ΝΟΜΟΣ  3378/2005 - ΦΕΚ 203/Α'/19.8.2005

Κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς (αναθεωρημένη).

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

 

Αρθρο πρώτο

 

Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς (αναθεωρημένη), που υπογράφηκε στη Βαλέττα στις 16 Ιανουαρίου 1992, της οποίας το κείμενο σε πρωτότυπο στην αγγλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική έχει ως εξής:

(Βλέπε Διεθνής Σύμβαση 16.1.1992)

 

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ (αναθεωρημένη)

 

Τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης καθώς και τα άλλα Κράτη που είναι Συμβαλλόμενα Μέρη στην Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Σύμβαση και υπογράφουν την παρούσα (αναθεωρημένη) Σύμβαση.

 

Θεωρώντας ότι ο σκοπός του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι να επιτύχει μια στενότερη σύνδεση ανάμεσα στα μέλη του, με κύριο στόχο να διαφυλάξει και να προωθήσει τα ιδεώδη και τις αρχές, που αποτελούν την κοινή τους κληρονομιά.

 

Έχοντας υπ' όψιν την Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Σύμβαση, που υπεγράφη στο Παρίσι στις 19 Δεκεμβρίου 1954 και ιδιαίτερα τα άρθρα της 1 και 5.

 

Έχοντας υπ' όψιν τη Σύμβαση για την Προστασία της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς της Ευρώπης που υπεγράφη στη Γρανάδα στις 3 Οκτωβρίου 1985.

 

Έχοντας υπ’ όψιν την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Αδικήματα σχετικά με τα Πολιτιστικά Αγαθά, η οποία υπεγράφη στους Δελφούς στις 23 Ιουνίου 1985.

 

Έχοντας υπ’ όψιν τις Συστάσεις της Κοινοβουλευτικής Συνελεύσεως [του Συμβουλίου της Ευρώπης] που αφορούν στην Αρχαιολογία, και ιδιαίτερα τις Συστάσεις 848(1978), 921 (1981) και 1072 (1988).

 

Έχοντας υπ' όψιν την υπ' αριθμ. R (89) 5 Σύσταση σχετικά με την προστασία και την ανάδειξη της αρχαιολογικής κληρονομιάς στο πλαίσιο της επιχείρησης σχεδιασμού των πόλεων και της υπαίθρου. Υπενθυμίζοντας ότι η αρχαιολογική κληρονομιά αποτελεί βασικό παράγοντα για τη γνώση της ιστορίας των πολιτισμών.

 

Αναγνωρίζοντας ότι η ευρωπαϊκή αρχαιολογική κληρονομιά, που είναι μάρτυρας της αρχαίας ιστορίας, απειλείται σοβαρά με καταστροφή, τόσο από την αύξηση του αριθμού των μεγάλων αναπτυξιακών έργων όσο και από φυσικά αίτια, από τις λαθραίες ή τις χωρίς επιστημονική μέθοδο ανασκαφές, ή ακόμα κι από την ανεπαρκή πληροφόρηση της κοινής γνώμης.

 

Επιβεβαιώνοντας ότι είναι σημαντικό να θεσπισθούν, όπου ακόμη δεν υπάρχουν, οι επιβαλλόμενες διαδικασίες διοικητικού και επιστημονικού ελέγχου και ότι πρέπει η μέριμνα για τη διαφύλαξη της αρχαιολογικής κληρονομιάς να αντανακλάται στη χωροταξική πολιτική των πόλεων και της υπαίθρου και στις στρατηγικές της πολιτιστικής αναπτύξεως,

 

Υπογραμμίζοντας ότι η ευθύνη για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς εναπόκειται όχι μόνον στο άμεσα ενδιαφερόμενο Κράτος αλλά στο σύνολο των ευρωπαϊκών κρατών, προκειμένου να μειωθούν οι κίνδυνοι φθοράς και να προωθηθεί η συντήρηση με την ενθάρρυνση των ανταλλαγών εμπειρογνωμόνων και εμπειριών,

 

