καθορισμό του τρόπου εκτέλεσης των υπο­λειπόμενων εργασιών, από την αρμόδια προϊσταμένη αρχή. Η εκτέλεση των εργασιών της παραγράφου αυτής γίνεται με απευθείας ανάθεση σε άλλον εργολήπτη ή με πρόχειρο διαγωνισμό ή με αυτεπιστασία.

 

   9. Αν η έκπτωση καταστεί οριστική, ο ανάδοχος απο­ξενώνεται και αποβάλλεται αμέσως από το έργο και η εργολαβία εκκαθαρίζεται το συντομότερο δυνατό.

Κατ' εξαίρεση, μπορεί να επιτραπεί στον έκπτωτο ανάδοχο να συμπληρώσει ημιτελείς εργασίες, ώστε να καταστεί δυνατή η επιμέτρησή τους ή να εκτελέσει εργασίες προς άρση ή αποτροπή κινδύνων.

 

   10. Κατά του οριστικά έκπτωτου αναδόχου επέρχονται αθροιστικά οι εξής συνέπειες, τις οποίες υποχρεούται να υλοποιήσει η διευθύνουσα υπηρεσία εντός μηνός από την οριστικοποίηση της έκπτωσης:

α) Καθίσταται άμεσα απαιτητό το αναπόσβεστο μέρος της προκαταβολής προσαυξημένο με τους νόμιμους τόκους και εισπράττεται από τον κύριο του έργου με κα­τάπτωση ανάλογου ποσού της αντίστοιχης εγγύησης.

β) Καταπίπτει υπέρ του κυρίου του έργου, ως ειδική ποινική ρήτρα, το σύνολο των εγγυήσεων για την καλή εκτέλεση του έργου, όπως ορίζονται στο άρθρο 35 του παρόντος.

γ) Καταπίπτει το σύνολο των ποινικών ρητρών που προβλέπονται για την υπέρβαση της συνολικής προ­θεσμίας περαίωσης του έργου και για τις τμηματικές προθεσμίες. Οι ποινικές ρήτρες περιλαμβάνονται στον εκκαθαριστικό λογαριασμό της έκπτωτης εργολαβίας.

 

   11. Για την εκκαθάριση της εργολαβίας καλείται ο έκπτωτος ανάδοχος να υποβάλει μέσα σε έναν (1) μήνα την επιμέτρηση των εργασιών που έχει εκτελέσει. Αν αμελήσει την υποχρέωσή του αυτή, η διευθύνουσα υπη­ρεσία προβαίνει η ίδια στη σύνταξη της επιμέτρησης ή την αναθέτει σε ιδιώτη μηχανικό, καλώντας τον έκπτω­το ανάδοχο να παραστεί. Η επιμέτρηση ελέγχεται και εγκρίνεται από τη διευθύνουσα υπηρεσία εντός μηνός από της υποβολής της και κοινοποιείται στον έκπτωτο ανάδοχο, ο οποίος μπορεί να υποβάλει ένσταση εντός δεκαπέντε (15) ημερών. Το ίδιο ισχύει αναλογικά και αν η επιμέτρηση συνταχθεί με επιμέλεια της διευθύνουσας υπηρεσίας. Επί της ένστασης αποφαίνεται η προϊσταμέ­νη αρχή εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της. Αν η επιμέτρηση ανατεθεί προς σύνταξη σε ιδιώτη μηχα­νικό, η σχετική δαπάνη καταβάλλεται από τις πιστώσεις του έργου με απόφαση της διευθύνουσας υπηρεσίας και περιλαμβάνεται στον εκκαθαριστικό λογαριασμό της έκπτωτης εργολαβίας. Η επιμέτρηση περιλαμβάνει μόνο ολοκληρωμένες εργασίες. Κατ' εξαίρεση ημιτε­λείς εργασίες και εισκομισθέντα στο εργοτάξιο υλικά περιλαμβάνονται στην επιμέτρηση, αν κατά την κρίση της υπηρεσίας είναι χρήσιμα για τον κύριο του έργου, εν όψει της προοπτικής συνέχισής του.

 

   12. Στον εκκαθαριστικό λογαριασμό περιλαμβάνεται το σύνολο των ποινικών ρητρών της παραγράφου 10 και κάθε άλλη εκκαθαρισμένη απαίτηση κατά του έκ­πτωτου αναδόχου. Αν ο εκκαθαριστικός λογαριασμός είναι αρνητικός, η διαφορά εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την είσπραξη των απαιτή­σεων του κυρίου του έργου. Αν κατά την παραλαβή των εργασιών της έκπτωτης εργολαβίας, που διενεργείται ταυτόχρονα ως προσωρινή και οριστική, προκύψουν διαφορές στα ποσά του εκκαθαριστικού λογαριασμού, συντάσσεται νέος τελικός λογαριασμός, αλλιώς ο εκ­καθαριστικός λογαριασμός ισχύει ως τελικός.

 

   13. Αν, μετά την οριστικοποίηση της έκπτωσης, η προϊσταμένη αρχή αποφασίσει την ολοκλήρωση του έργου, προσκαλεί τον επόμενο κατά σειρά μειοδότη του διαγωνισμού, στον οποίο αναδείχθηκε ο έκπτωτος ανάδοχος και του προτείνει να αναλάβει αυτός το έργο ολοκλήρωσης της έκπτωτης εργολαβίας, με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις και βάσει της προσφοράς που υπέβαλε στο διαγωνισμό. Η σύμβαση εκτέλεσης συνά­πτεται εφόσον εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της πρότασης περιέλθει στην προϊσταμένη αρχή έγγραφη και ανεπιφύλακτη αποδοχή της. Η άπρα­κτη πάροδος της προθεσμίας θεωρείται ως απόρριψη της πρότασης. Αν ο ανωτέρω μειοδότης δεν δεχθεί την πρόταση σύναψης σύμβασης, η προϊσταμένη αρχή προσκαλεί τον επόμενο κατά σειρά μειοδότη, ακολου­θώντας κατά τα λοιπά την ίδια διαδικασία. Εφόσον και αυτός απορρίψει την πρόταση, η προϊσταμένη αρχή για την ανάδειξη αναδόχου στο έργο προσφεύγει κατά την κρίση της είτε στην ανοικτή δημοπρασία είτε στη διαδι­κασία με διαπραγμάτευση, κατά τις οικείες διατάξεις.

Η διαδικασία της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση που η προϊσταμένη αρχή κρίνει αιτιολογημένα ότι οι παραπάνω προσφορές δεν είναι ικανοποιητικές για τον κύριο του έργου, ενώ μπορεί να εφαρμόζεται αναλογικά και σε περίπτωση ολοκλήρω­σης του έργου, ύστερα από αυτοδίκαιη διάλυση της σύμβασης κατόπιν πτώχευσης του αναδόχου ή διάλυση με υπαιτιότητα του κυρίου του έργου κατά τις κείμενες διατάξεις.

 

Αρθρο  62

Διακοπή εργασιών - Διάλυση της σύμβασης

 

   1. Η σύμβαση διαλύεται από την κοινοποίηση στον ανά­δοχο διαταγής του φορέα κατασκευής του έργου για οριστική διακοπή των εργασιών, εκτός αν με τη διαταγή αυτή ορίζεται μεταγενέστερος χρόνος διάλυσης, για να εκτελεσθούν οριζόμενες στη διαταγή εργασίες.

 

   2. Ο ανάδοχος μπορεί να ζητήσει τη διάλυση της σύμβασης:

α. Αν μετά την υπογραφή της σύμβασης καθυστερήσει η έναρξη των εργασιών περισσότερο από τρεις (3) μήνες με υπαιτιότητα του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου, εκτός αν στη σύμβαση ορίζεται διαφορετικά σχετικά με την έναρξη των εργασιών.

β. Αν οι εργασίες, ύστερα από την έναρξή τους, διακο­πούν είτε με διαταγή είτε από υπαιτιότητα του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου για διάστημα με­γαλύτερο των τριών (3) μηνών από την κοινοποίηση της διαταγής διακοπής στην πρώτη περίπτωση ή από την επίδοση ειδικής δήλωσης του αναδόχου στη δεύτερη.

Σε περίπτωση διακοπής για καθυστέρηση πληρωμών, σύμφωνα με την παράγραφο 9 του άρθρου 53 του πα­ρόντος, η διάλυση μπορεί να ζητηθεί μετά δίμηνο από τη δήλωση διακοπής των εργασιών.

γ. Αν η καθυστέρηση των εργασιών χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου υπερβεί την οριακή προθεσμία.

 

   3. Αν υπάρχει υπαιτιότητα του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου, για διακοπή των εργασιών, ο ανάδοχος υποβάλλει την ειδική δήλωση διακοπής των έργων στον προϊστάμενο της διευθύνουσας υπηρεσίας. Με τη δήλωση αυτή:

α) Καθορίζεται συγκεκριμένα η υπαιτιότητα, που απο­δίδεται στον φορέα κατασκευής ή τον κύριο του έργου, η οποία προκαλεί τη διακοπή των έργων.

β) Δίνονται στοιχεία για τα τμήματα του έργου που έχουν κατασκευαστεί μέχρι τη διακοπή των εργασιών και για την εκτίμηση της αξίας τους.

γ) Περιγράφονται τα τμήματα του έργου που υπολεί­πονται για εκτέλεση και αιτιολογείται για καθένα από αυτά η έλλειψη δυνατότητας κατασκευής, λόγω της υπαιτιότητας του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου, αν πρόκειται για τέτοια περίπτωση. Δήλωση που δεν περιλαμβάνει τα ανωτέρω στοιχεία, δεν παράγει έννομο αποτέλεσμα. Η δήλωση κοινοποιείται και στον κύριο του έργου, όταν αυτός δεν ταυτίζεται με τον φορέα κατασκευής του έργου.

 

   4. Μετά την επίδοση της ειδικής δήλωσης, κατά την παράγραφο 3 η διευθύνουσα υπηρεσία εξακριβώνει μέσα σε δέκα (10) ημέρες τα στοιχεία της δήλωσης και εκδίδει απόφαση που αποδέχεται ή απορρίπτει το περιεχόμενο της δήλωσης.

 

   5. Αν περάσει διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών από την επίδοση της ειδικής δήλωσης του ανα­δόχου, για διακοπή των εργασιών με υπαιτιότητα του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου, ή δύο (2) μηνών, σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμών, ο ανά­δοχος μπορεί να ζητήσει τη διάλυση της σύμβασης. Στην περίπτωση αυτή, τα στοιχεία των προηγούμενων παραγράφων συνεκτιμώνται για το σχηματισμό γνώμης στο αίτημα του αναδόχου.

 

   6. Σε περίπτωση που ο ανάδοχος ζητήσει τη διάλυση της σύμβασης, λόγω παρέλευσης της οριακής προθε­σμίας με υπαιτιότητα του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου, η απόφαση της διευθύνουσας υπη­ρεσίας πρέπει να κοινοποιηθεί στον ανάδοχο μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών. Μέχρι τότε, όπως και σε περίπτωση απορριπτικής απόφασης, οι εργασίες συνεχίζονται μέχρι την επίλυση της σχετικής διαφοράς, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.

 

   7. Το δικαίωμα του αναδόχου για αίτηση διάλυσης της σύμβασης, στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το στοιχείο α' και από την πρώτη περίπτωση του στοιχείου β' της παραγράφου 2, ασκείται μόνο μετά πάροδο τριών (3) μηνών από την υπογραφή της σύμβα­σης, αν σε αυτή δεν ορίζεται διαφορετικά σχετικά με την έναρξη των εργασιών ή από την κοινοποίηση της διαταγής διακοπής των εργασιών. Η αίτηση επιδίδεται στη διευθύνουσα υπηρεσία και κοινοποιείται στον κύριο του έργου, όταν αυτός δεν ταυτίζεται με τον φορέα κατασκευής του έργου. Για την αίτηση αποφασίζει η διευθύνουσα υπηρεσία που κοινοποιεί την απόφασή της στην προϊσταμένη αρχή.

 

   8. Στις περιπτώσεις που δεν προβλέπεται διαφορετικά, αν δεν εκδοθεί απόφαση μέσα σε δύο (2) μήνες από την επίδοση της αίτησης στη διευθύνουσα υπηρεσία, θεω­ρείται ότι η αίτηση έγινε δεκτή. Η αποδοχή της διάλυσης επέχει τη θέση της βεβαίωσης για την περαίωση των εργασιών. Στις περιπτώσεις διάλυσης της σύμβασης, ο ανάδοχος μπορεί με αίτησή του να ζητήσει να εγκρι­θεί η διενέργεια και της οριστικής παραλαβής μαζί με την προσωρινή, χωρίς να απαιτείται η παρέλευση του χρόνου εγγύησης, αν από τη φύση των εργασιών δεν δικαιολογείται η συντήρησή τους, ούτε απαιτείται η δοκιμασία του χρόνου.

 

Αρθρο  63

Ματαίωση διάλυσης

 

   1. Σε περίπτωση που ο ανάδοχος συμφωνεί μπορεί να ματαιωθεί η διάλυση, αφού αποζημιωθεί ο ανάδο­χος για τις θετικές του μόνο ζημίες που προκλήθηκαν από την καθυστέρηση της έναρξης ή τη διακοπή των εργασιών.

 

   2. Για τη ματαίωση της διάλυσης, ο ανάδοχος υποβάλ­λει οίκοθεν ή ύστερα από πρόσκληση της υπηρεσίας σχετική αίτηση με στοιχεία υπολογισμού της αποζημί­ωσης που αξιώνει. Η διευθύνουσα υπηρεσία διαβιβάζει την αίτηση στην προϊσταμένη αρχή, με ταυτόχρονη σχετική εισήγησή της. Η προϊσταμένη αρχή συγκροτεί επιτροπή που ερευνά το βάσιμο των απαιτήσεων του αναδόχου και εκτιμά το ύψος των θετικών ζημιών που προκλήθηκαν από την καθυστέρηση της έναρξης ή τη διακοπή των εργασιών. Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τον ανάδοχο πληροφορίες και συμπληρωματικά στοιχεία.

 

   3. Η ματαίωση διάλυσης της σύμβασης και η σχετική αποζημίωση εγκρίνονται με απόφαση της προϊσταμέ­νης αρχής. Η έγκριση ματαίωσης της διάλυσης γίνεται μετά από προηγούμενη γραπτή αποδοχή του ύψους της αποζημίωσης από τον ανάδοχο. Η αποζημίωση δεν μπορεί να είναι ανώτερη από αυτή που έχει εκτιμήσει η επιτροπή της προηγούμενης παραγράφου, εκτός αν πρόκειται για διόρθωση ή συμπλήρωση των στοιχείων της έκθεσης της επιτροπής. Με την έγκριση της ματαίω­σης μπορεί να εγκριθούν και οι αναγκαίες προσαρμογές στις προθεσμίες του έργου.

 

Αρθρο  64

Αποζημίωση αναδόχου λόγω διάλυσης της σύμβασης

 

   1. Σε όλες τις περιπτώσεις, που διαλύεται η σύμβαση από τον φορέα κατασκευής ή τον κύριο του έργου και υπό την προϋπόθεση ότι μέχρι το χρόνο εκείνον έχουν εκτελεσθεί εργασίες αξίας μικρότερης από τα τρία τέταρτα (3/4) του αρχικού συνολικού συμβατικού ποσού, καθώς και στις περιπτώσεις που διαλύεται η σύμβαση με αίτηση του αναδόχου, καταβάλλεται στον ανάδοχο, εκτός από την αξία των εργασιών που έχουν εκτελεσθεί:

α) Η αξία των υλικών που έχουν προσκομισθεί ή βρί­σκονται στο στάδιο παραγωγής ή προμήθειας. Η αξία των υλικών καταβάλλεται εφόσον είχε δοθεί εντολή να προσκομισθούν ή επιβάλλονταν η παραγωγή ή η προμήθεια από το χρονοδιάγραμμα των εργασιών σε συνδυασμό με τις τυχόν ειδικές συνθήκες του συγκε­κριμένου έργου, που επιβάλλουν την προσκόμιση, την παραγωγή ή προμήθεια υλικών.

β) Η αξία του αναπόσβεστου μέρους των εγκατα­στάσεων. Η αξία αυτή καταβάλλεται μόνον εφόσον πρόκειται για τις πράγματι απαραίτητες για το έργο εγκαταστάσεις, αφού ληφθεί υπόψη η τυχόν χρησιμο-ποίησή τους από τον ανάδοχο σε άλλα έργα ή η υπαίτια παράλειψη χρησιμοποίησής τους.

γ) Αποζημίωση για το τεκμαιρόμενο όφελος που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη του πέντε τοις εκατό (5%) του αρχικού συνολικού συμβατικού ποσού, μειωμένου κατά το ένα τέταρτο (1/4) και ύστερα από αφαίρεση της αξίας των εργασιών που έχουν εκτελεσθεί, καθώς και των υλικών και του αναπόσβεστου μέρους των εγκα­ταστάσεων που η αποζημίωσή τους αναγνωρίζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση. Για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνονται υπόψη όλες οι σχετικές συν­θήκες και ιδίως το μέγεθος του έργου, ο χρόνος απο­δέσμευσης του αναδόχου και η ωφέλεια του αναδόχου από άλλη εργασία κατά τους όρους του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 700 του Αστικού Κώδικα.

 

   2. Η ανωτέρω αποζημίωση, καθώς και η αποζημίωση για το τεκμαιρόμενο όφελος του αναδόχου προτείνεται από την επιτροπή παραλαβής του έργου και καθορίζεται με απόφαση της προϊσταμένης αρχής κατά την έγκριση του πρωτοκόλλου παραλαβής.

 

Αρθρο  65

Υποκατάσταση

 

   1. Η υποκατάσταση του αναδόχου από τρίτο στην κατασκευή μέρους ή όλου του έργου (εκχώρηση του έργου) απαγορεύεται χωρίς έγκριση του φορέα κα­τασκευής του έργου. Η έγκριση της υποκατάστασης γίνεται από την προϊσταμένη αρχή, μετά από πρόταση της διευθύνουσας υπηρεσίας, εφόσον η εργοληπτική επιχείρηση, που θα υποκαταστήσει τον ανάδοχο, έχει τα ίδια προσόντα που απαιτήθηκαν για την ανάληψη του έργου από τον ανάδοχο και παρέχει τα απαραίτητα εχέγγυα για την κατασκευή του έργου, κατά την κρίση της προϊσταμένης αρχής που λαμβάνει υπόψη της και τα σχετικά στοιχεία του Μ.Ε.ΕΠ..

Αν διαπιστωθεί καθ' οιονδήποτε τρόπο ότι έχει γίνει άμεση ή έμμεση υποκατάσταση του αναδόχου από άλλη εργοληπτική επιχείρηση, ο κύριος του έργου ή ο φορέ­ας κατασκευής κηρύσσει έκπτωτο τον ανάδοχο, μετά γνώμη του αρμόδιου Τεχνικού Συμβουλίου.

 

   2. Σε κάθε περίπτωση υποκατάστασης ο ανάδοχος ευθύνεται μαζί με τον υποκατάστατο εις ολόκληρον προς τον κύριο του έργου, το προσωπικό του έργου και οποιονδήποτε τρίτο. Κατ' εξαίρεση μπορεί να εγκριθεί η υποκατάσταση με απαλλαγή του αναδόχου από την ευθύνη του προς τον κύριο του έργου, αν αυτό επιβάλ­λεται από το συμφέρον του έργου και ο ανάδοχος βρί­σκεται σε προφανή αδυναμία να περατώσει το έργο.

 

   3. Για να εγκριθεί η υποκατάσταση με απαλλαγή από την ευθύνη του αρχικού αναδόχου, στην αίτηση του ανα­δόχου προσδιορίζεται το τμήμα της εργολαβίας, για το οποίο ζητείται η υποκατάσταση με απαλλαγή από την ευθύνη και η πιστοποίηση μετά την οποία όλες οι πλη­ρωμές θα διενεργούνται απευθείας στον νέο ανάδοχο. Μαζί με την αίτηση υποβάλλεται και δήλωση του νέου αναδόχου ότι αποδέχεται το περιεχόμενο της αίτησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Με την απόφαση έγκρισης της υποκατάστασης με απαλλαγή καθορίζεται το τμήμα της εργολαβίας για το οποίο ισχύει η υποκατάσταση, αν η υποκατάσταση δεν γίνε­ται για το σύνολο του έργου, η πιστοποίηση μετά την οποία οι πληρωμές θα διενεργούνται στον νέο ανάδοχο, οι εγγυήσεις του νέου αναδόχου και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια. Στις περιπτώσεις της παραγράφου αυ­τής ο υποκατάστατος του αναδόχου επέχει στο εξής θέση αναδόχου και αναλαμβάνει όλες τις ευθύνες για το σύνολο του έργου ή για τα τμήματα του έργου που προσδιορίζονται με την απόφαση έγκρισης της υπο­κατάστασης με απαλλαγή της ευθύνης του αρχικού αναδόχου. Επίσης αναλαμβάνει και τις υποχρεώσεις του αρχικού αναδόχου προς το προσωπικό που εργάσθηκε στο έργο τους τελευταίους τρεις (3) μήνες πριν από την υποκατάσταση. Οι εγγυήσεις επ' ονόματι του αρχικού αναδόχου ή το μέρος τους που ορίζεται με την εγκριτική απόφαση αποδίδονται, αφού προηγουμένως κατατεθούν νέες ισόποσες εγγυήσεις από τον νέο ανάδοχο. Μόνο μετά την κατάθεση αυτή επέρχεται η απαλλαγή του αρχικού αναδόχου από την ευθύνη του.

 

   4. Σε περίπτωση αναδόχου κοινοπραξίας που την υπο­κατάσταση ζητεί μέλος της, απαιτείται η συναίνεση όλων των μελών της κοινοπραξίας και κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι προηγούμενες παράγραφοι.

 

   5. Σε κάθε περίπτωση υποκατάστασης γίνεται ανα­κοίνωση στο Μ.Ε.ΕΠ. για να ληφθεί υπόψη κατά την κρίση της εκχωρούσας επιχείρησης σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις.

 

Αρθρο  66

Κατασκευαστική κοινοπραξία

 

   1. Επιτρέπεται η σύσταση κοινοπραξίας μεταξύ εργο­ληπτικών επιχειρήσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 80 του παρόντος, όπως κάθε φορά ισχύει, για την κατασκευή έργου, το οποίο έχει αναλάβει μία ή περισσότερες από τις επιχει­ρήσεις αυτές (κατασκευαστική κοινοπραξία), αν:

α) όλα τα μέλη της κατασκευαστικής κοινοπραξίας ανήκουν στις καλούμενες από τη διακήρυξη τάξεις και κατηγορίες του Μητρώου Εργοληπτικών Επιχειρήσεων (Μ.Ε.ΕΠ.) και

β) το συμφωνητικό σύστασης της κοινοπραξίας γνω­στοποιείται στον κύριο του έργου ή τον φορέα κα­τασκευής. Αν δεν γνωστοποιηθεί, δεν αναγνωρίζεται από τον κύριο του έργου ή τον φορέα κατασκευής. Ο κύριος του έργου ή ο φορέας κατασκευής μπορεί να μην εγκρίνει τη σύσταση της κοινοπραξίας, με απόφαση που λαμβάνεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) μηνός από την ανωτέρω γνωστοποίηση. Μέχρι την έγκριση ή μέχρι την παρέλευση της προθεσμίας αυτής δεν επιτρέπεται η σύμπραξη της κοινοπραξίας στην κατασκευή του έργου. Ο αριθμός των μελών της κατασκευαστικής κοινοπραξίας δεν μπορεί να υπερβαί­νει τα τρία, αν το έργο ανατέθηκε σε μία επιχείρηση, ή το διπλάσιο του αρχικού αριθμού των εργοληπτικών επιχειρήσεων, αν το έργο ανατέθηκε σε κοινοπραξία εργοληπτικών επιχειρήσεων.

 

   2. Ο ανάδοχος πρέπει να διατηρεί συνολικό ποσοστό συμμετοχής στην κατασκευαστική κοινοπραξία τουλά­χιστον εβδομήντα τοις εκατό (70%).

Αν ο ανάδοχος είναι κοινοπραξία, πρέπει επιπλέον κάθε επιχείρηση της κοινοπραξίας να διατηρεί ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής δεκαπέντε τοις εκατό (15%), εκτός αν η συμμετοχή της στην αρχική κοινοπραξία ανέρχεται σε ποσοστό μικρότερο του δεκαπέντε τοις εκατό (15%), οπότε αυτό ισχύει ως ελάχιστο ποσοστό και στην κα­τασκευαστική κοινοπραξία. Στην περίπτωση αναδόχου κοινοπραξίας επιχειρήσεων της ίδιας κατηγορίας, το ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής καθεμίας των επιχει­ρήσεων αυτών στην κατασκευαστική κοινοπραξία δεν μπορεί να είναι κατώτερο από είκοσι πέντε τοις εκα­τό (25%). Κάθε άλλη νέα επιχείρηση που μετέχει στην κατασκευαστική κοινοπραξία πρέπει να έχει ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής δεκαπέντε τοις εκατό (15%).

Τα επιπλέον μέλη της κοινοπραξίας δεν επιτρέπεται να είναι κοινοπραξίες.

 

   3. Τα μέλη της κοινοπραξίας ευθύνονται εις ολόκληρον έναντι του κυρίου του έργου ή του φορέα κατασκευής, για το σύνολο του έργου.

 

   4. Στον υπολογισμό της εμπειρίας και του ορίου ανε­κτέλεστου μέρους εργολαβιών δημόσιων έργων κάθε εργοληπτικής επιχείρησης, όπως το όριο αυτό προσδιο­ρίζεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 20 του παρόντος, λαμβάνονται υπόψη και τα έργα που εκτελέστηκαν από κατασκευαστικές κοινοπραξίες, στις οποίες συμμετείχε καθεμία από αυτές τις εργοληπτικές επιχειρήσεις, κατά το ποσοστό συμμετοχής της.

 

Αρθρο  67

Όροι και διαδικασία έγκρισης κατασκευαστικής κοινοπραξίας

 

   1. Η γνωστοποίηση της σύστασης κατασκευαστικής κοινοπραξίας μεταξύ εργοληπτικών επιχειρήσεων της παραγράφου 1 του άρθρου 80 του παρόντος, η οποία προτίθεται να εκτελέσει έργο, που έχει αναλάβει μία ή περισσότερες από αυτές, γίνεται με αίτηση του ανα­δόχου, η οποία υποβάλλεται στη διευθύνουσα το έργο Υπηρεσία, μαζί με πρωτότυπο συμφωνητικό σύστασης της κατασκευαστικής κοινοπραξίας και φάκελο δικαιο­λογητικών, σύμφωνα με την παράγραφο 3.

 

   2. Το συμφωνητικό σύστασης της κατασκευαστικής κοινοπραξίας τελεί υπό την αίρεση έγκρισής του και πρέπει να περιλαμβάνει, τουλάχιστον, τα εξής στοι­χεία:

α) Σαφή αναφορά των στοιχείων των συμβαλλόμενων εργοληπτικών επιχειρήσεων, από τα οποία να αποδει­κνύεται η εγκυρότητα της σύστασης της κατασκευαστι­κής κοινοπραξίας και ότι αυτές έχουν και τις ιδιότητες που απαιτούνται από τις διατάξεις του άρθρου 66 του παρόντος και ειδικότερα:

i) Εάν πρόκειται περί ατομικής εργοληπτικής επιχεί­ρησης εγγεγραμμένης στο Μ.Ε.ΕΠ., το ονοματεπώνυμο, την ισχύουσα επαγγελματική διεύθυνση και τον αριθμό εγγραφής στο Μ.Ε.ΕΠ. και την τάξη και τις κατηγορίες έργων στις οποίες είναι γραμμένη.

ii) Εάν πρόκειται περί εργοληπτικής επιχείρησης με νομική προσωπικότητα εγγεγραμμένης στο Μ.Ε.ΕΠ., την πλήρη επωνυμία και το διακριτικό τίτλο της εταιρίας, την ισχύουσα διεύθυνση, τον αριθμό εγγραφής στο Μ.Ε.ΕΠ. και την τάξη και τις κατηγορίες έργων στις οποί­ες είναι εγγεγραμμένη, καθώς και το ονοματεπώνυμο, την ισχύουσα διεύθυνση, το επάγγελμα και την ιδιότητα του φυσικού προσώπου, το οποίο είναι εξουσιοδοτημένο για την υπογραφή του συμφωνητικού σύστασης της κατασκευαστικής κοινοπραξίας και τα στοιχεία της απόφασης του οργάνου, το οποίο δεσμεύει την εταιρία κατά το καταστατικό της, για την εκτέλεση του έργου σε κοινοπραξία με τα λοιπά μέλη της κατασκευαστικής κοινοπραξίας και για την εξουσιοδότησή του να υπο­γράψει το συμφωνητικό σύστασής της.

iii) Εάν πρόκειται για εργοληπτική επιχείρηση με έδρα εκτός Ελλάδος, μη εγγεγραμμένη στο Μ.Ε.ΕΠ., τα στοι­χεία των περιπτώσεων i και ii και αντί των στοιχείων εγγραφής στο Μ.Ε.ΕΠ., τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πρόκειται περί εργοληπτικής επιχείρησης η οποία δύναται, σύμφωνα με το δίκαιο της έδρας της, να συμ­μετέχει σε δημοπρασίες και να αναλαμβάνει την εκτέ­λεση δημόσιων έργων, της τάξης και της κατηγορίας του συγκεκριμένου έργου το οποίο έχει αναλάβει ο ανάδοχος.

β) Σαφή αναφορά του ποσοστού συμμετοχής κάθε συμβαλλόμενης εργοληπτικής επιχείρησης στην κατα­σκευαστική κοινοπραξία, από την οποία να αποδεικνύ­εται πλήρως η τήρηση των σχετικών προϋποθέσεων έγκρισης της κοινοπραξίας αυτής, που ορίζουν οι δια­τάξεις του άρθρου 66 του παρόντος.

γ) Σαφή αναφορά του έργου για την εκτέλεση του οποίου συνιστάται η κατασκευαστική κοινοπραξία, η οποία να ταυτίζεται με τον τίτλο του έργου που έχει αναλάβει ο αρχικός ανάδοχος.

δ) Ρητή και ανεπιφύλακτη δήλωση όλων των συμβαλ­λομένων περί αποδοχής όλων των όρων της σύμβασης, μεταξύ του εργοδότη και του αναδόχου και περί της εις ολόκληρον ευθύνης τους έναντι του εργοδότη για το σύνολο του έργου.

ε) Ορισμό φυσικού προσώπου, ως εκπροσώπου της κατασκευαστικής κοινοπραξίας, με τον αναπληρωτή του για τους οποίους ισχύουν τα εξής:

i) Σε περίπτωση που ο αρχικός ανάδοχος είναι κοινο­πραξία, ο εκπρόσωπος πρέπει να είναι μέλος αυτής ή νόμιμος εκπρόσωπος εταιρίας, μέλους της κοινοπραξί­ας, ο δε αναπληρωτής μπορεί να είναι μέλος ή νόμιμος εκπρόσωπος των υπόλοιπων μελών της κατασκευαστι­κής κοινοπραξίας.

ii) Σε περίπτωση που ο αρχικός ανάδοχος είναι μία εργοληπτική επιχείρηση, ο εκπρόσωπος πρέπει να είναι το φυσικό πρόσωπο που τη συνιστά (επί ατομικής επι­χείρησης) ή ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής (επί εταιρίας) και ο αναπληρωτής μπορεί να είναι πρόσωπο με τις ίδιες ιδιότητες από τα υπόλοιπα μέλη της κατασκευα­στικής κοινοπραξίας.

iii) Σε όλες τις περιπτώσεις ισχύουν αναλόγως κατά τα λοιπά και οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 39 και 70 παράγραφοι 2 και 4 του παρόντος.

 

   3. Ο φάκελος των δικαιολογητικών που συνοδεύει την αίτηση της παραγράφου 1 περιέχει ιδίως τα εξής:

α) Τα νομιμοποιητικά έγγραφα που τεκμηριώνουν τα στοιχεία της παραγράφου 2.α, όπως τα ισχύοντα κα­ταστατικά, αποφάσεις διοικητικών συμβουλίων, εξου­σιοδοτήσεις κ.λπ..

β) Τις ισχύουσες βεβαιώσεις εγγραφής στο Μ.Ε.ΕΠ. (σε αντίγραφα νομίμως επικυρωμένα) για τις περιπτώσεις i και ii της παραγράφου 2.α και τα αντίστοιχα σχετικά στοιχεία για την περίπτωση iii της ίδιας παραγράφου.

γ) Τις συμβολαιογραφικές πράξεις ορισμού εκπροσώ­που και αναπληρωτή, σύμφωνα με την ανωτέρω παρά­γραφο 2.ε και τα άρθρα 39 και 70 παράγραφοι 2 και 4 του παρόντος.

δ) Πιστοποιητικά από τα οποία να αποδεικνύεται ότι τα επιπλέον του αρχικού αναδόχου μέλη της κατασκευ­αστικής κοινοπραξίας δεν βρίσκονται υπό πτώχευση, εκκαθάριση, αναγκαστική διαχείριση ή προκειμένου για επιχείρηση με έδρα εκτός Ελλάδας, σε οποιαδήποτε ανάλογη κατάσταση που προκύπτει από παρόμοια δι­αδικασία προβλεπόμενη από τη νομοθεσία της έδρας της.

ε) Πιστοποιητικά από τα οποία να αποδεικνύεται ότι τα παρακάτω πρόσωπα δεν έχουν καταδικασθεί με αμε­τάκλητη δικαστική απόφαση για αδικήματα τα οποία στε-ρούν το δικαίωμα συμμετοχής στη δημοπρασία, όπως καθορίζονται κάθε φορά στη διακήρυξη δημοπρά­τησης του συγκεκριμένου έργου. Τα πιστοποιητικά αυτά πρέπει να έχουν εκδοθεί από την αρμόδια εισαγγελική αρχή ή την αντίστοιχη δημόσια αρχή (επί επιχειρήσεων με έδρα εκτός Ελλάδας, μη εγγεγραμμένων στο Μ.Ε.ΕΠ.) και αφορούν στα εξής φυσικά πρόσωπα:

i) επί ατομικής επιχείρησης, στο πρόσωπο που ανήκει αυτή,

ii) επί προσωπικής εταιρίας, στους διαχειριστές,

iii) επί Ε.Π.Ε. στους διαχειριστές,

iv) επί Α.Ε. στον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου και στον Διευθύνοντα Σύμβουλο,

v) στον εκπρόσωπο της κατασκευαστικής κοινοπρα­ξίας και στον αναπληρωτή του.

στ) Υπεύθυνη δήλωση του νόμιμου εκπροσώπου της εργοληπτικής επιχείρησης ότι δεν της επιβλήθηκε για πειθαρχικό παράπτωμα ποινή η οποία της στερεί το δικαίωμα συμμετοχής στη δημοπρασία.

ζ) Βεβαιώσεις των αρμόδιων οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης (βεβαιώσεις ασφαλιστικής ενημερότητας), από τις οποίες να αποδεικνύεται ότι κάθε επιπλέον του αρχικού αναδόχου μέλος της κατασκευαστικής κοινοπραξίας έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όσον αφορά στην καταβολή των εισφορών κοινωνι­κής ασφάλισης, σύμφωνα με την ισχύουσα ελληνική νομοθεσία ή με τη νομοθεσία της χώρας όπου είναι εγκατεστημένος.

η) Βεβαιώσεις των αρμόδιων φορολογικών αρχών (βε­βαιώσεις φορολογικής ενημερότητας), από τις οποίες να αποδεικνύεται ότι κάθε επιπλέον του αρχικού ανα­δόχου μέλος της κατασκευαστικής κοινοπραξίας έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του τις σχετικές με την πληρωμή των φόρων, σύμφωνα με την ισχύουσα ελλη­νική νομοθεσία ή με τη νομοθεσία της χώρας που είναι εγκατεστημένος.

θ) Υπεύθυνη δήλωση κάθε επιπλέον του αρχικού ανα­δόχου μέλους της κατασκευαστικής κοινοπραξίας, για το ύψος του ανεκτέλεστου μέρους των εργολαβικών της συμβάσεων δημόσιων έργων.

 

   4. Εργοληπτικές επιχειρήσεις κάτοχοι «ενημερότητας πτυχίου» σε ισχύ δεν προσκομίζουν όσα από τα ανω­τέρω δικαιολογητικά προσκομίστηκαν για την έκδοση της ενημερότητας πτυχίου.

 

   5. Η διευθύνουσα υπηρεσία οφείλει να διαβιβάσει αμέ­σως στην προϊσταμένη αρχή την αίτηση του αναδόχου και τα συνημμένα σε αυτή στοιχεία, μαζί με αιτιολογη­μένη εισήγησή της για την έγκριση ή μη της σύστασης της κατασκευαστικής κοινοπραξίας. Επί της αιτήσεως αποφασίζει η προϊσταμένη αρχή, μέσα στην αποκλειστική προθεσμία του ενός (1) μηνός, που ορίζεται στις διατάξεις του τρίτου εδαφίου της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 66 του παρόντος. Αν κατά την εξέταση της αίτησης διαπιστωθούν ελλείψεις, μπο­ρεί να προσκληθεί ο ανάδοχος για τη συμπλήρωσή τους. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να ανασταλεί η ανωτέρω προθεσμία, μέχρι τη συμπλήρωση των ελλείψεων και την υποβολή των δικαιολογητικών που λείπουν.

 

   6. Η προϊσταμένη αρχή, με ειδική αιτιολόγηση, μπορεί να μην εγκρίνει τη σύσταση της κατασκευαστικής κοινο­πραξίας, οι δε λόγοι μη έγκρισης μπορούν να βασίζονται μόνο σε τεκμηριωμένα στοιχεία προερχόμενα κυρίως από την υπηρεσία του μητρώου του άρθρου 92 του παρόντος, σχετικά με την ικανότητα και αξιοπιστία των εργοληπτικών επιχειρήσεων, που μετέχουν στην κατα­σκευαστική κοινοπραξία (εκτός από τον ανάδοχο), για την καλή και έγκαιρη κατασκευή του έργου. Η απόφαση αυτή της προϊσταμένης αρχής, περί μη έγκρισης της σύστασης της κατασκευαστικής κοινοπραξίας, εκδίδεται μόνο μέσα στην αποκλειστική προθεσμία της παραγρά­φου 5 και κοινοποιείται αμέσως στη διευθύνουσα υπη­ρεσία, καθώς και στον ανάδοχο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 44 του παρόντος. Πριν από την ολοκλήρωση της ανωτέρω κοινοποίησης, και πάντως μέσα στην ανωτέρω αποκλειστική προθεσμία, αν εκδοθεί αρνητική απόφα­ση, η προϊσταμένη αρχή γνωστοποιεί στη διευθύνουσα υπηρεσία με κάθε πρόσφορο μέσο (όπως εσωτερικό σημείωμα, τηλεομοιοτυπία, τηλεφωνικώς) το γεγονός ότι εκδόθηκε η απόφαση και τα στοιχεία αυτής, για την επέλευση των συνεπειών της παραγράφου 7.

 

   7. Η προϊσταμένη αρχή και η διευθύνουσα υπηρεσία υποχρεούνται ύστερα από σχετική αίτηση του αρχικού αναδόχου ή του εκπροσώπου της κατασκευαστικής κοι­νοπραξίας, που υποβάλλεται μετά από την παρέλευση της αποκλειστικής προθεσμίας της παραγράφου 5, να του γνωστοποιήσουν εγγράφως αν εκδόθηκε ή δεν εκδόθηκε μέσα στην προθεσμία απόφαση για τη μη έγκριση της κατασκευαστικής κοινοπραξίας. Σε περί­πτωση μη χορήγησης απάντησης το αργότερο εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας, τεκμαίρεται η έγκριση της κοινοπραξίας, εκτός αν σε αυτήν μετέχουν μέλη που δεν ανήκουν σε καλούμενες από τη διακήρυξη τάξεις και κατηγορίες του Μ.Ε.ΕΠ. ή παραβιάζονται οι περιορισμοί που προβλέπει το άρθρο 66 του παρόντος ως προς την κατανομή των ποσοστών συμμετοχής. Σε περίπτω­ση μη έγκρισης της κατασκευαστικής κοινοπραξίας ο ανάδοχος μπορεί να προσβάλει τη σχετική απόφαση με αίτηση θεραπείας, σύμφωνα με το άρθρο 76 του παρόντος, μέσα στην προβλεπόμενη τρίμηνη προθε­σμία, η οποία αρχίζει από την πλήρη κοινοποίηση της απόφασης, σύμφωνα με την παράγραφο 6.

 

   8. Η απόφαση της προϊσταμένης αρχής, με την οποία εγκρίνεται η σύσταση της κατασκευαστικής κοινοπραξί­ας, κοινοποιείται αμέσως στον εκπρόσωπο αυτής, κατά τις διατάξεις του άρθρου 44 του παρόντος, καθώς και στη διευθύνουσα υπηρεσία, μαζί με επικυρωμένο αντί­γραφο του υποβληθέντος συμφωνητικού σύστασης της κατασκευαστικής κοινοπραξίας.

Εάν η έγκριση της κατασκευαστικής κοινοπραξίας γίνει αυτοδικαίως κατά τις διατάξεις των τρίτου και τέταρτου εδαφίων της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 66 του παρόντος, η διευθύνουσα υπηρεσία οφείλει, εντός δέκα (10) ημερών από τότε που θα το ζητήσει εγγράφως ο εκπρόσωπος αυτής, να εκδώσει σχετική βεβαίωση για την ανάληψη του έργου από αυ­τήν, προς χρήση ενώπιον των αρμόδιων φορολογικών, ελεγκτικών ή άλλων αρχών, χορηγώντας του και επι­κυρωμένο αντίγραφο του υποβληθέντος συμφωνητικού σύστασης της κατασκευαστικής κοινοπραξίας.

 

   9. Στα πιστοποιητικά Μ.Ε.Κ. και Μ.Ε.ΕΠ., τα οποία εκ­δίδει η διευθύνουσα υπηρεσία, εν σχέσει με το έργο, καθώς και στις κάθε είδους βεβαιώσεις για την εμπειρία από την κατασκευή του έργου και για το ανεκτέλεστο, αναφέρονται τα στοιχεία τα οποία προκύπτουν από την ανάληψη του έργου από την κατασκευαστική κοινοπρα­ξία, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις σχετικές διατάξεις του άρθρου 66 του παρόντος.

 

   10. Μετά από τη ρητή ή αυτοδίκαιη έγκριση της κατα­σκευαστικής κοινοπραξίας, ο ανάδοχος υποκαθίσταται από αυτήν στην κατασκευή του έργου. Με αίτηση της εγκεκριμένης κατασκευαστικής κοινοπραξίας αντικα­θίστανται οι εγγυήσεις εκτέλεσης του έργου που είχε χορηγήσει ο αρχικός ανάδοχος, εφαρμοζομένων ανα­λόγως των σχετικών διατάξεων, όπως των άρθρων 35 και 39 της παραγράφου 1 του παρόντος.

 

Αρθρο  68

Υπεργολαβία

 

   1. Όταν συνάπτεται σύμβαση μίσθωσης έργου μεταξύ του αναδόχου δημόσιου έργου και εργοληπτικής επι­χείρησης του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 80 του παρόντος για την κατασκευή μέρους του έργου που έχει αναληφθεί από τον ανάδοχο (υπεργο­λαβία), ο υπεργολάβος θεωρείται «εγκεκριμένος» με τις συνέπειες του παρόντος, μετά από έγκριση του κυρίου του έργου ή του φορέα κατασκευής όταν συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:

α) Ο υπεργολάβος έχει τα αντίστοιχα προσόντα για την εκτέλεση του έργου που αναλαμβάνει και ανήκει σε τάξη και κατηγορία έργου, αντίστοιχη με το ποσό της σύμβασης υπεργολαβίας και

β) Ο ανάδοχος, πριν από την εγκατάσταση του υπερ­γολάβου στο έργο έχει γνωστοποιήσει στον κύριο του έργου ή στον φορέα κατασκευής τη σύμβαση υπεργο­λαβίας.

Ο ανάδοχος του έργου πρέπει να διατηρεί ποσοστό τουλάχιστον εβδομήντα τοις εκατό (70%) του ποσού της σύμβασής του με τον κύριο του έργου ή τον φορέα κατασκευής, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι συμβάσεις υπεργολαβιών που έχουν εγκριθεί.

Ο κύριος του έργου ή ο φορέας κατασκευής μπορούν με απόφασή τους, που εκδίδεται μέσα σε αποκλειστι­κή προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την ανωτέ­ρω γνωστοποίηση, να μην εγκρίνουν την υπεργολαβία αυτή.

Στα έργα με προϋπολογιζόμενη δαπάνη μεγαλύτερη του ορίου εφαρμογής της εκάστοτε ισχύουσας σχετικής Οδηγίας η αναθέτουσα αρχή μπορεί να υποχρεώσει με τη διακήρυξη τους διαγωνιζόμενους, στην περίπτωση που αναδειχθούν ανάδοχοι, να αναθέσουν σε τρίτους υπεργολάβους συμβάσεις που αντιπροσωπεύουν κατά μέγιστο όριο το τριάντα τοις εκατό (30%) της συνολικής αξίας των έργων που αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης. Στην περίπτωση αυτή η διακήρυξη αναφέρει τα στοιχεία που πρέπει να υποβληθούν από τους διαγω­νιζόμενους για την απόδειξη της συνεργασίας. Κατά την υπογραφή της σύμβασης εκτέλεσης ο ανάδοχος οφείλει να προσκομίσει την υπεργολαβική σύμβαση, εφαρμοζομένης κατά τα λοιπά της κείμενης νομοθεσίας για την έγκριση της υπεργολαβίας. Η διευθύνουσα υπηρεσία μπορεί να χορηγήσει προθεσμία στον ανάδοχο και κατ' αίτησή του, για την προσκόμιση της υπεργολαβικής σύμβασης με τον αρχικώς προταθέντα υπεργολάβο ή άλλον που διαθέτει τα αναγκαία κατά την κρίση της υπηρεσίας αυτής προσόντα, εφόσον συντρέχει σοβαρός λόγος. Η διευθύνουσα υπηρεσία υποχρεούται να κινήσει τη διαδικασία έκπτωσης του αναδόχου, εφόσον δεν συνάψει εν τέλει την υπεργολαβική σύμβαση.

 

   2. Η έγκριση της υπεργολαβίας έχει τις εξής συνέ­πειες:

α) Το ποσό της σύμβασης της υπεργολαβίας, όπως αυτό προκύπτει ιδίως από τα τιμολόγια που εκδίδονται από τον υπεργολάβο προς τον ανάδοχο, λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της εμπειρίας και του ορίου του ανεκτέλεστου μέρους εργολαβιών δημόσιων έργων του υπεργολάβου.

β) Το ποσό της σύμβασης της υπεργολαβίας, όπως αυτό προκύπτει ιδίως από τα τιμολόγια που εκδίδονται από τον υπεργολάβο προς τον ανάδοχο αφαιρείται από το ανεκτέλεστο του αναδόχου. Για το ποσό της σύμβασης υπεργολαβίας ο ανάδοχος δεν δικαιούται πιστοποιητικό εμπειρίας για χρήση στο Μ.Ε.ΕΠ., ενώ τα στελέχη του αναδόχου δικαιούνται πιστοποιητικό εμπειρίας, το οποίο για την εξέλιξη στο Μ.Ε.Κ. ανάγεται στο μισό του χρόνου επίβλεψης.

 

Αρθρο  69

Όροι και διαδικασία έγκρισης υπεργολαβίας

 

   1. Για την αναγνώριση υπεργολάβου ως εγκεκριμένου με τις συνέπειες της παραγράφου 2 του άρθρου 68, υπο­βάλλεται στη διευθύνουσα υπηρεσία κοινή αίτηση του αναδόχου και του υπεργολάβου. Ως προς την υποβολή της αίτησης και το ελάχιστο περιεχόμενο του συμφω­νητικού σύναψης σύμβασης έργου μεταξύ του αναδόχου και του υπεργολάβου, εφαρμόζονται αναλογικώς όσα ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 67 του πα­ρόντος. Επιπλέον στο συμφωνητικό της υπεργολαβίας πρέπει να αναφέρονται συγκεκριμένα οι εργασίες ή το μέρος του έργου που αναλαμβάνει ο υπεργολάβος, καθώς και η αξία της σύμβασης υπεργολαβίας.

 

   2. Η απόφαση έγκρισης ή μη της σύναψης της σύμβα­σης της προηγούμενης παραγράφου λαμβάνεται από τη διευθύνουσα υπηρεσία, μέσα στην αποκλειστική προ­θεσμία των δεκαπέντε (15) ημερών που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 68 του παρόντος ως προς δε την κοινοποίησή της, καθώς και για την έκδοση σχετι­κής βεβαίωσης, για την αυτοδίκαιη έγκριση και για τα εκδιδόμενα από την Υπηρεσία πιστοποιητικά Μ.Ε.Κ. και Μ.Ε.ΕΠ. και τις κάθε είδους σχετικές βεβαιώσεις ισχύουν, εφαρμοζόμενα αναλογικώς, όσα ορίζονται στις παρα­γράφους 5, 6 και 8 του άρθρου 67 του παρόντος.

 

Αρθρο  70

Πτώχευση, θάνατος

 

   1. Αν ο ανάδοχος πτωχεύσει, η σύμβαση διαλύεται αυτοδίκαια.

 

   2. Σε περίπτωση πτώχευσης ενός ή μερικών από τα μέλη της κοινοπραξίας εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου.

Αν τα μέλη της κοινοπραξίας ήταν δύο και πτωχεύσει το ένα, η κοινοπραξία θεωρείται διαλυμένη ως προς τον κύριο του έργου και η εργολαβία συνεχίζεται υποχρεω­τικά για το σύνολο του έργου από το άλλο μέλος μόνο, το οποίο αναλαμβάνει έναντι του κυρίου του έργου όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του μέλους που πτώ­χευσε και που απορρέουν από την εργολαβική σύμβαση. Αν τα μέλη της κοινοπραξίας ήταν περισσότερα από δύο, η κοινοπραξία συνεχίζεται έναντι του κυρίου του έργου από τα λοιπά μέλη. Τυχόν απαιτήσεις ή υποχρε­ώσεις του μέλους ή της κοινοπραξίας που συνεχίζει το έργο έναντι του μέλους που πτώχευσε κρίνονται κατά τις διατάξεις του πτωχευτικού δικαίου. Η παράγραφος αυτή εφαρμόζεται ανάλογα και σε περίπτωση πτώχευ­σης δύο ή περισσότερων μελών της κοινοπραξίας. Αν κηρυχθούν σε πτώχευση δύο ή περισσότερα από τα μέλη της κοινοπραξίας και από την αιτία αυτή εκτίθεται σε κίνδυνο η προσήκουσα εκτέλεση της εργολαβικής σύμβασης, ο κύριος του έργου μπορεί κατά την κρίση του να διαλύσει τη σύμβαση, αζημίως γι' αυτόν.

 

   3. Αν ο ανάδοχος είναι ατομική επιχείρηση και απο­βιώσει αυτός που την ασκεί, η σύμβαση διαλύεται αυ­τοδίκαια, εκτός αν εγκριθεί από την προϊσταμένη αρχή η αποπεράτωση των εργασιών από τους κληρονόμους, οι οποίοι στην περίπτωση αυτή αναλαμβάνουν όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του αναδόχου. Η έγκρι­ση γίνεται ύστερα από αίτηση των κληρονόμων που πρέπει να υποβληθεί μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από το θάνατο του αναδόχου.

 

   4. Σε περίπτωση θανάτου ενός ή περισσότερων φυσι­κών προσώπων που μετείχαν στην κοινοπραξία με τις ατομικές τους επιχειρήσεις, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου. Αν μέλη της κοινοπραξίας ήταν δύο φυσικά πρόσωπα που μετείχαν σε αυτήν με τις ατομικές τους επιχειρήσεις και πεθάνει ο ένας, η κοινοπραξία θεωρείται διαλυμένη ως προς τον κύριο του έργου και η εργολαβία συνεχίζεται για το σύνο­λο του έργου υποχρεωτικά από το άλλο μέλος που αναλαμβάνει απέναντι στον κύριο του έργου όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτού που πέθανε. Οι σχέσεις που προκύπτουν από την εργολαβία μεταξύ των κληρονόμων του θανόντα και του άλλου μέλους της κοινοπραξίας ρυθμίζονται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Αν τα μέλη της κοινοπραξίας ήταν περισσότερα από δύο, η κοινοπραξία συνεχίζεται μεταξύ των λοιπών που αναλαμβάνουν απέναντι στον κύριο του έργου όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του θα­νόντος, που προκύπτουν από την εργολαβική σύμβαση, ενώ κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων.

 

Αρθρο  71

Βεβαίωση περάτωσης εργασιών

 

   1. Όταν λήξει η προθεσμία περάτωσης του συνόλου ή τμημάτων του έργου, ο επιβλέπων αναφέρει στη διευθύ­νουσα υπηρεσία αν τα έργα έχουν περατωθεί και έχουν υποστεί ικανοποιητικά τις δοκιμασίες που προβλέπονται στη σύμβαση ή αν τα έργα δεν έχουν περατωθεί, οπότε αναφέρει συγκεκριμένα τις εργασίες που απομένουν για εκτέλεση. Αν οι εργασίες έχουν περατωθεί, ο προϊστά­μενος της διευθύνουσας υπηρεσίας εκδίδει βεβαίωση για το χρόνο περάτωσης των εργασιών (βεβαίωση πε­ράτωσης των εργασιών). Την έκδοση της βεβαίωσης μπορεί να ζητήσει ο ανάδοχος και πριν από τη λήξη των προθεσμιών αν έχει περατώσει τα έργα. Η βεβαί­ωση περάτωσης των εργασιών δεν αναπληρώνει την παραλαβή των έργων, η οποία διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων.

 

   2. Αν στις εργασίες που έχουν περατωθεί διαπιστω­θούν επουσιώδεις μόνο ελλείψεις που δεν επηρεάζουν τη λειτουργικότητα του έργου, ο προϊστάμενος της διευθύνουσας υπηρεσίας γνωστοποιεί με διαταγή του προς τον ανάδοχο τις ελλείψεις που έχουν επισημανθεί και τάσσει εύλογη προθεσμία για την αποκατάστασή τους. Στην περίπτωση αυτή η βεβαίωση περάτωσης εκδίδεται μετά την εμπρόθεσμη αποκατάσταση των ελλείψεων και αναφέρει το χρόνο που περατώθηκε το έργο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος αποκατά­στασης.

 

   3. Αν οι εργασίες δεν έχουν περατωθεί ή οι ελλείψεις που διαπιστώθηκαν δεν είναι επουσιώδεις ή αν δεν πε­ρατώθηκαν από τον ανάδοχο εμπρόθεσμα οι εργασίες αποκατάστασης επουσιωδών ελλείψεων, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο εφαρμόζονται, ανάλογα με την περίπτωση, οι διατάξεις των άρθρων 60 και 61 του παρόντος.

 

Αρθρο  72

Διοικητική παραλαβή για χρήση

 

   1. Οποτεδήποτε και πριν από την προσωρινή παρα­λαβή, το έργο ή αυτοτελή του τμήματα που έχουν πε­ρατωθεί μπορεί να δοθούν σε χρήση, ύστερα από τη διενέργεια σχετικής διοικητικής παραλαβής.

 

   2. Η διοικητική παραλαβή γίνεται με πρωτόκολλο μεταξύ του προϊσταμένου της διευθύνουσας υπηρε­σίας, του επιβλέποντος και του αναδόχου. Αν το έργο παραδίδεται για χρήση σε υπηρεσία άλλη από τον φορέα κατασκευής του συμπράττει στο πρωτόκολλο και εκπρόσωπος της υπηρεσίας αυτής. Αν ο ανάδοχος κληθεί και δεν παραστεί ή αρνηθεί την υπογραφή του πρωτοκόλλου, αυτό συντάσσεται από τους λοιπούς, με σχετική μνεία κατά περίπτωση και του κοινοποιείται. Το πρωτόκολλο περιλαμβάνει μνεία του έργου ή των τμημάτων που παραδίδονται για χρήση και συνοπτική περιγραφή της κατάστασης των εργασιών.

 

   3. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο διοικητική παραλαβή για χρήση γίνεται αμέσως μετά την περά­τωση των εργασιών του έργου ή αυτοτελών τμημάτων του, αν αυτό προβλέπεται από τα συμβατικά τεύχη. Αν δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη, μπορεί η διοικητική παραλαβή να γίνει ύστερα από απόφαση της διευθύ­νουσας υπηρεσίας.

 

   4. Αν από τη σύμβαση προβλέπεται η εκτέλεση των εργασιών παράλληλα προς τη χρήση του έργου, δεν απαιτείται η διενέργεια διοικητικής παραλαβής. Το ίδιο ισχύει αν η παράλληλη χρήση προκύπτει από τη φύση των εργασιών.