Διαπιστώνοντας την αναγκαιότητα συμπληρώσεως των αρχών που διατυπώθηκαν στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία της Αρχαιολογικής Κληρονομιάς, που υπεγράφη στο Λονδίνο στις 6 Μαΐου 1969, ως συνέπεια της εξελίξεως των αναπτυξιακών πολιτικών στις ευρωπαϊκές χώρες,

 

Συμφώνησαν τα εξής:

 

 

Αρθρο 1

 

Ορισμός της αρχαιολογικής κληρονομιάς

 

1. Σκοπός της παρούσας (αναθεωρημένης) Συμβάσεως είναι η προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς ως πηγής της ευρωπαϊκής συλλογικής μνήμης και ως μέσου για την ιστορική και επιστημονική μελέτη.

 

2. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούνται ως στοιχεία της αρχαιολογικής κληρονομιάς όλα τα κατάλοιπα και αντικείμενα καθώς και άλλα ίχνη ανθρώπινης υπάρξεως από το παρελθόν, των οποίων συγχρόνως:

i) η διαφύλαξη και η μελέτη επιτρέπει την ανάπλαση της ιστορίας του ανθρώπου και της σχέσεως του με το φυσικό περιβάλλον,

ii) οι κύριες πηγές πληροφορίας είναι οι ανασκαφές, οι ανακαλύψεις αλλά και κάθε άλλη μέθοδος έρευνας του ανθρώπινου γένους και του περιβάλλοντος του, και

iii) η θέση εντοπίζεται σε οποιαδήποτε περιοχή εμπίπτει στη δικαιοδοσία των Συμβαλλομένων.

 

3. Στην αρχαιολογική κληρονομιά περιλαμβάνονται κατασκευές, οικοδομήματα, αρχιτεκτονικά σύνολα, οργανωμένοι χώροι και τόποι, κινητά αντικείμενα, μνημεία πάσης φύσεως μαζί με το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, είτε αυτά βρίσκονται στη γη είτε μέσα στο νερό.

 

 

Αρθρο 2

 

Αναγνώριση της [αρχαιολογικής] κληρονομιάς και μέτρα προστασίας

 

Κάθε συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να θεσμοθετήσει, με τα κατάλληλα για κάθε κράτος μέσα, ένα νομικό καθεστώς προστασίας της αρχαιολογικής κληρονομιάς, το οποίο να προβλέπει:

i) την οργάνωση ενός ευρετηρίου της αρχαιολογικής κληρονομιάς και την καταχώριση των προστατευομένων μνημείων και περιοχών,

 

ii) τη δημιουργία εφεδρικών αρχαιολογικών ζωνών, ακόμη κι όταν δεν υπάρχουν ορατά λείψανα στην επιφάνεια του εδάφους ή μέσα στο νερό, για τη διατήρηση των υλικών μαρτυριών, που θα αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης για τις μεταγενέστερες γενεές,

 

iii) την υποχρέωση του ευρέτη να αναφέρει στις αρμόδιες Αρχές την τυχαία ανεύρεση στοιχείων της αρχαιολογικής κληρονομιάς και να τα θέτει στη διάθεση τους προς εξέταση.

 

 

Αρθρο 3

 

Με σκοπό τη διαφύλαξη της αρχαιολογικής κληρονομιάς καθώς και τη διασφάλιση της επιστημονικής σημασίας της αρχαιολογικής έρευνας, κάθε Συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση:

i) να θέσει σε εφαρμογή διαδικασίες εγκρίσεως και ελέγχου των ανασκαφικών ερευνών και των άλλων αρχαιολογικών δραστηριοτήτων, ούτως ώστε:

α) να αποτρέπεται κάθε παράνομη ανασκαφή ή μετακίνηση στοιχείων της αρχαιολογικής κληρονομιάς.

β) να διασφαλίζει ότι οι ανασκαφές και οι αρχαιολογικές έρευνες διεξάγονται με τρόπο επιστημονικό και με την επιφύλαξη ότι:

- θα εφαρμόζονται μη καταστρεπτικές ερευνητικές μέθοδοι οπουδήποτε αυτό είναι δυνατό, - τα στοιχεία της αρχαιολογικής κληρονομιάς δεν θα αποκαλύπτονται ούτε θα αφήνονται εκτεθειμένα, κατά τη διάρκεια ή μετά το πέρας της ανασκαφής, χωρίς να έχουν ληφθεί τα κατάλληλα για την προφύλαξη, συντήρηση και διαχείριση τους μέτρα,

 

ii) να διασφαλίσει ότι οι ανασκαφές και οι άλλες εν δυνάμει καταστρεπτικές τεχνικές μέθοδοι θα διεξάγονται και θα εφαρμόζονται αποκλειστικά από εξειδικευμένο και ειδικά εξουσιοδοτημένο προσωπικό,

 

iii) να υποβάλλει σε ειδική προέγκριση, στις περιπτώσεις που προβλέπεται από την εσωτερική νομοθεσία του Κράτους, την χρήση ανιχνευτών μετάλλου και οποιουδήποτε άλλου ανιχνευτικού εξοπλισμού ή άλλης μεθόδου αρχαιολογικής έρευνας.

 

 

Αρθρο 4

 

Κάθε Συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να λάβει μέτρα για τη φυσική προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς προβλέποντας, ανάλογα με τις περιστάσεις:

i) την απόκτηση ή την προστασία με άλλα κατάλληλα μέσα, από τις δημόσιες αρχές, των χώρων που προορίζονται να αποτελέσουν τις εφεδρικές αρχαιολογικές ζώνες,

 

ii) τη συντήρηση και τη διατήρηση της αρχαιολογικής κληρονομιάς κατά προτίμηση στη θέση εύρεσης,

 

iii) την οργάνωση κατάλληλων αποθηκευτικών χώρων για τα αρχαιολογικά ευρήματα που μετακινούνται από την αρχική τους θέση.

 

 

Αρθρο 5

 

Ολοκληρωμένη προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς

 

Κάθε συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση:

i) να επιδιώξει το συμβιβασμό και το συνδυασμό των αντίστοιχων αναγκών της. αρχαιολογίας και του αναπτυξιακού σχεδιασμού εξασφαλίζοντας τη συμμετοχή των αρχαιολόγων:

α) στο σχεδιασμό πολιτικών που αποσκοπούν στην κατάρτιση ισορροπημένων στρατηγικών για την προστασία, συντήρηση και ανάδειξη των χωρούν αρχαιολογικού ενδιαφέροντος,

β) στην εξέλιξη των διαφόρων φάσεων των προγραμμάτων αναπτυξιακού σχεδιασμού,

 

ii) να εξασφαλίσει μια συστηματική συνεργασία μεταξύ αρχαιολόγων, πολεοδόμων και χωροτακτών ώστε να είναι δυνατή:

α) η τροποποίηση των αναπτυξιακών σχεδιασμών, που πιθανόν να βλάπτουν την αρχαιολογική κληρονομιά,

β) η παροχή χρόνου και μέσων ικανών για την εκπόνηση της αρμόζουσας, επιστημονικής μελέτης του χώρου και για τη δημοσίευση των ευρημάτων,

 

iii) να διασφαλίσει ότι οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων και οι αποφάσεις που προκύπτουν από αυτές λαμβάνουν υπόψη τους πλήρως τους αρχαιολογικούς χώρους και τόπους και τον περιβάλλοντα χώρο τους,

 

iv) να προβλέπει τη διατήρηση στη θέση εύρεσης, όπου είναι εφικτό, στοιχείων της αρχαιολογικής κληρονομιάς, όταν αυτά ανευρίσκονται κατά τη διάρκεια αναπτυξιακών έργων,

 

ν) να εξασφαλίσει ότι το άνοιγμα των αρχαιολογικών χώρων στο κοινό και ειδικά οι εγκαταστάσεις και διαμορφώσεις για την υποδοχή μεγάλου αριθμού επισκεπτών δεν θα προσβάλλουν τον αρχαιολογικό και επιστημονικό χαρακτήρα των χώρων και του περιβάλλοντός τους.