 

   5. Η διοικητική παραλαβή για χρήση δεν αναπληρώνει τη διενέργεια της προσωρινής και οριστικής παραλαβής του έργου.

 

Αρθρο  73

Προσωρινή παραλαβή του έργου

 

   1. Μετά τη βεβαίωση περάτωσης των εργασιών το έργο παραλαμβάνεται προσωρινά. Με την προσωρι­νή παραλαβή ελέγχονται οι εργασίες ποσοτικά και ποιοτικά. Οι εργασίες συμπληρωματικών συμβάσεων παραλαμβάνονται μαζί με τις εργασίες της αρχικής σύμβασης.

 

   2. Η προσωρινή παραλαβή διενεργείται μέσα σε έξι (6) μήνες από τη βεβαιωμένη περάτωση του έργου, εφόσον υποβληθεί από τον ανάδοχο η τελική επιμέτρηση του έργου μέσα σε δύο (2) μήνες από την πιο πάνω περάτω­ση. Αν η τελική επιμέτρηση υποβληθεί από τον ανάδοχο μεταγενέστερα, η πιο πάνω προθεσμία για τη διενέργεια της παραλαβής αρχίζει από την υποβολή της τελικής επιμέτρησης. Αν δεν υποβληθεί τελική επιμέτρηση από τον ανάδοχο, η προθεσμία για τη διενέργεια της παρα­λαβής αρχίζει από την κοινοποίηση στον ανάδοχο της τελικής επιμέτρησης που συντάχθηκε από την υπηρεσία. Αν η παραλαβή δεν διενεργηθεί ή το πρωτόκολλο δεν εγκριθεί μέσα στις πιο πάνω προθεσμίες, η παραλαβή θεωρείται ότι έχει συντελεσθεί αυτοδίκαια τριάντα (30) ημέρες μετά την υποβολή από τον ανάδοχο σχετικής όχλησης για τη διενέργειά της και επιβάλλονται στα υπαίτια όργανα του φορέα κατασκευής του έργου οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 3 του άρθρου 40 του παρόντος πειθαρχικές ποινές.

 

   3. Για τη διενέργεια της προσωρινής παραλαβής η προϊσταμένη αρχή ορίζει την επιτροπή παραλαβής, αφού προηγουμένως η διευθύνουσα υπηρεσία της ανακοινώ­σει την περάτωση των εργασιών και τη σύνταξη της τελικής επιμέτρησης. Η επιτροπή είναι τριμελής, όταν όμως πρόκειται για σημαντικά έργα μπορεί να ορισθούν μέχρι και τέσσερα (4) επιπλέον μέλη για να περιληφθούν σε αυτήν τεχνικοί διαφόρων ειδικοτήτων, ανάλογα με τη φύση του έργου. Στην επιτροπή παραλαβής των έργων τουλάχιστον ο πρόεδρος δεν ορίζεται από υπαλλήλους της διευθύνουσας υπηρεσίας. Όταν ο φορέας που πρό­κειται να χρησιμοποιήσει το έργο είναι άλλος από την υπηρεσία που το κατασκευάζει, η προϊσταμένη αρχή μπορεί να περιλάβει στην επιτροπή μέλη που υποδεικνύ­ονται από τον φορέα που θα χρησιμοποιήσει το έργο. Η επιτροπή παραλαβής συνέρχεται και διενεργεί την παραλαβή με πρωτοβουλία και ευθύνη του προέδρου της. Για την παραλαβή συντάσσεται πρωτόκολλο που υπογράφεται από όλα τα μέλη της επιτροπής, από τον τελευταίο επιβλέποντα που παρίσταται κατά τη διενέργειά της και από τον ανάδοχο που παραδίδει το έργο. Αν υπάρξει αδυναμία υπογραφής από τον Πρόεδρο ή μέλος της επιτροπής ή τον επιβλέποντα, το πρωτόκολλο υπογράφεται από τους υπόλοιπους με σχετική μνεία των λόγων της αδυναμίας υπογραφής.

 

   4. Η επιτροπή παραλαβής παραλαμβάνει το έργο ποσοτικά και ποιοτικά, ελέγχει κατά το δυνατόν την επιμέτρηση με γενικές ή σποραδικές καταμετρήσεις, καταγράφει στο πρωτόκολλο τις ποσότητες της τελικής επιμέτρησης, όπως τυχόν διορθώνονται από τους ελέγ­χους που γίνονται, αιτιολογεί τις τυχόν τροποποιήσεις στις ποσότητες και αναγράφει τις παρατηρήσεις της για εργασίες που τυχόν έχουν εκτελεσθεί με υπέρβαση των εγκεκριμένων ποσοτήτων ή κατά τροποποίηση των εγκεκριμένων σχεδίων. Η επιτροπή επίσης ελέγχει κατά το δυνατόν την ποιότητα των εργασιών και αναγράφει στο πρωτόκολλο τις παρατηρήσεις της, ιδίως για τις εργασίες που κρίνονται απορριπτέες ή ελαττωματικές, που πρέπει να αποκατασταθούν, ή παραδεκτές μεν αλλά με μείωση της τιμής τους.

 

   5. Στην παραλαβή καλείται να παραστεί ο ανάδοχος. Η παραλαβή γίνεται νόμιμα και χωρίς την παρουσία του αναδόχου αν αυτός έχει κληθεί να παραστεί. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, όπως και στην περίπτωση που ο ανάδοχος αρνείται την υπογραφή του πρωτο­κόλλου, του κοινοποιείται το πρωτόκολλο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 44 του παρόντος. Το πρωτόκολλο θεωρείται ως πράξη της δι­ευθύνουσας υπηρεσίας και η σχετική ένσταση ασκείται μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 1 του άρθρου 76 του παρόντος, υπολογιζόμενη από την υπογραφή του με επιφύλαξη ή από την κοινοποίηση στον ανάδοχο. Η προσωρινή παραλαβή ολοκληρώνεται με την έγκριση του πρωτοκόλλου από την προϊσταμένη αρχή. Αυτή μπορεί να αναβάλει την έγκριση του πρωτοκόλλου μέχρι να αποκατασταθούν από τον ανάδοχο τα ελαττώματα που διαπιστώθηκαν. Η έγκριση γίνεται μέσα σε έναν (1) μήνα από την πλήρη αποκατάσταση.

 

   6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις περιπτώσεις παραλαβής τμημάτων έργων που περατώθηκαν και μπορεί να έχουν αυτοτελή χρήση, όπου αυτό προβλέπεται από τη σύμβαση, καθώς επίσης και σε όλες τις περιπτώσεις που μια εργολαβία δεν συνεχίζεται, όπως στις περιπτώσεις διάλυσης και έκπτωσης.

 

   7. Απαραίτητο στοιχείο για την προσωρινή παραλα­βή κάθε δημόσιου έργου είναι ο Φάκελος Ασφάλειας και Υγείας (Φ.Α.Υ.), σύμφωνα με την απόφαση ΔΕΕΠΠ/ οικ.433/ 19.9.2000 (ΦΕΚ 1176 Β') του Υφυπουργού Περι­βάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.

 

Αρθρο  74

Χρόνος υποχρεωτικής συντήρησης των έργων

 

   1. Ο χρόνος εγγύησης, κατά τον οποίο ο ανάδοχος φέρει τον κίνδυνο του έργου και υποχρεούται στη συ-ντήρησή του, σύμφωνα με τα άρθρα 58 παράγραφος 1 και 75 παράγραφος 2 του παρόντος και μετά την πάροδο του οποίου ενεργείται η οριστική παραλαβή, ορίζεται γενικά σε δεκαπέντε (15) μήνες. Σε εντελώς ειδικές περιπτώσεις μπορεί με τα συμβατικά τεύχη να ορίζεται μεγαλύτερος χρόνος εγγύησης ενδεχομένως και με ιδιαίτερο αντάλλαγμα, όχι όμως μεγαλύτερος από τρία (3) έτη. Για έργα προϋπολογισμού υπηρεσίας μέχρι του ορίου που γίνονται δεκτές στις δημοπρασίες εργοληπτικές επιχειρήσεις Α2 τάξης, εφόσον η φύση των εργασιών το επιτρέπει ή για έργα που δεν νοείται μακροχρόνια συντήρησή τους, μπορεί με τα συμβατικά τεύχη να καθορίζεται χρόνος εγγύησης μικρότερος των δεκαπέντε (15) μηνών. Ο χρόνος εγγύησης αρχίζει από τη βεβαιωμένη περάτωση των εργασιών αν μέσα σε δύο (2) μήνες από αυτή υποβληθεί από τον ανάδοχο η τελική επιμέτρηση, άλλως από την ημερομηνία που υποβλήθηκε ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο συντάχθηκε η τελική επιμέτρηση.

 

   2. Κατά το χρόνο εγγύησης και υποχρεωτικής συντή­ρησης ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να επιθεωρεί τακτικά τα έργα, να τα διατηρεί σε ικανοποιητική κα­τάσταση και να αποκαθιστά κάθε βλάβη τους. Εργασίες για την αποκατάσταση βλαβών από τη χρήση εκτελού­νται με έγκριση της υπηρεσίας και η δαπάνη αποδίδεται στον ανάδοχο ή οι εργασίες αυτές εκτελούνται από την υπηρεσία.

Αν ο ανάδοχος παραλείπει τις υποχρεώσεις του για τη συντήρηση των έργων κατά το χρόνο εγγύησης, οι απαραίτητες εργασίες μπορεί να εκτελεσθούν από την υπηρεσία με οποιονδήποτε τρόπο σε βάρος και για λογαριασμό του υπόχρεου αναδόχου.

 

Αρθρο  75

Οριστική παραλαβή

 

   1. Στην οριστική παραλαβή εφαρμόζονται οι διατάξεις για την προσωρινή παραλαβή των παραγράφων 3, 5 και 6 του άρθρου 73 του παρόντος.

 

   2. Η οριστική παραλαβή γίνεται μετά την προσωρι­νή και την πάροδο του χρόνου υποχρεωτικής από τον ανάδοχο συντήρησης. Πρέπει να διενεργηθεί μέσα σε δύο (2) μήνες από τότε που λήγει ο χρόνος εγγύησης, σύμφωνα με το άρθρο 74 του παρόντος. Αν η οριστική παραλαβή δεν διενεργηθεί μέσα σε αυτήν την προθε­σμία, θεωρείται ότι έχει συντελεσθεί αυτοδίκαια τριάντα (30) ημέρες μετά την υποβολή από τον ανάδοχο σχε­τικής όχλησης για τη διενέργειά της και επιβάλλονται στα υπαίτια όργανα του φορέα κατασκευής του έργου οι προβλεπόμενες από την παράγραφο 3 του άρθρου 40 του παρόντος πειθαρχικές ποινές. Αν η προσωρινή παραλαβή δεν έχει διενεργηθεί μέχρι την οριστική πα­ραλαβή, διενεργείται ταυτόχρονα προσωρινή και ορι­στική παραλαβή.

 

   3. Κατά την οριστική παραλαβή ελέγχεται πάλι η καλή κατάσταση των εργασιών.

 

   4. Μετά την οριστική παραλαβή του έργου ο ανάδο­χος ευθύνεται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Σε περιπτώσεις ειδικών έργων, με τα συμβατικά τεύχη μπορεί να ορίζονται πρόσθετες ευθύνες ή υποχρεώσεις του αναδόχου και μετά την οριστική παραλαβή.

 

   5. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου και της παραγράφου 3 του άρθρου 176 του παρόντος εφαρ­μόζονται είτε η οριστική παραλαβή διενεργηθεί πραγ­ματικά είτε συντελεσθεί αυτοδίκαια.

 

   6. Η συντέλεση της οριστικής παραλαβής αποτελεί την αφετηρία της παραγραφής των απαιτήσεων του αναδόχου από την εργολαβική σύμβαση.

 

   7. Αν η παραλαβή συντελεσθεί αυτοδίκαια και δια­πιστωθούν εκ των υστέρων διαφορές στις ποσότητες των εργασιών που εκτελέσθηκαν ο ανάδοχος έχει υπο­χρέωση να επιστρέψει το εργολαβικό αντάλλαγμα που τυχόν έχει καταβληθεί για τις εργασίες αυτές.

 

   8. Απαραίτητο στοιχείο για την οριστική παραλαβή κάθε δημόσιου έργου είναι ο Φάκελος Ασφάλειας και Υγείας (Φ.Α.Υ.).

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αρθρο  76

Ενστάσεις - Αιτήσεις θεραπείας

 

   1. Κατά των πράξεων ή παραλείψεων της διευθύνου­σας υπηρεσίας, που προσβάλλουν έννομο συμφέρον του αναδόχου, χωρεί ένσταση. Η ένσταση ασκείται με κατάθεση στη διευθύνουσα υπηρεσία, μέσα σε ανατρε­πτική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών, από την κοι­νοποίηση της πράξης ή τη συντέλεση της παράλειψης, εκτός αν σε ειδικές περιπτώσεις ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα Κώδικα.

 

   2. Η ένσταση απευθύνεται στην προϊσταμένη αρχή, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Η αρμόδια αρχή υποχρεούται να εκδώσει την απόφασή της μέσα σε δύο (2) μήνες από την κατάθεση της ένστασης.

 

   3. Αν η ένσταση απορριφθεί στο σύνολό της ή μερικώς ή αν παρέλθει άπρακτη η δίμηνη προθεσμία της προη­γούμενης παραγράφου, ο ανάδοχος μπορεί να ασκήσει αίτηση θεραπείας σε ανατρεπτική προθεσμία τριών (3) μηνών, από την κοινοποίηση της απόφασης ή από την άπρακτη πάροδο του διμήνου. Η έκδοση ή κοινοποί­ηση απόφασης επί της ενστάσεως, μετά την πάροδο του διμήνου, δεν μεταθέτει την έναρξη της ανωτέρω προθεσμίας για την άσκηση αίτησης θεραπείας. Αίτη­ση θεραπείας ασκείται επίσης και κατά αποφάσεων ή πράξεων της προϊσταμένης αρχής ή του κυρίου του έργου, εφόσον με τις αποφάσεις ή πράξεις αυτές δη­μιουργείται για πρώτη φορά διαφωνία. Στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν απαιτείται να προηγηθεί ένσταση και η τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία για την άσκηση της αίτησης θεραπείας αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης ή της πράξης στον ανάδοχο.

 

   4. Η αίτηση θεραπείας δεν είναι απαραίτητο να έχει συνταχθεί με ορισμένο τύπο, πρέπει όμως να περιλαμ­βάνει μνεία της πράξης ή της παράλειψης κατά της οποίας στρέφεται, σύντομο ιστορικό της σύμβασης και της διαφωνίας, τους λόγους στους οποίους στηρίζει τις απόψεις του αυτός που υποβάλλει την αίτηση και τέλος συγκεκριμένα και με σαφήνεια τα αιτήματά του.

 

   5. Η αίτηση θεραπείας απευθύνεται στον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και η επίδοσή της γίνεται πάντοτε με δικαστικό επιμελητή, κοινοποιείται δε και στην υπηρεσία που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη πράξη. Αν η αίτηση υποβάλλεται για παράλειψη έκδοσης της πράξης, η κοινοποίηση γί­νεται προς τη διευθύνουσα υπηρεσία.

 

   6. Η αίτηση θεραπείας συνοδεύεται από αντίγραφα της πράξης από την οποία προήλθε η διαφωνία, της ένστασης που υποβλήθηκε κατ' αυτής και της πράξης ή απόφασης κατά της οποίας στρέφεται η αίτηση, αν κοινοποιήθηκε τέτοια πράξη ή απόφαση.

 

   7. Η διευθύνουσα υπηρεσία και η αρμόδια για την έν­σταση προϊσταμένη αρχή υποχρεούνται να διαβιβάσουν στην αρμόδια για την αίτηση θεραπείας υπηρεσία το φάκελο της υπόθεσης που περιλαμβάνει πάντοτε τα συμβατικά τεύχη ή αντίγραφά τους. Τα συμβατικά τεύχη μπορεί να τα προσκομίσει και αυτός που υποβάλλει την αίτηση.

 

   8. Αίτηση θεραπείας μπορεί να ασκήσει και ο κύριος του έργου, εφόσον δεν είναι το Δημόσιο. Αν η αρμοδιό­τητα για την απόφαση επί αιτήσεων θεραπείας ασκείται από όργανο του φορέα, επί αιτήσεων θεραπείας του προηγούμενου εδαφίου αποφασίζει πάντοτε ο Υπουρ­γός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.

 

   9. Αν δεν είναι το Δημόσιο κύριος του έργου, αντίγρα­φο της αίτησης θεραπείας επιδίδεται στον αντισυμβαλ­λόμενο μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την επίδοσή της στον Υπουργό, διαφορετικά η αίτηση θεραπείας θεω­ρείται σαν να μην έχει ασκηθεί. Ο αντισυμβαλλόμενος μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός (1) μηνός μπορεί να υποβάλει στον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροτα­ξίας και Δημόσιων Έργων τις τυχόν αντιρρήσεις του επί αιτήσεως θεραπείας. Η παράλειψη υποβολής αντιρ­ρήσεων δεν δημιουργεί τεκμήριο αποδοχής των όσων προβάλλονται στην ένσταση ή την αίτηση θεραπείας, τα οποία μπορεί ο ενδιαφερόμενος να αποκρούσει για πρώτη φορά στο Δικαστήριο.

 

   10. Στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, αυτός που υπέβαλε την αίτηση θεραπείας υποχρεού­ται να υποβάλει στον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωρο­ταξίας και Δημόσιων Έργων επικυρωμένο αντίγραφο του αποδεικτικού εμπρόθεσμης επίδοσης της αίτησής του αυτής στον αντισυμβαλλόμενο. Η υποβολή του εν λόγω αντιγράφου γίνεται μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την επίδοση της αίτησης θεραπείας στον αντισυμβαλλόμενο. Οι αιτήσεις θεραπείας στην περί­πτωση αυτή δεν εισάγονται για συζήτηση στο αρμόδιο Τεχνικό Συμβούλιο πριν περάσει η προθεσμία της προ­ηγούμενης παραγράφου για υποβολή αντιρρήσεων. Οι αντιρρήσεις συζητούνται μαζί με την αίτηση θεραπείας, με τις οποίες συζητούνται και εξετάζονται και οι τυχόν αντίθετες για το ίδιο θέμα αιτήσεις θεραπείας. Σε πε­ρίπτωση αντίθετων αιτήσεων θεραπείας, όταν αρμόδιος να αποφασίσει επί αιτήσεως θεραπείας του κυρίου του έργου είναι ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, σύμφωνα με την παράγραφο 9, η αρμοδιότητα του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροτα­ξίας και Δημόσιων Έργων επεκτείνεται και στη συνεξεταζόμενη αντίθετη αίτηση θεραπείας του αναδόχου, έστω και αν διαφορετικά αρμόδιο να αποφασίσει για την τελευταία αυτή αίτηση θεραπείας θα ήταν όργανο του κυρίου του έργου.

 

   11. Προκειμένου να συζητηθεί η αίτηση θεραπείας στο τεχνικό συμβούλιο η αρμόδια για την εισήγηση υπηρε­σία, σε συνεννόηση με τη Γραμματεία του Συμβουλί­ου καλεί με έγγραφη πρόσκλησή της τον ανάδοχο να παραστεί, σε ορισμένη ημέρα και ώρα και πάντως όχι νωρίτερα από δέκα (10) ημέρες από την επίδοση της πρόσκλησης, αυτοπροσώπως ή με νόμιμα εξουσιοδο­τημένο αντιπρόσωπο στη συνεδρίαση του συμβουλίου, για να υποστηρίξει τις απόψεις του και να δώσει κάθε σχετική πληροφορία ή διευκρίνιση που θα ζητηθεί από τα μέλη του συμβουλίου. Η επίδοση της πρόσκλησης γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 44 του παρόντος. Κατά τη συζήτηση καλείται επίσης, κατ' ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου και ο κύριος του έργου που υποβάλλει αίτηση θεραπείας ή αντιρ­ρήσεις κατ' αυτής.

 

   12. Σε περίπτωση που ο ανάδοχος, αν και κλήθηκε, δεν παρέστη ο ίδιος ή με αντιπρόσωπό του, γίνεται σχετική μνεία στα πρακτικά του συμβουλίου και το συμβούλιο προχωρεί στην εξέταση της αίτησης θεραπείας και χωρίς την παρουσία του. Τα ίδια εφαρμόζονται και όταν κληθεί και δεν παραστεί ο κύριος του έργου που άσκησε αίτηση θεραπείας ή αντιρρήσεις.

 

   13. Η εξέταση της αίτησης θεραπείας αρχίζει με την προφορική ανάπτυξη της έγγραφης εισήγησης της αρμόδιας υπηρεσίας προς το συμβούλιο. Η εισήγηση ερευνά πρώτα το εμπρόθεσμο της αίτησης θεραπείας, της ένστασης που τυχόν προηγήθηκε, της επίδοσης της αίτησης θεραπείας στον αντισυμβαλλόμενο, στις περιπτώσεις που απαιτείται τέτοια επίδοση, καθώς και των αντιρρήσεων του αντισυμβαλλομένου, αν έχουν υποβληθεί αντιρρήσεις. Στη συνέχεια εξετάζει την ου­σιαστική βασιμότητα της αίτησης θεραπείας, ανάλογα με τους περιεχόμενους σε αυτή λόγους και τα προβαλ­λόμενα σχετικά αιτήματα. Αν η αίτηση έχει οικονομικό αντικείμενο, η εισήγηση περιλαμβάνει εκτίμηση αυτού.

Την προφορική ανάπτυξη της εισήγησης ακολουθεί συζήτηση για την πλήρη ενημέρωση των μελών του συμβουλίου στην υπόθεση. Στη συνέχεια καλείται να ακουσθεί αυτός που άσκησε την αίτηση θεραπείας και αυτός που τυχόν υπέβαλε αντιρρήσεις. Ο πρόεδρος του συμβουλίου ορίζει τη σειρά ακρόασης ή και την ενδε­χόμενη ταυτόχρονη ακρόαση. Όταν οι ενδιαφερόμενοι αποχωρήσουν, συνεχίζεται η συζήτηση από το συμβού­λιο, το οποίο μετά το τέλος της συζήτησης γνωματεύει αιτολογημένα για την υπόθεση.

 

   14. Σε κάθε αίτηση θεραπείας αποφασίζει ο Υπουρ­γός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, ύστερα από γνώμη του Τεχνικού Συμβουλίου, μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την επίδοση της αίτη­σης θεραπείας.

 

   15. Αν η αίτηση θεραπείας απορριφθεί με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσι­ων Έργων ή αν ο Υπουργός δεν εκδώσει και κοινοποι­ήσει την απόφασή του μέσα στην τρίμηνη προθεσμία της παραγράφου 14, δικαιούται αυτός που υπέβαλε την αίτηση θεραπείας να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστή­ριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του επόμενου άρθρου. Η κοινοποίηση της απόφασης γίνεται μέσα στην ανωτέρω τρίμηνη προθεσμία. Σε περίπτωση που τα αρμόδια υπη­ρεσιακά όργανα δεν προσκομίσουν μέχρι το δεύτερο δεκαήμερο του τρίτου μήνα το σχέδιο απόφασης επί της αιτήσεως θεραπείας στον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων ή το αρμόδιο όργανο των άλλων φορέων που εκτελούν δημόσια έργα, επι­βάλλονται οι πειθαρχικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 40 του παρόντος.

 

   16. Αν η αίτηση θεραπείας είναι εμπρόθεσμη, ο Υπουρ­γός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων μπορεί να εκδώσει την απόφασή του και μετά την πά­ροδο της προθεσμίας της παραγράφου 14, αλλά οπωσ­δήποτε όχι πέραν του έτους από τη λήξη αυτής, εφόσον δεν έχει λήξει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα σχετική προσφυγή και δεν έχει ακόμα εκδοθεί επί της προσφυγής αυτής απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση του Υπουργού Περιβάλλο­ντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο αυτή δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο και είναι εκτελεστή μόνο αν την αποδέχεται αυτός που υπέβαλε την αίτηση θεραπείας και παραιτηθεί από το δικαίωμα άσκησης προσφυγής και από τυχόν ασκηθείσα προσφυγή του. Η αποδοχή μπορεί να γίνει σε ανατρεπτική προθεσμία ενός (1) μη­νός από την κοινοποίηση στον ανάδοχο της σχετικής απόφασης. Σε κάθε περίπτωση η τυχόν εκδοθείσα από­φαση του εφετείου κατισχύει.

 

   17. Όπου σε αυτό το άρθρο αναφέρεται ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων νοού­νται και οι άλλες αρχές, οι οποίες σύμφωνα με τις κάθε φορά ισχύουσες διατάξεις αποφασίζουν επί αιτήσεων θεραπείας, με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 8.

 

   18. Οι διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 3200/1955 εφαρ­μόζονται και στις περιπτώσεις αποφάσεων ή εγκρίσεων των αρχών ή οργάνων όλων των φορέων του ευρύτε­ρου δημόσιου τομέα που αναφέρονται στις συμβάσεις ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων έργων. Αρμόδιος Υπουργός είναι ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροτα­ξίας και Δημόσιων Έργων.

 

Αρθρο  77

Δικαστική επίλυση διαφορών

 

   1. Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο αρμόδιο δικαστήριο κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ή του Κώδικα Πολιτικής Δικο­νομίας, με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων. Η κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας διάκριση μεταξύ των ενδίκων βοηθημάτων της προσφυγής και της αγωγής (άρθρα 63 και 71) ισχύει και στις διαφορές του παρόντος Κώδικα.

 

   2. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των διαφο­ρών αυτών είναι το διοικητικό ή πολιτικό εφετείο της περιφέρειας στην οποία εκτελείται το έργο. Παρέκταση αρμοδιότητας δεν επιτρέπεται. Αν το έργο εκτελείται στην περιφέρεια δύο ή περισσότερων εφετείων, αρμό­διο καθίσταται εκείνο που ορίζει ο Πρόεδρος του Συμ­βουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου, ύστερα από αίτηση εκείνου που ενδιαφέρεται να ασκήσει την προσφυγή.

 

   3. Της προσφυγής στο εφετείο προηγείται υποχρεω­τικά αίτηση θεραπείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76, διαφορετικά η προσφυγή κηρύσσεται απα­ράδεκτη. Η προσφυγή στο εφετείο ασκείται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο (2) μηνών από την κοινο­ποίηση της απόφασης που εκδόθηκε επί της αιτήσεως θεραπείας ή από τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας της παραγράφου 14 του άρθρου 76 του παρόντος. Εάν το έργο εκτελείται στην περιφέρεια δύο ή περισσότερων εφετείων, η αίτηση για τον καθορισμό του αρμόδιου εφετείου, σύμφωνα με την παράγραφο 2, υποβάλλεται μέσα στην ίδια δίμηνη ανατρεπτική προθεσμία. Στην περίπτωση αυτή η δίμηνη ανατρεπτική προθεσμία για άσκηση προσφυγής αρχίζει από τη δημοσίευση της από­φασης του Προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου. Δεν απαιτείται η τήρηση ενδικοφανούς προδικασίας στις περιπτώσεις που ασκείται από τον ενδιαφερόμενο αγωγή, στο δικόγραφο της οποίας δεν σωρεύεται αίτημα ακύρωσης ή τροποποίησης διοικη­τικής πράξης ή παράλειψης.

 

   4. Η υπόθεση συζητείται σε δικάσιμο που ορίζεται όσο το δυνατόν συντομότερα. Οι διάδικοι υποχρεού­νται να προσκομίσουν κατά την πρώτη συζήτηση όλα τα αποδεικτικά μέσα. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Αν ο φάκελος της υπόθεσης δεν αποσταλεί στο διοικητικό εφετείο από τη Διοίκηση, η συζήτηση αναβάλλεται σε νέα δικάσιμο, κατά την οποία η υπό­θεση συζητείται με βάση τα στοιχεία που προσκομίζει ο προσφεύγων, αν το ζητήσει ο ίδιος.

 

   5. Η συζήτηση και η διεξαγωγή της απόδειξης ολο­κληρώνονται σε μια δικάσιμο, ανεξάρτητα από τη δι­καιοδοσία που υπάγεται η υπόθεση. Αν ο χρόνος δεν επαρκεί, επιτρέπεται διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον των ίδιων δικαστών, με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλή­τευσης όλων των διαδίκων, των μαρτύρων και εκείνων που δεν παρίστανται.

Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιο­γράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου τρεις (3) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Η απόφαση εκδί­δεται το ταχύτερο και αρκεί πιθανολόγηση. Οι αποφά­σεις του διοικητικού ή πολιτικού εφετείου είναι αμέσως εκτελεστές.

 

   6. Η αίτηση αναίρεσης κατά των αποφάσεων του πολιτικού εφετείου επιτρέπεται μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 559 αριθμός 1 έως 7, 9, 16, 17, 19 και 20 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αν από την εκτέλεση της απόφασης πιθανολογείται κίνδυνος βλάβης, της οποίας η αποκατάσταση δεν είναι εύκο­λη, μπορεί να διαταχθεί με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους η ολική ή εν μέρει αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, με τον όρο παροχής ανάλογης εγγύησης ή και χωρίς εγγύηση ή να εξαρτηθεί η εκτέλεση της απόφασης από την παροχή εγγύησης από το διάδικο που έχει νικήσει. Για την αίτηση απο­φαίνεται, συνεδριάζοντας ως συμβούλιο, χωρίς υπο­χρεωτική κλήτευση των διαδίκων, το αρμόδιο τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου, το οποίο συγκροτείται από τρία μέλη, στα οποία περι­λαμβάνεται υποχρεωτικά ο εισηγητής της υπόθεσης. Η απόφαση της αναστολής μπορεί κατά τον ίδιο τρόπο να ανακληθεί, με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους έως και κατά την πρώτη συζήτηση της αναίρεσης.

 

   7. Σε περίπτωση που ο κύριος του έργου ή ο φορέας κατασκευής ασκήσει αναίρεση, με αίτηση του αναδόχου, μπορεί μέχρι την εκδίκασή της να γίνει συμβιβασμός. Για το συμβιβασμό εκδίδεται απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων ή του αρμόδιου οργάνου των φορέων που εκτελούν δημόσια έργα, μετά από γνώμη του αρμόδιου τεχνικού συμβου­λίου. Μετά την αποδοχή αυτής από τον ανάδοχο, ο κύριος του έργου ή ο φορέας κατασκευής παραιτείται από την αναίρεση.

 

   8. Αν ο ανάδοχος του έργου είναι κοινοπραξία, η προ­σφυγή ασκείται είτε από την ίδια είτε από όλα τα μέλη της, που μεταξύ τους στην περίπτωση αυτή υπάρχει αναγκαστική ομοδικία.

 

Αρθρο  78

Διαιτητική επίλυση διαφορών

 

   1. Στη διακήρυξη διαγωνισμού ή στη με κάθε τρόπο καταρτιζόμενη σύμβαση εκτέλεσης έργου μπορεί να εγκριθεί και περιληφθεί ρήτρα διαιτησίας.

 

   2. Η σχετική έγκριση και οι όροι της διαιτησίας κα­θορίζονται χωρίς καμία δέσμευση από οποιαδήποτε άλλη διάταξη, με κοινή απόφαση των Υπουργών Περι­βάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων, Οικονομί­ας και Οικονομικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού.

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ

ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ

 

Αρθρο  79

Εκτέλεση εργασιών με αυτεπιστασία

 

   1. Η εκτέλεση εργασιών με αυτεπιστασία, όταν συντρέ­χουν οι σχετικές προϋποθέσεις της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος, αποφασί­ζεται από την προϊσταμένη αρχή μετά από εισήγηση της διευθύνουσας υπηρεσίας. Για την απόφαση αυτή λαμβάνονται υπόψη ιδίως η φύση των εργασιών, η δι­άρθρωση των υπηρεσιών, το τυχόν υπάρχον εργατοτε­χνικό προσωπικό, ο διαθέσιμος μηχανικός εξοπλισμός και γενικά η οικονομία της κατασκευής. Η διευθύνουσα υπηρεσία ορίζει τεχνικό υπάλληλο ως επιβλέποντα και άλλους υπαλλήλους ως βοηθούς του εφόσον απαιτείται. Με μέριμνα της υπηρεσίας συντάσσεται χρονοδιάγραμ­μα και αναλυτικό πρόγραμμα κατασκευής. Συντάσσεται επίσης προμέτρηση των απαιτούμενων υλικών, προγραμματίζεται ο αριθμός, οι ειδικότητες και η διάρκεια απασχόλησης του εργατοτεχνικού προσωπικού, καθώς και ο αριθμός, το είδος και η διάρκεια απασχόλησης του μηχανικού εξοπλισμού που είναι απαραίτητα για την εκτέλεση του έργου.

 

   2. Ο απαιτούμενος αριθμός του προσωπικού και των μηχανημάτων, οι ποσότητες των υλικών, ο τρόπος και ο ρυθμός απασχόλησης του προσωπικού, ανάλωσης υλικών, μίσθωσης και χρήσης μηχανημάτων και όλα τα άλλα αναγκαία για την εκτέλεση του έργου στοιχεία εγκρίνονται από τη διευθύνουσα υπηρεσία. Ο αριθμός των μηχανημάτων έργων των οποίων η αγορά είναι τυχόν αναγκαία για την κατασκευή του έργου εγκρίνε­ται από την προϊσταμένη αρχή από την οποία επίσης εγκρίνεται και ο τρόπος εκμετάλλευσης των μηχανη­μάτων μετά τη χρήση τους στο έργο.

 

   3. Το απαιτούμενο προσωπικό προσλαμβάνεται σύμ­φωνα με τις ισχύουσες για το φορέα κατασκευής σχε­τικές διατάξεις. Απαιτούμενο προσωπικό μπορεί και ο κύριος του έργου να διαθέσει ή να προσλάβει σύμφωνα με τις ισχύουσες γι' αυτόν διατάξεις. Στο προσωπικό αυτό μπορεί να περιλαμβάνεται υπαλληλικό και εργα­τοτεχνικό προσωπικό οποιασδήποτε ειδικότητας ανα­γκαίας για την κατασκευή και την τεχνικοοικονομική διοίκηση του έργου.

 

   4. Από τις διατιθέμενες για το έργο πιστώσεις κα­ταβάλλονται, με βάση νόμιμα δικαιολογητικά, όλες οι δαπάνες που πραγματοποιούνται για το έργο όπως είναι οι μισθοί, τα ημερομίσθια και οι σχετικές εργοδο­τικές επιβαρύνσεις του προσωπικού της προηγούμενης παραγράφου, οι δαπάνες προμήθειας μηχανημάτων και εξοπλισμού, η αξία των υλικών και οι δαπάνες διαλογής, αποθήκευσης, μεταφοράς και χρήσης τους, τα μισθώ­ματα μηχανημάτων, τα ασφάλιστρα και οι δαπάνες λει­τουργίας τους, οι αμοιβές για παροχή υπηρεσιών και το αντάλλαγμα για την υπεργολαβική εκτέλεση εργασιών με υλικά ή χωρίς υλικά (φατούρα).

 

   5. Για την αγορά των υλικών και μηχανημάτων, τη μίσθωση μηχανικού εξοπλισμού ή την εκτέλεση μεταφο­ρών, εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διατάξεις που διέπουν κάθε φορά το φορέα κατασκευής. Για την ανάδειξη εργολάβων επί μέρους εργασιών που περιλαμβάνονται στην απολογιστική εκτέλεση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Κώδικα.

 

   6. Κατά την εκτέλεση έργου με αυτεπιστασία τηρείται με ευθύνη της υπηρεσίας ημερολόγιο ανάλογο με το επιβαλλόμενο για οποιαδήποτε απολογιστική εκτέλε­ση εργασιών της παραγράφου 9 του άρθρου 55 του παρόντος.

 

   7. Για τις εργασίες που εκτελούνται με αυτεπιστασία συντάσσεται επιμέτρησή τους και απολογισμός της δα­πάνης. Για την παραλαβή τους εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρων 73 και 75 του παρόντος.

 

   ΜΕΡΟΣ III

ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ - ΜΗΤΡΩΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'

ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

 

Αρθρο  80

Γενικές Διατάξεις

 

   1. Την κατασκευή δημοσίων έργων επιτρέπεται να αναλαμβάνουν ημεδαπές επιχειρήσεις που είναι εγγε­γραμμένες στο Μητρώο Εργοληπτικών Επιχειρήσεων (Μ.Ε.ΕΠ.) και στην αντίστοιχη με το έργο κατηγορία και τάξη εγγραφής, καθώς και εργοληπτικές επιχειρήσεις κρατών - Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευ­ρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.), σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.

Οι επιχειρήσεις αυτές μπορεί να είναι ατομικές ή εταιρείες οποιασδήποτε νομικής μορφής ή συνεται­ρισμοί, όπως ειδικότερα ορίζεται στην παράγραφο 10 του άρθρου 100 του παρόντος. Το Μ.Ε.ΕΠ. τηρείται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, σύμφωνα με το άρθρο 92 του παρόντος για την παρακολούθηση της τεχνικής και οικονομικής ικανότη­τας των εργοληπτικών επιχειρήσεων που επιθυμούν να αναλαμβάνουν την εκτέλεση δημοσίων έργων.

 

   2. Κατασκευαστικές επιχειρήσεις χωρών εκτός Ευ­ρωπαϊκής Ένωσης και Ε.Ο.Χ., που έχουν τα ουσιαστικά προσόντα, γίνονται δεκτές στους διαγωνισμούς και μπορούν να αναλάβουν την εκτέλεση δημοσίων έργων σε όσες περιπτώσεις αυτό προκύπτει από διεθνείς υπο­χρεώσεις της χώρας. Σε άλλες περιπτώσεις αλλοδαπές κατασκευαστικές επιχειρήσεις μπορεί να γίνουν δεκτές, όταν προκηρύσσεται ειδικός διεθνής διαγωνισμός σύμ­φωνα με διακήρυξη ή τύπους διακήρυξης που εγκρίνο­νται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.

 

   3. Για την παρακολούθηση της τεχνικής εμπειρίας στην κατασκευή έργων των προσώπων που στελεχώ­νουν τις εργοληπτικές επιχειρήσεις του Μ.Ε.ΕΠ., τη­ρείται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, Μητρώο Εμπειρίας Κατασκευαστών (Μ.Ε.Κ.), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 107 του παρόντος.

 

   4. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2, η εγγραφή στο Μ.Ε.ΕΠ. μιας επιχείρησης και η διατήρηση σε ισχύ της εγγραφής αυτής με την αναθεώρησή της, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 96 και 97 του παρόντος, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ανάληψη από την επιχείρηση αυτή της κατασκευής δημοσίου έργου, κατά τις διατάξεις του παρόντος.

 

Αρθρο  81

Παραβάσεις στην εκπλήρωση υποχρεώσεων

 

   1. Οι εργοληπτικές επιχειρήσεις, που αναλαμβάνουν την εκτέλεση δημοσίων έργων, υπόκεινται στον έλεγχο της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξί­ας και Δημόσιων Έργων. Ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων για παραβάσεις στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους μπορεί να επιβάλει στις επιχειρήσεις αυτές διοικητική ποινή προστίμου μέ­χρι ενάμισι εκατομμυρίου (1.500.000) ευρώ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους.

Με απόφαση του αυτού Υπουργού μπορεί να αυξάνε­ται το ανωτέρω ποσό.

Παράβαση στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων είναι, ιδίως, η κατά την εκτέλεση του έργου έλλειψη προ­σήκουσας προστασίας του περιβάλλοντος ή παράλει­ψη λήψης μέτρων για την αποκατάστασή του, η μη λήψη μέτρων προστασίας του κοινού, η παρακώλυση λειτουργίας ή βλάβη ή καθυστέρηση στην αποκατά­σταση φθορών σε άλλα δημόσια έργα ή κοινόχρηστα πράγματα. Η διοικητική αυτή ποινή είναι ανεξάρτητη από την τυχόν ποινική ή αστική ευθύνη. Το πρόστιμο της παραγράφου αυτής εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. Η ανακοπή κατά της πράξης επιβολής του προστίμου ασκείται ενώπιον του τριμελούς διοικητικού εφετείου, το οποίο δικάζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Από το έσοδο αυτό αποδίδεται στην «Τ.Ε.Ο. Α.Ε.» ποσοστό που καθορίζεται, με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Οικονομίας και Οικονομικών. Με την απόφαση αυτή κα­θορίζεται ο τρόπος απόδοσης των σχετικών ποσών και κάθε άλλη λεπτομέρεια.

 

   2. Το ανωτέρω πρόστιμο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ, αν πρόκειται για επικίνδυνες για το κοινό παραβάσεις ή παραλείψεις. Το ίδιο ισχύει και αν η υπαίτια εργοληπτική επιχείρηση έχει διαπράξει επανειλημμένα παραβάσεις. Το πρόστιμο δεν μπορεί να είναι ανώτερο από τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ αν η παράβαση δεν ήταν επικίνδυνη για το κοινό και η επιχείρηση μέχρι την υποβολή των αντιρρήσεών της που προβλέπονται στην παράγραφο 5 έχει άρει την παράλειψη ή παράβαση και έχει καλέ­σει έγκαιρα την αρμόδια υπηρεσία να διαπιστώσει την άρση.

 

   3. Οι πιο πάνω παραβάσεις διαπιστώνονται με έκθεση τεχνικού υπαλλήλου της Διεύθυνσης Δημόσιων Έργων ή της Διεύθυνσης Εκτέλεσης Συντήρησης Έργων (Δ.Ε.Σ.Ε.) της Περιφέρειας στην οποία διαπράττεται η παράβαση ανεξάρτητα από το φορέα κατασκευής του έργου ή των Διευθύνσεων Κατασκευής Έργων τέως μείζονος Πρωτεύουσας της Γ.Γ.Δ.Ε..

 

   4. Η έκθεση συντάσσεται ύστερα από αυτοψία και περιλαμβάνει τα στοιχεία του υπαλλήλου που τη συ­ντάσσει, τα στοιχεία της εργοληπτικής επιχείρησης που διαπράττει την παράβαση, το έργο που εκτελείται ή εκτελέστηκε με μνεία του φορέα κατασκευής, περι­γραφή της παράβασης, της έκτασης, της διάρκειας και των συνεπειών της, μνεία των στοιχείων που θεμελιώ­νουν την υπαιτιότητα της επιχείρησης και κάθε άλλο στοιχείο χρήσιμο για την εκτίμηση της παράβασης και επιμέτρηση της ποινής.

 

   5. Η έκθεση αυτή θεωρείται από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας στην οποία ανήκει ο υπάλληλος που τη συ­νέταξε και κοινοποιείται στην εργοληπτική επιχείρηση, που μπορεί μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δέκα (10) ημερών να καταθέσει στην υπηρεσία αυτή αντιρρήσεις. Η έκθεση και οι εμπρόθεσμες αντιρρήσεις υποβάλλονται αμέσως στη Διεύθυνση Μητρώων και Τεχνικών Επαγ­γελμάτων της Γ.Γ.Δ.Ε..

Με την απόφαση για την υποβολή της διοικητικής ποινής του προστίμου ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χω­ροταξίας και Δημόσιων Έργων αποφαίνεται και για τις υποβληθείσες αντιρρήσεις. Η απόφαση αυτή αποτελεί τίτλο βεβαίωσης στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.).

 

   6. Αντίγραφο της έκθεσης, αμέσως μετά τη θεώρησή της, διαβιβάζεται και στην αρμόδια για την εκτέλεση του έργου υπηρεσία, για να λάβει τα μέτρα της, σύμφωνα με τη σχετική σύμβαση με την υπαίτια επιχείρηση.

 

   7. Ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημό­σιων 'Εργων μπορεί να διατάξει οποιονδήποτε τεχνικό υπάλληλο του Υπουργείου να προβεί στη διαπίστωση παραβάσεων. Αν ο υπάλληλος ανήκει στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου, η έκθεση θεωρείται από τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης στην οποία υπηρετεί ο υπάλληλος αυτός και σε αυτή τη Διεύθυνση γίνεται και η κατάθεση των σχετικών αντιρρήσεων.

 

Αρθρο  82

Πειθαρχικός Ελεγχος

 

   1. Οι εργοληπτικές επιχειρήσεις, που αναλαμβάνουν την εκτέλεση δημοσίων έργων και τα στελέχη των επι­χειρήσεων αυτών, υπόκεινται σε πειθαρχικό έλεγχο για κάθε υπαίτια αθέτηση των αναλαμβανόμενων υποχρε­ώσεων έναντι του κυρίου ή του φορέα κατασκευής του έργου, καθώς και για κάθε συμπεριφορά ασυμβίβαστη με την εργολαβική τους ιδιότητα και ιδίως για χρή­ση της βεβαιώσεως χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, δυστροπία για επανόρθωση σοβαρών κακοτεχνιών που έχουν βεβαιωθεί, έκπτωση, ενσυνεί­δητη προσπάθεια διαφόρου ποσοτικής εμφανίσεως των εκτελεσθεισών εργασιών, ψευδή δήλωση προς τον κύριο του έργου όταν αυτή απαιτείται από τις κείμενες δια­τάξεις, παράλειψη της υποχρέωσης του αναδόχου για την τακτική καταβολή των αποδοχών του προσωπικού του εργοταξίου του, παράνομη εκχώρηση του έργου ή τμήματος αυτού, ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ότι έγι­νε συνεννόηση των συναγωνιζόμενων προς αποφυγή πραγματικού συναγωνισμού και κάθε άλλη παράβαση των υποχρεώσεων του αναδόχου που προβλέπονται από την περί δημοσίων έργων νομοθεσία.

 

   2. Ο πειθαρχικός αυτός έλεγχος, που ασκείται στις εργοληπτικές επιχειρήσεις και τα στελέχη τους, είναι ανεξάρτητος από τον έλεγχο που ασκείται, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, για την αναθεώρηση και κατάταξη στις κατηγορίες των έργων και τάξεις του Μ.Ε.ΕΠ., από την υπηρεσία τήρησης των Μητρώων της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων.

 

   3. Σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων ή διά­πραξης άλλων παραβάσεων επιβάλλονται διοικητικές και παρεπόμενες χρηματικές κυρώσεις. Οι διοικητικές κυρώσεις αυτές είναι:

α) Ο αποκλεισμός από δημοπρασίες της εργοληπτικής επιχείρησης μέχρι έξι (6) μήνες.

β) Ο υποβιβασμός της τάξης της εργοληπτικής επιχεί­ρησης από ορισμένες ή όλες τις κατηγορίες έργων.

γ) Η προσωρινή διαγραφή της εργοληπτικής επιχεί­ρησης ή του στελέχους της από το Μητρώο που τηρεί η αρμόδια υπηρεσία της Γ.Γ.Δ.Ε., από έξι (6) μήνες έως τρία (3) έτη.

δ) Η οριστική διαγραφή της επιχείρησης ή του στελέ­χους της από τα τηρούμενα ως άνω Μητρώα.

Η διοικητική κύρωση της περίπτωσης α' επιβάλλε­ται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων ύστερα από εισήγηση της αρμόδιας τεχνικής υπηρεσίας. Οι λοιπές διοικητικές κυρώσεις των περιπτώσεων β', γ' και δ' επιβάλλονται από το πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβού­λιο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα επόμενα άρθρα. Η παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο γίνεται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων ή την αρμόδια τεχνική υπηρεσία ή την προϊσταμένη αρχή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 7 του άρθρου 87 του παρόντος.

 

   4. Παρεπόμενη πειθαρχική συνέπεια αποτελεί η επι­βολή χρηματικής κύρωσης, σε βάρος των εργοληπτικών επιχειρήσεων και των στελεχών τους, στους οποίους έχουν ήδη επιβληθεί οι διοικητικές κυρώσεις της πα­ραγράφου 3.

Το χρηματικό πρόστιμο της παραγράφου αυτής καθο­ρίζεται για μεν τη διοικητική κύρωση της περίπτωσης α' της παραγράφου 3, από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων, για δε τις λοιπές δι­οικητικές κυρώσεις των περιπτώσεων β', γ' και δ', από το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο, όπως ορίζεται στο άρθρο 86 του παρόντος.

 

   5. Για τον καθορισμό της επιβαλλόμενης διοικητικής κύρωσης και του αντίστοιχου χρηματικού προστίμου, το ύψος του οποίου δεν μπορεί να υπερβαίνει το ενάμισι εκατομμύριο (1.500.000) ευρώ, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνεκτιμά ιδίως τις συνθήκες διάπραξης της παράβασης, τη δυστροπία της εργοληπτικής επιχείρησης για επανόρθωση της παράβασης και την τυχόν κατ' εξακολούθηση διάπραξη παρόμοιων παραβάσεων εκ μέρους της ίδιας εργολη­πτικής επιχείρησης ή των στελεχών της.

 

   6. Τα ανωτέρω χρηματικά πρόστιμα εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων.

Η ανακοπή κατά της πράξης επιβολής του προστίμου ασκείται ενώπιον του τριμελούς διοικητικού εφετείου, το οποίο δικάζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.

 

   7. Με προεδρικό διάταγμα καθορίζεται η επιβολή παρε­πόμενων χρηματικών κυρώσεων, το ύψος αυτών, που δεν μπορεί να υπερβεί το ενάμισι εκατομμύριο (1.500.000) ευρώ και τα όργανα που τις επιβάλλουν, καθώς και η σχετική διαδικασία, η συγκρότηση και λειτουργία εν γένει των πειθαρχικών συμβουλίων, πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων, στα οποία θα συμμετέχουν και εκπρό­σωποι των εργοληπτικών οργανώσεων και του Τ.Ε.Ε., η πειθαρχική εν γένει διαδικασία, οι δικαιούμενοι να ασκήσουν πειθαρχική αγωγή, η άσκηση εφέσεως, οι προθεσμίες και παραγραφές, οι λόγοι αναστολής και διακοπής αυτής, οι ειδικότερες σχέσεις προς ενδεχό­μενες συναφείς αποφάσεις διοικητικών, πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, ως και κάθε λεπτομέρεια σχετικά με την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου.

Για τις εργοληπτικές επιχειρήσεις, που μπορούν να αναλάβουν την κατασκευή δημοσίων έργων και δεν είναι εγγεγραμμένες στο Μ.Ε.ΕΠ., εκδίδεται απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων με την οποία ρυθμίζονται όλα τα σχετικά θέ­ματα με τις διοικητικές και παρεπόμενες χρηματικές κυρώσεις.

 

   8. Η διαδικασία επιβολής του προστίμου της παρα­γράφου 1 του άρθρου 81 του παρόντος καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων.

 

Αρθρο  83

Λήξη πειθαρχικής ευθύνης

 

   1. Οι εργοληπτικές επιχειρήσεις και τα στελέχη τους, που για οποιονδήποτε λόγο έχουν αποβάλει την ιδιό­τητα αυτή, δεν διώκονται πειθαρχικά, εκτός αν συντρέ­χει περίπτωση παρεπόμενης χρηματικής κύρωσης σε βάρος τους.

 

   2. Σε κάθε περίπτωση, συνεχίζεται η πειθαρχική δί­ωξη που έχει αρχίσει. Η δίωξη αυτή διακόπτεται σε περίπτωση οριστικής διαγραφής της επιχείρησης ή του στελέχους της από τα τηρούμενα Μητρώα ή θανάτου ή οριστικής εξόδου από το επάγγελμα.

 

Αρθρο  84

Παραγραφή

 

   1. Οι πειθαρχικές παραβάσεις των εργοληπτικών επι­χειρήσεων και των στελεχών τους παραγράφονται μετά από δεκαοκτώ (18) μήνες από το χρόνο που διαπρά­χθηκαν.

 

   2. Οι πράξεις που απευθύνονται κατά της εργοληπτι­κής επιχείρησης ή του στελέχους της για τη δίωξη της παράβασης διακόπτουν την παραγραφή. Μέσα όμως σε δεκαοκτώ (18) μήνες από την πρώτη αυτή διακοπή του χρόνου της παραγραφής, πρέπει να έχει εκδοθεί η απόφαση του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, διαφορετικά η παράβαση παραγράφεται.

 

   3. Πειθαρχική παράβαση η οποία παραγράφηκε, μετά την έκδοση αποφάσεως του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, μπορεί να ληφθεί υπόψη σαν επιβαρυντική περίπτωση στην επιμέτρηση της ποινής κατά την τι­μωρία άλλης πειθαρχικής παράβασης που διαπράχθηκε πριν από την παραγραφή εκείνης.

 

   4. Οι ποινές που επιβάλλονται ουδέποτε διαγράφο­νται από το Μητρώο της εργοληπτικής επιχείρησης. Οι παραβάσεις που παραγράφονται, μνημονεύονται επίσης στο Μητρώο αυτό. Η μνεία αυτή ουδέποτε δι­αγράφεται από το Μητρώο, στα χορηγούμενα όμως, μετά από αίτηση της ίδιας εργοληπτικής επιχείρησης, πιστοποιητικά πειθαρχικής κατάστασης δεν αναγρά­φονται οι επιβληθείσες ποινές μετά τριετία από την τελεσιδικία της πειθαρχικής απόφασης, εκτός αν αυτή επέβαλε την ποινή της οριστικής διαγραφής από τα τηρούμενα Μητρώα.

 

Αρθρο  85

Δεδικασμένο

 

   1. Καμία εργοληπτική επιχείρηση ή στέλεχος αυτής δεν διώκεται δεύτερη φορά για την ίδια πειθαρχική παράβαση.

 

   2. Για την ίδια πειθαρχική παράβαση μία μόνο ποινή επιβάλλεται.

 

   3. Με την ίδια πειθαρχική απόφαση μία ποινή επι­βάλλεται, εκτός αν συντρέχει περίπτωση παρεπόμενης κύρωσης.

 

Αρθρο  86

Πειθαρχικά Συμβούλια

 

   1. Για την εκδίκαση, σε πρώτο βαθμό, των πειθαρχικών παραβάσεων των εργοληπτικών επιχειρήσεων και των στελεχών τους, συνιστάται Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, που αποτελείται από:

α) Εναν (1) τεχνικό υπάλληλο, κατηγορίας ΠΕ, Προϊστάμενο Διεύθυνσης της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Πε­ριβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, ως πρόεδρο.

β) Τρεις (3) τεχνικούς υπαλλήλους κατηγορίας ΠΕ της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων.

γ) Δύο (2) εκπροσώπους των πανελλήνιων επαγγελ­ματικών εργοληπτικών ενώσεων, που υποδεικνύονται σύμφωνα με τα κατωτέρω.

δ) Έναν (1) εκπρόσωπο του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας, που προτείνεται με τον αναπληρωτή του από το Τ.Ε.Ε..

 

   2. Ο πρόεδρος και τα μέλη της περίπτωσης β' ορί­ζονται με τους αναπληρωτές τους, από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων με την απόφαση συγκρότησης του Συμβουλίου.

 

   3. Τα μέλη της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 και οι αναπληρωτές τους υποδεικνύονται από τις επαγ­γελματικές εργοληπτικές ενώσεις. Για την υπόδειξή τους καλούνται οι σχετικές εργοληπτικές ενώσεις να υποδείξουν κοινούς εκπροσώπους. Σε περίπτωση που οι διάφορες ενώσεις υποδείξουν διάφορα πρόσωπα ως μέλη, ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων επιλέγει τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη από τα πρόσωπα που υποδείχθηκαν.

Οι εκπρόσωποι των πανελληνίων επαγγελματικών εργοληπτικών ενώσεων και του Τ.Ε.Ε. προτείνονται με τους αναπληρωτές τους μέσα σε έναν (1) μήνα από την κοινοποίηση του σχετικού εγγράφου του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία γίνεται έγγραφη υπόμνη­ση και τάσσεται νέα προθεσμία που δεν μπορεί να είναι μικρότερη των πέντε (5) ημερών. Μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωρο­ταξίας και Δημόσιων Εργων μπορεί να ορίσει οίκοθεν τα μέλη αυτά.

 

   4. Η θητεία του προέδρου και των μελών του Πειθαρ­χικού Συμβουλίου ορίζεται για δύο (2) ημερολογιακά έτη, αρχίζει την 1η Ιανουαρίου του πρώτου έτους και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του δεύτερου έτους. Η συγκρότη­ση γίνεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων που εκδίδεται μέσα στο Δεκέμβριο κάθε δεύτερου έτους. Στη διάρκεια της θητείας, αντικατάσταση μέλους επιτρέπεται μόνο για εύλογη αιτία. Σε περίπτωση αντικατάστασης μέλους το νέο μέλος διανύει το υπόλοιπο της θητείας.

 

   5. Τα μέλη των πειθαρχικών συμβουλίων καλούνται στις συνεδριάσεις σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 2690/ 1999 (ΦΕΚ 45 Α'). Τα αναπληρωματικά μέλη συμμετέ­χουν στο Συμβούλιο σε περίπτωση έλλειψης, απουσίας ή κωλύματος του τακτικού μέλους. Για το γεγονός αυτό γίνεται ρητή μνεία στα πρακτικά.

Καθήκοντα γραμματέα του συμβουλίου εκτελεί υπάλ­ληλος της Γ.Γ.Δ.Ε., που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων.

 

   6. Το Συμβούλιο βρίσκεται σε απαρτία, όταν παρίστα­ται ο πρόεδρος και τρία (3) μέλη αυτού.

Οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των πα­ρόντων. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η γνώμη του προέδρου του Συμβουλίου.

Τα πρακτικά και τις αποφάσεις του Συμβουλίου υπο­γράφει ο πρόεδρος και ο γραμματέας αυτού. Στα πρα­κτικά καταχωρίζεται συνοπτικά και η γνώμη των τυχόν μειοψηφούντων μελών.

Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο εδρεύει στη Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων και εξυπηρετείται από τη Διεύθυνση Μητρώων και Τεχνικών Επαγγελμάτων της ίδιας Γενικής Γραμματείας.

 

   7. Για την εκδίκαση των εφέσεων κατά των απο­φάσεων του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου συνιστάται Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, που αποτελείται από:

α) Έναν (1) τεχνικό υπάλληλο, Προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων, ως πρόεδρο.

β) Τον προϊστάμενο του γραφείου Νομικού Συμβού­λου στη Γ.Γ.Δ.Ε., με αναπληρωτή του τον αρχαιότερο πάρεδρο στο ίδιο Γραφείο.

γ) Δύο (2) τεχνικούς υπαλλήλους κατηγορίας ΠΕ, Προ­ϊστάμενους Διεύθυνσης της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Πε­ριβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων.

δ) Δύο (2) εκπροσώπους των πανελλήνιων επαγγελ­ματικών εργοληπτικών ενώσεων.

ε) Έναν (1) εκπρόσωπο του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας, που προτείνεται με τον αναπληρωτή του από το Τ.Ε.Ε..

 

   8. Οι παράγραφοι 2 έως και 6 εφαρμόζονται αναλό­γως και στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Το Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο βρίσκεται σε απαρτία, όταν παρίσταται ο πρόεδρος και τέσσερα (4) μέλη αυτού. Για την επιβολή της ποινής της οριστικής διαγραφής της επιχείρησης ή του στελέχους της από τα τηρούμενα Μητρώα, απαιτείται να ψηφίσουν υπέρ αυτής τουλά­χιστον τα πέντε (5) από τα μέλη του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

   9. Στο Πρωτοβάθμιο και Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν μπορούν να μετέχουν οι κατ' ευθεία γραμμή εξ αίματος συγγενείς του διωκόμενου ή εκ πλα­γίου μέχρι και του τέταρτου βαθμού και ο σύζυγος ή εξ αγχιστείας συγγενής μέχρι και του δεύτερου βαθμού. Την εξαίρεση μπορούν να ζητήσουν τα μέλη του Συμ­βουλίου οίκοθεν ή και ο διωκόμενος. Ο ίδιος μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση μέχρι δύο το πολύ μελών. Η αίτηση για την εξαίρεση υποβάλλεται στον πρόεδρο πριν από την έναρξη της συζήτησης και επ' αυτής αποφασίζει το Συμβούλιο μετά από σύσκεψη, χωρίς τη συμμετοχή του μέλους του οποίου ζητείται η εξαίρεση.

 

   10. Τα μέλη του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλί­ου, όπως και τα μέλη του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, δεν πρέπει να μετέχουν ως πρόεδροι ή μέλη στις Επιτροπές Μ.Ε.ΕΠ., Μ.Ε.Κ., και Γνωμοδοτική Επιτροπή Μελετών (Γ.Ε.Μ.) της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων.

 

Αρθρο  87

Πειθαρχική δίωξη

 

   1. Για την κίνηση της πειθαρχικής δίωξης, ο προϊστά­μενος της διευθύνουσας υπηρεσίας του έργου, κατά τη δημοπράτηση ή την εκτέλεση του οποίου σημειώθηκε η πειθαρχική παράβαση της εργοληπτικής επιχείρησης ή του στελέχους της ή προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι έγινε παράβαση, υποχρεούται να διαβιβάσει σχετική πρόταση στον αρμόδιο προϊστάμενο της προϊσταμένης του έργου αρχής.

 

   2. Σε περιπτώσεις δημοσίων έργων που εκτελούνται από φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα που έχουν εξαιρεθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 πα­ράγραφος 7 του παρόντος, από τις διατάξεις της νομο­θεσίας περί εκτελέσεως δημοσίων έργων, η ανωτέρω πρόταση για πειθαρχική δίωξη γίνεται από τον προϊ­στάμενο της αντίστοιχης υπηρεσίας του φορέα.

 

   3. Για παραβάσεις που δεν σχετίζονται άμεσα με την εκτέλεση ή τη δημοπράτηση του έργου, η υποχρέωση πρότασης προς δίωξη υπάρχει για τον προϊστάμενο της υπηρεσίας που έλαβε γνώση της παράβασης.

Εάν για την ίδια παράβαση επιληφθούν περισσότεροι του ενός προϊστάμενοι, οι προτάσεις τους συνεκτιμώ­νται για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, σύμφωνα με τις διατάξεις των επομένων παραγράφων.

 

   4. Η πρόταση για πειθαρχική δίωξη περιλαμβάνει τα στοιχεία των εργοληπτικών επιχειρήσεων ή των στε­λεχών τους που διέπραξαν την παράβαση, περιγραφή της παράβασης, συνοπτική αναφορά του τρόπου με τον οποίο συγκεντρώθηκαν οι πληροφορίες και τα στοιχεία της παράβασης, τα πρόσωπα τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν ως μάρτυρες, τα έγγραφα ή επικυρωμένα αντίγραφα αυτών που συνοδεύουν την παραπομπή και κάθε άλλη σχετική χρήσιμη πληροφορία.

Στην πρόταση περιλαμβάνεται υποχρεωτικά η διεύ­θυνση κατοικίας ή η έδρα της εργοληπτικής επιχείρη­σης ή του στελέχους της εργοληπτικής επιχείρησης.

Η πρόταση παραπομπής κοινοποιείται στην εργολη­πτική επιχείρηση ή το στέλεχος που παραπέμπεται, με αποδεικτικό επιδόσεως.

Σε περίπτωση κηρύξεως εκπτώτου του αναδόχου του έργου, η πρόταση παραπομπής υποβάλλεται αμέσως μετά την απόρριψη των ενστάσεων του αναδόχου κατά της απόφασης, σύμφωνα με τις περί εκτελέσεως δημο­σίων έργων διατάξεις και συνοδεύεται απαραίτητα από την απορριπτική αυτή απόφαση.

 

   5. Ο αρμόδιος σύμφωνα με την παράγραφο 1 προϊστά­μενος, αφού λάβει την πρόταση για πειθαρχική δίωξη, προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση αυτής, υποχρεούμενος να διεκπεραιώσει την υπόθεση σε εύλογο χρόνο, είτε με αιτιολογημένη πράξη παραπομπής αυτής στο αρ­χείο είτε με την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης κατά της υπαίτιας εργοληπτικής επιχείρησης ή του υπαίτιου στελέχους αυτής.

Σε κάθε περίπτωση ο αρμόδιος για την άσκηση πει­θαρχικής δίωξης προϊστάμενος μπορεί να ζητήσει τη διεξαγωγή ένορκης διοικητικής εξέτασης, εάν τα στοι­χεία της πρότασης δεν κριθούν επαρκή. Η διοικητική αυτή εξέταση διενεργείται από τον παραπάνω αρμόδιο προϊστάμενο ή από τον οριζόμενο από αυτόν ανώτερο υπάλληλο της υπηρεσίας.

Αυτός που διεξάγει την εξέταση, μπορεί να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την αυτοψία και εξέταση προσώπων και σχετικών ιδιωτικών και δημο­σίων εγγράφων, εφαρμόζοντας τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Σε κάθε περίπτωση τα στοιχεία της παράβασης τί­θενται σε γνώση της εργοληπτικής επιχείρησης ή του στελέχους που παραπέμπεται, για την υποβολή αντιρ­ρήσεων σε ανατρεπτική προθεσμία δέκα (10) ημερών.

 

   6. Η παραπομπή της υπόθεσης στο αρχείο γίνεται από τον αρμόδιο προϊστάμενο, εάν από την ουσιαστική εξέταση της υπόθεσης πεισθεί ότι δεν υφίστανται ουσι­ώδεις ενδείξεις ότι διεπράχθη πειθαρχική παράβαση.

Για την παραπομπή της υπόθεσης στο αρχείο, είτε χωρίς τη διενέργεια διοικητικής εξέτασης είτε μετά την υποβολή του πορίσματος αυτής, συντάσσεται σχετική πράξη και αποστέλλεται έγγραφο στην υπηρεσία που υπέβαλε την πρόταση δίωξης, το οποίο κοινοποιείται επίσης στην αρμόδια για την τήρηση των Μητρώων Υπηρεσία της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και στην ενδιαφερό­μενη εργοληπτική επιχείρηση.

 

   7. Για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, ο αρμόδιος προϊστάμενος απευθύνει έγγραφο προς τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων μετά του σχετικού φακέλου της υπόθεσης και τις εμπρόθε­σμες αντιρρήσεις της διωκόμενης εργοληπτικής επιχεί­ρησης ή του στελέχους της.

Το έγγραφο αυτό κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη εργοληπτική επιχείρηση με αποδεικτικό επιδόσεως.

Ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσι­ων Έργων μπορεί να μην ασκήσει πειθαρχική δίωξη, αν δεν συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμες προϋποθέσεις, να επιβάλει στη διωκόμενη εργοληπτική επιχείρηση τη διοικητική κύρωση του αποκλεισμού από δημοπρασίες μέχρι έξι (6) μήνες και την παρεπόμενη χρηματική κύ­ρωση ή να παραπέμψει την υπόθεση για εκδίκαση στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.

 

Αρθρο  88

Διαδικασία ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου

 

   1. Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, μετά την παραπομπή της υπόθεσης από τον Υπουργό Περιβάλ­λοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, καλεί τη διω­κόμενη εργοληπτική επιχείρηση ή το υπαίτιο στέλεχος, να υποβάλει απολογία μέσα σε ανατρεπτική προθε­σμία τριάντα (30) ημερών. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής ορίζει δικάσιμο και καλεί το νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης να παραστεί σε αυτή. Η δικάσιμος δεν μπορεί να οριστεί νωρίτερα από τριάντα (30) ημέρες από την κλήση του πειθαρχικά διωκόμενου. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, μετά την αποδεικτική διαδικα­σία, συνεχίζει τη συνεδρίασή του την ίδια ή άλλη ημέρα και αποφασίζει για την υπόθεση.

Η απόφαση δημοσιεύεται σε ειδικό βιβλίο με την επι­μέλεια του γραμματέα και κοινοποιείται, με αποδεικτικό επιδόσεως, στον πειθαρχικά διωκόμενο, στον αρμόδιο προϊστάμενο που άσκησε την πειθαρχική δίωξη και στον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημό­σιων Έργων.

 

   2. Η πειθαρχική δίωξη που ασκείται στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν ανακαλείται, περαιώνεται δε οπωσδήποτε με την έκδοση απόφασης με την επιφύ­λαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 83 του παρόντος.

Το πειθαρχικό συμβούλιο εκτιμά ελεύθερα τα απο­δεικτικά στοιχεία.

Οι πειθαρχικές αποφάσεις πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένες. Ανάκληση πειθαρχικής απόφασης δεν επιτρέπεται.

Το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να ορίσει ως εισηγη­τή της υπόθεσης ένα από τα μέλη του ή και να διατάξει τη συμπλήρωση της διοικητικής εξέτασης.

 

Αρθρο  89

Έφεση

 

   1. Οι αποφάσεις του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμ­βουλίου υπόκεινται σε έφεση. Η έφεση αυτή ασκείται ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου και κατατίθεται στη Διεύθυνση Μητρώων και Τεχνικών Επαγγελμάτων της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλο­ντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων. 2. Δικαίωμα έφεσης έχουν:

α) η εργοληπτική επιχείρηση ή το στέλεχος αυτής που τιμωρήθηκαν πειθαρχικά,

β) ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δη­μόσιων Έργων.

Η έφεση ασκείται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριάντα (30) ημερών. Η προθεσμία αρχίζει τόσο για τον τιμωρηθέντα όσο και για τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, από την κοινοποίηση στον καθένα από αυτούς της πρωτοβάθμιας απόφα­σης.

Περισσότερες εφέσεις που ασκούνται κατά της ίδιας απόφασης και πριν από την έκδοση οριστικής απόφασης για μία εξ αυτών, συνεκδικάζονται.

Η ασκηθείσα έφεση αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.

Με την άσκηση της έφεσης, η υπόθεση μεταβιβά­ζεται καθ' ολοκληρία στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.

 

Αρθρο  90

Διαδικασία ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου

 

   1. Για την εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του Δευτε­ροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, την εκτέλεση των αποφάσεων και την εξαίρεση των μελών του, εφαρ­μόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 86 και 88 του παρόντος, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επόμενες παραγράφους.

 

   2. Η απόφαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν κοινοποιείται αλλά υποβάλλεται στον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, ο οποίος εντός (1) μηνός από την παραλαβή αυτής, την επικυρώνει αμελλητί με απόφασή του.

Η απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξί­ας και Δημόσιων Έργων, με αντίγραφο της απόφασης του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, κοινοποι­είται στους ενδιαφερόμενους και αποτελεί την οριστική κρίση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό.

 

   3. Η εκτέλεση της απόφασης, σύμφωνα με τα οριζό­μενα στην παράγραφο 2, γίνεται με μέριμνα της Δι­εύθυνσης Μητρώων και Τεχνικών Επαγγελμάτων της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων. Η παρεπόμενη χρηματική κύρωση που επεβλήθη στην εργοληπτική επιχείρηση ή το υπαίτιο στέλεχος αυτής, καταβάλλεται μέσα σε έναν (1) μήνα από την κοινοποίηση της απόφασης αυτής.

 

Αρθρο  91

Σχέση Πειθαρχικής Διαδικασίας με άλλες δίκες Επανάληψη της Πειθαρχικής Διαδικασίας

 

   1. Η πειθαρχική διαδικασία δεν αναστέλλεται, ούτε αναβάλλεται εξαιτίας εκκρεμούς δίκης, ενώπιον δικα­στηρίου οποιασδήποτε δικαιοδοσίας.

 

   2. Στοιχεία που προκύπτουν από αμετάκλητες αποφά­σεις ποινικών ή αστικών δικαστηρίων και με τα οποία βεβαιώνεται ρητά η ύπαρξη ή ανυπαρξία πραγματικών γεγονότων, γίνονται δεκτά σε πειθαρχική διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη από τα Πειθαρχικά Συμβούλια, για την έκδοση της απόφασής τους.

Στην περίπτωση κατά την οποία εργοληπτική επιχεί­ρηση ή στέλεχος αυτής δικαιωθεί τελεσίδικα από αστι­κό, ποινικό ή διοικητικό δικαστήριο για τη διαφορά που προκάλεσε την πειθαρχική δίωξη, οι ανωτέρω υπαίτιοι μπορούν να ζητήσουν, από το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχι­κό Συμβούλιο, την επανάκριση της υποθέσεώς τους.

Η επανάκριση γίνεται υποχρεωτικά μέσα σε προθε­σμία δύο (2) μηνών από την αίτηση του διωκόμενου. Στην περίπτωση αυτή το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβού­λιο υποχρεούται να ακυρώσει την πειθαρχική ποινή της οριστικής διαγραφής από τα τηρούμενα Μητρώα, που τυχόν είχε επιβάλει. 'Εχει το δικαίωμα όμως εκτιμώντας κατ' ουσίαν τα πραγματικά γεγονότα και σε εφαρμογή των ανωτέρω, να επιβάλει την ποινή της προσωρινής διαγραφής του υπαίτιου από τα Μητρώα.

Για την ποινή την οποία εξέτισε η εργοληπτική επι­χείρηση ή το στέλεχός της, μέχρι την επανάκριση της υπόθεσης, δεν γεννάται κανένα δικαίωμα αποζημίωσης για τους τιμωρηθέντες. Σε περίπτωση όμως πλήρους απαλλαγής τους, η όλη ποινή διαγράφεται από τα Μη­τρώα.

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

ΜΗΤΡΩΟ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ( Μ.Ε.ΕΠ.)

 

Αρθρο  92

Τήρηση του Μ.Ε.ΕΠ.

 

   1. Η εγγραφή και κατάταξη των εργοληπτικών επιχει­ρήσεων στο Μ.Ε.ΕΠ., καθώς και η τακτική και η έκτακτη αναθεώρηση της εγγραφής τους, που ορίζονται στο παρόν άρθρο, γίνεται με αίτησή τους.

 

   2. Η εγγραφή, κατάταξη και αναθεώρηση στηρίζεται σε όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την εξέταση της αίτησης και τον έλεγχο της ακρίβειας των υποβαλλόμε­νων στοιχείων και τα οποία υποχρεούνται να υποβάλουν οι εργοληπτικές επιχειρήσεις στο Μ.Ε.ΕΠ..

Τα στοιχεία αυτά συγκεντρώνονται από την υπηρεσία της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων που είναι αρμόδια για την τήρηση του Μ.Ε.ΕΠ., όπως ορίζεται στην παράγραφο 3. Μεταξύ των στοιχείων αυτών περιλαμβάνονται ιδίως τα πιστο­ποιητικά Μ.Ε.ΕΠ., τα οποία συντάσσονται για κάθε έργο από τον κύριο του έργου ή το φορέα κατασκευής και περιέχουν πληροφορίες και αξιολογήσεις για τη δημο­πρασία και την ανάδοχο επιχείρηση, για τις τεχνικές επιχειρήσεις που έχουν συμπράξει στην κατασκευή του έργου με συμβάσεις κατασκευαστικής κοινοπραξίας ή υπεργολαβίας, οι οικονομικές καταστάσεις των χρή­σεων των τριών (3) τελευταίων ετών, οι προσωρινές οικονομικές καταστάσεις πριν από την υποβολή αίτη­σης, οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, οι ειδικές καταστάσεις τιμολογίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων, τα τιμολόγια ιδιωτικών έργων όλων των κατηγοριών, τα δικαιολογητικά πιστοποίησης των παγίων στοιχείων και της αξίας τους (οικόπεδα, γήπεδα, κτίρια, μηχανολογι­κός εξοπλισμός και μεταφορικά μέσα πλην επιβατικών αυτοκινήτων), δικαιολογητικά για την απόδειξη της βα­σικής και της συμπληρωματικής στελέχωσης, καθώς και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κριθεί απαραίτητο για την αξιολόγηση των εργοληπτικών επιχειρήσεων Μ.Ε.ΕΠ..

 

   3. Το Μ.Ε.ΕΠ. τηρείται από τη Διεύθυνση Μητρώων και Τεχνικών Επαγγελμάτων (Δ15) της Γενικής Γραμματείας Δημόσιων Εργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χω­ροταξίας και Δημόσιων 'Εργων. Στα πλαίσια τήρησης του Μητρώου, η υπηρεσία αυτή ασκεί τις αρμοδιότητες που της παρέχει ο νόμος και ιδίως συγκεντρώνει, ελέγ­χει και καταχωρεί μηχανογραφικά τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την εγγραφή, κατάταξη, αναθεώρηση εγγραφής και διαγραφή των εργοληπτικών επιχειρήσε­ων και παρέχει σχετικές πληροφορίες στις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα, όταν ζητούνται.

Χορηγεί επίσης «Ενημερότητα Πτυχίου» (Ε.Π.) στις εργοληπτικές επιχειρήσεις που υποχρεώνονται από το νόμο να διαθέτουν.

Η Επιτροπή Μ.Ε.ΕΠ. του άρθρου 95 του παρόντος είναι αρμόδια για την εγγραφή, την αναθεώρηση εγγρα­φής και κατάταξη των εργοληπτικών επιχειρήσεων στο Μ.Ε.ΕΠ. μέχρι και την πέμπτη (5η) τάξη. Για την εγγραφή, αναθεώρηση εγγραφής και κατάταξη στις τάξεις έκτη (6η) και έβδομη (7η) εκδίδεται απόφαση από τον Υπουρ­γό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων ύστερα από γνώμη της επιτροπής Μ.Ε.ΕΠ.. Η υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ., με υπογραφή του Προϊσταμένου της, εκδίδει τις πρωτότυπες βεβαιώσεις εγγραφής στο Μ.Ε.ΕΠ. (πτυχία), ύστερα από την έκδοση της σχετικής απόφασης κατά τα ανωτέρω.

 

   4. Οι εγγεγραμμένες στο Μ.Ε.ΕΠ. εργοληπτικές επι­χειρήσεις οφείλουν να γνωστοποιούν στην υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. κάθε επικείμενη αντικατάσταση των προσώπων που κατά την εγγραφή ή αναθεώρηση του πτυχίου αποτέλεσαν την ελάχιστη στελέχωση της επιχείρησης. Αντικατάσταση στελέχους επιτρέπεται μόνο για σοβαρό λόγο, εγκρίνεται από την Επιτροπή Μ.Ε.ΕΠ. ύστερα από εισήγηση της Υπηρεσίας τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. και καταχωρείται σε ειδική θέση του εντύ­που της βεβαίωσης Μ.Ε.ΕΠ. της επιχείρησης.

 

   5. Οι εγγεγραμμένοι στο Μ.Ε.Κ. επιτρέπεται να στελε­χώνουν μία μόνο εργοληπτική επιχείρηση εγγεγραμμένη στο Μ.Ε.ΕΠ.. Η συμμετοχή τους πρέπει να είναι ενερ­γός και παρακολουθείται από την υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ.. Η υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. μπορεί να παραπέμπει τα ανωτέρω στελέχη, των οποίων η συμμετοχή κρίνεται εικονική ή ανεπαρκής, στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο.

Η ελάχιστη στελέχωση της επιχείρησης πρέπει να είναι συνεχής καθ' όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της και να αποδεικνύεται με βεβαίωση ασφάλισης του προσωπικού από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα.

 

   6. Με απόφαση που εκδίδεται από τον Υπουργό Πε­ριβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων μπορεί να καθορίζεται ο τύπος και τα απαραίτητα στοιχεία που πρέπει να περιέχουν τα πιστοποιητικά Μ.Ε.ΕΠ., που εκδίδει ο κύριος του έργου ή ο φορέας κατασκευής, τα χρονικά διαστήματα έκδοσης και κοινοποίησής τους στον ανάδοχο και τις λοιπές τεχνικές επιχειρήσεις που έχουν συμπράξει στην κατασκευή του έργου, ο τρόπος υποβολής τους στην υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ., καθώς και κάθε σχετικό θέμα. Με όμοια απόφαση μπο­ρεί να ορισθεί προθεσμία μέσα στην οποία τα στοιχεία αυτά υποβάλλονται από τις εργοληπτικές επιχειρήσεις, εντός συγκεκριμένων χρονικών προθεσμιών, ανεξάρτητα από την υποβολή αίτησης τακτικής ή έκτακτης αναθεώ­ρησης της εγγραφής τους. Η παράλειψη υποβολής των στοιχείων αυτών, με ευθύνη της εργοληπτικής επιχεί­ρησης, συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος να τα επικαλεσθεί κατά την υποβολή αίτησης τακτικής ή έκτακτης αναθεώρησης και δίνει το δικαίωμα στην υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. να προχωρήσει με πρω­τοβουλία της σε έκτακτη αναθεώρηση της εγγραφής της επιχείρησης.

Ο κύριος του έργου ή ο φορέας κατασκευής οφείλει να συντάσσει και υποβάλει τα σχετικά πιστοποιητικά με τις αρμόδιες υπηρεσίες του, οι υπάλληλοι των οποίων, σε περίπτωση που αμελούν να το πράξουν, υπέχουν και πειθαρχικές ευθύνες, κατ' ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 40 του πα­ρόντος.

 

   7. Οι εργοληπτικές επιχειρήσεις, που λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας, υποχρεούνται να υπο­βάλουν ετησίως τις οικονομικές τους καταστάσεις και έκθεση δραστηριότητας, πριν από το τέλος του πρώτου εξαμήνου του έτους που έπεται της χρήσης στην οποία αναφέρονται οι οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην υπουργική απόφαση Δ15/οικ/ 24900/28.6.2002 (ΦΕΚ 833 Β'). Με όμοια απόφαση μπορεί να τροποποιείται η διαδικασία υποβολής των ανωτέρω στοιχείων.

 

   8. Κάθε επιχείρηση υποχρεούται, μέχρι τέλους του πρώτου εξαμήνου του επόμενου έτους κάθε χρήσης, να καταθέτει στην υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την πιστοποί­ηση του κύκλου εργασιών της από ιδιωτικά έργα. Η παράλειψη της υποβολής των στοιχείων αυτών, μέσα στην προθεσμία αυτή, συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος της επιχείρησης να επικαλεσθεί τον κύκλο εργασιών από τα έργα αυτά. Με απόφαση που εκδίδε­ται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων καθορίζονται τα στοιχεία αυτά και κάθε άλλο θέμα.

 

   9. Οι διατάξεις της παραγράφου 15 του άρθρου 107 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και για τα πι­στοποιητικά Μ.Ε.ΕΠ..

 

   10. Η κατάταξη στις κατηγορίες και τις τάξεις του Μ.Ε.ΕΠ. ισχύει για μία τριετία (τακτική αναθεώρηση).

 

   11. Αν η εργοληπτική επιχείρηση δεν υποβάλει αίτηση τακτικής αναθεώρησης, μέσα σε εξήντα (60) ημέρες, από τη συμπλήρωση της τριετίας ή εξαετίας, κατά περίπτω­ση, τεκμαίρεται ότι ελλείπουν οι προϋποθέσεις παραμονής της στις κατηγορίες και τάξεις που έχει καταταχθεί και διαγράφεται από το Μ.Ε.ΕΠ.. Για τη διαγραφή αυτή εκδίδεται διαπιστωτική πράξη μέσα σε ένα (1) μήνα από την πάροδο της εξηκονταήμερης προθεσμίας.

 

   12. Η υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. μπορεί να ενεργή­σει οποτεδήποτε έκτακτη αναθεώρηση αν διακριβωθούν νεότερα δυσμενή στοιχεία που επηρεάζουν αρνητικά την ομαλή και αξιόπιστη λειτουργία της επιχείρησης, διαγράφοντάς την από ορισμένες ή όλες τις κατηγορίες έργων ή υποβιβάζοντάς την από την τάξη εγγραφής της.

 

   13. Η τακτική ή έκτακτη αναθεώρηση μπορεί να συν­δυασθεί με μεταβολή στις κατηγορίες και τάξεις για τις οποίες είχε εγκριθεί στο παρελθόν η εγγραφή της επιχείρησης. Η μεταβολή αυτή μπορεί να περιλαμβάνει και διαγραφή από κατηγορίες ή υποβιβασμό σε τάξη, έστω και αν αυτό δεν ζητήθηκε από τη επιχείρηση.

 

   14. Μετά την παρέλευση διετίας από την έκτακτη επανάκριση, που έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2940/ 2001 (ΦΕΚ 180 Α'), μπορεί να γίνει έκτακτη αναθεώρηση με αίτηση της επιχείρησης.

 

   15. Με απόφαση που εκδίδεται από τον Υπουργό Περι­βάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων μπορεί να ανατίθενται καθήκοντα συμβούλου σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή στο Ινστιτούτο Οικονομίας Κατασκευών (ΙΟΚ), το οποίο προβλέπεται από τις διατάξεις του άρ­θρου 6 του ν. 2576/1998 (ΦΕΚ 25 Α'), προς υποβοήθηση της υπηρεσίας τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ., για τον έλεγχο της ακρίβειας των υποβαλλόμενων αιτήσεων επανάκρισης, τακτικής και έκτακτης αναθεώρησης των εργοληπτικών επιχειρήσεων που είναι εγγεγραμμένες στο Μ.Ε.ΕΠ., κα­θώς και της παροχής κάθε είδους τεχνικής βοήθειας.

 

Αρθρο  93

Μέλη της Επιτροπής Μ.Ε.ΕΠ.

 

   1. Η Επιτροπή Μ.Ε.ΕΠ. αποτελείται από:

α) Έναν (1) ανώτερο υπάλληλο κατηγορίας ΠΕ της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, ως πρόεδρο.

β) Έναν (1) υπάλληλο κατηγορίας ΠΕ του Υπουργείου Εσωτερικών.

γ) Έναν (1) υπάλληλο κατηγορίας ΠΕ του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.

δ) Πέντε (5) υπαλλήλους κατηγορίας ΠΕ της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δη­μόσιων Έργων.

ε) Δύο (2) εκπροσώπους του Τεχνικού Επιμελητηρί­ου της Ελλάδας (Τ.Ε.Ε.), που υποδεικνύονται με τους αναπληρωτές τους από το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας.

στ) Έναν (1) εκπρόσωπο της Επιστημονικής Ένωσης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης Μηχανικών (Ε.Ε.Τ.Ε.Μ.), που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από την

Ε.Ε.Τ.Ε.Μ..

ζ) Τέσσερις (4) εκπροσώπους των πανελληνίων επαγ­γελματικών εργοληπτικών ενώσεων, που υποδεικνύονται με τους αναπληρωτές τους από αυτές. Για την υπόδει-ξή τους καλούνται οι σχετικές ενώσεις να υποδείξουν κοινούς εκπροσώπους. Σε περίπτωση που οι διάφορες ενώσεις υποδείξουν διάφορα πρόσωπα ως μέλη, ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων επιλέγει τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη από τα πρόσωπα που προτάθηκαν.

 

   2. Ο πρόεδρος και τα μέλη της περίπτωσης δ' της παραγράφου 1 ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δη­μόσιων Έργων. Τα μέλη των περιπτώσεων β' και γ' και οι αναπληρωτές τους προτείνονται από τους αρμόδιους Υπουργούς.

 

   3. Τα μέλη των περιπτώσεων β', γ', ε', στ' και ζ' της παραγράφου 1 με τους αναπληρωτές τους προτείνο­νται, μέσα σε ένα (1) μήνα, από την κοινοποίηση στους φορείς που τα προτείνουν του σχετικού εγγράφου του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.

Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή γίνεται έγγρα­φη υπόμνηση και τάσσεται νέα προθεσμία τουλάχιστον πέντε (5) ημερών. Μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής, η επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Υπουρ­γού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της παρ. 1 του άρ­θρου 13 του ν. 2690/1999 (ΦΕΚ 45 Α').

 

   4. Η θητεία των μελών της επιτροπής Μ.Ε.ΕΠ. ορίζε­ται διετής και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του δεύτερου έτους. Στη διάρκεια της θητείας αντικατάσταση μέλους επιτρέπεται μόνο για εύλογη αιτία. Σε περίπτωση αντι­κατάστασης μέλους, το νέο μέλος διανύει το υπόλοιπο της θητείας.

Καθήκοντα γραμματέα της επιτροπής ασκεί υπάλλη­λος της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χω­ροταξίας και Δημόσιων Εργων, ο οποίος ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του με την απόφαση συγκρότησης της επιτροπής.

 

Αρθρο  94

Αρμοδιότητες της Επιτροπής Μ.Ε.ΕΠ.

 

   1. Η εγγραφή, η κατάταξη ή η αναθεώρηση της ερ­γοληπτικής επιχείρησης στο Μ.Ε.ΕΠ. γίνεται από την Επιτροπή Μ.Ε.ΕΠ..

 

   2. Η Επιτροπή αρνείται την εγγραφή εργοληπτικής επιχείρησης στο Μ.Ε.ΕΠ. ή την κατάταξη στην κατηγορία ή τάξη για την οποία έχει υποβληθεί η αίτηση, αν από τα στοιχεία που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 92 του παρόντος κρίνει ότι η επιχείρηση αυτή δεν έχει την απαιτούμενη τεχνική ιδιότητα και τεχνική ικανότητα, με βάση τα κριτήρια του παρόντος κεφαλαίου.

 

   3. Η Επιτροπή Μ.Ε.ΕΠ. εισηγείται τη λήψη μέτρων σχε­τικά με τη βελτίωση του τρόπου τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ., σχετικά με τον τρόπο που καταρτίζονται και αξιολογού­νται τα πιστοποιητικά Μ.Ε.ΕΠ., παρακολουθεί την τήρη­ση του Μ.Ε.ΕΠ. και υποβάλλει στον Υπουργό Περιβάλλο­ντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων εκθέσεις.

 

Αρθρο  95

Λειτουργία της Επιτροπής Μ.Ε.ΕΠ.

 

   1. Η επιτροπή Μ.Ε.ΕΠ. συγκροτείται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 93 του παρόντος. Εφόσον στις διατάξεις του άρθρου αυτού δεν ορίζεται διαφορετικά, ισχύουν για τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τη λήψη των αποφάσεών της οι διατάξεις των άρθρων 13 -15 του ν. 2690/ 1999.

Για την ύπαρξη νόμιμης απαρτίας απαιτείται η πα­ρουσία του Προέδρου ή του αναπληρωτή του και επτά εκ των μελών της.

 

   2. Οι αποφάσεις της επιτροπής λαμβάνονται με την πλειοψηφία των παρόντων μελών και σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η γνώμη υπέρ της οποίας τά­χθηκε ο Πρόεδρος ή ο προεδρεύων αναπληρωτής του. Στη συνεδρίαση συμμετέχει ως εισηγητής χωρίς ψήφο ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ., αναπληρούμενος από τον προϊστάμενο του αρμόδιου για την υπόθεση τμήματος.

 

   3. Η επιτροπή τηρεί συνοπτικά πρακτικά για τις συ­νεδριάσεις της στα οποία ενσωματώνεται η εισήγηση. Τα πρακτικά τηρούνται σε κινητά φύλλα που μονογρά­φονται και αριθμούνται με ενιαία ετήσια αύξουσα αρίθ­μηση από τον Πρόεδρο της Επιτροπής, επικυρώνονται και υπογράφονται από αυτόν και τον Γραμματέα. Αντί­γραφα των πρακτικών παραδίδονται στην ανωτέρω Υπηρεσία για τις δικές της ενέργειες όταν αφορούν εγγραφή, επανάκριση, αναθεώρηση ή οποιαδήποτε άλλη μεταβολή της εγγραφής εργοληπτικής επιχείρησης.

 

   4. Η επιτροπή συνεδριάζει σε τακτές συνεδριάσεις που τις ορίζει ο Πρόεδρός της. Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται κλήτευση των μελών. Τα θέματα που πρόκειται να συζητηθούν στην επόμενη συνεδρίαση καταχωρούνται στην ημερήσια διάταξη που γνωστο­ποιείται στα τακτικά μέλη, δύο (2) τουλάχιστον ημέρες πριν την ημέρα της συνεδρίασης μη περιλαμβανομένης της ημέρας αυτής.

Τα αναπληρωματικά μέλη συμμετέχουν νόμιμα στη συνεδρίαση εφόσον απουσιάζει ή κωλύεται το αντί­στοιχο τακτικό. Για την έγκαιρη και νόμιμη ειδοποίησή τους φροντίζει το τακτικό μέλος που πρόκειται να απουσιάσει.

 

   5. Μέσα στο μήνα Ιανουάριο κάθε έτους η επιτροπή Μ.Ε.ΕΠ. συνέρχεται σε ειδική συνεδρίαση προκειμένου να συντάξει την εισηγητική έκθεση της παραγράφου 3 του άρθρου 94 του παρόντος, προς τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων 'Εργων, με αιτιολογημένες προτάσεις για τη βελτίωση της λει­τουργίας του Μ.Ε.ΕΠ..

 

Αρθρο  96

Εγγραφή στο Μ.Ε.ΕΠ.

 

   1. Οι εργοληπτικές επιχειρήσεις εγγράφονται και κα­τατάσσονται στο Μ.Ε.ΕΠ., σε ορισμένη τάξη ανά κατη­γορία έργων, με αίτησή τους η οποία συντάσσεται σύμ­φωνα με υπόδειγμα που χορηγείται από την υπηρεσία. Η αίτηση συνοδεύεται από τα ακόλουθα δικαιολογητικά και στοιχεία:

α) Έγγραφα νομιμοποίησης του αποφασιστικού ορ­γάνου της επιχείρησης και του νομίμου ή των νομίμων εκπροσώπων της (ΦΕΚ ή καταστατικό από το οποίο προκύπτουν οι διαχειριστές των Ο.Ε., Ε.Ε. και Ε.Π.Ε., καθώς και τα μέλη του Δ.Σ. της Α.Ε.).

β) Υπεύθυνη δήλωση του νομίμου εκπροσώπου της επιχείρησης, για τα στοιχεία των στελεχών τα οποία είναι εγγεγραμμένα στο Μητρώο Εμπειρίας Κατασκευών (Μ.Ε.Κ.) και αποτελούν την ελάχιστη κατά νόμο στελέχω­ση της επιχείρησης, καθώς και υπεύθυνες δηλώσεις των στελεχών αυτών, θεωρημένες νόμιμα για το γνήσιο της υπογραφής, ότι αποδέχονται την κατά αποκλειστικό­τητα στελέχωση της επιχείρησης και ότι θα δηλώσουν κάθε σχετική μεταβολή.

γ) Στοιχεία για την οικονομική κατάσταση της επι­χείρησης. Για τις επιχειρήσεις που συντάσσουν ισο­λογισμούς υποβάλλονται οι ισολογισμοί των τριών (3) τελευταίων ετών ή και λιγότερων αν η επιχείρηση λει­τουργεί λιγότερα έτη.

δ) Καταστάσεις προσωπικού της επιχείρησης θεω­ρημένες από την Επιθεώρηση Εργασίας και συμβάσεις εργασίας του προσωπικού θεωρημένες από αρμόδια Δ.Ο.Υ..

ε) Στοιχεία για τα έργα που εκτέλεσε η επιχείρηση κατά την προηγούμενη τριετία. Έργα του τρέχοντος έτους μέχρι και το τελευταίο ημερολογιακό τρίμηνο πριν την υποβολή της αίτησης θα λαμβάνονται υπόψη εφόσον περιλαμβάνονται σε προσωρινό ισολογισμό και προκύπτουν ιδίως από αντίστοιχα πιστοποιητικά, τιμο­λόγια και φορολογικές δηλώσεις.

στ) Πίνακες ιδιόκτητου μηχανικού εξοπλισμού.

ζ) Πιστοποιητικά ότι η επιχείρηση δεν τελεί σε πτώ­χευση, σε εκκαθάριση ή αναγκαστική διαχείριση. Προκει­μένου περί επιχειρήσεων με μορφή προσωπικής εταιρεί­ας προσκομίζονται πιστοποιητικά περί μη πτωχεύσεως και για τους ομόρρυθμους εταίρους.

Αν η επιχείρηση διαθέτει «Ενημερότητα Πτυχίου» σε ισχύ υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση του νομίμου εκ­προσώπου της ότι ισχύουν τα προκύπτοντα από την Ε.Π.. Στην περίπτωση αυτή δεν υποβάλλονται τα α' και ζ' στοιχεία.

Τα γ' και ε' στοιχεία δεν υποβάλλονται, εφόσον πε­ριλαμβάνονται στις κατ' έτος υποβαλλόμενες Εκθέσεις Δραστηριότητας και πιστοποιητικά εκτέλεσης έργων, που προβλέπονται στις διατάξεις των παραγράφων 6, 7 και 8 του άρθρου 92 του παρόντος. Αν οι ανωτέρω Εκθέσεις Δραστηριότητας και Πιστοποιητικά εκτέλεσης έργων δεν καλύπτουν ολόκληρο το χρονικό διάστημα της τριετίας υποβάλλονται μόνο τα στοιχεία που αφο­ρούν το μη καλυπτόμενο διάστημα.

 

   2. Εφόσον τα προσκομισθέντα στοιχεία κριθούν ελ­λιπή μπορεί η Υπηρεσία να ζητήσει τη συμπλήρωσή τους. Προς τούτο καλείται εγγράφως ο εκπρόσωπος της επιχείρησης για τη συμπλήρωση ή τη διατύπωση αντιρρήσεων μέσα σε ορισμένη προθεσμία, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δέκα (10), ούτε μεγαλύ­τερη των είκοσι (20) ημερών. Η εισήγηση της Υπηρεσίας προς την Επιτροπή Μ.Ε.ΕΠ. υποβάλλεται αφού ληφθούν υπόψη οι τυχόν υποβληθείσες αντιρρήσεις ή παρέλθει άπρακτη η ταχθείσα προθεσμία.

 

   3. Η Επιτροπή Μ.Ε.ΕΠ. ή ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, αντίστοιχα, αποφα­σίζει για την εγγραφή ή αναθεώρηση εγγραφής και την κατάταξη των επιχειρήσεων, σύμφωνα με τον παρόντα Κώδικα, λαμβάνοντας υπόψη αφ' ενός τα πιστοποιητικά και στοιχεία που συγκεντρώνει αυτεπάγγελτα η υπη­ρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. και αφ' ετέρου τα στοιχεία που υποβάλλει η αιτούσα επιχείρηση. Μετά την έκδοση της απόφασης του αρμόδιου οργάνου εκδίδεται από την Υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. η βεβαίωση εγγρα­φής (πτυχίο) και αποστέλλεται με τηλεομοιοτυπία (FAX) σχετική γνωστοποίηση στην επιχείρηση, που καλείται να προσέλθει και να παραλάβει τη βεβαίωση μέσα σε δέκα (10) ημέρες από τη γνωστοποίηση. Η έκδοση της βεβαίωσης, η αποστολή γνωστοποίησης και η παρα­λαβή σημειώνονται σε ειδικό βιβλίο που τηρείται στην Υπηρεσία.

Η εγγραφή και κατάταξη της επιχείρησης ισχύει για όλες τις συνέπειές της από την ημέρα της παραλαβής της βεβαίωσης ή της άπρακτης λήξης της 10ήμερης προθεσμίας.

 

Αρθρο  97

Τακτική αναθεώρηση - Έκτακτη αναθεώρηση με πρωτοβουλία της επιχείρησης

 

   1. Η εγγραφή και κατάταξη των επιχειρήσεων υπό­κειται σε τακτική αναθεώρηση, η οποία διενεργείται ύστερα από αίτηση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης που υποβάλλεται στην υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. κατά το τελευταίο τρίμηνο, πριν την αναγραφόμενη στη βεβαίωση (πτυχίο) ημερομηνία λήξης της ισχύος της.

Στην περίπτωση αυτή η νέα βεβαίωση αρχίζει να ισχύ­ει αμέσως μετά τη λήξη της παλαιάς.

 

   2. Αίτηση για την τακτική αναθεώρηση της εγγραφής μπορεί επίσης να υποβληθεί και μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία λήξης της βεβαίωσης. Στην περίπτωση αυτή η παλαιά βεβαίωση εξακολουθεί να ισχύει μέχρι το πέρας της προθεσμίας αυτής. Εφόσον υποβληθεί εμπρόθεσμη αίτηση, η νέα βεβαίωση αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία έκδοσης της σχετικής απόφασης της Επιτροπής Μ.Ε.ΕΠ. ή του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.

 

   3. Οι εγγεγραμμένες στο Μ.Ε.ΕΠ. επιχειρήσεις μπορούν να υποβάλλουν αίτηση για έκτακτη αναθεώρηση της εγγραφής και κατάταξής τους μετά τη συμπλήρωση διετίας από την ημερομηνία εγγραφής ή αναθεώρη­σης (τακτικής ή έκτακτης) της εγγραφής. Αίτηση που υποβάλλεται πριν τη λήξη της διετίας δεν λαμβάνεται υπόψη και δεν επιφέρει συνέπειες.

 

   4. Για την αναθεώρηση της εγγραφής κατά το άρθρο αυτό, ισχύουν κατά τα λοιπά ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 96 του παρόντος.

 

Αρθρο  98

Έκτακτη αναθεώρηση με πρωτοβουλία της υπηρεσίας

 

   1. Οι εγγεγραμμένες στο Μ.Ε.ΕΠ. επιχειρήσεις έχουν την υποχρέωση να ανακοινώνουν εγγράφως στην υπη­ρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ., μέσα σε προθεσμία ενός μη­νός από την επέλευσή τους, τις μεταβολές στα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για την εγγραφή και κατάταξή τους εφόσον αυτές αφορούν απώλεια των ελαχίστων νομίμων προϋποθέσεων κατάταξης (στελέχωση, κεφά­λαιο, πάγια στοιχεία κ.λπ.) και να αναπληρώνουν τις σχετικές ελλείψεις μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή της ανακοίνωσης.

 

   2. Αν με υπαιτιότητα της επιχείρησης οι μεταβολές δεν γνωστοποιηθούν και δεν αναπληρωθούν οι ελλείψεις εμπρόθεσμα, επέρχονται οι ακόλουθες συνέπειες, όταν με οποιονδήποτε τρόπο οι μεταβολές περιέλθουν σε γνώση της υπηρεσίας: α) η επιχείρηση χάνει το δικαίωμα να αναπληρώσει τις ελλείψεις και κινείται η διαδικασία έκτακτης αναθεώρησης της κατάταξής της στο Μ.Ε.ΕΠ., β) για τις ανάγκες ανάθεσης και εκτέλεσης των έργων η αναθεώρηση του πτυχίου της επιχείρησης ανατρέχει στο χρόνο επέλευσης της κρίσιμης μεταβολής.

Η διαδικασία της έκτακτης αναθεώρησης με πρωτο­βουλία της υπηρεσίας κινείται επίσης στις περιπτώσεις που δεν υποβάλλεται, μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από τη λήξη της ισχύος της προηγούμενης, αίτηση για έκδοση Ενημερότητας Πτυχίου συνοδευόμενη με πλή­ρη δικαιολογητικά, από επιχείρηση που υπέχει σχετική υποχρέωση.

 

   3. Εφόσον οι μεταβολές της παραγράφου 1 δηλωθούν και αναπληρωθούν εμπρόθεσμα οι ελλείψεις (εκτός των στοιχείων της Έκθεσης Δραστηριότητας), η Επιτροπή Μ.Ε.ΕΠ. εγκρίνει τις μεταβολές μετά από εισήγηση της υπηρεσίας.

 

   4. Εφόσον συντρέχουν λόγοι έκτακτης αναθεώρησης της κατάταξης εργοληπτικής επιχείρησης, η υπηρεσία την καλεί να λάβει γνώση των στοιχείων και να υποβά­λει τις αντιρρήσεις της μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση της πρόσκλησης. Μετά τη λήψη των αντιρρήσεων ή την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας, η Υπηρεσία επαναξιολογεί την επιχείρηση και υποβάλλει το ταχύτερο δυνατόν εισήγηση στην επι­τροπή Μ.Ε.ΕΠ. για την αναθεώρηση της εγγραφής και την τάξη ανά κατηγορία έργων στην οποία πρέπει να καταταγεί η επιχείρηση. Η επιτροπή Μ.Ε.ΕΠ. αποφασίζει για την αναθεώρηση της εγγραφής και την κατάταξη της επιχείρησης μετά από έγγραφη κλήση που κοινο­ποιείται σε αυτήν, δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν τη συνεδρίαση. Κατά τα λοιπά, ως προς την απόφαση, την έκδοση της νέας βεβαίωσης, τη γνωστοποίησή της στην επιχείρηση και τις συνέπειες έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 96 του παρόντος Κώδικα.

 

   5. Μετά την αναθεώρηση της εγγραφής και την έκ­δοση νέας βεβαίωσης καταχωρείται με μέριμνα της υπηρεσίας σχετική ανακοίνωση στην επίσημη ιστοσελίδα στο διαδίκτυο της Γενικής Γραμματείας Δημόσιων Έργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων (www. ggde.gr).

 

   6. Τα ισχύοντα κατά τη δημοσίευση της παρούσας πτυχία εξακολουθούν να ισχύουν για όλες τις συνέπειές τους, μέχρις ότου απαιτηθεί η για οποιονδήποτε λόγο αντικατάστασή τους. Μέχρι να εκδοθεί νέο πτυχίο κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας η αντικατάστα­ση ή αποχώρηση στελέχους συνεπάγεται την έκδοση νέας βεβαίωσης εγγραφής.

 

Αρθρο  99

Τύπος κατάταξης των εργοληπτικών επιχειρήσεων στο Μ.Ε.ΕΠ.

 

   1. Ο τύπος κατάταξης που εφαρμόζεται για την εγ­γραφή, κατάταξη και την αναθεώρηση των εργοληπτι­κών επιχειρήσεων σε μία από τις τάξεις τρίτη έως και έβδομη του Μ.Ε.ΕΠ. αναλύεται ως εξής:

{ (Α Χ 70%) + (Β Χ 30%) } Χ Γ = Συνολική Βαθμολο­γία όπου:

Τμήμα Α = { (α1 Χ 60%) + (α2 Χ 20%) + (α3 Χ 20%) } όπου α1, α2, α3 τα παρακάτω κλάσματα:

α1 =    Κύκλος Εργασιών Χρήσεων των τριών τελευταίων ετών Κύκλος Εργασιών, όπως ορίζεται για κάθε τάξη στην περίπτωση δ. της παρ. 2 του παρόντος άρθρου

Ίδια Κεφάλαια, όπως ορίζονται στην περίπτωση β.

της παρ. 2 του παρόντος άρθρου

α2 =-

Ίδια Κεφάλαια, όπως ορίζονται για κάθε τάξη στην περίπτωση δ.της παρ.2 του παρόντος άρθρου

Πάγια, όπως ορίζονται στην περίπτωση γ.

της παρ. 2 του παρόντος άρθρου

α3 =-

Πάγια, όπως ορίζονται για κάθε τάξη στην περίπτωση

δ. της παρ. 2 του παρόντος άρθρου

Τμήμα Β = {(β1 Χ 40%) + (β2 Χ 30%) + (β3 Χ 30%)} όπου β1, β2, β3 τα παρακάτω κλάσματα:

Ίδια Κεφάλαια, όπως ορίζονται στην περίπτωση β. β1       της παρ. 2 του παρόντος άρθρου

Σύνολο Ενεργητικού

Σύνολο Πάγιου Ενεργητικού - Συμμετοχές και β2     άλλες απαιτήσεις

Σύνολο Πάγιου Ενεργητικού

Κυκλοφορούν Ενεργητικό - Απαιτήσεις Κυκλοφορούν Ενεργητικό

Τμήμα Γ = Συντελεστής Κατάταξης, για τις εργοληπτι­κές επιχειρήσεις Μ.Ε.ΕΠ. που κατατάσσονται αυτοτελώς και για τις επιχειρήσεις που προέρχονται από συγχώ­νευση εργοληπτικών επιχειρήσεων Μ.Ε.ΕΠ..

 

   2. Ανάλυση Τμήματος Α

α) Ως αριθμητής του κλάσματος α1 λαμβάνεται ο κύ­κλος εργασιών της εργοληπτικής επιχείρησης εγγε­γραμμένης στο Μ.Ε.ΕΠ., ο οποίος πραγματοποιήθηκε από την κατασκευή δημοσίων και ιδιωτικών έργων στην Ελλάδα και το εξωτερικό κατά την τελευταία τριετία. Ο ανωτέρω κύκλος εργασιών προσδιορίζεται ως εξής:

i. Για δημόσια έργα που εκτελέστηκαν στο εσωτερι­κό λαμβάνεται υπόψη μόνο αυτός που προκύπτει από πιστοποιητικά του κυρίου του έργου ή του φορέα κα­τασκευής, αν έχουν εκδοθεί αντίστοιχα τιμολόγια για τις εργασίες αυτές και έχουν περιληφθεί στις δηλώ­σεις φορολογίας εισοδήματος της επιχείρησης. Για τον έλεγχο της ακρίβειας των υποβαλλόμενων στοιχείων η επιχείρηση υποχρεούται να υποβάλει επικυρωμένα αντίγραφα των πιστοποιητικών των κυρίων των έργων ή των φορέων κατασκευής, των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, καθώς και κατάσταση των τιμολογίων εσόδων που έχει εκδώσει και αφορά τα πιστοποιητικά των κυρίων των έργων ή των φορέων κατασκευής, όπως επίσης και κάθε άλλο συμπληρωματικό στοιχείο που ζητείται από την υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ..

ii. Για δημόσια και ιδιωτικά έργα, που εκτελέστηκαν στο εξωτερικό, λαμβάνεται υπόψη μόνο αυτός που προκύπτει από επικυρωμένο πιστοποιητικό του κυρίου του έργου ή του φορέα κατασκευής και τα αντίστοιχα τιμολόγια εσόδων για τις εργασίες αυτές. Τα ανωτέρω τιμολόγια πρέπει να έχουν περιληφθεί στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος της επιχείρησης, αν δεν έχουν φορολογηθεί στο εξωτερικό ή απαλλάσσονται της φο­ρολογίας στην Ελλάδα. Σε περίπτωση που αυτά έχουν φορολογηθεί στο εξωτερικό πρέπει να προσκομίζεται και η δήλωση φορολογίας που έχει υποβληθεί από την επιχείρηση στις αρμόδιες φορολογικές αρχές της χώ­ρας που εκτελέστηκε το έργο, επικυρωμένη για τη γνη-σιότητά της από τις αρχές αυτές. Σε περίπτωση που το πιστοποιητικό είναι του φορέα κατασκευής πρέπει να προσκομιστεί βεβαίωση της αρμόδιας δημόσιας αρχής της χώρας που εκτελέστηκε το έργο, από την οποία να προκύπτει ότι ο ανάδοχος ανέλαβε και κατασκεύασε το έργο ή μέρος αυτού, καθώς και το συμφωνητικό βεβαίωσης της χρονολογίας για την ανάθεση από τον ανάδοχο στην επιχείρηση της κατασκευής του έργου ή μέρους αυτού.

iii. Για ιδιωτικά έργα που εκτελέστηκαν στο εσωτερικό λαμβάνεται υπόψη μόνο αυτός που προκύπτει από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος της επιχείρησης και αποδεικνύεται από τα τιμολόγια εσόδων που εκδόθηκαν από αυτή προς τον κύριο του έργου ή από τα οριστικά συμβόλαια πώλησης των ακινήτων. Για τον έλεγχο της ακρίβειας των υποβαλλόμενων στοιχείων που αφορούν ιδιωτικά έργα, η επιχείρηση υποχρεούται να υποβάλει επικυρωμένα αντίγραφα των συμβολαίων πώλησης, επι­κυρωμένα αντίγραφα των πιστοποιητικών των κυρίων των έργων, κατάσταση των τιμολογίων εσόδων που έχει εκδώσει για τα πιο πάνω έργα, τα αντίστοιχα τιμολόγια εσόδων και κάθε άλλο συμπληρωματικό στοιχείο που ζητείται από την υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ..

iv. Τόσο για τα δημόσια όσο και για τα ιδιωτικά έργα δεν λαμβάνεται υπόψη ο κύκλος εργασιών που προκύ­πτει από συμβάσεις έργου μεταξύ εργοληπτικών επιχει­ρήσεων εγγεγραμμένων στο Μ.Ε.ΕΠ. και τα αντίστοιχα τιμολόγια εσόδων που έχει εκδώσει καθεμία από τις επιχειρήσεις αυτές προς την άλλη, ανεξάρτητα αν αυτά περιλαμβάνονται στη δήλωση φορολογίας εισοδήματός τους, εκτός εάν υπάρχει εγκεκριμένη, από τον κύριο του έργου υπεργολαβία. Στις περιπτώσεις αυτές προσκομί­ζεται η σύμβαση του αναδόχου με τον υπεργολάβο, η οποία θα πρέπει να έχει κατατεθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. κατά τη διάρκεια σύναψης της σύμβασης και τα εκδο­θέντα τιμολόγια εσόδων. Ο ανωτέρω κύκλος εργασιών του υπεργολάβου αφαιρείται από τον κύκλο εργασιών του αναδόχου.

v. Ο κύκλος εργασιών της εργοληπτικής επιχείρησης από τη συμμετοχή της σε κοινοπραξία (ανάδοχος κοι­νοπραξία), στην οποία ανατέθηκε η κατασκευή δημο­σίων ή ιδιωτικών έργων ή που συστήθηκε μεταξύ του αναδόχου και άλλων εργοληπτικών επιχειρήσεων εγγε­γραμμένων στο Μ.Ε.ΕΠ. (κατασκευαστική κοινοπραξία του άρθρου 66 του παρόντος), λαμβάνεται υπόψη μόνο εφόσον έχουν καταθέσει επικυρωμένο αντίγραφο από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. του εγγράφου σύστασής τους, έχουν εκδοθεί αντίστοιχα τιμολόγια για τις εργασίες των ανω­τέρω έργων και έχουν συμπεριληφθεί στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος της κοινοπραξίας.

Ο κύκλος εργασιών της επιχείρησης Μ.Ε.ΕΠ. από τη συμμετοχή της στην ανωτέρω κοινοπραξία προκύπτει από τον επιμερισμό σε αυτήν του κύκλου εργασιών που της αντιστοιχεί, σύμφωνα με το ποσοστό συμμετοχής της, όπως προκύπτει από το κοινοπρακτικό συμφωνη­τικό.