 

 

Αρθρο 6

 

Χρηματοδότηση αρχαιολογικής έρευνας και συντηρήσεως

 

Κάθε Συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση:

i) να ρυθμίσει τη δημόσια οικονομική υποστήριξη για την αρχαιολογική έρευνα από τις εθνικές, περιφερειακές ή τοπικές αρχές, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους,

 

ii) να αυξήσει τους υλικούς πόρους για τη σωστική αρχαιολογική έρευνα:

α) λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα ώστε, κατά τη διάρκεια των μεγάλων δημόσιων ή ιδιωτικών αναπτυξιακών έργων, να προβλέπεται η κάλυψη του συνολικού κόστους όλων των αναγκαίων αρχαιολογικών εργασιών, που συνδέονται με τα έργα αυτά, με κεφάλαια του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα, αναλόγως,

β) περιλαμβάνοντας στον προϋπολογισμό των έργων αυτών τις προκαταρκτικές αρχαιολογικές μελέτες και έρευνες, τις συνοπτικές επιστημονικές εκθέσεις καθώς και την ολοκληρωμένη δημοσίευση και έκδοση των ευρημάτων, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις μελέτες επιπτώσεων που απαιτεί η μέριμνα για το περιβάλλον και τη χωροταξία.

 

 

Αρθρο 7

 

Συλλογή και διάδοση της επιστημονικής πληροφορίας

 

Με στόχο τη διευκόλυνση της μελέτης και της διαδόσεως των πληροφοριών για τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις, κάθε Συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση:

i) να πραγματοποιήσει ή να εκσυγχρονίσει τις έρευνες, τις καταγραφές και τις χαρτογραφήσεις των αρχαιολογικών χώρων στις περιοχές δικαιοδοσίας του,

 

ii) να υιοθετήσει όλα τα πρακτικά μέτρα που να εξασφαλίζουν, μετά το πέρας των αρχαιολογικών εργασιών, ένα δημοσιεύσιμο συνοπτικό επιστημονικό σύγγραμμα, προκαταρκτικό της απαραίτητης ολοκληρωμένης δημοσιεύσεως των εξειδικευμένων μελετών.

 

 

Αρθρο 8

 

Κάθε Συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση:

i) να διευκολύνει την ανταλλαγή, σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο, στοιχείων της αρχαιολογικής κληρονομιάς για επαγγελματικούς επιστημονικούς σκοπούς, λαμβάνοντας όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε αυτή η κυκλοφορία να μη βλάψει με κανένα τρόπο την πολιτιστική και επιστημονική αξία αυτών των στοιχείων,

 

ii) να προωθήσει τις ανταλλαγές πληροφοριών γύρω από την ανασκαφική έρευνα και τις εν εξελίξει ανασκαφές και να συμβάλλει στη διοργάνωση διεθνών προγραμμάτων έρευνας.

 

 

Αρθρο 9

 

Ευαισθητοποίηση του κοινού

 

Κάθε Συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση:

i) να αναπτύξει εκπαιδευτική δραστηριότητα με σκοπό την αφύπνιση και την ανάπτυξη της συνειδήσεως της κοινής γνώμης γύρω από την αξία της αρχαιολογικής κληρονομιάς για τη γνώση του παρελθόντος καθώς και γύρω από τους κινδύνους που απειλούν αυτή την κληρονομιά,

 

ii) να διευκολύνει την πρόσβαση του κοινού στα σημαντικά μνημεία της αρχαιολογικής κληρονομιάς, ιδιαίτερα στους αρχαιολογικούς χώρους και να ενθαρρύνει την έκθεση στο κοινό επιλεγμένων αρχαιολογικών αντικειμένων.