Για τον έλεγχο της ακρίβειας των υποβαλλόμενων στοιχείων, ο ανάδοχος του έργου υποχρεούται να υποβάλει αντίγραφο του συμφωνητικού σύστασης της κοινοπραξίας και υπεύθυνη δήλωση ότι δεν υπάρχει άλλο συμφωνητικό. Οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν στην κοινοπραξία υποχρεούνται να προσκομίσουν επικυρωμένα αντίγραφα των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος αυτής, της βεβαίωσης αποτελεσμάτων προς τα μέλη της, κατάσταση των τιμολογίων εσόδων που έχουν εκδώσει και αφορούν στα πιστοποιητικά των κυρίων των έργων ή των φορέων κατασκευής και κάθε άλλο συμπληρωματικό στοιχείο που ζητείται από την υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ..

Σε περιπτώσεις συγχωνεύσεων εργοληπτικών επιχει­ρήσεων Μ.Ε.ΕΠ., για τον προσδιορισμό του κύκλου εργα­σιών τους από δημόσια και ιδιωτικά έργα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, υποβάλλονται τα ανωτέρω στοιχεία για κάθε εργοληπτική επιχείρηση εγγεγραμμένη στο Μ.Ε.ΕΠ. που συμμετέχει στη συγχώνευση, καθώς και κάθε άλλο συμπληρωματικό στοιχείο που ζητείται από την υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ., για τον έλεγχο της ακρίβειας των υποβαλλόμενων στοιχείων.

Σε κάθε περίπτωση στον αριθμητή α1 του τμήματος Α του τύπου κατάταξης λαμβάνεται υπόψη και ο κύκλος εργασιών από δημόσια και ιδιωτικά έργα, που πραγ­ματοποιήθηκε από τα στελέχη Μ.Ε.Κ. της επιχείρησης που έχουν Μ.Ε.ΕΠ. και αφορά ατομικές επιχειρήσεις ή προσωπικές εταιρείες για την κατασκευή δημοσίων και ιδιωτικών έργων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, για τις χρήσεις της τελευταίας τριετίας, αν προκύπτει από τα ανωτέρω προσδιοριζόμενα στοιχεία των ανωτέρω υπο­περιπτώσεων i, ii, iii, iv, v, όπως αυτά έχουν περιληφθεί στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των ανωτέρω στελεχών.

Στις περιπτώσεις για τις οποίες θα χρησιμοποιηθεί ο κύκλος εργασιών των στελεχών αυτών για κατάταξη εργοληπτικής επιχείρησης σε κατηγορία και τάξη του Μ.Ε.ΕΠ. δεν επιτρέπεται αντικατάστασή τους από τη βασική και συμπληρωματική στελέχωση της επιχείρη­σης για δύο (2) τουλάχιστον έτη από την ημερομηνία έκδοσης της βεβαίωσης εγγραφής της. Σε περίπτωση διαπίστωσης αντικατάστασής τους εντός της διετίας, η υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. μπορεί να καλέσει την επιχείρηση σε έκτακτη αναθεώρηση.

Για τον έλεγχο της ακρίβειας των στοιχείων αυτών, υποβάλλονται επικυρωμένα τα αντίστοιχα παραστατι­κά κάθε στελέχους της εταιρείας, όπως αναφέρονται ανωτέρω και κάθε άλλο στοιχείο που ζητείται από την υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ..

β) Ως αριθμητής του κλάσματος α2 λαμβάνεται το μέγεθος που αναφέρεται στο σκέλος του παθητικού της εγγεγραμμένης στο Μ.Ε.ΕΠ. εργοληπτικής επιχείρη­σης, ως «Σύνολο Ιδίων Κεφαλαίων», μετά την αφαίρεση των Ειδικών Αφορολόγητων Αποθεματικών Τεχνικών Επιχειρήσεων, στο τμήμα αυτών που δεν έχει φορο­λογηθεί, του Οφειλόμενου Κεφαλαίου και των «ποσών που προορίζονται για Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου». Τα πιο πάνω οικονομικά στοιχεία προκύπτουν από την οικονομική κατάσταση του προηγούμενου έτους ή από προσωρινή οικονομική κατάσταση που βεβαιώνεται από ορκωτό ελεγκτή και δημοσιεύεται πριν από την υποβο­λή της αίτησης. Για το διαχωρισμό των Ειδικών Αφο­ρολόγητων Αποθεματικών Τεχνικών Επιχειρήσεων και τον προσδιορισμό του τμήματος που έχει φορολογηθεί και δεν αφαιρείται από το «Σύνολο Ιδίων Κεφαλαίων», απαιτείται ειδική βεβαίωση ορκωτού ελεγκτή.

γ) Ως αριθμητής του κλάσματος α3 λαμβάνεται το μέγεθος των παγίων στοιχείων, που ανήκουν στην κυ­ριότητα της εγγεγραμμένης στο Μ.Ε.ΕΠ. εργοληπτικής επιχείρησης ή στην κατοχή της δυνάμει συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης, στα οποία περιλαμβάνεται η αξία γηπέδων, οικοπέδων, κτηρίων, μηχανολογικού εξοπλισμού και μεταφορικών μέσων, εκτός των επιβα­τικών αυτοκινήτων.

i. Ως αξία των ιδιόκτητων παγίων για τα ακίνητα λαμ­βάνεται, κατ' επιλογή της επιχείρησης, είτε η αντικει­μενική αξία που ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης η οποία βεβαιώνεται από συμβολαιογράφο, είτε η αξία των ακινήτων (αξία κτήσης ή κόστος ιδιο-κατασκευής), όπως αυτή αναφέρεται στην οικονομική κατάσταση του προηγούμενου έτους ή στην προσωρινή οικονομική κατάσταση, χωρίς αποσβέσεις, που βεβαιώ­νεται από ορκωτό ελεγκτή και δημοσιεύεται πριν από την υποβολή της αίτησης. Η επιχείρηση προσκομίζει ειδική κατάσταση με βεβαίωση ορκωτού ελεγκτή, στην οποία περιλαμβάνονται αναλυτικά τα ανωτέρω πάγια και υπολογίζεται η συνολική αξία αυτών.

ii. Ως αξία του κύριου και βοηθητικού μηχανολογικού εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων, εκτός από τα επιβατικά αυτοκίνητα της επιχείρησης, λαμβάνεται η αναπόσβεστη αξία τους προσαυξημένη κατά τριάντα τοις εκατό (30%) μετά και την πραγματοποίηση των αποσβέσεων που προβλέπονται από την κείμενη νομο­θεσία. Η συνολικά προσδιοριζόμενη αξία του ανωτέρω κύριου και βοηθητικού μηχανολογικού εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων, εκτός των επιβατικών αυτοκι­νήτων, δεν μπορεί να υπερβεί τη συνολική αξία κτήσης αυτού.

Εναλλακτικά και κατ' επιλογή της επιχείρησης που υποβάλλει την αίτηση, λαμβάνεται υπόψη η αξία του ανωτέρω κύριου και βοηθητικού μηχανολογικού εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων, εκτός των επιβατικών αυτοκινήτων, μετά από εκτίμηση ορκωτού εκτιμητή. Η συνολικά προσδιοριζόμενη αξία του ανωτέρω κύριου και βοηθητικού μηχανολογικού εξοπλισμού και των με­ταφορικών μέσων, εκτός των επιβατικών αυτοκινήτων, δεν μπορεί να υπερβεί το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) της αξίας κτήσης αυτού, ανεξάρτητα από την εκτίμηση που θα έχει υποβληθεί από την επιχείρηση στην υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ..

Η αξία του κύριου και βοηθητικού μηχανολογικού εξο­πλισμού και των μεταφορικών μέσων, εκτός των επι­βατικών αυτοκινήτων, προκύπτει από την οικονομική κατάσταση του προηγούμενου έτους της επιχείρησης ή από προσωρινή οικονομική κατάσταση που βεβαιώνεται από ορκωτό ελεγκτή και δημοσιεύεται πριν από την υποβολή της αίτησης.

Για τον υπολογισμό της αναπόσβεστης αξίας του εξο­πλισμού και των μεταφορικών μέσων της επιχείρησης, περιλαμβανομένης της προσαύξησης αυτής κατά τριά­ντα τοις εκατό (30%), συνυποβάλλεται ειδική βεβαίωση ορκωτού ελεγκτή.

Σε περίπτωση υπολογισμού της αξίας του εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων της επιχείρησης με χρήση ορκωτών εκτιμητών συνυποβάλλεται έκθεση ορκωτού εκτιμητή εγγεγραμμένου στο Σώμα Ορκωτών Εκτιμη­τών.

iii. Στον αριθμητή του κλάσματος α3 συνυπολογίζεται και η αξία του κύριου και βοηθητικού μηχανολογικού εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων, εκτός από τα επιβατικά αυτοκίνητα, που ανήκουν στις κοινοπραξίες στις οποίες συμμετέχει η εργοληπτική επιχείρηση που κρίνεται, κατά τα ποσοστά συμμετοχής της σε αυτές, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα συμφωνητικά σύστασης αυτών, αν δεν έχουν εισφερθεί από τα μέλη τους προς αυτές.

Ως αξία των παγίων αυτών λαμβάνεται η αναπόσβεστη αξία τους προσαυξημένη κατά τριάντα τοις εκατό (30%) μετά την πραγματοποίηση των αποσβέσεων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία. Η συνολικά προσδιοριζόμενη αξία του κύριου και βοηθητικού μη­χανολογικού εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων, εκτός από τα επιβατικά αυτοκίνητα, δεν μπορεί να υπερ­βεί τη συνολική αξία κτήσης αυτού και αποδεικνύεται από τα τηρούμενα μητρώα παγίων της κοινοπραξίας.

Εναλλακτικά και κατ' επιλογή της επιχείρησης που υποβάλλει την αίτηση, λαμβάνεται υπόψη η αξία του κύριου και βοηθητικού μηχανολογικού εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων, εκτός των επιβατικών αυτο­κινήτων, μετά από εκτίμηση ορκωτού εκτιμητή. Η συ­νολικά προσδιοριζόμενη αξία του κύριου και βοηθητι­κού μηχανολογικού εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων, εκτός από τα επιβατικά αυτοκίνητα, δεν μπορεί να υπερβεί το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) της αξίας κτήσης αυτού, ανεξάρτητα από την εκτίμηση που θα έχει υποβληθεί από την επιχείρηση στην υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ.. Σε περίπτωση υπολογισμού της αξίας του εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων της επιχείρησης με χρήση ορκωτών εκτιμητών συνυποβάλ­λεται έκθεση ορκωτού εκτιμητή εγγεγραμμένου στο Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών.

iv. Ως αξία παγίων, που κατέχονται δυνάμει συμβάσε­ων χρηματοδοτικής μίσθωσης, λαμβάνεται εκείνη που προκύπτει από τις σχετικές συμβάσεις μεταξύ της επι­χείρησης ή της κοινοπραξίας στην οποία μετέχει και της εταιρείας χρηματοδοτικής μίσθωσης και προστίθεται στον αριθμητή α3.

δ) Τα μεγέθη που χρησιμοποιούνται ως παρονομαστές στα κλάσματα α1, α2, α3 του Τμήματος Α του Τύπου Κατάταξης, για την εγγραφή, κατάταξη και αναθεώρηση ορίζονται ως εξής:

i. για την τρίτη τάξη ο κύκλος εργασιών ορίζεται σε δύο εκατομμύρια επτακόσιες χιλιάδες (2.700.000) ευρώ, τα ίδια κεφάλαια σε επτακόσιες πενήντα χιλιάδες (750.000) ευρώ και τα πάγια σε εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ,

ii. για την τέταρτη τάξη ο κύκλος εργασιών ορίζεται σε πέντε εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες (5.500.000) ευρώ, τα ίδια κεφάλαια σε ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες (1.500.000) ευρώ και τα πάγια σε τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ,

iii. για την πέμπτη τάξη ο κύκλος εργασιών ορίζεται σε δεκαπέντε εκατομμύρια (15.000.000) ευρώ, τα ίδια κε­φάλαια σε τέσσερα εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες (4.500.000) ευρώ και τα πάγια σε εννιακόσιες χιλιάδες (900.000) ευρώ,

iv. για την έκτη τάξη ο κύκλος εργασιών ορίζεται σε τριάντα εκατομμύρια (30.000.000) ευρώ, τα ίδια κεφά­λαια σε εννέα εκατομμύρια (9.000.000) ευρώ και τα πά­για σε ένα εκατομμύριο οκτακόσιες χιλιάδες (1.800.000) ευρώ,

v. για την έβδομη τάξη ο κύκλος εργασιών ορίζεται σε εκατόν ογδόντα εκατομμύρια (180.000.000) ευρώ, τα ίδια κεφάλαια σε ενενήντα εκατομμύρια (90.000.000) ευρώ και τα πάγια σε δεκαοκτώ εκατομμύρια (18.000.000) ευρώ.

 

   3. Ανάλυση Τμήματος Β

α) Ως αριθμητής του κλάσματος β1 λαμβάνεται το μέγεθος που αναφέρεται στο σκέλος του Παθητικού της εγγεγραμμένης στο Μ.Ε.ΕΠ. εργοληπτικής επιχείρη­σης, ως «Σύνολο Ιδίων Κεφαλαίων», μετά την αφαίρεση των Ειδικών Αφορολόγητων Αποθεματικών Τεχνικών Επιχειρήσεων, στο τμήμα αυτών που δεν έχει φορο­λογηθεί, του Οφειλόμενου Κεφαλαίου και των «ποσών που προορίζονται για Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου». Τα πιο πάνω οικονομικά στοιχεία προκύπτουν από την οικονομική κατάσταση του προηγούμενου έτους ή από προσωρινή οικονομική κατάσταση που βεβαιώνεται από ορκωτό ελεγκτή και δημοσιεύεται πριν από την υποβο­λή της αίτησης. Για το διαχωρισμό των Ειδικών Αφο­ρολόγητων Αποθεματικών Τεχνικών Επιχειρήσεων και τον προσδιορισμό του τμήματος που έχει φορολογηθεί και δεν αφαιρείται από το «Σύνολο Ιδίων Κεφαλαίων», απαιτείται ειδική βεβαίωση ορκωτού ελεγκτή.

Ως παρονομαστής του κλάσματος β1 λαμβάνεται το μέγεθος που αναφέρεται στο σκέλος του Ενεργητικού της εγγεγραμμένης στο Μ.Ε.ΕΠ. εργοληπτικής επιχεί­ρησης, ως «Σύνολο Ενεργητικού» και προκύπτει από την οικονομική κατάσταση του προηγούμενου έτους ή από προσωρινή οικονομική κατάσταση που βεβαιώνεται από ορκωτό ελεγκτή και δημοσιεύεται πριν από την υποβολή της αίτησης.

β) Ως αριθμητής του κλάσματος β2 λαμβάνεται το άθροισμα των μεγεθών που αναφέρονται στο σκέλος του Ενεργητικού της εγγεγραμμένης στο Μ.Ε.ΕΠ. εργο­ληπτικής επιχείρησης, ως «Σύνολο Παγίου Ενεργητικού», μετά την αφαίρεση των «Συμμετοχών και άλλων Μακροπρόθεσμων Απαιτήσεων», όπως αυτές επίσης ανα­φέρονται στο σκέλος του Ενεργητικού της επιχείρησης. Τα πιο πάνω οικονομικά στοιχεία προκύπτουν από την οικονομική κατάσταση του προηγούμενου έτους ή από προσωρινή κατάσταση που βεβαιώνεται από ορκωτό ελεγκτή και δημοσιεύεται πριν από την υποβολή της αίτησης.

Ως παρονομαστής του κλάσματος β2 λαμβάνεται το Σύνολο του Παγίου Ενεργητικού, όπως αυτό ορίζεται στο σκέλος του Ενεργητικού της επιχείρησης, ως «Σύ­νολο Πάγιου Ενεργητικού», στην οικονομική κατάσταση του προηγούμενου έτους ή από προσωρινή οικονομική κατάσταση που βεβαιώνεται από ορκωτό ελεγκτή και δημοσιεύεται πριν από την υποβολή της αίτησης.

γ) Ως αριθμητής του κλάσματος β3 λαμβάνεται το μέγεθος που αναφέρεται στο σκέλος του Ενεργητικού της εγγεγραμμένης στο Μ.Ε.ΕΠ. εργοληπτικής επιχείρη­σης, ως «Σύνολο Κυκλοφορούντος Ενεργητικού», μετά την αφαίρεση των «Απαιτήσεων», όπως αυτές εγγρά­φονται στο σκέλος του Ενεργητικού, εξαιρουμένων των τιμολογημένων απαιτήσεων για δημόσια και ιδιωτικά έργα. Τα πιο πάνω οικονομικά στοιχεία προκύπτουν από την οικονομική κατάσταση του προηγούμενου έτους ή από προσωρινή κατάσταση που βεβαιώνεται από ορ­κωτό ελε- γκτή και δημοσιεύεται πριν από την υποβολή της αίτησης της επιχείρησης. Για το διαχωρισμό των τιμολογημένων απαιτήσεων για δημόσια και ιδιωτικά έργα απαιτείται ειδική βεβαίωση ορκωτού ελεγκτή, στην οποία επισυνάπτονται αντίγραφα των τιμολογίων που έχουν εκδοθεί.

Ως παρονομαστής του κλάσματος β3 λαμβάνεται το μέγεθος που αναφέρεται στο σκέλος του Ενεργητικού της επιχείρησης ως «Σύνολο Κυκλοφορούντος Ενερ­γητικού» και προκύπτει από την οικονομική κατάσταση του προηγούμενου έτους ή από προσωρινή οικονομική κατάσταση που βεβαιώνεται από ορκωτό ελεγκτή και δημοσιεύεται πριν από την υποβολή της αίτησης.

Με απόφαση, που εκδίδεται από τον Υπουργό Περι­βάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων, καθορί­ζονται ο τρόπος και η έκταση υπολογισμού της αξίας των παγίων που καλύπτονται από συμβάσεις χρημα­τοδοτικής μίσθωσης, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, ο τρόπος και η διαδικασία εκτίμησης των ακινήτων, των οποίων η αξία δεν προσδιορίζεται αντικειμενικά και κάθε σχετικό θέμα.

 

   4. Ανάλυση Τμήματος Γ

Ο Συντελεστής Κατάταξης καθορίζεται ως εξής:

i. για εταιρεία έβδομης τάξης του Μ.Ε.ΕΠ.: 300

ii. για εταιρεία έκτης τάξης του Μ.Ε.ΕΠ.: 180

iii. για εταιρεία πέμπτης τάξης του Μ.Ε.ΕΠ.: 140

iv. για εταιρεία τέταρτης τάξης του Μ.Ε.ΕΠ.: 90

v. για εταιρεία τρίτης τάξης του Μ.Ε.ΕΠ.: 70.

 

   5. Το αποτέλεσμα που προκύπτει από την εφαρμογή του τύπου κατάταξης αποτελεί τη συνολική βαθμολογία της εργοληπτικής επιχείρησης Μ.Ε.ΕΠ..

Η ελάχιστη απαιτούμενη βαθμολογία για την κατά­ταξη των εταιρειών στην αντίστοιχη τάξη του Μ.Ε.ΕΠ. είναι η εξής:

 

i. για την έβδομη τάξη

500

βαθμοί

ii. για την έκτη τάξη

250

βαθμοί

iii. για την πέμπτη τάξη

170

βαθμοί

iv. για την τέταρτη τάξη

120

βαθμοί

v. για την τρίτη τάξη

75

βαθμοί.

 

6. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρό­ταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων 'Εργων, καθορίζονται τα όρια του Συντελεστή Κατάταξης Γ, τα μεγέθη του τμήματος Α του Τύπου Κατάταξης που χρησιμοποιούνται σαν παρονομαστές των κλασμάτων α1, α2, α3 και η συνολική βαθμολογία ανά τάξη Μ.Ε.ΕΠ..

 

   7. Σε περιπτώσεις συγχώνευσης εργοληπτικών επιχει­ρήσεων, οι οποίες είναι εγγεγραμμένες στο Μ.Ε.ΕΠ., ο Συντελεστής Κατάταξης Γ καθεμίας από αυτές λαμβά­νεται ανάλογα με το συνολικό αριθμό ως εξής:

α) Για τις δύο πρώτες, το άθροισμα των Συντελεστών Κατάταξης Γ της καθεμίας.

β) Για την τρίτη, στο ανωτέρω άθροισμα προστίθεται το ογδόντα τοις εκατό (80%) του Συντελεστή Κατάτα­ξης Γ αυτής.

γ) Για κάθε επόμενη, μέχρι και την έβδομη, στο ανω­τέρω άθροισμα προστίθεται το εβδομήντα τοις εκατό (70%) της τέταρτης, το εξήντα τοις εκατό (60%) της πέμπτης, το σαράντα τοις εκατό (40%) της έκτης και το τριάντα τοις εκατό (30%) της έβδομης των αντίστοιχων Συντελεστών Κατάταξης Γ που διαθέτουν.

δ) Για τις πέραν της έβδομης δεν προστίθεται περαι­τέρω Συντελεστής Κατάταξης Γ.

Η σειρά των επιχειρήσεων για τον υπολογισμό του Συντελεστή Κατάταξης Γ καθορίζεται από την επιχεί­ρηση που υποβάλλει την αίτηση αναθεώρησης.

 

   8. Σε περιπτώσεις συγχωνεύσεων εργοληπτικών επι­χειρήσεων εγγεγραμμένων στο Μ.Ε.ΕΠ. υποβάλλονται στην υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. η ενοποιημένη οικο­νομική κατάσταση της επιχείρησης που προέκυψε από τη συγχώνευση και υποβάλλει αίτηση και οι οικονομικές καταστάσεις του προηγούμενου έτους ή προσωρινές οικονομικές καταστάσεις που βεβαιώνονται από ορκω­τό ελεγκτή και δημοσιεύονται πριν από την υποβολή της αίτησης, κάθε επιχείρησης που συγχωνεύεται. Υπο­βάλλονται επίσης και τα αντίστοιχα παραστατικά που απαιτούνται για τον προσδιορισμό του κύκλου εργασι­ών των χρήσεων των τριών (3) τελευταίων ετών. Από τα στοιχεία των ανωτέρω επιχειρήσεων προκύπτει το άθροισμα των Τμημάτων Α και Β του Τύπου Κατάταξης, περιλαμβανομένων των σταθμίσεών τους (Α Χ 70% + Β Χ 30%) και εξάγεται ο Συντελεστής Κατάταξης Γ καθεμιάς.

 

Αρθρο  100

Τάξεις και κατηγορίες του Μ.Ε.ΕΠ.

 

   1. Οι τάξεις του Μ.Ε.ΕΠ. ορίζονται σε επτά και επιπλέ­ον αυτών ορίζονται και δύο ειδικές τάξεις οι Α1, Α2 για μικρές επιχειρήσεις. Η κατάταξη στο Μ.Ε.ΕΠ. των εργο­ληπτικών επιχειρήσεων γίνεται σε μία ή περισσότερες από τις εξής βασικές κατηγορίες έργων: οδοποιίας, οι­κοδομικών, υδραυλικών, ηλεκτρομηχανολογικών, λιμενι­κών και βιομηχανικών και ενεργειακών. Κάθε επιχείρηση κατατάσσεται σε μία μόνο τάξη για κάθε κατηγορία. Με απόφαση που εκδίδεται από τον Υπουργό Περι­βάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων 'Εργων, μπορεί να επαναπροσδιορίζονται οι κατηγορίες αυτές και το περιεχόμενό τους με σκοπό τη μεγαλύτερη εξειδίκευ­ση των κατηγοριών και να ρυθμίζονται τα μεταβατικά ζητήματα που ανακύπτουν στην περίπτωση αυτή.

 

   2. Η κατάταξη εργοληπτικής επιχείρησης στην έβδο­μη τάξη του Μ.Ε.ΕΠ. συνεπάγεται την κατάταξή της σε όλες τις βασικές κατηγορίες έργων. Η κατάταξη εργο­ληπτικής επιχείρησης στην έκτη ή στην πέμπτη τάξη του Μ.Ε.ΕΠ. συνεπάγεται την κατάταξή της σε όλες τις βασικές κατηγορίες έργων, αν κατά την επανάκρισή της πληροί τις προϋποθέσεις κατάταξής της τουλάχιστον σε τέσσερις (4) από τις κατηγορίες αυτές.

 

   3. Στις ειδικές τάξεις Α1 και Α2 του Μ.Ε.ΕΠ. κατατάσ­σονται εργοληπτικές επιχειρήσεις με μόνο κριτήριο τη στελέχωσή τους από τεχνικούς εγγεγραμμένους στο Μ.Ε.Κ., χωρίς την εφαρμογή του τύπου κατάταξης, ως εξής:

α) Στην Α1, εργοληπτική επιχείρηση, η οποία περιλαμ­βάνει στη βασική της στελέχωση τουλάχιστον έναν (1) τεχνικό Μ.Ε.Κ. Α' βαθμίδας.

β) Στην Α2, εργοληπτική επιχείρηση, η οποία περιλαμ­βάνει στη βασική της στελέχωση τουλάχιστον έναν (1) τεχνικό Μ.Ε.Κ. Β' βαθμίδας ή δύο (2) τεχνικούς Μ.Ε.Κ. Α' βαθμίδας.

 

   4. Στην πρώτη τάξη του Μ.Ε.ΕΠ. κατατάσσεται εργολη­πτική επιχείρηση, χωρίς την εφαρμογή του Τύπου Κατάταξης, αν διαθέτει τις εξής ελάχιστες προϋποθέσεις:

α) Περιλαμβάνει στη βασική της στελέχωση τουλάχι­στον δύο (2) τεχνικούς Μ.Ε.Κ. Α' βαθμίδας και έναν (1) τεχνικό Μ.Ε.Κ. Β' βαθμίδας ή δύο (2) τεχνικούς Μ.Ε.Κ. Β' βαθμίδας ή έναν (1) τεχνικό Μ.Ε.Κ. Γ' βαθμίδας.

β) Διαθέτει, κατά την υποβολή της αίτησης, καταθέ­σεις σε τράπεζα, τουλάχιστον εβδομήντα τριών χιλιά­δων τριακοσίων εξήντα οκτώ (73.368) ευρώ.

 

   5. Στη δεύτερη τάξη του Μ.Ε.ΕΠ. κατατάσσεται ερ­γοληπτική επιχείρηση, χωρίς την εφαρμογή του τύπου κατάταξης, αν διαθέτει τις εξής ελάχιστες προϋποθέ­σεις:

α) Περιλαμβάνει στη βασική της στελέχωση τουλά­χιστον δύο (2) τεχνικούς Μ.Ε.Κ. Γ' βαθμίδας ή έναν (1) τεχνικό Μ.Ε.Κ. Γ' βαθμίδας και δύο (2) τεχνικούς Μ.Ε.Κ. Β' βαθμίδας ή έναν (1) τεχνικό Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας.

β) Διαθέτει, κατά την υποβολή της αίτησης, καταθέ­σεις σε τράπεζα, τουλάχιστον εκατόν σαράντα χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα έξι (140.866) ευρώ.

γ) Διαθέτει πάγια στοιχεία με βάση τις αντικειμενικές αξίες ή τις αξίες κτήσης αυτών, συνολικής αξίας τριάντα πέντε χιλιάδων διακοσίων δεκαεπτά (35.217) ευρώ. Τα πάγια αυτά στοιχεία αφορούν γήπεδα, οικόπεδα, κτήρια, μηχανολογικό εξοπλισμό και μεταφορικά μέσα, εκτός από τα επιβατικά αυτοκίνητα. Ως αξία παγίων για τα ακίνητα λαμβάνεται, κατ' επιλογή της επιχείρησης, είτε η αντικειμενική αξία που ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, πιστοποιούμενη από συμβολαιογράφο, είτε η αξία αυτών, όπως προσδιορίζεται από τα οριστικά συμβόλαια αγοράς ή το κόστος ιδιοκατασκευής τους, όπως είναι εγγεγραμμένο στα βιβλία της επιχείρησης. Για τον εξοπλισμό και τα μεταφορικά μέσα, η αξία τους προσδιορίζεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 99 του παρόντος.

 

   6. Στην τρίτη τάξη του Μ.Ε.ΕΠ. κατατάσσεται εργο­ληπτική επιχείρηση με μορφή ανώνυμης εταιρείας, με εφαρμογή του τύπου κατάταξης, αν διαθέτει τις εξής ελάχιστες προϋποθέσεις:

α) Περιλαμβάνει στη βασική της στελέχωση τουλάχι­στον δύο (2) τεχνικούς Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας. Εναλλακτικά μπορεί να αντικατασταθεί ο ένας (1) τεχνικός Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας με δύο (2) τεχνικούς Μ.Ε.Κ. Γ' βαθμίδας.

β) Διαθέτει ίδια κεφάλαια, όπως ορίζονται στην περί­πτωση β' της παραγράφου 2 του άρθρου 99 του παρό­ντος, τουλάχιστον ίσα με το πενήντα τοις εκατό (50%) των ιδίων κεφαλαίων της τάξης αυτής, όπως ορίζονται στην περίπτωση δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 99 του παρόντος.

γ) Διαθέτει πάγια στοιχεία, όπως ορίζονται στην περί­πτωση γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 99 του παρό­ντος, αξίας τουλάχιστον ίσης με το πενήντα τοις εκατό (50%) των παγίων της τάξης αυτής, όπως ορίζονται στην περίπτωση δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 99 του παρόντος.

δ) Να τηρούνται οι δείκτες βιωσιμότητας, όπως αυτοί ορίζονται στην περίπτωση ε' της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου.

Για τις εταιρείες που δεν είναι ήδη εγγεγραμμένες στο Μ.Ε.ΕΠ. ή είναι εγγεγραμμένες σε τάξη κατώτερη της τρίτης, ο Συντελεστής Γ' του Τύπου Κατάταξης ορίζεται σε ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) του Συντελεστή Γ', όπως αυτός καθορίζεται από τις κείμενες διατάξεις για τις επιχειρήσεις τρίτης τάξης του Μ.Ε.ΕΠ..

 

   7. Για την κατάταξη εργοληπτικής επιχείρησης και σε πρόσθετες κατηγορίες έργων, εκτός της βασικής, απαιτείται να διαθέτει για καθεμία από αυτές συμπλη­ρωματική στελέχωση. Τα στελέχη για καθεμία από τις πρόσθετες κατηγορίες έργων μπορεί να είναι τα ίδια πρόσωπα της βασικής στελέχωσης, εγγεγραμμένα σε αντίστοιχη κατηγορία και τάξη του Μ.Ε.Κ. ή και άλλα πρόσωπα. Για τη συμπληρωματική στελέχωση κάθε πρό­σθετης κατηγορίας έργων, απαιτείται τουλάχιστον:

α) Στην Α1 τάξη, ένας (1) τεχνικός Μ.Ε.Κ. Α' βαθμί­δας.

β) Στην Α2 τάξη, ένας (1) τεχνικός Μ.Ε.Κ. Β' βαθμίδας ή δύο (2) τεχνικοί Μ.Ε.Κ. Α' βαθμίδας.

γ) Στην πρώτη τάξη, ένας (1) τεχνικός Μ.Ε.Κ. Β' βαθμί­δας ή δύο (2) τεχνικοί Μ.Ε.Κ. Α' βαθμίδας.

δ) Στη δεύτερη τάξη, ένας (1) τεχνικός Μ.Ε.Κ. Γ' βαθ­μίδας ή δύο (2) τεχνικοί Μ.Ε.Κ. Β' βαθμίδας.

ε) Στην τρίτη τάξη, ένας (1) τεχνικός Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας ή δύο (2) τεχνικοί Μ.Ε.Κ. Γ' βαθμίδας.

 

   8. Στην τέταρτη, πέμπτη, έκτη και έβδομη τάξη του Μ.Ε.ΕΠ. κατατάσσονται εργοληπτικές επιχειρήσεις εγ­γεγραμμένες στο Μ.Ε.ΕΠ. ή επιχειρήσεις που προέρ­χονται από συγχώνευση εργοληπτικών επιχειρήσεων εγγεγραμμένων στο Μ.Ε.ΕΠ., με την εφαρμογή του τύπου κατάταξης, αν διαθέτουν τις εξής ελάχιστες προϋπο­θέσεις:

α) Περιλαμβάνουν στη βασική και συμπληρωματική τους στελέχωση τον αντίστοιχο, για κάθε τάξη, ελά­χιστο αριθμό τεχνικών εγγεγραμμένων στο Μ.Ε.Κ., ως εξής:

i. Στην τέταρτη τάξη, για τη βασική κατηγορία έργων απαιτείται στελέχωση τουλάχιστον τριών (3) τεχνικών Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας και ενός (1) τεχνικού Μ.Ε.Κ. Γ' βαθ­μίδας. Για κάθε πρόσθετη κατηγορία έργων, μέχρι και την τέταρτη, απαιτείται συμπληρωματική στελέχωση τουλάχιστον δύο (2) τεχνικών Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας. Για κάθε επιπλέον κατηγορία απαιτείται συμπληρωματική στελέχωση ενός (1) τεχνικού Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας.

ii. Στην πέμπτη τάξη, για τη βασική κατηγορία έργων απαιτείται στελέχωση τουλάχιστον τεσσάρων (4) τε­χνικών Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας και ενός (1) τεχνικού Μ.Ε.Κ. Γ' βαθμίδας. Για κάθε πρόσθετη κατηγορία έργων, μέχρι την τέταρτη, απαιτείται συμπληρωματική στελέχωση τουλάχιστον τριών (3) τεχνικών Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας. Για κάθε επιπλέον κατηγορία απαιτείται συμπληρωματική στελέχωση ενός (1) τεχνικού Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας.

iii. Στην έκτη τάξη, για τη βασική κατηγορία έργων απαιτείται στελέχωση τουλάχιστον έξι (6) τεχνικών Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας και τεσσάρων (4) τεχνικών Μ.Ε.Κ. Γ' βαθμίδας. Για κάθε πρόσθετη κατηγορία έργων, μέχρι και την τέταρτη, απαιτείται συμπληρωματική στελέχωση τουλάχιστον τεσσάρων (4) τεχνικών Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας. Για τις επιπλέον κατηγορίες απαιτείται συμπληρωμα­τική στελέχωση ενός (1) τεχνικού Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας ανά κατηγορία.

iv. Στην έβδομη τάξη, απαιτείται στελέχωση τουλά­χιστον δεκαοκτώ (18) τεχνικών Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας και δεκατεσσάρων (14) τεχνικών Μ.Ε.Κ. Γ' βαθμίδας. Από τη στελέχωση αυτή απαιτείται τουλάχιστον οι δώδεκα (12) τεχνικοί Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας να είναι εγγεγραμμένοι σε τρεις (3) κατηγορίες έργων, ένας (1) τεχνικός Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας να είναι εγγεγραμμένος στην κατηγορία ηλε­κτρομηχανολογικών έργων και ένας (1) τεχνικός Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας να είναι εγγεγραμμένος στην κατηγορία βιομηχανικών και ενεργειακών έργων.

Εναλλακτικά για τις τάξεις τέταρτη, πέμπτη και έκτη μπορεί να αντικατασταθεί στη βασική και στη συμπλη­ρωματική τους στελέχωση, ένας (1) τεχνικός Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας, με δύο (2) τεχνικούς Μ.Ε.Κ. Γ' βαθμίδας και ένας (1) τεχνικός Μ.Ε.Κ. Γ' βαθμίδας με δύο (2) τεχνικούς Μ.Ε.Κ. Β' βαθμίδας. Για την έβδομη τάξη μπορούν να αντικατασταθούν τόσο στη βασική, όσο και στη συμπλη­ρωματική της στελέχωση, μέχρι τέσσερις (4) τεχνικοί Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας με οκτώ (8) τεχνικούς Μ.Ε.Κ. Γ' βαθ­μίδας και μέχρι τέσσερις (4) τεχνικοί Μ.Ε.Κ. Γ' βαθμίδας με οκτώ (8) τεχνικούς Μ.Ε.Κ. Β' βαθμίδας.

Για τις πιο πάνω τάξεις τα στελέχη για κάθε πρόσθετη κατηγορία έργων, εκτός της βασικής κατηγορίας, μπο­ρεί να είναι τα ίδια πρόσωπα της βασικής στελέχωσης εγγεγραμμένα σε αντίστοιχη κατηγορία και τάξη του Μ.Ε.Κ. ή και άλλα πρόσωπα.

β) Διαθέτουν αθροιστικά εμπειρία την τελευταία τριετία για τη βασική κατηγορία έργων είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του κύκλου εργασιών της τάξης στην οποία ζητείται η κατάταξη, όπως αυτός ορίζεται στην περίπτωση δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 99 του παρόντος και πέντε τοις εκατό (5%) για κάθε πρόσθετη κατηγορία έργων. Η διάταξη αυτή δεν ισχύει για την έβδομη τάξη.

γ) Διαθέτουν Ίδια Κεφάλαια, όπως ορίζονται στην περίπτωση β' της παραγράφου 2 του άρθρου 99 του παρόντος, τουλάχιστον ίσα με το πενήντα τοις εκατό (50%) των ιδίων κεφαλαίων της τάξης στην οποία ζη­τείται η κατάταξη, όπως ορίζονται στην περίπτωση δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 99 του παρόντος.

δ) Διαθέτουν πάγια στοιχεία, όπως ορίζονται στην περίπτωση γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 99 του παρόντος, αξίας τουλάχιστον ίσης με το πενήντα τοις εκατό (50%) των παγίων της τάξης, στην οποία ζητείται η κατάταξη, όπως ορίζονται στην περίπτωση δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 99 του παρόντος.

Από τα πιο πάνω πάγια, υποχρεωτικά το τριάντα τοις εκατό (30%) πρέπει να είναι ακίνητα (γήπεδα, οικόπεδα και κτήρια) και το τριάντα τοις εκατό (30%) μηχανο­λογικός εξοπλισμός και κάθε είδους μεταφορικά μέσα, εκτός από τα επιβατικά αυτοκίνητα.

ε) Ελάχιστη προϋπόθεση κατάταξης εργοληπτικής επι­χείρησης στις τάξεις τέταρτη, πέμπτη, έκτη και έβδομη του Μ.Ε.ΕΠ. αποτελεί η τήρηση των δεικτών βιωσιμό­τητας, που προκύπτουν από τις κάτωθι σχέσεις οικο­νομικών μεγεθών, όπως αναγράφονται στην οικονομική κατάσταση του τελευταίου πριν από την αναθεώρηση έτους για τη χρήση του οποίου έχει συνταχθεί ισολο­γισμός ή την προσωρινή οικονομική κατάσταση αυτής, που βεβαιώνεται από ορκωτό ελεγκτή και δημοσιεύεται πριν από την υποβολή της αίτησης, ως εξής:

i. «Σύνολο Ιδίων Κεφαλαίων» (Ι.Κ.), όπως αυτό αναγράφεται στο σκέλος του Παθητικού, προς το «Σύνολο Υποχρεώσεων» (Σ.Υ.). Ως Σύνολο Υποχρεώσεων ορίζεται το άθροισμα των βραχυπρόθεσμων και των μακροπρό­θεσμων υποχρεώσεων της επιχείρησης, με εξαίρεση τις μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις που δεν αφορούν τραπεζικό δανεισμό, όπως αυτές προσδιορίζονται από βεβαίωση ορκωτού ελεγκτή και

ii. «Κυκλοφορούν Ενεργητικό» (Κ.Ε.), όπως αυτό ανα­γράφεται στο σκέλος του Ενεργητικού, προς τις «Βρα­χυπρόθεσμες Υποχρεώσεις» (Β.Υ.), όπως αυτές αναγρά­φονται στο σκέλος του Παθητικού.

Οι δείκτες βιωσιμότητας, για επιχειρήσεις που κατα­τάσσονται στις τάξεις τέταρτη, πέμπτη, έκτη και έβδο­μη πρέπει να είναι μεγαλύτεροι της μονάδας, δηλαδή Ι.Κ./Σ.Υ.>1 και Κ.Ε./Β.Υ.>1.

Σε περιπτώσεις συγχωνεύσεων εργοληπτικών επι­χειρήσεων Μ.Ε.ΕΠ., οι δείκτες βιωσιμότητας του νέου φορέα εξάγονται από τα οικονομικά μεγέθη της ενοποι­ημένης οικονομικής κατάστασης που καταρτίζεται και δημοσιεύεται από την επιχείρηση, πριν από την υποβολή της αίτησης προς την υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ..

 

   9. Οι δείκτες βιωσιμότητας, όπως ορίζονται στο άρθρο 99 του παρόντος Κώδικα, λαμβάνονται υπόψη μόνο κατά την τακτική και την, με πρωτοβουλία της επιχείρησης, έκτακτη αναθεώρηση των επιχειρήσεων του Μ.Ε.ΕΠ. και δεν θεωρούνται δυσμενές στοιχείο κατά την έννοια της παραγράφου 12 του άρθρου 92 του παρόντος, για τη διενέργεια έκτακτης αναθεώρησης της εγγραφής των εργοληπτικών επιχειρήσεων.

 

   10. Για κατάταξη στις ειδικές τάξεις Α1, Α2, στην πρώ­τη και δεύτερη τάξη του Μ.Ε.ΕΠ. δεν απαιτείται νομική μορφή εταιρικού σχήματος. Για κατάταξη στις τάξεις τρίτη έως και έβδομη του Μ.Ε.ΕΠ. απαιτείται νομική μορφή ανώνυμης εταιρείας.

 

Αρθρο  101

Αυτοδίκαιη διαγραφή

 

   1. Οι εγγεγραμμένες στο Μ.Ε.ΕΠ. επιχειρήσεις διαγρά­φονται αυτοδίκαια στις εξής περιπτώσεις:

α) Θανάτου, πτώχευσης, απαγόρευσης ή θέσης σε κα­τάσταση δικαστικής αντίληψης του φυσικού προσώπου που ασκεί την επιχείρηση, όταν πρόκειται για ατομική επιχείρηση.

β) Διάλυσης, πτώχευσης ή θέσης υπό εκκαθάριση του νομικού προσώπου που ασκεί την επιχείρηση.

γ) Υποβολής στην Υπηρεσία αίτησης της επιχείρησης περί διαγραφής της συνοδευόμενης από τη βεβαίωση

εγγραφής.

δ) Μη υποβολής, μέσα στις προθεσμίες του άρθρου 97 του παρόντος, αίτησης τακτικής αναθεώρησης μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από τη συμπλήρωση τριετίας ή εξαετίας σύμφωνα με την παράγραφο 11 του άρθρου 92 του παρόντος ή των στοιχείων που απαιτούνται, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 98 του παρόντος, για την έκτακτη αναθεώρηση της εγγραφής της επιχείρησης.

 

   2. Για τη διαγραφή εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας, μέσα σε ένα (1) μήνα από: α) το χρόνο περιέλευσης στην υπηρεσία των στοιχείων των περιπτώσεων α' - γ' της παραγράφου 1, β) την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 2 του άρθρου 97 του παρόντος για την υποβολή αίτησης τακτικής αναθεώρησης, γ) την άπρακτη πάροδο της 20ήμερης προθεσμίας της παραγράφου 4 του άρθρου 98 του παρόντος και εφόσον δεν προσκομισθούν στοι­χεία για την αναθεώρηση εγγραφής της επιχείρησης.

 

   3. Η παράγραφος 5 του άρθρου 98 του παρόντος εφαρμόζεται ανάλογα και στις περιπτώσεις του παρό­ντος άρθρου.

 

Αρθρο  102

Όρια προϋπολογισμού έργων κατά τάξη επιχειρήσεων Μ.Ε.ΕΠ.

 

   1. Τα όρια προϋπολογισμού ανά κατηγορία έργων, στα οποία έχουν δικαίωμα συμμετοχής οι εγγεγραμμένες στο Μ.Ε.ΕΠ. εργοληπτικές επιχειρήσεις, ανάλογα με την τάξη εγγραφής τους, είναι τα ακόλουθα:

α) για την Α1 τάξη ανώτατο όριο ενενήντα χιλιάδες (90.000) ευρώ,

β) για την Α2 τάξη ανώτατο όριο τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ,

γ) για την πρώτη τάξη ανώτατο όριο επτακόσιες πε­νήντα χιλιάδες (750.000) ευρώ,

δ) για τη δεύτερη τάξη ανώτατο όριο ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες (1.500.000) ευρώ και κατώτατο εκατόν εβδομήντα πέντε χιλιάδες (175.000) ευρώ,

ε) για την τρίτη τάξη ανώτατο όριο τρία εκατομμύρια επτακόσιες πενήντα χιλιάδες (3.750.000) ευρώ και κα­τώτατο πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ,

στ) για την τέταρτη τάξη ανώτατο όριο επτά εκατομ­μύρια πεντακόσιες χιλιάδες (7.500.000) ευρώ και κατώ­τατο ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες (1.400.000) ευρώ,

ζ) για την πέμπτη τάξη ανώτατο όριο είκοσι δύο εκα­τομμύρια (22.000.000) ευρώ και κατώτατο τρία εκατομ­μύρια πεντακόσιες χιλιάδες (3.500.000) ευρώ,

η) για την έκτη τάξη ανώτατο όριο σαράντα τέσσερα εκατομμύρια (44.000.000) ευρώ και κατώτατο δέκα εκα­τομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες (10.500.000) ευρώ,

θ) για την έβδομη τάξη δεν τίθεται ανώτατο όριο, ενώ το κατώτατο όριο είναι τριάντα πέντε εκατομμύρια (35.000.000) ευρώ.

 

   2. Τα κατώτατα όρια προϋπολογισμού έργων που επι­τρέπεται να αναλάβουν επιχειρήσεις εγγεγραμμένες στο Μ.Ε.ΕΠ. για έργα που εκτελούνται στο νομό που βρίσκεται η έδρα της επιχείρησης, καθώς και σε ένα δεύτερο νομό που δηλώνεται στην υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. και αναφέρεται στη βεβαίωση εγγραφής, ορίζονται για τις τάξεις που ισχύουν κατώτατα όρια, εκτός από την έβδομη τάξη, στο πενήντα τοις εκατό (50%) του κατώτατου ορίου προϋπολογισμού της τάξης τους. Η δήλωση αυτή γίνεται μέχρι την υποβολή της αίτησης επανάκρισης και ισχύει μέχρι την πρώτη, μετά την επανάκριση, αναθεώρηση της εγγραφής, χωρίς τη δυνατότητα ενδιάμεσης αλλαγής.

 

   3. Τα όρια του άρθρου αυτού μπορεί να επανακαθο­ρίζονται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, λαμβανομένου υπό­ψη του δείκτη αναθεώρησης των τιμών των δημοσίων έργων, όπως καθορίζεται σύμφωνα με τις κείμενες δι­ατάξεις.

 

Αρθρο  103

Εγγραφή στο Μ.Ε.ΕΠ. εξειδικευμένων επιχειρήσεων

 

   1. Στο Μ.Ε.ΕΠ. μπορούν να εγγραφούν και εξειδικευ­μένες επιχειρήσεις για τα αντίστοιχα έργα ή εργασίες: α) γεωτρήσεων, β) πρασίνου, γ) ειδικών μονώσεων, δ) ανελκυστήρων, ε) ηλεκτρονικού εξοπλισμού, στ) πλω­τών έργων και εγκαταστάσεων ναυπηγείων, ζ) αποκαλύ­ψεων μεταλλείων και η) καθαρισμού και επεξεργασίας νερού και υγρών, στερεών και αερίων αποβλήτων.

 

   2. Οι εξειδικευμένες επιχειρήσεις που εγγράφονται στο Μ.Ε.ΕΠ. σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο κατατάσσονται σε μία από τις τάξεις του Μ.Ε.ΕΠ. μέχρι και την τέταρτη. Στην τρίτη και τέταρτη τάξη κατατάσ­σονται εργοληπτικές επιχειρήσεις με τη νομική μορφή ανωνύμου εταιρείας.

Για την κατάταξη των εξειδικευμένων εργοληπτι­κών επιχειρήσεων για έργα πρασίνου στην τρίτη τάξη, απαιτείται στη στελέχωσή τους να περιλαμβάνονται τουλάχιστον δύο (2) τεχνικοί Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας πρα­σίνου και ένας (1) τεχνικός Μ.Ε.Κ. Γ' βαθμίδας πρασίνου με ειδικότητα Γεωπόνου ή Δασολόγου, κάτοχοι άδειας άσκησης επαγγέλματος γεωτεχνικού. Για την κατάταξή τους στην τέταρτη τάξη απαιτείται στελέχωση τουλά­χιστον τριών (3) τεχνικών Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας πρασίνου και ενός (1) τεχνικού Μ.Ε.Κ. Γ' βαθμίδας πρασίνου με ειδικότητα Γεωπόνου ή Δασολόγου, κάτοχοι άδειας άσκησης επαγγέλματος γεωτεχνικού. Για την κατάτα­ξη στην τρίτη και τέταρτη τάξη ανωνύμων τεχνικών εταιρειών, στην κατηγορία των έργων πρασίνου, των οποίων η βασική στελέχωση γίνεται με τεχνικούς Μ.Ε.Κ. των κύριων κατηγοριών έργων, απαιτείται η κατ' ελάχι­στο στελέχωσή τους με έναν (1) και δύο (2) αντιστοίχως τεχνικούς Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας πρασίνου. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις και ανεξάρτητα από τις αντικα­ταστάσεις των τεχνικών Μ.Ε.Κ. των κύριων κατηγοριών, μπορεί να αντικατασταθεί ένας (1) τεχνικός Μ.Ε.Κ. Δ' βαθμίδας πρασίνου με δύο (2) τεχνικούς Μ.Ε.Κ. Γ' βαθ­μίδας πρασίνου.

 

   3. Στην περίπτωση ανωνύμων τεχνικών εταιρειών, των οποίων η βασική στελέχωση γίνεται με τεχνικούς Μ.Ε.Κ. των κύριων κατηγοριών έργων και εγγράφονται και στην εξειδικευμένη κατηγορία πρασίνου, θα πρέπει οι τεχνικοί Μ.Ε.Κ. πρασίνου Γεωπόνων ή Δασολόγων να καλύπτουν τουλάχιστον ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του συνολικού αριθμού τεχνικών Μ.Ε.Κ. πρασίνου που απαιτείται για τη στελέχωση της επιχείρησης.

 

   4. Η εγγραφή, κατάταξη και αναθεώρηση γίνεται με βάση τα κριτήρια των άρθρων 96, 99 και του παρόντος και ιδιαίτερα τα έργα που έχει εκτελέσει η επιχείρηση και τη στελέχωσή της.

 

Αρθρο  104

Όρια προϋπολογισμού έργων των εξειδικευμένων επιχειρήσεων

 

   1. Τα όρια του προϋπολογισμού έργων που μπορούν να αναλάβουν οι εξειδικευμένες επιχειρήσεις προσδιορίζονται με βάση τα όρια που ισχύουν κάθε φορά για τις βασικές κατηγορίες έργων ανάλογα με την τάξη κατάταξης.

 

   2. Για τις εξειδικευμένες επιχειρήσεις για εργασίες πρασίνου, σε περίπτωση κοινοπραξίας δύο εργοληπτι­κών επιχειρήσεων τέταρτης τάξης, επιτρέπεται να ανα­λάβουν εργασίες πρασίνου μέχρι του ποσού των οκτώ εκατομμυρίων οκτακοσίων χιλιάδων (8.800.000) ευρώ.

Αν κοινοπρακτούν περισσότερες από δύο εργολη­πτικές επιχειρήσεις τέταρτης τάξης επιτρέπεται να αναλάβουν εργασίες πρασίνου μέχρι του ποσού των δεκατεσσάρων εκατομμυρίων επτακοσίων χιλιάδων (14.700.000) ευρώ.

 

   3. Με απόφαση που εκδίδεται από τον Υπουργό Πε­ριβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων μπορεί να ορίζονται τα θέματα εγγραφής στο Μ.Ε.ΕΠ. επιχει­ρήσεων για εξειδικευμένες εργασίες και υποκατηγορίες ορισμένων έργων, η κατάταξη αυτών στις τάξεις του Μ.Ε.ΕΠ., καθώς και τα όρια του προϋπολογισμού έργων που αυτές μπορούν να αναλαμβάνουν.

 

Αρθρο  105

Εγγραφή στα Νομαρχιακά Μητρώα -Υποχρεώσεις υπηρεσιών

 

   1. Εργοληπτικές επιχειρήσεις οποιασδήποτε νομικής μορφής που δεν είναι εγγεγραμμένες στο Μ.Ε.ΕΠ. μπο­ρούν να αναλαμβάνουν, είτε ως μεμονωμένες επιχειρή­σεις είτε και σε κοινοπραξία μεταξύ τους την κατασκευή μικρών δημοσίων έργων, όπως ορίζεται στον παρόντα Κώδικα, εφόσον είναι εγγεγραμμένες στα νομαρχιακά μητρώα, που τηρούνται στη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρε­σιών εκάστης Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (ΔΤΥΝΑ). Δεν επιτρέπεται η κοινοπραξία επιχειρήσεων εγγεγραμμέ­νων στα νομαρχιακά μητρώα με επιχείρηση εγγεγραμ­μένη στο Μ.Ε.ΕΠ.. Κάθε επιχείρηση μπορεί να γραφεί στα μητρώα μιας μόνο Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Ειδικότερα η εγγραφή σε οποιαδήποτε από τα μητρώα που τηρούνται στις Ν.Α. του Νομού Αττικής θεωρείται ως εγγραφή για ολόκληρο το νομό.

 

   2. Για την εγγραφή εργοληπτικής επιχείρησης στα νομαρχιακά μητρώα απαιτείται: α) η στελέχωσή της από πρόσωπα που δικαιούνται εγγραφής σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, β) η απόδειξη εμπειρίας του στελέ­χους στην κατασκευή αντίστοιχων κατηγοριών έργων ή ειδικότερων εργασιών. Στα νομαρχιακά μητρώα απαγο­ρεύεται η εγγραφή οποιουδήποτε συνταξιούχου.

 

   3. Η εγγραφή στα νομαρχιακά μητρώα ισχύει για μια τριετία. Μετά τη λήξη της η εγγραφή αναθεωρείται, με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 97 του παρόντος. Η εγγεγραμμένη επιχείρηση δικαιούται να λαμβάνει μέρος σε διαγωνισμούς και να εκτελεί έργα στο νομό της εγγραφής και σε ένα γειτονικό, που δηλώνεται από την ίδια κατά την εγγραφή ή την ανανέωση. Ως γειτονικοί νομοί για την εφαρμογή της διάταξης αυτής θεωρούνται και οι γεωγραφικά πλησιέστεροι νησιωτικοί ή παραθα­λάσσιοι νομοί.

 

   4. Για την εγγραφή και αναθεώρηση εγγραφής στα νομαρχιακά μητρώα υποβάλλεται αίτηση της ενδιαφε­ρόμενης επιχείρησης και αποφασίζει το Νομαρχιακό Συμβούλιο Δημόσιων Έργων της Ν.Α., ύστερα από σχε­τική εισήγηση της αρμόδιας για την τήρηση των μητρώ­ων υπηρεσίας. Η αίτηση συνοδεύεται με πιστοποιητικά εκτέλεσης έργων και λοιπά στοιχεία που αποδεικνύουν την εμπειρία της επιχείρησης και την ύπαρξη των λοι­πών προϋποθέσεων εγγραφής. Ειδικά για την αναθεώ­ρηση εγγραφής τα αποδεικτικά εμπειρίας αφορούν την τελευταία τριετία.

 

   5. Η βεβαίωση εγγραφής περιλαμβάνει: α) τα στοιχεία της επιχείρησης και του προσώπου που τη στελεχώ­νει, β) το χρόνο ισχύος της βεβαίωσης, γ) τους νομούς στους οποίους μπορεί να δραστηριοποιείται και δ) τις κατηγορίες των έργων ή εργασιών που μπορεί να ανα­λαμβάνει.

 

   6. Οι εγγεγραμμένες στα νομαρχιακά μητρώα ατο­μικές επιχειρήσεις διαγράφονται αυτοδίκαια σε περί­πτωση θανάτου, συνταξιοδότησης του αυτοπροσώπως ασκούντος την επιχείρηση ή μη υποβολής εμπρόθεσμης αίτησης για αναθεώρηση της εγγραφής.

 

   7. Κάθε φορέας του δημόσιου τομέα που εκτελεί έργο με ανάδοχο επιχείρηση εγγεγραμμένη σε νομαρχιακό μητρώο υποχρεούται στο τέλος του έργου να διαβιβάσει στη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών, που έχει εκδώσει τη βεβαίωση εγγραφής της επιχείρησης, βεβαίωση για την καλή και έντεχνη εκτέλεση του έργου.

Ιδίως υποχρεούται να αναφέρει: α) έκπτωση του ανα­δόχου, β) χορήγηση παράτασης χωρίς αναθεώρηση, γ) κακοτεχνία για την οποία τηρήθηκε η διαδικασία αποκατάστασης του άρθρου 60 του παρόντος ή έγινε σχετική σημείωση σε Πρωτόκολλο Προσωρινής Παρα­λαβής. Η υπηρεσία που τηρεί το νομαρχιακό μητρώο υποχρεούται να ζητά πληροφορίες από τους φορείς που εκτέλεσαν έργο με ανάδοχο επιχείρηση εγγεγραμ­μένη στο μητρώο, εφόσον οι φορείς δεν αποστείλουν οίκοθεν τα στοιχεία αυτά. Παραλείψεις των αρμοδίων υπαλλήλων για συμμόρφωση στις υποχρεώσεις αυτές αποτελούν πειθαρχικό παράπτωμα.

 

   8. Τα στοιχεία της παραγράφου 7 καταχωρούνται στο νομαρχιακό μητρώο και λαμβάνονται υπόψη κατά την κρίση επί της αιτήσεως ανανέωσης της εγγραφής.

 

Αρθρο  106

Συμμετοχή στις δημοπρασίες - Όρια προϋπολογισμού

 

   1. Για τη συμμετοχή στις διαδικασίες ανάθεσης έργων, οι εγγεγραμμένες στα νομαρχιακά μητρώα επιχειρή­σεις προσκομίζουν την πρωτότυπη βεβαίωση εγγραφής σε αυτά και βεβαίωση της εργοληπτικής οργάνωσης στην οποία ενδεχομένως ανήκουν, ότι εξόφλησαν τις εισφορές τους σε αυτήν. Δεν επιτρέπεται η κοινοπραξία μεταξύ επιχειρήσεων εγγεγραμμένων στα Νομαρχιακά Μητρώα και στο Μ.Ε.ΕΠ..

 

   2. Οι εγγεγραμμένες στα νομαρχιακά μητρώα επιχει­ρήσεις μπορούν να αναλαμβάνουν έργα κατηγοριών του Μ.Ε.ΕΠ. με προϋπολογισμό μέχρι του ποσού των είκο­σι μίας χιλιάδων (21.000) ευρώ που αντιστοιχούν στην ειδικότητα των σπουδών των εργοδηγών πτυχιούχων των μέσων Τεχνικών Σχολών, που καταργήθηκαν με το ν. 576/ 1977, και οι οποίοι έχουν τριετή κατασκευαστική εμπειρία από τη λήψη του πτυχίου τους. Το όριο αυτό αυξάνεται σε τριάντα τρεις χιλιάδες (33.000) ευρώ, σα­ράντα πέντε χιλιάδες (45.000) ευρώ και πενήντα έξι χιλιάδες (56.000) ευρώ μετά τη συμπλήρωση εξαετίας, εννεαετίας και δωδεκαετίας από τη λήψη του πτυχίου αντιστοίχως.

 

   3. Οι επιχειρήσεις που ασκούνται από κατόχους σχε­τικών αδειών, οι οποίοι έχουν τουλάχιστον τριετή κα­τασκευαστική εμπειρία, από τη λήψη της άδειας, μπορούν να αναλάβουν έργα κατηγοριών του Μ.Ε.ΕΠ. που αντιστοιχούν στις άδειες και με προϋπολογισμό μέχρι δεκαοκτώ χιλιάδες (18.000) ευρώ. Το όριο αυτό αυξά­νεται μέχρι του ποσού των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ ή σαράντα δύο χιλιάδων (42.000) ευρώ ή πενήντα τριών χιλιάδων (53.000) ευρώ, όταν έχουν ή αποκτήσουν εξαετή, εννεαετή ή δωδεκαετή κατασκευαστική εμπει­ρία, αντιστοίχως, από τη λήψη της άδειας.

 

   4. Οι επιχειρήσεις που ασκούνται από εμπειροτέ­χνες, που έχουν τουλάχιστον πενταετή κατασκευαστι­κή εμπειρία, μπορούν να αναλάβουν έργα κατηγοριών του Μ.Ε.ΕΠ. που αντιστοιχούν στην εμπειρία τους με προϋπολογισμό μέχρι δεκαοκτώ χιλιάδες (18.000) ευρώ. Το όριο αυτό αυξάνεται μέχρι του ποσού των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ ή σαράντα δύο χιλιάδων (42.000) ευρώ ή πενήντα τριών χιλιάδων (53.000) ευρώ, όταν έχουν ή αποκτήσουν οκταετή, ενδεκαετή ή δεκατετραετή κατασκευαστική εμπειρία αντιστοίχως.

 

   5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και για επιχειρήσεις που ασκούνται από υπο­μηχανικούς ή πτυχιούχους ΤΕΙ και ΚΑΤΕΕ μετά τριετία από τη λήψη του πτυχίου. Οι επιχειρήσεις αυτές μπο­ρούν να αναλάβουν έργα προϋπολογισμού μέχρι του ποσού των σαράντα επτά χιλιάδων (47.000) ευρώ.

 

   6. Με απόφαση που εκδίδεται από τον Υπουργό Πε­ριβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων μπορεί να ορίζονται τα θέματα τήρησης από τις νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις μητρώων εργοληπτικών επιχειρήσεων, των πτυχιούχων εργοδηγών, των κατόχων σχετικών αδειών και των εμπειροτεχνών, τα όρια του προϋπο­λογισμού δημοσίων έργων που επιτρέπεται να αναλαμ­βάνουν οι επιχειρήσεις αυτές, ο τρόπος αξιολόγησης των επιχειρήσεων αυτών και της κατάταξής τους στα ανωτέρω νομαρχιακά μητρώα, καθώς και οι περιπτώσεις μικρών έργων, την κατασκευή των οποίων μπορούν να αναλάβουν επιχειρήσεις που δεν είναι εγγεγραμμένες στο Μ.Ε.ΕΠ..

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

ΜΗΤΡΩΟ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΩΝ (Μ.Ε.Κ.)

 

Αρθρο  107

Τήρηση του Μ.Ε.Κ.

 

   1. Η εγγραφή στο Μητρώο Εμπειρίας Κατασκευαστών (Μ.Ε.Κ.) γίνεται με αίτηση των ενδιαφερόμενων τεχνικών διπλωματούχων ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ή τεχνολογικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και πρώην ανώτερων τεχνικών σχολών που ασχολούνται με την παραγωγή έργων σε οποιοδήποτε στάδιο (μελέτη, κα­τασκευή, επίβλεψη).

Με την εγγραφή γίνεται και κατάταξη σε μία από τις βαθμίδες εμπειρίας που προβλέπει η παράγραφος 5 και για καθεμιά από τις κατηγορίες έργων όπως αυτές ορί­ζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 100 του παρόντος και στις εξειδικευμένες εργασίες, όπως ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 103 του παρόντος.

 

   2. Η τήρησή του Μ.Ε.Κ. γίνεται από την αρμόδια υπη­ρεσία της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χω­ροταξίας και Δημόσιων Εργων.

 

   3. Η εγγραφή, η κατάταξη σε κατηγορίες έργων και βαθμίδες, η επέκταση σε άλλες κατηγορίες και η εξέ­λιξη από βαθμίδα σε βαθμίδα γίνεται από την Επιτροπή Μ.Ε.Κ..

Κατά τα λοιπά για την τήρηση του Μ.Ε.Κ. εφαρμόζο­νται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 92 του παρόντος Κώδικα.

 

   4. Η εγγραφή στο Μ.Ε.Κ. γίνεται ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου, που ζητεί επίσης την κατάταξή του σε συγκεκριμένες κατηγορίες έργων και την αντίστοιχη σε κάθε κατηγορία βαθμίδα. Για την εγγραφή ο ενδια­φερόμενος υποβάλλει αντίγραφα των τίτλων σπουδών, λεπτομερές βιογραφικό σημείωμα για τις επαγγελματι­κές ή επιστημονικές απασχολήσεις του, πιστοποιητικό Δήμου ή Κοινότητας ή αντίστοιχο σημείωμα βάσει των στοιχείων της ταυτότητάς του, δήλωση του ν. 1599/1986 για τις απασχολήσεις του στο κύκλωμα παραγωγής έργων, με μνεία κάθε συγκεκριμένου έργου του χρόνου και του είδους της απασχόλησης που θα συνοδεύεται από σχετικές βεβαιώσεις αν δεν προκύπτουν τα σχε­τικά στοιχεία από πιστοποιητικά του Μ.Ε.Κ. και κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο. Η εγγραφή και κατάταξη στο Μ.Ε.Κ. ισχύει μέχρις ότου γίνει τυχόν ανακατάταξη με αίτηση του ενδιαφερομένου ή διαγραφή σύμφωνα με την παράγραφο 11.

Για την εγγραφή και κατάταξη στο Μ.Ε.Κ. κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 96 του παρόντος.

 

   5. Ο αριθμός των βαθμίδων εμπειρίας σε κάθε ειδι­κότητα ορίζεται σε τέσσερις (4). Οι διπλωματούχοι ή πτυχιούχοι ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κατα­τάσσονται στην πρώτη βαθμίδα εμπειρίας μετά τριετία από την έναρξη άσκησης του επαγγέλματος. Μπορεί να γίνει κατάταξη απευθείας στη δεύτερη βαθμίδα αν έχει συμπληρωθεί πενταετία από την άσκηση του επαγγέλ­ματος και εφόσον αποδεικνύεται σχετική εμπειρία. Οι πτυχιούχοι των τεχνολογικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των πρώην ανώτερων τεχνικών σχολών κατατάσσο­νται πάντοτε στην πρώτη βαθμίδα μετά πενταετία από την άσκηση του επαγγέλματος με βάση την εμπειρία. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων ρυθμίζεται ο ελάχιστος χρόνος που απαιτείται κατά κατηγορία έργων, ειδικότητα και τίτλο σπουδών για την εξέλιξη από βαθμίδα σε βαθμίδα και κάθε λεπτομέρεια σχετική με την εγγραφή, κατάταξη και εξέλιξη σε βαθμίδες του Μ.Ε.Κ..

 

   6. Η επέκταση της εγγραφής σε άλλες κατηγορίες και η εξέλιξη από βαθμίδα σε βαθμίδα γίνεται ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου που υποβάλλει και όλα τα σχετικά συμπληρωματικά στοιχεία. Αίτηση για επέκταση σε άλλες κατηγορίες και για εξέλιξη από βαθμίδα σε βαθμίδα είναι απαράδεκτη πριν περάσει ένα (1) έτος από την απόρριψη σχετικού αιτήματος.

 

   7. Για την εξέλιξη από βαθμίδα σε βαθμίδα των διπλω­ματούχων ή πτυχιούχων ΑΕΙ απαιτείται για όλες τις κα­τηγορίες έργων τρία (3) έτη απασχόληση σε κατασκευή ή έξι (6) έτη σε επίβλεψη ή εννιά (9) έτη απασχόληση σε μελέτη. Αν η απασχόληση είναι εναλλασσόμενη, ο χρόνος απασχόλησης σε επίβλεψη και μελέτη ανάγεται σε χρόνο κατασκευής για τη συμπλήρωση των τριών (3) ετών κατά τη σχετική αναλογία των πιο πάνω συνολικών απαιτήσεων χρόνου κατά απασχόληση. Ειδικά για την εξέλιξη από τη Γ' βαθμίδα στη Δ' για όλες τις κατηγο­ρίες έργων απαιτείται απασχόληση τριών (3) ετών σε κατασκευή που δεν μπορεί να αναπληρωθεί με άλλου είδους απασχόληση.

 

   8. Για την εξέλιξη από βαθμίδα σε βαθμίδα των πτυ­χιούχων ΤΕΙ, ΚΑΤΕΕ και υπομηχανικών απαιτείται για όλες τις κατηγορίες έργων τρία (3) έτη απασχόληση σε κατασκευή ή οκτώ (8) έτη σε επίβλεψη. Για την αναγωγή των ετών εναλλασσόμενης απασχόλησης ισχύει το δεύ­τερο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου. Ειδικά για την εξέλιξη από τη Γ' βαθμίδα στη Δ' απαιτείται απα­σχόληση τριών (3) ετών σε κατασκευή που δεν μπορεί να αναπληρωθεί με άλλου είδους απασχόληση.

 

   9. Στους τεχνικούς γενικά, ανεξάρτητα από τίτλο σπουδών, που εγγράφονται για πρώτη φορά στην Α' και Β' βαθμίδα του Μ.Ε.Κ., αλλά έχουν πλεονάζουσα προϋπηρεσία σε κατασκευή, επίβλεψη ή μελέτη, επιτρέ­πεται να επικαλεσθούν την πείρα που προκύπτει από την προϋπηρεσία τους για την προαγωγή μέχρι τη Γ' βαθμίδα, μετά από παραμονή δύο (2) ετών στην Α' και δύο (2) ετών στη Β' βαθμίδα. Η εκτίμηση της προϋπη­ρεσίας γίνεται με αναγωγή του χρόνου απασχόλησης σύμφωνα με τις αναλογίες των παραγράφων 7 και 8.

 

   10. Κατά τα λοιπά για την επέκταση και εξέλιξη εφαρ­μόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 96 του πα­ρόντος.

 

   11. Οι εγγεγραμμένοι στο Μ.Ε.Κ. διαγράφονται αυτο­δίκαια σε περίπτωση θανάτου ή συνταξιοδότησης από το ΤΣΜΕΔΕ.

 

   12. Για την αυτοδίκαιη διαγραφή εκδίδει κατ' έτος σχετική διαπιστωτική πράξη η επιτροπή Μ.Ε.Κ..

 

   13. Με τις ενδείξεις του Μ.Ε.Κ. παρακολουθείται η εξέ­λιξη της εμπειρίας των εγγεγραμμένων, ώστε να μπορεί να γίνεται η αναθεώρηση της κατάταξης σε κατηγορίες έργων και βαθμίδες.

 

   14. Η εγγραφή, κατάταξη και αναθεώρηση στηρίζεται σε όλα τα στοιχεία που συγκεντρώνονται από την υπη­ρεσία και ιδίως στα πιστοποιητικά Μ.Ε.Κ. της επόμενης παραγράφου.

 

   15. Για κάθε δημόσιο έργο η υπηρεσία συντάσσει υποχρεωτικά πιστοποιητικό Μ.Ε.Κ.. Το πιστοποιητικό συντάσσεται οπωσδήποτε με την παραλαβή του έργου και κατά τακτά χρονικά διαστήματα ή σε έκτακτες πε­ριπτώσεις, όπως ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων 'Εργων. Τα πιστοποιητικά Μ.Ε.Κ. περιλαμβάνουν κάθε πληροφορία που σχετίζεται με πρόσωπα εγγεγραμμένα στο Μ.Ε.Κ. ή που έχουν τα τυπικά προσόντα για να εγγραφούν σε αυτό και που ασχολήθηκαν με το έργο από της πλευράς του αναδόχου ή των σχετιζόμενων με αυτόν επιχει­ρήσεων, όπως επίσης και τις σχετικές αξιολογήσεις. Τα πιστοποιητικά Μ.Ε.Κ. διαβιβάζονται απευθείας στην αρμόδια για την τήρηση του Μ.Ε.Κ. υπηρεσία.

Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωρο­ταξίας και Δημόσιων Εργων ορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να περιέχουν υποχρεωτικά τα πιστοποιητικά, ποιοι τα εκδίδουν και τα επιβεβαιώνουν, τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία υποβάλλονται, τα θέματα που σχετίζονται με τη λήψη από την υπηρεσία όλων των στοιχείων και κάθε συμπληρωματική λεπτομέρεια. Με όμοια απόφαση ρυθμίζονται τα ανάλογα θέματα για τη λήψη πιστοποιητικών ή οίκοθεν πληροφοριών για ιδιωτικά έργα, για έργα που εκτελούνται στην αλλοδαπή ή για άλλες ανάλογες περιπτώσεις.

 

   16. Τα στοιχεία και πιστοποιητικά Μ.Ε.Κ. που είναι υπο­χρεωμένες να διαβιβάζουν οι υπηρεσίες των φορέων του δημόσιου τομέα που εκτελούν έργα είναι:

α) ετήσια πιστοποιητικά Μ.Ε.Κ.,

β) πιστοποιητικά Μ.Ε.Κ. για κάθε εργολαβία της οποί­ας γίνεται προσωρινή παραλαβή ή η παραλαβή αυτή θεωρείται συντελεσμένη σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις,

γ) δελτία εκτάκτων στοιχείων ή επιθεωρήσεων.

 

   17. Τα πιστοποιητικά Μ.Ε.Κ. της προηγούμενης παρα­γράφου αναφέρονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα κατά έργο και περιλαμβάνουν το ονοματεπώνυμό τους, πα­τρώνυμο κ.λπ., το ρόλο που διαδραμάτισαν κατά την εκτέλεση του έργου με διάκριση της απασχόλησης (με­λέτη, κατασκευή, επίβλεψη) και εκτίμηση της απόδοσης. Ανάλογα στοιχεία περιλαμβάνουν και τα δελτία εκτά­κτων συμβάντων ή επιθεωρήσεων. Κατά τα λοιπά για τα πιστοποιητικά Μ.Ε.Κ. της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα οι αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 92 του παρόντος. Τα πιστοποιητικά Μ.Ε.ΕΠ. και Μ.Ε.Κ. συνδυάζονται κατά εργολαβία.

 

   18. Για τα πιστοποιητικά Μ.Ε.Κ. ιδιωτικών έργων ή έρ­γων στην αλλοδαπή ή για σχετιζόμενες με τα έργα δραστηριότητες που δεν πραγματοποιούνται στους εργοταξιακούς χώρους εφαρμόζονται ανάλογα οι δι­ατάξεις του άρθρου 92 του παρόντος.

 

   19. Οι ενδείξεις των πιστοποιητικών για τα πρόσωπα που έχουν τα τυπικά προσόντα για την εγγραφή στο Μ.Ε.Κ., αλλά δεν είναι ακόμα εγγεγραμμένα σε αυτό, ταξινομούνται, για να χρησιμοποιηθούν για την κατάταξή τους, αν τα πρόσωπα αυτά ζητήσουν την εγγραφή τους.

 

   20. Η απόδειξη εμπειρίας πριν από τη λειτουργία του Μ.Ε.Κ. γίνεται σύμφωνα με τις ισχύουσες πριν από την έναρξη ισχύος του ν.1418/1984 διατάξεις για τα πιστο­ποιητικά των εργοληπτών δημοσίων έργων.

 

   21. Τεχνικοί υπάλληλοι ή υπάλληλοι με άλλες ειδικότη­τες, που συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός εκάστοτε προσδιορίζεται και στον οποίο περιλαμβάνονται και οι συνταξιούχοι των κοινωφελών οργανισμών, τραπεζών του δημόσιου τομέα, Δ.Ε.Η., Ο.Τ.Ε. και γενικά επιχειρήσε­ων που ελέγχονται από το Δημόσιο, δεν επιτρέπεται να στελεχώνουν επί μία διετία εργοληπτικές επιχειρήσεις και να έχουν οποιαδήποτε σχέση εργασίας ή μίσθω­σης έργου με τις εργοληπτικές επιχειρήσεις Μ.Ε.ΕΠ. μέσα στο πρώτο έτος από τη συνταξιοδότησή τους. Επίσης, για μία διετία δεν εγγράφονται οι ανωτέρω συνταξιούχοι στο μητρώο μελετητών ούτε χορηγείται πτυχίο μελετητή και ισχύουν γενικά οι περιορισμοί του προηγούμενου εδαφίου. Παράβαση των διατάξεων των προηγούμενων εδαφίων, καθ' οιονδήποτε τρόπο διαπιστούμενη, επιφέρει την αυτοδίκαιη διαγραφή της επιχείρησης από το Μ.Ε.ΕΠ. και του τεχνικού από το Μ.Ε.Κ.. Για τη διαγραφή αυτή εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων.

 

Αρθρο  108

Επιτροπή Μητρώου Εμπειρίας Κατασκευαστών

 

   1. Η εγγραφή, κατάταξη και εξέλιξη στις βαθμίδες του Μ.Ε.Κ. γίνεται από την Επιτροπή Μητρώου Εμπειρίας Κατασκευαστών. Η Επιτροπή αυτή εισηγείται επίσης κάθε μέτρο που σχετίζεται με τον τρόπο τήρησης του Μ.Ε.Κ. για την καλύτερη εκπλήρωση του σκοπού του, τον τρόπο που καταρτίζονται και αξιολογούνται τα πιστοποιητικά και γενικά παρακολουθεί την όλη τήρηση του Μ.Ε.Κ. και υποβάλλει στον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων σχετικές εκθέσεις. Κάθε λεπτομέρεια που σχετίζεται με τις εκθέσεις αυτές μπορεί να ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Περι­βάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.

 

   2. Η Επιτροπή αποτελείται από:

α) Έναν (1) ανώτερο υπάλληλο κατηγορίας ΠΕ της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, ως πρόεδρο.

β) Τέσσερις (4) υπαλλήλους δημοσίων υπηρεσιών με οποιαδήποτε σχέση, από τους οποίους οι δύο (2) του­λάχιστον είναι τεχνικοί.

γ) Δύο (2) εκπροσώπους του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας (Τ.Ε.Ε.), που ορίζονται με τους αναπληρω­τές τους από το Τ.Ε.Ε..

δ) Έναν (1) εκπρόσωπο των πανελληνίων επαγγελμα­τικών ενώσεων των τεχνικών που έχουν το δικαίωμα να εγγραφούν στο Μ.Ε.Κ. και δεν είναι μέλη του Τ.Ε.Ε..

ε) Έναν (1) εκπρόσωπο των επαγγελματικών εργολη­πτικών ενώσεων, όπως ορίζεται στην περίπτωση ζ' της παραγράφου 1 του άρθρου 93 του παρόντος.

 

   3. Η Επιτροπή Μ.Ε.Κ. βρίσκεται σε απαρτία αν είναι παρόντες ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του και τέσσε­ρα από τα μέλη της. Κατά τα λοιπά για τη λειτουργία της και την υποβολή των εκθέσεων που προβλέπει η παράγραφος 1 εφαρμόζονται ανάλογα οι αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 95 του παρόντος.

 

   4. Με προεδρικό διάταγμα μπορεί να ιδρυθεί οργανι­σμός με μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου που εποπτεύεται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωρο­ταξίας και Δημόσιων Έργων και στον οποίο μεταβιβά­ζονται οι αρμοδιότητες των άρθρων 92, 96 και 107 του παρόντος, που αναφέρονται σε θέματα εγγραφής και αναθεώρησης εγγραφής, με την επιφύλαξη των διατά­ξεων για την εγγραφή και αναθεώρηση εγγραφής των δύο ανωτέρων τάξεων του Μ.Ε.ΕΠ., καθώς και τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. και του Μ.Ε.Κ..

Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα ορίζονται οι αρμοδιό­τητες της εποπτείας, τα της διοίκησης του οργανισμού αυτού, η στελέχωσή του, ο τρόπος λειτουργίας των επιτροπών κατάταξης και αναβάθμισης των πτυχίων στα μητρώα Μ.Ε.ΕΠ. και Μ.Ε.Κ., οι πόροι αυτού, που προ­έρχονται από τέλη και εισφορές των εργοληπτικών επι­χειρήσεων του Μ.Ε.ΕΠ. και των τεχνικών του Μ.Ε.Κ. και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη λειτουργία του. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα μπορεί να ορίζεται ότι μέχρι την ολοκλήρωση της στελέχωσης των υπηρεσιών του οργανισμού αυτού είναι δυνατή η απόσπαση προσωρινά στον οργανισμό του αναγκαίου αριθμού υπαλλήλων εκ των υπηρετούντων στις υπηρεσίες του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, που είναι αρμόδιες για την τήρηση των μητρώων Μ.Ε.ΕΠ. και Μ.Ε.Κ.. Οι δαπάνες λειτουργίας του νομικού προσώπου βαρύνουν τους πόρους του.

Μέχρι την ίδρυση του νομικού προσώπου, μπορεί να επιβάλλεται στους ενδιαφερομένους, με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, εισφορά για την εγγραφή, κατάταξη, αναθεώ­ρηση εγγραφής και οποιαδήποτε άλλη διαδικασία της Διεύθυνσης Μητρώων και Τεχνικών Επαγγελμάτων της Γενικής Γραμματείας Δημόσιων Έργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, ανά­λογη με την τάξη, την κατηγορία και τη βαθμίδα του ενδιαφερόμενου. Με όμοια απόφαση ρυθμίζονται τα θέματα του ειδικού έντοκου λογαριασμού στον οποίο κατατίθεται η εισφορά, η ανάληψη, διάθεση και δια­χείριση του λογαριασμού αυτού, καθώς και η κάλυψη από το λογαριασμό αυτόν των δαπανών που αφορούν στη μηχανογράφηση, στην υλικοτεχνική υποδομή της Διεύθυνσης Μητρώων και Τεχνικών Επαγγελμάτων της Γενικής Γραμματείας Δημόσιων Έργων του Υπουργεί­ου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και στον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης των μελών των επιτροπών τήρησης των Μητρώων και του προσωπικού της πιο πάνω Διεύθυνσης, κατά παρέκκλιση από κάθε γενική και ειδική διάταξη. Με το προεδρικό διάταγμα ρυθμίζεται και το θέμα μεταφοράς του ειδι­κού έντοκου λογαριασμού στο ιδρυθησόμενο νομικό πρόσωπο.

Με απόφαση που εκδίδεται από τον Υπουργό Περιβάλ­λοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων μπορεί από τον ειδικό λογαριασμό της Διεύθυνσης Μητρώων και Τεχνικών Επαγγελμάτων να καλύπτονται και οι δαπάνες που αφορούν την αμοιβή ειδικών συμβούλων οποιασδή­ποτε ειδικότητας (τεχνικού, οικονομικού, νομικού, οργά­νωσης κ.λπ.) και του Ινστιτούτου Οικονομίας Κατασκευ­ών που ιδρύθηκε με το άρθρο 6 του ν. 2576/1998 για την υποβοήθηση του έργου της Διεύθυνσης Μητρώων και Τεχνικών Επαγγελμάτων, τις αμοιβές για υπερωριακή απασχόληση, για τη λειτουργία ομάδας εργασίας, για εκτός έδρας αποζημίωση, κατ' εξαίρεση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης.

 

Αρθρο  109

Εγγραφή στο Μ.Ε.Κ. διπλωματούχων ΑΕΙ

 

   1. Η εγγραφή στο Μ.Ε.Κ. των διπλωματούχων ανώτα­των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της ημεδαπής ή ισοτίμων σχολών της αλλοδαπής, που ασχολούνται με την παρα­γωγή έργων, γίνεται στις ακόλουθες κατηγορίες έργων ή εξειδικευμένες εργασίες, μετά τριετία από την έναρξη άσκησης του επαγγέλματος με βάση την ειδικότητα του διπλώματος και το χρόνο απασχόλησης:

α) Των πολιτικών μηχανικών στις κατηγορίες έργων οδοποιίας, οικοδομικών, υδραυλικών, λιμενικών και βιο­μηχανικών και ενεργειακών έργων.

β) Των αρχιτεκτόνων μηχανικών στην κατηγορία οι­κοδομικών έργων και στα έργα πρασίνου των λοιπών κατηγοριών.

γ) Των αγρονόμων τοπογράφων μηχανικών στις κα­τηγορίες έργων οδοποιίας, οικοδομικών, υδραυλικών και λιμενικών.

δ) Των ηλεκτρολόγων μηχανικών, των μηχανολόγων μηχανικών, των ηλεκτρολόγων μηχανολόγων μηχανικών και των ναυπηγών μηχανολόγων μηχανικών στην κα­τηγορία των ηλεκτρομηχανολογικών και βιομηχανικών και ενεργειακών έργων, όπως και στην κατηγορία των υδραυλικών έργων για τα περιλαμβανόμενα σε αυτήν υδραυλικά έργα υπό πίεση.

ε) Των ναυπηγών μηχανικών και των ναυπηγών μηχα­νολόγων μηχανικών στα πλωτά έργα και εγκαταστάσεις ναυπηγείων.

στ) Των μηχανικών μεταλλείων στην κατηγορία των βιομηχανικών και ενεργειακών έργων και στα έργα ση­ράγγων, αποκαλύψεων μεταλλείων και γεωτρήσεων.

ζ) Των μεταλλουργών μηχανικών στην κατηγορία των βιομηχανικών και ενεργειακών έργων και στα έργα κα­θαρισμού και επεξεργασίας νερού και υγρών, στερεών και αερίων αποβλήτων.

η) Των χημικών μηχανικών στην κατηγορία των βιο­μηχανικών και ενεργειακών έργων και στα έργα καθα­ρισμού και επεξεργασίας νερού και υγρών, στερεών και αερίων αποβλήτων.

θ) Των ηλεκτρονικών μηχανικών στα έργα ηλεκτρο­νικού εξοπλισμού.

 

   2. Στο Μ.Ε.Κ. εγγράφονται επίσης και οι παρακάτω διπλωματούχοι ή πτυχιούχοι ΑΕΙ που κατατάσσονται στις ακόλουθες εξειδικευμένες εργασίες:

α) Οι γεωπόνοι στα έργα πρασίνου. β) Οι δασολόγοι στα έργα πρασίνου. γ) Οι γεωλόγοι στα έργα σηράγγων και γεωτρήσε­ων.

 

   3. Όσοι από τους παραπάνω διπλωματούχους ή πτυχι­ούχους ΑΕΙ εγγράφονται στο Μ.Ε.Κ. για εξειδικευμένες εργασίες και όχι για πλήρεις κατηγορίες μπορούν να στελεχώσουν εξειδικευμένες επιχειρήσεις που αντι­στοιχούν στην ειδικότητά τους και λαμβάνονται υπόψη για τη συμπληρωματική στελέχωση των επιχειρήσεων γενικά ή όταν το απαιτεί ρητά η διακήρυξη.

 

Αρθρο  110

Εγγραφή στο Μ.Ε.Κ. Υπομηχανικών Πτυχιούχων ΤΕΙ και πρώην ΑΣΤΕΜ - ΚΑΤΕΕ

 

   1. Η εγγραφή στο Μ.Ε.Κ. των πτυχιούχων υπομηχανικών, των πτυχιούχων τεχνολογικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και πρώην ανωτέρων τεχνικών σχολών της ημεδαπής ή ισοτίμων σχολών της αλλοδαπής που ασχολούνται με την παραγωγή έργων γίνεται μετά από πενταετία από την έναρξη άσκησης του επαγγέλματος με βάση την εμπειρία τους σε έργα και σε κατηγορίες έργων αντίστοιχες με τις ειδικότητες των σπουδών τους, στις εξής κατηγορίες έργων ή εξειδικευμένες εργασίες:

α) Των πολιτικών υπομηχανικών στις κατηγορίες οδο­ποιίας, οικοδομικών, υδραυλικών, λιμενικών και βιομη­χανικών και ενεργειακών έργων.

β) Των ηλεκτρολόγων, των μηχανολόγων και των ηλεκτρολόγων - μηχανολόγων υπομηχανικών στην κα­τηγορία των ηλεκτρομηχανολογικών και βιομηχανικών και ενεργειακών έργων, όπως και στην κατηγορία των υδραυλικών έργων για τα περιλαμβανόμενα σε αυτήν υδραυλικά έργα υπό πίεση.

γ) Των πτυχιούχων ΤΕΙ του Τμήματος Πολιτικών Δο­μικών 'Εργων και των πτυχιούχων πρώην ΑΣΤΕΜ των ΚΑΤΕΕ Τμήματος Τεχνολόγων Πολιτικών, Κατεύθυνσης Δομικών Εργων στην κατηγορία των οικοδομικών έρ­γων όπως και στην κατηγορία των βιομηχανικών και ενεργειακών έργων για τα περιλαμβανόμενα σε αυτήν δομικά έργα.

δ) Των πτυχιούχων ΤΕΙ του Τμήματος Πολιτικών Ερ­γων Υποδομής και των πτυχιούχων πρώην ΑΣΤΕΜ των ΚΑΤΕΕ, Τμήματος Τεχνολόγων, Πολιτικών, Κατεύθυνσης Συγκοινωνιακών και Υδραυλικών Εργων στις κατηγορίες οδοποιίας, υδραυλικών και λιμενικών έργων.

ε) Των πτυχιούχων ΤΕΙ του Τμήματος Τοπογραφίας και των πτυχιούχων πρώην ΑΣΤΕΜ των ΚΑΤΕΕ, Τμήματος Τεχνολόγων Τοπογράφων στις κατηγορίες οδοποιίας, υδραυλικών και λιμενικών έργων.

στ) Των πτυχιούχων ΤΕΙ των Τμημάτων Μηχανολογίας, Ηλεκτρολογίας, Ενεργειακής Τεχνικής και Μηχανολο­γικών κατασκευών - εγκαταστάσεων και παραγωγής, όπως και των πτυχιούχων πρώην ΑΣΤΕΜ των ΚΑΤΕΕ, Τμήματος Τεχνολόγων Μηχανολόγων και Τεχνολόγων Ηλεκτρολόγων, στις κατηγορίες ηλεκτρομηχανολογι­κών έργων και βιομηχανικών και ενεργειακών έργων. Οι πτυχιούχοι ΤΕΙ των Τμημάτων Μηχανολογίας και Μηχα­νολογικών κατασκευών και οι πτυχιούχοι πρώην ΑΣΤΕΜ των ΚΑΤΕΕ, Τμήματος Τεχνολόγων Μηχανολόγων, εγ­γράφονται και στην κατηγορία υδραυλικών έργων για τα περιλαμβανόμενα σ' αυτήν υδραυλικά υπό πίεση.

ζ) Των πτυχιούχων ΤΕΙ του Τμήματος Ναυπηγικής, των Ναυπηγών Υπομηχανικών και των πτυχιούχων πρώην ΑΣΤΕΜ των ΚΑΤΕΕ, Τμήματος Τεχνολόγων Ναυπηγών, στα πλωτά έργα και εγκαταστάσεις ναυπηγείων.

η) Των πτυχιούχων ΤΕΙ των Τμημάτων Αυτοματισμού, Ηλεκτρονικής και Ηλεκτρονικών υπολογιστικών συστη­μάτων, όπως και των Ηλεκτρονικών Υπομηχανικών και των πτυχιούχων πρώην ΑΣΤΕΜ των ΚΑΤΕΕ, Τμήματος Τεχνολόγων Ηλεκτρονικών, στα έργα ηλεκτρονικού εξοπλισμού.

θ) Των πτυχιούχων ΤΕΙ του Τμήματος Τεχνολογίας Πετρελαίου και των πτυχιούχων πρώην ΑΣΤΕΜ των ΚΑ-ΤΕΕ, Τμήματος Τεχνολόγων Χημικών Πετρελαίου, στα έργα γεωτρήσεων.

 

   2. Στο Μ.Ε.Κ. εγγράφονται και κατατάσσονται επίσης οι πτυχιούχοι τεχνολόγοι γεωπονίας και τεχνολόγοι δασοπονίας στα έργα πρασίνου.

 

   3. Η παράγραφος 3 του προηγούμενου άρθρου εφαρ­μόζεται και για τους εγγραφόμενους στο Μ.Ε.Κ., σύμ­φωνα με το παρόν άρθρο.

 

   4. Με προεδρικό διάταγμα καθορίζονται τα σχετικά με την εγγραφή στο Μ.Ε.Κ. θέματα των διπλωματούχων ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των πτυχιού­χων τεχνολογικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και πρώην ανώτερων τεχνικών σχολών.

 

   ΜΕΡΟΣ ΙV

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΣΗ ΕΡΓΩΝ ΠΟΥ ΕΜΠΙΠΤΟΥΝ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΟΡΙΣΜΟΙ - ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

 

Αρθρο  111

Ορισμοί

 

   1. Για τους σκοπούς του παρόντος μέρους του Κώ­δικα, εφαρμόζονται οι ορισμοί που παρατίθενται στις παραγράφους 2 έως 13.

 

   2. «Δημόσιες συμβάσεις έργων» είναι συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας, οι οποίες συνάπτονται γραπτώς με­ταξύ ενός ή περισσοτέρων οικονομικών φορέων και μιας ή περισσοτέρων αναθετουσών αρχών και έχουν ως αντικείμενο είτε την εκτέλεση, είτε συγχρόνως τη μελέτη και την εκτέλεση, εργασιών που αφορούν μία από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο Παράρ­τημα Ι ή ενός έργου, είτε ακόμη την πραγματοποίηση, με οποιαδήποτε μέσα, ενός έργου το οποίο ανταποκρί­νεται στις επακριβώς οριζόμενες από την αναθέτουσα αρχή ανάγκες. Ως «έργο», νοείται το αποτέλεσμα ενός συνόλου οικοδομικών εργασιών ή εργασιών πολιτικού μηχανικού που προορίζεται να πληροί αυτό καθαυτό μια οικονομική ή τεχνική λειτουργία.

 

   3. «Σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων» είναι μια σύμβαση η οποία παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά με μια δημόσια σύμβαση έργων, εκτός από το γεγονός ότι το εργολαβικό αντάλλαγμα συνίσταται είτε αποκλει­στικά στο δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου είτε στο δικαίωμα αυτό, σε συνδυασμό με καταβολή αμοιβής.

 

   4. «Συμφωνία - πλαίσιο» είναι μια συμφωνία που συ­νάπτεται μεταξύ μιας ή περισσοτέρων αναθετουσών αρχών και ενός ή περισσοτέρων οικονομικών φορέ­ων, η οποία αποσκοπεί στον καθορισμό των όρων που διέπουν τις συμβάσεις που πρόκειται να συναφθούν κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου, ιδίως όσον αφορά στις τιμές και, ενδεχομένως, τις προβλεπόμενες ποσότητες.

 

   5. «Δυναμικό σύστημα αγορών» είναι μια καθ' ολοκλη­ρίαν ηλεκτρονική διαδικασία για αγορές τρέχουσας χρήσης, της οποίας τα γενικά διαθέσιμα στην αγορά χαρακτηριστικά ικανοποιούν τις ανάγκες της αναθέτου­σας αρχής και είναι περιορισμένη χρονικά και ανοικτή καθ' όλη τη διάρκειά της σε κάθε οικονομικό φορέα, ο οποίος πληροί τα κριτήρια επιλογής και έχει υποβά­λει ενδεικτική προσφορά σύμφωνη προς τη συγγραφή υποχρεώσεων.

 

   6. «Ηλεκτρονικός πλειστηριασμός» είναι μια επανα­ληπτική διαδικασία που βασίζεται σε έναν ηλεκτρονικό μηχανισμό παρουσίασης νέων, μειωμένων τιμών ή και νέων αξιών, όσον αφορά ορισμένα στοιχεία των προ­σφορών και η οποία διεξάγεται έπειτα από προκαταρ­κτική πλήρη αξιολόγηση των προσφορών, επιτρέποντας την ταξινόμησή τους με βάση αυτόματες μεθόδους αξι­ολόγησης.

 

   7. «Εργολήπτης» είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή φορέας του δημοσίου ή κοινοπραξία αυτών των προ­σώπων ή και οργανισμών, που αναλαμβάνει αντιστοίχως την εκτέλεση εργασιών ή και έργων.

Ο όρος «οικονομικός φορέας» καλύπτει την έννοια «εργολήπτης».

Ο οικονομικός φορέας που έχει υποβάλει προσφορά αναφέρεται ως «προσφέρω». Εκείνος που έχει ζητήσει να του αποσταλεί πρόσκληση συμμετοχής σε διαδι­κασία κλειστή ή με διαπραγμάτευση αναφέρεται ως «υποψήφιος».

 

   8. «Αναθέτουσες αρχές» είναι το κράτος, οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου και οι ενώσεις μίας ή περισσότερων από αυτές τις αρχές ή ενός ή περισσότερων από αυτούς τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

Ως «οργανισμός δημοσίου δικαίου», νοείται κάθε ορ­γανισμός:

α) ο οποίος έχει συσταθεί με συγκεκριμένο σκοπό την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτουν στο βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα, β) ο οποίος έχει νομική προσωπικότητα, και γ) η δραστηριότητα του οποίου χρηματοδοτείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος, τις αρχές τοπι­κής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, ή η διαχείριση του οποίου υπόκειται σε έλεγχο ασκούμενο από τους οργανισμούς αυτούς, ή του οποίου περισσότερο από το ήμισυ των μελών του διοικητικού, του διευθυντικού ή του εποπτικού συμβουλίου διορίζεται από το κράτος, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή από άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

Οι οργανισμοί και οι κατηγορίες οργανισμών δημοσίου δικαίου που πληρούν τα κριτήρια τα οποία απαριθμού­νται στο δεύτερο εδάφιο σημεία α', β' και γ', παρατίθε­νται στο Παράρτημα ΙΙΙ. Οι σχετικοί πίνακες μπορούν να εμπλουτίζονται με την προσθήκη και άλλων οργανισμών ή κατηγοριών οργανισμών δημοσίου δικαίου.

 

   9. «Κεντρική αρχή προμηθειών» είναι μια αναθέτουσα αρχή η οποία είτε αποκτά προϊόντα ή και υπηρεσίες που προορίζονται για αναθέτουσες αρχές είτε αναθέτει δημόσιες συμβάσεις ή συνάπτει συμφωνίες-πλαίσια για έργα, που προορίζονται για αναθέτουσες αρχές.

 

   10. α) «Ανοικτές διαδικασίες» είναι οι διαδικασίες, στο πλαίσιο των οποίων κάθε ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας μπορεί να υποβάλει προσφορά.

β) «Κλειστές διαδικασίες» είναι οι διαδικασίες, στις οποίες κάθε οικονομικός φορέας μπορεί να ζητήσει να συμμετάσχει, αλλά στο πλαίσιο των οποίων μόνον οι οικονομικοί φορείς που έχουν προσκληθεί από την αναθέτουσα αρχή μπορούν να υποβάλουν προσφορά.

γ) «Διαδικασίες με διαπραγμάτευση» είναι οι διαδι­κασίες, στο πλαίσιο των οποίων οι αναθέτουσες αρ­χές διαβουλεύονται με τους οικονομικούς φορείς της επιλογής τους και διαπραγματεύονται τους όρους της σύμβασης με έναν ή περισσότερους από αυτούς.

 

   11. Με τον όρο «γραπτώς», νοείται κάθε σύνολο λέξεων ή αριθμών, το οποίο μπορεί να διαβιβάζεται, αναπαρά­γεται και στη συνέχεια γνωστοποιείται. Το σύνολο αυτό μπορεί να περιλαμβάνει πληροφορίες που διαβιβάζονται και αποθηκεύονται με ηλεκτρονικά μέσα.

 

   12. «Ηλεκτρονικό μέσο» είναι ένα μέσο που χρησιμοποι­εί ηλεκτρονικό εξοπλισμό επεξεργασίας (συμπεριλαμ­βανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) και αποθήκευσης δεδομένων, τα οποία εκπέμπονται, διακινούνται ή παρα­λαμβάνονται με ενσύρματη μετάδοση, με ραδιοκύματα, με οπτικά μέσα ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα.

 

   13. Με το «Κοινό λεξιλόγιο για τις δημόσιες συμβάσεις» (Common Procurement Vocabulary - CPV), επισημαίνε­ται η ονοματολογία αναφοράς που εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις, η οποία υιοθετήθηκε με τον Κα­νονισμό (ΕΚ) αριθ. 2195/2002 (EE L 340 16/12/2002), ενώ παράλληλα εξασφαλίζεται η αντιστοιχία με τις άλλες υπάρχουσες ονοματολογίες.

Σε περίπτωση διιστάμενων ερμηνειών ως προς το πεδίο εφαρμογής του παρόντος, λόγω ενδεχόμενων διαφορών μεταξύ της ονοματολογίας CPV και της ονο­ματολογίας της NACE που χρησιμοποιείται στο Παράρ­τημα Ι, υπερισχύει η ονοματολογία NACE.

 

Αρθρο  112

Αρχές που διέπουν τη σύναψη συμβάσεων

 

   Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονο­μικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις ενεργώντας με διαφάνεια.

 

Αρθρο  113

Όροι σχετικά με τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου

 

   Κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων έργων από τις αναθέτουσες αρχές εφαρμόζονται στις σχέσεις με τα λοιπά κράτη - μέλη εξίσου ευνοϊκοί όροι με εκείνους που παρέχονται στους οικονομικούς φορείς τρίτων χωρών κατ' εφαρμογή της συμφωνίας περί δημοσίων συμβά­σεων, η οποία συνήφθη στο πλαίσιο των διαπραγμα­τεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης (GATT).

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΤΩΤΑΤΑ ΟΡΙΑ

 

Αρθρο  114

Ποσά των κατώτατων ορίων των δημοσίων συμβάσεων

 

   1. Οι διατάξεις του παρόντος μέρους εφαρμόζονται στις δημόσιες συμβάσεις έργων, που δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 117, 118, 119, 120, 121 και των οποίων η εκτιμώμενη αξία εκτός φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) είναι ίση ή ανώτερη από τα κατώτατα όρια των πέντε εκατομμυρίων διακοσίων εβδομήντα οκτώ χιλιάδων (5.278.000) ευρώ.

Το ποσό αυτό επανεξετάζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανά διετία και αναθεωρείται εάν χρειασθεί σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 2 του άρ­θρου 77 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ.

 

   2. Οι διατάξεις του παρόντος μέρους εφαρμόζονται επίσης και στη σύναψη δημοσίων συμβάσεων έργων του ν. 3389/2005 (ΦΕΚ 232 Α'), οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται συμπληρωματικώς, κατά το μέρος που δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος.

 

Αρθρο  115

Συμβάσεις που επιδοτούνται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% από τις αναθέτουσες αρχές

 

   1. Οι διατάξεις του παρόντος μέρους εφαρμόζονται κατά τη σύναψη συμβάσεων έργων που επιδοτούνται αμέσως σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό (50 %) από τις αναθέτουσες αρχές και των οποίων η εκτιμώμενη αξία εκτός ΦΠΑ ισούται με ή υπερβαίνει τα πέντε εκατομμύρια διακόσιες εβδομήντα οκτώ χιλιάδες (5.278.000) ευρώ, εφόσον αφορούν δραστηριότητες πο­λιτικού μηχανικού κατά την έννοια του Παραρτήματος Ι ή έχουν σχέση με νοσοκομεία, αθλητικούς εξοπλισμούς, εγκαταστάσεις αναψυχής και ψυχαγωγίας, σχολικά και πανεπιστημιακά κτίρια και κτίρια διοικητικής χρήσης.

 

   2. Οι αναθέτουσες αρχές που χορηγούν τις επιδοτή­σεις αυτές μεριμνούν ώστε να τηρούνται οι διατάξεις του παρόντος Κώδικα όταν οι συμβάσεις αυτές συνά­πτονται από έναν ή περισσότερους φορείς διαφορετι­κούς από αυτές, όπως και όταν συνάπτονται και από τις ίδιες, αλλά εξ ονόματος και για λογαριασμό των εν λόγω άλλων φορέων.

 

Αρθρο  116

Μέθοδοι υπολογισμού της εκτιμώμενης αξίας των δημοσίων συμβάσεων, των συμφωνιών - πλαισίων και των δυναμικών συστημάτων αγορών

 

   1. Ο υπολογισμός της εκτιμώμενης αξίας μιας δημόσι­ας σύμβασης έργου βασίζεται στο συνολικό πληρωτέο ποσό, εκτός ΦΠΑ, όπως προσδιορίζεται από την αναθέ­τουσα αρχή. Στον υπολογισμό αυτό, λαμβάνεται υπόψη το εκτιμώμενο συνολικό ποσό, συμπεριλαμβανομένων τόσο του τυχόν προβλεπόμενου δικαιώματος προαιρέ­σεως όσο και των τυχόν παρατάσεων της σύμβασης.

 

   2. Η αποτίμηση πρέπει να ισχύει κατά το χρόνο απο­στολής της προκήρυξης διαγωνισμού, όπως προβλέπε­ται στην παράγραφο 2 του άρθρου 130 του παρόντος ή, στις περιπτώσεις όπου δεν απαιτείται μια τέτοια προκήρυξη, κατά το χρονικό σημείο έναρξης της δια­δικασίας ανάθεσης της σύμβασης.

 

   3. Δεν επιτρέπεται η κατάτμηση έργου προκειμένου να αποφευχθεί η εφαρμογή των διατάξεων του παρό­ντος.

 

   4. Κατά τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το ποσό των έργων, καθώς και η συνολική εκτιμώμενη αξία των αναγκαίων προμηθειών για την εκτέλεση των έργων που τίθενται στη διάθεση του εργολήπτη από τις αναθέτουσες αρχές.

 

   5. Όταν ένα σχεδιαζόμενο έργο μπορεί να οδηγήσει σε ταυτόχρονη σύναψη χωριστών συμβάσεων κατά τμή­ματα, λαμβάνεται υπόψη η συνολική εκτιμώμενη αξία όλων των τμημάτων.

Όταν η συνολική αξία των τμημάτων είναι ίση με ή υπερβαίνει την αξία που καθορίζεται στο άρθρο 114 του παρόντος, το παρόν εφαρμόζεται στη σύναψη κάθε τμήματος.

Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να παρεκκλίνουν, προ­κειμένου για τα τμήματα, των οποίων η εκτιμώμενη αξία εκτός ΦΠΑ είναι μικρότερη του ενός εκατομμμυρίου (1.000.000) ευρώ εφόσον το συνολικό ποσό των συγκεκριμένων τμημάτων δεν υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατό (20 %) της συνολικής αξίας όλων των τμημάτων.

 

   6. Για τις συμφωνίες-πλαίσιο και για τα δυναμικά συ­στήματα αγορών, η αξία που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η μέγιστη αξία, υπολογιζόμενη χωρίς ΦΠΑ, του συνόλου των συμβάσεων που προβλέπονται για τη συνολική διάρκεια της συμφωνίας - πλαισίου ή του δυναμικού συστήματος αγορών.

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

ΕΞΑΙΡΟΥΜΕΝΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ

 

Αρθρο  117

Συμβάσεις που συνάπτονται στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών

 

   Οι διατάξεις του παρόντος μέρους δεν εφαρμόζονται στις δημόσιες συμβάσεις έργων οι οποίες, στο πλαίσιο του π.δ 59/2007 (ΦΕΚ 63 Α'), με το οποίο μεταφέρθηκε η Οδηγία 2004/17/ΕΚ (L 134/30.4.2004) στο ελληνικό δίκαιο, συνάπτονται από αναθέτουσες αρχές οι οποίες ασκούν μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που ανα­φέρονται στα άρθρα 4 εως 8 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος και για τις δραστηριότητες αυτές, ούτε στις δημόσιες συμβάσεις έργων που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του δυνάμει της παραγράφου 2 του άρθρου 6 και των άρθρων 19, 21 και 23 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος.

 

Αρθρο  118

Απόρρητες συμβάσεις ή συμβάσεις που απαιτούν ιδιαίτερα μέτρα ασφαλείας

 

   Οι διατάξεις του παρόντος μέρους δεν εφαρμόζονται στις δημόσιες συμβάσεις έργων που χαρακτηρίζονται απόρρητες ή η εκτέλεση των οποίων πρέπει να συνο­δεύεται από ιδιαίτερα μέτρα ασφαλείας σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ή όταν το απαιτεί η προστασία των ουσιωδών συμφερόντων της χώρας.

 

Αρθρο  119

Συμβάσεις που συνάπτονται δυνάμει διεθνών κανόνων

 

   Οι διατάξεις του παρόντος μέρους δεν εφαρμόζονται στις δημόσιες συμβάσεις έργων οι οποίες διέπονται από διαφορετικούς διαδικαστικούς κανόνες και συνάπτονται δυνάμει:

α) διεθνούς συμφωνίας, σύμφωνα με τη Συνθήκη Ε.Ε., μεταξύ της Ελλάδας και μιας ή περισσότερων χωρών που δεν είναι κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία αφορά έργα που προορίζονται για την από κοινού εκτέλεση ή εκμετάλλευση ενός έργου από τα υπογράφοντα κράτη. Η συμφωνία ανακοινώνεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

β) διεθνούς συμφωνίας, η σύναψη της οποίας συνδέε­ται με τη στάθμευση στρατευμάτων και η οποία αφορά ελληνικές επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις τρίτης χώρας.

γ) ειδικής διαδικασίας διεθνούς οργανισμού.

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ

ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ

 

Αρθρο  120

Συμβάσεις στον τομέα της άμυνας

 

   Οι διατάξεις του παρόντος μέρους εφαρμόζονται στις δημόσιες συμβάσεις έργων που συνάπτονται από τις αναθέτουσες αρχές στον τομέα της άμυνας, με την επιφύλαξη του άρθρου 296 της Συνθήκης της Ευρω­παϊκής Ένωσης.

 

Αρθρο  121

Δημόσιες συμβάσεις και συμφωνίες-πλαίσια που συνάπτονται από τις κεντρικές αρχές προμηθειών

 

   1. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να εξασφαλίζουν έργα προσφεύγοντας σε κεντρικές αρχές προμηθει­ών.

 

   2. Οι αναθέτουσες αρχές που αποκτούν έργα, προ­σφεύγοντας σε κεντρική αρχή προμηθειών, στις πε­ριπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 9 του άρθρου 111 του παρόντος, θεωρείται ότι έχουν τηρήσει τις διατάξεις του παρόντος, εφόσον αυτές έχουν τη­ρηθεί από την κεντρική αρχή προμηθειών.

 

Αρθρο  122

Συμβάσεις ανατιθέμενες κατ' αποκλειστικότητα

 

   Η εκτέλεση συμβάσεων έργων μπορεί να πραγματο­ποιείται στο πλαίσιο προγραμμάτων προστατευμένων θέσεων εργασίας, όταν η πλειοψηφία των ενδιαφερό­μενων εργαζομένων είναι άτομα με ειδικές ανάγκες, τα οποία λόγω της φύσης ή βαρύτητας των ειδικών αναγκών τους δεν μπορούν να ασκήσουν επαγγελματική δραστηριότητα υπό κανονικές συνθήκες. Στην περίπτω­ση αυτή, η προκήρυξη του διαγωνισμού θα πρέπει να μνημονεύει την παρούσα διάταξη.

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'

ΕΙΔΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΩΝ - ΤΡΟΠΟΙ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

 

Αρθρο  123

Χρήση των ανοικτών, κλειστών και με διαπραγμάτευση διαδικασιών

 

   Οι αναθέτουσες αρχές συνάπτουν τις δημόσιες συμ­βάσεις έργων προσφεύγοντας στην ανοικτή διαδικασία ή στην κλειστή διαδικασία. Στις ειδικές περιπτώσεις και περιστάσεις που προβλέπονται στα άρθρα 124 και 125 του παρόντος, μπορούν να προσφεύγουν στη διαδικασία με διαπραγμάτευση, με ή χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού.

 

Αρθρο  124

Διαδικασία με διαπραγμάτευση, με δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού

 

   1. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν δη­μόσιες συμβάσεις έργων προσφεύγοντας σε διαδικασία με διαπραγμάτευση, αφού προηγηθεί δημοσίευση προ­κήρυξης διαγωνισμού, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) Σε περίπτωση μη κανονικών προσφορών ή κατά­θεσης προσφορών που είναι απαράδεκτες σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τηρουμένων των οριζομένων στις διατάξεις των άρθρων 128, 140 έως 153 και 156 του παρόντος, έπειτα από ανοικτή ή κλειστή διαδικασία, με την προϋπόθεση ότι οι αρχικοί όροι της σύμβασης δεν τροποποιούνται ουσιωδώς.

Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να μη δημοσιεύουν προκήρυξη διαγωνισμού, εάν στη διαδικασία με δια­πραγμάτευση περιλαμβάνουν όλους τους προσφέροντες που πληρούν τα κριτήρια των άρθρων 144 έως 151 και οι οποίοι, κατά την ανοικτή ή κλειστή διαδικασία, υπέβαλαν παραδεκτές προσφορές.

β) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν πρόκειται για έργα, των οποίων η φύση ή διάφοροι αστάθμητοι πα­ράγοντες δεν επιτρέπουν το συνολικό προκαθορισμό των τιμών.

γ) Για τα έργα που εκτελούνται αποκλειστικά για σκο­πούς έρευνας, δοκιμής ή τελειοποίησης και όχι για να εξασφαλίζουν την αποδοτικότητα ή την κάλυψη των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης.

 

   2. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγρα­φο 1, οι αναθέτουσες αρχές διαπραγματεύονται με τους προσφέροντες προκειμένου αυτοί να προσαρμόζουν τις προσφορές τους στους όρους της προκήρυξης του δια­γωνισμού, της συγγραφής υποχρεώσεων και των λοιπών τευχών του διαγωνισμού και προκειμένου να επιτευχθεί η καλύτερη προσφορά, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 152 του παρόντος.

 

   3. Κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, οι αναθέ­τουσες αρχές εξασφαλίζουν την ίση μεταχείριση όλων των προσφερόντων. Ειδικότερα, δεν παρέχουν, κατά τρόπο που να δημιουργεί διακρίσεις, πληροφορίες που ευνοούν ορισμένους προσφέροντες σε σχέση με άλ­λους.

 

   4. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να προβλέπουν στην προκήρυξη ή στη συγγραφή υποχρεώσεων ότι η διαδικασία με διαπραγμάτευση διεξάγεται σε διαδο­χικές φάσεις ώστε να μειώνεται ο αριθμός των προς διαπραγμάτευση προσφορών με την εφαρμογή των προβλεπόμενων κριτηρίων ανάθεσης.