 

 

Αρθρο 10

 

Πρόληψη της παράνομης διακινήσεως στοιχείων της αρχαιολογικής κληρονομιάς

 

Κάθε Συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση:

i) να οργανώσει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων δημοσίων αρχών και των επιστημονικών ιδρυμάτων για τις διαπιστωμένες παράνομες ανασκαφές,

 

ii) να γνωστοποιήσει στις αρμόδιες αρχές του Κράτους προελεύσεως, που είναι Συμβαλλόμενο Μέρος στην παρούσα (αναθεωρημένη) Σύμβαση, κάθε προσφορά αγαθού, που δημιουργεί υποψίες ότι είναι προϊόν είτε παράνομης ανασκαφής είτε υπεξαιρέσεως από επίσημη ανασκαφή, καθώς και όλες τις λεπτομέρειες γύρω από το θέμα,

 

iii) όσον αφορά τα μουσεία και τα συναφή ιδρύματα, των οποίων η πολιτική αγορών υπόκειται σε κρατικό έλεγχο, να λάβει τα αναγκαία μέτρα, ώστε αυτά να μην αποκτούν στοιχεία της αρχαιολογικής κληρονομιάς που δημιουργούν υποψίες ότι προέρχονται από ανεξέλεγκτες ανευρέσεις, από παράνομες ανασκαφές ή έχουν υπεξαιρεθεί από επίσημες ανασκαφές,

 

) ως προς τα μουσεία και τα συναφή ιδρύματα, που είναι εγκατεστημένα στην επικράτεια ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, και των οποίων όμως η πολιτική αγορών δεν υπάγεται σε κρατικό έλεγχο:

α) να τους διαβιβάσει το κείμενο της παρούσας (αναθεωρημένης) Συμβάσεως,

β) να καταβάλει κάθε προσπάθεια για να εξασφαλίσει από τα προαναφερθέντα μουσεία και ιδρύματα το σεβασμό των αρχών που διατυπώθηκαν στην παραπάνω παράγραφο 3,

γ) να περιορίσει, όσο είναι δυνατόν, με την εκπαιδευτική δραστηριότητα, την πληροφόρηση, την επαγρύπνηση και τη συνεργασία, τη διακίνηση στοιχείων της αρχαιολογικής κληρονομιάς, που προέρχονται από μη ελεγχόμενες ανευρέσεις, από παράνομες ανασκαφές ή έχουν υπεξαιρεθεί από επίσημες ανασκαφές.

 

 

Αρθρο 11

 

Καμία διάταξη της παρούσας (αναθεωρημένης) Συμβάσεως δεν θίγει τις ήδη υφιστάμενες ή τις μελλοντικές διμερείς ή πολυμερείς Συνθήκες μεταξύ των Συμβαλλομένων Κρατών, οι οποίες σχετίζονται με την παράνομη διακίνηση στοιχείων της αρχαιολογικής κληρονομιάς ή με την απόδοση τους στο νόμιμο ιδιοκτήτη.

 

 

Αρθρο 12

 

Αμοιβαία τεχνική και επιστημονική βοήθεια

 

Οι Συμβαλλόμενοι αναλαμβάνουν την υποχρέωση:

i) να παρέχουν αμοιβαίως τεχνική και επιστημονική βοήθεια μέσω ανταλλαγών εμπειριών και εμπειρογνωμόνων επί θεμάτων σχετικών με την αρχαιολογική κληρονομιά,

 

ii) να ενθαρρύνουν, στο πλαίσιο των σχετικών εθνικών νομοθεσιών και των διεθνών συμφωνιών τις οποίες έχουν συνάψει, τις ανταλλαγές ειδικών σε θέματα συντηρήσεως της αρχαιολογικής κληρονομιάς, συμπεριλαμβανομένων και των υπευθύνων στον τομέα της μετεκπαίδευσης.

 

 

Αρθρο 13

 

Έλεγχος εφαρμογής της (αναθεωρημένης) Συμβάσεως

 

Για τους σκοπούς της παρούσας (αναθεωρημένης) Συμβάσεως, μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων, συγκροτημένη από τη Σύνοδο Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, δυνάμει του άρθρου 17 του Καταστατικού του Συμβουλίου της Ευρώπης. είναι επιφορτισμένη με την παρακολούθηση της εφαρμογής της (αναθεωρημένης) Συμβάσεως και ειδικότερα:

i) να υποβάλλει περιοδικώς στη Σύνοδο Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης αναφορά για την κατάσταση της πολιτικής προστασίας της αρχαιολογικής κληρονομιάς στα Συμβαλλόμενα Κράτη καθώς και σχετικά με την εφαρμογή των αρχών που διατυπώνει η (αναθεωρημένη) Σύμβαση.