Αρθρο 125

Διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού

 

   Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν τις δη­μόσιες συμβάσεις έργων προσφεύγοντας σε διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς να προηγείται δημοσίευση σχετικής προκήρυξης, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) εάν, ύστερα από ανοικτή ή κλειστή διαδικασία, δεν υποβλήθηκε καμία προσφορά ή καμία από τις υποβλη­θείσες προσφορές δεν κρίνεται κατάλληλη, ή εάν δεν υπάρχει κανείς υποψήφιος, εφόσον δεν έχουν τροπο­ποιηθεί ουσιωδώς οι αρχικοί όροι της σύμβασης και με την προϋπόθεση ότι διαβιβάζεται σχετική έκθεση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ύστερα από αίτημά της.

β) εάν, για λόγους τεχνικούς, καλλιτεχνικούς ή σχε­τικούς με την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων, η σύμβαση μπορεί να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο οικονομικό φορέα.

γ) στο μέτρο που είναι απολύτως απαραίτητο, εάν λόγω κατεπείγουσας ανάγκης, οφειλομένης σε γεγο­νότα απρόβλεπτα για τις ενδιαφερόμενες αναθέτουσες αρχές, δεν είναι δυνατή η τήρηση των προθεσμιών που προβλέπονται για τις ανοικτές, κλειστές ή με διαπραγ­μάτευση διαδικασίες με δημοσίευση προκήρυξης διαγω­νισμού που αναφέρονται στο άρθρο 124 του παρόντος. Οι περιστάσεις που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση της κατεπείγουσας ανάγκης δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη.

δ) όταν αφορούν συμπληρωματικά έργα που δεν περι­λαμβάνονταν στην αρχική σύμβαση και τα οποία, λόγω μη προβλέψιμων περιστάσεων, κατέστησαν αναγκαία για την εκτέλεση των εργασιών, όπως περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, υπό την προϋπόθεση ότι η ανά­θεση γίνεται στον οικονομικό φορέα που εκτελεί τις εργασίες αυτές, εφόσον τα συμπληρωματικά έργα είτε δεν μπορούν, από τεχνική ή οικονομική άποψη, να δια-χωρισθούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουρ­γηθούν μείζονα προβλήματα για τις αναθέτουσες αρχές είτε μπορούν να διαχωρισθούν από την εκτέλεση της αρχικής σύμβασης, πλην όμως είναι απόλυτα αναγκαία για την ολοκλήρωσή της. Το σωρευτικό ποσό των συ­ναπτόμενων συμβάσεων συμπληρωματικών έργων δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του ποσού της αρχικής σύμβασης·

ε) όταν έχουν ως αντικείμενο νέα έργα που συνίστα­νται στην επανάληψη παρόμοιων έργων που ανατέθηκαν στον οικονομικό φορέα ανάδοχο της αρχικής σύμβασης από τις ίδιες αναθέτουσες αρχές, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά τα έργα είναι σύμφωνα με μία βασική μελέ­τη που αποτέλεσε αντικείμενο αρχικής σύμβασης και η οποία έχει συναφθεί με την ανοικτή ή την κλειστή διαδικασία.

Η δυνατότητα προσφυγής στη διαδικασία αυτή πρέ­πει να επισημαίνεται ήδη κατά την αρχική προκήρυξη διαγωνισμού, και το συνολικό προβλεπόμενο ποσό για τη συνέχιση των εργασιών λαμβάνεται υπόψη από τις αναθέτουσες αρχές κατά την εφαρμογή του άρθρου 114 του παρόντος. Προσφυγή στη διαδικασία αυτή επιτρέ­πεται μόνο επί μία τριετία μετά τη σύναψη της αρχικής σύμβασης.

 

Αρθρο  126

Συμφωνίες - πλαίσια

 

   1. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν συμ­φωνίες - πλαίσια.

 

   2. Για τη σύναψη μιας συμφωνίας - πλαισίου, οι αναθέ­τουσες αρχές ακολουθούν τους διαδικαστικούς κανόνες που ορίζονται στο παρόν διάταγμα σε όλα τα στάδια έως την ανάθεση των συμβάσεων που βασίζονται στην εν λόγω συμφωνία - πλαίσιο. Η επιλογή των συμβαλλο­μένων στη συμφωνία - πλαίσιο γίνεται κατ' εφαρμογή των κριτηρίων ανάθεσης, τα οποία καθορίζονται σύμ­φωνα με το άρθρο 152 του παρόντος.

Οι συμβάσεις που βασίζονται σε συμφωνία - πλαίσιο συνάπτονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέ­πεται στις παραγράφους 3 και 4. Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται μόνο μεταξύ των αναθετουσών αρχών και των οικονομικών φορέων που ήταν εξ αρχής συμβαλ­λόμενα μέρη της συμφωνίας - πλαισίου.

Κατά τη σύναψη των συμβάσεων που βασίζονται στη συμφωνία - πλαίσιο, τα μέρη δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να επιφέρουν ουσιαστικές τροποποιήσεις στους όρους της συμφωνίας - πλαισίου, ιδίως στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Η διάρκεια μιας συμφωνίας - πλαισίου δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τέσσερα (4) έτη, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων που δικαιολογούνται ειδικώς, ιδίως λόγω του αντικειμένου της συμφωνίας - πλαισίου.

Οι αναθέτουσες αρχές δεν μπορούν να προσφεύγουν στις συμφωνίες - πλαίσια καταχρηστικά ή κατά τρόπο που να εμποδίζει, περιορίζει ή νοθεύει τον ανταγωνι­σμό.

 

   3. Όταν συνάπτεται μια συμφωνία - πλαίσιο με έναν μόνο οικονομικό φορέα, οι συμβάσεις που βασίζονται σε αυτή τη συμφωνία - πλαίσιο ανατίθενται σύμφωνα με τους όρους που ορίζονται στη συμφωνία - πλαίσιο. Για τη σύναψη των συμβάσεων αυτών, οι αναθέτου­σες αρχές μπορούν να διαβουλεύονται γραπτώς με τον φορέα, ζητώντας, εν ανάγκη, να ολοκληρώσει την προσφορά του.

 

   4. Όταν συνάπτεται μια συμφωνία - πλαίσιο με περισ­σότερους οικονομικούς φορείς, αυτοί πρέπει να είναι τουλάχιστον τρεις (3), εφόσον υπάρχει επαρκής αριθμός οικονομικών φορέων που πληρούν τα κριτήρια επιλογής ή και αποδεκτές προσφορές που ανταποκρίνονται στα κριτήρια ανάθεσης.

Η ανάθεση των συμβάσεων αυτών μπορεί να γίνε­ται:

- είτε με εφαρμογή των όρων που καθορίζονται στη συμφωνία - πλαίσιο χωρίς νέο διαγωνισμό,

- είτε, όταν δεν έχουν καθορισθεί όλοι οι όροι στη συμφωνία - πλαίσιο, αφού επαναδιαγωνισθούν τα μέρη βάσει των ιδίων όρων, εν ανάγκη διευκρινίζοντας τους όρους αυτούς, και, ενδεχομένως, άλλων όρων που επι­σημαίνονται στη συγγραφή υποχρεώσεων της συμφωνί­ας - πλαισίου, σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία:

α) Για κάθε σύμβαση που πρόκειται να συναφθεί, οι αναθέτουσες αρχές διαβουλεύονται γραπτώς με τους οικονομικούς φορείς που είναι ικανοί να εκτελέσουν το αντικείμενο της σύμβασης.

β) Οι αναθέτουσες αρχές ορίζουν επαρκή προθεσμία για την υποβολή των προσφορών των σχετικών με κάθε σύμβαση, λαμβανομένων υπόψη παραμέτρων, όπως η πολυπλοκότητα του αντικειμένου της σύμβασης και ο απαραίτητος χρόνος για τη διαβίβαση των προσφο­ρών.

γ) Οι προσφορές υποβάλλονται γραπτώς και το περιεχόμενό τους πρέπει να παραμένει εμπιστευτικό έως την εκπνοή της τασσόμενης προθεσμίας απάντησης.

δ) Η ανάθεση κάθε σύμβασης γίνεται στον προσφέροντα που υπέβαλε την καλύτερη προσφορά βάσει των κριτηρίων ανάθεσης που έχουν καθορισθεί στη συγγρα­φή υποχρεώσεων της συμφωνίας - πλαισίου.

 

Αρθρο  127

Δυναμικά συστήματα αγορών

 

   1. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να προσφεύγουν σε δυναμικά συστήματα αγορών.

 

   2. Κατά την εφαρμογή δυναμικού συστήματος αγορών, οι αναθέτουσες αρχές ακολουθούν τους κανόνες της ανοικτής διαδικασίας σε όλες τις φάσεις της, μέχρι την ανάθεση των συμβάσεων στο πλαίσιο αυτού του συστήματος. Στο σύστημα γίνονται δεκτοί όλοι οι προσφέροντες, οι οποίοι πληρούν τα κριτήρια επιλογής και έχουν υποβάλει ενδεικτική προσφορά σύμφωνη προς τη συγγραφή υποχρεώσεων και τα λοιπά τεύχη του διαγωνισμού. Οι ενδεικτικές προσφορές μπορούν να βελτιώνονται οποιαδήποτε στιγμή, υπό τον όρο ότι εξα­κολουθούν να συνάδουν προς τη συγγραφή υποχρεώ­σεων. Για την εφαρμογή του συστήματος και τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων στο πλαίσιο του συστήματος, οι αναθέτουσες αρχές χρησιμοποιούν αποκλειστικώς ηλεκτρονικά μέσα, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 5 του άρθρου 137 του παρόντος.

 

   3. Προκειμένου να προβούν στην εφαρμογή του δυνα­μικού συστήματος αγορών, οι αναθέτουσες αρχές:

α) Δημοσιεύουν προκήρυξη διαγωνισμού, αναφέρο­ντας ότι πρόκειται για δυναμικό σύστημα αγορών.

β) Διευκρινίζουν, μεταξύ άλλων, στη συγγραφή υπο­χρεώσεων τη φύση των προβλεπόμενων αγορών που αποτελούν αντικείμενο αυτού του συστήματος, καθώς και όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που αφορούν το σύστημα αγορών, το χρησιμοποιούμενο ηλεκτρονικό εξοπλισμό και τις τεχνικές διευθετήσεις και προδιαγρα­φές της σύνδεσης.

γ) Προσφέρουν ελεύθερη, άμεση και πλήρη πρόσβα­ση με ηλεκτρονικά μέσα στη συγγραφή υποχρεώσεων, καθώς και σε κάθε άλλο συμπληρωματικό έγγραφο του διαγωνισμού, ήδη από τη δημοσίευση της προκήρυξης έως τη λήξη του συστήματος. Στην προκήρυξη μνημο­νεύεται η ηλεκτρονική διεύθυνση, στην οποία μπορούν να μελετώνται αυτά τα έγγραφα.

 

   4. Οι αναθέτουσες αρχές παρέχουν, καθ' όλη τη διάρ­κεια του δυναμικού συστήματος αγορών, τη δυνατότητα σε κάθε οικονομικό φορέα να υποβάλει ενδεικτική προ­σφορά, με σκοπό να γίνει δεκτός στο σύστημα, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει η παράγραφος 2. Ολο­κληρώνουν την αξιολόγηση εντός μέγιστης προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών, που αρχίζει από την υποβολή της ενδεικτικής προσφοράς. Μπορούν, ωστόσο, να παρατεί­νουν την περίοδο αξιολόγησης, εφόσον, εν τω μεταξύ, δεν έχει υπάρξει άλλος διαγωνισμός.

Η αναθέτουσα αρχή ενημερώνει, το ταχύτερο δυνατόν, τον προσφέροντα ο οποίος αναφέρεται στο πρώτο εδά­φιο, σχετικά με την αποδοχή του στο δυναμικό σύστημα αγορών ή την απόρριψη της ενδεικτικής προσφοράς του.

 

   5. Κάθε συγκεκριμένη σύμβαση πρέπει να αποτελεί αντικείμενο διαγωνισμού. Πριν από το διαγωνισμό, οι αναθέτουσες αρχές δημοσιεύουν απλουστευμένη προ­κήρυξη διαγωνισμού, με την οποία καλούν όλους τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς να υποβάλουν ενδεικτική προσφορά, σύμφωνα με την παράγραφο 4, εντός δεκαπενθήμερης τουλάχιστον προθεσμίας αρχο­μένης από την ημερομηνία αποστολής της απλουστευ­μένης προκήρυξης. Οι αναθέτουσες αρχές προχωρούν στο διαγωνισμό μόνο μετά την ολοκλήρωση της αξιο­λόγησης όλων των ενδεικτικών προσφορών που έχουν υποβληθεί εμπρόθεσμα.

 

   6. Οι αναθέτουσες αρχές καλούν τους προσφέροντες, που έχουν γίνει δεκτοί στο σύστημα, να υποβάλουν προσφορά για κάθε συγκεκριμένη σύμβαση που πρό­κειται να συναφθεί στο πλαίσιο του συστήματος. Για το σκοπό αυτόν, τάσσουν επαρκή προθεσμία για την υποβολή των προσφορών.

Οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τη σύμβαση στον προσφέροντα, ο οποίος υπέβαλε την καλύτερη προσφο­ρά, σύμφωνα με τα κριτήρια ανάθεσης που επισημαίνο­νται στην προκήρυξη διαγωνισμού για την έναρξη εφαρ­μογής του δυναμικού συστήματος αγορών. Τα κριτήρια αυτά μπορούν να προσδιορίζονται στην πρόσκληση η οποία αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

 

   7. Η διάρκεια ενός δυναμικού συστήματος αγορών δεν μπορεί να υπερβαίνει την τετραετία, εκτός από εξαιρε­τικές περιπτώσεις ειδικώς αιτιολογημένες.

 

   8. Οι αναθέτουσες αρχές δεν επιτρέπεται να προ­σφεύγουν στο σύστημα αυτό κατά τρόπο ο οποίος να εμποδίζει, περιορίζει ή στρεβλώνει τον ανταγωνισμό.

 

   9. Οι ενδιαφερόμενοι οικονομικοί φορείς ή οι συμ­μετέχοντες στο σύστημα δεν επιβαρύνονται με έξοδα διεκπεραίωσης.

 

Αρθρο  128

Χρησιμοποίηση ηλεκτρονικών πλειστηριασμών

 

   1. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να προσφεύγουν σε ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς.

 

   2. Στις ανοικτές, κλειστές ή με διαπραγμάτευση δια­δικασίες, στην περίπτωση που αναφέρεται στο σημείο α' της παραγράφου 1 του άρθρου 124 του παρόντος, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να αποφασίζουν, πριν από την ανάθεση μιας δημόσιας σύμβασης, τη διεξαγωγή ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, όταν οι όροι και εν γένει οι προδιαγραφές της σύμβασης μπορούν να καθορι­σθούν με ακρίβεια. Με τους ίδιους όρους, ο ηλεκτρο­νικός πλειστηριασμός μπορεί να χρησιμοποιείται κατά το νέο διαγωνισμό μεταξύ των μερών μιας συμφωνίας -πλαισίου, όπως προβλέπεται στη δεύτερη περίπτωση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 126 του παρόντος, καθώς και κατά το διαγωνισμό για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων στο πλαίσιο του δυ­ναμικού συστήματος αγορών που προβλέπει το άρθρο 127 του παρόντος.

 

   3. Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός αφορά είτε μόνον τις τιμές, εφόσον η σύμβαση ανατίθεται στην κατώτερη τιμή, είτε τις τιμές ή και τις αξίες των στοιχείων των προσφορών που επισημαίνονται στη συγγραφή υπο­χρεώσεων, εφόσον η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά.

 

   4. Όταν οι αναθέτουσες αρχές αποφασίζουν να κάνουν χρήση ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, το αναφέρουν στην προκήρυξη διαγωνισμού. Η συγγραφή υποχρεώ­σεων περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις εξής πληροφο­ρίες:

α) τα στοιχεία, οι αξίες των οποίων αποτελούν αντι­κείμενο του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, εφόσον τα εν λόγω στοιχεία είναι προσδιορίσιμα ποσοτικώς, κατά τρόπο ώστε να εκφράζονται σε αριθμούς ή ποσοστά,

β) τα ενδεχόμενα όρια των αξιών που μπορούν να υποβάλλονται, όπως αυτά προκύπτουν από τις προδι­αγραφές του αντικειμένου της σύμβασης,

γ) τις πληροφορίες που τίθενται στη διάθεση των προσφερόντων κατά τη διάρκεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού και το χρονικό σημείο κατά το οποίο τίθενται στη διάθεσή τους,

δ) τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τη διεξα­γωγή του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού,

ε) τους όρους, υπό τους οποίους οι προσφέροντες μπορούν να υποβάλουν τις προσφορές τους, ιδίως τις ελάχιστες διαφοροποιήσεις που, ενδεχομένως, απαι­τούνται για την υποβολή προσφορών,

στ) τις κατάλληλες πληροφορίες για το χρησιμοποιού­μενο ηλεκτρονικό σύστημα, τον τρόπο και τις τεχνικές προδιαγραφές της σύνδεσης.

 

   5. Προτού προβούν στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό, οι αναθέτουσες αρχές διενεργούν μια πρώτη πλήρη αξιολόγηση των προσφορών σύμφωνα με το επιλεγμένο κριτήριο ή τα επιλεγμένα κριτήρια ανάθεσης.

Οι προσφέροντες που έχουν υποβάλει παραδεκτές προσφορές καλούνται ταυτόχρονα με τη χρήση ηλε­κτρονικών μέσων να υποβάλουν νέες τιμές ή και νέες αξίες. Η πρόσκληση περιέχει όλες τις κατάλληλες πλη­ροφορίες για τη σύνδεσή τους σε ατομική βάση με το χρησιμοποιούμενο ηλεκτρονικό σύστημα και προσδι­ορίζει την ημερομηνία και την ώρα έναρξης του ηλε­κτρονικού πλειστηριασμού. Ο ηλεκτρονικός πλειστη­ριασμός μπορεί να διεξάγεται σε διαδοχικές φάσεις. Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός δεν είναι δυνατόν να αρχίζει προτού παρέλθουν δύο (2) εργάσιμες ημέρες από την αποστολή των προσκλήσεων.

 

   6. Όταν γίνεται η ανάθεση με κριτήριο την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, η πρό­σκληση συνοδεύεται από το αποτέλεσμα της πλήρους αξιολόγησης της προσφοράς του οικείου προσφέροντος, η οποία γίνεται σύμφωνα με τη στάθμιση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 152 του παρόντος. Στην πρόσκληση αναφέρεται επίσης ο μαθηματικός τύπος, βάσει του οποίου καθορί­ζεται κατά τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό η αυτόματη κατάταξη σε συνάρτηση με τις νέες υποβαλλόμενες τιμές ή και τις νέες αξίες. Ο μαθηματικός αυτός τύπος εκφράζει τη σχετική στάθμιση του κάθε κριτηρίου που έχει επιλεγεί για τον καθορισμό της πλέον συμφέρου­σας από οικονομική άποψη προσφοράς, όπως η στάθμι­ση αυτή αναφέρεται στην προκήρυξη διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων. Προς τούτο, οι ενδεχόμενες διακυμάνσεις («ψαλίδες») πρέπει να εκφράζονται εκ των προτέρων με συγκεκριμένες τιμές.

Στην περίπτωση που επιτρέπονται εναλλακτικές προ­σφορές, πρέπει να προβλέπεται χωριστός μαθηματικός τύπος για κάθε εναλλακτική προσφορά.

 

   7. Κατά τη διάρκεια κάθε φάσης του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, οι αναθέτουσες αρχές γνωστοποιούν συνεχώς και αμέσως σε όλους τους προσφέροντες τις πληροφορίες εκείνες που τους δίνουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή την αντίστοιχη κατά-ταξή τους. Μπορούν επίσης να γνωστοποιούν και άλ­λες πληροφορίες σχετικά με άλλες τιμές ή αξίες που υποβάλλονται, υπό τον όρο ότι αυτό προβλέπεται στη συγγραφή υποχρεώσεων. Μπορούν επίσης, ανά πάσα στιγμή, να ανακοινώνουν τον αριθμό των συμμετεχό­ντων σε κάθε φάση του πλειστηριασμού. Αντιθέτως, δεν επιτρέπεται απολύτως να γνωστοποιούν την ταυτότητα των προσφερόντων, κατά τη διεξαγωγή των διαφόρων φάσεων του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού.

 

   8. Οι αναθέτουσες αρχές περατώνουν τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό σύμφωνα με έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους τρόπους:

α) Επισημαίνουν, στην πρόσκληση συμμετοχής στον πλειστηριασμό, την ημερομηνία και την ώρα λήξης της διαδικασίας.

β) Όταν δεν λαμβάνουν πλέον νέες τιμές ή νέες αξίες που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις σχετικά με τις ελάχιστες διαφοροποιήσεις. Στην περίπτωση αυτή, οι αναθέτουσες αρχές προσδιορίζουν στην πρόσκληση συμμετοχής στον πλειστηριασμό την προθεσμία που θα τηρήσουν μετά την παραλαβή της τελευταίας υποβολής προτού περατώσουν τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό.

γ) Όταν οι φάσεις του πλειστηριασμού, όπως καθο­ρίζονται στην πρόσκληση συμμετοχής στον πλειστηρι­ασμό, έχουν όλες πραγματοποιηθεί.

Όταν οι αναθέτουσες αρχές αποφασίζουν να περα­τώσουν τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό σύμφωνα με το σημείο γ', ενδεχομένως σε συνδυασμό με το σημείο β', η πρόσκληση συμμετοχής στον πλειστηριασμό προσ­διορίζει το χρονοδιάγραμμα κάθε φάσης του πλειστη­ριασμού.

 

   9. Μετά την περάτωση του ηλεκτρονικού πλειστηρι­ασμού, οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τη σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 152 του παρόντος, σε συνάρτη­ση με τα αποτελέσματα του ηλεκτρονικού πλειστηρι­ασμού.

 

   10. Οι αναθέτουσες αρχές δεν επιτρέπεται να χρη­σιμοποιούν τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό καταχρη­στικά ή κατά τρόπο που να εμποδίζει, να περιορίζει ή να στρεβλώνει τον ανταγωνισμό ή να τροποποιεί το αντικείμενο της σύμβασης, όπως αυτό έχει καθορισθεί στην προκήρυξη του διαγωνισμού και προσδιορισθεί στη συγγραφή υποχρεώσεων.

 

Αρθρο  129

Συμβάσεις δημοσίων έργων: ειδικοί κανόνες που αφορούν την κατασκευή κοινωνικών κατοικιών

 

   Στην περίπτωση δημοσίων συμβάσεων με αντικείμενο τη μελέτη και την κατασκευή συγκροτήματος κοινω­νικών κατοικιών, για τις οποίες, λόγω της σπουδαιό­τητας, του πολύπλοκου της κατασκευής και της προ­βλεπόμενης διάρκειας των έργων, το σχέδιο πρέπει να καταρτίζεται εξ αρχής σε στενή συνεργασία, στα πλαίσια ομάδας αποτελούμενης από εκπροσώπους των αναθετουσών αρχών, εμπειρογνώμονες και τον εργο­λήπτη που πρόκειται να επιφορτισθεί με την εκτέλεση των έργων, μπορεί να εφαρμόζεται ειδική διαδικασία ανάθεσης προκειμένου να επιλέγεται ο καταλληλότερος προς ένταξη στην ομάδα εργολήπτης.

Ειδικότερα, οι αναθέτουσες αρχές περιλαμβάνουν στην προκήρυξη του διαγωνισμού την κατά το δυνατόν ακριβέστερη περιγραφή των έργων, ώστε οι ενδιαφε­ρόμενοι εργολήπτες να είναι σε θέση να διαμορφώνουν σαφή ιδέα περί του προς εκτέλεση έργου. Επιπλέον, οι αναθέτουσες αρχές αναφέρουν στην εν λόγω προκή­ρυξη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 144 έως 151 κριτήρια ποιοτικής επιλογής, τους προσωπικούς, τε­χνικούς, οικονομικούς και χρηματοοικονομικούς όρους τους οποίους πρέπει να πληρούν οι υποψήφιοι. Όταν προσφεύγουν στη διαδικασία αυτή, οι αναθέτουσες αρ­χές εφαρμόζουν τα άρθρα 112, 130, 131, 133, 134, 136, 137, 138 και 144 έως 151 του παρόντος.

 

   ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ'

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΚΗΡΥΞΕΩΝ

 

Αρθρο  130

Προκηρύξεις

 

   1. Οι αναθέτουσες αρχές γνωστοποιούν μέσω προκα­ταρκτικής προκήρυξης, η οποία δημοσιεύεται από την Επιτροπή ή από τις ίδιες, στο «προφίλ αγοραστή», που αναφέρεται στο Παράρτημα VIH, σημείο 2, στοιχείο β', τα βασικά χαρακτηριστικά των συμβάσεων έργων ή των συμφωνιών - πλαισίων τις οποίες προτίθενται να συνάψουν, των οποίων τα εκτιμώμενα ποσά ισούνται ή υπερβαίνουν το κατώτατο όριο που αναφέρεται στο άρθρο 114 του παρόντος, λαμβανομένου υπόψη του άρ­θρου 116 του παρόντος.

Η προκήρυξη αυτή αποστέλλεται στην Επιτροπή ή δημοσιεύεται στο «προφίλ αγοραστή», το ταχύτερο δυ­νατόν, μετά από τη λήψη απόφασης περί εγκρίσεως του προγράμματος στο οποίο εντάσσονται οι συμβάσεις έργων ή οι συμφωνίες - πλαίσια τις οποίες οι αναθέ­τουσες αρχές προτίθενται να συνάψουν.

Οι αναθέτουσες αρχές που δημοσιεύουν την προκα­ταρκτική προκήρυξη στο «προφίλ αγοραστή» αποστέλ­λουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με ηλεκτρονικό τρόπο, σύμφωνα με τη μορφή και τις λεπτομέρειες διαβίβασης που προβλέπονται στο Παράρτημα VIH, σημείο 3, ει­δοποίηση, με την οποία ανακοινώνουν τη δημοσίευση προκαταρκτικής προκήρυξης στο «προφίλ αγοραστή».

Η δημοσίευση της προκήρυξης αυτής είναι υποχρεω­τική μόνο στις περιπτώσεις που οι αναθέτουσες αρχές ασκούν το δικαίωμά τους να μειώσουν τις προθεσμίες για την παραλαβή των προσφορών σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 133 του παρόντος.

Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται στις δια­δικασίες διαπραγμάτευσης χωρίς προηγούμενη δημο­σίευση προκήρυξης διαγωνισμού.

 

   2. Οι αναθέτουσες αρχές που επιθυμούν να συνά­ψουν δημόσια σύμβαση ή συμφωνία - πλαίσιο, προ­σφεύγοντας σε διαδικασία ανοικτή, κλειστή ή, υπό τους προβλεπόμενους στο άρθρο 124 όρους, σε διαδικασία διαπραγμάτευσης με δημοσίευση προκήρυξης διαγωνι­σμού, γνωστοποιούν την πρόθεσή τους με την έκδοση προκήρυξης διαγωνισμού.

 

   3. Οι αναθέτουσες αρχές που επιθυμούν να εφαρ­μόσουν δυναμικό σύστημα αγορών γνωστοποιούν την πρόθεσή τους με την έκδοση προκήρυξης διαγωνισμού. Επίσης, οι αναθέτουσες αρχές που επιθυμούν να συ­νάψουν δημόσια σύμβαση βάσει δυναμικού συστήματος αγορών γνωστοποιούν την πρόθεσή τους μέσω απλου­στευμένης προκήρυξης διαγωνισμού.

 

   4. Οι αναθέτουσες αρχές που έχουν συνάψει μια δημό­σια σύμβαση έργων ή συμφωνία - πλαίσιο αποστέλλουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την προκήρυξη με τα αποτε­λέσματα της διαδικασίας σύναψης το αργότερο σαρά­ντα οκτώ (48) ημέρες μετά τη σύναψη της σύμβασης ή της συμφωνίας - πλαισίου. Στην περίπτωση συμφωνιών - πλαισίων που έχουν συναφθεί σύμφωνα με το άρθρο 126 του παρόντος, οι αναθέτουσες αρχές απαλλάσσο­νται από την αποστολή προκήρυξης με τα αποτελέ­σματα της σύναψης κάθε σύμβασης που βασίζεται στη συμφωνία-πλαίσιο. Οι αναθέτουσες αρχές αποστέλλουν προκήρυξη με τα αποτελέσματα της σύναψης των συμ­βάσεων που βασίζονται σε δυναμικό σύστημα αγορών, το αργότερο σαράντα οκτώ (48) ημέρες μετά τη σύναψη κάθε σύμβασης. Μπορούν, ωστόσο, να συγκεντρώνουν τις προκηρύξεις αυτές σε τριμηνιαία βάση. Σε αυτήν την περίπτωση, αποστέλλουν τις εν λόγω συγκεντρωμένες προκηρύξεις το αργότερο σαράντα οκτώ (48) ημέρες μετά τη λήξη εκάστου τριμήνου.

Ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τη σύναψη της σύμβασης ή της συμφωνίας - πλαισίου μπορούν να μην δημοσιεύονται, όταν η γνωστοποίησή τους μπορεί να εμποδίσει την εφαρμογή των κείμενων διατάξεων, εί­ναι αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον ή μπορεί να βλάψει τα νόμιμα εμπορικά συμφέροντα δημοσίων ή ιδιωτικών οικονομικών φορέων ή τις συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ αυτών.

 

Αρθρο  131

Σύνταξη και λεπτομέρειες δημοσίευσης των προκηρύξεων

 

   1. Οι προκηρύξεις περιλαμβάνουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Παράρτημα VΙΙΑ, καθώς και κάθε πρόσθετη πληροφορία που κρίνεται χρήσιμη από την αναθέτουσα αρχή, χρησιμοποιώντας τα τυποποιημένα έντυπα που εγκρίνονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με την προβλεπόμενη στην παράγραφο 2 του άρθρου 77 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ διαδικασία.

 

   2. Οι προκηρύξεις που αποστέλλονται από τις αναθέ­τουσες αρχές στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαβιβάζονται είτε με ηλεκτρονικά μέσα, σύμφωνα με όσα αναφέρο­νται στο Παράρτημα VIH σημείο 3 είτε με άλλα μέσα. Στην περίπτωση της επισπευδόμενης διαδικασίας που περιγράφεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 133 του παρόντος, οι προκηρύξεις πρέπει να αποστέλλονται με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικά μέσα, σύμφωνα με όσα μνημονεύονται στο Παράρτημα VIII σημείο 3.

Οι προκηρύξεις δημοσιεύονται σύμφωνα με τα τεχνι­κά χαρακτηριστικά δημοσίευσης που αναφέρονται στο Παράρτημα VIN σημείο 1, στοιχεία α' και β'.

 

   3. Οι προκηρύξεις που καταρτίζονται και αποστέλλο­νται με ηλεκτρονικά μέσα, στη μορφή και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες διαβίβασης του παραρτήματος VIN σημείο 3, δημοσιεύονται το πολύ πέντε (5) ημέρες μετά την αποστολή τους.

Όταν οι προκηρύξεις δεν αποστέλλονται με ηλεκτρο­νικά μέσα, στη μορφή και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες διαβίβασης του παραρτήματος VIN σημείο 3, δημοσιεύ­ονται το αργότερο δώδεκα (12) ημέρες μετά την απο­στολή τους ή, στις περιπτώσεις της παραγράφου 8 του άρθρου 133 του παρόντος, το αργότερο πέντε (5) ημέρες μετά την αποστολή τους.

 

   4. Οι προκηρύξεις διαγωνισμού δημοσιεύονται αναλυ­τικά στην ελληνική γλώσσα. Αυθεντικό θεωρείται μόνο το κείμενο που δημοσιεύεται στη γλώσσα αυτή. Περί­ληψη των σημαντικότερων στοιχείων κάθε προκήρυξης δημοσιεύεται και στις λοιπές επίσημες γλώσσες. Τα έξοδα δημοσίευσης των προκηρύξεων αυτών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιβαρύνουν την Κοινότητα.

 

   5. Οι προκηρύξεις και το περιεχόμενό τους δεν μπο­ρούν να δημοσιεύονται σε εθνικό επίπεδο πριν από την ημερομηνία της αποστολής τους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι προκηρύξεις που δημοσιεύονται σε εθνικό επίπεδο δεν πρέπει να περιλαμβάνουν πληροφορίες διαφορετικές από εκείνες που περιέχονται στις προκηρύξεις που αποστέλλονται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή δημοσιεύονται στο «προφίλ αγοραστή» σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 130 του παρόντος, πρέπει δε να αναφέρουν την ημερομηνία αποστολής της σχετικής ειδοποίησης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή της δημοσίευσης στο «προφίλ αγοραστή». Οι προκαταρκτικές προκηρύξεις δεν δημοσιεύονται στο «προφίλ αγοραστή» πριν από την αποστολή στην Ευρω­παϊκή Επιτροπή της ειδοποίησης με την οποία ανακοι­νώνεται η δημοσίευσή τους με τη μορφή αυτή, πρέπει δε να αναφέρουν την ημερομηνία της αποστολής.

 

   6. Το περιεχόμενο των προκηρύξεων που δεν απο­στέλλονται με ηλεκτρονικά μέσα περιορίζεται σε πε­ρίπου εξακόσιες πενήντα (650) λέξεις.

 

   7. Οι αναθέτουσες αρχές οφείλουν να αποδεικνύουν την ημερομηνία αποστολής των προκηρύξεων.

 

   8. Η Επιτροπή χορηγεί στην αναθέτουσα αρχή βε­βαίωση της δημοσίευσης των πληροφοριών που της διαβίβασε, αναφέροντας την ημερομηνία της εν λόγω δημοσίευσης. Η βεβαίωση αυτή συνιστά απόδειξη της πραγματοποίησης της δημοσίευσης.

 

Αρθρο  132

Μη υποχρεωτική δημοσίευση

 

   Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να δημοσιεύουν σύμ­φωνα με το άρθρο 131 του παρόντος προκηρύξεις για δημόσιες συμβάσεις έργων, οι οποίες δεν υπόκεινται στην υποχρεωτική δημοσίευση που προβλέπεται στις διατάξεις του παρόντος.

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ

ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ

 

Αρθρο  133

Προθεσμία για την παραλαβή των αιτήσεων συμμετοχής και των προσφορών

 

   1. Κατά τον καθορισμό των προθεσμιών παραλαβής των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής, οι ανα­θέτουσες αρχές λαμβάνουν υπόψη, ιδίως, το πολύπλοκο της σύμβασης και το χρόνο που απαιτείται για την προετοιμασία των προσφορών, με την επιφύλαξη των ελάχιστων προθεσμιών που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

 

   2. Στις ανοικτές διαδικασίες, η ελάχιστη προθεσμία παραλαβής των προσφορών ανέρχεται σε πενήντα δύο (52) ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της προ­κήρυξης διαγωνισμού.

 

   3. Στις κλειστές διαδικασίες, στις οριζόμενες στο άρ­θρο 124 του παρόντος διαδικασίες με διαπραγμάτευση με δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού.

α) η ελάχιστη προθεσμία παραλαβής των αιτήσεων συμμετοχής ανέρχεται σε τριάντα επτά (37) ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της προκήρυξης του διαγωνισμού,

β) στις κλειστές διαδικασίες, η ελάχιστη προθεσμία παραλαβής των προσφορών ανέρχεται σε σαράντα (40) ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της πρόσκλη­σης.

 

   4. Στις περιπτώσεις όπου οι αναθέτουσες αρχές έχουν δημοσιεύσει προκαταρκτική προκήρυξη, η ελάχιστη προθεσμία για την παραλαβή των προσφορών που αναφέρεται στην παράγραφο 2 και στο εδάφιο β' της παραγράφου 3 μπορεί, κατά γενικό κανόνα, να περιορί­ζεται σε τριάντα έξι (36) ημέρες, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση μικρότερη των είκοσι δύο (22) ημερών.

Η προθεσμία αυτή αρχίζει από την ημερομηνία απο­στολής της προκήρυξης διαγωνισμού, προκειμένου για ανοικτή διαδικασία, και από την ημερομηνία αποστολής της πρόσκλησης υποβολής προσφορών, προκειμένου για κλειστή διαδικασία.

Η βραδύτερη προθεσμία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να τάσσεται, υπό την προϋπόθεση ότι η προκαταρκτική προκήρυξη έχει περιλάβει όλες τις πληροφορίες, οι οποίες απαιτούνται στην προκήρυξη διαγωνισμού που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα VNA, εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι διαθέσιμες κατά τη δημοσίευση της προκήρυξης, και η προκαταρκτική προκήρυξη έχει αποσταλεί προς δημοσίευση μεταξύ ενός ελάχιστου διαστήματος πενήντα δύο (52) ημερών έως ενός μέγιστου διαστήματος δώδεκα (12) μηνών πριν από την ημερομηνία αποστολής της προκήρυξης δια­γωνισμού.

 

   5. Όταν οι προκηρύξεις καταρτίζονται και αποστέλ­λονται με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με τη μορφή και τις λεπτομέρειες διαβίβασης που προβλέπονται στο Παράρτημα VW σημείο 3, οι προθεσμίες παραλαβής των προσφορών που ορίζονται στις παραγράφους 2 και 4, για τις ανοικτές διαδικασίες, και η προθεσμία παραλαβής των αιτήσεων συμμετοχής που ορίζεται στο εδάφιο α' της παραγράφου 3, για τις κλειστές και με διαπραγμάτευση διαδικασίες μπορούν να συντμηθούν κατά επτά (7) ημέρες.

 

   6. Σύντμηση κατά πέντε (5) ημέρες των προθεσμιών παραλαβής των προσφορών που ορίζονται στην παρά­γραφο 2 και στο εδάφιο β' της παραγράφου 3, είναι δυ­νατή όταν η αναθέτουσα αρχή παρέχει, με ηλεκτρονικό μέσο και από την ημερομηνία δημοσίευσης της προκή­ρυξης, σύμφωνα με το Παράρτημα VIH, ελεύθερη, άμεση και πλήρη πρόσβαση στη συγγραφή υποχρεώσεων και στα λοιπά τεύχη του διαγωνισμού, προσδιορίζοντας στο κείμενο της προκήρυξης την ηλεκτρονική διεύθυνση στην οποία διατίθεται η εν λόγω τεκμηρίωση. Η σύντμη­ση αυτή μπορεί να ορίζεται επιπλέον της μείωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 5.

 

   7. Όταν, για οποιονδήποτε λόγο, η συγγραφή υπο­χρεώσεων και τα συμπληρωματικά τεύχη, έγγραφα ή πληροφορίες δεν παρασχέθηκαν εντός των προθεσμιών που ορίζονται στα άρθρα 134 και 135 του παρόντος, μολονότι ζητήθηκαν εμπρόθεσμα, ή όταν οι προσφορές μπορούν να συνταχθούν μόνον έπειτα από επιτόπια επίσκεψη ή εξέταση εγγράφων προσαρτημένων στη συγγραφή υποχρεώσεων, οι προθεσμίες παραλαβής των προσφορών παρατείνονται, ώστε όλοι οι ενδιαφερόμε­νοι οικονομικοί φορείς να μπορούν να λαμβάνουν γνώση όλων των αναγκαίων πληροφοριών για τη διατύπωση των προσφορών.

 

   8. Στις κλειστές διαδικασίες και στις διαδικασίες με δι­απραγμάτευση με δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, που αναφέρονται στο άρθρο 124 του παρόντος, όταν επείγοντες λόγοι καθιστούν αδύνατη την τήρηση των ελάχιστων προθεσμιών που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να ορίζουν:

α) προθεσμία παραλαβής των αιτήσεων συμμετοχής, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία αποστολής της προ­κήρυξης διαγωνισμού ή των δέκα (10) ημερών, εάν η προκήρυξη απεστάλη με ηλεκτρονικά μέσα, σύμφωνα με τη μορφή και τις λεπτομέρειες διαβίβασης που προ­βλέπονται στο Παράρτημα VIN σημείο 3,

β) και στην περίπτωση των κλειστών διαδικασιών, η τασσόμενη προθεσμία παραλαβής των προσφορών δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία αποστολής της πρόσκλησης υποβολής προσφορών.

 

Αρθρο  134

Ανοικτές διαδικασίες: συγγραφή υποχρεώσεων, έγγραφα και συμπληρωματικές πληροφορίες

 

   1. Στις ανοικτές διαδικασίες, όταν οι αναθέτουσες αρ­χές δεν παρέχουν, με ηλεκτρονικό μέσο σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 133 του παρόντος, ελεύθερη, άμεση και πλήρη πρόσβαση στη συγγραφή υποχρεώ­σεων, τα τεύχη του διαγωνισμού και εν γένει σε όλα τα συμπληρωματικά έγγραφα, οι συγγραφές υποχρεώ­σεων και τα συμπληρωματικά έγγραφα αποστέλλονται στους οικονομικούς φορείς εντός έξι (6) ημερών από την παραλαβή της σχετικής αίτησης χορήγησής τους, εφόσον η αίτηση έχει υποβληθεί εμπρόθεσμα πριν από την ημερομηνία υποβολής των προσφορών.

 

   2. Οι συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τη συγγραφή υποχρεώσεων και τα συμπληρωματικά έγ­γραφα γνωστοποιούνται από τις αναθέτουσες αρχές ή τις αρμόδιες υπηρεσίες το αργότερο έξι (6) ημέρες πριν από την εκπνοή της προθεσμίας που έχει ορισθεί για την παραλαβή των προσφορών, εφόσον έχουν ζητηθεί εμπρόθεσμα.

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η'

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

 

Αρθρο  135

Προσκλήσεις υποβολής προσφορών, συμμετοχής σε διαπραγμάτευση

 

   1. Στις κλειστές διαδικασίες, και στις διαδικασίες δι­απραγμάτευσης με δημοσίευση προκήρυξης διαγωνι­σμού, κατά την έννοια του άρθρου 124 του παρόντος, οι αναθέτουσες αρχές προσκαλούν ταυτοχρόνως και γραπτώς τους επιλεγέντες υποψηφίους να υποβάλουν τις προσφορές τους ή να συμμετάσχουν σε διαπραγ­μάτευση.

 

   2. Η πρόσκληση προς τους υποψηφίους αυτούς πε­ριλαμβάνει είτε ένα αντίτυπο της συγγραφής υποχρε­ώσεων ή του περιγραφικού εγγράφου και όλων των συμπληρωματικών εγγράφων είτε αναφορά στον τρόπο πρόσβασης στη συγγραφή υποχρεώσεων και στα άλλα έγγραφα που αναφέρονται στην πρώτη περίπτωση, όταν τίθενται σε άμεση διάθεση με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 133 του παρόντος.

 

   3. Όταν η συγγραφή υποχρεώσεων και τα συμπλη­ρωματικά έγγραφα βρίσκονται στη διάθεση φορέα δι­αφορετικού από την αναθέτουσα αρχή, στην πρόσκλη­ση διευκρινίζεται η διεύθυνση της υπηρεσίας, από την οποία μπορούν να ζητούνται τα εν λόγω έγγραφα και η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής της αίτη­σης αυτής, καθώς και το ύψος και ο τρόπος πληρωμής του ποσού που πρέπει να καταβληθεί για την απόκτηση των εν λόγω εγγράφων. Οι αρμόδιες υπηρεσίες απο­στέλλουν τα έγγραφα αυτά στους οικονομικούς φορείς αμελλητί μετά την παραλαβή της αίτησής τους.

 

   4. Οι συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τη συγγραφή υποχρεώσεων και τα συμπληρωματικά έγ­γραφα γνωστοποιούνται από τις αναθέτουσες αρχές ή τις αρμόδιες υπηρεσίες το αργότερο έξι (6) ημέρες πριν από την εκπνοή της προθεσμίας που έχει ορισθεί για την παραλαβή των προσφορών, εφόσον έχουν ζητηθεί εμπρόθεσμα. Σε περίπτωση επισπευδόμενης κλειστής ή με διαπραγμάτευση διαδικασίας, η προθεσμία αυτή ανέρχεται σε τέσσερις (4) ημέρες.

 

   5. Επιπλέον, η πρόσκληση υποβολής προσφοράς, συμ­μετοχής σε διαπραγμάτευση, περιέχει τουλάχιστον:

α) παραπομπή στη δημοσιευμένη προκήρυξη του δι­αγωνισμού,

β) την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας παραλαβής των προσφορών, τη διεύθυνση στην οποία πρέπει να διαβιβάζονται και τη γλώσσα ή τις γλώσσες, στις οποίες πρέπει να συντάσσονται,

γ) ένδειξη των εγγράφων που πρέπει ενδεχομένως να επισυνάπτονται, είτε για την τεκμηρίωση δηλώσεων που πρέπει να είναι επαληθεύσιμες και στις οποίες ο υποψήφιος προβαίνει σύμφωνα με το άρθρο 143 του πα­ρόντος είτε για τη συμπλήρωση των πληροφοριών που προβλέπονται στο ίδιο άρθρο, υπό τους ίδιους όρους με τους προβλεπόμενους στα άρθρα 146 και 147 του παρόντος, και

δ) τη στάθμιση των κριτηρίων ανάθεσης της σύμ­βασης ή, εφόσον συντρέχει λόγος, τη φθίνουσα σειρά σπουδαιότητας αυτών των κριτηρίων, εάν δεν περιλαμ­βάνονται στην προκήρυξη διαγωνισμού, στη συγγραφή υποχρεώσεων.

 

Αρθρο  136

Ενημέρωση των υποψηφίων και των προσφερόντων

 

   1. Οι αναθέτουσες αρχές ενημερώνουν, το συντομό­τερο δυνατό, τους υποψήφιους και τους προσφέρο-ντες για τις αποφάσεις που ελήφθησαν σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας - πλαισίου, την ανάθεση σύμβασης ή την αποδοχή σε ένα δυναμικό σύστημα αγορών, συ­μπεριλαμβανομένων των λόγων για τους οποίους απο­φάσισαν να μην συνάψουν συμφωνία - πλαίσιο, να μην αναθέσουν σύμβαση για την οποία υπήρξε διαγωνισμός και να αρχίσουν νέα διαδικασία ή να θέσουν σε εφαρ­μογή δυναμικό σύστημα αγορών. Οι αναθέτουσες αρχές παρέχουν τις πληροφορίες αυτές γραπτώς, κατόπιν αιτήσεως.

 

   2. Κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερόμενου μέρους, οι αναθέτοντες φορείς γνωστοποιούν το συντομότερο δυνατό: α) σε κάθε απορριφθέντα υποψήφιο τους λό­γους απόρριψης της υποψηφιότητάς του, β) σε κάθε απορριφθέντα προσφέροντα, τους λόγους για την απόρριψη της προσφοράς του. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 163 του παρόντος, αιτιολογούν και τις αποφάσεις τους περί μη ισοδυναμίας ή περί μη ανταπόκρισης των προμηθει­ών ή των υπηρεσιών στις απαιτήσεις περί απόδοσης ή λειτουργίας και γ) σε κάθε προσφέροντα που έχει υποβάλει παραδεκτή προσφορά, τα χαρακτηριστικά και τα σχετικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς, καθώς και το όνομα του αναδόχου ή των συμβαλλόμε­νων μερών στη συμφωνία - πλαίσιο.

Η προθεσμία γνωστοποίησης δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τις δεκαπέντε (15) ημέρες από την παραλαβή γραπτής αίτησης.

 

   3. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να μην γνωστοποι­ήσουν ορισμένες πληροφορίες σχετικά με την ανάθεση των συμβάσεων, τη σύναψη συμφωνιών - πλαισίων ή την αποδοχή σε ένα δυναμικό σύστημα αγορών, που αναφέρονται στην παράγραφο 1, εάν η γνωστοποίηση των εν λόγω πληροφοριών μπορεί να εμποδίσει την εφαρμογή των κείμενων διατάξεων, είναι αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον ή μπορεί να βλάψει τα νόμιμα εμπορικά συμφέροντα δημοσίων ή ιδιωτικών οικονο­μικών φορέων ή τις συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ αυτών.

 

Αρθρο  137

Κανόνες που εφαρμόζονται στην επικοινωνία των μερών του διαγωνισμού

 

   1. Οι μορφές επικοινωνίας, καθώς και η ανταλλαγή πληροφοριών που αναφέρονται στο παρόν μπορούν, κατ' επιλογή της αναθέτουσας αρχής, να πραγματοποι­ούνται με επιστολή, τηλεομοιοτυπία, ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5, το τηλέφωνο στις περιπτώσεις και υπό τους όρους που ορίζονται στην παράγραφο 6, ή με συνδυασμό των μέσων αυτών.

 

   2. Το επιλεγόμενο μέσο επικοινωνίας πρέπει να είναι γενικά προσιτό και, επομένως, να μην περιορίζει την πρόσβαση των οικονομικών φορέων στη διαδικασία ανάθεσης.

 

   3. Η επικοινωνία, η ανταλλαγή και η αποθήκευση πληροφοριών πραγματοποιούνται κατά τρόπο που να διασφαλίζει αφ' ενός την ακεραιότητα των δεδομένων και το απόρρητο των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής και αφ' ετέρου τη λήψη γνώσης του περιε­χομένου των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής από τις αναθέτουσες αρχές, μόνο μετά την εκπνοή της προβλεπόμενης προθεσμίας για την υποβολή τους.

 

   4. Η τεχνολογία που χρησιμοποιείται για τις επικοι­νωνίες με ηλεκτρονικά μέσα πρέπει να μην δημιουρ­γεί διακρίσεις, να είναι γενικώς προσιτή στο κοινό και συμβατή με τις τεχνολογίες των πληροφοριών και των επικοινωνιών που χρησιμοποιούνται γενικά.

 

   5. Οι ακόλουθοι κανόνες εφαρμόζονται για τη διαβί­βαση και τους μηχανισμούς ηλεκτρονικής παραλαβής προσφορών και αιτήσεων συμμετοχής:

α) Οι πληροφορίες σχετικά με τις προδιαγραφές που πρέπει να πληρούνται για την ηλεκτρονική υποβολή προσφορών και αιτήσεων συμμετοχής, συμπεριλαμβα­νομένης της κρυπτογράφησης, πρέπει να είναι προσι­τές στα ενδιαφερόμενα μέρη. Επιπλέον, οι μηχανισμοί ηλεκτρονικής παραλαβής των προσφορών και αιτήσεων συμμετοχής πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις του Πα­ραρτήματος Χ.

β) Οι ηλεκτρονικές προσφορές πρέπει να συνοδεύο­νται από ηλεκτρονική υπογραφή, σύμφωνα με τα ορι­ζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 της Οδηγίας 1999/1993/ΕΚ, όπως έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με το π.δ. 150/2001 (ΦΕΚ 125 Α').

γ) Επιτρέπεται η καθιέρωση συστήματος εθελοντι­κής πιστοποίησης προς το σκοπό της βελτίωσης του επιπέδου των υπηρεσιών πιστοποίησης των εν λόγω μηχανισμών.

δ) Οι προσφέροντες ή οι υποψήφιοι οφείλουν να υπο­βάλουν τα έγγραφα, πιστοποιητικά, βεβαιώσεις ή δηλώ­σεις που αναφέρονται στα άρθρα 144 έως 149 και στο άρθρο 151 του παρόντος, εφόσον δεν είναι διαθέσιμα σε ηλεκτρονική μορφή, πριν από τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται για την υποβολή των προσφορών ή των αιτήσεων συμμετοχής.

 

   6. Οι ακόλουθοι κανόνες εφαρμόζονται για την υπο­βολή των αιτήσεων συμμετοχής:

α) Οι αιτήσεις συμμετοχής στις διαδικασίες σύναψης των δημοσίων συμβάσεων μπορούν να υποβάλλονται γραπτά ή τηλεφωνικά.

β) Όταν οι αιτήσεις συμμετοχής υποβάλλονται τηλε­φωνικά, πρέπει να αποστέλλεται γραπτή επιβεβαίωση πριν από τη λήξη της προθεσμίας που έχει ορισθεί για την παραλαβή τους.

γ) Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να ζητούν οι αιτή­σεις συμμετοχής που υποβάλλονται με τηλεομοιοτυπία να επιβεβαιώνονται, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του άρθρου 10 του ν. 2690/1999 (ΦΕΚ 45 Α') ή με ηλεκτρονικά μέσα, στις περιπτώσεις που αυτό είναι αναγκαίο ως νόμιμη απόδειξη. Στην πε­ρίπτωση αυτή, ο σχετικός όρος, καθώς και η προθεσμία για την αποστολή της επιβεβαίωσης, πρέπει να επιση­μαίνονται από την αναθέτουσα αρχή στην προκήρυξη διαγωνισμού.

 

Αρθρο  138

Πρακτικά

 

   Για κάθε σύμβαση, κάθε συμφωνία - πλαίσιο και κάθε υλοποίηση δυναμικού συστήματος αγορών, οι αναθέτου­σες αρχές συντάσσουν πρακτικό, το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον:

α) την επωνυμία και τη διεύθυνση της αναθέτουσας αρχής, το αντικείμενο και την αξία της σύμβασης, της συμφωνίας - πλαισίου ή του δυναμικού συστήματος αγορών,

β) το όνομα των επιλεγέντων υποψηφίων ή προσφε-ρόντων και την αιτιολόγηση της επιλογής τους,

γ) το όνομα των αποκλεισθέντων υποψηφίων ή προ-σφερόντων και τους λόγους της απόρριψής τους,

δ) τους λόγους της απόρριψης των προσφορών που κρίθηκαν ασυνήθιστα χαμηλές,

ε) την επωνυμία του αναδόχου και την αιτιολόγηση της επιλογής της προσφοράς του καθώς και, εφόσον είναι γνωστό, το τμήμα της σύμβασης ή της συμφωνίας -πλαισίου που ο ανάδοχος προτίθεται να αναθέσει υπό μορφή υπεργολαβίας σε τρίτους,

στ) όσον αφορά στις διαδικασίες με διαπραγμάτευση, τις οριζόμενες στα άρθρα 124 και 125 του παρόντος περιστάσεις, οι οποίες δικαιολογούν την προσφυγή στις διαδικασίες αυτές,

ζ) εφόσον συντρέχει περίπτωση, τους λόγους για τους οποίους η αναθέτουσα αρχή ματαίωσε την πρόθεσή της να συνάψει σύμβαση ή συμφωνία-πλαίσιο ή να υλοποι­ήσει ένα δυναμικό σύστημα αγορών.

Οι αναθέτουσες αρχές λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα για την τεκμηρίωση της διεξαγωγής των διαδικα­σιών ανάθεσης που διεξάγονται με ηλεκτρονικά μέσα.

Το πρακτικό, ή τουλάχιστον τα κύρια στοιχεία του, γνωστοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατόπιν αιτήσεώς της.

 

Αρθρο  139

Εχεμύθεια

 

   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος, ιδίως εκείνων που αφορούν τις υποχρεώσεις σχετικά με τη δημοσιοποίηση των συναπτόμενων συμβάσεων και την ενημέρωση των υποψηφίων και των προσφερόντων, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 130, στο άρθρο 136 του παρόντος, καθώς και τις διατάξεις της λοιπής κείμενης νομοθεσίας, η αναθέτουσα αρχή δεν αποκαλύπτει πληροφορίες που της έχουν διαβιβά­σει οικονομικοί φορείς και τις οποίες έχουν χαρακτηρί­σει ως εμπιστευτικές. Οι πληροφορίες αυτές αφορούν, ιδίως, τα τεχνικά ή εμπορικά απόρρητα και τις εμπι­στευτικές πτυχές των προσφορών.

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ'

ΔΙΚΑΙΟΥΜΕΝΟΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ

 

Αρθρο  140

Δικαιούμενοι συμμετοχής

 

   1. Οι υποψήφιοι ή οι προσφέροντες οι οποίοι, δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι, έχουν δικαίωμα να διενεργούν τη συ­γκεκριμένη παροχή, δεν επιτρέπεται να αποκλείονται με την αιτιολογία ότι θα έπρεπε να είναι είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα κατά την ελληνική νομοθεσία. Επιτρέ­πεται ωστόσο στην περίπτωση δημοσίων συμβάσεων έργων και υπηρεσιών, καθώς και των δημοσίων συμβά­σεων προμηθειών που καλύπτουν, επιπλέον, εργασίες ή και υπηρεσίες τοποθέτησης και εγκατάστασης, να ζητείται από τα νομικά πρόσωπα να μνημονεύουν, στην προσφορά ή στην αίτηση συμμετοχής τους, τα ονόματα και τα επαγγελματικά προσόντα των προσώπων που επιφορτίζονται με την εκτέλεση της συγκεκριμένης παροχής.

 

   2. Οι κοινοπραξίες οικονομικών φορέων μπορούν να υποβάλουν προσφορά ή να εμφανίζονται ως υποψήφι­οι. Για την υποβολή μιας προσφοράς ή μιας αίτησης συμμετοχής, οι αναθέτουσες αρχές δεν μπορούν να απαιτούν να έχουν οι κοινοπραξίες οικονομικών φορέων συγκεκριμένη νομική μορφή. Η επιλεγείσα κοινοπραξία είναι δυνατόν να υποχρεωθεί να περιβληθεί συγκεκρι­μένη νομική μορφή, εάν της ανατεθεί η σύμβαση, στο μέτρο που η περιβολή αυτής της νομικής μορφής είναι αναγκαία για την ορθή εκτέλεση της σύμβασης.

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ

 

Αρθρο  141

Εναλλακτικές προσφορές

 

   1. Όταν η ανάθεση γίνεται με βάση το κριτήριο της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στους προσφέροντες να υποβάλλουν εναλλακτικές προσφο­ρές.

 

   2. Οι αναθέτουσες αρχές καθορίζουν στην προκήρυξη διαγωνισμού εάν επιτρέπουν τις εναλλακτικές προσφο­ρές. Αν δεν υπάρχει σχετική ρητή μνεία, οι εναλλακτικές προσφορές δεν επιτρέπονται.

 

   3. Οι αναθέτουσες αρχές που επιτρέπουν τις εναλλα­κτικές προσφορές ορίζουν στη συγγραφή υποχρεώσεων τις ελάχιστες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι εναλλακτικές προσφορές, καθώς και τον τρόπο υπο­βολής των προσφορών αυτών.

 

   4. Οι αναθέτουσες αρχές λαμβάνουν υπόψη τους μό­νον τις εναλλακτικές προσφορές που ανταποκρίνονται στις ελάχιστες προϋποθέσεις που έχουν ορίσει.

 

Αρθρο  142

Υπεργολαβίες

 

   Στην προκήρυξη ή και συγγραφή υποχρεώσεων, η ανα­θέτουσα αρχή ζητεί από τον προσφέροντα να αναφέ­ρει στην προσφορά του το τμήμα της σύμβασης που προτίθεται να αναθέσει υπό μορφή υπεργολαβίας σε τρίτους, καθώς και τους υπεργολάβους που προτείνει. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν αίρεται η ευθύνη του κύριου οικονομικού φορέα.

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ

 

Αρθρο  143

Ελεγχος της καταλληλότητας, επιλογή των συμμετεχόντων και ανάθεση των συμβάσεων

 

   1. Οι συμβάσεις ανατίθενται βάσει των κριτηρίων που προβλέπονται στο άρθρο 152, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 141 του παρόντος, αφού οι αναθέτουσες αρχές ελέγξουν την καταλληλότητα των οικονομικών φορέων που δεν έχουν αποκλεισθεί σύμφωνα με τα άρθρα 144 και 145 του παρόντος. Ο έλεγχος της καταλληλότητας πραγματοποιείται από τις αναθέτουσες αρχές σύμφωνα με τα κριτήρια της οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και των επαγγελματικών και τεχνικών γνώσεων ή ικανοτήτων που αναφέρονται στα άρθρα 146 έως 151 του παρόντος, και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, με τα κριτήρια και τους κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

 

   2. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να ζητούν το ελάχι­στο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρ­κειας και τεχνικών ή και επαγγελματικών ικανοτήτων, σύμφωνα με τα άρθρα 146 και 147 του παρόντος, τα οποία πρέπει να καλύπτουν οι υποψήφιοι και οι προσφέροντες.

Η έκταση των πληροφοριών που αναφέρονται στα άρθρα 146 και 147, καθώς και το ελάχιστο επίπεδο ικα­νοτήτων που απαιτείται για τη συγκεκριμένη σύμβαση, πρέπει να είναι συνδεδεμένα και ανάλογα προς το αντικείμενό της. Τα ελάχιστα αυτά επίπεδα μνημονεύονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού.

 

   3. Στις κλειστές διαδικασίες, στις διαδικασίες δια­πραγμάτευσης με δημοσίευση προκήρυξης διαγωνι­σμού, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να περιορίζουν τον αριθμό των υποψηφίων οι οποίοι προσκαλούνται για να υποβάλουν προσφορά, να διαπραγματευθούν υπό τον όρο ότι υπάρχει ικανός αριθμός κατάλληλων υποψηφίων. Οι αναθέτουσες αρχές προσδιορίζουν, με την προκήρυξη του διαγωνισμού, αντικειμενικά και χω­ρίς διακρίσεις κριτήρια ή κανόνες που προτίθενται να εφαρμόσουν, τον ελάχιστο αριθμό και, ενδεχομένως, το μέγιστο αριθμό υποψηφίων που καλούνται.

Στην κλειστή διαδικασία, ο ελάχιστος αριθμός είναι πέντε (5). Στη διαδικασία διαπραγμάτευσης κατόπιν δημοσίευσης προκήρυξης, ο ελάχιστος αριθμός είναι τρεις (3). Εν πάση περιπτώσει, ο αριθμός υποψηφίων που καλούνται πρέπει να είναι επαρκής ώστε να εξασφαλίζει πραγματικό ανταγωνισμό.

Οι αναθέτουσες αρχές καλούν αριθμό υποψηφίων τουλάχιστον ίσο προς τον ελάχιστο αριθμό υποψηφί­ων που έχει καθορισθεί εκ των προτέρων. Στην περί­πτωση που ο αριθμός των υποψηφίων που ικανοποιούν τα κριτήρια επιλογής και τα ελάχιστα επίπεδα είναι μικρότερος από το ελάχιστο όριο, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να συνεχίζει τη διαδικασία, καλώντας τον υπο­ψήφιο ή τους υποψήφιους που πληρούν τα απαιτούμενα επίπεδα ικανοτήτων. Η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να περιλαμβάνει στη διαδικασία αυτή άλλους οικονο­μικούς φορείς που δεν υπέβαλαν αίτηση συμμετοχής ή υποψήφιους που δεν πληρούν τα απαιτούμενα επίπεδα ικανοτήτων.

 

   4. Όταν οι αναθέτουσες αρχές κάνουν χρήση της δυνατότητας περιορισμού του αριθμού των προς δια­πραγμάτευση προσφορών, η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 124 του παρόντος, πραγμα­τοποιούν αυτόν τον περιορισμό με την εφαρμογή των κριτηρίων ανάθεσης που αναφέρονται στην προκήρυ­ξη διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων. Στην τελική φάση, ο αριθμός αυτός πρέπει να επιτρέπει τη διασφάλιση πραγματικού ανταγωνισμού, εφόσον υπάρ­χει επαρκής αριθμός κατάλληλων προσφορών ή υπο­ψηφίων.

 

Αρθρο  144

Προσωπική κατάσταση του υποψηφίου ή του προσφέροντος

 

   1. Αποκλείεται από τη συμμετοχή σε δημόσια σύμβα­ση ο υποψήφιος ή προσφέρων εις βάρος του οποίου υπάρχει αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, γνωστή στην αναθέτουσα αρχή, για έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους λόγους:

α) συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της κοινής δράσης της 98/773/ΔΕΥ του Συμβουλίου (EE L 351 της 29.1.1998, σελ. 1),

β) δωροδοκία, όπως αυτή ορίζεται αντίστοιχα στο άρθρο 3 της πράξης του Συμβουλίου της 26ης Μαΐου 1997 (EE C 195 της 25.6.1997, σελ. 1) και στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της κοινής δράσης 98/742/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου (EE L 358 της 31.12.1998, σελ. 2),

γ) απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 1 της σύμβα­σης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμ­φερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (EE C 316 της 27.11.1995, σελ. 48),

δ) νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριό­τητες, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της Οδηγίας 1991/308/ EOK του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1991, για την πρόληψη χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συ­στήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (EE L 166 της 28.6.1991, σελ. 77 Οδηγίας, η οποία τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2001/ 1997/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του  Συμβουλίου, EE L 344 της 28.12.2001, σελ. 76), η οποία ενσωματώθηκε με το ν. 2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α') και τροποποιήθηκε με το ν. 3424/2005 (ΦΕΚ 305 Α').

Οι αναθέτουσες αρχές ζητούν από τους υποψηφίους ή τους προσφέροντες να υποβάλουν τα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 3. Επίσης μπορούν, εφό­σον αμφιβάλλουν ως προς την προσωπική κατάσταση των εν λόγω υποψηφίων / προσφερόντων, να απευθύνο­νται στις αρμόδιες αρχές για να λάβουν τις πληροφο­ρίες που θεωρούν απαραίτητες για την προσωπική κα­τάσταση των υποψηφίων ή των προσφερόντων. Όταν οι πληροφορίες αφορούν έναν υποψήφιο ή προσφέροντα εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητεί τη συνεργασία των αρμόδιων αρ­χών. Τα αιτήματα αυτά αφορούν, σύμφωνα με τη νομο­θεσία του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο υποψήφιος ή ο προσφέρων, τα νομικά ή και φυσικά πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, των διευθυντών επιχείρησης ή οποιουδήποτε προσώπου έχει εξουσία εκπροσώπησης, λήψης αποφάσεων ή ελέγχου του υποψηφίου ή του προσφέροντος.

 

   2. Κάθε οικονομικός φορέας μπορεί να αποκλείεται από τη συμμετοχή στη σύμβαση, όταν:

α) Τελεί υπό πτώχευση, εκκαθάριση, παύση εργασι­ών, αναγκαστική διαχείριση ή πτωχευτικό συμβιβασμό, αναστολή εργασιών ή τελεί σε ανάλογη κατάσταση που προβλέπεται από τις διατάξεις της χώρας εγκατάστασής του.

β) Έχει κινηθεί σε βάρος του διαδικασία κήρυξης σε πτώχευση, εκκαθάρισης, αναγκαστικής διαχείρισης, πτωχευτικού συμβιβασμού ή οποιαδήποτε άλλη παρό­μοια διαδικασία προβλεπόμενη από τις διατάξεις της χώρας εγκατάστασής του.

γ) Έχει καταδικασθεί βάσει δικαστικής απόφασης που έχει ισχύ δεδικασμένου, σύμφωνα με τις διατάξεις της χώρας όπου εκδόθηκε η απόφαση, και η οποία διαπι­στώνει αδίκημα σχετικό με την επαγγελματική διαγωγή του.

δ) Έχει διαπράξει σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα συναφές με το αντικείμενο του διαγωνισμού ή σε σχέση με την επαγγελματική του ιδιότητα που αποδεδειγ­μένως διαπιστώθηκε με οποιοδήποτε μέσο διαθέτει η αναθέτουσα αρχή.

ε) Δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όσον αφορά στην καταβολή των εισφορών κοινωνικής ασφά­λισης, σύμφωνα με τις διατάξεις τόσο της χώρας εγκατάστασής του όσο και του ελληνικού δικαίου.

στ) Δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όσον αφορά στην πληρωμή των φόρων και τελών, σύμφωνα με τις διατάξεις τόσο της χώρας εγκατάστασής του όσο και του ελληνικού δικαίου.

ζ) Είναι ένοχος σοβαρών ψευδών δηλώσεων κατά την παροχή των πληροφοριών που απαιτούνται κατ' εφαρμογή του παρόντος ή όταν δεν έχει παράσχει τις πληροφορίες αυτές.

 

   3. Οι αναθέτουσες αρχές δέχονται ως επαρκή από­δειξη του ότι ο οικονομικός φορέας δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και στην παράγραφο 2 σημεία α', β', γ', ε' και στ':

α) για την παράγραφο 1 και την παράγραφο 2 σημεία α', β' και γ', την προσκόμιση αποσπάσματος ποινικού μη­τρώου ή, ελλείψει αυτού, ισοδύναμου εγγράφου, καθώς και κάθε άλλου εγγράφου που εκδίδεται από την αρ­μόδια δικαστική ή διοικητική αρχή της χώρας καταγω­γής ή προέλευσης του προσώπου αυτού, από το οποίο προκύπτει ότι πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις,

β) για την παράγραφο 2 σημεία ε' ή στ', πιστοποιητικό εκδιδόμενο από την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους.

Σε περίπτωση που το οικείο κράτος δεν εκδίδει έγ­γραφο ή πιστοποιητικό, ή που αυτό δεν καλύπτει όλες τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και στην παράγραφο 2 σημεία α', β' ή γ', αυτό μπορεί να αντικαθίσταται από ένορκη βεβαίωση του ενδιαφε­ρόμενου ή, στα κράτη μέλη όπου δεν προβλέπεται η ένορκη βεβαίωση, από υπεύθυνη δήλωση ενώπιον αρμό­διας δικαστικής ή διοικητικής αρχής, συμβολαιογράφου ή αρμόδιου επαγγελματικού οργανισμού του κράτους καταγωγής ή προέλευσης.

 

Αρθρο  145

Αδεια άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητας

 

   Είναι δυνατόν να ζητείται από κάθε οικονομικό φορέα που επιθυμεί να συμμετάσχει σε δημόσια σύμβαση έρ­γων να αποδεικνύει την εγγραφή του σε επαγγελματικό ή εμπορικό μητρώο ή να προσκομίζει ανάλογη ένορκη βεβαίωση ή πιστοποιητικό, όπως προσδιορίζονται στο Παράρτημα ΙΧΑ και σύμφωνα με τους προβλεπόμενους όρους στο κράτος μέλος εγκατάστασής του.

 

Αρθρο  146

Οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια

 

   1. Η οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια του οικονομικού φορέα αποδεικνύεται με ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα δικαιολογητικά:

α) Κατάλληλες τραπεζικές βεβαιώσεις ή πιστοποιητικό ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων.

β) Ισολογισμούς ή αποσπάσματα ισολογισμών, στην περίπτωση που η δημοσίευση των ισολογισμών απαι­τείται από τη νομοθεσία της χώρας όπου είναι εγκα­τεστημένος ο οικονομικός φορέας.

γ) Δήλωση περί του συνολικού ύψους του κύκλου ερ­γασιών και, ενδεχομένως, του κύκλου εργασιών στον τομέα κατασκευής έργων, για τις τρεις (3) τελευταίες οικονομικές χρήσεις κατ' ανώτατο όριο, σε συνάρτη­ση προς την ημερομηνία δημιουργίας του οικονομικού φορέα ή την έναρξη των δραστηριοτήτων του, εφόσον είναι διαθέσιμες οι πληροφορίες για τον εν λόγω κύκλο εργασιών.

 

   2. Ένας οικονομικός φορέας μπορεί, εφόσον παραστεί ανάγκη και για συγκεκριμένη σύμβαση, να στηρίζεται στις δυνατότητες άλλων φορέων, ασχέτως της νομικής φύσης των δεσμών του με αυτές. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να αποδεικνύει στην αναθέτουσα αρχή ότι θα έχει στη διάθεσή του τους αναγκαίους πόρους, όπως η προσκόμιση της σχετικής δέσμευσης των φορέων αυτών. Τα ειδικότερα αποδεικτικά έγγραφα ορίζονται με την προκήρυξη του διαγωνισμού.

 

   3. Υπό τις ίδιες συνθήκες, μια κοινοπραξία οικονομικών φορέων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 140 μπορεί να στηρίζεται στις δυνατότητες των μετεχόντων στην κοινοπραξία ή άλλων φορέων.

 

   4. Οι αναθέτουσες αρχές υποδεικνύουν, στην προκή­ρυξη διαγωνισμού ή στην πρόσκληση υποβολής προ­σφορών, ποιο ή ποια από τα αναφερόμενα στην παρά­γραφο 1 δικαιολογητικά επέλεξαν, καθώς και ποια άλλα δικαιολογητικά πρέπει να προσκομισθούν.

 

   5. Αν ο οικονομικός φορέας, για σοβαρό λόγο, δεν είναι σε θέση να προσκομίσει τα δικαιολογητικά που ζητεί η αναθέτουσα αρχή, μπορεί να αποδεικνύει την οικονομική και χρηματοοικονομική του επάρκεια με οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, το οποίο η αναθέτουσα αρχή κρίνει αιτιολογημένα ως πρόσφορο.

 

Αρθρο  147

Τεχνικές ή/και επαγγελματικές ικανότητες

 

   1. Οι τεχνικές ή/και επαγγελματικές ικανότητες των οικονομικών φορέων αξιολογούνται και ελέγχονται σύμ­φωνα με τις παραγράφους 2 και 3.

 

   2. Οι τεχνικές ικανότητες των οικονομικών φορέων αποδεικνύονται με έναν ή περισσότερους από τους ακό­λουθους τρόπους, ανάλογα με τη φύση, την ποσότητα ή τη σπουδαιότητα και τη χρήση των έργων:

α) υποβολή καταλόγου των εργασιών που έχουν εκτε­λεσθεί κατά την προηγούμενη πενταετία, συνοδευόμενο από πιστοποιητικά ορθής εκτέλεσης των σημαντικότε­ρων εργασιών. Τα πιστοποιητικά αυτά αναφέρουν το ποσό, το χρόνο και τον τόπο εκτέλεσης των εργασιών και προσδιορίζουν εάν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης και εάν περατώθηκαν κα­νονικά. Η αρμόδια αρχή μπορεί να διαβιβάζει τα πιστο­ποιητικά αυτά απευθείας στην αναθέτουσα αρχή,

β) αναφορά του τεχνικού προσωπικού ή των τεχνικών υπηρεσιών, είτε ανήκουν απευθείας στην επιχείρηση του οικονομικού φορέα είτε όχι, ιδίως των υπευθύνων για τον έλεγχο της ποιότητας και εκείνων που θα έχει στη διάθεσή του ο εργολήπτης για την εκτέλεση του έργου,

γ) περιγραφή του τεχνικού εξοπλισμού, δ) αναφορά τίτλων σπουδών και επαγγελματικών προ­σόντων του εργολήπτη ή και των διευθυντικών στελε­χών της επιχείρησης, ιδίως δε του ή των υπευθύνων για την εκτέλεση των εργασιών,

ε) αναφορά των μέτρων περιβαλλοντικής διαχείρι­σης που μπορεί να εφαρμόζει ο οικονομικός φορέας κατά την εκτέλεση της σύμβασης, στις ενδεδειγμένες περιπτώσεις,

στ) δήλωση σχετικά με το μέσο ετήσιο εργατοϋπαλ­ληλικό δυναμικό του εργολήπτη και τον αριθμό των στε­λεχών της επιχείρησης κατά την τελευταία τριετία,

ζ) δήλωση σχετικά με τα μηχανήματα, τις εγκαταστά­σεις και τον τεχνικό εξοπλισμό που διαθέτει ο εργολή­πτης για την εκτέλεση της σύμβασης.

 

   3. 'Ενας οικονομικός φορέας μπορεί, εφόσον παραστεί ανάγκη και για μια συγκεκριμένη σύμβαση, να στηρίζεται στις δυνατότητες άλλων φορέων, ασχέτως της νομικής φύσης των δεσμών του με αυτούς. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να αποδεικνύει στην αναθέτουσα αρχή ότι, για την εκτέλεση της σύμβασης, θα έχει στη διάθεσή του τους αναγκαίους πόρους, όπως η προσκόμιση της δέσμευσης των φορέων αυτών να θέσουν στη διάθεση του οικονομικού φορέα τους αναγκαίους πόρους.

 

   4. Υπό τις ίδιες συνθήκες, μια κοινοπραξία οικονομι­κών φορέων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 140 του παρόντος μπορεί να στηρίζεται στις δυνατότητες των μετεχόντων στην κοινοπραξία ή άλλων φορέων.

 

   5. Η αναθέτουσα αρχή διευκρινίζει στην προκήρυξη ή στην πρόσκληση υποβολής προσφορών ποια δικαιολο­γητικά από τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 πρέπει να προσκομισθούν.

 

Αρθρο  148

Πρότυπα εξασφάλισης της ποιότητας

 

   Οι αναθέτουσες αρχές, όταν απαιτούν την προσκόμι­ση πιστοποιητικών που εκδίδονται από ανεξάρτητους οργανισμούς, και τα οποία βεβαιώνουν την τήρηση εκ μέρους του οικονομικού φορέα ορισμένων προτύπων εξασφάλισης της ποιότητας, πρέπει να παραπέμπουν σε συστήματα εξασφάλισης της ποιότητας που βασί­ζονται στη σχετική σειρά ευρωπαϊκών προτύπων και πιστοποιούνται από οργανισμούς που εφαρμόζουν τη σειρά ευρωπαϊκών προτύπων για την πιστοποίηση. Οι αναθέτουσες αρχές αναγνωρίζουν τα ισοδύναμα πιστο­ποιητικά από οργανισμούς εδρεύοντες σε άλλα κράτη μέλη. Επίσης, οι αναθέτουσες αρχές αποδέχονται και άλλα αποδεικτικά στοιχεία για ισοδύναμα μέτρα εξα­σφάλισης της ποιότητας, τα οποία προσκομίζονται από τους οικονομικούς φορείς.

 

Αρθρο  149

Πρότυπα περιβαλλοντικής διαχείρισης

 

   Όταν οι αναθέτουσες αρχές, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο σημείο στ' της παραγράφου 2 του άρθρου 147 του παρόντος, ζητούν την υποβολή πιστο­ποιητικών εκδιδόμενων από ανεξάρτητους οργανισμούς, με το οποίο βεβαιώνεται ότι ο οικονομικός φορέας συμμορφώνεται με συγκεκριμένα πρότυπα όσον αφο­ρά στην περιβαλλοντική διαχείριση, παραπέμπουν στο κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και ελέγχου [EMAS Κανονισμός 761/2001 (EE L 114)] ή σε πρότυπα πε­ριβαλλοντικής διαχείρισης που βασίζονται σε αντίστοι­χα ευρωπαϊκά ή διεθνή πρότυπα πιστοποιούμενα από όργανα λειτουργούντα βάσει του κοινοτικού δικαίου, ή στις αντίστοιχες ευρωπαϊκές ή διεθνείς προδιαγραφές όσον αφορά στην πιστοποίηση. Οι αναθέτουσες αρχές αναγνωρίζουν τα ισοδύναμα πιστοποιητικά από οργα­νισμούς εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη. Επίσης, αποδέχονται και άλλα ισοδύναμα αποδεικτικά στοιχεία για μέτρα περιβαλλοντικής διαχείρισης, τα οποία προ­σκομίζονται από τους οικονομικούς φορείς.

 

Αρθρο  150

Συμπληρωματική τεκμηρίωση και πληροφορίες

 

   Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να καλεί τους οικονομι­κούς φορείς να συμπληρώνουν ή να διευκρινίζουν τα πιστοποιητικά και έγγραφα που υπέβαλαν κατ' εφαρ­μογή των άρθρων 144 έως 149 του παρόντος.

 

Αρθρο  151

Επίσημοι κατάλογοι εγκεκριμένων οικονομικών φορέων. Πιστοποίηση από οργανισμούς δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου

 

   1. Οι προϋποθέσεις εγγραφής στους επίσημους κα­ταλόγους εγκεκριμένων εργοληπτών πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στην παράγραφο 1 και στα σημεία α' έως δ' και ζ' της παραγράφου 2 του άρθρου 144, στο άρθρο 145, στις παραγράφους 1, 4 και 5 του άρθρου 146, στις παραγράφους 1, 2 και 5 του άρθρου 147, στο άρθρο 148 και στο άρθρο 149 του παρόντος.

Αιτήσεις εγγραφής μπορούν να υποβάλουν και οικο­νομικοί φορείς που ανήκουν σε όμιλο και επικαλούνται πόρους που τους διαθέτουν άλλες επιχειρήσεις του ομίλου. Σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να αποδεικνύουν στην αρχή που συντάσσει τον επίσημο κατάλογο ότι διαθέτουν αυτούς τους πόρους καθ' όλη τη διάρκεια της ισχύος του πιστοποιητικού που πιστοποιεί την εγγραφή τους στον επίσημο κατάλογο και ότι συνεχίζουν να πληρούν κατά το ίδιο διάστημα τις απαιτήσεις ποιοτικής επιλογής που προβλέπουν οι διατάξεις του παρόντος για την εγγραφή τους. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροτα­ξίας και Δημόσιων 'Εργων, ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.

 

   2. Οι οικονομικοί φορείς που είναι εγγεγραμμένοι σε επίσημους καταλόγους ή διαθέτουν πιστοποιητικό μπορούν, για την εκάστοτε σύμβαση, να προσκομίζουν στις αναθέτουσες αρχές πιστοποιητικό εγγραφής που εκδίδεται από την αρμόδια αρχή ή το πιστοποιητικό που εκδίδεται από τον αρμόδιο οργανισμό πιστοποίησης. Στα πιστοποιητικά αυτά μνημονεύονται τα δικαιολογη­τικά, βάσει των οποίων έγινε η εγγραφή στον κατάλογο, η πιστοποίηση, καθώς και η σχετική κατάταξη.

 

   3. Η εγγραφή στους επίσημους καταλόγους, πιστοποιούμενη από τους αρμόδιους οργανισμούς, ή το πιστοποι­ητικό που εκδίδεται από τον οργανισμό πιστοποίησης συνιστά, για τις αναθέτουσες αρχές των άλλων κρατών μελών, τεκμήριο καταλληλότητας μόνο σε σχέση με τα οριζόμενα στα άρθρα 144 παράγραφος 1 και παράγρα­φος 2 σημεία α' έως δ' και ζ', 145, 146 παράγραφος 1 σημεία β' και γ', και 147 παράγραφος 2 σημεία α', β', γ', δ', στ' και ζ' για τους εργολήπτες.

 

   4. Οι πληροφορίες που συνάγονται από την εγγραφή σε επίσημους καταλόγους ή από την πιστοποίηση δεν είναι δυνατόν να τίθενται υπό αμφισβήτηση χωρίς αι­τιολόγηση. Όσον αφορά στην καταβολή των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και των φόρων και τελών, είναι δυνατόν να ζητείται, για την εκάστοτε σύμβαση, πρό­σθετο πιστοποιητικό από κάθε οικονομικό φορέα. Οι αναθέτουσες αρχές των άλλων κρατών μελών εφαρμό­ζουν την παράγραφο 3 και το πρώτο εδάφιο της παρού­σας παραγράφου μόνον προς όφελος των οικονομικών φορέων που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος, το οποίο έχει καταρτίσει τον επίσημο κατάλογο.

 

   5. Για την εγγραφή των οικονομικών φορέων άλλων κρατών μελών σε επίσημο κατάλογο ή για την πιστοποίησή τους από τους οργανισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1, δεν είναι δυνατόν να ζητούνται άλ­λες αποδείξεις και δηλώσεις εκτός από εκείνες που ζητούνται από τους οικονομικούς φορείς που έχουν την ιθαγένεια του οικείου κράτους και, εν πάση περιπτώσει, όχι άλλες από τις προβλεπόμενες στα άρθρα 144 έως 149 του παρόντος.

Εντούτοις, η εν λόγω εγγραφή ή πιστοποίηση δεν μπορεί να επιβάλλεται στους οικονομικούς φορείς των άλλων κρατών μελών για τη συμμετοχή τους σε δη­μόσια σύμβαση. Οι αναθέτουσες αρχές αναγνωρίζουν τα ισοδύναμα πιστοποιητικά από οργανισμούς εγκατε­στημένους σε άλλα κράτη μέλη. Οι αναθέτουσες αρχές αποδέχονται επίσης και άλλα ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα.

 

   6. Οι οικονομικοί φορείς μπορούν να ζητούν, ανά πάσα στιγμή, την εγγραφή τους στον επίσημο κατάλογο ή την έκδοση του πιστοποιητικού, πρέπει να ενημερώνονται δε σε σύντομο χρονικό διάστημα για την απόφαση της αρχής που συντάσσει τον κατάλογο ή του αρμόδιου οργανισμού πιστοποίησης.

 

   7. Οι οργανισμοί πιστοποίησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι οργανισμοί που ανταποκρίνονται στα ευρωπαϊκά πρότυπα για την πιστοποίηση.

 

   8. Στο Μητρώο Εμπειρίας Κατασκευαστών (Μ.Ε.Κ.) και στο Μητρώο Εργοληπτικών Επιχειρήσεων (Μ.Ε.ΕΠ.) μπο­ρούν να εγγραφούν άτομα ή εργοληπτικές επιχειρήσεις αντίστοιχα των άλλων κρατών μελών με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 144 έως 147 του παρόντος.

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ

ΑΝΑΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

 

Αρθρο  152

Κριτήρια ανάθεσης των συμβάσεων

 

   1. Τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τις δημόσιες συμβάσεις έργων είναι είτε:

α) όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρου­σα από οικονομική άποψη προσφορά κατά την κρίση της αναθέτουσας αρχής, κριτήρια συνδεόμενα με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης, ιδί­ως η ποιότητα, η τιμή, η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρα­κτηριστικά, το κόστος λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική συνδρομή, η ημερομηνία παράδοσης και η προθεσμία παράδοσης ή εκτέλεσης, είτε

β) αποκλειστικά η χαμηλότερη τιμή.

 

   2. Με την επιφύλαξη του τρίτου εδαφίου της παρού­σης παραγράφου, στην προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 σημείο α' περίπτωση, η αναθέτουσα αρχή προβλέπει στην προκήρυξη διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρε­ώσεων, τη βαρύτητα (σχετική στάθμιση) που προσδίδει σε καθένα από τα επιλεγέντα κριτήρια για τον προσδι­ορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς. Η στάθμιση αυτή μπορεί να εκφράζεται με τον καθορισμό μιας διακύμανσης («ψαλίδας») με κα­τάλληλο εύρος. Όταν, κατά τη γνώμη της αναθέτουσας αρχής, δεν είναι δυνατή η στάθμιση για λόγους που μπορούν να αποδειχθούν, η αναθέτουσα αρχή καθο­ρίζει, στην προκήρυξη διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων, τη φθίνουσα σειρά σπουδαιότητας των κριτηρίων αυτών.

 

Αρθρο  153

Ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές

 

   1. Εάν, για δεδομένη σύμβαση, οι προσφορές φαίνονται ασυνήθιστα χαμηλές σε σχέση με το αντικείμενό της, η αναθέτουσα αρχή, πριν να απορρίψει τις προσφορές αυτές, ζητεί γραπτώς τις διευκρινίσεις για τη σύνθεση της προσφοράς τις οποίες τυχόν κρίνει σκόπιμες. Οι διευκρινίσεις αυτές μπορούν να αφορούν ιδίως:

α) τον οικονομικό χαρακτήρα της μεθόδου κατασκευ­ής,

β) τις επιλεγείσες τεχνικές λύσεις ή και τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες που διαθέτει ο προσφέρων για την εκτέλεση των έργων,

γ) την πρωτοτυπία του έργου που προτείνει ο προσφέρων,

δ) την τήρηση των διατάξεων περί προστασίας της εργασίας και των συνθηκών εργασίας που ισχύουν στον τόπο εκτέλεσης του έργου και

ε) την ενδεχόμενη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης στον προσφέροντα.

 

   2. H αναθέτουσα αρχή ελέγχει, σε συνεννόηση με τον προσφέροντα, τη σύνθεση της προσφοράς βάσει των παρασχεθέντων δικαιολογητικών.

 

   3. Εφόσον η αναθέτουσα αρχή διαπιστώνει ότι μια προσφορά είναι ασυνήθιστα χαμηλή λόγω χορήγησης κρατικής ενίσχυσης στον προσφέροντα, η προσφορά μπορεί να απορρίπτεται αποκλειστικά για αυτόν τον λόγο με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση μόνο μετά από διαβούλευση, και εφόσον ο προσφέρων δεν είναι σε θέση να αποδείξει, εντός επαρκούς προθεσμίας την οποία τάσσει η αναθέτουσα αρχή, ότι η εν λόγω ενίσχυ­ση χορηγήθηκε σε νόμιμα πλαίσια. Όταν η αναθέτουσα αρχή απορρίπτει μια προσφορά υπό τις συνθήκες αυτές, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά.

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ'

ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

 

Αρθρο  154

Τεχνικές προδιαγραφές

 

   1. Οι τεχνικές προδιαγραφές, όπως ορίζονται στο ση­μείο 1 του Παραρτήματος V!, αναφέρονται στην προ­κήρυξη του διαγωνισμού, στη συγγραφή υποχρεώσεων, καθώς και στα συμβατικά τεύχη ή τα λοιπά συμπληρω­ματικά έγγραφα. Όταν αυτό είναι δυνατό, οι τεχνικές προδιαγραφές θα πρέπει να ορίζονται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται προσβασιμότητα των ατόμων με ειδικές ανάγκες.

 

   2. Οι τεχνικές προδιαγραφές εξασφαλίζουν ισότιμη πρόσβαση στους προσφέροντες και δεν έχουν ως απο­τέλεσμα τη δημιουργία αδικαιολόγητων εμποδίων στον ανταγωνισμό.

 

   3. Με την επιφύλαξη των κείμενων διατάξεων που δεν αντιβαίνουν στο κοινοτικό δίκαιο, οι τεχνικές προδια­γραφές πρέπει να διατυπώνονται:

α) είτε με παραπομπή στις τεχνικές προδιαγραφές που ορίζονται στο Παράρτημα VΙ και, κατά σειρά προ­τίμησης, στα εθνικά πρότυπα που αποτελούν μεταφο­ρά ευρωπαϊκών προτύπων, στις ευρωπαϊκές τεχνικές εγκρίσεις, στις κοινές τεχνικές προδιαγραφές, στα δι­εθνή πρότυπα, σε άλλα τεχνικά συστήματα αναφοράς που εκπονούνται από τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης, ή, όταν αυτά δεν υπάρχουν, στα εθνικά πρότυπα, στις εθνικές τεχνικές εγκρίσεις, ή στις εθνικές τεχνικές προδιαγραφές στον τομέα του σχεδιασμού, του υπολογισμού και της εκτέλεσης των έργων. Κάθε παραπομπή συνοδεύεται από τη μνεία «ή ισοδύναμο»,

β) είτε με αναφορά σε επιδόσεις ή λειτουργικές απαι­τήσεις, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν περιβαλλο­ντικά χαρακτηριστικά. Πρέπει ωστόσο να είναι αρκετά ακριβείς ώστε να επιτρέπουν στους προσφέροντες να προσδιορίζουν το αντικείμενο της σύμβασης και στις αναθέτουσες αρχές να αναθέτουν τη σύμβαση,

γ) είτε με αναφορά στις επιδόσεις ή λειτουργικές απαιτήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β', παραπέ­μποντας, ως τεκμήριο της συμβατότητας προς τις εν λόγω επιδόσεις ή λειτουργικές απαιτήσεις, στις προδι­αγραφές που αναφέρονται στο στοιχείο α',

δ) είτε με παραπομπή στις προδιαγραφές που ανα­φέρονται στο στοιχείο α' για ορισμένα χαρακτηριστικά και με παραπομπή στις επιδόσεις ή τις λειτουργικές απαιτήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β' για ορι­σμένα άλλα χαρακτηριστικά.

 

   4. Όταν οι αναθέτουσες αρχές κάνουν χρήση της δυνατότητας παραπομπής στις προδιαγραφές που αναφέρονται στο στοιχείο α' της παραγράφου 3, δεν μπορούν να απορρίπτουν προσφορά με την αιτιολογία ότι τα προσφερόμενα προϊόντα δεν πληρούν τις προ­διαγραφές στις οποίες έχουν παραπέμψει, εφόσον ο προσφέρων αποδεικνύει στην προσφορά του, με κάθε ενδεδειγμένο μέσο και με τρόπο που ικανοποιεί την αναθέτουσα αρχή, ότι οι λύσεις που προτείνει πληρούν, κατά ισοδύναμο τρόπο, τις τεχνικές προδιαγραφές. Τε­χνικός φάκελος του κατασκευαστή ή έκθεση δοκιμών από αναγνωρισμένο οργανισμό μπορεί να συνιστά εν­δεδειγμένο μέσο.

 

   5. Όταν οι αναθέτουσες αρχές κάνουν χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στην παράγραφο 3 να προβλέπουν απαιτήσεις επιδόσεων ή λειτουργικών απαιτήσεων, δεν μπορούν να απορρίπτουν προσφορά έργων ή προϊόντων, που πληροί ένα εθνικό πρότυπο το οποίο αποτελεί μεταφορά ευρωπαϊκού προτύπου, μία ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση, μία κοινή τεχνική προ­διαγραφή, ένα διεθνές πρότυπο ή ένα τεχνικό πλαίσιο αναφοράς που έχει εκπονηθεί από ευρωπαϊκό οργανι­σμό τυποποίησης, εφόσον οι εν λόγω προδιαγραφές καλύπτουν τις επιδόσεις ή τις λειτουργικές απαιτήσεις που έχουν ορίσει.

Ο προσφέρων υποχρεούται να αποδεικνύει στην προ­σφορά του, κατά τρόπο ικανοποιητικό για την αναθέ­τουσα αρχή και με κάθε ενδεδειγμένο μέσο, ότι το έργο ή προϊόν που πληροί το πρότυπο ανταποκρίνεται στις λειτουργικές επιδόσεις ή λειτουργικές απαιτήσεις που ορίζει η αναθέτουσα αρχή. Τεχνικός φάκελος του κατασκευαστή ή έκθεση δοκιμών από αναγνωρισμένο οργανισμό μπορεί να συνιστά ενδεδειγμένο μέσο.

 

   6. Όταν οι αναθέτουσες αρχές ορίζουν τα περιβαλλο­ντικά χαρακτηριστικά με όρους επιδόσεων ή λειτουργι­κών απαιτήσεων, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο β', μπορούν να χρησιμοποιούν τις λεπτομε­ρείς προδιαγραφές ή, εφόσον χρειάζεται, τμήματα των λεπτομερών προδιαγραφών, όπως καθορίζονται από τα ευρωπαϊκά, (πολυ)εθνικά οικολογικά σήματα ή από οποιοδήποτε άλλο οικολογικό σήμα, υπό την προϋπό­θεση ότι είναι ενδεδειγμένες για τον καθορισμό των χαρακτηριστικών των προμηθειών, που αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης, οι απαιτήσεις του σήματος διαμορφώνονται βάσει επιστημονικών στοιχείων, τα οικολογικά σήματα υιοθετούνται με διαδικασία, στην οποία έχουν δικαίωμα συμμετοχής όλα τα ενδιαφερό­μενα μέρη, όπως οι κυβερνητικοί οργανισμοί, οι κατα­ναλωτές, οι κατασκευαστές, οι διανομείς και οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και είναι προσιτά σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να προβλέπουν ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που φέρουν το οικολογι­κό σήμα τεκμαίρεται ότι πληρούν τις τεχνικές προδια­γραφές που ορίζει η συγγραφή υποχρεώσεων. Πρέπει όμως να αποδέχονται και οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο αποδεικτικό μέσο, όπως τον τεχνικό φάκελο του κατα­σκευαστή ή την έκθεση δοκιμών από αναγνωρισμένο οργανισμό.

 

   7. «Αναγνωρισμένοι οργανισμοί» κατά την έννοια του παρόντος άρθρου είναι τα εργαστήρια δοκιμών, τα ερ­γαστήρια βαθμονόμησης, οι οργανισμοί ελέγχου και οι οργανισμοί πιστοποίησης που ανταποκρίνονται στα ισχύοντα ευρωπαϊκά πρότυπα. Οι αναθέτουσες αρχές αποδέχονται τα πιστοποιητικά των αναγνωρισμένων οργανισμών που έχουν συσταθεί σε άλλα κράτη μέλη.

 

   8. Οι τεχνικές προδιαγραφές, εκτός εάν αυτό δικαιο­λογείται από το αντικείμενο της σύμβασης, δεν μπορούν να κάνουν μνεία συγκεκριμένης κατασκευής ή προέλευ­σης ή ιδιαίτερων μεθόδων κατασκευής ούτε να κάνουν αναφορά σε σήμα, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ή τύπο, κα­θώς και σε συγκεκριμένη καταγωγή ή παραγωγή, που θα είχε ως αποτέλεσμα να ευνοούνται ή να αποκλείονται ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένα προϊόντα. Η εν λόγω μνεία ή παραπομπή επιτρέπεται, κατ' εξαίρεση, όταν δεν είναι δυνατόν να γίνεται αρκούντως ακριβής και κατανοητή περιγραφή του αντικειμένου της σύμβασης κατ' εφαρμογή των παραγράφων 3 και 4. Η μνεία ή η παραπομπή αυτή πρέπει να συνοδεύονται από τους όρους «ή ισοδύναμο».

 

Αρθρο  155

Όροι εκτέλεσης της σύμβασης

 

   Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να επιβάλλουν ειδι­κούς όρους σχετικά με την εκτέλεση της σύμβασης, με την προϋπόθεση ότι οι όροι αυτοί είναι συμβατοί με το κοινοτικό δίκαιο και προβλέπονται στην προκήρυξη ή στη συγγραφή υποχρεώσεων.

Οι όροι που επιβάλλονται σχετικά μπορούν να αφο­ρούν ιδίως κοινωνικές και περιβαλλοντικές παραμέ­τρους.

 

Αρθρο  156

Υποχρεώσεις σχετικά με τη φορολογία, την προστασία του περιβάλλοντος και τις συνθήκες εργασίας

 

   1. Η αναθέτουσα αρχή αναφέρει στη συγγραφή υπο­χρεώσεων τον οργανισμό ή τους οργανισμούς από τους οποίους οι υποψήφιοι ή οι προσφέροντες μπορούν να λαμβάνουν τις κατάλληλες πληροφορίες για τις υποχρεώσεις σχετικά με τη φορολογία, την προστασία του περιβάλλοντος και τις ισχύουσες διατάξεις περί προ­στασίας και συνθηκών εργασίας, οι οποίες εφαρμόζο­νται στις παρεχόμενες υπηρεσίες κατά την εκτέλεση της σύμβασης.

 

   2. Η αναθέτουσα αρχή που παρέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ζητά από τους προσφέροντες ή από τους υποψήφιους σε διαδικασία σύναψης συμβάσεων να αναφέρουν ότι έλαβαν υπόψη, κατά την κατάρτιση της προσφοράς τους, τις υποχρε­ώσεις σχετικά με τις διατάξεις περί προστασίας και συνθηκών εργασίας που ισχύουν στον τόπο όπου πρό­κειται να εκτελεσθεί η σύμβαση.

Η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 153 του παρό­ντος, σχετικά με τον έλεγχο των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών, δεν θίγεται.

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

 

Αρθρο  157

Στατιστικές υποχρεώσεις

 

   Προκειμένου να καθίσταται δυνατή η εκτίμηση των αποτελεσμάτων της εφαρμογής του παρόντος, η Γενική Γραμματεία Δημόσιων Εργων του Υπουργείου Περιβάλ­λοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων διαβιβάζει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το αργότερο μέχρι τις 31 Οκτωβρίου κάθε έτους, χωριστή στατιστική κατάσταση, καταρτισμένη σύμφωνα με το άρθρο 158 του παρόντος, σχετικά με τις συμβάσεις δημοσίων έργων, αντίστοι­χα, που έχουν συνάψει οι αναθέτουσες αρχές κατά το προηγούμενο έτος.

Οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται να αποστέλλουν στη Γενική Γραμματεία Δημόσιων Εργων του Υπουργεί­ου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων τις σχετικές καταστάσεις των έργων που ανέθεσαν κατά το προηγούμενο έτος, μέχρι την 31η Ιουλίου κάθε έτους.

 

Αρθρο  158

Περιεχόμενο στατιστικής κατάστασης

 

   1. Για κάθε αναθέτουσα αρχή που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα IV, η στατιστική κατάσταση περιλαμβάνει:

α) τον αριθμό και την αξία των καλυπτόμενων από το παρόν συμβάσεων που συνήφθησαν,

β) τον αριθμό και τη συνολική αξία των συμβάσεων που συνήφθησαν δυνάμει παρεκκλίσεων από τη Συμ­φωνία.

Στο μέτρο του δυνατού, τα στοιχεία που προβλέπο­νται στο πρώτο εδάφιο, σημείο α', κατανέμονται ανά­λογα με:

α) τις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων που χρη­σιμοποιήθηκαν,

β) και, για καθεμία από τις διαδικασίες αυτές, τα έργα που περιέχονται στο Παράρτημα I,

γ) την ιθαγένεια του οικονομικού φορέα στον οποίον ανατέθηκε η σύμβαση.

Στην περίπτωση που οι συμβάσεις συνήφθησαν μέσω διαδικασίας με διαπραγμάτευση, τα στοιχεία που ανα­φέρονται στο πρώτο εδάφιο σημείο α', κατανέμονται επιπλέον ανάλογα με τις οριζόμενες στα άρθρα 124 και 125 του παρόντος περιστάσεις και διευκρινίζουν τον αριθμό και την αξία των συμβάσεων που ανατέθηκαν ανά κράτος μέλος και τρίτη χώρα προέλευσης των αναδόχων.

 

   2. Για κάθε κατηγορία αναθετουσών αρχών, πλην εκείνων που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα IV, η στατιστική κατάσταση προσδιορίζει τουλάχιστον: α) τον αριθμό και την αξία των δημοσίων συμβάσεων που συνήφθησαν, κατανεμημένων σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1, και β) τη συνολική αξία των συμβάσεων που συνήφθησαν δυνάμει των παρεκκλίσεων από τη Συμφωνία.

 

   3. Η στατιστική κατάσταση προσδιορίζει κάθε άλλη πληροφορία που απαιτείται βάσει της Συμφωνίας.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο προσδιορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέ­ρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 77 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ.

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ E

ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ

 

Αρθρο  159

Πεδίο εφαρμογής

 

   Το παρόν Κεφάλαιο εφαρμόζεται σε όλες τις συμβά­σεις παραχώρησης δημοσίων έργων που συνάπτονται από τις αναθέτουσες αρχές, όταν η αξία των συμβάσε­ων αυτών ισούται με ή υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων διακοσίων εβδομήντα οκτώ χιλιάδων (5.278.000) ευρώ. Η αξία αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν για τις συμβάσεις δημοσίων έργων που ορίζονται στο άρθρο 116 του παρόντος.

 

Αρθρο  160

Εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής

 

   Το παρόν τμήμα δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις πα­ραχώρησης δημοσίων έργων, οι οποίες:

α) εμπίπτουν στις δημόσιες συμβάσεις έργων στις περιπτώσεις των άρθρων 118 και 119 του παρόντος.

β) ανατίθενται από τις αναθέτουσες αρχές κατά την άσκηση μιας ή περισσοτέρων από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 4 έως 8 του π.δ. 59/2007, όταν οι παραχωρήσεις αυτές γίνονται για την άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων.

 

Αρθρο  161

Δημοσίευση της προκήρυξης στις συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων

 

   1. Οι αναθέτουσες αρχές που επιθυμούν να προσφύ­γουν σε σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων γνω­στοποιούν την πρόθεσή τους αυτή με σχετική προκή­ρυξη.

 

   2. Οι προκηρύξεις για τις συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων περιλαμβάνουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα VII Γ και, ενδεχομένως, κάθε άλλη πληροφορία που κρίνεται αναγκαία από την αναθέτουσα αρχή, χρησιμοποιώντας τα τυποποιημένα έντυπα που εγκρίνει η Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδι­κασία της παραγράφου 2 του άρθρου 77 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ.

 

   3. Το άρθρο 132 του παρόντος που αφορά την προ­αιρετική δημοσίευση των προκηρύξεων εφαρμόζεται επίσης και για τις συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων.

 

Αρθρο  162

Προθεσμία

 

   Στην περίπτωση που οι αναθέτουσες αρχές προσφεύ­γουν στη διαδικασία παραχώρησης δημοσίων έργων, η προθεσμία για την υποβολή των υποψηφιοτήτων για τη σύμβαση παραχώρησης δεν μπορεί να είναι μικρό­τερη των πενήντα δύο (52) ημερών από την ημερομηνία αποστολής της προκήρυξης, εκτός από την περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 133 του παρόντος.

Εφαρμόζεται επίσης η παράγραφος 7 του άρθρου 133 του παρόντος.

 

Αρθρο  163

Υπεργολαβία

 

   Η αναθέτουσα αρχή μπορεί:

α) είτε να επιβάλει στον ανάδοχο σύμβασης παραχώ­ρησης δημοσίων έργων να αναθέσει σε τρίτους συμβά­σεις που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το τριάντα τοις εκατό (30%) της συνολικής αξίας των έργων τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης παραχώρησης έργων, προβλέποντας ταυτόχρονα ότι οι υποψήφιοι θα έχουν το δικαίωμα να αυξήσουν το εν λόγω ποσοστό. το ελάχιστο αυτό ποσοστό πρέπει να αναφέρεται στη σύμβαση παραχώρησης έργου.

β) είτε να καλεί τους υποψηφίους αναδόχους σύμ­βασης παραχώρησης να υποδείξουν οι ίδιοι με τις προσφορές τους, εφόσον επιθυμούν, το ποσοστό της συνολικής αξίας του έργου το οποίο αποτελεί αντικεί­μενο παραχώρησης και που προτίθενται να αναθέσουν σε τρίτους.

 

Αρθρο  164

Ανάθεση συμπληρωματικών έργων στον ανάδοχο

 

   Ο παρών Κώδικας δεν εφαρμόζεται στις συμπληρω­ματικές εργασίες που δεν περιλαμβάνονταν στο αρχι­κά προβλεπόμενο σχέδιο της παραχώρησης ούτε στην αρχική σύμβαση και οι οποίες, λόγω απρόβλεπτων πε­ριστάσεων, κατέστησαν αναγκαίες για την εκτέλεση του έργου, όπως περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, το οποίο η αναθέτουσα αρχή έχει αναθέσει στον ανά­δοχο, υπό την προϋπόθεση ότι η ανάθεση γίνεται στον οικονομικό φορέα που εκτελεί το έργο αυτό:

α) όταν αυτές οι συμπληρωματικές εργασίες δεν μπο­ρούν, από τεχνική ή οικονομική άποψη, να διαχωρισθούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργηθούν μεί­ζονα προβλήματα για τις αναθέτουσες αρχές, ή

β) όταν αυτές οι εργασίες, μολονότι μπορούν να διαχωρισθούν από την εκτέλεση της αρχικής σύμβασης, είναι απόλυτα αναγκαίες για την ολοκλήρωσή της.

Το συνολικό ποσό των συναπτόμενων συμβάσεων συ­μπληρωματικών εργασιών δεν μπορεί να υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του ποσού του αρχικού έργου που αποτελεί το αντικείμενο της παραχώρησης.

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΣΤ

ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΣΥΝΑΠΤΟΥΝ ΟΙ ΑΝΑΔΟΧΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΘΕΤΟΥΣΕΣ ΑΡΧΕΣ

 

Αρθρο  165

Εφαρμοστέοι κανόνες

 

   Όταν ο ανάδοχος σύμβασης παραχώρησης είναι ο ίδι­ος αναθέτουσα αρχή κατά την έννοια της παραγράφου 9 του άρθρου 111 του παρόντος, υποχρεούται, για τα έργα τα οποία θα εκτελεσθούν από τρίτους, να τηρεί τις διατάξεις που προβλέπει ο παρών Κώδικας, όσον αφορά στη σύναψη των συμβάσεων δημοσίων έργων.

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΖ

ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΣΥΝΑΠΤΟΥΝ ΟΙ ΑΝΑΔΟΧΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΘΕΤΟΥΣΕΣ ΑΡΧΕΣ

 

Αρθρο  166

Κανόνες δημοσιότητας: κατώτατο όριο και εξαιρέσεις

 

   1. Οι ανάδοχοι σύμβασης παραχώρησης δημοσίων έρ­γων που δεν είναι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται να εφαρμόζουν τους κανόνες δημοσιότητας που ορίζονται στο επόμενο άρθρο, κατά τη σύναψη των συμβάσεων έργων με τρίτους, όταν η αξία αυτών των συμβάσεων ανέρχεται σε ποσό ίσο με ή μεγαλύτερο των πέντε εκατομμυρίων διακοσίων εβδομήντα οκτώ χιλιάδων (5.278.000) ευρώ.

Εφόσον πάντως μία σύμβαση έργων πληροί τις προ­ϋποθέσεις εφαρμογής των περιπτώσεων που απαριθ­μούνται στο άρθρο 125 του παρόντος, δεν απαιτείται δημοσιότητα.

Η αξία των συμβάσεων υπολογίζεται σύμφωνα με τους εφαρμοζόμενους για τις δημόσιες συμβάσεις έργων κα­νόνες που καθορίζονται στο άρθρο 118 του παρόντος.

 

   2. Δεν θεωρούνται τρίτοι οι επιχειρήσεις οι οποίες συνιστούν κοινοπραξία για να αναλάβουν τη σύμβαση παραχώρησης ούτε οι επιχειρήσεις που συνδέονται με τις επιχειρήσεις αυτές.

Ως «συνδεδεμένη επιχείρηση», νοείται κάθε επιχείρη­ση στην οποία ο ανάδοχος σύμβασης παραχώρησης μπορεί να ασκεί, άμεσα ή έμμεσα, κυρίαρχη επιρροή ή κάθε επιχείρηση η οποία μπορεί να ασκεί κυρίαρχη επιρροή στον ανάδοχο σύμβασης παραχώρησης ή η οποία, όπως και ο ανάδοχος σύμβασης παραχώρησης, υπόκειται στην κυρίαρχη επιρροή μιας άλλης επιχείρη­σης λόγω ιδιοκτησιακού καθεστώτος, χρηματοδοτικής συμμετοχής ή των κανόνων που τη διέπουν. Η κυρίαρχη επιρροή τεκμαίρεται όταν μια επιχείρηση έναντι μιας άλλης επιχείρησης, άμεσα ή έμμεσα:

α) κατέχει το μεγαλύτερο μέρος του καταβεβλημένου κεφαλαίου της επιχείρησης, ή

β) διαθέτει την πλειονότητα των ψήφων οι οποίες αντιστοιχούν στους τίτλους που έχει εκδώσει η επι­χείρηση, ή

γ) μπορεί να διορίζει περισσότερα από τα μισά μέλη του οργάνου διοίκησης, διεύθυνσης ή εποπτείας της επιχείρησης.

Ο εξαντλητικός κατάλογος των εν λόγω επιχειρήσεων επισυνάπτεται στην αίτηση υποψηφιότητας για τη σύμ­βαση παραχώρησης. Ο κατάλογος αυτός ενημερώνεται σε συνάρτηση με τις μεταγενέστερες μεταβολές που σημειώνονται στους δεσμούς που υπάρχουν μεταξύ των επιχειρήσεων.

 

Αρθρο  167

Δημοσίευση της προκήρυξης

 

   1. Οι ανάδοχοι σύμβασης παραχώρησης δημοσίων έργων που δεν είναι αναθέτουσες αρχές και οι οποίοι επιθυμούν να συνάψουν σύμβαση έργων με τρίτους γνω­στοποιούν την πρόθεσή τους μέσω προκήρυξης.

 

   2. Οι προκηρύξεις περιλαμβάνουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα VN Γ και, ενδεχομέ­νως, κάθε άλλο πληροφοριακό στοιχείο που κρίνεται αναγκαίο από τον ανάδοχο σύμβασης παραχώρησης δημοσίων έργων, χρησιμοποιώντας τα τυποποιημένα έντυπα που εγκρίνει η Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδι­κασία της παραγράφου 2 του άρθρου 77 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ.

 

   3. Η προκήρυξη δημοσιεύεται σύμφωνα με τις παρα­γράφους 2 έως 8 του άρθρου 131 του παρόντος.

 

   4. Το άρθρο 132 του παρόντος που αφορά την εκούσια δημοσίευση των προκηρύξεων εφαρμόζεται επίσης.

 

Αρθρο  168

Προθεσμίες για την παραλαβή των αιτήσεων συμμετοχής και την παραλαβή των προσφορών

 

   Στις συμβάσεις έργων που συνάπτονται από τους αναδόχους σύμβασης παραχώρησης δημοσίων έργων, οι οποίοι δεν είναι αναθέτουσες αρχές, οι ανάδοχοι παραχώρησης ορίζουν την προθεσμία παραλαβής των αιτήσεων συμμετοχής, η οποία δεν μπορεί να είναι μι­κρότερη των τριάντα επτά (37) ημερών από την ημερο­μηνία αποστολής της προκήρυξης διαγωνισμού ή της πρόσκλησης για την υποβολή των προσφορών.

Εφαρμόζονται οι παράγραφοι 5, 6 και 7 του άρθρου 133 του παρόντος.

 

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ IH'

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ (ν. 2522/1997, ΦΕΚ 178 Α')

 

Αρθρο  169

Πεδίο εφαρμογής

 

   Οι διαφορές που αναφύονται κατά τη διαδικασία που προηγείται της σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων, διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, εφόσον η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών ΕΟΚ-1993/37, (ΕΕ L-199/9.8.1993), ΕΟΚ-1993/36, (ΕΕ L-199/199.8.1993) και ΕΟΚ-1992/50, (ΕΕ L-209/24.7.1992) ή στις διατάξεις με τις οποίες οι εν λόγω οδηγίες έχουν μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη.