 

ii) να προτείνει στη Σύνοδο Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης μέτρα για την εφαρμογή των διατάξεων της (αναθεωρημένης) Συμβάσεως συμπεριλαμβανομένων των διακρατικών δραστηριοτήτων, της αναθεωρήσεως ή τροποποιήσεως της παρούσας (αναθεωρημένης) Συμβάσεως καθώς και της ενημερώσεως του κοινού γύρω από τους στόχους της,

 

iii) να υποβάλλει συστάσεις στη Σύνοδο Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την πρόσκληση Κρατών μη μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης να προσχωρήσουν στην (αναθεωρημένη) Σύμβαση.

 

 

Αρθρο 14

 

Τελικές διατάξεις

 

1. Η (αναθεωρημένη) αυτή Σύμβαση θα είναι ανοικτή για υπογραφή από τα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης καθώς και από τα άλλα Κράτη που είναι Συμβαλλόμενα Μέρη στην Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Σύμβαση. Αυτή θα υπόκειται σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Οι πράξεις επικυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως θα κατατίθενται στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου της Ευρώπης.

 

2. Κανένα Κράτος από τα Συμβαλλόμενα Μέρη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία της Αρχαιολογικής Κληρονομιάς, η οποία υπεγράφη στο Λονδίνο στις 6 Μαΐου 1969, δεν μπορεί να καταθέσει πράξη επικυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως εάν δεν έχει ήδη καταγγείλει την προαναφερθείσα Σύμβαση ή αν δεν την καταγγείλει ταυτοχρόνως.

 

3. Η παρούσα (αναθεωρημένη) Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ έξι μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία τέσσερα Κράτη, εκ των οποίων τρία τουλάχιστον μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, θα έχουν εκφράσει τη συγκατάθεση τους να συμβληθούν σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω παραγράφων.

 

4. Σε περίπτωση που, σε εφαρμογή των δύο προηγουμένων παραγράφων, η ενεργοποίηση της καταγγελίας της Συμβάσεως της 6ης Μαΐου 1969 δεν θα είναι ταυτόχρονη με την έναρξη της παρούσας (αναθεωρημένης) Συμβάσεως, κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί να δηλώσει, κατά την κατάθεση της πράξεως επικυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως, ότι θα συνεχίσει να εφαρμόζει τη Σύμβαση της 6ης Μαΐου 1969 έως ότου τεθεί σε ισχύ η παρούσα (αναθεωρημένη) Σύμβαση.

 

5. Για κάθε υπογράφον Κράτος, που θα εξέφραζε μεταγενέστερα τη συγκατάθεση του να συμβληθεί στην παρούσα (αναθεωρημένη) Σύμβαση, αυτή θα τεθεί σε ισχύ έξι μήνες μετά την ημερομηνία καταθέσεως της πράξεως επικυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως.

 

 

Αρθρο 15

 

1. Μετά τη θέση σε ισχύ της παρούσας (αναθεωρημένης) Σύμβασης, η Σύνοδος Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης θα μπορεί να καλέσει κάθε Κράτος μη μέλος του Συμβουλίου, καθώς και την Ευρωπαϊκή Ένωση, να προσχωρήσει στην παρούσα (αναθεωρημένη) Σύμβαση με απόφαση της πλειοψηφίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 20d του Καταστατικού του Συμβουλίου της Ευρώπης, και με την ομόφωνη ψήφο των αντιπροσώπων των συμβεβλημένων Κρατών, οι οποίοι δικαιούνται να παρίστανται στη Σύνοδο.

 

2. Για κάθε Κράτος που θα προσχωρήσει ή για την Ευρωπαϊκή Ένωση σε περίπτωση προσχωρήσεως, η (αναθεωρημένη) Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ έξι μήνες μετά την ημερομηνία καταθέσεως της πράξεως προσχωρήσεως στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου της Ευρώπης.

 

 

Αρθρο 16

 

1. Κάθε Κράτος μπορεί κατά τον χρόνο της υπογραφής ή της καταθέσεως της πράξεως επικυρώσεως, αποδοχής, εγκρίσεως ή προσχωρήσεως, να υποδείξει την περιοχή ή τις περιοχές στις οποίες θα εφαρμοσθεί η παρούσα (αναθεωρημένη) Σύμβαση.

 

2. Κάθε Κράτος μπορεί, οποιαδήποτε άλλη στιγμή στη συνέχεια, με μια δήλωση απευθυνόμενη προς τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης να επεκτείνει την εφαρμογή της παρούσας (αναθεωρημένης) Συμβάσεως σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή υποδείξει στη δήλωση. Η (αναθεωρημένη) Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ, ως προς αυτήν την περιοχή, έξι μήνες μετά την ημερομηνία αποδοχής της δηλώσεως από τον Γενικό Γραμματέα.

 

3. Κάθε δήλωση, που θα γίνει βάσει των δύο προηγουμένων παραγράφων, θα μπορεί να αποσυρθεί, όσον αφορά στις περιοχές που υποδεικνύονται σε αυτήν, με κοινοποίηση απευθυνόμενη στον Γενικό Γραμματέα. Η ανάκληση θα ενεργοποιείται έξι μήνες μετά την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποιήσεως από τον Γενικό Γραμματέα.

 

 

Αρθρο 17

 

1. Κάθε Συμβαλλόμενος μπορεί οποιαδήποτε στιγμή, να καταγγείλει την παρούσα (αναθεωρημένη) Σύμβαση με κοινοποίηση προς τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.

 

2. Η καταγγελία θα αρχίσει να ισχύει έξι μήνες μετά την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποιήσεως από τον Γενικό Γραμματέα.

 

 

Αρθρο 18

 

Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα κοινοποιήσει στα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, στα άλλα Κράτη που είναι Συμβαλλόμενα

Μέρη στην Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Σύμβαση καθώς και σε όλα τα Κράτη και την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα που έχουν προσχωρήσει ή έχουν κληθεί να προσχωρήσουν στην παρούσα (αναθεωρημένη) Σύμβαση τα εξής:

α. όλες τις υπογραφές,

β. την κατάθεση όλων των πράξεων επικυρώσεως, αποδοχής, εγκρίσεως ή προσχωρήσεως,

γ. όλες τις ημερομηνίες, κατά τις οποίες τέθηκε σε ισχύ η παρούσα (αναθεωρημένη) Σύμβαση σύμφωνα με τα άρθρα της 14,15 και 16,

δ. κάθε άλλη πράξη, κοινοποίηση ή πληροφορία σχετική με την παρούσα (αναθεωρημένη) Σύμβαση.

 

Έχοντας αποδεχθεί τα ανωτέρω, οι υπογράφοντες, πλήρως εξουσιοδοτημένοι για το σκοπό αυτό, υπέγραψαν την παρούσα (αναθεωρημένη) Σύμβαση. Έγινε στη Βαλέττα, στις 16 Ιανουαρίου 1992, στην Αγγλική και Γαλλική γλώσσα. Και τα δύο κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά και περιλαμβάνονται σε ένα μόνον αντίγραφο, που θα κατατεθεί στο Αρχείο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα κοινοποιήσει επικυρωμένο ακριβές αντίγραφο σε κάθε Κράτος μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, στα άλλα Κράτη που είναι συμβεβλημένα με την Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Σύμβαση όπως και σε όλα τα Κράτη ή την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα που έχουν κληθεί να προσχωρήσουν στην παρούσα (αναθεωρημένη) Σύμβαση.

 

 

Αρθρο δεύτερο

 

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και της Σύμβασης που κυρώνεται από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 14 αυτής.

 

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Ιωάννινα, 16 Αυγούστου 2005