 

Αρθρο  170

Εκταση δικαστικής προστασίας

 

   1. Κάθε ενδιαφερόμενος, ο οποίος έχει ή είχε συμφέ­ρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση δημοσίων έργων και έχει υποστεί ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από παράβαση της κοινοτικής ή εσωτερικής νομοθεσίας, δικαιούται να ζητήσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα επόμενα άρθρα, προσωρινή δικαστική προστασία, ακύ­ρωση ή αναγνώριση ως άκυρης της παράνομης πράξης της αναθέτουσας αρχής και επιδίκαση αποζημίωσης.

 

   2. Η δικαιοδοσία, η αρμοδιότητα και η διαδικασία εκ­δίκασης των σχετικών διαφορών, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο παρόν κεφάλαιο, ρυθμίζονται κατά τις ισχύουσες διατάξεις.

 

Αρθρο  171

Προσωρινή δικαστική προστασία

 

   1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική προστασία για να αρθεί πιθανολογούμενη παράβαση ή να αποτραπεί περαιτέρω ζημία στα συμφέροντά του.

 

   2. Πριν υποβάλει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ο ενδιαφερόμενος οφείλει, μέσα σε προθεσμία πέντε (5) ημερών, αφότου έλαβε γνώση με οποιονδήποτε τρόπο της παράνομης πράξης ή παράλειψης, να ασκήσει προ­σφυγή ενώπιον της αναθέτουσας αρχής, προσδιορίζο­ντας ειδικώς τις νομικές και πραγματικές αιτιάσεις που δικαιολογούν το αίτημά του. Η προσφυγή κοινοποιείται με την φροντίδα του προσφεύγοντος στον εκπρόσωπο ή τον αντίκλητο κάθε θιγομένου από τυχόν ολική ή με­ρική παραδοχή της προσφυγής. Δεν απαιτείται άσκηση προσφυγής κατά πράξης, η οποία δέχεται εν όλω η εν μέρει προσφυγή άλλου προσώπου. Η αναθέτουσα αρχή οφείλει να αποφανθεί αιτιολογημένα μέσα σε προθε­σμία δέκα (10) ημερών από την άσκηση της προσφυγής και, αν την κρίνει βάσιμη, λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία τεκμαίρεται η απόρ­ριψη της προσφυγής. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν θίγουν διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας που προβλέπουν άσκηση διοικητικών προσφυγών κατά τη διεξαγωγή δημοσίων διαγωνισμών.

 

   3. Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατατίθεται στο αρμόδιο δικαστήριο μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημε­ρών από τη ρητή ή σιωπηρή απόρριψη της προσφυγής και δεν επιτρέπεται να περιέχει αιτιάσεις διαφορετικές από τις αιτιάσεις της προσφυγής. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής, η άσκηση αυτής, καθώς και η προθεσμία για την άσκηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων κωλύουν τη σύναψη της σύμβασης. Ο αρμόδιος για την εκδίκαση της αίτησης δικαστής, και επί πολυ­μελών δικαστηρίων ο πρόεδρος του οικείου τμήματος, ορίζει με πράξη του την ημέρα και ώρα εκδίκασης της αίτησης, καθώς και την προθεσμία κλήτευσης. Η ημε­ρομηνία εκδίκασης δεν πρέπει να απέχει πέραν των δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάθεση της αίτησης, η δε προθεσμία κλήτευσης δεν μπορεί να είναι μικρό­τερη από δέκα (10) ημέρες. Αντίγραφο της αίτησης με κλήση κοινοποιείται με τη φροντίδα του αιτούντος προς την καθ' ής η αίτηση αναθέτουσα αρχή και προς κάθε τρίτο ενδιαφερόμενο, του οποίου την κλήτευση θεωρεί αναγκαία ο δικαστής. Κάθε ενδιαφερόμενος, του οποίου επηρεάζονται τα συμφέροντα, δικαιούται να ασκήσει παρέμβαση. Οι διάδικοι οφείλουν να προ­σκομίσουν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης όλα τα κρίσιμα έγγραφα και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που έχουν στη διάθεσή τους.

 

   4. Ο αρμόδιος κατά την προηγούμενη παράγραφο δικαστής μπορεί, με την κατάθεση της αίτησης και μετά κλήση της αναθέτουσας αρχής προ είκοσι τεσσάρων (24) ωρών να εκδώσει προσωρινή διαταγή, που κατα­χωρίζεται κάτω από την αίτηση και περιέχει αποκλει­στικά τα μέτρα, τα οποία πρέπει να ληφθούν ως την έκδοση της απόφασης. Η προσωρινή διαταγή μπορεί να ανακληθεί είτε από το δικαστή που τη χορήγησε, ύστερα από αίτηση της αναθέτουσας αρχής και αφού κληθεί προς ακρόαση ο αιτών προ είκοσι τεσσάρων (24) ωρών, είτε από το δικαστήριο που θα δικάσει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

 

   5. Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων γίνεται δεκτή, εφό­σον πιθανολογείται σοβαρά η παράβαση κανόνα του κοινοτικού ή του εσωτερικού δικαίου και η λήψη του μέτρου είναι αναγκαία για να αρθούν τα δυσμενή από την παράβαση αποτελέσματα ή να αποτραπεί η ζημία των συμφερόντων του αιτούντος. Η αίτηση όμως μπορεί να απορριφθεί, αν, από τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος των συμφερόντων τρίτων και του δημοσίου συμφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την παραδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος. Η απόρριψη της αίτησης, για οποιονδή­ποτε λόγο, δεν θίγει άλλα δικαιώματα του αιτούντος.

 

   6. Το δικαστήριο διατάζει τα κατάλληλα ασφαλιστικά μέτρα, χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις των δι­αδίκων. Διατάζει ιδίως την αναστολή ισχύος όρων της διακήρυξης των τευχών δημοπράτησης και οποιουδή­ποτε άλλου εγγράφου σχετικού με τη διεξαγωγή του διαγωνισμού, την αναστολή εκτέλεσης οποιασδήποτε πράξης της αναθέτουσας αρχής, την απαγόρευση νο­μικών ή υλικών ενεργειών, την εκτέλεση των απαραί­τητων θετικών πράξεων, όπως η διατήρηση εγγράφων και άλλων στοιχείων, καθώς και την αναστολή σύναψης της σύμβασης. Η διάταξη του άρθρου 692 παράγρα­φος 4 ΚΠολΔ δεν μπορεί να παρακωλύσει τη λήψη του κατάλληλου ασφαλιστικού μέτρου. Η απόφαση επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων εκδίδεται εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την εκδίκαση της αίτησης.

 

   7. Η άσκηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων δεν εξαρτάται από την προηγούμενη άσκηση της αίτησης ακυρώσεως ή της κύριας αγωγής. Η προθεσμία άσκησης των ένδικων βοηθημάτων διακόπτεται με την κατάθεση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και αρχίζει από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Ο διάδικος, που πέτυχε υπέρ αυτού τη λήψη ενός ασφαλιστικού μέτρου, οφείλει μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση ή, όπου δεν προβλέπεται δημοσίευση, από την έκδοση της απόφασης αυτής, να ασκήσει την αίτηση ακυρώσεως ή την κύρια αγωγή, διαφορετικά αίρεται αυτοδικαίως η ισχύς του ασφαλιστικού μέτρου. Η δικάσι­μος για την εκδίκασή τους δεν πρέπει να απέχει πέραν του τριμήνου από την κατάθεση του δικογράφου.

 

Αρθρο  172

Ακύρωση ή αναγνώριση της ακυρότητας

 

   1. Ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να ζητήσει την ακύ­ρωση ή την αναγνώριση ως άκυρης κάθε πράξης ή παράλειψης της αναθέτουσας αρχής που παραβιάζει κανόνα του κοινοτικού ή εσωτερικού δικαίου σχετικό με τη διαδικασία που προηγείται της σύναψης της σύμ­βασης. Ιδίως δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση ή την αναγνώριση της ακυρότητας όρου που περιέχεται στη διακήρυξη, στα τεύχη δημοπράτησης ή σε άλλο έγ­γραφο σχετικό με τη διαδικασία του διαγωνισμού και αναφέρεται σε τεχνικές, οικονομικές και χρηματοδοτι­κές προδιαγραφές, καθώς και των πράξεων αποκλει­σμού από τη συμμετοχή στο διαγωνισμό, αξιολόγησης προσφορών και κατακύρωσης του αποτελέσματος του διαγωνισμού.

 

   2. Αν το δικαστήριο ακυρώσει ή αναγνωρίσει την ακυ­ρότητα πράξης ή παράλειψης της αναθέτουσας αρχής μετά τη σύναψη της σχετικής σύμβασης, η τελευταία δεν θίγεται, εκτός αν πριν από τη σύναψη αυτής είχε ανασταλεί η διαδικασία κατακύρωσης του διαγωνισμού με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ή προσωρινή διατα­γή. Στην περίπτωση αυτή ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο επόμενο άρθρο.

 

Αρθρο  173

Αξίωση αποζημίωσης

 

   1. Ο ενδιαφερόμενος ο οποίος αποκλείσθηκε από τη συμμετοχή ή την ανάθεση δημοσίου έργου, προμήθειας ή υπηρεσίας, κατά παράβαση κανόνα του κοινοτικού ή του εσωτερικού δικαίου, δικαιούται να αξιώσει από την αναθέτουσα αρχή αποζημίωση, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 197 και 198 ΑΚ. Κάθε διάταξη που αποκλείει ή περιορίζει την αξίωση αυτή δεν εφαρ­μόζεται.

 

   2. Για την επιδίκαση της αποζημίωσης απαιτείται η προηγούμενη ακύρωση ή αναγνώριση της ακυρότητας της παράνομης πράξης ή παράλειψης από το αρμόδιο δικαστήριο. Επιτρέπεται σώρευση της αγωγής αποζημί­ωσης με την αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας κατά τις κοινές διατάξεις.

 

Αρθρο  174

Εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων

 

   1. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων, οι οποίες εκδίδονται κατ' εφαρμογή του παρόντος Κώδικα, εκτελούνται αφού καταστούν αμετάκλητες με τα συνήθη μέσα αναγκα­στικής εκτέλεσης.

 

   2. Αν ο καθ' ού η εκτέλεση της χρηματικής απαίτησης είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικά πρόσωπα τα οποία κατά το νόμο απολαύουν των διαδικαστικών του προ­νομίων, η εκτέλεση μπορεί να γίνει επί της ιδιωτικής περιουσίας και μόνο αφού παρέλθει προθεσμία τριών (3) μηνών από την επίδοση, με δικαστικό επιμελητή, σχετικής αίτησης προς καταβολή του ποσού που έχει επιδικασθεί, μαζί με τον προς εκτέλεση τίτλο.

 

Αρθρο  175

Συνεργασία των ελληνικών αρχών με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή

 

   1. Όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι έχει διαπρα­χθεί σαφής και κατάφωρη παράβαση των κοινοτικών διατάξεων, οι οποίες ρυθμίζουν τη διαδικασία σύναψης συμβάσεων δημοσίου έργου, ζητεί την άρση αυτής. Η υπηρεσία του αρμόδιου Υπουργείου που παρέλαβε τη γνωστοποίηση διαβιβάζει μέσα σε είκοσι μία (21) ημέρες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα ακόλουθα στοιχεία:

α) βεβαίωση ότι η παράβαση έχει αρθεί ή

β) αιτιολογημένη απάντηση με την οποία εξηγεί για ποιο λόγο δεν έγινε καμιά επανορθωτική ενέργεια ή

γ) γνωστοποίηση ότι η διαδικασία σύναψης της υπόψη σύμβασης έχει ανασταλεί, είτε με πρωτοβουλία της αναθέτουσας αρχής είτε ύστερα από αίτηση ασφαλι­στικών μέτρων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 171 του παρόντος.

 

   2. Η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται, μέσα σε πέντε (5) ημέρες από τότε που θα της ζητηθεί από την αρμόδια να παράσχει τις πληροφορίες της προηγούμενης πα­ραγράφου υπηρεσία του Υπουργείου να αποστείλει σε αυτή κάθε σχετικό με την πιθανολογούμενη παράβαση στοιχείο.

 

   3. Στην περίπτωση που σύμφωνα με την παράγραφο 1β' γνωστοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι δεν έγινε καμία επανορθωτική ενέργεια λόγω εκκρεμούς αί­τησης ασφαλιστικών μέτρων, η υπηρεσία του αρμόδιου Υπουργείου ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το αποτέλεσμα της δίκης, όταν αυτό γίνει γνωστό.

 

   4. Στην περίπτωση που σύμφωνα με την παράγρα­φο 1γ' γνωστοποιηθεί ότι έχει χορηγηθεί αναστολή, η υπηρεσία του αρμόδιου Υπουργείου γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την τυχόν ανάκληση της αναστο­λής ή την έναρξη νέας διαδικασίας σύναψης σύμβασης που συνδέεται στο σύνολό της ή κατά ένα μέρος με την προηγούμενη διαδικασία. Η νέα αυτή γνωστοποίηση πρέπει να βεβαιώνει ότι η πιθανολογούμενη παράβαση έχει αρθεί ή να περιέχει αιτιολογημένη απάντηση και να εξηγεί για ποιο λόγο δεν έγινε καμία επανορθωτική ενέργεια.

 

   5. Οι υπηρεσίες των αρμόδιων Υπουργείων διαβιβάζουν κάθε χρόνο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν από την 1η Μαρτίου πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τα ένδικα βοηθήματα παροχής δικαστικής προστασίας κατά το παρόν κεφάλαιο. Οι αναθέτουσες αρχές οφείλουν να διαβιβάζουν στο αρμόδιο Υπουργείο τα απαιτούμενα για την ενημέρωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στοιχεία τα οποία καθορίζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε συνεννόηση με τη Συμβουλευτική Επιτροπή για τις συμ­βάσεις του Δημοσίου και ανακοινώνονται με εγκύκλιο.

 

   6. Ως αρμόδιο Υπουργείο, κατά την έννοια του πα­ρόντος άρθρου, νοείται το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων για τις συμβάσεις δη­μοσίων έργων, το Υπουργείο Ανάπτυξης για τις συμβά­σεις κρατικών προμηθειών και το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών για τις συμβάσεις υπηρεσιών. Με κοινή απόφαση των τριών Υπουργών μπορεί να ανατίθεται η κατά το παρόν άρθρο αρμοδιότητα συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και για τους τρεις τομείς σε μία υπάρχουσα ή συνιστώμενη αρχή.

 

   ΜΕΡΟΣ V

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Αρθρο  176

Προδιαγραφές και Κανονισμοί Έργων

 

   1. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωρο­ταξίας και Δημόσιων Έργων εγκρίνονται προδιαγραφές και κανονισμοί που αναφέρονται στον τρόπο κατασκευ­ής των έργων και στην ποιότητα, στον τρόπο σύνθε­σης και επεξεργασίας, στη χρήση και στον έλεγχο των υλικών κατασκευής των έργων. Με την απόφαση αυτή μπορεί να ορίζεται αν οι θεσπιζόμενες προδιαγραφές είναι υποχρεωτικές σε κάθε περίπτωση ή ισχύουν προ­αιρετικά ή ισχύουν ως ελάχιστα όρια.

 

   2. Για την τήρηση και εφαρμογή των προδιαγρα­φών και κανονισμών της προηγούμενης παραγράφου τα αρμόδια όργανα του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων επιτρέπεται να διε­νεργούν ελέγχους στον τόπο παραγωγής των υλικών ή κατασκευής του έργου και στα μέσα μεταφοράς των υλικών. Σε περίπτωση που διαπιστώνεται παράβαση, τα όργανα αυτά συντάσσουν σχετική έκθεση και αν διαπι­στωθεί ακαταλληλότητα των υλικών, προβαίνουν στην κατάσχεση αυτών σε οποιονδήποτε και αν ανήκουν. Για τις παραβάσεις του παρόντος άρθρου οι τεχνικοί υπάλληλοι του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων θεωρούνται ανακριτικοί υπάλληλοι και υπάγονται ως προς τα σχετικά με την αρμοδιότητα αυτή καθήκοντά τους στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδι­κών.

 

   3. Η παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου και των κανονιστικών αποφάσεων που εκδίδονται με εξουσιοδότησή του διώκεται και τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 458 του Ποινικού Κώδικα. Επιπλέον, κατά των παραβατών επιβάλλεται με από­φαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων πρόστιμο, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο των οκτακοσίων ογδόντα (880) ευρώ και ανώ­τερο των εβδομήντα τριών χιλιάδων και πεντακοσίων (73.500) ευρώ συνολικά κατά περίπτωση ελέγχου, εφό­σον πρόκειται για παράβαση ή παραβάσεις κανονισμών ή υποχρεωτικών προδιαγραφών που αναφέρονται στον τρόπο κατασκευής των δημόσιων ή ιδιωτικών έργων, σύμφωνα και με τις οικείες συμβάσεις και τις εγκεκρι­μένες μελέτες ή στην ποιότητα, στον τρόπο σύνθεσης και επεξεργασίας, στη μεταφορά, στη χρήση και στον έλεγχο των υλικών κατασκευής των έργων. Σε περίπτω­ση που η παράβαση επηρεάζει ή μπορεί, αιτιολογημένα, να επηρεάσει ουσιαστικά τις βασικές απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν τα δομικά υλικά και έργα, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 334/1994 (ΦΕΚ 176 Α'), ιδιαίτερα τη μηχανική αντοχή, την ευστάθεια, την πυρασφάλεια, την υγιεινή, την υγεία και το περιβάλλον ή την ασφάλεια χρήσης, το πρόστιμο δεν μπορεί να είναι κατώτερο των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ για καθεμία από τις παραβάσεις αυτές, ανερχόμενο συνολικά κατά πε­ρίπτωση ελέγχου μέχρι το προαναφερόμενο όριο. Το ύψος του προστίμου κλιμακώνεται ανάλογα με τη βα­ρύτητα της διαπιστούμενης παράβασης. Τα ποσά αυτά του προστίμου αυξάνονται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.

 

   4. Ειδικά καθόσον αφορά στον έλεγχο και στις κυ­ρώσεις για το σκυρόδεμα, στην περίπτωση που διαπι­στώνονται παραβάσεις του Κανονισμού Τεχνολογίας Σκυροδέματος, όπως κάθε φορά ισχύει πέραν από αυ­τές που επισύρουν πρόστιμο κατά το τρίτο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου, επιβάλλονται κατά εύλογη κρίση και πρόστιμα για καθεμία από τις παραβάσεις αυτές, πάντοτε με τον περιορισμό του ανώτατου ορίου του συνολικού κατά έλεγχο προστίμου.

 

   5. Η έκθεση ελέγχου, με μνεία και των τυχόν απόψεων του ελεγχόμενου, υποβάλλεται στον Προϊστάμενο της αρμόδιας για τον ποιοτικό έλεγχο υπηρεσίας του φορέα ελέγχου. Ο Προϊστάμενος θεωρεί την έκθεση μέσα σε προθεσμία δέκα (10) εργάσιμων ημερών και μέσα στην ίδια προθεσμία την κοινοποιεί στον ελεγχόμενο, ο οποί­ος μπορεί μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών να καταθέσει στην υπηρεσία αυτή τυχόν αντιρρήσεις του επ' αυτών. Η έκθεση, οι τυχόν αντιρρήσεις, οι επ' αυτών παρατηρήσεις της υπη­ρεσίας και κάθε άλλο σχετικό στοιχείο διαβιβάζονται αμέσως στην αρμόδια Γενική Διεύθυνση Ποιότητας της Γενικής Γραμματείας Δημόσιων Έργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, η οποία εισηγείται στον Υπουργό.

 

   6. Ο Υπουργός αποφαίνεται για τις τυχόν υποβλη­θείσες αντιρρήσεις, την επιβολή και το ποσό του προ­στίμου. Η απόφαση αυτή αποτελεί τίτλο βεβαίωσης στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.). Το πρόστιμο είναι δημόσιο έσοδο και εισπράττεται κατά τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Από το έσοδο αυτό αποδίδεται στον Οργανισμό Αντισεισμικού Σχεδι­ασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) ποσοστό που καθορίζε­ται με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Οικονομίας και Οικονομικών. Με την κοινή απόφαση αυτή καθορίζεται ο τρόπος απόδοσης των σχετικών ποσών και κάθε άλλη λεπτομέρεια.

Οι αποφάσεις επιβολής προστίμου εφόσον αφορούν εργοληπτικές επιχειρήσεις κοινοποιούνται στη Διεύθυν­ση Μητρώων και Τεχνικών Επαγγελμάτων του Υπουργεί­ου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.

 

   7. Η ανακοπή κατά της πράξης επιβολής προστίμου ασκείται ενώπιον του τριμελούς διοικητικού εφετείου, το οποίο δικάζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.

 

   8. Η διαδικασία επιβολής της διοικητικής ποινής του προστίμου είναι ανεξάρτητη από την ποινική ευθύνη. Για την τελευταία αυτή περίπτωση ο Προϊστάμενος της αρμόδιας υπηρεσίας του φορέα ελέγχου διαβιβά­ζει την έκθεση ελέγχου, μαζί με τις τυχόν αντιρρήσεις του ελεγχόμενου και τις επ' αυτών παρατηρήσεις της υπηρεσίας στον αρμόδιο Εισαγγελέα, αμέσως μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αντιρρήσεων.

 

   9. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται γε­νικά σε όλα τα έργα, δημόσια και ιδιωτικά.

 

Αρθρο  177

Επιθεώρηση των δημοσίων έργων

 

   1. Για τη διαρκή (περιοδική ή έκτακτη) επιθεώρηση των έργων που εκτελούνται από τους φορείς του δημόσι­ου τομέα, όπως κάθε φορά ορίζεται, συνιστάται Σώμα Επιθεωρητών Δημόσιων Εργων (Σ.Ε.Δ.Ε.), που υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων.

 

   2. Επιθεωρητές Δημόσιων Εργων ορίζονται, με ανά­θεση καθηκόντων, υπάλληλοι του Υπουργείου Περι­βάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων ή άλλων Υπουργείων ή Περιφερειών ή κάθε βαθμίδας οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή υπηρεσιών ή Ν.Π.Δ.Δ. ή άλλων νομικών προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων και συνταξιούχοι του Δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα που:

α) Ανήκουν σε κατηγορία ΠΕ, αν πρόκειται για μόνι­μους υπαλλήλους δημόσιας υπηρεσίας ή Ν.Π.Δ.Δ. ή ορ­γανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή είναι διπλωματούχοι ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος, αν πρόκειται για υπαλλήλους με άλλη σχέση ή για υπαλλήλους άλλων φορέων του δημόσιου τομέα ή για συνταξιούχους του Δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα, εφόσον δια­θέτουν εξειδικευμένη εμπειρία λόγω της προϋπηρεσίας τους σε συγκεκριμένους τομείς ή είναι διπλωματούχοι μηχανικοί Ε.Μ.Π. ή άλλων ισότιμων σχολών, αν πρόκειται για αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων.

β) Εχουν δωδεκαετή τουλάχιστον υπηρεσία στο Δη­μόσιο ή σε άλλο φορέα του δημόσιου τομέα ή στις Ενοπλες Δυνάμεις και το πολύ πενταετή απομάκρυνση από την ενεργό υπηρεσία για τους συνταξιούχους.

γ) Εχουν οκταετή τουλάχιστον βεβαιωμένη εμπειρία σε θέματα που σχετίζονται με την παραγωγή των έρ­γων και

δ) Έχουν ουσιαστικά προσόντα (όπως κατάρτιση, ήθος) για την εκτέλεση των καθηκόντων τους και ιδί­ως ικανότητα στη γρήγορη και διεισδυτική διάγνωση των προβλημάτων που παρουσιάζονται στις διάφορες φάσεις παραγωγής των έργων και στην αντικειμενι­κή κριτική των λύσεων που δίνονται στα προβλήματα αυτά. Οι συνταξιούχοι του Δημοσίου δεν θα πρέπει να καλύπτουν ποσοστό του συνόλου των θέσεων των επι­θεωρητών μεγαλύτερο του δεκαπέντε τοις εκατό (15%), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους Αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων ορίζεται σε έξι τοις εκατό (6%).

 

   3. Η ανάθεση καθηκόντων γίνεται κατά αποκλειστική απασχόληση με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλο­ντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Για υπαλλήλους, εκτός από αυτούς που υπηρετούν στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων, απαιτείται κοινή απόφαση του Υπουργού Περι­βάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και του αρμόδιου Υπουργού ή του αρμόδιου οργάνου διοίκησης. Εφόσον για την ανάθεση καθηκόντων σε υπαλλήλους απαιτείται μετάθεσή τους, αυτή προηγείται της από­φασης ανάθεσης των καθηκόντων. Αν πρόκειται για συνταξιούχο, προηγείται πρόσκληση πρόσληψης μέσω του τύπου και του ενημερωτικού δελτίου του Τ.Ε.Ε.. Η ανάθεση καθηκόντων Επιθεωρητή Δημόσιων Εργων σε δημόσιους υπαλλήλους Υπουργείων γίνεται για πενταε­τή θητεία που μπορεί να ανανεώνεται. Η ανάθεση καθη­κόντων σε όλους τους άλλους γίνεται για τριετή θητεία που μπορεί να ανανεώνεται. Ανάκληση της ανάθεσης καθηκόντων πριν από τη λήξη της θητείας γίνεται μόνο για σπουδαίο λόγο ύστερα από αιτιολογημένη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου του αρμόδιου για τους υπαλλήλους της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων ή ύστερα από αίτηση του Επιθεωρητή και αποδοχή της από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων.

 

   4. Ανάθεση καθηκόντων των Επιθεωρητών Δημόσιων Εργων κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού μπορεί να γίνει σε πενήντα (50) κατ' ανώτατο όριο υπαλλήλους ή αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων χωρίς αύξηση των αντίστοιχων οργανικών θέσεων ή συνταξιούχους του δημόσιου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Το πιο πάνω ανώτατο όριο του αριθμού των Επιθεωρη­τών Δημόσιων Εργων μπορεί να αυξηθεί με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δη­μόσιων Εργων.

 

   5. Οι Επιθεωρητές Δημόσιων Εργων διατηρούν τη θέση από την οποία προέρχονται, σταδιοδρομούν, εξελίσ­σονται και ασφαλίζονται κανονικά στην υπηρεσία από την οποία προέρχονται και γενικά η υπηρεσία τους ως Επιθεωρητών θεωρείται για κάθε συνέπεια ως υπηρεσία στη θέση και την κατάσταση από την οποία προέρ­χονται, στην οποία και επανέρχονται αυτοδίκαια μετά τη λήξη ή τυχόν ανάκληση της ανάθεσης καθηκόντων τους. Για τη δυνατότητα εξέλιξης του υπαλλήλου, στον οποίο ανατίθενται καθήκοντα Επιθεωρητή Δημόσιων Έργων, ο χρόνος της θητείας στη θέση αυτή λογίζε­ται ότι διανύθηκε σε θέση Προϊστάμενου Διεύθυνσης, προκειμένου να μπορεί να κριθεί ο υπάλληλος για θέση Προϊστάμενου Γενικής Διεύθυνσης εφόσον έχει συνολική υπηρεσία άνω των είκοσι (20) ετών.

 

   6. Οι Επιθεωρητές Δημόσιων Έργων που δεν έχουν την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου έχουν, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, όλες τις υποχρεώσεις και ευθύνες και υπόκεινται στους περιορισμούς που προ­βλέπονται για τους δημοσίους υπαλλήλους.

 

   7. Το έργο της επιθεώρησης κατευθύνεται, παρακο­λουθείται, ελέγχεται και γενικά εποπτεύεται από Εποπτικό Συμβούλιο που απαρτίζεται από τον Γενικό Γραμ­ματέα της Γενικής Γραμματείας Δημόσιων Εργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων ως πρόεδρο και τρία μέλη Επιθεωρητές Δημόσιων Εργων, που ορίζονται από τον Υπουργό Περιβάλ­λοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων και ασκούν τα καθήκοντά τους αυτά παράλληλα με το έργο της επιθεώρησης, το οποίο αναλαμβάνουν ως Επιθεωρητές Δημόσιων 'Εργων. Το Εποπτικό Συμβούλιο υποβάλλει στον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημό­σιων Έργων εξαμηνιαίες εκθέσεις για την πορεία και αποτελεσματικότητα της επιθεώρησης και προτείνει μέτρα για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της επιθεώρησης και γενικά του ελέγχου. Ο πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου ασκεί όλα τα προβλεπόμενα από τις ισχύουσες διατάξεις καθήκοντα προϊσταμένου των Επιθεωρητών Δημόσιων 'Εργων. Για τα καθήκοντα αυτά μπορεί να εξουσιοδοτεί γενικά ή ειδικά τα άλλα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου.

 

   8. Ο τρόπος διεξαγωγής των επιθεωρήσεων, οι υπο­χρεώσεις και τα καθήκοντα των Επιθεωρητών Δημόσιων Εργων κατά τη διενέργεια επιθεωρήσεων, οι αντίστοι­χες υποχρεώσεις των υπηρεσιών των φορέων κατα­σκευής των έργων, τα θέματα που σχετίζονται με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της επιθεώρησης, οι απαραίτητοι όροι εχεμύθειας και χαρακτηρισμού του απορρήτου και γενικά κάθε θέμα, που σχετίζεται με τις βασικές και γενικές αρχές της επιθεώρησης και της αποτελεσματικότητας του ελέγχου, ρυθμίζεται με την αριθμ. ΕΔ2α/01/ 71/Φ.Ν. 294/1986 (ΦΕΚ 374 Β') απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσι­ων Εργων. Η απόφαση αυτή μπορεί να τροποποιηθεί με πρόταση του Εποπτικού Συμβουλίου που εγκρίνεται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων. Οι Επιθεωρητές Δημόσιων Έργων βοηθούνται στο έργο τους από την αρμόδια για την επιθεώρηση των έργων οργανική μονάδα της Γενικής Γραμματείας Δημόσιων Έργων, που τους παρέχει την απαραίτητη διοικητική μέριμνα.

 

   9. Οι αρχές ή τα όργανα των φορέων του δημόσιου τομέα, που είναι αποδέκτες των εκθέσεων ή πορισμά­των επιθεώρησης δημόσιων έργων της ευθύνης τους, υποχρεούνται να πληροφορούν τον Υπουργό Περιβάλ­λοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων και το Σ.Ε.Δ.Ε. για τα μέτρα που έλαβαν ή προτίθενται να λάβουν, αν και εφόσον από την επιθεώρηση προκύπτει η ανάγκη λήψης μέτρων, για την περαιτέρω εύρυθμη πορεία πα­ραγωγής του έργου ή για τους υπεύθυνους της παρα­γωγής του.

 

   10. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χω­ροταξίας και Δημόσιων Εργων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να συνιστώνται Γραφεία του Σώματος Επιθεωρητών Δημόσιων Εργων στις έδρες των Περιφερειών του Κράτους. Με την από­φαση αυτή ρυθμίζεται κάθε σχετική λεπτομέρεια.

 

   11. Οι Επιθεωρητές Δημόσιων Εργων δεν εξετάζονται και δεν διώκονται για γνώμη που διατύπωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Εξαιρούνται των ανω­τέρω, η περίπτωση δόλου και η παραβίαση του απορ­ρήτου των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ανωτέρω Επιθεωρη­τές διώκονται για πράξεις ή παραλείψεις στις οποίες προέβησαν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, μπορούν να παρίστανται ενώπιον των δικαστηρίων με μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), υπό την προϋπόθεση ότι το σχετικό αίτημα θα εγκριθεί από τον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ..

 

Αρθρο  178

Λαϊκή συμμετοχή στα αναπτυξιακά έργα

 

   1. Για τη λαϊκή συμμετοχή και την αξιοποίηση της λαϊκής αποταμίευσης στην εκτέλεση δημόσιων έργων, μέσα στα πλαίσια αναπτυξιακών προγραμμάτων περι­οχών της χώρας επιτρέπεται:

α) Η εκτέλεση δημόσιων έργων από εταιρείες λαϊκής βάσης ή συνεταιρισμούς ή επιχειρήσεις των Ο.Τ.Α. και η συμμετοχή του Δημοσίου στη δαπάνη του έργου με επιχορήγηση ή δάνειο ή παραχώρηση στην εταιρεία ή στο συνεταιρισμό ή την επιχείρηση για ορισμένο χρόνο της αποκλειστικής εκμετάλλευσης του έργου ή άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που συνδέονται με το έργο ή το εξυπηρετούν ή εξυπηρετούνται απ' αυτό. Η επιχορήγηση, το δάνειο και η παραχώρηση μπορεί να γίνεται και σε συνδυασμό μεταξύ τους.

β) Η εκτέλεση δημόσιων έργων από εταιρείες μικτής οικονομίας στο κεφάλαιο των οποίων συμμετέχει το Δημόσιο ή άλλοι φορείς του δημόσιου τομέα κατά πο­σοστό συνολικά ανώτερο του πενήντα τοις εκατό (50%). Στις εταιρείες αυτές μπορεί επίσης να γίνεται επιχο­ρήγηση, δανεισμός ή παραχώρηση της εκμετάλλευσης όπως στην προηγούμενη περίπτωση α'.

 

   2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι όροι που πρέπει να πληρούν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση οι εταιρεί­ες ή συνεταιρισμοί ή επιχειρήσεις της προηγούμενης παραγράφου. Οι όροι αυτοί αναφέρονται ιδίως στη νο­μική μορφή της εταιρείας, στο ποσοστό και τον τρόπο συμμετοχής της λαϊκής αποταμίευσης στην εταιρεία ή το συνεταιρισμό ή την επιχείρηση, την τυχόν συμμετοχή στις εταιρείες ευρείας λαϊκής βάσης ή συνεταιρισμούς δήμου ή κοινότητας ή άλλων φορέων του δημόσιου τομέα ή επιχειρήσεων Ο.Τ.Α., όταν από τις διατάξεις που διέπουν τον φορέα επιτρέπεται η συμμετοχή αυτή και η συμμετοχή στο κεφάλαιο και εκπροσώπηση του Δημοσίου ή άλλου φορέα του δημόσιου τομέα στις επιχειρήσεις μικτής οικονομίας. Σε κάθε περίπτωση, για τη σύσταση τηρούνται οι λοιπές διατάξεις της νο­μοθεσίας, που διέπει την αντίστοιχη νομική μορφή. Σε περίπτωση που στις πιο πάνω εταιρείες ή συνεταιρι­σμούς ή επιχειρήσεις συμμετέχει Ο.Τ.Α., συμπράττει και ο Υπουργός Εσωτερικών στην έκδοση της παραπάνω κοινής απόφασης.

 

   3. Οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν οι εταιρείες ή οι συνεταιρισμοί ή οι επιχειρήσεις για την εκτέλεση έργων, το μέγεθος, η έκταση και το πρόγραμμα των έργων αυ­τών, η συμμετοχή του Δημοσίου στη δαπάνη των έργων, το μέρος που θα είναι δωρεάν επιχορήγηση ή δάνειο και οι όροι χορήγησης και επιστροφής του δανείου, οι όροι ανάληψης από την εταιρεία ή συνεταιρισμό ή επιχείρηση τυχόν εκμετάλλευσης των έργων ή άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, η παρακολούθηση και ο έλεγχος και γενικά κάθε θέμα που αναφέρεται στην εκπλήρωση του συγκεκριμένου, κάθε φορά, σκοπού ρυθμίζεται με σύμβαση μεταξύ του Δημοσίου και της εταιρείας ή του συνεταιρισμού ή της επιχείρησης, που καταρτίζεται με βάση σχετική οικονομοτεχνική μελέ­τη, ύστερα από διαπραγματεύσεις. Οι βασικοί όροι της σύμβασης εγκρίνονται προηγουμένως με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλο­ντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και του τυχόν κατά περίπτωση αρμόδιου για το έργο Υπουργού. Το Δημόσιο για την υπογραφή της σύμβασης αυτής εκ­προσωπείται αποκλειστικά από τον Υπουργό Περιβάλ­λοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων ή το όργανο που εξουσιοδοτείται απ' αυτόν. Περίληψη της σύμβασης με μνεία των βασικών της όρων δημοσιεύεται στην Εφη­μερίδα της Κυβερνήσεως.

 

   4. Για την επιχορήγηση των επιχειρήσεων, την τυ­χόν επιδότηση των επιτοκίων, τη συμμετοχή του Δη­μοσίου στο κεφάλαιο εταιρειών μικτής οικονομίας και κάθε άλλη συναφή δαπάνη του Δημοσίου, εγγράφεται σχετική πίστωση στον προϋπολογισμό των δημοσίων επενδύσεων. Τα δάνεια χορηγούνται μέσω πιστοδοτικών οργανισμών, όπως ειδικότερα ρυθμίζεται με την από­φαση που προβλέπει η προηγούμενη παράγραφος για την έγκριση των βασικών όρων της σύμβασης.

 

   5. Για τις λοιπές επενδύσεις, της εταιρείας ή του συ­νεταιρισμού ή της επιχείρησης, εκτός των έργων για τα οποία ισχύει το άρθρο αυτό, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 1262/1982 (ΦΕΚ 70 Α'), όπως εκάστοτε ισχύουν, εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις.

 

   6. Ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημό­σιων Έργων μπορεί να εγκρίνει την εκτέλεση δημόσιου έργου ή τμήματός του από ενδιαφερόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο με δαπάνη του και χωρίς καμιά επι­βάρυνση του Δημοσίου, ορίζοντας τους όρους με τους οποίους θα εκτελεσθεί το έργο και θα γίνει η επίβλεψη και παραλαβή από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Για έργα αρμοδιότητας άλλων φορέων η έγκριση γίνεται από το αρμόδιο όργανο του φορέα.

 

ΜΕΡΟΣ VI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Αρθρο  179

Εξουσιοδοτικές διατάξεις

 

   1. Όπου στις διατάξεις του παρόντος Κώδικα προ­βλέπεται η έκδοση προεδρικών διαταγμάτων, αυτά εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στη σχετική διάταξη.

 

   2. Με διάταγμα μπορούν να τροποποιούνται οι διατά­ξεις που αφορούν:

α) Όλα τα ειδικότερα θέματα που αναφέρονται στη δημοπρασία, γενικά ή κατά συστήματα υποβολής των προσφορών.

β) Στον τρόπο υποβολής και εκτίμησης εναλλακτικών προσφορών. γ) Στις εγγυήσεις.

δ) Στις υποχρεώσεις αυτών που συμμετέχουν στο διαγωνισμό.

ε) Στο χρόνο ισχύος των προσφορών.

στ) Στη σύνθεση, συγκρότηση και λειτουργία των επιτροπών διαγωνισμού, στις οποίες, όταν συγκροτού­νται για έργα προϋπολογισμού ανώτερου της δεύτερης τάξης του Μ.Ε.ΕΠ., συμμετέχουν εκτός των υπαλλήλων των φορέων του δημόσιου τομέα και εκπρόσωποι των Ο.Τ.Α., του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΤΕΕ), των φορέων που θα χρησιμοποιήσουν τα έργα και των ερ­γοληπτικών οργανώσεων. Οι επιτροπές αυτές μπορεί να προβλέπονται κατά έργα ή κατά φορέα ή ενιαίες για τα έργα περισσότερων φορέων σε επίπεδο νομαρχιακό, διανομαρχιακό και εθνικό και να συμπληρώνονται με πρόσθετα μέλη για την περίπτωση ειδικών ή μεγάλων έργων ή προσφορών με τα συστήματα των περιπτώσε­ων δ', στ' και ζ' του άρθρου 4 του παρόντος και γενικά κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.

ζ) Στα όργανα και τη διαδικασία έγκρισης ή ακύρωσης του αποτελέσματος.

η) Στην υποχρέωση των διαγωνιζόμενων, κατά κατη­γορίες έργων ή συστήματα προσφορών να υποβάλουν, εφόσον αυτό προβλέπεται στη διακήρυξη μαζί με τις προσφορές ή σε ορισμένη προθεσμία πριν τη δημοπρα­σία, τεύχος παρατηρήσεών τους για τη μελέτη με την οποία δημοπρατείται το έργο γενικά ή για ειδικότερα θέματα που επισημαίνονται με τη διακήρυξη.

 

   3. Με προεδρικό διάταγμα μπορεί να καθορίζονται διαφορετικά συστήματα προσφοράς εκτός από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 4 του παρόντος.

 

   4. Με προεδρικό διάταγμα μπορεί να καθορίζονται και να τροποποιούνται επίσης οι διατάξεις που αφορούν:

α) στην κατάρτιση των συμβάσεων κατασκευής δη­μοσίων έργων,

β) στα ποσοστά γενικών εξόδων και οφέλους που εφαρμόζονται κατά περίπτωση,

γ) στις υποχρεώσεις των κοινοπρακτούντων αναδό­χων,

δ) στα θέματα των διαφόρων προθεσμιών,

ε) στις υποχρεώσεις και ενέργειες των οργάνων της υπηρεσίας,

στ) στη διαμονή του αναδόχου και στην εκπροσώπηση αυτού,

ζ) στην τήρηση του ημερολογίου του έργου,

η) στην επιβολή και κατάπτωση των ποινικών ρητρών, στη συνομολόγηση ρήτρας πρόσθετης καταβολής (πριμ) στον ανάδοχο για τη γρηγορότερη από την προθεσμία περάτωση του έργου ή μέρους αυτού,

θ) στο σκοπό για τον οποίο δίνεται η προκαταβολή ή μέρος της, στο ύψος της εγγυητικής επιστολής, στον τρόπο παρακολούθησης για τη χρησιμοποίηση της προ­καταβολής, στα θέματα της τμηματικής απόσβεσης και στα θέματα της επιστροφής του τυχόν αναπόσβεστου μέρους της προκαταβολής μετά τη λύση ή λήξη της σύμβασης με οποιονδήποτε τρόπο,

ι) στην καταμέτρηση των εργασιών και στους υπό­χρεους για την καταμέτρηση,

ια) στην πιστοποίηση και πληρωμή των εργασιών και στην αναθεώρησή τους,

ιβ) στην εφαρμογή της αναθεώρησης των τιμών και ιδίως στον τρόπο διαπίστωσης των βασικών τιμών, στα όργανα για τη διαπίστωση αυτή με τη δυνατότητα σύ­στασης ειδικού συλλογικού οργάνου, στον τρόπο που θα υπολογίζεται η αναθεώρηση για τα υλικά που πι­στοποιούνται πριν ενσωματωθούν ή για τις άλλες ημι­τελείς εργασίες, στον περιορισμό της αναθεώρησης στις περιπτώσεις που δίνονται στον ανάδοχο υλικά ή μηχανήματα από το φορέα του έργου ή στην εξαίρεση από την αναθεώρηση αποζημιώσεων του αναδόχου από οποιαδήποτε αιτία,

ιγ) στην απολογιστική εκτέλεση των εργασιών, της οποίας η προμήθεια των υλικών για έργα του Δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ. γίνεται απευθείας από το φορέα κατα­σκευής του έργου χωρίς να απαιτείται γι' αυτό έγκρι­ση ή εξουσιοδότηση των υπηρεσιών των Υπουργείων Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης και για τα έργα άλλων φορέων, με βάση τις ειδικές διατάξεις των φορέων αυτών,

ιδ) στις τροποποιήσεις του προϋπολογισμού, στον κανονισμό και στην έγκριση τιμών μονάδας νέων ερ­γασιών,

ιε) στις διαδικασίες για τη διαπίστωση ελαττωμάτων ή ζημιών, στην έκπτωση του αναδόχου, στον προσδι­ορισμό των αποζημιώσεων λόγω υπερημερίας του κυ­ρίου του έργου και ζημιών λόγω ανωτέρας βίας, στην επέμβαση του φορέα κατασκευής του έργου για τη διόρθωση ελαττωμάτων, στη συνέχιση των εργασιών μετά την έκπτωση,

ιστ) στη διακοπή των έργων και διάλυση των συμ­βάσεων,

ιζ) στην αξία του εισκομισθέντων υλικών και του αναπόσβεστου μέρους των εγκαταστάσεων σε περίπτωση διάλυσης της σύμβασης,

ιη) στα προσόντα του υποκατάστατου, στις συνέπειες για τον ανάδοχο, στη διαδικασία έγκρισης της υποκα­τάστασης, στα θέματα που σχετίζονται με την υποκα­τάσταση μέλους αναδόχου κοινοπραξίας,

ιθ) στο διακανονισμό της σύμβασης σε περίπτωση θανάτου ή πτώχευσης, στα μέτρα που λαμβάνονται σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμών του προσωπικού του αναδόχου,

κ) στις προθεσμίες παραλαβής του έργου, προσωρινής και οριστικής, στον τρόπο που διενεργείται η παραλαβή, στις συνέπειες της μη εμπρόθεσμης διενέργειας της πα­ραλαβής, στα θέματα που συνδέονται με τη διοικητική παραλαβή και με ενδεχόμενες παραλαβές τμημάτων του έργου, στα θέματα που σχετίζονται με τη σύνταξη των επιμετρήσεων του έργου και την τυχόν επιβολή στον ανάδοχο ειδικών ποινικών ρητρών ή άλλων συνεπειών για την καθυστέρηση των επιμετρήσεων,

κα) στον καθορισμό κατά κατηγορία έργων του χρό­νου συντήρησης, στις συνέπειες παραμέλησης από τον ανάδοχο της συντήρησης των έργων,

κβ) στη χρήση του έργου πριν από την παραλαβή, στα όρια, στον τρόπο και στον τύπο παροχής των εγ­γυήσεων, στην αντικατάσταση των παρακρατήσεων με εγγυητικές επιστολές, στην απόδοση ή κατάπτωση των εγγυήσεων και εγγυητικών επιστολών,

κγ) στα στοιχεία που τυχόν συνοδεύουν την αίτηση θεραπείας, καθώς και στα θέματα που αναφέρονται στην εισαγωγή και εισήγηση της αίτησης θεραπείας για γνωμοδότηση στο Τεχνικό Συμβούλιο στην κλήση και παράσταση του αιτούντος και των λοιπών ενδια­φερομένων ενώπιον του Συμβουλίου, στην έκδοση και κατάρτιση της γνωμοδότησης του Συμβουλίου και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια,

κδ) στον καθορισμό καταβολής ποσού ως βραβείου στις αξιολογότερες μελέτες που υποβάλλονται στο δι­αγωνισμό στο σύστημα μελέτη - κατασκευή.

 

   5. Τα προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται σε εκτέ­λεση των διατάξεων του παρόντος Κώδικα μπορεί να ρυθμίζουν και τις κατά το χρόνο της έκδοσής τους καταρτισμένες συμβάσεις κατασκευής δημοσίων έργων, εκτός από τα θέματα που αναφέρονται στην οικονομική δομή των συμβάσεων αυτών. Τα πιο πάνω προεδρικά δι­ατάγματα μπορούν επίσης να ορίζουν τις διατάξεις που εφαρμόζονται μόνο αν με τις εργολαβικές συμβάσεις δεν ρυθμίζεται διαφορετικά το αντίστοιχο θέμα.

 

   6. Με απόφαση που εκδίδεται από τον Υπουργό Πε­ριβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων μπορεί να καθορίζονται οι ελάχιστοι όροι που πρέπει να περι­λαμβάνονται στο συμφωνητικό σύστασης κοινοπραξίας ή υπεργολαβίας, οι λόγοι για τους οποίους μπορεί ο κύριος του έργου ή ο φορέας κατασκευής να μην εγκρί­νουν τη σύστασή τους, η διαδικασία έγκρισής τους και κάθε σχετικό θέμα.

 

Αρθρο 180

Ειδικές ρυθμίσεις, έργα άλλων φορέων

 

   1. Τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες που προβλέπο­νται από τον παρόντα Κώδικα και τα διατάγματα που εκδίδονται με εξουσιοδότησή του ασκούνται από τα αρμόδια όργανα ή συμβούλια του φορέα κατασκευής του έργου σύμφωνα με τις οργανωτικές διατάξεις του κάθε φορέα.

 

   2. Καθήκοντα προϊσταμένης αρχής για την εκτέλεση των δημοσίων έργων, αρμοδιότητας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων ασκεί ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσι­ων Εργων επικουρούμενος από την καθ' ύλην αρμόδια υπηρεσία, σύμφωνα με τις οργανωτικές διατάξεις του Υπουργείου. Με απόφαση του Υπουργού μπορούν να μεταβιβάζονται οι σχετικές αρμοδιότητες σε υποκείμενα όργανα και να ορίζεται ο χρόνος έναρξης της άσκησης των αρμοδιοτήτων της Προϊσταμένης Αρχής από τα νέα όργανα και οι συμβάσεις στις οποίες ασκούνται οι αρμοδιότητες αυτές.

Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωρο­ταξίας και Δημόσιων Έργων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να ανατίθεται η διαδικασία ανάθεσης και εκτέλεσης έργου σε οποιαδή­ποτε οργανωτική μονάδα, Διεύθυνση ή Ειδική Υπηρεσία Δημόσιων Έργων (ΕΥΔΕ), της Γενικής Γραμματείας Δη­μόσιων Έργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωρο­ταξίας και Δημόσιων Έργων.

 

   3. Στα έργα που εκτελούνται από άλλους φορείς, εκτός από τις υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε., του Υπουργεί­ου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, μπορεί με διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, να γίνεται ο ειδικότερος προσδιορισμός των οργάνων και συμβουλίων που αποφασίζουν ή γνωμοδοτούν για τα έργα των φορέων αυτών σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα και να γίνονται οι αναγκαίες προ­σαρμογές ή διαφοροποιήσεις των σχετικών διαδικασιών του και των θεμάτων που ρυθμίζονται με τον παρό­ντα Κώδικα για την αντιμετώπιση των ιδιαιτεροτήτων φορέων και έργων. Με το διάταγμα αυτό μπορεί να ενοποιούνται ή να συντέμνονται και οι διαδικασίες που αναφέρονται στη διοικητική και δικαστική επίλυση των διαφορών ή να καταργούνται βαθμοί των διαδικασιών αυτών. Επίσης μπορεί να μεταβιβάζονται και οι αρμοδι­ότητες του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων επί των αιτήσεων θεραπείας, εγκρί­σεως διεξαγωγής διεθνών διαγωνισμών και εγκρίσεως παρεκκλίσεων για τη μελέτη και κατασκευή έργων.

 

   4. Σε κάθε περίπτωση η εποπτεία στους άλλους φο­ρείς για την τήρηση των διαδικασιών και γενικά για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κώδικα και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται με εξουσι-οδότησή του ασκείται από τη Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, όπως ειδικότερα ορίζεται με προεδρικό διάταγμα.

 

Αρθρο 181

Παρεκκλίσεις

 

   Παρεκκλίσεις από τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα επιτρέπονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγρά­φου 2 του άρθρου 11 του ν.δ. 2386/1953 (ΦΕΚ 111 Α'). Δεν επιτρέπονται παρεκκλίσεις από τις διατάξεις του άρθρου 36 εκτός από τις παραγράφους 7 και 10, του άρθρου 37 παράγραφος 1, του άρθρου 43, του άρθρου 53 παράγραφοι 1, 7, 8 και 9, του άρθρου 54, του άρθρου 57 παράγραφος 1, των άρθρων 58, 73, 74, 75, 76 και 77, καθώς και των άρθρων 92 έως και 110 του παρόντος.

 

Αρθρο 182

Παραρτήματα

 

   1. Προσαρτώνται και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του παρόντος τα Παραρτήματα I, III, IV, VN, VIIA, VIIB, VIIΓ, X του π.δ. 60/2007, καθώς και τα νέα τυποποιημένα έντυπα που αφορούν τα έργα που εμπίπτουν στην κοι­νοτική νομοθεσία και παρατίθενται στα Παραρτήματα Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και VIII έως XI του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 1564/2005 της Επιτροπής (L257/1.10.2005).

 

   2. Προσαρτώνται και αποτελούν επίσης αναπόσπαστο μέρος του παρόντος Κώδικα και οι ακόλουθες υπουρ­γικές αποφάσεις:

α) Δ17α/02/115/ΦΝ 443/3.8.2007(ΦΕΚ 1586 Β' και 2410 Β' Διόρθωση Σφαλμάτων) «Έγκριση 4ης βελτίωσης των πρότυπων τευχών διακηρύξεων δημοσίων έργων»,

β) Δ15/οικ/24298/28.7.2005 (ΦΕΚ 1105 Β') «Έκδοση ενη­μερότητας πτυχίου ... και πιστοποιητικών εκτέλεσης έρ­γων», όπως τροποποιήθηκε με την αριθμ. Δ15/οικ.1179/07 (ΦΕΚ 106 Β'),

γ) οικ.433/19.9.2000 (ΦΕΚ 1176 Β'/22.9.2000) «Καθιέρωση του Φακέλου Ασφάλειας και Υγείας (ΦΑΥ) ως απαραίτη­του στοιχείου για την προσωρινή και οριστική παραλαβή κάθε Δημόσιου Έργου»,

δ) ΔΕΕΠΠ ΟΙΚ.502/13.10.2000 (ΦΕΚ 1265 Β') «Εφαρμογή Προγραμμάτων Ποιότητας Έργων (Π.Π.Ε.) στα Δημόσια Έργα και Μελέτες»,

ε) ΔΕΕΠΠ ΟΙΚ.4/22.1.2001 (ΦΕΚ 94 Β') «Σύσταση Ειδικού Σώματος Ελεγκτών Συστημάτων και Προγραμμάτων Διασφάλισης Ποιότητας Δημόσιων Έργων»,

στ) ΔΙΠΑΔ/οικ/177/2.3.2001 (ΦΕΚ 266 Β') «Πρόληψη ερ­γασιακού κινδύνου κατά τη μελέτη του έργου»,

ζ) Δ14/43309/5.3.2001 (ΦΕΚ 332 Β') - Διορθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ 724 Β'/12.6.2001 «Εγκριση Κανονισμού διενέργειας ελέγχου ποιότητας υλικών και έργων», όπως τροποποιήθηκε με την αριθμ. Δ14/45004/01 (ΦΕΚ 793 Β'),

η) ΔΕΕΠΠ/οικ/85/14.5.2001 (ΦΕΚ 686 Β') «Καθιέρωση του Σχεδίου Ασφάλειας και Υγείας (ΣΑΥ) και του Φα­κέλου Ασφάλειας και Υγείας (ΦΑΥ) ως απαραίτητων στοιχείων για την έγκριση μελέτης στα στάδια της οριστικής μελέτης ή και της μελέτης εφαρμογής σε κάθε δημόσιο έργο»,

θ) ΔΙΠΑΔ/οικ/611/24.7.2001 (ΦΕΚ 1013 Β') «Οδηγίες υπο­χρεωτικής εφαρμογής για το περιεχόμενο, τον έλεγχο και την έγκριση Προγράμματος Ποιότητας Εργου»,

ι) ΔΙΠΑΔ/οικ/889/27.11.2002 (ΦΕΚ 16 Β') «Πρόληψη και αντιμετώπιση του εργασιακού κινδύνου κατά την κατασκευή Δημόσιων Εργων (ΣΑΥ και ΦΑΥ)»,

ια) ΔΕΕΠΠ/οικ/110/12.5.2003 (ΦΕΚ 624 Β') «Τήρηση Βάσης Δεδομένων με τις αστοχίες μελετών, κατασκευών και συντηρήσεων Δημόσιων Έργων και τους λόγους που τις προκάλεσαν»,

ιβ) ΔΙΠΑΔ/οικ/501/1.7.2003 (ΦΕΚ 928 Β') «Εγκριση οδηγιών υποχρεωτικής εφαρμογής για το περιεχόμενο, τον έλεγχο και την έγκριση Προγράμματος Ποιότητας Μελέτης»,

ιγ) ΕΔ2α/01/71/Φ.Ν.294/1986 (ΦΕΚ 374 Β') «Εγκριση Κα­νονισμού Επιθεωρήσεων Δημόσιων Εργων»,

ιδ) 64517/Ε.Υ.Σ. 6195/2.10.2003 (ΦΕΚ 1539 Β') «Ρύθμιση όλων των θεμάτων σχετικά με τους ελέγχους ποιότη­τας στα δημόσια έργα που διενεργούνται από Ειδικό Συμβούλιο, των ειδικότερων θεμάτων λειτουργίας του, καθώς και κάθε άλλης σχετικής λεπτομέρειας», όπως τροποποιήθηκε με την αριθμ. 8017/Α.Πλ.1259/07 (ΦΕΚ 260 Β'),

ιε) Δ17γ/08/45/Φ.2.2.1/13.3.2007 (ΦΕΚ 447 Β' και 694 διόρθωση σφαλμάτων), «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων Προϊσταμένης Αρχής στις συμβάσεις δημοσίων έργων αρμοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων»,

ιστ) 20977/23.8.2007 (ΦΕΚ 1673 Β') «Δικαιολογητικά για την τήρηση των μητρώων του ν. 3310/2005, όπως τρο­ποποιήθηκε με το ν. 3414/2005».

 

   3. Προσαρτάται στον παρόντα Κώδικα πίνακας διατά­ξεων νόμων, διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων που κωδικοποιούνται.

 

Αρθρο δεύτερο

Εναρξη ισχύος

 

   Η ισχύς του παρόντος Κώδικα αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

   Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.